Ισπανοί Ποιητές (15ου-17ου αιώνα): έΡΩΤΑΣ ΣΤo ΠΑΡΑΘύΡΙ…

                          Ρομανθέρο (1450-1550)

     Η ισπανική παράδοση αρχίζει από το 1400 μ.Χ. με τους θαυματοποιούς που φαίδρυναν τα λαϊκά πανηγύρια κι ακολουθούσανε τις πορείες των προσκυνητών, εξιστορώντας με στίχους τ’ ανδραγαθήματα του Σιντ, που αμέσως τα ‘παιρνε ο λαός και τα διέδιδε σ’ όλη τη χώρα. Έτσι, τραγουδώντας με συνοδεία ενός εγχόρδου (λαγούτο κατά προτίμηση), διαμόρφωσαν μιαν από τις πιο ισχυρές κι ιδιότυπες ευρωπαϊκές ποιητικές παραδόσεις. Ο ζονγκλέρ Μεντισανέλι, που όπως λέγεται, ο στίχος του ήταν “μισός τελεσίδικο ξίφος και μισός μαυριτάνικο γιαταγάνι“, όταν εξιστορούσε περιπέτειες ιπποτών και λαϊκών παλικαριών του Μεσαίωνα. Έτσι τραγούδησε ο Γκιλ Βιθέντε τη ζωή και τα βάσανα του λαού της εποχής του. Έτσι ο Ξαν Ζόρρο, ο ερωτευμένος τροβαδούρος, που εκσφενδόνιζε τις μουσικό-στιχουργικές του σαΐτες μες στην οχλοβοή των καραβανιών των προσκυνητών και των αγροτικών πανηγυριών. Έτσι τραγούδησε ο Μαθίας Ελ Ιναμοράδο κι όλοι οι Ισπανοί τροβαδούροι και ζονγκλέρ, που τα τραγούδια τους μάζεψε στον “Κασιονέρο” του ο Χουάν Ντε Μποένα, εργασία συλλεκτική, που ολοκληρώθηκε με το Ρομανθέρο.
     Mε την ονομασία Ρομανθέρο, -το μνημείο αυτό της ισπανικής λογοτεχνίας- είναι γνωστή η μεγάλη κι ατέλειωτη συλλογή από πλήθος ποικίλλες ισπανικές ρομάντσες, που πρωτοεμφανίστηκαν μ’ αυτό το όνομα στον Μεσαίωνα, για να μπουν αμέσως στις ευρωπαϊκές χώρες (ιδιαίτερα σε ΓερμανίαΓαλλία κι Αγγλία), όπου το είδος αυτό καλλιεργήθηκε κι εξελίχθηκε στις μπαλάντες. Όταν στις αρχές του 15ου αιώνα είχε πια σβήσει η παράδοση των πλανοδίων ποιητών, (αφηγητές επικών γεγονότων, όπως οι τροβαδούροι της Γαλλίας), άρχισαν πια να κυκλοφορούν και να διαβάζονται στο λαό από χειρόγραφα ή και ν’ απαγγέλλονται σε διάφορες ευκαιρίες οι ρομάντσες, σύντομες επικολυρικές αφηγήσεις, εμπνευσμένες ιδιαίτερα από τους κύκλους των ιπποτών του Μεσαίωνα (Καρολίγγειος και Μπρετόνους) ή από τον πόλεμο κατά των Μαυριτανών της Ισπανίας ή ακόμα κι από φανταστικά λαϊκολυρικά θέματα. Ο στίχος του, με ρίμες, ήταν 8σύλλαβος κι εύηχος, καθαρά λαϊκός, έτσι που η μνήμη μπορούσε να το συγκρατήσει μα που, ωστόσο, θύμιζε την αραβική κουσσιντάχ.
     Μετά τη περίοδο 1450-1550, που βλέπει να διεξάγεται ο τελευταίος επικός αγώνας των Ισπανών κατά των Μαυριτανών (η Αλχάμα αλώθηκε το 1482 κι η Γρανάδα το 1492) και την ακτινοβολία της αυτοκρατορίας του Καρόλου 5ου, οι ρομάντσες είχανε γίνει το ψωμί του λαού και πολλαπλασιάζονταν ανώνυμα, αποκτώντας μιαν όλο και πιο καλλιτεχνική μορφή, μέχρι που από τις αρχές του 1550 άρχισαν να τυπώνονται συλλογές από ρομάντσες (Ρομανθέρι), που τις χωρίζαν ανάλογα με τα θέματα. Από τότε η ρομάντσα (στην αρχή φυσικά απλοϊκή) γίνεται η πιο λαμπρή και πολύτιμη λογοτεχνική κληρονομιά των Ισπανών και γρήγορα απ’ αυτό το λαμπρό ποιητικό υλικό θα βγει για να σπιθοβολήσει από τα χέρια των Γκόνγκορα και Λόπε Ντε Βέγκα, η έντεχνη πια ποίηση. Όλα τα πιο γνήσια, τα πιο γενναία αισθήματα (θάρρος, πάθος, προδοσία, μίσος, έρωτας, ζηλοτυπία, χαρά, πίστη) εμπνέουνε το Ρομανθέρο κι εκφράζονται με απλή καθαρότητα. Για τούτο ο ισπανικός λαός βρήκε και βρίσκει σ’ αυτό τον καθρέφτη του, ένα καθρέφτη που έσκυψαν ακόμα και προικισμένοι Ισπανοί ποιητές, όπως έγινε στην Ελλάδα με το πλούσιο δημοτικό τραγούδι. Η Ευρώπη του ρομαντισμού σε συνέχεια, θεώρησε κι ανακήρυξε το Ρομανθέρο, σαν τον ιδανικό κόσμο του Μεσαίωνα.

H Ρομάντσα Του Φρέσκου Ρόδου

-Φρέσκο ρόδο, φρέσκο ρόδο
γλυκό ρόδο ερωτικό,
μια μέρα σ’ είχα στο στήθος
και δε σου ‘πα “σ’ αγαπώ“.
Σήμερα που σε γυρεύω
δε σ’ έχω πια για να στο ‘πω.

-Καλέ μου φίλε, ‘γω δε φταίω
φταις εσύ, μονάχα συ,
μου ‘στειλες να μου μιλήσει
δούλο σου προξενητή
κι ήτανε στραβά τα λόγια
που ‘ρθε ο έρμος να μου πει:
Στα τσιφλίκια του Λεόνε
της αγάπης σου η φωλιά
η γυναίκα ήταν αστέρι
και λουλούδια τα παιδιά
“.

-Θε μου, ο βρωμο-υπηρέτης
φταίει για τη συμφορά.
Της Καστίλιας τα τσιφλίκια
δεν τα είδα γω ποτές
από τότε που ‘μουν ένα
αθώο παιδί, λουλούδι πες
και δεν ήξερα γι’ αγάπη,
ούτε και για προξενιές.

Η Λευκάντρα Τ’ Άη Γιάννη

Κίνησα για τον ‘Α-Γιάννη
λίγο πριν ήλιος φανεί
μάνα, στο γιαλό τί βλέπω;
Μια κοπέλλα μοναχή.

Πλένει, στίβει, ρουχ’ απλώνει
πάνω σε τριανταφυλλιά
κι όσο ήλιος τα στεγνώνει
η λευκάντρα τραγουδά:

-“Πού ‘ν’ η αγάπη μου, ο καλός μου
πού να πάω να τον βρω
“;
Κύμα πάνω, κύμα κάτω.
-“Θάλασσα, τον λαχταρώ“!

Χρυσό χτένι ‘χει στα χέρια
και χτενίζει τα μαλλιά.
-“Πές μου ναύτη, συ λεβέντη,
που Θεός να σε φυλά,
την αγάπη μου μην είδες
να περνάει εδώ να;
“;

Η Ρομάντσα Της Αρχόντισσας Μπλάνκα

-Είσαι κυρά μου πιο λευκή
κι απ’ τον ήλιο την αυγή.
Θες να κοιμηθούμ’ απόψε
σα δυο αγαπητικοί;
Θώρακα λουριά και κράνος,
δε τα βγάζω χρόνια εφτά
κι είν’ τα κρέατά μου μαύρα
σάμπως κάρβουνου δαυλειά.

-Αχ τον έρωτά σου θέλω
για μια νύχτα να γευτώ!
Στο κυνήγι πάει ο Κόντες
στα τσιφλίκια του Λεόν.
Λύσσα ας σκίσει τα σκυλιά του
γέρακας το συνοδό!

-Τί έκανες Μπλάνκα, γυναίκα,
κόρη Γιούδα, πές μου ευθύς!

-Στα μαλλιά μου μια χωρίστρα
κι είν’ ο πόνος μου βαθύς,
που ο άντρας μου μ’ αφήνει
για κυνήγι στα βουνά.

-Ψέμματα, τρέμ’ η φωνή σου,
μίλα, πες αληθινά.
Στην αυλή άλογο βλέπω,
καβαλλάρη πουθενά.

-Είναι τ’ άτι που σου στέλνει
ο γονιός μου δώρο, νά…

-Τίνος είναι το τουφέκι
που ‘ν’ στο έμπα κουμπιστό;

-Είναι τ’ όπλο τ’ αδερφού μου
δώρο στέλνει σου κι αυτό.

-Και το δόρατο που λάμπει
η αιχμή του μέχρι ‘δω;

-Αχ καλέ μου Κόντε, πιάστο
κι άγρια χτύπα στη καρδιά.
Φταίω κι αξίζει να πεθάνω
με χτυπήματα βαριά.

Η Πτώση Της Αλχάμα

Σεριανούσε στη Γρανάδα
ο Μαυριτάνος βασιλιάς
κι απ’ τη πύλη Βιβαρράλμπα
φτάνει η είδηση πως να,
κυριεύτηκ’ η Αλχάμα.
Αχ Αλχάμα μου, Αλχάμα!

Στη φωτιά ρίχνει το γράμμα,
σφάζει και τον ταχυδρόμο
και τραβούσε τα μαλλιά του
και ξερρίζωνε τα γένεια.
Ξεπεζεύει απ’ τη φοράδα,
γερό άτι καβαλλάει.
Τον ανήφορο αψύς παίρνει
του Ζακάτιν κι άψε-σβήσε
έξω απ’ την Αλάμπρα φτάνει.
Αχ Αλχάμα μου, Αλχάμα!

Βάζει ευτύς ν’ αχολογήσουν
οι τρουμπέτες κι οι ψηλές του
σάλπιγγες, οι ασημένιες
οι Μαυριτανοί ν’ ακούσουν
σκορπισμένοι στα χωράφια.
Αχ Αλχάμα μου, Αλχάμα!

Πέντε-πέντε, έξι-έξι
εσυνάχτη πλήθος μέγα
κι ένας γέροντας μιλούσε,
σοφός μ’ άσπρη γενειάδα!
-Τί συμβαίνει ω βασιλιά
και μας φώναξες δω να;
Συ δε φώναξες ποτέ σου.
-Για να μάθετε, ω φίλοι,
τη μεγάλη συμφορά μας:
Πάει χάθηκ’ η Αλχάμα.
Αχ Αλχάμα μου, Αλχάμα!

-Τα ‘θελες καλέ μας Ρήγα,
καλά τώρα τα παθαίνεις.
Σκότωσες τους Μπενσεράγιες
που ‘ταν της Γρανάδας άνθος.
Μάζεψες τους αποστάτες
Κόρδοβας της ξακουσμένης.
Βασιλιά, γι’ αυτό σου πρέπει
τιμωρία πιο μεγάλη:
Να γκρεμίσει το βασίλειο
και μ’ αυτό κι εσύ μαζί του
και να χάσεις τη Γρανάδα.
Αχ Αλχάμα μου, Αλχάμα!

                        Ειδικό Παράρτημα: Ιδιώματα

     ‘Autos Sacramentales‘ (ισπ.: αούτος είναι οι δράσεις ή πράξεις δηλαδή έργα ή σκηνές έργων και σακραμεντάλες είναι τα μυστηριακά, άρα μια ορθή πλήρης μετάφραση του όρου είναι: Μυστηριακά Δράματα) είναι μια μορφή της δραματικής λογοτεχνίας, που είναι χαρακτηριστική στην Ισπανία, αν και σε ορισμένα σημεία της ίδιας μορφής, υπακούει στα παλιά θεατρικά έργα ήθους της Αγγλίας. Μπορεί επίσης να οριστεί ως δραματική αναπαράσταση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Τουλάχιστον αυτός είναι ο ορισμός που ίσχυε το καιρό του Καλντερόν. Δεν εμπίπτει και τόσο καλά στη φόρμα, όπως εκείνα του προηγούμενου αιώνα, όμως πολλά από αυτά πήραν μυστηριακό χαρακτήρα μόνο και μόνο επειδή παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της γιορτής του Corpus Christi.
     Είναι συνήθως αλληγορικά, οι χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουνε π.χ., Πίστη, Ελπίδα, αμαρτία, θάνατο, κλπ. Υπήρχαν κάποια πράγματι, όπου δεν υπάρχει ούτε ένας ανθρώπινος χαρακτήρας, αλλά προσωποποιήσεις αρετών, ελαττωμάτων, στοιχείων, κ.λπ. Ήδη από τον 13ο αιώνα οι θρησκευτικές εκθέσεις ήταν δημοφιλείς στις μάζες στην Ισπανία. Αυτές που συνήθως έπαιρναν τη μορφή απλών διαλόγων και παρουσιαζόντουσαν στη διάρκεια θρησκευτικών εορτών, π.χ. Χριστούγεννα και Πάσχα. Αλλά δεν είναι παρά μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα, που έχουμε το πρώτο αληθινό Μυστηριακό Δράμα κι έχει για θέμα του το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ήταν το “El Auto Δe San Martin“, του Ζιλ Βιθέντε.
     Στη διάρκεια του 16ου και 17ου αι. συνέχισαν να εμφανίζονται, σταδιακά βελτιωμένα κι ακόμα πιο καλά επεξεργασμένα ώστε να φτάσουνε στο υψηλότερο στάδιο ανάπτυξής τους από τον Calderón. Παρουσιαζόνταν πάντα στους δρόμους τη περίοδο του φεστιβάλ της γιορτής του Corpus Christi. Είχε προηγηθεί μια επίσημη πομπή μες από τους κύριους δρόμους της πόλης και τα σπίτια κατά μήκος της διαδρομής ήτανε στολισμένα προς τιμήν της περίστασης. Στην πομπή εμφανιζόταν με τους ιερείς που μετέφεραν το Ιερό Λάβαρο κάτω από έναν υπέροχο θόλο, ακολουθούμενοι από ένα αφοσιωμένο πλήθος, που στη Μαδρίτη, συμμετείχε συχνά κι ο βασιλιάς κι η αυλή του, χωρίς διάκριση βαθμού και τελευταίοι απ’ όλα, σε όμορφα κάρα, ερχόντουσαν οι ηθοποιοί από τις κρατικές σκηνές που επρόκειτο να λάβουν μέρος στη παράσταση. Η πομπή συνήθως σταματούσε στη κατοικία κάποιου αξιωματούχου κι ενώ οι ιερείς εκτελούσαν ορισμένες θρησκευτικές τελετές, το πλήθος γονάτιζε κατανυκτικά, όπως στην εκκλησία. Μετά το πέρας αυτών, δινόταν η παράσταση. Οι παραστάσεις αυτές κι η πομπή, είχαν μεγάλη λαμπρότητα και φυσικά υψηλό κόστος, πράγματα που καθορίζονταν βέβαια ανάλογα με τις δυνατότητες της έκαστης πόλης που οργάνωνε όλο τούτο.
     Από τους πιο γνωστούς συγγραφείς αυτού του είδους μπορεί να αναφερθεί ο Juan DeLa Enzina κι oGil Vicente που γράψανε τον 15ο και 16ο αι., ενώ ανάμεσα σε αυτούς που γράψανε στο απόγειο της επιτυχίας τους ήταν ο Lope De Vega, που συνέγραψε πάνω από 400, όμως πολύ λίγα σώζονται σήμερα. Αλλά ακολούθησε ο πιο επιτυχημένος όλων σ’ αυτό το είδος: ο Calderón. Παρόλο που δεν ήτανε πολυγραφότατος όπως ο Βέγκα, άφησε παρακαταθήκη περίπου 70 Μ.Δ. με κορυφαίο το Θεϊκό Ορφέα έργο με απαράμιλλη ποιητική αξία, Αφοσίωση Στη Μάζα, κι Η Αιχμαλωσία Του Νώε. Αυτά τα έργα είχανε μεγάλην απήχηση-επίδραση στο λαό.
     Από τα παλιά χρόνια η αλληγορία κάθε μορφής είχε έντονο γοητευτικό χαρακτήρα κι αυτά τα έργα αγαπήθηκαν από τα πλήθη κι ιδιαίτερα αφού δινόντουσαν δημοσία δαπάνη με την εύνοια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, για τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές. Το 1765 απαγορεύτηκαν από τον Κάρολο Γ’ αλλά τέτοιες συνήθειες αιώνων δε θα μπορούσαν να κοπούνε τόσον εύκολα και για πολλά χρόνια μετά συνέχισαν να παρουσιάζονται σε ορισμένες μικρότερες πόλεις.

     ‘Εntreméses‘ (προέρχεται απ’ το ιταλικό ιντερμέδιο) είναι μικρή φάρσα που χρησιμοποιείται σαν διασκεδαστικό διάλειμμα μεταξύ 1ης και 2ης πράξης της Comedia. Θεωρείται ότι παρουσιάστηκε 1η φορά στην ισπανική σκηνή τον 16ο αι. και προέρχεται από την επιρροή της ιταλικής Commedia dell ‘Arte. Συχνά χρησιμοποιούνται χονδροειδείς περιθωριακοί χαρακτήρες και καταστάσεις κι είχανε τεράστια πέραση στο ακροατήριο καθώς γράφτηκαν από διακεκριμένους συγγραφείς, όπως οι Καλντερόν και Θερβάντες.

     Στην Ισπανική Χρυσή Εποχή (Siglo de Oro) παράδοση η ‘Comedia‘ να είναι ένα 3πρακτο έργο όπου συνδυάζει δραματικά και κωμικά στοιχεία. Οι κύριοι χαρακτήρες είναι ευγενείς (Galanes) και κυρίες (Damas) που εμπλέκονται σε μια υπόθεση που αφορά στην αγάπη, στη ζήλια, στη τιμή και μερικές φορές επίσης στο σεβασμό ή τον πατριωτισμό. Οι υποστηρικτικοί ρόλοι είναι αστείοι υπάλληλοι (graciosos) που βοηθούν τους εργοδότες τους στην εκτέλεση της πλοκής. Μεγάλος κι εξέχων δημιουργός τέτοιων κωμωδιών ήταν ο Βέγκα με ύφος που καθορίζεται από το μίγμα εκείνο του κωμικοτραγικού κι αρχικά έτσι ονομαζόταν, μέχρι που τελικά συντμήθηκε απλά σε ‘Comedia‘.

====================


 
                                Fray Luis Ponce de León    

              Φράι Λουίς Πόνσε Ντε Λεόν (1527-1591)

     Μοναχός του δόγματος του Αγίου Αυγουστίνου, καθηγητής της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα και ποιητής, ήταν από τα υψηλά κι ανοιχτά πνεύματα της ισπανικής Αναγέννησης του 16ου αι. Στις καλλιτεχνικές και θεωρητικές του προσπάθειες, μπόρεσε να εναρμονίσει και να συνταιριάσει την ιταλο-ισπανική κουλτούρα, με την ελληνο-λατινική κι εβραϊκή. Έτσι, οι στοχασμοί του στα έργα “Ονόματα Χριστού” (1586), “Εισήγηση Στο Βιβλίο Του Ιώβ” (τυπώθηκε μετά θάνατον) κι η ποίησή του, στηρίζονται σε βάσεις από γρανίτη.
     Γεννήθηκε στο Μπελμόντε της Αραγωνίας από πλούσια οικογένεια. Μετέφρασε θαυμαστά ΒιργίλιοΟράτιοΠίνδαροΠετράρχη και Μπέμπο. Η μετάφρασή του στο “‘Ασμα Ασμάτων” κι οι ερμηνείες του στις Ιερές Γραφές, που πηγάσαν από τη μελέτη του στα πρωτότυπα εβραϊκά κείμενα, μα στη πραγματικότητα η μεγάλη του φήμη σα μύστη και ποιητή, του δημιούργησαν μες στους εκκλησιαστικούς κύκλους, αντιδράσεις, ενοχλήσεις, μνησικακίες και φθόνο.
     Η Ιερά Εξέταση τον έκλεισε στη φυλακή για 5 χρόνια κι ύστερα τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία. Στη φυλακή έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του και τα ποιήματά του. Αυτά είναι γραμμένα σε καθαρή γλώσσα και με σκέψεις κρυστάλλινες και μπορούν να θεωρηθούνε σαν ωραιότατοι καρποί της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Ο αδελφός Λεόν αναθερμαίνει τέφρες αρχαίες και μέσα από σχήματα προσευχών κι ομιλίες θρησκευτικές προς το ποίμνιο, εκδηλώνει τη γεμάτη δέος συγκίνησή του μπρος στο Σύμπαν, που αποτελεί και την ειλικρινή μορφή του μυστικισμού του. Πέθανε στη Μαδρίτη, στις 23 Αυγούστου 1591.

   Agora Con La Aurora…

Με την αυγή σηκώνεται το φως μου,
πλέκει τα πλούσια μαλλάκια της κοτσίδια,
τα στήθη, το λαιμό της, -ο άγγελός μου-
στολίζει ανελέητα με στολίδια.

‘Αγια κι αγνή, στον ουρανό κοιτώντας,
τ’ όμορφα χέρια της σηκώνει ψηλά
Για τη δική μου θλίψη, ίσως, πονώντας
κι ασύγκριτα έπειτα, παίζει και γελά.

Λέω. Κι από γλυκειά πλάνη χαμένος,
-γω που με πίστη τη λατρεύω ταπεινά-
θαρρώ πως τη θωρώ ‘δωνα, μπροστά μου.

Μα η ψυχή μου π’ απατήθηκε, με μένος
συνέρχεται απ’ τη πλάνη της ξανά
κι ώρα πολλή τρέχουν τα δάκρυά μου…

=======================


Luis de Góngora y Argote *

                   Λουίς Γκόνγκορα Υ Αργκότε  (1561-1627)

     Η Αναγέννηση που ‘φτασε στον 16ο αιώνα στη μεγαλύτερη λάμψη της, αναζητώντας νέους τρόπους στις διάφορες τέχνες, σιγά-σιγά κι ανεπαίσθητα πέρασε στο Μπαρόκ, του 17ου αι. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάστηκε σ’ όλη την Ευρώπη. Ο Γκόνγκορα, (Luis de Gongora y Argote) Ισπανός ποιητής της εποχής, γεννημένος στη Κόρδοβα από οικογένεια ευγενών (μητέρα Leonor de Góngora, πατέρας Francisco de Argote) στις 11 Ιουλίου 1561, κληρικός, κέρδισε γοργά την εύνοια της Αυλής. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Σαλαμάνκα, χειροτονήθηκε κληρικός κι υπηρέτησε στη μητρόπολη της πατρίδας του. Το 1617 στη Μαδρίτη, όπου εγκαταστάθηκε, έγινε εξομολογητής ιερέας του Βασιλιά Φιλίππου Γ’. Όχι όμως για πολύ γιατί η ζωή που έκανε δεν άρμοζε σε άνθρωπο της Εκκλησίας. Το πάθος του για το χαρτοπαίγνιο έμεινε παροιμιώδες στην Ισπανία.

   “Πιστεύω πως τα καλλίτερα ποιήματα του Γκόνγκορα, είναι τα λιγώτερο. γκονγκορικά του. Αγαπώ πολύ ένα ποίημα που θα μπορούσε να ‘ναι από τα καλλίτερα του Κεβέδο, αν δεν το είχε γράψει ο Γκόνγκορα“. Οσβάλντο Φερράρι

     Είναι γνωστός για τις ποιητικές συνθέσεις του με χαρακτήρα και μορφή λαϊκή -τα χαριτωμένα και γεμάτα ζωή letrillas (τραγουδάκια) και τις λεπτές και γραφικές romances (αφηγηματικά ερωτικά ποιήματα με έντονη λυρική διάθεση)- και για τη μεγάλη σειρά των σονέττων του (ερωτικών, σατιρικών, εύθυμων) που διακρίνονται για την άψογη τελειότητα της μορφής. Δέχτηκε όμως σκληρή κριτική για τα 2 ποιήματα που επεξεργάστηκε κι έφερε σε υψηλό αισθητικό επίπεδο ένα εκλεπτυσμένο και περίτεχνο ύφος (culteranismo). Το ύφος αυτό, που είχε επηρεαστεί από τη τεχνοτροπία του μπαρόκ, τόνιζε τα κύρια χαρακτηριστικά του λυρισμού της ισπανικής αναγέννησης (καλλιεργημένη γλώσσα με χρήση νεολογισμών και υπερβάσεων, μεταφορών και μυθολογικών θεμάτων).


     Τα 2 ποιήματα ήταν ο Μύθος του Πολύφημου και της Γαλάτειας (1612) κι οι ημιτελείς Μοναξιές (1612-13), όπου το ναυάγιο ενός νέου σε ένα νησί βοσκών ήταν μόνο η αφορμή για να περιγράψει τη φύση και σκηνές πλούσιες σε χρώματα κι αρμονίες ήχων, όπου δημιούργησε ένα ποιητικό κόσμο με ασύγκριτη γοητεία. Η δυσκολία της ερμηνείας, από τη μία πλευρά κι η λιγοστή ανθρώπινη συμμετοχή, από την άλλη, ήταν οι αιτίες που ο ποιητής αγνοήθηκε για 2 αι.. Η ανακάλυψη κι η αξιολόγησή του οφείλεται στο Βερλαίν, στους Ισπανούς μοντερνιστές με τον Ρουμπέν Νταρίο, στους ποιητές της γενιάς του 1927 και στην ερμηνεία των έργων του από τον κριτικό Ντάμασο Αλόνσο. Ο όρος γκονγκορισμός, ωστόσο, καθιερώθηκε από τους επιγόνους του για να εκφράσει τη ψυχρή επιτήδευση.
     Προικισμένος με πλούσια φαντασία κι εύκολα ρέουσα μουσική φλέβα, έγραψε σονέτα, ερωτικά τραγούδια, σάτιρες. Μα οι μορφικές αναζητήσεις του Φερνάνδο Ντε Χερρέρα κι εκείνη η ανάγκη για το νέο που φτερούγιζε σ’ όλη την ατμόσφαιρα της ευρωπαϊκής τέχνης, τον ωθούσαν όλο και περισσότερο να βρίσκει ιδέες, εικόνες κι αυτή τη γραμματική διάρθρωση να τη προχωρήσει πέρα κι έξω από τα υπάρχοντα πλαίσια. Το ύφος του ονομάστηκε Γκονγκορισμός και χαρακτηριζόταν από φραστικές υπερβολές, επιδεικτικό λεξιλόγιο, πλήθος μεταφορών και περίπλοκη σύνταξη. Ήτανε δε σε διαρκή διαμάχη με τον επίσης Ισπανό ποιητή Φρανσίσκο ντε Κεβέδο.
     “Ο Μύθος Της Γαλάτειας Και Του Πολύφημου” (το αριστούργημά του) κι η “Μοναξιά“, που γράφτηκαν στα 1611-13, δείχνουν αληθινά τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Γκονγκορισμού, που ξεκινώντας από την Ισπανία, επηρέασε όλη τη ποιητικήν έκφραση της Ευρώπης μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Ο Γκόνγκορα υμνήθηκε σα νέος Όμηρος από τους συγχρόνους του κι είναι ασφαλώς μεγάλος ποιητής. Ανανέωσε και πλούτισε το ισπανικό λεξιλόγιο κι αν σήμερα οι πιο περίεργες αλληγορίες του μας κάνουν να χαμογελάμε, μες στους στίχους του κινείται και δρα φαντασία με τόσην άφθονη θέρμη, αδιάκοπα εφευρετική κι ανανεούμενη, με μια τόσον ανόθευτη κι ουσιαστική μουσικότητα, που να προκαλεί αληθινά θαυμασμό.

     Έργα του:

 * Soledades (Μοναξιές1613)
 * La Fábula de Polifemo y Galatea (Ο μύθος του Πολύφημου και της Γαλάτειας, συγγρ.1613, έκδ. μεταθανάτια 1627)
 * La Fábula de Píramo y Tisbe (Ο μύθος του Πύραμου και της Θίσβης1618)
 * La destrucción de Troya (Η καταστροφή της Τροίας, θέατρο)

     Πέθανε στην αγαπημένη του Κόρδοβα και θάφτηκε στο καθεδρικό ναό της πόλης, στις 24 Μάη 1627 σε ηλικία 66 ετών.



             Στο Ρόδο

Χτες εγεννήθης κι αύριο θα πεθάνεις.
Τη λίγη ποιός σου δώρησε ζωή;
Φέγγος λαμπρό, η ψυχή σου φυλλοροεί,
μα κι έτσι τη περφάνεια σου δε χάνεις.

Τη μάταιη ομορφιά σου δε προφτάνεις
να τη χαρείς πριν σβήσει σα πνοή
μια κι η ίδια της αγνότητα αναζητεί
την ευκαιρία πριν να ζήσεις, να πεθάνεις.

Κι αν κάποιο χέρι δύστροπο σε λυώσει
αφού τ’ αγρού ‘ναι νόμος να χαθείς
βαρυοστενάζοντας η μοίρα σου θα τελειώσει

Μη προς στον άκαρδο εβγείς τον τύραννό σου.
Διαλύσου ακόμα πριν να γεννηθείς.
Ζωή σου δίνει κι είναι ο θάνατός σου…

   Ανθοσυλλέκτρια Νύμφη

Στο δειλινό η Νύμφη μου πλανιέται
κι άνθη στον πρασινόκαμπο συνάζει,
μα όσα κι αν κόβει τ’ όμορφό της χέρι,
τόσα στα πόδια της η γη λουλούδια βγάζει.

Λάμπουνε τα μαλλιά της, θαρρείς είναι
χρυσαφιού γνέμα, ριγηλό στ’ αγέρι,
πράσινη φυλλωσιά φτελιάς που τρέμει
κυματιστά σε κάθε αλλαξοκαίρι.

Όταν στολίζει τους λευκούς κροτάφους
-ορόσημο του χρυσαφιού και του χιονιού-
με τ’ άνθια που ‘ναι ξέχειλη η ποδιά της

πιότερο, σας ορκίζομαι, φως βγάζει
η ανθένια της γιρλάντα, απ’ τα στεφάνια
των αστεριών που λάμπουν στα ουράνια.

===================


Félix Lope de Vega y Carpio*

                 Λόπε Φέλιξ Ντε Βέγκα Υ Κάρπιο  (1562-1635)

     Ο Ισπανός αυτός ποιητής, είναι ένας από τους πιο σπάνιους σε ιδιορρυθμία και πιο γόνιμους δημιουργούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ανανέωσε το ισπανικό θέατρο και το ‘φερε σ’ ένα προχωρημένο σχεδόν σύγχρονο στάδιο, με το ελισαβετιανό. Το ουσιαστικό γνώρισμα της ιδιοσυγκρασίας του είναι ο λυρισμός και μ’ αυτή την έννοια, έχει τοποθετηθεί πλάι στον Γκόνγκορα και τον Κουεβέδο και θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής του ισπανικού χρυσού αιώνα. Ελάχιστα επέδρασε στο πνεύμα του, ο Γκονγκορισμός. Στο τραγούδι του προέχει ο αυθορμητισμός και το άμεσο, που πηγάζουν από στιγμές που ‘ζησε στην ευαίσθητη σαν κεραία, ζωή του. Τα τραγούδια του είναι πλούσια σε θερμά χρώματα και μουσικούς ήχους, (“Ρίμες“, “Θείοι Θρίαμβοι“, “Θείες & Ανθρώπινες Ρίμες“), μα προπάντων δονούνται από απλή και φλογερήν ανθρωπιά. Σ’ όλη του τη ζωή βράζει στο αίμα του η πατρίδα του, η αγάπη προς τη γυναίκα, το Θεό, τη φύση. Γι’ αυτό κι η ποίησή του μπορεί να ονομαστεί νεότερη.
     Eκρηκτική προσωπικότητα που περιπλανιέται διψασμένος για ζωή. Από κληρικός γίνεται υπόδικος κι εξόριστος. Από πολεμιστής εραστής με αμέτρητες περιπέτειες. Γράφει 1800 έργα (σώζονται 480). Λάτρης του αυτοσχεδιαστικού θεάτρου μεταβάλει τα έργα του ανάλογα με τη σκηνική έμπνευση των ηθοποιών. Η φήμη του στον κόσμο της ισπανικής λογοτεχνίας έπεται μόνο αυτής του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ενώ ο τεράστιος όγκος της λογοτεχνικής παραγωγής του είναι ασύγκριτος, καθιστώντας τον έναν από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς στην ιστορία της λογοτεχνίας. Υπήρξε το «πρότυπο της ισπανικής διάνοιας» για τους συγχρόνους του, ενώ ο Θερβάντες -οι σχέσεις του οποίου με τον Λόπε δε Βέγα ήταν άλλοτε φιλικές και άλλοτε εχθρικές- τον αποκαλούσε Φοίνικα της Ευφυΐας και Τέρας της Φύσεως (Fenix de los ingenios και Monstruo de la Naturaleza).



      Γεννήθηκε στη Μαδρίτη 25 Νοέμβρη. Μορφώθηκε μες στο χρυσό αιώνα της ισπανικής λογοτεχνίας. Ο πατέρας του Φέλιξ κεντητής στο επάγγελμα, είχε μετακομίσει τον προηγούμενο χρόνο από το Valladolid στην ισπανική πρωτεύουσα, όπου άνοιξε κατάστημα κεντημάτων. Ο Λόπε δεν ακολούθησε τη χειρωνακτική τέχνη του πατέρα του, ένοιωθε μάλιστα μειονεκτικά για τη ταπεινή καταγωγή του, αλλά -έχοντας κλίση προς τη μελέτη- διδάχθηκε στα 1572-1573 Λατινικά και Καστιλιάνικα από τον ποιητή Vincente Espinel (1550-1624) και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο Ιησουιτών, όπου πήρε τις βάσεις της ουμανιστικής παιδείας. Εντυπωσιασμένος ο επίσκοπος της Avila από την επιμέλεια και το ενδιαφέρον του για τα γράμματα, τον πήρε στο Πανεπιστήμιο της Alcala de Henares για ιερατικές σπουδές, αλλά εκείνος εγκατέλειψε γρήγορα την ιδέα να ακολουθήσει ιερατική σταδιοδρομία, επηρεασμένος μάλιστα από τον έρωτά του για μια παντρεμένη γυναίκα.
     Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1578, το κατάστημα κεντημάτων περιήλθε στο σύζυγο μιας από τις αδελφές του ποιητή, της Ισαβέλλας ντελ Κάρπιο. Υιοθέτησε τότε το ευγενικό όνομα Κάρπιο για να προσδώσει ένα αριστοκρατικό τόνο στο δικό του όνομα, επιθυμώντας να φανεί ότι ανήκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη. Συνέχισε μάλιστα τις σπουδές του στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, όπου απέκτησε ουμανιστική παιδεία. Εν τω μεταξύ, είχε καθιερωθεί ως θεατρικός συγγραφέας στη Μαδρίτη και κέρδιζε τα προς το ζην από τα έργα του, τις comedias, αν κι ισχυριζόταν ότι τα έγραφε μόνο από προσωπική κλίση προς το θέατρο. Στο κορύφωμα της λογοτεχνικής παραγωγής του, ο Πάπας Ουρβανός Η΄ τίμησε το 1627 τον Λόπε δε Βέγα με τον τίτλο του διδάκτορα της θεολογίας και με το σταυρό του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. Πέθανε στη Μαδρίτη, στις 27 Αυγούστου 1635.  Ο Λόπε Ντε Βέγκα, η περηφάνεια της Ισπανίας, είναι γνωστός σ’ όλο τον κόσμο.
     Ο Λόπε δε Βέγα είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της περιπετειώδους ζωής του στο πάθος του για τις γυναίκες. Άνθρωπος με ανήσυχη και θερμή ιδιοσυγκρασία, παρασύρθηκε γρήγορα σε μια ζωή πολυτάραχη, γεμάτη ατέλειωτες ερωτικές ιστορίες. Κυριαρχούμενος από έντονα αισθήματα κι ερωτικές παρορμήσεις, ήτανε κομψός στην εμφάνισή του, ιπποτικά φιλοφρονητικός κι ασκούσε προσωπική γοητεία στις γυναίκες. Σε νεαρή ακόμη ηλικία, ο ερωτικός ενθουσιασμός του τονε παρασύρει, ώστε να εγκαταλείψει τις πανεπιστημιακές σπουδές του στο Αλκαλά δε Χενάρες και να ακολουθήσει την Elena Osorio, μια γυναίκα ώριμη κι εξαιρετικής ομορφιάς, σύζυγο ενός ηθοποιού, η Φυλλίδα των στίχων του,. Η σχέση του μαζί της έφθασε σε ερωτική πληρότητα, πλην όμως με συχνές ταπεινώσεις, βίαιη συμβίωση και εκδηλώσεις ζηλοτυπίας. Αποκορύφωμα της κατάστασης αυτής ήταν ο ερωτικός δεσμός της Έλενας με τον Δον Φρανθίσκο Περρενότ δε Γκρανβέλα, ανιψιό του ισχυρού καρδιναλίου Γκρανβέλα. Τελικά, ο Λόπε δε Βέγα αποδέχθηκε κυνικά το δεσμό της και μάλιστα αποσπούσε μέσω της Έλενας χρήματα από τον εραστή της. Όταν η Έλενα τελικά τον εγκατέλειψε, έγραψε σφοδρούς λιβέλους εναντίον της και εναντίον της οικογένειάς της, με συνέπεια να οδηγηθεί στη φυλακή και να εξοριστεί το 1588 από τη Μαδρίτη.



     Ενώ διαρκούσε ακόμη το σκάνδαλο αυτό, ο Λόπε δε Βέγα απήγαγε την Ισαμπέλ δε Ουρμπίνα (Isabel de Urbina, την Μπελίσα), την αριστοκρατική κι όμορφη 16άχρονη αδελφή του Μεγάλου Τελετάρχη του Φιλίππου Β’, την οποία είχε ήδη αποπλανήσει. Εξαναγκάστηκε να επισπεύσει το γάμο μαζί της, ενώ μετ’ ολίγον αναχώρησε με την ισπανική Αήττητη Αρμάδα στην εκστρατεία εναντίον της Αγγλίας, δημιουργώντας καθ’ οδόν και μιαν εφήμερη σχέση με μία πόρνη από τη Λισσαβώνα. Επιστρέφοντας, πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της εξορίας του από τη Μαδρίτη στη Βαλένθια, που ήτανε τότε κέντρο αξιόλογης θεατρικής δραστηριότητας κι επιδόθηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων. Η έγγαμη ζωή του ποιητή με την Ισαμπέλ δε Ουρμπίνα κυλούσε ευτυχισμένη, αλλά η γυναίκα του πέθανε στη διάρκεια ενός τοκετού το 1595. Ο Λόπε δε Βέγα ερωτεύθηκε πολύ σύντομα τη χήρα Αντόνια Τρίγιο δε Αρμέντα (Antonia Trillo de Armenta). Η παράνομη συμβίωση μαζί της είχε ως συνέπεια τη δημόσια διαπόμπευσή του και μια νέα δίκη το 1596. Το νέο αυτό σκάνδαλο τον ανάγκασε να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του σε πλειστηριασμό και να φύγει από τη Μαδρίτη.
      Μια από αυτές τις ιστορίες ήταν με την Ελένα Οζόριο,  η οποία κατέληξε σε σκάνδαλο που στάθηκε αιτία να εξοριστεί από τη Μαδρίτη. Αμέσως μετά (1588) παντρεύτηκε την Ισαβέλλα ντε Ουρμπίνα , την οποία εγκατέλειψε όμως για να καταταγεί στις δυνάμεις της Αήττητης Αρμάδας. Επέστρεψε ύστερα κοντά της κι έμειναν για λίγο καιρό στη Βαλένθια και κατόπιν στην Άλβα ντε Τόρμες, όπου έγινε γραμματέας του δούκα της πόλης. Όταν πέθαναν η σύζυγος κι οι κόρες του (1598), παντρεύτηκε τη Χουάνα ντε Γκουάρντο, από την οποία απέκτησε δύο γιους που επίσης πέθαναν πρόωρα. Σύναψε τότε σχέσεις και με μια άλλη ηθοποιό κι αυτή παντρεμένη, τη Μικαέλα ντε Λουχάν (την Καμίλα Λουτσίντα) κι απέκτησε και άλλα παιδιά μαζί της.
     Το 1599, παρευρισκόμενος στο γάμο του Φιλίππου Γ’, μια περιστασιακή συνάντησή του με μια κυρία ονομαζόμενη Πεγισέρ, είχε ως κατάληξη να αποκτήσει μαζί της ένα γιο, τον Φερνάρντο. Πολύ σύντομα συναντά την όμορφη ηθοποιό Micaela de Lujan, η οποία και παρέμεινε για 20 σχεδόν χρόνια η μεγάλη αγάπη του ποιητή. Τον ακολούθησε στη Σεβίλη και τη Γρανάδα (1602), συζούσε μαζί του και του έκανε αρκετά παιδιά, μεταξύ των οποίων τη Μαρσέλα και τον Λόπε Φέλιξ ή Λοπίτο. Την ίδια εποχή, τέλεσε το 2ο γάμο του με την Juana de Guardo, κόρη ενός πλούσιου κρεοπώλη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Κάρλος Φέλιξ και τη Φελιθιάνα. Για καθεμία από τις δύο αυτές γυναίκες, ο Λόπε δε Βέγα διατηρούσε σπίτι στο Τολέδο (1604-1610), ενώ ο ίδιος μετακόμισε σε σπίτι που αγόρασε στη Μαδρίτη, όπου είχε ήδη νοικιάσει ένα άλλο για τη Μικαέλα και τα παιδιά τους. Στο σπίτι του στη Μαδρίτη, όπου έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του, αντιμετώπισε μια σειρά από κακοτυχίες: Ο Κάρλος Φέλιξ, ο αγαπημένος του γιος, αρρώστησε και πέθανε το 1612, η γυναίκα του Χουάνα πέθανε στον τοκετό της Φελιθιάνα, ενώ πέθανε κι η Μικαέλα δε Λουχάν.
     Αφού έχασε και τη 2η σύζυγό του, συγκλονισμένος από βαθειά πνευματική κρίση, πίστεψε ότι θα μπορούσε να αλλάξει τη πορεία της ζωής του χειροτονούμενος ιερέας (1614). Αυτό δεν τον εμπόδισε, μετά τα 50 του, να συνεχίσει τους έρωτες και τη περιπετειώδη ζωή του με πολλές ακόμα γυναίκες. Αν το ισπανικό θέατρο του Χρυσού Αιώνα μπόρεσε να γίνει γρήγορα το σημείο συμβολής και σύνθεσης όλων των ηθικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών ανησυχιών της εποχής κι όλων των λογοτεχνικών μοτίβων του μπαρόκ, αυτό οφείλεται πρώτα απ’ όλα στη δυναμική και πολυσύνθετη προσωπικότητά του. Οδηγημένος πιότερο από διαίσθηση κι από δυνατό θεατρικό ένστικτο παρά από σαφή κι ακριβή ποιητική μέθοδο, επιχείρησε αλλαγή εντελώς εμπειρική στους κανόνες της δραματουργίας, όπως μπορεί να δει κανείς στο έργο του.
     Οι πικρές αυτές απογοητεύσεις προκάλεσαν στον ποιητή μια βαθειά προσωπική κρίση, που τον οδήγησε σε ηθική πτώση κι επιστροφή σε μια ερωτική ζωή με ένα τρόπο βέβηλο κι ανόσιο. Όταν πρωτοσυνάντησε τη Marta de Nevares, που ήταν 26 χρονών και παντρεμένη, την ερωτεύθηκε παράφορα κι η ερωτική αυτή σχέση τους είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση μιας κόρης, της Αντόνια Κλάρα, το 1617. Τα χρόνια όμως της μοναξιάς είχαν αρχίσει για τον Λόπε δε Βέγα: η κόρη του Μαρσέλα μπήκε το 1623 σε μοναστήρι, η άλλη κόρη του Φελιθιάνα παντρεύτηκε το 1633, ο γιος του Λοπίτο πέθανε σε ναυάγιο το 1634 και την ίδια χρονιά η Αντόνια κλέφτηκε εκούσια με ένα νεαρό αυλικό.
     Στο μοναχικό σπίτι του, ο Λόπε δε Βέγα, αυτοτιμωρούμενος και βαθιά μεταμελημένος από την έκλυτη ζωή του και περιστοιχιζόμενος από μια κόρη του και μερικούς φίλους του, πέθανε από οστρακιά στις 13 Αυγούστου 1635 σε ηλικία 72 ετών. Η οικία-μουσείο, που είναι αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του, βρίσκεται στη Μαδρίτη επί της οδού Θερβάντες αριθ. 11 (Calle de Cervantes 11). Είναι μια τυπική κατοικία του 17ου αι., σε καστιλιάνικη αρχιτεκτονική, που την αγόρασε κι εγκαταστάθηκε το 1610. Σ’ αυτό το σπίτι έγραψε τα περισσότερα από τα έργα του, που υπολογίζονται συνολικά σε πάνω από 2.000. Στο κέντρο βρίσκεται ένα σκοτεινό παρεκκλήσιο χωρίς εξωτερικά παράθυρα. Ο μικρός κήπος στο πίσω μέρος έχει ένα πηγάδι κι είναι φυτεμένος με τα λουλούδια και τα οπωροφόρα δέντρα, που αναφέρει ο συγγραφέας στα έργα του. Στο σπίτι αυτό έζησε μέχρι το θάνατό του στις 27 Αυγούστου 1635. Το 1935 ανακαινίστηκε και χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο.



     Ο Λόπε δε Βέγα θεωρείται ο πολυγραφότερος και πιο δημιουργικός συγγραφέας στη παγκόσμια λογοτεχνία. Σύμφωνα με τον πρώτο βιογράφο του Χουάν Περές δε Μονταλμπάν, αποδίδονται στον Λόπε δε Βέγα 3.000 σονέτα, 3 μυθιστορήματα, 4 νουβέλες, 9 επικά ποιήματα και περίπου 1.800 θεατρικά έργα, από τα οποία 480 έχουν διασωθεί. Νέοι κανόνες στην τέχνη του να γράφεις κωμωδίες του καιρού μας (1609), όπου όχι μόνο υιοθετούνται οριστικά οι 3 πράξεις αντί των 5 του κλασσικού θεάτρου και καταργούνται οι 3 ενότητες της αριστοτελικής ποιητικής, αλλά προβάλλονται κυρίως τα τεχνικά ή γλωσσικά εκείνα μέσα που καθιστούνε το έργο προσιτό στο κοινό. Πράγματι, στα όσα έχουνε διασωθεί, αφομοιώνοντας τα πιο ποικίλα στοιχεία της λογοτεχνίας και της λαϊκής παράδοσης της Ισπανίας, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα θέατρο ρεαλιστικό και συγχρόνως βασισμένο στον μύθο, ηρωικό, γεμάτο δυναμισμό και δράση, ένα θέατρο μάλλον χαρακτήρων παρά κεντρικών ηρώων, στο οποίο πρωταγωνιστεί συχνά το πλήθος· τα θέματα του έχουν εξάλλου στην απέραντη ποικιλία τους ένα κοινό φόντο, πολύφωνο και λαϊκό. Δεν υπάρχει θεατρικό είδος που να μην καλλιέργησε, αν και σε όλες τις κωμωδίες του μπορεί να ξαναβρεί κανείς την ίδια ατμόσφαιρα. Έγραψε έργα θρησκευτικού περιεχομένου, όπως Ο θερισμός, που η υπόθεσή του είναι παρμένη από την ευαγγελική παραβολή του σπορέα ή με θέματα από τη Παλαιά Διαθήκη, όπως Η δημιουργία του κόσμου. Ακολούθησαν τα βουκολικά Μαινόμενος Μπελάρντο κι Η Αρκαδία κι έργα με θέματα από τη μυθολογία, όπως Ο λαβύρινθος της Κρήτης, ή από τη κλασσική και ξένη ιστορία, όπως Ο σκλάβος της Ρώμης κι Ο μέγας δούκας της Μόσχας.
     Οι ηθογραφίες του είναι ίσως οι πιο πολλές και οι πιο γνωστές έξω από τα όρια της Ισπανίας. Η φαντασία του και η προτίμησή του στις ιστορίες με μεγάλη πλοκή επιστρατεύτηκαν στα έργα του, με μοναδικό σκοπό να διασκεδάσουν το κοινό και να κρατήσουν αμείωτη την προσοχή του· αυτό διαφαίνεται σε έργα, όπως τα Ν’ αγαπάς χωρίς να ξέρεις ποιονΗ ανόητη κυρία (μία από τις πιο επιτυχημένες κωμωδίες του, που ξεχωρίζει για το χιούμορ της και τη φινέτσα του ψυχολογικού παιχνιδιού), Το σκυλί του περιβολάρη κι Ο χωρικός στη γωνίτσα του (τα 2 τελευταία εμπνευσμένα από την αγροτική ζωή) κ.ά.
     Αξιόλογα είναι επίσης τα δράματα των οποίων τα θέματα άντλησε από τους μύθους και την ιστορία της Ισπανίας. Δεν υπάρχει περίοδος, φυσιογνωμία ή επεισόδιο που να μη το ‘χει μεταφέρει στη σκηνή· χαρακτηριστικά έργα είναι Ο τελευταίος Γότθος -που αναφέρεται στο τέλος της δυναστείας των Βησιγότθων- κι Ο ιππότης του Ολμέδο. Σε αυτό τον κύκλο ανήκουνε και 3 έργα στα οποία  έφτασε σε μεγαλύτερο βάθος κι ωριμότητα έκφρασης, σε μιαν ευτυχέστερη ισομέρεια ανάπτυξης και σε τελειότερη θεατρική τεχνική: Ο καλλίτερος κριτής είναι ο βασιλιάςΟ Περιμπάνιεθ και ο διοικητής της Οκάνια και Φουέντε Οβεχούνα (Προβατοπηγή). Έγραψε σε στίχους τις κωμωδίες του με ιντερμέδια από χορούς, ωραιότατες ρομάντσες, σονέτα και τραγούδια που δημιουργούν ένα κλίμα δροσερού λυρισμού που σφραγίζει το μοναδικό ύφος του.
     Μπορεί να μην έγραψε ούτε ένα θεατρικό έργο που να είναι τέλειο, ολοκληρωμένο και με καθολικότητα, μπορεί να του καταλογίζουν μεγάλη προχειρότητα κι υπερβολική ευκολία στο να γράφει θεατρικά έργα των οποίων η ποσότητα αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας, ωστόσο δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο, μεταφέροντας στη σκηνή τη ζωή στις πιο διαφορετικές της όψεις, πλάθοντας με μεγαλοφυή τρόπο τύπους και χαρακτήρες ενός θεάτρου το οποίο ακολούθησαν και μιμήθηκαν στην Ισπανία (όπου δημιούργησε μια μεγάλη σχολή δραματουργών) ή στο εξωτερικό και προπάντων στη Γαλλία, όπου δραματουργοί του ύψους του Κορνέιγ ή του Μολιέρου εκτίμησαν πολλά έργα του. Ήταν εξάλλου ποιητής με λεπτή ευαισθησία και σε αναρίθμητα θαυμαστά σονέτα, ρομάντσες κι άλλα ποιήματα ύμνησε -εκτός από τον έρωτα και τη θρησκευτική πίστη- πολλά και ποικίλα θέματα, μεταξύ των οποίων κι απλά περιστατικά.
     Στην επική ποίησή του περιλαμβάνονται: «Η Αρκαδία» (La Arcadia, 1598), ένα ποιμενικό ρομάντζο, η «Κατακτηθείσα Ιερουσαλήμ» (Jerusalem conquistada, 1609), μια προσπάθεια να συνδυάσει την Ισπανία και τους Ισπανούς ήρωες με τα γεγονότα της Γ΄ Σταυροφορίας, το «Τραγικό Στέμμα» (Corona tragica, 1627), ένα επικό ποίημα για τη ζωή και την εκτέλεση της Μαρίας Στιούαρτ, η «Δάφνη του Απόλλωνα» (El laurel de Apolo, 1630) κ.ά. Το 1632, δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Η Δωροθέα» (La Dorotea), όπου όλοι οι έρωτές του συγχωνεύονται με το σεξουαλικό πάθος του για την Έλενα Οσόριο. Το 1609, δημοσίευσε μία πραγματεία για το θέατρο και τη ποίηση με τον τίτλο «Νέα τέχνη για να συγγράφει κανείς κωμωδίες» (Arte Nuevo de hacer comedias en este tiempo), το θεατρικό μανιφέστο του, όπου υπερασπιζόταν τον τρόπο γραφής των θεατρικών έργων του.
     Ο Λόπε δε Βέγα, όπως επισημαίνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο έγκριτο έργο του Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, δεν είχε αποδώσει μεγάλη σημασία στη θεατρική παραγωγή του. Στο προαναφερόμενο θεατρικό μανιφέστο του, δικαιολογείται με τρόπο κυνικό ότι δεν γνωρίζει και ο ίδιος πολύ καλά τους ορθούς κανόνες για κάθε είδος ποιητικού λόγου και ακόμη για το «ανακάτεμα του κωμικού με το τραγικό», αλλά προτιμά να ανταποκριθεί με τα θεατρικά του έργα στις επιθυμίες του κοινού, το οποίο είχε αγκαλιάσει με λατρεία τον ποιητή.
Προσθέτει μάλιστα ο Λόπε δε Βέγα, ότι «περισσότερες από εκατό κωμωδίες του δεν χρειάστηκαν παρά εικοσιτέσσερις ώρες για να περάσουν από το μυαλό του στις σανίδες του θεάτρου».
     Καθιέρωσε τις «comedias», με τη γενικότερη του όρου έννοια, ως θεατρικών έργων με περιεχόμενο κωμωδιών ή δραμάτων ή μικτών ειδών. Καθιέρωσε ακόμη ένα άλλο θεατρικό είδος, τις «κωμωδίες του μανδύα και του σπαθιού» (comedias de capa y de espada), που δεν μπορούν να ονομασθούν ούτε κωμωδίες ούτε τραγωδίες, αλλά έχουν έντονα τα χαρακτηριστικά του «κοινωνικού δράματος», που υπηρέτησαν στα νεότερα χρόνια συγγραφείς, όπως ο Ίψεν , ο Τολστόι, ο Στρίντμπεργκ, ο Χάουπτμαν κ.ά. Μια επιλογή από τα πολυάριθμα θεατρικά έργα του είναι: «Ο δάσκαλος του χορού» (1594), «Η ηλίθια κυρία» (1617), «Το σκυλί του περιβολάρη» (1618), «Φουέντε Οβεχούνα» (1619), «Ο Περιμπάνιεθ κι ο Ταξιάρχης της Οκάνα» (1634), «Ο καλύτερος δήμαρχος, ο βασιλιάς» (1635), «Ο ιππότης του Ολμέδο» (1641), «Τιμωρία δίχως εκδίκηση», «Το αστέρι της Σεβίλης» (δημοσιεύτηκε το 1750).
     Στα λυρικά του έργα, και προπάντων στις ρομάντσες, παρατηρείται μια εξαιρετική συνένωση λαϊκών και λόγιων στοιχείων, που τον τοποθετούν ανάμεσα στους πιο μεγάλους συνεχιστές της παράδοσης του ποιητικού είδους της ρομάντσας. Έγραψε επίσης αρκετά επικά ποιήματα. Στη Κίρκη, τη Φιλομένη και την Ανδρομέδα πραγματεύτηκε μυθολογικά θέματα, ενώ με τη Γατομαχία προσέφερε ένα λαμπρό δείγμα σατιρικής ποίησης. Στη πρόζα καλλιέργησε το βουκολικό μυθιστόρημα με την Αρκαδία και τους Ποιμένες της Βηθλεέμ, θρησκευτικού περιεχομένου. Έγραψε ακόμα και τη κωμωδία-μυθιστόρημα Η Δωροθέα, και το θεατρικό Το Αστέρι Της Σεβίλλης, από τα πιο ωραία έργα του ισπανικού Χρυσού Αιώνα. Διασώθηκαν τέλος αναρίθμητες επιστολές του, που δίνουν αυτοβιογραφική μαρτυρία εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
     Τέλος θα κλείσω το άρθρο του με μια πρόσφατη ευχάριστη είδηση: Ένα χαμένο θεατρικό έργο του βρέθηκε τυχαία στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας, σχεδόν 400 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του, τέλη Γενάρη 2014. Το έργο ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή ισπανικής λογοτεχνίας Αλεχάντρο Γκαρθία Ρέιντι, ο οποίος ερευνούσε τη βιβλιοθήκη για λογαριασμό του Αυτόνομου Πανεπιστημίου Βαρκελώνης. Τιτλοφορείται Γυναίκες & Υπηρέτες (Mujeres y Criados) και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ 1613-4, την εποχή που η λογοτεχνική παραγωγή του είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Το χειρόγραφο αντίγραφο που εντόπισε ο Ρέιντι, χρονολογείται από το 1631. Η ύπαρξη του έργου ήτανε γνωστή χάρη σε κατάλογο που είχε αφήσει ο ίδιος κι αναφερότανε λεπτομερώς στα δημιουργήματά του. Μολονότι εθεωρείτο χαμένο, το χειρόγραφο ήτανε στη κατοχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το 1886.

     Va No Quiero Mas Bien Que…

Tίποτ’ άλλο δε θέλω παρά να σ’ αγαπώ.
Ούτ’ άλλη ζωή, απ’ όση δίνεις για να ζω.
Έχω γλυκειάν ελπίδα να στη δώσω πίσω.
Των ματιών σου το φως μου φτάνει να φωτίσω…

Ζωής μου αιτία είναι ότι σου ‘χω τόσο πόθο.
Ότι σε ξέρω, άλλη καλύτερη χαρά δε νιώθω.
Τον κόσμο σα θαυμάζω, εσέ θαυμάζω
κι Ηρόστρατος νιώθω σαν σ’ αγκαλιάζω…

Η πένα μου κι η γλώσσα μου σ’ υμνούνε,
στους ουρανούς εγκώμια για σε υψώνουν,
εκεί που τα πιο αγνά πνέματα ζούνε.

Έτσι, μέσα σε τόσα πλούτη που σε ζώνουν,
οι στίχοι μου, τα δάκρυα, οι στεναγμοί μου,
χάρη σ’ εσέ, από τη λήθη θα σωθούνε…

======================

*Οι πίνακες-πορτρέτα των 2 αυτών ποιητών, είναι του Βελάσκεθ κι υπάρχουνε στο Στέκι.

   Οι αποδόσεις των ποιημάτων είναι από τη
 Ρίτα Μπούμη-Παππάτον Γιάννη Β. Ιωαννίδη και τον Άρη Δικταίο

Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία
Ρίτας Μπούμη & Νίκου Παππά
επιμέλεια Διονύση Τσουράκη
Εκδόσεις Διόσκουροι

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *