Μένανδρος: Η Κωμωδία Στην Αρχαιότητα

                           Μένανδρος & Κωμωδία

  πρόλογος – εισαγωγή:

     Ξεκινώ αυτό το άρθρο, που θα ‘ναι κι αυτό μεγάλο σε όγκο, γιατί νομίζω και πως και λείπει γενικά κι από το Στέκι και φυσικά αξίζει τον όποιο κόπο. Αλλά να τα πάρουμε από την αρχή και σιγά-σιγά και θα ξεκινήσω με το χρονολογικό πίνακα της Κωμωδίας απ’ αρχής:

                                 Αρχαία Κωμωδία

     Το τέλος του 5ου αι. π.Χ., στάθηκε μοιραίο για τη παλιά και δοξασμένη Αθηναϊκή Δημοκρατία. Όλες οι πιθανές συμφορές, που μπορούν να πέσουνε σαν κατάρα πάνω σ’ ένα λαό, βρήκανε τους Αθηναίους απ’ τις αρχές του πολύχρονου κι αιματηρού Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π. Χ.): επιδρομές του εχθρού στα χωριά και στα χωράφια της Αττικής, καταστροφές, λεηλασίες, πυρκαϊές, βαρβαρότητες, αλληλοσκοτωμοί, αποστασίες και προδοσίες από τους συμμάχους, προσφυγιά, φτώχεια και θλίψη. Τέλος, πανωλεθρία του τρανού αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς, ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων κι εξευτελιστική παράδοσή τους στη Σπάρτη (404 π.Χ.). Τίποτα πια από δώ και πέρα δεν απομένει όρθιο στην Αθήνα, στο “σχολείο της Ελλάδας” του Περικλή (Θουκυδίδης II, 41, 1), στην “Ελλάδα της Ελλάδας” του Ευρυπίδη. Η δημοκρατία ξεψυχά. Οι Τριάντα Τύραννοι κυβερνάνε τη πολιτεία δεσποτικά. Τα Μακρά Τείχη της γκρεμίζονται. Καμμιά παλιά της κτήση δεν της απομένει. Η παλιά λευτεριά των πολιτών της είναι χαμένη ολότελα. Κι αν οι δημοκρατικοί ξαναπαίρνουνε στα χέρια τους την εξουσία και διώχνουνε τον καταχτητή (403 π.Χ.), η καινούργια μεταπολεμική δημοκρατία δε μπορεί πια να ξαναποχτήσει τη παλιά της δύναμη κι αίγλη. Είν’ ένα πολίτευμα παρακμής, σε μια πολιτεία, που κι αυτή παρακμάζει, που η δημόσια ζωή της έχει αλλάξει πια ριζικά, οι ηθικές της αξίες κλονίζονται και πέφτουνε και τα ήθη της εξαχρειώνονται και χαλαρώνουν. Μαζί χάνονται σιγά-σιγά κι οι μεγάλες μορφές της, πολιτικές, πνευματικές και καλλιτεχνικές. Είναι το λυκόφως της Αθήνας.



     Αυτό είχε σαν πολλαπλό αποτέλεσμα την επίδραση γενικά πάνω στα γράμματα, τις τέχνες και φυσικά σε τραγωδίες και κωμωδίες, του αρχαίου θεάτρου. Μετά την αρχαία φάση της κωμωδίας αδυνατίζει η πολιτική υφή της, το ενδιαφέρον της για τη πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα· ωστόσο το έργα της φάσης αυτής δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου, αντίθετα αντικατοπτρίζουνε κοινωνικές καταστάσεις και διδάσκουνε κι αποτελέσανε τη βάση για τη καλλιέργεια του κωμικού είδους της γραμματείας από λατίνους ποιητές, όπως είναι ο Τερέντιος κι ο Πλαύτος. Μια εξ αυτών, αφορώσα τη κωμωδία συγκεκριμένα, είναι ο ερχομός μιας νέας μορφής κωμικής θεατρικής τέχνης, η λεγόμενη Νεα Κωμωδία. Ο όρος αυτός παραπέμπει στη 3μερή περιοδολόγηση του αρχαίου κωμικού δράματος, η οποία ίσως προτάθηκε 1η φορά από τους φιλολόγους του Αλεξανδρινού Μουσείου (3ος αι. π.Χ. κι εδώ), αλλά σίγουρα επικράτησε τη περίοδο της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής (2ος αι. μ.Χ.), δηλαδή αρκετούς αιώνες μετά το floruit του Μενάνδρου.
     Σύμφωνα με τη περιοδολόγηση αυτή, η Αρχαία ή Παλαιά Κωμωδία περιλαμβάνει τα κωμικά δράματα που γραφτήκανε τον 5ο αι. π.Χ. με κορυφαίους του είδους Κρατίνο, Αριστοφάνη κι Εύπολι. Η λεγόμενη Μέση Κωμωδία καλύπτει τα κωμικά έργα που γράφτηκαν χονδρικά από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. μέχρι το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.)· συμβατικά λοιπόν περιλαμβάνει και τις 2 τελευταίες σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη (Εκκλησιάζουσες και Πλούτος), μαζί με τα έργα σημαντικών ποιητών όπως ο Αναξανδρίδης, ο Άλεξις, ο Εύβουλος κι ο Αντιφάνης. Η Νέα Κωμωδία καλύπτει τη περίοδο με τη μεγαλύτερη διάρκεια κι αντοχή στο χρόνο, αφού συμβατικά καλύπτει τα χρόνια από το θάνατο του Αλεξάνδρου μέχρι και το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. περίπου, οπότε κατά τα φαινόμενα παύει η παραγωγή πρωτότυπου κωμικού δράματος. Αρχηγέτης της θεωρείται ο Μένανδρος (342-290 π.Χ), αλλά επάξια στέκονται πλάι του ποιητές όπως ο Φιλήμων, ο Δίφιλος ο Σινωπεύς, ο Φιλιππίδης κι ο Απολλόδωρος ο Καρύστιος.



     Η Νέα Κωμωδία αποτελεί σήμερα το φτωχό συγγενή του αρχαιοελληνικού δραματολογίου, αφού οι παραστάσεις των κωμωδιών του Μενάνδρου είναι μακράν σπανιότερες από τις αντίστοιχες του Αριστοφάνη, ενώ ο Πλαύτος κι ο Τερέντιος δεν παίζονται σχεδόν ποτέ τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο. Το συγκεκριμένο γεγονός δεν αποτελεί απλώς θέμα γούστου ή προϊόν φιλοαριστοφανικής προκατάληψης. Οφείλεται εν πολλοίς στο ότι ουσιαστικά μέχρι και τη τελευταία 10ετία του 19ου αι. ο Μένανδρος ήτανε για μας σχεδόν παντελώς άγνωστος. Τον γνωρίζαμε μόνο από α) μια ερεθιστική, αλλά εν τέλει όχι ιδιαίτερα βοηθητική σειρά αποσπασμάτων, που ‘χε διασώσει η έμμεση λεγόμενη παράδοση (δηλαδή χωρίων που παρέθεταν στα έργα τους λόγιοι όπως ο Αθήναιος, ο Στοβαίος, ο Πατριάρχης Φώτιος κτλ), β) μέσα από τις λατινικές διασκευές των έργων του κυρίως από τους Ρωμαίους κωμικούς ποιητές Πλαύτο και Τερέντιο, γ) μια συλλογή γνωμῶν, δηλαδή αποφθεγμάτων, που κυκλοφορούσαν με το όνομα του Μενάνδρου (Μενάνδρου Γνῶμαι Μονόστιχοι), αλλά στη πραγματικότητα αποτελούσανε συνονθύλευμα υλικού από πολλούς και διαφόρους κωμικούς, ακόμη και τραγικούς ποιητές. Τονε γνωρίζαμε επίσης ακόμη πιο έμμεσα από φιλολογικά έργα, όπως π.χ. η Σύγκρισις Μενάνδρου και Φιλιστίωνος (πρόκειται μάλλον για λάθος αντί για “Φιλήμονος”), το έργο του Πλουτάρχου Σύγκρισις Ἀριστοφάνους καὶ Μενάνδρου, καθώς και μια σειρά από άλλες μαρτυρίες (testimoniae) σ’ ελληνικές και λατινικές πηγές.
     Η θλιβερή αυτή πραγματικότης άρχισε ν’ αλλάζει από τα μέσα του 19ου αι., αν και χρειαστήκανε μερικές 10ετίες μέχρι να έρθουν οριστικά στο φως οι νέες ανακαλύψεις αποσπασμάτων του Μενάνδρου σωσμένες σε πάπυρο. Ήδη από το 1844 ο Γερμανός μελετητής της Βίβλου Konstantin von Tischendorf ανακάλυψε στη μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά φύλλα από περγαμηνό κώδικα, που περιείχαν άγνωστο μέχρι τότε κείμενό του. Όλως περιέργως όμως το χειρόγραφο αυτό δεν δημοσιεύτηκε παρά 30 ολόκληρα χρόνια μετά από τον Cobet και πάλι με λάθη, κενά κι ανακρίβειες. Η ορθή και πλήρης δημοσίευση του παπύρου αυτού δεν έγινε παρά το 1891 από τον Jernstedt στα Acta Universitatis Petropolitane (εξ ου και σήμερα είναι γνωστός ως Membrana Petropolitana). Ο Jernstedt ήταν ο 1ος που αντιλήφθηκε ότι η Membrana περιείχε κομμάτια από το Φάσμα και τους Επιτρέποντες του Μενάνδρου. Το μεγάλο μπαμ έγινε μερικά χρόνια αργότερα, όταν ξεκίνησαν να ‘ρχονται στο φως τα 1α παπυρικά αποσπάσματα και κυρίως όταν ήρθε στο φως ο περίφημος Πάπυρος του Καΐρου, που δημοσιεύτηκε το 1907 και πραγματικά ανέστησε τον Μένανδρο για τις σύγχρονες γενιές. Ο Πάπυρος του Καΐρου περιείχε σημαντικά αποσπάσματα από τη Σαμία, τους Επιτρέποντες, τη Περικειρομένη, τον Ήρωα, ένα 5ο που δεν έχει ταυτιστεί ακόμη (είναι γνωστό ως Fabula Incerta) και λιγότερο εκτεταμένα αποσπάσματα από άλλες κωμωδίες.





     Οι αρχαίοι θαύμαζαν αυτό που αντιλαμβάνονταν ως τη ρεαλιστική δύναμη των κωμωδιών του Μενάνδρου. Πασίγνωστο είναι, για παράδειγμα, το διάσημο ρητό του Αριστοφάνη του Βυζαντίου “ὦ Μένανδρε καὶ βίε / πότερος ἄρ’ ὑμῶν πότερον ἀπεμιμήσατο;” (“Μένανδρε και βίε, άραγε ποιος από τους δυο σας μιμήθηκε τον άλλον;”) Ανάλογες ρήσεις διατυπώθηκαν από δεκάδες άλλους. Πολλά έργα του Μενάνδρου, όπως ο Δύσκολος, ο Μισούμενος, οι Σικυώνιοι, ο Κόλαξ, η Περικειρομένη, οι Επιτρέποντες, η Θεοφορουμένη, το Πλόκιον, το Φάσμα, το Εγχειρίδιον, οι Αδελφοί, ο Εαυτόν Τιμωρούμενος, η Περινθία, η Ανδρία, ο Ευνούχος, οι Συναριστώσαι, η Ασπίδα, η Σαμία, o Δις Εξαπατών και πολλά άλλα αποκτήσανε το στάτους έργων κλασσικών. Τα έργα αυτά αντιγράφονταν, διαβάζονταν, παριστάνονταν στο θέατρο, αναπαριστάνονταν στη τέχνη σε διάφορες μορφές και σε ποικίλα είδη και τύγχαναν θεατρικών διασκευών στη Ρώμη.
     Υπήρξαν βεβαίως και οι παραφωνίες. Ήδη οι αττικιστές (γλωσσικοί φονταμενταλιστές της ύστερης ελληνιστικής περιόδου και των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, που πρέσβευαν την επιστροφή στην αμιγή αττική διάλεκτο) δεν έβρισκαν τη γλώσσα του Μενάνδρου επαρκώς “αττική” (ο Μένανδρος χρησιμοποιεί τύπους της καθομιλουμένης της εποχής του, που προαναγγέλλουν την ελληνιστική Κοινή). Η εχθρότητα των αττικιστών, μεταξύ άλλων παραγόντων, επηρέασε τη τύχη του Μενάνδρου, καθώς κατά τα φαινόμενα από τον 6ο περίπου αι. κι εδώ τα έργα του πάψαν να αντιγράφονται και στο τέλος δεν διασώθηκαν.



     Αν συγκρίνει κανείς ευθέως τον Αριστοφάνη και τον Μένανδρο, διαπιστώνει σχεδόν αυτόματα τη χαώδη απόσταση που χωρίζει το κωμικό ιδίωμα των δύο. Αναφέρονται παρακάτω μερικές μόνο από τις πιο χοντρές μεταξύ τους διαφορές:

  α). Στις φανταστικές και φαντασμαγορικές πλοκές του Αριστοφάνη, με τις Νεφελοκοκκυγίες τους, τα ταξίδια στον ουρανό και τον Άδη, τις ιδιωτικές συνθήκες ειρήνης με ξένα κράτη και τις σεξουαλικές ή άλλες επαναστάσεις των γυναικών, ο Μένανδρος αντιτάσσει πλοκές με ρεαλιστικό ένδυμα, οι οποίες όμως περιστρέφονται γύρω από επεισόδια με προϊστορία στον τραγικό μύθο: φθορὰς γυναικῶν (βιασμούς και ανεπιθύμητες, άβολες εγκυμοσύνες)· ὑποβολὰς παιδίων (δηλαδή εγκατάλειψη των ανεπιθύμητων παιδιών, τα οποία όμως ανακαλύπτονται και σώζονται)· περιπετείας (μεταβολή της τύχης ές τὸ ἐναντίον, εν προκειμένω από τη δυστυχία στην ευτυχία, μέσα από τυχαία γεγονότα αλλά και επιλογές των πρωταγωνιστών)· ἀναγνωρισμούς (επανένωση οικογενειών ή συνομολόγηση συμφωνιών για γάμο μετά από τυχαία γεγονότα, τα οποία οδηγούν στην αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας ενός ή περισσοτέρων από τους εμπλεκομένους), κτλ. Οι πλοκές του Μενάνδρου δεν είναι πια εξόφθαλμα πολιτικές (με την έννοια της ενασχόλησης με τις σπουδαίες δημόσιες συζητήσεις της εποχής). Εκ πρώτης όψεως είναι αμιγώς “ιδιωτικές”, καθώς περιστρέφονται γύρω από τα θέματα του γάμου και της οικογένειας. Όπως έδειξε εύγλωττα όμως η σύγχρονη έρευνα, τα θέματα αυτά κάθε άλλο παρά “απολίτικα” είναι: η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία του φύλου αλλά και ο μηχανισμός αναπαραγωγής του πολιτικού σώματος έχουν ξεκάθαρο “δημόσιο” χαρακτήρα και σημαντικό ιδεολογικό, πολύ συχνά και διακειμενικό βάθος.
  β). Αντί της εκρηκτικής γλώσσας του Αριστοφάνη, η οποία κινείται ανάμεσα σε δύο ακραίες ποικιλίες, από τη μια την πιο αισχρολογική εκδοχή της αθηναϊκής αργκό και από την άλλη τις πιο ραφιναρισμένες εκφράσεις της λυρικής ποίησης και τις πιο υψιπετείς και τολμηρές διατυπώσεις της τραγωδίας (με ή χωρίς παρωδική διάθεση), ο Μένανδρος καλλιεργεί γλωσσικό όργανο σαφώς πιο ομοιογενές, σαφώς ρεαλιστικό στις διαστάσεις του (γλώσσα δηλαδή που αντανακλά τον πραγματικό λόγο των καθημερινών ανθρώπων), αλλά σε σχετικώς αυστηρό ιαμβικό τρίμετρο, που πλησιάζει περισσότερο τη μετρημένη προσωδία της τραγωδίας παρά την απόλυτη χαλάρωση του αριστοφανικού μέτρου. Η γλώσσα του Μενάνδρου εγκαταλείπει σχεδόν πλήρως την αισχρολογία και το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν, δηλαδή τις προσωπικές επιθέσεις εναντίον ιστορικών προσωπικοτήτων της εποχής, οι οποίες σπάνε τον περιβόητο “τοίχο” μεταξύ της σκηνής και του κοίλου. Σε λίγες μόνο στιγμές η γλώσσα του Μενάνδρου “υψώνεται” προς τον περίπλοκο ποιητικό λόγο της τραγωδίας, ενώ πολύ σπανίως εμφανίζονται στα έργα του λυρικά μέτρα. Παραδόξως, όμως, παρά το γεγονός ότι η γλώσσα του Μενάνδρου είναι “ρεαλιστική” και όχι “ποιητική”, ενσωματώνει στην υφή της τους ρυθμούς και το γλωσσικό ήθος της τραγωδίας, όπως ακριβώς ενσωματώνει τις βασικές αφηγηματικές δομές του “υψηλού” αδελφού είδους, τις οποίες μετατοπίζει από το μυθικό στο αστικό επίπεδο.
   γ). Γενικώτερα, η Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου αποτελεί επί της ουσίας ιδιότυπο υβρίδιο κωμωδίας και τραγωδίας σε ποικίλα επίπεδα. Πολύ συχνά με τρόπο που δεν είναι προφανής παρά μόνο στο πολύ γυμνασμένο μάτι και αυτί (και τέτοιο σίγουρα είχαν οι θεατές του 4ου αι. π.Χ), η παράσταση του Μενάνδρου προϋποθέτει την τραγωδία με έναν τρόπο ιδιαίτερα λεπτό και θεατρικό παραγωγικό τόσο στο επίπεδο της πλοκής και της δράσης όσο και στο επίπεδο της ὄψεως, δηλαδή της αναπαράστασης με οπτικά μέσα. Οι κωμικοί αστοί του Μενάνδρου επιδεικνύουν συχνότατα συναίσθηση ότι πατούν εκεί που πάτησαν οι τραγικοί μυθικοί τους πρόγονοι και παράλληλοι. Η κωμωδία του Μενάνδρου είναι είδος που παρουσιάζει ένα είδος διακειμενικότητας και “διαπαραστατικότητας” σαφώς αλλιώτικο από αυτό του Αριστοφάνη, πιο κοντά στις πρακτικές που θα καθιερώσουν λίγο αργότερα οι ελληνιστικοί ποιητές. Για τον Μένανδρο η τραγωδία δεν είναι ξένο σώμα, ανταγωνιστικό θεατρικό είδος, απέναντι στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί προκειμένου να προσδιορίσει ειδολογικά και ιδεολογικά τον εαυτό του. Όσο κι αν στιγμές έμμεσου ειδολογικού ανταγωνισμού δεν λείπουν, η τραγωδία για τον Μένανδρο είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι μια σειρά από δυνατότητες για την επίτευξη τονικής ποικιλίας και (συχνά ειρωνικού) διακειμενικού βάθους.
   δ). Ο κωμικός χορός με τα 24 φανταχτερά ντυμένα, θορυβώδη και “άσεμνα” μέλη του αποτελούσε ένα από τα βασικότερα κωμικά εργαλεία στο εργαστήριο του Αριστοφάνη. Αυτός ο κωμικός χορός στον Μένανδρο τείνει να περιθωριοποιηθεί. Προφανώς δεν ισχύει απολύτως η κοινή αντίληψη ότι στη Νέα Κωμωδία δεν έχει καμία απολύτως σημασία ο χορός – απλώς τη σημασία αυτή δεν μπορούμε εμείς πια να τη διαπιστώσουμε και να την αξιολογήσουμε, καθώς τα χορικά άσματα είναι πλέον εμβόλιμα, δηλαδή δεν έχουν σχέση με την πλοκή και ως εκ τούτου δεν αντιγράφονται στα χειρόγραφά μας. Κατά πάσα πιθανότητα τα χορικά μέρη είτε αποτελούσαν αμιγώς ορχηστικά σόου είτε περιλάμβαναν εκτελέσεις γνωστών ασμάτων της εποχής, που δεν συνθέτονταν ειδικά για τις παραστάσεις. Ο χορός όμως ΥΠΑΡΧΕΙ στον Μένανδρο, είναι ΠΑΡΩΝ, παίζει κι αυτός με τον τρόπο του κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Δεν έχει όμως κατ’ ουδένα λόγο την πρωταγωνιστική συμμετοχή των αριστοφανικών χορών.
  ε). Στον Αριστοφάνη ο κωμικός πληθυσμός είναι εξωπραγματικά ποικίλος. Οι πρωταγωνιστές του Αριστοφάνη μπορούν να είναι θεοί ή άνθρωποι, φυσικά πρόσωπα ή προσωποποιημένες αφηρημένες έννοιες, ιστορικές προσωπικότητες της εποχής ή πλαστοί χαρακτήρες, και ούτω καθεξής. Και εδώ ο Μένανδρος ακολουθεί πιο τυποποιημένο δρόμο. Οι χαρακτήρες του Μενάνδρου είναι πατέρες (σπανιότερα και μανάδες) και γιοι, οικόσιτοι δούλοι, νεαρές παρθένες, παλλακίδες ή εταίρες, παράσιτοι, επαγγελματίες στρατιώτες, μάγειροι και τραπεζοκόμοι – όλοι αναγνωρίσιμοι τύποι της σύγχρονής του κοινωνίας. Ο καθένας από τους χαρακτήρες αυτούς φέρει προσωπείο (μάσκα) με συμβατικά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως είναι επενδυμένα με ξεκάθαρα συμβολικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον κατάλογο στο Ὀνομαστικόν του Πολυδεύκη, αρχαίο λεξικό του 2ου μ.Χ. αιώνα, το οποίο ανάγεται σε ελληνιστικές πηγές, υπήρχαν 44 τέτοια προσωπεία. Τα προσωπεία καθορίζουν τη θέση του χαρακτήρα στο κωμικό σύμπαν αλλά εμφαίνουν επίσης και στοιχεία του ἤθους του. Ἦθος στον Μένανδρο δεν είναι ακριβώς αυτό που εμείς ονομάζουμε χαρακτήρα. Είναι η τάση του ανθρώπου προς την αρετή και την κακία, η οποία είναι αφενός εγγενής (δηλαδή αποτελεί κληρονομιά της φύσης), αλλά επίσης διαμορφώνεται με την ἕξιν, δηλαδή την καθημερινή τριβή στην άσκηση της ηθικής επιλογής. Η φυσιογνωμία της μάσκας, δηλαδή το σχήμα, το χρώμα, το μέγεθος κτλ των χαρακτηριστικών της, είναι σύμβολα εσωτερικών, ψυχικών ορμών. Το προσωπείο στη Νέα Κωμωδία είναι πυκνά “σημειοποιημένο” και συμμετέχει ενεργά στην παραγωγή θεατρικού νοήματος – προκαλεί την “ανάγνωσή” του.

     Δεν πρέπει πάντως να μας δοθεί η εντύπωση ότι η φύση της Νέας Κωμωδίας όπως τη γνωρίζουμε ήταν ξαφνικό δημιούργημα της ευφυίας ενός μεγάλου ποιητή όπως ο Μένανδρος. Ήταν προϊόν σταδιακής εξέλιξης, τα πρώτα σπέρματα της οποίας εμφανίστηκαν ήδη κατά τα τέλη του 5ου αιώνα.
     Οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές αμφιβάλλουν αν η Μέση λεγόμενη Κωμωδία αποτελεί ξεχωριστό κωμικό είδος, όπως θέλησαν κάποιοι αρχαίοι γραμματικοί, ή απλώς μια βολική χρονολογική κατηγορία, που ενδεικνύει τη μετάβαση από το παλαιότερο κωμικό ιδίωμα στο νεώτερο. Το σίγουρο είναι ότι το θεατρικό εργαλείο το οποίο απογειώνει ο Μένανδρος διαμορφώνεται στα χρόνια της Μέσης. Ο “εξαστισμός” των πλοκών και η εγκατάλειψη των φανταστικών υποθέσεων, η υποχώρηση της σημασίας του χορού, η σταδιακή εξαφάνιση της επιθετικής προσωπικής σάτιρας και της αισχρολογίας, η ενσωμάτωση τραγικών αφηγηματικών δομών αρχικά διαμέσου της παρωδίας, η τυποποίηση του συστήματος των προσωπείων – όλα δηλαδή τα στοιχεία που υποδείξαμε ως προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της Νέας Κωμωδίας προαναγγέλλονται στα έργα του Άλεξι, του Αντιφάνη, του Εύβουλου κτλ. Άλλωστε αρκετοί από τους ποιητές που τυπικά κατατάσσονται στη μέση συνεχίζουν να γράφουν παράλληλα με τον Μένανδρο, ενώ και πολλοί ποιητές της Νέας είχαν ήδη ξεκινήσει τη καριέρα τους από τα χρόνια που συμβατικά ανήκουνε στη Μέση.
     Τώρα είναι καιρός, ν’ αφήσουμε τα της κωμωδίας και να στραφούμε να κοιτάξουμε λιγάκι και ποιός ήταν αυτός ο Μένανδρος.


                                     Μένανδρος

     Ο Μένανδρος ήταν Αθηναίος πολίτης κι ο μεγαλύτερος ποιητής της νεώτερης Αθηναϊκής κωμωδίας, συνάμα δε φιλόσοφος, χρονογράφος κι ηθικολόγος. Γεννήθηκε στη Κηφισιά και πέθανε στον Πειραιά σε ηλικία 50 ετών, -κατά μία παράδοση στη Φρεαττύδα, όπου είχε πάει με άλλους για να κολυμπήσει. Προερχόταν από λίαν εύπορη οικογένεια των Αθηνών και σπούδασε φιλοσοφία. Συνδέθηκε στενά με τον Θεόφραστο και το συνομήλικό του διάσημο φιλόσοφο Επίκουρο. Έγραψε περί τις 108 κωμωδίες, απ’ τις οποίες όμως μόνο 8 βραβευτήκανε σε διαγωνισμούς, καθώς μας αναφέρει σχετικά ο Απολλόδωρος. Από το σύνολο δε των έργων του μόνο λίγα αποσπάσματά τους έχουν ως σήμερα διασωθεί. Μετά το θάνατό του οι Αθηναίοι στησανε τον ανδριάντα του στο χώρο, όπου βρισκότανε τότε το θέατρο. Οι κωμωδίες του ανεβαίνανε στις Αθηναϊκές σκηνές μέχρι τα χρόνια του Πλούταρχου (40-20 μ.Χ.) κι ήτανε πολύ δημοφιλείς, κυρίως μεταξύ των μορφωμένων λαϊκών τάξεων. Στην εποχή του θεωρείται ότι έχει πια παρέλθει ο “χρυσός αιώνας” του αρχαιοελληνικού δράματος κι ότι οι ηθοποιοί είχαν ήδη αποκτήσει πιο σημαντικό ρόλο από ό,τι οι δραματουργοί κι από το έργο του έχουν απομείνει μόνο 5 ελλιπείς κωμωδίες.
     Σημαντικώτερος αντίπαλός του ήταν ο Φιλήμων, προς τον οποίο έκλινε η προτίμηση των Αθηναίων. Ήταν ο εξοχότερος της λεγομένης αττικής σχολής. Ήταν ανεψιός του περίφημου επίσης κωμωδοποιού Αλέξιδος, και μαθητής του Θεόφραστου. Το 1ο έργο του Οργή παίχθηκε στα 324, και στα 316-5 νίκησε στους θεατρικούς αγώνες. Από τότε κέρδισε άλλες 7 νίκες. Έγραψε 100 και πλέον κωμωδίες, από τις οποίες μόνο αποσπάσματα διασώθηκαν και μερικά γραμμένα σε πάπυρο. Ο Πλαύτος κι άλλοι Ρωμαίοι τον μιμήθηκαν ή παρουσιάσανε σα δικά τους έργα του παραφρασμένα. Αργότερα ανευρέθησαν κι άλλα έργα του σε παπύρους, έργα με μικρότερη έκταση, που ανακάλυψαν, μελέτησαν και παρουσίασαν, κατά τα νεότερα χρόνια, κυρίως Γερμανοί ελληνιστές φιλόσοφοι. Μια κωμωδία του, ο Δύσκολος, βρέθηκε τελευταία και παρουσιάσθηκε και στην Αθήνα πριν λίγα χρόνια.



     Γεννήθηκε στη Κηφισσιά, περί το 342 π.Χ. Ήταν γιος του Διοπείθη και της Ηγησιστράτης, που φρόντισαν για τη μόρφωση και τη σωστή ανατροφή του.  Ο Μένανδρος από μικρός έδειξε το ταλέντο του στη δραματουργία κι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι σε αυτό έπαιξε ρόλο κι ο θείος του Άλεξις, που ήταν ένας από τους σημαντικούς ποιητές της μέσης κωμωδίας που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον νεαρό Μένανδρο. Η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη. Η περιουσία που κληρονόμησε, του επέτρεψε να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Ήταν αθλητικός, εμφανίσιμος, παρ’ ότι ελαφρώς αλλήθωρος, συνέφηβος του Επίκουρου, του οποίου το φιλοσοφικό σύστημα σαφώς τον επηρέασε. Θείος του ήταν ο ποιητής της Μέσης Κωμωδίας Άλεξις και μάλλον ο 1ος του δάσκαλος στο θέατρο. Ως έφηβος μαθήτευσε στη περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη που στην εποχή του είχε διευθυντή τον Θεόφραστο. Έκανε τη στρατιωτική του θητεία μαζί με τον φιλόσοφο Επίκουρο. Ήτανε φίλος του Δημητρίου Φαληρέα, μια φιλία εξ αιτίας της οποίας, μετά την αποπομπή του Δημητρίου, κινδύνευσε η ζωή του. Θαυμαστές του Μένανδρου υπήρξαν ο Δημήτριος Φαληρέας αλλά κι βασιλιάς της Αιγύπτου, Πτολεμαίος ο Α’ ο Σωτήρ. Ο τελευταίος επανειλημμένα τον είχε προσκαλέσει στην Αλεξάνδρεια, αλλά ο Μένανδρος προτιμούσε να ζει στην Αθήνα παρά με πλούτη και τιμές εξαρτημένος από μια βασιλική αυλή.



     Το έργο του Μένανδρου ασχολείται με τον καθημερινό άνθρωπο κι οι προοδευτικές του αντιλήψεις φαίνονται καθώς υπερασπίζεται τη γυναίκα, τα δικαιώματα των παιδιών, μαστιγώνει τις κακές πλευρές και συνήθειες των ανθρώπων και δείχνει συμπάθεια πρός τους δούλους. Τα έργα του επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το Ρωμαικό δράμα αλλά και το ευρωπαικό θέατρο μετά την αναγέννηση. Έργα του διασκευάσανε κι αντέγραψαν οι ρωμαίοι ποιητές Τερέντιος και Πλάυτος, -που ο Καίσαρας τον αποκαλούσε μικρό Μένανδρο- κι ήταν οι πιο σημαντικές πηγές για το έργο του που θεωρείτο χαμένο. Μόνο τον 20ο αι. η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φώς σημαντικά ευρήματα και πάπυρους με έργα του. Το σπίτι του βρισκότανε στη Φρεαττύδα και κατά τη παράδοση πνίγηκε ενώ έκανε μπάνιο στην πειραϊκή ακτή το 292 π.Χ. περίπου, σε ηλικία περίπου 50 ετών. (Οι ημερομηνίες του βίου του συζητούνται, αλλά οι πιθανότητες είναι το 342-292/1 ή 291/0).
     Οι διάφορες βιογραφικές πληροφορίες που μαρτυρούνται ελέγχονται βεβαίως, όπως συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις των αρχαίων βιογραφιών και κατά πάσα πιθανότητα αποτελούνε προϊόν μετατροπής χαρακτηριστικών του έργου του σε βιογραφικά δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση οι αρχαίες πηγές συνδέουν τον Μένανδρο στενά, α) με τη σχολή του Αριστοτέλη κι ειδικά με τον Θεόφραστο (όντως οι κωμωδίες του απηχούν μιαν ηθική που σχετίζεται στενά με τις έρευνες του Περιπάτου, αλλά μπορεί κάλλιστα να κωδικοποιεί το Zeitgeist), β) με τον Επίκουρο και τον Κήπο (η πληροφορία μπορεί να εκπορεύεται από τη θεωρούμενη στροφή τη κωμωδίας προς την ιδιωτική ζωή), γ) με τη φιλομακεδονική παράταξη κι ειδικά τον Δημήτριο Φαληρέα, τον 1ο επίτροπο των Μακεδόνων στην Αθήνα (317-307), ο οποίος κατέλυσε τη δημοκρατία κι επέβαλε μια ιδιότυπη μορφή της πατρίου πολιτείας (κι αυτή η πληροφορία μπορεί να πηγάζει από το γεγονός ότι η κωμωδία αυτής της περιόδου αποφεύγει την εμπλοκή με την κομματική πολιτική) και δ) με τον κωμικό ποιητή Άλεξι, ο οποίος αποτελεί τρόπον τινά τη γέφυρα μεταξύ Μέσης και Νέας Κωμωδίας..

     Στα πενήντα αυτά χρόνια της ζωής του αφοσιώθηκε στη παραγωγικότατη συγγραφική του δραστηριότητα κι αρίθμησε, κατά τον Σουίδα, 108 κωμωδίες. Από τα έργα αυτά ακέραιος σώζεται μόνον ένα και, σε πολύ μεγάλο μέρος τους, η Σαμία κι οι Επιτρέποντες, μικρότερα αποσπάσματα διαθέτουμε από αρκετά άλλα έργα, που αρκούν όμως για να καταδείξουνε τη μεγάλη τέχνη του. Το έργο του έγινε γνωστό πρόσφατα, χάρη σε μια σειρά εντυπωσιακά παπυρικά ευρήματα. Μολαταύτα σωθήκανε σχεδόν ακέραιες μερικές από τις κωμωδίες του κι εφόσον γίνουν ορισμένες συμπληρώσεις, είναι δυνατόν ακόμη και να παρασταθούν. Το σίγουρο είναι πως ακόμη κι αν η αναγνώριση του Μενάνδρου κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε σχετικά περιορισμένη συγκριτικά με τη μεταθανάτια φήμη του, πολύ νωρίς καθιερώθηκε όχι μόνον ως ο αναμφισβήτητος ηγέτης ενός νέου θεατρικού είδους, αλλά κι ως ποιητής συγκρίσιμος μόνο με τον Όμηρο και τον Ευριπίδη.
     Το μοναδικό ολοκληρωμένο έργο του που σώζεται είναι ο Δύσκολος, που θεωρείται ότι το έγραψε στο ξεκίνημα της καριέρας του. Θέμα των κωμωδιών του είναι η κοινωνία της Αθήνας σε μια εποχή αναστατώσεων μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου. Η δραματική του τέχνη είναι άψογη, με εύστοχη απόδοση της πραγματικότητας. Ο ρεαλισμός του όμως δεν είναι πιστή αντιγραφή της ζωής, αλλά δημιουργία τύπων που φιλοδοξούν να είναι άνθρωποι, όπως εκφράζεται στο γνωστό στίχο του:

   «ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, αν άνθρωπος η».

     Στα έργα του, κυριαρχεί ο αστικός κόσμος της Αθήνας, το κωμικό στοιχείο προκύπτει κυρίως από τα αναπάντεχα και τις συμπτώσεις, τις παρανοήσεις και τα παιγνίδια της τύχης. Δεν τον ενδιαφέρουν οι πολιτικές εξελίξεις. Εστιάζει στα πρόσωπα με τις επιθυμίες, τα πάθη, τα ελαττώματα και τις αρετές τους. Οι ιστορίες του έχουνε σημείον αναφοράς τον έρωτα των νέων και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν μέχρι να πετύχουνε τη πολυπόθητη ένωσή τους. Σατίρισε λεπτότατα κυρίως τον έρωτα και την καθημερινή ζωή. Ο ποιητής αυτός υπήρξεν εξαιρετικά δημοφιλής στην αρχαιότητα, επειδή όμως δεν ανταποκρινόταν ικανοποιητικά στις αυστηρές προδιαγραφές για αμιγήν αττική διάλεκτο, έχασε τη θέση του σχολικού συγγραφέα κι έτσι η παράδοση του κειμένου του διακόπηκε.
     Για να κατανοήσουμε το καινούργιο πού κόμισε ο Μένανδρος στη θεατρική τέχνη, θα πρέπει να τονε τοποθετήσουμε στην εποχή του. Γιατί δεν καινοτόμησε τυχαία μες στον αιώνα που χωρίζει τη ζωή του από κείνη του Αριστοφάνη, κοσμογονικά γεγονότα μεσολάβησαν, που δημιούργησαν ολότελα διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Γεννήθηκε κι έζησε σ’ ένα κόσμο, πού δεν ήτανε πια όπως ο παλιός. Ορθοδοξία, παράδοση, άξιες, έθιμα, όλα πέφτουν σ’ ερείπια γύρω του. Η Αθήνα παύει να ‘ναι πια η καρδιά του ελληνικού πολιτισμού. Η δύναμη περνά από το ένα κράτος στο άλλο. Τα έργα του αν και διαβάζονταν ακόμα ως τόν 6ο αι. μ.Χ. αιώνα, δεν μπόρεσαν να επιζήσουν ως την ακμή του Βυζαντίου κι ούτε κανένα απ’ αυτά έφτασε στους σύγχρονους με μεσαιωνικά χειρόγραφα. Έτσι τη φήμη για την αξία του Μενάνδρου τη διασώσανε μονάχα λίγες Αρχαίες μαρτυρίες.
     Από την Αριστοφανική Κωμωδία με θέματα κυρίως μυθολογικά-πολιτικά, γλώσσα ποιητική αλλά ελευθεριάζουσα με βωμολοχίες, χορικά σχετικά με την υπόθεση του έργου περάσαμε στη Μέσα και στη Νέα Κωμωδία. Η τελευταία διακωμωδεί καταστάσεις μελών εύπορης μερίδας της κοινωνίας, με καθημερινή ομιλία χωρίς ακρότητες και χορικά ως εμβόλιμα στοιχεία, με σκοπό να περάσει συμβατικά ο χρόνος και να ξεκουραστεί ο θεατής. Αντιπρόσωποί της ο Απολλόδωρος , ο Δίφιλος, ο Ποσείδιππος, ο Φιλήμων και σημαντικότερος ο Μένανδρος. Η ιδιαίτερη σημασία της Νέας Κωμωδίας κι ειδικά του Μενάνδρου βρίσκεται στο ότι αυτή αποτέλεσε πρότυπο για τη νεότερη ευρωπαϊκή κωμωδία, μέσα από τα έργα των λατίνων κωμικών Πλαύτου και Τερέντιου. Έτσι, η γέννηση της κωμωδίας ηθών των νεωτέρων χρόνων της Ευρώπης, που εξελίχθηκε ως κοινωνική κωμωδία με διάφορες παραλλαγές, μπορεί να τοποθετηθεί στο τελευταίο 1/4 του 4ου αι. π.Χ. Έλληνες και λατίνοι συγγραφείς των 1ων μεταχριστιανικών αιώνων πιστοποιούνε τη δημοτικότητά του, που φαίνεται κι από την απεικόνιση σκηνικών από 11 κωμωδίες του στο μωσαϊκό πολυτελούς κτιρίου στη Μυτιλήνη, κατά τον 3ο αι. μ.Χ.






     Ο Μένανδρος, ανάμεσα στους 64 ποιητές της Νέας Αττικής Κωμωδίας που γνωρίζουμε τα ονόματα τους, δίκαια έχει κερδίσει τον τίτλο του κορυφαίου. Ο ποιητής όμως αυτός, που από συγχρόνους και κατοπινούς θεωρήθηκε σαν ένας απ’ τους πιο μεγάλους Αθηναίους δραματουργούς, δεν ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τη τύχη ούτε στα 50 περίπου χρόνια της ζωής του, ούτε και μετά το θάνατο του. Από τις εκατό και πάνω κωμωδίες που είχε γράψει, και παρά το γεγονός πως οι σύγχρονοί του Αθηναίοι έτρεφαν θαυμασμό γι’ αυτόν και το έργο του, πρώτο θεατρικό βραβείο δεν πήρε παρά μόνο για οκτώ απ’ αυτές. Κι’ ακόμα, το μεγάλο σε όγκο -αλλά και θεατρική και ποιητική αξία- έργο του στάθηκε για πολλούς αιώνες «ο μεγάλος άγνωστος». Ως τα χρόνια μας καμιά από τις κωμωδίες του δεν είχε φτάσει ολόκληρη. Η φήμη του για 2.000 περίπου χρόνια διατηρήθηκε μονάχα απ’ τα μικρά ή μεγάλα αποσπάσματα ορισμένων έργων του, τα γνωμικά του που διάσωσαν αρχαίοι συγγραφείς κι από τις ελεύθερες διασκευές έργων του που έκαναν οι Λατίνοι κωμωδιογράφοι. Οι νεώτεροι ερευνητές υποθετικά μάλλον, μπορούμε να πούμε, είχανε χαρακτηρίσει τη τέχνη του, τη ποιητική του προσωπικότητα, ως σημαντική στη συμβολή του στη Νέα Αττική Κωμωδία και την επίδρασή του στην εξέλιξη γενικά της θεατρικής τέχνης.
     Το 1ο μεγάλο βήμα για τη γνωριμία μας με το Μένανδρο έγινε το 1907, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε ένας πάπυρος που περιείχε μερικά μεγάλα αποσπάσματα από κωμωδίες του, ανάμεσά τους και 350 στίχους από τη Σαμία. Το επόμενο βήμα έγινε ύστερα από μισόν αιώνα. Καθώς είναι αυτονόητο, η ανακάλυψη μιας ολόκληρης κωμωδίας του δεν αποτελεί μονάχα ένα θεατρολογικό ή ένα φιλολογικό γεγονός, αλλά είναι συγχρόνως κι’ ένα γεγονός σημαντικό για τον πνευματικό μας πολιτισμό. Από τη μεγάλη αλυσίδα της Ιστορίας του Παγκόσμιου Θεάτρου έλειπε ένας κρίκος κι ένας κρίκος όχι κοινός. Το κενό αυτό καλύφθηκε μόλις στα 1957 απ’ τον καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, τον Βικτόρ Μαρτέν, εκεί που όλοι πιστέψανε πως αυτός θα ήτανε λίγο-πολύ ο Μένανδρος που θα ξέραμε ήρθε μια ακόμη εντυπωσιακή ανακάλυψη. Στη προσωπική συλλογή ενός Ελβετού συλλέκτη, του Martin Bodmer, η οποία περιλάμβανε 22 παπύρους που βρέθηκαν στην Αίγυπτο το 1952 και τους είχε αγοράσει, ανακαλύφθηκε πάπυρος που περιείχε πια το 1ο ολοκληρωμένο, ακέραιο έργο του Μενάνδρου, τον Δύσκολο. Ο Πάπυρος Bodmer, που ξεκίνησε να εκδίδεται το 1958 με την έκδοση να ολοκληρώνεται το 1969, κι επέτρεψε την ασφαλή αναγνώριση ενός αταύτιστου μέχρι τότε παπυρικού αποσπάσματος, που ‘χε δημοσιευτεί το 1913 κι ήταν γνωστό ως Comoedia Florentina, με την Ασπίδα και ο Μαρτέν αναγνώρισεν επίσης το κείμενο τής κωμωδίας του, Δύσκολος ή Μισάνθρωπος, κωμωδία που αφού μεταγράφηκε, τυπώθηκε το 1958 στη Γενεύη, γεγονός που χαιρετίστηκε μ’ ενθουσιασμό απ’ τους ελληνιστές όλου του κόσμου. Συμπλήρωσεν επίσης σημαντικά τις γνώσεις μας για τους Επιτρέποντες και τη Περικειρομένη.
     Στον ίδιο αυτό πάπυρο υπήρχε και το μεγαλύτερο μέρος (εκτός από κενά στην α’ και β΄ πράξη) της κωμωδίας Σαμία, συγκεκριμένα, 400 ακόμα στίχοι, μαζί με κείνους που ήταν ήδη γνωστοί εδώ και 50 έτη. Το κείμενο όμως αυτό δεν είδε το φως της δημοσιότητας παρά μόνο το 1969. Στο μεταξύ, από μια περίεργη σύμπτωση κι άλλοι πάπυροι τα τελευταία χρόνια μας αποκαλύπτουν εκτεταμένα κομμάτια από χαμένες κωμωδίες του ποιητή, που τη στιγμή αυτή βρίσκεται στο κέντρο των φιλολογικών μελετών. Έκτοτε, αρκετοί ακόμη πάπυροι συμπλήρωσαν τις γνώσεις μας: αποκτήσαμε, μεταξύ άλλων, αρκετά καινούρια αποσπάσματα από τους Επιτρέποντες, τον Μισούμενο και τους Σικυωνίους (η τελευταία αυτή ανακάλυψη έγινε το 1964), ενώ το 2003 ήρθε στο φως ένα ακόμη εντυπωσιακό καινούριο εύρημα, σπάραγμα περγαμηνού κώδικα από το Βατικανό με 200 περίπου άγνωστους μέχρι τότε στίχους από τη κωμωδία Τίτθη.
     Ο Μένανδρος, μύθος για πολλούς αιώνες, πατέρας του ρωμαϊκού θεάτρου, πρόδρομος της κομέντια ντελ άρτε και κατόπιν του Κορνέιγ και του Μολιέρου, έχει εκτιμηθεί περισσότερο στη Δύση παρά στην Ελλάδα.
     Δεν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας αν ο Καβάφης παρακολουθούσε τη φιλολογική κίνηση στα 1893, όταν έγραψε το σονέτο του Θεατής Δυσαρεστημένος, αν γνώριζε με άλλα λόγια ότι 2 χρόνια πριν είχε δημοσιευτεί η Membrana Petropolitana. Προσωπικά, πάντως, το θεωρώ πολύ πιθανό το ποίημα αυτό να εκφράζει το κλίμα του ενθουσιασμού και της αδημονίας που η δημοσίευση της Membrana προκάλεσε, αφού με παρόμοιο τρόπο ο Καβάφης χαιρέτισε τη μερική ανάδυση από το σκότος της λήθης κι ενός άλλου μεγάλου χαμένου της αρχαιότητας του Ηρώνδα (Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδου). Σε τελική ανάλυση δεν έχει και μεγάλη σημασία· σοφοὶ προσιόντων αἰσθάνονται: ο Καβάφης επρόκειτο να βιώσει από κοντά την ανακάλυψη του Μενάνδρου, αφού ο Μένανδρός μας είναι δώρο της δικής του αιγυπτιακής γης.
     Παραθέτω εδώ ως κατακλείδα αυτού του κειμένου το Θεατή Δυσαρεστημένο:

“Απέρχομαι, απέρχομαι. Μη κράτει με.
Της αηδίας και ανίας είμαι θύμα”.
“Πλην μειν’ ολίγον χάριν του Μενάνδρου. Κρίμα
τόσον να στερηθής”. “Υβρίζεις, άτιμε.

Μένανδρος είναι ταύτα τα λογίδια,
άξεστοι στίχοι και παιδιαριώδες ρήμα;
Άφες ν’ απέλθω του θεάτρου παραχρήμα
και λυτρωθείς να στρέψω εις τα ίδια.

Της Ρώμης ο αήρ σ’ έφθειρεν εντελώς.
Αντί να κατακρίνης επαινείς δειλώς
κι επευφημείς τον βάρβαρον -πώς λέγεται;

Γαβρέντιος, Τερέντιος; -όστις απλώς
δια Λατίνων ατελλάνας ων καλός,
την δόξαν του Μενάνδρου μας ορέγεται”.    Κ. Καβάφης

     Ο Αλκίφρων ήταν αρχαίος Έλληνας επιστολογράφος, που έζησε στα τέλη του 2ου και στις αρχές πιθανώς του 3ου αι. μ.Χ.. Συνέγραψε επιστολές σε 4 βιβλία (Αλιευτικαί, Αγροικικαί, Παρασίτων, Εταιρικαί). Οι 1ες 2 κατηγορίες αφορούνε τη ζωή της υπαίθρου, ενώ οι άλλες 2 αναφέρονται στη ζωή άστεως και κινούνται μέσα στο χώρο των διασκεδάσεων και του αγοραίου έρωτα.  Από το σύνολο των επιστολών του έχουνε διασωθεί ως τις μέρες μας 124. Όλες οι επιστολές του είναι φανταστικές και θεωρούνται υποδείγματα ύφους στη γραφή. Οι επιστολές αυτές διακρίνονται για τη λεπτότητα αισθημάτων και γλώσσας, τρυφερότητα, ζωντάνια εικόνων και πρωτοτυπία. Ειδικότερα οι αμοιβαίες επιστολές Μενάνδρου και Γλυκέρας (ο Μένανδρος είναι ο γνωστός μας πλέον κωμωδιογράφος, ενώ η Γλυκέρα μια άγνωστη κοπέλα) εμπεριέχουνε πολλά κι ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και το ποιητικό έργο του Μενάνδρου.
     Η Γλυκέρα, η οποία είχε για μακρό διάστημα -με αφορμή τις αναφορές του Αθήναιου και του Ρωμαίου ποιητή Μαρτιάλη- θεωρηθεί ένα κεφάλαιο του βίου του ποιητή, δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Η επινόηση μιας πραγματικής Γλυκέρας ήταν το φυσικό επακόλουθο του γεγονότος ότι ο Μένανδρος είχε γράψει κωμωδία με τίτλο Γλυκέρα κι είχε επίσης χρησιμοποιήσει το όνομα στη Περικειρομένη. Παρακάτω θα παρατθεί απόσπασμα από το γράμμα.

   “Το γράμμα του βασιλιά που μου ‘στειλες το διάβασα, Μένανδρε, αμέσως και μα τη θεά μας Καλλιγένεια, που στο ναό της τώρα βρίσκομαι, το καταχάρηκε η ψυχή μου· κυριολεκτικά, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ από τη χαρά μου, τόσο που το πρόσεξαν όλες οι γυναίκες που ήταν γύρω μου: η μάνα μου, η αδερφή μου η Ευφρόνιον κι η φίλη μου που ξέρεις -αυτή που δείπνησε τόσες φορές στο σπίτι σου και που επαινούσες τον ωραίο της λόγο («σαν να ‘χε γεννηθεί στην Αθήνα»), λες και φοβόσουν να επαινέσεις την ίδια -τότε που χαμογέλασα και σου ᾽δωσα ένα εξαιρετικά θερμό φιλί- δεν το θυμάσαι, Μένανδρε;
     Όταν λοιπόν είδανε το πρόσωπό μου και τα μάτια μου να δείχνουν ασυνήθιστη χαρά, με ρώτησαν:  «Τι μεγάλο καλό σου συνέβη, καλή μας Γλυκέρα, και σε βλέπουμε τώρα τόσο αλλαγμένη στην ψυχή, στο σώμα, στα πάντα; Εσύ λάμπεις ολόκληρη, κι αυτή σου η λάμψη δείχνει πως σου συνέβη κάτι πολύ ευχάριστο, πως μια ευχή σου εισακούστηκε».
 «Ο Πτολεμαίος», τους είπα, «τον Μένανδρό μου, ο Πτολεμαίος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, τον κάλεσε δίνοντάς του-πώς να το πω;- το μισό του βασίλειο» -όλα αυτά, βέβαια, τα είπα με ξεχωριστή έμφαση και με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής μου, ώστε να τ᾽ ακούσουν όλες οι γυναίκες που ήταν εκεί, και, φυσικά, κουνώντας κι επιδεικνύοντας με καμάρι το γράμμα με τη βασιλική σφραγίδα.
 «Και συ χαίρεσαι που εκείνος φεύγει κι εσένα σε αφήνει εδώ;», με ρώτησαν. Αυτό, φυσικά, δεν μπορούσε, Μένανδρε, να είναι αλήθεια. Εγώ, μα τις θεές, και βόδι, που λέει η παροιμία, να μου το ᾽λεγε, δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως ο Μένανδρός μου θα ήθελε ή θα μπορούσε ποτέ ν᾽ αφήσει στην Αθήνα τη Γλυκέρα του και να κάνει, μόνος του, δίχως εμένα δίπλα του, τον βασιλιά στην Αίγυπτο, την Αίγυπτο με όλα της τα πλούτη και όλα της τα αγαθά. Απεναντίας, από το γράμμα που διάβασα ήταν φανερό πως ο βασιλιάς ήταν καλά πληροφορημένος για τη σχέση μου μαζί σου και ήθελε καλοσυνάτα να σε πειράξει με υπαινιγμούς, χρησιμοποιώντας, στην αιγυπτιακή του παραλλαγή, το αττικό ύφος και πνεύμα.
     Προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένη που η ιστορία του έρωτά μας ταξίδεψε ως την Αίγυπτο κι ως το βασιλιά· κι εξάπαντος, απ᾽ ό,τι άκουσε, ο βασιλιάς θα ᾽χει πεισθεί πως κυνηγάει το αδύνατο όταν θέλει να ταξιδέψει η Αθήνα σ᾽ αυτόν.
     Τί είναι, πράγματι, η Αθήνα δίχως τον Μένανδρο;
     Και τί είναι ο Μένανδρος δίχως τη Γλυκέρα;
     Εγώ του ετοιμάζω τις μάσκες, εγώ του ντύνω τους ηθοποιούς, και είμαι πάντα στα παρασκήνια, κρατώντας σφιγμένα τα δάχτυλά μου και τρέμοντας από την αγωνία, ώσπου το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα· τότε πια ανασαίνω ανακουφισμένη, μα την Άρτεμη, και σε παίρνω σφιχτά στην αγκαλιά μου, εσένα, τον μεγάλο δημιουργό των περίφημων θεατρικών έργων.
     Αυτό όμως, Μένανδρε, που είπα τότε στις φίλες μου πως μ᾽ έκανε ευτυχισμένη ήταν ότι δεν είναι μόνον η Γλυκέρα που σ᾽ αγαπάει, αλλά και βασιλιάδες μακρινοί, πέρ᾽ απ᾽ τη θάλασσα, κι ότι η φήμη σου, περνώντας τις θάλασσες, έκανε παντού γνωστά τα χαρίσματά σου. Η Αίγυπτος, ο Νείλος, το ακρωτήριο του Πρωτέα και το παρατηρητήριο στο νησί Φάρος, όλα είναι ξεσηκωμένα, θέλοντας να δουν τον Μένανδρο και να ακούσουν τους φιλάργυρους, τους ερωτευμένους, τους δεισιδαίμονες, τους άπιστους, τους πατεράδες, τους γιους, τους δούλους και γενικά όλα τα πρόσωπα που εκείνος ανεβάζει στη σκηνή. Όλους αυτούς θα τους ακούσουν, τον Μένανδρο όμως δεν θα τον δουν εκτός κι αν έρθουν στην Αθήνα, στο σπίτι της Γλυκέρας, και δουν την ευτυχία μου -ο Μένανδρος βρίσκεται με τη δόξα του παντού, νύχτα και μέρα όμως αγκαλιάζει εμένα“.

    Στη ΠΑ σώζονται 2 αμφισβητούμενα επιγράμματά του (VII 72 και ΧΙ 438).

                Ρητά του:

Αν από τη ζωή σου αφαιρέσεις την περίοδο που περνάς δυστυχισμένα, τότε αυτή περιορίζεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Αν δεν συγκρατείς τη γλώσσα σου θα σε βρουν συμφορές.
Είμαι ευτυχισμένος γιατί δεν έχω γυναίκα.
Η αλήθεια είναι ότι το να παντρευτεί κανένας είναι κακό, αλλά αναγκαίο κακό.
Η ειρήνη δίνει ψωμί στον γεωργό, ακόμα κι αν βρίσκεται ανάμεσα στα βράχια, αντίθετα ο πόλεμος του φέρνει δυστυχία κι αν ακόμα βρίσκεται στον πιο πλούσιο κάμπο.
Κάθε δώρο που προσφέρεται, κι αν είναι μικρής αξίας, είναι μεγάλο, αν δίνεται με καλή διάθεση.
Καθένας κάτω απ’ την ίδια του κακία σαπίζει.
Κείνος που επιθυμεί, κοιτάζοντας και περιμένοντας μόνο, είναι κακός κριτής της αλήθειας.
Κοντά στο καλό φυτρώνει και το κακό.
Κόρη της παντρειάς, κι αν καθόλου δεν μιλάει, πολλά λέει με τη σιγή της.
Λίγο βαστάει ο θυμός όσων αγαπούν πραγματικά.
Ο άνθρωπος που δεν έχει ιερό ούτε όσιο και που έχει χάσει το αίσθημα του φόβου, αυτός έφτασε στο ζενίθ της αναίδειας.
Ο άνθρωπος πρέπει να είναι σε κάθε στιγμή έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο της ζωής, γιατί τίποτα σ’ αυτή δεν είναι σταθερό.
Ο ρόλος της γυναίκας πρέπει να είναι βοηθητικός και τη διοίκηση του σπιτιού πρέπει να έχει ο άντρας. Γιατί δεν υπάρχει καμιά οικογένεια που διοικήθηκε από γυναίκα και δεν καταστράφηκε.
Ο χρόνος φέρνει στο φως την αλήθεια.
Πολλές φορές το ρητό “γνώθι σαυτόν” δεν λέγεται σωστά. Καλύτερα θα ήταν να λέγαμε “γνώρισε τους άλλους ανθρώπους”.
Πόσο ευχάριστο πράγμα είναι να ζουν τ’ αδέρφια μονοιασμένα.
Πόσο ωραία είναι η καλοσύνη όταν συνοδεύεται από τη σωφροσύνη.
Τίποτα δεν είναι τόσο ευχάριστο στους ανθρώπους όσο το να συζητούν τα ξένα ζητήματα.
Το να λες την αλήθεια είναι πάντα η καλύτερη μέθοδος κι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη ζωή.
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται.
Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ.
Ή λέγε τι σιγής κρείττον, ή σιγήν έχε.
Ή να λες κάτι καλύτερο από την σιωπή ή να σωπαίνεις.
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον.
Εάν αγαπάς υπερβολικά τον εαυτό σου, δε θα έχεις φίλους.
Μια κόρη της παντρειάς κι αν ακόμη δεν μιλά καθόλου, πλείστα όσα πράγματα με τη σιωπή της λέει (για τον εαυτό της).
ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος
Όποιον οι θεοί αγαπούν πεθαίνει νέος
Ο φθονερός αυτώ πολέμιος συνίσταται. Αυθαιρέτοις γαρ συνέχεται λύπαις αεί.
Ο φθονερός γίνεται εχθρός του εαυτού του. Γιατί κατέχεται συνέχεια από λύπες που μόνος του προκαλεί.
Τούτ’ εστί το ζην, μη σεαυτώ ζην μόνω.
Ζωή είναι να μη ζεις μόνο για τον εαυτό σου
τῶν δ’ ἀναγκαίων λέγειν πλείον’ οὐκ ἀνδρὸς νομίζω·
Ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ.
Πόσο χαριτωμένος είναι ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος.
Το ανέρωτο κρασί σε κάνει να μη μπορείς να σκεφθείς λογικά
Θάλασσα και πυρ, και γυνή τρίτον κακόν.
Το δις εξαμαρτείν τ’ αυτόν ουκ ανδρός σοφού.
Έρωτα παύει λιμός ή χαλκού σπάνις.
τον έρωτα τον σταματά η πείνα ή η έλλειψη χρημάτων
Γυνή γαρ ουδέν οίδε πλην ό βούλεται.
η γυναίκα δεν ξέρει τίποτα εκτός από αυτό που θέλει
Θνητός γεγονώς άνθρωπε, μη φρόνει μέγα.
αφού γεννήθηκες θνητός άνθρωπε, μην έχεις μεγάλες ιδέες
Κρίνει φίλους ο καιρός, ως χρυσόν το πυρ.
Ζώμεν γαρ ού ως θέλομεν, αλλ’ ως δυνάμεθα.
Ανήρ δίκαιος πλούτον ουκ έχει ποτέ.
Βιοί γαρ ουδείς ον προαιρείται βίον.
κανένας δεν ζει τη ζωή που διαλέγει να ζήσει
Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί.
Γυναιξί πάσαις κόσμον η σιγή φέρει.
σε όλες τις γυναίκες η σιωπή είναι στολίδι
Γυνή δικαία του βίου σωτηρία.
η καλή γυναίκα είναι σωτηρία στη ζωή -ενός άντρα.
Φύσιν πονηρά μεταβαλείν ου ράδιον.
δεν είναι εύκολο να αλλάξει ένας κακός χαρακτήρας
Ανήρ ο φεύγων και πάλι μαχήσεται.
Αυτός που αποφεύγει τη μάχη στο τέλος θα τη δώσει.
Υγεία και νους εσθλά τω βίω δύο.
υγεία και μυαλό είναι δυο θαυμαστά πράγματα στη ζωή
Ή μη γάμει το σύνολον ή γαμών κράτει.
Όρκον δε φεύγε και δικαίως και αδίκως.
απόφυγε τους όρκους είτε δικαιολογημένα είτε αδικαιολόγητα
Τίμα το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον.
Ξένους ξένιζε και συ γαρ ξένος γ’ έση.
Ο μη δαρείς άνθρωπος ου παιδεύεται.
Ανήρ δ’ άβουλος ηδοναίς θηρεύεται.
ο άνθρωπος χωρίς θέληση πιάνεται με τις ηδονές
Γράμματα μαθείν δει, και, μαθόντα, νουν έχειν.
Ο κύβος ερρίφθη.
Γέρων εραστής, εσχάτη κακή τύχη.
Αγάπης δε ουδέν μείζον ούτε ίσον εστί.
Λαβών απόδος άνθρωπε και λήψη πάλιν.
να ανταποδίδεις αυτό που παίρνεις και θα ξαναπάρεις
Πας ερυθριών χρηστός είναι μοι δοκεί.
κάποιος που κοκκινίζει από ντροπή νομίζω πως είναι καλός
Αδύνατον τ’ αληθές λαθείν.
αδύνατο να κρυφτεί η αλήθεια
Ρήμα παράκαιρον τον όλον ανατρέπει βίον.
μια αταίριαστη κουβέντα μπορεί να σου καταστρέψει τη ζωή
Εάν δ’ έχωμεν χρήμαθ’, έξομεν φίλους
αν έχουμε λεφτά, θα έχουμε και φίλους
Θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον.
Προτιμώ μια σταλαγματιά τύχης, παρά ένα πιθάρι μυαλά
Αιδώς του κάλλους ακρόπολις.
η ντροπή είναι το κάστρο της ομορφιάς
Είς εστι δούλος οικίας, ο δεσπότης.
ένας είναι ο δούλος στο σπίτι, ο κάτοχός του
Μέμνησο νέος ων, ως γέρων έση ποτέ.
να θυμάσαι όταν είσαι νέος ότι και συ θα γίνεις γέρος
Βακτηρία εστί παιδεία βίου.
Η μόρφωση είναι στήριγμα της ζωής
Λύπης ιατρός εστίν ανθρώποις λόγος.
Γάμει δε μη την προίκα αλλά την γυναίκα.
Πάντων των αναγκαίων κακών ιατρός χρόνος εστίν.
Στρέφει δε πάντα τα εν βίω μικρά τύχη.
Όλα τα αλλάζει στη ζωή λίγη τύχη
Βίος βίου δεόμενος ουκ έστιν βίος.
η ζωή που φοβάται τη ζωή δεν είναι ζωή
Γυναικός εσθλής εστι σώζειν οικίαν.
καθήκον της καλής γυναίκας είναι να σώζει το σπίτι της
Κακοίς ομιλών καυτός εκβήσει κακός.
αν συναναστρέφεσαι κακούς, και συ θα γίνεις κακός.
Μόνη σιγή μεταμέλειαν ου φέρει.
μόνο η σιωπή δεν δείχνει μεταμέλεια
Μη λοιδόρει γυναίκα μηδέ νουθέτει.
Όμοια πόρνη δάκρυα και ρήτωρ έχει.
Θεού σέβου και πάντα πράξεις ενθέως.
Εν τοίς κακοίσι τους φίλους ευεργέτει.
να ευεργετείς τους φίλους όταν τους συμβαίνει κάτι κακό
Χρυσός και γυνή τους φίλους εχθρούς ποιεί.
Χάριν λαβών μέμνησο και δους επιλαθού.
αν δεχτείς μια χάρη, να τη θυμάσαι και αν δώσεις, ξέχασέ την.
Ανδρός πονηρού φεύγε συνοδίαν αεί.
Αρχής τετευχώς, ίσθι ταύτης άξιος.
αν αποκτήσεις κάποιο αξίωμα, φανού αντάξιός του
Ουδείς ανάγκης μείζον ισχύει νόμος.
δεν υπάρχει νόμος που να υπερισχύει της ανάγκης
Βούλου δ’ αρέσκειν πάσι, μη σαυτώ μόνον.
να επιδιώκεις να είσαι αρεστός σε όλους, όχι μόνο στον εαυτό σου
Ψυχής νοσούσης εστί φάρμακον λόγος.
Θεών όνειδος τους κακούς ευδαιμονείν.
είναι ντροπή για τους θεούς να καλοπερνούν οι κακοί
Άπαξ γαρ εξουσία, ισχύν λαβούσα, ουδέν του οικείου συμφέροντος κρίνει λυσιτελέστερον.
Γυνή το σύνολόν εστι δαπανηρόν φύσει.
στο σύνολό τους οι γυναίκες είναι εκ φύσεως σπάταλες
Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις.
Ισχυρόν όχλος εστίν, ουκ έχει δε νουν.
Η γλώσσα πολλούς εις όλεθρον ήγαγεν.
Θανάτου μόνον ουκ έστιν επανόρθωμα.
Γέλως άκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος.
το γέλιο σε ακατάλληλη στιγμή, γίνεται αιτία για κλάματα
Αβουλία γαρ πολλά βλάπτονται οι βροτοί.
με την έλλειψη θέλησης πολλά ζημιώνονται οι θνητοί
Μετά την δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις.
μετά τη δωρεά, η χάρη ξεχνιέται πολύ γρήγορα
Θεόν επιορκών μη δόκει λεληθέναι.
Μη νομίζεις ότι αν παραβείς όρκο, ο θεός θα ξεχάσει
Λόγον παρ’ εχθρού μη ποθ’ ηγήση φίλον.
τα λόγια του εχθρού σου μη τα θεωρήσεις ποτέ φιλικά
Φασί κακίστους οι πονηροί τους καλούς.
οι πονηροί κατηγορούν τους καλούς ότι είναι κάκιστοι
Αθάνατον οργήν μη φύλαττε, θνητός ων.
Κενής δε δόξης ουδέν αθλιώτερον.
δεν υπάρχει τίποτα πιο άθλιο από την κενοδοξία
Δειλού γαρ αντρός δειλά και φρονήματα.
Όπου βία πάρεστι, ουδέν ισχύει νόμος.
Λέοντι κρείττον ή γυναικί συμβιούν.
καλύτερα να ζεις με λιοντάρι παρά με γυναίκα
Φιλεί δ’ εαυτού πλείον ουδείς ουδένα.
Μήτηρ απάντων γαία και κοινή τροφός.
Διά πενίαν μηδενός καταφρόνει.
να μη περιφρονείς κανέναν για τη φτώχεια του
Ανήρ πονηρός δράσσεται πράον λόγον. Έχει γαρ αυτός τους λόγους ώσπερ δόλους.
Γυνή γυναικός πώποτ’ ουδέν διαφέρει.
γυναίκα από γυναίκα δεν διαφέρει σε τίποτα
Αεί κράτιστον εστί τα αληθή λέγειν εν παντί καιρώ
Δίκαια δράσας, συμμάχους έξεις θεούς.
αν κάνεις δίκαιες πράξεις, θα έχεις συμμάχους τους θεούς
Βουλόμεθα πλουτείν πάντες αλλ’ ου δυνάμεθα.
όλοι θέλουμε να βγάλουμε λεφτά, αλλά δεν μπορούμε
Γυνή δε κολακεύει σε του λαβείν χάριν.
Ως μέγα το μικρόν εστιν εν καιρώ δοθέν.
πόσο μεγάλο είναι και το πιο μικρό που δόθηκε στην ώρα του
Καλόν φέρουσι καρπόν οι σεμνοί τρόποι.
Πειρώ τύχης άνοιαν ανδρείως φέρειν.
προσπάθησε να αντιμετωπίζεις με γενναιότητα τη δυσμένεια της τύχης
Η κοιλία και πολλά χωρεί κωλίγα.
Θεός συνεργός, πάντα ποιεί ραδίως.
όταν ο θεός βοηθά, όλα τα κάνει εύκολα
Αρετής απάσης σεμνός ηγείται λόγος.
Διά τας γυναίκας πάντα τα κακά γίγνεται.
Οξύς θεών οφθαλμός ες το πανθ’ οράν.
είναι κοφτερό το μάτι των θεών στο να τα βλέπουν όλα
Εξ ηδονής γαρ φύεται το δυστυχείν.
Βέβαιος ίσθι και βεβαίοις χρώ φίλοις.
Ανδρών δε φαύλων όρκον εις ύδωρ γράφε.
Εχθροίς απιστών ούποτ’ αν πάθοις βλάβην.
αν δεν εμπιστεύεσαι τους εχθρούς σου δεν πρόκειται ποτέ να ζημιωθείς
Εκ των γυναικών όλλυται κόσμος άπας.
Θησαυρός εστι των κακών κακή γυνή.
η κακιά γυναίκα είναι αποθήκη συμφορών
Άγει δε προς φως την αλήθειαν χρόνος.
Νους έστι πάντων ηγεμών των χρησίμων.
Αλωτά γίγνεται επιμελεία και πόνω άπαντα.
όλα μπορεί να τα κατακτήσει κανείς με σκληρή δουλειά κι επιμέλεια
Ή μη ποίει το κρυπτόν ή μόνος ποίει.
Χειρ χείρα νίπτει.
Ο συκοφάντης εστί τοις πέλας λύκος.
ο συκοφάντης είναι λύκος για τους γύρω του
Ανεξέταστον μη κόλαζε μηδένα.
Υπέρ σεαυτού μη φράσης εγκώμιον.
Ουδεὶς ό νοείς μεν οίδεν, ό δε ποιείς βλέπει.
κανένας δεν ξέρει αυτό που σκέφτεσαι, βλέπει όμως αυτό που κάνεις
Ά μη προσήκει μητ’ άκουε μηθ’ όρα.
αυτά που δεν πρέπει, μήτε να τ’ ακούς μήτε να τα βλέπεις.
Νόμος πονηρός ανομίαν παρεισφέρει.
Ραθυμία τα πολλ’ ελαττούσθαι ποιεί.
η τεμπελιά κάνει να λιγοστεύουν τα πολλά
Γέλως άκαιρος εν βροτοίς δεινόν κακόν.
το άκαιρο γέλιο είναι μεγάλο κακό για τους θνητούς
Αυθαίρετος λύπη ’στιν η τέκνων σπορά.
οικειοθελής λύπη είναι να σπέρνεις παιδιά
Το πολλά τολμάν πόλλ᾽ αμαρτάνειν ποιεί.
αν τολμάς πολλά, κάνεις και πολλά λάθη
Δυσπαρακολούθητόν τι πράγμ’ εστίν η τύχη.
Τη τύχη δεν μπορεί κανείς να τη παρακολουθήσει εύκολα
Άπαντα καιρῷ χάριν έχει τρυγώμενα.
όλα όσα αξιοποιούνται στην ώρα τους είναι ωραία
Ευχής δικαίας ουκ ανήκοοος θεός.
Θεώ μάχεσθαι δεινόν εστι και τύχη.
Είναι φοβερό είναι να αντιμάχεται κανείς θεό και τύχη
Άπαντας αυτών κρείσσονας ανάγκη ποιεί.
όλους η ανάγκη τους κάνει δυνατότερους
Η μεσότης εν πάσιν ασφαλέστερον.
Καιρών μεταβολήν πάντοτε χρη σε σκοπείν.
Ίση λεαίνης και γυναικός ωμότης.
Αρχής απάσης ηγεμών έστω λόγος.
Λιμώ γαρ ουδέν εστιν αντειπείν έπος.
στην πείνα δεν μπορείς να πεις αντίθετο λόγο
Ανήρ φρόνιμος ουκ έχει πολλούς λόγους. Το γαρ λαλείν περισσά της αγροικίας.
Τερπνόν κακόν πέφυκεν ανθρώποις γυνή.
Ουκ έστιν όστις την τύχην ου μέμφεται.
Κακόν φυτόν πέφυκε βίω γυνή κακή.
Ανάπαυσις ύπνος εστί πάντων των κακών.
Υφ’ ηδονής ο φρόνιμος ουχ αλίσκεται.
Μηδέν ανακοινού τη γυναικί χρήσιμον.
Δις προς τον αυτόν αισχρόν προσκρούσαι λίθον.
Αι γαρ σωματικαί απολαύσεις πλείον έχουσι το οδυνηρόν του ηδέος.
Χαλεπόν θυγάτηρ κτήμα και δυσδιάθετον.
Βουλή πονηρά χρηστόν ουκ έχει τέλος.
η πονηρή (ή η κακή) πρόθεση δεν οδηγεί σε καλό
Άκουε πόντων, εκλέγου δ᾽ ά συμφέρει
να τα ακούς όλα, αλλά να διαλέγεις αυτά που σε συμφέρουν
Ο γραμμάτων άπειρος ου βλέπει βλέπων.
Ως ηδύ το ζην μη φθονούσης της τύχης.
Πράττων τα σαυτού, μη τα των άλλων σκόπει.
κάνοντας αυτά που έχεις να κάνεις, μη κοιτάς τι κάνουν οι άλλοι
Ύπνος τα μικρά του θανάτου μυστήρια.
Μη σπεύδ’ ά μη δει, μηδ’ ά δει σπεύδειν μένε.
Βέλτιστε, μη το κέρδος εν πάσι σκόπει.
Μιμού τα σεμνά, μη κακούς μιμού τρόπους.
Ά ψέγομεν ημείς, ταύτα μη μιμώμεθα.
Ταμιείον εστί αρετής η σωφροσύνη.
Το πολλά πράττειν πολλάς και λύπας έχει.
Έργοις φιλόπονος ίσθι, μη λόγοις μόνον.
Ου παντελώς δει τοις πονηροίς επιτρέπειν, αλλ’ αντιτάττεσθαι.
να μην υποκύπτουμε εντελώς στους κακούς, αλλά να αντιδρούμε
Ζώμεν αλογίστως προσδοκούντες μη θανείν.
Η δούσα πάντα και κομίζεται φύσις.
Βίον πορίζου πάντοθεν πλην εκ κακών.
Καλώς ακούειν μάλλον ή πλουτείν θέλε.
καλύτερα να θέλεις να σε επαινούν παρά να είσαι πλούσιος
Ύπνος θανάτου γαρ προμελέτησις τυγχάνει.
Όσοι δεν έχουν δικά τους προσόντα, καταφεύγουν στους ενδόξους προγόνους και παππούδες τους, με άλλα λόγια, σε τάφους και μνήματα.


                  Έργα Του, -λίγα λόγια, απόσπασμα

     Η Περικειρομένη (Τι πιο ερεθιστικό και δύσκολο από ένα έργο σχεδόν ξεχασμένο και παραμελημένο όπως η Ασπίδα του Μενάνδρου να βρεθεί στα χέρια ενός σύγχρονου σκηνοθέτη και μεταφραστή) είναι από τα λίγα έργα του Μενάνδρου που έχει σωθεί με μικρές απώλειες στίχων, κατά τη σύγχρονη ειδησεογραφία. Προστέθηκε ως πρόσωπο το παραπαίδι Σκαπίνο, αναφορά στη commedia dell’arte. Σε μερικά σημεία έχει διατηρηθεί το αρχαίο κείμενο, όπου δε δημιουργεί δυσκολίες κατανόησης, επισημάνοντας έτσι τη συνέχεια της γλώσσας μας. (Σημ: Περίκειρομένη, από το περί και κείρομαι που σημαίνει κουρεύω, κουρεύομαι, αλλά και αποκόβω, καταστρέφω).
     Η γλώσσα του Μενάνδρου είναι απλή, οι ήρωές του καθημερινοί σε καταστάσεις ρεαλιστικές. Η πινελιά του σκιαγραφεί χαρακτήρες που εξελίσσονται στη διάρκεια του έργου, με σεβασμό στις Αξίες: αξιοπρέπεια, μετάνοια, αγάπη. Ο οξύθυμος πολεμιστής αναγνωρίζει το λάθος του και ζητά την επανασύνδεση της σχέσης με την αγαπημένη του. Η κοπέλα, κυρία του εαυτού της, νιώθει τη προσβολή, μεγαλόθυμη όμως συγχωρεί το άπρεπο φέρσιμο του αρραβωνιαστικού της. Ο γέρο-φίλος μέμφεται τον εαυτό του για την αδυναμία του στις κακοτυχίες και προσπαθεί πια να δίνει σωστές συμβουλές. Η θεότητα Άγνοια, που παίρνει στην οικεία διασκευή και την αντίθετή της όψη ως Γνώση, παίζει καταλυτικό ρόλο είτε ως Πεπρωμένο είτε ως ο ίδιος ο ποιητής που κατατοπίζει τους θεατές και ζητά την εύνοιά τους.
     Και τα υπόλοιπα όμως πρόσωπα του έργου διανθίζουν το έργο:

Μοσχίωνας, νεαρός κανακεμένος, άλλοτε ορμητικός στον έρωτά του κι άλλοτε μελαγχολικός
Δάος, ο δούλος με τις κατεργαριές και τα σκαρφίσματα του
Δωρίδα, η ομογάλακτη φίλη με τη γυναικεία διαίσθηση κι ευαισθησία
Σωσίας ο επιστήθιος συμπολεμιστής στα πρότυπα του ομηρικού ήρωα σε μια εποχή όπου η αίγλη του πολέμου έχει ξεπεραστεί από τη σύνεση και τη διπλωματία.

     Το έργο αποπνέει δροσιά και διαχρονικότητα, καθώς σ’ αυτό βλέπομε τις αδυναμίες -τα ελαττώματα αλλά και τον αγώνα- τις αρετές του ανθρώπου.

Χορικά:
   Στο α’ χορικό υμνείται η θάλασσα κι η ελληνική φύση, παράγοντες που συνηγορούν στην ανάπτυξη του ελεύθερου πνεύματος και του έρωτα για τη ζωή.
   Στο β’ χορικό βουβά πρόσωπα που επήδησαν από ένα καβειρικό αγγείο, ενώ πίσω τους είναι ένας ξύλινος αναθηματικός πίνακας της Κορίνθου του 540π.Χ. Η κυρά Μυρρίνη εμφανίζεται ως φιγούρα του θεάτρου σκιών -ενώ στο αρχικό κείμενο είναι βουβό πρόσωπο που με τη φιγούρα του Καραγκιόζη ξεπήδησαν από ένα καβειρικό αγγείο, ενώ το Κολλητήρι είναι από ένα ξύλινο αναθηματικό πίνακα της Κορίνθου του 540 π.Χ. Παρ’ όλο που επικρατεί η άποψη ότι το θέατρο σκιών ήρθε στη χώρα μας επί Τουρκοκρατίας ίσως αν ανατρέξουμε στα μελανόμορφα αγγεία της ελληνικής αρχαιότητας ν’ ανακαλύψουμε μια άλλη εκδοχή για τις ρίζες του. Ο Κ. Μπίρης σε μελέτη του καταλήγει πως «ο λεγόμενος τούρκικος καραγκιόζης κατάγεται από λατρευτικές εκδηλώσεις των Ελευσίνιων και των Καβείριων Μυστηρίων, όπως διαμορφώθηκαν στην αρχαία Αθήνα». Κι άλλοι μελετητές ( Ι. Παμπούκης, ο ζωγράφος Τσαρούχης, ο ποιητής & ζωγράφος Εγγονόπουλος) συμφωνούν στην ελληνική καταγωγή του καραγκιόζη.
   Στο γ’ χορικό η θεότητα συμπαραστέκεται στον ερωτευμένο νεαρό με ένα μικρασιάτικο τραγούδι και στη συνέχεια μ’ ένα σύγχρονο στίχο υμνεί τον καημό της αγάπης.
   Στο δ’ χορικό σ’ ένα χορό κατεξοχήν ομαδικό υπογραμμίζεται η συντροφικότητα ως στοιχείο άμυνας σε δύσκολες στιγμές που η Μοίρα επιφυλάσσει. Η θεότητα Άγνοια-Γνώση όμως παραγγέλλει ότι «άτρωτη ασπίδα είναι το Δίκαιο στη καρδιά μας».
   Το έργο τελειώνει με το ε’ χορικό, ένα πανηγύρι χαράς και θριάμβου της αγάπης, σαν αυτά στα οποία μετέχουμε σε κοινωνικές εκδηλώσεις του καιρού μας, όπου «μαντινάδες μοιράζονται με ζάχαρη απάνω», αποστάγματα λαϊκής σοφίας και λεβεντιάς.
     Υπόθεση του έργου:
     Ο Μοσχίωνας κι η Γλυκέρα είναι δίδυμα αδέλφια που ανεθράφησαν από διαφορετικές γυναίκες, καθώς ο πατέρας τους Πάταικος, τα έδωσε προς έκθεσιν* όταν γεννήθηκαν, γιατί η μητέρα τους πέθανε στη γέννα κι ακόμα είχε χάσει όλη τη περιουσία του. Η Γλυκέρα ξέρει το μυστικό, γι’ αυτό δεν αντιδρά, όταν ο γείτονας Μοσχίωνας τη φιλά. Ο αρραβωνιαστικός της όμως Πολέμωνας που βλέπει τη σκηνή οργίζεται και της κόβει τις πλεξίδες. Αυτή καταφεύγει στη κυρά Μυρρίνη, που είναι η θετή μητέρα του αδελφού της, για να της αποκαλύψει τη συγγένεια και να ζητήσει βοήθεια. Ο δούλος Δάος όμως λέει ψέματα στο Μοσχίωνα ότι γι’ αυτόν πήγε στο σπίτι του η κοπέλα.
     Ο Πολέμωνας ζητά τη συνδρομή του γέρου φίλου του Πάταικου ως μεσολαβητή για να τονε συγχωρήσει η Γλυκέρα και του δείχνει τα πράγματά της. Ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχει και το πλουμιστό υφαντό που ήταν τυλιγμένο το μωρό. Από το ύφασμα αυτό οδηγείται ο Πάταικος στην αναγνώριση των παιδιών του, Μοσχίωνα και Γλυκέρας. Ο Πολέμωνας μετανοεί για το λάθος του, συγχωρείται κι οδηγούνται σε γάμο*.
* Συνηθισμένο θέμα και κατάληξη της Νέας Κωμωδίας.
——————-
     Οι Σικυώνιοι ή Οι Επιτρέποντες (2 πρόσωπα αναθέτουν σε κριτή τη διαφωνία τους σχετικά με ένα έκθετο βρέφος και τα πράγματα που βρέθηκαν μαζί του. Αριστοτεχνική πλοκή γύρω από τη γέννηση κι έκθεση του παιδιού, την αναζήτηση των γονέων του και τις σχετικές καταστάσεις που δημιουργούνται. Εξιστορείται η διαφωνία δύο δούλων για τα περιουσιακά στοιχεία ενός έκθετου βρέφους, Οι Επιτρέποντες είναι, ύστερα από το Δύσκολο, που ανακαλύφθηκε μόλις τελευταία, η καλλιτέρα διατηρημένη κωμωδία του Μενάνδρου. Μας την χάρισαν οι αιγυπτιακοί πάπυροι, που βρέθηκαν στα 1905 από το Γουσταύο Λεφέβρ στα ερείπια της αρχαίας Αφροδιτόπολης (σήμερα Κόμισχάου) της Αιγύπτου, μα πολλούς στίχους της τους γνωρίζαμε κι από παλαιότερες πηγές.
     Τη κωμωδία τούτη τη θεωρούσαν από τις καλλίτερες του ποιητή κι ήτανε πασίγνωστη στον αρχαίο κόσμο. Κι όταν ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρ κάλεσε το Μένανδρο να πάει στην Αίγυπτο, για να διδάξει από την Αλεξανδρινή σκηνή τις κωμωδίες του, η αγαπημένη του Γλυκέρα τον παρακινούσε να πάρει μαζί του κι αυτή γιατί τη θεωρούσε, μαζί μ’ άλλες 4, από τις πιο κατάλληλες για τον… «ου δημοκρατικόν Διόνυσον» του αιγυπτιώτη βασιλιά. Από τη κωμωδία τούτη δανείστηκε την υπόθεση της Έ κυράς του κι ο Καρύστιος κωμωδιογράφος Απολλόδωρος, που κι αυτή πάλι τη μιμήθηκε ο Λατίνο-Αφρικανός Τερέντιος, ο Dimidiatus Menander (μισο-Μένανδρος) στο ομώνυμο έργο του.
     Τον τίτλο της Επιτρέποντες τον πήρε η κωμωδία από τη 1η σκηνή της 2ης πράξης του έργου, που δυο άνθρωποι, ο βοσκός ο Δάος κι ο καρβουνιάρης ο Συρίσκος, «επιτρέπουσιν» (βάζουν) ένα κριτή να λύσει κάποια διαφορά που έχουν. Μα αυτό είναι και η ουσία του έργου. Η σκηνή αυτή της Διαιτησίας του έδωσε μονάχα τον τίτλο, όπως συμβαίνει και μ’ άλλες κωμωδίες του. Και να ποια είναι η υπόθεση:
     Ένα αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Χαρίσιος, και μια κοπέλλα, η Παμφίλη, κόρη του γερο τσιγκούνη Σμικρίνη, άγνωστοι κι οι δυο μεταξύ τους, συναντιώνται μια νύχτα στο πανηγύρι της Βραυρωνίας (Βραώνας) Αρτέμιδος, στα Ταυροπόλια, όπως το λέγανε, και σμίγουν μέσα στο σκοτάδι, χωρίς και πάλι να γνωριστούν. Ύστερα από τέσσερις μήνες ο Σμικρίνης παντρεύει την κόρη του με το Χαρίσιο, μα και πάλι δεν αναγνωρίζονται πως είναι το παράνομο ζευγάρι που έσμιξε τη νύχτα των Ταυροπολίων. Έτσι, ύστερα από πέντε ακόμα μήνες η Παμφίλη φέρνει στο φως τον καρπό του παράνομού της έρωτα, όπως πιστεύει, και, για να μην εκτεθεί στα μάτια του νόμιμου άντρα της, παραδίνει το νεογέννητο στην έμπιστη δούλα του πατέρα της Σωφρόνη και το εκθέτει. Ο Χαρίσιος λείπει για δουλειές του μακρυά από το σπίτι του κι έτσι δεν ξέρει τίποτα απ’ όσα γίνανε. Ο πιστός του όμως δούλος Ονήσιμος, που δεν το κούνησε από το σπίτι όσο καιρό έλειπε τ’ αφεντικό του, το παίρνει μυρωδιά και, χωρίς να βάζει στο νου του το κακό, τρέχει να βρει το Χαρίσιο και να του πει τα συχαρήκια του για τον πρωτότοκο. Μα σαν γυρνάνε, αφεντικό και δούλος, στο σπίτι, δε βρίσκουν το παιδί. Η Παμφίλη κάνει την ανήξερη και βγάζει ψεύτη τον Ονήσιμο. Μα τούτος βεβαιώνει τ’ αφεντικό του πως είδε το παιδί με τα ίδια του τα μάτια.
——————-
     Η Σαμία (Όπως στο Δύσκολο,  το μπλέξιμο που δίνει την ώθηση στην υπόθεση λύνεται κατά τη διάρκεια της 4ης πράξης και τα λόγια με τα οποία κλείνει η πράξη αυτή, αφήνουν ισχυρή την εντύπωση του τέλους. Μετά το διάλειμμα, ωστόσο, ακολουθεί μια έκπληξη. Ο Μοσχίων αποφασίζει να τιμωρήσει τον πατέρα του για τις υποψίες του, προφασιζόμενος ότι θα φύγει ως μισθοφόρος στην Ανατολή. Εδώ πάλι αποκτά το έργο νέο ενδιαφέρον στην τελική πράξη).

Ἄν θὰ γεννηθῇ παιδίον
μόνος γνώστης τὸ αἰδοῖον.
Τὶς εἰσῆλθεν εἰς τὸ αἰδοῖον
τὸ γνωρίζει τὸ παιδίον.
Τίνος εἶναι τὸ παιδίον
ἄς ἐρωτηθῇ τὸ αἰδοῖον.
Προφανῶς αὐτὸ γνωρίζει
ὅταν ἐκ τῆς ἡδονῆς του σφύζῃ.
——————-
     Γνώμαι Μονόστιχοι
     Η 1η πλήρως υπομνηματισμένη έκδοση της συλλογής γνωμικών που μας παραδόθηκε με το όνομα του Μενάνδρου. Άλλοτε οξυδερκή κι άλλοτε κοινότοπα, άλλοτε χιουμοριστικά και άλλοτε συνοφρυωμένα, τα γνωμικά αυτής της συλλογής ανοίγουν ένα παράθυρο στον κόσμο που τα γέννησε. Τις προϋποθέσεις του κόσμου αυτού μπορεί να οικειωθεί ο φιλάρχαιος αναγνώστης με τη βοήθεια του διεξοδικού ερμηνευτικού υπομνήματος που επιτάσσεται. Η εισαγωγή ασχολείται κυρίως με τη φιλολογική κι ιστορική διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες συμπιλήθηκε αυτή η συλλογή, καθώς και με τη γνώμη ως γραμματειακό είδος, την προϊστορία της, τις ποικίλες χρήσεις της στη ρητορική και στην εκπαίδευση, κι αλλά συναφή.
——————
     Άλλα έργα του, επιγραμματικά:

Η Ασπίς
Μισούμενος
Γεωργός
Ήρως
Κόλαξ
Φάσμα
———————
     Ο Δύσκολος (Παρουσιάζεται η άρνηση του δύστροπου Κνήμωνα να δεχθεί τον Σώστρατο ως γαμπρό του. Ο θεός Πάνας κάνει έναν αριστοκράτη να ερωτευτεί παράφορα τη κόρη ενός ιδιότροπου χωριάτη. Μέσα από την περιπετειώδη πλοκή, έρχεται το ευτράπελο τέλος).
Αντιμέτωποι με τον μισάνθρωπο!
     Είναι η  μόνη κωμωδία του Μενάνδρου που σώζεται ακέραια, είναι ένα νεανικό αριστούργημα του σημαντικότερου εκπροσώπου της Νέας Κωμωδίας που παρουσιάστηκε στη σκηνή το 316 π.Χ. Το έργο έγινε γνωστό με τη δημοσίευση ενός παπύρου το 1959. Η κωμωδία περιστρέφεται γύρω από τον τύπο -δημοφιλή τόσο στην αρχαιότητα όσο και στην νεότερη εποχή (πβ. Μολιέρο κ.ά.)- του μισάνθρωπου (εδώ: του Κνήμωνα.) Τη κόρη του γεωργού Κνήμωνα, που ζει μόνος με τη γριά υπηρέτριά του, ερωτεύεται με τη θεϊκή παρέμβαση του Πάνα ο γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, ο Σώστρατος, που βρίσκεται για κυνήγι στη περιοχή. Οι προσπάθειες του Σώστρατου να πάρει πληροφορίες για τη κόρη, αλλά και να προσεγγίσει τον ίδιο τον Κνήμωνα, ακόμη και με τη βοήθεια του Γοργία, του γιου της πρώην συζύγου του “δύσκολου”, αποβαίνουν άκαρπες. Η μεταστροφή στη στάση του Κνήμωνα θα επέλθει μόνον ύστερα από ένα ατύχημα που του συμβαίνει, όταν πέφτει στο πηγάδι του σπιτιού του και καταφέρνει να βγει με τη βοήθεια που του προσφέρει ο Γοργίας. Η κωμωδία έχει φυσικά αίσιο τέλος: ο Σώστρατος παντρεύεται την κόρη του Κνήμωνα κι ο Γοργίας την αδελφή του Σώστρατου.
     Στο έργο είναι ευδιάκριτες οι μεγάλες αλλαγές που έχει υποστεί το είδος κατά την περίοδο αυτή. Τα βασικά χαρακτηριστικά της Νέας Κωμωδίας θα μπορούσε να τα συνοψίσει κανείς στα εξής: α) πρόκειται για κωμωδία καταστάσεων και χαρακτήρων, β) οι υποθεσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη τυποποίηση: συνήθως πρόκειται για τον έρωτα ενός νέου προς μια νεαρή κοπέλα, στον οποίο παρεμβάλλονται ποικίλα εμπόδια, που στο τέλος όμως με τη βοήθεια κι άλλων προσώπων υπερπηδώνται, γ) ανθρώπινοι τύποι, όπως ο μάγειρος, η εταίρα κ.ά., επανέρχονται συχνά, παράλληλα όμως αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά και πλησιάζουνε πιότερο τη καθημερινή ζωή, δ) ως προς τη μορφή, τα χορικά αποσυνδέονται από τη πλοκή του έργου και δεν καταγράφονται, ενώ η παράβαση απουσιάζει εντελώς.
     Στο απόσπασμα που θα παραθέσω πιο κάτω, από την αρχή της 3ης πράξης ο δούλος Γέτας κι ο σπουδαιοφανής μάγειρος Σίκων επιχειρούν -ανεπιτυχώς- να δανειστούν από τον Κνήμωνα ένα μαγειρικό σκεύος για να ετοιμάσουνε τη θυσία που προτίθεται να κάνει στο παρακείμενο ιερό του Πάνα η μητέρα του Σώστρατου ύστερα από ένα όνειρο που είδε. Πρώτα επιχειρεί ο Γέτας κι έπεται ο Σίκων. Ο διπλασιασμός τέτοιων σκηνών αποτελεί παραδοσιακό μέσο για την επίτευξη κωμικού αποτελέσματος.

Δύσκολος 427-521

     Το σκηνικό παρίστανε στο κέντρο το ιερό του Πάνα και των Νυμφών στη Φυλή πάνω στη Πάρνηθα, κι από τη μια πλευρά το σπίτι του Κνήμωνα και από την άλλη το σπίτι του Γοργία. Στην αρχή της 3ης πράξης, αμέσως μετά την εκτέλεση του χορικού, εμφανίζεται στη σκηνή ο Κνήμων, που βγαίνει από το σπίτι του για να πάει στο χτήμα να δουλέψει. Όταν βλέπει τη μητέρα του Σώστρατου, τον Γέτα και τους υπόλοιπους ενοχλητικούς επισκέπτες, που έχουν έρθει στο ιερό του Πάνα (στη Φυλή) για να προσφέρουνε θυσία, αλλάζει γνώμη κι αποφασίζει να μείνει στο σπίτι, επειδή δεν μπορεί να το αφήσει μόνο του, με όλο αυτό τον συρφετό τριγύρω. Τα πρώτα λόγια του απευθύνονται στη γριά δούλη Σιμίχη που βρίσκεται μέσα στο σπίτι.

ΚΝΗΜΩΝ
Γριά, κλείσε την πόρτα και μην ανοίξεις σε κανένα, ώσπου να επιστρέψω πάλι εδώ· καταπώς βλέπω, αυτό θα γίνει όταν θα έχει νυχτώσει για καλά.

Η ΜΗΤΕΡΑ
Βιάσου, Πλαγγόνα (Αδελφή του Σώστρατου), έπρεπε ήδη να έχουμε προσφέρει τη θυσία.

ΚΝΗΜΩΝ
Τούτο το κακό τι θέλει; Τι ανθρωπομάνι! Πηγαίνετε στον κόρακα.

Η ΜΗΤΕΡΑ
Παίξε, Παρθενίδα (Μισθωμένη αυλητρίδα), στον αυλό τη μελωδία του Πάνα. Αυτόν τον θεό δεν πρέπει, λένε, να τον πλησιάζει κανείς σιωπηλός.

ΓΕΤΑΣ (Εξέρχεται από το ιερό)
Επιτέλους φτάσατε σώες, μα τον Δία.

ΚΝΗΜΩΝ
Μέγας είσαι Ηρακλή, για ξέρασμα είναι.

ΓΕΤΑΣ
Καθόμαστε και περιμένουμε τόση ώρα.

Η ΜΗΤΕΡΑ
Είναι τα πάντα έτοιμα;

ΓΕΤΑΣ
Πανέτοιμα.

Η ΜΗΤΕΡΑ
Πάντως το πρόβατο δεν περιμένει πότε θα έχεις χρόνο εσύ -λίγο ακόμα, κακομοίρη, και θα τα τίναζε. Μπείτε επιτέλους μέσα. Ετοιμάστε τα κάνιστρα, το ιερό νερό, τις προσφορές για τη θυσία. (Και τα 3 -κανᾶ,χέρνιβες, θυλήματα- είναι απαραίτητα για τη θυσία).

ΓΕΤΑΣ
Πού χάσκεις εσύ, αεροπαρμένε; (Απευθύνεται σε κάποιο από τα υπηρετικά πρόσωπα που συνοδεύουνε τη μητέρα του Σώστρατου).

ΚΝΗΜΩΝ (Οι άλλοι μπαίνουν στο ιερό και μένει μόνος στη σκηνή).
Κακήν κακώς να πάτε. Με καταδικάζουν να μη μπορώ να κάνω τίποτα. Γιατί πώς ν᾽ αφήσω μόνο του το σπίτι; Και τούτες οι Νύμφες το ιερό που έχουν δίπλα μου για κακό δικό μου το έχουν. Γι’ αυτό, καταπώς βλέπω, θα κατεδαφίσω το σπίτι και θα πάω να το χτίσω αλλού. Πώς θυσιάζουν οι λωποδύτες! Κουβαλάνε στρωσίδια, στάμνες, όχι βέβαια για τους θεούς, για τη πάρτη τους. Η ευσέβειά τους εξαντλείται στο λιβάνι και στο πρόσφορο, αυτά τα ρίχνουν απλόχερα στη φωτιά και τα παίρνει ο θεός. Από το σφάγιο όμως προσφέρουν στους θεούς την άκρη της ουράς και τη χολή, που -ούτως ή άλλως- δεν τρώγονται, και τα υπόλοιπα τα καταβροχθίζουν οι ίδιοι. Γριά, άνοιξε γρήγορα τη πόρτα. Όπως φαίνεται πρέπει να έχουμε ασχολία κατ᾽ οίκον.

   Ο Κνήμων μπαίνει στο σπίτι του. Αμέσως μετά βγαίνει από το ιερό ο Γέτας. Όταν εμφανίζεται, μιλά στους ακόλουθους της μητέρας του Σώστρατου που βρίσκονται μες στο ιερό και ξεχάσανε το καζάνι (λεβήτιον). Έπειτα πάει και χτυπά τη πόρτα του Κνήμωνα.

ΓΕΤΑΣ 
Ξεχάσατε, είπες,το καζάνι; Είστε τύφλα στο μεθύσι και κοιμάστε. Και τώρα τι θα κάνουμε; Απ᾽ ό ,τι βλέπω πρέπει να ενοχλήσουμε τους γείτονες του θεού. Νεαρούλη. Μα τους θεούς, θλιβερότερα δουλικά δεν νομίζω να υπάρχουν πουθενά στον κόσμο. Νεαροί. Άλλο από πήδημα δεν ξέρουν -ε, ομορφόπαιδα- και να βγάζουν γλώσσα, όταν πιάνονται στα πράσα. Νεαρέ. Τι ᾽ναι τούτο το κακό; Ε, υπηρέτες. Δεν υπάρχει ψυχή μέσα. Έε! Βλέπω κάποιον να τρέχει καταδώ.

ΚΝΗΜΩΝ
Γιατί αγγίζεις την πόρτα, χαμένο κορμί; Μίλα.

ΓΕΤΑΣ
Μη με δαγκώσεις.

ΚΝΗΜΩΝ
Βρε θα σε φάω ζωντανό, μα τον Δία.

ΓΕΤΑΣ
Για τ᾽ όνομα των θεών, μη.

ΚΝΗΜΩΝ
Εγώ και εσύ, αλιτήριε, έχουμε μήπως κάποιο συμβόλαιο;

ΓΕΤΑΣ
Κανένα συμβόλαιο. Γι᾽ αυτό και εγώ δεν ήρθα για να ζητήσω να μου εξοφλήσεις κάποιο χρέος ούτε κουβάλησα κλητήρες, ήρθα να δανειστώ ένα καζάνι;

ΚΝΗΜΩΝ
Καζάνι;

ΓΕΤΑΣ
Καζάνι.

ΚΝΗΜΩΝ
Τι νόμισες, κάθαρμα, ότι θυσιάζω βόδια και κάνω αυτά που κάνετε του λόγου σας;

ΓΕΤΑΣ
Εσύ; Βρε ούτε σαλιγκάρι, αν θες τη γνώμη μου. Να είσαι καλά, άνθρωπε μου. Μου είπαν οι γυναίκες να χτυπήσω την πόρτα και να ζητήσω ένα καζάνι. Το έκανα. Δεν υπάρχει. Γυρνάω πίσω και τους λέω «δεν υπάρχει». Ω πολυτίμητοι θεοί, φίδι κολοβό είναι ο άνθρωπος.

ΚΝΗΜΩΝ
Ανθρωποκτόνα τέρατα. Δεν το ᾽χουν τίποτα να χτυπούν την πόρτα, λες και είμαι φίλος τους. Έτσι και πιάσω κάποιον από σας να πλησιάζει στην πόρτα, αν δεν τον κάνω παράδειγμα για όλους στην περιοχή, τότε θεωρήστε ότι είμαι και εγώ ένας από τον σωρό. Ετούτος τώρα, όποιος και αν ήταν, υπήρξε τυχερός και τη γλίτωσε – κι εγώ δεν ξέρω πώς.

ΣΙΚΩΝ
Κακό χρόνο να ᾽χεις. Σε έβρισε; Ίσως το ζήτησες σαν να έτρωγες σκατά. Κάποιοι δεν ξέρουν πώς να το κάνουν, εγώ έχω ανακαλύψει την τέχνη. Υπηρετώ χιλιάδες στη πόλη, ενοχλώ τους γείτονές τους και δανείζομαι σκεύη από όλους. Ένας που χρειάζεται κάτι πρέπει να ξέρει να καλοπιάνει. Άνοιξε την πόρτα κάποιος ηλικιωμένος, τον προσφωνώ κατ᾽ ευθείαν πατέρα και μπαμπά. Αν ανοίξει γριά, τη λέω μητέρα. Αν είναι γυναίκα μεσόκοπη, την προσφωνώ δέσποινα. Αν είναι δούλος, καλόπαιδο. Εσείς όμως είστε για κρέμασμα. Τι χαζομάρα σας δέρνει.   «Νεαρούλη, νεαρέ·» σαχλαμάρες. Εγώ όμως: «έλα έξω, πατερούκο, εσένα θέλω.»

   Τη στιγμή που ο Σίκων επιδεικνύει την υποτιθέμενη τέχνη που κατέχει να πετυχαίνει αυτό που θέλει, ανοίγει η πόρτα κι εμφανίζεται ο Κνήμων έξω φρενών.

ΚΝΗΜΩΝ
Πάλι εσύ;

ΣΙΚΩΝ
Τι ᾽ναι τούτο, νεαρέ;

ΚΝΗΜΩΝ
Με προκαλείς εξεπίτηδες. Δεν σου είπα να μην πλησιάσεις στην πόρτα; Φέρε το λουρί, γριά.

   Ο Κνήμων απευθύνεται στη γριά δούλη Σιμίχη, εξασφαλίζει το λουρί και δέρνει τον “καταφερτζή” Σίκωνα.

ΣΙΚΩΝ
Μη. Άφησέ με.

ΚΝΗΜΩΝ
Άφησέ με;

ΣΙΚΩΝ
Ναι, άνθρωπέ μου, για τ᾽ όνομα των θεών.

ΚΝΗΜΩΝ
Ξαναέλα.

ΣΙΚΩΝ
Ο Ποσειδώνας να σε …

ΚΝΗΜΩΝ
Μιλάς ακόμη;

ΣΙΚΩΝ
Ήρθα να ζητήσω χυτρολέβητα. (Στο πρωτότυπο χυτρόγαυλον -βαθύ πήλινο σκεύος. Ο Σίκων αποφεύγει τη λέξη καζάνι (λεβήτιον) που χρησιμοποίησε ο Γέτας κι ως ενημερωμένος μάγειρος που είναι χρησιμοποιεί μια λέξη που ηχεί ως ειδικός όρος).

ΚΝΗΜΩΝ
Δεν έχω ούτε χυτρολέβητα ούτε πελέκι ούτε αλάτι ούτε ξίδι ούτε τίποτα· είπα ορθά κοφτά σε όλους στη περιοχή να μη πλησιάζουν.

ΣΙΚΩΝ
Εμένα όμως δεν μου το είπες.

ΚΝΗΜΩΝ
Σου το λέω τώρα.

ΣΙΚΩΝ
Με ποιο τίμημα όμως. Και δεν θα μου πεις τελικά πού να πάει κανείς για νά βρει;

ΚΝΗΜΩΝ
Δεν σου είπα μια φορά; Θα συνεχίσεις να φλυαρείς;

ΣΙΚΩΝ
Χαίρε και πάλι χαίρε.

ΚΝΗΜΩΝ
Δεν θέλω τα χαίρε σας.

ΣΙΚΩΝ
Τότε μη χαίρεσαι.

ΚΝΗΜΩΝ
Βρε τι αγιάτρευτη πληγή. (Φεύγει).

ΣΙΚΩΝ
Με περιποιήθηκε δεόντως με τους σβώλους. Τι είναι να ξέρεις να ζητάς όπως πρέπει. Είναι άλλο πράμα, μα τον Δία. Να πάει κανείς σε άλλη πόρτα; Αν όμως το έχει ο τόπος να σε αρχίζουν στις γροθιές για το τίποτα, το βλέπω δύσκολο.
Μήπως άραγε είναι καλλίτερα να το κάνω ψητό όλο το κρέας; Έτσι φαίνεται. Έχω πάντως μια γάστρα. Χαιρετίσματα λέω στους κατοίκους της Φυλής. Θα βολευτώ με αυτά που έχω.
(τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *