Βιογραφικό
Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλλι και Μαξ Βέμπερ.
Γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1943 στο χωριό Δρούβα του νομού Ηλείας, κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Έζησε από τα 6 του, στη Ν. Ερυθραία, καθώς η οικογένεια μετακόμισε κει. Στην Ερυθραία τέλειωσε το Δημοτικό, στη Κηφισιά το Γυμνάσιο κι από τη Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών πήρε το πτυχίο του. Το πατρικό του σπίτι ήτανε στην οδό Ηρώων Πολυτεχνείου. Τώρα στη θέση του βρίσκεται κι ευδοκιμεί μια ψαροταβέρνα! Ήτανε παιδί της γειτονιάς κι έπαιζε και ποδόσφαιρο πολύ συχνά πίσω από το παλιό κτίριο του ΙΚΑ, σε μιαν αλάνα ανάμεσα στα πεύκα Είχε μεγάλο ταλέντο και στο ποδόσφαιρο. Σεμνός με νηφάλιο βλέμμα και με κείνο το χαρακτηριστικό του υπομειδίαμα.
Στα χρόνια της ωριμότητάς του, ολοκληρωμένος πλέον φιλόσοφος κι επιστήμων με γενικήν αποδοχή, επισκεπτότανε συχνά την Ερυθραία (είχε κι ένα μικρό στέκι στη Κηφισιά), για να μελετά απερίσπαστος και για να γεμίζει τις μπαταρίες του, καθώς έλεγε. Δώριζε μάλιστα βιβλία του (στα Ελληνικά) σε φίλους με θερμές αφιερώσεις. Τα βιβλία του όμως ήτανε δυσπρόσιτα, καθώς αφορούσαν μυημένους κι ειδικούς. Ήταν όμως πάντα διακριτικός και δε ρωτούσε αν αρέσανε. Κάτι ήξερε!
Το εύρος των γνώσεών του ήταν απέραντο. Μελετούσε ταυτόχρονα όλες σχεδόν τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Κατείχε κι αντιμετώπιζε όλα τα βασικά θέματα του συνταγματικού και διεθνούς δικαίου, ενώ διαχειριζόταν με άνεση τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία του Δικαίου.

Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όταν πήρε το πτυχίο κλασσικής φιλολογίας, στρατεύθηκε αμέσως κι υπηρέτησε με την ειδικότητα του μουλαρά (!). Προφανώς επειδή ήτανε γνωστός για προοδευτικές και ρηξικέλευθες ιδέες. Όταν τέλειωσε τη 2ετή θητεία-τιμωρία, κατέφυγε στη Χαιδελβέργη και συνέχισε τις σπουδές στη φιλοσοφία της μεσαιωνικής και σύγχρονης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στα Πανεπιστήμια Φρανκφούρτης και Χαϊδελβέργης. Το 1977 του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης για την -υπό την επίβλεψη του Ντίτερ Χένριχ- διδακτορική διατριβή του με τίτλο «Η Γένεση της διαλεκτικής: Ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης των Χέλντερλιν, Σέλινγκ & Χέγκελ ως το 1802». Η εργασία θεωρήθηκε πρωτοποριακή για την εποχή της καινοτόμα και ρηξικέλευθη ενώ συνάμα διαφώτισε τη προϊστορία του μαρξισμού και των κοσμοθεωρητικών προϋποθέσεων της μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας. Εξαιρετικοί Γερμανοί ιστορικοί όπως ο Βέρνερ Κόνζε κι ο Ράινχαρτ Κόσελεκ υπήρξανε σημαντικές καθοδηγητικές επιρροές κατά τη περίοδο διαμόρφωσης της σκέψης του στη Χαϊδελβέργη.
Περνούσε τα πρωινά στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης κρατώντας σημειώσεις σε αναρίθμητα δελτία. Τις νύχτες κοιμόταν στη σοφίτα του φίλου του Henning, αρχιτέκτονα παντρεμένου μ’ Ελληνίδα. Ανάμεσα στη δουλειά και στην ανάπαυση καθόταν στο οινοπωλείο Florian για να πιει και να συζητήσει με τους φίλους: δικηγόρους, εκδότες, δημοσιογράφους, όχι όμως φιλοσόφους. Με τα χρόνια, τα δελτία γίνονταν βιβλία κι οι συναναστροφές στέρεες φιλίες. Συνδύαζε τους τρόπους ενός ευπατρίδη με την ανεμελιά ενός μποέμ, την επιβαλλόμενη από τις όποιες περιστάσεις φιλοφροσύνη με μια διαπεραστική δηκτικότητα.
Πόσο άβολη του φαινόταν η γραβάτα που είχε αγοράσει ειδικά για τη τελετή απονομής του μεταλλίου Goethe στη Φραγκφούρτη το 1991. Απείχε συνειδητά των πανεπιστημιακών κυάμων, έστω κι αν υπήρξε διαπρεπής ιστορικός των ιδεών στον γερμανόφωνο χώρο. Προτιμούσε να συρρικνώνει την ανθρώπινη κι επιστημονική παρουσία του σε μία μόνο λιτή βιογραφική αναφορά: «Συγγραφέας. Ζει στη Χαϊδελβέργη και στην Αθήνα». Κι όταν του ζήτησαν μια φωτογραφία για τα Πεπραγμένα του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών στο Βερολίνο, του οποίου υπήρξε εταίρος τη χρονιά 1995-96, τους έστειλε τη σημείωση: «Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω ποια σχέση έχει η εξωτερική εμφάνιση ενός ερευνητή με το αποτέλεσμα των ερευνών του».
Ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε το τελευταίο έργο του ανολοκλήρωτο και τους φίλους αποσβολωμένους. Ο 1ος τόμος της ατελούς κοινωνικής οντολογίας του, ένα χειρόγραφο χιλίων σελίδων, θα πρέπει να φθάσει τώρα στον γερμανό εκδότη του χωρίς τη συνοδεία του συγγραφέα.
Όταν στις αρχές της 10ετίας ’70 ο Κονδύλης εγκαταλείπει την Ελλάδα για να εγκατασταθεί στη Γερμανία, ήταν ήδη κάτι περισσότερο από ένας νέος αξιοπρόσεκτος συγγραφέας. Φοιτητής ακόμη είχε στρατευθεί στην υπόθεση της κομμουνιστικής Αριστεράς. Γρήγορα όμως θα της στρέψει την πλάτη, χωρίς διόλου να αποπειραθεί να την αντικαταστήσει με ένα άλλο ιδεολόγημα.
«Όταν έκοψα τα ναρκωτικά, τα έκοψα ριζικά και τελειωτικά», θα πει πολλά χρόνια αργότερα. Παρ’ όλ’ αυτά, η στράτευση κι ο αγώνας, ως υπαρξιακά βιώματα, θα σταθούνε καθοριστικά για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Ο αναγνώστης μπορεί να το διαισθανθεί στον δριμύ πολεμικό, τον σχεδόν εριστικό τόνο των κειμένων του. Αλλά και στις βασικές φιλοσοφικές του θέσεις. Οι ιδέες είναι όπλα, θα γράψει, όλη η σκέψη είναι από τη φύση της πολεμική.
Το διάστημα 1970-1978 θα παρουσιάσει μεγάλη σειρά μεταφράσεων από τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά. 16 συνολικά τόμοι με κείμενα συγγραφέων όπως ο Μαξ Χορκχάιμερ, ο Άρνολντ Χάουζερ, ο Ερνστ Κασσίρερ, ο Νικολό Μακιαβέλλι. Εκείνη η 2τομη έκδοση των Έργων του Φλωρεντινού περιλαμβάνει και το 1ο σημαντικό δημοσίευμα του νεαρού Κονδύλη (1971-72), ένα εισαγωγικό δοκίμιο διακοσίων σχεδόν σελίδων.
Το 1977 υποστηρίζει στη Χαϊδελβέργη τη διατριβή του επί διδακτορία. Θέμα της η Γένεση της διαλεκτικής στο πρώιμο έργο των Χαίλντερλιν, Χέγκελ και Σέλλινγκ. Από τη διατριβή αυτή, θα προκύψουν τα δύο πρώτα ογκώδη βιβλία του. Ο ομότιτλος τόμος (1979) κι ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός» (1981). Ο 2ος θα χαρακτηριστεί έργο κλασσικό και παραμένει ώς σήμερα το βασικό έργο αναφοράς για την ιστορία των διαφωτιστικών ιδεών στη γερμανόφωνη βιβλιογραφία. Τα βιβλία που θα ακολουθήσουν για τη «Κριτική της Μεταφυσικής» (1983), τον «Συντηρητισμό» (1986), τη «Θεωρία Πολέμου» (1988), τη «Παρακμή του αστικού τρόπου ζωής» (1991) θα συμπληρώσουν την εικόνα του συστηματικού στοχαστή κι ιστορικού των ιδεών. Κάποια απ’ αυτά θα πυροδοτήσουν έντονες συζητήσεις κι αντιπαραθέσεις.
Με τα διεθνοπολιτικά του γραπτά της 10ετίας ’90, την επαύριο της αμερικανικής νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο, ο Κονδύλης θα στρέψει το ερμηνευτικό του βλέμμα σ’ ένα πεδίο καινούργιο γι’ αυτόν, την πλανητική συγχρονία κι επικαιρότητα. Μόνο που αντί για τις δυτικές θριαμβολογίες περί του τέλους της ιστορίας και των συγκρούσεών της, που ήτανε τότε του σειρμού, κείνος θα μιλήσει για τη νέα, ανεξέλεγκτη επίτασή τους. Στις διακηρύξεις περί οικουμενικής κατίσχυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν θα δει παρά τα κενόλογα κι ιδιοτελή ρητορεύματα της μόνης πλέον Υπερδύναμης, που κανείς δε μπορεί να πάρει στην ονομαστική τους αξία. Και στις πομφόλυγες για τη τελειωτική επικράτηση του δυτικού φιλελευθερισμού, θ’ αντιτάξει τη πρόβλεψη της επικείμενης κατάρρευσής του, υπό το βάρος της σπάνεως των αγαθών και των οξυμένων περιβαλλοντικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών εντάσεων. Τα κείμενά του για τη σύγχρονη Ελλάδα, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία, λοιδωρήθηκαν και διαστρεβλώθηκαν συχνά σε βαθμό πρωτόγνωρο. Παραμένουν ωστόσο μνημεία ατομικής εμβρίθειας και συλλογικής αυτογνωσίας.
Ήτανε μέσα 10ετίας ’70 όταν ο διάσημος εγελιανός Dieter Henrich, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Χαϊδελβέργης, παρελάμβανε ταχυδρομικά εκτενές κείμενο για τη γένεση της διαλεκτικής με την υπογραφή Παναγιώτης Κονδύλης. Ούτε του περνούσε από το μυαλό πως ένας Ελληνας θα ήτανε σε θέση να διαφωτίσει τις σκολιές οδούς του γερμανικού ιδεαλισμού. Πήρε παρ’ όλα αυτά το χειρόγραφο μαζί του στις διακοπές του στην Ελλάδα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες έμεινε έκθαμβος με την ουσιαστική γνώση του φιλοσοφικού αντικειμένου, την άριστη χρήση της γερμανικής και τη συνδυαστική ικανότητα του νεαρού επιστήμονα. Ο Κονδύλης σπούδασε τελικά στη Χαϊδελβέργη και το χειρόγραφο κείνο εξελίχθηκε στη διδακτορική διατριβή του, που εκδόθηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο «Η γένεση της διαλεκτικής. Ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης των Holderlin, Schelling και Hegel ως το 1802».
Με την εμβρίθεια της γνώσης του όμως και τη σαρκαστική δεινότητά του ο Κονδύλης δεν είχε ενθουσιάσει μόνο, είχε ενοχλήσει κιόλας τους ιεροφάντες του γερμανικού ιδεαλισμού στη Χαϊδελβέργη. Η συνέπεια ήταν να βαθμολογηθεί η διατριβή του απλώς με magna cum laude. Η δημοσίευσή της ωστόσο το 1979 στον εκδοτικό οίκο της Στουτγάρδης Klett-Cotta, με τη βοήθεια του καθηγητή της Ιστορίας Werner Conze, τον καθιέρωσε πανηγυρικά στην επιστημονική κοινότητα. Οι αντιδράσεις που είχε προκαλέσει στη Χαϊδελβέργη η εξαιρετική περίπτωση Κονδύλη, διαφαίνονται ακόμη πίσω από τις ξεθυμασμένες φωνές των επιφανών γερόντων στο τηλέφωνο.
Ο καθηγητής Dieter Henrich ζει σήμερα στο Μόναχο κι είπε:
«Ο Κονδύλης δε μου συγχώρησε ποτέ τη μέτρια βαθμολογία, πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος. Στη πραγματικότητα, η δύναμή του δεν βρισκότανε στην ανάπτυξη ενός αυτόνομου φιλοσοφικού στοχασμού όσο στον εντοπισμό συναφειών στη σκέψη άλλων, στη διάγνωση τάσεων και στη δημιουργία συνθέσεων. Στα προφορικά εξάλλου είχε εξετασθεί στον Πλάτωνα και δεν είχε πάει καλά. Οσο κι αν φαίνεται παράδοξο, κατείχε τη γερμανική φιλοσοφία καλύτερα από την ελληνική».
Ο καθηγητής Michael Theunissen ζει σήμερα στο Βερολίνο και θυμάται:
«Ο Henrich δεν συμφωνούσε καθόλου με την ένταξη του Schelling στην ιστορία της διαλεκτικής. Αργότερα όμως ασπάσθηκε την άποψη του μαθητή του. Θαύμαζα τον Κονδύλη όχι μόνο για τις φιλοσοφικές συλλήψεις του αλλά και για τη συνέπεια με την οποία απαρνήθηκε το πανεπιστήμιο».
Το πιθανότερο είναι πως η απόφαση του Κονδύλη να δράσει έξω από το πανεπιστήμιο συνιστά την εκλογίκευση της απογοήτευσής του απ’ αυτό. Λίγο μετά τις αμυχές της Χαϊδελβέργης απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του ως τακτικού καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών. Η παραπομπή του στις ελληνικές καλένδες έγινε με ήπιο τρόπο, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίας 19 καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής στις 27 Μαρτίου 1981. Ενώ η εισηγητική έκθεση του έδινε το προβάδισμα έναντι πέντε συνολικά υποψηφίων, η όλη συζήτηση εστιάσθηκε στην ανατροπή αυτής της υπεροχής. Με εξαίρεση τον Θεόφιλο Βέικο, ο οποίος τον υπερασπίζεται, η εξαιρετική ποιότητα των εργασιών του Κονδύλη ξενίζει και δημιουργεί αντιστάσεις. Οι πιο ζηλότυποι καθηγητές κάνουν λόγο για μικρό έργο κι επικίνδυνα παρατεινόμενη νεανική τάση, οι πιο ψύχραιμοι επικαλούνται το γεγονός ότι το επιστημονικό του έργο δεν καλύπτει το περιεχόμενο της έδρας, οι πιο αβέβαιοι παραπονούνται ότι δυστυχώς δεν έχομεν ακόμη κριτικές ξένων διά την διατριβήν αυτήν. Οι πιο ευσυνείδητοι, τέλος, επιφυλάσσονται να τονε ψηφίσουν κάποτε άλλοτε ως έκτακτο καθηγητή. Τα προσχήματα σώζονται με την απόρριψη όλων των υποψηφίων. Για τον Κονδύλη άνοιγε χωρίς αυταπάτες πλέον ο στίβος της ελεύθερης πνευματικής δημιουργίας.
Η 10ετία ’80 ήτανε για τον Κονδύλη η περίοδος των μεγάλων ιστορικών αναδιφήσεων και συνθέσεων. Το 1981, 2 μόλις χρόνια μετά τη δημοσίευση της διατριβής του, ακολουθεί ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός», μια νέα συνολική παρουσίαση της επέλασης του ορθού λόγου στη νεότερη σκέψη, που ο συγγραφέας τη περιγράφει ως παλινόρθωση της αισθητηριακής εμπειρίας και βαθμιαία κρίση των ως τότε παραδεδεγμένων αξιών. Αναδεικνύει την ικανότητά του να σκηνοθετεί δραματικά την ιστορία των ιδεών και στη Γερμανία το έργο του αυτό τοποθετείται δίπλα στην αισιόδοξη σύλληψη του Διαφωτισμού από τον Ernst Cassirer και την πιο σκεπτικιστική των Horkheimer κι Adorno. Παράλληλα, ο Κονδύλης υπερισχύει πια οριστικά έναντι των όποιων πανεπιστημιακών αμφισβητιών του.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung έκλεινε τότε ως εξής τη βιβλιοκρισία της:
«Γιατί είναι ένας έλληνας εξωπανεπιστημιακός συγγραφέας που παρουσιάζει αυτή τη μεγάλη σύνθεση για τον Διαφωτισμό; Μήπως το καθημερινό μας πανεπιστημιακό γίγνεσθαι με την υπερβολική εξειδίκευση παρεμποδίζει τη συνθετική σκέψη; Οι πνευματικές επιστήμες οφείλουν να καταδείξουν τις συνάφειες των επιμέρους γνώσεων και να υποδείξουν νέες εννοιακές προοπτικές. Μόνον έτσι θα ήτανε συνεπείς προς την κληρονομιά του Διαφωτισμού».
Στο μεταξύ ο Κονδύλης εξελισσόταν όλο και σαφέστερα σ’ ένα κριτικό, σ’ ένα σκεπτικιστή της ίδιας της φιλοσοφίας· ενδεικτικό αυτής της πορείας ήταν το βιβλίο του «Ισχύς & Απόφαση» (1984). Μαθητής του Διαφωτισμού με την ευρεία έννοια, κατευθύνει το βλέμμα όχι στο εσωτερικό των κοσμοειδώλων αλλά στους όρους γένεσής τους, για ν’ αποκαλύψει έτσι τη συγκεκριμένη λειτουργία τους και ν’ αμφισβητήσει τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο όνομά τους. Ανάγει τις υποτιθέμενες αντικειμενικές κοσμοεικόνες σε συμφεροντολογικά κι υποκειμενικά κίνητρα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να μεθερμηνεύει κατά τρόπο δεσμευτικό για τους άλλους τους αντικειμενικούς, υποτίθεται, θεσμούς».
Στη συνέχεια, το διαφωτιστικό νυστέρι του, αναλαμβάνει να φέρει κάποια τάξη στη χρήση όρων όπως συντηρητικός και φιλελεύθερος ή σοσιαλιστής και δημοκράτης, όταν έχουν εκλείψει πια οι κοινωνιολογικές κι ιδεολογικές προϋποθέσεις της παραγωγής τους. Με την ογκώδη μελέτη του «Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή» (1986) τοποθετεί το γερμανικό συντηρητισμό στα ιστορικά πλαίσιά του και στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενά του. Το συμπέρασμά του: ο συντηρητισμός ήταν η αντίδραση των ευγενών τάξεων στη βαθμιαία προώθηση της αστικής, οι τελευταίοι συντηρητικοί συνασπίσθηκαν με τους φιλελευθέρους μετά την επανάσταση του 1848 σε μια κοινότητα ιδιοκτησιακών συμφερόντων. Στη Γερμανία η εργασία αυτή του Κονδύλη προκάλεσε εντύπωση ως προσπάθεια να τοποθετηθούν οι γερμανικές εξελίξεις μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιό τους και να περιγραφεί η Γερμανία ως χώρα που μόνο προσωρινά ακολούθησε έναν άλλο δρόμο από αυτόν της υπόλοιπης Δύσης.
Το βιβλίο του που δίχασε κυριολεκτικά τη κριτική στη Γερμανία ήταν η «Θεωρία Πολέμου» (1988), μια νέα ερμηνεία των απόψεων του πρώσου στρατηγού Clausewitz για τον πόλεμο, με προσπάθεια ν’ απαλλαγεί η κατανόησή του από μεταγενέστερες αξιολογήσεις για τη σημασία της ειρήνης, από επίκαιρες κρίσεις για το απευκταίο ενός πυρηνικού πολέμου. «Σήμερα τον πόλεμο μπορεί κανείς να τον σκεφθεί αλλά όχι να τον διεξαγάγει», είχε συμπεράνει ο Raymond Aron στη δική του μελέτη για τον Clausewitz «Penser la Guerre». Η εκδοχή του Κονδύλη, βάσει της οποίας πολιτική και πόλεμος υπακούουνε στην ίδια εσωτερική νομοτέλεια της διένεξης, συζητήθηκε σε αντιπαράσταση με την εκδοχή του Aron για να επευφημηθεί ως επανάσταση στην ερμηνεία του Clausewitz, αλλά και να απορριφθεί ως φιλοπόλεμη ανάγνωση, απογοητευτική για τη γραφίδα ενός από τους πολλά υποσχόμενους νέους ιστορικούς της φιλοσοφίας.
Στη πραγματικότητα, ο Κονδύλης συνεπής με τη μέθοδό του, είχε προσπαθήσει ν’ αποκαταστήσει τη θεωρία του Clausewitz και να την απελευθερώσει από τις εκ των υστέρων παρεμβάσεις εναρμόνισής της με το πολιτικώς ορθόν, προκαλώντας έτσι τους θεματοφύλακες μιας ευρύτερης, αριστερίζουσας κι ειρηνιστικής συναίνεσης. Ήτανε σαφές ότι ωθούνταν στη 2η φάση της δημιουργίας του, στη διάγνωση του παρόντος, έστω κι αν το 1990 μεσολάβησε ένα ακόμη πόνημα ιστορικής σκληραγωγίας, η «Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη». Ο συγγραφέας αμφισβητεί τη βεβαιότητα ότι η κριτική της μεταφυσικής είναι προϊόν του 19ου αιώνα κι αναζητεί τις ρίζες της πολύ πριν, στον νομιναλισμό και στον ανθρωπισμό από τον 14ο ως τον 16ο αι..
Η 10ετία ’90 είναι η κατ’ εξοχήν πολιτική φάση στη δημιουργία του, μεταξύ άλλων και με την τακτική αρθρογραφία του από τις στήλες της Frankfurter Allgemeine Zeitung. Είναι περίοδος των διαγνωστικών συνθέσεων του σήμερα: της «Παρακμής του αστικού πολιτισμού» (1991) και της «Πλανητικής πολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (1992). Περιγράφει το τέλος της αστικής εποχής ως έκπτωση ενός συνθετικού-εναρμονιστικού σχήματος που εξισορροπούσε την ατομικότητα μες στο σύνολο και διαγράφει τη κατίσχυση της μαζικής δημοκρατίας ως επικράτηση του νέου αναλυτικού-συνδυαστικού σχήματος. Η ποίηση χειραφετείται από το νόημα, το μυθιστόρημα διαλύει τη προσωπικότητα στα συστατικά της, η λογική ηττάται από τις δυνάμεις του ασυνείδητου, η ζωγραφική αποσυνθέτει χρώματα και μορφές στα ελάχιστα στοιχεία τους, ως ελεύθερες παραλλαγές, η μουσική παραδίδεται στο αλεατορικό παιχνίδι. Η τεχνολογία εκτινάσσει τη παραγωγή σε δυσθεώρητα ύψη, η κοινωνία για 1η φορά έχει να αντιμετωπίσει όχι την έλλειψη αλλά τη περίσσεια αγαθών και για τη κατανάλωσή τους οι μάζες παραδίδονται σ’ ένα πρωτοφανή ηδονισμό. Οι μάζες των δυτικών κοινωνιών εννοείται. Γιατί οι μάζες του Τρίτου Κόσμου καιροφυλακτούν να απολαύσουν και αυτές το υλικό αντίτιμο των καθολικών ανθρώπινων δικαιωμάτων που τους προπαγανδίζει η πλούσια Δύση. Πίσω από τη φαινομενικά ψυχρήν εξέταση των δεδομένων κοχλάζει η δυσφορία του Κονδύλη για τη κοινωνία του anything goes. Το απόσταγμα αυτής της ενδιάθετης πικρίας του το κατέθεσε και στη πολιτική αρθρογραφία του των τελευταίων χρόνων, καταγγέλλοντας ως φενάκη τους κοπετούς της Δύσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προοιωνιζόμενος για τον επόμενο αιώνα σκληρές συγκρούσεις για την ανακατανομή του επίγειου πλούτου, στηλιτεύοντας τη γερμανική Αριστερά για επιπόλαιο κοσμοπολιτισμό, ενώ επί της ουσίας έχει συμβιβασθεί απόλυτα με τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς και τη γερμανική Δεξιά για αθεράπευτο επαρχιωτισμό. Συνολικά, ο τομέας δράσης του σε, φιλοσοφικό, ιστορικό και πολιτικό επίπεδο ήταν η αναντιστοιχία ανάμεσα στο είναι και στο δέον, ανάμεσα στη πραγματικότητα και στις αυταπάτες της σκέψης.
Έγραψε πλείστα βιβλία, στα ελληνικά και στα Γερμανικά. Για το σύνολο της εργασίας του τιμήθηκε με βραβεία κι αναγορεύθηκε εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών του Βερολίνου! Όμως, ο κολοσσός αυτός της διανόησης δεν έγινε αποδεκτός από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι ζηλότυποι καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής σε συνεδρία τους (27 Μάρτη 1981) απέρριψαν την υποψηφιότητά του με το αιτιολογικό πως «το έργο του είναι μικρό» κι «ότι πάσχει από επικίνδυνη παρατεινόμενη νεανική τάση». Απογοητευμένος κατάλαβε ότι έπρεπε να μπει στο στίβο της ελεύθερης πνευματικής δράσης, απερίσπαστος και μακριά, όπως έλεγε, από τον μικρόψυχο ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο.
Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη κι άκρως εντυπωσιακή. Ήταν ακάματος μεταφραστής (από πολλές γλώσσες) κι επιμελητής κειμένων. Ο όγκος κι η ποιότητα του έργου του προκαλούνε κατάπληξη, απορία και δέος. Ενδεικτικά αναφέρεται η 2τομη έκδοση των έργων του Μακιαβέλλι (Κάλβος 1971), τη μετάφραση με σχολιασμό της διατριβής επί διδακτορία του Marx, τη μετάφραση σε συνεργασία με τον Κ. Παπαγιώργη, του περίφημου έργου του Μοντεσκιέ «Το Πνεύμα Των Νόμων». Επί 15 χρόνια διεύθυνε εκδοτικές σειρές φιλοσοφικών και πολιτικών κειμένων στους εκδοτικούς οίκους Νεφέλη και Γνώση. Σειρά Νεότερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός στη 1η και σειρά Φιλοσοφική & Πολιτική Βιβλιοθήκη, στη 2η.
Το 1981 δημοσιεύει το έργο ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός». Το βιβλίο αυτό αποτελεί ουσιαστική παρέμβαση του ορθού λόγου στη νεότερη σκέψη με καθοριστική κριτική στις ως τώρα παραδειγμένες αξίες. Με το έργο αυτό, οι όποιοι πανεπιστημιακοί αμφισβητίες της Ευρώπης τον αποδέχθηκαν αμαχητί. Αναρωτήθηκε ο γερμανικός τύπος:
«Πώς ένας Έλλην εξωπανεπιστημιακός παρουσίασε τέτοιο συνθετικό έργο; Μήπως υστερούν τελικά τα πανεπιστήμιά μας με την υπερβολική εξειδίκευση»;
Απεβίωσε από ιατρικό λάθος στην Αθήνα στο Απολλώνειο Θεραπευτήριο, όπου είχεν εισαχθεί για καρδιολογικό πρόβλημα, πάνω σε μιαν εγχείριση, που την είπανε, ρουτίνας, θύμα ίσως ιατρικού λάθους, στις 11 Ιουλίου 1998, σε ηλικία μόλις 55 ετών. Το κενό που αφήνει η αδόκητη αναχώρησή του διατυπώθηκε με τον πιο εύστοχο τρόπο στο τελευταίο κατευόδιο, από τον Γκούσταφ Ζάιμπτ της Berliner Zeitung:
«Με τον έλληνα φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη, η Γερμανία χάνει έναν από τους σημαντικότερους κληρονόμους κι εκτελεστές της πνευματικής παράδοσής της. Μόνο μ’ αυτό το παράδοξο μπορεί να ειπωθεί η σημασία αυτού του θανάτου. Ο Κονδύλης υπήρξε συνεχιστής της γερμανικής παράδοσης της δύστροπης, οχληρής σκέψης. Τη στάση του αυτή την υποβάσταζε πάντα μια σπάνια πνευματική ελευθερία και μια σχεδόν αδιόρατη ευαισθησία: ο Κονδύλης δε μπορούσε τα συνθήματα, την ωραιολογία, τον ναρκισσισμό. Όμως κι η σκληρότητά του ήταν μεσογειακή, φωτεινή κι ανθρώπινη. Ο ακαταπόνητος πέθανε, προτού ολοκληρώσει το ογκωδέστερο έργο του. Το καλοκαίρι λογάριαζε να το περάσει στην Ελλάδα».
Ο Κονδύλης υπήρξε συγγραφέας με όλη τη σημασία της λέξης. Αγαπούσε τη πυκνή διατύπωση, τις σχοινοτενείς παραγράφους που καλύπτουνε σελίδες ολάκερες, τον υποτακτικό λόγο με τις πυραμιδωτές δευτερεύουσες προτάσεις -αλλά και τους κοφτούς αφορισμούς και τις δραματικές κορυφώσεις. Ο αγώνας του ήτανε πάντα με το λίπος των λέξεων. Εύρισκε στη σύνταξη της γερμανικής γλώσσας κάτι από την ευπλασία της θουκυδίδειας διατύπωσης. Γενικά, τα πρότυπά του ήτανε κλασσικά, αρχαία ελληνικά. Απεχθανόταν σφόδρα τα… κινέζικα της μετανεωτερίζουσας θεωρητικολογίας, αυτό το επιστημονίζον ζαργκόν που απεδαφίζει τη σκέψη από τα πράγματα.
Παρά ταύτα, και το δικό του γράψιμο δεν είναι εύκολο. Ο απίστευτος όγκος του υλικού που διεξέρχεται, απαιτεί από τον αναγνώστη διαρκή εγρήγορση και πειθαρχία. Προσιτότερα είναι τα μικρότερά του δοκίμια, κείνα που έγραψε προλογίζοντας έργα του Λίχτενμπεργκ ή του Παβέζε λ.χ., και που με τον προσωπικό τους τόνο κάποτε ξαφνιάζουνε τον αναγνώστη. Οι συνεντεύξεις του που συγκεντρώθηκαν στο Αόρατο χρονολόγιο της σκέψης (1998) είναι για τον αμύητο που ενδιαφέρεται να τονε προσεγγίσει, η προσφυέστερη ίσως εισαγωγή στη σκέψη του.
Η πρόσφορά του υπήρξεν ανυπολόγιστη στα εκδοτικά μας πράγματα. Οι τόμοι που μετέφρασε, επιμελήθηκε κι εξέδωσε πλησιάζουνε τους 90. Με τον Κονδύλη η ελληνική φιλοσοφική βιβλιογραφία εγκαταλείπει το χώρο του τυχαίου και του σπασμωδικού και περνά στη περιοχή του προγράμματος. Ακόμη κι αν δεν είχε γράψει λέξη δική του, το ογκώδες αυτό μεταφραστικό έργο θ’ αρκούσε να συντηρήσει τ’ όνομά του στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων.
Με το πανεπιστήμιο, ελληνικό και γερμανικό, δεν τα πήγε ποτέ καλά. Αρκετά βιβλία του φτάσαν να γίνουνε φοιτητικά εγχειρίδια, ο ίδιος όμως στο τέλος του θεωρούσε προσβολή τη προσφώνηση κύριε καθηγητά, που από παραδρομή κάποτε του απηύθυναν. Είναι αλήθεια πως στο ξεκίνημά του δοκίμασε πράγματι να περπατήσει αυτή την οδό. Την απόρριψη που συνάντησε τότε, δεν την λησμόνησε ποτέ. Κι όταν αργότερα, γερμανικά κι ελληνικά πανεπιστήμια του άνοιγαν τιμητικά τις πόρτες, αυτός προτίμησε επιδεικτικά να μη τις δρασκελίσει.
Το διαφωτιστικό του νυστέρι ανατέμνει τη βιβλιογραφία και τα σύγχρονα πολιτικά γεγονότα κι επαναπροσδιορίζει τις έννοιες, όπως συντηρητισμός, φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία, προκαλώντας ενστάσεις, αλλά και την αποδοχή. Το 1991 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο Γκαίτε ενώ ως αποδέκτης του Βραβείου Χούμπολτ (Humboldt), το 1994-1995 υπήρξε υπότροφος του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών Βερολίνου.
Οι αναφορές στο πνευματικό έργο του Κονδύλη δεν έχουνε τελειωμό γιατί είναι τεράστιο μιας και δούλεψε στη διάρκεια της σύντομης ζωής του μ’ ένταση και σε βάθος, ενώ είχε το προνόμιο να είναι εξοπλισμένος με μιαν έμφυτη ακαταμάχητη πνευματική ισχύ (μεγαλοφυΐα). Αυτός ήταν περίπου ο Κονδύλης. Περίπου, γιατί είναι δύσκολη υπόθεση να προσεγγίσεις το έργο του, όταν μάλιστα δεν είσαι ειδικός.
Η Ερυθραία είναι ίσως, μοναδική πόλη στην Ελλάδα που γέννησε και στέγασε τέτοια προσωπικότητα της σύγχρονης εποχής. Περάσανε τόσα χρόνια από το θάνατό του κι ελάχιστοι, στη πόλη, γνωρίζουν ποιος ήτανε και ποιο ήταν το έργο του, όταν στο εξωτερικό τον τιμούνε συστηματικά. Στο Πανεπιστήμιο Χαιδελβέργης δώσανε τ’ όνομά του σε μιαν αίθουσα. Η αναμνηστική πινακίδα γράφει στα ελληνικά και στα γερμανικά: ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΛΛΗΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ Π. ΚΟΝΔΥΛΗ. Επίσης κάθε καλοκαίρι ομάδα Ευρωπαίων φιλοσόφων έρχεται στην Ελλάδα για να τιμήσει τον ομότεχνό τους.
Την άνοιξη 1998, λίγο πριν πεθάνει, απάντησε σ’ ερωτήσεις που του υπέβαλε ο Σπύρος Τσακνιάς για λογαριασμό του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ. Οι απαντησεις του Παναγιώτη Κονδύλη ήταν οι εξής:
«Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των δεξιών, πλείστοι όσοι με θεωρούν αριστερό· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπάτες των αριστερών, πλείστοι όσοι με χαρακτηρίζουν δεξιό. Η δική μου τοποθέτηση παραμένει, βέβαια, αμετάβλητη και στις δύο περιπτώσεις. Γιατί και στις δύο χρησιμοποιώ τα ίδια αναλυτικά εργαλεία και στις δύο, πρόθεσή μου δεν είναι να προσφέρω πολεμικά επιχειρήματα στη μια πλευρά εναντίον της άλλης, αλλά να δω τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη κι υπέρτερη προοπτική και μια τέτοια προοπτική είναι, ως γνωστόν, άχρηστη σε όσους μάχονται για τη παράταξή τους, μαχόμενοι ταυτόχρονα (ιδιοτελώς ή ανιδιοτελώς, αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ) για τον εαυτό τους, ήτοι για τη ταυτότητα που τους επιτρέπει να προσανατολίζονται και να επιβιώνουν κοινωνικά. Ακριβώς η συνύφανση της πολιτικής ιδεολογίας με τις εκάστοτε ανάγκες της προσωπικής ταυτότητας προσδίδει στις διαμάχες μεταξύ φορέων των διαφόρων ιδεολογιών οξύτητα ασυμβίβαστη με μιαν διαφορισμένη θεώρηση του άλλου· γιατί στον βαθμό όπου έχει κάποιο δίκιο ο ένας, παύει να έχει κάποιο δίκιο ο άλλος, ήτοι μειώνεται το δικαίωμα υπάρξεώς του ως φορέα αυτής της ιδεολογίας. Έτσι, η ψυχική οικονομία επιβάλλει τις γρήγορες κατατάξεις και τις συνοπτικές κρίσεις, έστω και αν στον άλλον αποδίδονται τα ζοφερότερα κίνητρα και οι ελεεινότερες προθέσεις.
Μια από τις κρίσιμες ανακαλύψεις στη πνευματική μου ζωή, την οποία έκαμα ευτυχώς όχι πολύ αργά όταν ακόμα αισθανόμουν κι ο ίδιος στρατευμένος, είναι πως ο απέναντί σου, εκείνον που εσύ θεωρείς αντίπαλο ή εχθρό σου, εκείνος που ίσως είναι διώκτης σου, μπορεί να έχει εξ ίσου καθαρή συνείδηση κι εξ ίσου αγνά κίνητρα όσο κι εσύ, να διαπνέεται από την ίδια ακλόνητη πεποίθηση για το δίκαιό του. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται στα διδακτικά -προπαγανδιστικά έργα του Brecht, που άσκησαν τόση γοητεία ακριβώς επειδή ξεχωρίζουν με το μαχαίρι το άσπρο από το μαύρο. Εδώ ο εχθρός, δηλαδή ο ‘κακός’, όχι μόνον είναι εξ αντικειμένου κακός αλλά και το ξέρει επιπλέον ο ίδιος και μάλιστα το απολαμβάνει· εννοείται, απέναντι σ’ ένα τέτοιο υποκείμενο είναι περιττό να έχουμε οιουσδήποτε διανοητικούς ή ψυχικούς ενδοιασμούς. Μπορώ να πω, όχι δίχως κάποιαν υπερηφάνεια, ότι αφ’ ότου κατανόησα ίσαμε τις έσχατες συνέπειές της τη διάκριση ανάμεσα σε ηθικό ποιόν και σε πολιτικοϊδεολογικές προτιμήσεις, ποτέ δεν αντιπάθησα κάποιον επειδή διαφωνούσε μαζί μου σε πολιτικά ζητήματα ούτε και συμπάθησα κάποιον άλλον μόνο και μόνο επειδή έτυχε να συμφωνεί.
Προσωπικά δυσβάστακτη μου είναι μόνον η έλλειψη χιούμορ και χιούμορ δεν σημαίνει την ικανότητα να γελάς εις βάρος των άλλων, αλλά την ικανότητα να γελάς μαζί με τους άλλους εις βάρος του εαυτού σου, την ικανότητα να σχετικεύεις τον εαυτό σου. Ωστόσο, ακόμα κι η παντελής έλλειψη χιούμορ φαίνεται κατανοητή και συγχωρητέα, αν σκεφθούμε πόσο βαθειά είναι η ανάγκη να έχει κανείς μια ταυτότητα και πόσο άτεγκτη είναι η λογική της περιφρούρησής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ιδεολογική πλάνη συνιστά τη φυσική κατάσταση, και είναι δευτερεύον, συχνά τυχαίο μάλιστα, αν η πλάνη θα έχει δεξιά ή αριστερά πρόσημα. Όλοι έχουν ίσα δικαιώματα στην ψευδαίσθηση, αφού δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα ή το ίδιο θάρρος για γνώση. Μερικές φορές στενοχωρούμαι εκ των υστέρων γιατί σε κάποια συζήτηση επέμεινα στην υπεράσπιση ‘δυσάρεστων’ διαγνώσεων ή απόψεων περισσότερο απ’ ό,τι το επέτρεπε η ψυχική αντοχή ή η αντιληπτικότητα του συνομιλητή μου. Θα ήταν ασφαλώς πολύ δύσκολο να του εξηγήσω ότι στην επιμονή αυτή δεν με οδηγεί η ισχυρογνωμοσύνη κι η διάθεση να τον αλλάξω, αλλά μάλλον η απρόσωπη αγάπη μου για τη συνοχή και την πληρότητα μιας επιχειρηματολογίας. Όπως και να ‘χει, οι πλείστοι άνθρωποι θεωρούν περίπου αφύσικο να πρεσβεύουν οι άλλοι αντίθετες αντιλήψεις. Απεναντίας, εγώ εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου.
Δεν μερολήπτησα, πιστεύω, κατά την ανάλυση δεξιών κι αριστερών ιδεολογικών πλανών. Δεν περιορίσθηκα στην ανατομία της κομμουνιστικής εσχατολογίας, αλλά προχώρησα σε μιαν επισταμένη εξέταση των ιδεολογημάτων του κλασσικού και του νεώτερου συντηρητισμού (στη μονογραφία μου ‘Συντηρητισμός’), αντίθετα στις πολιτικοστρατηγικές αναλύσεις μου μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου κεντρική θέση επέχει η κριτική του οικονομιστικού κι οικουμενιστικού νεοφιλελευθερισμού. Γενικότερα, διατύπωσα αιτιολογημένα την πεποίθηση πως η τριχοτόμηση του πολιτικού φάσματος σε συντηρητισμό, φιλελευθερισμό και κοινωνική δημοκρατία (σοσιαλισμό) απετέλεσε ειδοποιό συμπαρακολούθημα των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων και χάνει τη σημασία της στον βαθμό όπου οι τελευταίοι διαλύονται μέσα στην μαζικοδημοκρατική πλανητική εποχή. Γιατί το πρόβλημα της κατανομής δεν τίθεται πλέον μεταξύ συγκροτημένων κοινωνικών τάξεων στο πλαίσιο χωριστών εθνών κι άφθονων ακόμα φυσικών πόρων, αλλά τίθεται μετά την απορρόφηση των κλασσικών κοινωνικών τάξεων από τη μαζικοδημοκρατική χοάνη και στο πλαίσιο ενός πλανήτη, όπου η δημογραφική κι η οικολογική επιβάρυνση καθίσταται βαθμιαία αφόρητη.
Τα γυμνά βιολογικά μεγέθη υποκαθιστούν σιγά-σιγά τα παραδοσιακά πολιτικά, με την εκάστοτε ιδεολογική συσκευασία τους. Καμιά δεξιά και καμιά αριστερή σοφία δεν θα βοηθήσει αν οχτώ ή δέκα δισεκατομμύρια άνθρωποι επιδιώκουν μανιωδώς να καταναλώσουν τόσες πρώτες ύλες, τόση ενέργεια και τόσα αγαθά όσα οι Βορειοαμερικανοί κι οι Ευρωπαίοι. Η πολιτική γίνεται βιολογική καθώς μετατρέπεται απλώς σε κατανομή αγαθών (αγαθών επίσης οικολογικών) πάνω σ’ έναν στενότατο πλέον πλανήτη. Όπως βλέπουμε, η αναγκαστική αποκοπή από τις πολιτικές ιδεολογίες των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων δεν θα σημάνει το τέλος των αγώνων μεταξύ των ανθρώπων, παρά θα σημάνει απλώς αγώνες χωρίς τέτοιες ιδεολογίες στη χειρότερη περίπτωση θα σημάνει επιστροφή στις γυμνές υπαρξιακές ανησυχίες».
Οι ιδεολογικές θέσεις που κυριαρχούν στην Ελλάδα εκτρέφονται από τη παλαιόθεν προσφιλή ημίν τραπεζοθεωρία και την εξωραϊσμένη με θεωρητικά πασαλείμματα λογοκοπία. Εννοώ τις ελληνοκεντρικές εξάρσεις που βρίσκουν ευρύτερην απήχηση γιατί είμαστε έθνος που δέχεται συνεχείς εξευτελισμούς και χρειαζόμαστε ψυχικές υπεραναπληρώσεις. Στην αντίπερα όχθη επικρατεί η πεποίθηση των διαφόρων ευρωπαϊστών κι ορθολογιστών ότι η πολιτισμένη Δύση μετουσιώνει σε πράξη την πνευματική της κληρονομιά και τη διαδίδει στον κόσμο ολόκληρο με τη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας Οι μεν προτείνουν εξαγωγή ελληνικού πνεύματος, οι δε αγωνίζονται για την εισαγωγή ευρωπαϊκού ήθους. Αλλά ούτε οι μεν ούτε οι δε φαίνεται να έχουν σαφή αντίληψη για το ποια είναι η φυσιογνωμία του σημερινού πλανητικού κόσμου και ποιες μακροπρόθεσμες δυνάμεις την απεργάζονται.
Ο συντηρητισμός κατανοείται συνήθως ως ένα ιδεολογικό ρεύμα που γεννήθηκε ως αντίδραση στη Γαλλική Επανάσταση και στις αστικές-φιλελεύθερες ιδέες της. Πρέπει δε, να κατανοηθεί με τρόπο πολύ ευρύτερο, ως μια συνολική κοινωνικοπολιτική κι ιδεολογική αντίδραση (των ανώτερων στρωμάτων) της προνεωτερικής κοινωνίας ενάντια στη διάλυσή της, την οποία αρχικά σηματοδότησε η ανάδυση του νεότερου συγκεντρωτικού κράτους, και αργότερα ολοκλήρωσε ο εκτοπισμός της αγροτικής οικονομίας από τη βιομηχανική-καπιταλιστική. Μετά την οριστική αποσάθρωση της προνεωτερικής κοινωνίας, οι εκπρόσωποι του συντηρητισμού συμμαχούν με τους φιλελεύθερους τέως άσπονδους εχθρούς τους εναντίον της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, που με τη σειρά της απλώς ριζοσπαστικοποιεί τα φιλελεύθερα ιδανικά, ενώ ταυτόχρονα προσαρμόζει στους σκοπούς της μοτίβα της συντηρητικής κριτικής στον καπιταλισμό. Ο συντηρητισμός είναι προ πολλού νεκρός, πέθανε μαζί με την εποχή και την κοινωνία η οποία τον γέννησε».
(Συνέντευξη στο περιοδικό Διαβάζω).=======================
Θεωρία Πολέμου
(απόσπασμα, Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ)
Γεωπολιτικές & Στρατηγικές Παράμετροι Ενός Ελληνοτουρκικού Πολέμου
Ο πόλεμος αποτελεί συνέχεια της πολιτικής υπό δύο θεμελιώδεις έννοιες. Όταν ο όρoς «πολιτική» εκλαμβάνεται με την αντικειμενική του σημασία, για να χαρακτηρίσει τη διαμορφωμένη μες στο χρόνο ιστορικοκοινωνική φυσιογνωμία ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, τότε o πόλεμος συνεχίζει τη πολιτική υπό την έννοια ότι αποτυπώνει εκ των πραγμάτων κι ανεξάρτητα από τα τρέχοντα μελήματα και βουλήματα των δρώντων προσώπων, τη φυσιογνωμία αυτή, που μπορούμε να τη δούμε από πολλές πλευρές κι ανάλογα, να την ονομάσουμε πολιτισμική ή κοινωνική ή γεωπολιτική κατάσταση, οικονομικό ή στρατιωτικό δυναμικό κ.τ.λ. Με την υποκειμενική της σημασία, πάλι, η πολιτική υποδηλώνει σκοπούς και βλέψεις συγκεκριμένων προσώπων με βαρύνοντα λόγο στα πολιτικά πράγματα ενός συλλογικού υποκειμένου· τότε ο πόλεμος συνεχίζει την πολιτική ως μέσο προς εκπλήρωση αυτών των σκοπών κι αυτών των βλέψεων. Στο επίπεδο αυτό τίθενται τα προβλήματα της λεγόμενης υψηλής στρατηγικής και το σημαντικότερο απ’ όλα τους μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: κατά πόσον η πολιτική με την αντικειμενική έννοια του όρου επιτρέπει τη πραγμάτωση των σκοπών της πολιτικής με την υποκειμενική έννοια του όρου; Ή, πώς πρέπει να διαμορφωθούν οι σκοποί της υποκειμενικής πολιτικής, ούτως ώστε ν’ αντιστοιχούν στα δεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής; Ή, προς ποιά κατεύθυνση και σε ποιά έκταση πρέπει να επηρεασθούν τα δεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής (αν μάλιστα αυτά είναι δυσμενή) προκειμένου να υπηρετήσουν τους στόχους της υποκειμενικής πολιτικής; Αν ως μέσο προς πραγμάτωση των σκοπών της υποκειμενικής πολιτικής επιλεγεί -αδιάφορο αν εκούσια ή ακούσια, δηλαδή για επιθετικούς ή αμυντικούς σκοπούς- ο πόλεμος, τότε τίθεται ένα δεύτερο στρατηγικό ερώτημα: με ποιόν τρόπο πρέπει να διεξαχθεί ο πόλεμος, ούτως ώστε ν’ αποδειχθεί πράγματι κατάλληλο μέσο προς πραγμάτωση των πολιτικών στόχων; Και πιο συγκεκριμένα: πόσο ολοκληρωτική νίκη πρέπει να καταγάγει κανείς αν θέλει να πετύχει εξ ολοκλήρου τους σκοπούς του; Γιατί, αν είναι προφανές ότι ολοκληρωτικοί σκοποί (η πλήρης καθυπόταξη του αντιπάλου) απαιτούν ολοκληρωτικές νίκες, όμως δεν είναι διόλου προφανές ότι οι περιορισμένοι σκοποί (π.χ. η απλή υπεράσπιση των συνόρων) επιτυγχάνονται παντού και πάντοτε με περιορισμένες μόνον νίκες και περιορισμένους μόνον πολέμους· συχνότατα απαιτείται καί στη περίπτωση του περιορισμένου σκοπού νίκη τόσο ολοκληρωτική όσο και αν ο σκοπός ήταν ολοκληρωτικός. Τότε, όπως γνωρίζουμε από τον Clausewitz, η εσωτερική λογική του μέσου (του πολέμου) εκδιπλώνεται αυτόνομα και μέσα στην αιματηρή της εκδίπλωση, υπερφαλαγγίζει τους πολιτικούς σκοπούς. Αν τώρα κατέβουμε ακόμα ένα σκαλί στη στρατηγική μας ανάλυση, αν δηλαδή στενέψουμε ακόμα περισσότερο τον κύκλο της και θεωρήσουμε όχι πλέον τον πόλεμο ως μέσο της πολιτικής, αλλά, προϋποθέτοντάς το αυτό, εξετάσουμε την επιτυχή διεξαγωγή του πολέμου ως σκοπό καθ’ εαυτόν, τότε διαπιστώνουμε ότι, όπως η πολιτική ως σκοπός συμμορφώνεται με τη λογική του πολέμου ως μέσου της έτσι κι ο πόλεμος ως σκοπός συμμορφώνεται με τη λογική των δικών του μέσων, δηλαδή της τεχνικής υφής των όπλων και των οπλικών συστημάτων, που από μόνη της μπορεί να επιβάλει μια στρατηγική απόφαση, π.χ. την απόφαση επιθετικής ή αμυντικής διεξαγωγής του πολέμου.
Η λογική κι εννοιολογική αυτή κλίμακα δεν είναι προϊόν ούτε εργαλείο του σπουδαστηρίου. Είναι θεωρία ζωντανή και μεστή, δηλαδή συνοψίζει αφαιρετικά τους παράγοντες που οφείλει απαραίτητα να λάβει υπ’ όψιν και να ιεραρχήσει κατά την εκάστοτε προτεραιότητά τους ο υπεύθυνος πολιτικός, καθοδηγούμενος από την λεπταισθησία της κρίσης του, όση διαθέτει. Και σε αντίθεση με τις νοητικές κατασκευές πλείστων όσων θεωρητικών και φιλοσόφων, που μπορεί να παραλλάζει ή και να ανατρέπει κανείς επ’ άπειρο χωρίς να μεταβάλλει τίποτε παραπάνω εκτός από τις μόδες που επικρατούν εναλλάξ σε τέτοιους αιθεροβάμονες και λεξιλάγνους κύκλους, εδώ πρόκειται για μεγέθη ου παικτά, συνδεδεμένα με βαρύνουσες και μη ανακλητές αποφάσεις. Ο Poincare, ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός, είπε κάποτε ότι ο πόλεμος είναι πειραματική επιστήμη στην οποία δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν πειράματα. Τα περιθώρια για πειραματισμούς είναι ακόμα στενότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα που, αν δούμε τα πράγματα έστω και σε μεσοπρόθεσμη απλώς ιστορική προοπτική, περπατούν πάνω στη κόψη του ξυραφιού. Το λυπηρό παράδοξο σε ακροσφαλείς ιστορικές καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα είναι ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο, όσο εντονότερα τη χρειάζεται ένα έθνος. Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τί θα κάμει σε δέκα χρόνια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά ανίσχυρος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα – η διαφορά ανάμεσα σ’ όποιον χαροπαλεύει βιολογικά και σ’ όποιον αποσυντίθεται ιστορικά είναι βέβαια ότι η προσήλωση του πρώτου στα άμεσα δεδομένα εμφανίζεται ως προσπάθεια υπέρβασης ενός πόνου, ενώ του δεύτερου ως κοντόθωρη ευδαιμονιστική επιδίωξη. Η τάση άρνησης ή απώθησης των μακροπρόθεσμων παραγόντων και εξελίξεων, δηλαδή των δεδομένων της πολιτικής υπό την αντικειμενική έννοια του όρου, δυναμώνει όταν τα δεδομένα αυτά θίγουν νευραλγικά ψυχολογικά σημεία, με άλλα λόγια τις εθνικές αυταρέσκειες και ψευδαισθήσεις. Υπό την επήρειά τους συνήθως υπερτιμάται η σημασία των τομέων, στους οποίους υπερέχει πραγματικά ή φανταστικά η Ελλάδα (π .χ. θεωρείται ουσιώδες πολιτικό και ιστορικό πλεονέκτημα ότι η Ελλάδα είναι χώρα ευρωπαϊκή και δημοκρατική, ενώ η Τουρκία οθωμανική, βάρβαρη, φασιστική κ.τ.λ.) και ταυτόχρονα η ισχύς ή οι επιτυχίες της άλλης πλευράς αποδίδονται κατά σύστημα στην εύνοια των Μεγάλων, στον ανθελληνισμό της Δύσης κ.ο.κ. Τέτοια φαινόμενα είναι από πολλές απόψεις φυσιολογικά κι αναπόδραστα, ιδιαίτερα όταν δρούν οι μηχανισμοί της μαζικής ψυχολογίας και της διαμόρφωσης συλλογικών ταυτοτήτων και δεν θα ήσαν ούτε καν επικίνδυνα, αν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η πολιτική ηγεσία του τόπου, στο σύνολο και στη διαχρονική της συνέχεια, σκεφτόταν κι ενεργούσε με βάση εντελώς διαφορετικές κατηγορίες και παραστάσεις. Όμως αυτό δεν συμβαίνει, επαρκώς τουλάχιστον. Τη σκέψη σε ιστορικές και στρατηγικές διαστάσεις τη κατάπιε εντελώς σχεδόν, μαζί με όσα θα ‘πρεπε να τη στηρίζουν έμπρακτα, το πελατειακό σύστημα, το δούναι και λαβείν, το οποίο τελευταία, στο πλαίσιο του ακάθεκτου εκσυγχρονισμού μας, έχει πάρει την πολιτισμένη ονομασία του διαλόγου -διαλόγου οπισθοβούλου, πολυδαιδάλου και πολυμήχανου, διαλόγου των πάντων με τους πάντες περί των πάντων εις πάντας τόπους και πάντας χρόνους. Όποιος δεν μετέχει σε τέτοιους διάλογους και δεν υπόκειται στις σκοπιμότητές τους, έχει την ελευθερία -και την υποχρέωση- να σταθμίσει στρατηγικά έναν ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο στο φως της εννοιολογικής κλίμακας που αναπτύξαμε εισαγωγικά. Από τα μακροδεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής θα πρέπει να περάσει στους σκοπούς της υποκειμενικής πολιτικής, εξετάζοντας κατά πόσο και με ποια μορφή μπορεί ο πόλεμος ν’ αποτελέσει μέσο για τη πραγμάτωσή τους. Και θα πρέπει να θυμάται πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβαρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμετωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι’ αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί.
(…)
Φυσικά, οι ελπίδες δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητες. Ας υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιγνίδι είναι χαμένο. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις.
Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων».
Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στο βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αυγατίζουν κι η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος κι επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Απ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στη πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό».
Πράγματι το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση κι ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον όποιο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια.
Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους, ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση κι έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα αυθαίρετα ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον ορό να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον ορό να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαιστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται.