Κρητική Αναγέννηση (1300-1669 μ.Χ.): Η Όμορφη Βοσκοπούλα

Εισαγωγή

     Η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης στη διάρκεια της Ενετοκρατίας είναι πολύ αξιόλογη και σημαντική για τη μετέπειτα πορεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όπως κι όλη η καθαρά λογοτεχνική παραγωγή της ίδιας περιόδου στην Ελλάδα, είναι αποκλειστικά έμμετρη. Η πλούσια παραγωγή οφείλεται στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στη Κρήτη τη περίοδο της Ενετοκρατίας. Η ειρηνική διαβίωση κι η επαφή μ’ έναν ανεπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά λαό ήταν οι παράγοντες που συνετελέσανε στην άνθηση της παιδείας, των γραμμάτων και στην εμφάνιση αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής.
     Η λογοτεχνική παραγωγή χωρίζεται σε 2 περιόδους. Η 1η ξεκινά από τα μέσα του 14ου αι. και καταλήγει στο 1590 περίπου. Ονομάζεται περίοδος της προετοιμασίας, γιατί η παραγωγή ακόμα δεν διαφοροποιείται αισθητά από τη βυζαντινή παράδοση και τη δυτική λογοτεχνία του Μεσαίωνα. Η 2η, 1590-1669 (άλωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς), είναι η περίοδος της ακμής, με φανερή την επίδραση της λογοτεχνίας της ιταλικής αναγέννησης.

                                 Περίοδος της προετοιμασίας

     Ξεκινά με τα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη (1330-1391 περίπου). Τα ποιήματα της περιόδου μπορούν γενικά να διακριθούν στις εξής κατηγορίες: Διδακτικά και Θρησκευτικά, Σατιρικά-Χιουμοριστικά, Ερωτικά και Ιστορικά. Η γλώσσα των ποιημάτων είναι δημώδης, ανάμικτη με λόγια στοιχεία και λιγότερα ιδιωματικά κι η στιχουργική μορφή τους είναι ιαμβικός 15σύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος.
    Διδακτικά/θρησκευτικά: Ο πρώτος εκπρόσωπος του είδους αυτού είναι ο Λεονάρδος Ντελλαπόρτας (1330 περ. -1419/1420). Καταγόταν από οικογένεια εμπόρων κι είχε αξιόλογη μόρφωση. Έγραψε 4 εκτενή ποιήματα: Ερωτήματα κι αποκρίσεις Ξένου κι ΑληθείαςΛόγος περί ανταποδόσεως και ΥπομνηστικόνΣτίχοι θρηνητικοί εις τον Επιτάφιον θρήνον, Λόγοι παρακλητικοί προς τον Χριστόν και την Θεοτόκον. Θρησκευτικού κι ηθικοδιδακτικού περιεχομένου ποιήματα έγραψε κι ο βενετικής καταγωγής Μαρίνος Φαλιέρος (1397-1474). Τα διδακτικά του έργα είναι η Ρίμα Παρηγορητική, στο οποίο παρηγορεί έναν φίλο που έχασε την οικογένεια και τη περιουσία του, κι οι Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν, με συμβουλές για την οικογενειακή ζωή βασισμένες στη χριστιανική διδασκαλία. Θρησκευτικού περιεχομένου είναι το έργο του Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Θρησκευτικό θρήνο έγραψε κι ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός (1439-1500 περίπου), τον Θρήνο της Θεοτόκου για τα πάθη στου Χριστού. Στη κατηγορία των διδακτικών ποιημάτων εντάσσεται η Ρίμα Θρηνητική εις τον πιστόν κι ακόρεστον Άδη του Ιωάννη Πικατόρου, που αφηγείται τη κατάβαση και περιήγηση του ήρωα στον Κάτω Κόσμο. Ανάλογη θεματολογία έχει και το πιο γνωστό κι αξιόλογο από τα έργα της πρώιμης περιόδου, ο Απόκοπος του Μπεργαδή, που εκδόθηκε 1η φορά το 1509 κι έκτοτε έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα της Τουρκοκρατίας κι εκδόθηκε περισσότερες από 10 φορές, όμως το συγκεκριμένο έργο θεωρείται ότι δεν έχει ηθικοδιδακτική διάθεση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι η απόπειρα έμμετρης διασκευής των βιβλίων Γένεση κι Έξοδος της Παλαιάς Διαθήκης από τον Γεώργιο ΧούμνοΗ Κοσμογέννησις.
     Σατιρικά έργα: Σατιρικό περιεχόμενο έχουν τα έργα του Στέφανου Σαχλίκη, που σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες γεννήθηκε το 1331 κι όχι τον 15ο αι., όπως πιστευόταν παλιότερα και καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια του Ηρακλείου. Μετά το λοιμό του 1348 έχασε όλα τα μέλη της οικογένειάς του και κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας ξόδεψε με την άστατη ζωή του και τελικά κατέληξε στη φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε ως δικηγόρος. Η πολυτάραχη ζωή του περιγράφεται στο τελευταίο ποίημά του, Αφήγησις Παράξενος Του Ταπεινού Σαχλίκη, όπου διεκτραγωδούνται τα δεινά της ζωής του. Τ’ άλλα ποιήματά του έχουν διάθεση κυρίως σατιρική και χιουμοριστική. Σ’ αυτά διακωμωδεί τη ζωή του στη φυλακή και σατιρίζει τις “πολιτικές” (πόρνες), μία εκ των οποίων κατηγορεί πως τον έστειλε στη φυλακή μ’ άδικη μήνυση. Άλλα σατιρικά και χιουμοριστικά έργα ανωνύμων είναι τα, Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχόντισσων, Έπαινος των γυναικών (σε 8σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους) και Θρήνος του Φαλίδου του πτωχού (σε 7σύλλαβους κι 8σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους). Χιουμοριστικό περιεχόμενο με πρωταγωνιστές ζώα έχουν και τα ανώνυμα ποιήματα Γαδάρου, Λύκου κι Αλουπούς διήγησις χαρίης, διασκευή του υστεροβυζαντινού Συναξαρίου του τετιμημένου γαϊδάρου κι Ο κάτης κι οι ποντικοί.
     Η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης στη διάρκεια της Ενετοκρατίας είναι πλούσια ποσοτικά και ποιοτικά και σημαντική για την μετέπειτα πορεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τους πρώτους αιώνες της Ενετικής Κυριαρχίας οι ενδείξεις γιά πνευματικές ανταλλαγές μεταξύ Κρητών κι Ενετών είναι περιορισμένες. Υπάρχουν όμως τεκμήρια πως οι Κρήτες μελετούσαν την Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Γραμματεία κι αντέγραφαν χειρόγραφα.
     Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αρκετοί Λόγιοι που έφυγαν από τη Πόλη πέρασαν κάποιο διάστημα στη Κρήτη, άλλοι απ’ αυτούς φύγανε στη συνέχεια για την Ιταλία, όπως ο Ιανός Λάσκαρις κι άλλοι παρέμειναν στο νησί, όπως ο Μιχαήλ Αποστόλης. Αυτοί συνέβαλαν στη συγκρότηση ενός Κύκλου Λογίων που δίδασκαν κι αντέγραφαν ελληνικά κείμενα.
     Οι πολιτισμικές επαφές διευκολύνθηκαν από τη παραμονή Ελλήνων στην Ιταλία: πολλοί Κρήτες σπούδαζαν σε ιταλικές πόλεις, ενώ κρητικής καταγωγής ήταν και δύο σημαντικοί Έλληνες τυπογράφοι στην Ιταλία, ο Ζαχαρίας Καλλιέργης κι ο Μάρκος Μουσούρος, που στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. ασχολήθηκαν συστηματικά με την έκδοση ελληνικών δημωδών κειμένων. Η παρουσία στις πόλεις της Κρήτης, Ελλήνων που είχανε σπουδάσει στην Ιταλία κι Ενετών Λογίων οδήγησε στην ανάπτυξη έντονης πνευματικής ζωής, που μαρτυρείται από την ύπαρξη Λογοτεχνικών Ακαδημιών στο Ρέθυμνο (Ακαδημία των Vivi, ιδρύθηκε το 1562), στο Ηράκλειο (των Stravaganti, από το 1591) και τα Χανιά (Sterili, άγνωστο πότε ιδρύθηκε).
     Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, οι αρχές της Κρητικής Λογοτεχνίας τοποθετούνται στον 14ο αι, στα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη (1330-1391 περίπου). Τα περισσότερα κείμενα που σώζονται έχουν Θρησκευτικό περιεχόμενο ή γενικότερα Ηθικοδιδακτικό. Συνεχίζουν όμως την Ύστερη Βυζαντινή Παράδοση των χιουμοριστικών ιστοριών με πρωταγωνιστές ζώα (Η φυλλάδα του Γαϊδάρου, ομοιοκατάληκτη διασκευή του Βυζαντινού Συναξαρίου του τιμημένου γαϊδάρου κι Ο κάτης κι οι ποντικοί). Η σάτιρα της καθημερινής ζωής στα ποιήματα του Σαχλίκη κι η ερωτική θεματολογία του Μαρίνου Φαλιέρου φαίνεται πως επηρεάστηκαν από τη Σύγχρονη Δυτική Ποίηση. Το αξιολογότερο λογοτεχνικό έργο της περιόδου θεωρείται ο Απόκοπος (1η έκδοση 1509). Γενικά, σε αυτή τη περίοδο η θεματολογία των ποιημάτων μαρτυρά ακόμη τα μεσαιωνικά ενδιαφέροντα, όπως το θέμα του θανάτου και της ηθικής σωτηρίας.
     Η γλώσσα των ποιημάτων είναι κοντά στην μικτή γλώσσα της δημώδους Βυζαντινής Λογοτεχνίας, όπου συνυπάρχουν στοιχεία της προφορικής γλώσσας και λόγιοι τύποι, παράλληλα όμως εμφανίζονται και κάποια κρητικά διαλεκτικά στοιχεία. Η κυριότερη στιχουργική μορφή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις. Στη ποίηση του Σαχλίκη συναντάμε την πρώτη χρήση της ομοιοκαταληξίας στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Κάποια ποιήματά του αποτελούνται από ενότητες 4 ή και περισσότερων ομοιοκατάληκτων στίχων, ενώ σ’ άλλα εμφανίζονται ενότητες ομοιοκατάληκτων 2στίχων. Στον 14ο και 15ο αι. τα ομοιοκατάληκτα συνυπήρχαν με τα μη έργα, ενώ από τον 16ο αι. κυριάρχησε η ομοιοκαταληξία με βασική οργανωτική μονάδα το ομοιοκατάληκτο 2στιχο.
     Κάποια από τα κείμενα αυτής της εποχής έγιναν δημοφιλή κι επέζησαν είτε μέσω των έντυπων εκδόσεων (κυρίως τα Θρησκευτικά κι Ηθικοδιδακτικά κείμενα) είτε μέσω των χειρογράφων είτε μέσω της προφορικής επιβίωσής τους και της επίδρασής τους σε λαϊκά προφορικά τραγούδια. Η επίδραση των ποιημάτων αυτών στη Κρητική Λογοτεχνία της Ακμής ήταν ελάχιστη· ουσιαστικά η μόνη συμβολή τους ήταν η λογοτεχνική επεξεργασία του ιδιωματικού λόγου κι η καθιέρωση της ομοιοκαταληξίας. Θρησκευτική και Διδακτική Θεματολογία: Ο Λεονάρδος Ντελλαπόρτας, ένας από τους πρώτους Εκπροσώπους της Κρητικής Λογοτεχνίας, ακολουθεί τη Βυζαντινή Παράδοση και στα 4 Θρησκευτικά και Διδακτικά ποιήματά του (Ερωτήματα κι αποκρίσεις Ξένου κι Αληθείας, Λόγος περί ανταποδόσεως κι Υπομνηστικόν, Στίχοι θρηνητικοί εις τον Επιτάφιον θρήνον, Λόγοι παρακλητικοί προς τον Χριστόν και τη Θεοτόκον) εμπνέεται από τη Βίβλο καθώς και λόγιες και δημώδεις βυζαντινές πηγές.
     Σε βυζαντινές πηγές στηρίχτηκε κι ο Μανόλης Σκλάβος που έγραψε τη Συμφορά της Κρήτης, που με αφορμή τη περιγραφή των συνεπειών του σεισμού που έπληξε το Ηράκλειο το 1508 επιρρίπτει την ευθύνη στους κατοίκους της Κρήτης για τις αμαρτίες τους και τους παρακινεί να ζητήσουνε συγχώρεση. Ένας άλλος ποιητής το όνομα του οποίου μας είναι γνωστό είναι ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός, Επίσκοπος Μεθώνης, που συνέθεσε τον Θρήνο της Θεοτόκου για τα Πάθη του Χριστού. Η Κοσμογέννησις του Γεωργίου Χούμνου παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή είναι απόπειρα μεταφοράς σε απλή γλώσσα των Βιβλίων της Γενέσεως και της Εξόδου. Θρησκευτικού κι Ηθικοδιδακτικού περιεχομένου έργα άφησε κι ο Μαρίνος Φαλιέρος (Ρίμα παρηγορητικήΛόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόνΘρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν), αλλά με επιδράσεις από δυτικά πρότυπα. Ποιήματα επίσης, που αναφέρονται στον Κάτω Κόσμο σώθηκαν αρκετά, κάτι που αποδεικνύει ότι το είδος ήταν αρκετά δημοφιλές. Μερικά απ’ αυτά ήταν η Ρίμα θρηνητική εις τον πιστόν και ακόρεστον Άδη του Ιωάννη Πικατόρου, η Ομιλία του νεκρού βασιλιά, η Ρίμα περί του θανάτου κι η Παλαιά και νέα διαθήκη. Ανάλογη θεματολογία, αλλά διαφορετικό χαρακτήρα, έχει ο Απόκοπος του άγνωστου ποιητή Μπεργαδή, που έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της Τουρκοκρατίας. Το ποίημα αυτό, για το οποίο έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες δεν έχει ηθικοδιδατική πρόθεση, αντιθέτως, φαίνεται ότι μπορεί να γράφτηκε ως αντίδραση στα Ηθικοδιδακτικά Έργα με θέμα τον Κάτω Κόσμο.
     Δυτικές επιδράσεις: 2 ποιητές που στράφηκαν πρώτοι προς τις σύγχρονες λογοτεχνικές εξελίξεις της Ιταλίας, από τις οποίες αφομοίωσαν στοιχεία στα έργα τους, ήταν ο Στέφανος Σαχλίκης κι ο Μαρίνος Φαλιέρος. Ο πρώτος, για να περιγράψει τη ζωή του στη φυλακή και να επικρίνει σατιρικά τις πόρνες (“πολιτικές”) του Ηρακλείου, αξιοποίησε τη σατιρική, κωμική και με πολλά ρεαλιστικά στοιχεία Παράδοση της Ιταλικής frottola (ποιητική μορφή της Ιταλικής Μεσαιωνικής Λογοτεχνίας με χιουμοριστικό περιεχόμενο). Ο Φαλιέρος, εκτός από τα Θρησκευτικά κι Ηθικοδιδατικά ποιήματά του, έγραψε και 2 έργα ερωτικού περιεχομένου (Ιστορία κι Όνειρο και Ερωτικόν ενύπνιον) που αναπαριστούν έναν ονειρικό διάλογο μεταξύ δυό εραστών και βασίζονται στην Ιταλική Παράδοση του contrasto (έργο με διαλογική μορφή). Ένας μεταγενέστερος συγγραφέας που βασίστηκε αμεσότερα σε Ιταλικό πρότυπο ήταν ο Αντώνιος Αχέλης, που τύπωσε το 1571 το έργο Μάλτας Πολιορκία, που βασίζεται σε αντίστοιχο έργο του Gentil de Vendosme, που εξιστορεί τη πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους του 1565. Το έργο αυτό, θεματικά κι υφολογικά, αποτελεί μεταβατικό στάδιο προς τη Περίοδο της Ακμής.

                                        Περίοδος της ακμής.

     Η Περίοδος της Ακμής της Κρητικής Λογοτεχνίας τοποποθετείται στα τέλη του 16ου αι. μέχρι την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το 1669. Η Κρήτη βρισκόταν κάτω από τη κυριαρχία των Βενετών (Βενετοκρατία). Η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή σχετίζεται άμεσα με την Κοινωνική, Οικονομική και Πνευματική Άνθηση που σημειώθηκε στο νησί κατά τα τέλη του 16ου αι., όταν έπαψαν οι Οθωμανικές Εισβολές και τα Επαναστατικά Κινήματα των κατοίκων. Παράλληλα, η σταδιακή παρακμή του Φεουδαρχικού Συστήματος κι η Οικονομική Ανάπτυξη της Αστικής Τάξης διευκόλυναν τη Πνευματική Εξέλιξη και τη δημιουργία αξιόλογης Πνευματικής Κίνησης.
     Επίκεντρο της πνευματικής ζωής ήταν οι Ακαδημίες που ίδρυαν Διανοούμενοι που προέρχονταν από τις Τάξεις των Αστών και των Ευγενών. Τα Μέλη των Ακαδημιών οργάνωναν συγκεντρώσεις στις οποίες απαγγέλλονταν τα ποιήματά τους ή ανεβάζανε θεατρικές παραστάσεις. Οι συγγραφείς, που τα έργα τους σώζονται, ήταν μέλη Ανώτερων Τάξεων, είχαν μεγάλη μόρφωση και παρακολουθούσαν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της Ιταλίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της Περιόδου της Ακμής είναι η ανάπτυξη του Θεατρικού Λόγου: τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, μ’ εξαίρεση Ερωτόκριτο, που είναι Έμμετρη Μυθιστορία και τη Βοσκοπούλα, που είναι Ποιμενικό Ειδύλλιο. Τα έργα αυτά ακολουθούν κυρίως Ιταλικά Πρότυπα, με αρκετή όμως ελευθερία στη διασκευή και κάποιες φορές ανώτερη ποιότητα από αυτά.
     Στη Κρητική Λογοτεχνία διασταυρώνονται διάφορα Λογοτεχνικά Ρεύματα, όπως οι Κλασσικές Αναγεννησιακές Τάσεις.
     Μανιερισμός & Μπαρόκ: Γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι το Κρητικό Ιδίωμα, που καλλιεργείται κι εξυψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα. Αυτή είναι η περίοδος που πρωτοεμφανίζεται η συστηματική χρήση και καλλιέργεια της Κρητικής Διαλέκτου στη Κρητική Λογοτεχνία, αφού η γλώσσα των έργων της προηγούμενης περιόδου ήταν η Κοινή Ελληνική με περιορισμένα ιδιωματικά στοιχεία. Ο λόγος των συγγραφέων όμως διαφέρει απ’ αυτόν της Δημοτικής Παράδοσης: είναι σύνθετος, συχνά με μεγάλες προτάσεις, παραβίαση της φυσικής σειράς των λέξεων και χρήση λόγιων στοιχείων. Εξίσου περίτεχνη επεξεργασία παρουσιάζεται και στη στιχουργική. Ο ιαμβικός 15σύλλαβος, οργανωμένος σε ομοιοκατάληκτα 2στιχα, καθιερώνεται σα φόρμα, μ’ εξαίρεση τον ιαμβικό 11σύλλαβο της Βοσκοπούλας και των χορικών της Ερωφίλης και του Ροδολίνου. Οι ποιητές χειρίζονται με δεξιότητα διάφορα μετρικά φαινόμενα, όπως συνιζήσεις, χασμωδίες και παρατονισμούς, για να πετύχουν αντίστοιχα υφολογικά αποτελέσματα. Όπως κι η γλώσσα, έτσι κι η μετρική μορφή διαφοροποιείται από τον παραδοσιακό χειρισμό του 15σύλλαβου του δημοτικού τραγουδιού: παρουσιάζονται διασκελισμοί του νοήματος από τον ένα στίχο στον άλλο, πολλές φορές καταργείται η παραδοσιακή τομή στη μέση του στίχου ή ο στίχος διαιρείται νοηματικά σ’ άλλες θέσεις με σημεία στίξης. Ο βαθμός εμφάνισης αυτών των φαινομένων ποικίλλει από ποιητή σε ποιητή.
     Κρητικό Θέατρο: Είναι το λογοτεχνικό είδος που αντιπροσωπεύεται από τον μεγαλύτερο αριθμό έργων στη Περίοδο της Ακμής και μπορεί κανείς να συμπεράνει με βεβαιότητα πως η θεατρική παραγωγή ήτανε πλουσιότερη από τα λίγα έργα που έχουνε σωθεί, αν κρίνει από το γεγονός ότι παραπάνω από τα μισά σωζόμενα θεατρικά έργα παραδίδονται στο ίδιο και μοναδικό χειρόγραφο κι επιπλέον υπάρχουνε μαρτυρίες για παραστάσεις κωμωδιών στη διάρκεια του Καρναβαλιού κάθε χρόνο. Καλλιεργήθηκαν όλα τα είδη του Θεατρικού Λόγου: η Τραγωδία, η Κωμωδία, το Θρησκευτικό και το Ποιμενικό Δράμα. Στη διοργάνωση των παραστάσεων έπαιζαν ρόλο κι οι Ακαδημίες. Οι κωμωδίες παίζονταν σε υπαίθριο χώρο (ενδεχομένως στις πλατείες των πόλεων) κι οι Ηθοποιοί (όλοι άντρες) φαίνεται πως ήταν ερασιτέχνες. Τραγωδίες: ΕρωφίληΖήνων (τραγωδία) κι Ο Βασιλεύς Ροδολίνος.
     Το 1ο χρονολογικά έργο του Κρητικού Θεάτρου είναι μία τραγωδία, αλλά γραμμένη σε Ιταλική γλώσσα, η Fedra του Φραντσέσκου Μπότσα, Κρητικού φοιτητή της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, που τυπώθηκε το 1578. Η Fedra βασίζεται στο γνωστό θέμα της Φαίδρας και του Ιππολύτου, ακολουθεί τις συμβάσεις της κλασσικίζουσας Δραματουργίας (πρόλογος και 5 πράξεις με χορικά) κι είναι γραμμένη σε ιαμβικό 11σύλλαβο στίχο. Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία σ’ ελληνική γλώσσα είναι η Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση, που ως φαίνεται, γράφτηκε τέλη του 16ου αι. κι ακολουθούν ο Βασιλεύς Ροδολίνος, του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, που τυπώθηκε το 1647 κι ο Ζήνων, αγνώστου συγγραφέα, που γράφτηκε μετά το 1648, έτος έκδοσης του Ιταλικού προτύπου της.
     Ωστόσο η κρητική καταγωγή της τελευταίας αυτής Τραγωδίας έχει αμφισβητηθεί πρόσφατα, καθώς υποστηρίζεται ότι γράφτηκε στα Επτάνησα, υπό την επίδραση του Κρητικού Θεάτρου, ενδεχομένως από Κρητικό που είχε καταφύγει εκεί μετά τη κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Το κοινό στοιχείο που παρουσιάζουν οι 3 Τραγωδίες είναι η δραματική διαίρεση σε πρόλογο και 5 πράξεις κι η στιχουργική μορφή του ιαμβικού ομοιοκατάληκτου 15λλαβου (μ’ εξαίρεση τα χορικά που γράφονται σ’ 11σύλλαβο). Επίσης, κι οι 3 βασίζονται σε συγκεκριμένα Ιταλικά Πρότυπα, που όμως αναπλάθουν μ’ ελευθερία και κάποιες φορές θεωρούνται ανώτερα από αυτά. Ωστόσο οι διαφορές ανάμεσα στα 3 έργα είναι σημαντικότερες από τις ομοιότητες, καθώς ακολουθούν διαφορετικές τεχνοτροπικές τάσεις: η Ερωφίλη είναι μία τυπική κλασσικίζουσα Τραγωδία και τηρεί τις ενότητες χώρου και χρόνου. Ο Βασιλεύς Ροδολίνος είναι, όπως κι η Ερωφίλη, τοποθετημένος στον συμβατικό χώρο της Αρχαίας Αιγύπτου κι έχει θέμα μια ερωτική ιστορία, προσεγγίζει όμως τη τεχνοτροπία του μπαρόκ ως προς την σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων και των εσωτερικών τους συγκρούσεων. Ακόμη, υστερεί δραματουργικά σε σχέση με την Ερωφίλη, αλλά παρουσιάζει πολλές λυρικές αρετές. Ο Ζήνων είναι χαρακτηριστική μορφή μπαρόκ τραγωδίας με ιστορικό θέμα, που βασίζεται στην επεισοδιακή δράση και το πλούσιο θέαμα, αλλά είναι λιγότερο φροντισμένος στη γλώσσα και τη στιχουργία.
     Κωμωδίες, Κατσούρμπος: Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν τακτικά τις Απόκριες, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Τα έργα που σώζονται όμως είναι μόνο 3: ο Κατσούρμπος του Χορτάτσηο Στάθης ανωνύμου κι ο Φορτουνάτος, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου (1597-1662). Ο Κατσούρμπος είναι η παλαιότερη χρονολογικά (10ετία του 1580) κι αποτέλεσε πρότυπο για τις άλλες 2 κωμωδίες. Ο Στάθης προέρχεται από την ίδια περίπου εποχή. Ο συγγραφέας του μας είναι άγνωστος, αλλά κάποιοι φιλόλογοι εικάζουν ότι μπορεί να είναι έργο του Χορτάτση, βασιζόμενοι στη κοινή περίπου εποχή συγγραφής κι υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες. Παραδίδεται σ’ ένα χειρόγραφο του 17ου ή και του 18ου αι., μαζί με άλλα Κρητικά Θεατρικά Έργα, αλλά το κείμενο έχει υποστεί περικοπές που εμποδίζουνε συχνά τη κατανόηση της εξέλιξης της πλοκής. Ο Φορτουνάτος είναι αρκετά μεταγενέστερος, από τα μέσα του 17ου αι. κι είναι το μόνο έργο της Κρητικής Λογοτεχνίας που σώζεται σε χειρόγραφο γραμμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες που προέρχονται από μεσαία στρώματα των αστικών τάξεων, η τήρηση της ενότητας του χρόνου (η δράση διαρκεί μια μέρα) κι ο 15σύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος.
     Οι 3 αυτές Κρητικές κωμωδίες συνδέονται με την Ιταλική commedia erudita, με την οποία έχουνε πολλά κοινά, όπως η κατανομή σε 5 πράξεις (ο Στάθης σώζεται σε 3 εξαιτίας των περικοπών του χειρογράφου), ο πρόλογος, τα τυποποιημένα πρόσωπα (όπως οι καυχησιάρηδες -αλλά δειλοί- Στρατιωτικοί, οι ερωτευμένοι γέροι κι οι Σχολαστικοί Δάσκαλοι) και μοτίβα (όπως αυτό του χαμένου παιδιού, που χρησιμοποιείται για να δώσει αίσιο τέλος). Οι Κρητικές κωμωδίες όμως έχουνε λιγότερο περιπετειώδη και περίπλοκη δομή από τις αντίστοιχες Ιταλικές, γι’ αυτό δεν είναι εύκολο να βρεθεί κάποιο συγκεκριμένο έργο που μπορεί να χρησιμοποίησαν ως πρότυπο, έχουν εντοπιστεί όμως κάποιες σκηνές που απηχούν αντίστοιχες σκηνές Ιταλικών έργων. Σημαντική διαφορά από την Ιταλική παράδοση είναι η έμμετρη μορφή των Κρητικών κωμωδιών, αφού στην Ιταλία ο πεζός λόγος κυριαρχούσε στη κωμωδία. Η θεματολογία των 3 είναι κοινή: πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι που αγαπιέται, αλλά η σχέση δεν μπορεί να επισημοποιηθεί εξαιτίας των διαφορετικών σχεδίων των γονιών, που θέλουν να παντρέψουν τα παιδιά τους με άλλους. Η αίσια έκβαση επιτυγχάνεται χάρη στο μοτίβο της εύρεσης ενός χαμένου παιδιού: όταν αποκαλύπτονται οι πραγματικές συγγένειες μεταξύ των ηρώων ματαιώνονται τα σχέδια των γονέων κι οι νεαροί πρωταγωνιστές παντρεύονται με αυτούς που επιθυμούν και στις 3 κωμωδίες γύρω από την υπόθεση συμπλέκονται διάφορα κωμικά επεισόδια με πρωταγωνιστές κυρίως τον Δάσκαλο, τον Στρατιωτικό και τον ερωτευμένο γέρο.
     Πέρα από τις δομικές ομοιότητες, τα 3 αυτά έργα εμφανίζουν διαφορές ως προς τους τρόπους επίτευξης του χιούμορ κι ως προς τα στοιχεία που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση οι ποιητές: στον Κατσούρμπο το γέλιο επιτυγχάνεται κυρίως μέσω κωμικών σκηνών. Το στοιχείο της φάρσας είναι έντονο και στον Φορτουνάτο, όπου συναντώνται και σκηνές με βωμολοχικό χιούμορ, αλλά στο έργο κυρίως υπερέχει το ηθικό μήνυμα για τη μεταστροφή της Τύχης. Ο Στάθης έχει πιότερο σύνθετη πλοκή, με περισσότερες ανατροπές, αλλά ταυτόχρονα υπερτερεί στο λυρικό στοιχείο σε σχέση με τις άλλες 2 κωμωδίες.
      Ποιμενικό δράμα, Πανώρια: Το είδος της ποιμενικής ποίησης, που αναπτύχθηκε στην Ιταλία στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αι., έγινε δημοφιλές και στη Κρήτη, σώζονται 3 ποιμενικά δράματα, 2 στα ελληνικά κι ένα στα ιταλικά. Το ένα ελληνικό έργο είναι μετάφραση του Pastor Fido του Giambattista Guarini, έργου που μετά την εκτύπωσή του το 1590 διαδόθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Η Κρητική μετάφραση, με τον τίτλο Ο Πιστικός Βοσκός, είναι αγνώστου συγγραφέα. Το άλλο ελληνικό έργο είναι η Πανώρια, του Χορτάτση, που γράφτηκε όπως φαίνεται γύρω στο 1600. Δεν ακολουθεί συγκεκριμένο Ιταλικό Πρότυπο, αλλά βασίζεται στα τυπικά μοτίβα της Ιταλικής Ποιμενικής Ποίησης (ερωτευμένοι βοσκοί, βοσκοπούλες που αδιαφορούν, Σάτυροι και νύμφες), μεταφερμένα σ’ ελληνικό σκηνικό (διαδραματίζεται στην Ίδη) αλλά με λιγότερες μυθολογικές αναφορές και ταυτόχρονα διανθίζεται από την ειρωνεία του Χορτάτση, που προσγειώνει την ειδυλλιακή απεικόνιση της Ποιμενικής Ζωής, παρουσιάζοντας ρεαλιστικά στοιχεία από την Αγροτική Ζωή της Κρήτης. Το Ιταλικό έργο είναι η Amorosa Fede του Αντώνιου Πάντιμου, που γράφτηκε το 1620.
     Θρησκευτικό δράμα, Η Θυσία του Αβραάμ: Το μόνο θρησκευτικό δράμα που είναι γνωστό είναι η Θυσία του Αβραάμ, που αποδίδεται στον Κορνάρο. Το έργο αναφέρεται στο γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης και βασίζεται στο δράμα Lo Isach του Luigi Grotto, που όμως το χειρίζεται ελεύθερα. Ξεχωρίζει από τ’ άλλα θεατρικά έργα γιατί δεν ακολουθεί την παραδοσιακή διαίρεση σε πράξεις και δεν έχει χορικά. Ήτανε δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα με πολλές επανεκδόσεις και μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες.
     Ιντερμέδια: Τα Ιντερμέδια, από την ιταλική λέξη intermedio κι intermezzo, ήτανε σύντομα Δραματικά Κείμενα που προορίζονταν είτε για παράσταση ανάμεσα στις πράξεις των θεατρικών έργων είτε γι’ αυτόνομη παράσταση. Τα Κρητικά Ιντερμέδια κυμαίνονται από 34 ως 224 στίχους σ’ έκταση και διακρίνονται 2 Τεχνοτροπικές Τάσεις: μία περισσότερο λυρική και μία βασισμένη στη δράση και στον οπτικό εντυπωσιασμό, με σκηνικές ανάγκες για μηχανήματα, εντυπωσιακά κοστούμια κι άλλα θεαματικά εφφέ, μουσική και μπαλέτα που αναπαριστούν μάχες (moresca). Τα θέματά τους προέρχονται από την Ελληνική Μυθολογία, τον Τρωικό Πόλεμο και τις Σταυροφορίες, με πηγές την Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Gerusalemme liberata) του Τορκουάτο Τάσο και τις Μεταμορφώσεις του Andrea dell’ Anguillara. Τα Ιντερμέδια φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν αυτόνομα σε σχέση με τα έργα, αφού συχνά μεταφέρονται από χειρόγραφο σε χειρόγραφο σε διαφορετικό έργο. Συνολικά είναι 18 κείμενα: τα 4 από αυτά προέρχονται από την Ερωφίλη, φαίνεται πως γράφτηκαν από τον Χορτάτση κι είναι τα μόνα που έχουνε θεματική συνοχή μεταξύ τους. 4 Ιντερμέδια έχει κι ο Φορτουνάτος κι άλλα 2 ο Στάθης. Για τη Πανώρια σώζονται διαφορετικές σειρές Ιντερμεδίων στα διάφορα χειρόγραφα του έργου.
     Ποιμενικό ειδύλλιο, Η Βοσκοπούλα: Η Όμορφη Βοσκοπούλα είναι έργο ανωνύμου συγγραφέα που τυπώθηκε 1η φορά το 1627 στη Βενετία, με δαπάνες ενός Κρητικού, του Νικολάου Δρυμητινού, όπως πληροφορούμαστε από έναν άτεχνο επίλογο που έχει προσθέσει ο ίδιος. Αποτελείται από 476 11σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους χωρισμένους σε 119 4στιχες στροφές. Το έργο αφηγείται τη τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα βοσκού και πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Το ζευγάρι έζησε λίγες ευτυχισμένες μέρες κι αποχωρίστηκε όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός της υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει σ’ ένα μήνα, αρρώστησε όμως και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν, μετά από καιρό, επέστρεψε, βρήκε μόνο τον πατέρα της κοπέλας, που του εξήγησε πως η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από τη στενοχώρια της, γιατί πίστεψε πως ο αγαπημένος της τη ξέχασε. Στο έργο απαντώνται όλα τα μοτίβα της Αρκαδικής Ποίησης, όπως οι ειδυλλιακές περιγραφές που δεν αντιστοιχούν με το φυσικό τοπίο της Κρήτης.
     Η γλώσσα είναι η Κρητική Διάλεκτος όπως είχε διαμορφωθεί στη Περίοδο της Ακμής κι όχι η μεσαιωνική γλώσσα των κειμένων της Περιόδου της Προετοιμασίας. Γι’ αυτό υποθέτουμε πως το έργο είχε γραφτεί στα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου και πιθανότατα αρκετά πριν από την 1η έντυπη έκδοση, το 1627, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη πληροφορία του Δρυμητινού, πως ήδη τότε το ποίημα είχε γίνει δημοφιλές κι υπήρχανε πολλά χειρόγραφά του. Το έργο αγαπήθηκε πολύ και κυκλοφορούσε σε πολλές χειρόγραφες κι έντυπες εκδόσεις, όχι μόνο στη Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τραγουδήθηκε πολύ και σε διάφορες προφορικές παραλλαγές και γι’ αυτό πιστευότανε παλιότερα πως ήτανε λαϊκό έργο.
     Μυθιστορία, Ερωτόκριτος: Eίδος της Μυθιστορίας, ιδιαίτερα δημοφιλές στους προηγούμενους αιώνες, στη Κρητική Λογοτεχνία εκπροσωπείται από ένα μόνο έργο, τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό κατά το τέλος του 15ου αι. να γίνανε στη Κρήτη οι ομοιοκατάληκτες διασκευές των Υστεροβυζαντινών Μυθιστοριών Βελισσαρίου & Ιμπέριου κι η ομοιοκατάληκτη διασκευή του Απολλωνίου από το Ιταλικό Istoria d’ Apollonio di Tiro. Επομένως, η Παράδοση της Ελληνικής Μυθιστορίας φαίνεται πως ήτανε διαδεδομένη και στη Κρήτη κι είναι πιθανό ο Κορνάρος να γνώριζε κάποια από αυτά τα κείμενα. Ο Ερωτόκριτος είναι ένα εκτενές έμμετρο αφήγημα που εξιστορεί τον περιπετειώδη έρωτα μεταξύ της Αρετούσας, κόρης του Βασιλιά της Αθήνας και του Ερωτόκριτου, γιου ενός Αυλικού. Βασίζεται στο γαλλικό κείμενο Paris et Vienne, μέσω μιας ιταλικής διασκευής, από το οποίο όμως έχει αρκετές διαφορές στη πλοκή κι αναπλάθει ένα ιπποτικό περιβάλλον με πολλά παραμυθένια στοιχεία, τοποθετημένο στον ελληνικό κόσμο. Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο συνενώνεται η Ελληνική κι η Δυτική Λογοτεχνική Παράδοση της Μυθιστορίας.

               Διάδοση και πρόσληψη της Κρητικής Λογοτεχνίας

     Πολλά από τα έργα της Περιόδου της Προετοιμασίας και της Περιόδου της Ακμής γνώρισαν μεγάλη διάδοση στο ελληνικό κοινό ως Λαϊκά Λογοτεχνικά βιβλία μέσω των έντυπων εκδόσεων και συγκαταλέγονται στα δημοφιλέστερα αναγνώσματα των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Για παράδειγμα: ο Απόκοπος, η Φυλλάδα του Γαϊδάρου, η Θυσία του Αβραάμ, ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη κι η Όμορφη Βοσκοπούλα, κάνανε περισσότερες από 10 επανεκδόσεις μέχρι το 1800. Κάποια από αυτά επίσης, περάσανε και στη προφορική παράδοση και τμήματά τους διαδόθηκαν ως αυτόνομα τραγούδια. Η Ερωφίλη παιζόταν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας σε δραματοποιημένες διασκευές. Αντίθετα με το ευρύ κοινό, η άποψη των λογίων του 18ου αι. γι’ αυτά ήταν αρνητική, κυρίως εξαιτίας της δημώδους γλώσσας και της επίδρασης Δυτικών Προτύπων. Η αναγνώριση της σημασίας της Κρητικής Λογοτεχνίας, για τη γενικότερη εξέλιξη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, έγινε μετά το 1880, κυρίως από τους Υποστηρικτές του Δημοτικισμού.
     Ο Κωστής Παλαμάς, για παράδειγμα, χαρακτήρισε την Ερωφίλη αρχή του Νεοελληνικού Θεάτρου. Σημαντική ήταν κι η επίδραση των λογοτεχνικών έργων της Περιόδου της Ακμής στη μεταγενέστερη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η Θεατρική Παράδοση της Κρήτης αποτέλεσε Πρότυπο για τη μεταγενέστερη Επτανησιακή κι Αιγαιοπελαγίτικη Θεατρική Παραγωγή. Ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της Νεοελληνικής Ποίησης ήταν κι η επίδραση της στιχουργικής των Κρητικών έργων της Ακμής και κυρίως του Ερωτόκριτου, σε μεταγενέστερους ποιητές, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς κι ο Άγγελος Σικελιανός.
     Η Κρήτη έμεινε κάτω από την κυριαρχία των Βενετών από το 1211 έως το 1669 περίπου, όταν και αυτή υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Στη διάρκεια της ενετοκρατίας το νησί γνώρισε οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και παρουσίασε πάρα πολύ μεγάλη λογοτεχνική ακμή. Τους δύο πρώτους αιώνες ο ντόπιος πληθυσμός έτρεφε εχθρικά συναισθήματα προς τους Βενετούς κατακτητές . Την περίοδο αυτή πολλά χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων αντιγράφονται στο νησί που γρήγορα εξελίχθηκε σε πολιτισμικό κέντρο. Οι μορφωμένοι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες , ενώ ανάμεσα στους ευγενείς Βενετούς , πολλοί ήταν εκείνοι που δε θυμούνταν πια την ευγενική τους καταγωγή και δε διατηρούσαν παρά το επώνυμό τους και τα λίγα φέουδα που τους απέμειναν. Η άνθηση της λογοτεχνίας στην Κρήτη και η θαυμαστή κορύφωση στην οποία έφτασε οφείλεται στην επιρροή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η οποία συντέλεσε στη δημιουργία της Κρητικής Αναγέννησης.
      Η άνθηση αυτή δεν παρατηρήθηκε μόνο στα γράμματα αλλά και στην τέχνη. Έτσι , στην αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη ζωγραφική, η βυζαντινή παράδοση δέχτηκε στοιχεία της Ιταλικής Αναγέννησης . Ιδρύεται η Κρητική σχολή Αγιογραφίας, καινούριο ρεύμα, στην αγιογραφία που οι περισσότεροι εκπρόσωποι της ήταν Κρήτες. Ο μεγάλος ζωγράφος Θεοτοκόπουλος (1540-1614) μαθήτευσε στην Κρήτη και το 1567 έφυγε για τη Βενετία και μετά στο Τολέδο της Ισπανίας όπου έγινε διάσημος ως Εl Greco. Στη Κρήτη στη περίοδο της Αναγέννησης έγιναν γνωστά όχι μόνο το όνομα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, αλλά και του Βιτσέντζου Κορνάρου , του Γεώργιου Χορτάτζη , του Θεοφάνη, του Μιχαήλ Δαμασκηνού κ.α.
     Στον τομέα της Μουσικής (κοσμικής κι εκκλησιαστικής) παρατηρείται μεγάλη άνθηση. Πολλοί ξένοι περιηγητές θαύμασαν την αγάπη του λαού της Κρήτης στη μουσική, το τραγούδι και τα όργανα που χρησιμοποιούσαν οι διάφοροι καλλιτέχνες. Η άνθηση στην αρχιτεκτονική αποτυπώνεται στην κατασκευή λαμπρών δημοσίων κτηρίων, ναών, υδραγωγείων, δρόμων, κρηνών, πλατειών, πυλών κ.α. που σώζονται έως σήμερα και αποτελούν στολίδια της πόλης π.χ. Λότζια , Βασιλική του Αγ.Μάρκου, κρήνη Μοροζίνι , κρήνη Μπέμπο κι άλλα πολλά. Η κρητική αναγέννηση κράτησε πολύ, αλλά έγινε η πτώση της Κρήτης στους Τούρκους (1669) κι έτσι διακόπηκε η λογοτεχνική παραγωγή κι ακολούθησε ενάμισης αιώνας ποιητικής παρακμής. Μετά τη πτώση του Βυζαντίου στους Τούρκους (1453) η Κρήτη παραμένει το μοναδικό τμήμα του ελληνισμού στο οποίο η ελληνική ιδέα εξακολουθεί να είναι ζωντανή. Τον 1ο αιώνα μετά την Άλωση τα δείγματα της πνευματικής δραστηριότητας του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού είναι περιορισμένα. Το 2ο όμως μισό του 16ου αι. ο υπόδουλος ελληνισμός αρχίζει να δραστηριοποιείται πνευματικά. Αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτή την αλλαγή έπαιξε η εκκλησία, που αντικατέστησε την ανύπαρκτη πολιτική εξουσία κι ενίσχυσε τη θρησκευτική πίστη και το εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων Ελλήνων. Με την ίδρυση σχολείων θέλει να ενισχύσει το Γένος με περισσότερα παιδευτικά κέντρα. Η φωτισμένη αυτή δραστηριότητα της εκκλησίας ονομάστηκε Θρησκευτικός Ουμανισμός. Ο κληρικός και λόγιος Μελέτιος Πηγάς (1535 – 1602) θα χρησιμοποιήσει στους λόγους του ζωντανή δημοτική γλώσσα. Έτσι καλλιεργείται η εκκλησιαστική ρητορική σε γλώσσα δημοτική, που θα χρησιμοποιήσουν κατόπιν συστηματικά οι μεταγενέστεροι εκκλησιαστικοί ρήτορες. Ο Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638) είναι η πιο μεγάλη μορφή του θρησκευτικού ουμανισμού. Πατριάρχης στην αρχή στην Αλεξάνδρεια κι αργότερα στη Πόλη (που τον εκτέλεσαν οι Τούρκοι) ανέπτυξε σημαντική δράση κι ίδρυσε το 1ο τυπογραφείο στο χώρο του υπόδουλου ελληνισμού. Ανακαίνισε επίσης τη Πατριαρχική Σχολή, που δίδαξε ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς (1560-1645), που έγραφε υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη και δίδαξε σε σχολεία, που τότε ιδρύονταν σε πολλές πόλεις. Σημαντική μορφή της περιόδου αυτής είναι κι ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός (1600-1682) που δίδαξε κυρίως σε μικρές πόλεις της Αιτωλίας κι Ευρυτανίας.
     Στα πλαίσια αυτής της συναρπαστικής διερεύνησης θα δούμε το: Η Όμορφη Βοσκοπούλα, αγνώστου. Το ποίημα αυτό εξετάζεται τόσον από την οπτική της αφηγηματικής του οργάνωσης όσο και της ιδιαίτερης πλοκής του, που παραπέμπει σε μια μεγάλη παράδοση ευρωπαϊκών κειμένων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Σε συνάρτηση πάντοτε με το ευρωπαϊκό ποιητικό πλαίσιο, που το κρητικό ποίημα, παραπέμπει η μελέτη προσπαθεί να δείξει ερμηνευτικές απορίες που προκαλεί το κείμενο. Αναλογίες κι αποκλίσεις από αντίστοιχα κείμενα είναι ο βασικός διερευνητικός άξονας που καταλήγει στη πρόταση πως η Βοσκοπούλα είναι ένα κείμενο μοναδικό στα ελληνικά γράμματα και, παραδόξως, δεν έτυχε της πρέπουσας προσοχής. Επιπλέον, διερευνάται η σχέση του κρητικού ποιήματος με το ποιμενικό επεισόδιο στον Ερωτόκριτο κι υποστηρίζεται η θέση πως ο Κορνάρος τη γνώριζε ήδη τη Βοσκοπούλα και διαλέγεται μαζί της. Ως προς τις δημώδεις παραλλαγές της προτείνεται ένας σαφής διαχωρισμός τους σε 3 είδη και προκρίνεται η σημασία μιας συγκεκριμένης παραλλαγής που διασώζει χωρία που επιλύουν ερμηνευτικά προβλήματα του κειμένου της έκδοσης του 1627. Η συνεξέταση της Βοσκοπούλας με το δημοτικό τραγούδι υποδεικνύει μια ιδιαίτερη σχέση του κρητικού ποιήματος με μια συγκεκριμένη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, αυτή των μοιρολογιών. Με βάση τον προφανή διάλογο ανάμεσα στο έντεχνο κείμενο και το δημοτικό μοιρολόι προτείνεται η χρήση του όρου “δυστοπία”, που αναφέρεται στη σύσταση ενός ζοφερού ποιητικού κόσμου όπου οι ήρωες επιλέγουν να αυτοεξοριστούν αφού βιώσουν τη τραγική απώλεια του αγαπημένου προσώπου.
     Έρωτας και θάνατος συγκροτούν το βασικό θεματικό ζεύγος που πάνω του δομείται η αφήγηση της Βοσκοπούλας. Η μελέτη της αφηγηματικής οργάνωσης του ποιητικού λόγου έδειξε πως δομείται σε 3 μέρη, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της θέσης για τις ιδιαίτερες λογοτεχνικές ικανότητες του ανώνυμου ποιητή. Η 3μερής αυτή δομή συντίθεται στη βάση επιμέρους επεισοδίων που η σχέση εξετάζεται με βάση τις έννοιες της κυκλικότητας και της επαναληπτικότητας. Τέλος, το κρητικό ποίημα συνεξετάζεται με πλειάδα ευρωπαϊκών ποιημάτων. Ξεκινώντας από τις pastorelas του Marcabru και φθάνοντας στη ποίηση των Cavalcanti και Marino υποδεικνύεται πως η Βοσκοπούλα δεν είναι προϊόν μίμησης καμμίας pastorella και κανενός ιταλικού ειδυλλίου. Αν κι ο αρχικός locus amoenus κι η αρχική περιγραφή μιας pastorella angelicata κατηύθυναν την έρευνα προς την ευρωπαϊκή ποίηση, εντούτοις η ιστορία της Βοσκοπούλας, η ιστορία ενός ατυχούς έρωτα που εξελίσσεται στο χρόνο, με αρχή, μέση και τέλος, αποδεικνύουν τη μοναδικότητα του κρητικού ποιήματος. Το μεθοδολογικό υπόβαθρο της παρούσας μελέτης είναι ερμηνευτικής και συγκριτικής τάξης. Η συγκριτική εξέταση του ποιήματος τόσο με εικαστικά έργα της εποχής όσο και με ποιητικά έργα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης βοήθησαν στο να αποκατασταθεί η κυρίαρχη γνώμη για την έλλειψη πρωτοτυπίας της. Στην απόδειξη της πρωτοτυπίας του κρητικού ποιήματος συνέβαλε κι η συνανάγνωσή του με το δημοτικό τραγούδι. Η συμβολή της παρούσας μελέτης έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχει ως τώρα διερευνηθεί συστηματικά το κρητικό ποίημα ούτε στη σχέση του με την ευρωπαϊκή ποίηση ούτε με την ελληνική ποιητική παράδοση. Ουσιαστικά η Βοσκοπούλα είναι το ποίημα της κρητικής ποίησης της ακμής που αδικήθηκε πιο πολύ. Μια προσπάθεια ακόμα να υποδειχθεί η ποιητική αξία της Βοσκοπούλας και το εύρος των φιλολογικών θεμάτων που την αφορούν.

========================

                                Η Όμορφη Βοσκοπούλα

ΕΙΣΑΓΩΓΉ:
    Αποκόρωνα Κρήτης 1η τύπωση-έκδοση 1627. Η Εύμορφη Βοσκοπούλα.
     Το έργο γράφτηκε γύρω στα 1600. Διασκευάστηκε κι εκδόθηκε από τον Νικόλαο Δρυμητινό το 1627. Είναι γραμμένο σε 496 στίχους. Ο Δρυμητινός πρόσθεση άλλους 20 θέλοντας, πιθανότατα, μ’ αυτό τον τρόπο να ξεπεράσει τη λογοκρισία της εποχής (Βενετία) δίνοντας ηθοπλαστική χρειά, που φυσικά δεν έχει καμμία σχέση με το ίδιο το ποίημα και με το πνεύμα του συγγραφέα. Υπάρχουν 4ς παραλλαγές εκ των οποίων μία είναι η της Νάξου. Η παλιότερη έκδοση (Βενετία, 1627) έφτασε σε μας σ’ ένα μόνο αντίτυπο. Το ποίημα ήταν ωστόσο γνωστό στη Κρήτη και πριν από το 1627. Εμείς δεν θα επικεντρωθούμε στο γεγονός πως το ποίημα ήταν γνωστό στον Κοραή (1749-1833), τον Σολωμό (1798-1857), και τους δύο σύγχρονους του Byron, αλλά κυρίως στο ότι ο Κανελλάκης μπορούσε ακόμη και το 1890 να το καταγράψει στο σύνολό του, ακούγοντάς το στη Χίο από το στόμα μιας γερασμένης αγρότισσας, η οποία δεν γνώριζε ανάγνωση. Επομένως, η αγρότισσα γνώρισε τη Βοσκοπούλα μέσα από τη προφορική παράδοση. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Pernot ανακάλυψε το 1910 στη Χίο μια άλλη (αποσπασματική) παραλλαγή· αυτή τη φορά σε έκταση 73 στίχων. Το τραγούδι, δημιουργημένο στη Κρήτη, έγινε, λοιπόν, παρ’ όλες τις αποκλίσεις από την κρητική διάλεκτο, κτήμα ολόκληρης της Ελλάδας.
     Ο άγνωστος ποιητής του ειδυλλίου, βέβαια, προσθέτει τη προσωπική του πινελιά στη ζωηρή περιγραφή του σπηλαίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας πιο ρεαλιστικής περιγραφής. Ο άγνωστος ποιητής της Βοσκοπούλας, σαν ένας άλλος Κορνάρος, έχει μαθητεύσει στα έργα της Ιταλικής Αναγέννησης κι η Βοσκοπούλα αποτελεί νόμιμο «παιδί» αυτής της γόνιμης σχέσης μεταξύ ενός δυνατού ποιητή, με ανεπτυγμένο το προσωπικό αισθητήριο, και της ιταλικής αρκαδικής ποίησης στην Αναγέννηση. Ο Νικόλαος Δρυμητινός (κι όχι Δρυμητικός, όπως είχε αποδοθεί λανθασμένα το όνομά του από τη φιλολογία του 19ου αι.) υπήρξε ο επιμελητής της 1ης έκδοσης της Βοσκοπούλας, δηλαδή εκείνος που διάλεξε το καλύτερο χειρόγραφο προς έκδοση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου στον επίλογο του ποιήματος. Μέχρι και τα χρόνια του Ξανθουδίδη είχε επικρατήσει η άποψη πως ο Δρυμητινός υπήρξε ο συγγραφέας ή διασκευαστής του ειδυλλίου.
     Ποιμενικό ειδύλλιο, έργο ανώνυμου συγγραφέα, αποτελούμενο από 476 11σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, εξαίρετο δείγμα της ποιμενικής ποίησης στον ελληνικό χώρο. Αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Τοποθετείται χρονικά στην εποχή ακμής της κρητικής λογοτεχνίας (περ. 1580-1669), είναι γραμμένο στην κρητική διάλεκτο κι αγαπήθηκε πολύ τόσο από τους λογίους όσο κι από τον απλό λαό. Του Νικολάου ΔρυμητινούΗ Βοσκοπούλα, που τυπώθηκε για 1η φορά το 1627 στη Βενετία, είναι έργο ανώνυμου συγγραφέα. Αποτελείται από 119 τετράστιχες στροφές και αφηγείται τον έρωτα ενός βοσκού και μιας βοσκοπούλας στα ειδυλλιακά δάση της Κρήτης. Τα πρόσωπα της Βοσκοπούλας ουσιαστικά είναι μόνο δύο, οι νέοι εραστές. Το τρίτο πρόσωπο, ο γέρος πατέρας της κοπέλας, χρησιμεύει μόνο για την εξιστόρηση του θανάτου της κόρης του. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται πάντα ανά δύο· κύρια ονόματα δεν υπάρχουν· οι δύο νέοι αποκαλούνται αμοιβαία “βοσκοί“.
     Αποτελείται από 476 11σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, χωρισμένους σε 119 4στιχες στροφές κι αφηγείται τη τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Αρχίζει με τη λιτή, αλλά καίρια περιγραφή, του μαγευτικού, ερημικού τοπίου, όπου πλανιέται ο νέος με το κοπάδι του. Ακολουθεί η οραματική εμφάνιση της κόρης κι η 1η συνάντηση των δύο νέων. Το ζευγάρι ζει μαζί λίγες ευτυχισμένες μέρες και χωρίζεται όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός υπόσχεται στην αγαπημένη του ότι θα επιστρέψει σε ένα μήνα, όμως αρρωσταίνει και δεν μπορεί να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν τελικά επιστρέφει μετά από καιρό, βρίσκει μόνο τον πατέρα της κοπέλας, που του εξηγεί πως η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από τη στενοχώρια, επειδή πίστεψε πως ο αγαπημένος της τη ξέχασε. Το ποίημα κορυφώνεται με τον θρήνο του νέου πάνω στον τάφο της βοσκοπούλας.

                            H 1η έκδοση της Βοσκοπούλας 1627 Βενετία

     Λαμβάνοντας υπόψη πως το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1627, οι μελετητές υπολογίζουν πως γράφτηκε τουλάχιστον 20 χρόνια νωρίτερα: έτσι πιθανότατα εξηγείται και γιατί ξεχάστηκε το όνομα του ποιητή, που ασφαλώς δεν ζούσε πια (Αλεξίου 1963, 47). Για τη χρονολόγηση της Βοσκοπούλας μεγάλη σημασία έχει η γλωσσική της μορφή. Από τη γλώσσα του ειδυλλίου λείπουν οι αρχαϊσμοί κι ορισμένα μεσαιωνικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα έργα της πρώιμης κρητικής λογοτεχνίας. Επομένως, πρέπει να τοποθετηθεί στην εποχή ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, στη περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη κανονική και με συνέπεια χρήση του εξελιγμένου κρητικού ιδιώματος ως λογοτεχνικού οργάνου, πιθανότατα στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα (Αλεξίου 2002, 54).
     Η Βοσκοπούλα θεωρήθηκε για πολύ καιρό αυθόρμητο, απλοϊκό γέννημα του λαϊκού βίου της Κρήτης. Πολλοί μελετητές τη βλέπανε σα δημοτικό τραγούδι και πίστεψαν ότι το έργο βασίζεται σε κάποιο πραγματικό επεισόδιο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο μύθος και τα πρόσωπα, όπως κι η αφέλεια του ύφους, είναι συμβατικά. Τα ήθη δεν είναι στη πραγματικότητα ούτε αγροτικά ούτε αστικά, είναι τα συμβατικά ήθη που επιβάλλει το λογοτεχνικό είδος. Η ερωτική λιποθυμία, τα ειδυλλιακά σπήλαια, οι ασπροντυμένες βοσκοπούλες, οι Έρωτες που κρατάνε τόξα, οι αναστεναγμοί, η εύκολη αγάπη κι ο εύκολος θάνατος αποτελούν λογοτεχνικά μοτίβα που συνθέτουνε τον τεχνητό κόσμο της αρκαδικής ποίησης. Το ίδιο συμβατικό και ψεύτικο για τη Κρήτη είναι το φυσικό και ζωικό περιβάλλον, τα δάση, τα θηρία και τα ελάφια, που αποτελούνε κοινούς τόπους της ιταλικής και γενικά της δυτικής βουκολικής ποίησης (Αλεξίου 1963, 37-39). Επομένως, όλα τα παραπάνω απαρτίζουν έναν τεχνητό κόσμο που δεν έχει μεγάλη σχέση με τη ζωή του κρητικού χωριού των χρόνων της Βενετοκρατίας. Στην Ελλάδα, πρώτος ο Κ. Θ. Δημαράς χαρακτήρισε τη Βοσκοπούλα λόγιο έργο, τυπικό αναγεννησιακό ειδύλλιο με τις υπερβολές αυτού του είδους, που γεννήθηκε από τη νοσταλγία του αστού για τη φυσική ζωή (Αλεξίου 2002, 47-48).
     Το 1627 ο 1ος εκδότης της Βοσκοπούλας, ο Βενετός Antonio Pinelli, μας πληροφορεί στο εξώφυλλο του έργου ότι η έκδοση έγινε “με έξοδες του ευγενικού” Νικολάου Δρυμητινού. Ο ίδιος μιλά σε 1ο πρόσωπο στον -άτεχνο- επίλογο που πρόσθεσε στο έργο και μας πληροφορεί πως το ποίημα τότε ήταν ήδη δημοφιλές, πως κυκλοφορούσανε πολλά χειρόγραφά του και πως ο ίδιος διάλεξε με περίσσο κόπον το καλλίτερο (δηλαδή το πιο πιστό στο πρωτότυπο) χειρόγραφο του έργου. Η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στους στίχους της Βοσκοπούλας και τον άτεχνο αυτό επίλογο, η απόκλισή του από τον χαρακτήρα του ποιήματος, που είναι φανερά αισθητικός κι όχι διδακτικός κι η ίδια η ρητή δήλωση του Δρυμητινού ότι διάλεξε μια Βοσκοπούλα γραμμένη, δηλαδή ένα χειρόγραφο του έργου και το τύπωσε με έξοδά του, αφαιρούνε κάθε στήριγμα από την άποψη πως ο Δρυμητινός ήταν ο ποιητής ή ο διασκευαστής της. Η ενότητα του ύφους του ποιμενικού ειδυλλίου δείχνει ότι ο Δρυμητινός δεν ζήτησε να μεταβάλλει το ποίημα με προσθήκες κι αναπτύξεις. Τα χάσματα κι οι φθορές που υπάρχουν σ’ αυτό οφείλονται στη κακή παράδοση και στην αμέλεια της έκδοσης κι όχι σε μια συνειδητή επεξεργασία. Επομένως, το όνομα του ποιητή παραμένει άγνωστο. Καμμιά μαρτυρία δε σώζεται που να μπορεί να στηρίξει έστω και μιαν υποθετική ταύτιση· ούτε κι η αναλογία του ύφους μ’ άλλα έργα μας βοηθά (Αλεξίου 2002, 55-56). Πάντως, η σχεδόν θεατρική δομή του ποιήματος, που οφείλεται στις γενικότερες επιλογές του δημιουργού, αποτελεί ένδειξη πιθανής θεατρικής πείρας κι, οπωσδήποτε, της εξοικείωσής του με τις συμβάσεις του νεοκλασσικού δράματος (Bancroft-Marcus 1997, 123).

                 Ο Σαγκάλ εμπνεύστηκε από τη Βοσκοπούλα

     Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην Αναγέννηση της δυτικής Ευρώπης η βουκολική ποίηση δεν ήταν δημιούργημα των βοσκών, αλλά τέχνη που είχε σκοπό να ξεκουράσει, με την επιτηδευμένη της αφέλεια, τον κάτοικο της πολιτείας. Ιδιαίτερα στην Ιταλία, η ποιμενική ποίηση ήταν το αγαπημένο είδος των πριγκηπικών αυλών. Η κρητική αρχοντική κι αστική κοινωνία του 1600 ζούσε, μες στα τείχη των πόλεων, μια ζωή ανάλογη προς την ιταλική, αλλά σε στενότερη επαφή με τη φύση και το λαό. Έτσι, όταν η ειδυλλιακή Αρκαδία της ιταλικής λογοτεχνίας μεταφέρθηκε στη Κρήτη, το λογοτεχνικό αυτό είδος απέκτησε ζωή κι αληθοφάνεια (Αλεξίου 2002, 47). Είναι πολύ πιθανό ότι η καλλιέργεια της βουκολικής λογοτεχνίας στη Κρήτη άρχισε με ιταλικά έργα μέσα στους κύκλους των Ακαδημιών που είχαν ιδρυθεί στο Κάστρο (Ηράκλειο) και στα Χανιά από λόγιους βενετοκρητικούς. Ίσως κάποιο τέτοιο ιταλικό ποιμενικό έργο να είναι το πρότυπο της Βοσκοπούλας. Σημαντική, λ.χ., είναι η σχέση της με το τελευταίο μέρος ενός περίφημου στην εποχή του βουκολικού ιταλικού ποιήματος, της Arcadia του Sannazaro, που τυπώθηκε το 1502. Πάντως, όποιο κι αν είναι το ξένο πρότυπο, η γνήσια ελληνική έκφραση έδωσε ελληνικό ήθος στα πρόσωπα κι ελληνικό χαρακτήρα στο ποίημα. Άλλωστε, ξεχωρίζει μες στην ευρωπαϊκή ποιμενική ποίηση της εποχής της με τη διαύγεια της πλοκής, την εκφραστική ακρίβεια και λιτότητα, τη πειστική απόδοση των συναισθημάτων, τον περιορισμό του συμβατικού, την αποφυγή της μακρυγορίας και των μυθολογικών κοινοτοπιών. Ίσως είναι το καλλίτερο δείγμα του είδους σε ευρωπαϊκή κλίμακα, το μόνο που άξιζε πραγματικά να φτάσει ώς την εποχή μας (Αλεξίου 2002, 50-51).
     Η γλώσσα του είναι η κρητική διάλεκτος, όπως είχε διαμορφωθεί στη περίοδο της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας κι όχι η (μικτή) μεσαιωνική γλώσσα των κειμένων της περιόδου της προετοιμασίας. Από τις πρώτες στροφές του έργου ο αναγνώστης αισθάνεται πως έχει μπρος του ένα κείμενο ιδιωματικό. Ο ποιητής επιδιώκει τη καθαρότητα του ιδιώματος, με τη πυκνότητα των διαλεκτικών τύπων και την αποφυγή των λόγιων αλλά και των κοινών νεοελληνικών. Ο ανώνυμος Κρητικός πέτυχε τον τόνο της φυσικότητας, με την εκούσια λιτή κι απλή γλώσσα, την απλή σύνταξη, τα αραιά κι επίτηδες απέριττα και κοινά επίθετα, τις επαναλήψεις λέξεων και φράσεων, τη χρήση των συνώνυμων και την αποφυγή των διασκελισμών. Η αμέλεια, όμως, όσων αντέγραφαν τη Βοσκοπούλα τον καιρό που κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα κι η γνωστή τάση των τυπογράφων προς το λογιότερο και προς το μη ιδιωματικό, έφθειραν σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα και τη στιχουργία του έργου (Αλεξίου 2002, 51-52).
     Ο στίχος είναι ο 11σύλλαβος, αυστηρότερος όμως τονικά από τον ιταλικό. Στην έκδοση του 1627 οι στίχοι είναι χωρισμένοι σε 4στιχα, που δηλώνονται όχι με απόσταση ανάμεσα στις στροφές, αλλά με μετακίνηση του 1ου στίχου πιο αριστερά από τους 3 άλλους. Τα 4στιχα αντιστοιχούν σε ενότητες λογικού περιεχομένου και σπάνια παρατηρείται να μη συμπίπτει η αρχή και το τέλος του 4στιχου με την αρχή και το τέλος μιας φράσης. Το ποίημα έχει 119 στροφές, αρχικά όμως είχε 120, γιατί ασφαλώς λείπει μια στροφή μετά τον στίχο 324, όπως φαίνεται από το νόημα. Στην πορεία η στιχουργική μορφή απλουστεύτηκε, έγινε λαϊκότερη και τα 4στιχά της είναι πια απλά ζεύγη ομοιοκατάληκτων 2στίχων (Αλεξίου 2002, 53). Όταν η Βοσκοπούλα εκδόθηκε 1η φορά στη Βενετία το 1627, η χειρόγραφη παράδοση κι οι αλλεπάλληλες αντιγραφές ή και καταγραφές από μνήμης (η μικρή έκταση του έργου διευκόλυνε την αποστήθιση) είχαν ασφαλώς ήδη αλλοιώσει το έργο. Παρ’ όλ’ αυτά, στην έντυπη έκδοση του 1627 όχι μόνο δεν έγινε κανένας κριτικός έλεγχος του χειρογράφου που χρησιμοποιήθηκε και που φαίνεται ότι ήταν ελαττωματικό, αλλά προστέθηκαν και νέα σφάλματα (Αλεξίου 1963, 13). Τη 1η αυτή έκδοση ακολούθησαν πυκνές ανατυπώσεις ως τα τέλη του 18ου αι. στη Βενετία. Από τις πολλές φιλολογικές εκδόσεις μνημονεύουμε κείνες του Legrand (1869, 1870 και 1900), του Α. Γιάνναρη (1933), έκδοση μεταθανάτια, με τη φροντίδα του Ν. Β. Τωμαδάκη, καθώς και του Λευτέρη Αλεξίου (1937). Οπωσδήποτε, ξεχωρίζει η κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου (1963), που στηρίχθηκε στη 1η βενετική έκδοση του 1627 κι όχι στις ανατυπώσεις, προσπαθώντας να σεβαστεί τον χαρακτήρα του έργου. Ο Αλεξίου εξέδωσε ξανά το έργο, μαζί με τον Απόκοπο, το 1971 (ανατυπώσεις 1979, 1998, 2002) με ορισμένες βελτιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη του και το αποδιδόμενο στο λόγιο του 17ου αι. Λέοντα Αλάτιο χειρόγραφο του έργου –το ‘κανε γνωστό ο Θωμάς Παπαδόπουλος το 1969-, που ανήκει σε διαφορετικό κλάδο της κειμενικής παράδοσης και παραδίδει ενίοτε ορθότερες γραφές. Τέλος, το 2016, ο Alfred Vincent εξέδωσε τη Βοσκοπούλα σε μια “εύχρηστη έκδοση, που δεν είναι πια “αναστηλωτική”, αλλά βρίσκεται πιο κοντά στον χαρακτήρα της 1ης βενετικής έκδοσης και των ανατυπώσεών της, απαλλαγμένη, πάντως, από τα πολυάριθμα τυπογραφικά σφάλματά τους” (Vincent 2016, οπισθόφυλλο). Εξάλλου, στη διάδοση του έργου καταγράφεται κι αξιοσημείωτη μεταφραστική τύχη: μία ανώνυμη ανέκδοτη λατινική μετάφραση στα τέλη του 17ου αι., η αγγλική απόδοση του Marshall (1929) και, τέλος, η ιταλική από ομάδα μεταφραστών (Αλεξίου, Pontani κ.ά., 1975).
     Η Βοσκοπούλα, όπως κι άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας, αγαπήθηκε κι από τους λογίους κι από το λαό. Αυτό φαίνεται από τη χειρόγραφη διάδοσή της κι από τις πυκνές έντυπες εκδόσεις της. Σαφείς επιρροές της υπάρχουν στο έργο του Σολωμού, ενώ στο παρελθόν η έρευνα έχει εντοπίσει απηχήσεις της και στην ιστορία της Haidee από τον περίφημο Don Juan του Λόρδου Βύρωνα (Αλεξίου 2002, 58), άποψη που όμως, σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της έρευνας, οφείλεται σε παρεξήγηση και πρέπει να αναιρεθεί (Κατσιγιάννης 2011, 287-305). Εξάλλου, το ειδύλλιο απομνημονεύτηκε και τραγουδήθηκε πολύ σε διάφορες προφορικές παραλλαγές όχι μόνο στη Κρήτη, αλλά και στη Μήλο, τη Νάξο, τη Χίο κι αλλού (Αλεξίου 2002, 57).
     Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Η Βοσκοπούλα. Κρητικό ειδύλλιο του 1600, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1963.

Η Βοσκοπούλα η εύμορφη ούτως ωνομασμένη
εις τύπον κεις φανέρωσιν τώρα νεωστί βαλμένη,
μέ έξοδες του ευγενικού Νικολού του εκ Κρήτης,
Δρυμητινός το πίκλην του ο Αποκορωνίτης,
κοντά εις τον φιλέλληνα Αντόνι τον Πινέλλι
συντιθεμένη εύμορφα με μετρημένα μέλη.

Ενετίησιν έτει από θεογονίας ‘αχκζ’ (1627)
                      con privilegio
                _________________

     Ο νεαρός βοσκός περιπλανιέται στα δάση με το κοπάδι του.
     Ξαφνικά βλέπει μπροστά του μια όμορφη κόρη και μαγεύεται από τα κάλλη της.

Σε μεγάλην ἐξοριά, σ’ ἕνα λαγκάδι,
μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι,
σὲ δέντρη, σὲ λειβάδια, σὲ ποτάμια,
σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια.
Μέσα στὰ δέντρα κεῖνα τ’ ἀθισμένα,
ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα,
στὴ γῆ τὴ δροσερή, στὰ χορταράκια,
ποὺ γλυκοκιλαϊδοῦσαν τὰ πουλάκια,
πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη,
ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τζη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τζη.
Ξαθά ’σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση,
καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τζη,
κ’ ἡ φορεσιά, ποὺ φόρειεν, ἦτον ἄσπρη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρη.
Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια
κ’ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια,
γιατὶ ἔρωτες εἶχαν κ’ ἐδοξεῦγα
καὶ νὰ μὲ σαϊττέψουν ἐγυρεῦγα.

Κι ὡς μ’ εἴδασιν οἱ ἔρωτες κοντά τως
μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ’ ἄρματά τως
καὶ πιάνουσι σαΐττες καὶ βερτόνια
γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια.
Καὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐττα τως μὲ σώνει·
εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει·
τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα
καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα.
Κι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος
κ’ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ’ εἶμαι ἀποθαμένος.
Λέγει: “Τῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια
ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδια.
Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει
πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει
νὰ παίρνη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα
ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα.
Καὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση
κ’ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύση·
ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου
λογιάζοντας πὼς νά ’ναι γιατρικό μου.

Τὸ πρόσωπό μου ξαναρραίνει πάλι,
ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρη ἀπὸ τὴ ζάλη.
Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη
τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη.
Κι ἀπὸ τὴ γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα
βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα·
τὰ λούλουδα κ’ οἱ ἀθοὶ μυρίζαν τόσα,
νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ’ ἐσηκῶσα.
Σ’ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν’ ἀρχίσω
κ’ εἰς εἶντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω
τὸ σπλάχνος τὸ πολύ, τὴν καλωσύνη,
ὁπού ’δειξε σ’ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη.
Λέγω τση: “Σ’ εἶντα μόδο νὰ γυρέψω
τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ’ ἀντιμέψω;
Καὶ πῶς νὰ διάξω ’ς τοῦτο τὸ γομάρι,
ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη;
Τὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω,
δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω
οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση
ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώση.”

Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο,
λέγει μου: “Τὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο
εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο
καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω;
Ποιὸς ἄθρωπος μοῦ τό ’θελε παινέσει
καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ’χε συχωρέσει;
Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ’ εἶχε κατακρίνει,
ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη;
Κ’ οἱ πέτρες μοῦ τὸ θέλασι γογγύσει,
μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ’ εἶχ’ ἀφήσει.
Ὥς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ’ ἤθελε μισήσει,
ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση.
Ἄσπλαχνη καὶ κακὴ μ’ ἤθελαν κράζει·
ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ’ ἀτιμάζει·
τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει
κι οὐδ’ ἄθρωπος ποτὲ μοῦ ’θελε σμίγει.
Δὲν ἧτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω
καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο
μὲ ἵδρωτα, μὲ πόθο νὰ μετρήσω,
παρά τέτοιο βοσκὸ νὰ μὴ βουηθήσω.

Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ’ ὄμορφα κάλλη
εὑρέθηκε σὲ παιδεμή μεγάλη
κ’ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω,
κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω.
Μ’ ἀποὺ τὴ φχαριστιά, βοσκέ, τὴν τόση,
ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση,
σ’ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ’ ἔχεις
κ’ εἰς τὰ θελήματά σου, νὰ κατέχης.
Τσῆ ξᾶς μου μπλιὸ δὲν εἶν’ τὰ λογικά μου
νὰ πάγω ν’ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου,
μά ’χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λειβάδι,
συντροφιασμένοι νά ’μεσταν ὁμάδι.”
Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάση,
πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση
μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη
κ’ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ’ρθη.
Σὰν τί χαρά ’τον τότες ἡ δική μου
καὶ τί δροσιάν, ὁπού ’δεν τὸ κορμί μου!
Ἄλλος βοσκὸς στὸν κόσμο δὲν ἐχάρη
οὐδὲ κ’ εἰς τὸ γιαλὸ χαίρεται ψάρι.

Λέγω της: τα γλυκά σου όμορφα μάτια
εκάμαν την καρδιάν μου τρία κομμάτια
κείναι βαρύ τινάς να το πιστεύση
μαχαίρι οπού λαβώση να γιατρεύση.
Μ’ άς ήτον μπορετό ξετελειωμένον
να γίνη το μισθό σοu τάρχισμένον,
να τόθελε μαντέψη η όμορφιά σου
άπόψε να κοιμήθηκα κονδά σου.
Διατί μακρά ‘πο δώναι η κατοικιά μου
π ‘ άρμέγω κάθ’ αργά τα πρόβατά μου,
και δεν μπορούμε άπόψε κεί να πάμε ,
μ’ άς θέσωμεν επά στα χόρτα χάμαι.
Γλυκιά μ’ άπηλογάται το κοράσο
λόγια για νά χαρώ και νάγαλλιάσω
γλυκιά και ζαχαρένι’ άπηλογήθη,
κεiς κείνον που της είπα μ’ αποκρίθη.
Λέγει: το φως τζή μέρας λιγοσταίνει,
κι ο ήλιος, άγουρέ μου, θε να πηαίνη
τζη νύκτας το σκοτάδι μας σιμώνει
κη κρυότητα του δάσου μας πλακώνει.

Μ’ ακλούθα μου λοιπόν να πα να βρούμε
επά κοντά το σπήλαιον να μπούμε,
να φας να πής και να καλοκαρδίσης,
και στρώμα φτωχικόν ν’ανακκουμπίσης.
Και θέλουμε χαρή και ξεφαντώση
με τραγούδια, με ψωμί μα και με βρώση,
και ας είναι μοναχό του το κουράδι,
και ας βόσκεται σ’ αυτόνο το λιβάδι.
Και ας είναι το κουράδι μοναχόν του
και ας χαίρεται και αυτό δια το βοσκόν του,
τα πρόβατα και πίλοιπα δικά σου
ας είναι πά κοντά στα πρόβατά σου.

Με πλείσια προθυμιά κοι δυό κινούμε,
το δάσον επουδάζαμεν να βρούμε,
τα χέρια ενούς ταλλού μας εκρατούμαν
πασίχαροι τη στράτ’ επορπατούμαν.
Τη στράτα περπατούμαν  ‘ς περβολάκι,
βρίσκω βαγιά και κόφτω ένα κλαδάκι,
κάνω γοργό πιτήδειο δαχτυλίδι
και δίδω το ατηνής και μένα αυτήνη.
Με τα παιγνίδια επηαίναμε τη στράτα,
τα δέντρη ήτον λούλουδα γιομάτα,
επέφτασιν οι ανθοί, περιχούσα,
τα κάλλη της αφέντρας μου επλουμούσα.
Έλαμπεν ο ουρανός τάστρη γεμάτος
και ο άνεμος εφύσα ο δροσάτος,
όντε στο σπήλαιο σώσαμεν αιφνίδια
με γέλια, με χαρές, με τα παιγνίδια.
Στη μια μεριά του σπήλιου ‘χε χωσμένη
φωτιά από τη μέρα φυλαμένη,
σπουδάζει και την άφτει το κοράσο
με ξύλα που βαστούσ’ από το δάσο. 

Στου σκουτελιού τον πάτο είχε λυχνάρι,
ήτανε μια χαρά κένα καμάρι,
η πλουμιστή και άσπρη περιστέρα
οσ’άχεν εδεκεί χαρά μου ‘φέρα’.
Εστράφηκα στο σπήλαιο και συντήρου
την ομορφιάν οπού’χε γύρου-γύρου
και απόξω είχε σαν περιπλοκάδι,
οπού το περιπλέξαμεν ομάδι.
Απόξω με μυρτιές, με ροσμαρίνους,
με γούδουρους, με βόλους και με κρίνους,
το είχε το κοράσιο στολισμένο,
και μύριζε το σπήλαιο το καημένο.
Πιδέξια και πιτήδεια ησάν βαλμένα,
΄σανε τα τζικάλια κρεμασμένα,
κένα χαλκωματάκι είχε κοντά της,
π’ άρμεγε κάθ’ αργά τα πρόβατά της.
Απάνω απ’ όλα βλέπω ενά κλινάρι
πούτονε μια χαρά κένα καμάρι,
φτωχάκι, μα στρωμένο ήτον πιτήδεια
ογιά καλές καρδιές και δια παιγνίδια.

Ρωτώ την: “Αδελφούς έχεις γη κύρη,
και ποιον έχεις στο σπήλαιόν νοικοκύρη,
διατ’ είδα μια κουρτέλλ’ ακονισμένη
και με λουρί καινούργιο κρεμασμένη”.
Λέγει μου: “Κύρην έχω γεροντάκι,
και από τα ψές επήγε στο χαράκι,
να κόψη πέτρα ογιά να κτίση μάντρα,
και μ’ άφηκε, ως βλέπεις, δίχως άντρα.
Δεν έρχεται ως την άλλην εβδομάδα,
κ’έχεις τζι μέρες τούτες μοναξάδα,
εγώμαι πα στο σπήλαιο να κατέχεις.
έγνοια καμιά δι’ άνθρωπον μν έχης.
Εγώ αδελφούς δεν έχω ουδέ μάννα,
είναι καιρός πολύς που αποθάνα’,
εγώμαι με τον κύρην μου οι δυό μας,
ετούτο το σπήλαιον είναι δικό μας”.
Πιάνει ψωμί, τυρί, χλωρή μαλάκα,
κρύον αρνίν οφτό απάνω ‘ς πλάκα
οπούχε δια τραπέζι και ορδινιάζει
και με σπουδή δια δείπνον λογαριάζει.

Είχε και ξυδωτό κρασί δαμάκι
σ’ ένα μικρό και πλουμιστό φλασκάκι,
και με συγκερνά κρυό νερό και πίνει,
και απόκεις με καλεί και μένα δίνει.
Μα λέγω της: “Κυρά, κρασί δεν πίνω,
δεν τρώγω από το κριάς το κρυόν εκείνο,
ά δεν θέλη μαντέψη η ομορφιά σου
νάναι με το φιλίν το κάλεσμά σου”.
Ως τάκουσε ίντα τζ’ είπα, άφτει και σβύνει,
ωσάν το φασκολούλουδον εγίνη,
τα ρόδα τζη επληθύνασι, και φάνη
ωσάν εις το σκοτίδι το πυροφάνι.
Τα μάτια χαμηλώνει και μιλεί μου:
“Δεν ήτονε πρεπόν ουδέ τιμή μου
τέτοιας λογής αδιάντροπα να διάξω
μα σένα πρέπει να καταδικάσω”.
Εσύ έχεις εξουσιά και πιέ και δός μου
και θεληματικώς και στανικώς μου,
και πιε όσο θες και όσο που ορίζει
διατί ποτέ μου άλλο θέλω γνωρίζει.

Ἔπιαμε μιὰ καὶ δυό∙ συγκερασμένο
ἤτονε τὸ πιοτό μας τὸ καημένο,
μὲ τὰ φιλιὰ στὸ δροσερὸν ἀέρα
καὶ μὲ τὸ πιάσε ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ τὴ χέρα.
Ὁ πρῶτος λόγος, ὁποὺ λέω στὴν κόρη:
“Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πὸ τὰ ὄρη
κ’ ἤθελα νὰ μοῦ ἔκανες τὴ χάρη
νὰ πήγαμε γοργὸν εἰς τὸ κλινάρι.”
Προθυμερὰ σιμώνομε στὴν κλίνη
θέτομε ἀγκαλιασμένοι ἐγὼ κ’ ἐκείνη·
καὶ μὲ τὸ παῖξε – γέλασε ἀρχινίζει
ὅλη ἡ ἀνατολὴ νὰ κοκκινίζη.
Κ’ εἰς λίγην ὥρα βλέπομε τὸν ἥλιο
κ’ ἐξάπλωνε τσ’ ἀκτῖνες του στὸ σπήλιο·
περιλαμπὰς τὸν ἥλιο χαιρετοῦμε
καὶ πάμε τὰ κουράδια μας νὰ βροῦμε.
Καὶ πάλι τὸ βραδὺ στὸν ἴδιον τόπο
εὑρίσκομέστα μὲ πιδέξιον τρόπο,
π’ ἄθρωπος δὲν ἐμπόρει νὰ γνωρίση
οὐδὲ ποσῶς νὰ μᾶσε μολοήση.

Μά ’ρθεν ἐκείν’ ἡ ὥρα ἡ πρικαμένη,
τὸ γέροντα τὸν κύρη τζη ἀνιμένει
καὶ λέγει μου ἀποσπέρας ἡ κερά μου:
“Ταχιά, βοσκέ, νὰ σέ ’χα συντροφιά μου!
Τὸν κύρη μου ταχιὰ τὸν ἀνιμένω
κι ἀπὸ τὸ σπήλιο οὐδὲ ποσῶς ἐβγαίνω·
ἄμε καὶ σὺ στὴ μάντρα τὴ δική σου
καὶ μὲς στὸ μῆνα πάλι μοῦ θυμήσου·
ἐπὰ στὸν ἴδιον τόπο νὰ γυρίσης
οὐδὲ ποτέ σου μὴ μ’ ἀλησμονήσης,
γιατὶ τότες ὁ κύρης μου καὶ πάλι
δουλειὰν ἔχει ἐδεκεῖ νὰ κάμη κι ἄλλη.”
Τὴ νύκτα κείνη θέτω πρικαμένος
μὲ λογισμὸ μεγάλον ὁ καημένος·
τὸ Θεὸν ἐπαρακάλου νὰ μ’ ἀξιώση
νὰ μὴ βιαστῆ γοργὸ νὰ ξημερώση.
Μὰ λέγω τσ’ ἄχολης μου περιστέρας:
“Πολλὰ βαραίνω πρὸς τὸ φῶς τσῆ μέρας,
γιατὶ παρὰ ποτὲ τοῦτο τὸ βράδυ
ἐβιάστη νὰ μὴ μείνωμεν ὁμάδι.”

Καὶ πρὸς τὸν ἥλιο, πού ’χα πάντα θάρρος,
κλαίω μὲ παραπόνεση καὶ βάρος:
“Ὦ ἥλιε μου, πολλὴ χαρὰ ποὺ φέρνεις,
γιὰ ποιὰ ἀφορμὴν ἐμένα τήνε παίρνεις;”
Σκώνομ’ ἐγὼ πρωτύτερ’ ἀπὸ κείνη
κι ἀφήνω την κ’ ἐκείτετο στὴν κλίνη·
σιμώνω δὰ καὶ σκύφτω καὶ φιλῶ τη
καὶ μ’ ἀναστεναγμὸ ποχαιρετῶ τη:
“Γειὰ καὶ χαρὰ σ’ ἀφήνω νὰ τὴν ἔχης
καὶ κάμε, πέρδικά μου, νὰ κατέχης
κι ἂ ζήσω, μὲς στὸ μῆνα ἔρχομαι πάλι
νὰ βρῶ τ’ ἀγγελικά, ὄμορφά σου κάλλη.”
Στρέφεται καὶ θωρεῖ με κι ἀρχινίζει
τὸ ριζικό τζη ν’ ἀναθεματίζη·
τὰ δάκρυά της ἄρχισαν κ’ ἐτρέχα
τὰ κοραλλένια χείλη της ἐβρέχα:
“Ἀνάθεμά σε, μοῖρα μου καημένη,
ποῦ μοῦ τὴν εἶχες τούτη φυλαμένη·
ὡς ἧψα τὸ κερί, νὰ μοῦ τὸ σβήσης,
σὲ μεγάλη σκοτάγρα νὰ μ’ ἀφήσης!”

Σηκώνεται καὶ θὲ νὰ παραγγείλη
κ’ ἐτρέμασι τὰ ζαχαρένια χείλη
κι ἀπὸ τὰ δάκρυα πασανεὶς ἐγροίκα
τὸ βάρος, ὁποὺ εἶχε καὶ τὴν πρίκα.
Καὶ λέγει μου: “Βοσκέ, ἄμε, ποὺ νά ’χης
καμάρι καὶ χαρές, ὅπου κι ἄ λάχης·
κι ὅπου κι ἂν εἶσαι, ὁ νοῦς μου εἶ στὰ ξένα
νὰ ζήσω, νὰ τελειώσω μετὰ σένα.
Τσῆ ποθητῆς, ποὺ σ’ εἶχε σὰν τὸ φῶς τση
κ’ ἐδιάλεξε νὰ σ’ ἔχη σύντροφό τζη,
θυμήσου τση, μὴ τὴν ξαλησμονήσης
καὶ κάμε το γοργὸ γιὰ νὰ γυρίσης.”
─ “Ὅνταν ἰδῆς τὸν κόρακα ν’ ἀσπρίση
καὶ τὸν αὐγερινὸ ν’ ἀποσπερίση,
κορμί δίχως ψυχή νὰ πορπατήση,
τότες κ’ ἐγὼ θέλω σ’ ἀλησμονήσει.
Πιὰ γλήγορα στὴ γῆ νὰ ζήση ψάρι
κι ὁ ἔρωτας νὰ χάση τὸ δοξάρι
κ’ ἡ νύκτα δίχως ἄστρα καὶ δροσούλα
παρὰ ν’ ἀφήσω τέτοια βοσκοπούλα.

Μ’ ἀπείτις μοῦ ’ναι τοῦ φτωχοῦ γραμμένο
νὰ πορπατῶ ἀπὸ δῶ, μακρὰ νὰ πηαίνω
παραγγελιὰ σ’ ἀφήνω νὰ θυμᾶσαι·
πάντα στὸ νοῦ σου μετὰ μένα νά ’σαι.”
Μὲ κλάματα κ’ ἐγὼ ἀπὸ κεῖ μισεύγω,
πάγω τὰ πρόβατά μου νὰ γυρεύγω
κι ἀγάλι – ἀγάλι μάκρυνα τὸν τόπο
μὲ βάσανα, μὲ πρίκες καὶ μὲ κόπο.
Μὰ πέρασεν ὁ μήνας, ἧρθ’ ἡ ὥρα
νὰ πὰ νὰ βρῶ ἐκείνη τὴν πανώρια,
μὰ θέλησεν ἡ μοῖρα μου τ’ ἀζάπη,
τὸ ριζικό μου κ’ ἡ πολλή τζη ἀγάπη
κ’ ἔπεσ’ ἀρρωστημένος στὸ κλινάρι
κ’ ἐλίγεψέ μου ἡ δύναμη κ’ ἡ χάρη,
καὶ πρίχου γιάνω, νὰ καλοτερέψω,
στράτα νὰ πορπατήσω πρὶν μπορέσω.
Ἐπέρασεν ὁ μήνας πρὶ νὰ θέσω
κ’ ἐδιάβη κι ἄλλος, ὥστε νὰ μπορέσω
νὰ πορπατήσω, νὰ σαλευγουδίσω,
νὰ πὰ νὰ τὴν εὑρῶ, νὰ τσῆ μιλήσω.

Μὰ μέσα ’ς τσὶ δυὸ μῆνες ἐγροικούμου
τὴ δύναμη δαμάκι τοῦ κορμιοῦ μου·
μὲ πλήσια προθυμιὰ κινῶ νὰ πάω
κρατώντας τὸ ραβδάκι ν’ ἀκουμπάω. 
Μεγάλον φόβον είχα και περίσσο,
και δεν εμπόρουν να καλλιτερίσω,
διατ’ ήπεσα και ράγη το σπαθί μου,
κ’ήλθα και γιάγυρα εις την αποστροφή μου.
Κέσυρε τρεις φωνές και ξήπασέ με,
όταν γλυκά κοιμούμουν ξύπνησέ με,
κήρθαν κακά σκυλιά ωσάν πνηγάρι
να φάγωσι ταρνί μου το πουλιάρι.
Εγρίκουν από το δάσο της να κλαίγη
η καθαρένια βρύση, να μου λέγη
το πως η αρρωστιά κι η άργητα μου
κάρβουνα θε να βάλουν στην καρδιά μου.
Το ΄νίμενα να μάθω και φοβούμου’
τν ώρα κείνη εγέμισέ το ο νους μου
και δεν ημπόρουν να καλοκαρδίσω,
ουδέ να ιδώ, ουδέ ν’αντρανίσω.

Φτάνω, θωρώ το σπήλαιο αραχνιασμένο,
με βούρκα, με πηλά ναμουρδωμένο,
αλλοιάς λογής με δέχτη το καημένο
παρά που μούχε πρίντης μαθημένο.

Σ’ ἑνοὺς βουνοῦ κορφή, σ’ ἕνα χαράκι
ξανοίγω καὶ θωρῶ ’να γεροντάκι
κ’ ἔβλεπε κάποια πρόβατα ὁ καημένος,
ἀδύναμος καὶ μαυροφορεμένος.
Σφυρίζω καὶ φωνάζω, χαιρετῶ τον
καὶ γιὰ τὴ βοσκοπούλ’ ἀναρωτῶ τον·
μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο τοῦ δηγούμου
καὶ τὰ δὲν ἤθελ’ ἄκουα κ’ ἐφουκρούμου.
Γροικῶ τὸ γέρο ὀμπρὸς κι ἀναστενάζει,
τὸ ριζικό, τὴ μοῖραν του ἀτιμάζει
καὶ κλαίοντας μοῦ λέγει: “Ἡ πεθυμιά σου
ἀπόθανε, δὲν εἶναι πλιὰ κοντά σου.
Γι’ αὐτείνη, ποὺ ρωτᾶς, ἦτον παιδί μου,
θάρρος μου τοῦ φτωχοῦ κι ἀπαντοχή μου,
μὰ ὁ Χάρος τὴν ἐπῆρεν ἀπ’ ὀμπρός μου
κ’ ἐθάμπωσε τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς μου.

Καλόκαρδή τον πάντα καὶ χαρά μου,
ἀνάπαψη πολλὴ στὰ γερατειά μου,
μὰ ὁ λογισμός, ἁπού ’χε πᾶσα βράδυ,
παράκαιρα τὴν ἔβαλε στὸν Ἅδη.
Ὁλημερνὶς κι ὁληνυκτὶς νὰ κλαίγη,
χίλια κακὰ τσῆ μοίρας τση νὰ λέγη,
σὰν τὸ κερὶ ἐλίγαινε, ὅνταν ἅφτη,
ὥστε ποὺ διάβην εἰς τὴ γῆ κ’ ἐθάφτη.
Ποτὲ τὴ νύκτα δὲν ἐθώρειεν ὕπνο
οὐδ’ ἔτρωγε τὸ γιόμα οὐδὲ τὸ δεῖπνο.
Ἔδιωχνεν ἀπ’ ὀμπρός τση τὸ κουράδι,
ποὺ τό ’χε συντροφιὰ κ’ ἦσαν ὁμάδι.
Πολλὲς φορὲς στὸν ὕπνο τζη ἐξυπᾶτο,
ἀμοναχή τζη ἐμίλειε κ’ ἐδηγᾶτο
κι ὥρα τὴ μιὰ μερὰ κι ἄλλη νὰ πιάση
ἕνα καλὸ βοσκό, πού ’χε στὰ δάση.
Ἐξύπνουν τηνε τότες κ’ ἔλεγά τζη
είντα πολλὰ βαρά ’ν τὰ ὄνειρα τζη
κ’ εἶντά ’ναι τὰ δηγᾶται καὶ τὰ λέγει
καὶ πάραυτας ἀρχίνιζε νὰ κλαίγη:

“Κύρη, μεγάλον ἄδικο μοῦ κάνεις
νὰ μὲ ξυπνᾶς καὶ νὰ μ’ ἀναθιβάνης,
τὴν ὥραν, ὅπου βλέπω στ’ ὄνειρό μου
τὸν πολυαγαπημένο τὸ βοσκό μου.”
Τὰ ’ννιάμερά τζη ἦσαν ὀψές, ὑγιέ μου.
Τὴν ὥρα, ποὺ ξεψύχα, ἐμίλησέ μου·
παραγγελιὰ μ’ ἀφῆκε: “Ἐπὰ στὰ δάση
ἕνας καλὸς βοσκὸς θέλει περάσει,
μελαχρινός, λιγνὸς καὶ γελασιάρης,
νέος καὶ μαυρομάτης, διωματάρης,
καὶ θέλει σὲ ρωτήξει, ὡγιὰ νὰ μάθη
γιὰ κείνην, ὁποὺ ἀπόθανε κ’ ἐχάθη.
Καὶ νὰ τοῦ πῆς πὼς εἶν’ ἀποθαμένη,
μὰ δὲν τοῦ λησμονᾶ ποτὲ ἡ καημένη·
κι ἄς τηνὲ λυπηθῆ κι ἄς τηνὲ κλάψη,
τὰ ροῦχα του γιὰ λόγου τζη νὰ βάψη.
Τὴν ἀφορμὴ τοῦ ’πέ, πὼς τὴν ἐχάσε,
ὡσὰν εἶδε τὴ μέρα κ’ ἐπεράσε:
ζιμιὸ ἀλησμόνησέ τη τὴν καημένη·
γιὰ κεῖνο ἐθανατώθη πρικαμένη.”

Καὶ ἀπὸ τὰ σουσούμια ἐκεῖνος εἶσαι
καὶ κλαίγει σε ἡ καρδιά μου καὶ πονεῖ σε,
γιατ’ ἤθελα παιδί μου νὰ σὲ κάμω
κ’ εἴχαμε μιλημένα γιὰ τὸ γάμο.”
Ἔκλαιγεν ἡ καρδιά μου κ’ ἐθρηνᾶτο,
σὰν ἄκουσα τέτοιας λογῆς μαντᾶτο·
οὐδ’ ἔβλεπα οὐδ’ ἄκουα οὐδ’ ἐθώρου·
στὰ πόδια μου νὰ στέκω δὲν ἐμπόρου.
Κι ἀρχίνισα τὴ μοῖρα μου νὰ βρίζω,
τὸ ριζικό μου ν’ ἀναθεματίζω,
τὸν ἔρωτα τὸν ψεύτη ν’ ἀτιμάζω
καὶ μπλιὸ γιὰ τὴ ζωὴ νὰ μὴ λογιάζω:
“Κύρη γονή, νὰ ζήσης, ἀφεντάκι,
μὴ βαρεθῆς τὴ στράτα καμποσάκι
νὰ πάμε στὸ μνημούρι τσῆ κερᾶς μου,
νὰ κάμω τὸ κοντέντο τσῆ καρδιᾶς μου.
Σὲ σπήλιο σκοτεινὸ νὰ κατοικήσω,
ποτὲ παρηγοριὰ νὰ μὴ γροικήσω,
μὰ πάντα μοναχός μου νὰ γυρίζω
οὐδὲ νὰ δῶ οὐδὲ ν’ ἀναντρανίζω.

Δίχως γαμπά, ξεπόδητος νὰ πηαίνω
’ς τόπον ἀγκαθερὸ καὶ χιονισμένο,
νὰ μὲ θωροῦ γδυμνὸ κι ἀναμαλλιάρη
κι ὅλοι νὰ μὲ κρατοῦσι δαιμονιάρη.
Γιὰ σφάλμα καὶ γιὰ πάθητα δικά μου
ἔβαλα εἰς τὸν Ἅδη τὴν κερά μου.
Νά ’χα τη φτάξει ζωντανή, νὰ μάθη
τὴν ἀρρωστιὰ καὶ τὰ πολλά μου πάθη!
Τώρα θωρῶ κι ἀλήθια μ’ ἀπαρνήθης
στ’ ἀραχνιασμένο στρῶμα, ποὺ κοιμήθης·
καὶ δὲ μπορῶ ὁ φτωχὸς νὰ σὲ ξυπνήσω,
νὰ μοῦ συντύχης καὶ νὰ σοῦ μιλήσω.
Μάτια μου, ἀφόντ’ ἐχάσετε τὸ φῶς σας
μπλιὸ λυγερὴ μηδὲν ἰδῆτε ὀμπρός σας·
καὶ ποιὰ παρηγοριὰ μπορεῖ νὰ σώση,
ἀλάφρωση ’ς τσὶ πόνους μου νὰ δώση;
Φίλους καὶ συγγενεῖς θέλω μισήσει.
Δὲ θέλω νὰ σφαγῶ, μὰ θέλω ζήσει,
γιὰ νά ’χω πόνους, πρίκες καὶ λαχτάρες,
καθημερνὸ καημοὺς καὶ λιγωμάρες.

Μὰ θὲ νὰ ζιῶ καὶ θὲ νὰ παραδέρνω,
χίλιες φορὲς τὴν ὥρα νὰ ποθαίνω·
τὰ ὄρη, τὰ χαράκια νὰ μὲ φάσι
καὶ νά ’ναι ἡ κατοικιά μου μὲς στὰ δάση.
Μέρα – νύχτα νὰ κλαίω, νὰ θρηνοῦμαι,
τὰ πάθη μου στὰ ὄρη νὰ δηγοῦμαι·
νὰ κάμω τὰ θεριὰ νὰ μ’ ἀκλουθοῦσι,
νὰ κλαίου μετὰ μένα, νὰ πονοῦσι.
Μπαντούρα νὰ μὴν παίξω οὐδὲ φιαμπόλι,
’ς λειβάδι νὰ μὴ μπῶ οὐδ’ εἰς περβόλι.
Τὰ πρόβατά μου μπλιὸ νὰ μὴν ἀρμέξω,
μὰ νὰ περνῶ κακὸν καιρὸ κι ἀδέξο.
Τὸ προβατάκι τ’ ἄσπρο, τὸ μπολιάρι,
ὁπού ’χα τσῆ κερᾶς μου ἀμπολιάρει,
ἐκεῖνο μόνο νά ’χω μετὰ μένα,
νὰ πηαίνωμε τὰ δυὸ συντροφιασμένα.
Νὰ κλαίγη ἐμὲ τ’ ἀρνὶ κ’ ἐγὼ τὴν κόρη,
νὰ πορπατοῦμε στὰ βουνά, στὰ ὄρη·
στὴν ἀγκαλιά μου νὰ τ’ ἀποκοιμίζω,
τὸ ριζικό μου τὸ κακὸ νὰ βρίζω.
Κ ὅντε βροντᾶ κι ἀστράφτει καὶ χιονίζει,
κανεὶς βοσκὸς στὰ ὄρη δὲ γυρίζει,
τότες ἐγὼ στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη
νὰ κλαίγω αὐτείνη τὴν πανώρια κόρη.

Κι ὅντεν ὁ ἥλιος καίει πέτρες καὶ ξύλα,
ὅλοι σιμώνου στοῦ δεντροῦ τὰ φύλλα,
τότες πάγει ὁ βοσκός, δροσιὸ γυρεύγει,
ἐγὼ νά ’μαι στὸν ἥλιο νὰ μὲ καίγη.
Νὰ μὴν ἐβγῆ βοσκὸς ἀπὸ τὸ σπήλιο,
τὰ νέφη νὰ σκεπάσουσι τὸν ἥλιο
καὶ νὰ ψυγοῦν τὰ χόρτα στὸ λειβάδι
κι ἀπὸ τὴ μάντρα νὰ μὴ βγῆ κουράδι.
Οὐδὲ πουλὶ στὸ δάσο μὴν πετάξη
καὶ τὴν αὐγὴν ὁ πετεινὸς μὴν κράξη·
καὶ τ’ ἀηδονάκι μπλιὸ μὴν κελαϊδήση
κι ἀετὸς ἄς τυφλαθῆ, μὴν κυνηγήση.
Τὴ νύκτα μὴν προβάλη τὸ φεγγάρι·
εἰς τὸ γιαλὸ νὰ μὴ βρεθῆ μπλιὸ ψάρι
κι ἄς ἀποφρύξου βρύσες καὶ ποτάμια
κι ἄς ξεραθοῦν τὰ τρυφερὰ καλάμια.” 

                     ΤΕΛΟΣ

Κι ως εδεπά τελειών’ η Βοσκοπούλα
ιστόρια τζη, καμώματά τζη ούλα,
κι αν ευρεθούν άλλες πολλές γραμμένες,
ας ξεύρη πάσα εις πως είναι εσφαλμένες.
Μόνον πως αυτή είναι η καλλιωτέρα
απ’ όσες κι αν βρεθούν την σήμερον ημέρα,
έτζ’ από με τον Αποκορωνίτην
Νικόλαον Δρυμητινόν από την Κρήτην,
τη διαλεγμένη με περίσσιον κόπον
και τυπωμένη εις Βενετιάς τον τόπον,
δια πάσα ένα πού θελε να μάθη
να φύγη τζ’ έρωτες και σαρκός τα πάθη.
Διατί απ’ αυτήνη ημπορεί να βγάλη,
ρόδον σαν απ’ αγκάθι, και να πάρη
ξόμπληση της ζωής της πρικαμένης
και τέλους της Βοσκοπούλας της καημένης.
Όμως αφίνοντας τα παραμύθια,
θελ’ αποκτήση τον Χριστόν βοήθεια.
Στους χίλιους εξακόσιους κεικοστή εβδόμη,
το τέλος έλαβε η δική μου γνώμη.
Και αν διαβάζοντας τινάς δεν ήθελε παινέση,
την καλήν γνώμην ας ιδή και ας συγχωρέση.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *