Πρόλογος-Εισαγωγή
Κι αυτό το κείμενο το οφείλω στον εξαίρετο φίλο και συνεργάτη θα μπορούσα να πω, Χρήστο Σωτηρόπουλο και τον ευχαριστώ πολύ. Τώρα όσο για τη προσφορά του Μίκη, αδιαμφισβήτητα υπήρξε τεράστια στη μουσική, στη συγγραφική και στη ποίηση, αλλά κι αγωνιστικά. Π. Χ.
Βιογραφικό
Η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη ανάμεσα στους συγγραφείς, ίσως ξαφνιάσει κάποιους. Πως γίνεται όμως να μη βρεθεί ανάμεσα στους συγγραφείς, ένας άνθρωπος που έχει γράψει ο ίδιος περισσότερα από 30 βιβλία, εκατοντάδες στίχους για τραγούδια, ποιητικές συλλογές και έχοντας στο ενεργητικό του ένα κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας για την Μυθιστορηματική Αυτοβιογραφία «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» (1988)!
Ο Μίκης (Μιχάλης) Θεοδωράκης, Κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πύργο, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη. Από τότε φάνηκε καθαρά, ότι η ζωή του θα μοιραζόταν με κάθε τρόπο στον αγώνα για τον “Άνθρωπο”. Ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης, δημοσιεύεται στο βιβλιαράκι με ποιητικές συλλογές του 1941 με τίτλο «ΣΙΑΟ»!

Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο εμφύλιος. Λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία, αντίστιξη και φούγκα. Το 1952, γράφει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ»!
Το 1954 μεταβαίνει με υποτροφία στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο θρυλικό Conservatoire και σπουδάζει μουσική ανάλυση με τον Olivier Messiaen και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène Bigot. Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της Ευρωπαϊκής μουσικής. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Covent Garden, Stuttgart Ballet και επίσης για τον κινηματογράφο.Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Schostakovitch για το έργο του, Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα.Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, που σηματοδοτεί την “στροφή” του προς το λαϊκό τραγούδι. Συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση μέσα στον ελληνικό λαό. Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ΄ όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Με νωπές τις μνήμες του ελληνικού εμφυλίου, το 1962 γράφει το εμβληματικό έργο «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», το οποίο εκδίδεται από τον οίκο Γκόνη στη Ρώμη. Σε μεταγενέστερο βιβλίο του «Μουσική για τις Μάζες (1972)», αναφέρεται ο Μίκης Θεοδωράκης στο «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», με τον εξής τρόπο:
«Όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός… Παλεύει μαζί με τον λαό, μαζί με το έθνος στην πρώτη γραμμή. Και τότε η κουλτούρα γίνεται μαχόμενη». Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η “Νεολαία Λαμπράκη”, της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται Βουλευτής της ΕΔΑ. Για τη Νεολαία Λαμπράκη, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει ένα εξαιρετικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται σε έκδοσηπρώτη φορά το 1966 ως «Μανιφέστο των Λαμπράκηδων».
Το 1964, το Λιθογραφείο Ι. Πρίφτη, δημοσιεύει το βιβλίο του Μίκη, «Μίκης Θεοδωράκης-Τραγούδια», όπου περιλαμβάνονται οι στίχοι από τα μεγαλύτερα έργα που καθιέρωσαν τον Μίκη τη δεκαετία ’60, ως τον κορυφαίο Έλληνα δημιουργό («Επιτάφιος» Γιάννη Ρίτσου, «Ένας Όμηρος» Μπρένταν Μπίαν και απόδοση Βασίλη Ρώτα, «Το Τραγούδι του νεκρού αδελφού» Μίκη Θεοδωράκη, «Όμορφη Πόλη», κ.α.) Την 21η Απριλίου του 1967 περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για Αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου.
Τον Μάη του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του. Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Μπουμπουλίνας, απομόνωση, φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, νοσοκομείο, αποφυλάκιση και κατ΄ οίκον περιορισμός, εκτόπιση με την οικογένεια στη Ζάτουνα Αρκαδίας, στρατόπεδο Ωρωπού. ΄Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς.Και γράφει! Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως ο Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολίβιε, Ιβ Μοντάν, κ.α. δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και βρίσκεται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970. Από εκείνη τη στιγμή και για μία δεκαετία περίπου, δεν σταματά να γράφει και να εκδίδει βιβλία σε οίκους του εξωτερικού, τα οποία αποτελούν κάποια από τα σημαντικότερα συγγραφικά πολιτικά έργα της εποχής.
Το 1971, δημοσιεύεται στη Ρώμη ένα αριστουργηματικό δίτομο βιογραφικό Ημερολόγιο «Το Χρέος», και ακολουθούν το 1972 τα βιβλία «Άμεσα πολιτικά προβλήματα» (Λονδίνο) και «Μουσική για τις μάζες», το 1976 «Περί Τέχνης», «Οι μνηστήρες της Πηνελόπης», «Δημοκρατική και συγκεντρωτική Αριστερά», «Κίνημα γα τον πολιτισμό και την Ειρήνη», το 1977 «Για μια κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας», και το 1978 «Η αλλαγή-Προβλήματα ενότητας της Αριστεράς».
Στο εξωτερικό αφιερώνει όλο το χρόνο του σε περιοδείες σ’ όλο τον κόσμο με συναυλίες, συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες, συνεντεύξεις, δηλώσεις για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους. Γιατί πεποίθησή του ήταν πάντα,«ότι η δημοκρατία κι η ελευθερία είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εδραίωση της ειρήνης. Γιατί ο πόλεμος αποφεύγεται μόνο από ανθρώπους ελεύθερους, που μπορούν να ρυθμίσουν οι ίδιοι τις τύχες τους». Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Αλόν, που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Αραφάτ. Πραγματικά αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της Ισραηλινής Κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 1994 γιορτάσθηκε πανηγυρικά στο Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με τη παρουσίαση του Μαουτχάουζεν που στο μεταξύ έχει γίνει “εθνικό τραγούδι” του Ισραήλ και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή αυτή. Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα, Λίβανο και Συρία προσπαθώντας να ενισχύσει τον διάλογο μεταξύ αντιμαχομένων πλευρών. Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα. Συνθέτει πάντα μουσική. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Παράλληλα συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε ως βουλευτής [1981-86 (παραίτηση) και 1989-92 (παραίτηση)] είτε ως Υπουργός Επικρατείας [1990-92 (παραίτηση)].
Το 1976 ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ΄ όλη την Ελλάδα. Το 1983 του απονέμεται το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη (το «νόμπελ» των σοβιετικών). Στο πρώτο μισό της δεκαετίας 1980-89, εκδίδονται βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη στην προσπάθεια του δημιουργού να εκθέσει την επιβαλλόμενη υποκουλτούρα στην Ελλάδα και να τονίσει την ουσία, τις ρίζες και τις καταβολές της ελληνικής μουσικής. Το 1982 εκδίδεται το εμβληματικό «Μαχόμενη Κουλτούρα», ακολουθώντας μετέπειτα το «Ανατομία της Μουσικής» (1983) και το …αιρετικό «StarSystem» (1984) που τάραξε τα νερά του εγχώριου StarSystem καταγγέλλοντας διαπλοκές και άλλες τακτικές ανάμεσα σε καλλιτέχνες και δισκογραφικές εταιρείες με ονοματεπώνυμα!
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας 1980-89, τα βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη στοχεύουν στην αφύπνιση ενός λαού που μεθά και παραπλανάται από καιροσκοπικές πολιτικές και πρόσκαιρες υλικές απολαύσεις, με τον Πολιτισμό να παραπαίει πάνω σε τραπέζια και σε χωμένος σε γαρύφαλλα και επιπλέουσες δηλώσεις προεξεχουσών προσωπικοτήτων του τύπου «Μπουζούκια οι ναοί του πολιτισμού» και «φτάνει πια ο Ελύτης κι ο Σεφέρης…». Μέσα σε αυτό το κλίμα, εκδίδονται τα «Στοιχεία για μία νέα πολιτική» (1986), «Κρυμμένες Αλήθειες» (1987, συνέντευξη), «Που πάμε;» (1989) και «Ζητείται Αριστερά» (1990).
Το 1986 γίνεται πραγματικότητα κάτι που από το 1970 ακόμα έχει υποστηρίξει σε συνεντεύξεις του: η δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή γνωστών πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασέρ Κεμάλ και ο Ζουλφύ Λιβανελί. Αργότερα παίζει και πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης, μεταφέροντας μηνύματα των ελλήνων πρωθυπουργών, του Α. Παπανδρέου και του Κ. Μητσοτάκη προς τη τουρκική κυβέρνηση. Επίσης το 1986 (μετά τη καταστροφή στο Τσερνομπίλ) πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ΄ όλη την Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας. Την ίδια περίοδο, διοργανώνονται με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη στο Tübingen και στην Κολωνία. Συμμετέχουν πολιτικοί όπως ο Όσκαρ Λαφονταιν και ο Johannes Rau, φιλόσοφοι όπως ο Dürrenmatt, συγγραφείς, πολιτειολόγοι και καλλιτέχνες. Εκεί έχει την ευκαιρία να αναπτύξει τη θεωρία του για τον ελεύθερο χρόνο και τη σημασία του στη διαμόρφωση ελεύθερων ανθρώπων.Η μνημειώδης ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στη Δυτική Γερμανία, το 1987, δημοσιεύθηκε αυτούσια στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine, με τίτλο «Αντιμανιφέστο»! Στην Ελλάδα δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1989.
Η «περίεργη» για την Ευρώπη περίοδος 1990-2000+, είναι περίοδος εσωτερικής αναζήτησης και έξαρσης της οικολογικής συνείδησης για τον Μίκη, που στο διάστημα αυτό δημιουργεί ορισμένα από τα πιο λυρικά του μουσικά έργα και εκδίδει αρκετά βιβλία με πλήθος κειμένων του, μέσα από αρθρογραφία και συνεντεύξεις, ενώ για πρώτη φορά εκδίδονται ποιήματά του στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Το 2000 σε επιμέλεια Ιουλίτας Ηλιοπούλου (σύζυγος Οδυσσέα Ελύτη) κυκλοφορεί το «Να μαγευτώ και να μεθύσω», ενώ ακολουθούν μετά από έναν χρόνο το «GEDICHTE – POEMES» (2001, Λουξεμβούργο) και το «IHADTHREELIVES – Selected Poems of Mikis Theodorakis». Το 1990 δίνει 36 συναυλίες σ΄ ολη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστείας. Συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια (υπό την αιγίδα της Εurosolar), κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κ.λ.π. Παράλληλα αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Αλβανία (που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας) και Τουρκία. Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την απελευθέρωση των τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού & Σαργκίν που τελικά πετυχαίνουν. Προτείνει διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια “Ολυμπιάδα του Πνεύματος”. Ιδρύει επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον Κουρδικό λαό.
Το 1993 αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, όμως παραιτείται τον επόμενο χρόνο. Σε περιοδεία του στην Αμερική και τον Καναδά το 1994 για την ενίσχυση Πολιτιστικού κέντρου των ομογενών, η Σύγκλητος του Québec υποδέχεται με ομόφωνο ψήφισμά της, με το οποίο τον τιμά για την προσφορά του στον πολιτισμό και τους αγώνες του για τον Άνθρωπο.
Τα επόμενα χρόνια παρουσιάζονται οι όπερές του “Ηλέκτρα” (1995) και “Αντιγόνη” (1999) ενώ παράλληλα αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό (Ευρώπη, Νότια Αφρική, Αμερική) και παίρνει δυναμικά θέση σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής (ελληνοτουρκική φιλία, σεισμοί, βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία, υπόθεση Οτσαλάν, πόλεμος στο Αφγανιστάν, πόλεμος στο Ιράκ κ.λπ.). Στις αρχές της νέας χιλιετίας, εκδίδεται η εξαιρετική τριλογία «Που να βρω τη ψυχή μου» (2002-2003), όπου πραγματεύονται «Μουσική», «Τέχνη και Πολιτισμός» και «Ιδέες» από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 2004, κυκλοφορεί το «ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ – ΕΓΚΩΜΙΟΝ», αφιερωμένο στον επιστήθιο φίλο του Μίκη επί σειρά 10ετιών, Μάνο Χατζιδάκι. Το 2000 είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης. Σύσσωμη η πολιτική και η πνευματική ηγεσία Ελλάδας και Κύπρου στηρίζει την υποψηφιότητα, ενώ στη Νορβηγία, στα γραφεία της Επιτροπής για το Νόμπελ φθάνουν συνεχώς επιστολές από όλα τα μέρη του κόσμου από προσωπικότητες, φορείς και απλούς ανθρώπους. Η Σουηδική Ακαδημία του το αρνείται. Το 2002 παρουσιάζεται η όπερά του “Λυσιστράτη”, ένας αληθινός ύμνος στην Ειρήνη.
Το 2007, εκδίδεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το βιβλίο «Συμπαντική Αρμονία-Μουσική και Επιστήμη στον Μίκη Θεοδωράκη» που περιλαμβάνει 18 κείμενα που περιγράφουν τα φαινόμενα της μουσικής και της αρμονίας σε συμπαντικό, γήινο και ανθρώπινο επίπεδο. Αφορά στην θεωρία που ανέπτυξε από έφηβος ακόμη ο Μίκης, πίσω στο 1942 περί συμπαντικής Αρμονίας, ανακαλύπτοντας -εν αγνοία του- μέρος των θεωριών των πυθαγόρειων. Στις αρχές της δεκαετίας 2010-2019, στα 86 του, ξεσηκώνεται υπό των νέων της «ελεγχόμενης χρεωκοπίας» και προσφυγής της χώρας σε καθεστώς οικονομικού και πολιτικού ελέγχου (Μνημόνιο). Ιδρύει το Κίνημα Ανεξάρτητων Πολιτών-Σπίθα κι εκδίδει πληθώρα πολιτικών βιβλίων, με άρθρα και ομιλίες του από το 2011 έως και το 2017.
Δεκάδες είναι βέβαια και τα βιβλία ΓΙΑ τον Μίκη Θεοδωράκη. Με ένα αστείρευτο πλούτο, συγγραφικό και μουσικό, ο Μίκης Θεοδωράκης στήριξε όλη του την πορεία ζωής του σε τρεις άξονες: Ελλάδα-Κόσμος-Άνθρωπος, τους οποίους υπηρέτησε και υπηρετεί πιστά και με απόλυτη συνέχεια για περισσότερα από 75 χρόνια, αποτελώντας έτσι μία προσωπικότητα που ανταποκρίνεται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στην συνέπεια Λόγου-Πράξης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ (Α’ εκδόσεις)
* ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ (1952)
* ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ (1962 – Ρώμη)
* ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ – ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (1964)
* ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΛΑΜΠΡΑΚΗΔΩΝ (1966)
* ΤΟ ΧΡΕΟΣ α’ και β’ τόμος (1971-72 – Ρώμη)
* ΑΜΕΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ (1972 – Λονδίνο)
* ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ (1972)
* ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ (1976)
* ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (1976)
* ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ (1976)
* ΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ (1976)
* ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ (1977-78)
* Η ΑΛΛΑΓΗ – ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (1978)
* ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ (1982)
* ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (1983)
* STAR SYSTEM (1984)
* ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (1986)
* ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ (1986 α’ τόμος β’ τόμος / 1987 γ’ τόμος / 1988 δ’ τόμος /1995 ε’ τόμος)
* ΚΡΥΜΜΕΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ (1987)
* ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1987)
* ΟΛΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (1987)
* ΑΝΤΙΜΑΝΙΦΕΣΤΟ-για τις Ανθρωπομονάδες (1989)
* ΠΟΥ ΠΑΜΕ ; (1989)
* ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ (1990)
* Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ -1940-96 (1997)
* ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ (1997 α’ τόμος: Τραγούδια – 1998 β’ τόμος: Συμφωνικά, Μετασυμφωνικά,Ορατόρια – 1999 γ’ τόμος)
* Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – Εργογραφία (1998)
* ΝΑ ΜΑΓΕΥΤΩ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕΘΥΣΩ – Επιμέλεια Ιουλίτας Ηλιοπούλου (2000)
* GEDICHTE – POEMES (2001 -Λουξεμβούργο)
* ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ (2002 α΄ τόμος: ΜΟΥΣΙΚΗ – 2002 β΄ τόμος: ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – 2003 γ’ τόμος)
* ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ – ΕΓΚΩΜΙΟΝ (2004)
* ΑΞΙΟΣ ΕΣΤΙ -Επιμέλεια Γιώργου Μαλούχου (2004 α΄ τόμος, 2005 β΄ τόμος)
* I HAD THREE LIVES – Selected Poems of Mikis Theodorakis (2004)
* ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ-ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ (2007)
* Ο ΣΥΜΦΩΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-Από την Κασσιανή ως τη Λυσσιστράτη (2008)
* ΣΠΙΘΑ (2010)
* ΜΠΟΡΟΥΜΕ (2011)
* ΣΠΙΘΑ-ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΗ (2011)
* ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ (2016)
* ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ (2017)
* ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΝΙΑΣ – ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ, ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ ΚΩΣΤΑΣ (2018)==================
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μικρή Φαντασία (1943)
Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τους Παράδεισους
στα χείλη μας μ’ ένα φιλί. Και μας προσπέρασες.
Και σ’ ειδαμε, εκστατικοί να λιώνεις
μέσα στο Άπειρο Φως !
Τώρα πια τίποτα δε μένει που να θυμίζει το πέρασμά σου.
Μόνο τα φιλημένα χείλη μας
γίνηκαν αηδόνια που στενάζοντας πετούν προς κάθε λάμψη
τάχα μην είσαι συ και το φιλί σου.
Στα Περβόλια (1962)
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά.
Αχ κι εγώ θα ‘ρθω…
Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό.
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή.
Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκειά
κι εγώ είμ’ ο νιος που γύρισε για μια σου ματιά.
Αχ για μια ματιά…
Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις.
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τραίνο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή…
Ένα Δειλινό (1962)
Ένα δειλινό
σε δέσαν στο σταυρό.
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,
μου κάρφωσαν τα σπλάχνα,
σου δέσανε τα μάτια σου,
μου δέσαν την ψυχή μου.
Ένα δειλινό
με τσάκισαν στα δυο.
Μου κλέψανε την όραση
μου πήραν την αφή μου
μόν’ μου ‘μεινε η ακοή
να σ’ αγροικώ παιδί μου.
Ένα δειλινό
ωσάν τον σταυραητό.
χύμηξε πα στις θάλασσες,
χύμηξε πα στους κάμπους,
κάμε ν’ ανθίσουν τα βουνά
και να χαρούν οι ανθρώποι.
Προδομένη Αγάπη (1962)
Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,
προδομένη μου αγάπη
σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της ζωής μας.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Καιρός Να Δεις (1968)
Σου είπαν ψέματα πολλά
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου σου κρύβουν την αλήθεια.
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.
Πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
Καιρός να σταματήσεις
καιρός να τραγουδήσεις
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις
καιρός να δεις.
Είχα Τρεις Ζωές (1969)
Είχα τρεις ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές
κι η τρίτη μου ζωή
κλεισμένη σε δυο βλέφαρα
πνίγηκε μες στο δάκρυ.
Έμεινα μόνος
χωρίς ζωή, χωρίς ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές.
Έμεινα μόνος
εγώ κι ο Δράκος
στη μεγάλη σπηλιά.
Κρατώ ρομφαία
κρατώ σπαθί
εγώ θα σε πνίξω
εγώ θα σε σκοτώσω
εγώ θα σε σβήσω
εγώ θα σε τινάξω
πάνω απ’ τη ζωή μου
γιατί έχω τρεις ζωές
η μια για να πονάει
η άλλη για να θέλει
κι η τρίτη για να νικά.
Στον Άγνωστο Ποιητή (1969)
Ρήγα Φεραίε, σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από την Γερμανία στην Τασκένδη
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά
διασκορπισμένοι οι Ελληνες.
Διονύσιε Σολωμέ, σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες
δέροντες και δερόμενοι
διατάσσοντες και διατασσόμενοι
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι
κατέχοντες και κατεχόμενοι
διηρημένοι οι Έλληνες.
Ανδρέα Κάλβε, σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί
απορούν τα βουνά και τα έλατα
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά, σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος
τόση ανδρεία φόβος
τόση αδυναμία η δύναμη
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη, σε σε κράζω.
Όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα
και τις σκοπιές
η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια
φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ, σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ
πολύμορφο ποτάμι
τυφλό από το αίμα
κουφό από το βόγγο
ανήμπορο από το μέγα μίσος
και τη μεγάλη αγάπη
που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες
σφιγμένες σε δυο ποτάμια
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας.
Ο αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφά βάφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αμποτες να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου
Πάσχα Ελλήνων.
Άγνωστε Ποιητή, σε σε κράζω.
Εκείνος Ήταν Μόνος (1976)
Εκείνος ήταν μόνος μες στα πλήθη
εκείνος ήταν μόνος στο κελί
γι’ αυτόν αργά τραγούδησες, πολύ αργά
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος δεν ακούει τη φωνή σου
η αγάπη σου είναι νεκρή γι’ αυτόν
είναι νεκρά τα λόγια κι οι λυγμοί σου
αργά η μνήμη, αργά και το φιλί σου
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος ήταν ήρεμος κι ωραίος
εκείνος ήταν μόνος κι ορφανός
Εκείνος ήταν δίκαιος κι απέραντος
σαν ουρανός.
Εσύ φωνάζεις τώρα τ’ όνομά του
στο αίμα του ορκίζεσαι μ’ οργή
περίμενες την ώρα του θανάτου
σαν τη βροχή μας φεύγει τώρα το παιδί
σαν τη βροχή, σαν τη βροχή.
Τώρα Που ΠεθαίνουνΤτα Λουλούδια (1978)
Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια
τώρα που σωπαίνουν τα πουλιά
μου ‘μειναν στα χείλη τα τραγούδια
ξεχασμένη αγάπη μου, παλιά.
Χώρισαν οι δρόμοι μας μιαν ώρα
φορτωμένοι σύγνεφα βαρειά
μες στους παγωμένους δρόμους τώρα
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
Τώρα περιμένουμε το θάμα
πίσω από το τζάμι το θολό
η κάμαρή μας μοιάζει μ’ ένα κλάμα
φυτεμένο μέσα μας πνιχτό.
Οι δρόμοι μας χωρίσανε για πάντα
μη με περιμένεις στη γωνιά
η άνοιξη μονάχα για τους άλλους
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
Το Τραγούδι Της Γης (1980)
Το τραγούδι της γης
δεν τ’ άκουσες ποτέ
ούτε θα τ’ ακούσεις πια.
Σκότωσες όλα τα πουλιά
τα δάση
το νερό
το λαμπερό νερό
τον ποταμό.
Πάει…
Σκότωσες το χώμα
τον ήλιο
την καρδιά σου.
Ποτέ δεν θα ξαναδείς
το χρώμα τ’ ουρανού
δεν θ’ ακούσεις ποτέ
τον ήχο των χρωμάτων.
Σαν βολίδα προχωρείς στο χάος.
Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή
το τραγούδι της Γης.
Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος
ένα “γειά σου” θα πω στη ζωή.
Η Αρκούδα (1984)
Μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό
είμαι αρκούδα, χορεύω γύφτικο χορό.
Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ
με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ.
Μες στο κελί μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί
ήρθε το τέλος, δεν ήρθε ακόμα η αρχή.
Μια Φυλακή (1984)
Μια φυλακή
-πώς μας φτάσαν ως εκεί-
μια φυλακή
η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή
-πώς μας φτάσαν ως εκεί-
και δικαστή
η ζωή μου φυλακή.
Στου Μακρυγιάννη
πριν προλάβεις να μιλήσεις
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε.
Μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό
να σκεφτόσουνα θαρρείς
πόσο λίγο η μέρα κράτησε.
Μες στις πλατείες ένας-ένας καθισμένοι
τη μοναξιά μας τη γραμμένη
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό
ποιος θα πει το μυστικό
στη ζωή μας τη χαμένη.
ΠΕΖΑ
Ανθρωπομονάδες
Τι είναι, καταρχήν, οι «ανθρωπομονάδες»;
Πρόκειται για ένα σύνθετο και αρκετά πολύπλοκο σύστημα καταμέτρησης της ανθρώπινης ενέργειας, βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά. Όπως είναι γνωστό, υπάρχουν ένα σωρό παράγοντες που αυξάνουν αυτή την ενέργεια, δηλαδή τις ανθρωπομονάδες, καθώς και τόσοι άλλοι που τις μειώνουν. Δεν είναι φυσικά στις προθέσεις μας να τους καταγράψουμε λεπτομερειακά, θετικούς και αρνητικούς. Αν και κάτι τέτοιο θα ήταν τελικά χρήσιμο, μιας και, όπως θα δούμε, εκείνο που μετρά μέσα στην ανθρώπινη ζωή δεν είναι μόνο γενικά και αφηρημένα οι κοινωνικές σχέσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά πολύ καθαρά και συγκεκριμένα το πόσες ανθρωπομονάδες εξασφαλίζει ο κάθε πολίτης μέσα στο δοσμένο κοινωνικό σύστημα, μέσα στις δοσμένες κοινωνικές σχέσεις, ελευθερίες, δικαιώματα, ανάγκες, υποχρεώσεις, καταναγκασμούς και δυνατότητες.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως όσο το σύστημα είναι περισσότερο δημοκρατικό, φιλελεύθερο, όσο το επίπεδο της ζωής υψηλότερο, οι δυνατότητες μόρφωσης και πληροφόρησης περισσότερες, εξασφαλισμένη η πραγματική συμμετοχή σε συλλογικές αποφάσεις, όσο ο πολίτης νιώθει και είναι υπεύθυνος, όσο… όσο… κ.λπ., τόσο αυξάνουν μέσα του οι ανθρωπομονάδες, μεγαλώνει η ανθρώπινη ενέργεια. Όμως, η ιστορική περίοδος που διανύουμε μας δείχνει ότι μέσα και στα δύο κυρίαρχα συστήματα, στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό, όλες οι κυρίαρχες σχέσεις και κυρίως οι σχέσεις παραγωγής τελικά παίρνουν από τον μέσο πολίτη πολύ περισσότερες ανθρωπομονάδες απ’ αυτές που δίνουν.
Στον προηγμένο καπιταλισμό, το κύριο γνώρισμα είναι, αναμφισβήτητα, οι μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα σε υλικά αγαθά. Όμως για την κατάκτησή τους – που η διαφήμιση τα μεταβάλλει σε είδη πρώτης ανάγκης – ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει πολύ περισσότερες δυνάμεις από όσες τελικά του προσφέρουν αυτά τα, υλικά κυρίως, αγαθά, με αποτέλεσμα να χάνει, αντί να κερδίζει, σε ανθρωπομονάδες.
Στο σοσιαλιστικό σύστημα, χωρίς να έχουν αλλάξει οι σχέσεις μέσα στην παραγωγή, ούτε και η ποιότητα της ζωής – που παραμένει σε επίπεδα κατώτερα από τις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού – κυριαρχεί ένα νέο φαινόμενο : o Γενικός Νόμος που προσωποποιεί και εκφράζει το Κόμμα ή, πιο σωστά, η ηγεσία του.
Πώς εκφράζεται αυτός ο Γενικός Νόμος; Εκφράζεται με την επίσημη ιδεολογία, που καταλήγει σε έναν κολοσσιαίο ηθικο-κοινωνικό καταναγκασμό. Διαμορφώνει ένα νέο τύπο τρόπου συμπεριφοράς και ζωής. Τελικά καταλήγει στην αόρατη κρατική βία και ηθικό καταναγκασμό. Η ανθρώπινη ενέργεια ελαττώνεται. Ο πολίτης συμμετέχει όλο και λιγότερο στην παραγωγή. Έτσι χάνει, από άλλο δρόμο κι αυτός, σε ανθρωπομονάδες.
Το στοιχείο του Γενικού Νόμου που κυριαρχεί στο σοσιαλιστικό σύστημα, δεν είναι παρά μια μορφή εξουσίας. Στις αρνητικές επιπτώσεις του στη διαμόρφωση των ανθρωπομονάδων θα πρέπει να προστεθούν όλα τα αρνητικά στοιχεία που παρατηρούμε στις κοινωνίες του καπιταλιστικού συστήματος, μιας και, όπως είπαμε η αλλαγή στις σχέσεις εργασίας είχε μόνο ένα «στιγμιαίο» νομικό χαρακτήρα.
Ένας άνθρωπος, χωρίς το αναγκαίο μίνιμουμ σε ανθρωπομονάδες είναι τελικά κουρασμένος σωματικά, ψυχικά και πνευματικά, ανίκανος να σκεφτεί, να οραματιστεί, να γυμνάσει το μυαλό του, να πάρει αποφάσεις, πρωτοβουλίες, να φτιάξει κάτι δικό του, να δημιουργήσει.
Αυτά ως προς τη σκέψη, το μυαλό. Ως προς την ψυχή του, τα συναισθήματά του, τον εσωτερικό του κόσμο, είναι άδειος από την ενέργεια που δίνει η επαφή μας με την ομορφιά, τη φύση, την τέχνη, την καλή συντροφιά, τις αρμονικές σχέσεις στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, με τους γνωστούς και τους φίλους.
Τέλος, ως προς το σώμα, ο άνθρωπος της πόλης είναι υποχρεωμένος να επαναλαμβάνει καθημερινά τις ίδιες κινήσεις ή να υποβάλλεται στην ίδια ακινησία, στη μεταφορά στο εργοστάσιο, στο κατάστημα, στο γραφείο, ενώ δεν έχει δυνατότητες για άθληση, μακρινούς περιπάτους, εκδρομές μέσα στη φύση. Ο αέρας που αναπνέει γίνεται όλο και πιο μολυσμένος. Δε νιώθει καλά. Η τροφή του, με τα τυποποιημένα προϊόντα, παύει να είναι υγιεινή. Η περίθαλψη στα νοσοκομεία είναι ελλειπής. Πάσχει από μικροαρρώστιες όταν δεν είναι άρρωστος σοβαρά.
Θα πρέπει να δούμε επίσης τι μηνύματα και ποια ερεθίσματα τον περιβάλλουν, τον ενοχλούν, τον επηρεάζουν καθημερινά, από το πρωί ως το βράδυ. Οι διαφημίσεις, ο Τύπος, οι ήχοι και οι μουσικές, το ραδιόφωνο, οι φωνές στους δρόμους και οι κάθε είδους θόρυβοι της πόλης, τέλος, η τηλεόραση. Χιλιάδες μηνύματα, διαφημιστικά, πολιτικά, ερωτικά, αθλητικά, που όμως τα διέπει σχεδόν όλα η ίδια λογική. Η κυρίαρχη λογική του κάθε συστήματος. Ο Γενικός Νόμος της Αγοράς στη Δύση. Ο Γενικός Νόμος της Πολιτικής Θρησκείας στην Ανατολή.
Μπορούμε νομίζω, να φανταστούμε τον μέσο πολίτη της Ευρώπης. Να τον δούμε την ώρα που ξεκινά για τη δουλειά του. Άλλος πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου, άλλος στο σταθμό του μετρό, ενώ κάποιος τρίτος μπαίνει στο ιδιωτικό του αυτοκίνητο. Γενικά, είναι κουρασμένος από το πρωινό ξύπνημα, νυστάζει, το κεφάλι του είναι μουδιασμένο. Αυτός που οδηγεί, βάζει το ραδιόφωνο. Όποιο σταθμό κι αν ψάξει, θ’ ακούσει την ίδια περίπου τυποποιημένη μουσική της εποχής. Τα ίδια διαφημιστικά σποτς. Το δελτίο καιρού ή τις πολιτικές ειδήσεις σε ρυθμό «χωρίς ανάσα».
Αυτός που ταξιδεύει με το λεωφορείο ή το μετρό, όρθιος ή καθιστός, διαβάζει ανόρεχτα τους τίτλους της εφημερίδας ή κρυφοκοιτάζει την εφημερίδα του διπλανού του. Κανείς δεν βλέπει τον άλλον στα μάτια. Είναι όλοι συνωφρυωμένοι, κατσούφηδες, απελπισμένοι, γιατί σε λίγο θα κλειστούν για οκτώ ολόκληρες ώρες. Δεν τολμούν ακόμα να σκεφτούν, τη στιγμή που θα σχολάσουν. Την ώρα της επιστροφής.
Αν μπει στο λεωφορείο ή στο βαγόνι μια πραγματικά ωραία γυναίκα, τότε οι άντρες ξυπνάνε, γουρλώνουν τα μάτια και τη φαντάζονται, οι περισσότεροι, γυμνή. Μια ωραία γυναίκα γι’ αυτούς δεν είναι παρά ένα γυμνό σώμα στο κρεβάτι, όργανο ερωτικής ηδονής. Γρήγορα όμως συνέρχονται, οι όψεις τους ξαναγίνονται βαριές. «Αυτά είναι όνειρα», σκέφτονται και κατεβάζουν το κεφάλι. Βγαίνουν κατά ομάδες απ’ τους σταθμούς και βαδίζουν για να πάνε στη δουλειά τους.
Ο οδηγός του Ι.Χ. έχει άλλα προβλήματα. Βρίσκει πως τα κόκκινα φανάρια ανάβουν ειδικά γι’ αυτόν. Ο ρυθμός της ροής γίνεται κάθε μέρα και πιο αργός. Αυτές οι συχνές στάσεις, η αργοπορία, του τεντώνουν τα νεύρα. Χτυπά νευρικά με τα δάχτυλα το τιμόνι. Σβήνει το ραδιόφωνο. Το ξανανοίγει. Αγριοκοιτάζει αυτόν που προσπαθεί να τον ξεπεράσει. Είναι έτοιμος για ένα μέτρο ασφάλτου να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. Τέλος, έχει πρόβλημα στο parking. Θα βρει θέση; Παρκάρει εξουθενωμένος. Εξουθενωμένος κλείνει την πόρτα και η μόνη σκέψη που κάνει είναι «πότε θα τελειώσουν αυτές οι ατέλειωτες οχτώ ώρες ώσπου να ξαναβάλω το κλειδί για να ανοίξω την πόρτα και να γυρίσω στο σπίτι…».
Tι περνάει, αλήθεια, απ’ το μυαλό αυτών των ανθρώπων που κατά κοπάδια κατευθύνονται στις δουλειές τους; Τίποτε! Εκτός από τον απόηχο από κάποιο νυχτερινό καβγά, κάποιο πρόβλημα. Ή οι φευγαλέες εντυπώσεις, αν την προηγούμενη νύχτα είδαν στην T.V. κάποιο ενδιαφέρον ματς, σήριαλ ή βιντεοφίλμ.
Το μυαλό είναι κουρασμένο, μουδιασμένο, τρομοκρατημένο μπροστά σε μια ακόμα μονότονη, άχαρη, κουραστική, χωρίς ενδιαφέρον, σε μια κυριολεκτικά χαμένη μέρα απ’ τη ζωή τους. Το μυαλό έχει παραλύσει, καθώς όλες αυτές οι εικόνες, οι αναμνήσεις, οι σκέψεις έρχονται και φεύγουν αστραπιαία.
Το μυαλό μοιάζει σαν ένα κολοσσιαίο εργοστάσιο με σταματημένες μηχανές. Είναι ακίνητο. Το μυαλό δε δουλεύει. Μήπως όμως δουλεύει η ψυχή, το συναίσθημα;
Και φτάνουμε στη δουλειά. Τις προάλλες πήγα στα καταστήματα FNAC στη rue de Rennes να αγοράσω δίσκους. Περιμέναμε με τη Μυρτώ ουρά στο ταμείο. Κάπου δέκα λεπτά. Όταν έφτασε η σειρά μας, η ταμίας μέτρησε τους δίσκους που διάλεξα γράφοντας στην αριθμομηχανή τις τιμές. Στο τέλος τις άθροισε με μια κίνηση. Η Μυρτώ έβγαλε την μπλε κάρτα. Η ταμίας την έβαλε στο ειδικό μηχάνημα που είναι συνδεδεμένο με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που ελέγχει όλες τις τράπεζες και όλους τους λογαριασμούς. Αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, η απάντηση ήταν θετική και γράφτηκε σ’ ένα χαρτάκι που βγήκε απ’ το μηχάνημα. Αφού πληρώσαμε, περάσαμε από την άλλη πλευρά του ταμείου. Κάθισα να παρακολουθήσω την ταμία.
Παρατήρησα πως η πληρωμή γίνεται με τρεις τρόπους. Ο πρώτος, με χρήματα που τα μετρά με γρήγορες κινήσεις. Ο δεύτερος, με τσεκ που το ελέγχει σε ειδικό μηχάνημα. Και ο τρίτος, με την μπλε κάρτα που την περνά στο κομπιούτερ. Οι πελάτες περνάνε συνεχώς, χωρίς το παραμικρό διάλειμμα. Η ταμίας σκυμμένη ελέγχει τα εμπορεύματα, καταγράφει στο κομπιούτερ τις τιμές, τις αθροίζει και κάνει τις εισπράξεις με τους τρεις τρόπους που είδαμε. Όλες οι κινήσεις είναι γρήγορες αλλά καλά υπολογισμένες και σταθερές. Το σώμα της είναι ακίνητο. Δουλεύουν μόνο τα χέρια της και το μυαλό της.
Πόσοι πελάτες περνούν μπροστά της κάθε ώρα; Πόσα εμπορεύματα; Πόσα λεφτά εισπράττει στο οχτάωρο; Τι θα συμβεί αν κάνει λάθος; Ποιά είναι η ευθύνη της και με ποιές συνέπειες; Επομένως δεν εργάζεται μόνο, αλλά έχει και το άγχος μήπως κάνει λάθος. Μήπως δεν δει καλά την τιμή ή μήπως δεν μετρήσει σωστά τα χρήματα.
Η Μυρτώ μου είπε ότι, στα μεγάλα καταστήματα «Βερόπουλου», στο Κουκάκι, η ταμίας γνωρίζει απ’ έξω τις τιμές των εμπορευμάτων.
Ας φανταστούμε τώρα την ταμία αυτή το βράδυ, ύστερα από οχτώ ώρες δουλειάς. Όταν έφυγε το πρωί από το σπίτι της ήταν σχεδόν νύχτα. Ενώ έξω ο ήλιος φωτίζει την πόλη, μέσα στο κατάστημα ο φωτισμός είναι ηλεκτρικός. Ο αέρας κοντισιονέ. Δηλαδή ζει μέσα σε μια τεχνητή ατμόσφαιρα και τεχνητό περιβάλλον. Δεν βλέπει γύρω της. Δεν βλέπει ούτε τους πελάτες, γιατί το μάτι της πρέπει να παρακολουθεί τα εμπορεύματα, μετά τις τιμές και, τέλος, τα χρήματα. Μέσα σε οχτώ ώρες πόσα εμπορεύματα είδε; Πόσες αθροίσεις έκανε; Πόσα χρήματα μέτρησε με το χέρι της; Αυτά τα τρία πράγματα, Εμπορεύματα – Αθροίσεις – Χρήματα, είναι ο κόσμος της για μιαν ολόκληρη μέρα. Στο διάλειμμα της εργασίας, στην καντίνα, είναι η μοναδική ανθρώπινη στιγμή.
Κουρασμένη για ό,τι προηγήθηκε και για ό,τι θα επακολουθήσει, τρώει ανόρεχτα το σάντουιτς, πίνει με αργές γουλιές το αναψυκτικό, και κάπου κάπου ανταλλάσσει δύο λόγια αδιάφορα με τις διπλανές της. Για τι μιλούν; Προσωπικά προβλήματα, αρρώστιες, ακρίβεια, τα παιδιά τους, οι άντρες τους. Στην καλύτερη περίπτωση θα πουν πως πέρασαν το week-end ή πού θα το περάσουν. Όλα αυτά, μηχανικά, ανόρεχτα, χωρίς ενδιαφέρον. Γιατί η σκέψη της καθεμιάς γυρίζει στα δικά της.
Όταν βγαίνει στο δρόμο, αρχίζει να βραδιάζει. Δύο βήματα στο πεζοδρόμιο. Καμιά βιτρίνα και να η είσοδος του μετρό. Είναι η ώρα της μεγάλης κίνησης. Μπαίνει όπως όπως. Στριμώχνεται. Αφήνει το κορμί της να λικνίζεται στο ρυθμό των τροχών και τις κινήσεις αυτών που μπαινοβγαίνουν. Δεν σκέφτεται τίποτε. Μόνο βιάζεται να φτάσει στο σπίτι.
Αν είναι μητέρα, την περιμένουν νέα καθήκοντα. Κουζίνα, γεύματα, πιάτα, ρούχα, έγνοιες των παιδιών. Μετά είναι ο σύζυγος. Το ίδιο σκοτωμένος κι αυτός, δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Διαβάζει μηχανικά την εφημερίδα του. Τρώνε. Τα παιδιά πλαγιάζουν. Κάθονται για λίγο μπροστά στην T.V. Αν είναι η καθορισμένη μέρα που πρέπει να κάνουν έρωτα, σηκώνονται και πλαγιάζουν. Αν όχι, μένουν λίγο περισσότερο μπροστά στο κουτί. Κάποιος κοιμάται επί τόπου. Δεν αντέχει. Τσακισμένοι βυθίζονται σε ύπνο χωρίς όνειρα, έχοντας το φόβο, από την ώρα που πλαγιάζουν του απαίσιου ήχου απ’ το ξυπνητήρι, που, ως συνήθως, δείχνει άγριες πρωινές ώρες.
Αυτή η περιγραφή δεν είναι φανταστική, ούτε αναφέρεται σε κάποια εξαίρεση. Αφορά το 90% όλων των εργαζομένων στις σύγχρονες κοινωνίες. Τόσο στον καπιταλισμό όσο και στο σοσιαλισμό.
Αν αναλύσουμε σχολαστικά όλες τις περιπτώσεις, δηλαδή όλα τα επαγγέλματα, θα διαπιστώσουμε ότι όλο και περισσότερο λείπει η προσωπική ζωή, η οικογενειακή ζωή και η κοινωνική συναναστροφή και, φυσικά, λείπει ο χρόνος για πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, για σωματική άσκηση, για περιπλάνηση μέσα στη φύση, ώστε τα μάτια να δουν πράσινο και γαλάζιο. Να δουν τα λουλούδια και τα βουνά. Όλα τα πράγματα που ηρεμούν, ξεκουράζουν και ομορφαίνουν τον εσωτερικό μας κόσμο. Οι πόλεις – όλες ομοιόμορφες – δεν έχουν πια παρά άσφαλτο και γκρίζα κτίρια, χωρίς ενδιαφέρον. Αυτοκίνητα που δημιουργούν έναν συνεχή ρυθμό, παρά φύσιν, που κάνει να τεντώνουν τα νεύρα και να «σπάζουν».
Επειδή ανέφερα τη λέξη ρυθμός, θα πρότεινα να εξετάσουμε την επίδραση που έχουν οι διάφοροι ρυθμοί στη ζωή μας. Και καταρχήν, ένα ερώτημα : Υπάρχει τάχα φυσικός ρυθμός; Υπάρχει – κατά προέκταση – ανθρώπινος ρυθμός; Ο φυσικός ρυθμός είναι πρώτ’ απ’ όλα ο ρυθμός του Σύμπαντος. Η κίνηση των άστρων. Εμάς που κατοικούμε στη Γη, μας επηρεάζει άμεσα η κίνηση μέσα στο ηλιακό σύστημα. Η Γη και ο Ήλιος. Η Γη και η Σελήνη. Απ’ αυτές τις δυο βασικές κινήσεις – ρυθμούς, πηγάζει η έννοια του Χρόνου. Καθώς και η έννοια της Αρμονίας. Τεράστιοι όγκοι, όπως η Γη, η Σελήνη, ο Άρης, ο Κρόνος, η Αφροδίτη, χορεύουν ένα μπαλέτο με ακρίβεια δευτερολέπτων. Είναι η Αρμονία! Απ’ αυτούς τους ρυθμούς και τις σχέσεις γεννιούνται η Νύχτα και η Μέρα. Γεννιούνται οι Εποχές.
Η Βιομηχανική Εποχή παραβιάζει – βιάζει -, σκοτώνει το φυσικό ρυθμό. Δε λαβαίνει καθόλου υπόψη της την ανάγκη του ανθρώπου να εναρμονίζεται με το ρυθμό των άστρων, του ηλιακού συστήματος, της μέρας και της νύχτας, της Σελήνης, της Άνοιξης και του Θέρους, του Φθινόπωρου και του Χειμώνα.
Όμως δεν πρόκειται μόνο για το φυσικό ρυθμό που μας περιβάλλει. Είναι και ο δικός μας, ο εσωτερικός ρυθμός, που καθορίζεται βασικά από τους χτύπους της καρδιάς μας. Με βάση το ρυθμό της καρδιάς, γίνονται μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό χίλιες δυο πολύπλοκες λειτουργίες, κινήσεις, που όμως όλες εναρμονίζονται με τον κυρίαρχο εσωτερικό ρυθμό. Ιδιαίτερη σημασία έχει το νευρικό σύστημα, που ξεκινά και καταλήγει στα τρισεκατομμύρια κύτταρα του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Χωρίς να είμαι γιατρός ή βιολόγος, στηριζόμενος μόνο στην απλή λογική, συμπεραίνω ότι το νευρικό μας σύστημα δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται και να λειτουργεί με βάση, τόσο τον εσωτερικό – ανθρώπινο – ρυθμό, όσο και τον εξωτερικό – φυσικό – ρυθμό. Με άλλα λόγια βλέπω μια τέλεια αρμονική σχέση ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ρυθμούς, που εξασφαλίζουν την αρμονική ανάπτυξη και πόρευση του ανθρώπου μέσα στη φύση και στη ζωή. Θεωρώ λοιπόν το σεβασμό στο Ρυθμό σαν το θεμέλιο για τη δημιουργία ανθρωπομονάδων.
Όμως είδαμε ότι η βιομηχανική εποχή εκτροχιάζει τον άνθρωπο από τον φυσικό και τον ανθρώπινο ρυθμό. Επομένως η καταστροφή των ανθρωπομονάδων ξεκινά απ’ τη στιγμή που οι σχέσεις και οι ρυθμοί που επιβάλλουν οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, δημιουργούν τον πολίτη-στρατιώτη της παραγωγής. Ο βιομηχανικός άνθρωπος είναι ο πειθαρχημένος, ο καταπιεσμένος, ο ρομποτοποιημένος στρατιώτης του γραφείου και του εργοστασίου, που το σύστημα τον έχει ξεριζώσει από το χώμα του φυσικού ρυθμού, επιβάλλοντάς του τους ρυθμούς της παραγωγής. Δηλαδή των μηχανών στο εργοστάσιο, των μεταφορικών μέσων στο δρόμο. Των καταναγκασμών στο σχολείο, στο στρατώνα και στο γραφείο, που τον εκτροχιάζουν από τον φυσικό εσωτερικό του ρυθμό.
Αυτό το άγριο πρωινό ξύπνημα, το τροχάδην στο πλύσιμο, στο φαγητό, στους δρόμους. Που τα διαδέχεται η ανία της υποχρεωτικής κοινωνικής, χωρίς προσωπικό ενδιαφέρον, μονότονης εργασίας. Το τροχάδην στις διαφημίσεις, στα γεγονότα, στις ειδήσεις. Το συνεχές ανακάτωμα των «μηνυμάτων». Απεργίες, μάχες, πολύνεκρα ατυχήματα, πολιτικές συναντήσεις, ματς, ωραίες γυναίκες, γυμνές στις διαφημίσεις, βομβαρδισμένα τοπία, αστυνομικοί, με γκλομπς, όλων των εθνοτήτων, δεξιώσεις με υπέροχες νυχτερινές τουαλέτες, διαφημίσεις απορρυπαντικών, Ρήγκαν – Γκορμπατσόφ, ΜΑΤ που κυνηγούν νεαρούς στα γήπεδα, υπουργικό συμβούλιο, πορεία εργαζομένων, διαφήμιση παιδικών τροφών, παιδιά σκελετωμένα, κούρσες αυτοκινήτων, δηλώσεις πρωθυπουργού, διαφήμιση κόκα-κόλα – χιλιάδες καθημερινά «μηνύματα» που τα νεύρα τα ανεβοκατεβάζουν, προσπαθώντας να τα τοποθετήσουν σε μια γωνιά του εγκεφάλου. Όμως, αυτός τι να κρατήσει και τι να απορρίψει; Και γιατί να κρατήσει και γιατί να απορρίψει; Θέλω να πω, με ποιό κριτήριο; Ποιά κρίση, ποιό όφελος; Ποιά σημασία; Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο ανθρώπινος εγκέφαλος – αυτό το αριστούργημα της δημιουργίας – καταντά κέντρο διερχομένων, ένας σκουπιδότοπος, στην κυριολεξία, όπου τελικά τα σκουπίδια ξεχειλίζουν και πνίγουν τη λειτουργικότητά του, δηλαδή τη σκέψη.
Έχουμε, δηλαδή, δύο βασικές παραβιάσεις. Η πρώτη αφορά τους απάνθρωπους ρυθμούς με τους οποίους εισβάλλουν τα «μηνύματα» στο νευρικό σύστημα κι από κει στον εγκέφαλο. Και η δεύτερη, η ποιότητα των «μηνυμάτων». Είναι όλα τόσο ανακατωμένα, απροσδόκητα, ανόμοια, παράλογα, ανεξήγητα, που τελικά καταλήγουν στο τίποτα. Στο χάος. Και να σκεφτούμε ότι αυτή είναι η καθημερινή «τροφή» ενός σύγχρονου νευρικού συστήματος και εγκεφάλου. Επομένως, ποιές και πόσες ανθρωπομονάδες μπορεί να υπάρξουν, ύστερα από όλη αυτή την ανωμαλία; Nομίζω καμιά.
Ο φυσικός ρυθμός και η φυσική αρμονία, από τα οποία έχει ανάγκη ο άνθρωπος, διαταράσσονται σφοδρά και από άλλους δύο κοινωνικούς καταναγκασμούς : Tη βία και την πειθαρχία. Πίσω από την επιβαλλόμενη εξωτερικά πειθαρχία, βρίσκεται πάντα η βία : είτε άμεσα είτε σαν απειλή. Και όταν λέμε βία, θα πρέπει να λέμε και φόβος. Από κει και πέρα αρχίζει μια αλυσίδα καταπιεσμένων συναισθημάτων και ψυχικών τραυματισμών, που μας οδηγούν στην ανασφάλεια κι από κει στη μοναξιά. Και είναι φοβερό πράγμα να νιώθει κανείς μόνος και ανασφαλής, μέσα σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο τερατώδης. Το φοβισμένο και μοναχικό άτομο, είναι περιττό να πούμε πως έχει αδειάσει από ανθρωπομονάδες. Η ανθρώπινη ενέργεια που διαθέτει είναι μηδέν.
Η πειθαρχία ξεκινάει με το πρωινό ξυπνητήρι, που σηματοδοτεί μια ατέλειωτη σειρά από πράξεις που πρέπει να γίνουν μέσα στη μέρα, μόνο και μόνο γιατί «έτσι πρέπει». «Έτσι πρέπει», όμως, από ποιόν και για ποιόν; Η βία και η πειθαρχία ξεκινούν μέσα από την ίδια την οικογένεια. Από την υποταγή της γυναίκας στον άντρα. Και των παιδιών στους γονείς. Το μωρό μεγαλώνει με μια ατέλειωτη γκάμα από «μη» – από αρνήσεις, στερήσεις, απαγορεύσεις – που το προετοιμάζουν «για τη ζωή». Όμως, ποιά ζωή;
Πρώτα απ’ όλα, για το Σχολείο. Ας δούμε τι λέει ο Άλβιν Τόφλερ, σχετικά με την εκπαίδευση.
Η Κρυφή Εκπαίδευση
Καθώς η εργασία εγκατέλειπε τα χωράφια και τα σπίτια, τα παιδιά έπρεπε να προετοιμάζονται για τη ζωή στο εργοστάσιο. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες ορυχείων και εργοστασίων της εκβιομηχανιζόμενης Αγγλίας διαπίστωσαν – όπως έγραψε ο Άντριου Ουρ το 1835 – ότι ήταν «σχεδόν αδύνατο να μεταβάλουν άτομα που είχαν περάσει την ηλικία της εφηβείας, είτε προέρχονταν από αγροτικά ή χειρωνακτικά επαγγέλματα, σε χρήσιμα βιομηχανικά χέρια». Αν ήταν δυνατό να προετοιμαστούν οι νέοι για το βιομηχανικό σύστημα, αυτό θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια τα προβλήματα της βιομηχανικής πειθαρχίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια ακόμη βασική δομή των κοινωνιών του Δευτέρου Κύματος : η μαζική εκπαίδευση.
Βασισμένη στο εργοστασιακό πρότυπο, η μαζική εκπαίδευση δίδασκε βασικά ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, λίγη ιστορία και άλλα θέματα. Αυτή ήταν η «ανοικτή εκπαίδευση». Αλλά κάτω απ’ αυτή υπήρχε μια αθέατη ή «κρυφή εκπαίδευση» που ήταν περισσότερο βασική. Την αποτελούσαν – κι ακόμη την αποτελούν στα περισσότερα βιομηχανικά κράτη – τρία στάδια : ένα για την ακρίβεια, ένα για την πειθαρχία κι ένα για τη συνεχή εργασία. Η βιομηχανική εργασία χρειαζόταν εργάτες που θα εμφανίζονταν στην ώρα τους. Χρειαζόταν εργάτες που θα έπαιρναν εντολές από μια διευθυντική ιεραρχία χωρίς πολλές ερωτήσεις. Και χρειαζόταν άντρες και γυναίκες προετοιμασμένες να δουλέψουν στις μηχανές ή στα γραφεία, εκτελώντας κτηνωδώς δουλειές. Έτσι από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, καθώς το Δεύτερο Κύμα κατάκλυζε τη μια χώρα μετά την άλλη, διαπίστωνε κανείς μια αδιάκοπη εκπαιδευτική πρόοδο : τα παιδιά άρχιζαν το σχολείο σε όλο και μικρότερη ηλικία, το σχολικό έτος γινόταν όλο και μεγαλύτερο (στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε κατά 35% από το 1878 μέχρι το 1956) και ο αριθμός των ετών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συνεχώς αυξανόταν.
Η μαζική δημόσια εκπαίδευση ήταν καθαρά ένα ανθρωπιστικό βήμα προς τα μπρος. Όπως διακήρυξε μια ομάδα μηχανικών και εργατών στην πόλη της Νέας Υόρκης το 1829 «μετά από τη ζωή και την ελευθερία, θεωρούμε την εκπαίδευση σαν τη μεγαλύτερη ευλογία που γνώρισε ποτέ το ανθρώπινο γένος». Ωστόσο, τα σχολεία του Δευτέρου Κύματος μετέτρεψαν τη μια μετά την άλλη τις γενιές των νέων σε πειθαρχημένη εργατική δύναμη του τύπου που χρειαζόταν η ηλεκτρομηχανική τεχνολογία.
Συνδυαζόμενα, η πυρηνική οικογένεια και το σχολείο εργοστασιακού τύπου αποτελούσαν μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την προετοιμασία των νέων ώστε ν’ αναλάβουν τους ρόλους τους στη βιομηχανική κοινωνία. Και απ’ αυτήν την άποψη, οι κοινωνίες του Δευτέρου Κύματος, καπιταλιστικές ή κομμουνιστικές, βόρειες ή νότιες, ήταν όλες όμοιες».
Εγώ θα προσέθετα, ότι η σύγχρονη εκπαίδευση, εκτός από όσα μας λέει ο Τόφλερ, δηλαδή την αγωγή και την ακρίβεια, την πειθαρχία, τη συνεχή εργασία, την υποταγή στις εντολές που έρχονται από τη διευθυντική ιεραρχία και την προετοιμασία για τις «κτηνώδεις» δουλειές, προετοιμάζει τους μέλλοντες «στρατιώτες της παραγωγής» και για το άχρηστο. Τους διδάσκουν να κάνουν εργασίες εντελώς αδιάφορες και άχρηστες, με την έννοια ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τη φύση και τις ανάγκες (κυρίως πνευματικές και ψυχικές) και τις δυνατότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ένα ανθρώπινο ον αποτελεί αυτό καθεαυτό ένα θαύμα της δημιουργίας. Είναι προικισμένο με φοβερά δώρα : σώμα, χέρια, πόδια, όραση, ακοή, όσφρηση και, κυρίως, σκέψη και κρίση. Έχει συναισθήματα. Φαντασία. Και νιώθει βαθιά μέσα του την ανάγκη της δημιουργίας. Αυτό το ον – το τόσο προικισμένο – είναι έτοιμο να τρέξει μέσα στη ζωή, να χαρεί, να δει, να γνωρίσει, ν’ αγαπήσει.
Πώς είναι δυνατόν αυτό το ον να το κλείσεις, και μάλιστα εθελοντικά, μέσα σ’ ένα γραφείο, να το βάλεις να κάθεται μπροστά σε μια γραφομηχανή, όπου με τα δυο του χέρια – που για να γίνουν και να λειτουργήσουν όπως λειτουργούν χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια βιολογικής εξέλιξης – να γράφει κείμενα που δεν το αφορούν; Αυτό το θαύμα το πραγματοποιεί η πειθαρχία στο σπίτι και στο Σχολείο. Το κατορθώνει η «μαζική εκπαίδευση».
Όσο γράφω αυτές τις γραμμές, νιώθω ν’ ακούγεται όλο και πιο πολύ το ερώτημα : «Μα, τέλος πάντων, πώς θα ζήσει η κοινωνία αν λείψει η πειθαρχία και αν λείψουν όλες αυτές οι αδιάφορες έως κτηνώδεις εργασίες;».
Να ένα κολοσσιαίο πεδίο για έρευνα. Δηλαδή, γιατί χρειάστηκαν έως σήμερα όλες αυτές οι θυσίες, και αν και πόσο μας ωφέλησαν. Ας θυμηθούμε μόνο τα παιδιά των 10-12 χρόνων που τα κατέβαζαν στα ορυχεία της Αγγλίας και τα δένανε με σχοινιά, για να τραβούν τα καρότσια που ήταν φορτωμένα με κάρβουνο, επί 14 ώρες την ημέρα. Όσα επιχειρήματα κι αν ακουστούν για τη λογική της «ανθρώπινης προόδου», εμένα προσωπικά δεν θα με πείσουν ποτέ πως για να πάει η ανθρωπότητα, δήθεν, μπροστά, θα πρέπει να βασανίζουμε τα παιδιά.
Και τελικά πού φτάσαμε; Να, η Ευρώπη σήμερα έχει όλα τα χαρακτηριστικά της προηγμένης κοινωνίας. Ας την αναλύσουμε λοιπόν. Όχι γενικά και αόριστα˙ με αριθμούς και γενικότητες. Αλλά συγκεκριμένα. Ας εφαρμόσουμε μιαν άλλη κοινωνιολογία. Μια πρακτική, μιαν εξατομικευμένη κοινωνιολογία.
Ας παρακολουθήσουμε διάφορα άτομα όλων των κατηγοριών, όλων των τάξεων και των επαγγελμάτων. Όμως να τα παρακολουθήσουμε σχολαστικά, στην καθημερινή τους ζωή. Για να δούμε τελικά πώς ζουν, πώς συμπεριφέρονται, τι προσφέρουν και τι παίρνουν. Και κυρίως να μάθουμε τι γίνεται με τον περίφημο «ανθρωπισμό» τους. Δηλαδή, η σύγχρονη κοινωνία τους εφοδιάζει με τις απαραίτητες ανθρωπομονάδες, ώστε να χαρούν τη φύση, τον έρωτα, τη φιλία, την οικογένεια, την τέχνη; Λειτουργούν σαν όντα προικισμένα με νου, σκέψη και φαντασία; Έχουν συνείδηση ότι είναι οι κληρονόμοι της ανθρώπινης σκέψης, ιδιαίτερα σε πνευματικά έργα αθάνατα, που γυμνάζουν το νου, τρέφουν τη φαντασία, πλαταίνουν τα σύνορα του ψυχικού κόσμου, βαφτίζουν ολόκληρο το είναι στα νάματα του ωραίου, αυτού που μας οδηγεί στα πέρατα της πραγματικής ελευθερίας και ευτυχίας;
Με άλλα λόγια, αυτόν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «άνθρωπο», γίνεται άνθρωπος μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας; Ή, αντίθετα, αυτή η κοινωνία ξέφυγε από τον άνθρωπο, έγινε αυτοσκοπός, εξυπηρετεί μόνο μια χούφτα φιλόδοξα, άπληστα και ασφαλώς παρανοϊκά άτομα, που κατορθώνουν να υποτάσσουν στους Γενικούς Νόμους (ελεύθερη αγορά – πολιτική θρησκεία) το σύνολο του πληθυσμού; Όμως, με ποιό τίμημα;
Είδαμε μερικά παραδείγματα, και θα μπορούσαμε ασφαλώς να αναφερθούμε και σε πολλά άλλα. Όμως το συμπέρασμα έχει ήδη βγει : ο άνθρωπος όχι μόνο δεν γίνεται αυτό που λέμε «άνθρωπος», αλλά η καθημερινότητα τον καταδικάζει να γίνεται όλο και περισσότερο «φυτό». Όχι με την έννοια του δέντρου, που στο κάτω κάτω χαίρεται αυτό που είναι – φτάνει να μην το αγγίζουν οι άνθρωποι -, αλλά ενός όντος ανώτερου που το υποχρεώνουν να μη χρησιμοποιεί τα θεία δώρα της δημιουργίας : Το υπέροχο σώμα, τον μοναδικό νου και τον ψυχικό κόσμο, που δεν θα τον βρούμε σε κανένα άλλο γήινο πλάσμα, παρά μόνο στον άνθρωπο.
Ώστε η λεγόμενη εξέλιξη, οι λεγόμενες προηγμένες χώρες, δημιουργούν σήμερα θλιβερά όντα. Ουσιαστικά εθελοντές στρατιώτες εφ’ όρου ζωής, κατάδικους διά βίου, δεμένους στο μαγγανοπήγαδο της παραγωγής. Πειθαρχημένους και καταφοβισμένους γονείς, παιδιά, καθηγητές και μαθητές, αξιωματικούς και στρατιώτες, ιδιοκτήτες και εργαζόμενους.
Εκατοντάδες εκατομμύρια κατάδικοι προχωρούν καθημερινά. Στοιβάζονται σε αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα, γραφεία, καταστήματα, σχολεία και εργοστάσια. Το χρώμα που τους περιβάλλει, γκρίζο. Το χρώμα που έχουν μέσα τους, γκρίζο. Ευτυχισμένοι μόνο όσοι έχουν έγχρωμη τηλεόραση.
Μερικοί πιστεύουν πως μέσα στις συνθήκες μιας σύγχρονης – προηγμένης τεχνολογικά – κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του φόρτου και των καταναγκασμών που δέχεται καθημερινά ο εργαζόμενος, ο ανώτατος χρόνος κοινωνικής εργασίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες. Πολλά τεστ έχουν αποδείξει ότι μετά τις τέσσερις ώρες συνεχούς εργασίας μειώνεται η δύναμη του εργαζόμενου. Στις υπόλοιπες τρεις ή τέσσερις ώρες, η προσφορά του ισοδυναμεί με λιγότερο από μισή ώρα πραγματικής απασχόλησης.
Έχουμε λοιπόν μερικές δεκάδες εκατομμύρια, στην Ευρώπη, που εργάζονται εντατικά το πρώτο τετράωρο, ενώ στον υπόλοιπο χρόνο δεν αποδίδουν ή αποδίδουν λίγα πράγματα, παραμένοντας εν τούτοις υποχρεωτικά καθηλωμένοι στους χώρους δουλειάς. Από την άλλη πλευρά έχουμε 12-17 εκατομμύρια ανέργους που μένουν στο σπίτι τους, χωρίς να εργάζονται. Η Δυτική Γερμανία τους δίνει 60 δισ. μάρκα αποζημίωση, για να μη δουλεύουν. Ποιός τα δίνει; Οι κεφαλαιούχοι, αφού τελικά αυτούς εξυπηρετεί η στρατιά των ανέργων; Σαν εφεδρεία και σαν απειλή επάνω στους εργαζόμενους να μη ζητούν πολλά; Όχι! Η αποζημίωση επιβαρύνει ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο! Δηλαδή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πληρώνουν τους ανέργους, για να είναι φρόνιμοι και λογικοί απέναντι στο Κεφάλαιο…
Ερώτησα στο Τύμπιγκεν, κατά τις εργασίες του Α΄ Συνεδρίου «Κουλτούρα της Ειρήνης», έναν υπεύθυνο των γερμανικών συνδικάτων, σε δημόσια συζήτηση: «Γιατί μ’ αυτά τα 60 δισ. μάρκα δεν ζητάτε να συμμετέχουν οι σημερινοί άνεργοι στην παραγωγή; Ας δουλεύουν λιγότερο, αφού η αποζημίωση δεν καλύπτει ένα πλήρες μεροκάματο. Ας εργασθούν λ.χ. δύο ώρες. Με τον όρο όμως αυτές οι δύο ώρες να αφαιρεθούν από τους υπόλοιπους. Όχι φυσικά σε όφελος των ιδιοκτητών. Αλλά των ίδιων των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, αν οι σημερινοί άνεργοι με την αποζημίωση των 60 δισ. οφείλουν να εργασθούν δύο ώρες την ημέρα, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι να δουλέψουν 4, 5, 6 ώρες, ανάλογα με το πόσο δουλεύουν σήμερα. Εφόσον είναι το κοινωνικό σύνολο που επιβαρύνεται, ας είναι λοιπόν το κοινωνικό σύνολο που θα ωφελείται, από τη μερική συμμετοχή των σημερινών ανέργων στην παραγωγή». «Όχι», μου απάντησε. «Δεν δεχόμεθα να υπάρχουν εργάτες που να δουλεύουν λιγότερο και να πληρώνονται λιγότερο…».
Είναι οπωσδήποτε ένα δύσκολο πρόβλημα. Γιατί θα υπάρξουν αμέσως δύο κατηγορίες εργαζομένων. Όμως, να που ήδη υπάρχει η κατηγορία των ανέργων. Πώς δεχόμαστε τους ανέργους; Πώς δεχόμαστε, οι εργαζόμενοι – και όχι το κεφάλαιο – να πληρώνουν τους ανέργους; Και με ποιό όφελος; Αφού, έτσι κι αλλιώς, το κοινωνικό σύνολο επιβαρύνεται με την αποζημίωση που παίρνουν οι άνεργοι, γιατί να μην ωφελείται το ίδιο το κοινωνικό σύνολο, δουλεύοντας δύο ή τρεις ώρες λιγότερο, χωρίς να μειωθεί η αμοιβή τους;
Ναι, είναι δύσκολα προβλήματα. Όμως το πιο δύσκολο είναι, νομίζω, να ξεφύγουμε από τις πεπατημένες λύσεις και συνταγές για να προχωρήσουμε σε νέες λύσεις. Νομίζω ότι η αρχή θα πρέπει να γίνει με τον καθορισμό ενός ανώτατου χρόνου εργασίας, κατά κλάδο, μέσα στον οποίο ο εργαζόμενος αποδίδει, χωρίς να συνθλίβεται κάτω από το βάρος της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής κόπωσης. Ας πούμε λοιπόν πως αυτός ο χρόνος της κοινωνικής, υποχρεωτικής εργασίας είναι τέσσερις ώρες. Και τότε, θα ρωτήσει κανείς : Τι θα γίνει με τις τιμές; Τι θα γίνει με τους κεφαλαιούχους, που θα είναι υποχρεωμένοι, είτε να μειώσουν την παραγωγή, ενώ θα δίνουν για μισθούς και μεροκάματα τα ίδια λεφτά, ή θα είναι υποχρεωμένοι να διπλασιάσουν το προσωπικό τους, διπλασιάζοντας και τα ημερομίσθια;
Θα είναι έτσι όμως τα πράγματα; Φυσικά, αν τα δει κανείς στατικά, αν δηλαδή σήμερα θελήσει κάποιος να μειώσει τις ώρες εργασίας κατά 50% – ας υποθέσουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο – είναι βέβαιο πως η οικονομία θα τιναχτεί στον αέρα. Οι τιμές θα φτάσουν σε μεγάλα ύψη με αποτέλεσμα να μειωθεί η αμοιβή των εργαζομένων. Οπότε, μαζί με τη μείωση του χρόνου εργασίας κατά 50%, θα υπάρξει και μείωση της αγοραστικής αξίας επίσης κατά 50%. Έτσι, το τετράωρο καταντά δώρο άδωρο.
Επομένως, αυτή τη μείωση του χρόνου απασχόλησης θα πρέπει να τη δούμε μέσα σε μια προοπτική κατά την οποία θα πρέπει να γίνει μια σειρά από βαθιές αλλαγές. Όπως λ.χ. η ρομποτοποίηση – αυτοματοποίηση της εργασίας και για ποιον θα λειτουργεί. Ποιόν θα ωφελεί; Τον εργαζόμενο ή τον ιδιοκτήτη; Οι κεφαλαιούχοι στην Ευρώπη θα πρέπει να δεχτούν τουλάχιστον αυτήν την επαναστατική αρχή κατά την οποία τα σύγχρονα προϊόντα της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας ανήκουν σε όλο το κοινωνικό σύνολο.
Νομίζω όμως πως άρχισα ανάποδα τη σκέψη μου. Δηλαδή, θα πρέπει να πω, κι αυτό λέω και υπογραμμίζω, ότι το κοινωνικό σύνολο με πρωτοπορία τους εργαζόμενους – στην Ευρώπη – θα πρέπει να απαιτήσει ώστε η σύγχρονη τεχνολογία – ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ρομπότ, αυτοματισμός – να περιέλθει στην ιδιοκτησία του κοινωνικού συνόλου. Δεν πρόκειται να εθνικοποιήσουμε ή μάλλον να κρατικοποιήσουμε τα εργοστάσια. Μονάχα να συμφωνήσουμε πως όπου εφαρμόζεται η νέα τεχνολογία με αποτέλεσμα τη μείωση εργασίας, αυτή η μείωση να γίνεται υπέρ των εργαζομένων, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου, και όχι υπέρ του εργοδότη.
Κι αυτό γιατί η κοινωνία σήμερα είναι αρκετά ώριμη και δυνατή ώστε να θεσμοθετήσει την κοινωνικοποίηση της ανθρώπινης και, επομένως, της κοινωνικής ιδιοφυΐας. Γιατί οι επιστήμονες που εφευρίσκουν τα νέα, υπερσύγχρονα, μέσα παραγωγής είναι κομμάτι αναπόσπαστο του κοινωνικού συνόλου, και όχι του κεφαλαιούχου που τους συντηρεί και τους πληρώνει για να πειραματίζονται και για να ανακαλύπτουν. Και για να του αφαιρέσουμε κι αυτό το επιχείρημα θα πρέπει στην Ευρώπη να θεσμοθετηθεί και να επιχορηγηθεί από το κοινωνικό σύνολο η Επιστημονική Έρευνα. Με άλλα λόγια, να κοινωνικοποιηθεί το Τραστ των Εγκεφάλων. Να κοινωνικοποιηθεί η Επιστημονική Έρευνα, ώστε όλα τα προϊόντα της να ανήκουν σε όλους τους Ευρωπαίους. Να λοιπόν ένα στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, στην πορεία και προετοιμασία για τη μείωση του χρόνου εργασίας.
Ένα άλλο είναι η μείωση του καταναλωτισμού. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο θα χρειαστεί μια σοβαρή προετοιμασία, γιατί όπως ξέρουμε τα 9/10 των διαφημιστικών μηνυμάτων που δέχεται σήμερα ο μέσος Ευρωπαίος εξυπηρετούν το πνεύμα της υπερκατανάλωσης. Δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις καταναλώνουμε ίσως και 50% παραπάνω από τις πραγματικές μας ανάγκες. Κι αυτό γιατί μας το επιβάλλει η διαφήμιση που καταφέρνει να δημιουργεί μέσα μας μιαν άλλη παράλληλη συνείδηση. Τη συνείδηση του τέλειου καταναλωτή. Η εξατομικευμένη κοινωνιολογία θα πρέπει να εξετάσει, περίπτωση με περίπτωση, πόσα και ποιά αγαθά έχει ανάγκη ο καταναλωτής και πόσα και ποιά αγοράζει επιπλέον, μόνο και μόνο γιατί του το επιβάλλει η διαφήμιση.
Αυτή η σπατάλη έχει και μια άλλη πλευρά. Δηλαδή το ότι ο μέσος Ευρωπαίος καταναλώνει πολύ περισσότερο από τις πραγματικές του ανάγκες, τη στιγμή που ο μέσος Αφρικανός λ.χ. δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις στοιχειώδεις του ανάγκες. Αυτή είναι μια άλλη διάσταση της αυριανής Ευρώπης. Γιατί δεν είναι μόνο ανήθικο αλλά και επικίνδυνο να κλείσεις τα μάτια σου κάνοντας πως αγνοείς αυτό που γίνεται σήμερα. Οι τρεις υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση και η Ευρώπη θα πρέπει να συνεργαστούν, ώστε ένα μέρος του δικού τους πλούτου να πηγαίνει κανονικά στις χώρες του Τρίτου Κόσμου έως ότου ορθοποδήσουν και σταθούν στα δικά τους πόδια.
Πώς θα χτυπήσουμε τον υπερκαταναλωτισμό; Με αστυνομικά μέτρα; Με απαγορεύσεις; Όχι, βεβαίως. Είδαμε ότι τα οικονομικά μονοπώλια έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν μια «νέα συνείδηση». Αυτό δείχνει ότι η μάχη θα πρέπει να δοθεί μέσα στην ίδια τη συνείδηση των ανθρώπων. Πώς; Με την αποκατάσταση των ανθρώπινων αξιών. Φτάνουμε έτσι στην καρδιά του προβλήματος. Δηλαδή στο πρόβλημα της παιδείας, της αγωγής, του πολιτισμού. Δεν μπορούμε να χτυπήσουμε τον υπερκαταναλωτισμό γιατί στηρίζεται πάνω στην κολακεία του ανθρώπινου εγωισμού, των αδυναμιών μας, της υπανάπτυξής μας, της ανασφάλειάς μας και της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου.
Επομένως, για να πάμε στη ρίζα του κακού χρειάζεται να μελετήσουμε και να εκπονήσουμε δύο μοντέλα : ένα μοντέλο μιας εντελώς νέας παιδείας, ανθρωποκεντρικής. Και ένα μοντέλο μιας νέας κουλτούρας, που να σπάει τα φτιαχτά σύνορα που τη χωρίζουν σε ελιτίστικη και λαϊκή, δηλαδή μιας σύγχρονης ενιαίας κουλτούρας, που από τη μια μεριά να συμφιλιώσει τον σύγχρονο πολίτη με την παγκόσμια πνευματική – καλλιτεχνική κληρονομιά κι από την άλλη να του δώσει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με μια σύγχρονη πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία – τελετουργία, που να τον εκφράζει απολύτως.
Παρακολούθησα στο Bercy έναν Άγγλο συνθέτη – τραγουδιστή της ΡΟΡ. Η αίθουσα εντυπωσιακή. Είχε γεμίσει από 15.000 θεατές – ακροατές, με μέση ηλικία 20-25 χρονών. Ήταν μια σύγχρονη τελετουργία. Τρεις παράγοντες λειτουργούσαν παράλληλα: 1) H BIOMHXANIA ΘΕΑΜΑΤΟΣ – ΑΚΡΟΑΜΑΤΟΣ (Δίσκοι, Τ.V., Ραδιόφωνο, Video, Αίθουσες Συναυλιών κ.λπ.), 2) Η Μουσική ΡΟΡ, και 3) Η Νεολαία. Η πρώτη φαίνεται να έχει εξελιχθεί σοβαρά.
Γνωρίζει όλα τα ταχυδακτυλουργικά τρικ του εντυπωσιασμού και λειτουργεί με την ακρίβεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Φώτα, ακτίνες λέιζερ, μπαλέτα με έγχρωμους προβολείς και κάθε τόσο εντυπωσιακά σκοτάδια. Το θέαμα του κοινού στις εξέδρες είναι ήδη μια ομορφιά. Ο ήχος, τέλειος αλλά υπερβολικά δυνατός. Εκκωφαντικός. Ειδικά οι βαθιές νότες, τα pedal στο ηλεκτρικό όργανο, πρέπει να προκαλούν μια βαθιά αίσθηση στο θεατή – ακροατή. Ένα θρησκευτικού χαρακτήρα δέος, λες και πρόκειται να εμφανιστεί σε λίγο ο ίδιος ο Θεός. Ή ο Σατανάς. Όσο για τη Μουσική – μελωδία, ρυθμός, αρμονία, ενορχήστρωση, φωνές, σολίστ – φαίνεται πως διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο.
Να, όμως, που τα περισσότερα από τα παιδιά γνωρίζουν τα τραγούδια. Από πού; Από τον καθημερινό βομβαρδισμό των σταθμών και των σταθμών Satellite. Συμμετέχουν, όχι όμως θα έλεγα με πάθος. Είναι απλώς ευτυχείς γιατί τα ξέρουν. Είναι αδιαμφισβήτητο πως οι νέοι νιώθουν μεγάλη ανάγκη να είναι μαζί. Χαίρονται γιατί έχουν επιτέλους κάτι κοινό που να τους ενώνει. Κι αυτό είναι το είδωλο της ΡΟΡ, το τραγούδι και κυρίως ο ομοιόμορφος τρόπος στο ντύσιμο και στη συμπεριφορά τους. Ντύνονται όπως ντύνονται οι Αμερικανοί σταρ στα video-clips και κουνιούνται – ένα είδος χορού – επίσης όπως οι Αμερικανοί ακροατές των συναυλιών μουσικής ΡΟΡ.
Μέσα σ’ αυτήν την ομοιομορφία και τη συμπεριφορά διακρίνει κανείς την ανάγκη των νέων να ξεχωρίσουν μέσα στην κοινωνία των μπαμπάδων τους – που δεν τους εκφράζει πια – βρίσκοντας μια κοινή σημειολογία και μάλιστα διεθνή. Βρίσκουν πως αυτή η συμπεριφορά είναι θετική. Έπειτα, το παιχνίδι των φώτων σε συνδυασμό με τον ήχο, το ρυθμό και τις κινήσεις του πλήθους, δημιουργεί ένα θέαμα μαγικό. Οι νέοι ζουν ένα όνειρο στο οποίο συμμετέχουν.
Το όνειρο τελειώνει. Ανάβουν τα φώτα. Ανοίγουν οι πόρτες κι αρχίζει η πραγματικότητα. Τι μένει; Μια γεύση πικρή. Γιατί είναι βέβαιο πως οι νέοι δεν πήραν απολύτως τίποτα. Το μυαλό τους δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Και ο ψυχικός τους κόσμος ήταν απασχολημένος από το θέαμα μέσα στο οποίο συμμετείχαν κι αυτοί μιμητικά. Αυτοματικά, σαν αντανάκλαση του video-clip.
Με άλλα λόγια, η μυθολογία της ΡΟΡ είναι χάρτινη, πλαστική, ρηχή. Όχι μόνο δεν πλουτίζει ψυχικά και πνευματικά, αλλά επιτείνει το μούδιασμα, την αδιαφορία και τελικά τη μοναξιά και τα αδιέξοδα. Μας προτείνει όμως κάτι σύγχρονο που εκφράζει τις μάζες : το τελετουργικό. Γιατί μένει τελικά η μεγαλειώδης σκηνοθεσία (στο θέαμα που ανέφερα, ο φωτισμός κόστισε 48.000 δολάρια τη βραδιά, δουλεύουν 70 τεχνικοί και το υλικό φορτώνεται σε 8 καμιόνια), που θα πρέπει να προβληματίσει το σύγχρονο καλλιτέχνη.
Όταν λέω «παιδεία ανθρωποκεντρική» εννοώ φυσικά να μεταθέσουμε τον κύριο άξονα και, από παιδεία που πρέπει να κατασκευάζει πειθαρχημένους, καταπτοημένους και ανασφαλείς στρατιώτες της παραγωγής, να γίνει παιδεία που να προσπαθεί να δημιουργεί όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένους, άφοβους, αυτοπειθαρχημένους και δημιουργικούς πολίτες. Είναι περίεργο που στα σχολεία μας δεν διδάσκεται η κοινωνική συμπεριφορά. Το παιδί δεν προετοιμάζεται ούτε για την κοινωνική ζωή, τις σεξουαλικές σχέσεις, τη θέση του μέσα στον κόσμο που θα ζήσει. Όπως δεν διδάσκεται η αληθινή δύναμη του ανθρώπου που είναι η πνευματική του δημιουργία.
Ενώ η ανθρώπινη ιστορία σέρνεται από τέσσερις ατμομηχανές : τη Φιλοσοφία, την Επιστήμη, την Τέχνη και την Πολιτική, στα σχολεία μας τα παιδιά μαθαίνουν πως η ιστορία του ανθρώπινου γένους είναι μόνο ιστορία πολέμων, επαναστάσεων, και καταστροφών που προκαλούν οι άνθρωποι στους ανθρώπους. Είναι η ιστορία της ανθρώπινης εξουσίας στις χίλιες δυο μεταμορφώσεις της, στις χίλιες δυο συγκρούσεις της μιας Εξουσίας με την άλλη. Έτσι σχηματίζεται σιγά σιγά μέσα στα παιδιά μας η ανάγκη της βίας σανμια δεύτερη φύση. Αφού όλα είναι πόλεμος, αφού όλα είναι βία, πρέπει να φοβάμαι τη βία, σκέφτεται το παιδί ή πρέπει να μάθω να χρησιμοποιώ τη βία. Πράγματι, η ιστορία των ανθρώπων, όπως διδάσκεται, καταλήγει στην εικόνα μιας ζούγκλας μέσα στην οποία έζησαν κατά τύχη μερικοί μεγάλοι φιλόσοφοι, ποιητές, επιστήμονες.
Έτσι, οι χιλιάδες ανακαλύψεις, οι έρευνες, τα πνευματικά έργα που βρίσκονται στη ρίζα της κάθε θετικής ανθρώπινης εξέλιξης έχουν πολύ μικρή θέση μέσα στις γνώσεις που καλείται να χωνέψει ο σύγχρονος μαθητής. Πάρα πολύ μικρότερη από τα κατορθώματα του τάδε βασιλιά, αυτοκράτορα, πολέμαρχου που βύθισε σε ερείπια την τάδε χώρα στην τάδε εποχή.
Τι μετρά, αλήθεια, ο όποιος στρατηγός μπροστά σ’ αυτούς που ανακάλυψαν τη ρόδα, τον ατμό, τα μικρόβια, τον ηλεκτρισμό; Μπροστά σ’ αυτούς που μας κληροδότησαν τη λογική, τους αριθμούς, τις πράξεις, τις ιδέες, την ομορφιά. Ή σ’ εκείνους που ανακάλυψαν τον ίδιο μας τον πλανήτη. Είναι μεγαλειώδης, συναρπαστική και όμορφη η ιστορία του ανθρώπινου γένους. Όμως δεν τη μαθαίνουμε. Δεν τη γνωρίζουμε. Εννοώ την ειρηνική πορεία μέσα στην οποία οι άνθρωποι διαρκώς ανοίγουν μονοπάτια προς το μέλλον, για να τα κλείσουν, να τα καταστρέψουν οι δαίμονες της εξουσίας, της βίας και του πολέμου.
Το ίδιο όμορφη και συναρπαστική είναι η γνώση της Φύσης. Αλήθεια, σε ποιό βαθμό ο μαθητής διδάσκεται για τη σοφία των άστρων, των φυτών και των ζώων; Για την Παγκόσμια Αρμονία που καθορίζει τόσο τους νόμους που διέπουν το Σύμπαν όσο και το άτομο. Από το μικρόκοσμο στο μακρόκοσμο. Την Αρμονία που διέπει τους φυσικούς νόμους. Που βρίσκεται μέσα σε κάθε φύλλο ή κορμό, μέσα στα ζώα. Την Αρμονία των εποχών. Και το μεγάλο μυστήριο της ζωής, τη δύναμη της Γης, του χώματος, σε συνδυασμό με τη ζωογόνο ύπαρξη του Ήλιου. Ναι, ξέρω. Όλα αυτά είναι απλά. Είναι καθημερινά. Και όμως, ποιός τα προσέχει; Ποιός τα γνωρίζει… Ώστε να βγει το μέγα συμπέρασμα : ότι όλα είναι αρμονία και τάξη μέσα στο Σύμπαν και μέσα στη ζωή, ενώ το Σχολείο μας προετοιμάζει μεθοδικά για να αντιμετωπίσουμε μιαν ανθρώπινη κοινωνία όπου όλα είναι βία, δυσαρμονία και καταστροφή.
Ναι, το Σχολείο πρέπει να μας προετοιμάζει ώστε να είμεθα ωφέλιμοι στην παραγωγική προσπάθεια της κοινωνίας. Όχι όμως δούλοι της παραγωγής. Όχι πειθαρχημένους κάτω από τη σκιά της Εξουσίας, της βίας και της ανασφάλειας, στρατιώτες, μυρμήγκια μέσα στους χώρους της παραγωγής, αλλά αυτοπειθαρχημένους, ελεύθερους, ξεκούραστους και ψυχικά – πνευματικά και σωματικά ακέραιους και ολοκληρωμένους ανθρώπους, που συνειδητά μοιράζονται τον συνολικό κοινωνικό μόχθο, γιατί έτσι πρέπει να γίνει.
Γιατί υπάρχουν εργασίες, κοπιαστικές, βρόμικες, κτηνώδεις, μονότονες, που όμως πρέπει να γίνουν. Η πόλη δεν μπορεί να ζήσει με τα σκουπίδια. Οι δρόμοι πρέπει να ξεπλυθούν απ’ τις λάσπες. Τα κτίρια και τα σπίτια να καθαρίσουν. Στα εργοστάσια κάποιοι θα πρέπει να σερβίρουν, κάποιοι να μαγειρεύουν και κάποιοι να πλύνουν τα πιάτα και να σκουπίσουν. Άλλοι θα σκάψουν για να μπουν καλώδια και αποχετευτικοί σωλήνες. Πολλοί θα πρέπει να χτυπούν στις γραφομηχανές αδιάφορα γι΄ αυτούς κείμενα. Πρέπει να υπάρχουν εργαζόμενοι που θα μας μεταφέρουν. Ταξιτζήδες, αεροπόροι, αεροσυνοδοί, οδηγοί αυτοκινήτων και τρένων. Άλλοι θα μεταφέρουν εμπορεύματα. Ναι, θα υπάρχουν βαριές και μονότονες δουλειές. Ιδιαίτερα στα εργοστάσια, στους αγρούς, μέσα στη γη, στα εργαστήρια.
Το πρόβλημα είναι ότι μια κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της δεν μπορεί να καταδικάσει έναν πολίτη σε ισόβια καταναγκαστικά έργα, όπως είναι, λ.χ., επάγγελμα σκουπιδιάρης, λαντζέρης, σερβιτόρος, δακτυλογράφος, καθαρίστρια, ταξιτζής, διανομέας, ανθρακωρύχος δηλαδή σ’ αυτές τις απασχολήσεις που ονομάσαμε πιο πολύ κτηνώδεις.
Καταρχήν δεν πρόκειται για επαγγέλματα για τα οποία χρειάζονται μακροχρόνιες σπουδές και γνώσεις. Είναι στην ουσία αυτά που λέμε στο στρατό και στις φυλακές, αγγαρείες. Και τι κάναμε εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι; Μοιραζόμασταν όλοι ανεξαιρέτως όλες τις εργασίες – αγγαρείες από τις οποίες εξαρτιόταν η καθαριότητα, η τροφοδοσία και γενικά οι βασικές ανάγκες των κρατουμένων. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ πως ορισμένοι από μας δεν θα ’καναν τίποτε άλλο όλη τη μέρα από το να καθαρίζει ένας τους θαλάμους, ο άλλος να πλένει τις τουαλέτες κι ο τρίτος να φροντίζει για τις τροφές.
Η κοινωνία που δέχεται την ύπαρξη αυτών των δήθεν επαγγελμάτων, αδιάφορα πως ονομάζεται, παραμένει κοινωνία βαρβάρων. Γιατί, αντί να επιβάλλει τη μόρφωση και την πραγματική επαγγελματική κατάρτιση σε όλα τα μέλη της, αφήνει επίτηδες έναν αριθμό από πολίτες, ακόμα κι αν παραδεχτούμε πως υπάρχουν πολίτες με ελαττωμένη νοημοσύνη, να παραμένουν αναλφάβητοι, αμόρφωτοι και επαγγελματικά ανίκανοι, ώστε να τους καταδικάζει, χωρίς δικαστήριο και μάλιστα με τη δική τους θέληση, σε εργασίες δια βίου που μόνον υποζύγια θα ήσαν ενδεδειγμένα να πραγματοποιήσουν, αν διέθεταν την ανατομία του ανθρώπου.
Αν δηλαδή δεν είναι δυνατόν να έχουμε ένα μουλάρι – σκουπιδιάρη είναι γιατί το μουλάρι δεν μπορεί να πιάσει τον σκουπιδοντενεκέ, δεν έχει χέρια για να σκουπίσει, δεν έχει την ανθρώπινη αντίληψη για να ξέρει από πού και πώς θα πάρει τα σκουπίδια για να τα πάει πού και με ποιό μέσον. Μ΄ άλλα λόγια, ο άτυχος σκουπιδιάρης καταδικάζεται σ’ αυτήν την ισόβια ποινή γιατί η φύση του δώρισε ορισμένα όργανα επιπλέον απ’ το μουλάρι. Και ποιά όργανα είναι αυτά; Ο νους, το σώμα, τα χέρια, η αντίληψη και η κρίση. Με άλλα λόγια, πολύτιμα δώρα, μοναδικά, κατακτήσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα, που όμως η κοινωνία χρησιμοποιεί τόσο όσο να τον αναγκάσει να κάνει ελάχιστα περισσότερα απ’ όσα θα έκανε ένα ζώο.
Τι θα γίνει λοιπόν μ’ αυτές τις απασχολήσεις – αγγαρείες; Είτε θα πρέπει να τις μοιράζονται όλα τα μέλη της κοινωνίας είτε, αν θα πρέπει να απασχολούνται μόνο ορισμένοι μ’ αυτές, θα πρέπει η απασχόλησή τους να έχει την ελαχιστότερη δυνατόν διάρκεια, να έχουν μια δεύτερη κύρια απασχόληση, πραγματικά επαγγελματική. Επίσης, γι’ αυτήν την «κτηνώδη» εργασία να υπάρχει ένα ειδικό πριμ και να είναι εθελοντική, από την άποψη ότι δεν θα πρέπει να είναι κανείς αναγκασμένος – καταδικασμένος να την κάνει. Και κυρίως θα πρέπει να διαγραφούν όλες αυτές οι αγγαρείες από τη λίστα των επαγγελμάτων. Γιατί επάγγελμα υπηρέτης βρόμικων, επικίνδυνων, ανθυγιεινών και αποκτηνωτικών αγγαρειών είναι σαν να λέγαμε επάγγελμα δούλος. Αυτή είναι η ουσία και η αλήθεια.
Ζούμε σε μια κοινωνία που ξανάφερε τη δουλεία από την πίσω πόρτα. Το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι σύγχρονοι δούλοι διαπληκτίζονται συχνά για να μπούνε στα δεσμά (διαφορετικά θα πέθαιναν από την πείνα), θα πρέπει νομίζω να μας κάνει να ντρεπόμαστε αντί να ρίχνουμε στάχτες πάνω στην ένοχή μας συνείδηση, όπως γίνεται σήμερα. Όμως, αυτή η «ένοχη συνείδηση», δεν λειτουργεί μαζικά. Έχει φροντίσει γι’ αυτό η δημόσια παιδεία που, όπως είδαμε, έχει σαν κεντρική αποστολή τη δημιουργία του αυριανού στρατού της παραγωγής.
Όταν όμως λέμε στρατό, αμέσως αμέσως σκεφτόμαστε τη στρατιωτική ιεραρχία. Η ιεραρχία, λοιπόν, είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει καλά ο μαθητής. Του λένε: Η κοινωνία μες στην οποία θα ενταχθείς για να εργαστείς, είναι μια αδιάκοπη πάλη για μια καλύτερη θέση. Πρόσεξε! Υπάρχουν πολλοί στρατιώτες. Όμως, εσύ, φρόντισε ν’ ανέβεις. Να γίνεις υπαξιωματικός, αξιωματικός, μέλος του επιτελείου, στρατηγός, αρχιστράτηγος. Για το λόγο αυτό πρέπει να έχεις υπόψη σου συνεχώς ότι θα πρέπει να εργάζεσαι καλά, να μορφώνεσαι επαγγελματικά, για να είσαι πάντα ανταγωνιστικός, και για να βγαίνεις νικητής μέσα απ’ την πάλη. Όμως δεν φτάνει αυτό. Πρέπει συνεχώς να κοιτάζεις ψηλά και μπροστά. Να πατάς επάνω σε ό,τι βρεις και φυσικά επάνω στους άλλους για να ανέβεις. Μην ξεχνάς ότι πάντα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Επομένως, είναι το πιο φυσικό των πραγμάτων, αν για να πετύχεις το δικό σου στόχο αναγκάστηκες να παραμερίσεις, να τσαλαπατήσεις και να μειώσεις πολλούς άλλους. Άλλωστε, όλοι είναι ανταγωνιστές σου. Ζεις μέσα σε μιαν ανταγωνιστική, «ελεύθερη» κοινωνία, στην οποία θριαμβεύει παντού και πάντα ο νόμος του ισχυροτέρου.
Είναι βέβαιο ότι αυτή η κυρίαρχη ψυχολογία καταφέρνει τελικά να μεταβάλει το μαθητή σε έναν παθιασμένο στρατιώτη – μαχητή της παραγωγής. Σε μια παραγωγική μονάδα. Παραγωγική δύναμη. Ας φανταστούμε χιλιάδες, εκατομμύρια άλογα σ’ ένα γιγάντιο ιπποδρόμιο με παρωπίδες στη γραμμή εκκίνησης. Ο επόπτης υψώνει το όπλο του. Μπαμ! Δόθηκε η εκκίνηση. Το κάθε άλογο καθώς εκτινάσσεται μπροστά δεν έχει καμιάν άλλη έγνοια παρά μόνο το πώς θα τερματίσει πρώτο. Έτσι γίνεται και με τα εκατομμύρια νέους πολίτες που ξεκινούν. Η αγωγή τους, η ψυχολογία τους, η κυρίαρχη ιδεολογία που τους εμπνέει είναι η επιτυχία με κάθε θυσία. Δεν βλέπουν γύρω τους, δεν βλέπουν πίσω τους, δεν βλέπουν τον άλλον παρά μόνο αν μπει στο δρόμο τους, αν γίνει ανταγωνιστής, με τη σκέψη πώς θα τον νικήσουν.
Πιστεύω πως όλες αυτές οι καλά κουρδισμένες μηχανές, που προορίζονται τελικά να εξυπηρετήσουν την παραγωγική διαδικασία, έχουν αδειάσει πριν καλά καλά ξεκινήσουν για τη ζωή από το μέγιστο μέρος ανθρωπομονάδων. Από το σύνολο των αξιών που συνθέτουν τον άνθρωπο, μόνο το τμήμα εκείνο που τους βοηθά ώστε να προσαρμοστούν και να επικρατήσουν μπαίνει σε λειτουργία, ενώ το υπόλοιπο μένει σε αδράνεια. Έτσι, αν για μια στιγμή έλεγε κάποιος σ’ αυτόν τον μαχητή – δρομέα της παραγωγής: «Σταμάτησε να πάρεις μιαν ανάσα! Δεν χρειάζεται πια να δαπανάς τόσες δυνάμεις καθημερινά στη δουλειά σου. Έχεις ελεύθερο χρόνο!». Αυτός θα τον κοιτάξει με ορθάνοιχτα μάτια λες και βλέπει κάποιον Αρειανό ρωτώντας με απορία: «Ελεύθερος χρόνος; Τι είναι αυτό;». Kαι με το δίκιο του. Γιατί σε όλα τα χρόνια των σπουδών του κανείς δεν του μίλησε για ελεύθερο χρόνο. Του είπαν πως η μοναδική κοινωνική αξία είναι η εργασία και ότι όλα λειτουργούν γύρω απ’ αυτήν. Του έμαθαν ότι ο άνθρωπος δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά ζει για να εργάζεται.
Το σώμα; Eίναι ένα θαυμάσιο όργανο στην υπηρεσία της εργασίας. Το μυαλό και η σκέψη; Πρόκειται για λειτουργίες που μας βοηθούν να ανακαλύπτουμε νόμους, μεθόδους και όργανα – εργαλεία που βοηθούν στην εργασία. Ο ψυχικός κόσμος και η φαντασία; Αυτές είναι ιδιότητες ειδικών ατόμων που δημιουργούν πνευματικά έργα χάρη στα οποία ο εργαζόμενος ανανεώνει τις δυνάμεις του για την εργασία.
Έχοντας πάρει αυτήν την αγωγή – πλύση εγκεφάλου – οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλέους θα είχαν πεθάνει από ανία ή θα είχαν αυτοκτονήσει καθώς η παρουσία των δούλων – το δουλοκτητικό σύστημα – τους είχε απαλλάξει από την κοινωνικώς αναγκαία εργασία. Να ένα σύστημα χωρίς εργασία! Εννοώ για τους ελεύθερους πολίτες. Οι μηχανές – δούλοι γύριζαν τη μηχανή της παραγωγής.
Ας υποθέσουμε ότι σήμερα σε κάποια χώρα υπάρξουν ξαφνικά μηχανές – ρομπότ που γυρίζουν τη ρόδα της παραγωγής, οπότε οι πολίτες της χώρας αυτής δεν χρειάζεται πια να ασχολούνται με την παραγωγή, δηλαδή αν σταματήσει η «εργασία», τότε τι θ’ απογίνουν αυτοί οι πολίτες; Με το υπάρχον παιδαγωγικό σύστημα, τις υπάρχουσες κοινωνικές αξίες, καταναλωτικά πρότυπα και κατακτητικές παρορμήσεις που έχουν συσσωρευτεί από το εκπαιδευτικό σύστημα που προετοιμάζει το μαθητή να σέβεται: το δίκαιο του ισχυρότερου, το πιο πιθανό είναι οι μισοί ν΄ αρχίσουν να σκοτώνουν τους άλλους μισούς… από περίσσευμα εσωτερικής ενέργειας. Γιατί, καθώς θα είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν θετικά και δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο, η ενέργεια που θα αποταμιεύεται μέσα τους καθημερινά λόγω της μη απασχόλησης, μη έχοντας μάθει να διοχετεύεται σε πνευματικές ενασχολήσεις, θα κατευθυνθεί αναγκαστικά προς τα πρωτόγονα ένστικτα, σαρκικές επιθυμίες, βαρβαρικές παρωθήσεις, κτηνώδη σύνδρομα, που αποτελούν τη μια πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Βλέπουμε λοιπόν πως η μαζική – δημόσια και ιδιωτική – εκπαίδευση, απ’ όλα τα ζώα έχει διδαχθεί περισσότερο από τα μερμήγκια και τις μέλισσες (μόνο που αυτές τουλάχιστον ζούνε με τα άνθη). Δημιουργούν εργάτες – μερμήγκια, πολίτες – μερμήγκια, γιατί όπως στα μερμήγκια έτσι και στις βιομηχανικές κοινωνίες η λογική είναι μία : εργασία – παραγωγή. Περισσότερη εργασία για περισσότερη παραγωγή. Μεγαλύτερη παραγωγή για περισσότερη εργασία.
Όπως είναι γνωστό, τα μερμήγκια δεν τραγουδούν. Το ίδιο κι αυτή η γκρίζα στρατιά των εργαζομένων στις σύγχρονες κοινωνίες λίγες σχέσεις έχει με την πνευματική διάσταση της ανθρώπινης φύσης. Δουλεύουν μυϊκά και λογικά, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της παραγωγής που παίρνει όλο και περισσότερο τεχνολογική μορφή.
Μήπως όμως εδώ, στην τεχνολογία, βρίσκεται η λύση; Μήπως δηλαδή η ρομποτοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων απαλλάξει τον άνθρωπο από την εξοντωτική εργασία; Γιατί μια τετράωρη απασχόληση, ακόμη και στις πιο βαριές συνθήκες εργασίας, πρέπει να αφήνει ικανό ελεύθερο χρόνο στον εργαζόμενο ώστε να μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του, να συμφιλιωθεί με τη φύση και να εξοικειωθεί με την πνευματική κληρονομιά, τόσο των προγόνων του όσο και των συγχρόνων του πνευματικών δημιουργών;
Το πρώτο σκέλος, λοιπόν, της μελέτης μας θα πρέπει να είναι η ριζική αναθεώρηση της σχέσης : πολίτης – εργασία. Αν θελήσουμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα στα όρια λ.χ. της Ευρώπης, είναι φανερό ότι πρόκειται γι μια γιγαντιαία προσπάθεια που θα πρέπει να απασχολήσει το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού.
Θα ’θελα εδώ να απευθυνθώ ιδιαίτερα προς τα κόμματα της Αριστεράς. Αυτά που κατά τεκμήριο στο πρόγραμμά τους αναφέρονται στα δικαιώματα της εργατικής τάξης, των εργαζομένων κ.λπ. Ας εξετάσουν λοιπόν το πρόβλημα της απελευθέρωσης των εργατών και όλων των εργαζομένων κάτω από το πρίσμα της θεωρίας των ανθρωπομονάδων. Μήπως δηλαδή θα πρέπει από δω και πέρα να λέμε ότι «είμαι ελεύθερος» όταν η κοινωνία μου επιτρέπει να δημιουργώ και να διατηρώ μέσα μου το αναγκαίο ελάχιστο σε ανθρωπομονάδες, ώστε να μπορώ να απολαμβάνω τα αγαθά της ζωής, της φύσης και του ανθρώπινoυ πολιτισμού;
Μπορεί να προχωρήσουμε ακόμα παραπέρα λέγοντας ότι πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς και πραγματική κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη υπάρχει όταν ο κάθε εργαζόμενος βοηθιέται από το κοινωνικό σύνολο για να δημιουργεί και να διατηρεί μέσα του το αναγκαίο ελάχιστο σε ανθρωπομονάδες, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τα αγαθά της ζωής, της φύσης και του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ας δούμε τώρα μια σειρά σχέσεων – στην ουσία, σχέσεων βίας – που συντείνουν στο σπάσιμο της αρμονίας και του φυσικού ρυθμού και επομένως μειώνουν ή και καταστρέφουν τελείως μέσα μας τις ανθρωπομονάδες. Αδειάζουν από ανθρωπομονάδες :
Tόσο ο εξουσιαστής όσο και ο εξουσιαζόμενος.
Τόσο ο αποφασίζων όσο και ο εκτελών.
Τόσο ο νομοθετών όσο και ο νομοθετούμενος.
Τόσο ο διατάσσων όσο και ο διατασσόμενος.
Τόσο ο δοξάζων όσο και ο δοξαζόμενος.
Τόσο ο φοβίζων όσο και ο φοβούμενος.
Τόσο ο αδικών όσο και ο αδικούμενος.
Τόσο ο υποτάσσων όσο και ο υποτασσόμενος.
Τόσο ο υβρίζων όσο και ο υβριζόμενος.
Τόσο ο εκμεταλλευτής όσο και ο εκμεταλλευόμενος.
Τόσο ο υπηρετών όσο και ο υπηρετούμενος
Τόσο ο «εγκεφαλοπλένων» όσο και ο «εγκεφαλοπλυνόμενος».
Τόσο ο κατατάσσων όσο και ο κατατασσόμενος.
Τόσο ο επιτιθέμενος όσο και ο προσβαλλόμενος.
Τόσο ο βασανίζων όσο και ο βασανιζόμενος.
Νομίζω ότι μέσα σ’ αυτές τις σχέσεις βλέπουμε τον καθρέφτη της σύγχρονης κοινωνίας. Σχέσεις υποταγής. Σχέσεις βίας. Σχέσεις πειθαρχίας. Για να εξυπηρετηθούν οι εξουσιαστές και ο βασικός νόμος των βιομηχανικών χωρών, μέσα στις οποίες η παραγωγή για την παραγωγή έχει αντικαταστήσει τα ξόανα και τα ταμπού των θρησκευτικών δοξασιών στις πρωτόγονες φυλές του ανθρώπινου γένους.
Συγχρόνως, αυτές οι σχέσεις, είτε είναι εκ των άνω προς τα κάτω είτε εκ των κάτω προς τα άνω, εξαφανίζουν μέσα από τους πολίτες τις αναγκαίες ανθρωπομονάδες για να απολαύσουν τη ζωή τους. Για να επικοινωνήσουν δημιουργικά με τους άλλους, με τη φύση, με τη ζωή, με την πνευματική δημιουργία και έτσι να ολοκληρωθούν σαν άνθρωποι και να ευτυχήσουν. Είδαμε ότι αυτή η πυραμιδική σχέση διδάσκεται στα παιδιά μας παντού : μέσα στην οικογένεια, μέσα στο σχολείο, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο μαγαζί, στο εργαστήριο… Παντού!
Έτσι, η βιομηχανική κοινωνία δημιουργεί άδειους ανθρώπους. Οπότε οδηγούμαστε προς το θάνατο του πολιτισμού όπως τον γνωρίσαμε έως σήμερα. Ίσως γι αυτό το λόγο υπάρχουν μερικοί φιλόσοφοι που ισχυρίζονται ότι η Τέχνη θα πάψει να είναι απαραίτητη στον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν θα είναι η Τέχνη απαραίτητη στον άνθρωπο. Πάντως αν δεν γίνουν ριζικές αναθεωρήσεις, αλλαγές στην οργάνωση της ζωής μας, είναι βέβαιο ότι η Τέχνη δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Γιατί η Τέχνη προϋποθέτει διάλογο. Ο διάλογος εκπορεύεται από την ανάγκη του δημιουργού να εκφραστεί με αισθητικά μέσα καθώς και την ανάγκη του λαού να αποδεχθεί αυτές τις αισθητικές προτάσεις σαν τροφή του ψυχικού και πνευματικού του κόσμου. Όταν όμως αυτός ο κόσμος πάψει να υπάρχει, θα σταματήσει παράλληλα και η αναγκαιότητα μιας τέτοιας επικοινωνίας.
Ήδη σήμερα, η καταστροφή των ανθρωπομονάδων μέσα στο σύνολο σχεδόν των εργαζομένων έχει απωθήσει την Τέχνη στην τελευταία σειρά των αναγκαιοτήτων του σύγχρονου πολίτη. Έτσι φτάνουμε στην ανάγκη για ένα νέο μοντέλο κουλτούρας, που θα προσπαθήσει να γεμίσει το χάσμα που γεννά μέσα μας η σημερινή κατάσταση πραγμάτων.
* Η ομιλία εκφωνήθηκε στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στη Δυτική Γερμανία, το 1987, όπου ο Μίκης ήταν εισηγητής και δημοσιεύθηκε αυτούσια στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine.
