Ισοκράτης: Χρυσός Αρχαίος Μελιρρήτορας

Βιογραφικό

     Ο Ισοκράτης (436 π.Χ.-338 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ρήτορας, ένας από τους 10 Αττικούς ρήτορες. Ήταν από τους σπουδαιότερους ρητοδιδάσκαλους της κλασσικής αρχαιότητας, που θεωρείται συγχρόνως ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την πολιτική κατάσταση του καιρού του. Λίγο μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα, υπήρξε λογογράφος και ρητοροδιδάσκαλος που έζησε και συνέγραψε στα ίδια μ’ εκείνον πολιτισμικά και κοινωνικά πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου και της μετάβασης από τον χρυσό αιώνα στη περίοδο παρακμής της αθηναϊκής πόλης-κράτους. Η ανάμιξή του στα κοινά ήταν έμμεση, όταν με τους λόγους του προσπάθησε να παρέμβει στην πολιτική της Αθήνας εκφράζοντας πανελλήνιες ιδέες. Σώζονται 21 λόγοι του, 9 επιστολές και μερικά άλλα αποσπάσματα.

      Ο 4ος σε σειρά στους περίφημους αττικούς ρήτορες. Ήταν υιός του Θεοδώρου του αυλοποιού κι έτυχε καλής κι επιμελημένης αγωγής και παιδείας. Φιλομαθής, μαθήτευσε σε ονομαστούς σοφιστές (Γοργίας, Τεισίας), γνώρισε ακόμη τη διδασκαλία του Σωκράτη, δεν είχε όμως κλίση στη διαλεκτική, που μάλιστα τη περιφρονούσε. Η οικογένειά του έχασε τα χρήματά της στον πόλεμο κι ο Ισοκράτης αντιμετώπισε δίλημμα διαβίωσης.
      Στην αρχή ξεκίνησε σα λογογράφος, από την άσκησή του δε αυτή, σώζονται 6 λόγοι (402-393 π.Χ.). Έγινε και δικηγόρος για τα δικαστήρια επί 10 περίπου χρόνια. Κάποιοι από τους λόγους που έγραψε σώζονται, αν κι ο ίδιος αρνήθηκε πως είναι δικοί του. Από φυσική δειλία κι αδυναμία φωνής δεν έπαιρνε μέρος ούτε σε αγώνες, ούτε και σε δημόσιες συζητήσεις.
     Το 393 τονε κάλεσε ο Κόνων στη Χίο, που μόλις είχε καταλάβει, για να του εμπιστευθεί πολιτική διοργάνωση δημοκρατικού τύπου. Επιθυμούσε απ’ ό,τι φαίνεται να γίνει ρήτορας, αλλά στερείτο της απαραίτητης δυνατής φωνής και της σκηνικής παρουσίας που απαιτείτο για αυτή τη τέχνη. Έτσι, αποφάσισε να γίνει διδάσκαλος ρητορικής, γεγονός που του απέδωσε φήμη και χρήματα. Το 390 ίδρυσε ρητορική σχολή, που το πρόγραμμά της αποτελούσε ο εναρκτήριος λόγος του κατά των σοφιστών και με τον οποίο υποσχόταν ν’ αναδείξει μαθητές όχι μόνο σοφούς και ρήτορες, αλλά κι άνδρες ικανούς να εννοούν και να πράττουν.
     Το πρόγραμμα προσείλκυσε πολλούς μαθητές απ’ όλες τις γωνιές του ελληνόφωνου κόσμου που φιλοδοξούσανε κυρίως να πολιτευθούν και πολλοί απ’ αυτούς έγιναν σημαντικοί ηγέτες της εποχής του. Από τη σχολή του βγήκαν διαπρεπείς ρήτορες (Ισαίος, Λυκούργος, Αισχίνης κι Υπερείδης) αλλά κι άλλοι μυήθηκαν στη ρητορική τέχνη, για να γίνουν δάσκαλοι των απανταχού Ελλήνων, γεγονός που δίκαια τον έκανε περήφανο. Η φήμη του προσείλκυσε γύρω του ισχυρά πρόσωπα. Σχετίσθηκε με το βασιλέα της Κύπρου, Ευαγόρα, τον Αρχίδαμο της Σπάρτης, το Φίλιππο της Μακεδονίας.     
     Την αξία της διδασκαλίας του μαρτυρεί και το ότι οι μαθητές του κατέβαλλαν σα δίδακτρα το μεγάλο ποσόν των 1.000 δραχμών. Μερικοί από τους μαθητές του ήταν οικότροφοί του επί έτη κι όταν έφθανε η στιγμή ν’ αποχωρισθούνε το δάσκαλό τους, για ν’ αναχωρήσουνε για τις πόλεις τους και τις οικογένειές τους, έκλαιγαν.
     Στη σχολή του δε δίδασκε μόνο την ευρυθμία και τη περίτεχνη σύνθεση του λόγου, αλλά και πολιτικά. Γι’ αυτό οι λόγοι του είναι υψηλοί, μεγαλόπρεποι, πανελλήνιου σημασίας κι ενδιαφέροντος. Ενώ για την εξωτερική πολιτική προέτρεπε τη κατάκτηση των βαρβάρων λαών, για την εσωτερική, προτιμούσε τη δημοκρατία από την ολιγαρχία, επαινούσε τον Περικλή, όμως θαύμαζε τον Σόλωνα. Γαλήνιος, έκρινε με απάθεια τα πανελλήνια ζητήματα, δίχως να κακολογεί άλλες πόλεις και συμβούλευε ομόνοια.

   “Η πόλη μας αναγνωρίζεται ως η αρχαιότερη, η μεγαλύτερη και η πιο φημισμένη σε όλο το κόσμο. Αφού λοιπόν η αρχή της ιστορίας της είναι τόσο ένδοξη, πρέπει να τιμηθούμε ακόμη περισσότερο για τη συνέχειά της. Γιατί εμείς που κατοικούμε σ’ αυτή τη πόλη, δε διώξαμε από ‘δω τους κατοίκους ούτε τη βρήκαμε έρημη ούτε συγκεντρωθήκαμε πολλοί λαοί κι ήλθαμε να τη καταλάβουμε. Η καταγωγή μας είναι τόσο καλή και γνήσια ώστε η ίδια γη, στην οποία γεννηθήκαμε, βρίσκεται στη κατοχή μας χωρίς καμιά διακοπή“.

     Ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό προσπαθεί να ενώσει τους Έλληνες υπό τη σκέπη της Αθηναϊκής ηγεμονίας που όμως τότε, μετά την Ανταλκίδειο Ειρήνη, παρήκμαζε στρατιωτικά. Έτσι στρέφεται στο χώρο του πολιτισμού, όπου η πόλη του είχε τα πρωτεία. Έτσι η ημετέρα παίδευση είναι η Αθηναϊκή (όχι η Ελληνική γενικά αλλά συγκεκριμένα η Αθηναϊκή) και καλεί τους Έλληνες να ενωθούν υπό τη σκέπη της, κατ΄ αυτόν, πνευματικής τους μητέρας.
     Για λόγους ευδαιμονίας συμβουλεύει το Φίλιππο να πάρει την ηγεμονία των Ελλήνων, να επιβάλει μεταξύ τους ομόνοια και να εκστρατεύσει προς την Ασία για να κατακτήσει τους βαρβάρους και τον πλούτο τους. Κάτι που φυσικά δεν έκανε τελικώς ο Φίλιππος αλλά ο υιός του Αλέξανδρος. Οι σκέψεις του Ισοκράτη θα συνοδεύσουν τον Αλέξανδρο μέχρι την Ινδία.
     Πίστευε πως οι αλλοδαποί ήταν πλέον σε όλον τον Ελληνικό τόπο, όχι γιατί οι βάρβαροι κατάφεραν να τη κατακτήσουν, αλλά επειδή οι Έλληνες παρατήσανε τις πόλεις τους και συστήνει στο Φίλιππο να διώξει όλους τους βαρβάρους με φοβέρα και συνάμα να φέρει ευπορία στους Έλληνες. Γι’ αυτό κι ο Ισοκράτης θεωρείται ο πνευματικός πατέρας του Ελληνικού Έθνους. Πρώτος διατυπώνει την ανάγκη της διατήρησης του Έθνους.
     Θεωρούσε κουραστικά κι αφηρημένα τα επιχειρήματα του Πλάτωνα για τη μεταφυσική, την επιστημολογία και την ανθρώπινη φύση, ανεδαφικά. Ήτανε πρακτικός, προσγειωμένος άνθρωπος, που επιθυμούσε να επιλύσει άμεσα προβλήματα. Η πραγματικότητα είναι η άμεση ανθρώπινη εμπειρία:

   “Αυτό που βλέπεις είναι αυτό που παίρνεις». Η μεταφυσική θεώρηση είναι απώλεια χρόνου κι ενέργειας. Η γνώση είναι σχετική. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτα. Το μόνο που μπορούμε να έχουμε, είναι καλές απόψεις. Η καλή άποψη είναι εκείνη που βοηθά στην ερμηνεία της ζωής με τρόπο που βοηθά το δρόμο μας μέσα στη ζωή. Οι συσχετίσεις με την έσχατη πραγματικότητα δεν είναι σημαντικές“.

     Θεωρεί τις αξίες σχετικές, ωστόσο συμφωνεί με τον Πλάτωνα για τη προώθηση των παραδοσιακών ελληνικών αξιών. Το κάνει, όμως, για διαφορετικούς λόγους. Πιστεύει πως οι ελληνικές αξίες είναι χρήσιμες, αλλά όχι κατ’ ανάγκην αληθινές.
     Ο Ισοκράτης συνειδητοποίησε ότι το σχετικιστικό σύστημα αξιών δεν είχε την αναγκαία ψυχολογική δύναμη για να ελκύσει τους ανθρώπους στο κοινό δεσμό της ενότητας και την αδελφοσύνη που θα σταθεροποιούσε τους δεσμούς μιας κοινωνίας εν αποσυνθέσει. Αυτός είναι ο λόγος που προώθησε πολιτικό ιδανικό που θα μπορούσε να ενώσει το πανελλήνιο και το κατάλληλο πρόσωπο -Φίλιππο- που θα μπορούσε να το πραγματώσει. Παράλληλα θεωρούσε, όπως κι οι περισσότεροι σύγχρονοί του διανοητές, την εκπαίδευση ως λυτρωτή του ελληνικού κόσμου.
     Οι 2 ρήτορες (Δημοσθένης & Ισοκράτης) είναι εισηγητές 2 εκ διαμέτρου αντίθετων ιδεολογιών. Ελληνοκεντρικός ο Ισοκράτης θεωρεί πως η Ελλάδα ενωμένη υπό του Φιλίππου οφείλει να εκστρατεύσει εναντίον του προαιώνιου αντιπάλου, της Περσικής Αυτοκρατορίας. Αθηνοκεντρικός ο Δημοσθένης δεν αποδέχεται το γεγονός ότι η Αθήνα του 4ου π.Χ. αι., με εμφανή τα σημεία της παρακμής, είναι υποχρεωμένη να παραχωρήσει τη πρωτοκαθεδρία σε κάποια άλλη πόλη.
     Σύμφωνα με τον Δημοσθένη, (Α’ Ολυνθ. 15), η επιλογή να πολεμήσουν οι Αθηναίοι στη Χαλκιδική, βοηθώντας παράλληλα τους Ολυνθίους να αποκρούσουν τον Φίλιππο μετά την κήρυξη του πολέμου εναντίον της ολυνθιακής συμμαχίας των πόλεων της Χαλκιδικής το 349 π.Χ., παρουσιάζει στρατηγικά πλεονεκτήματα. Μεταφέροντας τον πόλεμο στην επικράτεια του αντιπάλου, οι Αθηναίοι δε θα πληγούν άμεσα από τις συνέπειες πολεμικών επιχειρήσεων στα πατρώα εδάφη. Η διασφάλιση των πατρώων εδαφών κι η μεταφορά του πολέμου σε εχθρικά εδάφη είναι αποδεκτή στρατηγική για τη διατήρηση της πολεμικής ισχύος, καθώς η παραγωγική ερήμωση της γης κι η αρνητική ψυχολογία που δημιουργεί η προσέγγιση του εχθρού, είναι παράγοντες αρνητικοί σε μια πολεμική αναμέτρηση.
     Ο Δημοσθένης, επιστρατεύοντας τη ρητορική του δεινότητα, επιχειρεί μια ιδεολογική προπαρασκευή της κοινής γνώμης χρησιμοποιώντας την έννοια του κοινού συμφέροντος από τη δική του οπτική γωνία. (Α΄ Ολυνθ. 28). Αν οι Αθηναίοι επιτύχουν στην εκστρατεία της Χαλκιδικής οι πλούσιοι με μικρή θυσία -οικονομική επιβάρυνση- θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν ανενόχλητα τα άφθονα αγαθά που κατέχουν κι οι στρατεύσιμοι νέοι θ’ αποκτήσουνε πολεμική εμπειρία που θα τους κάνει δεινούς φύλακες της ακεραιότητας των Αθηνών.
     Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε στη προκειμένη περίπτωση ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την οπτική γωνία του ιστορικού, αλλά κείνη του ρήτορα. Ο ρήτορας ανά τους αιώνες είναι όργανο παρασκευής ιδεολογίας και μετατόπισης της κοινής γνώμης και συνεπώς χρησιμοποιεί όλα κείνα τα τεχνάσματα του λόγου που θα του επιτρέψουν να επιτύχει τους στόχους του. Όπως, για παράδειγμα, οι πολιτικοί ή οι δικηγόροι στη σημερινή εποχή. Ο ιστορικός, αντιθέτως, καταγράφει γεγονότα. Ο ρήτορας ωθεί τη κοινή γνώμη στη παραγωγή γεγονότων. Συνεπώς, τα συμπεράσματα περί πολιτικής ισχύος από τον ρητορικό λόγο είναι αιωρούμενα σε ένα υποθετικό πεδίο, καθώς η ιστορική πραγματικότητα -ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση- είναι παντελώς διάφορη του ρητορικού λόγου.
     Ο Ισοκράτης, στο λόγο του που εκφωνήθηκε το 346 π.Χ. εκθέτει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο, ίδιο με κείνο που ‘χεν εκθέσει και στον Πανηγυρικό του. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, οι Έλληνες οφείλουν να αναλάβουν πολεμική δράση εναντίον των Περσών. Η διαφορά ανάμεσα στους 2 λόγους είναι ότι στον Πανηγυρικό αναγνώρισε στην Αθήνα το δικαίωμα να πρωτοστατήσει στον αγώνα κατά των Περσών. Η αναστροφή του σκηνικού στο Φίλιππο, είναι κι η ουσία του πολιτικού ρεαλισμού και της διορατικότητάς του. Αναγνωρίζει ότι η Αθήνα δε μπορεί πλέον να αποτελέσει πόλο έλξης για τις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδος και συνεπώς δεν μπορεί να πρωτοστατήσει σ’ ένα τέτοιον αγώνα. Επιχειρεί να πείσει λοιπόν, το Φίλιππο ν’ αναλάβει την εκστρατεία με κίνητρο τη δόξα και την υστεροφημία του, αλλά η ουσία της παρότρυνσής του είναι η αύξηση της πολεμικής ισχύος των Ελλήνων έναντι των Περσών.
     O B. Γαίγκερ (W. Jaeger) έχει εκφράσει την άποψη πως ο Ισοκράτης είναι πολιτικά ρομαντικός κι ότι η μοναδική ρεαλιστική λύση για τους Αθηναίους ήταν εκείνη που πρότεινε ο Δημοσθένης. Ωστόσο, ο ρεαλισμός ενυπάρχει στο εφικτό και το εφικτό στη προκειμένη περίπτωση ήταν να οσμιστούν οι Αθηναίοι σύσσωμοι τις επερχόμενες αλλαγές και να δράσουν ανάλογα. Ο ρομαντισμός συνυπάρχει με την ουτοπία κι η πολιτική ουτοπία στη προκειμένη περίπτωση ήταν η προσπάθεια ανασύστασης του μεγαλείου μιας πόλης που είχεν ολοκληρώσει σε κείνη τη περίοδο τον ιστορικό της κύκλο.
     Εμμέσως η παρότρυνση του Ισοκράτη προς το Φίλιππο υπηρετεί κι άλλους στόχους, ο κυριότερος των οποίων είναι η αποφυγή της στρατιωτικής σύγκρουσης ανάμεσα στην Αθήνα κι αυτόν κι η εύνοια του ισχυρού στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται. Πολύ αργότερα, στη 3η επιστολή του προς Φίλιππο, λίγο μετά τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ., επαναλαμβάνει την ίδια προτροπή, αναγνωρίζοντας ότι ήταν οι πολιτικές συγκυρίες που τον ώθησαν να τονε συμβουλεύσει να φέρει ομόνοια ανάμεσα στους Έλληνες.
     Επειδή δεν αναμείχθηκε ενεργά στη πολιτική, δε γνώρισε τις πικρίες του Δημοσθένη και του Υπερείδη, όμως οι συμφορές της πατρίδας τον κατέθλιβαν. Μη θέλοντας πια να τρώει πέθανε από ασιτία, ύστερα από τη μάχη της Χαιρώνειας και θάφτηκε με δημόσια έξοδα. Στον τάφο του τοποθετήθηκε σειρήνα σα σύμβολο της ελκυστικής χάρης που είχε η φυσιογνωμία κι η προσωπικότητά του. Στήθηκε στο Ολύμπιο η προτομή του μ’ επιγραφή, που σώζεται μέχρι σήμερα, αλλά κι άλλες προτομές του φιλοτεχνήθηκαν.
     Γραπτές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι υπήρχαν τουλάχιστον 3 ανδριάντες του Ισοκράτη, που ανηγέρθησαν κατά τον 4ο αιώνα π.Χ: 2 στην Αθήνα (ΠλούταρχοςΒίοι 10 839C), ένα στο Ολυμπιείον (ΠαυσανίαςΑττικά XVIII 8 & Πλουτ., Βίοι 839B) κι ένα στην Ελευσίνα από τον Τιμόθεο, τον γιο του Κόνωνα (Πλουτ., Βίοι, 10 838D). Λέγεται, επίσης, ότι υπήρχε προσωπογραφία του στο Πομπείον στην Αθήνα, που αποδίδεται στο Λεωχάρη. Ο Χριστόδωρος αναφέρει ένα ορειχάλκινο άγαλμα πιθανώς Ρωμαϊκό αντίγραφο, στο Ζεύξιππο στη Κωνσταντινούπολη.
     Οι λόγοι του Ισοκράτη διαπρέπουν σε λαμπρότητα κι ευγένεια θεμάτων. Ακόμα και σήμερα συναρπάζουν τον αναγνώστη.

===================

 * Από την εξουσία να φεύγεις όχι πιο πλούσιος, αλλά πιο δοξασμένος, γιατί ο έπαινος του λαού είναι καλύτερος από πολλά χρήματα.

* Δεν πρέπει μόνο να επαινείς τους ενάρετους ανθρώπους. Θα πρέπει και να τους μιμείσαι.

* Εκείνων που ζηλεύεις τις δόξες, μιμήσου τις πράξεις.

* Η εξουσία, που όλοι τη κυνηγάνε, είναι δυσκολομεταχείριστη και κάνει όσους την αγαπούν να παραφρονούν. Μοιάζει με τις ερωμένες, που προκαλούν την αγάπη, όμως καταστρέφουν τους εραστές τους.

* Η ψυχή κάθε πόλεως δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κράτος, το οποίο τόση δύναμη έχει, όση ο νους στο σώμα.

* Καθώς τα άτομα, έτσι κι οι λαοί, συνταυτίζονται περισσότερο με τα ελαττώματά τους παρά με τις αρετές τους.

* Κακολογούμε κάποιον όταν του αποδίδουμε κάποια μομφή με σκοπό να τον βλάψουμε. Όταν αυτό το κάνουμε με σκοπό να τον ωφελήσουμε, τότε απλώς τον συμβουλεύουμε.

* Κανένα κτίσμα δεν είναι πιο σεμνό και πιο σίγουρο απ’ την αρετή.

* Μεγάλο κακό είναι οι χειρότεροι να εξουσιάζουν και να κυβερνούν τους καλύτερους.

* Μεταχειρίσου τους γονείς σου με τον τρόπο που επιθυμείς να σου συμπεριφέρονται τα παιδιά σου.

* Να μη ζηλεύεις κανέναν από κείνους που κερδίζουν με αδικίες, αλλά περισσότερο να τιμάς εκείνους που με δικαιοσύνη ζημιώθηκαν.

 * Να προτιμάς δίκαιη φτώχεια παρά άδικο πλούτο, γιατί η δικαιοσύνη είναι καλύτερη απ’ τα χρήματα, γιατί αυτά μεν ωφελούν μονάχα τους ζωντανούς, εκείνη δε προετοιμάζει δόξα και στους πεθαμένους.

* Να φροντίζετε να είστε τίμιοι κι όχι να πλουτίζετε.

* Ο ισχυρός έχει σκλάβους, ο πλούσιος κόλακες κι ο σοφός φίλους.

* Ο πιο κακός άρχοντας είναι κείνος που δε μπορεί να κυβερνήσει τον εαυτό του.

* Οι άντρες κάνουν τις πράξεις και οι γυναίκες κάνουν τους άντρες.

* Όσα με τη λογική βρίσκεις σωστά, αυτά εφάρμοσέ τα στη πράξη. Όσα δεν πρέπει να κάνεις, ούτε να τα σκέφτεσαι.

* Όταν πρόκειται να λάβεις μια συμβουλή από κάποιον, εξέτασε πρώτα τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις δικές του υποθέσεις. Διότι, ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε άσχημα τις υποθέσεις του, δεν μπορεί να συμβουλέψει σωστά τους άλλους.

* Πάρε το λόγο σε 2 περιστάσεις: όταν πρόκειται για πράγματα που τέλεια γνωρίζεις ή όταν ανάγκη το απαιτεί. Σ’ αυτές τις 2 περιπτώσεις μόνον, ο λόγος είναι προτιμότερος απ’ τη σιγή. Σ’ όλες τις άλλες, αξίζει καλύτερα να σιωπάς, παρά να μιλάς.

* Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας όλους τους άλλους στη πνευματική ανάπτυξη και στη τέχνη του λόγου, ώστε οι δικοί της μαθητές έγιναν δάσκαλοι στους άλλους· το όνομα Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια τη καταγωγή, αλλά τη καλλιέργεια του πνεύματος κι Έλληνες ονομάζονται πιο πολύ όσοι δεχτήκανε τον τρόπο της δικής μας αγωγής και μόρφωσης παρά αυτοί που έχουνε την ίδια με μας καταγωγή.

* Εμπιστέψου όχι όσους σε επαινούν για κάθε τι που κάνεις ή που λες, αλλά όσους σε επιπλήττουν για τα σφάλματά σου.

* Διότι εκείνοι που διοικούσαν τη πόλη τότε (εννοεί στην εποχή του Σόλωνος και του Κλεισθένους, σε αντίθεση με τη δική του εποχή), δεν δημιούργησαν ένα πολίτευμα το οποίο μόνο κατ’ όνομα να θεωρείται το πιο φιλελεύθερο και το πιο πράο απ’ όλα, ενώ στη πράξη να εμφανίζεται διαφορετικό σε όσους το ζουν· ούτε ένα πολίτευμα που να εκπαιδεύει τους πολίτες έτσι ώστε να θεωρούν δημοκρατία την ασυδοσία, ελευθερία την παρανομία, ισονομία την αναίδεια κι ευδαιμονία την εξουσία του καθενός να κάνει ό,τι θέλει, αλλά ένα πολίτευμα το οποίο, δείχνοντας την απέχθειά του για όσους τα έκαναν αυτά και τιμωρώντας τους, έκανε όλους τους πολίτες καλύτερους και πιο μυαλωμένους.

* Κανένα απόκτημα δεν είναι τόσο σεβαστό και σταθερό, όσο η αρετή.

* Δεν αρκεί να επαινείτε μόνο τους ενάρετους, πρέπει και να τους μιμείσθε.

* Μη ζηλεύεις από εκείνους που κερδίζουν από αδικίες, αλλά περισσότερο να τιμάς εκείνους που ζώντας με δικαιοσύνη ζημιώθηκαν.

* Η αρετή είναι το μόνο απόκτημα που μένει μαζί μας μέχρι τα γεράματα, είναι καλύτερη από τον πλούτο και χρησιμότερη από την ευγενή καταγωγή.

* Όπως ακριβώς βλέπουμε τη μέλισσα να κάθεται σε όλα τα φυτά και να παίρνει απ’ το καθένα ό,τι καλύτερο υπάρχει, έτσι πρέπει κι αυτοί που επιθυμούν να μορφωθούν, να μην αφήνουν τίποτε χωρίς να το γνωρίσουν, από παντού όμως να επιλέγουν τα ωφέλιμα.

======================

                                               Αρεοπαγιτικός

     Ο Αρεοπαγιτικός γράφηκε μετά το τέλος του Συμμαχικού πολέμου (357–355 π.Χ.), που σήμανε τη διάλυση της Β´ Αθηναϊκής συμμαχίας. Σ’ αυτόν ο Ισοκράτης κάνει έκκληση προς τους συμπολίτες για αναπροσαρμογή της πολιτικής τους στα εσωτερικά κι εξωτερικά θέματα κι επιστροφή στις πατροπαράδοτες αρχές διακυβέρνησης της πόλης.

     Νομίζω ότι πολλοί από σας απορούν, με ποιες σκέψεις παρουσιάζομαι μπρος σας για να μιλήσω, καθώς έχω σκοπό «περί σωτηρίας» δίνοντας την εντύπωση ότι το κράτος μας αντιμετωπίζει κινδύνους στη σημερινή εποχή, ή ότι τα πράγματά του βρίσκονται σε κακή κατάσταση, ενώ ξέρουμε όλοι μας ότι και τριήρεις έχει παραπάνω από διακόσιες και στην ξηρά περνάει περίοδο ειρηνική και στη θάλασσα διατηρεί την κυριαρχία κι’ έχει ακόμη συμμάχους πολλούς που είναι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν, αν παρουσιαστή ανάγκη, κι’ ακόμη πιο πολλούς υποτελείς φόρου που στέκουν στο πόδι σε κάθε του πρόσταγμα. Με τέτοιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να πη κανείς, ότι πρέπει να έχουμε θάρρος, γιατί βρισκόμαστε μακριά από κάθε κίνδυνο κι’ ότι ταιριάζει περισσότερο στους εχθρούς μας να ‘χουν ανησυχίες και φόβους και να κάνουν σκέψεις και να παίρνουν αποφάσεις για τη δική τους σωτηρία.
     Καταλαβαίνω λοιπόν ότι σεις με το να σκέπτεσθε κατά τέτοιο τρόπο, και τη δική μου εμφάνιση πολύ λίγο λογαριάζετε και διατηρείτε ακόμη ελπίδες ότι με τη σημερινή δύναμη του κράτους θα κατορθώσετε να γίνετε κύριοι ολόκληρης της Ελλάδος. Εγώ όμως για όλα αυτά πάρα πολύ φοβούμαι· γιατί βλέπω ότι από τα κράτη, όσα νομίζουν ότι τα πράγματά τους βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, σκέπτονται κατά το χειρότερο τρόπο και όσα πάλι ξεχωρίζουν για το μεγάλο τους θάρρος, αντιμετωπίζουν πάρα πολλούς κινδύνους. Αιτία των φαινομένων αυτών είναι: ότι καμμία ευτυχία και καμμία συμφορά δεν έρχονται μόνες τους στον άνθρωπο, αλλ’ υπάρχει συνυφασμένη και ακολουθεί στον πλούτο και στις δυναστείες αφροσύνη και μαζί μ’ αυτήν ακολασία, ενώ στη φτώχεια και στην ταπεινοφροσύνη κυριαρχεί αγνή σκέψη και εγκράτεια. Είναι λοιπόν δύσκολο ν’ αποφασίση κανείς σε ποιαν από τις δύο μερίδες είναι προτιμότερο ν’ αφήση τα παιδιά του. Γιατί βλέπουμε πολλές φορές, ότι εκείνη που θεωρείται φαυλότερη συχνά βαδίζει προς το καλύτερο, ενώ εκείνη που φαίνεται πως είναι ηθικώτερη, κατρακυλάει τις πιο πολλές φορές προς το χειρότερο.
     Και για την αλήθεια των σκέψεων αυτών μπορώ να φέρω παραδείγματα πάρα πολλά και πρώτα-πρώτα από την ιδιωτική ζωή, επειδή ακριβώς αυτή πάρα πολύ συχνά υφίσταται μεταβολές και είναι ακόμη πιο μεγάλα και πιο φανερά σ’ αυτούς που τα ακούνε, από εκείνα που έχουν συμβή σε μας και τους Λακεδαιμονίους.
     Γιατί και μεις, όταν η πόλη μας καταστράφηκε από τους βαρβάρους, επειδή είχαμε φόβους και παρακολουθούσαμε προσεκτικά τα πράγματα, εκερδίσαμε τα πρωτεία ανάμεσα σ’ όλους τους Έλληνας, και επειδή πάλι ενομίσαμε εγωϊστικά ότι έχουμε ακαταμάχητη δύναμη, λίγο έλειψε να γίνουμε δούλοι. Οι Λακεδαιμόνιοι κατόπιν, αν και ξεκίνησαν στην αρχή από μικρές και ασήμαντες πόλεις, επειδή έκαναν ζωή μετρημένη και είχαν μεγάλη στρατιωτική πειθαρχία, έγιναν κυρίαρχοι ολόκληρης της Πελοποννήσου, όταν όμως ύστερα υπερηφανεύτηκαν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε και απόκτησαν την ηγεμονία και στην ξηρά και στη θάλασσα, περιέπεσαν στους ίδιους ακριβώς κινδύνους με μας.
     Εκείνος λοιπόν που, αν και ξέρη ότι γίνονται τόσο πολλές μεταβολές και ότι τόσο μεγάλες δυνάμεις περιπίπτουν σε αφάνεια, πιστεύει ότι είναι ικανοποιητική η σημερινή κατάσταση, είναι χωρίς άλλο πολύ ανόητος, γιατί και το κράτος μας τώρα βρίσκεται σε χειρότερη θέση παρ’ όσο κατά την εποχή εκείνη, το δε μίσος των Ελλήνων κι η έχθρα προς τον βασιλέα των Περσών, που μας επολέμησαν τον παλαιό καιρό, βρίσκονται πάλι σε ένταση.
     Δεν ξέρω μάλιστα ποιο από τα δύο να υποθέσω, ότι δηλ. δεν σας ενδιαφέρει τίποτε από τα δημόσια πράγματα ή ότι ενδιαφέρεσθε μεν γι’ αυτά, αλλ’ έχετε καταντήσει σε τόση αναισθησία, ώστε σας διαφεύγει σε ποιαν αναστάτωση έχει περιέλθει το κράτος μας. Γιατί μοιάζετε, μα την αλήθεια, καταπληκτικά με τους ανθρώπους εκείνους, που έχουν χάσει όλες τους τις πόλεις στη Θράκη κι’ έχουν ξοδέψει μάταια πάνω από χίλια τάλαντα σε μισθοφόρους στρατιώτες κι’ έχουν συκοφαντηθή στους Έλληνας και με τους βαρβάρους έχουν εχθρότητα, είναι δε ακόμα υποχρεωμένοι να εξυπηρετούν τους φίλους των Θηβαίων και έχουν τέλος εγκαταλειφθή από τους συμμάχους των. Παρ’ όλα όμως αυτά εμείς έχουμε προσφέρει δύο φορές ως τώρα ευχαριστήριες θυσίες προς τους θεούς και στις συνελεύσεις μας μιλάμε γι’ αυτά με μεγαλύτερη αδιαφορία από εκείνους που εκπληρώνουν όλες τους τις υποχρεώσεις. Και όλα αυτά τα κάνουμε και τα υποφέρουμε δίκαια, γιατί κανένα από τα δημόσια πράγματα δεν μπορεί να γίνη όπως πρέπει σ’ εκείνους που δεν έχουν ορθή σκέψη για την όλη διοίκηση, αλλά που και αν ακόμη πετύχουν σε μερικές περιστάσεις ή από εύνοια της τύχης ή λόγω της προσωπικής αξίας ενός μόνο ανδρός, ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα αντιμετωπίζουν τα ίδια πάλι προβλήματα. Και όλα αυτά μπορεί κανείς να τα νοιώση βαθιά, αν παρακολουθήση προσεχτικά όσα έχουν συμβή σε μας.
     Όταν δηλαδή ολόκληρη η Ελλάς περιήλθε στην εξουσία της δικής μας πολιτείας, τόσο ύστερα από τη ναυμαχία του Κόνωνος όσο και μετά τη στρατηγία του Τιμοθέου, δεν μπορέσαμε ούτε για λίγες στιγμές να διατηρήσουμε τα αγαθά της επιτυχίας τους, αλλ’ αντιθέτως τα εσκορπίσαμε και τα εχάσαμε. Και ο λόγος είναι ότι «πολίτευμα» που να μπορή να διοικήση καλά τα πράγματα, ούτε έχουμε ούτε με καλή τακτική επιδιώκουμε να συστήσουμε. Και όμως όλοι ξέρουμε καλά ότι τα αγαθά και έρχονται και παραμένουν όχι σ’ εκείνους που οχυρώνονται με τείχη στερεά και μεγάλα, ούτε σ’ εκείνους που συναθροίζονται στον ίδιο τόπο με πολλούς άλλους ανθρώπους, αλλά σ’ εκείνους που διοικούν την πολιτεία τους με ενδιαφέρον και περίσκεψη. Γιατί «ψυχή» της πολιτείας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «πολίτευμα», που έχει τόσο μεγάλη δύναμη όσο έχει για τον άνθρωπο η ορθή σκέψη. Γιατί αυτό ακριβώς, είναι που φροντίζει για όλα, και τα μεν αγαθά διαφυλάττει, ενώ τις συμφορές προσπαθεί να εξαλείφη. Με αυτό είναι ανάγκη να εξομοιώνωνται και οι νόμοι και οι ρήτορες και οι ιδιώται και καθένας απ’ αυτούς να ενεργή σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος πολιτεύματος. Για το πολίτευμα λοιπόν που είναι διεφθαρμένο στα χρόνια μας, δεν δείχνουμε κανένα ενδιαφέρον, ούτε και κάνουμε καμμιά σκέψη για να το επαναφέρουμε σε καλύτερη θέση, αλλ’ όταν καθόμαστε και συζητούμε στα εργαστήρια, περιοριζόμαστε να κατηγορούμε τη σημερινή πολιτειακή ακαταστασία και υποστηρίζουμε ότι ποτέ κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας δεν είχαμε πιο άθλια διοίκηση, ενώ στην πραγματικότητα και μέσα μας ικανοποιούμεθα περισσότερο μ’ αυτή παρά με κείνη που κληρονομήσαμε από τους προγόνους.
     Για τη διοίκηση αυτή πρόκειται εγώ τώρα να μιλήσω και για την ανάπτυξη του θέματος αυτού εζήτησα προκαταβολικά να παρουσιαστώ μπροστά σας. Γιατί έχω τη γνώμη και πιστεύω ότι τότε θα απαλλαγούμε από τη σημερινή αθλιότητα και θα αποτρέψουμε και τους μελλοντικούς κινδύνους, αν αποφασίσουμε να ξαναφέρουμε τη Δημοκρατία εκείνη που εθεμελίωσε ο δημοφιλέστατος Σόλων και που αποκατέστησε πάλι ο Κλεισθένης, αφού έδιωξε τους τυράννους.
     Από το δημοκρατικό αυτό πολίτευμα δεν μπορούμε να βρούμε άλλο πιο κοσμαγάπητο ούτε προ πάντων περισσότερο συμφέρον στην πολιτεία μας. Και για να στηρίξω την άποψή μου αυτή, υπενθυμίζω ότι εκείνοι που έζησαν με το πολίτευμα αυτό, αφού έκαμαν πολλά και ωραία έργα και απόκτησαν καλή φήμη σ’ όλους τους ανθρώπους, εξασφάλισαν στα τελευταία την ηγεμονία των Ελλήνων, όχι βέβαια χωρίς τη θέλησή τους. Όσοι όμως επεθύμησαν περισσότερο το σημερινό δημοκρατικό πολίτευμα, εμισήθησαν απ’ όλους και έπαθαν πολλά και μεγάλα δεινά και λίγο έλειψε να περιπέσουν και στην έσχατη συμφορά.
     Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να επαινούμε ή να ευνοούμε αυτό το πολίτευμα που έγινε αιτία τόσων και τόσων συμφορών ως τώρα και που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να πηγαίνη προς το χειρότερο; Και γιατί τάχα δεν πρέπει να φοβούμεθα ότι με τον κατήφορο που επήρε θα καταντήσουμε στα τελευταία σε κατάσταση περισσότερο άθλια από την εποχή εκείνη;
     Και για να δώσετε την προτίμησή σας και την κρίση σας για το θέμα που συζητούμε, όχι αφού ακούσετε περιληπτικά γι’ αυτό, αλλ’ αφού το κατανοήσετε βαθιά, είναι ανάγκη σεις από το ένα μέρος να συγκεντρώσετε όλη σας την προσοχή σ’ αυτά που εγώ αναπτύσσω, κι’ εγώ από το άλλο να προσπαθήσω να τελειώσω την ανάπτυξη του θέματος αυτού με κάθε δυνατή συντομία.
     Εκείνοι λοιπόν που είχαν τη διοίκηση της πολιτείας κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα προσφιλέστατο σ’ όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έδινε την εντύπωση αυτή στους πολιτευομένους και δεν προετοίμαζε τους πολίτας ώστε να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αθυροστομία ισότητα δικαιωμάτων, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που παρέδιδε στο μίσος και στην τιμωρία τους ανθρώπους αυτού του είδους και που κατώρθωσε με τον τρόπο αυτό να κάμη όλους τους πολίτας καλύτερους και φρονιμώτερους. Εξαιρετική μάλιστα συμβολή για την καλή διοίκηση της πολιτείας παρείχε το γεγονός ότι, επειδή υπάρχει η δοξασία ότι υπάρχουν δύο είδη ισότητος και ότι η μία απονέμει σ’ όλους τα ίδια δικαιώματα και η άλλη ό,τι πρέπει στον καθένα, δεν αγνοούσαν τη χρησιμώτερη, αλλ’ εκείνην που έδινε τα ίδια δικαιώματα και στους ηθικούς ανθρώπους και στους πονηρούς, την απεδοκίμαζαν, γιατί την εθεωρούσαν άδικη, ενώ εκείνην που παρείχε δικαιώματα ανάλογα με την αξία του καθενός και ετιμωρούσε πάλι αναλόγως των περιστάσεων, την προτιμούσαν και σύμφωνα μ’ αυτήν ερρύθμιζαν τη διοίκηση της πολιτείας, και δεν εξέλεγαν τους άρχοντας απ’ όλους τους πολίτας ανεξαιρέτως, αλλά για κάθε αξίωμα προέκριναν τον καλύτερο και τον ικανώτερο, γιατί ενόμιζαν ότι και οι άλλοι πολίται θα είναι όμοιοι μ’ εκείνους που αναλαμβάνουν υπεύθυνα τη διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων. Εκτός αυτού ενόμιζαν ότι η εκλογή αυτή των αρχόντων είναι περισσότερο αρεστή στο λαό από την εκλογή που γίνεται διά κλήρου. Γιατί κατά την κλήρωση είναι πολύ ενδεχόμενο να ευνοηθή από την τύχη και να καταλάβη αξίωμα πολιτικό άνθρωπος με τάσεις ολιγαρχικές, ενώ κατά την πρόκριση των ικανωτέρων πολιτών ο λαός θα είναι ο κυρίαρχος να εκλέξη εκείνους που αγαπούν ξεχωριστά το υφιστάμενο καθεστώς.
     Αιτία δε του να είναι αυτά πιο αρεστά στο πλήθος και να μην είναι περιζήτητα τα αξιώματα, ήταν το ότι είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να εργάζωνται με υπολογισμό και να μη παραμελούν τις δικές τους υποθέσεις, ούτε να κάνουν σχέδια εις βάρος των άλλων, ούτε τέλος να τακτοποιούν τις ατομικές τους υποθέσεις εις βάρος του δημοσίου, αλλ’ αντιθέτως από εκείνα που έχει ο καθένας, αν καμμιά φορά χρειασθή, να προσφέρη χάριν των κοινών πραγμάτων και να μην έχουν ακριβέστερη γνώση για τα δημόσια έσοδα παρά για τους δικούς των πόρους. Απέφευγαν δε τόσο πολύ κάθε ανάμιξή τους στην πολιτική, ώστε ήταν δυσκολώτερο να βρη κανείς την εποχή εκείνη αυτούς που είχαν τη διάθεση να γίνουν άρχοντες, παρά σήμερα εκείνους που δεν επιδιώκουν τα αξιώματα. Γιατί δεν εθεωρούσαν εμπορική επιχείρηση αλλ’ υψηλό υπούργημα τη φροντίδα για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων και δεν επρόσεχαν από την πρώτην ημέρα της αναλήψεως της αρχής αν οι προκάτοχοί τους ελησμόνησαν κανένα πλεόνασμα για να το οικειοποιηθούν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο επρόσεχαν αν έδειξαν αδιαφορία για καμμίαν υπόθεση που λόγω της επειγούσης φύσεώς της ήταν ανάγκη να τακτοποιηθή. Και για να μιλήσω με συντομία, εκείνοι είχαν τη γνώμη ότι πρέπει ο λαός ως τύραννος να διορίζη τους άρχοντας και να τιμωρή εκείνους που παρανομούν και να παίρνη αποφάσεις για τα ζητήματα που αμφισβητούνται, εκείνοι δε που είχαν χρόνο διαθέσιμο και αρκετή περιουσία, είχαν τη γνώμη ότι πρέπει να φροντίζουν, ως υπηρέται, για το συμφέρον των δημοσίων πραγμάτων και, αν αποδειχθούν δίκαιοι, να επαινούνται και να αρκούνται σ’ αυτή την τιμή, αν πάλι διοικήσουν κακώς την πολιτεία, να μην ελπίζουν σε καμμιά επιείκεια, αλλ’ αντιθέτως να τιμωρούνται με την αυστηρότερη ποινή. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να βρη κανείς στερεώτερα θεμελιωμένη ή δικαιότερη δημοκρατία από εκείνην, η οποία αναθέτει στους πιο ικανούς πολίτας την υπεύθυνη διαχείριση της εξουσίας, ενώ συγχρόνως επιβάλλει κυρίαρχο το λαό σ’ αυτούς τους ίδιους τους άρχοντες;
     Τέτοια λοιπόν ήταν η διάρθρωση του πολιτεύματος κατά την εποχή εκείνη. Είναι τώρα εύκολο από όσα εξέθεσα να συμπεράνη κανείς πόσον ορθές και πόσο νόμιμες ήσαν και οι καθημερινές τους ασχολίες, γιατί χωρίς άλλο εκείνοι που έχουν θέσει καλοθεμελιωμένες βάσεις για την όλη διοίκηση, θα εφαρμόζουν την ίδια τακτική και για τις λεπτομέρειες της ζωής.
     Και πρώτα–πρώτα οι σχέσεις τους προς τους θεούς, γιατί από το σημείο αυτό είναι δίκαιο να κάνουμε αρχή, δεν παρουσίαζαν ανωμαλία και αταξία, ούτε όταν ήθελαν έστελναν για θυσία τριακόσια βόδια, ενώ άλλοτε παρέλειπαν όλως διόλου τις πατροπαράδοτες θυσίες, ούτε έδιναν τόνο μεγαλοπρεπείας στας «προσθέτους εορτάς» όπου ακολουθούσε πάνδημος ευωχία, ενώ στα αγιώτατα ιερά ανέθεταν τη θυσία σ’ εκείνον που εμειοδοτούσε, αλλ’ επρόσεχαν μόνο σ’ αυτό, πώς δηλ. να μην ξεφύγουν ούτε στο παραμικρό από τα πατροπαράδοτα, ούτε και να προσθέσουν τίποτα έξω από τις συνήθειές τους και τις δοξασίες τους. Γιατί δεν είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι η ευσέβεια έγκειται στην πολυτέλεια, αλλά στο να μη μεταβάλλουν τίποτε από εκείνα που τους παρέδωσαν οι πρόγονοί τους. Έτσι και οι θεοί με συνέπεια και περίσκεψη ρύθμιζαν την εύνοιά τους προς τους ανθρώπους και όπως ταίριαζε έδιναν τον κατάλληλο καιρό τόσο για την καλλιέργεια των αγρών, όσο και για τη συγκομιδή των καρπών.
     Κατά παρόμοιο τρόπο (προς τα ανωτέρω) διοικούσαν και τις ατομικές τους υποθέσεις, γιατί δεν είχαν μόνο ταυτότητα αντιλήψεων για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική τους ζωή έδειχναν τόση φροντίδα ο ένας για τον άλλο, όση πρέπει να δείχνουν οι λογικοί άνθρωποι και εκείνοι που έχουν την ίδια πατρίδα. Γιατί και οι πιο φτωχοί πολίται απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιώτερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις μεγάλες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, γιατί είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχη ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Εκείνοι πάλι που είχαν μεγάλες περιουσίες, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλ’ επειδή εθεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, εβοηθούσαν τους απόρους και σ’ άλλους μεν παραχωρούσαν αγρούς για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους χρησιμοποιούσαν για το εμπόριο και σ’ άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων εργασιών. Γιατί δεν είχαν το φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που εδάνεισαν. Απ’ εναντίας είχαν εμπιστοσύνη για τα χρήματα που εδάνειζαν, όμοια μ’ εκείνη που είχαν και για τα χρήματα που έμεναν μέσα στο χρηματοκιβώτιό τους, γιατί έβλεπαν ότι εκείνοι που εξεδίκαζαν τις δανειακές υποθέσεις, δεν έκριναν με μέτρον επιεικείας, αλλ’ ήσαν προσηλωμένοι στο γράμμα του νόμου, ουδέ ήσαν διατεθειμένοι να αδικούν, στους δικαστικούς αγώνες των άλλων πολιτών, αλλά απεναντίας ωργίζοντο εναντίον των απατώντων, περισσότερο και απ’ αυτούς τους αδικουμένους και είχαν την γνώμη ότι εκείνοι που καθιστούν άκυρα τα συμβόλαια ζημιώνουν περισσότερο τους φτωχούς παρά τους πλούσιους· γιατί οι πλούσιοι, αν πάψουν να χορηγούν δάνεια, δεν πρόκειται να χάσουν και μεγάλα έσοδα, ενώ οι φτωχοί, αν στερηθούν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους, θα καταντήσουν στην έσχατη ένδεια. Λόγω λοιπόν αυτής της στάσεως των δικαστών κανείς δεν έκρυβε την περιουσία του ούτε και εδίσταζε να δανείζη χρήματα· έβλεπαν μάλιστα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκείνους που εζητούσαν δάνεια παρά εκείνους που τα επέστρεφαν, γιατί συνέβαιναν σ’ αυτούς και τα δύο πράγματα που θα επιθυμούσε πολύ κάθε φρόνιμος άνθρωπος: Εξυπηρετούσαν δηλαδή τους πολίτας, αλλά και συγχρόνως δεν άφηναν τα κεφάλαιά τους νεκρά. Αποτέλεσμα δε των αγαθών σχέσεων μεταξύ δανειστών και οφειλετών ήταν ότι η κυριότης των χρημάτων ήταν αδιαφιλονίκητη, η δε χρήσις αυτών ήταν στη διάθεση κάθε ανθρώπου που είχε την ανάγκη τους.
     Θα μπορούσε ίσως κανείς να επικρίνη όσα ως τώρα εξέθεσα με το επιχείρημα ότι επαινώ κάθε τι που γινόταν κατά την εποχή εκείνη, χωρίς όμως και να δικαιολογώ επαρκώς το πράγμα, ούτε και να βρίσκω τους λόγους για τους οποίους εκείνοι τόσο καλά και στις ιδιωτικές συναλλαγές τους ερρύθμιζαν και το κράτος διοικούσαν. Νομίζω όμως ότι κάτι έχω αναφέρει για το ζήτημα αυτό, θα φροντίσω δε πάλι να το αναπτύξω ακόμη εκτενέστερα και σαφέστερα.
     Εκείνοι λοιπόν δεν είχαν μόνο κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας πολλούς να επιβλέπουν στην εκπαίδευση των νέων, ούτε, αφού ύστερα από τη δοκιμασία κατετάσσοντο στους άνδρας, τους έδιναν το δικαίωμα να ενεργούν «κατά βούλησιν», αλλ’ ακριβώς κατά τη ηλικία αυτή την ώριμη συνεκέντρωναν σε μεγαλύτερο βαθμό το ενδιαφέρον και τη φροντίδα της πολιτείας, παρά κατά την παιδική. Γιατί οι πρόγονοί μας έδειχναν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη σωφροσύνης, ώστε εθέσπισαν τη βουλή του Αρείου Πάγου και την επέβαλαν ως επιστάτη και φύλακα της ευκοσμίας και δεν είχαν το δικαίωμα να μετέχουν σ’ αυτήν παρά μόνο εκείνοι που διεκρίνοντο για την ευγένεια της καταγωγής και στη ζωή τους ήσαν υποδείγματα ηθικότητος και σωφροσύνης. Δίκαια λοιπόν η βουλή του Αρείου Πάγου επήρε όλως διόλου ξεχωριστή θέση απ’ όλα τ’ άλλα «συνέδρια» των Ελλήνων.
     Αποδείξεις για την κατάσταση της εποχής εκείνης θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήση τα όσα γίνονται στη σημερινή εποχή. Γιατί ακόμη και τώρα που όλες οι διατυπώσεις οι σχετικές με την εκλογή και τη δοκιμασία έχουν παραμεληθή, βλέπουμε ότι ακόμη και εκείνοι που δεν είναι καν ανεκτοί στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής των, όταν κατορθώσουν κι’ ανεβούν στον Άρειο Πάγο, τρέμουν να δείξουν την πονηρή τους φύση και παραμένουν πιστοί στα νόμιμα που επικρατούν εκεί ξεχνώντας την πονηρία τους. Τέτοιο φόβο στις ψυχές των πονηρών εστάλαξαν εκείνοι και γι’ αυτό άφησαν στον τόπο τους τέτοιο θαυμαστό μνημείο της αρετής και της σωφροσύνης των.
     Τη βουλή λοιπόν αυτή, καθώς είπα, κατέστησαν κυρία να φροντίζη για την ευκοσμία των πολιτών, γιατί ενεπνέετο από την ιδέα ότι απατώνται εκείνοι που νομίζουν ότι οι άνθρωποι γίνονται ηθικοί εκεί όπου οι νόμοι τυχαίνει να λειτουργούν με υποδειγματικήν ακρίβεια. Γιατί διαφορετικά τίποτε δεν θα εμπόδιζε να είναι όμοιοι όλοι οι Έλληνες, για τον απλούστατο λόγο ότι θα ήταν πάρα πολύ εύκολο να πάρουν τους γραπτούς νόμους ο ένας από τον άλλον. Αλλ’ η προκοπή της αρετής δεν εξαρτάται από αυτή την αντίληψη για τα πράγματα, αλλά κυρίως από το ποιόν των καθημερινών ασχολιών, γιατί οι πολλοί προσαρμόζονται στις συνήθειες μέσα στις οποίες ζη ο καθένας στα χρόνια που εκπαιδεύεται. Άλλωστε η πληθώρα και η ακρίβεια των νόμων είναι ένδειξη ότι κακώς διοικείται μια πολιτεία, για το λόγο ότι οι άρχοντες κινούμενοι από τη διάθεση να βάλουν φραγμούς στα παραπτώματα των ανθρώπων, αναγκάζονται να ψηφίζουν πολλούς νόμους. Ενόμιζαν λοιπόν ότι πρέπει, εκείνοι που πολιτεύονται «ορθώς», να μη γεμίζουν τις στοές με γραπτούς νόμους, αλλά να υπάρχη μέσα στην ψυχή τους ριζωμένη η έννοια του δικαίου, γιατί οι πολιτείες διοικούνται καλά όχι με τα πολλά ψηφίσματα, αλλά προ πάντων με τα χρηστά ήθη των πολιτών. Γιατί εκείνοι από τους ανθρώπους που έχουν κακή ανατροφή, δεν θα διστάσουν να παραβούν και τους πλέον ακριβολόγους νόμους, ενώ όσοι έχουν καλήν ανατροφή, θα είναι πάντοτε πρόθυμοι να σέβωνται και τους «απλώς» κειμένους νόμους. Εμφορούμενοι λοιπόν από τέτοιες σκέψεις δεν εφρόντιζαν πρώτα–πρώτα πώς να τιμωρήσουν τους αμαρτάνοντας, αλλά πώς να τους προετοιμάσουν έτσι που να μη περιπίπτουν πλέον σε παραπτώματα άξια να προκαλέσουν την τιμωρία τους. Γιατί επίστευαν ―και πολύ σωστά― ότι αυτό είναι έργο δικό τους, ενώ η σπουδή για την επιβολή τιμωρίας ταιριάζει περισσότερο στους εχθρούς.
     Έδειχναν λοιπόν ενδιαφέρον για όλους τους πολίτας και προ πάντων για τους νεωτέρους, γιατί έβλεπαν ότι αυτοί λόγω της ηλικίας των τηρούν στάση προκλητική και είναι γεμάτοι από λογής–λογής επιθυμίες και ότι οι ψυχές των έχουν ανάγκη να παιδαγωγούνται για την ανάπτυξη καλών συνηθειών και ασχολιών που απαιτεί προσπάθειες και κόπους που φέρνουν όμως κάποιαν ευχαρίστηση. Γιατί μόνο μ’ αυτά είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν εκείνοι που έλαβαν ελεύθερη ανατροφή και που έχουν τη συνήθεια να είναι μεγαλόφρονες. Το να κατευθύνη άλλωστε κανείς όλους τους πολίτας προς την ίδια επαγγελματική ασχολία δεν ήταν δυνατόν για το λόγο ότι είχαν ανωμαλίες στις συνθήκες της ζωής και ερρύθμιζαν το ζήτημα αυτό όπως επιτρέπει η περιουσιακή κατάσταση κάθε πολίτου. Εκείνους δηλαδή που προήρχοντο από τις φτωχότερες τάξεις, τους έτρεπαν στην καλλιέργεια των αγρών και στο εμπόριο, γιατί ήσαν βέβαιοι ότι η φτώχεια είναι μοιραίο επακολούθημα της αργίας και ότι τα εγκλήματα είναι αποτέλεσμα της φτώχειας. Με το να ξεριζώνουν λοιπόν την αιτία του κακού, επίστευαν ότι θα απαλλάξουν την κοινωνία και από τα υπόλοιπα αμαρτήματα που είναι γεννήματα της αιτίας αυτής. Εκείνους ύστερα που είχαν αρκετή περιουσία, τους υπεχρέωναν να ασχολούνται στην ιππική και τις γυμναστικές ασκήσεις και στο κυνήγι και στη φιλοσοφία, επειδή έβλεπαν ότι από τις ασχολίες αυτές άλλοι γίνονται άνδρες ξεχωριστοί κι’ άλλοι ξεφεύγουν από συνήθειες πάρα πολύ κακές.
     Και μολονότι εθέσπισαν τα νομοθετήματα αυτά, δεν έδειχναν αδιαφορία κατά τον υπόλοιπο χρόνο, αλλ’ αφού εχώρισαν την πόλη σε κώμες και τη χώρα σε δήμους, επώπτευαν στη ζωή του καθενός πολίτου, ωδηγούσαν στη βουλή εκείνους που ατακτούσαν και η βουλή άλλους συμβούλευε, άλλους απειλούσε και άλλους ετιμωρούσε με τον τρόπο που εταίριαζε σε κάθε περίπτωση. Γιατί ήξεραν καλά, ότι δύο είναι οι τρόποι που παρακινούν τους ανθρώπους στην αδικία και που βάζουν τέρμα στην τιμωρία. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει καμμία αρχή που να επιτηρή και να περιστέλλη την αδικία και την πονηρία, ούτε και οι κρίσεις περί αυτών είναι ακριβοδίκαιες, στις πολιτείες αυτές διαφθείρονται και οι πιο αγαθές φύσεις· όπου όμως δεν είναι εύκολο να διαφύγουν εκείνοι που αδικούν, ούτε και αν καταγγελθή η αδικία τους, είναι δυνατόν να αθωωθούν, εκεί δεν έχει καμμιά θέση η κακοήθεια των ανθρώπων. Επειδή λοιπόν εκείνοι εγνώριζαν καλά αυτά τα πράγματα, και με τους δύο τρόπους συγκρατούσαν τους πολίτας, και με την τιμωρία που ώριζαν οι νόμοι και με το ενδιαφέρον που έδειχναν για τους πολίτας. Διότι όχι μόνον ήταν δύσκολο να τους διαφύγουν εκείνοι που αδίκησαν άλλους πολίτας, αλλά προαισθάνονταν ακόμη και εκείνους που είχαν τη διάθεση να περιπέσουν σε αδίκημα. Έτσι οι νεώτεροι δεν εσύχναζαν στα κυβευτήρια ούτε στις συγκεντρώσεις των αυλητρίδων ούτε και στα παρόμοια, όπου σήμερα περνούν όλη την ημέρα τους οι σημερινοί νέοι, αλλά αφιερώνονταν με την ψυχή τους στο επάγγελμα που είχε καθένας και εθαύμαζαν και εζήλευαν εκείνους που είχαν εξαιρετικήν επίδοση σ’ αυτό κι’ έτσι απέφευγαν την αγορά, ώστε και αν καμμιά φορά ήσαν αναγκασμένοι να περάσουν απ’ αυτή, εφαίνονταν καθαρά ότι το έκαναν αυτό με μεγάλη ντροπή και συστολή. Το να φέρνουν αντιλογίες ή να περιπαίζουν τους μεγαλυτέρους των το θεωρούσαν πολύ φοβερώτερο απ’ ότι νομίζουν σήμερα το να στενοχωρήσουν τους γονείς των με την κακή τους διαγωγή. Ύστερα δεν ετολμούσε κανείς, μα ούτε και ο πιο ελαστικός υπηρέτης, να φάη ή να πιη στο καπηλειό. Γιατί εφρόντιζαν πάντα να καμαρώνουν για την τακτική τους και να μη θεωρούνται από κανένα «βωμολόχοι»· και τέλος τους ευτράπελους τύπους και αυτούς που είχαν τη δύναμη να ειρωνεύωνται τους άλλους, που σήμερα τους νομίζουν πνευματώδεις, εκείνοι τους εθεωρούσαν αδικημένους, από τη φύση.
     Δεν πρέπει βέβαια να νομίση κανείς, ότι εγώ τηρώ στάση εχθρική προς τη σημερινή νεολαία, γιατί επί τέλους δεν έχω τη γνώμη ότι αυτή είναι η αιτία της σημερινής κατάντιας, αντιθέτως είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι από τους σημερινούς νέους θλίβονται για τη σημερινή κατάπτωση των ηθών, η οποία τους παρασύρει στην ακολασία και στη διαφθορά. Ώστε δεν βλέπω για ποιο λόγο να κατακρίνω τους νέους και όχι εκείνους που λίγα χρόνια πριν από την εποχή μας διοικούσαν την πολιτεία. Γιατί αυτοί ακριβώς είναι οι ένοχοι που παρακίνησαν τους νέους στην παρέκκλιση από το σωστό δρόμο και που εταπείνωσαν τη δύναμη της βουλής.
     Γιατί στα χρόνια της βουλής η πολιτεία δεν εγνώριζε τη σημερινή πληθώρα των δικών και των εγκλημάτων ούτε την άγρια φορολογία και τη φτώχεια και τους πολέμους, αλλά και μεταξύ τους οι άνθρωποι εζούσαν με ησυχία και γαλήνη και με τους πολίτας άλλων κρατών είχαν ειρηνικές σχέσεις, γιατί προς μεν τους Έλληνας ήσαν αξιόπιστοι, προς δε τους βαρβάρους φοβεροί, γιατί τους πρώτους είχαν σώσει από τη βαρβαρική επιβουλή, τους δε βαρβάρους είχαν σε τόσο μεγάλο βαθμό τιμωρήσει, ώστε να υπολογίζουν τους προγόνους μας από το φόβο μήπως πάθουν καμμιά νέα συμφορά. Για όλα λοιπόν αυτά περνούσαν τη ζωή τους με τόσην ασφάλεια, ώστε να θεωρούνται ωραιότερα και πολυτελέστερα τα αγροτικά σπίτια και τα συμπληρωματικά τους σκεύη παρά εκείνα που ευρίσκονται μέσα στην περιτειχισμένη περιοχή, και πολλοί από τους πολίτας δεν κατέβαιναν στην πόλη ούτε για τις γιορτές, αλλά προτιμούσαν να παραμένουν μάλλον και να χαίρωνται τα δικά τους αγαθά παρά τα κοινά. Ούτε τα σχετικά με τις «θεωρίες», από τις οποίες θα μπορούσε κανείς να παρακινηθή να κατεβή στην πόλη, έκαναν με τρόπο άπρεπο και υπερήφανο, αλλά πολύ φρόνιμα και μετρημένα, γιατί δεν έβρισκαν την ευτυχία ούτε στις πομπές ούτε στις φιλονικίες γύρω από τις χορηγίες, ούτε τέλος σε παρόμοιες επιδείξεις, αλλά στη νοικοκυρεμένη διοίκηση των πραγμάτων και της καθημερινής ζωής και στο να μη λείπουν από κανένα πολίτη τα απαραίτητα εφόδια της ζωής. Από αυτά μόνο πρέπει να κρίνη κανείς τους πραγματικά ευτυχισμένους πολίτας και τους πολιτικούς που δεν πολιτεύονται αλαζονικά. Γιατί σήμερα ποιος από τους μυαλωμένους ανθρώπους δεν θα πονούσε για τη σημερινή κατάντια, όταν μάλιστα βλέπη τους πολίτας να εκλέγωνται με κλήρο δικασταί για να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτό την εξεύρεση χρημάτων για τις καθημερινές ανάγκες, ενώ οι Έλληνες που θέλουν ν’ αποτελέσουν το πλήρωμα των πολεμικών πλοίων, έχουν την αξίωση να τους συντηρούμε και στους πανηγυρικούς και θεατρικούς χορούς θέλουν να παρουσιάζωνται ντυμένοι με χρυσά φορέματα, ενώ τον χειμώνα τους τον περνούν με τέτοια φορέματα, που δεν θέλω να ονομάσω, και τέλος να γίνωνται τέτοιες αντινομίες στη διοίκηση, που φέρνουν μεγάλη ντροπή στην υπόσταση της πολιτείας.
     Απ’ όλα αυτά τίποτα δεν γινόταν στα χρόνια της βουλής του Αρείου Πάγου, γιατί ανακούφιζε την οικονομική στενοχώρια των φτωχών τάξεων με την εργασία που τους έδινε και με τα πλεονεκτήματα που είχαν από τους πλούσιους, ύστερα απομάκρυνε τη νέα γενεά από την ακολασία με την ενασχόληση που της παρείχε και με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνε γι’ αυτήν η βουλή του Αρείου Πάγου. Τους πολιτευομένους τους απήλλασσε από την πλεονεξία με την αυστηρή τιμωρία και με το να μη της διαφεύγουν οι αδικούντες, τους δε γεροντοτέρους εθεράπευε από τη βαρυθυμία με τα προνόμια που τους παρείχε και με το σεβασμό που έδειχναν σ’ αυτούς οι νεώτεροι. Ύστερα λοιπόν απ’ όλα αυτά πώς είναι δυνατόν να βρεθή άλλη πολιτειακή συγκρότηση με μεγαλύτερην αξία απ’ αυτή, που τόσον ωραία επρονόησε για όλα τα πράγματα;
     Για το καθεστώς λοιπόν της εποχής εκείνης τα πιο πολλά τα έχω τώρα εκθέσει. Αν υπάρχουν ακόμη μερικά σημεία που έχουμε παραλείψει, είναι εύκολο να τα καταλάβη κανείς από εκείνα που εξηγήσαμε παραπάνω, γιατί είναι ακριβώς όμοια με αυτά.
     Μερικοί τώρα απ’ αυτούς, που με άκουσαν ν’ αναπτύσσω (σε στενό κύκλο) για πρώτη φορά τις απόψεις μου αυτές που όλοι σας έχετε ακούσει, τις παίνεψαν όσο μπορούσαν περισσότερο και μακάρισαν τους προγόνους μας που διοικούσαν με τέτοιο τρόπο την πολιτεία, δεν είχαν όμως τη γνώμη πως είναι δυνατόν να πεισθήτε και σεις να ακολουθήσετε την ίδια τακτική μ’ αυτούς, αλλά ότι θα προτιμήσετε μοιρολατρικά να δεινοπαθήτε με τη σημερινή καθεστωτική τάξη παρά να φροντίσετε να καλυτερέψετε τη ζωή σας καθιδρύοντες πολίτευμα φρονιμώτερο. Είπαν μάλιστα πως διατρέχω και τον κίνδυνο -αν και συμβουλεύω το καλύτερο- να γίνω μισητός στους δημοκρατικούς δίνοντάς τους την εντύπωση ότι ζητώ την επαναφορά του ολιγαρχικού πολιτεύματος.
     Αν βέβαια εγώ μιλούσα για πράγματα εντελώς άγνωστα κι όχι κοινά για όλους και έδινα συμβουλή να εκλέξετε για την τακτοποίησή τους συνέδρους ή συγγραφείς, που συνεργάστηκαν για την κατάλυση της δημοκρατίας, δικαιολογημένα θα μπορούσα να επισύρω την κατηγορία αυτή. Τώρα όμως τίποτε παρόμοιο δεν έχω θίξει, αλλ’ απλώς παρουσιάσθηκα μπροστά σας και αναπτύσσω τις απόψεις μου για ένα διοικητικό σύστημα όχι απόκρυφο και σκοτεινό, αλλά σ’ όλους φανερό, που όλοι σας ξέρετε πως ήταν σύστημα και των πατέρων μας και έχει προσπορίσει χίλια δυο αγαθά και στην πολιτεία μας και στους άλλους Έλληνας· το εισηγήθηκαν ακόμη και το καθιέρωσαν τέτοιοι άνδρες που όλοι ομολογούν πως έγιναν στην εποχή τους οι δημοφιλέστεροι απ’ όλους τους πολίτας. Ώστε θα ήταν τρομερή παρεξήγηση αν -μ’ όλο που εισηγούμαι ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα- έδινα την εντύπωση ότι επιζητώ καινοτομίες στα πολιτικά μας πράγματα.
     Έπειτα και από τούτο είναι εύκολο να διαπιστώση κανείς την εσώτερη διάθεσή μου: Στους πιο πολλούς δηλαδή λόγους που έχω συνθέσει, φαίνεται καθαρά ότι κατακρίνω απερίφραστα τα ολιγαρχικά πολιτεύματα και τις πλεονεκτικές διαθέσεις μερικών πολιτικών, και ότι απ’ εναντίας εξυμνώ το πνεύμα της ισότητος και τα δημοκρατικά πολιτεύματα, όχι βέβαια όλα, αλλά εκείνα που λειτουργούν ικανοποιητικά, και δεν υποστηρίζω αυτές τις απόψεις τυχαίως, αλλά γιατί είναι δίκαιο και προβάλλω μάλιστα και τα επιχειρήματά μου. Γνωρίζω επί πλέον, ότι οι δικοί μας πρόγονοι με αυτό το πολιτικό σύστημα διακρίθηκαν από τους άλλους και ανυψώθηκαν σε μεγάλο βαθμό και ότι και οι Λακεδαιμόνιοι παρουσιάζουν εξαιρετική διοικητική τάξη, για το λόγο ότι τυχαίνει να διοικούνται με δημοκρατικό πολίτευμα. Έτσι βλέπουμε, ότι και στην εκλογή των αρχόντων και στην καθημερινή τους ζωή και σ’ όλες τους τις άλλες ασχολίες, η ισότης και η έλλειψη διακρίσεων ήταν περισσότερο χτυπητές στη Λακεδαίμονα παρά σε οποιαδήποτε άλλη πολιτεία, και είναι γνωστό, ότι την ισότητα αυτή δεν την ανέχονται τα ολιγαρχικά πολιτεύματα, ενώ δημοκρατούμενες πολιτείες, άξιες του ονόματος, την έχουν ανυψώσει σε περιωπή.
     Εκτός αυτού, αν θελήσουμε να εξετάσουμε το πράγμα πλατύτερα, θα βρούμε ότι στις επιφανέστερες και ισχυρότερες πολιτείες συμφέρει περισσότερο το δημοκρατικό πολίτευμα από την ολιγαρχία, γιατί και το σημερινό μας πολίτευμα, που όλοι το κατακρίνουν, αν το παραβάλουμε όχι με εκείνο που εγώ παρουσίασα προ ολίγου μπροστά σας, αλλά με το πολίτευμα που επεβλήθη από τους τριάκοντα τυράννους, δεν υπάρχει κανείς που να μη το θεωρή θείο δημιούργημα. Θέλω μάλιστα, μ’ όλο που μερικοί θα πουν ότι ξεφεύγω από το θέμα που μας απασχολεί, να παρουσιάσω και να εκθέσω κάπως αναλυτικώτερα πόσο το δημοκρατικό μας πολίτευμα ήταν ανώτερο από το πολίτευμα των τριάκοντα, για να μη μένη κανείς με την εντύπωση ότι τα μειονεκτήματα της δημοκρατίας τα υποβάλλω σε εξέταση περισσότερο εξονυχιστική και ότι ίσως παραλείπω ό,τι ωραίο και σεμνό έχει προσφέρει. Για το σημείο αυτό δεν πρόκειται να πω ούτε πολλά πράγματα ούτε και ανώφελα για κείνους που με ακούνε.
     Όταν λοιπόν εχάσαμε το στόλο μας κοντά στον Ελλήσποντο, κι η πολιτεία μας έπεσε στη συμφορά που όλοι ξέρουμε, ποιος λησμονεί ότι από τους πρεσβυτέρους οι λεγόμενοι δημοκρατικοί ήσαν πρόθυμοι να υποφέρουν τα πάντα προκειμένου να μη δεχθούν τις προσταγές της επιβαλλόμενης ειρήνης και ότι ενόμιζαν φοβερό να βλέπη κανείς στη διάθεση των εχθρών την πολιτεία εκείνη που ήταν άλλοτε κυρίαρχος της Ελλάδος, ενώ απ’ εναντίας εκείνοι που επιθυμούσαν την επιβολή ολιγαρχικού πολιτεύματος, υπέμεναν πρόθυμα και το γκρέμισμα των τειχών και την υποδούλωση των κατοίκων; Και παλαιότερα, όταν ο λαός ήταν κύριος της πολιτικής καταστάσεως, ποιος δεν ξέρει ότι εμείς είχαμε εγκαταστήσει φρουρές και στις ακροπόλεις των άλλων κρατών, ενώ από τη στιγμή που παρέλαβαν οι «τριάκοντα» την πολιτική εξουσία, οι εχθροί κατέλαβαν τη δική μας; Ποιος λησμονεί ακόμα ότι κατά την εποχή εκείνη, αν και οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν εξουσιασταί μας, όταν οι φυγάδες ετόλμησαν να επανέλθουν και να πολεμήσουν για την ελευθερία της πολιτείας μας και ο Κόνων ενίκησε στη γνωστή ναυμαχία, ήλθαν απεσταλμένοι Λακεδαιμόνιοι και παρέδωσαν εκ νέου στην πολιτεία μας την ηγεμονία της θαλάσσης; Και τέλος ποιος δεν θυμάται από τους συνομηλίκους μου και μερικά άλλα, ότι δηλαδή η δημοκρατία τόσο ωραία εστόλισε την πόλη μας με τους ναούς και τα άλλα λατρευτικά ιδρύματα, ώστε ακόμη και σήμερα όσοι την επισκέπτονται νομίζουν, ότι η πολιτεία μας είναι άξια να κυβερνά όχι μόνο τους Έλληνας, αλλά και όλους τους άλλους ανθρώπους, ενώ οι τριάκοντα τύραννοι άλλα παραμέλησαν, άλλα εσύλησαν κι’ έφτασαν τέλος στο σημείο να επιτρέψουν αντί τριών ταλάντων να γκρεμίσουν τους νεωσοίκους, για την κατασκευή των οποίων η πολιτεία μας είχε ξοδέψει όχι λιγώτερα από χίλια τάλαντα; Εκτός απ’ αυτά ούτε και τον ανθρωπισμό τους είναι δυνατόν να επαινέση κανείς περισσότερο από τον ανθρωπισμό των χρόνων της δημοκρατίας. Γιατί οι τριάκοντα, αν και παρέλαβαν την πολιτεία μας με ωρισμένους νόμους που ελειτουργούσαν απαραβίαστα, εφόνευσαν χωρίς την παραμικρή τυπική διαδικασία και αναπολόγητα χίλιους πεντακόσιους πολίτας, ενώ ανάγκασαν παρά πάνω από πέντε χιλιάδες πολίτας να καταφύγουν στον Πειραιά (από το φόβο παρόμοιας τιμωρίας). Αυτοί πάλι, αφού υπερίσχυσαν και επανήρχοντο ωπλισμένοι, αφού ετιμώρησαν με θάνατο τους υπαίτιους όλων αυτών των συμφορών, τόσο ανθρωπιστικά και νόμιμα εκυβέρνησαν τους νομοταγείς πολίτας, ώστε να μη βρίσκωνται σε πλεονεκτική θέση, εκείνοι που εξώρισαν πολλούς πολίτας από τους εξορίστους που γύρισαν πάλι στην πατρίδα τους.
     Το πιο ωραίο μάλιστα και το πιο αξιομνημόνευτο παράδειγμα της επιεικείας που έδειχνε το δημοκρατικό πολίτευμα, είναι τούτο: Όταν αυτοί που έμειναν στην πόλη, οι ολιγαρχικοί δηλαδή, εδανείστηκαν από τους Λακεδαιμονίους εκατό τάλαντα για να πολιορκήσουν τους δημοκρατικούς που κατέλαβαν τον Πειραιά και συνήλθε η εκκλησία του δήμου για να πάρη απόφαση για την επιστροφή των χρημάτων, και ενώ πολλοί υπεστήριζαν, ότι πρέπει να τακτοποιήσουν τον λογαριασμό τους με τους Λακεδαιμονίους όχι εκείνοι που επολιορκήθηκαν στον Πειραιά, αλλ’ αυτοί που έκαμαν το δάνειο, εφάνη φρόνιμο στο λαό και επεκράτησε η άποψη να εξοφλήσουν από κοινού το χρέος. Είναι λοιπόν φανερό, ότι επειδή είχαν τέτοιες αντιλήψεις, κατώρθωσαν να μας φέρουν σε τέτοια ομόνοια και συνετέλεσαν να προκόψη σε τέτοιο βαθμό η πολιτεία μας, ώστε οι Λακεδαιμόνιοι, που κατά τις ημέρες της ολιγαρχίας σχεδόν κάθε μέρα μας έδιναν διαταγές, ήλθαν αργότερα στην εποχή της Δημοκρατίας για να μας θερμοπαρακαλέσουν και να μας ικετεύσουν να μη τους αφήσουμε να αναστατωθούν από την επιδρομή των Θηβαίων. Τέτοια λοιπόν περίπου ήταν η κεντρική γραμμή της σκέψεως των δημοκρατικών από το ένα μέρος και των ολιγαρχικών από το άλλο. Οι ολιγαρχικοί δηλ. είχαν την αξίωση να εξουσιάζουν τους πολίτας και να είναι δούλοι των εχθρών, ενώ οι δημοκρατικοί εφρόντιζαν να είναι άρχοντες των άλλων πόλεων, αλλά ίσοι με τους συμπολίτας των.
     Κι όλα αυτά σας τα είπα για δυο λόγους: Πρώτα πρώτα γιατί ήθελα να σας αποδείξω, ότι εγώ δεν έχω καμμιά επιθυμία για ολιγαρχικά πολιτεύματα και για πλεονεκτήματα εις βάρος των άλλων πολιτών, αλλά μονάχα για ένα δίκαιο και αξιοπρεπές πολίτευμα, και κατά δεύτερο λόγο για να αποδείξω ότι και τα κακοδιοικούμενα ακόμη δημοκρατικά πολιτεύματα προξενούν στους πολίτας μικρότερες συμφορές από τα ολιγαρχικά, ενώ εκείνα (τα δημοκρατικά) που λειτουργούν κανονικά, ξεχωρίζουν γιατί είναι δικαιότερα και δημοφιλέστερα και περισσότερο ευχάριστα στους πολίτας που διοικούνται μ’ αυτά.
     Θα μπορούσε ίσως κανείς να διατυπώση την απορία: τι τέλος πάντων επιδιώκω όταν, αντί για το πολίτευμα αυτό που κατώρθωσε να παρουσιάση τόσα πολλά και ωραία έργα, αγωνίζωμαι να σας πείσω να ζητήσετε άλλο, και γιατί τάχα τώρα εξυμνώ τόσο θερμά τη δημοκρατία, ενώ όταν παρουσιασθή περίσταση, αλλάζω γνώμη και παίρνω στάση εχθρική για το σημερινό καθεστώς;
     Εγώ όμως ακόμη και τούς ιδιώτας εκείνους που κατορθώνουν λίγα πράγματα στη ζωή τους, ενώ κάνουν πολλά σφάλματα, δεν τους υπολήπτομαι καθόλου και νομίζω μάλιστα ότι είναι περισσότερο απ’ όσο συγχωρείται φαύλοι. Προς τούτοις εκείνους που έχουν γεννηθή από ευγενείς και γενναίους άνδρας και που είναι λίγο μόνο καλύτεροι από τους υπερβολικά πονηρούς και πάρα πολύ κατώτεροι από τον πατέρα τους, αυτούς τους λογαριάζω ακόμη λιγώτερο και θα τους συμβούλευα να πάψουν να είναι τέτοιοι. Την ίδια γνώμη ακριβώς έχω και για την εκτίμηση των κοινών πραγμάτων. Νομίζω δηλαδή πως δεν πρέπει να καμαρώνουμε ούτε και να θεωρούμε ικανοποιητικό το ότι έχουμε φανή νομιμώτεροι από ανθρώπους χρεωκοπημένους και μανιακούς, αλλά πολύ περισσότερο πρέπει ν’ αγανακτούμε και να στενοχωρούμεθα που είμαστε πολύ κατώτεροι από τους προγόνους μας. Είναι λοιπόν ανάγκη να συναγωνισθούμε τους προγόνους στην αρετή και όχι τους τριάκοντα τυράννους στην πονηρία, γιατί νομίζω πως είναι επιβεβλημένο σε μας να ξεπεράσουμε στην αρετή κάθε προηγούμενο παράδειγμα.
     Αυτές τις σκέψεις μου δεν τις εκθέτω τώρα για πρώτη φορά, αλλά πολλές φορές μέχρι σήμερα και σε πολλούς ανθρώπους, γιατί ξέρω καλά, ότι σε κάθε τόπο ευδοκιμούν δένδρα και καρποί και γεννώνται ζώα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από τους άλλους τόπους, η δε χώρα μας έχει τη δύναμη να παρουσιάζη και να αναδεικνύη άνδρας όχι μόνο στις τέχνες και στα κατορθώματα και στη ρητορική δεινότητα πάρα πολύ ξεχωριστούς, αλλά και στην ανδρεία και στην αρετή πάρα πολύ διαφορετικούς από τους άνδρας άλλων χωρών. Αυτό μάλιστα μπορεί εύκολα κανείς να το συμπεράνη και από τους παλαιούς αγώνες που έκαμαν οι πρόγονοί μας προς τας Αμαζόνας και τους Θράκας και όλους τους Πελοποννησίους, αλλά και από τους μεγάλους Περσικούς πολέμους. Σ’ αυτούς και μόνοι τους και μαζί με τους Πελοποννησίους και σε πεζικούς αγώνες και σε ναυμαχίες κατετρόπωσαν τους βαρβάρους και εκρίθησαν άξιοι της ηγεμονίας μεταξύ όλων των Ελλήνων. Απ’ όλα αυτά τίποτε ασφαλώς δεν θα είχαν κατορθώσει, αν δεν είχαν πραγματικά φύση όλως διόλου ξεχωριστή.
     Ας μη νομίση όμως κανείς ότι οι έπαινοι αυτοί ταιριάζουν και στους σημερινούς πολιτικούς. Κάθε άλλο. Τέτοια λόγια είναι ύμνος για κείνους που εφάνηκαν άξιοι στ’ αλήθεια της αρετής των προγόνων, κατηγορία για τους άλλους που εντρόπιασαν τη λαμπρή καταγωγή τους με την οκνηρία της σκέψεως και την κακία, όπως ακριβώς συμβαίνει και με μας, γιατί πρέπει να λέη κανείς την αλήθεια. Γιατί αν και η φύση μας υπήρξε τόσον εκλεκτή, δεν την εκαλλιεργήσαμε, αλλά την αφήσαμε να καταπέση σε ακρισία και ταραχή και επιθυμία πονηρών πραγμάτων.
    Αλλ’ όμως αν εξακολουθήσω να κατηγορώ και να επικρίνω τους σημερινούς πολιτικούς για την κατάντια των σημερινών πραγμάτων, φοβούμαι, μήπως ξεφύγω όλως διόλου από την υπόθεση που μας απασχολεί. Για όλα αυτά και προηγουμένως εμίλησα και θα ξαναμιλήσω αργότερα, αν δεν κατορθώσω να σας πείσω να πάψετε εις το μέλλον να κάνετε τέτοια σφάλματα, αφού δε προσθέσω ακόμη λίγα για το ζήτημα που ώρισα ως υπόθεση του λόγου μου, θα παραχωρήσω το βήμα σ’ εκείνους που θα είχαν τη διάθεση να συμβουλεύσουν κάτι φρονιμώτερο πάνω στο ίδιο θέμα.
     Εμείς λοιπόν, αν εξακολουθήσουμε να διοικούμε την πολιτεία όπως και σήμερα, είναι αδύνατον να μη βρεθούμε στην ανάγκη να σκεπτόμαστε και να πολεμούμε και σχεδόν όλα να τα υποφέρουμε και να κατευθύνουμε τις ενέργειές μας, όπως ακριβώς στα χρόνια μας και στα χρόνια τα περασμένα. Εάν όμως μεταβάλουμε το πολίτευμα είναι φανερό ότι, όπως ακριβώς ήσαν τα πράγματα στην εποχή των προγόνων μας, έτσι θα είναι και σήμερα. Γιατί κατ’ ανάγκη και φυσικήν ακολουθία από τα ίδια πολιτεύματα προβάλλουν και απορρέουν πράξεις όμοιες και ανάλογες.
     Πρέπει μάλιστα, αφού παραλληλίσουμε τις πιο σοβαρές απ’ αυτές τις πράξεις, να σκεφθούμε ποιες από τις δυο να εκλέξουμε. Και πρώτα–πρώτα πρέπει να παρατηρήσουμε προσεχτικά πώς διέκειντο και ποια στάση έπαιρναν απέναντι εκείνου του πολιτεύματος και οι Έλληνες και οι βάρβαροι και ποια στάση παίρνουν τώρα απέναντί μας, γιατί χωρίς άλλο τα γένη αυτά είναι μεγάλοι συντελεσταί για τη δική μας ευτυχία, όταν φέρωνται απέναντί μας όπως αξίζει στο καθένα.
     Οι Έλληνες λοιπόν περιέβαλλαν με τόσην εμπιστοσύνη τους πολιτικούς εκείνης της εποχής, ώστε οι περισσότεροι απ’ αυτούς θεληματικά έταξαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της πολιτείας. Οι βάρβαροι έπειτα τόσο πολύ απείχαν από το να ενδιαφέρωνται και να επεμβαίνουν στα Ελληνικά πράγματα, ώστε ούτε με πολεμικά πλοία δεν ετολμούσαν να πλεύσουν εντεύθεν της Φασήλιδος ούτε με στρατιωτική παράταξη ετολμούσαν να περάσουν εντεύθεν του Άλυος ποταμού, αλλ’ ήσαν καθηλωμένοι στη θέση τους και ζούσαν ειρηνική ζωή.
     Τώρα όμως έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο τα πράγματα, ώστε οι μεν Έλληνες μισούν την πολιτεία μας, οι δε βάρβαροι δεν μας λογαριάζουν καθόλου. Και όσο για το μίσος των Ελλήνων, το έχετε πληροφορηθή από τους ίδιους τους στρατηγούς, το πώς ύστερα διάκειται απέναντί μας ο βασιλεύς των Περσών μας το εφανέρωσε ο ίδιος με τα γράμματα που μας έστειλε.
     Αλλ’ εκτός απ’ αυτό, με την παραδειγματική τάξη της παλιάς εκείνης εποχής εμορφώθηκαν οι πολίται και παρακινήθηκαν στην αρετή και πέτυχαν να βρίσκωνται σε αρμονία με τον ίδιο τον εαυτό τους και με τους άλλους συμπολίτας και τέλος να συντρίβουν στη γραμμή της μάχης όλους εκείνους που είχαν την τόλμη να εισβάλουν στη χώρα μας. Με μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ερχόμαστε σχεδόν κάθε μέρα σε προστριβές κι’ έχουμε σε τέτοιο βαθμό παραμελήσει τα πολεμικά έργα, ώστε δεν έχουμε καν το φιλότιμο να παρουσιαστούμε σε δοκιμαστικά πολεμικά γυμνάσια, αν δεν πάρουμε προκαταβολικά την αμοιβή μας. Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: την εποχή εκείνη δεν έλειπαν από κανένα πολίτη τα αναγκαία για τη ζωή και κανένας δεν εζητιάνευε στους δρόμους από τους περαστικούς ανθρώπους, ώστε να ντροπιάζη την πολιτεία μας, ενώ σήμερα είναι πολύ περισσότεροι οι φτωχοί από τους πλούσιους, οι οποίοι (φτωχοί) είναι άξιοι κάθε συγνώμης που δεν δίνουν καμμιά σημασία για τα κοινά πράγματα, αλλά φροντίζουν μόνο πώς θα μπορέσουν να εξοικονομήσουν τα καθημερινά τους έξοδα.
     Εγώ λοιπόν έχω την ελπίδα ότι, αν θελήσουμε να μιμηθούμε τους προγόνους, και από τη σημερινή ακαταστασία θα ξεφύγουμε για πάντα και θα γίνουμε ακόμη σωτήρες όχι μόνο της πολιτείας μας, αλλά και όλων μαζί των Ελλήνων. Γι’ αυτό ακριβώς παρουσιάσθηκα μπροστά σας και ανέπτυξα τις απόψεις που ακούσατε. Στο χέρι σας είναι τώρα να σταθμίσετε καλά το πράγμα και να πάρετε την απόφαση που σεις νομίζετε ότι εξυπηρετεί περισσότερο το συμφέρον της πολιτείας.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *