Βιογραφικό
Ο Ιάμβλιχος (Iamblichus Chalcidensis) ήτανε Σύρος νεοπλατωνικός φιλόσοφος, που ‘παιξε καθοριστικό ρόλο στη κατεύθυνση που ακολούθησε η νεώτερη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Ήταν επίσης βιογράφος του Πυθαγόρα και μυστικιστής, φιλόσοφος και μαθηματικός.
Έζησε σε ταραγμένη εποχή, μια περίοδο μεγάλων ζυμώσεων, που ένας πολιτισμικός κύκλος πλησιάζει στο τέλος του κι ένας νέος ανοίγει. Τη μεταβατική αυτή περίοδο εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα των νεοπλατωνικών. Με επίκεντρο αρχικά την Αλεξάνδρεια, οι νεοπλατωνιστές εργάστηκαν με στόχο να συνθέσουν τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Μυστηρίων σ’ ένα ενιαίο σύστημα, αναζωογονώντας τη ψυχή του ελληνορωμαϊκού κόσμου που ‘βλεπε να βυθίζεται γοργά στη πνευματική και την ηθική παρακμή. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η διδασκαλία τους διαδόθηκε στη Ρώμη κι άλλες ρωμαϊκές μητροπόλεις, διαμορφώνοντας 3 ιδιαίτερες σχολές: την Αλεξανδρινή, όπου διακρίνονται κυρίως ο Πλωτίνος κι ο Πορφύριος, την Αθηναϊκή, με κύριο εκπρόσωπο τον Πρόκλο και τη Συριακή, με κορυφαίο τον Ιάμβλιχο.
Τα βιογραφικά του στοιχεία, ιδιαίτερα για τα χρόνια της νιότης του, είναι λιγοστά. Γόνος πλούσιας κι αριστοκρατικής οικογένειας, γεννήθηκε γύρω στο 250 μ.Χ. στη Χαλκίδα (σημερινό Qinnesrin) της Κοίλης Συρίας. Λέγεται πως η οικογένειά του καταγόταν από τους βασιλείς-ιερείς της Έμεσας (σημερινή Χομς), πόλη περίφημη για το ναό του συροφοινικικού θεού του ήλιου, Ηλιογάβαλου. Η πόλη Χαλκίς, βρισκότανε στους πρόποδες του όρους Λιβάνου και γι’ αυτό λεγότανε Χαλκίδα η υπό τον Λίβανον. Ακριβέστερα, βρισκόταν μεταξύ Βηρυττού και Δαμασκού, ως επίσης μεταξύ Σιδώνος και Ηλιουπόλεως. Περήφανος για την εθνική του καταγωγή, αρνήθηκε να υιοθετήσει ελληνικό ή λατινικό όνομα, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής και διατήρησε το συριακό Για-μλιχού, (ο θεός κυβερνά) δείχνωντας τάση διατήρησης των πατρώων παραδόσεων. Αρχικά μελέτησε το νεοπλατωνισμό κοντά στον Ανατόλιο τον περιπατητικό, έναν από τους πρώτους μαθητές του Πορφύριου και κατόπιν δίπλα στον ίδιο τον Πορφύριο, τον κορυφαίο μαθητή του Πλωτίνου, πιθανότατα στη Ρώμη και τον διαδέχτηκε στην ηγεσία της Νεοπλατωνικής Σχολής. Νωρίτερα όμως είχε ιδρύσει δική του σχολή στη Συρία, όπου η φήμη του προσείλκυσε πλήθος μαθητές απ’ όλες τις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Στη σχολή του δεν περιορίστηκε στο να επαναλαμβάνει απλώς τις διδασκαλίες των προκατόχων του. Επεξεργάστηκε και συστηματοποίησε τον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου, έργο όπου θεωρείται ο 1ος σχολαστικός φιλόσοφος στην ιστορία. Κυρίως, όμως, εμπλούτισε το διανοητικό αυτό σύστημα με πληθώρα στοιχείων απ’ τα μεσογειακά μυστήρια. Κοντά, δηλαδή, στη πλωτινική θεωρία εισάγει τη θεουργία, τη “περί των θείων πράξη” (σε αντιδιαστολή με τη θεολογία, τον “περί των θείων λόγο“). Σκοπός του έργου του ήταν η ενοποίηση των θρησκευτικών και φιλοσοφικών ιδεών του αρχαίου ελληνορρωμαϊκού κόσμου σ’ ενιαίο σύστημα εσωτερικής ανάπτυξης. Γι’ αυτόν το ζητούμενο της φιλοσοφικής αναζήτησης δεν είναι η γνώση, η στείρα διανοητική ενασχόληση, αλλά η “Θεοκρασία“, η ένωση με το θείο Ένα, την ύψιστη Δημιουργική Μονάδα. Η μελέτη κι ο στοχασμός γύρω από τις ανώτερες αλήθειες, αγαπημένες ασχολίες των φιλοσόφων, είναι σημαντικά για τη καλλιέργεια και τον ορθό προσανατολισμό της ψυχής. Από μόνα τους όμως δεν αρκούν να ανυψώσουν τον άνθρωπο στα επίπεδα του πνεύματος, καθώς παραμένουνε στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης. “Η θεουργική ένωση επιτυγχάνεται μόνο με τη τελειωτική λειτουργία των ανείπωτων πράξεων που εκτελούνται ορθά, πράξεων που υπερβαίνουνε κάθε νόηση και με τη δύναμη των άφατων συμβόλων, που είναι νοητά μόνο στους θεούς“, γράφει στο Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων. Αυτές οι πράξεις και τα σύμβολα επιτρέπουνε στον άνθρωπο να υπερβεί τα όρια του συγκεκριμένου νου, της περιορισμένης λογικής σκέψης, και να ‘ρθει σ’ άμεση επαφή με το θείο.
Σύμφωνα με τον Ευνάπιο, που παραθέτει τη βιογραφία του στο Βίοι Σοφιστών, ο Ιάμβλιχος αφιέρωνε πολύ χρόνο στους πολυάριθμους μαθητές του. “Ενώ έπιναν το κρασί τους, συνήθιζε να γοητεύει τους συνδαιτυμόνες με τα λεγόμενά του και να τους γεμίζει σαν με νέκταρ. Κι εκείνοι δεν έπαυαν στιγμή να αποζητούνε τούτη την ευχαρίστηση και δεν τη χόρταιναν ποτέ, έτσι που δεν τον άφηναν ποτέ σε ησυχία“. Παρ’ όλ’ αυτά, περιστασιακά τελούσε ορισμένες τελετουργίες, ξέχωρα από τους φίλους και μαθητές του, όταν λάτρευε το Θείο Ον. Σύντομα, όμως, διαπίστωσε ότι η τακτική αυτή έδινε λαβή σε παράξενα σχόλια καθώς οι μαθητές του, “ανέθεσαν στον ευφραδέστερο απ’ αυτούς να τους εκπροσωπήσει, ρωτώντας, -Δάσκαλε, πολυεμπνευσμένε, γιατί απομονώνεσαι έτσι, αντί να μοιράζεσαι μαζί μας την εξαίσια σοφία σου; Εν τούτοις έφτασαν σε μας φήμες από τους δούλους σου πως όταν προσεύχεσαι στους θεούς ανυψώνεσαι από τη γη πάνω από δέκα πήχες ψηλά, πως το σώμα και τα ρούχα σου αλλάζουν παίρνοντας μια όμορφη χρυσή απόχρωση και πως όταν τελειώνεις τη προσευχή, το σώμα σου γίνεται όπως ήταν πριν, ξαναγυρίζεις στη γη και συναναστρέφεσαι μαζί μας“. Ο Ιάμβλιχος, που δε συνήθιζε να γελά, γέλασε ακούγοντας αυτά τα λόγια. Απάντησε δε ως εξής: “Εκείνος που σας παραπλάνησε έτσι, ήτανε πνευματώδης, τα γεγονότα όμως είναι διαφορετικά. Ωστόσο, από δώ κι εμπρός θα ‘στε παρόντες σε όλα όσα γίνονται“. Δεν είναι ίσως δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς γεννιούνται τέτοιες φήμες γύρω από ένα σεβαστό δάσκαλο που δίδασκε τη συνειδησιακή ανύψωση από τα χαμηλότερα στα υψηλότερα επίπεδα της ύπαρξης.
Ο Ευνάπιος αναφέρει κι ένα άλλο, ακόμη πιο εντυπωσιακό περιστατικό. Ο Ιάμβλιχος συνήθιζε να πηγαίνει το καλοκαίρι με τους μαθητές του στα Γάδαρα, πόλη φημισμένη για τα θερμά λουτρά της. Οι μαθητές τονε παρακαλούσαν από καιρό να τους δείξει τις δυνάμεις του μα κείνος αρνιότανε πάντα, ώσπου μια μέρα στα λουτρά ενέδωσε χαμογελώντας. Υπήρχανε δύο θερμές πηγές, μικρότερες αλλά πιο όμορφες από τις άλλες. Ο δάσκαλος έστειλε τους μαθητές να ρωτήσουνε τους ντόπιους πως τις ονόμαζαν παλιότερα. Σύντομα του απαντήσανε πως η μία ονομαζόταν Έρως κι η διπλανή Αντέρως. Αμέσως άγγιξε το νερό με το χέρι του (έτυχε να κάθεται στην άκρη της πηγής) και προφέροντας μια σύντομη επίκληση κάλεσε από τα βάθη της πηγής ένα νεαρό αγόρι. Είχε λευκό δέρμα, μέτριο ανάστημα, χρυσά μαλλιά κι η πλάτη και το στήθος του λάμπανε. Έμοιαζε με κάποιον που μόλις είχε κάνει το λουτρό του. Οι μαθητές έμειναν έκθαμβοι, αλλά ο Ιάμβλιχος τους είπε, να πάνε στη διπλανή πηγή και τους οδήγησε ‘κεί σκεπτικός. Ύστερα επανέλαβε τα ίδια ακριβώς με πριν και κάλεσε έναν άλλο Έρωτα, όμοιο σ’ όλα με το πρώτο, μ’ εξαίρεση τα μαλλιά που ήτανε πιο σκουρόχρωμα και πέφτανε σε χαλαρές μπούκλες στο φως του ήλιου. Τα δυο αγόρια αγκαλιάσανε τον Ιάμβλιχο και σφίχτηκαν πάνω του σαν ‘τανε πραγματικός πατέρας τους. Έπειτα ξαναγύρισε το καθένα στον τόπο του κι έφυγε να κάνει το λουτρό του, μες στο σεβασμό των μαθητών του. Μετά απ’ αυτό, οι μαθητές του πάψανε να του ζητάνε άλλες αποδείξεις και πίστευαν ό,τι τους έκανε χάρη με τις αποδείξεις που τους αποκαλύφτηκαν, μένοντας προσκολλημένοι κοντά του σαν αδιάσπαστη αλυσίδα.
Δεν είναι γνωστό πότε ή πώς ακριβώς πέθανε. Πιθανώς έφυγε από τη ζωή γύρω στο 330, λίγο μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο και λίγο πριν ο χριστιανισμός γίνει η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τους πολυπληθείς μαθητές του ξεχωρίζουν ο Σώπατρος ο Απαμεύς κι ο Αιδέσιος, που τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της συριακής σχολής, καθώς κι ο μαθητής του Αιδέσιου, Μάξιμος ο Εφέσιος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού. Ο επιφανέστερος, όμως, συνεχιστής του είναι ο Πρόκλος, διάδοχος της αθηναϊκής σχολής. Βαθιά επηρεασμένα από τη διδασκαλία του Ιάμβλιχου είναι και τα έργα του λεγόμενου ψευδο-Διονύσιου που άσκησαν μεγάλη επιρροή στη μεσαιωνική χριστιανική σκέψη.
Η διδασκαλία του Ιάμβλιχου θεμελιώνεται πάνω στην αρχή “τα πάντα είναι μες στα πάντα, αλλά σε καθένα σύμφωνα με τη φύση του” και στο ερμητικό αξίωμα «όπως επάνω, έτσι κάτω», δηλαδή στο αντικαθρέφτισμα των πανομοιότυπων δομών του Μακρόκοσμου στον Μικρόκοσμο. Τα “άφατα σύμβολα, που είναι νοητά μόνο στους θεούς” είν’ οι αριθμοί, που αποκαλύπτουνε και περιέχουνε το κλειδί για τη κατανόηση του Σύμπαντος. Η αριθμολογία των πυθαγορείων είναι ουσιαστικό μέρος της διδασκαλίας του Ιάμβλιχου, που την επεξεργάστηκε και τη συστηματοποίησε, χαρτογραφώντας με λεπτομέρεια την εκδήλωση του δημιουργημένου κόσμου, μες από διαδοχικά επίπεδα, από το Ένα στα Πολλά.
Ο ηθικός βίος θεωρείται εξίσου σημαντικός με τη καλλιέργεια της ψυχής και δεν απορρίπτει τον υλικό κόσμο, ούτε το φυσικό σώμα. Για κείνον το πνεύμα, η ψυχή, το σώμα κι η ύλη είναι μια αδιαίρετη αλληλουχία, βαθμιαίες συμπυκνώσεις της εκδήλωσης από την “άρρητον Αρχήν” μέχρι το φυσικό κόσμο. Γι’ αυτό η ηθική στάση κι η εσωτερική ποιότητα, η συνειδησιακή κατάσταση, του ατόμου είναι ουσιαστικό να εναρμονίζονται με τους συμπαντικούς νόμους. Ο ίδιος, κέρδισε με τον εγκρατή κι ισορροπημένο τρόπο ζωής του το προσωνύμιο του δίκαιου, ενώ οι μαθητές του τον αποκαλούσανε θείο και του απέδιδαν υπερφυσικές δυνάμεις.
Χωρίς να αντιτίθεται ουσιωδώς στο συνεπές μεταφυσικό και σωτηριολογικό σύστημα του Πλωτίνου, απέρριψε τη νοητική φιλοσοφική άσκηση σαν οδό έκστασης κι έδωσε αντιθέτως έμφαση στη θεουργία ως μέσο λύτρωσης της ψυχής από τα δεσμά της ύλης. Για τον Ιάμβλιχο η θεουργία αποτελεί αναγκαία επιλογή καθώς εξαναγκάζει τους θεούς, κατώτερες, κερματισμένες όψεις του πλωτινικού Ενός, να ανυψώσουν τη καθαρή ψυχή από το φυσικό κόσμο προς τη πηγή της, το νοητικό κόσμο των ιδεών, μέσω αδιάσπαστης οντολογικής αλυσίδας υπερφυσικών πλασμάτων: δαίμονες, ήρωες, άγγελοι, αρχάγγελοι και, τελικώς, οι ίδιοι οι θεοί, που πάνω τους τοποθετείται μόνο το Εν, η απόλυτη ενότητα κι αυτάρκης αιτία των πάντων κατά τον Πλωτίνο. Ο Ιάμβλιχος ωστόσο έθεσε την άρρητον Αρχήν του πάνω ακόμα κι από το Εν, ενώ με τη διδασκαλία του περί του λυτρωτικού φιλοσοφικού ρόλου της δημοφιλούς θεουργίας διεύρυνε σημαντικά την επιρροή του νεοπλατωνισμού και το πλήθος των ενδιαφερομένων γι’ αυτόν.
Από τη Χαλδαϊκή Θεολογία του Ιάμβλιχου διασώθηκαν 6 βιβλία: Περί του πυθαγορικού βίου, Προτρεπτικός επί φιλοσοφίαν, Περί της κοινής μαθηματικής, Περί της Νικομάχου Γερασηνού Αριθμητικής Εισαγωγής,(τα 4 τελευταία αποτελούσαν τα πρώτα βιβλία μιας δεκάτομης ευρύτερης σύνθεσης Περὶ τῆς πυθαγορείου αἱρέσεως που κατά τα άλλα χάθηκε ). Τα θεολογούμενα αριθμητικά και το Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων. Επίσης, εκτεταμένα αποσπάσματα από το Περί Ψυχής, από το Επιστολαί προς Μακεδόνιον και Σώπατρον, Περί ειμαρμένης κι από το Προς Δέξιππον και Σώπατρον το Περί διαλεκτικής, σώζονται στο Ανθολόγιον του Στοβαίου. Ο βυζαντινός συμπιλητής Ιωάννης Στοβαίος έχει διασώσει σημαντικά αποσπάσματα από διάφορες επιστολές του, καθώς κι από τη πραγματεία του Περί ψυχής -όπου απηχείται άλλωστε και στο Yπόμνημα του Σιμπλίκιου / Πρισκιανού στο Περί ψυχής του Αριστοτέλη.
Υπήρξεν ο σημαντικότερος, μετά τον Πλωτίνο, εκπρόσωπος του αρχαίου νεοπλατωνισμού και πρώτος υπερασπιστής των τελετουργικών μεθόδων ένωσης με το θείον. Η επιρροή του υπήρξε αποφασιστική για την εξέλιξη της πλατωνικής φιλοσοφίας από τον 4ο αι. μέχρι και την Αναγέννηση. Τα πενιχρά στοιχεία που γνωρίζουμε για τη ζωή του βασίζονται στις σχετικά αναξιόπιστες μαρτυρίες του Ευνάπιου (Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών 5ο βιβλίο) που προέρχονται από τη προφορική παράδοση των μαθητών του. Βέβαιον είναι ότι μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στην Απάμεια της Συρίας, πόλη καταγωγής του νεοπυθαγόρειου Νουμήνιου που διέθετε φιλοσοφική παράδοση ενός και πλέον αιώνα, όπου ίδρυσε τη δική του σχολή.
Ο Ιάμβλιχος συνέγραψε ένα εκτενέστατο υπόμνημα στα Χαλδαϊκά (σε τουλάχιστον 28 βιβλία), υπομνήματα σε πλατωνικούς διαλόγους (Αλκιβιάδη Ι, Φαίδωνα, Σοφιστή, Φαίδρο, Φίληβο, Τίμαιο, Παρμενίδη) κι αριστοτελικά συγγράμματα (Κατηγορίες, Περί ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Περί ουρανού) καθώς και συστηματικά έργα (Περί θεών, Περί αγαλμάτων, κ.λπ.). Πλην αποσπασμάτων που διασώζουν μεταγενέστεροι φιλόσοφοι και συμπιλητές, όλα αυτά τα έργα έχουν σήμερα χαθεί.
Ο τίτλος του σημαντικότερου σωζόμενου φιλοσοφικού συγγράμματος του Ιάμβλιχου (De mysteriis aegyptiorum = Περί των αιγυπτίων μυστηρίων) δόθηκε στην Αναγέννηση από τον Marsilio Ficino κι είναι παραπλανητικός. Στο έργο αυτό, αναφέρεται μόνο περιστασιακά σε μυστηριακές τελετές (αιγυπτιακές ή άλλες), καθώς στόχος του είναι η θεωρητική υπεράσπιση του συνόλου των θρησκευτικών τελετουργιών της αρχαιότητας. Πρόκειται για το μοναδικό σύγγραμμα φιλοσοφίας της θρησκείας που διασώζεται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα -κι ήταν μάλλον το πρώτο. Το Περί των αιγυπτίων μυστηρίων είναι η απάντηση που δίνει στις ερωτήσεις που ο δάσκαλός του Πορφύριος απηύθυνε επιστολικά σε έναν αιγύπτιο ιερέα ονόματι Ανεβό. Ο συγγραφέας υιοθετεί το προσωπείο του Αβάμμωνος, ενός ανώτερου από τον Ανεβό αιγύπτιου ιερέα, προκειμένου ν’ αναιρέσει τις αμφιβολίες του Πορφύριου σχετικά με τη σημασία των θρησκευτικών τελετουργιών. Στόχος του έργου είναι να φανεί πως η ποθητή λύτρωση της ανθρώπινης ψυχής δεν μπορεί να επέλθει με θεωρητική μόνον ενατένιση και γνώση, όπως στον Πλωτίνο , αλλά χρειάζεται αναγκαστικά τη συνδρομή της θείας χάριτος, που παρέχεται μέσω της ενεργού συμμετοχής του ενδιαφερομένου σε ιερές τελετές. Ο Ιάμβλιχος είναι ξεκάθαρος (Μυστ. 2.11, 96-97):
“Δεν είναι η σκέψη που ενώνει τους θεουργούς με τους θεούς, γιατί τότε τί θα εμπόδιζε όσους φιλοσοφούν θεωρητικά να απολαμβάνουν τη θεουργική ένωση με τους θεούς; Η αλήθεια όμως δεν είναι έτσι: την θεουργική ένωση την παρέχει η τέλεση των άρρητων ιεροπραξιών που λειτουργούν με θαυμαστό τρόπο πέρα από κάθε ανθρώπινη κατανόηση καθώς και η δύναμη των ανέκφραστων συμβόλων που κατανοούνται μόνον από τους θεούς“.
Ο όρος θεουργία (θεός+ἔργον), ένας τεχνικός νεολογισμός της ύστερης αρχαιότητας συνδεόμενος στενά με τα Χαλδαϊκά λόγια, δημιουργήθηκε σε αντιδιαστολή προς τον παλαιό όρο θεολογία (θεός+λόγος). Κυριολεκτικά, θεουργία είναι το “το έργο που επιτελούν οι άνθρωποι επί των θεών” (ή, εναλλακτικά, “το έργο που επιτελούν οι θεοί“). Ο όρος αναφερόταν ειδικά στις μαγικές πρακτικές που απώτερο στόχο είχανε την ένωση της ανθρώπινης ψυχής με ένα θεό αλλά μπορούσε επίσης, όπως συμβαίνει στον Ιάμβλιχο, να περιλαμβάνει το σύνολο των παραδοσιακών τρόπων λατρείας (θυσίες, πομπές, μαντεία κλπ.). Κεντρικό ρόλο στις θεουργικές τελετουργίες έπαιζαν τα σύμβολα ή συνθήματα, υλικά αντικείμενα που θεωρούνταν ότι διαθέτουν ιδιαίτερες δυνάμεις ώστε να προκαλούν θαυματουργικά αποτελέσματα (εμψυχώσεις αγαλμάτων, αισθητές φανερώσεις θεών και δαιμόνων, τηλεκίνηση κλπ.). Θεουργός ήταν ο γνώστης και χρήστης όλων αυτών των ιερών πρακτικών και συμβόλων. Η γνώση που διέθετε ονομαζόταν επίσης, εκτός από θεουργία, ἱερατική (ενν. ἐπιστήμη ή τέχνη) και βασιζότανε στη φυσική διασύνδεση κι αλληλεπίδραση των μερών του σύμπαντος που είναι γνωστή με τον στωικό όρο συμπάθεια. Κατά τον Ιάμβλιχο, η τέλεση των παραδοσιακών ιεροπραξιών δεν εξαναγκάζει τους θεούς σε δράση, ούτε τους καθιστά δέσμιους της ανθρώπινης βούλησης: οι θεοί συντονίζονται ελεύθερα με τα δρώμενα στον υλικό κόσμο κι αποφασίζουν αυτεξουσίως να παράσχουν βοήθεια στην εγγενή ανθρώπινη έλλειψη. Οι κανόνες, άλλωστε, τέλεσης των θεουργικών πράξεων έχουν, κατά τον Ιάμβλιχο, οριστεί από τους ίδιους τους θεούς ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων λαών.
Ο Ιάμβλιχος απορρίπτει οποιονδήποτε νεωτερισμό σε θέματα θρησκευτικότητας. Θεωρεί, μάλιστα, ότι η σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, είτε πρόκειται για τις λέξεις μιας ανθρώπινης γλώσσας είτε για τους όρους ενός ιερού συμβολικού συστήματος, δεν είναι προϊόν ανθρώπινης σύμβασης αλλά σχέση φυσική. Κατά συνέπεια υποστηρίζει ότι στις θεουργικές τελετές, ακόμα και τα πιο ακατανόητα ονόματα (τα λεγόμενα βάρβαρα ονόματα) ή σύμβολα οφείλουν να διατηρούνται αναλλοίωτα αφού διαθέτουν εσωτερικές συνάφειες με τα υπεραισθητά όντα στα οποία αναφέρονται και τα κινητοποιούν. Οι ενστάσεις του ορθολογιστή Πορφύριου οφείλονταν στη δυσκολία να αποδεχτεί τελετουργικές μεθόδους λύτρωσης που λειτουργούν πέρα από τα όρια του ανθρώπινου λόγου. Αν κι ακολούθησε το τρισυπόστατο σχήμα μεταφυσικής δομής της πραγματικότητας (Εν, Νους, Ψυχή) που είχε εγκαινιάσει ο Πλωτίνος, ο Ιάμβλιχος εισήγαγε ορισμένες καινοτόμες διακρίσεις:
α). Προκειμένου να καταστήσει την πρώτιστη αρχή του κόσμου εντελώς υπερβατική και ασύνδετη με ο,τιδήποτε παράγεται από αυτήν, ο Ιάμβλιχος διέκρινε το ἀμέθεκτον πρώτο Εν από ένα δεύτερο Εν που γεννά την τριάδα “μονάς-πέρας-άπειρο” από την οποία, όταν ενοποιείται γεννώντας το ἡνωμένον, παράγεται ο Νους.
β). Επίσης, ήταν μάλλον ο πρώτος που μίλησε για ἑνάδες, τεχνικό όρο του μεταγενέστερου νεοπλατωνισμού που αναφέρεται στις θεϊκές, εντελώς απλές μονάδες οι οποίες γεννώνται από το ἡνωμένον, προϊόν του (δευτέρου) Ενός, χωρίς τη διαμεσολάβηση του Νου, και λειτουργούν ως οι υπερνοητές ρίζες των πλατωνικών Ιδεών. Οι παραδοσιακοί θεοί βρήκαν έτσι θέση μέσα στο πολυεπίπεδο σύστημα του Ιάμβλιχου και η διάσταση φιλοσοφίας και θρησκείας έτεινε να γεφυρωθεί ολοσχερώς.
γ). Ακόμη και το τρίπτυχο “ον-ζωή-νους” που βρίσκουμε σε μεταγενέστερα νεοπλατωνικά κείμενα έλκει τη καταγωγή του από τη φιλοσοφία του Ιάμβλιχου.
δ). Ακολουθώντας έως τις ακραίες τους συνέπειες τις αρχές της πληρότητας και συνέχειας του σύμπαντος, ο Ιάμβλιχος εισήγαγε ενδιάμεσα επίπεδα πραγματικότητας που επέτρεπαν τη διαμεσολάβηση μεταξύ των άκρων (π.χ. το νοερό-νοητό επίπεδο τοποθετήθηκε ως μεσάζον ανάμεσα στην ανώτερη/νοητή και την κατώτερη/νοερή βαθμίδα) και έτσι ολόκληρη η μεταφυσική δομή του σύμπαντος, ιδίως του νοητού, παρουσιάστηκε ως τριαδική.
ε). Στο ίδιο πλαίσιο, ο Ιάμβλιχος αποδέχτηκε μια ιεραρχημένη σειρά όντων κατώτερων από τους θεούς αλλά ανώτερων από τις ψυχές, τα λεγόμενα κρείττονα γένη: αρχαγγέλους, αγγέλους, δαίμονες, ήρωες, άρχοντες.
Πέρα από τις μεταφυσικές διακρίσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει κι η περί ψυχής διδασκαλία του, που σώζεται αποσπασματικά από τον Ιωάννη Στοβαίο (6ος αι.). Ο Ιάμβλιχος υποστήριξε, αντίθετα με τον Πλωτίνο, πως ολόκληρη η ανθρώπινη ψυχή κι όχι μόνο το άλογο μέρος της κατέρχεται από τον νοητό χώρο κι ενώνεται με το σώμα, με αποτέλεσμα η φύση της ψυχής να είναι ουσιωδώς διπλή (αθάνατη και θνητή ταυτοχρόνως) και οι λειτουργίες της εγγενώς αντιφατικές. Αυτή η εγγενής διττότητα κι αντιφατικότητα της ανθρώπινης ψυχής επιβάλλει, κατά τον Ιάμβλιχο, την άνωθεν συνδρομή των θεών προκειμένου να επιτευχθεί λύτρωση από τον κόσμο της γένεσης και της φθοράς. Επίσης, καθόρισε, σε αδρές γραμμές, την ιεραρχία των αρετών που βρίσκομαι σε όλους σχεδόν τους μεταγενέστερους νεοπλατωνικούς. Η πλήρης σειρά περιλαμβάνει επτά είδη: φυσικές, ηθικές, πολιτικές, καθαρτικές, θεωρητικές, παραδειγματικές και θεουργικές αρετές. Θεώρησε ότι κάθε πλατωνικός διάλογος έχει έναν βασικό σκοπό και στόχο του ερμηνευτή/υπομνηματιστή είναι να τον αναδείξει στους αναγνώστες/ακροατές του. Επίσης, καθόρισε τη σειρά με την οποία πρέπει να διδάσκονται οι διάλογοι του Πλάτωνα με βάση τον βαθμό δυσκολίας τους (από τον απλούστερο στον πιο δυσνόητο) και εγκαινίασε έτσι το νεοπλατωνικό πρόγραμμα σπουδών που ακολουθήθηκε, στον 5ο και 6ο αι., στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας .
Στις καινοτομίες του πρέπει ν’ αναφερθεί η αποδοχή των Χαλδαϊκών λογίων ως θεόπνευστων ιερών γραφών ανώτερων σε αυθεντία κι από τους πλατωνικούς διαλόγους, καθώς κι η αναγνώριση διάφορων ψευδοπυθαγόρειων έργων ως αυθεντικών συγγραμμάτων σημαντικών πυθαγορείων (Τίμαιου Λοκρού, Αρχύτα, κ.λπ.) από τα οποία άντλησαν, υποτίθεται τα βασικά δόγματά τους, ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης.
Ο Ιάμβλιχος ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που θέλησε να θεμελιώσει την παραδοσιακή θρησκευτικότητα σε μεταφυσικές βάσεις. Στις Εννεάδες του Πλωτίνου δε βρίσκουμε, εκτός από περιστασιακές αναφορές, τίποτε αντίστοιχο. Η μέριμνα αυτή, σε συνδυασμό με τις λεπτοφυείς λογικές διακρίσεις που εισήγαγε στη μεταφυσική, χάρισε στον Ιάμβλιχο το επίθετο θεῖος, αποκλειστικόν ως τότε χαρακτηρισμό του ίδιου του Πλάτωνα. Η βραχύβια και τελικά αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας μιας ‘εθνικής’ εκκλησίας από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό βασίστηκε σε μια εκλαϊκευμένη εκδοχή της ιαμβλίχειας φιλοσοφίας, ενώ κι οι βασικοί εκπρόσωποι της μεταγενέστερης νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών (Συριανός, Πρόκλος & Δαμάσκιος) επηρεάστηκαν καίρια από τη σκέψη του. Από ιστορικής απόψεως, η σημαντικότερη, μαζί με την υπεράσπιση της θεουργίας, καινοτομία του Ιάμβλιχου ήταν η αποδοχή των Χαλδαϊκών λογίων ως των ιερών γραφών του πλατωνισμού. Η εκδοχή του πλατωνισμού που γινόταν αποδεκτή ως και την Αναγέννηση ήταν ουσιαστικά ιαμβλίχεια.
Ο Ιάμβλιχος πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη της ιεροπραξίας. Η βοήθεια του θεού είναι καταλυτική για την ανέλιξη του ανθρώπου. Θεωρούσε ότι οι διάφοροι τρόποι λατρείας στις ιερουργίες εξαγνίζουν το θείο κομμάτι που βρίσκεται ήδη μέσα μας και μας απελευθερώνει από τα αμαρτήματα μας, καθιστώντας μας με αυτόν τον τρόπο φιλικούς προς τις ανώτερες φύσεις. Οι θεοί λοιπόν συσχετίζονται μόνο με αγαθούς ανθρώπους που είναι εξαγνισμένοι διά της ιερατικής τέχνης, προστατεύοντας τους συγχρόνως από τα πάθη και κάθε είδους δεινών. Τα θεολογούμενα της αριθμητικής είναι έργο με το οποίο θέλησε να ξαναδώσει έμφαση στην αριθμολογία του Πυθαγόρα και σχεδόν θεοποίησε τους αριθμούς καθώς τους θεωρούσε τη ψυχή του κόσμου.
Πίστευε στην ύπαρξη 3 κόσμων: του ορατού (ή αισθητού) που είναι ο κατώτερος, του νοερού που θεωρείται ο ενδιάμεσος κόσμος και του νοητού ο οποίος είναι ο ανώτερος. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν τον διαχωρισμό υπάρχουν ξεχωριστοί τύποι θυσιών που αφορούν τα διάφορα είδη που ζουν στον κάθε κόσμο. Όπως είναι φυσικό αναφέρει την ύπαρξη πολλών ενδιάμεσων όντων μεταξύ του Ενός και του κόσμου. Υπάρχουν ουράνιοι, υπερουράνιοι, φυσικοί, αέριοι, υδάτινοι θεοί, δαίμονες, ήρωες και άχραντες- αμόλυντες ψυχές. Όλα τα πράγματα είναι γεμάτα από αυτούς και όπως ακριβώς οι ακτίνες του ηλίου αγγίζουν τα πάντα εξωτερικά , με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κι οι θεοί φωτίζουν οτιδήποτε μετέχει σε αυτούς με κάποιο τρόπο. Έτσι κάποια μέρη , αγάλματα κλπ θεωρούνται ιερά. Έχει λεχθεί ότι ο Ιάμβλιχος έχει συγγράψει ένα έργο το Περί αγαλμάτων, που όμως έχει χαθεί, όπου ανέλυε τη σωστή κατασκευή αγαλμάτων. “Τα αγάλματα που απεικονίζουν θεούς κατασκευάζονται από μυημένους καλλιτέχνες και με την εποπτεία ιερέων της αντίστοιχης θεότητας. Αποτυπώνουν τη μυστηριακή γλώσσα του σώματος η οποία μετέδιδε πληροφορίες κατευθείαν στο υποσυνείδητο εκείνου που έβλεπε το άγαλμα και προκαλούσε στην ψυχή αγαλλίαση“. Με αυτό λοιπόν τον τρόπο στο άγαλμα εμπεριέχεται η νοητή φύση του θεού.
Όλοι οι θεοί είναι αγαθοί κι εξ ου κι είναι υπαίτιοι αγαθών. Η απελευθέρωση των ψυχών επομένως επιτυγχάνεται μέσω των υπερουράνιων θεών σε άμεση σχέση με την ενάρετη ζωή που οφείλουμε να βιώνουμε. Από το Εν κι Αγαθό (το οποίο είναι ακίνητο, πρωταρχικό κι αυτοπάτορας) ο Ιάμβλιχος θεωρεί ότι προέρχεται κι ο Νους. Μέσω αυτού ο άνθρωπος συνδέεται αρχικά με τις θείες οντότητες. Ο νους, ο όποιος προέρχεται από την Μονάδα ,στρέφεται συνεχώς προς αυτήν και συνυπάρχει πάντοτε με τους θεούς. Αυτός λοιπόν είναι που γνωρίζει την αντιστοιχία των συμβόλων τα οποία χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε ώστε να τους επικαλεσθούμε. Οι θεοί επίσης χρησιμοποιούν τους δαίμονες για να μας αποκαλύψουν την βούλησή τους μέσα από φυσικά σημάδια. Στο κάθε έθνος, όπως και στο κάθε ιερό κληρώνεται ένας θεός προστάτης. Δεν θα μπορούσε να είναι βέβαια διαφορετικά και για τον άνθρωπο, όπου η κάθε ενσαρκωμένη ψυχή έχει τον δικό της προστάτη δαίμονα. Αν καταφέρουμε μέσω της ιερουργίας να μας παρουσιαστεί ο οικείος μας δαίμονας, τότε αυτός, μεταξύ άλλων, θα μας αποκαλύψει το όνομα του, την λατρεία του , καθώς και τον σωστό τρόπο ώστε να τον επικαλούμαστε κάθε φορά που το επιθυμούμε. Ο δαίμονας που μας προστατεύει (αλλά και μας ελέγχει) μπορεί να υποχωρήσει ή να μπει στην υπηρεσία ενός θεού, ο οποίος μέσω της θεουργίας γίνεται ο επόπτης μας. Δυστυχώς όμως η πλειοψηφία των ανθρώπων παραμένει υποταγμένη στις πέντε αισθήσεις, εξ ου κι υποταγμένη στο πεπρωμένο που της επιφυλάσσει η Ειμαρμένη. Αλλά κάποιοι καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα δεσμά της Μοίρας χρησιμοποιώντας τη βοήθεια των θεών ή των δαιμόνων. Πάντως οι θεουργοί δεν ενοχλούν τις θείες οντότητες για ασήμαντα πράγματα ή για την προσωπική τους περιέργεια-διασκέδαση, αλλά για τη κάθαρση της ψυχής και τη λύτρωση.
Το πόσον οι θεοί ενδιαφέρονται για μάς φαίνεται έντονα στα μαντεία, όπως παραδείγματος χάριν στα Ασκληπιεία. Η θεία πρόγνωση είναι αγαθοειδής. Η ανθρώπινη ψυχή έχει διπλή ζωή: μία μαζί με το σώμα και μία ξεχωριστή από αυτό. Όταν λοιπόν κοιμόμαστε είμαστε εντελώς ελεύθεροι και τότε ακριβώς είναι που η ψυχή μπορεί να κάνει πρόγνωση για το μέλλον μέσω της μαντικής τέχνης που είναι δώρο των θεών.
Ο Ιάμβλιχος εφάρμοσε τον συγκρητισμό και προώθησε έντονα την θεουργία και τον Πλατωνικό μυστικισμό σε συνδυασμό με πολλά πυθαγόρεια δόγματα. Συνδυάζει κλασσική φιλοσοφία, με τις ανατολικές θρησκείες και την μαγική τελετουργία, έχοντας ως βασικό του στόχο να δημιουργήσει ένα θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα το οποίο να είναι ικανό να πολεμήσει τον χριστιανισμό που είχε μία ανερχόμενη πορεία. Αλλά πάνω από όλα, όπως προείπαμε, μέσα από την θεουργία πίστευε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια άμεση επικοινωνία ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, ώστε με την βοήθεια των θεών να λυτρωθούμε από την Ειμαρμένη-Μοίρα.
Μόνον όταν οι θεοί μας αποκαλύπτονται στις τελετουργίες θα μπορέσουμε να τους κατανοήσουμε. Διαφορετικά θα παραμείνουμε εξαρτημένοι της ύλης. Βέβαια δεν καταδικάζει την ύλη ως κάτι κακό. Αντίθετα θεωρεί πως έχουμε ενσαρκωθεί για να εκπληρώσουμε καθοριστικό ρόλο. Απλά πιστεύει πως αυτός μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με τη λατρεία των θεών και μέσα από τα μυστήρια. Η γνώση των θεών συνοδεύεται με στροφή προς τον εαυτό και την αυτογνωσία. Η συνεχή μάλιστα προσευχή μεγαλώνει την ικανότητα της ψυχής μας να υποδέχεται τους θεούς, αυξάνοντας τον θείο έρωτα και καθιστώντας μας συνομιλητές των θεών! Αφού, όπως έχουμε πει η απελευθέρωση των ψυχών επιτυγχάνεται μέσω των υπερουράνιων θεών και την ενάρετη ζωή, οφείλουμε να συνδυάζουμε την προσευχή με την θυσία ώστε να επιτύχουμε την τέλεια ιερατική λειτουργία. Εξ ου κι αυτός που γνωρίζει την αντιστοιχία των συμβόλων μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ώστε να τους επικαλεσθεί μέσω της εξομοίωσης.
Κάποια λοιπόν σύμβολα αντιστοιχούν μεταξύ τους λόγω της ομοιότητας τους. Μπορούμε δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε λίθους, ζώα (ή ακόμα και μέρη ζώων πχ. τη καρδιά ενός κόκορα), αρώματα, χρώματα, βότανα, ονόματα, αστρολογικές χρονικές στιγμές ώστε να καταφέρουμε να εξυψωθούμε και να γίνουν άξιοι της προσοχής των θεών. Κάποια από αυτά τα σύμβολα επίσης μπορεί να είναι οπτικά, όπως πχ μία εικόνα ή και ηχητικά όπως είναι οι ύμνοι κι οι επωδές. Χρησιμοποιούσαν ακόμα και τους αριθμούς. Για παράδειγμα μία τέτοια αντιστοιχία μπορούμε να δούμε με τον αριθμό 60, τον οποίο παίρνουμε από τον κροκόδειλο (που κάνει πάνω κάτω 60 αυγά, τα οποία επωάζονται για περίπου 60 ημέρες), ο οποίος σχετιζόταν με τον ήλιο. Κάτι επίσης άκρως ενδιαφέρων στο οποίο πίστευε ο Ιάμβλιχος ήταν ότι οι θεοί τοποθετούν κάποια σύμβολα ακόμα και σε κάθε ενσαρκωμένη ψυχή, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι το αγνοούν. Κι αυτά ακριβώς τα σύμβολα είναι που θα χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους οι θεουργοί ώστε να ξαναενωθούν με τη Μονάδα. Είναι εξίσου βασικό οι αρχαίες προσευχές, τα ιερά άσυλα και κυρίως τα ονόματα επίκλησης των θεών να διατηρούνται αναλλοίωτα γιατί διαφορετικά χάνουν την αποτελεσματικότητα τους. Καταδίκαζε λοιπόν τη συνεχή τάση των Ελλήνων για νεωτερισμούς και καινοτομίες.
Υπάρχουν 2 μορφών θυσιών: η μία που απευθύνεται σε ανθρώπους που είναι εντελώς εξαγνισμένοι (πράγμα υπερβολικά σπάνιο) και η άλλη απευθύνεται στις ψυχές η οποίες είναι ακόμα παγιδευμένες από το σώμα. Είναι λοιπόν εντελώς άπρεπο η θυσία να υπερβαίνει τις ικανότητες του ιερέα. Συγχρόνως οι θυσίες πρέπει να είναι αντίστοιχες με τους τόπους διαμονής των θεών. Πρέπει να τιμάς τον κάθε θεό σύμφωνα με την θέση που κατέχει απονέμοντας τα όμοια στα όμοια ώστε να μην προσφέρουμε ανάξιο δώρο. Οι βασικοί λοιπόν τύποι θυσιών είναι: 1) Οι υπερκόσμιοι κι ασώματοι θεοί αποζητούν μόνο νοητικές θυσίες. 2) Οι ενδιάμεσοι θεοί (χάρις στους οποίους ενώνονται τα εγκόσμια με τα υπερκόσμια) ζητούν τόσο υλικές θυσίες όσο και ασώματες. 3) Ενώ οι εγκόσμιοι υλικοί θεοί επιθυμούν τις υλικές θυσίες.Ο δημιουργός του σύμπαντος έκανε κάποιες οντότητες να είναι ανεξάρτητες και αυτάρκεις, ενώ κάποιες άλλες είναι υποχρεωμένες να ψάξουν για την τροφή τους. Έτσι μπορούμε να δούμε πχ. τους δαίμονες να εξαρτώνται από τους ανθρώπους για τη τροφή τους μέσω των θυσιών, ώστε αν αμελήσουμε να τους τις προσφέρουμε γίνονται αίτιοι κακών και ταραξιών.
Ο Ιάμβλιχος λοιπόν υπήρξεν από τους πιο σημαντικούς νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, που έδωσε ιδιαίτερην έμφαση στη θεουργία ως μέσο λύτρωσης του ανθρώπου. Όσοι ακολούθησαν τις διδαχές του τον αποκαλούσαν θείο (δηλαδή θεϊκό) και του απέδιδαν θαύματα. Υπήρξε διδάσκαλος πολλών μετέπειτα σημαντικών φιλοσόφων κι ανδρών, που μεταξύ τους ήταν ο Σώπατρος, ο Αιδέσιος, ο Θεόδωρος κι ο Μάξιμος ο Εφέσιος, που αργότερα μύησε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, τον αποκαλούμενο από τους χριστιανούς ως παραβάτη γιατί επέτρεψε την ανεξιθρησκία και προσπάθησε να διασώσει την αρχαιοελληνική θρησκεία και φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του Ιάμβλιχου χαίρει τιμής και γενικής αποδοχής ακόμα και μέχρι τις μέρες μας από πολλούς ακαδημαϊκούς.=======================
Σε πηγές των τελευταίων χρόνων της αρχαιότητος αποδίδονται στον Πυθαγόρα ακουστικές παρατηρήσεις κι ακουστικά πειράματα, όπως π.χ. είναι το πείραμα με τα σφυριά των σιδεράδων και τις χορδές (πρόδρομος της σημερινής χρήσης του διαπασών στη μουσική), που αναφέρει ο Ιάμβλιχος στο έργο του Πυθαγορικός Bίος. Όσον αφορά στο πείραμα των χορδών, ο Ιάμβλιχος συγκεκριμένα αναφέρει:
Ἐν φροντίδι ποτὲ καὶ διαλογισμῷ συντεταμένῳ ὑπάρχων, εἰ ἄρα δύναιτο τῇ ἀκοῇ βοήθειάν τινα ὀργανικὴν ἐπινοῆσαι, παγίαν καὶ ἀπαραλόγιστον, οἵαν ἡ μὲν ὄψις διὰ τοῦ διαβήτου καὶ διὰ τοῦ κανόνος ἢ νὴ Δία διὰ διόπτρας ἔσχεν, ἡ δ’ ἁφὴ διὰ τοῦ ζυγοῦ ἢ διὰ τῆς τῶν μέτρων ἐπινοίας, παρά τι χαλκοτυπεῖον περιπατῶν ἔκ τινος δαιμονίου συντυχίας ἐπήκουσε ῥαιστήρων4 σίδηρον ἐπ’ ἄκμονι ῥαιόντων καὶ τοὺς ἤχους παραμὶξ πρὸς ἀλλήλους ‘συμφωνοτάτους’ ἀποδιδόντων, πλὴν μιᾶς συζυγίας. ἐπεγίνωσκε δ’ ἐν αὐτοῖς τήν τε διὰ πασῶν τήν τε διὰ πέντε καὶ τὴν διὰ τεσσάρων συνῳδίαν, τὴν δὲ μεταξύτητα τῆς τε διὰ τεσσάρων καὶ τῆς διὰ πέντε ἀσύμφωνον μὲν ἑώρα αὐτὴν καθ’ ἑαυτήν, συμπληρωτικὴν δὲ ἄλλως τῆς ἐν αὐτοῖς μειζονότητος. ἄσμενος δὴ ὡς κατὰ θεὸν ἀνυομένης αὐτῷ τῆς προθέσεως εἰσέδραμεν εἰς τὸ χαλκεῖον, καὶ ποικίλαις πείραις παρὰ τῶν ἐν τοῖς ῥαιστῆρσιν ὄγκων εὑρὼν τὴν διαφορὰν τοῦ ἤχου, ἀλλ’ οὐ παρὰ τὴν τῶν ῥαιόντων βίαν5 οὐδὲ παρὰ τὰ σχήματα τῶν σφυρῶν οὐδὲ παρὰ τὴν τοῦ ἐλαυνομένου σιδήρου μετάθεσιν, σηκώματα ἀκριβῶς ἐκλαβὼν καὶ ῥοπὰς ἰσαιτάτας τῶν ῥαιστήρων πρὸς ἑαυτὸν ἀπηλλάγη, καὶ ἀπό τινος ἑνὸς πασσάλου διὰ γωνίας ἐμπεπηγότος τοῖς τοίχοις, ἵνα μὴ κἀκ τούτου διαφορά τις ὑποφαίνηται ἢ ὅλως ὑπονοῆται πασσάλων ἰδιαζόντων παραλλαγή, ἀπαρτίσας τέσσαρας χορδὰς ὁμοΰλους καὶ ἰσοκώλους, ἰσοπαχεῖς τε καὶ ἰσοστρόφους, ἑκάστην ἀφ’ ἑκάστης ἐξήρτησεν, ὁλκὴν προσδήσας ἐκ τοῦ κάτωθεν μέρους, τὰ δὲ μήκη τῶν χορδῶν μηχανησάμενος ἐκ παντὸς ἰσαίτατα. εἶτα κρούων ἀνὰ δύο ἅμα χορδὰς ἐπαλλὰξ συμφωνίας εὕρισκε τὰς προλεχθείσας, ἄλλην ἐν ἄλλῃ συζυγίᾳ. τὴν μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ μεγίστου ἐξαρτήματος τεινομένην πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ μικροτάτου διὰ πασῶν φθεγγομένην κατελάμβανεν· ἦν δὲ ἣ μὲν δώδεκα τινῶν ὁλκῶν, ἣ δὲ ἕξ. ἐν διπλασίῳ δὴ λόγῳ ἀπέφαινε τὴν διὰ πασῶν, ὅπερ καὶ αὐτὰ τὰ βάρη ὑπέφαινε. τὴν δ’ αὖ μεγίστην πρὸς τὴν παρὰ τὴν μικροτάτην, οὖσαν ὀκτὼ ὁλκῶν, διὰ πέντε συμφωνοῦσαν, ἔνθεν ταύτην ἀπέφαινεν ἐν ἡμιολίῳ λόγῳ, ἐν ᾧπερ καὶ αἱ ὁλκαὶ ὑπῆρχον πρὸς ἀλλήλας· πρὸς δὲ τὴν μεθ’ ἑαυτὴν μὲν τῷ βάρει, τῶν δὲ λοιπῶν μείζονα, ἐννέα σταθμῶν ὑπάρχουσαν, τὴν διὰ τεσσάρων, ἀναλόγως τοῖς βρίθεσι. καὶ ταύτην δὴ ἐπίτριτον ἄντικρυς κατελαμβάνετο, ἡμιολίαν τὴν αὐτὴν φύσει ὑπάρχουσαν τῆς μικροτάτης (τὰ γὰρ ἐννέα πρὸς τὰ έξ οὕτως ἔχει)· ὅνπερ τρόπον ἡ παρὰ τὴν μικρὰν ἡ ὀκτὼ πρὸς μὲν τὴν τὰ έξ ἔχουσαν ἐν ἐπιτρίτῳ λόγῳ ἦν, πρὸς δὲ τὴν τὰ δώδεκα ἐν ἡμιολίῳ. τὸ ἄρα μεταξὺ τῆς διὰ πέντε καὶ τῆς διὰ τεσσάρων, ᾧ ὑπερέχει ἡ διὰ πέντε τῆς διὰ τεσσάρων, ἐβεβαιοῦτο ἐν ἐπογδόῳ λόγῳ ὑπάρχειν, ἐν ᾧπερ τὰ ἐννέα πρὸς τὰ ὀκτώ, ἑκατέρως τε ἡ διὰ πασῶν σύστημα ἠλέγχετο, ἤτοι τῆς διὰ πέντε καὶ διὰ τεσσάρων ἐν συναφῇ, ὡς ὁ διπλάσιος λόγος ἡμιολίου τε καὶ ἐπιτρίτου, οἷον δώδεκα, ὀκτώ, ἕξ, ἢ ἀναστρόφως τῆς διὰ τεσσάρων καὶ τῆς διὰ πέντε, ὡς τὸ διπλάσιον ἐπιτρίτου τε καὶ ἡμιολίου, οἷον δώδεκα, ἐννέα, ἕξ, ἐν τάξει τοιαύτῃ διὰ πασῶν.