Ιαπωνική Κλασσική Ποίηση: Ματσούο Μπάσοου

Εισαγωγή

      Τη περηφάνεια που νιώθουμε στην Ελλάδα για τους μεγάλους ποιητές μας: Όμηρο, ΑισχύλοΣοφοκλήΑριστοφάνηΡωμανό Μελωδό, ΚορνάροΣολωμόΚάλβο, Καβάφη, ΣεφέρηΕλύτη κ.ά., μπορούμε να τη συναντήσουμε και σ’ άλλους λαούς, που νιώθουνε το ίδιο περήφανοι για τουc δικούς τους μεγάλους ποιητές. Αγνοούμε κυριολεκτικά, τη συμβολή των άλλων λαών στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ένα παράδειγμα, είναι και το σημερινό θέμα του άρθρου. Πόσα πράγματα π.χ., γνωρίζουμε για την ιαπωνική ποίηση και τους ποιητές της, όταν σήμερα η ελληνική κι η παγκόσμια αγορά κατακλύζονται από τα παντός είδους προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας της Ιαπωνίας; Και πρόκειται για ποίηση υψηλής ευαισθησίας, από τις σημαντικώτερες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που ιχνογραφεί περίλαμπρα τη ψυχοσύνθεση του Ιάπωνα, του ανθρώπου που με την εργασία του έκανε τη χώρα του παγκόσμια οικονομική δύναμη.
      Το παρόν άρθρο λοιπόν έρχεται να ρίξει λιγάκι φως, στο άγνωστο σε πολύ κόσμο -και σε μένα τον ίδιο- κομμάτι της παγκόσμιας ποίησης, έπειτα να παρουσιάσει έναν από τους κορυφαίους της και μερικά δείγματα από άλλες κι άλλους ποιητές της, ενώ παράλληλα θα δείχνει στη πορεία τούτη και στοιχεία από τον πολιτισμό της Ιαπωνίας. Πάμε λοιπόν παρακάτω κι ελπίζω να το απολαύσετε κι εσείς, όσο κι εγώ όταν το έστηνα. (Σημ: οι λέξεις χάικου και Μπάσοου έτσι είναι ορθό να γράφονται γιατί έτσι τις βρήκα σωστά γραμμένες, οπότε μην επιχειρήσετε να τις προτείνετε για διόρθωση εκτός αν έχετε ατράνταχτα επιβεβαιωμένα στοιχεία). Π.Χ.

Έλα κοντά μου
μαζί με μένα παίξε
σπούργε ορφανέ.

                            Kobayashi Issa 小林一茶 1763-1827)

                                      Ιαπωνική Ποίηση Ανά Τους Αιώνες

      Μέσω της ποίησής του, ο Ιάπωνας ποιητής επώνυμος ή ανώνυμος, στήνει τις δικές του γέφυρες με τις παμφάγες αισθήσεις του σε μας, καθώς εικονογραφεί μ’ απλά και καθαρά χρώματα το γενέθλιο χώρο του, το ιαπωνικό τοπίο του καθαρού μυστηρίου και των 4 εποχών του έτους που μεταποίησε τον εσωτερικό του κόσμο, διεύρυνε τις ακτίνες των αισθήσεών του, τονε βοήθησε ν’ ανοίξει την βεντάλια των ονείρων του, ν’ αυξήσει το εύρος των προσωπικών του αναζητήσεων, να ιχνογραφήσει με λιτό κι επιγραμματικό τρόπο τα ίχνη της πανάρχαιας παράδοσής του, να ιχνηλατήσει το μύθο και το βάθος των σιωπών του, με δυο λόγια, να μας μεταφέρει τους δικούς του αναβαθμούς ζωής κι εσωτερικού βλέμματος. Για τούτη λοιπόν τη ποίηση θ’ ασχοληθούμε σε τούτο το άρθρο και θα ξεκινήσουμε με τα βασικά: Τις ποιητικές περιόδους της ιαπωνικής ποίησης και θ’ ακολουθήσουνε τα είδη της, πριν εισχωρήσουμε βαθύτερα.
      Κατά τους Ιάπωνες μελετητές, η ιστορία της ιαπωνικής ποίησης χωρίζεται σε 8 περιόδους, που η καθεμιά τους οφείλει τ’ όνομά της στην εκάστοτε πρωτεύουσα της χώρας. Έτσι λοιπόν έχουμε:

   1η Περίοδος:  Αρχαϊκή                         (660 π.Χ. – 710 μ.Χ.)

   2η Περίοδος:  Νάρα                           (710 – 794 μ. Χ.)

   3η Περίοδος:  Χεϊάν                          (794 – 1185)

   4η Περίοδος:  Καμακούρα                    (1185 – 1332)

   5η Περίοδος:  Ναμ-μπόκου τσο             (1332 – 1392)

   6η Περίοδος:  Μουρομάτσι                   (1392 – 1603)

   7η Περίοδος:  Έντο ή Τοκουγκάγουα   (1603 – 1868) 

   8η Περίοδος:  Τόκυο                             (1868 – σήμερα)



      Ιδιαίτερην άνθιση σ’ όλεc τις περιόδους παρουσιάζει η λυρική ποίηση. Αυτό οφείλεται πιθανά στο γεγονός ότι η λυρική ποίηση είναι κυρίως αυθόρμητη και φυσικη έκφραση των ανθρώπων που θέλουν να εκδηλώσουν με ειλικρίνεια τα ερωτικά τους αισθήματα αλλά και και τα αγνά συναισθήματά τους προς τη φύση και τα γύρω τους τοπία. Τα χιονοσκεπή ψηλά βουνά το χειμώνα, οι ανθισμένες αγριοκεpασιές την άνοιξη, ο ερωτικός πόθος κι ο νόστος στη πατρώα γη, αvήκουνε στα πιο δημοφιλή θέματα των ποιητιών, που σχεδόν στο σύνολό τους διαπνέονται από βαθύ ρομαντισμό. Πριν αρχίσουμε να μπαίνουμε στα ενδότερα, -το παρόν άρθρο θα καταπιαστεί με όλες τις περιόδους πλην της τελευταίας- καλόν είναι να αναφέρω μερικούς σπουδαίους κατά καιρούς ποιητές και ποιήτριες ανά τους αιώνες, έτσι επιγραμματικά, ανά περίοδο:

1η Σουσανογουό νο Μικότο, Τζιμού, Νιντόκου / κα Ιγούα νο* Χίμε

2η Κακινομότο νο Χιτομάρο, Γιαμάμπε νο Ακαχίτο, Γιαμανόουε νο Οκούρα / κες Οτόμο Σακανόουε, Κάσα

3η Αριγουάρα νο Ναριχίρα, Χέντζο, Μπούνια νο Γιασουχίντε, Οτόμο νο Κουρονούτσι, Κισέν, Σουγκαγουάρα νο Μιτσιζανέ, Σουνζέι, Κι νο Τομονόρι, Μιμπού νο Τανταμίνε, Κι νο Τσουραγιούκι / κα Όνο νο Κομάτσι

4η Φουτζιγουάρα νο Τέικα (ή Σαντάγιε), Φουτζιγουάρα νο Αρίγιε, Φουτζιγουάρα νο Ιετάκα (ή Καργιού), Τζακουρέν / κες: ΣοκουσίΚουναϊκιό (κόρη του ποιητή Σουνζέι), Εϊφουκού, Μονίν, Τζουσαμί, Ταμέκο

 Γκο-Νταϊγκό, Χαναζόνο

 Γκο-Χαναζόνο, Ασικάγκα Γιοσινάρι

7η Ματσούο ΜπάσοουΚαράγι Σερνγιού

8η Ισικάγουα Τακουμπόκου, Μασαόκα Σικί / κα Γιοσάνο Ακίκο

 * Η παρουσία του –νο– δηλοί τη γενική δηλαδή εν προκειμένω η Ιγούα –του– Χίμε, που προφανώς είναι ή σύζυγος ή πατέρας ή φατρία.

Σκυλίσιο κορμί
πετάχτηκε χειμώνα
μες στο ποτάμι.

                            Masaoka Shiki 正岡 子規 1867-1902)

      Μέσα στις λίστες αυτές κι έξω απ’ αυτές μπορεί κανείς να δει διαφόρων κοινωνικών θέσεων και καταστάσεων ανθρώπους και να τονιστεί επίσης πως σημαντικότατο ρόλο παίξανε κι οι κυρίες, -αυτοκράτειρες, πριγκήπισσες, κόρες ποιητών κλπ, γενικά κατέχουνε σημαντικό μέρος της ιστορίας της ιαπωνικής ποίησης. Κατά τον ανθολόγο Κι νο Τσουpαγιούκι, “ιδιοφυΐες της ιαπωνικής ποίησης τάνκα” θεωρούνται οι: Αριγουάρα νο Ναριχίρα, επίσκοπος Χέντζο, κυρία Όνο νο ΚομάτσιΜπούνια νο ΓιασουχίντεΟτόμο νο Κουpονούσι και Κισέν. Επίσης, “ιδιοφυΐες της ποίησης χάικου” θεωρούνται οι: ΣοκάνΜοpιτάκε, ΤεϊτόκουΤεϊσίτσουΣοΐνΜπάσοου, που πράγματι δώσαν υπόσταση κι αυτονομία στο 3στιχο αυτό τεχνούργημα, ανεβάζοντάς το μάλιστα σε υψηλή ποίηση που τελεί υπό αυστηρή πειθαρχία. Εδώ θα πρέπει να αναφερθούνε τα είδη της ποίησης που επικράτησαν -κι επικρατούν ακόμα και σήμερα, στην Ιαπωνία.

   Α’: Χάικου: ( 俳句‎ = αστείος στίχος) Είναι μια ιαπωνική ποιητική φόρμα. Παραδοσιακά αποτελείται από 3 στίχους 5, 7, 5 συλλαβών, που τοποθετούνται είτε σε 3άδα για έμφαση ή σε έναν ολόκληρο, χωρισμένο με κενά. Είναι με συνολικά 17 συλλαβές η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο. Περιγράφει μια εικόνα της φύσης και δίνει στοιχεία για την εποχή του χρόνου μέσα από εποχιακές λέξεις (Κίγκο). Στο χάικου γίνεται προσπάθεια να συλληφθεί η στιγμή και να διατηρηθεί στην αιωνιότητα. Καθώς οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψουνε την ολότητα μιας στιγμιαίας εμπειρίας, ο ποιητής περιγράφει αχνά την ιδέα κι αφήνει τον αναγνώστη να συμπληρώσει.
      Η καταμέτρηση των συλλαβών είναι ένα άλλο ζήτημα. Η ιαπωνική ποίηση δεν καταμετρά συλλαβές αλλά φωνητικά σύμβολα (Χυόουον μότζι 表音文字 ), τα οποία διαφέρουν ελαφρώς, καθώς μια συλλαβή μπορεί να αποτελείται από 2 φωνητικά σύμβολα. Για παράδειγμα, Νίππον βα είναι η 1η γραμμή ενός χάικου κι αποτελείται από 5 φωνητικά σύμβολα, ενώ στην ελληνική μεταγραφή μετράμε 3 συλλαβές. Τα ιαπωνικά χάικου γράφονται συνήθως με χιραγκάνα, δηλαδή σε μια καθαρή φωνογραφία χωρίς τη χρήση ειδικών συμβόλων για λέξεις και σε μια γραμμή. Η γραφή χιραγκάνα είναι η μία από τις 2 ιαπωνικές συλλαβικές γραφές κάνα, η άλλη είναι η κάντζι. Π.χ. 

ひるからは  Α ちとかげもあリ Β  くものみね

hi ru ka ra ha Α chi to ka ge mo a ri Β ku mo no mi ne

Το μεσημέρι
 Α μεγαλώσαν οι σκιές Β νέφη στο θόλο

      Ωστόσο, επειδή όπως παρατηρούμε, δεν υπάρχουνε κενά μεταξύ των συμβόλων, μπορεί να προσδοθεί και μια διαφορετική ανάγνωση, μ’ εντελώς διαφορετικήν ερμηνεία κι αυτή η διττότητα προσδίδει μιαν ιδιαίτερη γοητεία στα μικρά αυτά 3στιχα, -που φυσικά και δεν απαντάται στις ευρωπαϊκές γλώσσες και δυσκολέύει τρομερά τη τελική πετυχημένη απόδοσή τους. Τέλος ένα χαρακτηριστικό των χάικου που επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψιν, είναι τα κιρέτζι. Τα κιρέτζι είναι ειδικές λέξεις που δίνουνε δομή και στήριξη στο στίχο. Στο τέλος του στίχου δίνουν μιαν αίσθηση ολοκλήρωσης, ενώ στο μέσο του, δρουν σα σημείο σύντομης παύσης της ροής της σκέψης, δίνοντας την αίσθηση 2 ανεξάρτητων σκέψεων. Σε άλλες γλώσσες τα κιρέτζι αντικαθίστανται με σημεία στίξης. Υπάρχουν ωστόσο ποιητές χάικου που ακολουθάνε πιο ελεύθερη φόρμα. Ο ιδρυτής του σύγχρονου χάϊκου ως αυτόνομη μορφή ποίησης ήταν ο Μασαόκα Σικί, που επίσης διαμόρφωσε τον όρο χάικου από τους παλιότερους χάικαϊ ή χόκκου.


 Ζωγραφιά μανιταριών και χάικου του Ρανγκιού (1798-1876):
   Μετά τη φωτιά / ένα κόκκινο φύλλο / γίνηκ’ η θράκα 

      Ένα χάικου σε παραδοσιακή φόρμα αποτελείται από έναν στίχο με 3 ομάδες λέξεων με 5, 7 και 5 ιαπωνικά φωνητικά σύμβολα. Ωστόσο, ακόμη και κλασσικοί ποιητές όπως ο Ματσούο Μπάσοου κι ο Κομπαγιάσι Ίσσα, αρκέτα συχνά παραβίαζαν αυτό τον κανόνα και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δόγμα. Από το 13ο αι. εμφανίζονται τα 1α τεκμηριωμένα χόκκου ως ξεχωριστή λυρική μορφή. Το χόκκου εξελίχθηκε ως περιπαικτικό κι αστείο ποίημα, αγαπητό στους αυλικούς και τους σαμουράι. Από το 15ο αι. εδραιώνεται το χόκκου δίπλα στο τάνκα ως αυτοτελής στιχουργική μορφή και το ζήτημα συνέχισε να είναι το παιχνίδι με τις λέξεις και τις εικόνες.
      Αυτό που σήμερα ονομάζεται κλασσικό χάικου δημιουργήθηκε το 16ο αι., στην αρχή της περιόδου Έντο. Οι ιδιαιτερότητες της περιόδου αυτής δημιουργήσανε την αίσθηση ενός κλειστού, αμετάβλητου κόσμου, καθώς η κοινωνία καθοριζόταν από ένα φεουδαρχικό ταξικό σύστημα κι η Ιαπωνία έκοψε σχεδόν ολοκληρωτικά την επαφή με τον έξω κόσμο. Αυτό το ακριβώς ορισμένο σύστημα αξιών και συμβόλων έδωσε σε ποιητές κι ακροατές ένα κοινό και σαφώς οριοθετημένο πλαίσιο κατανόησης. Οι μεταβολές συνέβαιναν μόνο σε λεπτομέρειες κι έτσι το χάικου διαμορφώθηκε από την αναζήτηση της ακόμη πιο ακριβούς, πιο πετυχημένης έκφρασης κι όχι την τάση αμφισβήτησης της παράδοσης ή της δημιουργίας νέων φορμών. Έτσι φόρμα και περιεχόμενο παραμείνανε για αιώνες σταθερά. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Μπάσοου, ήθελε να μεταδώσει την αίσθηση “του αμετάβλητου μες στη κίνηση“. Εμφανιστήκανε κι άλλα είδη και παραλλαγές, αλλά το πιο σοβαρό χάικου διαδόθηκε καθώς ήταν απλό κι εκφραστικό και μπορούσε να γραφεί από ανώτερα και κατώτερα μέλη της κοινωνίας. Η εξέλιξη του χάικου επηρεάστηκε επίσης από τη σκέψη του ταοϊσμού και του βουδισμού Ζεν.


                    Ζωγραφιά & χάικου του Ματσούο Μπάσοου:
            Ήσυχα, απλά, / βουνά κίτρινα ρόδα / κυλάνε ταχιά

      Πότε εμφανίστηκεν ο όρος χάικου δεν είναι πλήρως εξακριβωμένο. Πιθανόν να προέρχεται από το χάι του χάικαϊ νο ρένγκα και το κου από το χόκκου. Γνώρισε γενικώτερη διάδοση από τον ανανεωτή της ποίησης χάικου, Μασαόκα Σικί (1867-1902). Μετά τον Σικί διαμορφωθηκανε 2 ρεύματα. Οι 2 σημαντικότεροι μαθητές του, ο Τακαχάμα Κυόσι (1874-1959) κι ο Καβαχιγκάσι Χεκιγκότο (1873-1937) δώσανε στο χάικου διαφοροποιημένες ωθήσεις που διαρκούν ως σήμερα. Ο Χεκιγκότο συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του Σικί και πειραματίστηκε με τη φόρμα. Ο Κυόσι διαμόρφωσε το αντίθετο ρεύμα, του παραδοσιακού χάικου. Η σημαντική επίδραση του Κυόσι φαίνεται μέχρι σήμερα στο εύρος της διάδοσης του τύπου αυτού στην Ιαπωνία. Από τη σχολή του βγήκανε πολλοί καταξιωμένοι ποιητές, όπως ο Μιζουχάρα Σουόσι (1892-1981). Από το ρεύμα του Χεκιγκοτο αναπτύχθηκε η ελεύθερη φόρμα του χάικου. Σημαντικοί ποιητές προήλθαν απ’ αυτή τη γραμμή όπως ο Ιπεκίρο Νακατσούκα (1897-1946), ο Ογκιβάρα Σεϊσένσουι (1884-1976), ο Οζάκι Χόσαϊ (1885-1926) κι ιδιαίτερα ο Τανέντα Σαντόκα (1882-1940), που ανήκει στους πιο πολυδιαβασμένους ποιητές της Ιαπωνίας,
      Την αταραξία διδάσκει ο Βουδισμός· αυτήν αποζητά ο βουδιστής ασκητής, αυτήν κι ο ώριμος τεχνίτης του χάικου και προς την ίδια πάνω-κάτω κατεύθυνση: ένδον. Το ηθικό αυτό αίτημα είναι εξαρχής συνυφασμένο με τη τέχνη, τη τεχνική και την εικονοποιία ακόμη του χάικου· η συνείδηση της ματαιότητας προβάλλεται εδώ ως προϋπόθεση της ατομικής αρετής κι η μικροσκοπική παρατήρηση της αιώνιας φύσης ιχνογραφεί πιο εφήμερα τον παρατηρητή: ”Έτσι θ’ ανθίσουν κι οι κερασιές στην άλλη όχθη της ζωής‘.’ Δεν χρειάζεται να πιστεύει κανείς στη μετά θάνατο ζωή για να νιώσει την ασκητική κι ασκημένη συγκίνηση αυτής της 15σύλλαβης μονοκοντυλιάς. Αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι η βουδιστική καρτερία που εμψυχώνει τη τέχνη του χάικου προϋποθέτει ένα βαθύτατο σεβασμό για τα φαινόμενα της ζωής, για τη φθαρτή κι εφήμερη ύλη του κόσμου τούτου και μια λαχτάρα συγχρόνως, σχεδόν απροσδιόριστη, για ό,τι αναπόφευκτα διαβαίνει. Στη τέχνη του χάικου, τα πράγματα του κόσμου είναι ακόμη πιο επιτακτικά πράγματα του κόσμου κι η φυσική ιχνογραφία προσεταιρίζεται τον παρατηρητή, το λυρικό εγώ της δικής μας ποίησης, σαν ένα ακόμα φυσικό φαινόμενο. Στα χάικου, για να θυμηθούμε το Σολωμό, η μεταφυσική γίνεται φυσική -όχι αντιστρόφως- κι η διάρκεια ερωτοτροπεί με το στιγμιαίο παρόν. Παραδοσιακά, ένα χάικου πρέπει να διαρκεί και να διαβάζεται όσο κρατά μια ανάσα.
      Σήμερα ο Ματσούο Μπάσοου (1644–1694) θεωρείται ο 1ος μεγάλος ποιητής χάικου. Το δικό του με το βάτραχο είναι μάλλον το πιο διάσημο στον κόσμο. Επίσης μεγάλοι ποιητές χαϊκού ήταν ο Γιόσα Μπουσόν (1716-1783) κι ο Κομπαγιάσι Ίσσα (1763–1827). Ο Κομπαγιάσι Ίσσα δεν ακολουθούσε πάντα τη συμβατική φόρμα 5-7-5. Στα έργα του, που εναντιώνονται στην αυξανόμενη εκζήτηση των χάικου, διακρίνεται μια βαθειά αγάπη για τον άνθρωπο και τα ζωντανά πλάσματα, η οποία διανθίζεται συχνά με χιούμορ:

          Βουνίσιο ρέμα
          άλεσε το ρύζι μου
          ενώ κοιμόμουν.

  Β’: Τάνκα: Πρόκειται ουσιαστικά για μια προγονική γραφή του χάικου κι αποτελείται από 2 στροφές στίχων, ένα 3στιχο των 5-7-5 (1 χάικου) κι ένα 2στιχο των 7-7 συλλαβών (ματσούκου). Αρχικά πολλοί ποιητές συνθέτανε τάνκα σε κοινωνικές συνευρέσεις αυτοσχεδιάζοντας από κοινού. Ο 1ος ποιητής δημιουργούσε το χόκκου (την αρχική στροφή του τάνκα, 5-7-5), ο 2ος το ματσούκου (την επόμενη στροφή, 7-7). Αυτή η μορφή της ομαδικής ποίησης ήτανε γνωστή και σαν ουάκα (ποίηση ερωταπόκρισης). Αργότερα, σαν ένα είδος κοινωνικού παιχνιδιού, συνέθεταν ολάκερες αλυσίδες από τάνκα, που οδήγησε στο χακάι-ρένγκα που οι στροφές ενώνονταν μεταξύ τους θεματικά.

  Γ’: Κίγκο: ( 季語 ) Τα χάικου έχουνε συνήθως μιαν εποχιακή λέξη αναφοράς, (κίγκο) που καταδεικνύοντας μιαν εποχή του χρόνου δίνει στον αναγνώστη ένα πλαίσιο αναφοράς της χρονικής στιγμής του ποιήματος. Η εποχή δε χρειάζεται να αναφερθεί ρητά αλλά μπορεί να υπονοηθεί μέσω άλλων λέξεων. Μερικές από τις πιο γνωστές είναι οι ανθισμένες κερασιές, τα αηδόνια κι οι ιτιές για την άνοιξη, μια απογευματινή αύρα, οι λιβελλούλες ή τα κρίνα για το καλοκαίρι, η πανσέληνος, τα κόκκινα φύλλα και τα σκιάχτρα για το φθινόπωρο κι οι πάπιες, ο παγετός και το χαλάζι για το χειμώνα. Στο χάικου του βατράχου π.χ., ο βάτραχος ειναι το κίγκο για την άνοιξη.

  Δ’: Ρένγκα: Είναι ποίημα που αποτελείται από μιαν αλυσίδα τάνκα, μπορεί 2, 3 ή και περισσότερα.

  Ε’: Κυόκα: (τρελλός στίχος) υποείδος του χάικου με κωμικό στίχο και τα ίδια χαρακτηριστικά πλέξης, που εμφανίστηκεν αργότερα σαν μια εξέλιξη ή κλάδωσή του, που σκοπό είχε να σατιρίσει, αλλά πολλάκις εξέφραζε παράλληλα και μια κοινωνική διαμαρτυρία.

ΣΤ’: Γκεντάι: Πρόκειται περί σύγχρονου ιαπωνικού χάικου που ‘χει τις ρίζες του κι αυτό στο αρχικό. Δημιουργήθηκε μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλ. ως φιλελεύθερο κίνημα χάικου, από τις εμπειρίες του ιαπωνικού υπερεθνικισμού. Οι ποιητές της σινκό χάικου ουντό, της νέας κίνησης χάικου, που δεν ακολουθούσανε τις επιταγές του “παραδοσιακού χάικου” κατά τον Τακαχάμα Κυόσι, διώκονταν, συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν και τα περιοδικά τους απαγορεύονταν. Ο ίδιος ο Τακαχάμα Κυόσι θεωρήθηκε μετά τον πόλεμο κύριος υπαίτιος. Ήτανε πρόεδρος του τμήματος χάικου της Πατριωτικής Εταιρείας για την Ιαπωνική Λογοτεχνία (Νιχόν μπουνγκάκου χόκοκου κάι), κρατικού οργανισμού προπαγάνδας με στόχο τον έλεγχο των πολιτισμικών δραστηριοτήτων που υπαγότανε στις μυστικές υπηρεσίες. Στο σημερινό κίνημα χάικου γκεντάι απαντά κανείς διάφορες ποιητικές θέσεις που συνυπάρχουν παρ’ όλες τις αντιθέσεις τους. Κάποιοι ποιητές είναι πιστοί στη φόρμα 5-7-5, άλλοι μόνο στην εποχιακή λέξη, ενώ άλλοι απορρίπτουνε και τα δύο.


ο Ματσούο Μπάσοου υπό Γιοκόι Κινκόκου (~1820)

το χάικου του βατράχου:

      古池や                φούρου ίκε για                   Αρχαία λίμνη  
      蛙飛び込む        κάβαζου τόμπι κομού        ο βάτραχος ταράζει  
      水の音                μίζου νο οτό                       τσαλαβουτώντας.

      Το τάνκα και το χάικου είναι τα 2 κλασσικά είδη της ιαπωνικής ποίησης που έχουν ευρείαν απήχηση, αφού καθιερώνονται ως είδη ποίησηc ακόμα και στις ευρωπαϊκές εθνικές λογοτεχνίες (Γαλλίας, Ελλάδας, Ιταλίαc κ.ά). Ιδιαίτερη προτίμηση δείχνουν οι Ευρωπαίοι προς το χάικου.

                                                Ιαπωνική Ποίηση

      Η ποίηση όπως είδαμε κι άνω στα γενικά, αποτελεί και στην Ιαπωνία την αρχαιότερη λογοτεχνική έκφραση κι είναι ο γνήσιος συνεχιστής της ιαπωνικής λαϊκής/δημοτικής έκφρασης της λεγόμενης ντουντοΐτσου. Ιδιαίτερην άνθηση είχε το είδος εκείνο που κυριάρχησε ο λακωνικός, ο ολιγόστιχος κι ολιγοσύλλαβος λόγος, με τον οποίο η λαϊκή ιαπωνική ψυχή εξωτερικεύει τα αισθήματά της: έρωτα, αγάπη, πόθο, πόνο, θαυμασμό, λύπη, δυσαρέσκεια, χαρά, ευχαρίστηση, σάτιρα, χιούμορ και μεταγενέστερα, κοινωνικοπολιτική διαμαρτυρία. Λυτό το είδος προτίμησης δε δηλοί ευχέρεια ή ευκολία γραφήc ή κάποια ιδιοτροπία κι έλλειψη πνοής, αλλ’ αποκαλύπτει τη βαθειά πίστη και προσήλωση των κατοίκων της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου προς τις πανάρχαιες παραδόσεις τους. Για τους Ιάπωνες η καλλιτεχνία και το κομψοτέχνημα υπογραμμίζονται με τη μικροτεχνία και το μικροτέχνημα.
     H λoγική που πρυτανεύει στους παντός είδους δημιουργούς είναι εκείνη που προσπαθεί ν’ αποδώσει και ν’ απεικονίσει τον υπαρκτό κόσμο σε σμίκρυνση: αιωνόβια κι επιβλητικά δέντρα να αποδο0ούνε σε λιλιπούτειες διαστάσειc κι αναλογίες απέραντοι πανέμορφοι λειμώνες ν’ απεικονιστούν στα χρώματα ενός και μοναδικού λουλουδιού, χωρίς ωστόσο να αφαιρείται κάτι από τη φυσικότητά τους. Γνωρίζουν άριστα στην Ιαπωνία ότι αυτός “ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας” είναι ο ίδιος κόσμος: σταθερός κι αναλλοίωτος στο διάβα των καιρών. Γι’ αυτό, όσο πιο αξιοσημείωτη είναι η συντομία με την οποία μποpεί κάποιος να τον αποδώσει ή να τονε περιγράψει, τόσο πιο πολύ σημαίνει ότι τη γνωρίζει. Υπ’ αυτή την έννοια, η ιαπωνική ποίηση απαρτίζεται στο μέγιστό της ποσοστό από αξιοσημείωτης συντομίας πσιήματα, που μεταξύ τους διαφέροuνε κυρίως ως προς τη μορφή, τη φόρμα τους. Σα μια γενική παρατήρηση, αξίζει να τονίσει κανείς, πως τίποτε δεν αφήνει αδιάφορα έναν ιάπωνα ποιητή, από το πιο μεγάλο ως το απειροελάχιστο κι αυτό το κάνει ένα λιτό κομψοτέχνημα, με άλλα λόγια βάζει το πολύ στο λίγο χωρίς όμως να του αφαιρεί το μεγαλείο, ή τη σημαντικότητα.



      Στην ιαπωνική γλώσσα υπάρχει μόνον ένας όρος και για τη ποίηση και το τραγoύδι, η λέξη ούτα, που προφανώς υποδηλοί ότι σε παλιότερες εποχές τα ποιήματα απαγγέλλονταν τραγουδιστά, ότι δηλαδή ήτανε τραγούδια και τα διέδιδαν από τη μία επαρχία της χώραc στην άλλη οι καταρίμπε, ένα είδος πεpιπλανώμενων τροβαδούρων, οργανωμένων σε μικρές κομπανίες και σινάφια. Τελευταία, έχει καθιερωθεί ξεχωριστά, ο όρος σί για τη ποίηση, πράγμα που σημαίνει πως η νεώτερη ποίηση είναι πλέον προϊόν σύνθεσης και γραφης κι ουδεμία σχέσην έχει με κάθε είδος τραγουδισμένου ή απαγγελμένου λόγου. Tο μήκος των στίχων ποικίλλει και κυμαίνεται μεταξύ 3, 9 ή και 12 συλλαβές, βαθμιαία όμως καθιερώνονται κι επιβάλλονται οι 5σύλλαβοι κι οι 7σύλλαβοι στίχοι, η εναλλαγή των οποίων χαρακτηρίζει ολόκληpη σχεδόν τη λυρική ιαπωνική ποίηση από τη γέννησή της μέχρι το τέλοc του 19ου μ.Χ. αι..
      Επίσης ο αριθμός των στίχων ποικίλλει και κυμαίνεται μεταξύ 3 και 5 στα μικρά ποιήματα, φτάνοντας τους 20 ως 150 ή και περισσότερους σε ορισμένα μεγάλα ποιήματα, που πάντοτε ολοκληρώνονται μ’ ένα ιδιαίτερο 3στιχο ή  5στιχο, με 7σύλλαβο τον τελευταίο στίχο. Τα μεγάλα ποιήματα εlναι γνωστά ως τσόκα ή ναγκαούτα και τα μικρά ως μιτζικαούτατάνκα ή γουάκα, ενώ υπάρχουνε και τα μισά ποιήματα, τα καταούτα, χαρακτηριζόμενα ασφαλώς όλα τα είδη με βάση τον αριθμό των στίχων τους και τον αριθμό των συλλαβών τους. Με βάση λοιπόν τη μορφή τους -αριθμός στίχων και συλλαβών αυτών- έχουμε τα παρακάτω είδη ιαπωνικών ποιημάτων:

α). Ντουντοΐτσου: 4στιχο 26 συλλαβών 7-7-7-5

β). Τάνκα: 5στιχο 31 συλλαβών 5-7-5-7-7

γ). Χάικου: 3στιχο 17 συλλαβών 5-7-5

δ)Καταούτα: 3στιχο 19 συλλαβών 5-7-7. Χρησιμοποιείται σε ποιήματα-διαλόγους.

ε)Σεντόκα: 2 3στιχα 38 συλλαβών 5-7-7 / 5-7-7. (ποίηση που το 1ο μέρος της επαναλαμβάνεται, 2 καταούτα).

ζ).
 Κο-ούτα: 4στιχο 48 συλλαβών με τομή μετά τις 1ες 7 συλλαβές του κάθε στίχου ως εξής: 7&5 / 7&5 / 7&5 / 7&5 (παραλογή, μικρό τραγούδι της εποχής Μουρομάτσι).

η). Ιμάγιο-ούτα: Ίδια δομή με το πριν, απλά της στιγμής, -σχετικά πρόσφατο είδος.

θ).
 Χάνκα ή καεσιούτα: Τάνκα-αφιέρωση που κλείνει ένα μεγάλο ποίημα.

ι)Νο: Μεγάλο χορωδιακό δράμα-ποίημα του 14ου αι. με θέματα που πήρε το θέατρο μαριονεττών (τζορούρι) με πολλά αδώμενα κομμάτια.
κ). Ρένγκα: Αλυσιδωτή ποίηση, νέο είδος ποιητικής μορφής της κατηγορίας ποιημάτων-διαλόγων (μόντο) που προέκυψε από το χωρισμό του τάνκα σε καμί.

λ). Νο-κου: Το αρχικό 3στιχο (χάικου) και σιμό νο κου το μετά 2στιχο, ενός τάνκα, δηλαδή οι άνω και κάτω στίχοι (5-7-5 & 7-7).

μ). Τανρένγκα: (σημαίνει ολιγόστιχο ρένγκα) το 1ο 3στιχο λέγεται χοκού και το γράφει ένας και το 2στιχο που ακολουθεί το γράφει άλλος σαν απάντηση (ατάκα) και γι’ αυτό πρέπει να προσθέτει νέο πνεύμα και νέον ήχο στους πριν στίχους (5-7-5 & 7-7).

ν). Χαζλίε: Πρόκειται για κωμικό ρένγκα που το 1ο 3στιχό του εξελίχθηκε σε ξεχωριστό είδος, στο χάικαϊ. χάρη στα ευφυολογήματα των ποιητών.

ξ). Κιόκα: Είδος χιουμοριστικού τάνκα, απαλλαγμένο από τις δεδομένες συμβατικότητες του κλασσικού προτύπου, εμφανισθέν στις 2 τελευταίες 10ετίες του 18ου μ.Χ. αι.

ο). Σινταϊσί: Ποίηση σε νέα μορφή που χρησιμοποιεί πολλούς 12σύλλαβους στίχους, αλλά κι ελεύθερους και ξεφεύγει από τις παραδοσιακέc φόρμες.

π). Τζιγιού-σι: Πρόκειται για ποίηση που δεν τηρεί κανενός είδους σεβασμό σε παραδοσιακές αλλά και νεώτερες φόρμες -ελεύθερος στίχος.

      Σημ: Χοκούχάικαϊχάικου είναι μία ιστορική εξέλιξη όπου: το 1ο ορίζει τη μορφή, το 2ο το περιεχόμενο και το 3ο ορίζει τη μορφή και το περιεχόμενο. Ο επιγραμματικός χαρακτήρας των χοκού και χάικαϊ εξeλίχθηκε σε ολοκληρωμένη ποίηση, ως χάικου κι οι λαμπροί ποιητές αυτών είναι γνωστοί ως χαϊτζίν -συνθέτες ποιημάτων χάικου.

      Το μοναδικό στοιχείο διαφοροποίησης του ποιητικού στίχου από τον πεζό, είναι ο αριθμός των συλλαβών, με κυριαρχία του μικρού/ποιητικού στίχου. Κάθε συλλαβή τελειώνει σε φωνήεν βραχύ, ελάχιστες δε φορές κα σε φωνήεν μακρό, οπότε βαρύνουσα σημασία στη ποίηση των Ιαπώνων έχουν οι συνηχήσεις κι οι παρηχήσεις, μιας κι απουσιάζουνε παντελώς ο ρυ0μός κι η ομοιοκαταληξία, ενώ ο τονισμός των συλλαβών παίζει ασήμαντο ρόλο.

      “Η ιαπωνική είναι γλώσσα πολύ πτωχή εις φθόγγους. Αρχικώς συνέκειτο εκάστη συλλαβή μόνον εξ ενός των φωνηέντων α, ε, ι, ο, ου μετά προηγουμένων συμφώνωνή κι άνευ αυτών. Ως σύμφωνα δε, έχει τα κ, γκ, φ, β (μπ), π, τ, δ (ντ), (τα 2 τελευταία προφέρονται ως τσ, τζ, προ του ι και του ου), μ. ν, ρ, σ, ζ, β, γι. Δεν έχει επομένως λ, ημίφωνον χ, κ.λπ. Μόνον εις νεωτέρους σχετικώς χρόνους προσετέθη ένα τελικόν ν ( προελθόν εκ του μού) ως ιδιαιτέρα συλλαβή. Συλλαβάς έχει η γλώσσα μόνον 68. Εις την προφοράν όμως έχουσι γίνει πολλαί πολυπλοκώτεραι μεταβολαί. Όση κι αν είναι η ικανότης της ιαπωνικής προς δημιουργίαν συνθέτων και παραγώγων λέξεων, εν τούτοις η εκμάθησις των γραμματικών τηc στοιχείων δεν είναι πολύ δύσκολος, διότι οι κανόνες του συμφυρματισμού είναι όλοι απλοί. (…) Μεταξύ των πολλών διαλέκτων της, επικρατεστέρα είναι η της Γιαμάτο κι ιδιαιτέρως η της Μιάκο. Η Γιαμάτο Κοτόβα (η γλώσσα του Γιαμάτο) θεωρείται ως η καθαρά ιαπωνική, εν αντιθέσει προς την του 15ου αι. διαδοθείσαν νεοϊαπωνικήν, η οποία έχει προσλάβει πλήθος σινικών εκφράσεων κι έχει μεταβάλει πολύ τους τύπους της (…) Κατά τα τελευταία έτη η εταρεία Ρομάι-κάι εργάζεται δραστηρίως υπέρ της εισαγωγης του λατινικού αλφαβήτου“. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθεροvδάκη λήμμα: Ιαπωνία, τ. 6, σσ. 627-633.

      Με δεδομένη λοιπόν, την επίδραση των σινικών εκφράσεων επί της ιαπωνικής γλώσσας οφείλουμε να πούμε ότι το μεγάλο ή το πολλών στίχων ποίημα της Ιαπωνίας θεωρείται κινεζικής προέλευσης, ενώ το λίγων βραχυσύλλαβων στίχων ποίημα αποτελεί ιαπωνική ιδιαιτερότητα, πολύ συγγενική όμως με άλλα είδη ασιατικής ανατολικής λυρικής ποίησης, όπως για παράδειγμα τα εξής:

* το κινέζικο λιου-σι, έχει 8 στίχους

* το κορεατικό σίτζιο, έχει 3 3στιχα, το μακρος του στίχου σχετίζεται με την ευχέρεια του ποιητή

* το περσικό ρομπάι, είναι ποίημα αξιοσημείωτης συμφωνίας.

      Το βραχυσύλλαβων στίχων μικρό ιαπωνικό ποίημα υπακούει σ’ αυτή τη δισχιλιετή φόρμα, λόγω του ότι ένας παραδοσιακός αυστηρός κανόνας του επιβάλλει σημαντική εξοικονόμηση εκφραστικών μέσων. Αν είναι δυνατόν, να πει κάποιος όσο μπορεί περισσότερα, με μια λέξη (κίγκο)!
      Η ομοιότητα π.χ. του χάικου με το αρχαιοελληνικό επίγραμμα, παρ’ όλη τη συγγένειά τους ως προς τη μορφή, δε σημαίνει και συγγένεια αίματος σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο. Διότι το μεν χάικου περικλείει λεπτεπίλεπτο μυστηριώδη χρυσό, ενώ το επίγραμμα προέκυψε από την επιγραφή, για την οποία δεν υπάρχει κανένας περιορισμός ως προς τον αριθμό των στίχων. Ίο μικρό ποίημα της ιαπωνικής λογοτεχνίας, ίσως έχει κάποια σχέση αίματος με το ελληνικό λάϊκό 2στιχο ή λαϊκό 4στιχο και με την αυθόρμητη αυτοσχεδιαστική ποίηση των λαϊκών ριμαδόρων της Κρήτης, της Κύπρου, των Κυθήρων κι άλλων νησιών του Αιγαίου, της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
      Εδώ κλείνουν οι γενικές πληροφορίες περί της ιαπωνικής ποίησης και πάμε μαζί να δούμε τις εποχές μια-μια, λιγάκι πιο περιγραφικά, καθώς και τους κορυφαίους αυτών με δείγματα γραφής τους.

1η Περίοδος: Αρχαϊκή (660 π.Χ. – 710 μ.Χ.)



      Το 660 π.Χ. γίνεται η εγκατάσταση του θρυλικού αυτοκράτορα Τζιμού (Bασιλεία 660-585 π.Χ.), στο Γιαμάτο, κεντρικό τμήμα της νήσου Χοντού, όπου ορίζει ως μόνιμη πρωτεύουσα της Ιαπωνίας τη πόλη Κασιγουάρα, η οποία διατηρεί αυτό το ρόλο ως το 710 μ.Χ. Προηγουμένως η αυτοκρατορική αυλή δεν είχε μόνιμη έδρα και ζούσε υπό καθεστώς συνεχούς μετακίνησης. Αρχαιολογική επιβεβαίωση της χρονολογίας αυτής δεν υπάρχει. Σχετικές πληροφορίες σχηματισμού του κράτους Γιαμάτο μεταξύ Κυότο κι Οσάκα, καθώς και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν αυτή τη περίοδο, δίνονται στα 2 χρονικά: Κοτζικί, Βιβλίο παλαιών συμβάντων ή Ιστορία της αρχαιότητας (712 μ.Χ.) και Νιχοντζί ή Νιχόν Σοκί, Ιαπωνικά χρονικά (720 μ.Χ.). Αυτά περιέχουν επίσης τα παλαιότερα μεγάλα λυρικά ποιήματα της αρχαιότητας, της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
       Περιέχουνε μεγάλα ποιήματα: τσόγκαναγκαούτα, και μικρά: αμιτζικαούτατάνκα, γουάκα, σεντόκα και καταούτα. Το 1ο ποίημα που υπάρχει και στα 2 χρονικά είναι ένα τάνκα, του οποίου συγγραφέας θεωρείται ο Θεός Σούσα νο γουό νο Μικότο, Θεός του ωκεανού και των τρικυμιών. Το θέμα αυτού του φημισμένου τάνκα είναι αρκετά σκοτεινό κι ασαφέc, δύσκολο να χρονολογηθεί κι έχει σα θέμα τη θανάτωση γαμψονύχη δράκοντα με 8 κεφάλια κι ουρές, από το Θεό Σουσανόγουο, σώζωντας τη μικρότερη από τις 8 κόρες μιας τοπικής θεότητας. (Σημ: Θυμίζει κάπως το δικό μας μύθο του Περσέα και της Ανδρομέδας).
      Τα 2 χρονικά, Κοτζικί & Νιχοντζί περιέχουνε κι άλλα ποιήματα μικρότερης λογοτεχνικής αξίας, προσφέρουν όμως κι άλλες χρήσιμες πληροφορίες. Περιέχουν επίσης και ποιήματα που αποδίδονται στους 2 πρώτους αυτοκράτορες, Τζιμού και Νιντόκου, καθώς και σε άλλους αξιωματούχους της αυτοκρατορικής αυλής: πρίγκηπες, πριγκήπισσες κλπ. Ένα μικρό δείγμα γραφής της εποχής:
      Το 1ο τάνκα, όπως προανεφέρθη, γράφτηκε πριν το 660 π.Χ. Ο Σουσανόγουο ήταν ένα από τα 3 φημισμένα παιδιά του δημιουργού Ιζανάγκι, με αδέρφια του την Αματεpασού (θεά Ήλιο) και το θεό Φεγγάρι. Διώχτηκε από τον πατέρα του, γιατί ήτανε ταραξίας και κλαψιάρης και στάλθηκεν εξόριστος στη στεριά, χωρίς να επιτρέπεται να γυρίσει στη θάλασσα. Ο Σουσανόγουο φτάνοντας στο Ιζούμο σκοτώνει ένα δράκοντα με 8 κεφάλια κι ουρές, που ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει τη τελευταία από τις 8 κόρες κάποιας τοπικής θεότητας. Η κόρη σώζεται και γίνεται σύζυγός του. Ο Θεός τους κτίζει ένα παλάτι στη Σούγκα. Ιδού:

Ψηλό τείχος προστασίας
Πέριξ της εστίας στο Ιζούμο.
Η χώρα νεφοσκεπής παντού.
Τη γυνή μου φυλάσσει το τείχος.
Αχ! αυτό το τείχος προστασίας.

      Αυτοκράτορας Τζιμού, είναι ο θρυλικός θεμελιωτής του ιαπωνικού κράτους. Ηγηθείς πολεμιστών της περιοχής Κιουσού, κατέκτησε το κεντρικό τμήμα της νήσου Χονσού, το λεγόμενο Γιαμάτο. Βασίλεψε τη περίοδο 660-585 π.Χ. και πέθανε σε βαθιά γεράματα, στα 130 του. Είναι δημιουργός δυναστείας, αλλά και μερικών τάνκα, κατά το χρονικό Κοτζικί. Το τάνκα που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στο γιο του, που κατοικούσε στο όρος Ουνεμπί και που σχεδίαζε μιαν εξέγερση. Ιδού το τάνκα:

Απ’ το χείμαρρο Σάι
υψώνονται ταξιδιάρικα νέφη.
Στη κορφή του Ουνεμπί
λυσσομανούν ταραχές στα δάση.
Τις σβύνει φυσώντας αγέρας.

     Αυτοκράτειρα Ιγούα νο Χίμε,, ήτανε σύζυγος του αυτοκράτορα Νιντόκου (βασ. 313-399 μ.Χ.), με άγνωστη χρονολογία γέννησης, ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα το 314 και πέθανε το 347 μ.Χ. Στην Ανθολογία Μανιοσού, Συλλογή 10.000 Φύλλων, της αποδιδονται 4 τάνκα, που θεωρούνται ως τα παλαιότερα χρονολογημένα ιαπωνικά ποιήματα. Ιδού:

Ο Κύριός μου λείπει
πολύ καιρό θαρρώ,
αγαπητά μου όρη
να τον αναζητήσω
ή να τον καρτερώ;

*
Άλλο να ζήσω δεν μπορώ.
Σ’ αναμονές να λυώνω
πάνω σε μια βουνοκορφή
με μαξιλάρι βράχια.
Κάλλιο να ήμουνα νεκρή.

*
Ανάγκη ‘ν’ επιτακτική
ο Αφέντης να προσμένει
ώσπου το μαύρο μου μαλλί
που το χαίδεύει αγέρι
να το σκεπάσει η πάχνη.

*
Στον κάμπο μες υφαίνεται
πάνω απ’ τα στάχυα του ρυζιού
και στην αυγή απλώνεται ομίχλη
που χάνεται, δεν ξέρω πού.
Έτσι κι ο έρωτάς μου σβύνει;
______________________________

2η Περίοδος: Νάρα (710 – 794 μ. Χ.)

      Το 710 μ.Χ. και μέχρι το έτος 794 γίνεται πρωτεύουσα 8 αυτοκρατόρων και λίκνο του ιαπωνικού πολιτισμού η πόλη Νάρα, της επαρχίας Γιαμάτο, που εδραιώνει τη κρατικήν ενότητα ολόκληρου του συμπλέγματος των νησιών της Ιαπωνίας. Το παλαιότερο και πιότερο διαδεδομένο ποιητικό έργο αυτής περιόδου είναι η Ανθολογία Μανιοσού (Συλλογή 10.000 Φύλλων – 719 μ.Χ.) που χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς της ιαπωνικής λογοτεχνίας, ως η Ανθολογία των Ανθολογιών κι ως Εθνικό τους Μνημείο. Περιέχει 4.496 ποιήματα, που είναι: 4.173 τάνκα, 61 σεντόκα και 262 μεγάλα ποιήματα, ούτε ένα τους όμως δε ξεπερνά τους 150 στίχους -περιλαμβάνει δηλαδή το σύνολο της ιαπωνικής λυρικής ποίησης 2 αιώνων (6ος-8ος). Ειδικώτερα περιέχει:

 * Αζούμα Ούτα: Τραγαύδια της Ανατολής, δηλαδή μικροσυλλογές γιαπωνέζικων δημοτικών τραγουδιών.

 * Σακιμόρι νο Ούτα: Ακριτικά ποιήματα της αυτοκρατορίας, δηλαδή είδος επώνυμης ποίησης που μοιάζει με τα ελληνικά ανώνυμα στρατιωτικά 2στιχα ή 4στιχα.

 * Ποιήματα επωνύμων δημιουργών ποιητών και ποιητριών απ’ όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις κι ομάδες : αυτοκράτορες, πρίγκηπες, αυλικοί, ιερείc βουδιστές, ιερείς ινδουιστές, κρατικοί υπάλληλοι, έμποροι, καθώς και χωρικοί, αγρότες κι άλλοι ολιγογράμματοι -φυσικά κι από τα 2 φύλα.

      Οι επώνυμοι ποιητές της ογκώδους αυτής ανθολογίας ανέρχονται σε 561, -οι 70 εξ αυτών είναι γυναίκες/ποιήτριες. Βέβαια πολλά. ποιήματά της, είναι ανώνυμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για δημοτική/λαϊκή ποίηση. Οι 5 από τους κορυφαίους ποιητές που συμπεριλαμβάνονται στη Μανιοσού είναι οι ακόλουθοι: Κακινομότο νο ΧιτομάροΓιαμάμπε νο ΑκαχίτοΓιαμανόουε νο ΟκούραΟτόμο νο Ταμπίτο & Οτόμο νο Γιακαμότσι. Ο τελευταίος, είναι κι ο κατ’ εξοχήν πρωτεpγάτηc-δημιουργός της εν λόγω ανθολογίας. Κι οι 5 κατείχανε διάφορες θέσεις στην ιεραρχία της αυτοκρατορικής αυλής κι ανήκανε στη φατρία Οτόμο. Έγραψαν όλοι τους μεγάλα -πολλών στίχων- ποιήματα και σ’ αυτό ακριβώς το γεγονός οφείλουνε τη μεγάλη φήμη τους, μ’ εξαlρεση τον Οτόμο νο Ταμπίτο, που συνέθεσε ένα κύκλο ποίησης τάνκα, στον οποιο εξυμνεί το απαγοpευμένο από το βουδισμό ποτό σάκε, ποτό στο οποίο οι Ιάπωνες δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση.
      Οι 5 αυτές προσωπικότητες φανερώνουνε το ποιητικό ταλέντο τους στα τάνκα και τα σεντόκα, αλλά και στα ποιήματα-διαλόγους (μόντο) που έχουνε γράψει, καθώς και στα μεγάλα ποιήματα και στις ωδές, που κλείνουνε πάντα με πανέμορφα τελικά τάνκα, τα γνωστά μας πλέον χάνκα. Ποιήτριες που διακρίνονται για τη ποίηση τους στην Ανθολογία είναι: η πριγκήπισσα Νουκάντα, η κυρία Οτόμο Σακανόουε κι η κυρία Κάσα. Όλες τους συνέθεσαν έξοχα ερωτικά τάνκα. Αλλ’ αδιαμφισβήτητης ομορφιάς έχουνε γράψει και πολλές ανώνυμες ποιήτριες της Ανθολογίας Μανιοσού. Τέλος, άλλο σημαντικό έργο της Περιόδου Νάρα εlναι η Ανθολογία Κουγουάι Φούτζο (Συλλογή χαρακτηριστικών αποσπασμάτων), που καλύπτει τη μεταξύ των ετών 650-780 περίοδο κι είναι αφιερωμένη στη κινεζική/σινική ποίηση. Ένα μικρό δείγμα γραφής της εποχής:

      Κακιναμότο νο Χιτομάρο: (Άγνωστη χρονολογία γέννησης, πέθανε το 729 μ. Χ.) Πρόκειται για τον επωνομαζόμενο “σοφό ποιητή της εποχής του” κι είναι ένας από τους κορυφαίους της Ανθολογίας Μανιοσού. Θεωρείται μυθική προσωπικότητα που ταξίδευε πολύ και τις εντυπώσεις του τις τραγούδισε σε πολύστιχα κι ολιγόστιχα ποιήματα, αποδεικνύοντας πως ήταν άριστος τεχνίτης και στα 2 είδη αυτά της ποίησης. Ένα τάνκα κι ένα σεντόκα θα παραθέσω από αυτόν τον ποιητή:

Ευτυχισμένοι Θεοί,
δίνουν μαρτύρια χωρίς βιά
την ώρα του χωρισμού
κι ελεύθεροι μαζεύονται
στις όχθες τ’ ουράνιου ποταμού .

*
Νέα σελήνη έρχεται
στ’ ορίζοντα τα όρη
ως τον ατέλειωτο γκρεμό
π’ ήλιος τ’ αγγίζει την αυγή
κει πέρα ένας άντρας ζει
κι οι ακτίνες τον πονούν
γιατί η αγάπη του ‘χει φύγει.

      Κα Κάσα: (έζησε κι έδρασε μέχρι τα μέσα του 8ου αι.) Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή της. Στη Μανιοσού φιλοξενείται με 21 ποιήματά της, που τα περισσότερα είναι ερωτικά τάνκα τα οποία απηύθύνε στο δημιουργό της, Οτόμο νο Γιακαμότσι, με τον οποίο λέγεται πως έζησε μιαν ιστορία αγάπης. Ιδού λόγια της:

Το να λατρεύεις
αυτόν που δεν σε θέλει
σα να προσκυνάς
στο ναό ένα θεό, αυτόν
που σου γυρνά τη πλάτη.
___________________________

3η Περίοδος: Χεϊάν (794 – 1185)

      Το 794 μ.Χ. η αυτοκρατορική αυλή μεταφέρθηκε στη πόλη Χεϊάνκι (πρωτεύουσα της ησυχίαc και της ειρήνης) από την οποία έλκει το όνομά της η περίοδος αυτή, Χεϊάν. Αυτή η πόλη απέχει μόλις 30 χλμ από τη Νάρα, σήμερα είναι γνωστή ως Κυότο κι έμεινε πρωτεύουσα της Ιαπωνίας μέχρι το 1185. Είναι περίοδος μεγάλων πολιτικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων. Κατά τον 9ο αι. η δύναμη των αυτοκρατόρων βρίσκεται σε συνεχή πτώση, ενώ αρχιζουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο 3 οικογένειες ευγενών (Φουτζιγουάρα, Ταΐρα, Μιναμότο), που δώσανε πλειάδα αυλικών με επιρροές, αξιωματούχους του κράτους, λόγιους κι επιφανείς ποιητές, για περίπου 3 αιώνες, (10ο-13ο). Επίσης, κατά τον 9ο αι. παρατηρείται μια αύξηση της κινέζικης επιρροής, με συγγραφή κι έκδοση ποιημάτων στα κινέζικα από Ιάπωνες ποιητές καθώς και με την επέκταση του φαινομένου έμπνευσης από γνωστούς στίχους παλαιών Κινέζων ποιητών.
      Σ’ αυτό το ρεύμα της κινεζόφιλης μόδας υπήρξεν από νωρίς ιαπωνική αντίδραση: κάνουν την εμφάνισή τους 2 ακόμη συλλαβές, που απλοποιούνε πάρα πολύ την ιαπωνική γραφή και συμβάλλουνε στην αντικατάσταση των 73 κινέζικων ιδεογραμμάτων / φωνητικών σημείων. Επίσης, απαγορεύτηκε η χρήση κινέζικων λέξεων για τη γραφή ιαπωνικής ποίησης, κυρίως τάνκα, ενώ κάνει την εμφάνισή της κι η 1η από τις 21 αυτοκρατορικές ανθολογίες, που συμπιλήθηκαν στη διάρκεια 5 αιώνων (10ο-14ο), η Κοκινσού (905-922). Η Ανθολογία Κοκινγουακασού (Συλλογή ποιημάτων από το παρελθόν και το σήμερα) ή Κοκινσού (Παλαιά & Νέα Ποιήματα), όπως επίσης λέγεται χάριν συντομίας, περιέχει 1.111 παλιά και νέα ποιήματα, εκ των οποίων τα 1.102 είναι τάνκα, 5 τσόκα, 4 σεντόκα, ταξινομημένα κατά θέμα σε 20 βιβλία.
      Η Κοκινσού περιλαμβάνει 431 ποιήματα ανωνύμων δημιουργών κι 680 ποιήματα 122 συγγραφέων. Απ’ αυτούς είναι: 96 ποιητές (εξ ων 10 ιερείς) και 26 ποιήτριες. Τα ποιηματα των ανωνύμων είναι του παραδοσιακού στυλ της Μανιονσού κι εκφράζουν με φυσικήν απλότητα κι ιδιαίτερη συγκίνηση τα φυσικά ανθρώπινα συναισθήματα. Τα ποιήματα των επωνύμων δημιουργών είναι πιο εκλεπτυσμένα κι ολοκληρωμένα στη μορφή, αλλά η ποιότητά τους ποικίλλει κι αποκαλύπτει όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της αυλικής ποίησης. Tα πρώτα 6 βιβλία περιέχουνε ποίηση αφιερωμένη στις 4 εποχές του έτους και τα βιβλία από το 11ο ως και το 15ο ποίηση που εκφράζει τα πανανθρώπινα συναισθήματα του έρωτα και της αγάπης.
      Η Κοκινσού είναι προϊόν ιδιαίτερης φροντίδας και καθοδήγησης του αυτοκράτορα Νταϊγκό (885-930) και προϊόν της διανοίας του Κι νο Τσουραγιούκι, με τη συμβολή των Κι νο Τομονόρι, Οσικότσι Μιτσούνε και Μιμπού νο Τανταμίνε. Την εισαγωγή την έχει γράψει ο συγκροτημένος λόγιος συγγραφέας Τσουραγιούκι, που θεωρείται πως έθεσε το θεμέλιο λιθάρι στην ιαπωνική ποίηση και στο δοκίμιο. Ροκασέν “6 ιδιοφυΐες της ποίησης” θεωρούνται οι ποιητές που μνημονεύονται στην εισαγωγή, προσωνυμία που τους έδωσε ο ίδιος ο συντάκτης της, χωρίς ωστόσο να δικαιολογούν αυτό τον άκρως κολακευτικό τίτλο κι οι 6: Αριγουάρα νο Ναριχίραεπίσκοπος Χέντζοκα Όνο νο ΚομάτσιΜπούνια νο ΓιασουχίντεΟτόμο νο Κουρονούτσι και Κισέν. Επαξίως φέρουνε τον τίτλο ροκασέν, οι 3 1οι, ενώ οι λοιποί 3 δεν τονε δικαιολογούν επαρκώς.
      Διασημότερος ποιητής της αυτοκρατορικής αυλής, που πέρασε πολύ νωρίς στο θρύλο, είναι ο δημιουργός των ανώνυμων Διηγήσεων του Ίσε, που περιέχουνε διασκορπισμένα 209 ποιήματα τάνκα μέσα σε 125 μικρά αισθηματικά κι ερωτικά αφηγήματα. Εξίσου διάσημη είναι κι η ποιήτρια Όνο νο Κομάτσι, κυρία της αυτοκρατορικής αυλής και θεατρίνα. Τα ερωτικά της ποιήματα είναι από τα ωραιότερα της ιαπωνικής λυρικής ποίησης και τα χαρακτηρίζει πρωτοτυπία και βαθύ ερωτικό συναίσθημα. Η ποίηση δε, του επισκόπου Χέντζο διακρίνεται για την έκφραση της ευγένειας της ψυχής, της μεγαλοψυχίας και της σοφρωσύνης. Κοντά σ’ αυτούς τους πράγματι μεγάλους λυρικούς ποιητές τηc; περιόδου Χεϊάν της Ανθολογίας Κοκινσού, θα πρέπει να θεωρήσουμε σημαντικούς επίσης και τους: Σουγκαγουάρα νο ΜιτσιζανέΣοζέιΚι νο ΤομονόριΜιμπού νο Τανταμίνε και φυσικά τον Κι νο Τσουραγιούκι. Ασφαλώς μεγάλοι εξίσου θεωρούνται κι οι ανώνυμοι των περίφημων ποιημάτων που φιλοξενούνται, καθώς κρύβουνε μέσα τους μαγεία και πολύτιμην αισθητικήν αξία.
     Την ίδια περίοδο και μετά τη Κοκινσού, ακολούθησαν 6 ακόμα αυτοκρατορικές ανθολογίες που περιέχουνε τη πλούσιαν ιαπωνική ποιητική παραγωγή,  αλλά που δεν αγγίζουνε το καλλιτεχνικό επίπεδο της 1ης κι είναι οι εξής:

 * Σουισού (Επιλογή Σταχυολογημάτων). Η ανθολογία αυτή φέρει τη σφραγίδα του αυτοκράτορα Καζάν (968-1008), που στο διάστημα της σύντομης βασιλείας του (984-986) διέταξε τον ποιητή Φουτζιγουάρα νο Κίντο να επεξεργαστεί μια νέα ανθολογία ιαπωνικής ποίησης. Ο φημισμένος ποιητής και κριτικός ήταν αυστηρός και συντηρητικός στις επιλογές του, γεγονός που οδήγησε τον Καζάν στο ν’ αναθεωρήσει και να εμπλουτίσει ο ίδιος την ύλη της.

 * Γκοσουισού (Τελευταία Επιλογή Σταχυολογημάτων 1075).

 * Κινιοσού (Συλλογή Χρυσών Φύλλων 1124-27).

 * Σικασού (Συλλογή Απανθισμάτων Λόγου 1144-54).

 * Σενζαϊσού (Συλλογή Μιας Χιλιετίας 1183-88). Είναι η 7η ανθολογία της περιόδου και δημιούργημα του ποιητή Φουτζιγουάρα νο Σουνζέι (ή Τοσινάρι). Περιέχει 2186 ποιήματα, συγκεντρωμένα σε 20 βιβλία με ισάριθμους προλόγους του δημιουργού της. 

      Σ’ όλες τις ανθολογίες αφθονούν οι ποιητές της φατρίας Φουτζιγουάρα, ενώ γίνεται εντονότατη η παρουσία της γυναίκας. Σημαντικές αυλικές κι άλλες κυρίες γράφουν αξιόλογη ποίηση και πρόζα, κυρίως στα γνωστά Ημερολόγια ή Λευκώματα, στα οποία περιέχονται πολυάριθμα τάνκα, μικρά αφηγήματα αλλά και μυθιστορήματα. Εξέχουσες φυσιογνωμίες αυτής της περιόδου είναι η Ίσε Φουτζιγουάρα, με κύριες αντιπάλους της τις 2 μεγάλες ποιήτριες: Μουρασάκι Σικιμπού κι Ιζούμι Σικιμπού, που εκφραστήκανε με τόλμη στη χρυσή εποχή της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Ένα μικρό δείγμα γραφής της εποχής:

      Επίσκοπος Χέντζο (816-890): Από τους κορυφαίους της Κοκινσού ποιητής, υπήρξεν ευνοούμενος του αυτοκράτορα Νιμγιό (βασ./ 833-850) κι είλκυε τη καταγωγή του από πριγκηπική γενιά. Το κατά κόσμον όνομά του ήτανε Γιοσιμίνο νο Μουνεσάντα και το άλλαξε όταν, μετά το θάνατο του Νιμγιό, ασπάστηκε το βουδισμό. Ανέβηκε τα αξιώματα της ιερατικής βουδιστικής ιεραρχίας φτάνοντας ως το βαθμό του επισκόπου. Ένα δείγμα γραφής του:

Κρύβουν τη θέα
ζηλόφθονες ομίχλες
όμορφων ανθών.
Απ’ τα όρη κλέβει άρωμα
η επερχόμενη άνοιξη.

*
Άνθος του λωτού
απ’ αγέρι αχάιδευτο
γελά το μάτι.
Θέλει τις δροσοστάλες του
να πούμε διαμάντια.

      Αριγουάρα νο Ναριχίρα (825-880): Κορυφαίος της Κοκινσού ποιητής, απόγονος αυτοκρτορικής οικογένειας κι ευπαρουσίαστος αυλικός ήτανε ποιητής μα και ζωγράφος. Η ζωή του ήτανε γεμάτη περιπέτειες κι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης του ανώνυμου δημιουργού του έργου, Διηγήσεις του Ίσε. Αυτής της πολύστιχης ακολουθίας των 125 ή κατ’ άλλους των 143 τάνκα, από συνολικά 209. Από τις διηγήσεις μπορεί κανείς να υποθέσει πως έχουμε μπροστά μας έναν Ιάπωνα Δον Ζουάν, ένα κομψό, ερωτικό αλλά και ρομαντικό ποιητή. Στη Κοκινσού περιέχονται 30 δικά του τάνκα, με θέμα την άνοιξη, το φθινόπωρο, τα ταξίδια, τις ευχές αλλά και διάφορα άλλα θέματα. Ας δούμε κάτι δικό του:

Άνθη κερασιάς,
σα νέφη διαλυθήτε,
κρύψτε το δρόμο,
όπου περνά το γήρας
για να με πλησιάσει.

Έδρασα τυφλά
θέλω να ξέρω στη νυχτιά
στ’ αέναο σκότος
Το όνειρο σε φέρνει
ή είσαι πλάσμα ζωντανό.

      Κα Όνο νο Κομάτσι (834-880): Μαζί με τον Αριγουάρα νο Ναριχίρα δικαιολοyημένα θεωρείται ότι κατέχει μιαν από τις κορυφαίες 6 θέσεις ροκασέν της Κοκινσού, αφού είναι μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες της Ιαπωνίας. Διάσημη αυλική, έγραψε ερωτικά τάνκα κι η ζωή της, προπάντων δε η ομορφιά της, έγινε θρύλος και θεατρικό έργο. Και κάτι από τη κυρία:

Σαν είμαι μόνη
αισθάνομαι μια  θλίψη
σαν νερό στις ρίζες.
Αν με καλέσει κύμα
χαρούμενα πηγαίνω.
___________________________

4η Περίοδος: Καμακούρα (1186 – 1332)

      Το 1186 ο στρατηλάτης Μιναμότο νο Γιοριτόμο (1147-1199) ορίζει πρωτεύουσα της Ιαπωνίας τη πόλη Καμακούρα, 50 χιλμ νότια του Τόκυο. Έχει εξοντώσει την αντίπαλη φατρία των Ταΐpα και σφετερίζεται τα προνόμια του μικάδο (ιαπ. αυτοκράτορας) που συνεχίζει να οιατηρεί τη μόνιμη κατοικία. του στο Κυότο, εγκαταλείποντας τις πολιτικές ασχολίες, αναπτύσσει ευρύ φάσμα πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Τη περίοδο αυτή εμφανίζονται 9 αυτοκρατορικές ανθολσγίες ποίησης και κάμποσες ακόμα ιδιωτικές ανθολογίες. Είναι οι εξής:

 * Σακοκινσού (Νέα Συλλογή Από το Παρελθόν Και Το Σήμερα – 1201-06). Θεωρείται η πιο ενδιαφέρουσα αυτοκρατορική ανθολογία και δημιουργήθηκε υπό τις διαταγές του αυτοκράτορα Γκο-Τομπά (1180-1239, βασ/ 1183-98). Ανέθεσε το έργο αυτό σε διακεκριμένους ποιητές, όπως οι: Φουτζιγουάρα νο Τέικα (Σαντάιε), Φουτζιγουάρα νο ΑρίιεΦουτζιγουάρα νο Ιετάκα (Καργιού), ιερέα Τζακουρέν, κ.ά. Σαν μετακλασσική ανθολογία, δεν περιέχει ποιήματα που να διακρίνονται από μιγιάμπι (λεπτότητα), όπως εκείνα της Χεϊάν, αλλά κυριαρχεί το γκούγκεν (μυστηριώδης πραγματικότητα) και το σαμπί (μοναξιά).

      Στον ποιητή της ΧεϊάνΦουτζιγουάρα νο Σουνζέι οφείλονται οι περισσότερες ιδιωτικές ανθολογίες και τούτης της περιόδου, με γνωστότερες τις:

 * Χιακουνίν-Ισού (100 Ποιήματα-100 Ποιητές)

 * Κοντάι-Σούκα (Τα Καλλίτερα Ποιήματα Του Καιρού Μας)

      Οι ποιητικοί διαγωνισμοί (ουτααγουάσε) που αρχίσανε στη Χεϊάν, καθιερώνονται πλέον ως θεσμός στη Καμακούpα. Οι ίδιοι οι αυτοκράτορες ντυμένοι με ειδικές ενδυμασίες κι αμφιέσεις διευθύνουνε κι οργανώνουνε τους ποιητικούς διαγωνισμούς κι επιβάλλουν ένα καθεστώς αυστηρών κανόνων, ώστε οι αναμετρήσεις των διαγωνιζομένων να τελούν υπό την αυστηρή τους επιτήρηση και να εξελίσσονται σε αληθινούς συναγωνισμούς των λυρικών ποιητών. Τα ποιήματα των διαγωνισμών της περιόδου αυτής γνώρισαν ευpεία διάδοση, γιατί με τη τρυφεpότητα (γιασασίκου) και τη βαθειάν ευαισθησία (μονό νο αγουάρε) κατόρθωσαν να βρούνε πλατειάν απήχηση.
      Ο μεγαλύτερος ποιητικός διαγωνισμός στην Ιαπωνία έγινε επί των ημερών του αυτοκράτορα Γκο Τομπά (1201), με συμμετοχή 30 ποιητών. Έκαστος έγραψε 100 τάνκα που στη συνέχεια ενωθήκανε κι αποτέλεσαν μια ξεχωριστήν ανθολογία. Την οργανωτική και κριτική επιτροπή του όιαγωνισμού την απάρτιζαν οι Γκο-ΤομπάΣουνζέιΤέικαΤζιτσίν κ.ά., οι οποίοι είχανε θέσει τον εξής βασικόν όρο προς όλους τους διαγωνιζόμενους: Κάθε παρέκκλιση από το επιλεγέν θέμα συνεπάγεται τιμωρία αποκλεισμού. Κοντά στους μεγάλους ποιητές, κριτικούς κι ανθολόγους, που προανεφέρθησαν, υπάρχει κι ένας αριθμός σημαντικών ποιητριών, μεταξύ των οποίων κι 3 ταλαντούχες γυναίκες της Καμακούρα: η πριγκήπισσα Σοκουσί, η κυρία Κουναϊκό κι η κόρη του Σουνζέι. Επίσης, κι οι κυρίες της αυλής: ΜονίνΤζουσαμί ΤακακόΤζουσαμί Ταμέκο κλπ.  Ένα μικρό δείγμα γραφής της εποχής:

      Φουτζιγουάρα νο Τοσινόρι ή Σουνζέι (1114-1204) ο ποιητής που έζησε και στις 2 περιόδους Χεϊάν & Καμακούρα, και στη 1η δημιούργησε την 7η ανθολογία της εποχής, τη Σενζαϊσού με την εντολή του τότε ατοκράτορα Γκο Σιρακάγουα (1127-1192 βασ. 1155-8). Ήτανε γνωστός και με το κανονικό του όνομα και με τη κινέζικη εκδοχή του, Σουνζέι. Γόνος κι αυτός της οικογένειας Φουτζιγουάρα, οικογένειας που έδωσε πολυάριθμούς ποιητές και ποιήτριες και μάλιστα από τους πιο σημαντικούς της ιαπωνικής ποίησης. Διδάχτηκε στη τέχνη της ποίησης από τον ποιητή Φουτζιγουάρα νο Μοτοτόσι. Υπήρξε μέγας θαυμαστής του Μιναμότο νο Τοσιγιόρι και θεωρείται καιινοτόμος στη λογοτεχνία, καθώς κυριάρχησε τόσο στη ποίηση όσο και στη λογοτεχνική κριτική. Ας δούμε κάτι δικό του:

Εαρινή βροχή
στη χλόη και στα δέντρα
εδώ και παντού
προσφέρει στον κόσμο μας
πάντα αγνό πράσινο.

      Πριγκήπισσα Σοκουσί (άγνωστη ημερομηνία γέννησης, πέθανε το 1201), κόρη του αυτοκράτορα Γκο Σιρακάγουα, θεωρείται σημαντική ποιήτρια κι υπήρξεν η κύρια αντιπαλος του Σουτόκου, τόσο στα χρόνια της βασιλείας του πατέρα της, όσο και τα υπόλοιπα χρόνια της απλής πνευματικής παρουσίας του πρώην αυτοκράτορα. Ας δούμε και κάτι δικό της:

Συχνά θυμάμαι 
τα πίσω χρόνια που ξόδεψα
σε φρούδες υποσχέσεις
πόσες ανοίξεις  πάνε
να κλαίω άνθη πεσμένα.
____________________________

5η Περίοδος: Ναμ-μπόκου τσο (1332 – 1392



      Το 1333 υπάρχει ένας διχασμός της ιαπωνικής zξουσίας, που παγιώνεται ως κατάσταση το 1336, με την ύπαρξη 2 αυτοκρατόρων ταυτόχρονα στη χώρα. Πρόκειται για τη περίοδο Ναμ-μπόκου τσο (Δυναστείες Βόρειας & Κεντρικής Ιαπωνίας), που θα κρατήσει ως το 1392. Μετά τη δολοφονία του Σανετόμο (1219), διαδόχου του αρχιστράτηγου Γιοριτόμο και τη συντριβή της φατρίας Μιναμότο, καταλάβανε την εξουσία οι αντιβασιλείς της οικογένειας Χότζο, τους οποίους παραμέρισε στη συνέχεια ο Ασικάγκα Τακαούτζι. Η απόπειρα του Γκο-Νταϊγκό να επανακτήσει την αυτοκρατορικήν εξουσία απέτυχε κι ο καταγόμενος από τον μικάδο ποιητής, ακολουθούμενσς από τους πιστούς αυλικούς του, αποτραβήχτηκε στο πολυτραγουδισμένο τοπίο -το γεμάτο αγριοκερασιές- του όρους Γιοσίνο. Στο μεταξύ, ενθρονίστηκε άλλος αυτοκράτορας στο Κυότο. Είναι η πιο σύντομη και πιο… σχετικά κενή περίοδος της ιαπωνικής τέχνης κι είναι μάλλον φυσικό, καθώς η χώρα ταραζότανε σε διαμάχες. Ωστόσο κάτι θα βάλουμε σα δείχμα της εποχής. Ιδού:

      Αυτοκράτορας Γκο-Νταϊγκό (1288-1339): Τα λίγα που γνωρίζουμε γι’ αυτόν ήδη έχουν ειπωθεί πριν, κι άλλα στοιχεία δεν υπάρχουνε. Ένα τάνκα του:

Όσο προσπαθώ να κρυφτώ
τόσο πιο πολύ κοκκινίζω
αποκαλύπτοντας το νέο έρωτά μου
σα να δένω άλικη κορδέλλα
πρώτη φορά στα μαλλιά μου.

      Πρίγκηπας Μουνεγάγκα (1312-1385): Δεν υπάρχουνε στοιχεία, μόνον ένα τάνκα κι απ’ αυτόν. Ιδού:

Γιατί γυρίζουν
πίσω οι αγριόχηνες;
Δεν έχουνε βρει
τις ορεινές κατοικίες,
-καιρό λησμονημένες!
____________________________

6η Περίοδος: Μουρομάτσι (1392 – 1603)



      Το 1392 εγκαθίστανται στη συνοικία Μουρομάτσι του Κυότο οι απόγονοι της οικογένειας Ασικάγκα, η βασιλεία των οποίων θα διαταραχθεί από πολλές δαμάχες: εξεγέρσεις χωρικών-αγροτών, μάχες διαδοχής, μάχες-προσπάθειες για την επανένωση της διασπασμένης Ιαπωνίας, στα έτη: 1428-9, 1485,/ 1467-77,/ 1536-1603, αντίστοιχα. Το 1603 ο τελευταίος δικτάτορας Τοκουγκάγουα Ιεγιάσου παραμερίζει την οικογένεια Ασικάγκα, επανενώνει τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και στο πηδάλιό της πλέον βρίσκονται αρχιστράτηγοι της οικογένειάς του. Στις 2 αυτές περιόδους, τη πριν και τούτην εδώ, εκδίδονται 5 αυτοκρατορικές ανθολογίες, με σημαντικώτερη να θεωρείται η Φουγκασού (Συλλογή Ευαισθησιών – 1314-1346) που περιέχει 2210 τάνκα μοιρασμένα σε 20 βιβλία. Δημιουργός της είναι ο αυτοκράτορας Χαναζόνο, που συνέταξε και τα εισαγωγικά σημειώματα στη κινέζικη κι ιαπωνική γλώσσα, με τη συμμετοχή στη συντακτικήν επιτροπή και των ποιητών Κιογκοκού Ταμεκάνε και Ρεϊζέι Ταμεχίντε, γνωστών νεωτεριστών επιγόνων του μεγάλου Φουτζιγουάρα νο Τέικα (Σαντάιε). Οι συντηρητικοί επίγονοι του Τέικα, μετά από εντολή του Γκο-Χαναζόνο (1419-1470) κι απαίτηση του αρχιστράτηγου Ασικάγκα Γιοσινόρι, εξέδωσαν την 21η αυτοκρατορικήν ανθολογία, τη Σινζοκουκοκινσού (Νέα Συλλογή Παρελθόντος & Σήμερα Ολοκληρωμένη – 1439).
      Εκτός από τις επίσημες ανθολογίες, κάνουνε την εμφάνισή τους κι οι ιδιωτικές συλλογές ή οικιακές ανθολογίες (κα-σού), που περιλαμβάνουν έργα πασίγνωστων ποιητών όλων αυτών των περιόδων. Επίσης εμφανίζονται κι εξαφανίζονται διάφορες ποιητικές σχολές (π.χ. ΡοκουτζόΝιτζό), που εκδηλώνονται υπέρ ή κατά των νεωτερισμών και των καινοτομιών. Όμως κυριαρχούν οι ποιητές συντηρητικού προσανατολισμού, οπότε το τάνκα μετά από μακρόχρονη άνθηση οδηγείται μοιραία και βαθμιαίως σε παρακμή. Για ένα διάστημα το τάνκα έπεσε στα χέρια ορισμένων αυλικών και κυβερνητικών αξιωματούχων κι έγινε ένα είδοc μόδας για τους αριστοκράτες, που αποτελούσαν ένα κοινωνικό στρώμα ανέpγων αξιωματούχων που ήθελαν κι εννοούσαν ν’ ασχολούνται με τιc καλές τέχνες και τη ποίηση ειδικώτερα. Έτσι, αντί να επιδείξουνε τα ποιητικά χαρίσματά τους, συναγωνίζονταν να επιδείξουνε τη δεξιότητά τους στις τεχνικές και στο φιγουρατζίδικο στυλ. Η ουσία κι ο λόγος γέννησης-ύπαρξης του τάνκα χάθηκε κι άρχισε η κυριαρχία πνεύματος με χρησιμοποίηση μη συμβατικών επιθέτων, αλλά και με χρησιμοποίηση κενγιογκέν (λέξεις με περισσότερες εννοιολογικές σημασίες), γεγονός που οδήγησε το τάνκα σε εκφυλισμό, σ’ ένα καθαρά λεκτικό παιγνίδι των λογίων.
      Από αληθινή ποίηση το τάνκα κατάντησε δυσνόητο ή ακατανόητο στιχούργημα. Κάνει όμως την εμφάνισή του το ρένγκα, που διευκολύνει στην εμφάνιση του νέου είδους ποίησης, το χάικαϊ ή χάικου, αφού το 1ο 3στιχο, το χοκού, δίνει τον τόνο στο ποίημα, που πρέπει να συμπληρωθεί με ατάκα που θα δίνει νέα ποιητικά στοιχεία στο ποίημα: νέον ήχο, νέο πνεύμα, νέα πνοή, που να συμπληρώνουνε το προηγούμενο 3στιχο. Το ρένγκα από κοινωνικό παιγνίδι εξελίσσεται σε τέχνη, που διέπεται από κανόνες όλο και πιο σύνθετους κι από ευφυολόγημα γίνεται μήτρα γέννησης του είδους χάικαϊ. Το 1ο 3στιχο του ρένγκα, το χοκού (17σύλλαβο 3στιχο / 5-7-5), αυτονομείται και γίνεται πλήρες ποίημα μονάχο του, που περιέχει αναγκαστικά και κάποιαν αναφορά σε μιαν από τις 4 εποχές του χρόνου, γίνεται χάικαϊ.
     Τέλος εποχής και τώρα σειρά τα δείγματά της. Ιδού λοιπόν μερικά από τους κορυφαίους της, όχι όμως πια τάνκα, αλλά χάικου:

     Γιαμαζάκι Σοκάν (1458-1546): Επίσκοπος του βουδισμοό, περιστοιχιζόμενος από πλειάδα μαθητών και θεωρούμενος ως ο πατέρας της ποίησης χάικου, όντας και δημιουpγός της 1ης ανθολογίας με τέτοιου είδους ποιήματα. Ας δούμε ένα του:

Αν δεν είχε φωνή
ένα κρύσταλλο χιονιού
θάταν ο ερωδιός.

      Σόγκι Χόσι (1421-1502): ο 1ος από τη 3άδα ποιητών που συνέθεσαν στο Μινάσε τα 1α 100 αλυσιδωτά ποιήματα (ρένγκα). Θεωρείται ως ο 1ος ποιητής που έγραψε ποίηση χάικου. Ιδού ένα δείγμα:

Μήπως τα νέφη
αφήσαν γυμνήν απόψε
τη σελήνη μας;

      Αρακίντα Μοριτάκε (1472-1549): Ιερέας του σιντοϊσμού, από τους διαπρέψαντες στιι αλυσιδωτά ποιήματα, ανήκει κι αυτός στους ιδρυτές της σχολής χάικαϊ κι είναι ο 2ος, μετά το Γιαμαζάκι Σοκάν, μεταξό των 6 σοφών της ποίησης  αυτής. Κι ορίστε το γιατί:

Νάναι τα μαλλιά
του λόφου τούτες οι ιτιές
π’ αήρ χτενίζει;

      Ματσουνάγκα Τεϊτόκου (1571-1653): Μετά τους Σοκάν και Μοριτάκε, θεωρείται ο 3ος από τους 6 σοφούς της ποίησης χάικαϊ. Και το βλέπουμε κι εδώ:

Ρίχνω τη ματιά
στις ζάρες του σεντονιού:
ατέλειωτη νυξ!
____________________________

7η Περίοδος: Έντο ή Τοκουγκάγουα  (1603 – 1868)



      Η μακρά ειρηνική περίοδος (1603-1868) που επέβαλε ο Τοκουγκάγουα κι οι απόγονοί του ονομάζεται περίοδος Έντο (σήμερα Τόκυο), ονομασία που οφείλεται στη πόλη που δικαίως επελέγη για πρωτεύουσα της χώρας από τη νέα ιαπωνική δυναστεία. Στη διάρκεια αυτής της περιόοου ο μικάδο συνεχίζει να διατηρεί και ν’ ασκεί όλα τα θρησκευτικά προνόμια στη χιλιόχρονη πpωτεύουσα Κυότο. Είναι η περίοδος δε, που μέσα της έζησε κι έδρασε ο προς παρουσίαση, ποιητής Ματσούο Μπάσοου και φυσικά κι άλλοι μεγάλοι, καθώς επίσης είναι η περίοδος που εμφανίστηκε, στοιχειοθετήθηκε και τελειωποιήθηκε το χάικου, με τη μορφή που έχει και σήμερα, μα ηγέτη τον παρουσιαζόμενο ποιητή στο κεντρικό άρθρο. Δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο γι’ αυτήν, παρά μόνο να παραθέσουμε μερικά δείγματά της από τους κορυφαίους και τις κορυφαίες της, στη ποίηση. Ιδού:

      Ριόκαν (1757-1831): Ήτανε μοναχός της αίρεσης ζεν κι από τους πιο φημισμένους ποιητές της εποχής του, καθώς ένας άνεμος δημιουργίας, πρωτοπορείας, φρεσκάδας, ευαισθησίας κι ανανέωσης, διακρίνει σχεδόν ολάκερη τη ποίησή του. Ιδού ένα δείγμα:

Κάτω στο χωριό
φλογέρα και τύμπανο
ηχούν συνέχεια.
Εδώ στους λόφους ηχεί
ο ψίθυρος των πεύκων.

      Ματσουντάιρα Σαντανόμπου (1758- 1829): Ποιητής υποτελής της παράδοσης, παρόλο που έζησε σε περίοδο ποικίλων μετορρυθμίσεων. Δείτε το πως και το γιατί:

Τόσο φλογερή
και με φλεγόμενο πάθος
η πυγολαμπίδα.
Τα λευκά χρυσάνθεμα
καθρεφτίζουν το θαύμα.

      Τατσιμπάνα Ακέμι (1812-1868):  Ο ποιητής του έργου Τα ποιήματα των απολαύσεωv ενός μοναχικού θεωρείται ως ο δημιουργός που ανανέωσε κι εμπλούτισε το τάνκα με θέματα απο το καθημερινό βίο των ανθρώπων -εξαιρετικά και κομψότατα μινιμαλιστής. Στα περισσότερα ποιήματά του αντιλαμβάνεται κανείς ότι προκειται για έναν ευαίσθητο διανοούμενο, που έτερψε τη μοναξιά του με την ανάγνωση βιβλίων και το γράψιμο, που έδειξε να μη δίνει και τόση βάση στη μορφή, όσο στο περιεχόμενό της. Δείτε γιατί:

Τί απόλαυση υπάρχει όταν
στη ψάθα μου από μπαμπού,
κάτω απ’ τη χορταρένια στέγη,
όπου τα πάντα μού ανήκουν,
τεντώνομαι αvενόχλητα!

Τί απόλαυση υπάρχει όταν
ένας φίλος μού δανείζει
τα σπάνια βιβλία του
και μπορώ vα τα διαβάσω ήσυχα
από τη πρώτη τους σελίδα!

Τί απόλαυση υπάρχει όταv
απλώνω το χαρτί μου για να γράψω
και παίρνω τη γραφίδα μου στο χέρι
και μπορώ να καλλιγραφώ,
καλλίτερα απ’ όσο υπολόγιζα!

Τί απόλαυση υπάρχει όταv
μετά από εκατό μέρες
βασανισμού του μυαλού μου
ο αναζητημένος μάταια στίχος
έρχεται λες μες απ’ τη καρδιά μου!

      Αυτοκράτορας Μεϊτζί (1852-1912 βασ. 1867-1912): Είναι προς την επόμενη περίοδο αυτός, αλλά νομίζω αξίζει να του δώσω μια θεσούλα εδώ. Συνέβαλε τα μέγιστα στη παλινόρθωση της αυτοκρατορικής εξουσίας, που για μεγάλο διάστημα, αιώνων, την είχανε γκρεμίσει οι σογκούν. Στη διάρκεια της θητείας του φρόντισε για τον εκσυγχρονισμό και τη δυτικοποίηση της Ιαπωνίας, βγάζοντάς την από τον αναχρονισμό και τη φεουδαρχικήν απομόνωση, στην οποία είχε περιπέσει. Επίσης, επί των ημερών του, η χώρα καθοδηγήθηκε σοφά κι ο ίδιος χαρακτηρίστηκε από τους υπηκόους του Ιάπωνες ως Μεϊτζί (Πεφωτισμένος), -καθώς τ’ ονομά του δεν είναι πλέον γνωστό.
      Ακολούθησε τη παράδοση των προηγούμενων αυτοκρατόρων κι ενίσχυσε τη ποίηση, γράφοντας ακόμα κι ο ίδιος -όπως λέγεται- 100.000 (!) τάνκα, κι εδώ θα δούμε μερικά εξ αυτών. Ιδού:

Στον κήπο μου
πλάι το ‘να στ’ άλλο
γηγενή άνθη
μαζί με τα ξενόφερτα
φύονται αρμονικά.

Σε μιαν εποχή
που είμαστε αδέλφια,
οι τόσες θάλασσες γύρω μας
γιατί είναι φουρτουνιασμένες;
____________________________

8η Περίοδος: Τόκυο (1868 – σήμερα)



      Γι’ αυτή τη περίοδο, αλλά και μερικά πιο εκτεταμένα δείγματα γραφής όλων των πριν περιόδων -συν ό,τι παραλειπόμενα-, επιφυλάσσομαι σε προσεχή ανάρτηση, καθώς αυτή εδώ η περίοδος έχει πάρα πολλά στοιχεία -κλασσικά, ενδιάμεσα, αλλά και νεωτερισμούς- που χρήζουνε περισσότερης προσοχής κι ανάπτυξης.
_____________________________

      Εδώ τελειώνει αυτός ο ευχάριστος περίπατος στα πίσω χρόνια της ιαπωνικής ποίησης -χωρίς να ξεχνάω πως χρωστώ ακόμα τη τελευταία περίοδο- κι ελπίζω να ήταν απολαυστική κι όσο γινότανε πιο αποκαλυπτική, όσον αφορά στη κατανόησή της αλλά και στη κατανόηση του τρόπου σκέψης των Ιαπώνων, μέσω των καλλίτερων ποιητών τους από την αρχαιότητά τους ως σήμερα.
     Παρακάτω θα παρουσιάσω τον “ιδρυτή” του χάικου, όπως το ξέρουμε σήμερα, τον μέγα σοφό και ποιητή της περιόδου Έντο ή Τοκουγκάγουα, τον Ματσούο Μπάσοου. Καλή συνέχεια. 

============================

                                                    Ματσούο Μπάσοου

      Ο Ματσούο Μπάσοου, ( 松尾芭蕉 ), γεννημένος ως Ματσούο Μουνεφούσα Τουσέι, ήταν Ιάπωνας ποιητής. Γεννήθηκε σε μια οικογένεια σαμουράι, αλλά απαρνήθηκε αυτή τη ζωή και εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος καλλιγραφίας, κερδίζοντας την εκτίμηση και τη φιλία του γιου του τοπικού άρχοντα. Έγινε περιηγητής μελετώντας το δρόμο και την ιστορία του Ζεν και στράφηκε και στη μελέτη της κλασσικής κινέζικης ποίησης. Θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος της ιαπωνικής μορφής χάικου. Αυτός κι οι μαθητές του ανανεώσανε την ως τότε αστεία και περιπαικτική αυτή ποίηση ανάγοντάς τη σε σοβαρή λογοτεχνία. Ο 6ος από τους 6 σοφούς της ποίησης χάικαϊ είναι αυτός που ξεκαθάρισε το κλασσικό 3στιχο απ’ τη χιουμοριστική αταξία, πpοσδίδοντας σ’ αυτή τη μορφή ποίησης κύρος και ποιότητα, υψώνοντάς τη σε μονοδική τέχνη, στο γνωστό μας χάικου. Πολλά χάικου του μεγάλου ποιητή είναι χαραγμένα σε πλάκες και σώζονται μέχρι σήμερα σαν αθάνατες επιγραφές σε διάφορες γωνιές της Ιαπωνίας. Γι’ αυτόν, το χάικου αποτελεί την αυλόπορτα που ο8ηγεί σ’ ένα χώρο που τεκταίνονται πολυάριθμα γεγονότα, αποτελεί την έκφραση ενός αισθήματος, που το χαpακτηρίζουν η ευγένεια, η απλότητα, η βαρύτητα. Περισσότεροι από 2.000 μαθητές θητεύσανε κοντά του αποκτώντας τη ποιητική εμπειρία του ανεπανάληπτου δασκάλου του χάικου.



      Γεννημένος το 1644 στο Ουένο της επαρχίας Ιγκά, κοντά στο Ίσε, έζησε για ένα διάστημα στο Κυότο, ως μαθητής κι υπηρέτης του Κιταμούρα Κιγκίν, από τον οποίο μυήθηκε στα έργα των κλασσικών της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Στα 22 του αποσύρθηκε σ’ ένα βουδιστικό μονοαστήρι στο Κυότο. Από το 1667 κατοικούσε στο Έντο (σημερινό Τόκυο) στο φίλο του Σουγκιγιάμα Σάμπου, όπου άρχισε να γράφει χάικου. Αργότερα, μετά το 1680, δημιούργησε ένα τέμενος εκεί και δίπλα στο παράθυρό του φύτεψε και καλλιέργησε ένα πλατύφυλλο μη καρποφόρο μπανανόδεντρο, απ’ το οποίο έλαβε και το ψευδώνυμο Μπάσοου, αντικαθιστώντας το όνομα Τουσέι, που χρησιμοποιούσε προηγουμένως. Ένα δέντράκι ευάλωτο στη βία των ανέμων, που γρήγορα μεταμορφώθηκε σε σύμβολο της ποιητικής ευαισθησίας και χάρισε στον ποιητή το όνομα με το οποίο δοξάστηκε. Στα 36 του αρχίζει συστηματική μελέτη του Ζεν και συνάμα διάγει βίο πτωχό και περιπλανώμενο, (ζούσε σε, κατά τα φαινόμενα, ευτυχή φτώχεια από τις ταπεινές προσφορές των μαθητών του) αναζητώντας τρόποuς να κατανοήσει το μυστηριώδες νόημα της ζωής και τα βαθύτερα αισθήματά του προς τη φύση. Οι επισκέψεις τοu σε ιερούς τόπους κι ερείπια βοηθάνε στο να κατανοήσει την ιστορία του τόπου τοu, την οποία και θέλει να τη γνωστοποιήσει σ’ ευpύτεpο κοινό. Καρπός αυτών των περιηγήσεων κι αναζητήσεων το -διανθισμένο με διάφορα χάικου- πεζό ταξιδιωτικό ημερολόγιο: Οκσύ νο Χομιτσί (Το Στενοσόκακο Προς Το Οκού 1689). Ακολούθησε κι εκδ6θηκε μετά το θάνατό του, το 1698, η συλλογή Σαρουμίνο (Το Ρουχαλάκι Της Μαϊμούς), ποu αποτελεί ύψιστο σημείο της ποιητικής δημιουpyίας του.



      Η δομή των στίχων του αντικατροπτίζει την απλότητα και το διαλογισμό που διέκρινε τη ζωή του. Όταν ένιωθε την ανάγκη για μοναξιά, αποτραβιότανε στο μπάσοου-αν του, μια καλύβα φτιαγμένη από φύλλα μπανανιάς (μπάσοου), από όπου προέκυψε το ψευδώνυμό του. Πολλοί στίχοι του διακρίνονται για μια μυστικιστική ποιότητα και προσπαθούσε ν’ αναπαραστήσει τα μέγαλα και σημαντικά θέματα μέσα από απλές εικόνες της φύσης όπως τη πανσέληνο του φθινοπώρου ή τους ψύλλους στη καλύβα του. Βυθίστηκε στη ποίηση και στη σκέψη του Ζεν και την αντιλαμβανότανε σαν ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής (Καντό, ο Δρόμος της Ποίησης). Ήτανε πεπεισμένος πως η ποίηση ήταν μια πηγή της φώτισης (Σατόρι).



      Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδευε πολύ και ζωγράφιζε για να εμπνεύσει τη ποίησή του. Επίσης συνεργαζόταν με ποιητές επί τόπου στη σύνθεση στο στυλ ρένγκα. Επιπλέον έγραψε χάιμπουν, πεζή-ποιητική σύντομη ιστορία με τη μορφή ταξιδιωτικών ημερολογίων -κείμενα αυτοβιογραφίας, λεπτομερούς παρατήρησης και θρησκευτικού στοχασμού, όπου συνδυάζονται η αμεσότητα της πεζογραφίας με την υψηλόφρονη ευγένεια του στίχου και τη λεπτότητα της ζωγραφικής. Το χάικου του βατράχου είναι το πιο γνωστό του και πιθανόν το πιο διάσημο γενικώτερα. Ο ίδιος ο ποιητής θεωρούσε πως περικλείει όλα τα στοιχεία του στυλ του και πως κάθε στίχος που συνέθεσε έπειτα από αυτό ήτανε παραλλαγή αυτού. Αναμιγνύει μια βαθειάν αίσθηση της παράδοσης (η αρχαία λίμνη) με τον αλόγιστο φυσικό κόσμο (ο βάτραχος) και το εικονοκλαστικό παφλασμό -μια στιγμή διατηρημένη για πάντα σε ποίηση. Έγραφε και με το ψευδώνυμο, Σόμπο ( 宗房 ). Πέθανε 28 Νοέμβρη 1694 σε ηλικία μόλις 50 ετών, στην Οσάκα.



      Αντί να παραμείνει πιστός στους τύπους του κίγκο, το οποίο είναι ακόμη και σήμερα δημοφιλές στην Ιαπωνία, ο Μπάσοου αποπειράθηκε να αντικατοπτρίσει το πραγματικό του περιβάλλον και συναισθήματα. Απ’ όταν ήταν ακόμη εν ζωή, οι πρόσπαθειές και το στυλ του έχαιραν ευρείας εκτίμησης, πράγμα που εντάθηκε μετά το θάνατό του. Πολλοί από τους μαθητές του συνέταξαν συλλογές αποφθεγμάτων του για την ίδια του τη ποίηση, όπως ο Μουκάι Κιοράι κι ο Χατόρι Ντοχό.



      Κατά τον 17ο αι., η εκτίμηση για τα ποιήματά του αυξήθηκε έντονα. Το 1793 θεοποιήθηκε από τη σιντοϊστική γραφειοκρατεία και για κάποιο διάστημα η κριτική στη ποίησή του ήτανε κυριολεκτικά βλάσφημη πράξη. Αυτή η περίοδος ομόφωνου πάθους για τα ποιήματά του έλαβε τέλος μόνο στα τέλη του 19ου αι. Ο Μασαόκα Σικί (1867–1902), πιθανώς ο πιο διάσημος κριτικός του Μπάσοου. επιτέθηκε κατά της μακράς ορθοδοξίας με τις ειλικρινείς και ντόμπρες αντιρρήσεις του για το στυλ του. Η επίδραση του Μασαόκα Σικί ήταν όμως επίσης αποφασιστική καθώς έκανε τον Μπάσοου προσβάσιμο σε διανοούμενους και στο ιαπωνικό κοινό γενικά. Ο Μασαόκα Σικί εφηύρε τον όρο χάικου (αντικαθιστώντας το χόκκου) για να χαρακτηρίσει την ελεύθερη φόρμα 5-7-5.
_____________________________

Χάικου του Μπάσοου

Όμως άκουσε:
σταματήσαν οι καμπάνες,
μα τ’ άνθη ψάλλουν

Τη πρωτοχρονιά
σκέφτομαι τη μοναξιά
του φθινοπώρου

Σεληνόφωτη
δαμασκηνιά, κρατήσου:
θά’ ρθει άνοιξη

Σπούργοι του ρυζιού
στου τσαγιού τις φυλλωσιές
καταφεύγουν

Ήρθε άνοιξη
στ’ όρος χωρίς όνομα
πρωί κι ομίχλη

Πόσα πράγματα
φέρνουνε στη μνήμη σου
τ’ άνθη κερασιάς

Θερινά χόρτα
τα όνειρα των στρατών
γίναν μονάχα

Τ’ άνθη του δέντρου,
αδύνατον να πεις ποιό,
μα τί άρωμα!

Ήχος χειμάρρου
από δάκρυά μου, σβύνει
τον καημό μου

Σπίτι φουκαρά
το γαύγισμα του σκύλου
νύχτα στη βροχή

Πυγολαμπίδα
που ‘πεσε απ’ το φύλλο
άρχισε να πετά

Αυτό μας λέει
το τραγούδι του γρύλλου:
γοργά πεθαίνω

Σε κλαρί νεκρό
στάθηκ’ ένα κοράκι
δείλι φθινοπώρου.

Τρέμε τάφε μου,
το μοιρολόι αυτό
πνοή ανέμου

Τί λυπητερό:
κάτω από το κράνος,
ένα τριζόνι

Ξάπλωσα νύχτα,
λάδι δεν έχ’ η λάμπα,
φωτά σελήνη!

Άνθος καμέλιας
έπεσε σαν ένα δάκρυ
κάτω στο χώμα

Πρώτη ψιχάλα:
λες κι η μαϊμού γυρεύει
τ’ αδιάβροχό της

Γύρω στη λίμνη
περιπλανήθηκα νύχτα
με πανσέληνο

Μη ξεχνάς στιγμή
τη κάτασπρη δροσούλα,
γεύση μοναξιάς

Πάθος, αδέξια 
ζωγραφισμένο πάνω
στο χελιδόνι

Ξύπνα, φωνάζω,
πεταλούδα κοιμάσαι;
Φίλη μονάχη!

Μες στην ησυχία
ο συριγμός του γρύλλου
ραγίζει πέτρες

Τη μοναξιά μου
θα μοιραστούμε μαζί
φύλλο μανόλιας;

Χιονοθύελλα
χάθηκε μες στα μπαμπού
κι ησύχασε

Καθάριος ήχος
αργαλειών που υφαίνουν
λυγά το σύμπαν

Καθώς ιππεύω
η σκιά μου μ’ ακολουθεί
συνεσταλμένα

Στάχυα του θέρους
φυλάν τώρα των στρατών
νεκρά όνειρα

Άγρια θάλασσα
απόψε, κι από πάνω
βουβά τ’ αστέρια

Εαρινή σκηνή
περίπου τελειωμένη:
σελήνη κι άνθη

Όταν διασχίζεις
τ’ ορεινό μονοπάτι
σε τρυπούν γιούλια

Κοκκόρου πόδια
στη θερινή βροχούλα
μίκρυναν πολύ

Ψαράκι μικρό
κάτασπρο κι εφήμερο,
σαν το χάραμα

Αφέγγαρη νύξ,
δυνατός αήρ ζώνει
τους παλιούς κέδρους

Άνθη κερασιάς
κι ένα έτοιμο αύριο
θλιμμένο ανθεί

Δροσιά, πως αλλιώς

να ξεπλύνεις τη τόση
σκόνη του κόσμου

Γεμώ μ’ αγάπη
όταν ακούω φασιανό,
για τους γονείς μου

Άνοιξη: λόφος
τυλιγμένος μ’ ομίχλη,
χωρίς όνομα

Μεσημεράκι
κι ο τοίχος να δροσίζει
τις πατούσες μου

Λάμψη αστραπής
η φωνή του ερωδιού
μες στο σκοτάδι

Άνθη κερασιάς:
των περασμένων ετών
μικρές πυρκαγιές

Μέρα χειμώνα
μ’ ακολουθεί η σκιά μου
και τουρτουρίζει

Πώς να διαβάσω;
Δεν έχει λάδι  στο λύχνο.
Πάω για ύπνο

Φθινοπώριασε
νέφη, πουλιά, μοιάζουνε
σα γερασμένα

Δροσοσταλιά μου
ξέπλυνε πάνωθέ μου
τη μαυρίλα μου

Άλλαξε θέση
τ’ άνθος στα φύλλα της ιτιάς:
μια πεταλούδα

Έλα και κοίτα
αυτού του μάταιου κόσμου
τα γνήσια άνθη

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *