Λαπαθιώτης Ναπολέων: Νύχτας Λυπημένα Σαλπίσματα

Βιογραφικό

     Μονάκριβο βλαστάρι του Λεωνίδα, στρατιωτικού και για κάποιο διάστημα, Υπουργού Στρατιωτικών, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου (το γένος Ραζηκότσικα). Γεννήθηκε στις 31 Οκτώβρη 1888, στην Αθήνα (οδός Ευριπίδου). Από μικρός έλαβε τη καλλίτερη μόρφωση, πιάνο, γαλλικά κι από μικρός επίσης, έδειξε κλίση στα καλλιτεχνικά (μουσική, θέατρο και γράψιμο), κάτι σα παιδί-θαύμα. Βέβαια το 1905 γράφτηκε στη Νομική, ενώ δε σταματά να γράφει ποιήματα, πεζά αλλά και κάποιες απόπειρες θεατρικών. Μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο (1906) κι έπειτα γνωρίστηκε κι ανέπτυξε μακρόχρονη φιλία, με τον Άγγελο Σικελιανό (1908).

     Το 1910 και το 1914, προκάλεσε, τη πρώτη φορά γράφοντας ποίημα με τη… τολμηρή για την εποχή, φράση: “…κι έπινα μες απ’ τα χείλη σου” και τη δεύτερη, δημοσιεύοντας ένα “Μανιφέστο” για τους στενόμυαλους της τέχνης. Το 1916 συντάσσεται με το βενιζελικό πατέρα στο κίνημα και κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας. Πηγαίνει και στην Αίγυπτο, όπου συναντά τον Κωνσταντίνο Καβάφη, συνεχίζει τη νυχτερινή του δραστηριότητα -που του ‘χεν επιφέρει το παρατσούκλι “Νυχτερίδα“- και μπαίνει πρώτη φορά σε χασισοποτείο.



     Το 1918 επιστρέφει στην Αθήνα, ως διερμήνεας πάντα του στρατού κι οργανώνει καλλίτερα τη νυχτερινή του ζωή. Παράλληλα γράφει σ’ ένα σωρό περιοδικά. Ωστόσο η περίοδος παρακμής του αρχίζει από το 1937, με το θάνατο της μητέρας του που την υπεραγαπούσε, σε συνδυασμό με την οικονομική εξαθλίωση, μετέπειτα, του πολέμου και της κατοχής και την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, σκορπίζουνε στους ανέμους, τα περιουσιακά του στοιχεία, μαζί κι αυτή η μεγάλη αγαπημένη του βιβλιοθήκη. Τελικό χτύπημα είναι κι ο θάνατος του πατέρα του, το 1941 και τελικά, αφού κάνει μιαν αποτυχημένη απόπειρα, δίνει τέλος στη ζωή του στις 8 Γενάρη 1944 σ’ ηλικία μόλις 56 ετών.

     Έτσι άδοξα έφυγεν ο “Δανδής” ο τρυφερός άνθρωπος, με την ερωτική επιλογή προς το ίδιο φύλο κι εραστής των τεχνητών παραδείσων. Νεορρομαντικός κι εφάμιλλος των Ρώμου ΦιλύραΚώστα Ουράνη, Κώστα ΚαρυωτάκηΤέλλου Άγρα (1899-1944) κι άλλους πολλούς. Υπήρξεν όμορφος σικάτος, πάντα κομψός, καλοντυμένος και κυρίως τρυφερός και γλυκύτατος άνθρωπος!
________________________________________________________

            Νυχτερινό

Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μες στη νύχτα -τίποτ’ άλλο.

Μια φωνή γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει -τίποτ’ άλλο.

Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει -τίποτ’ άλλο.

Και μόνον ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου. -Τίποτ’ άλλο.

    Στη Φυλακή

Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ‘ρθω σε σένα, Φως μου!

Τα σίδερα λυγίσανε
από το βογγητό μου
και στέρεψαν για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου…

Και σα τρελλός σε γύρεψα,
μα συ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν…

   Έχω ένα αηδόνι

Έχω εν’ αηδόνι στο κλουβί
κι απ’ το καημό του λιώνει.
Έχω εν’ αηδόνι στο κλουβί
και μοίρεται, τ’ αηδόνι.

Μου λέει για τις αμυγδαλιές
π’ ανθίζουν άσπρο χιόνι,
μου λέει για τριανταφυλλιές
και μοίρεται, τ’ αηδόνι…

Και παραδέρνει ανώφελα
και τα φτερά τ’ απλώνει,
κάθε που φεύγουν τα πουλιά
κι αναρριγούν οι κλώνοι…

                Μυστικό…

Είναι ψυχές πλασμένες από μάρμαρο
κι άλλες από χαμόγελο, είτε πόνο.
Είναι και μιά πλασμένη από τριαντάφυλλα,
όμως εκείνη δε τη φανερώνω!

Πόσο η καρδιά μου θα ‘τρεμε, αν την έλεγα!
Βάνω μια κλειδαριά γερή στο στόμα!
Τόσοι σοφοί που βρίσκονται τριγύρω μου
και δε τη μάντεψε κανείς ακόμα;

Είναι ψυχές πλασμένες από κρύσταλλο
κι άλλες ψυχές με κλάματα έχουν γίνει.
Είναι και μιά πλασμένη από ροδόσταμο,
μα δε θα σας τη ‘πω ποτέ μου ‘κείνη!

Όρκο έβαλα να μη τη ‘πω, ως το τάφο μου,
μα πάλι… ποιός ξέρει… καμμιάν ώρα…
Κάτι μου καίει τα χείλη μου! Καλύτερα
να κλείσω το τραγούδι μ’ από τώρα…

                           Συντριβή

Έτσι με σύντριψε το Φως, γιατί είδα προς το Φως
και γιατί μέθυσ’ από Ζωή, μ’ έχει συντρίψει η Ζωή.
Επειδή στράφηκα κι εγώ, μ’ όλη μου τη πνοή
στη Μελωδία, με σύντριψε η Μελωδία: Κουφός!

Και γιατί πήγα στη Χαρά, με σύντριψε η Χαρά
κι ούτ’ ένα τι κι ούτ’ ένας ποιός και δε με θεν’ τα Ύψη!
Γιατί μιλώ πλατιά, σα Θεός, με φθόνεσε και ο Θεός.
Και γιατί πήγα στη Χαρά, με σύντριψε κι η Θλίψη…

                        Εκάτης Πάθη

…Απόψε πρόβαλε γυμνή, σα τέρας, η Σελήνη
κι άβυσσος πόθου τη δονεί:
την είδαν όλοι από νωρίς, τις πόρπες της να λύνει,
σα να διψούσεν ηδονή…

Τι να ‘δε ξάφνου ‘δω στη γη και τόσο το λυμπίστη
που ‘χουν με πάθος κρεμαστεί,
σα να ‘θελαν να λυτρωθούν, απ’ τη παλιά τη πίστη
κι οι δυό της οι νεκροί μαστοί;

Παρθένα, στείρα και βουβή, όμοια με σαλαμάντρα,
στα βάθια βράδυα τ’ αττικά.
πως έτσι, απόψε, φρένιασε να σμίξει τρελά μ’ άντρα
και φλογερά κι εκστατικά;

…Τι κι αν η νύχτα γέρν’ αργά, μεσ’ τα πυκνά ερέβη
κι αλλόκοτα μεθούν οι ανθοί;
Στη δύση, ‘κείνη μοναχή, που κείτεται και ρεύει,
ζητεί του κάκου να ευφρανθεί…

                              Πόθος

Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις άλλες…

Τα καλοκαίρια μ’ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να ‘ρθεί μεσ’ τα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!

Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μεσ’ τα μουγγά τα δειλινά,
θ’ αναπολώ γλυκά, -ποιός ξέρει-,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι…

Το Παλιό Μας Τραγούδι

Το παλιό μας το τραγούδι,
που τ’ ακούγαμε μαζί,
τώρα που χαθήκαν όλα,
ποιός θα το ‘λεγε να ζει!

Από τότε που η καρδιά μου
σ’ έχασε παντοτινά,
δε το πίστευα ποτέ μου,
για να τ’ άκουγα ξανά…

Κι όμως να που τ’ άλλο βράδυ
-μόλις νύχτωνε θαρρώ-
μ’ έν’ αλλόκοτο φεγγάρι,
μακρινό και καθαρό,

καθώς γύριζα στη τύχη,
μόνος μεσ’ στη γειτονιά,
το ξανάκουσα και πάλι
και στην ίδια τη γωνιά!

Και το γνώρισα και πάλι
το τραγούδι π’ αγαπώ
κι ας μην έμοιαζε καθόλου
στο παλιό του το σκοπό.

Γιατί τώρα δε σκορπούσε
το καημό του το βαθύ,
μα βογγούσε και θρηνούσε,
μιά φωνή που ‘χε χαθεί…

Πως μου φάνηκε δε ξέρω,
καθώς τ’ άκουγα ξανά,
μα όλα γύρω και βαθιά μου,
γίναν έτσι σκοτεινά,

που δυνάμωσα το βήμα,
μες στο βράδυ το πικρό,
με χαμηλωμένα μάτια,
σα ν’ απάντησα νεκρό…

  Μικρό Τραγούδι

Ο παλιός μας Έρωτας,
με τα βάσανά του,
ο καλός μας Έρωτας,
ήταν του θανάτου.

Δέκα χρόνια στη σειρά,
δίχως να το ξέρει,
δέκα χρόνια στη σειρά,
μας κρατούσε ταίρι.

Μας βαστούσε συντροφιά,
μας κρατούσε ταίρι,
δέκα χρόνια στη σειρά
κι ένα καλοκαίρι…

Μα όπως όλα μας περνούν
και χαρές και πόνοι,
να μιά μέρα που κι αυτός,
άρχισε να λιώνει.

Κι ένα βράδυ σκοτεινό,
βράδυ πικραμένο,
καθώς είχα κουραστεί
να σε περιμένω,

δίχως λέξη να μου πει,
γύρισε στη μπάντα,
‘σφάλισε τα μάτια του
κι έσβησε γιά πάντα…

       Παραμύθι

Μιά φορά κι ένα καιρό,
πάνε τώρα χρόνια,
σ’ ένα τόπο μακρινό,
ζούσαν μεσ’ στα χιόνια.

Πάγωναν τα λούλουδα,
μίσευαν τ’ αηδόνια,
καλοκαίρι ζύγωνε
κι ήταν όλο χιόνια!

Μάτια πάντα σκοτεινά,
μέτωπα σκυμμένα,
κι άνθρωποι δε βάδιζαν
με ρυθμό κανένα…

Μιάν αγάπη πέρασε,
-μετά πόσα χρόνια;-
και τα μάτια δάκρυσαν
κι έλιωσαν τα χιόνια…

                      Αποχαιρετιστήριο
Ι
Το γράμμα σου τ’ αποψινό με βρήκε λυπημένο.
-Μη λές πως ήταν αφορμή τ’ οργίλο σου γραφτό-.
Λες κι από πριν, κάποια φωνή, μου το ‘χεν ειπωμένο.
Δε θλίβομαι γι’ αυτό.

Έτυχεν όμως η βραδιά τόσο βουβά να σβήσει
κι ο ήλιος μακριά, τόσο θλιβά να χάνεται μαζί…
Τέτοιες βραδιές, η σκέψη μου, που νοσταλγεί κι εκείνη,
δε θα ‘θελε να ζει!

Εξάλλου, λες για πράματα που ‘γω δε βρίσκω βάση.
Λόγια γραμμένα βιαστικά, με πείσμα και χολή.
Εκείνος που τα λόγια σου τα πριν, έχει διαβάσει,
θα ξαφνιαστεί πολύ…

Μου λες πως “κυλιστήκαμε στο βόρβορο“, φαντάσου!
Κι εγώ που το ‘χα καύχημα κρυφό, τόσο καιρό,
πως η καρδιά μου στάθηκε στα πλάνα βήματά σου,
σαν άστρο φεγγερό!

Το γράμμα σου τ’ αποψινό, με βρήκε λυπημένο,
λες κι η καρδιά μου, σαν ανθός, για πάντα έχει σαπεί.
Κι όσο για ‘κείνο που μου λες: “Μιά άγνωστη θα μένω“,
δε ξέρω τι θα πει…

ΙΙ
Το βράδυ που σ’ αγάπησα δεν ήταν καλοκαίρι.
Τα φύλλα μόλις πρόβαλλαν επάνω στα κλαριά
κι ούτε θυμάμαι να σου πω, τι μ’ είχε τότε φέρει,
σε ‘κείνη τη μεριά.

Θυμάμαι μόνο που ‘σερνα το βήμα το νωθρό μου
και το μυαλό μου γύριζε σε πράματα παλιά,
την ώρα που σ’ απάντησα να στέκεσαι στου δρόμου
τα πέτρινα σκαλιά.

Τη νύχτα ‘κείνη τη τρελή, τη νύχτα τη μεγάλη,
να στη θυμήσω τώρα ‘δω, το βρίσκω περιττό.
Τα περασμένα πέρασαν, μη τα θυμάσαι πάλι“,
μας λέει το ρητό…

Κι όμως κι εσύ μ’ αγάπησες βαθύτατα, το νιώθω
και ξέρω ακόμα πως συχνά μου το ‘χες ορκιστεί,
πως όσο κι αν μαραίναμε το πρώτο μας το πόθο,
θα μέναμε πιστοί!

Μιάς και δεν ήταν να σταθείς σε ‘κείνα που ‘χες τάξει,
τότε γιατί το λόγο αυτό μ’ ανάγκασες να πω;
Τον όρκο σου τον πάτησες, μα ‘γω δεν έχω αλλάξει:
Ακόμα σ’ αγαπώ!

                 Στο Νυχτερινό Κέντρο

Τώρα που παίζει το βιολί κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ’ έναν έρωτα τρελλό σα να ‘μαστε δεμένοι,
σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά να ζαλιστώ,
μες στ’ όνειρό σου να κλειστώ. Το μόνο που μου μένει.

Γιατί αν λείψει το κρασί κι φύγεις άξαφνα κι εσύ
και βουβαθεί και το βιολί με το γλυκό βραχνά του,
μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σα τον ουρανό,
θ’ ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου…

                 Χειμωνιάτικο Τοπίο

Εν’ αλλόκοτο φεγγάρι σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο και στημένο μεσ’ στη μέση του πελάγου,

μιά βουβή, μεγάλη ξέρα, πιο γυμνή κι από παλάμη,
μ’ ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρό καλάμι

κι ένας ίσκιος -ένα κάτι- που δε ξέρω τι έχει χάσει
κι από τότε φέρνει γύρα, μη μπορώντας να ‘συχάσει.

Παγωμένο το χαμένο κι όλο φως, εκείνο τρίο,
σιωπούσε κι αγρυπνούσε, μες στη νύχτα, μες στο κρύο…

       Η Χαρά

Πάντα κάτι με κρατεί
και με φέρνει πίσω,
στο καιρό που κάθε τι
μου ‘λεγε να ζήσω.

Που όλα, σκέψεις μου κρυφές
κι ότι ζει στη πλάση,
δε μου θύμιζε μορφές,
που τις έχω χάσει.

Κι όλα τ’ άκουγα να λεν,
μ’ ένα τρόπο πλάνο,
πως τ’ αγάπησα και δεν
πρέπει να πεθάνω…

Τώρα που όλα τα φτερά
σκόρπισαν, της πλάνης,
μου το λένε καθαρά:
Πρέπει να πεθάνεις!

Κι όσο πιο βαθιά κοιτώ
κάτω από τη σκέπη,
τόσο πιο καλά και το
μάτι μου το βλέπει.

Κι αν τυχαίνει κι ο νους να
κάνει σκέψην άλλη,
δε κρατεί πολύ και να
πάλι αυτή προβάλλει…

…Μα όσο και στους ουρανούς
να ‘ναι η μέρα μαύρη
κι όσα θέλησεν ο νους,
να μη μπόρει να ‘βρει

κι όσο αν είμαστε πικρά
τώρα στερημένοι,
κάπου υπάρχει μιά Χαρά
και μας περιμένει…

                     Αναμνήσεις

Το κάθε τι που πέρασε, για πάντα μ’ έχει σκλάβο
κι όσο γυρεύεις Σήμερα, το Χτες να μ’ αφανίσεις,
τόσο σε ‘κείνο θα γυρνώ και τόσο δε θα παύω
να ζω στις αναμνήσεις…

Θαρρείς και κάτι μόνιμα, μπροστά μ’ είναι πεσμένο
και κρύβοντας και σβήνοντας ολότελα το Τώρα,
με κάνει να μη χαίρουμαι και μήτε να προσμένω
καινούργια, τάχα, δώρα…

Σ’ ότι ποθεί και σ’ ότι ζει, η ψυχή μου μένει ξένη
κι ούτε μπορείς, Φωνή Ζωής, αλλιώς να τη δονήσεις,
παρά θαμπά και μακρινά, σα μουσική που βγαίνει
μεσ’ απ’ τις αναμνήσεις…

Της πεθαμένης της χαράς, έχει στερέψει η βρύση
κι ούτε γυρέυει θάματα κι ούτε προσμένει δώρα
κι ούτε μπορεί πια τίποτα να τη παρηγορήσει,
παρά ότι ήταν ως τώρα…

         Επεισόδιο

Μάτι δειλό που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά
κι έτσι πιστά, σα να σου τάζει:
Θα σ’ αγαπώ παντοτινά.

Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ’ ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σαββάτο βράδυ
και κοιμηθήκαμε μαζί.

                           Φαντάσματα

Τ’ ‘Αγνωστο γύρω και παντού κι ο Νόμος ο Τρανός του!
Κι ενώ δεν είμαστε παρά μορφές αυτού τ’ Αγνώστου,
φαντάσματα, όλοι και καπνοί, στη δίνη της αβύσσου,
-με τ’ όνειρο, φτωχή ψυχή, για μόνη απολαβή σου-,

μάταια φαντάσματα, τυφλά, που το σκοτάδι σπέρνει,
που η νύχτα φέρνει μια στιγμή κι η νύχτα πάλι παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό, μεσ’ στον αιώνιο σάλο,
μισούμε κι εχθρευόμαστε και κρίνει ο ένας τον άλλο…

                  Μοναξιά

Είμαι μόνος. Βραδυάζει. Τι να κάνω…
Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα!
Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα!
Τ’ αφήνω και γλιστρούν, αργά στο πιάνο…

Παίζω στη τύχη κάτι αγαπημένο,
κάτι παλιό και γνώριμο και πλάνο…
Και πάλι σταματώ. Δεν επιμένω.
Θα προτιμούσα μάλλον, να πεθάνω…

      Βαθύ & Εξαίσιο Βράδυ

Ήταν ένα βαθύ κι εξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτό κι ασύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ημέρας,
δεν είχε λάμψει τόσο, σα πετράδι…

Κατέβαινε το φως -μιά ωχρή αγωνία-,
σε κήπους, όλο βάλσαμα γιομάτους,
τ’ άνθη μεθούσαν από τ’ άρωμά τους,
μέσα σε μιάν ανείπωτη αρμονία…

Δεν είχε καν υπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στο νου των πιο γλυκών ζωγράφων.
Ακόμα και τα μάρμαρα των τάφων,
μιά δόξα μυστικά τα ‘χε κερδίσει…

Κι όταν το θάμπος άρχιζε να φθάνει
κι η νύχτα τ’ αργά μάγια να κλώθει,
το φεγγάρι, παντού, σα φλόγα απλώθη…
Κι ήταν το βράδυ αυτό που ‘χα πεθάνει…

                    Ποιητής

Πόσο βαθύ κι ασήμαντο συνάμα,
της Ζωής και της Τέχνης σου το δράμα,

σ’ ένα παιχνίδι μάταιο και γελοίο,
του Νου σου να σκορπάς το μεγαλείο!

Μέρα-νύχτα να παίζεις με τις λέξεις,
πως, πρέπει, μεταξύ των, να τις πλέξεις

και πως, μαζί, να σμίξεις κάποιους ήχους,
ώστε να κλείσεις τ’ Όνειρο σε στίχους!

Πόσος κόπος και πόνος κι αγωνία,
να πλάσεις απ’ τη θλίψη σου αρμονία

και να τη πλάσεις μ’ όλους σου τους τρόπους,
για να τη ξαναδώσεις στους ανθρώπους!

Μήτε κι αληθινά που ξέρω πράμα
πιο θλιβερό, απ’ του πόνου σου το δράμα,

του Πόνου αυτού, που στέργει για κλουβί του,
το χώρο ενός ανθρώπινου αλφαβήτου!

Κι αφού, σα τα μικρά παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, με ρίμες και με λέξεις

κι όλες σου τις ελπίδες αφανίσεις,
χαμένος, όλος, μεσ’ στις αναμνήσεις,

μόλις φανούν οι πρώτες μαύρες τύψεις
κι έρθ’ η στιγμή να σκύψεις, να μη σκύψεις,

μα παίρνοντας μαζί το θησαυρό σου,
το Γολγοθά σου ανέβα και σταυρώσου!

                           Κούραση

Είμαι τόσο κουρασμένος απ’ τα λόγια τα ‘πωμένα
κι απ’ τα λόγια που θα πούμε κι απ’ τους άλλους κι από μένα
κι απ’ το κάλεσμα του στίχου, με το μάταιο λυρισμό,
που η ψυχή μου δεν ελπίζει, παρά μόνο στο Λιμάνι
και στο σάλπισμα της Μοίρας, που μια μέρα θα σημάνει
τον αιώνιο Γυρισμό!

Τότε μόνο, λυτρωμένος απ’ της γης την ιστορία,
μεσ’ στων κόσμων και των άστρων την ατέρμονη πορεία,
φως ανέσπερο, χυμένο σε μιάν έξαλλη στροφή,
το Τραγούδι το Μεγάλο, που ποτέ δεν έχω γράψει,
το στερνό μου το Τραγούδι, σα μιά δόξα που θ’ ανάψει,
τότε μόνο θα γραφεί!

               Αποχαιρετισμοί Στη Μουσική

Ι
Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μιά λέξη μόνο, σα μια φλόγα και να σβήσω.

Κι αν ακόμα ζω του κάκου και γυρνω στην επάνω,
μόνον ένα πια μου μένει: να τη πω και να πεθάνω…

Κι όμως καν αυτή η λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να τη πω και μου παιδεύει τη ψυχή μου και το στόμα.

Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.

Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δε τη πρόφεραν ακόμα,
θα τη πάρω και σα ξένοι θα χαθούμε μεσ’ στο χώμα…

ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ κι ήσαν όλοι γύρω μόνοι
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μεσ’ στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!

Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που καρφώσαν τα καρφιά μου…

Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου κι όπως ήρθα και θα φύγω.

Τ’ έιναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
Κι όπως ήρθα και θα φύγω, μόνος μεσ’ στο θάνατό μου…

             Κλείσε Τα Παράθυρα

Κλείσ’ τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και τη πορτούλα σφάλισε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε σα το κερί και λιώνει,
για σφιχτοαγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.

Κλείσε να μη μας βλέπουνε λοξά οι ματιές του κόσμου,
δοσ’ μου το το χειλάκι σου, που ‘ν’ απαλό, νωπό.
Έχω και κάτι ολόγλυκο για σέν’ απόψε, φως μου,
έχω και κάτι ολόγλυκο σα μέλι να σου πω.

Έλα και πέσε πάνω μου και μη κοιτάς με τρόμο.
Έσβησε το κεράκι μας, δε μας θωρεί κανείς.
Ξέχνα λοιπόν πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
και άσε να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.

Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα κι είν’ οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
έλα, το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.

Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι γειτόνοι,
για ποίο λόγο σφάλισες, αχ! πες τους, να χαρείς,
πες τους πως μες στη κάμαρα φοβάσαι σα νυχτώνει,
και έπεσες και πλάγιασες νωρίς! Τ’ ακούς; Νωρίς.

                       Το Γράμμα

     Καθώς ήταν σκυμμένη, σκαλίζοντας μες στη παλιά κασέλα, να βγάλει τη ροζ τουαλέτα, με τις μεγάλες φουντωτές νταντέλες, το φανταχτερό εκείνο φόρεμα, που το’ χε βάλει στερνή φορά, -πάνε τριάντα τόσα χρόνια τώρα-, μια τελευταία Κυριακήν Αποκριάς, ένα χρόνο πριν να παντρευτεί κι έχωσε το χέρι, κατά τύχη, στο μικρό τσεπάκι, δεξιά, βρήκε χαρτάκι διπλωμένο, ένα κίτρινο χαρτάκι τόσο δα, ξεχασμένο, και παραχωμένο σε μια δίπλα της φόδρας από μέσα. Τι να ‘ταν, τάχα, κείνο το χαρτάκι, το κιτρινισμένο απ’ τα χρόνια, που μύριζε, και κείνο, ναφθαλίνη και σαν τι να γύρευε, κρυμμένο στο τσεπάκι και κλειδωμένο στη παλιά κασέλα, που είχε τόσα χρόνια ν’ ανοιχτεί;… Στερέωσε με κόπο τα γυαλιά της, το ξεδίπλωσε αργά, πήγε δίπλα στο παράθυρο, και διάβασε:

   Είναι, τώρα, τόσοι μήνες, Δεσποινίς, που δε μπορώ να βρω την ευκαιρία, να Σας πω το Μεγάλο Μυστικό μου! Τόσους μήνες, το κρατώ κρυμμένο, και μέρα-νύχτα μού μαραίνει την καρδιά! Ίσως να φταίει κι η πολλή δειλία μου, σ’ αυτό, να μη τολμήσω να Σας το φανερώσω, -ίσως να φταίει κι η δική Σας η ψυχρότητα, κι η απόσταση, κι ο τυπικός ο πάγος, που επιμένετε να μπαίνει, μεταξύ μας! Κι όμως, εγώ, δεν παύω να Σας σκέπτομαι, και να ζω, με την ανάμνησή Σας…
         Περιμένω την απάντησή Σας…
                                                               Ένα φτωχό παιδί, που Σας λατρεύει…

     Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γραφικόν εκείνο χαρακτήρα, που της φαινόταν άγνωστος και ξένος. Στάθηκε σκεφτική κι απορημένη, μπροστά στο μικρόν εκείνο γρίφο, που πρόβαλλε τόσο ξαφνικά, τόσο ανέλπιστα και τόσο απροσδόκητα, – τόσο πειραχτικά, σαν ένα σκάνδαλο, τώρα, στα πενήντα της χρόνια… Το διάβασε ξανά, με προσοχή, με μια μικρή τρεμούλα στην καρδιά. Κι έριξε γύρω της τα μάτια φοβισμένα, μήπως και την έβλεπε κανένας – σα να ‘ταν είκοσι χρονών παιδούλα, κι έκανε κάτι, που δεν έπρεπε να κάνει, και φυλαγόταν απ΄ τα ξένα μάτια, αυτή, που τώρα κόντευε να ‘χει και δισέγγονα! Έκλεισε με προφύλαξη την πόρτα, και κάθισε στο χαμηλό ντιβάνι, για ν΄ αφήσει τη σκέψη της ελεύθερη να καλοθυμηθεί τα Περασμένα…
     Και θυμάται, μες στη συλλογή της, την τρέλα της Αποκριάς εκείνης, το μεγάλο φιλικό σαλόνι, που περνούσαν ένα πλήθος μάσκες, μέσ΄ στα φώτα και μέσ΄ στις σερπαντίνες, που μπλεκόντουσαν απ΄ όλες τις μεριές. Ήταν στα δεκαοχτώ της χρόνια, λάμποντας, όλη, μέσ΄ στην πρώτην ομορφιά της, με τη ροζ εκείνη τουαλέτα, που δεν την ξαναφόρεσε ποτέ της, από τότε… Θυμάται τις ματιές των καβαλιέρων, τις κουραστικές φιλοφρονήσεις τους, κάποια δειλά σφιξίματα χεριών, κάποια λόγια τρυφερά, θερμά και φευγαλέα, – αλλά και πόσο διακριτικά, στις ξαναμμένες αλυσίδες της καντρίλιας,ή στα στριφογυρίσματα ενός ωραίου βαλς… Θυμάται τον πατέρα της, στην άκρη, με τη μεγάλη στρατιωτική στολή του, τριγυρισμένον από άλλους συναδέλφους, όλους με τη μεγάλη τους φανταχτερή στολή, που την κοιτούσε, κάθε τόσο, με καμάρι. Θυμάται τη μητέρα της, με το μαβί της φόρεμα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, τον αδερφό της, – έναν πράσινο πιερότο, με μεγάλα χρυσαφιά κουμπιά –, και τη μικρότερή της αδερφούλα, ντυμένη, και κείνη, κολομπίνα, με τη μισή της βελουδένια μάσκα κι ένα μεγάλο φιόγκο, στα μαλλιά…
     Τα θυμάται, όλ΄ αυτά, τόσο καλά, που της φαίνεται για μια στιγμή, και πάλι, πως βρίσκεται στη φωτισμένη σάλα, παραδομένη στο μεθύσι του χορού, κι αντικρίζει τους πολυελαίους, με τα στολισμένα κρύσταλλά τους, μέσ΄ στο βαθύ ρυθμό της μουσικής, και τους αργούς παθητικούς της ήχους των βιολιών, να της δίνουν ένα ρίγος στην καρδιά, και να γιομίζουν μ΄ ανεξήγητη λαχτάρα την παιδική της, ξένοιαστη ψυχή, σαν ποτήρια δυνατού κρασιού, που ανεβάζει, ξαφνικά, το αίμα στο κεφάλι…
     Ποιος απ΄ όλους τους τρελούς εκείνους, γύρω, να της έβαλε, με τρόπο, μέσ΄ στη τσέπη, το φλογερό εκείνο γραμματάκι, που το βρίσκει τώρα κατά τύχη, πρώτη φορά, και μετά τόσα χρόνια. Ποιος, απ΄ τους τρελούς εκείνους νέους, να ‘χε τολμήσει μυστικά, την κίνηση αυτή;…
Τους φέρνει όλους, έναν-έναν, στο μυαλό της, και χάνεται σε πλήθος υποθέσεις: τους ξαναβλέπει, με την άψογη χωρίστρα τους, με τα ξανθά, ή καστανά, ή μαύρα μαλλιά, με το μικρό τους το φιογκάκι, στο λαιμό, – άλλους άβγαλτα κι αμούστακα παιδιά, μ΄ ένα χνούδι ελαφρό στ΄ απάνω χείλι, κι άλλους σοβαρούς και μετρημένους, με τρόπους ήρεμους κι αδρούς κι εκζητημένους, και πιο λιγόλογους και πιο προσεχτικούς. Τους ξαναφέρνει όλους στο μυαλό, -και προσπαθεί, μετά τριάντα χρόνια, να τους ζυγίσει, να τους ψυχολογήσει… Όλοι αυτοί, ποιος ξέρει πού να βρίσκονται, κι αν υπάρχουν, κι αν είναι πεθαμένοι! Μερικοί είναι, τώρα, γέροι, αποκαταστημένοι από χρόνια, κι έχουν αξιώματα μεγάλα και τρανά -άλλος πρεσβευτής, άλλος γιατρός, καθηγητής του Πανεπιστημίου- κι ένας άλλος και πρωθυπουργός! Άλλος, μόλις πέθανε, τον περασμένο χρόνο κι άλλος αυτοκτόνησε, τρελός…
     Αυτούς τους λίγους, τους θυμάται καθαρά. Ήταν, όμως, κι άλλοι, που μήτε τους θυμάται, μονάχα κάποιες φυσιογνωμίες, άλλες πολύ νόστιμες και συμπαθητικές, κι άλλες βλακώδεις κι αποκρουστικές… Κι ήταν, ακόμα, κι ένα πλήθος μασκαράδες, -ένα σωρό παλιάτσοι και πιερότοι και μαύρα ντόμινα, και κωμικά κεφάλια, κι απάχηδες, με βελουδένια ρούχα, που πέρασαν κοντά της, μια στιγμή, και σ΄ άλλους έδωσε το χέρι μοναχά και μ΄ άλλους χόρεψε, για λίγο, μέσ΄ στη σάλα, και μ΄ άλλους άλλαξε δυο σύντομα πειράγματα, -ποιον να διαλέξει, απ΄ αυτούς, και ποιον να ξεχωρίσει;…
Θυμάται, βέβαια, δυο νέους, πιο πολύ, που την είχαν πάρει το κατόπι, και την πολιορκούσαν όλην την ώραν, και που την έκαναν να στενοχωρηθεί, με τις ανοησίες τους, και με την επιμονή τους. Ο ένας ήταν ο τώρα πρεσβευτής, κι ο άλλος, ένας κόκκινος πιερότος, με βαριά φωνή, και μακροπρόσωπος, που της φανερώθηκε, στο τέλος, πως ήταν από χρόνια, γείτονάς της, ένας χάχας, ένας βλάκας και μισός… Αλλά κι οι δυο τους, «αθωώθηκαν» αμέσως: δεν ήταν ικανοί, γι΄ αυτό το πράμα! Της είχαν πει κι οι δυο τόσες βλακείες, που δε θα ήταν λογικό και δυνατό, να σκαρώσουν ένα τέτοιο γράμμα…
     Και ξαφνικά θυμήθηκε τον τρίτο. Ένα παιδί χλωμό κι ασθενικό, με σκούρα μάτια, μελαγχολικά, που την κοιτούσε διαρκώς, χωρίς να βγάνει λέξη. Το χλωμό κι ασθενικό αυτό παιδί, με τα βαθιά και κουρασμένα μάτια, και με τα μαύρα και σγουρά μαλλιά, ήταν και κείνο, κάποιο γειτονόπουλο, φοιτητάκος της φιλολογίας, και πέθανε, μετά δυο -τρία χρόνια, σε κάποια πόλη της Ευρώπης, φθισικό… Μ΄ αυτό, δεν άλλαξε, ποτέ, καμιά κουβέντα, ούτ΄ έτυχε μαζί του να χορέψει. Αλλά θυμάται ζωηρά, -γιατί να τα θυμάται;- τα παραπονεμένα του τα μάτια, δυο μάτια που βιαζόντουσαν να ζήσουν, το λυπημένο κι αχαμνό χαμόγελό του, το μαραμένο και μεγάλο μέτωπό του, με τις δυο μικρές προεξοχές, και τα βαθουλωμένα μάγουλά του, και τ΄
αναιμικά, λεπτά του χείλη, μια σειρά κατάλευκων κι αστραφτερών δοντιών. Θυμάται το συνεσταλμένο τρόπο του και με πόση προθυμία παραμέριζε, κάθε που πήγαινε κοντά του, να περάσει…
     Το θυμάται, τώρα, καθαρά, -κι όμως το είχε τόσο λησμονήσει- με το σοβαρό παράστημά του, καθώς περνούσε, ταχτικά, στο σπίτι της μπροστά κι έριχνε τα μάτια του δειλά, στο χαμηλό της παραθύρι, προς τον κήπο, κάθε βράδυ, την ώρα που βασίλευε και κείνο γύριζε απ΄ τα μαθήματά του, και πήγαινε στο σπίτι του νωρίς, να μελετήσει. Της είχαν πει πως έγραφε και στίχους και πως τους δημοσίευε στα περιοδικά, -αν και δεν έτυχε ποτέ να
δει κανένα ποίημά του… Μια φιλενάδα της, μάλιστα, που το ‘ξερε, και της μιλούσε με πολλή συμπάθεια γι΄ αυτό, φοιτήτρια στην ίδια τη σχολή, -της είχε πει πως είχε γράψει κι ένα ποίημα αφιερωμένο στ΄ όνομά της, με τ΄ αρχικά της: Β.Κ.Δ.-, και σε στίχους, καθώς λέγανε, καλούς. Αλλά δεν είχε δώσει, τότε, σημασία, ούτε το πήρε και ποτέ στα σοβαρά…
     Γιατί τώρα μετά τόσα χρόνια, να το σέρνει πάλι στο μυαλό της, το χλωμό κι ασθενικό παιδί, και να θυμάται τόσες λεπτομέρειες, που δεν τις είχε θυμηθεί πρωτύτερα; Γιατί, παραμερίζουσα τους άλλους, τους πολλούς, να το θυμάται, το φτωχό αυτό παιδί, τόσο νοσταλγικά, τόσο βαθιά, αυτή, που το ‘χε, τόσα χρόνια, λησμονήσει, τόσα χρόνια μετά την παντρειά της, -τη παντρειά της, και το θάνατό του; Ξαναδιαβάζει το κιτρινισμένο γράμμα, κι η πεποίθησή της μεγαλώνει πως το φθισικό αυτό παιδί, της είχε γράψει τις πικρές αυτές αράδες, και της είχε βάλει μέσ΄ στην τσέπη, τριάντα -τόσα
χρόνια πιο μπροστά. Κι αυτή δεν έβαλε το χέρι της, να ψάξει κι ούτε και ξαναφόρεσε ποτέ αυτό το ρούχο, αλλά το παράχωσε μες στη παλιά κασέλα, μαζί με τόσες άλλες αναμνήσεις, γιατί παντρεύτηκε μετά, τον άλλο χρόνο, και δεν το ξανακοίταξε ποτέ -ποτέ της πια!…
     Σκυμμένη, τώρα, μπροστά σ’ αυτό το γράμμα, χάνεται, ξανά στα Περασμένα. Όλη η περασμένη της ζωή, ξαναπερνάει στα θολά της μάτια, σα μια οπτασία μαγική! Μες στη κάμαρα, τώρα σκοτεινιάζει. Το παράθυρο, και κείνο σκοτεινιάζει, κι ένα φως χλωμό κι ασθενικό, -σαν το χλωμό κι ασθενικό παιδί-, χρωματίζει το τετράγωνό του, με την αποθεωτική, μουντή, στερνή του λάμψη, σαν ένας όψιμος, πικρός αποχαιρετισμός…
     Απ΄ τον υγρό, το μαραμένο κήπο ανεβαίνουν φθινοπωρινά αρώματα, σαν από πεσμένα, σάπια φύλλα…

   Περιμένω την απάντησή Σας…

     Μα η απάντηση αυτή, δε δόθηκε ποτέ! Το παιδί κοιμάται, τώρα, μες στο χώμα… Κάποια δάκρυα της έρχονται στα βλέφαρα, δάκρυα, όχι από
τα συνηθισμένα, αλλά βαριά, βουβά, σπαραχτικά, με μια μυστηριώδη νοσταλγία… Κι άξαφνα, μες στην αφαίρεσή της, μια παιδιάστικη φωνούλα,
-μια φωνούλα δυνατή και δροσερή, που ξέσπασε, χαρούμενα, στη διπλανή την πόρτα:
– Καλέ, γιαγιά, δε θα ρθεις, λοιπόν, να φάμε!…
     Σκουπίζει γρήγορα τα δακρυσμένα μάτια, βάζει ξανά, τρεμουλιαστά, το γράμμα, μέσ΄ στην τσέπη, κλειδώνει τη κασέλα βιαστικά, και προχωρεί προς την τραπεζαρία, που την περιμένουν τα παιδιά της, μαζί με τη μικρή της εγγονούλα, καθισμένα γύρω στο τραπέζι, μπροστά στη μεγάλη τη
σουπιέρα και που γελούνε με το πάθημά της, που να λησμονηθεί στη κάμαρά της κι οι άλλοι, λίγο έλειψε, με μυστικά γνεψίματα, να της κρεμάσουν, κιόλας, το κουτάλι…

                   Ο Δημοφών Κι Ο Θάνατος

     Σαν έφθασε στα τριάντα του χρόνια, ο Δημοφών, ο ενάρετος, αν και νεαρός φιλόσοφος, με την ωραία κορμοστασιά και τα γαλάζια τα ονειρώδη μάτια, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, αποφάσισε να κλείσει ξάφνου δια μιας τη νεότητά του, και ν΄ αποτραβηχθή σαν ασκητής· πολύ πριν να φανούν οι Χριστιανοί ασκητές κι οι διάφοροι στηλίτες, ο Δημοφών το είχε κάνει πρώτος αυθόρμητα κι εν πλήρει συνειδήσει, με τη διαφορά πως δεν τον έσπρωχνε, καθώς αυτούς αργότερα, η πίστη κι ο φανατισμός, αλλά – κι αυτό είναι το σπουδαίο – εξ εναντίας η πλήρης κι η απόλυτη απιστία…
     Αποτραβήχθηκε λοιπόν σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, κι έζησε εκεί για κάμποσο διάστημα, μόνος εντελώς, με μια προμήθεια μοναχά τροφής, μια χωματένια υδρία, κι ένα σκληρό στρώμα, για ν΄ αναπαύεται τη νύχτα· ο λόγος που τον έφερε ως εκεί, δεν ήταν η συνηθισμένη απογοήτευση της καθημερινής χυδαίας ζωής, μήτε καμιάν αγάπη θλιβερή (δεν είχε ίσως ποτέ αγαπήσει, αυτό που λέμε αγάπη), αλλά το ίδιο πρόβλημα της ζωής, το κεντρικό το μέγα κι ακαθόριστο, που είναι γραφτό αιωνίως να διαφεύγει και που καμιά προσφερομένη του ερμηνεία δεν ικανοποιεί! Είχε πολύ εμβαθύνει, και συστηματικά, μέσ΄ στο πολύπλοκο κι ασύλληπτο αυτό ζήτημα, και του είχε δώσει λύσεις διάφορες εδώ κ΄ εκεί κατά καιρούς ως που απότομα, αφού είχε με χίλιους κόπους κι αγωνίες θεμελιώσει κάποιο σύστημα βάσιμο κάπως
και τελειωτικό, σύμφωνα με τις τότε κρατούσες αντιλήψεις, έχανε ξαφνικά το στήριγμά του ένα καλό πρωί και ξαναβρισκόταν μόνος και αμαθής, απέναντι του αγνώστου.
     Ήταν στιγμές που το πολιορκούσε η σκέψη του, απ’ όλες τις μεριές, τόσο στενά που ‘λεγε λίγο ακόμα ίσως και θα ‘φθανε στον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος κι ίσως αυτές οι λιγοστές στιγμές να ‘ταν το πλέον απώτατο σημείο, που φθάνει η ανθρώπινη διανόηση, ιδίως όμως ήταν πεισμένος, πως δε μπορεί παρά να ΄ρθει μια μέρα που η ανθρωπότης θα το λύσει οριστικά (πού να ‘ξερε πως ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια θα ‘μαστε πάντοτε κι εμείς στην ίδιαν απορία!)… Είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από την έμμονην αυτήν ιδέα και είχε καταναλώσει όλα τα πνευματικά του εφόδια σε τέτοιο απεριόριστο σημείο, ώστε δυο αυλάκια πρώιμα είχαν χαραχθεί στο μέτωπό του, το θαυμαστό του εφηβικό εκείνο μέτωπο, το στεφανωμένο με σγουρά μαλλιά, που ο Κέβης, ο επιγραμματοποιός, το είχε υμνήσει κάποτε, σ΄ έν’ από τα ξακουστά επιγράμματά του!
     Μια νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση, να προσφύγει σε μιαν υπεκφυγήν και να περιμείνει έτσι το τέλος της ζωής του, μπορούσε ακόμα κι η ζωή η πρωτογενής, η κατά φύση, η κανονική, να του αποκαθιστούσε τη σαλευθείσα τη γαλήνη της ψυχής του, και να τον επανέφερε, ασυναίσθητα, στον αρχικό μοιραίον προορισμό του, που είχεν ίσως απαρνηθεί – ποιος ξέρει…
     Ένα βράδυ, καθώς ήταν μόνος και κοιτούσε τ΄ άστρα -θα ήταν κατά τα μέσα του Μεταγειτνιώνος- του εφάνη μες στη συλλογή του, σαν κάποιος να ήρθε και να εστάθη δίπλα του· γύρισε το κεφάλι, απορημένος και είδε μια σκιά, κάτι σαν τυλιγμένο σ΄ ένα πέπλο, και που δεν είχεν ακριβώς το σχήμα ανθρώπου· στεκόταν εκεί δίπλα του και δεν μιλούσε διόλου, μήτε φαινόταν να έχει ζωή πραγματική. Του ‘κανε μοναχά ένα νεύμα, να πλησιάσει. Ο Δημοφών έσφιξε τη χλαμύδα γύρω στο κορμί του και πλησίασε. Ήταν ορθή στην άκρη ενός βράχου, κι έμοιαζε σαν κομμένη μες στο βράχο. Του είπε τότε με μυστηριώδη φωνή:
— Ξέρω ποιος είσαι, και τι θέλεις. Έλα μαζί μου να τα μάθεις όλα…
     Κι ο Δημοφών την πήρε το κατόπι, δίχως να διστάσει, τόσο ήταν αποτραβηγμένος απ΄ τα εγκόσμια κι η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα μες στα σκοτεινά, έφθασαν εμπρός σε μια σπηλιάۤ · εκεί στο βράχο ήταν μια θύρα, ερμητικά κλεισμένη· η θύρα αμέσως άνοιξε μονάχη, και τότε εκείνοι μπήκαν σε μια σήραγγα που οδηγούσε σε μια υπόγεια κρύπτη αχανή, με στοές και με διαδρόμους. Στην αρχή
ο Δημοφών δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε· σιγά-σιγά όμως ένα φως, άγνωστο πώς ερχόμενο, απροσδιόριστο καθώς το φως της πρώτης χαραυγής, φώτισε αμυδρά όλα τα πράγματα, σα να ‘βγαινε ακριβώς μέσ΄ απ΄ τα πράγματα, και να είχε μια πηγή υπερφυσική· κι όταν πάλι γύρισε τα μάτια του στη σκιά, που τώρα ήταν σταματισμένη μέσ΄ στη μέση, είδε μιαν εξαίσιαν ομορφιά στο πρόσωπό της, κάτι υπερκόσμιο χυμένο στη μορφή της σα να ήταν κάποια εμφάνιση ενός λαμπρού υπερπέραν. Και τότε ο Δημοφών αισθάνθηκε μέσ’ στην ψυχή του, κάτι επίσημο και κατανυκτικό, που δεν ήταν ο τρόμος του αγνώστου αλλά το δέος του υπερφυσικού! Κι η προσοχή του πάλι σταμάτησε στη σκιά, και πρόσμενε να δη τι θα του πει. Κι η σκιά τον κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και του είπε :
— Έχεις στο νου σου πάντα την ίδιαν απορία;
— Ναι, πάντα.
     Και τότε διημείφθη αναμεταξύ των ο επόμενος διάλογος· για μια στιγμή ο Δημοφών μπορούσε να πιστέψει πως ήταν μια απ’ τις καθημερινές συνομιλίες που ήταν συνηθισμένες τότε στα γυμνάσια και στα σπουδαστήρια που φοιτούσε.
— Ελπίζεις η απορία σου αυτή να ικανοποιηθεί κάπως μια μέρα;
— Δεν ξέρω· έχω καθήκον να το ελπίζω.
— Πού βασίζεσαι τάχα ως προς αυτό;
— Στο Άγνωστο· εφόσον είναι το άγνωστο κανένας δε μπορεί να προδικάσει κείνο που μπορεί να κάμει αύριο…
— Έχεις κανένα δεδομένον, πως η απορία σου αυτή έχει λυθεί ποτέ, και από κανένα, ή πως το άγνωστο έχει δείξει ίσαμε τώρα την εύνοιά του σε άνθρωπο θνητόν;
— Και πώς μπορώ να ξέρω, αν αύριο δεν το κάμει στην παντοδυναμία του, πώς μπορώ να ξέρω καν αυτό, εφόσον τίποτε ακριβώς δεν ξέρω!…
— Ώστε βαδίζεις έτσι, χωρίς καμιά πεποίθηση ορισμένη.
— Πολλές φορές σχεδόν θαρρώ πως φθάνω πολύ κοντά στην τελικήν αλήθεια.
— Δε σου ήρθε κάποτε ίσως η υποψία, πως οσοδήποτε κοντά κι αν είσαι στην αλήθεια, πάντα είσαι το ίδιο μακριά απ΄ αυτήν, όσο δεν την κατέχεις ακριβώς;
— Σχεδόν νομίζω πως κι αυτό το ξέρω.
— Και τότε;…
— Δεν ξέρω· περιμένω.
— Τι λοιπόν μπορείς να περιμένεις, αφού διαθέτεις πάντα τα ίδια μέσα;
— Δε μου μένουν άλλα να διαθέσω.
— Συμπέρασμα;
— Κανένα! Δεν έχω άλλη διέξοδο να εκλέξω.
— Αν είχες θα την ακολουθούσες;
— Μόνο γι΄ αυτό κινούμαι και αναπνέω! Αυτό είναι ακριβώς που πάντα ελπίζω.
     Τότε η σκιά του ‘κανε νεύμα να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά και του ‘δειξε δυο θύρες σκαμμένες μες στο βράχο που είχαν τώρα
λες φανερωθεί στις δυο αντίθετες μεριές του μαγικού σπηλαίου.
— Να, κοίταξε καλά τις δυο αυτές θύρες· η μια οδηγεί προς τη κανονική ζωή· όποιος περάσει από τη θύρα αυτή θα λυτρωθεί απ΄ το βάρος της σκέψης του και θα επιστρέψει πάλι μες στον κόσμο, να ζήση καθώς ζουν μυριάδες όντα χωρίς καμιάν ερώτηση στα χείλη, ακολουθώντας τη μοιραία γραμμή τους, να υπάρχουν μόνο για να συντηρούνται, μην ψάχνοντας για το γιατί ποτέ!
Η άλλη οδηγεί στη πλήρη γνώση -ή μάλλον θέτει τέρμα στη περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό προορισμό τους. Διάλεξε ποια θες ν΄ ακολουθήσεις. Η σκιά είχε γείρει τώρα ολόκληρη σχεδόν στο πρόσωπό του· και τότε είδε διαμιάς σε μιαν αιφνίδιαν έκλαμψη του νου πως τόση ώρα ήταν μόνος εντελώς και μιλούσε με τον ίδιο τον εαυτόν του! Τότε ο Δημοφών σηκώθηκε έξαλλος, και κραύγασε με διάτορη φωνή:
— Τη θύρα που οδηγεί στην πλήρη γνώση -ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους!…
     Κι ο Δημοφών προχώρησε στη θύρα με το κεφάλι αγέρωχα υψωμένο, μ΄ ένα βαθύ χαμόγελο θριάμβου, σαν ημίθεος!
Ένας κρότος ξερός μονάχα ακούστηκε και κάτι κύλησε βαριά στα σκοτεινά.
     Έτσι ανηρπάγη ένα βράδυ ο Δημοφών, μες από τον ορατό τον κόσμο, επειδή θέλησε να μάθει, ό,τι δεν πρόκειται ποτέ να μάθει ο άνθρωπος όσο διανύει τον κύκλο της ζωής του. Και βγήκε κι η παράδοση ότι ο Δημοφών, ο ενάρετος φιλόσοφος, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, την
εποχή που ασκήτευε σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, ένα βράδυ περί μέσα του Μεταγειτνιώνος, ενώ έψαχνε να βρει λίγο νερό για να γιομίσει την υδρία του, μη βλέποντας καλά στα σκοτεινά, έπεσε σ΄ ένα βάραθρο, κι εχάθη.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *