Θεοτόκης Κωνσταντίνος: Μεγάλη Των Επτανήσων Σχολή

Βιογραφικό

    Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης ήταν Έλληνας συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής, λογοτέχνης και διανοούμενος που δέσποσε στα ελληνικά γράμματά στις αρχές του 20ού αι., σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Οι ευρύτατες γνώσεις του κι η γνώση ξένων γλωσσών -ήτανε γνώστης 5 ομιλουμένων γλωσσών (ιταλικής, γαλλικής, γερμανικής) κι άλλων 5 από τις νεκρές (αρχαία ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, αρχαία περσικά, σανσκριτικά)- του επέτρεψαν να ασχοληθεί με μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων και ξένων κλασσικών, ενώ την ίδια περίοδο δημοσιεύτηκαν και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής.
     Γεννήθηκε στις 13 Μάρτη 1872, στη Κέρκυρα, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πατέρας του ήταν ο Μάρκος Θεοτόκης και μητέρα του η Αγγελική Πολυλά (ξαδέρφη του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά), είχε και 2 αδελφούς. Τα μέλη της οικογένειάς του ασχολήθηκαν με τη πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι.. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για 8 έτη στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας, στη συνέχεια στο Κερκυραϊκό Γυμνάσιο, που το τέλειωσε το 1888. Μαθητής ακόμα έγραψε το σχολικό εγχειρίδιο Εγχειρίδιον προς κατασκευήν διαφόρων εκ χάρτου παιγνίων. Μέρος πρώτον : Το πτηνόν. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες και το 1884 στα 14, εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την εφημερίδα Ελπίς. Το 1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε. Έτσι τονε δεχτήκανε να κάνει ανώτατες σπουδές του στο Παρίσι, στη Σορβόννη, παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας, μαθηματικών, ιατρικής και χημείας, χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτικά (!!!). Έτσι πολύγλωσσος από νεαρός (γνώριζε ακόμη αρχαία περσικά, αρχαία ελληνικά και εβραϊκά (!!!!) ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και τη ποίηση. Στα 19 ετών έγραψε στη γαλλική το 1ο του έργο, το La vie des Montagnes, που δημοσιεύθηκε από τον εκδοτικό οίκο Mercure de France.  Το 1889, στα 17 του, αναχώρησε για το Παρίσι κι εγγράφηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Σορβόννης.



     Η κοσμική και σπάταλη ζωή που επέλεξε τον οδήγησε 2 έτη μετά για συνέχιση των σπουδών του στη Βενετία. Εκεί σύναψε δεσμό με τη βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, από τη Βοημία, 17 έτη μεγαλύτερή του, από την οποία χώρισε προσωρινά κατόπιν παρέμβασης του πατέρα τον ίδιο χρόνο, τη νυμφεύτηκε όμως μετά 2 έτη στη Βοημία. κι απόκτησε μαζί της μία κόρη, αφού ήδη είχε εγκαταλείψει τις σπουδές κι είχε εγκατασταθεί στους Καρουσάδες, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη.
     Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1895 εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων. Συνδέθηκε με το Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα του δημοτικισμού. Συντροφιά με το φίλο Λορέντζο κι από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον για τη σανσκριτική μυθολογία, συμμετείχε σ’ εθνικούς αγώνες, όπως στην εξέγερση της Κρήτης το 1896, αλλά και σε τοπικές πρωτοβουλίες, π.χ. εναντίον της απόφασης του δήμου Κέρκυρας για την εγκατάσταση ρουλέτας στο νησί. Καταφέρθηκε, επίσης, εναντίον της πολιτικής του συγγενούς του υπουργού κι αργότερα πρωθυπουργού Γεώργιου Θεοτόκη. Από τότε φαίνεται πως ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες και διακρίνονται τα έργα του. Συμμετείχε εκτός της Κρήτης το 1896 κι ως εθελοντής στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία, επικεφαλής δικού του σώματος.
    Το 1900 πέθανε η κόρη του Ερνεστίνη από μηνιγγίτιδα στα 5 της. Το 1901 δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο τη Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο γι’ αυτόν στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης. Το 1903 γνωρίστηκε με τη μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στη Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης ΠαλαμάςΨυχάρης και Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν. Στη 2ετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές κι επέστρεψε στη Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη.
     Στον Α’ Παγκ. Πόλ. έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, προσχωρεί στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, διορίζεται αντιπρόσωπος του κόμματος στη Κέρκυρα. Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης κι η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε αλλά κι αναγκάσθηκε να δουλέψει και το 1918 μετακομίζει στην Αθήνα. Με το τέλος του πολέμου του προσφέρεται θέση του διευθυντή λογοκρισίας παντός εντύπου κι αλληλογραφίας θέση που διατήρησε για 2 μέρες, μετά παραιτείται κι εργάζεται ως υπάλληλος εκδόσεων Ελευθερουδάκη, για λίγο. Διορίζεται προσωρινά ως έκτακτος υπάλληλος στην Υπηρεσία Ξένων κι Εκθέσεων κι οριστικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πρώτα ως γραμματέας κι ύστερα προάγεται τμηματάρχης β’ τάξης.



     Στην Ευρώπη, που είχε ταξιδέψει δις, για ελεύθερη επιμόρφωση στα Πανεπιστήμια του Γκρατς (1898) και του Μονάχου (1908-1909), απαρνήθηκε τον Νίτσε και ασπάστηκε τον Μαρξ. Με τη 2η επίσκεψή του στην Ευρώπη ήρθε σ’ επαφή και με τη κίνηση των σοσιαλιστών της εποχής. Αλληλογραφεί και συντονίζει τις απόψεις του με εκείνες του ομοϊδεάτη του Χατζόπουλου κι επιστρέφοντας πρωτοστατεί στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού Συνδέσμου Εργατών της Κέρκυρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών. Το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από τη κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε. Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στη Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης εκεί, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο.
    Για να αντιμετωπίσει τα έξοδά του, προπωλεί τα έργα του στους οίκους Βασιλείου κι Ελευθερουδάκη. Έτσι, έρχονται στο φως τα περισσότερα πεζά του κι οι μεταφράσεις του, π.χ. από τον Γκαίτε, από τον Σαίξπηρ, από το Φλωμπέρ (Η Κυρία ΜποβαρύΑ’ τόμος) και από το Ρόσελ (Τα προβλήματα της Φιλοσοφίας). Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του: Η τιμή και το χρήμαΗ ζωή κι ο θάνατος του Καραβέλα, Ο κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης κι η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται κι από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, που δημοσιυτήκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα τη κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Γεγονός είναι ότι επηρεάστηκε αρχικά από τη γερμανική ιδεοκρατία κι ιδιαίτερα από τον Νίτσε από τη πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα τη Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμανο & Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, κι από τα σανσκριτικά τα: ΣακούνταλαΜαλαβίκα κι Αγνιμίτρα*. Έγραψε επίσης και μερικά σοννέττα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.

_______________
 * Σακούνταλα (Shakuntala, Αμπιτζνανασακούνταλα –Η Αναγνώριση Της Σακούνταλα– το θέμα είναι παρμένο από τον αρχαίο επικό κύκλο της Μαχαμπαράτα (Mahabharata). Είναι ένα ρομαντικό θεατρικό έργο σε 5 πράξεις, που εξιστορεί τον έρωτα του βασιλιά της Ινδίας Ντουσυάντα (Dushyanta), που αποπλανεί τη θετή κόρη ενός σοφού ερημίτη, την εγκαταλείπει όμως εξ αιτίας κάποιας κατάρας, υπερνικά αργότερα τη κατάρα και ξανασμίγει στον ουρανό με τη γυναίκα του και το γιο του, καρπό του έρωτά τους), Μαλαβικαγκνιμίτρα (ή Μαλαβίκα & Αγκνιμίτρα, Malavikagnimitra -είναι μια ρομαντική κωμωδία με θέμα τις δολοπλοκίες σ’ ένα χαρέμι) είναι τα σημαντικώτερα έργα του Καλιντάσα (Kalidasa, 4ος-5ος μ.X. αι.) που ήταν Ινδός ποιητής και δραματουργός, που πιθανολογείται πως έζησε στις αρχές του 5ου αι. Ο Καλιντάσα εκπροσωπεί τη χρυσή εποχή της ινδικής λογοτεχνίας. Τ’ όνομά του περιβάλλεται με μεγάλη αίγλη στην Ινδία, όπου θεωρείται ο μεγαλύτερος Ινδός συγγραφέας όλων των εποχών, που εξύψωσε την ινδική ποίηση σε δυσθεώρητα ύψη. Είναι γνωστός ως ο Σαίξπηρ της Ινδίας.
———————–

     Το 1922 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο του στομάχου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήτανε πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του. Χειρουργήθηκε στον Ευαγγελισμό κι οι γιατροί τονε συμβούλεψαν να φύγει για τη Κέρκυρα, όπου κι αποσύρθηκε και πέθανε λίγο μετά, σε ηλικία μόλις 51 ετών, τη 1η Ιουλίου 1923, αφήνοντας μάλιστα κι ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος κι η ενορία του.
     Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ασχολήθηκε κυρίως με τη πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως τη περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά κι άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από τη ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή κι ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σοννέττα με ερωτική κυρίως θεματολογία. Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες κι οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (μιλούσε 10 γλώσσες), που στόχευε στη πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα με το φίλο του Χατζόπουλο.



ΕΡΓΑ:

(2020) Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, Το Βήμα / Alter – Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2019) Η τιμή και το χρήμα, OpenBook.gr
(2019) Πίστομα και άλλες ιστορίες, OpenBook.gr
(2017) Le peintre d’Aphrodite, Αιώρα
(2017) Η τιμή και το χρήμα, Εμπειρία Εκδοτική
(2017) Η τιμή και το χρήμα, Ιδέες
(2017) Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, Εντύποις
(2016) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Μαλλιάρης Παιδεία
(2015) Le nozze di Stalachtì, Αιώρα
(2014) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ιδέες
(2014) Κατάδικος, Πελεκάνος
(2012) Η τιμή και το χρήμα, Πελεκάνος
(2012) Κατάδικος, Ιδέες
(2012) Τιμή και χρήμα, eAnagnosis
(2011) Η τιμή και το χρήμα, Πελεκάνος
(2011) Η τιμή και το χρήμα, Alter – Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2011) Κορφιάτικες ιστορίες, Ιδέες
(2010) Κορφιάτικες ιστορίες, Ιδέες
(2009) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Alter – Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Κατάδικος, Alter – Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2007) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Πελεκάνος
(2007) Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, Σύγχρονη Εποχή
(2005) Η τιμή και το χρήμα. Αγάπη παράνομη, DeAgostini Hellas
(2005) Κορφιάτικες ιστορίες, Γαβριηλίδης
(2004) Κατάδικος, Πελεκάνος
(2003) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Modern Times
(2001) Η τιμή και το χρήμα, Καλοκάθη
(2001) Ο κατάδικος, Καλοκάθη
(1999) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Modern Times
(1999) Η ζωή στο βουνό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1999) Κάιν και άλλες ιστορίες, Εκδόσεις Πατάκη
(1999) Τα σονέτα, Ωκεανίδα
(1999) Τίμιος κόσμος, Εκδόσεις Πατάκη
(1998) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Συλλογή
(1997) Κατάδικος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1997) Οι δύο αγάπες, Επικαιρότητα
(1996) L’ honneur et l’ argent, Kauffmann
(1996) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1996) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Δωρικός
(1995) Η τιμή και το χρήμα. Κατάδικος, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
(1995) Ο κατάδικος, Δωρικός
(1994) Ακόμα;, Κέδρος
(1994) Ο παπά Ιορδάνης Πασίχαρος και η ενορία του, Συνέχεια
(1993) Le peintre antique, Kauffmann
(1993) Η τιμή και το χρήμα, Νεφέλη
(1993) Ιστορία της ινδικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(1993) Το βιο της κυράς Κερκύρας, Νεφέλη
(1991) Απελλής, Άγρα
(1991) Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(1990) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Νεφέλη
(1990) Κατάδικος, Νεφέλη
(1989) Επιλογή, Σύγχρονη Εποχή
(1975) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Πέλλα
Ο κατάδικος, Δαμιανός
Ο κατάδικος. Τιμή και χρήμα, Πέλλα

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

(2019) Η τιμή και το χρήμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2016) Το δικό μας Πάσχα, Νάρκισσος
(2012) Η ζωή και η ανάστασις ημών, Παρρησία
(2010) Η νεοελληνική ερωτική ποίηση, Ελευθεροτυπία
(2009) Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Ποιος είν’ τρελλός από έρωτα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Ιστορίες ληστών από την ελληνική λογοτεχνία, Αιγόκερως
(2005) Παιδιά του κόσμου, Επίλογος
(1998) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα. Η κερένια κούκλα, Εμπειρία Εκδοτική
(1995) Αλλόκοτα, παράξενα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
(1994) Του έρωτα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Μεταφράσεις

(2013) Vergilius Maro, Publius, Τα γεωργικά, Δρόμων
(2010) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο Άμλετ, Το Ποντίκι
(2007) Heine, Heinrich, 1797-1856, Χάινε: μεταφράσεις ποιημάτων του, Σοκόλη
(2006) Flaubert, Gustave, 1821-1880, Μαντάμ Μποβαρύ, Ελευθεροτυπία
(2000) Flaubert, Gustave, 1821-1880, Η κυρία Μποβαρύ, Εκδόσεις Πατάκη
(1991) Flaubert, Gustave, 1821-1880, Μαντάμ Μποβαρύ, Γράμματα
(1990) Μαχαμπχάρατα, Κοροντζής
(1990) Lucretius, Titus Carus, Περί φύσεως, Νεφέλη

===================

                                                  Ακόμα;

     Το λητρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στη καπνούρα που ανάδινε η στια. Το λιθάρι έτριζε, η ζιφταριά1 εσούρωνε λάδι. Τρεις από τους συντρόφους εδούλευαν, δύο άλλοι εκοιμόνταν κατά γης απάνου στα λιόστα2. Ήταν μεσάνυκτα και κρύο.
     Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ως σαράντα χρονών, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγκούνι3 και πλατοβράκι4. Εφαινότουν ταραγμένος.
 -“Καλησπέρα Θοδόση”· του είπαν· “εβάρεσες κουνάδια5”;
 -“Καλησπέρα” αποκρίθηκε· “πού είναι ο Κούρκουπος;”
 -“Αυτού πέρα κοιμάται” έκανε ένας από τους δουλεφτάδες, άντρας μισόκοπος και που ήταν, καθώς λέγαν, του λητρουβιού ο καραβοκύρης. Κι επρόσθεσε: “Κούρκουπε, ξύπνα. Ο ξάδερφός σου.
     Αλλά ο Κούρκουπος δεν εξυπνούσε· είχε βαρύν ύπνο· και ο Θοδόσης επήγε σιμά του και τον εσκούντησε με το πόδι.
 -“Τι είναι· έκαμε μισοκοιμισμένος· “τώρα, τώρα επλάγιασα. Ήρθε κι όλας το αλλάγι6 μου;”
 -“Ξύπνα· η γυναίκα σου σε θέλει. Ήμουν για κουνάδια και την είδα”.
     Ο Κούρκουπος εσηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι, μα το ανάβλεμμά7 του έδειχνε πολλήν καλοσύνη. Κι αυτός ήτουν χωριάτικα ντυμένος, λιγδερός από τα λάδια, και με κορμί μαζωμένο λίγο από την άκοπη εργασία.
     Οι δυο άντρες εβγήκαν αντάμα. Το χωριό εκοιμότουν. Η αστροφεγγιά εφώτιζε το δρόμο. Κάπου κάπου σκύλος τους αλυχτούσε.
 -“Τι τρέχει;” ερώτησε ο Κούρκουπος σκιασμένος.
     Ο άλλος δεν απολογήθη. Σιωπηλά εφτάσαν βιαστικοί στη γειτονιά τους Ο Κούρκουπσς έτρεξε στο σπίτι του, αλλά εβρήκε την πόρτα μανταλωμένην απ’ όξω.
 -“Πού είναι;” ερώτησε ντροπιασμένος.
 -“Πέρα στους Έρμονες” του απάντησε ο Θοδόσης· και χωρίς άλλο λόγο εκίνησε προς τον κατήφορο. Ο άλλος ακολούθησε· κρύος ίδρος επερίχυνε τα μέλη του οι πλάτες του επαγώναν είχε χάσει, την ομιλιά του.
     Εκατεβήκαν στο στενό μονοπάτι προς τη θάλασσα. Ο τόπος ήτουν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα, ανακατωμένα και απόγκρεμα εφαίνονταν την ώρα εκείνη μαύρα· το νερό του τράφου8 έβραζε με τις πέτρες. Στο τρίστρατο του φουρκισμένου εσταθήκαν κι εκρυφτήκαν πίσω από ένα βράχο. Ο Κούρκουπος εκάθισε γιατί τα γόνατά του ετρέμαν, ο άλλος τον κοίταξε ζητώντας να μαντέψει την όψη του στο σκοτάδι. Ανάμειναν κι αφοκραζόνταν.
     Οι φτερωτές των μύλων εγύριζαν άκοπα κι έφταναν στ’ αυτιά τους τα τραγούδια των μυλωνάδων, μαζί με τη βοή του νερού και με τα λαλήματα τα πρώτα του κόσμου.
Ξάφνως οι σκύλοι εμούγκρισαν, αλλά ο Θοδόσης τους ησύχασε μ’ ένα νόημα κι εμουρμούρισε:
 -“Νάτην. Πάρε”. Και του έβαλε το καρυοφύλλι στο χέρι.
     Ένας ίσκιος τους επλησίαζε αναβαίνοντας το ρόβολο9. Μηχανικά ο Κούρκουπος επήρε το ντουφέκι κι εσήκωσε το λύκο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα απάνου στον άνθρωπο, που τώρα εδιάβαινε βιαστικά σιμά τους. Οι σκύλοι δεν εσάλεψαν. Κι ο Κούρκουπος αναστέναξε βαθιά κι είπε αλαφρωμένος πιθώνοντας το όπλο.
 -“Είναι άντρας”.
 -“Είναι αντρίκια ντυμένη· οι σκύλοι την εγνώρισαν. Χτύπα”.
     Δεν υπάκουσε, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει.
 -“Είναι αντρίκια ντυμένη” του ματάειπε ανυπόμονα. “Την είδα να κατεβαίνει” .Και με τα λόγια τούτα του απόσβησε κάθε ελπίδα. Ο Κούρκουπος εκατάλαβε μέσα του, πως μελλάμενο του ήτουν να γένει φονιάς· κι η σκέψη τούτη ήταν τρομερή τόσο για τον καλόν άνθρωπο που ενικούσε και την οργή και τη θλίψη του. Εκείνη ως τόσο εμάκραινε κι ήτουν έτοιμη να πάρει το γύρισμα του δρόμου.
 -“Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι”, του ‘πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης· “μας εντροπιάσατε”. Κι έκαμε να του αρπάξει το ντουφέκι.
 -“Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!” Κι εφώναξε αποφασισμένος· “Γυναίκα, στάσου· ειδεμή…” Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μία στιγμή την έχασαν από μπρος τους.
 -“Είδες, είδες· φεύγει η άτιμη” είπε ο Θοδόσης. Κι εριχτήκαν με μιας και οι δύο κατόπι της, και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας.
Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα, την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε·
 -“Στάσου, στάσου”, ενώ ο άλλος του ‘λεγε*
 -“Τράβα της· τέλειωνε!”
     Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει, τη ντροπή του από το στόμα της· και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωριού, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου. Εκείνη έριξε ψιλή φωνή.
 -“Όχι εδώ” του ‘πε ο Θοδόσης, “θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το τουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου.” Κι ο Κούρκουπος υπάκουσε· του απάφησε το όπλο· και σήκωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι. Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύαν καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους· αυτός έκλεισε με βια την πόρτα. Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κι εφοβηθήκαν κι οι δύο τους. Καθώς όμως ήτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνίστρα10, και με μιας έλαμψε το σπίτι.
     Το πρόσωπο του Κούρκουπου ήταν συγνεφιασμένο· βλέποντάς τον ελίγωσε11 η γυναίκα κι εκάθισε χάμου. Εφαινότουν μικρή στ’ αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημά της· και κοιτάζοντάς την τον επαραπήρε η χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κι ύστερα με βαθύν ανασασμό της είπε:
 -“Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού ήσουν;”
     Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρίχιασε· εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας· και του παρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας12 που τον άδραξε αμέσως. Ευρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας·
 -“Πού ήσουν; πού ήσουν;” Κι όσο εκείνη από τρομάρα κι έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε· κι εκατάλαβε η άτυχη πως ήταν τώρα το τέλος της,
 -“Έλεος, έλεος” είπε· “αμαρτωλή είμαι·” μα είμαι έγκυα· δικό σου είναι το παιδί, μα το Θεό!
     Έμεινε ο Κούρκουπος· εγίνη κίτρινος· ο λόγος της τον εξαρμάτωνε. Η στια είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά· όξω εξημέρωνε. Κι ο Θοδόσης που ‘χε παραμονέψει, εχτύπησε μ’ ορμή βαριά την πόρτα· κι είπε·
 -“Ακόμα; ακόμα;”
     Και σαν απάντηση ακουστήκαν φωνές από μέσα.
 -“Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε, με σκότωσες!” και δυνατά όσο εδυνότουν! “Βοήθεια, βοήθεια! Α!”
     Κι ύστερα άκρα σιωπή.
     Τότες όμως ανοίχτηκαν τ’ άλλα σπίτια, κι εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι κι εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τι τρέχει· κι εφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα απ’ μέσα.
     Ο Θοδόσης τους αποκρίθη:
 -“Την εσκότωσε”.

       Λεξιλόγιο

[1] ζιφταριά = ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού
[2] λιόστα = τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου
[3] σεγκούνι = χοντρό, μάλλινο πανωφόρι
[4] πλατοβράκι = η βράκα
[5] κουνάδι = κουνάβι
[6] αλλάγι = η αλλαγή της βάρδιας
[7] ανάβλεμμα = εμφάνιση
[8] τράφος = χαντάκι, λάκκος πετρώδης και βαθύς
[9] ρόβολο = ο κατήφορος/ανήφορος
[10] ογνίστρα = η γωνιά που είναι η φωτιά, λέγεται επίσης και αγουνίστρα
[11] λιγώνω –ομαι = πρόκληση λιποθυμίας από αηδία
[12] κόπιδας = μαχαίρι

                                             Πίστομα

Όταν ύστερα από την αναρχία πού’χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ’ είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ’ τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Μαγουλαδίτης Αντώνης Κουκουλιώτης.
Είτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ’ όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
Ο άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Κι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Κουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ’ τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
Εγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. Κ’ εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ’ εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό’σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
Αλλά ο Κουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
“Μη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Είναι το παιδί τούτο δικό σου; Ναι; Μα όχι δικό μου! Με ποιον, λέγε, τό’χεις κάμει;”
Τ’ αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
“Αντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Το φταίσμα μου είναι μεγάλο. Μα, το ξέρω, κ’ η εγδίκησή σου θά’ναι μεγάλη· κ’ εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ’ αντρειευτούμε. Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Κάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία.”
Καθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Ετσώπασε λίγο κ’ έπειτα της είπε:
“Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. Τ’ όνομα εκεινού θέλω. Εσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!”
Εμολόησε. Κι ο Κουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Κι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ’ αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Μα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
Την άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
“Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού’χουν αρπάξει, καθώς μού’χε πάρει και σε ο σκοτωμένος.”
“Τον σκότωσες!”
Την ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Ανατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
Κι ο Κουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ’ έτσι εβγήκαν κ’ οι τρεις από το σπίτι.
Και φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Το σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. Η γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. Κ’ εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ’ εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.
Κι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Κουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
“Βάλ’το πίστομα μέσα”.

Ποίηση: Σοννέττα:

                        Σοννέττο 5

Το σπάνιο μπλάβο ρόδο που μπροστά σου
Στην ερμιά, μες στ’ αγκάθια του κλεισμένο
Το είδες, φαινότουν να σου λέει: «Προσμένω
Τ’ άσπρο σου χέρι να με κόψει. Στάσου!»

Το τήραξες, κυρά, κι ολόγυρά σου
Τ’ άχραντο βλέμμα ρίχνεις το βλοημένο
Κι όλο τον κάμπο βλέπεις ανθισμένο
―Γεννά λουλούδια η γη για τη χαρά σου―

Και παίρνεις από τούτα και τ’ αφήνεις,
Γιατί φοβάσαι μήπως σ’ αγκυλώσει
Μονάχα ακόμη μια ματιά τού δίνεις

―Πόνος αψύς μπορεί να σε λιγώσει―
Πέρα στο λόγγο η ροδαριά εξεράθη:
Καημένο μπλάβο ρόδο που εμαράθη!

                Σονντέτο 18

Στης ζωής το στενό μονοπάτι
που το φράζουν τ’ αγκάθια κι οι τριβόλοι
άφησε ομπρός σου να περάσουν όλοι
και μοναχός, ωϊμέ, πικρά περπάτει.

Και κάνε τόπο εσύ κάθε διαβάτη
που τρέχει βιαστικά και δίχως σκόλη
στης ευτυχίας το πλάνο περιβόλι
να φτάσει και στ’ ολόχρυσο παλάτι.

Μη βαργομάς γι’ αυτό και μη λυπείσαι
όλα, χαρές και πάθη ο χάρος σβήνει
κι όσο μπορείς λησμονημένος ζήσε

κι ας λαχταράς μονάχα τη γαλήνη
κατάκοπος απ’ το άγριο το δρολάπι
πώχει σηκώσει στην καρδιά σου η αγάπη.

                Σοννέττο 22

Τόσες φορές ομπρός σου σαν καλάμι
Όλος τρέμω, κυρά, όταν σ’ ανταμώνω,
Και τρέχει από το μάτι μου ποτάμι
Το δάκρυ αψύ μ’ ένα σου βλέμμα μόνο.

Κι η ψυχή μου δεν ξέρει τί να κάμει
Τι τότες δεν γρικά κανέναν πόνο
Και δεν την φλέγει ο πόθος της να δράμει
Σιμά σου, αλλά με κάνει έτσι να λιώνω,

Γιατί από αγάπη ανέγνωρη, αχ! φοβάται
Η δόλια· σε χαρές δεν έχει μάθει
Και της ζωής τα περασμένα πάθη

Τες πίκρες, τους καημούς, κρυφοθυμάται·
Σαν στη λύρα αν σημάνει μια χορδή της
Κι άλλες βογγάνε, οι αρμονικές, μαζί της.

                   Σοννέττο 28

Σα χάρβαλο η ψυχή μου είναι ρημάδι
Που σε μια του γωνιά φτωχό καλύβι
Έστησε χερομάχος σε λιβάδι
Χέρσο: μα ο χαλασμός ω πώς με θλίβει!

Κι είμαι ο φτωχός, κυρά, που απ’ το σκοτάδι
Και μέσα από τον λόγγο που με κρύβει
Θωρώ του παλατιού σου κάθε βράδυ
Το φως και ω πόση λύπη με συντρίβει!

Τι ο νους μου βάζει πως ποτέ ούτε μία
Ματιά στο άχρηστο ερείπιο δε θα ρίξεις,
Κι ούτε τη σάπια πόρτα δε θ’ ανοίξεις

Να ιδείς πώς αγρυπνώ στην ερημία
Στη μαύρη στενοχώρια που με κάνει
Τον πόνο μου να λέω για να γλυκάνει.

                    Σοννέττο 69

Είναι στιγμές που την καρδιά μού ανοίγει
Πικρό, βαρύ, θανατερό μαράζι
Μεσάνυχτου σκοτάδι την αδράζει
Κι η ζοφερή μαυρίλα λέω την πνίγει

Κι όξω ευλογία Θεού! στο φως τυλίγει
Τα πάντα ο ήλιος και θερμά αγκαλιάζει
Τη γη που απ’ τα φιλιά του αναγαλλιάζει
Και στη χαρά της χάρη η γλύκα σμίγει

Να βρώ ησυχία στου χάρου την αγκάλη
Ο πόθος φλογερός με σπρώχνει.
Κι η γλυκειά σου η λαλιά και τ’ αργυρό σου

Το γέλιο που τ’ ακούν μαζί μου κι άλλοι
Κι η αγγελική ματιά σου που με διώχνει
Μου λέν νομίζω σπλαχνικά: νεκρώσου.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *