Λερίου Αναστασία (ΑΜΕTHYSTA): Συννεφιασμένη Κυριακή -The sound of rain

Η Αναστασία Λερίου, με καταγωγή από τη Νάξο, μεγάλωσε στον Πειραιά και σπούδασε Αρχαιολογία στην Αθήνα και το Μπέρμινχαμ της Μεγάλης Βρετανίας. Τόσο τα επιστημονικά, όσο και τα λογοτεχνικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στις μετακινήσεις ανθρώπων και ιδεών, την επικοινωνία και την έλλειψη αυτής και την αναζήτηση της/ μιας πατρίδας. Αγαπάει τα γιαπωνέζικα χαρακτικά, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τη βροχή. Στόχος της να γίνει ένας Ρέιμοντ Κάρβερ φωτισμένος από τη φλόγα του Λάβκραφτ.

                                               μιντνάιτ μπλου

Το πλαστικό ρολόι πάνω από την πόρτα είναι σταματημένο. Εδώ και αρκετά λεπτά ψάχνει μάταια να βρει το κινητό τηλέφωνό της μέσα στην τσάντα της, ελέγχει τσέπες, ανοίγει φερμουάρ, ψαχουλεύει πτυχώσεις. Ούτε και η μακιγιέζ φοράει ρολόι. Το να πληροφορηθεί τι ώρα είναι αποβαίνει τελικά εντελώς αδύνατον. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει να μάθει είναι το πόση ώρα ακριβώς βρίσκεται καθισμένη σε αυτήν την πολυθρόνα με τον αυχένα τεντωμένο και τα πόδια χωμένα στην γαριασμένη προβιά-μοκέτα χρώματος σπασμένου ζαχαρί. «Μην κουνιέστε πληζ» λέει η Ραμόνα με παιδική φωνή και, αφού πετάξει με επιδεξιότητα την τσάντα στον απέναντι πάγκο, κάθεται μαλακά στα πόδια της, ώστε να φθάνει ευκολότερα το πρόσωπό της. Με αυτό το μικρό, αλλά εξαιρετικά μυώδες σώμα βολεμένο στην ποδιά της, δεν μπορεί να δει την αντανάκλασή της στον καθρέφτη, καθώς σχεδόν ολόκληρο το οπτικό της πεδίο καταλαμβάνεται από την πλούσια αλογοουρά της μακιγιέζ. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην παλέτα που κρατούν τα κοντόχοντρα δάκτυλα· «ξέρεις, δεν συνηθίζω τόσο έντονες σκιές στα μάτια» λέει με αποφασιστικότητα. Η νάνος, χωρίς να σταματήσει να απλώνει Μιντνάιτ Μπλου απ’ άκρη σ’ άκρη στο αριστερό της βλέφαρο, απαντά ότι ο φωτισμός στο στούντιο 3 είναι διαφορετικός από αυτά που έχει συνηθίσει, κάπως πιο αδύναμος θα μπορούσε να πει κανείς, και τα χρώματα πρέπει να είναι οπωσδήποτε πιο έντονα. Νιώθει το αριστερό στήθος της Ραμόνας να τρίβεται στον ώμο της και, παρόλο που προσπαθεί να αποδιώξει την σκέψη, αναρωτιέται αν τελικά θα τηρήσουν την αρχική συμφωνία ή θα της τα γυρίσουν. Είχε γίνει εξήγηση καθαρή, κι όταν είχε διαβάσει τους όρους είχε νιώσει απόλυτα ικανοποιημένη, αφού δεν είχε κατορθώσει να εντοπίσει τις συνήθεις ενδείξεις έλλειψης σεβασμού, που ξετρύπωνε συχνά συγκαλυμμένες ανάμεσα σε λέξεις αραδιασμένες σε εναμισάρι διάστιχο. Εξάλλου, το είπε κι ο Πωλ, θα ήταν πολύ καλό να κάνει μία εμφάνιση ασυνήθιστη και, ει δυνατόν, πρωτοποριακή, έξω από τα τετριμμένα και τις βολές της, ώστε το κοινό να ξαφνιαστεί ευχάριστα. Κι όμως, υπάρχει κάτι σε αυτήν την παχιά, όλο κόμπους μάσκαρα σε μπλε ελεκτρίκ που την κάνει να αποστρέφει το πρόσωπό της. «Ελάτε, μην το σκέφτεστε τόσο πια, ξέρετε πόσο πηγαίνει το ελεκτρίκ στα καστανά μάτια;» Από την αρχή αυτής της ιστορίας, από την στιγμή που η Ραμόνα σκαρφάλωσε στο σκαμνί για να ξεκινήσει το μακιγιάζ της περνώντας μία υπερβολικά σκούρα βάση σε ολόκληρο το πρόσωπο, θεώρησε ότι το να παρουσιάσει ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο λίγο πριν τα Χριστούγεννα θα ήταν μία κίνηση εντελώς άτοπη, αν όχι κακόγουστη. «Μα τι λέτε, η βάση είναι μίντιουμ, θα είναι μια χαρούλα πάνω σας. Μη φοβάστε καλέ. Πρέπει να την βάλουμε, θέλετε να βγείτε σαν πτώμα;» Όσο το σκέφτεται, τόσο το θέμα γίνεται και πιο σαφές. Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Ο φόβος ότι μπορεί το πράγμα να στραβώσει είναι μεγάλος και το φιάσκο μάλλον αναπόφευκτο. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να της δώσουν την λίστα με τις ερωτήσεις της συνέντευξης. Είπαν ότι δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία, μόνο να είναι ο εαυτό της. Αυτό μόνο. Ο εαυτός της. Ούτε σκαλέτα, ούτε σημειώσεις, ούτε τίποτα. Σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει με τα άδεια χέρια της. Στη θέα του σκουροκόκκινου ρουζ στο πλακέ κουτί τινάζεται απότομα, κάνοντας την μακιγιέζ να χάσει την ισορροπία της τραβώντας την γραμμή του αϊλάινερ μέχρι το αυτί της. «Αχ, σας παρακαλώ, μη μου κουνιέστε. Κοιτάξτε τι γκάφα έκανα. Καθίστε ήσυχη τώρα, να φτιάξουμε και το άλλο ματάκι. Τουλάχιστον να είναι όμοια». Να πάρει την τσάντα της και να την κάνει. Να γίνει καπνός, κι άσε τα τηλέφωνα να βροντάνε. Ρίχνει μια ματιά προς τον πάγκο στα δεξιά της. Η Ραμόνα της γυρίζει το κεφάλι προς την μεριά της με μία κάπως απότομη κίνηση. Δεν ζητάει συγνώμη για αυτό. Μία δυνατή βροντή κάνει τα φώτα να τρεμοσβήσουν, ακριβώς εκείνη την στιγμή που το παχύ πινέλο του ρουζ χαϊδεύει το μάγουλό της. «Ελάτε λοιπόν, μόνο τα χειλάκια μείνανε. Τα καταφέραμε τελικά, έτσι δεν είναι καλή μου;» Το κραγιόν έχει χρώμα κατακόκκινο και λαμποκοπάει γεμάτο γκλίττερ. Η απόφαση ελήφθη, επιστροφή επιτέλους στην σιγουράντζα, και είναι αμετάκλητη. Η μακιγιέζ σφίγγει με τα γόνατα τις λαγόνες της και της σκουπίζει απαλά τα χείλη με ένα χαρτομάντηλο. «Η βροχή δυνάμωσε. Ακούτε, ε; Πάντως νο πρόμπλεμ, θα σας πάω εγώ στο στούντιο» λέει η Ραμόνα και κατεβαίνει από πάνω της υποβοηθούμενη από το σκαμνί. Ανοίγει ένα χαμηλό ντουλάπι και βγάζει μία πολύχρωμη ομπρέλα γιγαντιαίων διαστάσεων κοιτώντας την με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, σχεδόν αυταρέσκειας. Εκείνη σκύβει, η μακιγιέζ απλώνει το χέρι στον ώμο της και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της. Την πιάνει γερά από την μέση και σπρώχνει την πόρτα με το πόδι. Κάνοντας μερικά βήματα στην τσιμεντένια αυλή, μυρίζει το βρεγμένο χώμα ηδονικά. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, η Ραμόνα ανοίγει την ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια τους.

     Τλάλοκ [=αυτός που κάνει τα πράγματα να βλασταίνουν (Ναουάτλ)]

Φοβισμένοι, τον λάτρευαν οι Αζτέκοι, με μια λατρεία πανάρχαιη σε όλη τη Μεσοαμερική: τον Τλάλοκ, μία κυρίαρχη μορφή του πανθέου τους. Πίστευαν ότι κατοικούσε στις πάντα νεφοσκεπείς βουνοκορφές κι από εκεί έστελνε στους ανθρώπους την αναζωογονητική βροχή του. Τον Τλάλοκ λάτρευαν και στο Τεοτιουακάν, αλλά και οι παλαιοί Ολμέκοι· οι Μάγια είχαν τον Τσάακ, με σύμβολό του το μάτι που έτρεχε δάκρυα, κι οι Ζαποτέκοι, στην καταπράσινη κοιλάδα της Οαχάκα, τον Κοτσίγιο. Και οι δύο αυτοί έμοιαζαν με τον Τλάλοκ, που κυβερνούσε στις σφαίρες του νερού, της γονιμότητας και της γεωργίας. Επέβλεπε τις σοδειές, κυρίως το καλαμπόκι, και την εναλλαγή των εποχών. Σύντροφός του ήταν η Τσαλτσιουτλίκουε, η θεά του γλυκού νερού και των λιμνών. Ως προς τη μορφή, ο Τλάλοκ θυμίζει τους άλλους θεούς της βροχής: έχει αιχμηρούς κυνόδοντες που προεξέχουν από το στόμα του και μεγάλα διογκωμένα μάτια, τα περιγράμματα των οποίων είναι δύο φίδια που συναντιούνται στο κέντρο του προσώπου, για να σχηματίσουν τη μύτη. Είναι λογικό, καθώς τα φίδια ταιριάζουν με την βροχή, το χώμα, την υγρασία, την φθορά, την τελειωτική φθορά, τον κάτω κόσμο. Επιπλέον, ο θεός κρατάει μακρύ σκήπτρο με αιχμηρό άκρο που συμβολίζει τον κεραυνό και τον περιβάλλουν σταγόνες βροχής.
Οι Αζτέκοι, για να δείξουν τον σεβασμό τους στον Τλάλοκ, του είχαν φτιάξει ιερό στο πιο ψηλό σημείο της αυτοκρατορικής τους πρωτεύουσας, της Τενοτστιτλάν. Το έχτισαν στο κέντρο της πόλης, στο Τέμπλο Μάγιορ, δίπλα σε αυτό του μεγάλου Ουιτζιλοπότστλι, θεού του πολέμου και του ήλιου και προστάτη τους. Το ιερό του Τλάλοκ συμβόλιζε την γεωργία και το νερό, ενώ το διπλανό τον πόλεμο, την κατάκτηση και την υποτέλεια. Αυτά ήταν τα δύο πιο μεγάλα ιερά της Τενοτστιτλάν, που είχε ιδρυθεί σε νησί μέσα σε βάλτο, στο σημείο όπου ο ίδιος ο Ουιτζιλοπότστλι έδωσε στους Αζτέκους σημάδι ότι είχαν φτάσει στη γη της επαγγελίας. Στο ιερό του Τλάλοκ υπήρχαν λίθινοι κίονες με εγχαράξεις στο σχήμα των ματιών του θεού και με ζωγραφισμένες δέσμες από γαλάζιες ταινίες. Εδώ οι πιστοί θυσίαζαν ζώα του νερού κι έφερναν σαν προσφορές αντικείμενα από νεφρίτη, πέτρα που είχε σχέση με το νερό, τη θάλασσα, την γονιμότητα και τον κόσμο των πεθαμένων.
Τον Τλάλοκ βοηθούσαν τα υπερφυσικά όντα που τα έλεγαν «Τλαλόκι» κι έφερναν την βροχή στην γη. Σύμφωνα με τους μύθους των Αζτέκων, ο Τλάλοκ ήταν και ο κυβερνήτης του Τρίτου Ήλιου, ή του Τρίτου Κόσμου, όπου κυριαρχούσε το νερό. Μετά από μια μεγάλη πλημμύρα ο Τρίτος Ήλιος καταστράφηκε και οι άνθρωποι αντικαταστάθηκαν από ζώα, όπως σκύλους, πεταλούδες και γάλους. Το Τλάλοκαν, το βασίλειο του Τλάλοκ, ήταν ο τέταρτος ουράνιος παράδεισος, ένας τόπος με πλούσια βλάστηση και αστέρευτες πηγές. Εδώ έρχονταν εκείνοι που είχαν χάσει την ζωή τους με βίαιο τρόπο ή εξαιτίας του νερού, καθώς και τα νεογέννητα μωρά κι οι γυναίκες που είχαν πεθάνει στη γέννα.
Κάθε χρόνο, τον τρίτο μήνα των Αζτέκων, δηλαδή στο τέλος της εποχής της ξηρασίας, γινόταν η πιο μεγάλη γιορτή του Τλάλοκ, που είχε σκοπό να διασφαλίσει άφθονη βροχή κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Σε αυτή την γιορτή πραγματοποιούνταν συχνά τελετουργίες με θυσίες παιδιών, γιατί το κλάμα τους πιστευόταν ωφέλιμο για τον ερχομό της βροχής. Τα δάκρυα των των νεογέννητων, που προορίζονταν για το Τλάλοκαν, τα θεωρούσαν αγνά και πολύτιμα. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν στο Τέμπλο Μάγιορ τα απομεινάρια της θυσίας σαράντα πέντε μικρών παιδιών, τα πιο πολλά αγόρια, στον Τλάλοκ. Τα πλάσματα αυτά τα θυσίασαν, λένε οι ειδικοί, για να εξευμενίσουν τον θεό κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης περιόδου ανομβρίας γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα. Αναμένεται η ανακάλυψη του χρονοταξιδιού, ώστε να επιβεβαιωθεί η υπόθεσή αυτή. Πάντως, το εγχείρημα αυτό επιβάλλεται να γίνει με τη δέουσα προσοχή κι έπειτα από ενδελεχή έρευνα, καθώς είναι πιθανό να επηρεάσει ανεπανόρθωτα την ψυχική ισορροπία των ταξιδευτών.
Δεν ήταν, όμως, μόνο στο Τέμπλο Μάγιορ που λατρευόταν ο Τλάλοκ, αλλά και σε πολλές σπηλιές και βουνοκορφές. Το πιο καθαγιασμένο ιερό του βρισκόταν στην κορυφή του όρους Τλάλοκ, ενός σβησμένου ηφαίστειου στα ανατολικά του Μέξικο Σίτι. Εκεί έχουν βρεθεί τα ερείπια ναού με προσανατολισμό ανάλογο με αυτό του ιερού στην Τενοτστιτλάν. Τον ναό περιτρέχει περίβολος, όπου ξεκουράζονταν οι προσκυνητές και μία φορά το χρόνο φιλοξενούσε τον βασιλιά των Αζτέκων και τους ιερείς του.
Οι επικλήσεις προς τον Τλάλοκ, προκειμένου να στείλει τη βροχή στους ανθρώπους, περιέχονταν σε ιερά κείμενα, τα οποία γνώριζαν μόνο τα μέλη της ιερατικής κάστας του θεού. Μυστήριο αποτελεί το κατά πόσο αυτά τα κείμενα είχαν καταγραφεί ή μεταφέρονταν με προφορική μορφή από ιερέα σε ιερέα. Πιστεύεται ότι κάποιος αρχιερέας του Τλάλοκ, γνωστός ως «Κουετζαλκόατλ Τλάλοκ Τλαμακάζκουι» (=Φτερωτό Ερπετό Ιερέας του Τλάλοκ), κατείχε αρχαίο χειρόγραφο με τις προσευχές αυτές. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις το χειρόγραφο βρίσκεται σε κρύπτη που είχε κατασκευάσει το Φτερωτό Ερπετό κάτω από το ιερό του Τέμπλο Μάγιορ. Διότι είχε αντιληφθεί τον μεγάλο κίνδυνο που αντιπροσώπευε, εξαιτίας της αποτελεσματικότητας των περιεχομένων του, για το ανθρώπινο είδος.
Στα μέσα του περασμένου αιώνα, ο διάσημος μεξικάνος αρχαιολόγος Χουάν Μορένο επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να εντοπίσει την κρύπτη. Μετά το θάνατό του, τα ημερολόγια της αποστολής Μορένο περιήλθαν στην κατοχή του Πανεπιστημίου του Πρόβιντενς, από το οποίο ο αποθανών είχε λάβει τον τίτλο του διδάκτορα. Με τον ανεκτίμητο αυτόν θησαυρό στην κατοχή του, τα τελευταία δύο χρόνια, το πανεπιστήμιό μας χρηματοδοτεί ερευνητικό πρόγραμμα, υπό τη διεύθυνση της γράφουσας, που στοχεύει στην αποκάλυψη της κρύπτης του Τέμπλο Μάγιορ. Δυστυχώς η οικονομική κρίση έχει πλήξει σοβαρά την επιστημονική αιγίδα του προγράμματός μας. Καθώς το σύνολο της ερευνητικής ομάδας πιστεύει ολόθερμα στην ύπαρξη του μαγικού χειρογράφου της βροχής, θα θέλαμε να ζητήσουμε την υποστήριξή σας στο έργο μας, το οποίο είμαστε διατεθημένοι να φέρουμε εις πέρας παρά τις αντιξοότητες. Οποιαδήποτε δωρεά είναι ευπρόσδεκτη, ακόμη κι ένα δολάριο. Ακόμα και λίγα σεντς. Ο,τιδήποτε. Σας παρακαλώ. Σας εκλιπαρώ. Πέφτω στα γόνατα.


________________________________

                                  Τσεσμέ, 10 Αυγούστου 2018

Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Καθισμένη σε αυτό το πολυσύχναστο καφενείο της προκυμαίας, νιώθω μέσα μου βαθιά την βεβαιότητα πως το να σου γράψω είναι το μόνο πράγμα που επιθυμώ να κάνω αυτή τη στιγμή. Εδώ, στο σιδερένιο τραπεζάκι με τον τούρκικο καφέ να αχνίζει μπροστά μου. «Δεν λέγεται τούρκικος, ελληνικό τον λέμε» μουρμούριζες. Με επιμονή, χωρίς να σε κουράζει η επανάληψη, αφού εγώ εσκεμμένα δεν διόρθωσα ποτέ την φράση αυτή.
Η ιεροτελεστία του μεσημεριανού καφέ. Tότε που δούλευες στο νοσοκομείο βραδινή βάρδια και ξύπναγες μεσημέρι, την ώρα που γύρναγα από το σχολείο. Ερχόμουν να σε φιλήσω, μύριζες τσιγάρο. Μου έδινες πάντα λίγο ψωμί βουτηγμένο στον καφέ σου. Ένα μουσκεμένο κομμάτι ψίχας, το κλειδί του κόσμου σου, που τότε έμοιαζε αχανής, δίχως τέλος. Μέχρι που μπήκα στην εφηβεία και με κάποιο ανεξήγητο τρόπο απέκτησα δυσανεξία στον τούρκικο καφέ. Δυσανεξία μέχρι ναυτίας, την οποία μάλλον ποτέ δε σου ανέφερα, γιατί εσύ εν τω μεταξύ είχες φύγει από το νοσοκομείο για να ανοίξεις δικό σου ιατρείο.
Τα ωράριά μας αλλάξανε, δούλευες πολύ για να φέρνεις χρήματα στο σπίτι, δε σε έβλεπα παρά αργά το βράδυ, όταν γύριζα από το φροντιστήριο. «Καλώς το παιδάκι μου». Πάντα ήμουν το «παιδάκι», αφού το όνομα που μου δώσατε δεν κατάφερες ποτέ να το ξεστομίσεις. Πίστευα πως το έβρισκες άσχημο, ενοχλητικό στην ακοή. Προσπάθησα να το αλλάξω επιβάλλοντας με μεγάλο κόπο κι επιμονή ταιριαστή με την δική σου ένα υποκοριστικό που δεν άρεσε καθόλου στη μαμά. Όταν κατάλαβα ότι το πρόβλημά σου δεν ήταν το όνομα, αλλά το πρόσωπο από το οποίο προερχόταν είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Το υποκοριστικό μου ήταν πλέον καθιερωμένο, αποδεκτό από όλους συμπεριλαμβανομένης και της μαμάς, η οποία λάτρευε το πρόσωπο που μου είχε χαρίσει το όνομά μου.
Ήταν τότε που είχα αρχίσει να διακρίνω τα όρια του κόσμου σου. Με αυξανόμενη σαφήνεια. Ολοένα και πιο κλειστά, με κάθε κοίταγμα πιο στενά. Όταν καθόμασταν κάποια βράδια για φαγητό, ας πούμε, κι έχοντας πιει λίγο παραπάνω (πάντα λίγο, ποτέ πολύ) άρχιζες τα σχέδια για το ταξίδι που θα έκανες στη Μικρά Ασία, «Μικρασία» έλεγες. Έβλεπα τα μάτια σου να γυαλίζουν καθώς ιστορούσες πως θα πήγαινες να προσκυνήσεις τη γη των προγόνων σου και χαμήλωνα το βλέμμα γιατί ντρεπόμουν. Για λογαριασμό σου. Ήξερα τις κουβέντες σου λέξη-λέξη, μπορούσα να τις προβλέψω με ακρίβεια κόματος. Που θα πηγαίνατε με τον ξάδελφο σου τον Μάκη και θα βρίσκατε το πατρικό του πατέρα σου στην Κάτω Παναγιά, την εκκλησία του χωριού που παντρεύτηκε όλο το σόι σας, τα χωράφια σας, ίσως και την ψαρόβαρκα του παππού σου. Βρίσκοντας αυτήν την ονειροπόληση αφόρητη, τις πιο πολλές φορές σε διέκοπτα, ενώ οι υπόλοιποι μας παρακολουθούσαν. Η μαμά γελούσε, σχεδόν ξεκαρδιζόταν που θιγόσουν τόσο απροκάλυπτα. Μου απαντούσες με λόγια γεμάτα φαρμάκι που είχαν να κάνουν με το πόσο σεβασμό έτρεφα για τις ρίζες. Από αυτήν την ιστορία ξεκίνησαν οι καυγάδες μας. Από τότε που σου έλεγα, καμιά φορά ουρλιάζοντας, πόσο εύκολο θα ήταν να περάσεις τον δρόμο, για να μπεις στο πρακτορείο ταξιδίων που ήταν σχεδόν απέναντι από το σπίτι μας.
Τελικά το πρακτορείο έκλεισε το 2005, τρία χρόνια πριν πεθάνεις, χωρίς ποτέ να διαβείς το κατώφλι του. Ούτε καν απ’ έξω δεν πέρναγες, άλλαζες πεζοδρόμιο όταν έπρεπε να πας προς εκείνη την κατεύθυνση. Κάτω από τα σύννεφα που μαζεύονται γοργά και κλείνουν τον ορίζοντα νιώθω το βάρος της συνειδητοποίησης πως χειροκροτώ αυτήν την αναμφίβολα αμετακίνητη στάση σου. Την παραδέχομαι. Την προτιμώ από την πεποίθηση ότι θα πήγαινες τελικά στη Μικρά Ασία, ότι το είχες πάρει απόφαση, αλλά σε πρόλαβε το επεισόδιο. Το πείσμα σου, όπως είχα βαφτίσει την ανικανότητά σου να παίρνεις αποφάσεις, με έσωσε από δεκάδες, εκατοντάδες ίσως, άυπνες νύχτες. Την συστηματική ανικανότητά σου, σαν μια αρρώστια που σε βρήκε λίγο μετά τα σαράντα.
Μα ούτε αρρώστια δεν μπορεί να το πει κανείς. Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει, αλλά δε σηκώνομαι ακόμα. Θέλω να σου πω ότι ξέρω. Εγώ, που πλήρωσα δεκαπέντε ευρώ, μπήκα στο καΐκι και σε μισή ώρα βρέθηκα εδώ. Εγώ, που ήρθα για διακοπές στο νησί κι είπα να περάσω απέναντι, μια σύντομη εκδρομή. Έτσι, απλά. Χωρίς σκέψη και πρόγραμμα. Το αποφάσισα χθες βράδυ (καλά που είχα φέρει μαζί μου το διαβατήριο). Εγώ είμαι αυτή που το αποφάσισε και ξέρω. Δε θα πάω να ψάξω τα πατρογονικά σου, ούτε θα αναζητήσω τα διάφορα που μου έλεγες. Θα μείνω εδώ, με το φλιτζάνι στο χέρι, να χαζεύω τη βροχή. Με την πλάτη στραμμένη στην μικρή παραθαλάσσια πόλη, ξέρω.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *