Ιαπωνική Ποίηση (τέλος): Μασαόκα Σικί

1. Πριν Τη Περίοδο Τόκυο

Είδαμε στο πριν, τα είδη ποίησης στην Ιαπωνία από αρχαιότητας ως το 1868, μάθαμε πως και με τι τρόπο χωρίστηκαν οι περιόδοι από τους ίδιους τους Ιάπωνες μελετητές-κριτικούς τέχνης, γνωρίσαμε και μερικά από τα κορυφαία ποιητικά μολύβια των και τώρα θα ξαναπεράσουμε, λιγάκι πιο αναλυτικά τις ίδιες περιόδους, με πιθνανά νέα στοιχεία, με περισσότερους δημιουργούς, μέχρι να φτάσουμε στο ζητούμενο. Σε τούτο λοιπόν το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τα πριν. Πάμε:

1η ΠερίοδοςΑρχαϊκή (660 π.Χ. – 710 μ.Χ.): Οι κορυφαίοι αν θυμάστε εδώ ήταν οι Σουσανογουό νο ΜικότοΤζιμούΝιντόκουκα Ιγούα νο Χίμε και να θυμήσω πως ο 1ος θεωρείται θεός, οι 2 έπειτα, αυτοκράτορες κι η κυρία ήταν αυτοκράτειρα επίσης. Στο πριν έβαλα μερικά των κι εδώ θα προσθέσω κι άλλα.

      Αυτοκράτορας Νιντόκου (313-399 μ.Χ.): Σύμφωνα με το χρονικό Νιχοντζί (Ιαπωνικά Χρονικά 720 μ.Χ.), έζησε περί τα 109 χρόνια. Στην ανθολογία Κοκινσού (Συλλογή Από Το Παρελθόν & Το Σήμερα 922μ.Χ.), ο ανθολόγος και προλογίζων τη, Κι νο Τσουραγιούκι τον αναφέρει ως το δημιουργό του ποιήματος Στη Νανιγουάζου, αλλ’ αυτό το τάνκα είναι του Κορεάτη ποιητή Γουανί, που προκάλεσε με τους στίχους του το Νιντόκου ν’ αποδεχτεί το θρόνο του.  Τώρα τι ισχύει και τί όχι, θα σας γελάσω και δεν το θέλω. Οπότε παραθέτω το τάνκα κι αμαρτίαν ουκ έχω. Ιδού:

Στη Νανιγουάζου,
κρυμμένες στο χειμώνα
τέτοιες ανθοφορίες.
Τώρα μες στην άνοιξη
τα λούλουδα γελούνε.

      Πρίγκηπας Χαγιαμπούσα (άγνωστη χρονιά κι ημερομηνία γέννησης, πέθανε το 352). Επειδή νυμφεύθηκε τη πριγκήπισσα Μεντορί, την οποίαν ερωτεύτηκε κι ο αυτοκράτορας Νιντόκοu, σuγκέντpωσε τη μανία του μονάρχη και για να σωθεί, έφυγε με τη γυναίκα του ζητώντας σωτηρία σε αρχαίο ναό του Ίσε. Καταφύγανε στη συνεχεια σ’ ένα βοuνό του Γιαμάτο, όποu εκεί ο πρίγκηπας έγραψε το τάνκα που ακολουθεί, λίγο πριν τονε βρει ο θάνατος, στο πλάι της όμορφης αγαπημένης του Μεντορί.

Τούτο το βουνό
δύσκολο να τ’ ανεβείς.
Το ανεβαίνω
μαζί με την αγάπη μου:
κλίνη μου ‘ν’ αναψυχής!

Αυτοκράτορας Γιουργιάκου (418-479). Στα νιάτα του είχεν υποσχεθεί σ’ ένα πανέμορφο κορίτσι πως θα το νυμφευότανε. Γρήγορα όμως λησμόνησε την υπόσχεσή του και πήρε άλλη γυναίκα για σύζυγο. Το κορίτσι δεν παντρεύτηκε ποτέ και σε προχωρημένη ηλικία εμφανίστηκε στο παλάτι και θύμισε στο Γιουργιάκοu τη νεανική του υπόσχεση κι ότι αυτή του ‘μεινε πιστή, ενώ αυτός δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Ο αυτοκράτορας συγκινήθηκε από την ασυνήθιστη και μεyαλειώδη συμπεριφορά της γυναίκας και της εξήγησε με λύπη τι ακριβώς μεσολάβησε και δεν τη νυμφεύθηκε όσο ήταν νέα και δη αρεστή και του πατέρα του, αλλά της ανέλυσε πως τώρα που ήτανε γερασμένη δεν μπορούσε να διορθώσει το λάθος του. Της χάρισε πάμπολλα δώρα κι άρχισε μαζί της μιαν ερωτική αλληλογραφία, κατά την οποία ανταλλαχτήκανε και συγκινητικά ποιήματα, όπως το τάνκα που ακολουθεί. Ιδού:

Πεισμώνω τώρα.
Παρθένα ανθισμένη
σαν το άνθος του λωτού
που σκαει στο μπουμπούκι,
στη λίμνη του Κουσάκα…

Πρίγκηπας Σοτόκου (574-622). Ένας από τους σημαντικώτερους λόyιους της εποχής του, αντιβασιλέας στη περίοδο της αυτοκρατορίας Σούικο (592-628), συνέβαλε στην εισαyωyή του κινεζικού πολιτισμού στην Ιαπωνία και στην αναδιοργάνωση της αυλικής ζωής στη χώρα του. Φυσικά έγραψε κι εκείνος ποιήματα κι ιδού:

Σα ξυπνήσουμε
απ’ το βαθύ ύπνο της
ατέλειωτης νύχτας,
θ’ άδει κοιλάδων αήρ
διώχνοντας πλοία βαθιά.

Αυτοκράτορας Τεντσί (626-671). Στα. χρόνια της βασιλείας του (668-671), έγραψε ποίηση στη κινεζική και στην ιαπωνική γλώσσα και θεωρείται από τους μελαγχολικούς δημιουργούς, που αντιμετώπισε με συμπάθεια τον πόνο των ταπεινών υπηκόων του. Στην ανθολογία Μαvιοσού του αποδίδονται διάφορα τάνκα, μεταξύ των οποίων και τα. επόμενα:

Θωρώ στον ήλιο
νέφη άλικα φλάμπουρα
στην αμφιλύκη
κι ως έρχεται η νύχτα
ζοφερή λάμπει σελήνη.

Πεσμένη ψάθα
του δασοφύλακα η καλύβα
φθινοπωρινό
απάγκιο, μέρα-μέρα
δακρύζω τα μανίκια.

Σύζυγος του αυτοκράτορα Τεντσί. Τη παραμονή του επικείμενου θανάτου του αυτοκράτορα Τεντσί, η σύζυγός του έγραψε ένα τάνκα για να εκφράσει τον πόνο και τη συναισθηματική της κατάσταση. Ας το δούμε λοιπόν:

Άvωθεv του οίκου σου
και στη κορφή Κοχάτα,
στά δάση τα βαθύσκιωτα,
κίτρινη σημαία πετά,
φτεpογίζει η Ψυχή σου μπρος μου
κι εγώ θρηνώ, αδύναμη να σε συναντήσω.

      Πρίγκηπας Αρίμα (640-658!!!). Γιος του αυτοκράτορα Κοτοκού, που καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του θρόνου. Στη διάρκεια ταξιδιού του, έγραψε τα παρακάτω 2 τάνκα:

Στιι; όχθες του Ιγουασίρο
θα δώσω διαταγή vα γίvει
ζεύγος με φυλαχτό πευκόξυλο.
Να μου γελάσει η μοίρα
και να τη δω στο γυρισμό.

Σαν ζούσα σπίτι
είχα γαβάθα ρύζι
τώρα βαδίζω
χωρίς καν προσκέφαλο,
μονάχα μνήμες.

      Πριγκήπισσα Νουκάντα (άγνωστα λοιπά στοιχεία, -μέσα 7ου αι.). Θεωρείται η μεγαλύτεpη ποιήτρια της εποχής της. Κόρη του πρίγκηπα Καγκαμί του Ομί, ήταν ευνοούμενη του αυτοκράτορα Τεντσί, -στον οποίο είναι αφιεpωμένα τα 3 επόμενα τάνκα- αλλά και του δαδόχου του θρόνου, Τεμού (673-686). Ιδού:

Αναμένουμε νά ‘βγει
η σελήνη απ’ το Νικιτατσού.
Την ώρα που η θάλασσα
στ’ απόyειό της φτανει
Ας λάμνουμε μαζί στ’ ανοιχτά!

Έλα στον πυρρό κάμπο
μακρυά απ’ το παλάτι
ο φύλαξ ακλουθεί.
Μου στέλνεις σήματα
κουνώντας τα μανίκια.

Γύρνα, προσμένω,
σβήνω από τον πόθο.
Κουρτίνα μπαμπού
τρέμει στο άγγιγμά μου,,
σα σχοινόσκαλα σ’ αέρα.

Πριγκήπισσα Καγκαμί (άγνωστα στοιχεία, μέσα 7ου αι.). Η μικρότερη αδελφή της Νουκάντα, που χάνοντας κάποια στιγμή την εύνοια του αυτοκράτορα Τεντσί, παντρεύτηκε το Φουτζιγουάρα νο Καματάρι (616-669) κι έγραψε το τάνκα που ακολουθεί, σαν απάντηση στο 3ο τάνκα της αδελφής της. Ιδού:

Φυσά τ’ αγέρι
τώρα για ‘σέ με μίσος.
‘Γω περίμενα
πως για ‘μέ θα φυσούσε
κι η καρδιά μου ματώνει!

Πρίγκηπας Οτσού (663-687). Ο 3ος γιος του αυτοκράτορα Τεμού (631-686) και μικρότερος αδελφός της πριγκήπισσας Οκού νο Χιμενίκο, καταδικάστηκε σε θάνατο, εξ αιτίας της συμμετοχής του σε συνωμοσία κατά του θρόνου. Έγραψε πολλά τάνκα στη κινεζική κι ιαπωνική γλώσσα, όπως το παρακάτω, που ‘ναι αφιερωμένο στη κυρία της αυλής -και μέλλουσα σύζυγό του- Ισικάγουα. Ιδού:

Κυλώ στο λόφο
κι είμαι σα δροσοσταλιά.
Σένα προσμένω
νερένιος απ’ τη βροχή
το λόφο να τυλίξω.

Αυτοκράτειρα Τζίτο (~645-702). Κόρη του αυτοκράτορα Τεντσί, κατέλαβε το θρόνο μετά το θάνατο του συζύγου της (βασ. 687-696). Ας δούμε και κάτι δικό της. Ιδού:

Τέλος του έαρος.
Μες στο ζεστό το θέρος,
το βουνό Καγκού,
τα ρούχα σ’ ομορφαίνει:
λευκά τα κάνει, χιόνι!

Κυρία Ισικάγουα (άγνωστα στοιχεία). Σύζυγος του Οτόμο Γιασουμάρο (πέθανε το 714), -2ος γάμος της, ο 1ος με τον πρίγκηπα Οτσού– και μητέρα του ποιητή Οτόμο Σακανόουε, έγραψε σε επιστολή της προς τον πρίγκηπα και μετέπειτα σύζυγό της το παρακάτω τάνκα:

Σα με πρόσμενες
γινόσουνα μουσκίδι.
Ω! να σ’ εύρισκα,
χρυσή δροσοσταλίδα,
στους πρόποδες του λόφου!

Επεκτάθηκα σε ποιητικά στιγμιότυπα της Αρχαϊκής περιόδου, γιατί εκτός που είναι και μεγάλη σε χρονική διάρκεια, υποθέτω θα ‘ναι και δυσεύρετα, αλλά και πως έχει ενδιαφέρον η μελέτη τους μιας και δείχνει αρκετά, περί του τότε τρόπου σκέψης μιας ολάκερης χώρας. Στις επόμενες θα ‘μαι πιο σύντομος. Πάμε λοιπόν στην επόμενη, που ‘ναι η Νάρα, πιο μικρή απ’ όλες.
____________________________

2η Περίοδος: Νάρα (710 – 794 μ. Χ.):  Εδώ έχουμε περισσότερους και σας τους θυμίζω εν τάχει: Κακινομότο νο Χιτομάρο, Γιαμάμπε νο Ακαχίτο, Γιαμανόουε νο Οκούρα / κες Οτόμο Σακανόουε, Κάσα. Μερικούς τους είχα βάλει πριν, τώρα θα βάλω κι ό,τι παρέλειψα από τη περίοδο αυτή. Πάντως δεν έχω παραλείψει και πολλά μιας κι η περίοδος αυτή είναι η πιο μικρή απ’ όλες!

Κυρία Γιοσάμι (7ος-8ος αι.) Πρόκειται για τη σύζυγο του Κακινομότο νο Χιτομάρο που πενθώντας το θάνατο του ποιητή κι αγαπημένου συζύγου της, έγραψε τα παρακάτω 2 τάνκα. Ιδού:

Σήμερα και χτες
στέκομαι και προσμένω.
Τί καρτεράς; λεν
βρίσκεται στα κοχύλια,
στο Πέτρινο Ποτάμι.

Αδύνατον πια
να τον ξαναγκαλιάσω
καπνός στ’ ουράνια
στο Πέτρινο Ποτάμι:
θωρώντας το θυμάμαι.

Οτόμο νο Ταμπίτο (665-731). Αν θυμάστε ο ποιητής του σάκε. Υπήρξε γενικός διοικητής της νήσου Κιουσού. Αργότερα κατέλαβε κι άλλα ύπατα αξιώματα στη πρωτεύουσα Νάρα, από την οποία έλειψε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα περισσότερα ποιήματά του τα έφτιαξε σε προχωρημένην ηλικία κι εντάχθησαν στην ανθολογία Μανιονσού, από το γιο του Γιακαμότσι -που είναι κι ο δημιουργός της. Ενδιαφέρον έχει ο κύκλος με τα 13 τάνκα που υμνούνε το εθνικό ιαπωνικό ποτό, γνωστό με τ’ όνομα σάκε. Αν κι οφείλεται σε κινεζικήν επίδραση, δεν παύει ν’ αποτελεί κι ένα σπάνιο φαινόμενο για την ιαπωνική ποίηση.

Μεγάλη αλήθεια
λέει ένδοξος σοφός
χρόνια τώρα.
Μιλώντας για το σάκε
δείχνει τη σοφία του.

Οτόμο νο Γιακαμότσι (716-785). Θεωρείται ο δημιουργός της ογκώ8ους ανθολογίας Μανιοσαύ, στην οποία περιέχονται περισσότερα από 500 δικά του ποιήματα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται κι αξιοσημείωτα.τάνκα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο γιο του κρατικού αξιωματούχου και ποιητή Οτόμο νο Ταμπίτο, που σε ηλικία 29 ετών διετέλεσε κυβερνήτης της επαρχίας Ετ-τσού, ενώ νεαρός εμφανίστηκε κι ως ποιητής. Το 750 8ιετελεσε υφυπουργός των στρατιωτικών της αυτοκρατορίας και το 758 ανέλαβε κυβερνήτης της επαρχίας Ιναρί. Με το θάνατό του, οι ανήκοντες στη φατρία του χάσανε τα προνόμιά τους εξ αιτίας κάποιου εγκλήματος που διαπράχθηκε από μέλος αυτής. Ας δούμε κι αυτουνού ένα δείγμα της ποίησής του. Ιδού:

Τώρα νυχτώνει,
στη μισάνοιχτη πόρτα
στέκω, προσμένω
κείνη που ορκίστηκε
στ’ όνειρο πως θα έρθει.

Όταν ανθίσουν
τα γαρύφαλα που έχω
μπρος στην αυλή μου
σ’ αυτά θ’ αναγνωρίσω
τα γλυκά σου μάγουλα.

Η επίγεια ζωή
γρήγορη και φευγαλέα
γι’ αυτό θά ‘θελα
χαράς βουνίσιο ρέμα
δρόμο τίμιο κι αληθινό.

Κα Οτόμο νο Σακανόουε (~728-746~): Η αδελφή του αξιωματούχου της αυτοκρατορίας Οτόμο νο Ταμπίτο και πεθερά του Οτόμο νο Γιακαμότσι, ανθολόγου της Μανιονσού, θεωρείται μια από τις σημαντικώτερες ποιήτριες της ανθολογίας αυτής. Δυστυχώς δεν έχουμε αρκετά στοιχεια για το βίο της κι οι χρονολογιες είναι αυτες που γνωρίζουμε σίγουρα πως ζούσε κι έγραφε. Ας δούμε και κάτι δικό της λοιπόν:

 Αραχνοΰφαντο
ρούχο φορεί ο καλός μου.
Του Σάο άνεμε
ισχυρέ σώπασε λίγο
να μείνει τ’ άρωμα ‘δώ.

Γιαμάμπε νο Ακαχίτο (αρχές με τέλη 8ου αι.) Δεν έχουμε πολλα στοιχεία για τη ζωή του, αλλά ξέρουμε καλά πως πρόκειται για τον κορυφαίο, μετά το Χιτομάρο, ποιητή της ανθολογίας Μανιονσού. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από την απλότητα και την ευκολία με την οποία περιγράφει τα συναισθήματα που εκφράζονται μέσα από αυτήν. Ας δούμε κι ένα δείγμα δικό του:

Αεί παφλάζοντας
ο χείμαρρος περνάει
πάνω απ’ το βράχο.
Μετά, στα ήρεμα νερά
καθρεπτίζεται η σελήνη.

      Εδώ κλείνει κι η περίοδος Νάρα, αυτός ο περίπατος στα σοκάκια της, δεν ήτανε δα και μεγάλη, όπως άλλες, και πάμε παρακάτω στη περίοδο Χεϊάν.
_____________________________

3η Περίοδος:Χεϊάν (794 – 1185): Εδώ θυμίζω, είχαμε ανθολογίες μπόλικες και σημαντικές, είχαμε τις 3 μεγάλες οικογένειες και κάμποσους σπουδαίους ποιητές, που τους 3 κορυφαίους τους έβαλα στο πριν άρθρο. Τώρα θα προσθέσω μερικούς και μερικές ακόμα για να σχηματιστεί καλλίτερη εικόνα. Πάμε λοιπόν να δούμε παρέα, τι παρέλειψα πριν:

Όνο νο Τακαμούρα (802-852). Έγραψε ποίηση στην ιαπωνική αλλά και στη κινεζική γλώσσα, εφόσον υπηρέτησε επί πολλά χρόνια ως εκπρόσωπος της Ιαπωνίας στη Κίνα κι έτσι εμβάθυνε και στον πολιτισμό κι αυτής της χώρας. Ορίστε κι ένα δείγμα:

Σ’ αργοπορημένες χιονοπτώσεις
δεν αναγνωρίζω απ’ το χρώμα τους
τηι; δαμασκηvιάι; τ’ άνθη.
Παρακαλώ σκορπίστε τ’ άρωμά σας
να σας αναγνωρίζω απ’ αυτό!

 Άπιστο δέντρο
σ’ είχα για καταφύγιο
σε ώρα βροχής
βιαστικός οδοιπόρος
και ρίχνεις τα φύλλα σου;

Αριγουάρα νο Γιουκιχίρα (818-893): Ο διατελέσας και κυβερνήτης της επαρχίας Ιναμπά μεγαλύτερος αSερφός του φημισμένου ποιητή Αριγουάρα νο Ναριχίρα κατέλαβε ως και το ύπατο αξίωμα του 2ου Γραμματέα του Κράτους κι είναι αυτός που με τον Όνο νο Τακαμούρα ετοιμάσανε τη μετάβαση από τη περίοδο της ανθολογίας Μανιοσού στη περίοδο της ανθολογίας Κοκινσού. Δείτε τη γραφή του:

Άνοιξη πάντα
φόρα μανδύα από μετάξι
αραχνοΰφαντο
ώστε βουνίσιος αγέρας
να τον σκίζει βιαστικά.

Μπούνια νο Γιασουχίντε (άγνωστη γέννηση – 880 ή 890): Υπάλληλος του αυτοκρατορικού οίκου, αποκάλυψε το ποιητικό του ταλέντο γράφοντας τάνκα και συγκαταλέγεται στους διάσημους 6 κορυφαίους της ιαπωνικής ποίησης. Δείγμα του:

Χόρτα και φύλλα
αλλάζουνε χρώματα,
το φθινόπωρο
στα άνθη των κυμάτων
της θαλάσσιας πεδιάδας.

Έκλεισε χρόνος
που έδυσε ο ήλιος
πίσω απ’ τα πέπλα
κει που βγαίνουν τριβόλοι
αλλάζοντας φως με σκότος.

Ιερέας Κισέν (1ο μισό 9ου αι.): Είναι ένας από τους 6 κορυφαίους της ανθολογίας Κοκινσού με άγνωστα στοιχεία για τη ζωή του κι από τα ποιήματά του σώζεται μόνον 1 τάνκα. Εξ αιτίας αυτού, μερικοί αμφισβητούνε την ύπαρξή του. Ας δούμε αυτό το μοναδικό του:

Το ησυχαστήριό μου βρίσκεται
Στη μέση της πρωτεύουσας ακριβώς.
Έτσι μπορώ vα ζω εγώ
Σε τόπο που είναι σε όλους γνωστός
Όπως το κατάμαυρο Όρος της Υπομοvής.

Σουγκαγουάρα νο Μιτσιζάνε (845-903): Εξαίρετος ποιητής και καλλιγράφος, έγραψε στη κινεζική κι ιαπωνική yλώσσα, θεοποιήθηκε μετά θάνατον με το όνομα Τεντζίν-Σαμά και του αφιερώθηκε ο ναός Κιταμό στο Κυότο. Απολάμβανε της εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα Ούντα (βασ. 887-897) και κατέλαβε το υπουργικό αξίωμα επί των ημερών του αυτοκράτορα Ντα’ίγκό, ενώ αντίζηλοί του, της φατρίας Φουτζιγουάρα συμβάλλανε στο να πάει εξορια -ως yνωστός κυβερνήτης- στο Νταζαϊφού της νήrσου Κιοuσού (901). Ας δούμε ένα τάνκα του:

Όταν η καρδιά
ακολουθεί με πίστη
τον καλό δρόμο
τότε χωρίς προσευχές
θεοί τη προστατεύουν.

Οσικότσι νο Μιτσούνε (859-907): Θεωρείται από τους μεγαλύτερους ποιητές του 1ου μισού της περιόδου αυτής. Υπήρξε κυβερνήτης της επαρχίας Κάι κι είναι ένας από τους ανΘολ6γους-συyγραφείς της ανθολογίας Κοκινσού. Έγραψε κupίως ερωτικά και pομαντικά τάνκα.

Όταν χιονίζει
δύσκολα διασχίζεται.
χάνετ’ ο δρόμος.
Έτσι έχασα κι εγώ
τις χαρές μου όλες.

Οτόμο νο Κουρονούσι (αρχές με τέλη 9ου αι,): Κι αυτός συγκαταλέγεται στους 6 κορυφαίους της ανθολογίας κι ανήκε στους αυλικούς του θρόνου, κατέχοντας μάλιστα μεγάλα κομμάτια γης στην επαρχία Ομί, κοντά στη πρωτεύουσα της χώρας.

Χυμένα δάκρυα
ανοιξιάτικης βροχής
όλοι θλιμμένοι
που της κερασιάς τ’ άνθη,
έπειτα θα πέσουνε.

Μιναμότο νο Χιτόσι (880-951): Στη ποίησή του κυριαρχούνε θέματα που σχετίζονται με τον κρυφό έρωτα. Δεν έχουμε στοιχεία για το βίο του και θα μιλήσει γι’ αυτόν το τάνκα του. Ιδού:

Πώς φούντωσ’ έτσι,
απέραντος έρωτας
αυτός που σού ‘χω;
Στη φυλλωσιά πεδιάδας,
κρυμμένος σε μίσχους μπαμπού.

