Θουκυδίδης: Ακριβής Μελίρρυτος Τιτάνας

Βιογραφικό

     Δεν είναι γνωσταί με ακρίβειαν αι χρονολογίαι γεννήσεως και θανάτου του Θουκυδίδου. Κατά πάσα πιθανότητα εγεννήθη μεταξύ 460-455 π.Χ. κι απεβίωσε περί το 400 π.Χ., άγνωστον πως. Εκ του ονόματος του πατρός του, Όλορος εικάζεται ότι ήτο θρακικής καταγωγής κι η μήτηρ του ήτο η Ηγησιπόλη. Είς έτερος Όλορος, βασιλεύς της Θράκης, ενεπιστεύθη τη κόρη του, επίσης Ηγησιπόλη, ως σύζυγον εις τον στρατηγόν Μιλτιάδην τον Αθηναίον, δια τούτο εικάζεται ότι ήτο συγγενής εξ αγχιστείας με τον νικητήν του Μαραθώνος.
     Ο Θουκυδίδης  ανήκε εις την μερίδα των ολιγαρχικών εκ του πατρός του όστις ήτο πλουσιώτατος εκ των ορυχείων χρυσού όπου κατείχε εν Σκαπτή Ύλη του Παγγαίου. Χορηγός γενναιόδωρος ο Όλορος του Δήμου απελάμβανε εξαιρετικού κύρους εις την πόλιν, έχων στενάς σχέσεις με τους Αθηναίους ηγέτας. Ο Θ. λοιπόν ανήκων εις τον παραλιακόν δήμον του Αλιμούντος ενεδύθη από νέος φροντισμένης μορφώσεως κατά την εποχήν εις την οποίαν μεσουράνει ο Σωκράτης. Παρά ταύτα η μόρφωσίς του εβασίσθη εις τα κελεύσματα της διδασκαλίας του μεγάλου υλιστού φιλοσόφου Αναξαγόρου κι εις τας αρχάς του σοφιστού Αντιφώντος. Ούτω επεκράτησαν εις τον νούν του νεαρού Θ. αι νεωτερίζουσαι αρχαί του διαφωτισμού έναντι των συντηρητικών και ολιγαρχικών απόψεων της σχολής του Σωκράτους.

     Παρά την ολιχαρχικήν και συντηρητικήν καταγωγήν του, ήτο διαποτισμένος από τας δημοκρατικάς παραδόσεις. Συγγράφει ούτω την Ιστορίαν του συμφώνως τή αρχή του διαχωρισμού της Ηθικής από την Πολιτικήν. Εξιστορών κατ’ουσίαν πολεμικά γεγονότα, κατά βάθος αποδίδει εις τους μεταγενεστέρους την πολιτικήν ιστορίαν της τότε Ελλάδος με την μεγίστην γλαφυρότητα, ακρίβεια κι ουδετερότητα. Εις δε το φιλολογικόν μέρος της συγγραφής του αλλά κι εις το ύφος της παρουσιάζει σπανίαν εκφραστικήν δύναμιν εντυπωσιάζων με το δραματικόν στοιχείον κατά την αφήγησιν. Είναι λοιπόν πρότυπον πεζογραφίας και ποιητικής δράσεως σύγγραμμα ιδία εις την περίφημον περιγραφήν του λοιμού των Αθηνών. Ομιλών περί του πολέμου αποδίδει μ’ εντέλεια το δράμα των ανθρώπων και της Ιστορίας. Η ρητορική δεινότης της γραφής του είναι το ίδιον τούτο όργανον της τέχνης του Γοργίου. Ούτω παρά το μονότονον εις την παρουσίασιν των πολεμικών γεγονότων, αι αναλυτικόταται παρατηρήσεις του δίδουν την πραγματικήν ερμηνείαν του ιστορικού περιβάλλοντος.
     Εξελέγη στρατηγός το 424 π.Χ. κι επεφορτίσθη με το καθήκον να παρακολουθή τας κινήσεις των Σπαρτιατών εις τας αθηναϊκάς κτήσεις της Θράκης. Μετά την ταπεινωτική συνθηκολόγηση της Αμφιπόλεως ην επέβαλε ο ικανώτατος στρατηγός Βρασίδας, κατηγορήθη διά προδοσίαν και κατεδικάσθη εις θάνατον. Αναγκασθείς ν’ αυτοεξορισθή στη Σκαπτήν Ύλη της Θράκης παραμένει επί 20 έτη εκεί επισκεπτόμενος κατά διαστήματα τη Πελοπόννησο, την Μακεδονία και τη Σικελίαν όπου και τα θέατρα του πολέμου, τον οποίο μετά την επιστροφήν του ήτις συνέβη μετά την πτώσιν των Τριάκοντα Τυράννων θα περιγράψη. Έργον της ζωής του λοιπόν η εξιστόρησις των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου ως το 21ον έτος αυτού, το 411 π.Χ.
     Ο Θουκυδίδης δεν διαιρεί το σύγγραμμά του αυτό εις βιβλία. Ο χωρισμός των αρχαίων γραμματικών διαιρεί την Ιστορία του σε 8 βιβλία με τίτλο “Θουκυδίδου Ξυγγραφή” ή “Θουκυδίδου Ιστορίαι“. Επιστρέψας λοιπόν μετά την ανάκλησιν της ποινής του εις τας Αθήνας το 403 π.Χ. αντικρύζει μία πόλη εντελώς κατεστραμμένη. Συντόμως επιστρέφει πάλιν εις τα κτήματά του εν Σκαπτή Ύλη όπου συνεχίζει την συγγραφήν της ιστορίας του.
     Εν αντιθέσει με τον Ηρόδοτο, δεν δέχεται στην ιστορία του την παρέμβασιν των θεών εις τα ανθρώπινα δρώμενα. Οι ηθικοί κανόνες δι’ αυτόν είναι άμοιροι της ιστορίας και των εξελίξεών της πολλά μάλα δε εις την πολιτικήν όπου η Ηθική κι η Δικαιοσύνη δίδουν την θέσιν των εις το “δέον” δηλαδή εις το πρέπον γενέσθαι. Αυτός είναι ο ορθολογισμός του δια την ερμηνείαν των ιστορικών γεγονότων κι η παρέμβασις του τυχαίου εις την φύσιν των ανθρωπίνων πραγμάτων άτινα άλλοτε ακμάζουν και άλλοτε καταστρέφονται, εξ αιτίας ενός τυχαίου περιστατικού. Απέναντι εις το θείον και εις το μεταφυσικόν ίσταται αδιάφορος αλλ’ ουχί πολέμιος της θρησκείας και των κανόνων της.
     Κατ’ εξοχήν ιστορικός κι ουχί χρονογράφος δεν περιορίζει την αντικειμενικότητά του μόνον εις τα γεγονότα άτινα εβίωσεν ο ίδιος και που δύναται να ελέγξη, αλλ’ αντλεί τα στοιχεία από προγενεστέρους αφού τα διασταυρώση πολλαπλώς κι εξαντλητικώς. Η ακριβής χρονολόγηση των ιστοριών του είναι κάτι το αξιοθαύμαστον, ούτως ώστε να γνωρίσωμεν ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος διήρκεσεν 27 έτη με μια περίοδον 7ετούς “υπόπτου” ανακωχής ενδιαμέσως.
     Ίσταται υπεράνω παρατάξεων κι αντιθέτει την μίαν εις την άλλην δια της μεθόδου των “δημηγοριών” εκ των οποίων παραθέτει περίπου 40 στα βιβλία του. Ο αξιοθαύμαστος αυτός τρόπος ιστοριογραφίας εξασφαλίζει το αμερόληπτον εκ μέρους του συγγράφοντος διότι τούτο επιτρέπει εις την κρίσιν του ιστορικού του μέλλοντος να αναδιφήση εις τα πραγματικά γεγονότα αλλά κι εις τας σκοπιμότητας των πολιτικών πεπραγμένων. Δημηγορίας εις τας οποίας δεν υπήρξεν αυτήκοος μάρτυς μεταφέρονται από τον μέγα αυτόν ιστορικόν ύστερα από εξαντλητικόν έλεγχον κι ενδελεχή διασταύρωσιν ώστε το νόημα κι η πιστότης του δημηγόρου να παρουσιάζωνται σχεδόν αυτουσίως ίνα αντιληφθώμεν την ακριβή εικόναν της αντιπαραθέσεως των δυνάμεων.
     Εις τας δημηγορίας αντιπαρατίθενται δύο ομιληταί δια των επιχειρημάτων των εκτός δύο περιπτώσεων: στον “Επιτάφιον Του Περικλέους” και στη δημηγορίαν του Ερμοκράτους, όπου αμφότεροι οι ρήτορες δεν έχουν αντιφωνητήν. Αι δημηγορίαι το πλέον στριφνόν κεφάλαιον της ιστοριογραφίας αντιμετωπίζονται υπό του Θ. με διττόν τρόπον. Πρώτον λαμβάνει υπ’ όψιν του την “ξύμπασαν γνώμην” της εποχής κατά την οποίαν εκφωνείται ο λόγος, κατά δεύτερον επαφίεται μόνον εις την ιδίαν αυτού αντίληψιν περί του χαρακτήρος και του φρονήματος των ομιλητών αλλά και της προτεραίας αυτών στάσεως εις το συγκεκριμένον πολιτικόν ή στρατιωτικόν ζήτημα. Υπάρχει τις πρωτοτυπία εις την χρησιμοποιουμένην γλώσσαν των δημηγοριών όπου αύτη είναι ενιαία με εκείνην της υπολοίπου ιστοριογραφίας.
     Γεννάται λοιπόν η απορία πώς ανώνυμον πλήθος ή απλοί στρατιώται κατανοούν τους στοχασμούς και την επιχειρηματολογίαν των πεπαιδευμένων πολιτικών οίτινες χρησιμοιούν την γλώσσαν οία καταγράφεται υπό του Θ. ; Ο ίδιος μας λέγει δι’ αυτό ότι καθ’ όσον δεν ήτο δυνατόν να είναι πάντοτε αυτήκοος μάρτυς των λόγων οίτινες εξεφωνούντο, ούτος συνέθετε καθ’ οίον τρόπον ενόμιζε ότι τούτοι είχον ειπωθή κατά τα “δέοντα” και με ό,τι του είχε μεταφερθή και τέλος κατά την σημασίαν της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής.
     Ο Θ. γνωρίζων, ως είπωμεν, εις βάθος τον χαρακτήρα και τας ικανότητας καθενός των ηγετών προσαρμόζει την γραφήν της δημηγορίας του επίσης και με γνώμονα αυτά ταύτα τα χαρακτηριστικά λαμβάνων εισέτι υπ’ όψιν την ευφράδειαν, την ετοιμότητα την οξύνοιαν αλλά και τα πάθη του δημηγόρου. Ούτω παραδίδει εις τον μελετητήν κι ιστορικόν του μέλλοντος ένα πολύτιμον εργαλείον δια την αξιολόγησιν των ιστορικών γεγονότων με τη μεγίστην αντικειμενικότητα διεισδύων εις βάθος δια της συνεχούς αναζητήσεως των πραγματικών προθέσεων και σκοπιμοτήτων των πολιτικών και στρατιωτικών των εκτεθιμένων εις την κοινήν γνώμην.
     Εις τα μεθοδολογικά κεφάλαια της ιστορίας του αναλύει λεπτομερώς τον τρόπον καθ’ ον συνέγραψε ουχί μόνον τας δημηγορίας αλλά κι αυτά ταύτα τα πολεμικά γεγονότα. Αναφέρει λοιπόν ότι δεν επαφίεται εις τας μαρτυρίας του πρώτου τυχόντος ούτε ότι περιγράφει τα έργα του πολέμου κατά το δοκούν αλλά κατόπιν εξαντλητικής διασταυρώσεως των πληροφοριών άς συνέλεγε από κάθε παραταξιακήν πλευράν. Εκφέρει δε εισέτι κρίσεις επί των ιστορικών προσώπων και επί των πολιτικών παρατάξεων της εποχής του. Τον Θεμιστοκλή θεωρεί τον πλέον ευφυή, τον Περικλήν άριστον ρήτορα, αρνητικαί είναι αι κρίσεις του δια τον Αλκιβιάδη και τον Κλέωνα, αμφίρροπος δια τον Νικίαν.
     Ο Θουκυδίδης τολμά πρώτος να εξορύξη τα γεγονότα από την αχλύν εις το φώς του ηλίου ουχί δια να θαυμάσωμεν αλλά δια να τα κατανοήσωμεν με επιστημονικότητα κι ενάργειαν. Τόλμημα βεβαίως, καθ’ όσον ο μέγας ιστορικός καταδεικνύει τον τρόπον δια το πώς καταλήγει εις τα συμπεράσματά του με τα τόσον πτωχά τότε μέσα αλλά με την άμεμπτον μεθοδολογίαν του τόλμημα κατορθωτόν, μεθοδολογίαν δε οίαν θα εζήλευον οι σύγχρονοι ιστορικοί με τα πλούσια τεχνολογικά μέσα. Με την ποιητικότητα του λόγου του συγγράφει έν έργον ισοδύναμον τραγωδίας δια να καταστήση την ιστοριογραφίαν ό,τι θα έπρεπε να είναι σήμερον : Το δράμα της Ιστορίας και των Aνθρώπων.

—————————————————————– 

                          Θουκυδίδου Ξυγγραφής 34-46

Περικλέους Επιτάφιος Λόγος

     Στη διάρκεια του χειµώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας πατροπαράδοτο έθιµο, θάψανε δηµοσία δαπάνη τους πρώτους πεσόντες του παρόντος πολέµου κατά τον ακόλουθο τρόπο: Κατασκευάζουν µια σκηνή, στην οποία εκθέτουν τα οστά των πεσόντων επί τρεις ηµέ­ρες προ της ταφής, και ο καθένας προσκοµίζει για τον δικό του νεκρό ό,τι (αφιέρωµα) θέλει. Κατά την ταφή δε δέκα λάρνακες από ξύλο κυπαρισσιού, µια δηλαδή για κάθε φυλή, φέρο­νται µε άµαξες. Σε κάθε µια δε από τις λάρνακες αυτές τοποθετούνται τα οστά των ανηκόντων σε αυτή την φυλή. Φέρουν δε επί πλέον στα χέρια τους και ένα κενό φέρετρο σκεπασµένο µε σάβανο για τους αφανείς, για όλους δηλαδή όσων τα πτώµατα δεν βρέθηκαν για να ενταφια­σθούν. Συνοδεύει δε την κηδεία όποιος θέλει, είτε αστός είτε ξένος, οι δε γυναίκες, οι συγγε­νείς των πεσόντων, παρευρίσκονται στον τόπο του ενταφιασµού και αρχίζουν να θρηνούν. Τοποθετούν λοιπόν τα οστά στο δηµόσιο µνηµείο, το οποίο βρίσκεται στο ωραιότερο προά­στειο της πόλης, και στο οποίο θάπτουν πάντοτε τους νεκρούς των πολέµων, όλους τους άλ­λους τουλάχιστον εκτός από αυτούς που έπεσαν στον Μαραθώνα.
     ∆ιότι την ανδρεία εκείνων την θεώρησαν σαν κάτι το εξαιρετικό, γι’ αυτό και τους έθαψαν εκεί όπου κι έπεσαν µαχό­µενοι. Αφού δε τους σκεπάσουν µε χώµα, ένας από τους θεωρούµενους ως πολύ µυαλωµένος κι από τους πιο ευυπόληπτους, τον οποίο οι πολίτες διαλέγουν από πριν για τον σκοπό αυτόν, εκφωνεί προς τιµήν των πεσόντων τον κατάλληλο επιτάφιο λόγο. Έπειτα από αυτό φεύγουν. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο θάπτουν τους νεκρούς των πολέµων και την συνήθεια αυτή τή­ρησαν σε όλη τη διάρκεια του πολέµου, όσες φορές τους παρουσιάζεται τέτοια περίπτωση.
     Προς τιµήν λοιπόν αυτών των πρώτων νεκρών του πολέµου, εξελέγη να εκφωνήσει τον επι­τάφιο ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου. Και στην κατάλληλη στιγµή προχώρησε από το µνη­µείο σ’ ένα βάθρο στηµένο ψηλά, ώστε ν’ ακούγεται από όσο το δυνατόν µεγαλύτερο µέρος του ακροατηρίου και µίλησε περίπου ως εξής:

   «Οι περισσότεροι από όσους ως τώρα έχουν µιλήσει από το βήµα αυτό συνηθίζουν να επαινούν εκείνον, ο οποίος στον νόµο που διέπει την ταφή των νεκρών πρόσθεσε την διάταξη αυτή περί επιταφίου λόγου, γιατί θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να απονέµεται µια τέτοια τιµή στους νεκρούς των πολέµων κατά τον ενταφιασµό τους. Σε µένα εν τούτοις θα φαινόταν ότι είναι προτιµότερο, οι τιµές που απονέµονται σε άνδρες, οι οποίοι αναδείχθηκαν γενναίοι µε τα έργα τους, να εκδηλώνονται κι αυτές µε έργα µόνο, όπως είναι π.χ. αυτές, τις οποίες τώρα βλέπετε γύρω από τον ενταφιασµό τους, που έγινε δηµοσία δαπάνη κι όχι να εξαρτώνται οι αρετές των πολλών από την ικανότητα ή την ανικανότητα ενός ανθρώπου, να κανονίζεται δη­λαδή η περί αυτών εκτίµηση των ακροατών από την ευφράδεια ή µη ευφράδεια του ρήτορα.
     Γιατί είναι δύσκολο πράγµα να µιλήσει κανείς αντικειµενικά (χωρίς δηλαδή να πει ούτε λιγό­τερα ούτε περισσότερα από ό,τι πρέπει) για κάποιο θέµα, για το οποίο είναι δύσκολο να εξα­κριβωθεί κι αυτή ακόµα η απλή ιδέα, ότι τα λεγόµενα από τον ρήτορα είναι αληθινά. Γιατί ο ακροατής, ο οποίος γνωρίζει τα πράγµατα κι είναι ευνοϊκά διατεθειµένος προς αυτούς που τα έπραξαν, θα σχηµάτιζε ίσως την ιδέα, ότι αυτά εκτέθηκαν κάπως κατώτερα από ό,τι αυτός γνωρίζει κι επιθυµεί, ενώ αντίθετα, όποιος τ’ αγνοεί, θα σκεπτόταν ότι µερικά εκτέθηκαν αρκετά µεγαλοποιηµένα κι αυτό από φθόνο, τον οποίο δοκιµάζει ο άνθρωπος, όταν ακούει κάτι το οποίο υπερβαίνει τις δικές του φυσικές δυνάµεις.
     Γιατί οι άνθρωποι ανέχονται τους ε­παίνους που λέγονται για άλλους µόνον εφόσον κάθε ακροατής έχει τη γνώµη, ότι κι αυτός είναι ικανός να πράξει κάτι από αυτά που ακούει. Ενώ για κάθε τι, το οποίο είναι ανώτερο από τις δυνάµεις του, αισθάνεται δια µιας φθόνο και δυσπιστία. Εφόσον όµως οι πρόγονοί µας έκριναν ότι µε αυτόν τον τρόπο πρέπει να γίνονται τα πράγµατα αυτά, πρέπει κι εγώ να ακο­λουθήσω το έθιµο αυτό και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω την επιθυµία και τη γνώµη του καθενός σας όσο µπορέσω περισσότερο.
     Θα µιλήσω πρώτα πρώτα για τους προγόνους µας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε µια τέτοια περίσταση, κατά την οποία θρηνούµε και εγκωµιάζουµε τους νε­κρούς µας, να τους απονέµεται η τιµή αυτή να µνηµονεύονται πρώτοι. Γιατί δεν υπήρξαν ούτε µια στιγµή, κατά την οποία να έπαυσαν να κατοικούν την χώρα αυτή, και χάρις στην ανδρεία τους διαφύλατταν την ελευθερία της από γενεά σε γενεά µέχρι των ηµερών µας και µας την παράδωσαν ελεύθερη. Κι εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόµη περισσότερο οι πα­τέρες µας. Γιατί επί πλέον εκείνων, τα οποία κληρονόµησαν, απέκτησαν µε πολλούς κόπους και κληροδότησαν σε µας τους σηµερινούς όλη αυτή την επικράτεια που κατέχουµε σήµερα.
     Το δε έργο της περαιτέρω βελτίωσης, το επιτελέσαµεν εµείς οι ίδιοι που είµαστε συγκεντρωµέ­νοι εδώ, οι οποίοι βρισκόµαστε ακόµη σ’ αυτήν ακριβώς την ηλικία µας κι εµείς εφοδιάσαµε την πόλη µας µε όλα τα πράγµατα, ώστε να είναι αυταρκέστατη και για πόλεµο και για ειρήνη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα µεν αναφέρονται σε πολεµικά κατορθώµατα, µε τα οποία έγινε η κάθε µια κατάκτηση, ή αφορούν την ενεργητικότητα, µε την οποίαν αποκρούσαµε, είτε εµείς οι σηµερινοί είτε οι πρόγονοί µας, τους εκάστοτε επελθόντες εναντίον µας Βαρβάρους ή Έλλη­νες, όλα αυτά, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυµώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν. Αλλά µε ποιον τρόπο φθάσαµε στο σηµείο αυτό της δύναµης που είµα­στε σήµερα και µε ποια µορφή πολιτεύµατος και µε ποιες συνήθειες έγινε µεγάλη η δύναµή µας, όλα αυτά θ’ αναπτύξω πρώτα κι έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώµιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νοµίζω ότι δεν είναι ανάρµοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίστα­ση και δεν είναι ανώφελο να τ’ ακούσουν όλοι οι παρευρισκόµενοι, αστοί και ξένοι.
     Έχουµε δηλαδή πολίτευµα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόµους άλλων, µάλλον δε ε­µείς οι ίδιοι είµαστε υπόδειγµα σε µερικούς παρά µιµούµαστε άλλους. Κι ονοµάζεται µεν δη­µοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών κι όχι των ολίγων, έναντι δε των νό­µων είναι όλοι ίσοι στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς τη θέση τους στον δηµόσιο βίο, κάθε ένας προτιµάται για ένα από τα δηµόσια αξιώµατα ανάλογα µε την επίδοση την οποία σηµειώνει σ’ αυτά, δηλαδή η δηµόσιά του σταδιοδροµία εξαρτάται µάλλον από την ατοµική του αξία κι όχι από την κοινωνική τάξη, από την οποία προέρχεται, ούτε πάλι ένας, ο οποίος είναι µεν φτωχός έχει όµως την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εµποδίζεται σε αυτό από το γεγονός ότι είναι άγνωστος.
     Ζούµε σαν ελεύθεροι άνθρωποι και σαν πολίτες στον δηµόσιο βίο και σαν άτοµα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις µας της καθη­µερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάµε ο ένας στον άλλον µε καχυποψία, δεν θυµώνουµε µε τον γείτονά µας, όταν κάνει ό,τι του αρέσει, ούτε παίρνουµε µια φυσιογνωµία σκυθρωπή, η οποία µπορεί να µη βλάπτει τον άλλο, πάντως όµως είναι δυσάρεστη. Ενώ στην ιδιωτική µας ζωή συναναστρεφόµαστε µεταξύ µας χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δηµόσιά µας ζωή, σαν πολίτες, από σεβασµό προ πάντων δεν παραβαίνουµε τους νόµους, υπακούµε δε στους εκάστοτε κατέχοντες τα δηµόσια αξιώµατα και στους νόµους, προ περισσότερο σε ­κείνους από τους νόµους, που έχουν θεσπιστεί για υποστήριξη των αδικούµενων και σε άλλους, οι οποίοι αν κι άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθοµολογούµενη ντροπή στους παραβάτες.
     Αλλά και για το πνεύµα µας έχουµε εφεύρει πλείστους όσους τρόπους να το ανακουφίζουµε από τους κόπους, µε εορταστικούς αγώνες και θυσίες, τις οποίες έχουµε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και µ’ ευπρεπή ιδιωτικά οικήµατα, η δε ευχαρίστηση την ο­ποία καθηµερινά απολαµβάνουµε απ’ όλ’ αυτά, διώχνει τη µελαγχολία. Λόγω δε του µεγάλου αριθµού των κατοίκων της πόλης µας, εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσµου και συµβαίνει ν’ απολαµβάνουµε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών µε όσην οικειότητα κατα­ναλώνουµε τα προϊόντα της Αττικής (σα να είναι δηλαδή δικά µας).
     Υπερέχουµε δε από τους αντιπάλους µας και στη πολεµική προετοιµασία κατά τα εξής: Την πόλη µας π.χ. την παρέχουµε ανοιχτή σε όλον τον κόσµο και ποτέ δεν αποκλείουµε κανένα, διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε ακρόαµα ή θέαµα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουµε µυστικό και το δει κανείς από τους εχθρούς µας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί κι αυτό γιατί έχουµεν εµπιστοσύνην όχι τόσο στις πολεµικές προετοιµασίες και τα στρατηγήµατα όσο στην έµφυτη γενναιότητά µας όσον αφορά τα έργα. Στο ζήτηµα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ακόµα ηλικία σε συνεχή κι επίπονη άσκηση, µε την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εµείς ζούµε µε όλες τις ανέσεις κι όµως είµαστε εξ ίσου πρόθυµοι να αντιµετωπίσουµε τους κινδύνους, τους οποίους αντιµετωπίζουν κι αυτοί. Και να η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιµόνιοι εκστρατεύουν κατά της χώρας µας µε όλους τους τους συµµάχους και ποτέ µόνοι, εµείς επερχόµαστε κατά των άλλων εντελώς µόνοι και τις περισσότερες φορές νικάµε χωρίς καµία δυσκολία τους αντιπάλους µας, µολονότι εκείνοι µεν µάχονται υπέρ βωµών κι εστιών, εµείς δε είµαστε σε ξένο έδαφος. Και κανείς από τους ε­χθρούς µας δεν αντιµετώπισε µέχρι σήµερα τις δυνάµεις µας ενωµένες, γιατί αφ’ ενός καταβάλλουµε πολλές φροντίδες ταυτόχρονα και για το ναυτικό µας κι αφ’ ετέρου κατατέµνουµε τις δυνάµεις µας του πεζικού και τις στέλνουµε σε πολλά σηµεία της επικράτειάς µας.
     Αν δε κάπου µε µέρος µόνο της δύναµής µας συµπλακούν οι αντίπαλοί µας, τότε, αν µεν νικήσουν, καυχώνται ότι µας νίκησαν όλους, αν δεν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν απ’ όλους. Και βέβαια, αν εµείς αντιµετωπίζουµε µε πολλή προθυµία τους κινδύνους, µάλλον µε µια α­φροντισία κι άνεση παρά µετά από επίπονη άσκηση και µε ανδρεία, η οποία οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόµων όσο στην φυσική µας ευψυχία, έχουµε το πλεονέκτηµα ότι δεν καταπονούµεθα προκαταβολικά για δεινά, τα οποία ανήκουν ακόµα στο µέλλον κι ότι, όταν φθάσει η ώρα των δεινών αυτών, αποδεικνυόµαστε ότι δεν είµαστε λιγότερο τολµηροί από ­κείνους που µοχθούν αδιάκοπα. ∆εν είναι δε σε αυτά µόνο αξιοθαύµαστη η πόλη µας αλλά και σε πολλά ακόµη.
     Γιατί είµαστε λάτρες του ωραίου, όµως χωρίς σπατάλη χρήµατος και καλλιεργούµε το πνεύµα χωρίς να χάνουµε την ανδρεία µας. Και µεταχειριζόµαστε τον πλούτο περισσότερο σαν µια ευκαιρία δράσης παρά σαν αφορµή κοµπορρηµοσύνης, το να οµολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όµως αισχρότερο το να µη προσπαθεί να την αποφύγει µε την εργασία. Επί πλέον, οι ίδιοι εµείς όλοι είµαστε σε θέση να φροντίζουµε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές µας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης µας κι όσοι από µας είναι απασχοληµένοι µε ιδιωτικές επιχειρήσεις κι αυτοί ακόµα κατέχουν τα πολιτικά ζητήµατα στην εντέλεια.
     Γιατί είµαστε ο µόνος λαός που τον µη αναµειγνυόµενο καθόλου στα κοινά δεν τον θεωρούµε φιλήσυχο αλλά άχρηστο κι οι µόνοι που όποτε δεν τα επινοούµε και δεν τα προ­τείνουµε οι ίδιοι πάντως έχουµε τη δύναµη να κρίνουµε σωστά τα λαµβανόµενα µέτρα, τους δε λόγους δεν τους θεωρούµε καθόλου εµπόδιο των έργων, αλλά µάλλον θεωρούµε σαν εµπό­διο το να µην έχουµε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουµε να κάνουµε, πριν καταπιαστού­µε µε αυτά. Γιατί υπερέχουµε από τους άλλους κι ως προς αυτό ακόµη, ότι δηλαδή εµείς οι ίδιοι αποφασίζουµε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουµε κι εµείς οι ίδιοι τα επιχειρούµε.
     Ενώ ως προς αυτό οι άλλοι… σε αυτούς η µεν αµάθεια τους κάνει να αποφασίζουν η δε σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο τολµηροί όµως από όλους είναι σωστό να θεωρούνται όσοι γνω­ρίζουν µε σαφήνεια ποιες είναι οι συµφορές και ποια τα ευχάριστα, κι όµως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήµατα της καλοσύνης διαφέ­ρουµε από την πλειονότητα των ανθρώπων. Γιατί εµείς τους φίλους τους αποκτάµε µάλλον ευεργετώντας παρά ευεργετούµενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι ο ευεργετών τον άλλον, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ανάµνηση της ευεργεσίας µε το να φέρεται πάντοτε καλά προς τον ευεργετούµενο. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργε­σία είναι ψυχρότερος στις σχέσεις του, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την κα­λοσύνη σαν πληρωµή χρέους και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωµοσύνη του άλλου. Κι είµαστε οι µόνοι που βοηθάµε τον άλλο χωρίς την ελάχιστη ανησυχία κι αυτό µάλλον από την εµπιστοσύνη που εµπνέει η ελευθερία παρά από συµφεροντολογικούς υπολογισµούς.
     Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα παραπάνω τονίζω, ότι η πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας κι ότι κατά τη γνώµη µου, καθείς από µας έχει την ικανότητα να προσαρµοστεί προς τις πλέον διαφορετικές µορφές δράσεως µε την µεγαλύτερη ευστροφία και χάρη. Κι ότι αυτά είναι µάλλον η πραγµατική αλήθεια κι όχι απλή κοµπορρηµοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει αυτή η δύναµη της πόλης, την οποία αποκτήσαµε µε τις ικανότητές µας αυτές. Γιατί είναι η µόνη πόλη από τις σηµερινές που όταν δοκιµάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήµης της, και η µόνη, η οποία ούτε στον εχθρό, που της επιτίθε­ται, δίνει αφορµή να αγανακτήσει µε όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους υπη­κόους της δίνει αφορµή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους να έχουν την εξουσία.
     Η δύναµή µας δε αυτή δεν είναι βέβαια χωρίς αποδείξεις, αλλά υπάρχουν µεγαλοπρεπή µνηµεία αυτής, για τα οποία µας θαυµάζουν οι σύγχρονοί µας και θα µας θαυµάζουν κι οι µελλοντικές γενιές και µάλιστα χωρίς να χρειαζόµαστε τους επαίνους ούτε του Οµήρου ούτε κανενός άλλου, του οποίου οι στίχοι είναι δυνατόν να ευχαριστήσουν προς στιγµήν, θα έλθει όµως η πραγµατικότητα, η οποία θα αποκαλύψει ψεύτικη την ιδέα που σχηµατίστηκε για τα πράγµατα, αλλά γιατί ολόκληρη τη θάλασσα και τη ξηρά την εξαναγκάσαµε να γίνει προ­σιτή στην τόλµη µας, ιδρύσαµε δε παντού αιώνια µνηµεία και της φιλίας µας και της έχθρας µας. Υπέρ αυτής λοιπόν της πόλης και αυτοί εδώ λοιπόν πολέµησαν γενναία και βρήκανε τον θάνατο, γιατί δεν µπορούσαν να ανεχθούν την στέρησή της κι από µας τους αποµένοντες στη ζωή ο καθένας πρέπει να έχει τη προθυµία να µοχθήσει γι αυτήν.΄
     Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο µακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός µεν δηλαδή γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εµείς δεν αγωνιζόµαστε για τον ίδιο σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανέν απ’ αυτά τα πλεονεκτήµατα σε ίσο βαθµό µε µας κι αφ’ ετέρου γιατί µε αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό µε αποδείξεις, ότι είναι δίκαιο το ε­γκώµιο των ανδρών αυτών, για τους οποίους µιλώ τώρα. Κι έχω ήδη αναφέρει τα κυριότερα σηµεία τούτου του εγκωµίου. Γιατί όσα είπα για την πόλη για να την εξυµνήσω, είναι στολίδια, µε τα οποία την στόλισαν οι αρετές αυτών εδώ κι άλλων οµοίων µε αυτούς και πολύ λίγοι Έλληνες υπάρχουν, για τους οποίους µπορεί να λεχθεί, ό,τι µπορεί να λεχθεί γι’ αυτούς εδώ, ότι δηλαδή φήµη τους ισοσταθµίζει τα έργα τους.
     Έχω τη γνώµη, ότι θάνατος σαν αυ­τόν εδώ, των προκείµενων νεκρών παρέχει το αληθινό µέτρο της αξίας ενός ανθρώπου κι άλλοτε µεν είναι ο πρώτος που την προαναγγέλλει άλλοτε δε ο τελευταίος που την επισφραγί­ζει. Γιατί κι εκείνοι ακόµη που υστερούν κατά τ’ άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν για υ­περάσπισή τους την ανδραγαθία, που επέδειξαν κατά τους πολέµους, µαχόµενοι υπέρ της πατρίδας. Γιατί εξέλειψαν το κακό δια του καλού και µε τις καλές τους υπηρεσίες σαν υ­περασπιστές της πατρίδας την ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο την έβλαψαν µε τα τυχόν σφάλµατά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς όµως εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός µπρος στο θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίµησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα δηλαδή ότι µπορεί να την αποφύγει επί τέλους κάποτε και να γίνει πλούσιος.
     Αλλά περισσότερο από όλα τα αγαθά πόθησαν την τιµωρία των εχθρών τους και συνάµα θεώρησαν ότι δεν υπάρχει ενδο­ξότερος κίνδυνος από αυτόν εδώ και για τούτο προθυµοποιήθηκαν να ριφθούν σ’ αυτόν για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους αφ’ ενός, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών αφ’ ετέρου, τη µεν αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εµπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς δε τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν µπροστά τους κατά την µάχη, ήταν απο­φασισµένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και µόνο. Και µέσα στη µάχη θεώρησαν πάντα προτιµότερο ν’ αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν τρεπόµενοι σε φυγή και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήµη της δειλίας κι υπέβαλαν τα σώµατά τους σε όλα τα δεινά της µάχης, σε µια δε κρίσιµη στιγµή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας µάλλον παρά του τρόµου, βρήκαν το θάνατο.
     Κι αυτοί µεν εδώ τέτοιου είδους άνθρωποι υπήρξαν, αντάξιοι της πατρίδας τους. Σεις δε οι επιζώντες πρέπει να εύχεσθε, το γενναίο σας φρόνηµα απέναντι στους εχθρούς να είναι πιότερο τυχερό απ’ αυτό των προηγούµενων νεκρών, µε κανέναν όµως τρόπο να καταδέχεσθε να είναι λιγότερο τολµηρό και να µην κρίνετε την αξία του φρονήµατος αυτού από τους επαίνους του ρήτορα µόνο, ο οποίος θα µπορούσε να την µεγαλοποιήσει όσο ήθελε ενώπιόν σας -αν κι σεις τα ξέρετε το ίδιο καλά µ’ αυτόν- αναφέροντας όλα τα καλά που υπάρχουν στην άµυνα εναντίον των εχθρών, αλλά µάλλον να παρατηρείτε καθηµερινά τη δύ­ναµη της πόλης, όπως αυτή παρουσιάζεται µε έργα, και να κυριεύεσθε λίγο από έρωτα προς αυτήν, και όταν σας φανεί ότι είναι µεγάλη, να συλλογίζεσθε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άν­θρωποι τολµηροί που είχαν συναίσθηση του καθήκοντός τους και κατά την ώρα της µάχης είχανε πάντα µπρος στα µάτια τους το φόβο του ντροπιάσµατος, όσες φορές δε αποτύγχα­ναν σε κάποια τους προσπάθεια, δεν νόµιζαν ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να στερήσουν και την πόλη από τις υπηρεσίες τους, αλλά συνεισέφεραν υπέρ αυτής την ωραιότερη συνεισφορά.
     Γιατί ενώ όλοι µαζί από κοινού πρόσφεραν στην υπηρεσία της πατρίδας τα σώµατά τους, απε­λάµβαναν ατοµικά κάθε ένας, σαν ανταµοιβή τρόπον τινά, τον έπαινο, ο οποίος δεν γερνά ποτέ και τον πιο επίσηµο τάφο, που είναι δυνατόν ν’ αποκτήσει άνθρωπος, δεν εννοώ δε τον τάφο, στον οποίο έχουν εναποτεθεί τα λείψανά τους, αλλά µάλλον τον τάφο, στον οποίο απο­µένει µετά θάνατον η δόξα τους και µνηµονεύεται αιωνίως σε κάθε παρουσιαζόµενη κάθε φο­ρά ευκαιρία είτε λόγου είτε έργου. Γιατί των επιφανών ανδρών τάφος είναι η Γη ολόκληρη και την ύπαρξή τους δεν την φανερώνει µόνο η επιγραφή µιας στήλης σε κάποιο µέρος της πατρίδας τους, αλλά και στα ξένα µέρη είναι εγκατεστηµένη µια άγραφη ανάµνηση αυτών σκαλισµένη όχι σε κάποιο έργο τέχνης αλλά µάλλον στις καρδιές ενός εκάστου των ανθρώ­πων.
     Αυτούς λοιπόν εσείς τώρα να τους µιµηθείτε και µε τη σκέψη ότι ευδαιµονία είναι η ελευθερία, ελευθερία δε η τόλµη, µην τροµοκρατείσθε από τους κινδύνους του πολέµου. Γιατί δεν θα ήταν δικαιότερο ν’ αψηφούν την ζωή τους οι δυστυχούντες άνθρωποι, οι οποίοι δεν ελπίζουν να απολαύσουν κανένα καλό, αλλά οι ευτυχισµένοι, οι οποίοι κατά την διάρκεια ακόµη της ζωής τους διατρέχουν τον κίνδυνο να δουν την κατάστασή τους να µεταβάλλεται στην αντίθετη, δηλαδή την δυστυχία και για τους οποίους θα ήταν πολύ σηµαντική η διαφο­ρά, αν υποτεθεί ότι πάθαιναν κανένα ατύχηµα. Γιατί προξενεί µεγαλύτερο πόνο, σε έναν βέ­βαια που έχει κάποια υψηλοφροσύνη, η εξαθλίωση που συνοδεύεται από εκφυλισµό, παρά ο θάνατος που του έρχεται ξαφνικά, χωρίς καν να γίνει αισθητός, επάνω στην ακµή της σωµατι­κής του δύναµης και πάνω στις ελπίδες που τρέφει κι ο κάθε θνητός.
     Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και σας τους γονείς των ηρώων αυτών, όσοι είσθε παρόντες, δεν σας κλαίω τη στιγµή αυτή, αλλά µάλλον θα προσπαθήσω να σας παρηγορήσω. Γιατί, όπως όλοι, γνωρίζουν κι αυτοί ότι µεγάλωσαν µέσα σε ποικίλες εναλλαγές της τύχης κι ότι ευτυχισµένοι µπορεί να θεωρούνται µόνο κείνοι, στους οποίους έλαχε η µεγίστη τιµή, είτε ένας έντιµος θάνατος είναι αυτή, όπως αυτών εδώ, είτε µια έντιµη λύπη, όπως η δική σας κι εκείνοι, των οποίων οι ηµέρες της ζωής τους κανονίστηκαν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το τέρµα της ευτυχίας τους να συµπέσει µε το τέρµα της ζωής τους. Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω γι’ αυτά, µια τέτοια στιγµή κατά την οποία η ευτυχία των άλλων θα σας κάνει να θυµηθείτε πολλές φορές την ευτυχία, που κάποτε αισθανθήκατε και σεις.
     Και λύπη αισθάνεται κανείς όχι για την έλλειψη των αγαθών που δεν δοκίµασε ποτέ στη ζωή του, αλλά για την στέρηση κείνων, τα οποία πριν του αφαιρεθούν αποτέλεσαν µέρος της ζωής του. Ό­σοι δε από σας είσθε σε ηλικία που επιτρέπει την τεκνοποιία, πρέπει να υποφέρετε τον πόνο σας µε περισσότερη υποµονή, γιατί ελπίζετε να αποκτήσετε κι άλλα παιδιά. Γιατί όχι µόνο για τον καθένα σας ιδιαίτερα κείνα που θα γεννηθούν θα σας κάνουν να λησµονήσετε σιγά-σιγά αυτά που χάσατε στον πόλεµο, αλλά και για την πόλη το κέρδος θα είναι διπλό, γιατί µε αυτόν τον τρόπο, αφ’ ενός αποφεύγεται η απειλούµενη ερήµωση από την ελάττωση του πλη­θυσµού κι αφ’ ετέρου ενισχύεται η ασφάλειά της.
     Γιατί τίποτε το σωστό και δίκαιο δεν είναι σε θέση να σκεφθούν και να συµβουλεύσουν την πόλη όσοι δεν έχουν παιδιά να τα εκθέσουν στον κίνδυνο που εκτίθενται τα παιδιά όλων των άλλων. Όσοι δε πάλι έχετε προσπεράσει το όριο αυτό της ηλικίας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το ότι περάσατε το µεγαλύτερο µέρος της ζωής σας ευτυχισµένοι, η δε περίοδος της λυπηµένης ζωής σας θα είναι σύντοµη και ν’ ανακουφίζεσθε από την δόξα αυτών εδώ των ηρωικώς πεσόντων παιδιών σας. Γιατί το µόνο πράγµα που δεν γερνά ποτέ είναι η φιλοδοξία κι εκείνο που ευχαριστεί τον άνθρωπο στην γεροντική του ηλικία, όταν είναι άχρηστος πια, δεν είναι το κέρδος, όπως ισχυρίζονται µερι­κοί, αλλά η απόλαυση τιµών.
     Ως προς σας δε εξάλλου, τους γιους κι αδελφούς τους, όσοι είσθε παρόντες, βλέπω ότι η προσπάθεια, την οποία θα πρέπει να καταβάλλετε, για να τους µιµείσθε, είναι τροµακτι­κά δύσκολη. Γιατί όλοι συνηθίζουν να επαινούν εκείνον που δεν υπάρχει πλέον, οσοδήποτε δε υπέροχη κι αν υποτεθεί ότι είναι η αρετή σας, µόλις και µετά βίας θα θεωρούσατε ότι είσθε, όχι όµοιοι, αλλά κατά τι κατώτεροι. Γιατί και µεταξύ των ζώντων υπάρχει φθόνος αµοιβαίος εκ µέρους των εκάστοτε αντιζήλων, όποιος δε πεθαίνει και δεν είναι εµπόδιο σε κανέναν τιµά­ται µε µιαν εύνοιαν απαλλαγµένη από κάθε αντίδραση.
     Αν δε πρέπει να κάνω λόγο και για την γυναικεία αρετή, σχετικά µε αυτές που θα ζουν ως εξής σαν χήρες, θα συµπεριλάβω όλα όσα έχω να πω σε µια σύντοµη παραίνεση: θα είναι µεγάλη η δόξα σας, αν δεν δειχθείτε κατώτεροι του φυσικού σας χαρακτήρα και µάλιστα αν για την κάθε µια σας γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος µεταξύ των ανδρών, είτε προς έπαινον είτε προς κατηγορία (είτε για καλό είτε για κακό).
     Εκφώνησα λοιπόν κι εγώ, σύµφωνα µε την επιταγή του νόµου, τον επιτάφιο κι είπα ό,τι είχα να πω κατάλληλο για την περίσταση και µε έργα δε αυτοί, τους οποίους θάπτουµε, εν µέρει µεν έχουν τιµηθεί τώρα αµέσως, εν µέρει δε θα τιµώνται στο µέλλον, γιατί η πόλη θ’ ανατρέφει τα παιδιά τους δηµοσία δαπάνη µέχρι που να γίνουν έφηβοι, απονέµουσα έτσι και σ’ αυτούς εδώ και στους επιζώντες χρήσιµη αµοιβή, αντί στεφάνου τρόπον τινά, γι’ αυτούς τους αγώνες τους υπέρ της πατρίδας. Γιατί όπου τα βραβεία της αρετής είναι τα πιο µεγάλα, εκεί συγκαταλέγονται µεταξύ των πολιτών κι οι πιο ενάρετοι άνδρες. Και τώρα να χορτάσει ο καθένας θρηνώντας τον δικό του κι έπειτα ν’ αποχωρήσει».

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *