Βιογραφικό
O Θέογνις ο Μεγαρεύς (άκμασε ~548-544 π.Χ.) ήταν Έλληνας ελεγειακός ποιητής των αρχαίων χρόνων από τα Μέγαρα της Αττικής. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με το όνομά του να σημαίνει απόγονος θεών, τάχθηκε υπέρ της ολιγαρχικής μερίδας των Μεγαρέων σε μια περίοδο ιδιαίτερα έντονης πολιτικής ρευστότητας για την πόλη. Το έργο του αντανακλά τις πολιτικές του θέσεις σε συνδυασμό με απόψεις ηθικού χαρακτήρα για διάφορα θέματα, γεγονός που τονε κατατάσσει στους γνωμικούς ποιητές. Απολάμβανε υψηλή δημοφιλία στην αρχαιότητα, χάρη στη κομψότητα και το δυναμισμό που χαρακτήριζε τη ποιητική του παραγωγή. Σχετικά με τη προσωπική του ζωή οι γνώσεις είναι περιορισμένες. Ωστόσο, ξεχωρίζουν η σχέση του με μιαν ανώνυμη γυναίκα, που σκόπευε να νυμφευθεί κι εκείνη με τον συμπολίτη του Κύρνο, ο οποίος αποτελεί πολλές φορές το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται με τους στίχους του. Σήμερα ο Θέογνις, πλάι στους υπολοίπους Έλληνες ποιητές της αρχαϊκής περιόδου, θεωρείται πρωτοπόρος της ανθρώπινης ποιητικής έκφρασης κι είναι ο 1ος δημιουργός τον οποίο απασχόλησε ρητά η υστεροφημία του.
Η ακριβής χρονολογία γέννησης και θανάτου του Θέογνι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Το Λεξικό της Σούιδας τον αναφέρει ως σύγχρονο του Φωκυλίδη του Μιλησίου. Στα πλαίσια ακαδημαϊκών υποθέσεων έχει προταθεί το έτος 570 π.Χ. ως σημείο αναφοράς για τη περίοδο που κρίνεται πιο πιθανή η γέννησή του. Η υπόθεση αυτή λαμβάνει υπόψη της τη περίοδο ακμής του ποιητή. Ωστόσο, στο έργο του γίνεται αναφορά στους Περσικούς πολέμους, κατά τη διάρκεια των οποίων, η 1η σημαντική σύγκρουση επί ελλαδικού εδάφους δεν έλαβε χώρα πριν το 490 π.Χ. με τη Μάχη του Μαραθώνα. Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των κλασικών φιλολόγων θέλει το προκείμενο απόσπασμα παρένθεση από το έργο κάποιου ανώνυμου ποιητή.

Ανάλογες δυσκολίες συνοδεύουν και την επιβεβαίωση του τόπου καταγωγής του δημιουργού, με τεκμήρια που προέρχονται από το σώμα του έργου του να τοποθετούνται έναντι -συχνά αντικρουομένων- μαρτυριών τρίτων. Στο Λεξικό της Σούιδας αναφέρεται ότι ο Θέογνις καταγόταν από τα Μέγαρα Υβλαία, τη σικελική αποικία της αττικής πόλης, το ιστορικό ίδρυσης της οποίας καταγράφει ο Θουκυδίδης. Τη πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει κι ο Πλάτων ονομάζοντας τον Θέογνι «πολίτη» της αποικίας. Ο Σχολιαστής του προηγουμένου αναφέρει τη διαφωνία του ιστορικου Διδύμου και του Αρποκρατίωνα, οι οποίοι θεωρούσαν τη Δωρική μητρόπολη ως τον τόπο καταγωγής του δημιουργού. Παράλληλα, συμφιλιώνει τις 2 απόψεις, προτείνοντας ότι προερχόμενος από τα Μέγαρα της Αττικής, επισκέφθηκε την αποικία κι ανακηρύχθηκε πολίτης από τους κατοίκους. Η εκδοχή αυτή μοιάζει να συμφωνεί πιότερο με τον ίδιο το Θέογνι, ο οποίος αναφέρει την επίσκεψή του στη Σικελία ως αποδημία. Εντούτοις κι αυτή η εσωτερική μαρτυρία τείνει να αποδοκιμαστεί από τη κρατούσα άποψη εξαιτίας της στήριξής της σε αμφισβητούμενους στίχους που προαναφέρθηκαν. Η απλή αναφορά του δημιουργού στον εαυτό του όμως ως «Μεγαρέα» τρέπει τους περισσότερους κριτικούς στο να συμφωνήσουν υπέρ της μητρόπολης.
Τα παιδικά χρόνια του Θέογνι, μαζί με πληροφορίες σχετικά με τους συγγενείς και τους προγόνους του, μας είναι άγνωστα. Εξαίρεση αποτελεί το σχόλιο του ιδίου σχετικά με την ανατροφή του, όπου αποκαλύπτει ότι ανήκει στην τάξη των αριστοκρατών και, χάρη σε αυτή του την ιδιότητα, έμαθε ως παιδί να μην αναζητά τιμές, δόξα και πλούτο χρησιμοποιώντας άδικα μέσα.
Η ενήλική του ζωή σημαδεύτηκε από τις πολιτικές ανακατατάξεις που χαρακτηρίζανε τα δημόσια πράγματα στα Μέγαρα του 6ου αι. π.Χ. Η ανατροπή του Θεαγένη έφερε στη θέση της τυραννίας μια εναλλαγή δημοκρατικών κι ολιγαρχικών καθεστώτων. Όταν η εξουσία περνούσε στα χέρια του δήμου εφαρμόζονταν μέτρα όπως η παλιντοκία, δηλαδή η διά νόμου επιστροφή των καταβεβλημένων τόκων στους οφειλέτες. Κάποιες φορές μάλιστα, ο αριθμός των εξορίστων ολιγαρχικών ήταν τέτοιος, ώστε να εξασφαλίζει την επάνοδο τους στην πόλη δια της βίας. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της ασυδοσίας φαίνεται πως ήταν κι ο Θέογνις, σύμφωνα με τα λόγια του οποίου η απώλεια της περιουσίας του τον άφησε σαν σκύλο ο οποίος πετά τα πάντα από πάνω του για να περάσει ένα ρέμα. Η εξορία του -αριστοκράτη- Θέογνι φαίνεται να εξηγεί και τα ταξίδια του σε Σικελία, Εύβοια και Σπάρτη που απαριθμούνται από τον ίδιο σε προσευχή του προς τον Απόλλωνα. Στο ίδιο αμφισβητούμενο απόσπασμα ο ποιητής φαίνεται να έχει επιστρέψει πια στη πόλη του κατά τη περίοδο της Περσικής εισβολής.
Σε διαφορετικό σημείο, αναφέρεται ο έρωτας του ποιητή για μια γλυκειά γυναίκα νεαρής ηλικίας (παιδὶ τερείνῃ), που δόθηκε από τους γονείς της ως νύφη σε κάποιον άλλο. Ο Θέογνις χρησιμοποιεί μια λυρική σκηνή που υποδηλώνει ότι κι οι δύο διατηρήσανε τα αισθήματά τους· με κείνη να θρηνεί για κείνον καθώς μετέφερε νερό για την οικογένειά της κι αυτόν να την αρπάζει από το χέρι, φιλώντας τη στο λαιμό και κάνοντας να ξεπηδήσει από το στόμα της ένας γλυκός ήχος. Ο αντίζηλος ανήκε σε κατώτερη τάξη από αυτή του ποιητή, όμως αυτό φαίνεται να είχε μικρή σημασία επί δημοκρατικής διακυβέρνησης της πόλης.
Περισσότερα στοιχεία μπορεί κανείς να βρει στο έργο του Θέογνι για τον Κύρνο, το γιο του Πολυπάου κι ἐρώμενο του ποιητή. Το όνομά του μαζί με το πατρώνυμο (Πολυπαΐδης), συνήθως ως κλητική προσφώνηση, αναφέρεται 76 και 9 φορές, αντίστοιχα, στους στίχους που μας διασώζονται. Νεαρότερος στην ηλικία και κατά πάσα πιθανότητα από ευγενική γενιά, αναφέρεται ότι διατέλεσε θεωρός της πόλης των Μεγάρων, ήτοι ιερός απεσταλμένος σε μαντείο με καθήκον να παραλάβει κάποιο χρησμό. Το τελευταίο υποδεικνύει ότι δεν επρόκειτο για συνήθη παιδεραστική σχέση, κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, καθώς ο Κύρνος δεν ήταν έφηβος. Οι διασωθέντες στίχοι αποτελούν το άθροισμα αποσπασμάτων ξεχωριστών έργων του ποιητή. Ως εκ τούτου, η παρουσία του Κύρνου σε διάφορα σημεία υποδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο συνολικό έργο του δημιουργού.
Η editio princeps (η 1η εκτυπωμένη, όχι χειρόγραφη, έκδοση) του Θέογνι πραγματοποιήθηκε από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία το 1495, όπου οι στίχοι του συμπεριλαμβάνονται υπό τον τίτλο των Ειδυλλίων του ποιητή Θεοκρίτου. Το λογοτεχνικό σώμα του δημιουργού, γραμμένο στην ιωνική διάλεκτο, είναι το μοναδικό από τους ποιητές της αρχαϊκής περιόδου το οποίο έφτασε σε ενιαία μορφή ως τις μέρες μας. Στα μεσαιωνικά χειρόγραφα σώζονται εξακόσια ελεγειακά δίστιχα, ενώ ένα από αυτά εμπεριέχει περίπου εκατό επιπλέον υπό τον τίτλο “ἐλεγείων β’ “. Η κυριότερη σημερινή συλλογή 1389 στίχων συναρθρώθηκε από τον Augustus Immanuel Bekker από 17 μεσαιωνικά χειρόγραφα, εκ των οποίων το παλαιότερο είναι ο Μουτινενειανός Κώδικας (Codex Mutinensis – 9ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος είναι η πηγή του 2ου βιβλίου 159 στίχων, οι οποίοι απαριθμούνται σε αυτή την έκδοση από τον στίχο 1231 κι έπειτα. Με δεδομένο ότι σε αυτό εμπεριέχονται ελεγείες κυρίως παιδεραστικού περιεχομένου, πολλές από τις οποίες ξεκινάν με τη προσφώνηση “Ὦ παῖ”, έχει προταθεί ότι ο διαχωρισμός προέκυψε για προφανείς λόγους στη Βυζαντινή εποχή.
Μες σ’ αυτό το υλικό αναγνωρίστηκαν αποσπάσματα του έργου του Σόλωνα, του Τυρταίου και του Μιμνέρμου, δημιουργώντας αμφιβολίες ως προς τη πατρότητα των στίχων σε συνδυασμό με τη προφανή ασυνάρτητη δομή του κειμένου. Όσον αφορά τη διαδικασία με την οποία το κείμενο έφτασε το Μεσαίωνα να ‘χει αυτή τη μορφή, αυτή αποτελεί αντικείμενο εικασίας των κλασικών φιλολόγων, με τη κρατούσα άποψη να θέλει ένα κυρίως έργο -εκείνο που απευθύνεται στον Κύρνο- να εμπλουτίστηκε με ανθολογήματα από άλλα έργα του Θέογνι, στα οποία στη συνέχεια εισχώρησαν τμήματα του έργου άλλων ποιητών, όλων προγενεστέρων του 5ου αι. π.Χ.. Η Σούιδα αναφέρει 3 έργα του ποιητή: α) Μια ελεγεία με τίτλο “εἰς τοὺς σωθέντας τῶν Συρακουσίων ἐν τῇ πολιορκίᾳ”. Το έργο αυτό έχει χαθεί, ενώ δεν είναι γνωστό το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφερόταν. β) Μια συλλογή υπό τίτλο “Γνῶμαι δἰ ἐλεγείας εἰς ἔπη”, η οποία αριθμούσε 2800 (,βώ) στίχους. γ) Τέλος, ένα έργο που ονομάζει “Πρὸς Κῦρνον”. Η ύπαρξη πολλαπλών έργων την εποχή της συγγραφής της Σούιδας ενισχύει την παραπάνω άποψη.
Τα ποιήματα του Θέογνι, όχι μόνο τα τραγουδούσαν επί πολλούς αιώνες στα διάφορα συμπόσια, αλλά, λόγω της παιδαγωγικής αξίας τους και των ηθικών διδαγμάτων τα οποία περιείχαν, τα έβαλαν, παράλληλα, σαν μάθημα στα σχολεία της Αθήνας κι ορισμένων άλλων αρχαιοελληνικών. Ένα επίγραμμα υπό το όνομα του Θέογνι σώζεται στην Ανθολογία Πλανούδη (Anthologia Planudea ex Libro Primo, Plan. 10 στην έκδοση της Ελληνικής Ανθολογίας του Jacobs).
Ο ελεγειακός ποιητής Θέογνις που γεννήθηκε κι έζησε στα Μέγαρα της Αττικής τον 6ο ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός εκφραστής του «μέσου» Έλληνα, που διαχρονικά πορεύεται μέσα από 25 αιώνες. Αν κι άγνωστος στο ευρύ κοινό, θεωρείται ο επιφανέστερος γνωμικός ποιητής της αρχαιότητος. Πολλές πληροφορίες για την ζωή και το έργο του δεν έχουμε, το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών το αντλούμε από τις ελεγείες του, αν και μερικές από αυτές είναι ασαφείς και συγκεχυμένες.
Ο αείμνηστος καθηγητής κ. Σ. Κορρές από τους πλέον έγκριτους μελετητές των ελεγειών του Θεόγνιδος, στην έκδοση του Θεόγνιδος του 1949, έκαμε εκτεταμένη αντιπαράθεση των ελεγειών προς διάφορα αποσπάσματα των, Ομήρου, Ησιόδου, Σόλωνα, Φωκυλίδη κι άλλων προγενεστέρων ή συγχρόνων του Θεαγένη (Τύραννος των Μεγάρων, την εποχή του Θεόγνιδος), ποιητών. Από την αντιπαράθεση αυτή προκύπτει ότι ο Θέογνις είχε μελετήσει όλους τους προγενεστέρους συγγραφείς, παίρνοντας έτσι σοβαρή παιδεία για την εποχή του.
Οι ελεγείες του είναι αποσπάσματα απ’ όλο το έργο του, το οποίο δεν διεσώθη ολόκληρο. Γράφτηκε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. κι η 1η του έκδοση έγινε στον 4ο αι. π.Χ. Φαίνεται ότι κατά την έκδοση αυτή, μες στις ελεγείες του παρεισέφρησαν και στίχοι άλλων ποιητών, όπως του Σόλωνα, του Μίμνερμου, του Τυρταίου. Έτσι σε διάφορα χωρία συναντώνται οι ίδιες γνώμες διατυπωμένες κατά διαφορετικό τρόπο. Εξ όλων τούτων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα διασωθέντα ποιήματά του αποτελούν «Ανθολογία» της οποίας ο συντάκτης είναι άγνωστος, που στη βάση τους όμως είναι ελεγείες του. Αργότερα η βάση αυτή διεπλατύνθη αφού συμπεριέλαβε γνώμες κι άλλων ελεγειακών ποιητών. Έτσι είναι περιπλεγμένα τα πράγματα, ώστε το να κατορθώσουμε να χωρίσουμε τα διάφορα μέρη, είναι έργο ανέφικτο. Σχετικώς ο Ραϊντσενστάιν φρονεί ότι η συλλογή συνετάχθη το 400 π.Χ. και δέχεται ότι είναι συλλογή αδόμενων ασμάτων με συνοδεία αυλού στα συμπόσια.
Η ζωή και το έργο του είναι συνδεδεμένα με τα πολιτικά γεγονότα της εποχής του και της γενέτειρας πόλης του. Η πόλη αυτή υπήρξε, προ της γεννήσεως του ποιητή, η σκηνή μεγάλων πολιτικών αναταραχών. Μετά την αποτίναξη του ζυγού των Κορινθίων τον 8ο αιώνα π.Χ. την διακυβέρνηση της πόλης ανέλαβαν οι ευγενείς και αριστοκράτες έως του έτους 630 π.Χ. όταν ο Θεαγένης, αναλαβών την ηγεσία του «Λαϊκού Κόμματος», κατέκτησε την εξουσία κι επέβαλε τυραννία στη πόλη. Ο Θεαγένης αν και τύραννος άσκησε φιλολαϊκή πολιτική. Επίεζε τους ευγενείς και τους πλούσιους κι εξόρισε πολλούς από αυτούς, οι οποίοι εγύρισαν μετά τη πτώση του κι επανέφεραν την ολιγαρχία. Διάφορες επαναστάσεις κι αντεπαναστάσεις επακολούθησαν μετά τη πτώση του Θεαγένη. Ο Θέογνις, που έζησε τη περίοδο αυτή, διήλθε μια ζωή μέσα σε αναταραχές, στις οποίες αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος των ποιημάτων του.
Ήταν ευγενής στη καταγωγή κι η συμπάθειά του προς τους ευγενείς είναι κατάδηλη στο έργο του. Γι’ αυτόν υπάρχουν οι «αγαθοί»«εσθλοί», όροι που την εποχή εκείνοι εχρησιμοποιούντο με πολιτική σημασία κι όχι, όπως αργότερα με την ηθική έννοια. Στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του ο Θέογνις έχασε τα κτήματα και τα χρήματά του, εξορίστηκε κι έπεσε στη φτώχεια, γι αυτό και θεωρεί το χρήμα ως το μεγάλο διαφθορέα των συνειδήσεων και των ταξικών διακρίσεων.
Το φυσικό χάρισμα της ποίησης, σε συνδυασμό με τη πολυμάθειά του, τον ορθολογισμό του, την πείρα της ζωής, πικρή, άλλως τε, από τις πολιτικές του ταλαιπωρίες, την ικανότητα να παρατηρεί και να σχολιάζει, με ένα πνεύμα ζωντανό και ευρύ και με χαρακτήρα θαρραλέο κι ασυμβίβαστο, ανδροπρεπή θα λέγαμε, που εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα, ο Θέογνις έδωσε στις ελεγείες του πρωτοτυπία και χάρη. Η γλώσσα του είναι ακριβολόγος, κατάλληλη για αποφθέγματα, ισχυρή και πλήρης πάθους, δηκτική κι ευχάριστη.
Η σκέψη του στοχαστική και διαυγής ενίοτε λεπτή και βαθειά, κλείνεται μέσα σε ακριβή και κανονικά δίστιχα, από τα οποία αναδύεται το ρωμαλέο μίσος του κι η μνησίκακη μελαγχολία του. Δεν του λείπει ούτε ο ενθουσιασμός ούτε η ανθηρότητα. Υπερήφανος, έχει συνείδηση του καλλιτεχνικού του τάλαντου και πιστεύει στην υστεροφημία του, δηλαδή ότι θα ζήσει στη μνήμη των μεταγενεστέρων και προφητικά βεβαιώνει ότι η φήμη του θα είναι αθάνατη.
Ο Θέογνις υμνεί τις αξίες της ζωής, την δικαιοσύνη, τη παλληκαριά, τη ανδρεία στην υπεράσπιση της πατρίδος, την ευσέβεια στους θεούς, τη σωφροσύνη, αλλά και τα νιάτα, τον έρωτα τις χαρές τη ζωής, τα συμπόσια, τα γλέντια, τη πίκρα των γηρατειών, την φρίκη του θανάτου. Κατακρίνει τη πλεονεξία, τον κόρο, τη φτώχεια, υμνεί τα πλούτη και τοποθετεί σε υψηλό βαθμό την αξιοπρέπεια και την ελεύθερη συνείδηση.
Στις χαρές της καθημερινής ζωής δίδει πνευματικότητα και τις εξωραΐζει. Προσπαθεί ακόμα να απελευθερώσει τους θεούς από σωματικές αδυναμίες κι ελαττώματα ώστε να τους παρουσιάσει ως όντα ψυχικά, δηλαδή να βλέπουν με τη ψυχή των τους ανθρώπους και να γνωρίζουν τις σκέψεις των και τα συναισθήματά των.
Επίσης παραπονείται για την απιστία των φίλων του, τους οποίους είχε ιδιαίτερα εμπιστευθεί κι εκδηλώνει την αγανάκτηση του κατά των εχθρών του και την αφροσύνη των κακών πλοηγών (πολιτικών), υπό τη ηγεσία των οποίων το σκάφος της πολιτείας έχει ναυαγήσει κι ομιλεί περί των κοινών ανθρώπων με υπέρμετρο χλευασμό. Πιστεύει ότι ο πλούτος αρμόζει μόνο στους ευγενείς θεωρεί την φτώχεια ψυχοφθόρα ασθένεια, πηγή φυσικής κι ηθικής κατάπτωσης που μπορεί να καταστρέψει κι αυτή την ανεξαρτησία του ανθρώπου γιατί τον καταδικάζει σε δουλοπρέπεια.
Ο Θέογνις είναι το κλασσικό παράδειγμα για μία φυσική ανθρώπινη ροπή, αυτό που σήμερα συνοψίζεται στην φράση «στροφή προς τον άνθρωπο». Οι ελεγείες του αφορούσαν την καθημερινή ζωή, την συμπεριφορά της νεολαίας και κατά τούτο καινοτόμησε, γιατί σαν σύνολο αποτελούν ένα σύστημα ηθικής συμπεριφοράς, βασισμένο, βέβαια, στις αντιλήψεις της εποχής του. Στις Ευρωπαϊκές χώρες το έργο του ποιητή σπουδάζεται με ιδιαίτερη επιμέλεια. Επί παραδείγματι στην Γερμανία ο Θέογνις καθιερώθηκε ως μέρος της σχολικής παιδείας από τον 16ον αιώνα.
Ο Γερμανός καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο της Βιλλεμβέργης, Φίλιππος Μελάχθων (1487-1560), που μεταρρύθμισε τελείως τη γερμανική εκπαίδευση, αποκληθείς προς τούτο «Διδάσκαλος της Γερμανίας» εβασίσθη στα ποιήματα του Θεόγνιδος, τα οποία μετέφρασε και κυκλοφόρησε στα σχολεία για να τα μελετούν και να διαπαιδαγωγούνται οι Γερμανοί μαθητές. Το πραγματικό όνομα του Μελάχθωνα ήταν Σβάρτσερντ που στα γερμανικά σημαίνει μελανή γη. Δυστυχώς τα ποιήματα του Θέογνι με τα οποία μορφώνονται και διαπαιδαγωγούνται οι Ευρωπαίοι εδώ κι αιώνες, δεν είναι γνωστά στην Ελλάδα.
Ο Πλάτων χρησιμοποιεί και συζητεί τις γνώμες του κι έχει περί πολλού τον ποιητή. Σ’ όλη τη διάρκεια του Ελληνικού πολιτισμού, διάφοροι συγγραφείς (Πλούταρχος, Αθήναιος, Στοβαίος κ. λ. π.) αναφέρονται στα έργα του, όπου συνεχώς εκδίδονται και σχολιάζονται οι ελεγείες του μέχρι σήμερα. Η φιλοσοφία του Nietzsche βασίζεται σε μεγάλο βαθμό επί των ηθικών αρχών του Θεόγνιδος κι ο George Grotte αποδέχεται πως οι ηθικές έννοιες είναι απολύτως συνδεδεμένες με τα ποιήματά του. Ο Ελευσίνιος στρατηγός Πάγκαλος αντλεί παραδείγματα από τις ελεγείες του Θεόγνιδος όπως ο ίδιος αναφώνησε σε πολιτικό του λόγο.
“…Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Προ 25 αιώνων ο συμπολίτης μου Θέογνις ο Μεγαρεύς, περιγράφει με αρκετήν ποίησιν το κατάντημα εις το οποίον είχαν φθάσει τότε τα Μέγαρα, η πρωτεύουσα της επαρχίας μου. Η Αριστοκρατία ακόλαστος και φαύλη μεταδίδει την διαφθοράν και την σύγχυσιν εις τας άλλας τάξεις. Εις την γενικήν αναρχίαν οι εκμεταλλευταί και κερδοσκόποι απομυζούν το αίμα του λαού. Ο βίος είναι αποτρόπαιος και ο λαός κατήντησεν άνανδρον ποίμνιον εσχάτης περιφρονήσεως. Η σημερινή κατάστασις εν Ελλάδι δεν διαφέρει κατά πολύ από τη θλιβεράν εικόνα που δίδει ο Θέογνις. Διά τούτο είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι πας τίμιος άνθρωπος ασχοληθείς με τα κοινά, οφείλει ν’ ακολουθήσει το απόφθεγμα του Δημοσθένους, πήγαινε στο σπίτι σου όταν το κοινόν δεν σε χρειάζεται…”
Μερικοί νεότεροι κριτικοί αποδοκίμασαν τον Θέογνι και τον κατηγόρησαν για αντιφατικότητα στη σκέψη, για ψυχρό διδακτισμό και σχολαστικότητα, για μονόπλευρη θεώρηση του υπαρξιακού προβλήματος. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο ποιητής τούτος είναι ο απολογητής ενός ωραίου κόσμου, και μέσα από τις αριστοκρατικές του αντιλήψεις αφήνει να διαφανεί μια ουσιαστική πλευρά της ελληνικής ταυτότητος.
Ο Θέογνις πέθανε πιθανόν εξόριστος στη Θήβα μακριά από την γενέτειρα πόλη του τα Μέγαρα που τόσο αγαπούσε αφού διακήρυττε ότι «ΟΥΔΕΝ ΑΡ’ ΗΝ ΦΙΛΤΕΡΟΝ ΑΛΛΟ ΠΑΤΡΗΣ»
Οι απόπειρες διαχωρισμού των αυθεντικών ελεγειών από παρένθετα αποσπάσματα ξεκινούν με τον Friedrich Gottlieb Welcker και συνεχίζονται ως σήμερα. Αυτός, προχώρησε στην απόρριψη αποσπασμάτων ως μη αυθεντικών με βάση ένα σύνολο κριτηρίων που αφορούσαν στο περιεχόμενο και το ύφος των στίχων της συλλογής.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας επιλογής ήταν ένα νέο σώμα 880 στίχων. Τα κριτήρια του Welcker έχουνε χαρακτηριστεί ως μηχανικά ή/και τυπολατρικά, ωστόσο η δουλειά του αποτελεί σταθμό στη σχετική βιβλιογραφία, με τη πλειοψηφία των μεταγενεστέρων συγγραφέων να τοποθετούνται όσον αφορά τη θέση του περί αυθεντικότητας των επιμέρους στίχων της συλλογής.
Ο Martin Litchfield West υποστηρίζει πως αν κι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πολλά ακόμη αποσπάσματα να ‘ναι αυθεντικά, κείνα που απευθύνονται στον Κύρνο, τα οποία συνιστούν 306 στίχους, είναι λογικά αποδεκτά ως μια γνήσια βασική συλλογή. Σύμφωνα με μια άποψη που βασίζεται στην ερμηνεία ιδίων αποσπασμάτων του ποιητή, το όνομα “Κύρνος” αποτελεί τη “σφραγίδα” με την οποία ο Θέογνις εξασφάλιζε την απόδοση της πατρότητας των δικών του συνθέσεων στον εαυτό του.
Το κυρίαρχο θέμα που διαπνέει τη ποίηση του Θέογνι είναι η σύγκρουση μεταξύ ενός παλιού κι ενός νέου τρόπου σκέψης, αντιστοίχων της πάλαι ποτέ κραταιάς ολιγαρχικής τάξης, στην οποία ανήκε και του νέου στα πολιτικά πράγματα δήμου. Η σύγκρουση αυτή δεν εκλαμβάνεται ως αντικείμενο διανοητικού πολιτικού αναστοχασμού, αλλά γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής και πρακτικής. Ο ποιητής δράττεται της ευκαιρίας να παρατηρήσει στη συμπεριφορά των δημοτών την άγνοια του ηθικού κώδικα ο οποίος αποτελεί τη δική του κληρονομιά – ως μέλους της τάξης των ευγενών – ενώ παράλληλα εκφράζει την οργή του για τα τεκταινόμενα στην πόλη του.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το συναίσθημα του ποιητή τον οδηγεί στη χρήση ρεαλιστικών εικόνων, πέρα από το σύνηθες επιτηδευμένο ύφος του είδους της ελεγείας. Το ποιητικό ύφος του Θέογνι χαρακτηρίζεται από την ισχύ της έκφρασής του και τη χρήση της απλής καθομιλουμένης χωρίς καμία καλολογική προσθήκη. Η χρήση μεταφορών αποτελεί το δυνατό του σημείο.
Ο ποιητής κακίζει τη νέα μορφή διακυβέρνησης, καταγγέλει την ηθική απαξία των απλών πολιτών κι υποδεικνύει το ρόλο του χρήματος στη διάβρωση των ηθών. Αυτή η τελευταία πτυχή είναι χρήσιμη αφ’ ενός μεν για τη χρονολογική εξακρίβωση της εισαγωγής του χρήματος ως ανταλλακτικού μέσου στην αρχαϊκή εποχή κι αφετέρου δε λόγω του ότι ο δημιουργός δίνει την οπτική γωνία της ως τότε άρχουσας τάξης των γαιοκτημόνων. Το χρήμα επέφερε το δανεισμό, την είσπραξη τόκου, τη συσσώρευση πλούτου από άκληρους απλούς πολίτες που στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τη νεοαποκτηθείσα οικονομική τους δύναμη για να προσχωρήσουν στη νομή της εξουσίας. Σε μια κοινωνία όμως που ο ἐσθλός (αριστοκράτης) σημαίνει “ηθικός και καλός”, ενώ ο κακός σημαίνει “ταπεινής καταγωγής”, η δημιουργία μεσαίας τάξης δεν μπορεί να συμβεί απρόσκοπτα κι ο Θέογνις προσωποποιεί αυτή την αντίδραση. Το αντιθετικό αυτό δίπολο αποτελεί ένα από τα κυριότερα μοτίβα του ποιητή.
Παρόμοιες εννοιολογικές συνδέσεις απαντώνται και σε άλλες γλώσσες, αλλά στο Θέογνι αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά για να εκφωνήσει το δικό του λόγο περί ηθικής. Με τις ελεγείες του, αποτυπώνει το αριστοκρατικό ιδεώδες σχετικά με το «πῶς δεῖ εἴναι» ο άνθρωπος, καθιστώντας το κοινό κτήμα των Ελλήνων της εποχής του, λίγο πριν η κοινωνική του ομάδα τεθεί στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Ο παραινετικός του λόγος που έχει σαφή στόχο τη διδασκαλία του Κύρνου, και κατ’ επέκταση του ακροατή ή αναγνώστη, αποτελεί ίδιον των αποκαλουμένων γνωμικών ποιητών, με τον Σόλωνα και τον Τυρταίο να εμπίπτουν επίσης σε αυτή τη κατηγορία. Δεν αποκλείεται μάλιστα, αν ο ποιητής είχε ζήσει έναν αιώνα αργότερα, να ‘χεν επιλέξει τον πεζό λόγο για την έκφραση της σκέψης του. Στη σύγχρονη εποχή φαντάζει ως νομοθέτης, όπως πράγματι υπήρξε ο 1ος από τους 2 που μόλις αναφέρθηκαν μαζί με τον Σπαρτιάτη Λυκούργο. Όλοι τους σκιαγράφονται ως αποκομμένοι από το πνεύμα της εποχής της πόλης τους, στην οποία προσφέρουν έναν ηθικό κώδικα κι ακολουθάνε το δρόμο της εκούσιας ή ακούσιας εξορίας.
Η έτερη βασική θεματική του έργου του είναι ο ομοφυλοφιλικός έρωτας. Οι στίχοι του έχουν χαρακτηριστεί ως «το πλέον ουσιώδες γραπτό κείμενο της αγάπης μεταξύ ομοφύλων που σώζεται από τον 6ο αι. π.Χ.». Ειδικότερα το 2ο βιβλίο (στιχ.1231-1389), είναι αφιερωμένο στον έρωτα και δη τον παιδεραστικό, με τον δημιουργό να εκθέτει όλο το φάσμα των συναισθημάτων του για τον Κύρνο (Σημ, ερωτώ τον συντάκτη του άρθρου, πως είναι δυνατόν να ‘ναι παιδεραστικό στον Κύρνο, δεδομένου πως ο Κύρνος ήτο Θέωρος κι άρα όχι καν νεαρός, μα σίγουρα όχι έφηβος, για παιδί δε το συζητάμε καν. Π.Χ.): Από την αγωνία που συνοδεύει την επιθυμία του για εκείνον και την ευθυμία που επέρχεται όταν αυτή ικανοποιηθεί, μέχρι τη ζήλεια μπρος στην ύπαρξη άλλων προσώπων και τον τελικό συμβιβασμό με την απώλεια. Σε αυτό εμπεριέχονται κι οι στίχοι που αντανακλούνε το πνεύμα της εποχής: «Το να αγαπάς ένα νεαρό, το να τον έχεις, το να τον χάνεις, όλα είναι καλά. Πιο εύκολο είναι να τον βρεις παρά να τον απολαύσεις. Ατέλειωτη λύπη προκύπτει από αυτό κι ατέλειωτη χαρά: Αλλά ακόμα κι έτσι, κάτι το καλό υπάρχει σ’αυτό.»(στιχ. 1369-1372).
Οι κριτικοί διαχρονικά δίνουν έμφαση στη Δωρική καταγωγή του ποιητή, την οποία συνδέουν με το είδος της σχέσης που αναδύεται από το έργο του, η οποία περιλαμβάνει τόσον αμιγές ερωτικό μέρος, όσο και τη διάσταση της διδασκαλίας και της εκπαίδευσης στις κοινωνικές νόρμες των ενηλίκων. Δεδομένου ότι ο δημιουργός συνιστά το 1ο μέλος της Δωρικής αριστοκρατίας που απαντάται στα σωζόμενα έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, το έργο του αποτελεί πολύτιμη πηγή σχετικά με αυτό το είδος σχέσης και τη κατανομή των στάσεων απέναντί του εκ μέρους των διαφόρων φύλων και τάξεων που συνέθεταν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Η απήχηση των ελεγειών του Θέογνι ήτανε τέτοια που έναν αιώνα περίπου μετά το θάνατό του θεωρούνταν ήδη κλασικός, όπως μαρτυρούν οι πολλαπλές παραθέσεις των στίχων του κι οι άλλες αναφορές σ’ αυτόν κατά τη διάρκεια της ομώνυμης εποχής. Ο Ξενοφώντας αναφέρει ότι μοναδικό αντικείμενο της ποίησης του ήταν η αρετή κι η κακία των ανθρώπων, οπότε το έργο του συνιστούσε διατριβή πάνω στο θέμα. Ο Ισοκράτης τον συγκαταλέγει μεταξύ του Ησιόδου και του Φωκυλίδη ως «…άριστο σύμβουλο για τον ανθρώπινο βίο.». Πλάτωνας κι Αριστοτέλης παραθέτουνε στίχους του εν μέσω της ανάπτυξης των φιλοσοφικών τους συλλογισμών. Παράλληλα, είναι γνωστό ότι τα γνωμικά του ποιητή συμπεριλαμβάνονταν στα βασικά βιβλία των νεαρών Αθηναίων την ίδια περίοδο. Στίχοι του έχουν ανευρεθεί σε 4, πιθανώς 6, αθηναϊκά αγγεία -δηλαδή σε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο ποιητή- ενώ έν απ’ αυτά, που χρονολογείται στο μέσο του 6ου αι. π.Χ, επαινεί την ομορφιά του. Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η μη συμπερίληψή του στον Κανόνα των Εννέα λυρικών ποιητών που συνέθεσαν οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, γεγονός που μαρτυρά τη μερική κάθοδό του προς την αφάνεια κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.
Μια αλυσίδα αναφορών διέσωσε το όνομά του έως την ανάπτυξη της τυπογραφίας. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος (~330-μετά το 391 μ.Χ.) αναφέρεται σε αυτόν ως “ο παλιός και σοφός ποιητής”. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, στην απολογία του υπέρ της πολυθεϊστικής θρησκείας διερωτάται αν ο σοφώτατος Σολομώντας είναι ίσος του Φωκυλίδη, του Θέογνι ή του Ισοκράτη. Παρά την ερωτική του ζωή, ο ποιητής παρατίθεται κι από τον Κλήμη Αλεξανδρείας, ο οποίος παραλληλίζει τους στίχους 35-36 με τον Ψαλμό 17. Η συγκεκριμένη παραίνεση, μαζί με άλλα σημεία που άπτονται θεμάτων ηθικής ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους Χριστιανούς συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων μορφών όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329 – 389 μ.Χ). Ο τελευταίος, παραθέτει τους στίχους 643-644, επιδοκιμάζοντας τη θέση του ποιητή υπέρ της φιλίας η οποία στηρίζεται στις πράξεις αντί για τη διασκέδαση. Η προαναφερθείσα παράθεσή του από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως πηγή ηθικής διδασκαλίας έχει υποστηριχθεί ότι απετέλεσε την αιτία που το έργο του διεσώθη στη βυζαντινή εποχή.
Στα νεότερα χρόνια ο Νίτσε ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αρχαίο ποιητή, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη πως η 1η του δημοσίευση, ενόσω ήταν ακόμη φοιτητής στη Λειψία, είχε τον τίτλο Σχετικά με την ιστορία της συλλογής της Θεογνιδείας ανθολογίας, το 1867. Στο βιβλίο του Η γενεολογία της ηθικής ο Γερμανός φιλόσοφος αναζητώντας τη προέλευση των προτύπων ηθικής στην ιστορία συναντά το αντιθετικό δίπολο εσθλός-κακός που τόσο χαρακτήριζε την αντίληψη του Θέογνι. Πάνω σε αυτό στήριξε την άποψή του ότι το καλό ορίζεται κοινωνικά από τον ισχυρότερο. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1864, η αποχαιρετιστήρια έκθεσή του για το σχολείο κλασικών σπουδών Πφόρτα είχε επίσης για θέμα τον αρχαίο δημιουργό. Σε σχετικό απόσπασμα, δίνει την εξής περιγραφή:
“Ο Θέογνις φαίνεται ένας καλοανεπτυγμένος αριστοκράτης που ‘χει τύχει σε δύσκολους καιρούς, με τα πάθη ενός ευγενή όπως αυτά που ήταν αγαπητά στην εποχή του, πλήρης θανασίμου μίσους ενάντια στις μάζες που παλεύουν να αναρριχηθούν, χτυπημένος από μια θλιβερή μοίρα, η οποία τον κατέβαλε και τον κατέστησε ηπιότερο από πολλές απόψεις. Είναι χαρακτηριστική εικόνα κείνης της ηλικιωμένης, ιδιοφυούς, κατά τι κακομαθημένης κι όχι πια ασφαλώς ριζωμένης αριστοκρατίας, τοποθετημένος στο μεταίχμιο μεταξύ μιας παλιάς και μιας νέας εποχής, ένα διαστρεβλωμένο πρόσωπο του Ιανού, καθώς αυτό που αποτελεί παρελθόν φαντάζει τόσο όμορφο και αξιοζήλευτο, ενώ εκείνο που επελαύνει -κάτι που βασικά έχει το ίδιο δικαίωμα (στο να επέλθει)- μοιάζει τόσο αηδιαστικό και αποκρουστικό, ένας τυπικός ηγέτης για όλες εκείνες τις φιγούρες των ευγενών που αντιπροσωπεύουν την αριστοκρατία προ μιας λαϊκής επανάστασης η οποία ανέκαθεν απειλεί τα προνόμιά τους και τους προτρέπει να πολεμήσουν και να αγωνιστούν για την ύπαρξη της τάξης των ευγενών με το ίδιο πάθος που θα πολεμούσαν για την δική τους ύπαρξη“.
=================================
Αποσπάσματα-Ρητά
Κύρνος (απόσπ)
…Κύρνε, σου χάρισα τ’ ανάλαφρα φτερά
για να πετάς πάν’ από πόντο και στεριά.
Παντού θε να ‘σαι: στα συμπόσια, στις γιορτές,
κι όλοι για σέ θα χουν να λεν πολλά καλά.
Παίζοντας τους μικρούς γλυκόλαλους αυλούς
άντρες πανεμορφοι θα τραγουδούν για σένα
άσματα ωραία, τρυφερά κι εσύ θ’ ακούς.
Κι όταν στου Άδη κατεβείς τα μαυρισμένα
σπλάχνα και φτάσεις στο παλάτι των λυγμών,
ούτε και τότε, αν και νεκρός, θα ξεχαστείς.
Όλοι θα σε θυμούνται, αθάνατος θα λογιστείς,
Κύρνε, θα τριγυρνάς μες στην Ελλάδα των νησιών
και πάνω απ’ τη θάλασσα που κατοικούν τα ψάρια
και θα πετάς με των Μουσών τα φίνα δώρα,
αυτών που χουν στεφάνια στα μαλλιά από κοράλλια
και θα σε σεριανούν παντού κι όλη την ώρα.
Θα ‘σαι στις συντροφιές των τωρινών και των μετά
που στους αιώνες θα ‘ρχονται και θένε το τραγούδι,
μέχρι όπου βρέχετ’ η γης κι ο ήλιος τη φωτά…
Δεν με προσέχεις! Μ’ υποσχέσεις με γελάς σα νιο ξεπεταρούδι…
—————————-
Μήποτε τὸν παρεόντα παρεὶς φίλον ἄλλον ἐρεύνα
δειλῶν ἀνθρώπων ῥήμασι πειθόμενος.
Οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν, οὐκ εὔχομαι· ἀλλά μοι εἴη
ζῆν ἐκ τῶν ὀλίγων μηδὲν ἔχοντα κακόν.
ουδέ γαρ Ζευς ουθ’ ύων πάντεσ’ ανδάνει ούτ’ ανέχων
Ακόμα κι ο Δίας δεν μπορεί να είναι αρεστός σε όλους τους ανθρώπους ούτε όταν βρέχει ούτε όταν σταματά.
ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι·
ἢν δὲ κακοῖσιν συμμίσγῃς
ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον.
Γιατί από τους καλούς θα μάθεις καλά πράγματα,
αλλά αν αναμιχθείς με τους κακούς
θα χάσεις ό,τι μυαλό διαθέτεις.
Mήτε νικών αμφάδην αγάλλεο,
μήτε νικηθείς εν οίκω καταπεσών οδύρεο.
Να μη χαίρεσαι στις νίκες,
αλλά και να μη λυπάσαι στις ήττες
Θεούς αιδού και δέδιθι
Να ντρέπεσαι και να δέεσαι τους Θεούς.
Ομόνοιαν άσκει
Να επιδιώκεις την ομόνοια
Η ατολμία είναι η φυματίωση του χαρακτήρα
Να προτιμάς τη φτώχεια μέσα στους κόλπους της δικαιοσύνης, από τον πλούτο που προμηθεύει η αδικία
Να φοβάσαι τον εχθρό που ζητά να σε καθησυχάσει με γλυκά λόγια
Ο πλούτος δημιουργεί την αυθάδεια
Σου συνέβη ένα ατύχημα; Οι φίλοι θα σου γυρίσουν το κεφάλι. Σου συμβαίνει ένα ευτυχισμένο γεγονός; Όλοι θα σπεύσουν να σε χαιρετίσουν
Τους όρκους των φαύλων να τους γράφεις στο νερό
Από έναν καλό άνθρωπο, μπορείς να κάμεις έναν κακό. Μα ποιος θα μπορέσει από έναν κακό να κάμει έναν άνθρωπο ενάρετο;
Η ελπίδα η μόνη ευνοϊκή θεότητα που έμεινε ανάμεσα στους ανθρώπους. Οι άλλες μας έχουν εγκαταλείψει κι ανέβηκαν στον Όλυμπο. Μα ο άνθρωπος, όσο βλέπει το φως του ήλιου, χαίρεται τα αγαθά της ελπίδας.
Μην επαινείς κανένα προτού γνωρίσεις καλά τη φύση του, τους τρόπους του, τον χαρακτήρα του.
Να φοβάσαι τον εχθρό που ζητά να σε καθησυχάσει με γλυκά λόγια. Εάν αφεθείς στα χέρια του, δεν θα σκεφτεί τότε παρά την εκδίκηση και τίποτε δεν θα μπορέσει να τον αφοπλίσει.
Ο συνετός δεν πρέπει ποτέ να χάνει την ψυχική του γαλήνη. Μην αφήνεσαι καθόλου να σε βάλει κάτω η ατυχία, μην παρασύρεσαι ασύνετα μέσα στο πέλαγος της ευημερίας.
Όποιος το μέτρο στο ποτό υπερβάλλει, ούτε τη γλώσσα του κρατά ούτε το νου του. Λέει κουβέντες παλαβές κι αισχρές για τους ξεμέθυστους. Όταν μεθάει δεν ντρέπεται όλα να τα κάνει. Ο φρόνιμος πιο πριν, χαμένος καταντάει. Και συ, που ξέρεις όλα αυτά, μην πίνεις κατά κόρο και πριν πιεις να το μετρήσεις, μην η κοιλιά σου σε βιάσει και σε μετατρέψει σε κακό υπηρέτη εφήμερων πραγμάτων.
Στη κοινωνία πρέπει να είσαι πολύ συνετός. Το μυστικό που σου έχουν εμπιστευτεί να το θάβεις μέσα στην καρδιά σου. Ξέχασε κι ό,τι άκουσες ακόμα.
Το πολύ κρασί είναι κακό, αλλά όταν το πίνεις προσεκτικά αντί κακό, καλό είναι τότε.
Το ωραιότερο πράγμα είναι η απόλυτη δικαιοσύνη έπειτα βέβαια η υγεία και το εξαιρετικά ευχάριστο είναι ό,τι επιθυμεί κανείς να το πετυχαίνει