Κι νο Τσιραγιούκι (883-946): Αυλικ6ς, που διετέλεσε και κυβερνήτης της επαρχίας Τόσα της νήσου Σιχόκου, αποκάλυψε αρετές πεζογράφου στην απ’ τον ίδιο εκδιδόμενη Εφημερίδα Της Τόσα. Ανήκει στους διακεκριμένους ποιητές της Ιαπωνίας και στους πρωταρχικούς ανθολόγους της Κοκινσού στην οποία συνέταξε και το εξαιρετικά ποιητικό προλόγισμα.

Αύρα που φυσά
σαν μπαίνει η άνοιξη
διώχνει τους πάγους
ξυπνά απ’ τη λήθη τη πηγή
που δροσίζει τα μανίκια μου το θέρος.

Νύχτα θερινή
έτοιμος να κοιμηθώ
κείνη την ώρα
που ο κούκκος με τη λαλιά
ντύνει το ξημέρωμα.

Μίμπου νο Ταγκαμίνε (άγνωστη γέννηση-910): Δεν υπάρχουνε παρά μόνο τάνκα να μιλήσουνε γι’ αυτόν τον ποιητή. Ας δούμε:

Άνεμος χτυπά
λευκά νέφη τσακίζουν
στις κορφές ορέων.
Η καρδιά σου φαίνεται
ίδια χωρίς συμπόνοια.

Να η άνοιξη
τη νιώθεις από παντού.
Αν δεν ακούσω
φωνίτσα του αηδονιού
τίποτα δεν πιστεύω.

Εδώ κλείνει κι η Χεϊάν, που κι αυτή δεν ήτανε δα και μεγάλη, περάσαμε από μέρη που δεν είχαμε δει στο προηγούμενο άρθρο και τώρα ήρθε η σειρά της 4ης στη σειρά περιόδου Καμακούρα. Πάμε:
_____________________________

4η Περίοδος:Καμακούρα (1185 – 1332): Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε αν θυμάστε, από πολλές ανθολογίες αλλά και διαγωνισμούς ποιητικούς. Επίσης από πολλά νέα πρόσωπα -και παλιά- κι από κάποιες ψιλοκαινοτομίες όσον αφορά στους κανόνες ποίησης και διαγωνισμών αυτής. Περάσαμε κάπως σύντομα και βιαστικά, και τώρα σκέφτομαι να το πάμε ραχάτι, να δούμε λιγάκι καλλίτερα τι αφήσαμε πίσω μας πριν. Πάμε:

Σαϊγκιό (1118-1190): Κατά κόσμον Σάτο Γιοσιχίκο, που στα  23 του έγινε βουδιστής ιερέας, υπήρξε σαμουράι και προσωπικός φρουρός του αυτοκράτορα Γκο-Τόμπα (1180-1239), στο διάστημα της βασιλείας του ( 1183-1198). Φημισμένος ποιητής της φύσης και φιλόσοφος, ο τελευταίος εκπρόσωπος των πρωτοποριακών της λυρικής ποίησης του τέλους της πριν περιόδου, Χεϊάν, τραγουδήθηκε σε ολόκληρη την Ιαπωνία. Τα ποιήματά του διδαχτήκανε κι απαγγελθήκανε πολύ, αφού είχαν ευρείαν απήχηση κι εκδοθήκανε και σε ξεχωριστήν ανθολογία, τη Σανκασού. Για να τονε διαβάσουμε λιγάκι λοιπόν:

Τίναξε τ’ άνθη
ανοιξιάτικος αγέρας
καθώς κοιμόμουν
ξύπνησα απ’ τ΄όνειρο
τώρα νιώθω άσχημα.

Τελευταία επιθυμία:
Να ξέρω ότι πεθαίνω
Θλιβερό πεπρωμένο.
Περνώ στον κόσμο σα δροσιά

Στο μίσχο εvός χόρτου,
πλάιι σε σοκάκι…

Αυτοκράτορας Σουτόκου (1119-1164): Ενθρονίστηκε σε ηλικία 4 ετών (το 1123) κι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση το 1141. Με εντολή του ετοιμάστηκεν η 6η αυτοκρατορική ανθολογία, γνωστή ως Σικασού (Συλλογή λεκτικών απανθισμάτων). Θεωρείται ένας αυθεντικός ποιητής ερωτικής ποίησης, με αισιόδοξα μηνύματα στον ποιητικό λόyο του.

Άνθη στα κλαριά
και στη παλιά τους φωλιά
τα χελιδόνια
όλα επιστρέψανε
όμως κανεις δεν ξέρει
που ‘χει πάει η άνοιξη.

Φουτζιγουάρα νο Σανεσάντα (1139-1191): Ύπήρξεν ιερέας και διετέλεσε κι uπουργός της αυτοκρατορίας. Άλλα στοιχεία δεν έχουμε πλην όμως έχουμε το τάνκα του. Ιδού:

Κοιτάζω μακρυά
προς τα ‘κει π’ ακούστηκε
κούκκου τραyούδι.
Μπορώ να δω τη σελήνη
στης χαραυyής το ρόδισμα…

Ιερέας Τζακουρέν (άγνωστη γέννηση-1202~): Ούτε ‘δώ έχουμε στοιχεία, μόνο τάνκα:

Δεν στέγνωσαν ακόμη για καλά
οι σταγόνεc; τηc; βροχής; και κρέμονται
στιc; βελόνεc; τον κωνοφόρου μακί.
κι ιδού που αναρριχάται
Η φθινοπωριάτικη ομίχλη του δειλινού…

Κυρία Κουναϊκιό (άγνωστη γέννηση-1207): Σημαντική ποιήτρια και ζωγράφος, υπήρξε αυλική του αυτοκράτορα Γκο-Τομπά ( 1180-1239). Ας τη δούμε:

Φέpνοντας τα πέταλα
η φουρτούvα απ’ τη κορφή Χίρα
ξεχύvεται πάν’ απ’ τη λίμνη.
Η βάρκα που τηv αυλακώνει αφήνει
στο κατόπι της ολκό ανθέων…

Φουτζιγουάρα νο Αρίε (1156-1216): Γόνος της γνωστής οικογένειας που μαζί με τους ποιητές: Φουτζιγουάρα νο Τέικα (Σαντάιε), Φουτζιγουάρα νο Ιετάκα (Καργιού), Μιναμότο νο Μιτσιτόμο κ.ά. είναι δημιουργός της ανθολογίας Σινκοκινσού (Νέα συλλογή από το παρελθάν και το σήμερα) που εκδόθηκε το 1206. Δείγμα γραφής του:

Είμαι δυστυχισμένος.
Βρίσκομαι στο κατακόρυφο
της απέραντης δυστυχίας.
Ως και σένα σιχαίνομαι σελήνη,
τόσο παγερή που ‘ναι σήμερα η αυγή…

Φουτζιγουάρα νο Ιετάκα (Καργιού1158-1238): Ο ποιητής με το κινέζικο όνομα Καργιού βρισκόταν στην αuλή του αυτοκράτορα και ποιητή Γκο-Τομπά, με εντολή του οποίου επεξεργάστηκε με άλλοuς αξιόλυyους ποιητές την ανθολογία Σινκοκινσού. Αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία μετά το θάνατο τωυ σογκούν Μιναμότο νο Σανετόμο, αλλά. σuνελήφθη κι εστάλη εξορία στο νησί Οκί. Θεωρείται ο κατεξοχήν ποιητής της μοναξιάς της ιαπωνικής λυρικήις ποίησης. Λίγη απ’ αυτή παρακάτω:

Θέλω μες στ’ άγρια χαράματα
να σκαρπετήσω σ’ άλλη κορφή βουνού
να με περιστοιχίζουν κατάλευκα νέφη.
Πιο πέρ’ από τους τόπους θέλω να ‘μαι
κει που σελήνη σεριανά στον ουρανό!

Φουτζιγουάρα νο Τέικα (Σαντάιε 1169-1241): Γιος του διάσημου ποιητή Φουτζιγουάρα νο Σουνζέι , ο Τέικα, yνωστός και με το κινεζοϊαπωνικό όνομα Σαντάιε, υπήρξε ο μεγαλύτερος λογοτέχνης της εποχής του, διαπpέψας ως ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας, αλλά. κι ως διηγηματογράφος και συντάκτης φημισμένων ανθολογιών όπως π.χ.:

   –Σιvκοκιvσού, που μετά από απαίτηση του αυτοκράτορα Γκο-Τομπά και μαζί με άλλους γνωστούς ποιητές, την ολοκλήρωσε στο διάστημα 1201-1206.
   –Σιντσοκουσεvσού  (Νέα αυτοκραrορική συλλογή), που επιμελήθηκε μετά απο εντολή του τότε αυτοκράτορα (1221-1232) Γκο-Χορικάγουα (1212-1234) και που ολοκλήρωσε το έτος 1234, γράφοντας δε κι ειδικό ιαπωνικό προλόγισμα.
   –Κιv-vτάι Σούκα (Τα καλλίτερα ποιήματα της εποχής μας), στην οποία περιέχονται 83 τάνκα.

      Ο Τέικα κατέλαβε κι υψηλά αυτοκρατορικά και κρατικά αξιώματα και συμμετείχε ως ελλανοδίκης σε πάρα πολλούς αυτοκρατορικούς ποιητικούς διαγωνισμούς. Για να τονε δουμε λοιπόν κι αυτόνε λιγάκι:

Η γέφυρα των ονείρων
στη μικρή ανοιξιάτικη νύχτα,
συνήθως εκμηδενίζεται…
Στη κορφή του όρους τα νέφη
συζητούν με τον γυμνό ουρανό . . .

Όταν έρχεται άνοιξη
στον ουρανό τ’ αστέρια
αποκαλύπτουν τη φωτεινή πομπή τους.
Στην άκρη του βασιλείου των νεφών
λαμποκοπάνε παράξενοι αστερισμοί.

Μιναμότο νο Μιτσιτόμο (1171-1227): Ποιητής της οικογένειας Μιναμότο, που συνέβαλε τα: μέγιστα στη δημιουργία της 8ης αυτοκρατορικής ανθολογίας Σινκοκινσού, χωρίς άλλα στοιχεία, παρά μόνο ποιήματά του. Ιδού:

Μου υποσχέθηκες
πως θα ‘ρχόσουν ευθύς σε μένα.
Μ’ αυτό συνέβη στ’ όνειρο…
Χάραμα κι η σελήνη είν’ ίδια,
όπως στη πρώτη μας φορά!

Εδώ θα κλείσω κι αυτή τη περίοδο -με θλίψη στ’ αλήθεια, γιατί πρέπει να προχωρήσουμε παρακάτω- και θα περάσω στην επόμενη και 5η κατά σειράν, τη πολύ μικρή περίοδο Ναμπόκου τσο. Πάμε λοιπόν παρακάτω.
______________________________

5η Περίοδος:Ναμ-μπόκου τσο (1332 – 1392): Η πιο μικρή περίοδος απ’ όλες, πολύ ταραγμένη επίσης θυμίζω, με διχασμούς κι αμάχες και να δούμε τι έχω αφήσει πίσω, αν και δε νομίζω να είναι δα και πολλά. Πάμε λοιπόν να τη ξαναπεράσουμε, δεν θα πάρει πολύ….

Αυτοκράτειρα Εϊφουκού (1271-1342): Δυστυχώς δεν έχουμε στοιχεία, αλλά έχουμε τάνκα της:

Ο ήλιος στο βασίλεμα
στης βυσσινιάς τ’ άνθη απλώνει
τ’ αχνόφεγγο φευγιό του
κι ενώ φαίνεται πως στέκει
εξαφανίζονται οι αχτίδες του…

Αυτοκράτειρα Κόγκι (1291-1357): Χωρίς άλλα στοιχεία κι αυτή….

Τα πουλιά της λίμνης
πετώντας πάνε ψηλά και ξαvαχαμηλώνουν.
Τα χτυπήματα των φτερώv τους
στέλνουν κρύους παλμούς κι ήρεμους ψιθύρους
απ’ όπου  προέρχεται κι η ψύχρα της αυγής…

Αυτοκράτορας Χαναζόνο (1297-1348): Διετέλεσε επί μια 10ετία αυτοκράτορας (1308-1318) κι ασχολήθηκε με τη ποίηση, δημιουργώντας στο διάστημα 1314-46, μαζl με άλλους συνεργάτες, τη 47η αυτοκρατορική ανθολογlα, τη Φουγκασού (Κομψή συλλογή), που περιλαμβάνει 2210 τάνκα, ταξινομημένα σε 20 βιβλία. Οι εισαγωγές σε ιαπωνική και κινεζική γλώσσα αυτής της ανθολογίας είναι έργο του, που διακρίνεται για το πρωτοποριακό του πνεύμα. Ας τονε δούμε λοιπόν:

Ο ήλιος δύει
και κιτριvίζουν όμορφα
οι χώροι που φλυαρούv τα χελιδόvια.
Στον κήπο ανάμεσα στα καλάμια.
της άνοιξης η πράσινη μοσχοβολιά…

Αυτοκράτορας Κομγιό (1321-1380): Χωρίς περαιτέρω στοιχεία, έχω όμως ένα του τάνκα από τη Φουγκασού και το παραθέτω:

Παράξενο που είναι
ματαίως υποκλίνομαι
αφού καλά με ξέρω …
Τώρα, ούτε καν εγώ
δεν είμαι σίγουρος αν σ’ αγαπώ!

Πρίγκηπας Μουνενάγκα (1312-1385): Και δυστυχώς θα κλείσουμε το μικρό ταξιδάκι μας εδώ με ακόμα ένα ποιητή χωρίς στοιχεία εκτός από ένα του τάνκα:

Οι αγριόχηνες
γιατί γυρίζουν πίσω;
Δεν έχουνε βρει
τις ορεινές φωλιές τους,
από καιρό ξεχασμένες…

Κλείνει κι η μικρούλα περίοδος αυτή -το χα πει πως δε θα πάρει πολύ- και θα πάμε στην επόμενη που είναι η:
______________________________

6η Περίοδος: Μουρομάτσι (1392 – 1603): Είναι μεγάλη περίοδος με μπόλικες ανθολογίες, αλλά πολλές ταραχές και για πολλά χρόνια, φέρει όμως περήφανα την εμφάνιση του ρένγκα (τάνκα όπου το χάικου του το γράφει ένας και το υπόλοιπο -το χοκού-, σαν απάντηση -ατάκα- άλλος, που ωστόσο προσδίδει νέα διάσταση στο θέμα ή απαντά, ή αλλάζει τεχνηέντως τον ρου). Επίσης όμως έχουμε το ξεπεσμό του καθαυτό τάνκα σε απαίδευτα χέρια και τον κάπως υποβαθμισμό του. Έχουμε νέους δημιουργούς – απογόνους μεγάλων οικογενειών και ποιητών και την εμφάνιση του χάικάϊ, που ναι ο παππούς του χάικου, και πάμε να τη περάσουμε μια βόλτα ήρεμη να τη δούμε καλύτερα:

Σογκί Χοσί (1421-1502), Σοχακού (1443-1527), Σοτσό (1448-1532): Η συνάντηση των 3 ταλαντούχων ποιητών: Σογκί (δάσκαλος), Σοχακού και Σοτσό (μαθητές του), το έτος 1488, στο πανέμορφο χωριό Μινάσε, ανάμεσα στο Κυότο και στην Οσάκα, με αφορμή ένα προσκύνημά τους σε ναό κοντά στο  αυτοκρατορικό παλάτι του Μινάσε, είχε σαν αποτέλεσμα τη 8ημιουργία 100 ρένγκα -αλυσιδωτών ποιημάτων. Τα αλυσιδωτά ποιήματα προέκυψαν από το διαμελισμό του τάνκα σε 3στιχο κι ένα τελικό 2στιχο, προαναγγέλοντας κατά κάποιο τρόπο τη γέννηση του χάικου. Ο 1ος ποιητής γράφει 3στιχο, ο 2ος συνεχίζει με 2στιχο, ο 3ος συμπληρώνει με 3στιχο, ο 1ος ακολουθεί με 2στιχο κ.ο.κ. Όμως, όλα αυτά τα τμήματα πρέπει να δένουν αρμονικά μεταξύ τους με σεβασμό στο θέμα, στον τονισμό, στην όλη ατμόσφαιρα, χωρίς να εκφυλίζονται σε κάποιο παιγνίδι αυσχεδιασμού. Ας δούμε, λοιπόν, 10 από τα 100 ρένγκα του 1488 και πως από το τάνκα προέκυψε αβίαστα το χάικου:

Ρένγκα Του Μινάσε

Σογκί:Αργεί το χιόνι να στρωθεί
                   κι οι πλαyιές των βουνών χάνονται στην ομίχλη
                   τα ανοιξιάτικα βράδια.
Σοχακού:Μακρυά ο ποταμός ρέει μες στο χωριό
                   γεμάτος απ’ αρώματα ανθών δαμασκηνιάς!
Σοτσό: Στον ποταμό που πνέουν αρώματα
                   κρέμονται σαν τσαμπιά οι ιτιές.
                   Πλησιάζει άνοιξη.
Σογκί:Ήχος δεμένης βάρκας
                   στο λαyαρό φως της μέρας.
Σοχακού: Σελήνη! Άραγε τώρα
                   πάνω από τη νεφόσκεπη πεδιάδα,
                   τεμπελιάζεις στον ουράνιο θόλο;
Σοτσό:Οι λαyκαδιές σκεπασμένες με τάπητα πάχνης.
                   Το φθινόπωρο αναμφίβολα είναι στη λήξη του!
Σογκί:Χωρίς καν να νοιάζονται
                   για το πού θα ζουζουνίζουν τα ζουζούνια
                   τα χόρτα ξεραίνονται.
Σοχακού:Υπάρχω yια να κάνω ένα καλό φίλο.
                   Το μονοπάτι προς την αυλή του, ησυχαστήριο!
Σοτσό:Απόμακρα χωριά,
                   ‘δώ φτάνει η θύελλα
                   από τα κορφοβούνια.
Σογκί:Στ’ αφιλόξενα σπίτια,
                   μοναξιά και δυστυχία.
……………………………

Κι εδώ τελειώνει μια μεγάλη, μα ταραγμένη πολύ, εποχή για να δώσει τη θέση της στη τελευταία προ Τόκυο, εποχή, την 7η κατά σειρά και μετά το πέρας κι εκείνης, θα κλείσει το 1ο κεφάλαιο του άρθρου, για να μπούμε στα 2 βασικά θέματά του: τη περίοδο Τόκυο και τον Μασαόκα Σικί και τη ποίησή του. Πάμε λοιπόν γοργά…
_____________________________

7η Περίοδος:Έντο ή Τοκουγκάγουα (1603 – 1868): Είναι η περίοδος αυτή από της ήρεμες θυμίζω, καθώς ο Τοκουγκάγουα επέφερε κι επέβαλε την ειρήνη, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν οι τέχνες και γενικά τα “ειρηνικά πράγματα” όλα. Θυμίζω επίσης πως κι αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος της περιόδου Τόκυο, καθώς το Έντο είναι η πρώην ονομασία του. Θυμίζω επίσης πως είχε και τη εξέλιξη των χάικου σε κανονική κι άρτια ποίηση πλέον, με πρωτεργάτη τον παρουσιασμένο στο πριν άρθρο, Ματσούο Μπάσοου. Κι αφού σας τα θύμισα όλα τούτα, πάμε να δουμε τί εγώ “ξέχασα” σε τούτη τη περίοδο:

Μοτοόρι Νορινάγκα (1730-1801): Ενας από τους σημαντικώτεροuς :και πλέον ευρυμαθείς της εποχής του στην Ιαπωνία, που το yιγαντιαίο έργο του το αφιέρωσε στη προσπάθεια επαναφοράς των αρχαιώτερων σιντοϊστικών παραδόσεων στη χώρα του. Παρουσίασε το 1798 το 1ο ιαπωνικό χρονικό Κοτζικί, σε 44 τόμους, καθιστώντας το ευρύτερα γνωστό. Το χρονικό αυτό ήτανε θυμίζω το ένα από τα 2 χρονικά, που μας παρείχανε -μεταξύ άλλων φυσικά- όλες αυτές τις πληροφορίες που αναφέρω και στα 2 άρθρα.
    Συνέθεσε το φημισμένο κι ευρέως διαδεδομένο μέχρι και σήμερα άσμα με τίτλο: Σακούρα! Σακούρα! (Κερασιές! Κερασιές!), έκφραση θαυμασμού των χωρικών στο πανέμορφο θέαμα των ανθισμένων κερασιών -που πράγματι είναι κάτι εξξαιρετικά θαυμαστό. Ασχολήθηκε και με τη ποίηση, γράφοντας κάμποσα τάνκα, στη προσπάθειά του να ορίσει με ποιητικό τρόπο την ιαπωνική ψυχή. Για να δούμε πως:

Ανάβει η θώρια μου
σαν τη πυγολαμπίδα
προς το σούρουπο.
Δεν το βλέπει ετούτο
η άκαρδη λατρεία μου.

Οκούμα Κοτομίτσι (1798-1868): Χωρίς άλλα στοιχεία, παρά μόνο τις λέξεις του:

Νόμιζα ο άνεμος
αρώματα καβαλά,
βλέπω και πέταλα
να γλεντούν στο κήπο μου,
μ’ ανθισμένες κερασιές.

Σε  παράθυρο
ανοιχτό, ξεχασμένο
πάμπολλες φορές
βιβλίο ξεφυλλίζεται
απ’ άτακτο άνεμο!

Κάμο νο Μαμπούτσι (1697-1769): Χωρίς στοιχεία κι αυτός, και το τάνκα του ίσως μας κατατοπίσει κάπως:

Μονάχη της η καρδιά,
της άνοιξης πού ‘ρθε
θριαμβευτική,
λαμπρή, βγάζει ευωδιά:
στα όρη βυσσινιές ανθούν.

Χάικου:

Γιόσα Μπουσόν (1716-1784): Ο μεγάλος χαϊτζίν και ζωγράφος, δημιουργός μάλιστα ενός δικού του προσωπικού στυλ ζωγραφικής -του στυλ Ι’ιόσα- που εξέφραζε τον τpόπο συνδυασμού της βόρειας και νότιας κινεζικής σχολής απεικόνισης τοπίων, είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ιαπωνίας. Γεννήθηκε στο χωριό Καμαμούpα, κοντά στην Οσάκα, όπου κι έζησε τα παιδικά του χρόνια. Στα 20 του σπούδασε ζωγραφική και την τέχνη του χάικου, στο ‘Εντο, όπου είχε εγκατασταθεί, έχοντας δασκάλους του φωτισμένους ανθρώπους, όπως ο Ισαόκα Γκαντό. Τα πpώτα του ποιήματα εκδοθήκανε το 1774, όταν ήταν ήδη σε μεγάλη ηλικία, αλλά η ποιητική ωριμότητα εκδηλώθηκεν αργότερα, όταν εμβάθυνε στα ποιητικά δημιουργήματα του μεγάλου Μπάσοου. Μάλιστα, τα χάικου του Μπουσόν πρωτοτυπούνε σε σύγκριση με κείνα των άλλων ποιητών, αφού διαβάζοντάς τα κάποιος, νομίζει πως έχει να κάνει με διακεκριμένη ζωγραφική ή ποιητικές εικόνες. Βέβαια, η ποίησή του δεν έχει το βάθος και τη δεξιοτεχνία της ποίησης του Μπάσοου. Πολλά θέματα τ’ αντλεί από τη κινεζική λογοτεχνία ή από παλιότερα γεγονότα της ιαπωνικής ζωής και δίνονται με ρομαντικό τρόπο σε χάικου ιδιότυπης γραφής. Πέθανε το 1784 κι ενταφιάστηκε στο προαύλιο της παγόδας Κινπουκού-τζι, κοντά στο Κυότο κι άφησε πίσω του εκατοντάδες χάικου και μεγάλο αριθμό αξιόλογων μαθητών.
      Εδώ λοιπόν σκέφτομαι να βάλω ένα χάικου του αλλά κι ένα πίνακά του: πρόκειται για μιαν αυτοπροσωπογραφία, όπου εικονίζεται στο γραφείο του να γράφει χάικου και στο φόντο ένα χάικου επίσης που ωστόσο αδυνατώ να μεταφράσω. Κρίνετε λοιπόν εσείς:

Τις ήρεμες μέρες μου
μαζεύω και βλέπω πόσο
μακρυά το παρελθόν.

Εαρινή βροχή.
Ομπρέλλα και ψαθάκι
το συζητάνε.

Κλαίω που ‘φυγε
και τούτη η άνοιξη
στα κυπαρίσσια.

Κερί στο χέρι
και στον κήπο με λύπη
κλαίει την άνοιξη. 

Φωνές χωρικών
αρδεύουν τις πεδιάδες
φεγγάρι θέρους.

Γιαμαμότο Ριόκαν (1757-1831): Ήτανε μοναχός της αίρεσης ζεν κι από τους πιο φημισμένους ποιητές της εποχής του, καθώς άνεμος δημιουργίας, πρωτοπορείας, φρεσκάδας, ευαισθησίας κι ανανέωσης, διακρίνει σχεδόν ολάκερη τη ποίησή του. Ιδού ένα δείγμα χάικου αυτή τη φορά:

Όλο κοιμάται
του κήπου το γρασίδι
κι όλο ίδιο μένει.

Κομπαγιάσι Ίσσα (1763-1827): Κανονικό όνομα: Γιατάρο Κομπαγιάσι.Υπήρξε ποιητής χάικου κυρίως και βουδιστής ιερέας. Γεννημένος 15 Ιουνίου 1763, στη Κασιγουαμπάρα της επαρχίας Σινάνο, 1ος γιος αγροτικής οικσγένειας, έμεινε ορφανός από μητέρα στα 2 του, ενώ στα 5 ο πατέρας του νυμφεύθηκε εκ νέου. Αυτό το γεγονός ήτανε καθοριστικό στη δημιουργία της προσωπικότητάς του, διότι έζησε τα παιδικά χρόνια σε περιβάλλον μοναξιάς κι εχθρικό, που τον ανάγκασε στα 13 μετά το θάνατο της γιαγιάς του, να φύγει από το σπίτι κι από την ασπλαχνία της μητρυιάς του, για το Έντο (νυν Τόκυο). Εκεί, έπειτα από μια 10ετία για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε, αναδεικνύεται δάσκαλος της ποίησης χάικου. Βέβαια με τη μητρυιά του είχε και μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες για το σπίτι που έπρεπε να μοιραστεί με τον ετεροθαλή αδερφό του, σύμφωνα με τα όσα όριζε η διαθήκη του πατέρα του. Νυμφεύθηκε σε μεγάλην ηλικία, τότε που μπορούσε να ζήσει τις λίγες ανέσεις της ζωής, το 1813, στα 50 του αλλά η σύζυγός του πέθανε νωρίς κι έκανε 2ο γάμο, χωρίς να ευτυχήσει και πάλι αφού αναγκάστηκε να διαζευχθεί. Με τη 3η σύζυγό του, τη Γιαό, απέκτησαν 6 παιδιά, από τα οποία τα 5 πέθαναν πρόωρα, ενώ το τελευταίο γεννήθηκε μετά το θάνατό του. Ζώντας λοιπόν μια ζωή γεμάτη πόνο, καταφρόνια και πίκρα, εξέφρασε μες απο τη ποίηση τα συναισθήματά του κατά τρόπο ταπεινό κι αυθεντικό.

      Δεν γνωρίζουμε που και πως έμαθε γράμματα ούτε πως έγινε βουδιστής ιερέας. πάντως μελέτησε το χάικου στο Έντο, μαθητεύοντας στον Τσικουά της σχολής Κατσουσίκο -όπου μια ομάδα λογοτεχνών, γνωστή ως Κατσουσίκα Χα, καλλιεργεί μιαν αναγέννηση του υψηλού ύφους του Μπάσοου- και στα 27 του τονε διαδέχτηκε στη διδασκαλία, ενώ στη συνέχεια ταξίδεψε πάρα πολύ σ’ ολόκληρη τη χώρα, ως τα 38 του. Το ψευδώνυμο Ίσσα το χρησιμοποίησε στη 1η ποιητική συλλογή του με τίτλο: Ταμπισουί (Συλλογή Περιπλανήσεων), στην οποια έδωσε και το περίγραμμα του ποιητικου του προσώπου. Επίσης, εξέδωσε το: Τσιτσί Νο Σουέν Νικί (Σημειώσεις Για Το Θάνατο Του Πατέρα Μου), ενώ πιο σημαντικο είναι το έργο του: Ορα-γκα χαρού (Το Νέον Έτος Μου), σύνθεση ποίησης και πεζογραφίας, είναι από τα σημαντικώτερα και τα πιο συγκινητικά κείμενα του 19ου αι.. Στη ποίησή του δεν υπάρχει το φιλοσοφικό βάρος αυτής  του Μπάσοου, ούτε το διακριτικό μεγαλείο της ποίησης του Μπουσόν. Αντιθέτως, τα στοιχεία του αυθορμητισμού, η αυθεντική φρεσκάδα έκφρασης των αισθημάτων, υπάρχουνε μα δεν είναι και τόσον εμφανή στη ποίηση αυτού του σημαντικού χαϊτζίν. Το στυλ του συνυψασμένο με αγροτικές εκφράσεις, με πληθώρα απλών συνομιλιών ή και με ειρωνικό χιούμορ, υπηpετεί μιαν ανθρωπιστική στάση κι ένα ιδιαίτεπο πνεύμα του ευαίσθητου και πολύπαθου αυτού ποιητή.
      Ο αιώνας που χωρίζει τον Ίσσα από τον Μπάσοου, παρά τη σημαντικότατη παρουσία ποιητών όπως ο Μπουσόν, παραμένει μια εποχή παρακμής, στην οποία κυριαρχούν οι χλωμές απομιμήσεις του μεγάλου δασκάλου. Ο Ίσσα ανανέωσε ριζικά τη ποίηση του χάικου και της προσέδωσε ένα προσωπικώτερο, τρυφερώτερο και πιο κοσμικό τόνο από τον μεγάλο πρόδρομό του, επιλέγοντας ως αγαπημένα θέματα τη φτώχεια του και τη μοίρα των πιο απροστάτευτων μικρών ζώων κι εντόμων. Συνέγραψε περί τα 20.000 χάικου, χάικαϊ νο ρένγκα και πεζογραφήματα επίσης. Η ποίησή του είναι σταθερά προσηλωμένη στην ανθρώπινη τραγωδία. Η ανθρώπινη ύπαρξη σχετίζεται με τη φύση ειρωνικά. Το μέγεθος του ανθρώπινου παραλογισμού φαίνεται από τη σύγκριση των πράξεών του με τις φυσικές διαδικασίες.
      Πέθανε 19 Νοέμβρη 1827 στα 64 του, στο σπίτι που γεννήθηκε. Θα δείξω κι αυτουνού μερικά χάικου για να ‘χουμε μιαν ιδέα:

Οι σπούργοι παίζουν
όταν εσείς κρύβεστε
στ’ άνθη του τσαγιού!

Άνθη κερασιάς:
Είναι σα να κρέμονται
σ’ ουράνιες κλωστές.

Ωραία κοπελλιά
ροκανίζει στα κρυφά
ρυζοκούλουρα.

Δροσερή αύρα
λυγερή και φιδίσια
με διαπερνάει.

 Εδώ κλείνει κι αυτή η περίοδος, μαζί και το 1ο κεφάλαιο. Τώρα μπαίνουμε στο 2ο με τη τελευταία περίοδο που μας λείπει. Πάμε παρεούλα λοιπόν.

============================

2. 8η Περίοδος: Τόκυο (1868-σήμερα)

      Το 1868 καταρρέει το καθεστώς που είχε επιβάλλει η οικογένεια Τοκουγκάγουα και γίνεται παλιννόρθωση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η πόλη Έντο μεταβαπτίζεται κι αρχίζει η περίοδος Τόκυο (πρωτεύουσα της ανατολής). Αυτή λοιπόν η περίοδος που κρατά ακόμα, χωρίζεται στις εξής εποχές:

α)Εποχή Μεϊτζί (1868-1912): Οφείλει την ονομασία της στον άνθρωπο που παλιννόρθωσε την αυτοκρατορική εξοuσία (Μουτσοχίτο) και που χαρακτηρίστηκε Φωτεινός (Μεϊτζί), γιατί στις ημέρες του εκσυγχρονίστηκε η Ιαπωνία. Ύπό τη καθοδήγησή του συντάσσεται το 1ο Ιαπωνικό Σύνταγμα, δημιοuργείται Νομοθετικό Σώμα, λειτουργούνε τυπογραφεία, ιδρύονται κι εκδίδονται εφημερίδες, προωθείται η δυτικοποίηση της χώρας και κατοχυρώνονται δημοκρατικοί θεσμοί που επιτρέπουν λειτουργία κομμάτων. Έτσι το 1884 ιδρύεται το Φιλελεύθερο Κόμμα και το 1906 το Σοσιαλιστικό Κόμμα κ.ά.

β) Εποχή Ταϊσό (1912-1926): Πρόκειται για τα χρόνια της βασιλείας του Γιοσιχίτο. γιου του Μεϊτζί.

γ) Εποχή Σογουά (1926-σήμερα): Ξεκινά με την ανάληψη των αυτοκρατορικών εξουσιών από το γνωστό σε μας Χιροχίτο, και πρόκειται για μιαν εποχή αρμονίας και λαμπρότητας (σογουά), που φτάνει ως τις μέρες μας.

      Στη διάρκεια των 2 τελευταίων περιόδων η Ιαπωνία δυτικοποιείται ραγδαία, τόσο στους τομείς τεχνολογικών κι επιστημονικών  εξελίξεων, όσο και στους πνευματικούς τομείς και στη λογοτεχνία. Τα έργα των μεγάλων Ευρωπαίων κι Αμερικανών συγγραφέων μεταφράζονται στα ιαπωνικά και νέα λογοτεχνικά ρεύματα κάνουνε την εμφάνισή τους στη χώρα. Ο ελεύθερος στίχος (τζιγού-σι) κι η ποίηση σε νέα μορφή (σινταϊσί) οδηγεί τους Ιάπωνες ποιητές στην εκ νέου ανακάλυψη του πολλών στίχων ποιήματος, στην ανανέωση του τάνκα και του χάικου και την αρμονική ζεύξη κλασσικών μορφών ποίησης με σύγχρονο θεματολόγιο και τον επίκαιρο προβληματισμό.
      Το 1891 ο ποιητής και φιλόλογος Οτσιάι Ναομπόμι (1861-1903) δημοσιεύει το έργο του Νέος Κώδικας Για Μικρά Ποιήματα (Σινσέν Κατέν) με τον οποίο ανανεώνει τη ποίηση τάνκα. Στην άνθηση όμως του νέου τάνκα και την αποκάλυψη του λυρισμού, της ομορφιάς και του μεγαλείου του θέτουνε το θεμέλιο λίθο, η ποιήτρια Ι’ιοσάνο Ακίκο (1878-1941), κι ο ποιητήc Ισικάγουα Τακουμπόκου (1885-1912) κ.ά. Τα 2 κλασσικά αυτά είδη της ιαπωνικής ποίησης, τάνκα & χάικου, έχουν ιδιαίτερην απήχηση και στον έξω κόσμο, αφού και πολλοί ξένοι ποιητές επιχειρούν να γράψουνε σε αυτή τη μορφή και φόρμα, αλλά στις μητρικές τους γλώσσες. Ορισμένοι μάλιστα έχουνε πετύχει εκπληκτικά αποτελέσματα, όπως π.χ. ο δικός μας νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, κι έτσι τα 2 αυτά μικρής μορφής ποιήματα, καθιερώνονται σαν είδη ποίησης και σε άλλες χώρες και λογοτεχνίες, όπως Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα κλπ.

      Το μεγαλείο της ποίησης τάνκα καταδεικνύεται από το γλαφυρό και φημισμένο για τη τέλεια κι υποδειγματική κομψότητα ύφους, προλόγισμα στην ανθολογία Κοκινσού, του Κι νο Τσουραγιούκι. Μέρος αυτού του προλόγου, ωστόσο περιγραφικότο, θα μεταφέρω εδώ αντί άλλης ανάλυσης σχετικά με αυτό το είδος της κλασσικής ιαπωνικής λυρικής ποίησης και να κλείσω το θέμα αυτό:

   “Η ποίηση του Γιαμάτο (Ιαπωνίας) έχει τη ρίζα της κατευθείαν στην ανθρώπινη καρδιά, από την οποία ξεχύνεται σε χιλιάδες φύλλα-λέξεις. Σ’ αυτό τον κόσμο, σε τούτη τη ζωή, οι άνθρωποι έχουν αναρίθμητες ασχολίες, εκφράζουνε τις σκέψεις και τα αισθήματα της καρδιάς τους με τη βοήθεια της όρασης και της ακοής. Στο άκουσμα του κελαηδίσματος του αηδονιού που θρηνεί ανάμεσα στ’ άνθη ή του καλεσματος του βατράχου που ζει μες στη λίμνη, ποιά ζωντανή ύπαρξη δε σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι; Χωρίς να κουράζεται διόλου, η ποίηση κινεί γη κι ουρανό, γεμίζει λύπη τους θεούς και τους αόρατους δαίμονες, αυτή ξέρει να κάνει τον άντρα να πλησιάσει τη γυναίκα κι η ίδια βοηθά στο να μαλακώσουνε και να συμφιλιωθούν οι καρδιές εκείνων που αντιπαλεύουν μεταξύ τους με αγριότητα. Η ποίηση εκανε την εμφανιση της ταυτόχρονα με τη δημιουργία του ουρανού και της γης. Αυτό που εμείς έχουμε κατά νου σα ποίηση έχει εγκαινιαστεί στον αιώνιο ουρανό...”

      Με το κείμενό του αυτό πείθει πως είναι ένας σημαντικός κριτικός της ιαπωνικής λογοτεχνίας, αφού οι κρίσεις του είναι αξιόλογες και βαρύνουσες ως σήμερα και τονε διακρίνει η ικανότητα του συλλέγειν κι ανθολογείν ποιήματα διαχρονικής αξίας. Η θαυμάσια αυτή προαναγγελία του τι θα επακολουθήσει, δείχνει, ακόμα, το μέγεθος του λογοτεχνικού και ποιητικου πνεύματος του ποιητή, που πράγματι έχει συντάξει μιαν αληθινή εισαγωγική πραγματεία για τους εκφραστές της ποίησης τάνκα.

      Τώρα όσο για το χάικου, να θυμίσω πως στη περίοδο Μουρομάτσι, πρωτοεμφανίζεται σαν ένας 1ος κρίκος του ρένγκα. Αυτό που ξεκίνησε λοιπόν σαν απλό κοινωνικό παιγνίδι, εξελίχτηκε σιγά-σιγά σε πραγματική τέχνη, που καθορίζεται από σύνθετους κι αυστηρούς κανόνες, περνά στους ανθρώπους της αυτοκρατορικής αυλής και καθιερώνεται στις κλασσικές, αυλικές, ποιητικές τους συνήθειες. Ορισμένοι ποιητές του τάνκα, διαπρέπουνε και σ’ αυτό το νέον είδος, όπως ο ιερέας Σοτετσού (1381-1459), οι επίσκοποι Σινκέι (1406-1457) και Κενσάι, που το έργο τους ξεπερνιέται από τον μαθητή τους Σογκί Χοσί (1421-1502), που το 1488 έγραψε στο Μινασέ, τα γνωστά μας 100 Ρένγκα, μαζί με τους μαθητές του, Σοχακού (1443-1527) και Σοτσό (1449-1532).
      Ο επιγραμματικός χαρακτήρας του χάικου κρύβει ένα διαυγές στοιχείο του ανατολικού πολιτισμού, που τονίζει τη δυναμη της στιγμής. Πρόκειται για την ακαθόριστης διάρκειας χρονική μονάδα που είναι ταυτόχρονα τόσο ελάχιστα μικρή όσο διαρκής κι αιώνια. Η έμπνευση είναι απόρροια της στιγμής και το λακωνικού λόγου 3στιχο είναι μια μεγαλειώδης δημιουργία της στιγμής έμπνευσης του ποιητή. Το χάικου δεν είναι κάποια επιγραμματικη απλότητα ή ένας κοινότοπος λόγος από αθροισμένες λέξεις. Η συντομία του λόγου δε σχετίζεται με τη σημείωση μιας ποιητικής ιδέας ούτε αποτελεί  ένα ποιητικό σκίτσο / σκαρίφημα, που μπορεί να έχει προοπτική για μεγάλωμα, δεν είναι σχεδιασμένο για περαιτέρω μελλοντικήν επεξεργασία. Ούτ’ έν απλό 17σύλλαβο με μια λέξη εποχής (κίγκο) κι εντάξει καθαρίσαμε, κάναμε κι εμείς ένα χάικου. 
     Έχει τη δική του εσωτερική ροή (ριούκο) και δίνει μες από τον κατάλληλο σχεδιασμό συγκεκριμένου με αφηρημένο, την ουσία της ζωής καθαρά κι ολοκληρωμένα, δίνει την αλήθεια του κόσμου και το μεγαλείο της ανθρώπινης ευαισθησίας μέσω αυτών τον δονήσεων των παλμών της ψυχής. Γι’ αυτό σε πάμπολλα δεν υπάρχει καν ρήμα, επίθετο ή επίρρημα, δεν υπάρχουνε παρομοιώσεις ή συγκρίσεις, κι έτσι η ουσία και τα ουσιώδη εκφράζονται με τα ουσιαστικά και με τον ελλειπτικό λόγο. Κυριαρχεί το στοιχείο της αφαίρεσης, αλλά υπάρχει αφθονία λέξεων που περιέχουνε πληθώρα ομοίων φωνηέντων με διαδοχή και μάλιστα λέξεων κενγιογκέν (λέξεις με διπλή ή και πολλαπλή σημασία). Είναι το είδος αυτό με το οποίο ο Ιάπωνας μπορεί άριστα να εκδηλώσει την ευαισθησία και τον έρωτά του για τη φύση. Ήδη έχουμε δει τη θεματολογία τους πιο πίσω και στο πριν άρθρο.
      Θεωρούνται σαν ιδιοφυϊες στο είδος αυτό οι εξής 6 δημιουργοί: ΣοκάνΜοριτάκε, Τεϊτόκου, Τεϊσίτσου, ΣοΐνΜπάσοου, που δίνουν υπόσταση, αυτονομία και διάρκεια στο σύντομο αυτό κομματάκι, ανεβάζοντάς το σε υψηλότατου επιπέδου ποίηση που τελεί ωστόσο σε αυστηρή πειθαρχία. Ο τελευταίος μάλιστα πρωτοπορεί εισάγοντας 1η φορά λέξεις της προφορικής ιαπωνικής γλώσσας κι έτσι, από εν απλό (ακόμα) είδος αυλικής ποίησης, να μετατραπεί σε καθαρό μέσον έκφρασης με το οποίον να μπορεί κι ο απλός Ιάπωνας να εκφράσει την ευαισθησία και τον έρωτά του. Η μεγίστη αυτή ποιητική μορφή δίνει στο χάικου κομψότητα, μεγίστη ποιότητα και νόημα, αφαιρώντας του τη σατιρικήν αταξία. Αυτή επιστρέφει στο 18ο αι., που θεωρείται περίοδος αναγέννησης της επιγραμματικής ποίησης κι αυτό οφείλεται στον Καραγί Σενργιού (1718-1790), που δημιούργησεν έν είδος λαϊκού χάικου, που φέρει τ’ όνομά του.

      Κλείνω την εσωτερική παρένθεση-υπενθύμιση-εμπλουτισμό κι είναι πια καιρός να περάσουμε και σε δημιουργούς της περιόδου αυτής, ώστε να κλείσουμε και το 2ο κεφάλαιο. Για να δούμε λοιπόν τί έχουμε, (σημειωτέον: εδώ θα βάλω και χάικου και τάνκα, ανάλογα και το τί διαθέτω, εκτός του Σικί, που έπεται). Πάμε λοιπόν:

Γιοσάνο Ακίκο (1848-1942): Η σύζυγος του ποιητή Γιοσάνο Τεκάν, και γνωστού εκδότη του ποιητικού περιοδικού Άστρο Της Αυγής, εμφανίστηκε σα ποιήτρια στα 19 της. Έγραψε τάνκα, αλλά και ποιήματα δυτικού μοντέρνου στυλ και θεωρείται ως η σημαντικότερη Ιαπωνίς ποιήτρια του μεσοπολέμου. Για να δούμε μερικά εξ αυτών:

Η άνοιξη είναι μικρή
γιατί να πιστεύουν γι’ αυτή
πως είναι αθάνατη;
Τα στήθια μου τα φουσκωμένα
τα κρατώ στα δυο μου χέρια!

Ξέρω πως ποτέ
δεν άγγιζες βυζί ζεστό,
δελεαστικό.
Η μοναξιά δε προσπερνά,
διαρκώς διδάσκει τη Νιρβάνα…

Βιολετιές πεταλούδες
που σμίγετε πετώντας
στ΄όνειρο τούτης της νύχτας,
είδατε τάχα στο χωριό μου
αν τινάζουνε τα χαλιά;

Στη ψηλή σκάλα
που φτάνει στη καρδιά μου,
αυτός έφτασε
ανεβαίνοντας, μόνο
το πολύ τρία σκαλιά.

Ένα σπουργίτι
τρυφερό σα κορίτσι
πλένεται δειλά
κάτω από το δέντρο
στη λιμνούλα της βροχής

Ισιγκάγουα Τακουμπόκου (1885-1912 !!!):  Ο θεωρούμενος ως ένας από τους μεγαλύτερους προSρόμους της νέας ιαπωνικής ποίησης, αν κι έγραψε ποιήματα μεγάλα και πολλών στίχων, είναι περισσότερο ποιητής τάνκα. Από εκφραστής του ρεύματος ρομαντικών και φυσιοκρατών εξελίχθηκε σε σημαίνον στέλεχος των κοινωνιστών ποιητών, ασχολούμενος κυρίως με τα προβλήματα των απλών ανθρώπων κι εκείνων που ζούσαν από το μόχθο των χεριών τους. Για να δούμε πως αυτός ο νεαρός με τον τόσο σύντομο βίο, πώς έγραψε:

Σαν ήμουν παιδί
τα μάτια μου κλαίγανε
και πεισμώνανε
με των πουλιών τη πτήση:
τραγουδούσαν πετώντας.

Στ’ αστεία κάποτε
κουβάλησα στη ράχη
τη γιαγιούλα μου.
Λίγο μόνο κι έκλαψα
ήταν τόσο ελαφριά!

Έγραψα στην άμμο
πολλές φορές τη λέξη
“θάλασσα”. Τώρα
επιστρέφω σπίτι μου,
χωρίς σκέψη θανάτου.

Μόνο μια νύχτα
λυσσομάνησε φουρτούνα,
κι ύψωσε στην ακτή
ένα λοφίσκο άμμου.
Τίνος τάχα είν’ ο τάφος;

Γουακαγιάμα Μποκουσούι (1885-1928): Ο 8ιασημότερος όλων των φυσιοκρατών δημιουpγών ποίησης τάνκα των τελευταίων αιώνων, παρ’ όλο που έζησε σύντομο βίο, για τον οποίο δεν έχουμε στοιχεία. Ένα δείγμα γραφής του:

Το βουνό κοιμάται ησύχως,
και στις πλαyιές του η θάλασσα
κοιμάται ως συνήθως…
Ένας και μόνος περπατώ
στη σβησμένη άνοιξη!

Μουρμούρα πηγής
και πουλιών το κάλεσμα,
φτάνουν απ’ τα πεύκα
κι απ’ τις σειρές των βυσσινιών
καταμεσήμερο απ’ τα βουνά.

Κιταχάρα Χακουσού (1885-1942): Με ένα έργο που ξεπερνά τους 80 τόμους, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημανnκώτερες ποιητικές φuσιογνωμίες της σύγχρονης Ιαπωνίας και θεωρείται από τους εισηγητές στην επιστροφή στον νεοκλασσικισμό. Διέπρεψε και στο δυτικού τύπου ελεύθερο στίχο, όμως θεώρησε αναγκιαία την έμπρακτη υποστήριξη της ποίησης τάνκα. Ας δούμε το δικό του:

Μπρος μου ένα καλάμι
πίσω του η κορφή Φούτζι
αλλά κει πάνω
στης κορυφής τη μύτη
τρεμοανεβαίνει ένα καλάμι καπνού.

Τακαχάμα Γιόσι (1874-1959): Με το Σικί υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού ποίησης χάικου, του γνωστού Χοτοτογκίσου ( 1898) (βλ. παρκάτω). Ανήκει στους ποιητές που ήτανε προσηλωμένοι στη παράδοση και γενικά στα γράμματα, αλλά από το 1913 το ενδιαφέρον του στράφηκε αποκλειστικά στο χάικου. Έγραψε δεκάδες χιλιά8ες ποιήματα της μορφής αυτής κι εδώ θα δούμε μαζί μερικά σα δείγμα:

Μια κοπελλιά
παίρνει το μπάνιο της
τη ποθεί ενα κοράκι.

Ιίντα Ντακότσου (1885-1962): Γεννημένος σε χωριό κοντά στο όρος Φούτζι, σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Γουασεντά και το 1909 επέστρεψε στο χωριό του, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή ποίησης χάικου, δίνοντας πνοή στο τοπικό περιοδικό Οvμό, απ’ τα καλλίτερα έντυπα του είδους. Αυτά τα στοιχεία και παρακάτω δείγμα:

Δρυοκολάπτης
στέλνει τους ήχους του
στα νέφη των βουνών.

Αρχή φθινόπωρου:
Χνουδωτά κι απαλά νέφη
αρμενίζουν στ’ άστρα.

Κα Νακαμούρα Τεϊτζό (1900-1988): Γεννημένη στο Κουμαμότο του Κιουσού, έγραψε ευαίσθητα θηλυκά χάικου, στα περισσότερα από τα οποία αντικατοπτρίζεται η καθημερινότητα. Να δούμε ένα δικό της:

Μαραμένα φύλλα
λωτού, σπασμένα κι όχι,
πλέουνε στο νερό.

Καγουαμπάτα Γιόσα (1900-1941): Ασχολήθηκε κάποιο διάστημα με τη ζωγpαφική και στη συνέχεια με το χάικου. Από το 1931 που αρρώστησε βαpιά από μεταδοτική νόσο μέχρι που πέθανε, η μοναδική του απασχόληση ήταν η ποίηση και το πιο αγαπημένο του θέμα η πάχνη. Ιδού:

Δροσοσταλίτσα
στο βράχο καθισμένη
σα διαμαντάκι.
_____________________________

 Εδώ θα πρέπει να κλείσω κι αυτό το 2ο κεφάλαιο αν και με τρώει να βάλω κι άλλα δείγματα, αλλά αλήθεια είν’ ατέλειωτη της ποίησης η σκάλα κι έτσι μπορεί να επανέλθω με ένα τυχόν 3ο μέρος για την ιαπωνική ποίηση, τούτη τη φορά συνδυασμένο με την ιαπωνική ζωγραφική, ή μάλλον με την ιαπωνική ζωγραφική εμπλουτισμένη με ποιήσεις χάικου ή τάνκα! Το λέω μα δεν υπόσχομαι… το χω στο νου μου πάντως, να το ξέρετε. Λοιπόν παρακάτω ακολουθεί το 3ο κεφάλαιο με μιαν όσο πιο καλή μπόρεσα παρουσίαση του Μασαόκα Σικί, διάσημου ποιητή χάικου της εποχής Μεϊτζί, της περιόδου Τόκυο. Πάμε λοιπόν παρακάτω…

============================

3. Μασαόκα Σικί

Βιογραφικό

      (Σημειωτέον: Υπήρξε ποιητής της εποχής Μεϊτζί, της περιόδου Τόκυο. κσι το Μασαόκα ( 正岡  ) είναι το επώνυμο). Το Μασαόκα Σικί ( 正岡 子規 , ήτανε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, καθώς το πραγματικό του όνομα ήτανε Μασαόκα Νομπόρου ( 正岡 升 ), ο Ιάπωνας ποιητής, δημοσιογράφος, αρθρογράφος, ζωγράφος και λογοτεχνικός κριτικός της ιαπωνικής ποίησης. της υποπεριόδου Μεϊτζί στη περίοδο Τόκυο. Θεωρείται ο άνθρωπος που τελειοποίησε τη ποίηση χάικου, στη μορφή που τη ξέρουμε σήμερα και μάλιστα θεωρείται επίσης ένας από τους 4 κορυφαίους της ποίησης αυτής. Οι άλλοι 3 είναι ο Ματσούο Μπάσοου, ο Κομπαγιάσι Ίσσα κι ο Γιόσα Μπουσόν. Ωστόσο έγραψε και ποιήματα τάνκα.
      Ο Σικί, ή μάλλον ο Τσουνενόρι, ( 常規 ), όπως ονομάστηκε αρχικά, γεννήθηκε 14 Οκτώβρη 1867, στη πόλη Mατσουγιάμα της νήσου Σικοκού, στην επαρχία Ίγιο (σημερινό νομό Eχίμε) σε οικογένεια υπαλλήλων με ρίζες σαμουράι, σε μέτρια οικονομική κατάσταση. Ως παιδί, ονομάστηκε Toκορονοσούκε ( 処 之 助 ) στην εφηβεία, το όνομά του άλλαξε σε Noμπόρου  ).

      Ο πατέρας του, Τσουνενάο ( 常 尚 ), ήταν αλκοολικός που πέθανε όταν ήτανε 5 ετών. Η μητέρα του, Γιάε, ήτανε κόρη του Ουχάρα Κανζάν, ενός Κομφουκιανού μελετητή. Ο Kανζάν ήταν ο 1ος από τους εξωσχολικούς διδασκάλους του. Σε ηλικία 7 ετών το αγόρι άρχισε να διαβάζει τον Mencius υπό τη κηδεμονία του. Αργότερα ομολόγησε ότι δεν ήταν αρκετά επιμελής φοιτητής. Στα 15 του έκανε κάτι πολιτικό ριζοσπαστικό, συνδέοντάς το με το τότε φθίνον Κίνημα Ελευθερίας και Λαϊκών Δικαιωμάτων κι αποκλείοντας τον εαυτό του από το να απευθύνει δημόσιο λόγο, από τον διευθυντή του Ματσουγιάμα Γυμνασίου, στο οποίο φοιτούσε. Σ’ αυτό περίπου το διάστημα εξέφρασε ενδιαφέρον να μετακομίσει στο Τόκυο και το έπραξε το 1883.
      Ο νεαρός παρουσιάστηκε 1η φορά στη γενέτειρά του στο Ματσουγιάμα Γυμνάσιο, όπου ο Κουσάμα Τοκιγιόσι, ηγέτης του διεφθαρμένου Κινήματος Ελευθερίας και Λαϊκών Δικαιωμάτων, είχεν αρχικά λειτουργήσει ως κύριος και σωστός. Το 1883, ένας θείος της μητέρας του κανόνισε να έρθει στο Τόκυο. Γράφτηκε 1η φορά στο Λύκειο του Κιουρίτσου που αργότερα μετατράπηκε σε Προπαρασκευαστικό Σχολείο του Πανεπιστημίου. (Νταϊγκάκου Γιόμπιμον) που συνδέεται με το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο (Τεϊκόκου Νταϊγκάκου). Ενώ φοιτούσεν εδώ, ο έφηβος Σικί απολάμβανε να παίζει μπέιζμπολ και να συγγραφεί με τον συμφοιτητή του Νατσούμε Σουζέκι, ο οποίος αργότερα θα γίνότανε διάσημος μυθιστοριογράφος. Εισήλθε στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο το 1890. Αλλά από το 1892, με τις απασχολήσεις του που του τρώγανε πολύ χρόνο -τα γραπτά ποιήματα κι άρθρα για τα χάικου-, απέτυχε στις τελικές του εξετάσεις, άφησε τον κοιτώνα Χονγκού που του είχε παρασχεθεί με υποτροφία κι απεβλήθη από το κολλέγιο. Άλλοι λένε πως ήταν η φυματίωση, ασθένεια που υπονόμευσε τη μετέπειτα ζωή του, ο λόγος που έφυγε από το σχολείο.

Αυτοπροσωπογραφία του!!!

      Ενώ ο Σικί είναι γνωστός ως ποιητής χαϊκού, έγραψε κι άλλα είδη ποίησης, κριτική πεζογραφία, αυτοβιογραφική πεζογραφία κι ήταν επίσης αρθρογράφος συντόμων δοκιμίων. (Η πρώτη του εργασία που σώζεται, είναι ένα σχολικό δοκίμιο, Γκιόκεν Σέτσου, όπου επαινεί τη ποικίλη χρησιμότητα των δυτικών σκύλων σε αντίθεση με τους ιαπωνικούς, οι οποίοι “βοηθούν μόνο στο κυνήγι και να τρομάζουνε τους διαρρήκτες“). Σύγχρονή του ήταν η ιδέα ότι οι παραδοσιακές ιαπωνικές ποιητικές σύντομες μορφές, όπως το χάικου και το τάνκα, έπεφταν λόγω της ασυνέπειας τους στη σύγχρονη περίοδο Μεϊτζί. Ο Σικί κατά καιρούς, εξέφραζε παρόμοια συναισθήματα. Δεν υπήρχαν μεγάλοι ζωντανοί ασκούμενοι παρόλο που αυτές οι μορφές ποίησης διατηρούσανε κάποιαν αρκετή δημοτικότητα.
      Παρά την ατμόσφαιρα παρακμής, μόνον ένα χρόνο περίπου μετά την άφιξή του στο Τόκυο το 1883, άρχισε να γράφει χάικου. Νεότατος λοιπόν ξεκίνησε κι έγραψε τα πρώτα ποιήματα επηρεασμένος κυρίως από τον Μπάσοου.Το 1892, το ίδιο έτος που αποχώρησε από το πανεπιστήμιο, δημοσίευσε σειρά δοκιμίων υπέρ της μεταρρύθμισης του χάικου, το Ντασάι Σοούκου Χάιβα ή το Συζυτήσεις Για Το Χάικου Στη Φωλιά Της Βίδρας. Ένα μήνα μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου, τον Νοέμβρη του 1892, του προσφέρθηκε μια θέση ως συντάκτης χάικου στην εφημερίδα Nippon, και διατηρούσε στενή σχέση με αυτή καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το 1895 κι ύστερα δημοσιεύθηκεν άλλη σειρά κειμένων του στο ίδιο θέμα και μοτίβο: το Κείμενο Για το Χάικαϊ Γι’ Αρχάριους, (Χάικαϊ Τανιγιό)μ  -αυτό μπήκε και σ’ άλλα περιοδικά-  το Meiji Nijūkunen no Haikukai ή Ο Κόσμος Του Χάικου Το 1896, -όπου επαίνεσε τα έργα των μαθητών Τακαχάμα Κιγιόσι και Καβαχιγκάσι Χεκιγκότο-, το Χαϊτζιν Μπουσόν (1896-1897) -ο Μπουσόν ήτανε ποιητής του 18ου αι., ο οποίος ταυτίζεται με τη σχολή του χάικου- και το Ουταγιόμι Νι Αταούρου Σο ή Επιστολές Σ’ Ένα Ποιητή Τάνκα (1898), όπου προέτρεψε για τη μεταρρύθμιση της μορφής ποίησης τάνκα.

Πίνακάς του με τίτλο: Εικόνα Με Μήλα

      Το παραπάνω έργο, πάνω στο τάνκα, είναι ένα θέμα που είχε επιδοθεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πέθανε 4 έτη μετά την ανάληψη του θέματος αυτού. Κλινήρης κι υπο την επήρρεια της μορφίνης, ανίκανος να έχει το μυαλό του σε διαύγεια, λίγο περισσότερο από ένα χρόνο πριν το θάνατό του, άρχισε να γράφει αρχεία ασθενειών. Αυτά τα 3 έργα είναι το Μποκουτζού Ιτέκι (Μια Σταγόνα Μελάνι1901), το Γκιγιόγκα Μανροκού (Απλές Σημειώσεις Μου Ξαπλωμένος Ανάσκελα 1901-1902) και το Μπιιγιοσό Ροκουσάκου (6 Ποδών Κλινήρης1902).
      Υπέφερε από τη φυματίωση (TB) μεγάλο μέρος της ζωής του. Το 1888 ή το 1889 άρχισε να βήχει με αίμα και σύντομα υιοθέτησε το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Σικί από το ιαπωνικό χοτοτογκίσου -η ιαπωνική λέξη για τον μικρό κούκκο. Η λέξη αυτή μπορεί να γραφτεί με διάφορους συνδυασμούς κινεζικών χαρακτήρων, συμπεριλαμβανομένου του 子規, που μπορεί εναλλακτικά να διαβαστεί ως χοτοτογκίσου ή σικί. Πρόκειται για κινεζικό μύθο που λέει πως αυτό το πουλί βήχει αίμα καθώς τραγουδά πολύ και δυνατά, καθώς υποτίθεται πως ξύνει το λάρυγγά του, γεγονός που εξηγεί γιατί υιοθετήθηκε το όνομα. Έχοντας ήδη τα πρώτα συμπτώματα της φυματίωσης, προσπάθησε να εργαστεί σαν ανταποκριτής πολέμου στον Α’ σινο-ιαπωνικό πόλεμο κι έφτασε τελικά στη Κίνα μετά την υπογραφή της συνθήκης του Σιμονοσέκι στις 17 Απρίλη 1895. Αντί να αρθρογραφεί για τον πόλεμο, πέρασε ένα δυσάρεστο διάστημα που παρενοχλήθηκε από τους Ιάπωνες στρατιώτες στο Νταλιάν, το Λουανγκτάο και την Επαρχία Λουσίκου, συνάντησε δε στις 10 Μάη 1895 το διάσημο μυθιστοριογράφο Μόρι Ογκάι, ο οποίος ήτανε τότε στρατιωτικός γιατρός.

      Η ζωή σε βρώμικες συνθήκες στη Κίνα προφανώς επιδείνωσε τη φυματίωσή του. Συνέχισε τις αιμοπτύσεις στη διάρκεια του ταξιδιού επιστροφής του στην Ιαπωνία και νοσηλεύτηκε στο Κόμπε. Μετά την ανάρρωσή του, επέστρεψε στη πατρίδα του στη Ματσουγιάμα κι ανάρρωνε στο σπίτι του φημισμένου συγγραφέα και συμφοιτητή του Νατσούμε Σουσέκι. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου πήρε μαθητές κι εξέδωσε ένα στυλ χάικου που τόνιζε ό,τι έχει εμπνευστεί από τις προσωπικές εμπειρίες της φύσης. Ακόμη στη Ματσουγιάμα το 1897, ένα μέλος αυτής της ομάδας, ο Γιανιγκιχάρα Κιοκουντό, ίδρυσε ένα περιοδικό χάικου, το Χοτοτογκίσου, μια παραπομπή στο όνομα του Σικί. Έν αξιόλογο φιλολογικό και ποιητικό βήμα, μέσω του οποίου πρότεινε στους συναδέλφους του χαϊτζίν να ‘ναι περισσότερο φυσικοί, αυθεντικοί, ποιοτικοί, αντικειμενικής γραφής, λακωνικού λόγου, ρέοντος λόγου (ριουκό) και να αποφεύγουν τα φτιαχτά, τα ταιριαστά και τη δύσκολη μπερδεμένη γλώσσα. Ο Σικί ήτανε σαφής: “Να είσαστε όσο το δuνατόν πιο λακωνικοί κι αφαιρέστε οτιδήποτε είναι περίσσιο“. 

Το Μουσείο Σικί στη Ματσουγιάμα

      Η λειτουργία αυτού του περιοδικού μεταφέρθηκε γρήγορα στο Τόκυο. Ο Τακαχάμα Κιγιόσι, ένας άλλος μαθητής, ανέλαβε τον έλεγχο, και το εύρος του περιοδικού επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει κι εργασίες πεζογραφίας. Ο Σικί ήρθε στο Τόκυο κι η ομάδα των μαθητών του ήτανε γνωστή ως Σχολή Νιππόν μετά την εφημερίδα, όπου είχε εκδώσει χάικου και τώρα δημοσίευσε το έργο της ομάδας. Παρά το γεγονός ότι το 1897 είχε νοσηλευτεί ικανοποιητικά, η ασθένειά του επιδεινώθηκε περαιτέρω γύρω στο 1901. Απέκτησε και τη Νόσο του Pott (παρακλάδι άσχημο της φυματίωσης, εκτός πνευμόνων, που πλήττει και τα οστά κυρίως της σπονδυλικης στήλης) κι άρχισε να χρησιμοποιεί μορφίνη ως παυσίπονο. Μέχρι το 1902 μπορεί να βασιζότανε σε μεγάλο βαθμό στο φάρμακο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε 3 αυτοβιογραφικά έργα.

Πέτρινο μνημείο που βρίσκεται στη γενέτειρά του πόλη Ματσουγιάμα,
   στο σιδηροδρομικό σταθμό της καιφέρει ένα χάικου του Σικί, που λέει περίπου τα εξής:

                                     Έαρ, ως παλιά
                              βοήθα με ρυζοσοδειές
                                   τη Καστρόπολη.

      Ο Σικί μπορεί να πιστώνεται με τη διάσωση της παραδοσιακής ολιγόστιχης ιαπωνικής ποίησης και την ανάδειξή της σε μιαν εξειδικευμένη θέση στη σύγχρονη περίοδο Μεϊτζί. Ενώ υποστήριζε τη μεταρρύθμιση του χάικου, αυτή η μεταρρύθμιση βασίστηκε στην ιδέα ότι το χάικου ήταν ένα βασισμένο σε κανόνες αυστηρούς, λογοτεχνικό είδος. Υποστήριξε ότι πρέπει να κριθεί με το ίδιο κριτήριο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της αξίας και των άλλων μορφών λογοτεχνίας -κάτι που αντιβαίνει στις απόψεις των προηγούμενων ποιητών. Κατέστησε σταθερά το χάικου στη κατηγορία της λογοτεχνίας, κι αυτό ήτανε μοναδικό κι αρκετό. Ορισμένα σύγχρονα χάικου αποκλίνουν από το παραδοσιακό συλλαβικό μοτίβο 5-7-5 και παρακάμπτουνε το κίγκο, η μεταρρύθμιση του Σικί δεν συνιστούσε να σπάσει με τίποτα αυτή τη παράδοση. Το ιδιαίτερο στυλ του απέρριπτε “τα λογοπαίγνια ή τις φαντασιώσεις που συχνά βασίζονταν στη παλιά σχολή” υπέρ της “ρεαλιστικής παρατήρησης της φύσης“. Ο Σικί όπως κι άλλοι συγγραφείς της περιόδου Mεϊτζί, είχεν υιοθετήσει μιαν αφοσίωση στο ρεαλισμό από τη δυτική λογοτεχνία. Αυτό είναι εμφανές στη προσέγγισή του τόσο στα χάικου όσο και στα τάνκα του.

      Μαζί με τους ΜπάσοουΜπουσόν κι Ισσά δικαιολογημένα θεωρείται έναc από τους κλασσικούς κι ισάξιος με τους προαναφερθέντες λυρικούς ποιητέc της Ιαπωνίας, αφού πρωτοστάτησε στο να ξεπεράσει τα ιαπωνικά σύνορα η λυρική ποίηση, είτε ως τάνκα είτε ως χάικου, παρόλο που ο ίδιος επηρεασμένος από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία έγραψε ποίηση και σε πιο ελεύθερο στυλ.

Το μνήμα του

      Πέθανε στο Τόκυο από φυματίωση στις 19 Σεπτέμβρη 1902 στην ηλικία των 34 ετών μόλις.
____________________________

Τα Ποιήματα

Τάνκα:

Το χωριό κοιμάται βαριά
ούτ’ ένα φως αναμμένο.
Τα φωτεινά άστρα
λες κι αφήνουν τ’ ασήμι τους
πάνω απ’ το δάσος των μπαμπού…

Χάικου:

Τί να διαβάζει,
ανοιξιάτικη νύχτα
ο μοναχικός;

Για τον ασθενή
επίμονο θέρος η νόσος
σαράντα βαθμών.

Κύματα ζέστης:
τ’ άνθη της δαμασκηνιάς
ραίνουν τις πέτρες.

Μια παπαρούνα
άνθισε κι ο άνεμος αμέσως
τίναξε τα πέταλά της.

Έρχονται να πιούν
από αυτό το ποτάμι
πλούσιοι κι αρκούδες.

Εαρινή μέρα,
μικρή βάρκα τριγυρίζει
μεγάλο πλοίο.

Ισχνό το θέρος,
απ’ τη ζωή μου που φθίνει
μένουν κόκκαλα.

Εαρινή βροχή
απλώνονται ομπρέλλες
στη σχεδία μας.

Θέλω να κοιμηθώ
σκότωσε όλες τις μύγες
απαλά παρακαλώ.

Έναστρη νύχτα,
σκιάχτρο μοιάζει μ’ άντρα
το κακόμοιρο.

Πυγολαμπίδα:
είναι κρύα στο χέρι
η λάμψη της.

Όταν γύρισα
ο ταξιδευτής είχε χαθεί
μες στην ομίχλη.

Πλήρης γαλήνη
στη λιμνούλα του βουνού,
αλκυόνη πετά.

Λευκή παιώνια,
όταν βγήκε το φεγγάρι
μάδησε κι έπεσε.

Έρχεται κρύο,
δεν πλησιάζει έντομο
πια τη λάμπα.

Βιαστική βροχή
το φράκο του χελιδονιού
το καταβρέχει.

Διάττων αστέρας
σ’ εποχή πυροτεχνημάτων
η μοναξιά μου.

Ετοιμοθάνατα
κάνουν πολύ θόρυβο
στερνά τζιτζίκια.

Νυχτερινή πνοή,
τρέμουν στο σύνολό τους
τα λευκά ρόδα.

Γλυκές σταγόνες
απ’ το αχλάδι κυλάν
στο μαχαίρι μου.

Το φαναράκι
σε κίτρινη κοιλάδα
μπήκε σπίτι.

Θυμάμαι κάποιος
αγάπησε πολύ τη ποίηση
και τα μούσμουλα.

Κρύος άνεμος
κι έσφιξα πάνω μου τη μικρή.
Τόσο όμορφη!

Δεκαετία σπουδών:
φτώχεια, το πάπλωμά μου
καταφαγωμένο!

Σ’ ένα σπιιτάκι
ακούγεται το κλάμα:
αργαλειός ‘φαίνει.
_____________________________

Εδώ τελειώνει πια κι αυτός ο διασκεδαστικός κι απολαυστικός περίπατος στα χρόνια κι ημέρες της ιαπωνικής ολιγόστιχης ποίησης και με τη παρουσίαση δειγματοληπτικά, ορισμένων μόνον, από τους πολλούς κι αξιόλογους αντιπροσώπους της. Για μένα που τη σεριάνισα καθ’ όλη τη διάρκεια που έστηνα το άρθρο ήταν όντως έτσι: διασκεδαστική κι απολαυστικότατη. Μερικά δε εξ αυτών των μικρών κοσμημάτων, με συγκινήσανε πάρα πολύ και θαύμασα και το τρόπο σκέψης των ανθρώπων αυτών, που βουτώντας το φτερό γραφής στης καρδιάς το μελάνι, παραδώσανε στον κόσμο αυτά τα εξαίρετα κομμάτια. Σκύβω με σεβασμό και συγκίνηση να υποκλιθώ σε αυτούς τους υπέροχους ποητές.
     Τις φωτογραφίες τις αλίευσα από το δίκτυο τυχαία διάλεξα τις πιο όμορφες και σε μερικές περιπτώσεις και ταιριαστές, και τις έβαλα. Στα δε ποιήματα, επενέβην σχεδόν σε όλα, έτσι ώστε να τα φέρω στον κανόνα των 5-7-5-7-7 ή 5-7-5, κι αναλαμβάνω προσωπικά την ευθύνη σε αυτό -αν και δεν ήταν εφικτό να γίνει σε όλες τις περιπτώσεις όπως θα είδατε αν ολοκληρώσατε την ανάγνωση.
     Χαιρετώ με μια φράση: Ως την επόμενη φορά!   Π. Χ.

Τ  Ε  Λ  Ο  Σ

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *