Μερικοί Τολμηροί Επώνυμοι: Θολή Ροζ Πλευρά Της Σελήνης

                          Σαπφώ

        Για Την Ατθίδα

…Πάλι… πάλι ο έρωτας,
ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω Ατθίδα μου,
που αυτός με τα φαρμάκια και τις γλύκες του
μου κόβει τα ήπατα το τέρας!

Κι εσύ πάει, με βαρέθηκες,
κάνεις φτερά το ξέρω, για την Ανδρομέδα.
Ποιά `ναι λοιπόν αυτή που σε ξετρέλανε,
η χωριάτα που μήτε
καν πώς να κρατήσει το φουστάνι της
πάνω από τον αστράγαλο δεν ξέρει;
(Μτφρ: Ελύτης)

—====================—

Αριστοφάνης

Θεσμοφοριάζουσες (αποσπ.)

…Το να σας πιάνει τόση οργή μεγάλη,
γυναίκες, για τον Ευριπίδη δηλαδή,
με τέτοια απαίσια που ακούτε,
παράξενο δεν είναι πια, θαρρώ,
μήτε και το να βράζετε απ’ το κακό.

Γιατί κι εγώ η ίδια βέβαια πάλι
-να, έτσι, τα παιδιά μου να χαρώ!-
αυτόν τον άνθρωπο τονε μισώ,
μιας και δεν είμαι δα ζαβή.

Μα πρέπει αυτό το πράγμα μας, κυράδες,
καλά να εξετάσουμε και ό,τι πούμε ‘δω
αφού είμαστε μονάχες μας, δε πάει παραπέρα.

Για τα δικά μας τα κουσούρια ερωτώ
γιατί κατηγορούμε με πίκρα πλέρια
αυτόν που ‘πε για κανα-δυό χοντράδες,
ενώ το ξέρουμε καλά πως κάνουμε μυριάδες;

Νά, πρώτη και καλλίτερη εγώ, η αφεντιά μου,
‒για να μη πω γι’ άλλη καμμιά‒
αναγνωρίζω μέσα μου πολλά- πολλά κουσούρια.
Και κείνο ήτανε μαθές απ’ όλα πιο βαρύ,
τότε που νύφη ήμανε μόλις τριών μερών,
και πλάι μου ο άντρας μου κοιμόταν στο μερί.

Μα είχα κι έναν εραστή απαιτητικόν
αυτόν που επτά χρονώ πήρε τη παρθενιά μου!
Και τούτος δε με χόρταινε -ορκίζομαι θεά-
ήρθε μέσα στη νύχτα και μου έξυνε τη θύρα,
αμέσως τότε ένιωσα στα σκέλια μου μια πύρα,
κι έκανα να σηκωθώ απ’ τη κλίνη μας με φούρια.

Και με ρωτά ο σύζυγος: “Πού πας με τόση βιάση“;
Ε, πού να πάω, άντρα μου; Κόψιμο μ’ έχει πιάσει,
πονάει κι η κοιλίτσα μου, πάω στον καμπινέ“.
Α, τρέχα τότε“. Κι έπειτα εκείνος να μου φτιάσει,
έτριβε κεδροκούκουτσα, μέντα, φασκομηλιά,
ενώ από την άλλη εγώ λάδωνα μεντεσέ,
για το γαμιά ξεπόρτισα, γρήγορα και με βιάση.

Κι ύστερα, ‘κεί σιμά, στου Αγυιέα το βωμό,
βρέθηκα ν’ ακουμπώ σκυφτό ξεβρακωμένο,
έχοντας πέσει πάνω του, για να ‘ναι τουρλωμένο,
βαστιόμουν απ’ τη δάφνη του έτοιμη, να προσμένω.

Αυτά ποτέ δεν τα ‘πε ο Ευριπίδης βρε κυράδες,
ούτε που μας βατεύουνε δούλοι και μουλαράδες,
σα δεν ευρούμε αλλουνούς. Ούτε κι αυτό το μολογά:
που ολονυχτίς αν τις, τα μάτια όξω μας πετά,
απ’ τ’ αξημέρωτα πλακώνουμε τη σκορδαλιά,
ώστ’ αν γυρίσει το στεφάνι μας απ’ τη σκοπιά,
μη πάρει τάχα μυρουδιά πως κάναμε τη προστυχιά.

Βλέπετε; Μητ’ αυτά δεν τα ‘πε ως τα τώρα
κι αν λέει και για τη Φαίδρα, τί μας νοιάζει;
Μήτε κι εκειό δεν αναφέρει για την ώρα,
που έδειχν’ ένα θηλυκό στον άντρα της το σάλι
στο φως της μέρας για να δει πως μοιάζει
και γκόμενους δυο-δυο ξεπόρτιζ’ απ’ την άλλη.

Ούτε και τ’ άλλο, που εγώ ξέρω: γυναίκα
που ‘κανε δα πως κοιλοπόνα’ μέρες δέκα.
ώσπου πήγε και βρήκε και αγόρασε μωρό.
Κι ο άντρας της ολημερίς του τριγυρνούσε
να ‘βρει, που συντομεύει η γέννα, γιατρικό.

Και φτάνει μια γριά, μια χύτρα που κρατούσε,
που είχε κρυμμένο το μωρό και με κερί
για να μη κλαίει, το στόμα στουμπωμένο.
Κι ως έγνεψ’ η γριά, φωνάζει η… γκαστρωμένη:
“Φύγ’ άντρα μου, με πιάσανε οι πόνοι από κάτου”!

Κι εκείνος χέστηκεν ευτύς απ’ τη πολλή χαρά του.
Βγάζει κι αυτή από τη χύτρα το μωρό και το κερί
κι αυτό πατάει αμέσως μια τσιρίδα τρομερή.
Κατόπιν η μαμμή που είχε φέρει το παιδί,
πάει στον… πατέρα γελαστή η σιχαμένη
και λέει: “Ολόφτυστο εσύ! Αχ έβγαλες λιοντάρι!

Κι όλα μα όλα από σένα τα ‘χει πάρει,
κι αυτό το τσουτσουνάκι σου: Στραβό σα κουκουνάρι”!

Τί; Δεν τις κάνουμε εμείς αυτές τις ατιμίες;
Βέβαια τις κάνουμε, μάρτυς μου η Θεά!
Κι ύστερα φταίν’ του Ευριπίδη οι τραγωδίες…

—====================—
               Αρχίλοχος

Εγώ τόσα της έλεγα και τη παρθένα πήρα.
Τη πλάγιασα σιγά-σιγά στα χόρτα τ’ ανθισμένα,
τύλιξα το γυμνό κορμί στη μαλακή μου χλαίνη,
η αγκαλιά μου σφάλισε τριγύρω στο λαιμό της.

Κι έτρεμε απ’ το φόβο της σα το μικρό λαφάκι,
που τρέχει και το κυνηγούν οι κυνηγοί στο δάσο.
Και τα βυζάκια απαλά τ’ άγγιξα με τα χέρια,
μ’ αυτά αμέσως άναψε η τρυφερή της σάρκα
και φλογισμένη πρόβαλε πρωτόγνωρη ή ήβη,
ναι! τ’ όμορφο κορμάκι της το γιόμιζα όλο χάδια,
καθώς στις τρίχες τις ξανθές τριβόμουν με λαχτάρα,
χύθηκεν άσπρο με ορμή το σπέρμα σα το γάλα
κι εμπήκα στην απανεμιά μετά την άγρια κάβλα.

—====================—

                    Τζέημς Τζόυς                       Γράμματα Στη Νόρα

  …Γάμησέ με, βάζοντάς με να χωθώ στον κώλο σου, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, με τα μαλλιά σου λυτά, χυμένα στο μαξιλάρι, ολότελα γυμνή εκτός από μια όμορφα αρωματισμένη ροζ κιλότα ξεδιάντροπα ανοιγμένη από πίσω και μισοκατεβασμένη ίσα να φαίνεται η σχισμή. Γάμησέ με στις σκάλες μέσα στο σκοτάδι, σαν καμαριέρα που γαμάει τον στρατιώτη της, ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του και γλιστρώντας το χέρι του στο άνοιγμα και πασπατεύοντας το πουκάμισό του και νιώθοντας το υγρό, κι ύστερα τραβώντας το απαλά προς τα πάνω κι αρχίζοντας να παίζει με τα φουσκωμένα του αρχίδια και στο τέλος βγάζοντας τολμηρά το καυλί του που τρελαίνεται να το κρατάει και να το αυνανίζει, ψιθυρίζοντας στο αυτί του πρόστυχα λόγια και πρόστυχες ιστορίες που της έχουν αφηγηθεί άλλα κορίτσια και προστυχιές που είπε η ίδια. (…)

—=====================—

                          Πασκάλ Μπρυκνέρ

    Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ (Pascal Bruckner) γεννήθηκε 15 Δεκέμβρη 1948 στην Αυστρία κι είναι Γάλλος συγγραφέας, ένας από τους λεγόμενους νέους φιλοσόφους που ήρθανε στο προσκήνιο τις 10ετίες ’70 & ’80. Μεγάλο μέρος της δουλειάς του είναι αφιερωμένο σε κριτικές της γαλλικής κοινωνίας και κουλτούρας. Ζει κι εργάζεται στο Παρίσι κι είναι κοσμοπολίτης φύσει και θέσει. Συμμετείχε στον αναβρασμό του Μάη του ’68 διακηρύσσοντας ότι: “Εκείνη την εποχή όλοι είμαστε κομμουνιστές“. Έχει 2 παιδιά, γιο και κόρη.



      Γεννημένος στην Αυστρία από πατέρα Γερμανό και μητέρα Ισπανίδα, είχε κοσμοπολίτικες επιρροές από πολύ μικρός. Πέρασε 6 έτη εκεί, μέχρι τα 16 του στη Λυών κι εν συνεχεία εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη κι εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του υπό τον Ρολάν Μπαρτ. Κατέχει διδακτορικό Φιλοσοφίας από το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, είναι καθηγητής Λογοτεχνίας & Πολιτικών Επιστημών στην Αμερική κι αρθρογραφεί επίσης στο Nouvel Observateur. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Paris I & Paris VII Diderot και στο École Pratique des Hautes Études, έγινε maître de conférences στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού και συνεργάτης στο Nouvel Observateur.



     Ο Μπρυκνέρ ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο στο πλαίσιο των Νέων Φιλοσόφων. Δημοσίευσε τον ΠαρίαΤα Μαύρα Φεγγάρια Του Έρωτα (που έγινε ταινία από τον Ρομάν Πολάνσκυ) και τους Κλέφτες Της Ομορφιάς. Ανάμεσα στα δοκίμιά του είναι Ο Πειρασμός Της Αθωότητας (1995) και το περίφημο Τα Δάκρυα Του Λευκού Ανθρώπου (2006), μια επίθεση ενάντια στις ναρκισιστικές και καταστροφικές πολιτικές που αποσκοπούνε στο υποβαθμισμό του Γ’ Κόσμου και πιο πρόσφατα Η Τυρανία Της Μεταμέλειας (2006), ένα δοκίμιο πάνω στην ατελείωτη αυτοκριτική της Δύσης. Από το 1992 ως το 1999 ήταν ενεργός υποστηρικτής Κροατών, Βόσνιων και Κοσοβάρων εναντίον της Σερβίας κι υποστήριξε τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ το 1999. Το 2003 υποστήριξε την ανατροπή του Σαντάμ, αλλά στη συνέχεια κατέκρινε τα λάθη των Αμερικανινών και τα βασανιστήρια στο Αμπού Γκράιμπ και το Γκουαντάναμο.
____________________________

                     Tα Μαύρα Φεγγάρια Του Έρωτα

  …Μέσα στη καρδιά αυτής της πληρότητας, ξέσπασε ο πυρετός που έκανε όλα τα προηγούμενα να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. Οι τρέλλες μας άρχισαν ένα χειμωνιάτικο βράδυ σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λονδίνο, όπου περνούσαμε το Σαββατοκύριακο. Κοιτάζαμε τηλεόραση. Συγχωρέστε μου αυτή τη πεζότητα, αυτή είναι η εποχή μας. Έδειχνε ένα απ’ αυτά τα ανούσια κι υπνωτιστικά προγράμματα που αποτελούνε και την επικίνδυνη γοητεία αυτής της εφεύρεσης και δε φανταζόμαστε ούτε στιγμή πως ύστερα από λίγο θα ξεφεύγαμε απ’ αυτή την ήρεμη απόλαυση. Με τα μάτια μισόκλειστα, αποχαυνωμένος από ένα γερό γεύμα, είχα αρχίσει να μισοκοιμάμαι, έτσι όπως ήμουνα ξαπλωμένος κατάχαμα, ενώ η Ρεβέκκα ήτανε καθισμένη πλάγια μπρος στη συσκευή, ντυμένη μ’ ένα απλό μωβ φανελάκι και γυμνή απ’ τον αφαλό ως τα δάχτυλα των ποδιών.
     Ξαφνικά κι ενώ από μερικά λεπτά ήδη στριφογύριζε και σφιγγόταν, άνοιξε τα πόδια της κι άφησε να τιναχτεί πάνω στην οθόνη ένα μικρό σιντριβάνι, σαν για να σβήσει τις κινούμενες εικόνες του. Αυτή η άνεσή της με κέντρισε. Ήτανε σαν μια σκανδάλη που το τράνταγμά της συνέχισε να ηχεί μέσα μου. Ο ύπνος μου έφυγε μεμιάς. Τη πλησίασα και χωρίς μια λέξη ξάπλωσα χάμω. Κοιταζόμαστε με αυτές τις βαρειές ηλεκτρισμένες ματιές που προμηνάνε τις οριακές πράξεις. Η Ρεβέκκα, σαν ο ρόλος αυτός να ήτανε γνωστός από πάντα, κουκούβιασε πάνω από το θώρακά μου, σήκωσε τη φανέλλα της ως τα στήθη και με τινάγματα κοφτά αλλά βίαια έχυσε τα νερά της πάνω στο σώμα μου. Με πλημμύρισε ολόκληρο, κρατώντας μου το κεφάλι σφιγμένο ανάμεσα στα γόνατά της κι αναγκάζοντάς με να ρουφήξω τα υγρά της θέλγητρα με μεγάλες γουλιές μέχρι να χορτάσω.   (…)

—======================—

                          Πάτρικ Ζίσκιντ

    Ο Πάτρικ Ζίσκιντ (Patrick Süskind) είναι Γερμανός συγγραφέας και σεναριογράφος που γεννήθηκε στις 26 Μάρτη 1949 στο Άμπαχ της Βαυαρίας, Γερμανία. Σπούδασε μεσαιωνική και σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έχει γράψει διηγήματα και συνεργάζεται με πολλά έντυπα ως δημοσιογράφος, ενώ γράφει επίσης σενάρια για τον κινηματογράφο. Θεωρείται ένας από τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους συγγραφείς.



     Το Αρωμά του, εκδόθηκε το 1985, είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και έγινε παγκόσμια επιτυχία με αλλεπάλληλες επανεκδόσεις. Μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες, έμεινε στη λίστα των μπεστ σέλερ του περιοδικού Der Spiegel για 9 χρόνια, πούλησε περισσότερα από 12 εκατομμύρια αντίτυπα, τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία, επιλέχθηκε από τους New York Times ως το βιβλίο της χρονιάς για το 1986 και γυρίστηκε κινηματογραφική ταινία, από τον σκηνοθέτη Τομ Τίκβερ. Είναι το αρχέτυπο του καλού συγγραφέα. Ολοι ξέρουν τα βιβλία του, ελάχιστοι γνωρίζουν τον ίδιο, μετά τη τόσην επιτυχία του γενικά παραμένει άφαντος.



     Διέτρεξε τη 10ετία του 1970 γράφοντας ό,τι χαρακτήρισε ο ίδιος “μικρά μη δημοσιευμένα πεζά και μεγαλύτερα μη δραματοποιημένα σενάρια”. Στην ίδια πόλη, εκτινάχτηκε στη δημοσιότητα τη δεκαετία του 1980 με το θεατρικό δράμα Το κοντραμπάσο (1981 και που κατά τη ταπεινή μου γνώμη είναι και το καλλίτερό του από τα 4 του που ‘χω διαβάσει Π.Χ.)..Ζει πάντως ακόμα κι εργάζεται στο Μόναχο..
_______________________________

                        Το Άρωμα

  …Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί η εκτέλεση ενός από τους απεχθέστερους εγκληματίες του καιρού εκείνου στο μεγαλύτερο βακχικό όργιο που είδε ο κόσμος από το δεύτερο αιώνα π.Χ. και μετά: γυναίκες αυστηρής ηθικής σκίζανε τις μπλούζες τους και ξεγυμνώνανε τα στήθια τους με υστερικές κραυγές και ρίχνονταν στο χώμα ανασηκώνοντας τις φούστες τους. Οι άντρες μπερδεύανε τα βήματά τους στη θάλασσα της γυμνής ερεθισμένης σάρκας, γδύνονταν με τρεμάμενα χέρια και πέφταν όπου βρίσκανε λαχανιάζοντας. Γέροι ζευγάρωναν με παρθένες κι οι άκληροι με τις κυρίες, οι μαθητευόμενοι με τις καλόγριες, οι Ιησουίτες με τις γυναίκες των Φραμασόνων, όλοι με όλους. Ο αέρας είχε βαρύνει απ’ τη γλυκειά μυρωδιά του ιδρώτα και του έρωτα. Ο τόπος είχε γεμίσει φωνές κι αναστεναγμούς και βογκητά δέκα χιλιάδων ανθρώπινων ζωών. Ήτανε πραγματική κόλαση.    (…)
—======================—

                                 Μπορίς Βιάν

    Γόνος γαλλικής αστικής οικογένειας, ο Μπορίς Βιαν γεννήθηκε στις 10 Μάρτη 1920 στη Βιλ ντ’ Αβρέ, στα περίχωρα του Παρισιού. Τα 1α αμέριμνα παιδικά του χρόνια ακολουθεί η οικονομική καταστροφή της οικογένειας κι οι επιπτώσεις της, το καρδιακό νόσημα από το οποίο θα υποφέρει όλη του τη ζωή και τα δυσοίωνα μηνύματα του επερχόμενου πολέμου, που θα τονε ζήσει στα μετόπισθεν. Εφοδιασμένος με γερή κλασσική και μουσική παιδεία, σπούδασε κι εργάστηκε ως μηχανικός, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε μυθιστοριογράφος, ποιητής, τραγουδοποιός, μεταφραστής, χρονικογράφος, ηθοποιός, ζωγράφος, μουσικός, φανατικός της τζαζ, τρομπετίστας.



     Γνωστός, τα 1α χρόνια της Απελευθέρωσης και του υπαρξισμού, ως “ο πρίγκηπας του Σαιν-Ζερμαίν-ντε Πρε“, συγχρωτίστηκε με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και τον Ρεημόν Κενώ κι έπαιξε στο Hot Club de France και στο Tabou. Μεταξύ άλλων, έγραψε το Φθινόπωρο Στο Πεκίνο, τον Καρδιοβγάλτη τη Κόκκινη Χλόη  και το πασίγνωστο κλασσικό πια Θα Φτύσω Στους Τάφους Σας (Το σεξουαλικό κι αντιρατσιστικό περιεχόμενο του βιβλίου έμελλαν να το καταστήσουν ως ένα από τα διαχρονικά ορόσημα της λογοτεχνίας) κ.ά. και συνέθεσε το Λιποτάκτη, αντιμιλιταριστικό τραγούδι όλων των εποχών. Το ποικίλλο λογοτεχνικό έργο του φέρει την υπογραφή του, αλλά κι ένα μεγάλο αριθμό ψευδωνύμων. Vernon Sullivan είναι το καταραμένο alter ego του, με το οποίο υπογράφει τις εμπορικές του επιτυχίες.
     Ο Μπορίς Βιαν δημιουργός μιας “γλώσσας-σύμπαντος” δηλώνει μέσω του ήρωά του: “Υπάρχουν στιγμές που διερωτώμαι αν παίζω με τις λέξεις. Μήπως τελικά οι λέξεις είναι φτιαγμένες ακριβώς γι’ αυτό;”. Η εικονοκλαστική του σχέση με τη γλώσσα και τους θεσμούς, η πολυπραγμοσύνη του, ο μύθος της προσωπικότητάς του, δεν επέτρεψαν στον Βιαν να έχει τη θέση που του άρμοζε στον καιρό του. Τα βιβλία του ανακαλύπτονται εκ νέου τη 10ετία του ’60 και γίνονται αναγνώσματα καλτ για τη γενιά του Μάη του ’68, αλλά και για τις μετέπειτα γενιές. Ο “αιώνιος έφηβος”, κατά τον Μωρίς Ναντώ, εξακολουθεί να σαγηνεύει τους απανταχού αναγνώστες του. Πέθανε 23 Ιουνίου 1959 σε ηλικία μόλις 39 ετών, ενώ παρακολουθούσε δοκιμαστική προβολή για τη μεταφορά τού Θα Φτύσω Στους Τάφους Σας στον κινηματογράφο.



    Για το Βιάν, η ίδια η ύπαρξη είχε άμετρη αξία κι η φρενίτιδα της παραγωγής του είναι η μόνη απόδειξη. “Δείτε τον Σαίξπηρ” έγραφε στο Jazz Hot, “είναι πολύ πολύ νεκρός, πιο σάπιος κι από το σάπιο. Αλλά να, έχουμε τα έργα του οπότε… voila!” Στο Deux Magots θα συνδεθεί φιλικά με τον Άλμπερ Καμύ, τον Ζαν Πολ Σαρτρ και την Σιμόν ντε Μπουβουάρ, παρόλο που ο υπαρξισμός δεν τον απασχολεί καθόλου σαν κίνημα. Με το ψευδώνυμο Βέρνον Σάλιβαν θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του με τίτλο, Θα Φτύσω Στους Τάφους Σας, έργο βόμβα στη κοινωνία της εποχής. Ο ίδιος αναφέρεται ως μεταφραστής του έργου κι όχι δημιουργός. Η υπόθεση αφορά στην εκδίκηση ενός αλμπίνου νέγρου για το θάνατο του αδελφού του. Το σεξουαλικό κι αντιρατσιστικό περιεχόμενο του βιβλίου έμελλαν να το καταστήσουν ως έν από τα διαχρονικά ορόσημα της λογοτεχνίας.
    Ο Αφρός Των Ημερών είναι το πιο γνωστό κι εμπορικό του βιβλίο παρόλο που το 1947 που εκδόθηκε, πέρασε απαρατήρητο από κοινό και κριτικούς. Το μεταπολεμικό Παρίσι δεν ήταν ακόμη έτοιμο για το έργο του Βιάν. Ενδεικτικό είναι ότι σχεδόν 30 χρόνια μετά, το 1978, πούλησε 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα. Ο χρόνος δικαιώνει τον καλλιτέχνη που δεν τονε λογαριάζει. Η φιλοσοφία του στο συγκεκριμένο βιβλίο συνοψίζεται σ’ αυτά τα λόγια: “Δυο πράγματα υπάρχουν μόνο: έρωτας, κάθε λογής, με όμορφες κοπέλλες κι η μουσική της Νέας Ορλεάνης ή του Ντιούκ Έλινγκτον“.
    Ήταν 23 Ιουνίου 1959, όταν ο 39άχρονος Μπορίς πήγε σε ιδιωτική προβολή της κινηματογραφικής μεταφοράς του έργου του Θα Φτύσω Στους Τάφους Σας. Λίγα λεπτά μετά φωνάζει: “Αυτοί υποτίθεται ότι είναι Αμερικάνοι; Του κώλου!” και παθαίνει καρδιακή προσβολή. Απεβίωσε στο δρόμο για το νοσοκομείο. Η μεταφορά της ταινίας ήταν ομολογουμένως παταγώδης αποτυχία, που δεν απέδωσε το πνεύμα του βιβλίου. Η θέασή της ήτανε το τελευταίο πράγμα που έκανε στη ζωή του ένας συγγραφέας, που δεν έζησε για να δει κι ο ίδιος πόσο μεγάλος έγινε…


                Με τη Σιμόν, τον Ζαν-Πωλ και τη σύζυγό του.
________________________________________

Κάνε Mου Zημιά Τζόνυ…

Σηκώθη σα πλησίασα
κι όρθιος εφάνη πιο κοντός.
Είπα από μέσα μου:
“Τον έχω στο τσεπάκι μου,
είναι για το κρεββάτι μου
ετούτος ο μικρός”!

Μου έφτανε μέχρι τον ώμο
αλλά ήταν μια χαρά καρδαμωμένος
μ’ ακολούθησε στο σπίτι
κι εγώ εκεί του φώναξα:
-“Όρμα μου λύκε μου κακέ!”

Κάνε μου ζημιά, Τζόνυ
ανέβασέ με στ’ άστρα… ζουμ!
κάνε μου ζημιά, Τζόνυ
μ’ αρέσει ο έρωτας που κανει μπουμ

Δεν φορούσε παρά τις καλτσούλες του,
κάτι ωραίες κίτρινες με ρίγες μπλε
με κοίταξε σαν το χαζό
ο έρμος τίποτα δεν έπαιρνε χαμπάρι
και μου είπε απολογητικά:
“Δεν θα πείραζα ούτε μύγα”!
Με τσάντισε, τ’ άστραψα μια
και τσίριξα εκνευρισμένη:

Κάνε μου ζημιά, Τζόνυ
δεν είμαι μύγα εγώ! ζζζζζ
Κάνε μου ζημιά, Τζόνυ
εμένανε μου αρέσει
ο έρωτας να κάνει μπουμ

Βλέποντας πως δεν ερεθίζεται
τονε προσέβαλλα βαριά
μ’ όλες του κόσμου τις βρισιές
κι άλλους πολλούς του έσουρα
χαρακτηρισμούς πρωτότυπους πολύ.

Αυτό άξαφνα τονε ξύπνησε
και μου ‘πε “Κόφτο κοπελιά
με παίρνεις για κανένα ψόφιο
και θα σου δείξω γω καλά
τώρα τι θρίλλερ πα να πει!”

μου κάνεις ζημιά Τζόνυ!
οχι με τα πόδια! ζινγκ!
μου κάνεις ζημιά, Τζόνυ!
δεν μ’ αρέσει έρωτας που κάνει μπινγκ

Ξανάβαλε το πουκαμισάκι του
τα παπουτσάκια, το κουστουμάκι του,
κατέβηκε τις σκάλες
και μ’ άφησε μ’ ένα βγαλμένο ώμο.

Για τέτοια υποκείμενα λοιπόν
καθόλου δεν αξίζει ο κόπος
τώρα έχω έναν πισινό
γεμάτο μελανιές
και πια ποτέ δεν θα ξαναπώ:

Κάνε μου ζημιά, Τζόνυ…

—======================—

                          Χούλιο Κορτάσαρ


    Ο Χούλιο Φλορένθιο Κορτάσαρ (Julio Florencio Cortázar) ήταν Αργεντινός γλωσσολόγος, σεναριογράφος, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ποιητής, συγγραφέας, καθηγητής πανεπιστημίου, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Είναι περισσότερο γνωστός για το μυθιστόρημα Το Κουτσό (1963), που συγκαταλέγεται στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής, αλλά και για τα διηγήματά του. Επηρέασε πολλούς λογοτέχνες και συγκαταλέγεται στις σημαντικώτερες προσωπικότητες του Λατινοαμερικάνικου μπουμ.



    Γεννήθηκε στην Ισέλ, κοινότητα της ευρύτερης περιοχής των Βρυξελλών, στο Βέλγιο, στις 26 Αυγούστου 1914 κι έτσι κατείχε και τις 2 υπηκοότητες, Αργεντίνος και Γάλλος. Στα 4, εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του το Βέλγιο για την Αργεντινή, όπου τελείωσε το σχολείο, σπούδασε φιλολογία κι εργάστηκε ως καθηγητής για 5 χρόνια, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1951, σε ηλικία 37 ετών, επέστρεψε στην Ευρώπη, στο Παρίσι, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του κι έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. Το 1961 επισκέπτεται τη Κούβα, γοητευμένος από την επανάσταση, αναζητώντας απαντήσεις στις πολιτικές του ανησυχίες. Το ταξίδι αυτό θα γίνει η αφορμή να αποκτήσει σαφή ιδεολογική συνείδηση, θα υπερασπιστεί την Κούβα του Τσε και του Κάστρο και αργότερα τη Νικαράγουα των σαντινίστας. Το 1970 επισκέπτεται τη Χιλή και παρευρίσκεται στην πανηγυρική τελετή ανάληψης της εξουσίας από τον Αλιέντε. 



     Το σπίτι είχε πάντα για τον Κορτάσαρ ιδιαίτερη σημασία. Επειδή υπήρξε φιλάσθενος, πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο σπίτι διαβάζοντας. Το 1951, προκειμένου να ξεφύγει από το περονικό καθεστώς, εγκαταλείπει την Αργεντινή κι εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι όπου εργάζεται ως μεταφραστής στην Ουνέσκο. Το 1981 θα πάρει τη γαλλική υπηκοότητα μαζί με τον Κούντερα. Όντας ένθερμος υποστηρικτής των επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, το σπίτι του στο Παρίσι αποτέλεσε καταφύγιο πολιτικών προσφύγων από τη Χιλή και την Αργεντινή. Μεγάλος περιπατητής ο ίδιος, αναφέρει σε πολλά διηγήματά του δρόμους, συνοικίες, καφέ, ακόμα και στάσεις του μετρό της πόλης. Πέρυσι μάλιστα διοργανώθηκε στο Παρίσι ένα παιχνίδι θησαυρού βασισμένο σε ενδείξεις και αναφορές στα γραπτά του. Το διήγημα που τονε ξεχώρισε είναι Το Σπίτι και δημοσιεύτηκε το 1946 στο περιοδικό Τα Χρονικά Του Μπουένος Άιρες, που διευθυντής ήταν ο Μπόρχες. Όλα ξεκινούν με μιαν απολύτως ρεαλιστική αφήγηση για να ανατραπούν ξαφνικά όταν άλλες πραγματικότητες, παράλογες, απειλητικές και σκοτεινές, διεισδύουνε στη καθημερινότητα των ηρώων. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν όπως έλεγε ο ίδιος “ο τρόπος να βρίσκεσαι όχι μέσα στα πράγματα ή πίσω από αυτά, αλλά κάπου ενδιάμεσα“, στα διάκενα, σε κείνες τις περιοχές ανάμεσα στ’ όνειρο και τη πραγματικότητα, ανάμεσα στο ορθολογικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο εγώ και σε έναν άλλο διπλό εαυτό, θέμα που επανερχόταν συχνά στα διηγήματά του.
     Υπήρξε μαθητής του Μπόρχες και θεωρείται από τους κορυφαίους Αργεντινούς συγγραφείς μαζί με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Ερνέστο Σάμπατο, κι ασφαλώς ο σημαντικώτερος της νοτιοαμερικανικής διασποράς. Είναι απόφοιτος του Facultad de Filosofía y Letras de la Universidad de Buenos Aires. Πέθανε στο Παρίσι, στα 70 του χρόνια, στις 12 Φλεβάρη 1984.
__________________________________

                         Το Κουτσό

   …το να βρίσκω γκρίζα ή πράσινα χνούδια μέσα σ’ ένα πακέτο τσιγάρα, ή ν’ ακούω το σφύριγμα μιας ατμομηχανής την ίδια ακριβώς στιγμή και στην ίδια τονικότητα που της επιτρέπει να ενσωματωθεί ex officio σ’ ένα μέρος μιας Συμφωνίας του Λούντβιχ Φαν, ή όπως μια φορά που μπήκα σ’ ένα pissotière της οδού Μεντισίς κι ένας άνδρας που κατουρούσε προσηλωμένος στο έργο του, μόλις με αντιλήφθηκε, έκανε πίσω δύο βήματα, γύρισε προς το μέρος μου και μου ’δειξε, απιθωμένο στην παλάμη του σαν πολύτιμο κειμήλιο, ένα όργανο απίστευτων διαστάσεων και χρωμάτων, ενώ εγώ την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσα πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ολόιδιος μ’ έναν άλλο (αν και δεν ήταν ο άλλος), ο οποίος, πριν από ένα εικοσιτετράωρο, στη Salle de Géographie, είχε δώσει μια διάλεξη περί τοτέμ και ταμπού, κι είχε δείξει στο ακροατήριο, πολύ προσεκτικά κρατώντας τα στην παλάμη του, ραβδάκια από ελεφαντόδοντο, φτερά από μήνουρο, τελετουργικά νομίσματα, μαγικά απολιθώματα, αστερίες, αποξηραμένα ψάρια, φωτογραφίες βασιλικών παλλακίδων, αναθήματα κυνηγών και τεράστιους βαλσαμωμένους σκαραβαίους που έκαναν τις αναπόφευκτες κυρίες στο ακροατήριο ν’ αναριγούν ηδονικά απ’ τον τρόμο. 
(…)
 …Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά κι από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο κι από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουνε, πλησιάζουνε το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο κι οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουνε, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται με τα χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μες στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή. Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούνε στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Κι όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονα ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Κι υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις επάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.
(…)
    ‘Ο Κρεβέλ δυσπιστεί και τον καταλαβαίνω. Ανάμεσα σε μένα και τη Μάγα φυτρώνει ένας ολόκληρος καλαμιώνας από λέξεις, μόλις που μας χωρίζουν μερικές ώρες και μερικά τετράγωνα κι ήδη ο πόνος μου ονομάζεται πόνος, ο έρωτάς μου ονομάζεται έρωτας… Όλο και πιο πολύ θα νιώθω λιγότερο και θα θυμάμαι περισσότερο, αλλά τι είναι η ανάμνηση αν όχι το ιδίωμα των αισθημάτων, ένα λεξικό που μέσα του είναι καταχωρημένα τα πρόσωπα κι οι μέρες και τα αρώματα που επαναλαμβάνονται όπως τα ρήματα και τα επίθετα στην ομιλία, πλησιάζοντας ύπουλα το πράγμα καθαυτό, θλίβοντας ή διδάσκοντάς μας με την υποκατάσταση ώσπου η ίδια μας η ύπαρξη να γίνει ένα υποκατάστατο, το πρόσωπο που κοίταζε προς τα πίσω ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, το αληθινό πρόσωπο ξεθωριάζει λίγο-λίγο όπως στις παλιές φωτογραφίες και ο Ιανός είναι ξαφνικά οποιοσδήποτε από εμάς. Όλα αυτά τα λέω στον Κρεβέλ, αλλά είναι με τη Μάγα που μιλάω τώρα που βρισκόμαστε τόσο μακριά. Και δεν της μιλάω με τις λέξεις που χρησίμευαν μόνο για να μη συνεννοούμαστε, μα τώρα που είναι πια αργά αρχίζω να διαλέγω άλλες, τις δικές της, αυτές που είναι τυλιγμένες σ’ εκείνο που αυτή καταλαβαίνει και που δεν έχει όνομα: ρεύματα και αγωνιώδεις εντάσεις που κάνουν τον αέρα ανάμεσα σε δυο κορμιά να τρίζει και γεμίζουν χρυσόσκονη ένα σπίτι ή ένα στίχο.

—=======================—

                           Αναϊς Νιν

                       Χένρι & Τζουν


 …Ο Χένρι είναι μεθυσμένος. Βλέπει ότι πληγώθηκα. Κουνάω το κεφάλι και προσπαθώ να τα ξεχάσω όλα. Τον κοιτάζω. Η γη τρέμει. Από παντού ακούγονται τα γέλια κι οι φωνές των φοιτητών. Στο ξενοδοχείο Anjou πλαγιάζουμε όπως οι λεσβίες, ρουφάμε και θηλάζουμε ο ένας τον άλλο. Και πάλι. Και πάλι. Ώρες ολόκληρες ηδονής. Η επιγραφή του ξενοδοχείου και τα κόκκινα φώτα λάμπουν μέσα στο δωμάτιο. Όλα είναι μια ατελείωτη θέρμη.
 -“Αναΐς“, λέει ο Χένρι, “έχεις τα πιο όμορφα οπίσθια του κόσμου“.
     Χέρια, δάχτυλα, χάδια, εκσπερματώσεις, κραυγές ηδονής. Μαθαίνω πώς να παίζω με το κορμί του Χένρι, πώς να τον ερεθίζω, πώς να εκφράζω τον πόθο μου. Ξεκουραζόμαστε. Ένα λεωφορείο γεμάτο φοιτητές περνάει. Τρέχω και στέκομαι στο παράθυρο. Ο Χένρι κοιμάται. Θα ήθελα να πήγαινα στο χορό των φοιτητών, να τα γευόμουν όλα, να τα δοκίμαζα όλα. (…)

—=======================—

                          Guillaume Apollinaire


                                      11.000 Βέργες
               
    …Ό πρίγκηπας Βιμπέσκου, με γοργά, χαριτωμένα βήματα άνέβηκε στό πρώτο πάτωμα. Ό Μπάντι Φορνόσκυ ήταν ολόγυμνος στό σαλόνι του. Ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα μαλακό σοφά, φαινότανε κιόλας ξαναμμένος. Δίπλα του στεκόταν ή Μίρα, μια καστανή Μαυροβουνιώτισσα πού του γαργάλαγε τ’ αχαμνά. Ήτανε κι αυτή ολόγυμνη. Όπως ήτανε σκυμμένη, ό καλοσχηματισμένος της πισινός πρόβαλε τουρλωτός με τή λεπτή, τεντωμένη, έτοιμη νά σπάσει επιδερμίδα του. Άπό τήν καλοφτιαγμένη, ϊσια, χωρίστρα διέκρινες μιά μικρή μαύρη κηλίδα, πού θύμιζε παστίλια. ‘Ήταν ή απαγορευμένη είσοδος. Τά δυό μπούτια της, χύνονταν ϊσια, μακρυά, νευρώδικα κι όπως ή Μίρα, έξ αιτίας της στάσης της, υποχρεωνόταν νά τ’ ανοίγει μπορούσες άνετα νά δεις τό χνουδωτό, κατάμαυρο, παχουλό τρίγωνο.
     Ή Μίρα δεν ενοχλήθηκε καθόλου με τόν ερχομό τοΰ Μόνυ. Σέ μιά γωνιά, πάνω σέ μιά σαιζ-λόγκ, δυό όμορφα παχουλά κορίτσια, μέ πλούσιους πισινούς, άλληλοχαϊδεύονταν, μπήγοντας ποΟ και που μιά μικρή κραυγή ηδονής. Ό Μόνυ γδύθηκε βιαστικά κι ερεθισμένος, σέ πλήρη διέγερση, όρμησε πάνω στις δυό λεσβίες προσπαθώντας νά τις χωρίσει. Άλλα τά χέρια του γλυστρούσανε πάνω στά μουσκεμένα, λεία κορμιά τους, πού στριφογυρίζανε σά φίδια. Τά δυό κορμιά δένονταν, λύνονταν, ξανασμίγανε πιό μανιασμένα. Οι δυό κοπέλλες κραυγάζανε κι άφριζαν άπό ηδονή. Ό Μόνυ θυμωμένος πού δεν μπορούσε νά μοιραστεί μαζί τους αύτη την ηδονή, άρχισε νά χτυπά τον κάτασπρο πισινό πού βρισκόταν εμπρός του. Τά χτυπήματά του φαίνεται πώς ερεθιζανε τη κοπελλιά πού τα ‘τρωγε, πράγμα πού ανάγκασε τόν Μόνυ νά δυναμώσει τά χτυπήματα…

—======================—

                               Πάολο Κοέλιο



    Ο Πάουλο Κοέλιο ντε Σόουζα (Paulo Coelho de Souza) είναι Βραζιλιάνος συγγραφέας που γεννήθηκε 25 Αυγούστου 1947 στο Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία. Φοίτησε στη νομική αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1970 για να ταξιδέψει σε Μεξικό, Περού, Βολιβία, Χιλή, στην Ευρώπη και τη Β. Αφρική. 2 έτη αργότερα επέστρεψε στη Βραζιλία κι άρχισε να γράφει στίχους για μουσική. Φυλακίστηκε για λίγο καιρό το 1974 για υπονομευτικές δραστηριότητες κατά της βραζιλιάνικης δικτατορίας.
     Παρότι Χριστιανός Καθολικός, τα κείμενά του συνδυάζουν μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο τη θρησκευτικότητα και το μυστικισμό, διαλογισμό και πνευματικές ασκήσεις κι εμπειρίες από το μυστικιστικό παρελθόν του, που συχνά ίσως να αντιτίθεται στη γραμμή του επίσημου Καθολικισμού. Τα θέματά του από την άλλη δεν θα εξέφραζαν συγκεκριμένη θρησκευτική ιδεολογία, αν δεν υπήρχαν τα Καθολικά στοιχεία, αλλά αυτή η διάσταση δε λαμβάνεται έντονα υπόψη από το κοινό του, καθότι υφίσταται απλά ως υπόβαθρο για τη κυρίως ιστορία. Ενδιαφέρον έχει να πούμε ότι η επίσημη Ελληνική Εκκλησία δεν έχει αντιδράσει θετικά ή αρνητικά για την επιτυχία του στην Ελλάδα (σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. με τον Χάρυ Πότερ).



     Πολλά από τα έργα του έχουν μία ιδιαίτερη και μυστικιστική ατμόσφαιρα ενώ πολύ σύνηθες θέμα τους είναι η αφοσίωση σ’ ένα στόχο κι η επίτευξη των ονείρων. Έχει πουλήσει πάνω από 20 εκατομμύρια βιβλία σ’ ολάκερο τον κόσμο και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 38 γλώσσες. Του έχουν απονεμηθεί πολλά λογοτεχνικά βραβεία από διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης μιας υποψηφιότητας για το περίφημο Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο IMPAC Dublin για το Η Βερόνικα Αποφασίζει Να Πεθάνει.

                                   11 Λεπτά

    …κι αυτή αυξάνει τη πίεση, ξέροντας τώρα πού πρέπει ν’ αγγίζει, περισσότερο από κάτω παρά από πάνω, πρέπει μα το αγκαλιάσει με τα δάχτυλα, να τραβήξει το δέρμα προς τα πίσω, προς το σώμα. Τώρα είναι ερεθισμένος, πολύ ερεθισμένος, αγγίζει τα χείλη του αιδοίου της, με την ίδια απαλότητα κι έχει επιθυμία να του ζητήσει να πιέσει περισσότερο, να βάλει τα δάχτυλα μέσα, στο πάνω μέρος. Αλλά δεν της το κάνει αυτό, απλώνει στη κλειτορίδα λίγο από το υγρό που ανάβλυσε από τη κοιλιά της και κάνει πάλι τις ίδιες κυκλικές κινήσεις που έκανε και στις ρώγες της. Ο άντρας αυτός την αγγίζει σαν να το έκανε η ίδια.
     Το ένα του χέρι ανέβηκε πάλι στο στήθος της, -τί ωραίο που είναι!…

—======================—

Ανίσα Αλ Χαγκάγκ (1955- Αλγερία)

Το πρόσωπο που λαχταρά την ηδονή,
δεν είναι μνήμη ούτε όνειρο
είναι ο συνδυασμός των δύο,
που, όμως, τα υπερβαίνει.

Στόχος του, η παράταση της ηδονής.
της απώτατης στιγμής του πόθου,
ως εκεί που δεν υπάρχει τέλος.

(Μτφρ: Πέρσα Κουμούτση)

—=====================—

Ομάρ Ιμπν Αμπί Ραμπία (Άραβας ποιητής 7-8ου αι. π.Χ.)

Δεν υπάρχει έρωτας πέρα από τον έρωτά μου.
Μονάχα αν ξεπεράσεις θάνατο και τρέλα.

Θα αρνιόσουν, αφού τις γνώρισες πρώτα καλά,
τις κατοικίες όπου έζησαν οι γείτονές σου;

Κατοικίες λευκές, που κάποτε προστάτευαν
με μυστικό το πάθος σου, και ήταν συνάμα τα σημάδια του.

Ήθελε να σου αρέσει όταν ήσασταν εκεί,
αναζητώντας το πάθος σου, ακόμη και στην άρνησή σου.

Αυτό που ζητούσες, στο έδινε ή το αρνιόταν,
παίζοντας τη κάθε στιγμή.

Στιγμές τη θέλησή σου απαρνιόταν,
κι άλλοτε την έβλεπες σε τίποτα να μην αντιστέκεται.

Όταν της θύμωνες, εκείνη κατάφερνε
με το γέλιο να απομακρύνει το θυμό σου.

Ήσουν και ήταν, κι αυτή ήταν ο χρόνος.
Ευλόγησε λοιπόν κι εκείνη και το χρόνο.

Τη νύχτα ήσουνα γι’ αυτήν πατρίδα…
Κι ήτανε τότε, από τις δικές σου τις πατρίδες, κορυφαία.

Ήταν λοιπόν η έγνοια σου μονάχα εκείνη,
κι άλλην έγνοια απ’ αυτήν δεν είχες.

Τότε, ήταν η συντρόφισσά σου πέρα ως πέρα
μέχρι το βυθό της λέξης.

Και σύντροφός σου,
όσο κανένας σύντροφος.

Τότε, τον κάθε χλοερό τόπο υπέρβαινε
η απόλαυση, όσο κι αν ήταν φημισμένος.

Λεβάντα ευωδίαζε η σκιά της
κι όποιο κοράκι να ‘τανε δεν ήταν σαν τα δικά της.

Όμως κακοί συρθήκανε ανάμεσό σας,
χαλάσανε τα δίχτυα της αγάπης και τη διώξανε.

Πεισμάτωσα, πεισμάτωσε. Το πείσμα
οδήγησε στο χωρισμό.

Δημόσια κάνεις το φευγιό σου
να τη πληγώσεις άδικα.

Δεν ήταν πρέπουσα στ’ αλήθεια,
αυτή η συμπεριφορά σου.

Ή μήπως την είχες πλησιάσει,
για να την αρνηθείς; Το μέλλον θα το δείξει.

Νομίζεις ίσως πως στο πάθος σου
θα επιστρέψει να δει κάποια σημάδια…

Μα το πάθος σου μέχρι και στο βασίλειο των νεκρών
θα σε σκοτώνει: Η σκέψη σου κι η λύπη σου γι’ αυτήν.

(ΜτφρΕλένη Κονδύλη-Μπασούκου)

—======================—

Καζαντζάκης Νίκος


Άκρατος ήτα ακόμα ο πετεινός, τ’ αστέρια ακόμα ανάβαν,
η γης, γιομάτη βλέφαρα κλειστά και χέρια σταυρωμένα,
μες στο γαλάζιο, δροσερό, πλημμυρισμένο αχνό σκοτάδι
κοιμόταν κι ονειρεύουνταν γλυκά πως κιόλας βγήκε ο γήλιος.

Κι οι Μελιγάλες άπλωναν ψηλά προς τα βουνά τα χέρια,
τ’ άγουρα στήθια τους κρουστάλλιαζαν στο νυχτογυαλοπάγι,
τα στόματα βαμμένα φώναζαν, ζητώντας να μαυλίσουν
το σερνικό θεό, να κατεβεί σαν ταύρος στην παλαίστρα:

“Κατέβα, Ταύρε, φέραμε νερό να πιείς να δροσερέψεις,
και ξεχειλίζει το παχνί της γης χορτάρι να χορτάσεις,
και λάμπει μια δαμάλα απήδηχτη μες στο χλωρό λιβάδι.

Κατέβα, θε μου αρσενικέ, στη γης σαν άντρας, αν σου αρέσει,
χοχλάζουν οι ληνοί με νέο κρασί, κι οι γριές μας ξεφουρνίσαν
να φας, ν’ ανθρωποδέσει η σάρκα σου και να μερώσει ο νους σου.

Και μια παρθένα απήδηχτη, χλωμή σε καρτερεί στη θύρα,
και τρέμει ο κόρφος της στους τέσσερους ανέμους ανοιγμένος,
Κύριε, και σε προσμένει σα γαμπρό με το γλυκό μαχαίρι.
Κατέβα, Ταύρε, απά στη μάνα μας τη Γης να την πηδήξεις!

Σαν τη δαμάλα ασκώνει την ουρά και βαριομουκανιέται,
πότε να λάμψουν στ’ αψηλά βουνά τα χρυσοκέρατά σου!”
Οι Μελιγάλες σκούζαν κι άπλωναν λαχταριστά τα χέρια
και τα γυμνά στηθάκια στα βουνά και τρεμοκαρτερούσαν.

Κατηφορούσε απ’ το βουνό αλαφρό, δροσόφτερο το αγιάζι,
κι άσπρος περίστερος στα λιόφυτα τ’ ασημοκαπνισμένα
κατρακυλούσε κι έπαιζε όλο φως ο Αυγερινός χορτάτος.


“Οδύσεια” ραψδ. Ζ’ στ. 1-25

—==============================—

Jean Molinet

     Ο Jean Molinet ήτανε γάλλος ποιητής, χρονικογράφος και συνθέτης. Έγινε γνωστός με τη μετάφραση του Roman De La Rose. Γεννήθηκε  το 1435 στο Desvres, -που ανήκει τώρα στη Γαλλία- και σπούδασε στο Παρίσι, εισήλθε στην υπηρεσία του Καρόλου, δούκα της Βουργουνδίας το 1463, κι όταν έγινε γραμματέας του χρονικογράφου Georges Chastellain: το 1464, έγραψε το La complainte de Grece, πολιτικό κείμενο που παρουσίαζε τη πλευρά της Bουργουνδίας στις τότε κύριες υποθέσεις. Αντικατέστησε τον Chastellain, το 1475 κι ήταν επίσης βιβλιοθηκάριος της Margaret της Αυστρίας. Το χρονικό που έγραψε κάλυψε τα έτη 1474-1504 και δημοσιεύθηκε το 1828 μόνον αφού το επεξεργάστηκε ο J. A. Buchon. Θεωρείται κατώτερο από το χρονικό του Chastellain, έχοντας μικρότερην ιστορική αξία.
     Ήταν επικεφαλής μιας τοπικής σχολής ποίησης που ονομαζότανε Grands Rhétoriqueurs, που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική χρήση των παρονομασιών (Λέξη ή φράση που παίζει με τη πολλαπλότητα των εννοιών, ή λέξεις ομόηχες και σκοπός είναι να προσδώσουνε χιουμοριστική χροιά στο κείμενο ή στο ποίημα). Ο ανιψιός του Jean Lemaire de Belges πέρασε αρκετό καιρό μαζί του στη Valenciennes κι ο Lemaire θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του πρεσβύτερού του συγγραφέα. Το 1501 έγινε υπεύθυνος της εκκλησίας της Notre-Dame στη Valenciennes και πέθανε εκεί στις 23 Αυγούστου 1507.



     Ήταν επίσης συνθέτης, αν και μόνο μία δουλειά, του μπορεί να του αποδοθεί αξιόπιστα, είναι το ροντώ (μορφή μεσαιωνικής κι αναγεννησιακής γαλλικής ποίησης, ως κι η αντίστοιχη μουσική μορφή chanson) του Tart ara mon cueur sa plaisance. Ωστόσο, αυτό το έργο, ένα πρώιμο chanson (γενικά οποιοδήποτε λυρικό γαλλικό τραγούδι, συνήθως πολυφωνικό και που δηλώνει στάσεις, δραστηριότητες ή άλλα πράγματα που δεν έχουνε θρησκευτική ή πνευματική βάση) για 4 φωνές (τα περισσότερα ήταν για 3) ήταν εξαιρετικά δημοφιλές, όπως αποδεικνύεται από την ευρεία διανομή αντιγράφων. Μνημονεύεται επίσης για την ελεγεία που έγραψε σχετικά με το θάνατο του Johannes Ockeghem (διάσημος Γαλλο-Φλαμανδός συνθέτης στο 2ο μισό του 15ου αι. μέσα στους 3 πιο δημοφιλείς τότε) το Nymphes des bois, του Josquin des Prez, ως μέρος του διάσημου motet La déploration sur la mort de Johannes Ockeghem. Από άλλους σύγχρονους συνθέτες, τόσον ο Antoine Busnois όσο κι ο Loyset Compère αλληλογραφούσαν μαζί του.
     Ο ιστορικός Johan Huizinga αναφέρει μερικές αντικληρικές γραμμές του Molinet από μια σειρά επιθυμιών κι ευχών, για το Νέον Έτος:

Προσευχηθείτε στο Θεό, οι Ιακωβίνοι
να φάν’ τους Αυγουστίνους ούλους
κι οι Καρμελίτες να πα’ να κρεμαστούν,
με των Μινωριτών το κομποσχοίνι.
___________________________________

Αυτή τη κόρη που ’χει μυτερό
βυζάκι, βλέμμα πλάνο, γαλανό,
δέρμα απαλό και στόμα τρυφερό,
πόσο να τη φιλήσω λαχταρώ.

Και πέφτοντάς της πάνω.
μπλουζάκι και βρακάκι να της βγάνω
και με τέχνη σοφή να της το κάνω,
κλέβοντας τον κρυφό της θησαυρό.

Κι αν είν’ μετά γραφτό μου, ας πεθάνω.

—========================—

      Ανν Σέξτον

Η Mπαλάντα Tου Mοναχικού Aυνανιστή

Το τέλος μιας σχέσης είναι πάντα θάνατος.
Αυτή είναι το εργαστήρι μου. Μάτι πανούργο,
έξω απ’ τη φυλή του εαυτού μου, η ανάσα μου
σε βρίσκει άφαντο. Τρέμω αυτούς
που κοντοστέκονται. Είμαι φαγωμένη.

Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν είναι πολύ μακριά. Είναι η συμπλοκή μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Ξαπλώνω στη
κρεβατοκάμαρα όπου συνήθιζες να την ιππεύεις.
Με πήρες δάνειο πάνω στο εμπριμέ κάλυμμα.

Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Αγάπη μου, πάρε για παράδειγμα τούτο το βράδυ,
πως κάθε ζευγάρι ξεχωριστά συνενώνει
μ’ ένα συντονισμένο αναποδογύρισμα, χαμηλά, ψηλά,
τη πλούσια δυάδα
πάνω σε σφουγγάρια και φτερά,
γονατίζοντας και σπρώχνοντας,
κεφάλι το κεφάλι.

Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Δραπετεύω απ’ το κορμί μου έτσι,
θαύμα ενοχλητικό. Θα μπορούσα να
μοστράρω την πραμάτεια των ονείρων;
Σκορπίζομαι. Σταυρώνω.
Δαμασκηνάκι μου είν’ αυτό που είπες.

Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Έπειτα ήρθε η μαυρομάτα αντίζηλός μου.
Η κυρία των υδάτων, αναδυόμενη στη παραλία,
ένα πιάνο στις άκρες των δαχτύλων της,
ντροπή στα χείλη της κι ένας λόγος φλάουτο.
Κι εγώ ήμουν η στραβοπόδαρη σκούπα.

Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Σε πήρε με τον τρόπο που παίρνει μια γυναίκα
ένα φόρεμα απ’ το ράφι σε τιμή ευκαιρίας
κι έσπασα με τον τρόπο που σπάει μια πέτρα.
Επιστρέφω την ψαροβελόνα σου και τα βιβλία.
Η εφημερίδα σήμερα γράφει πως νυμφεύεσαι.

Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Αγόρια και κορίτσια απόψε γίνονται ένα.
Ξεκουμπώνουν μπλούζες. Φερμουάρ ανοίγουν.
Βγάζουν παπούτσια. Το φως σβήνουν.
Τα πλάσματα που τρεμολάμπουν είναι γεμάτα ψέματα.
Αλληλοτρώγονται. Είναι παραφαγωμένα.

Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Αν Σέξτον, “Ερωτικά Ποιήματα“, μτφρ.: Ευτυχία Παναγιώτου

—========================—

Ανδρέας Λασκαράτος

            Η Ψωλή

Ω πούτσε, καπιτάνιε του ψωλώνε,
που σαν κομμάτι τράβο ξεφυτρώνεις,
παρπάλι, που τσι τρύπες του μουνιώνε
ξεσκλάς και με τον κώλο τσ’ ανταμώνεις,

Σώπρεπε στο ρουθούνι όντες θυμώνης,
για προφυλαχτικό του γυναικώνε,
ένα από κειά τα σίδερα να χώνης
που βάνουνε στη μούρη του σκυλιώνε.

Κι όντες σώρχεται η λύσσα να γαμήσης,
νά ‘χει εκειός που σ’ έχει ασκιά σπασμένα,
να τρίβεσαι εκεί μέσα ώς ν’ αποχύσης.

Γιατί και ποιό μουνί κάνει για σένα
πούτσαρδε, καπιτάνιε του ψωλώνε,
που ημπορείς νά ‘σαι αργούντουλας καϊκιώνε;

—=======================—

Γιοκόντα Μπέλλι

    Η Τζιοκόντα Μπέλλι (1948) είναι πολυβραβευμένη Νικαραγουανή ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και πολιτική ακτιβίστρια, ιταλικής καταγωγής. Συμμετείχε στη Νικαραγουανή Επανάσταση σε νεαρή ηλικία και κατείχε σημαντικά αξιώματα στο επαναστατικό κόμμα των Σαντινίστας, απ’ το οποίο όμως απεχώρησε το 1993 λόγω διαφωνίας με το χαρακτήρα που αυτό είχε αποκτήσει, μα και για ν’ αφιερωθεί στη συγγραφή.



     Η ποίηση και τα μυθιστορήματά της έχουνε βραβευθεί επανειλημμένα κι η ίδια θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους συγγραφείς της κεντρικής Αμερικής. Είναι παντρεμένη κι έχει 4 παιδιά.
_______________________

   Διατρέχοντάς Σε

Θέλω τη σάρκα σου να δαγκώνω,
σάρκα αλμυρή και όλο ρώμη,
ξεκινώντας απ´τα όμορφα τα μπράτσα σου,
ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος-σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.

Εκεί για κάμποσο να μένω
μπλέκοντας τα χέρια μου
στο δασάκι αυτό από θάμνους που βλασταίνουν,
απαλό και μαύρο κάτω απ’ το γυμνό μου δέρμα,
να συνεχίζω ύστερα στον αφαλό
προς το κέντρο εκείνο απ’ όπου ξεκινάς να γαργαλιέσαι,
και ολοένα να σε δαγκώνω, να σε φιλώ,
ώσπου εκεί να φτάνω,
στο μικρό εκείνο μέρος
-κρυφό και μυστικό-
που χαίρεται στην παρουσία μου
που προχωρά για να μ’ υποδεχτεί
και προς εμένα προελαύνει
με όλην του τη δύναμη την πυρωμένη, ανδρική.

Ύστερα στα πόδια σου να κατεβαίνω
στέρεα σαν τις πεποιθήσεις σου τις αντάρτισσες,
τα πόδια αυτά που το ανάστημά σου ορθώνουν
που σε φέρνουνε σε μένα
και εμένα συγκρατούν,
που τα πλέκεις τη νύχτα στα δικά μου
τα απαλά και θηλυκά.

Τα πέλματά σου να φιλώ, έρωτά μου,
που τόσο, δίχως μου, τους μένει να διαβούν
και πάλι πίσω ν’ ανεβαίνω, σκαλί το σκαλί,
ώσπου τα χείλη να πιέζω στα δικά σου,
ώσπου όλη να γεμίζω απ’ το σάλιο, την ανάσα τη δική σου,
ώσπου μέσα μου να εισβάλλεις
με τη δύναμη του ιλίγγου
και με το πήγαινε να με κατακλύζεις και το έλα σου
σαν θάλασσα ανήμερη,
ώσπου ν’ απομένουμε οι δυο μας ιδρωμένοι τεντωμένοι
στων σεντονιών πάνω την άμμο.

         Σα Γάτα
Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
με κοιλιά αναθρώσκουσα σε θέλω,
νιαουρίζοντας μέσα απ’ τη ματιά σου,
μέσα από τούτον τον έρωτα-κλουβί
τον βίαιο
τον γεμάτο γρατζουνίσματα
σαν σε νύχτα με φεγγάρι
σαν δυο γατιά ερωτευμένα
που τον έρωτά τους ομιλούν στις στέγες
ζευγαρώνοντας με λυγμούς και με κραυγές
μ’ αισχρόλογα, χαμόγελα και δάκρυα
(από εκείνα που κάνουν το κορμί ν’ αναρριγά από χαρά)
Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
κι απ’ τη φυγή με υπερασπίζω,
τη λιποταξία απ’ τη μάχη,
από αδιέξοδα και νύχτες δίχως να μιλούμε,
αυτόν τον έρωτα που με ζαλίζει,
που γύρη με γεμίζει,
γονιμότητα
και πισώπλατα τη μέρα μ’ ακολουθεί
προκαλώντας μου ρίγη.

Δεν φεύγω, να φύγω δεν θέλω, να σ’ αφήσω,
στα κρυφά σε ψάχνω
γουργουρίζοντας,
σε ψάχνω ξεμυτίζοντας πίσω απ’ τον καναπέ,
πηδώντας πάνω στο στρώμα σου,
λυκνίζοντας την ουρά μου στα μάτια σου μπροστά,
σε ψάχνω με τα τεντώματά μου πάνω στο χαλί,
φορώντας τα γυαλιά για να διαβάσω
βιβλία οικιακής οικονομίας
να μην γυρνώ αλλοπαρμένη και το σπίτι να ξέρω να διοικώ,
φαγητό να μαγειρεύω
και τα δωμάτια να συγυρίζω
ώστε δίχως σκόνη ν’ αγαπιόμαστε και δίχως αταξία,
ν’ αγαπιόμαστε τακτοποιημένα,
τάξη βάζοντας σε τούτο το χάος
επανάστασης, δουλειάς και έρωτα,
σε κατάλληλο χρόνο κι ακατάλληλο,
τη νύχτα, τα χαράματα,
στο μπάνιο,
γελώντας εμείς, ίδιοι γατιά εξημερωμένα,
γλείφοντας τις μουσούδες μας σαν γατιά υπερήλικα, κουρασμένα
απ’ το διάβασμα της εφημερίδας στα πόδια του καναπέ.
Σαν γάτα, σε θέλω, ευγνωμονούσα,
παχειά απ’ την προσοχή και τα χάδια τα πολλά,
σαν γάτα, σε θέλω, ισχνή
καταδιωκόμενη, κλαψιάρα, 
σαν γάτα σε θέλω, έρωτά μου,
σαν γάτα, Τζιοκόντα,
σαν γυναίκα,
σε θέλω.

Απλές Επιθυμίες

Σήμερα θα ’θελα τα δάχτυλά σου ιστορίες να γράφουν στα μαλλιά μου
θα ’θελα στον ώμο φιλιά
χουχούλιασμα
τις αλήθειες τις πιο μεγάλες να ξεστομίζεις
ή τα πιο μεγάλα ψέματα—
να μου ’λεγες ας πούμε
πως είμαι η γυναίκα η πιο ωραία του κόσμου
πως πολύ μ’ αγαπάς
και άλλα τέτοια,
τόσο απλά,
έτσι χιλιοειπωμένα,
τις γραμμές του προσώπου μου να διαγράφεις
και στα μάτια άχρονα να με κοιτάζεις,
λες κι η ζωή σου ακέρια απ’ το χαμόγελό τους να εξαρτιόταν
όλους τους γλάρους αναστατώνοντας στον αφρό.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως το κορμί μου να περιδιαβαίνεις,
δρόμο δεντροστοιχισμένο και μυρωδικό,
το πρωτοβρόχι να ’σουν του χειμώνα,
αφήνοντάς σε να πέσεις πρώτα αργά
κι ύστερα κατακλυσμιαία.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως ένα κύμα τρυφεράδας τρανό
που τα μέλη μου θα ’λυνε,
έναν κοχυλιού αχό
ένα κοπάδι ψαριών στο στόμα
κάτι τέτοιο
εύθραυστο και γυμνό
σαν ένα άνθος έτοιμο στο πρώτο φως του πρωινού να ενδώσει
ή ένα σπόρο απλώς ή δέντρο
λίγα χορταράκια
ένα χάδι που θα μ’ έκανε να λησμονήσω
και πέρασμα του χρόνου
και πόλεμο
αλλά κι αυτούς ακόμη τους κινδύνους του θανάτου.
(ΜτφρΈλενα Σταγκουράκη)

—======================—

Έριχ Φριντ

Ονειροπόλημα

Είμαι τόσο κουρασμένος
που σαν διψώ
με τα μάτια κλειστά
την κούπα σηκώνω
και πίνω

Γιατί αν τα μάτια
ανοίξω
εκείνη δε βρίσκεται εδώ 
κι είμαι κουρασμένος
για να σηκωθώ
και τσάι να φτιάξω

Είμαι τόσο ξυπνητός
που σε φιλώ
και σε χαϊδεύω
και σ’ ακούω
ανάμεσα σε κάθε γουλιά
και σου μιλώ

Μα παραείμαι ξυπνητός
τα μάτια για ν’ ανοίξω
θέλοντας να σε δω
για να δω
ότι εσύ
δεν βρίσκεσαι εδώ.

—=====================—

Μπέρτολντ Μπρεχτ


Σονέττο Για Ένα Γ’ Τάξεως Γαμήσι

Και μέχρι να στον δώσω (εν τέλει) καρεκλάτο,
ελπίζω να ‘σαι (εν τέλει) τέλειο σουρωτήρι…
πιο νοτερή απ την άλλη που είχα για χατήρι.
(Ακόμα και στον τάφο ζει, αχ!, η ελπίδα… κάτω.)

Σχεδίου πηγαίνω βάσει -τό ‘χω κανονίσει.
Με τρώει μια έγνοια: όταν έρθεις, θα τον έχεις πλύνει;
(Ολίγος ο έρως, πλην πιο λίγη η βαζελίνη)
Του κώλου στίχοι -Γ’ τάξεως γαμήσι!

Αλόγου πούτσα -μου ‘λεγες πριν από λίγο- εσέ, την
αλόγα, πως σε πήδα! Πιασ’ τ’ αρχίδια, χωσ’ τα
στην πίσω τρούπα, και με τα τρία γάμησέ την!

Με λες κι Ανέστη (χέστηκα) με λένε Κώστα!
Ζαμαν-φού εγώ τελείως για τα μούπες-σούπα:
στο χώνω, και από τα υγρά σου έχω -μμμ ού!- καί σούπα!

        Σονέττο αρ. 15

Εγώ ο άμετρος, που ζω μετρίως, στα τρία μου
σας γράφω, φίλοι να το ξέρετε!
Σοβαρά ποθώ χυδαία να σας ξεχέσω
-ανάγκη δεν σας έχω… μήτε χρεία μου!

Στο πήδημα τα λόγια φτιάχνουν κάβλα:
το χαίρεται ο γαμιάς να λέει γαμήσι
-κι αυτός, που λέξεις έχει να σκορπίσει,
ποτέ του δεν θα κοιμηθεί σε τάβλα.

Γαμίκουλες καλούς η γλώσσα θα ‘χει στέψει,
μόνο όταν το κοράσι τους πιπώσει
στεγνά κι αγρίως -και κοντά στο νου κι η γνώση.

Στεγνός στο πνεύμα μόνο μη και μείνω!
Η τέχνη του άντρα λέει: γαμώ με σκέψη,
κι η πολυτέλεια: να γελάω, όταν χύνω!

               Σονέττο αρ. 3

Σα θηλυκό που για να φτάσει στ’ άγια μέρη,
προσφέρει το κορμί στους ναυτικούς,
πιστεύοντας πως πάει στους ουρανούς,
με καραβίσιους πούτσους είκοσι στο χέρι.

Έτσι κι εμείς. Με τέτοια ατοπήματα
το σώμα τ’ ανεκτίμητο λερώνουμε.
Κσι για το ξέπλυμα σαν τη γυναίκα αναλώνουμε
μιας θάλασσα χειμερινής τα κύματα.

Μετά λοιπόν από επιχειρήματα καμπόσα,
στη θάλασσα αράζουμε τη κοντινή
και ξάφνου στου Θεού βγαίνουμε το λιμάνι.

Έρχονται, δες τους που ‘χουν κάνει τόσα,
η θάλασσά μου, για να ξεπλυθούν δε φτάνει
κι αυτοί εμένα καθίζουν στο σκαμνί.

Αποπλάνηση Των Αγγέλων

Ν’ αποπλανάς αγγέλους μόνο στο άψε-σβήσε:
Στριμωξ’ τον νέτα-σκέτα στου σπιτιού τη μπάση
Τη γλώσσα χωσ’ στο στόμα του, το χέρι ας φτάσει
Κάτω απ’ τη φούστα, ώσπου να χύσει, στήσε
Την όψη του στον τοίχο, σήκωσ’ το φουστάνι
Και γάμησέ τον. Κι αν βογγάει απ’ το γαμήσι
Σφιξ’ τον γερά και κάνε τον διπλά να χύσει
Αλλιώς στα χέρια σου ένα σοκ θα στον ξεκάνει

Πες του όλο χάρη με τον πισινό να σείεται
Πες του τα΄αρχίδια σου απαλά να σου τα πιάσει
Πες του άφοβα να πέσει κάτω, να ‘συχάσει
Στη γλύκα, όσο ακόμα ανάμεσα ουρανού και γης κρεμιέται

Αλλά στα μάτια, όσο γαμάς, μη τον κοιτάζεις
και τις φτερούγες του, άνθρωπέ μου, μη του σπάζεις.

*
Γιατί τα ‘χουν οι πουτάνες τα μέτωπα πλατιά;
Πιο χρήσιμη τους είναι μια πλατειά λεκάνη
και μπαίνει πιο πολύ και βγάζουν πιο πολλά
κι αυτό, τον κόσμο πιο ευτυχισμένο κάνει.

*
Έλα κορίτσι να σε βολέψω,
είναι καλό για την υγειά σου.
Θα μεγαλώσουν τα βυζιά σου
και τη κοιλιά σου θα στρογγυλέψω.

—=======================—

Francois De Maynard

     Ο Φρανσουά Μεϊνάρ (ή Mainard ή Menard ή Meinard) ήτανε Γάλλος ποιητής που πέρασε σχεδόν ολάκερη τη ζωή του στη Τουλούζ. Γεννήθηκε στη Τουλούζ, 21 Νοέμβρη 1582 κι ο πατέρας του ήτανε στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Σπούδασε νομικά, μα τελικά έγινε πρόεδρος της Aurillac. Έγινε γραμματέας της Μαργαρίτας του Βαλουά, συζύγου του Ερρίκου της Γαλλίας, για τον οποίο γράφτηκαν τα πρώτα του ποιήματα. Ήτανε μαθητής του Malherbe, ο οποίος δήλωσε ότι κατά στη γραφή των στίχων του υπερίσχυε τον Racan, αλλά υστερούσε στην ενέργεια που ανέδιδαν οι στίχοι του αντιπάλου του.



    Το 1634 συνόδευσε τον Καρδινάλιο ντε Ναιγιάλ στη Ρώμη και πέρασε περίπου 2 χρόνια στην Ιταλία. Στην επιστροφή του στη Γαλλία, έκανε πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες για να λάβει την εύνοια του Richelieu, αλλά υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στην Τουλούζ. Ποτέ δεν έπαψε να θρηνεί την εξορία του από το Παρίσι και την αδυναμία του να παρίσταται στις συναντήσεις της Γαλλικής Ακαδημίας, της οποίας ήταν ένα από τα πρώτα μέλη. Το καλλίτερο από τα ποιήματά του είναι στη διασκευή κι απομίμηση του Οράτιου: Αλκίππη Γύρνα Στα Δάση Μας. Έν από τα πιο δημοφιλή του ποιήματα, είναι Ο Νεόπλουτος.

Ο Pierre στα νιάτα του,
διάσημος σα τσαγκάρης,
επλούτισε και ντρέπεται
για τη παλιά δουλειά του.

Αυτός ο τυχερός που πουλά μπόττες,
έχει ένα πάρκο πλάι στο σπίτι μου,
όπου πηγές και ψεύτικες σπηλιές,
αρμόζουνε σε βασιλιά παλάτι.

Συγχύζομαι σα σκέφτομαι 
πως έστησε τέτοιο θεριό κει πέρα,
του οποίου το υπέρογκο το κόστος
θα τρέλλαινε τον Καρδινάλιο. (προφανώς εννοεί τον Ρισελιέ)

     Πέθανε στη Τουλούζ 28 Δεκέμβρη 1646, σε ηλικία 64 ετών.
___________________________
     
1
Ο Πιερ, ένας γενναίος
Γασκώνος, είχε πέος
τόσο μακρύ που δέος,
στις τσούπρες προκαλούσε.

Να φανταστείτε, όταν
του σηκωνόταν
ν’ αγγίξει τη μύτη του μπορούσε.

2
Ως πότε, αχόρταγη γυναίκα,
πρέπει, λοιπόν, ν’ αφήσω μέσα,
το εργαλείο μου, που δέκα
κιόλας σου το ‘κανε φορές;

Άστο να πάρει μιαν ανάσα
και πριν το πετεινάρι κράξει.
πάλι εδώ θα ‘ν’, αν το θες.
Φτερά δεν έχει, να πετάξει.

3
Τα ρόδα σου μαράθηκαν,
σου ασπρίσαν τα μαλλιά.
Το σώμα σου έχει χάσει κάθε χάρη.
Η θέση σου, αλί, ‘ναι στο πατάρι,
όπου φυλάν τα ρούχα τα παλιά.

Όλη η ευγλωττία σου δε φτάνει,
όσο κι αν θέλεις, να με κάνει
τη κρύα σου να σου ζεστάνω κλίνη.

Ιωάννα, μη με παίρνεις για παιδί.
Όσο κι αν το χαϊδεύεις, δε θα γίνει,
ο πούτσος μου των γερατειών σου το ραβδί.

4
Ο Γιάννης ένα δειλινό,
τη Μαίρη είχε ξεμοναχιάσει
και καβαλώντας τη με βιάση,
της το ‘κανε στον πισινό.

Κι η δύστυχη, που ‘χε ξεχάσει
σχεδόν, πώς γίνεται από μπρος,
του φώναξε, γεμάτη πείσμα:

-“Σαν ο άνθρωπος είναι γερός
τί το χρειάζεται το κλύσμα“;

5
Μαργκό, κοίταξε το πουλί μου!
Είναι καιρός να γαμηθούμε,
τι ποιός μπορεί να πει, καλή μου,
πως αύριο το πρωί θα ζούμε;

Ο Χάρος καρτεράει, αλί.
Όταν στα δίχτυα του πιαστούμε,
βαθιά κάτω απ’ τη γη θα μπούμε

και τότε αργά πολύ πια θα ‘ναι.
Δε λέει πουθενά η Αγία Γραφή,
στον άλλο κόσμο πως πηδάνε.

6
Ο Ρομπέν, τις κάμπιες κυνηγούσε
και τα κορίτσια τρόμαζε πολύ.
Είχ’ ένα τοσοδούτσικο πουλί.

Μια μέρα που στο δάσος περπατούσε
βλέπει τη Λίζα, που τρελλά την αγαπούσε.
Κι όπως στη χλόη ξαπλώνουν, πλάι-πλάι,

στο μπούτι της το πράμα του ακουμπάει.
-“Ε“, του φωνάζει αυτή, “πάρε από δω
τούτο το πράμα, σε παρακαλώ“.

-“Τί έχεις,” τη ρωτά, “καλή μου;
Είναι μονάχα το καβλί μου“.

Κι η Λίζα χαμηλοβλεπούσα:
-“Α! Κάμπια πως ήτανε θαρρούσα“.

7
Τι ωφελεί η αναβολή;
Άσε το νυχτικό σου
να σκώσω και συ δώσου,
σε ζάλη έρωτα τρελλή.

Τι τη θαρρείς η θεία,
πως λέει η μελωδία
του αηδονιού, καλή μου;

Πως είν’ μεγάλη απονιά,
την ακριβή σου παρθενιά
ν’ αρνείσαι στο καβλί μου.

8
Γιάννα, μικρή μου αγαπημένη,
μη κοκκινίζεις, μη φοβάσαι.
Του έρωτα η φλόγα σε θερμαίνει.
Άφοβη σε προστάζει να’σαι

και να κερνάς την ηδονή.
Σα χάσεις όλη σου τη χάρη,
θα ‘χεις καιρό να ‘σαι σεμνή.

Ο χρόνος, που θα σε μαράνει,
τόσο φαρδύ το πράμα σου θα κάνει,
που θα περσεύει και για μουλάρι.

9
Δυο νιές γυναίκες συζητάνε,
κάτω στην ακροποταμιά
και για τον έρωτα μιλάνε.

-“Καλό είναι το γαμήσι“, λέει η μια,
μα ως να πεις ‘αλεύρι’ έχει τελειώσει
κι είναι και βρώμικα μετά“.

-“Ίσως“, η άλλη απαντά,
όμως για σκέψου πόση
χαρά μας δίνει όσο κρατά“.

—=======================—

Ράινερ Μαρία Ρίλκε

      Σ’ Αγαπώ

Κλείσε τα μάτια μου
Μπορώ να σε κοιτάζω
Τ’ αυτιά μου σφράγιστα
Να σε ακούω μπορώ
Χωρίς τα πόδια μου
μπορώ να ‘ρθω σε σένα
Και δίχως στόμα
θα μπορώ να σου μιλώ

Χωρίς τα χέρια μου μπορώ
να σε σφιχταγκαλιάσω
Σαν να ‘χα χέρια
όμοια καλά με τη καρδιά

Σταμάτησέ μου τη καρδιά
και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι
Κι αν κάνεις το κεφάλι μου
συντρίμμια, στάχτη
Εγώ μέσα στο αίμα μου
θα σ’ έχω πάλι

(ΜτφρΚωστής Παλαμάς)

—=======================—

Melin De Saint-Gelais

     Ο Μελίν ντε Σαιν-Ζελαί (Mellin de Saint-Gelais ή Melin de Saint-Gelays ή Sainct-Gelais) ήτανε Γάλλος ποιητής αλλά και ποιητής του παλατιού για τις ειδικές εορταστικές εκδηλώσεις. Γεννήθηκε στην Angoulême περίπου το 1491, πιθανότατα φυσικός γιος του Jean de Saint-Gelais, μαρκήσιου de Montlieu, μέλος της Λέσχης Ευγενών Angoumois. Το όνομά του ήταν η γαλλο-νορμανδική παραφθορα του Βρεταννού μάγου Merlin που ονοματίζεται στο θρύλο του Βασιλιά Αρθούρου. Ήτανε κοντά στον θείο του Octavien de Saint-Gelais (1466-1502), επίσκοπο της Angoulême από το 1494, και ποιητής που είχε μεταφράσει την Αινειάδα στα γαλλικά.



     Σπούδασε στη Μπολόνια και τη Πάδοβα, είχε τη φήμη ότι ήταν γιατρός, αστρολόγος και μουσικός καθώς και ποιητής. Επέστρεψε στη Γαλλία γύρω στο 1523 και σύντομα κέρδισε την εύνοια στην αυλή του βασιλιά Valois Francis Α’ που αγαπούσε τη τέχνη, από την ικανότητά του στον ελαφρύ στίχο. Έγινε βοηθός-γραμματέας στον Dauphin, ηγούμενο του Reclus στη μητρόπολη της Troyes και βιβλιοθηκονόμος στον βασιλιά του Blois.
     Απολαμβάνει τεράστια δημοτικότητα μέχρι την εμφάνιση του Joachim du Bellay, το 1549, όπου ο Saint-Gelais άρχισε να μη γίνεται δεκτός από τους σύγχρονους ποιητές αλλά και το κοινό.ξαιρέθηκε από την περιφρόνηση που χύνεται στους σύγχρονους ποιητές. Προσπάθησε να τους γελοιοποιήσει διαβάζοντας δυνατά κι ειρωνικά τις Ωδές του Πιερ ντε Ρονσάρντ ενώπιον του Ερρίκου Β’, όταν η αδελφή του βασιλιά Marguerite de Valois του άρπαξε το βιβλίο και τα διάβασε η ίδια. Ο Ρονσάρντ αποδέχτηκεν αργότερα  τη συγγνώμη του Saint-Gelais για το περιστατικό αυτό, αλλά ο Du Bellay χλεύασε το δράστη στη σύναξη των ποιητών εν απουσία του και τελικά ο Μεγίν πήρε τη κάτω βόλτα. Αυτό ίσως έπαιξε ρόλο στο θάνατό του στο Παρίσι τον Οκτώβρη του 1558, στα 67 του χρόνια.
____________________________

1
Μια πονηρή σιγανοπαπαδιά
δειπνούσε με τον εραστή της μια βραδυά
κι όπως πάει ψωμί να κόψει με το χέρι,
πάνω του ρίχνει κατά λάθος το μαχαίρι.

Σκύβοντας να το πιάσει, ένα σκληρό
σπαθί ανακαλύπτει. Στη στιγμή
τραβάει βιαστικά το χέρι.

-“Φίλη μου, μήπως κόπηκες“, ρωτάει
ο φιλος  της. “Μου φαίνεσαι χλωμή.
Πρόσεξε, τι πολύ είναι κοφτερό“.

-“Δεν είναι τίποτα“, του απαντά αυτή.
Το ’πιασα ευτυχώς απ’τη λαβή“.

2
Μια μέρα που η κυρία τριγυρίζει,
τη καμαριέρα ο κύριος κανονίζει.
Κι εκείνη, που αγαπάει το χορό,
κουνάει ρυθμικά τον πισινό.

Σαν τέλειωσαν, του λέει καμαρωτή.
-“Κύριε, μεγάλην έχω απορία:
Το κάνω πιο καλά από τη κυρία“;

-“Μα ναι“, της απαντά, “αναμφιβόλως“.
-“Σας πιστεύω“, του απαντά τότε αυτή,
γιατί μου το΄χει ‘πει κι ο κόσμος όλος“.
—========================—

Γεώργιος Σουρής

         Ποίημα Του Κώλου


Κώλοι πολλοί υπάρχουνε εις το ωραίον φύλον,
Κώλοι με σχήματα διάφορα σε μέγεθος ποικίλον.
Κώλοι χοντροί, κώλοι λεπτοί, κώλοι απαλοί κι αφράτοι,
κώλοι σα ζύμη μαλακοί και κώλαροι τριζάτοι.

Κώλοι σκληροί σαν πέτρινοι και άλλοι λαστιχένιοι,
κώλοι δροσάτοι, τροφαντοί και κώλοι μαραμένοι.
Κώλοι μεγάλοι σαν βουνά και κώλοι μια χουφτίτσα,
κώλοι που ‘ χουν κουνήματα και κάνουνε καπρίτσια.

Κώλοι σαν τάβλα επίπεδοι, κι άλλοι ψηλά βαλμένοι,
κώλοι σαν φράπες τουρλωτοί και κώλοι κρεμασμένοι.
Κώλοι κομψοί, συμμετρικοί και περιποιημένοι και
κώλοι ασουλούπωτοι, «μπόγοι κακοδεμένοι».

Κώλοι σαν τριαντάφυλλο και κώλοι σαν αχλάδι,
κώλοι που προκαλούν κλοτσιά κι άλλοι που θέλουν χάδι.
Κώλοι σαν αλαβάστρινοι, που μοιάζουν με καθρέφτη,
κώλοι που θέλουν φίλημα κι άλλοι που θέλουν νέφτι.

Κώλοι σπανοί, δασύτριχοι, κώλοι σαν κολλιτσίδες
και κώλοι που στενάζουνε από αιμορροΐδες.
Κώλοι ακριβοί, κώλοι φτηνοί, μονάχα δυο παράδες
και κώλοι που προσφέρονται εις τους κωλομπαράδες.

Κώλοι «τοιούτων», ευτραφείς, μοσχοπουδραρισμένοι,
και κώλοι απλησίαστοι γιατ’ είναι λερωμένοι.
Κώλοι αριστουργήματα, όλο καλλιγραφία
και κώλοι σαν της μυλωνούς την ανορθογραφία.

Κώλοι που σε ζαλίζουνε σαν τους κρυφοκοιτάς
και που σε κάνουνε να λες.. “ή ταν ή επί τας”!
Κώλοι οπού το βλέμμα σου δεν ξεκολλά ευκόλως,
που τους θωρείς όταν περνούν κι αναφωνείς: “Τι κώλος!”

     Μυρωμένοι Στίχοι

Τίποτε δεν απόμεινε
στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου
και φαίνονται χεσμένα.

Μόνο σκατά φυτρώνουνε
στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε,
σκατάδες στο τετράγωνο.

Μας έρχεται κάθε σκατάς,
θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε
πως αποσκατωθήκαμε.

Σκατά βρωμάει τούτος δω,
σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό,
σκατά βρωμά κι ο κρίνος.

Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά,
και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό
προβάλλει σκατωμένο.

Σκατά τα πάντα θεωρώ
και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ,
σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ
και στα σκατά θα πέσω.

Όταν πεθάνω χέστε με,
τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με
και πάλι ξαναφάτε,

μα απ’ τα γέλια τα πολλά
κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μου φεύγουν από πίσω.

Σκατά ο μεν, σκατά ο δε,
σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο
μου πόνεσε ο κώλος!

—=========================—

Clement Marot

     Γεννήθηκε 2 Δεκέμβρη του 1496 στο Cahors, πρωτεύουσα της επαρχίας Quercy. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού κι έζησε στην αυλή του βασιλιά Φραγκίσκου Α’ του οποίου ήταν ο ιστοριογράφος και ποιητής εορταστικών εκδηλώσεων. Ο πατέρας του Ζαν, που ήταν Νορμανδός από τη Caen κι απέκτησε τον Κλεμάν με τη 2η σύζυγό του, ήτανε κι αυτός ποιητής και κρατούσε κι αυτός την ίδια θέση, στην αυλή όμως της Βρεττανής Άννας, βασίλισσας της Γαλλίας. Ήταν εκείνος που τον προέτρεψε να στραφεί στη ποίηση μετά τις σπουδές του. Μάλιστα τονε προέτρεψε να ρίξει το βάρος στη μελέτη των συγχρόνων ποητών της εποχής.
     Ήταν η εποχή των ρητορικών ποιημάτων με μια γλώσσα καλοδουλεμένη και με τάση λατρείας στις μπαλλάντες και στα ροντώ, αλλά με ροπή προς την αλληγορία με πιο πολύπλοκες και πιο τεχνικές φόρμες. Ο Κλεμάν ξεκίνησε έτσι, γρήγορα ανέτρεψε τον ορισμό ρητορικά ποιήματα κι επίσης σύντομα εγκατέλειψε τα νομικά. Έγραψε ένα πανηγυρικό ποίημα για τον Guillaume Crétin και μετέφρασε κάμποσο Βιργίλιο. Αυτό τον οδήγησε στην αυλή, όπως ανεφέρθη, των Βαλουά, που όσο κράτησε η δυναστεία των, ήτανε προσηλωμένη στη τέχνη, και κράτησε κοντά έναν αιώνα το θρόνο της Γαλλίας.

    Ήδη από το 1514, πριν από τη στέψη του βασιλιά Φραγκίσκου Α, ο Clément παρουσίασε τη Κρίση Του Μίνωα και λίγο αργότερα ο ίδιος ήτανε ποιητής προσωπικός της βασιλίσσης Κλωντ. Το 1519 μπήκε στη συνοδεία της Marguerite d’ Alençon, αδελφής του βασιλιά, που αργότερα έγινε η Μαργαρίτα της Ναβάρρας, μεγάλη προστάτις των τεχνών. Ήταν επίσης ευνοούμενος του ιδίου του του Φράνσις, κι έγραψε στίχους για διάφορες εορτές κι εκδηλώσεις του παλατιού. Το 1521 βρέθηκε στο στρατόπεδο της Φλάνδρας κι έγραψε για τις φρίκες του πολέμου.
     Ο Marot, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής αυλής της Marguerite, προσελκύστηκε από τη χάρη της, τη καλοσύνη της και τα πνευματικά τηςχαρίσματα, αλλά δεν υπάρχουνε στοιχεία να πιστέψουμε πως είχανε ρομαντική σχέση. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου το ποιητικό ύφος του άρχισε να αλλάζει, προς το πολύ λιγότερο τεχνητό. Μερικά από τα ποιήματά του επαίνεσαν μια κυρία με την επωνυμία “Diane”, την οποία ορισμένοι προσδιόρισαν πως πρόκειτα για τη Diane του Poitiers.
      Το 1524 συνόδευσε το βασιλιά Φραγκίσκο στη καταστροφική ιταλική εκστρατεία. Ο βασιλιάς αιχμαλωτίστηκε στη μάχη της Παβία, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν είχε την ίδια τύχη ή αν τραυματίστηκε κι ο Κλεμάν, ωστόσο ξέρουμε πως επέστρεψε στο Παρίσι στις αρχές του 1525. Ωστόσο, για λόγους πνευματικούς, η Μαργκερίτ κι ο αδελφός της για πολιτικούς, είχε μέχρι τότε ευνοήσει τη διπλή κίνηση του “Διαφωτισμού” όσον αφορά στις θρησκευτικές αντιθέσεις μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, εν μέρει ανθρωπιστική, εν μέρει μεταρρυθμιστική, η οποία διέκρινε την αρχή του αιώνα. Σήμερα άρχισε να εμφανίζεται η τρομερή αντίθεση και στις δύο μορφές καινοτομίας κι ο Marot, που ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, συνελήφθη για αίρεση και φυλακίστηκε στο Grand Châtelet το Φλεβάρη του 1526. Αυτό ήταν μόνο μια πρόγευση των προβλημάτων του. Ένας φιλικός ιεράρχης ενεργώντας για τη Marguerite, κανόνισε την απελευθέρωσή του πριν από το Πάσχα. Η φυλάκιση τον έκανε να γράψει ένα σκληρό ποίημα με τίτλο Enfer (κόλαση), μιμούμενος το φίλο του Étienne Dolet.



     Ο πατέρας του πέθανε περίπου εκείνη την εποχή κι ο Μαρό φαίνεται να έχει διοριστεί στη θέση του Ζαν ως ο βαλέ ντε σαμπρέ στο βασιλιά. Ήτανε σίγουρα μέλος της βασιλικής αυλής το 1528 με μισθό 250 λίβρες. Το 1530, πιθανώς, παντρεύτηκε. Την επόμενη χρονιά ήτανε και πάλι σε δύσκολη θέση, αυτή τη φορά προσπαθώντας να σώσει ένα φυλακισμένο κι ελευθερώθηκε πάλι, αυτή τη φορά αφού έγραψε στο βασιλιά ένα από τα διασημότερα ποιήματα του, για να ικετεύσει κατ’ αυτό το τρόπο την απελευθέρωσή του. Το 1532 δημοσίευσε, με τον τίτλο Adolescence Clémentine, τη 1η τυπωμένη συλλογή των έργων του, που ήτανε πολύ δημοφιλής και συχνά ανατυπώθηκε με προσθήκες. Δυστυχώς, οι εχθροί του ποιητή τονε συκοφάντησαν ότι είχε εμπλακεί στην Affair of the Placards το 1534 κι αυτή τη φορά για να διαφύγει τη σίγουρη σύλληψη, κατέφυγε για ένα διάστημα στη Φερράρα της Ιταλίας.
     (Η υπόθεση Πλακάρ, αφορά σειρά τοιχοκολλήσεων με αντικαθολικό περιεχόμενο ποιημάτων αγνώστου ποιητή, κρυφά, στους δρόμους και σε κεντρικούς δημόσιους χώρους του Παρισιού κι άλλων 4 μεγάλων επαρχιακών πόλεων, Blois, Rouen, Tours κι Orléans, κατά τη διάρκεια της νύχτας στις 17 Οκτώβρη 1534. Αφίσσα μάλιστα είχε τοιχοκολληθεί έξω απ’ τη πόρτα του υπνοδωματίου του ίδιου του Φραγκίσκου. Αυτό θεωρήθηκε τεράστια προσβολή κι η σαφής αυτή παραβίαση της προσωπικής του ασφάλειας και του ιδιωτικού του ασύλου, ανάγκασαν το βασιλιά να σταματήσει να προσπαθεί να προστατέψει τους προτεστάντες, με συμφιλιωτικές προτάσεις στο Κοινοβούλιο και να αλλάξει στάση, μην υποκύπτοντας ούτε στα παρακάλια του Φιλίππου του Μελάγχθονα).
    Στη Φερράρα πήγε στη Renée, δούκισσα της Ferrara, υποστηρίκτρια της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης στη Γαλλία – τόσο σταθερή όσο η αδελφή της Marguerite και πιο αποτελεσματική, εκτός Γαλλίας. Εκεί η δουλειά του περιελάμβανε μεταξύ άλλων, τα διάσημα blasons (περιγραφικό ποίημα, βελτιωμένο στα μεσαιωνικά μοντέλα), το οποίο επηρέασε όλους τους ποιητές της Γαλλίας να τον μιμούνται. (Το blason ορίστηκε από τον Thomas Sébillet ως διαχρονική επαίνεση ή συνεχή εξύβριση του θέματος με το οποίο καταπιάνεται. Τα blasons  του Marot εκτυπώθηκαν το 1543 με τίτλο Blasons anatomiques du corps féminin. Παρακάτω θα δείτε μερικά, Στην ουσία είναι μικροσονέττα που επαινούνε τη γυναίκα, στα διάφορα ανατομικά μέρη του σώματός της, βρίσκοντας κατάλληλες, έξυπνες, όμορφες ή πονηρές μεταφορές περιγράφοντάς τα. Ο Κλεμάν Μαρό πρωτοδημιούργησε αυτό το είδος και τη τάση. Ένα διάσημο παράδειγμά που ειρωνικά απορρίπτει όλες τις προηγούμενα συγκεντρωμένες μεταφορές, είναι το Σονέττο αρ. 130 του Σαίξπηρ που αξίζει να το παραθέσω:

Τα μάτια της αγάπης μου δεν έχουν κάτι απ’ ήλιο.
Κοράλλι είναι πολύ πιο κόκκινο απ’ τα χείλη της.
Εάν το χιόνι είναι λευκό, τα στήθια της είν’ σκούρα.
Οι τρίχες, μαύρα σύρματα, φυτρώνουν στο κεφάλι της.

Έχω δει ρόδα πλουμιστά κόκκινα και λευκά,,
Αλλά κανένα τέτοιο δεν θα δω στα μάγουλά της,
και σε κακά αρώματα πιότερη απόλαυση θα βρω
απ’ την ανάσα που αποπνέει η αγάπη μου.

Μου αρέσει που ακούω να μιλά, μα καλά ξέρω,
πως κάθε μουσική έχει πολύ πιο ωραίο ήχο.
Ξέρω ότι δεν έχω δει ποτέ Θεά να περπατά,

η αγάπη μου σαν περπατάει τρίζει ο τόπος.
Κι όμως, απ’ τον παράδεισο πιο σπάνια η αγάπη μου,
όπως και όποια κάλπικες συγκρίσεις διαψεύδει.

(η μτφρ. δική μου βιαστική & πρόχειρη συγγνώμη)



      Η δούκισσα Renée δεν μπόρεσε να πείσει τον σύζυγό της Ercole d’ Este να μοιραστεί τις απόψεις της κι ο Marot έπρεπε να φύγει από τη Ferrara. Πήγε στη Βενετία, αλλά πολύ γρήγορα ο Πάπας Παύλος ΙΙΙ διαμαρτυρήθηκε στο Φράνσις Α για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι Προτεστάντες και συμβούλεψε να τους επιτραπεί να επιστρέψουνε στο Παρίσι με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψουνε στο καθολικισμό δια όρκου. Ο Μάροτ επέστρεψε μαζί με τους άλλους κι απέταξε τον προτεσταντισμό του στη Λυών. Το 1539 ο Φραγκίσκος του έδωσε σπίτι και εδάφη στα προάστια. Εκείνη την εποχή είναι που εμφανίζει τους Ψαλμούς του Δαυίδ, σε μετάφραση δική του. Κάθε αυλικός διάλεγε τον πιο αγαπημένο του και τον έψαλλε δυνατά. Το έργο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές και ψαλλότανε σ’ όλη τη Γαλλία για πάρα πολλά χρόνια αργότερα κι ήταν ο πρόδρομος για τη προτεσταντική μεταρρύθμιση.
      Την ίδια εποχή έλαβε χώρα μια λογοτεχνική διαμάχη με τον ποιητή François de Sagon, ο οποίος εκπροσωπούσε τη Σορβόννη. Οι ποιητές κι  όλος ο πνετυματικός κόσμος της Γαλλίας χωρίστηκαν στα 2, είτε με τον έναν είτε με τον άλλο, και η φασαρία κλιμακώθηκε. Η νίκη, όσον αφορά στο πνεύμα, ήταν με τον Marot, αλλά με βαρύ τίμημα τη πλέον κακή φήμη του και κακή προδιάθεση του κοινού εναντίον του. Λίγο μετά επεξεργάστηκε τα έργα του συναδέλφου ποιητή Villon. Παρ’ όλο που οι Ψαλμοί δημοσιεύθηκαν το 1541 και το 1543 με βασιλικό προνόμιο, η Σορβόννη εξακολουθούσε να αντιτίθεται στις μεταφράσεις από τη Βίβλο στα γαλλικά. Το 1543, ήτανε πλέον προφανές ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη προστασία του βασιλιά, οπότε κατέφυγε στη Γενεύη.
     Αφού έζησε κάμποσο εκεί δουλεύοντας τους Ψαλμούς του, ο Καλβίνος αύξανε την επιρροή του. Τότε ξεθαρρεμένος, μετακινήθηκε στο Πιεμόντε. Πέθανε στο Τορίνο 12 Σεπτέμβρη 1544, σε ηλικία 48 ετών κι ετάφη στον Καθεδρικό Ναό του Τορίνο, με έξοδα του Γάλλου πρεσβευτή στη Ρώμη. Πιο σημαντικά έργα του είναι: Η ΚόλασηΟ Ναός Του ΈρωταΔιάλογος Των ΕρωτευμένωνΚήρυγμα Του Καλού Και Του Κακού Ποιμένα κά.
_______________________________

1
Ενα πρωί ο Γιάννος πάει
στη Μαριώ, που πολύ αγαπάει
και πιάνοντάς την απ’ τη μέση,
της δείχνει το γυμνό του εργαλείο,
στητό και σ’ όλο του το μεγαλείο.

Μ’ αυτή του λέει, κοιτώντας το με νάζι:
-“Θεέ μου, είναι σωστό θηρίο.
Σίγουρα μέσα μου δε θα χωρέσει“.

Ο Γιάννος τη καθησυχάζει:
-“Αν θες, μονάχα το μισό θα βάλω“.
Μα όταν αρχίζει πια να της το κάνει,

-“Αχ!” η Μαριώ αναστενάζει,
μη σταματάς, βάλε και τ’ άλλο.
Έτσι κι αλλιώς μ’ έχεις πεθάνει“.

2
Ο άντρας, τη πρώτη νύχτα γάμου
λέει στη γυναίκα του: -“Κυρά μου,
αν τάχατες και σε πονέσω
να, δάγκωσε τα δάχτυλά μου“.

Εκείνη συμφωνεί. Κι αμέσως
στρώνονται στη δουλειά. Μετά,
-“Σε πόνεσα;” την αρωτά.

-“Όχι“, απαντά, “το ‘μολογώ.
Μα μη σε δάγκωσα κι εγώ“;

3
Μια μέρα του Δεκέμβρη, ο Ρομπέν
πάει την όμορφη Μαργκό να βρει
και την παρακαλάει, αν μπορεί,
το παγωμένο πράμα του, που δεν

καταφέρνει κεφάλι να σηκώσει.
με τη φωτιά της να το ξεπαγώσει.
Αυτή από σκέτη δέχεται σπλαχνιά

κι αφού έχουνε για καλά τα μέλη μπλέξει:
-“Έι“, του φωνάζει, “σα να φεύγει η παγωνιά“.
-“Και βέβαια“, της απαντάει, “μα θα… βρέξει“.

3
Ένας νεαρούλης με μια κοπελιά
μιλά, και για να τη φχαριστήσει,
της παινεύει τα κάλλη που η Φύση

της έδωσε: τα ολόξανθα μαλλιά,
τα ροδαλά βυζιά, την ανοιχτή
τρυπούλα που έχει κάτω απ’τη κοιλιά.

-“Ε, βρε χαζέ“, του λέει αυτή,
αφού σ’ αρέσει η τρύπα μου, γιατί
λοιπόν δε βάζεις μέσα κάτι τι;;

4
Ένας παπάς, με κόκκινη μαγούλα,
προσπαθούσε ένα βράδυ να περάσει,
μες απ’ της κάμαράς του το καφάσι,
μια όμορφη χωριατοπούλα.

Περνάν τα μπράτσα, το κεφάλι,
το στήθος, αλλά κόλλησε το αφάλι.
Τραβάει αυτός, σπρώχνει κι αυτή
μα τίποτα. Τότε της λέει στο αυτί.

-“Αν δεν περάσει ο πισινός σου
Γύρισε πίσω στο χωριό σου.
Χωρίς αυτόν δεν γίνεται γιορτή“.

Guillaume Colletet

     Ο Γκυγιώμ Κολετέ ήτανε Γάλλος ποιητής, μέλος της ομάδας ποιητών Illustres Bergers, ιδρυτικό μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας των Τεχνών κι είχε γιό τον επίσης ποιητή, Φρανσουά Κολετέ, όστις δεν ήτανε τόσο καλός όσο ο πατέρας του και μάλιστα ένας ποιητής, ο Nicolas Boileau, τονε γελοιοποίηησε δημόσια, με ένα του επίγραμμα.



     Γεννήθηκε 12 Μάρτη 1598 και πέθανε στις 11 Φλεβάρη 1659 -στο Παρίσι πάντα, όπου πέρασε όλη του τη ζωή- σε ηλικία 61 ετών. Απέκτησε μεγάλη φήμη κι ήτανε προστατευόμενος πολλών σημαντικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του Καρδινάλιου Ρισελιέ, όστις μια φορά του έδωσε 600 λίβρες για ένα του ποίημα 6 στίχων. Στη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε 17 βιβλία. Στη προσωπική του ζωή νυμφεύθηκε 3 φορές διαδοχικά, με 3 υπηρέτριες. Τη τελευταία μάλιστα τη Claudine Le Nain, προσπάθησε να την εμφανίσει ποιήτρια, δίνοντάς της δικά του να τα υπογράφει αυτή κι όταν κατάλαβε το τέλος του να πλησιάζει της έγραψε ένα όπου να λέει πως θα παραιτηθεί από τη ποίηση με το θάνατο του συζύγου της. Αλλά το γαλλικό κοινό δεν ήτανε κουτό και κατάλαβε την απάτη, μάλιστα ο ποιητής Jean de La Fontaine, έγραψε κι έν επίγραμμα για τούτο. Βέβαια δεν είναι εντελώς εξακριβωμένο αν το ‘κανε ο ίδιος ή ίσως η σύζυγος κρυφά, αλλά θεωρείται πιθανώτερο και μάλιστα κατά πολύ, το πρώτο σενάριο.
___________________________________

1
Όταν της Λίζας το δεξί
βυζί φιλάω, θυμωμένα
μου λέει: “Δεν είναι αυτό για σένα,
είναι του αντρός μου το βυζί.

Μπορείς αν θες να μου φιλάς,
το αριστερό ώσπου να χορτάσεις.
Κι ούτε απ’ τη μοιρασιά θα χάσεις:
Είναι το μέρος της καρδιάς“.

2
Γλυκό το σώμα της κυράς μου το αεράτο.
Γλυκό το κοίταγμα των πλάνων της ματιών.
Γλυκό το μέτωπο, το γέλιο της το ακράτο.
Γλυκό το φίλημα των λάγνων της χειλιών.

Γλυκός ο λόγος της, κελάρισμα δροσάτο
κι ο χείμαρρος των μεταξένιων της μαλλιών.
Γλυκό το στήθος της, που ανατριχιάζει κάτω,
Από το χάδι των καυτών μου των χεριών.

Γλυκό το πόδι της, το εξαίσιο της αφάλι
κι η λεία της κοιλιά, που ’χω για μαξιλάρι.
Γλυκειά κι η κάθε κίνησή της, όλο χάρη.

Μα πιο γλυκό βρίσκω απ’ τα όσα της τα κάλλη
των λαγονιών της το μεθυστικό ρυθμό,
όταν τυχαίνει στα κρυφά να τη γαμώ.
======================================

Denis Sanguin De Saint-Pavin

    Ο Ντενί Σανκέν Ντε Σεντ Παβέν, -γεννήθηκε στο Παρίσι το 1595 και πέθανε στις 8 Απρίλη 1670- ήτανε Γάλλος ποιητής λιμπερτέν. Τα ποιήματα αυτά διακρίνονται για την ελευθεροστομία και την ελαφρότητα των ηθών τους, καθώς είναι κυρίως σεξουαλικά και φλερτάρουν με τα όρια της συμβατικής ηθικής.



     Ήτανε γιος του Jacques Sanguin, που κατείχε υψηλή θέση στην αυλή του βασιλιά και Δούκα της Ορλεάνης κι υπήρξε συμμαθητής του Ντεκάρτ και του Vallée des Barreaux, με τον οποίο γίναν εραστές. Όταν αφοσιώθηκε στην εκκλησία, διορίστηκε ηγούμενος στο Μοναστήρι του Livry. Εκεί, έκανε καλά 2 πράγματα: Παραδόθηκε στη Μούσα κι επιδόθηκε σε ένα σωρό ακολασίες! Υπήρξε μαθητής του Συρανό Ντε Μπερζεράκ και γενικά μιλούσε για θρησκεία και κλήρο με πολλή ελυθεριότητα. Εξ αιτίως αυτών έλαβε το παρατσούκλι Πρίγκηψ Των Σοδόμων!  Παρ’ όλ’ αυτά μπήκε κι αυτός στην αυλή του βασιλιά κι απέκτησε ένα νόθο γιο που αργότερα έγινε ιερέας στο ναό της Tierceville.
     Έγραψε πολλά σονέττα, επιστολές, επιγράμματα και ροντώ, υπήρξεν ο αναστυλωτής του σονέττου κατά τον Μεγάλο 17ο αιώνα. Ο Boileau έκαμε έν επίγραμμα σχετικά με την αθρησκεία του.
______________________________________ 

1
Α Αλίνα, καλοχτενισμένη,
σεινάμενη και κουνιστή,
στο σπίτι μου ήρθε γελαστή,
σ’ αγόρι μεταμφιεσμένη.

Γιατί φοβόταν, η κουτή,
αν ήταν γυναικεία ντυμένη,
πως θα την άφηνα να μένει
έξω απ’ τη πόρτα τη κλειστή.

Ομολογώ πως αρχικά
εθύμωσα πραγματικά.
Μα ήτανε χαριτωμένη τόσο,

που απ’ τη ντροπή για να τη σώσω,
της φέρθηκα καθώς σε κόρη
που θέλει να περνά για αγόρι.

2
Δυο φίλες τη λαχταριστή
κι ονειρεμένη παραζάλη,
του έρωτα ψάχνουν στη ζεστή,
η μια της άλλης την αγκάλη.

Τ’ αθώα τους σπαταλώντας κάλλη,
παίζουν με χάρη ζηλευτή,
άλλοτε η μια κι άλλοτ’ η άλλη.
ρόλο ερωμένης, εραστή.

Μ’ αλοίμονο, ό,τι κι αν κάνουν,
τις όμορφές τους μέρες χάνουν.
Ποτέ τους δεν ικανοποιούνται.

Όσο κι αν προσπαθούν, να βρουν,
στο αγκάλιασμά τους δεν μπορούν,
την ηδονή που μας αρνιούνται.
—=====================—

Jean-Baptiste-Joseph Willart De Grécourt

     O Zαν-Μπαπτίστ-Ζοζέφ Βιλάρ Ντε Γκρεκούρ, ήτανε Γάλλος ποιητής που γεννήθηκε 7 Φλεβάρη 1684 στη Vallières (σήμερα ονομάζεται Fondettes) και πέθανε στις 2 Απρίλη 1743 στη Τουρ.



     Γεννήθηκε σε οικογένεια με καταγωγή από τη Σκωτία μα χωρίς περιουσιακά στοιχεία στη κατοχή της. Η μητέρα χρειάστηκε να δουλεύει ταχυδρόμος στη Τουρ, ώστε να τα βγάζουνε πέρα. Ο ίδιος προοριζότανε για την εκκλησία. Σπούδασε κάτω από τις διδαχές και τη προστασία ενός κληρικού θείου του με καλή θέση στον εκκλησιαστικό χώρο κι έλαβε τον τίτλο του ιερέα μόλις στα 14 του χρόνια. Μόλις χειροτονήθηκε, είχε μεγάλην επιτυχία στα κηρύγματά του, αλλά αργότερα αναγκάστηκε να παραιτηθεί εξ αιτίας ενός σκανδαλώδους κηρύγματος για αρκετές από τις κυρίες της πόλης. Η ιδιοσυγκρασία του αμέσως τον έστρεψε στη ποίηση και στις απολαύσεις, και παρόλο που του προσφέρθηκαν αργότερα πολλάκις καλές θέσεις, τις αρνήθηκεν όλες. Σε αυτές απάντησε προσφέροντας μια συγγνώμη, μες απ’ τους στίχους του ποιήματός του The Solitaire Αnd Fortune.



     Μετά τη παραίτησή του, πέρασε πολύ χρόνο στο Παρίσι και γνωρίστηκε με τον Στρατάρχη Ντ’ Εστρέ κι άλλους λιμπερτίνους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να επιλέξει να μείνει στο Παρίσι, όπου τα πράγματα όσον αφορά στην ηθική, ήτανε πιο χαλαρά. Ερωτικός και λάτρης του καλού φαγητού, συνέθεσε πολλές ιστορίες και πολλά ποιήματα, αρκετά απ’ αυτά σκαμπρόζικα, σκετς μπουρλέσκ, επιστολές, μύθους, παραμύθια, επιγράμματα και μαδριγάλια. Απέφυγε να τα τυπώσει, τα διαμοίραζε κρυφά σε ομοϊδεάτες και σε κλειστούς κύκλους, αλλά αργότερα τα συγκέντρωσε όλα και τα εξέδωσε με ψευδώνυμο. Είναι επίσης ένας από τους συντάκτες της ανθολογίας “εκλεκτών” ποιημάτων που εκδοθήκανε το 1735 σε μόλις 62 αντίτυπα, τα οποία αγόρασε ο δούκας του Aiguillon. Όταν πέθανε στον τάφο του βάλαν ένα δικό του επίγραμμα:

Είναι νεκρός, ο φτωχός χριστιανός.
Ο Μολίνα χάνει έναν αντίπαλο.
κι ο έρωτας έναν ιστορικό του.
Αν σκεφτώ τη σούμα του,
η εκκλησία δε χάνει τίποτε.
____________________________________

1
Μια μέρα του καλοκαιριού ζεστή,
στου ύπνου έχει πέσει η Λίζα την αγκάλη
κι είναι έτσι τροφαντή, λαχταριστή,
που κι άγιο μπορεί σε πειρασμό να βάλει.

Το μισοσηκωμένο νυχτικό της.
στα έκθαμβα μάτια αφήνει να φανεί,
ο θησαυρός της άγουρής της νιότης
και μέσα μου φουντώνει η ηδονή.

Πάνω της λαύρος πέφτω. Αυτή νογά
πως κάποιο πράμα μέσα της σαλεύει,
ξυπνά ευθύς και λέει: “Τι τυχερή!
Κοιμάμαι εγώ κι η τύχη μου δουλεύει“.

            Οι Γόβες

Του αντρός της η Μαριώ με νάζι,
καινούργιες γόβες του ζητάει,
στο πανηγύρι για να πάει
κι ο κουτεντές τής αγοράζει.

Μα μόλις μένει εκείνη μόνη,
τον υπηρέτη της φωνάζει,
που τη χουφτώνει, της το χώνει
σαν το χαντρί κομπολογιού.

Κι αυτή τα πόδια τού περνάει
θηλειά στη ρίζα του λαιμού.
Κείνη την ώρα να και φτάνει
ανύποπτος ο κερατάς

Που βλέποντάς τη -“Ε!”, της κάνει,
Αν στον αγέρα πορπατάς.
θε να’ χεις τα ποδήματά σου,
ως τα βαθιά γεράματά σου
“.
—=======================—

Alexis Piron

     Ο Αλέξις Πιρόν ήτανε Γάλλος επιγραμματιστής, ποιητής και δραματουργός. Γεννήθηκε 9 Ιουλίου 1689 στη Ντιζόν, όπου ο πατέρας του,  Aimé Piron, ήταν φαρμακοποιός κι έγραφε στίχους στη βουργουνδική γλώσσα. Ο Αλέξης άρχισε τη ζωή ως υπάλληλος και γραμματέας σε τραπεζίτη και στη συνέχεια σπούδασε νομικά. Το 1719, όταν ήταν σχεδόν 30 ετών, πήγε στο Παρίσι, όπου ένα ατύχημα του έφερε χρήματα και φήμη. Ο φθόνος των τακτικών ηθοποιών επέφερε ένα διάταγμα που τονε περιόριζε, το Théâtre de la Foire. Κανένας από τους συνηθισμένους συγγραφείς γι’ αυτό το θέατρο δεν θα προσπαθούσε για ένα μονόλογο-δράμα εξ αιτίας αυτού κι αυτός έκανε μεγάλη επιτυχία μ’ ένα κομμάτι που είχε τίτλο  Arlequin Deucalion (Αρλεκίνος Δευκαλίων), παρουσιάζοντας το Δευκαλίονα αμέσως μετά τον Κατακλυσμό, κάνοντας χιούμορ με τη διαδοχικη αναδημιουργία διαφορετικών τύπων ανθρώπων.



    Το 1728 έγραψε το Les Fils ingrats (γνωστό αργότερα ως L’Ecole des pères) στη Comédie-Française. Προσπάθησε τη τραγωδία του Callisthene (1730), με το Gustave Vasa (1733) και το Fernand Cortes (1744), αλλά κανένα δεν κατάφερε να πετύχει κι έτσι εστράφη ξανά στη κωμωδία με το La Metromanie (1738), όπου ο ήρωας, ο Damis, υποφέρει από στιχομανία.



    Οι πιο στενές επαφές του αυτή τη περίοδο ήταν η mademoiselle Quinault, η ηθοποιός κι η φίλη της Marie Thérèse Quénaudon, γνωστή ως Mlle de Bar. Αυτή η 2η ήτανε λίγο μεγαλύτερή του κι όχι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά μετά από 20 έτη γνωριμίας τη νυμφεύτηκε το 1741. Εκλέχτηκε το 1753 στη Γαλλική Ακαδημία των Τεχνών, αλλά οι εχθροί του τονε βομβάρδισαν με μιια συγκεκριμένη ρίμα, Ωδή Στον Πρίαπο, που χρονολογείται από τις πρώτες του μέρες εκεί και προκάλεσε το Louis XV να θέσει βέτο. Ο Πιρόν ωστόσο έλαβε σύνταξη και κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια της ζωής του δεν ήτανε ποτέ πια επιθυμητός πουθενά. Το καλλίτερό του επίγραμμα για να τονε θυμόμαστε το γραψε σαν ένα προσωπικό επιτάφιο, γελοιοποιώντας ταυτόχρονα και την Γαλλικήν Ακαδημία:



Ενθάδε κείται ο Πιρόν
που δεν ήτανε τίποτα
ούτε καν μέλος της Ακαδημίας

     Ωστόσο τα επιγράμματά του είναι όλα λαμπρά. Ο Φρίντριχ Μελχιώρ βαρώνος von Grimm τον αποκαλούσε Μηχανή Προβολής. Αργότερα (1762) εξελέγη μέλος της Académie des Sciences, Arts et Belles-Lettres της Dijon. Ο Piron δημοσίευσε τα δικά του θεατρικά έργα το 1758 και μετά το θάνατό του, ο φίλος και λογοτεχνικός ατζέντης του, Rigoley de Juvigny, δημοσίευσε τα Επιγράμματά του. Ο Μ. Bonhomme εξέδωσε μια συγκεντρωτικήν έκδοση το 1859, συμπληρωμένη από τις Poésies choisies et pièces inédites το 1879.



     Ο Αλέξις Πιρόν πέθανε στο Παρίσι 21 Γενάρη 1773. Η μορφή του αντιπαραβάλλεται με αυτή του μεγαλύτερου των Αδελφών Καραμαζώφ, του Φιοντόρ Παβλόβιτς, ως το συμπλήρωμα του πνεύματος, (Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη ο συγγραφέας).
___________________________________

1
Δυο εραστές τρελό παιχνίδι στήσαν
στου δάσου μιαν απόμερη γωνιά,
νομίζοντας πως ολομόναχοι ήσαν,
με τις ξανθιές δρυάδες συντροφιά.

Μα στη πιο κρίσιμη στιγμή ακούνε
βήματα. Τότε κείνος της φωνάζει:
-“Πάμε να φύγουμε, τι θα μας δούνε“.

-“Όχι, μη σταματάς“, του αναστενάζει.
-“Μα έρχεται κόσμος“. -“Ε, και τι μ’ αυτό;
Δε διακρίνω μήτε ένα μου γνωστό“.

2
Η Λίζα, τη νυχτιά του γάμου
κάτω απ’ του αντρός της το κορμί
κουνιέται, με περίσσειαν ορμή.

Κι ύστερα τον ρωτάει: -“Χαρά μου
Πες μου, δεν το΄’κανα καλά“;
Κι αυτός, πάρα πολύ οργισμένος,

της απαντά: -“Είσαι ορισμένως
στον έρωτα ξεφτέρι, αλλά
ποιός σου ‘μαθε τόσα πολλά“;

3
Ένας νεαρός με μια κυρά στοιχηματίζει
πως δώδεκα φορές θα της το κάνει.
Εκείνη δέχεται, και μάνι μάνι
στο στρώμα πέφτουν και το γλέντι αρχίζει.

Μα όταν αυτός μετράει ως τις οχτώ:
-“Το μέτρημα“, του λέει, “δεν ειν σωστό.
Με κλέβεις μια. Χωρίς να σε προσβάλλω,
θαρρώ πως δεν αντέχεις άλλο,

και να ξεφύγεις προσπαθείς“.
Κι ο τύπος απαντάει ευθύς:
-“Εγώ πάντα μετράω με προσοχή,
μα αν θέλεις, ξεκινάμε απ’ την αρχή“.

—=======================—

Pierre Berthelot

     O Πιέρ Μπερθελό γεννήθηκε στο 16ο αιώνα και πέθανε κατά πάσα πιθανότητα το 1632, ήτανε Γάλλος σατιρικός ποιητής κι έχουμε ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή του και το έργο του. Σαν πρότυπο στη τέχνη του είχε τον (από κάτω αναρτηθέντα) σύγχρονό του και φίλο Ματουρίν Ρενιέ. Χωρίς να έχει τη δική του φαντασία και γούστο, διακρίθηκεν ωστόσο χάρις στην ευχέρεια στιχοπλοκής και την αστεία γραφή του. Τα περισσότερα από τα ποιήματά του είναι αξιοσημείωτα για την επιγραμματική γραφή τους καθώς και τη μεγάλη φυσικότητα κι ευχέρεια, προσόντα που για την εποχή αλλά και μετέπειτα αρκετά σπάνια ακόμη και μεταξύ ποιητών με μεγαλύτερη φήμη. Έβαλε τέχνη που του εξασφάλιζε την εκτίμηση των συγχρόνων του στα επιγράμματα και τα σατιρικά του που ήτανε πλούσια αν και φυσικά δείχναν ατελή και παρατημένα.



    Όπως και ο Regnier, έζησε στον πόλεμο με τον Malherbe, εναντίον του ζυγού στον οποίο εξεγέρθηκε η ιδιότροπη ιδιοφυΐα των περισσότερων ποιητών εκείνης της εποχής. Ο Berthelot δεν τον συγχώρησε, παρά μόνο από τον φίλο του Régnier, επειδή εισήγαγε στους γαλλικούς κανόνες ποίησης οι οποίοι ευνοούσανε τους ανούσιους τεμπέληδες ποιητές που ήθελαν μεν τη τέχνη των στίχων μια ευχαρίστηση, αλλά χωρίς βαθειά μελέτη και προσήλωση και τεχνική. Ο Malherbe μόλις είχε παραχωρήσει στη madame de Bellegarde χώρο στη ποίηση ονομάζοντάς τη μάλιστα “Θαύμα Των Θαυμάτων“. Ο Berthelot το διακωμώδησε μ’ έναν μάλλον πικάντικο τρόπο:

Να κάνει έξι χρόνια μιαν ωδή
και νόμους καταπώς γουστάρει,
μπορεί να του ‘ναι εύκολο.
Αλλά να γοητεύσει τα αυτιά μας
μ’ αυτό το… Θαύμα των Θαυμάτων,
Δε γίνεται με τίποτα!

    Ο Ménage, σε Σχόλιό του για τον Malherbe, αναφέρει ότι ο τελευταίος ήταν αρκετά ευαίσθητος κι ένα από τα σατιρικά επιγράμματα του Berthelot τον ενόχλησε πολύ. Για να εκδικηθεί τη προσβολή που πίστευε πως είχε λάβει: κατέφυγε σε έναν ευγενή από τη Caen από τους φίλους του, ονόματι La Boulardière.για να τονε δικάσει. Ο Berthelot δικαζόταν επιδιώκοντας με σαρκασμό και κοροϊδία τον θαυμασμό του Malherbe, του Vicomtesse d’Auchy, ο οποίος είχε δώσει την έγκρισή του, μειώνοντας την έντση τψν στίχψν του που είχαν ήδη ειπωθεί.
     Οι στίχοι του Berthelot συγκεντρώθηκαν εν μέρει, το 1618, με εκείνους των Sigogne, Regnier, Motin, Maynard κι άλλων, σε μια σατιρική συλλογή. Γνωρίζουμε, με τ’ όνομά του, μόνο μια συλλογή με τίτλο Soupirs Αmoureux (Paris, 1646). Τα σατιρικά και τα επιγράμματα του δημοσιεύθηκαν στο Cabinet Satirique.
_________________________________

Μια μέρα μέτρησε η Μαριώ,
του αντρός της τ’ όρθιο θεριό
κι ηύρε πως ήτανε μακρύ:
μια σπιθαμή κι άλλη μισή.
Μα σαν τελειώσαν τη δουλειά,
είχε απομείνει μια σταλιά.

Της λέει τότε απελπισμένος:
-“Ντροπή μεγάλη είναι ορισμένως,
μέσα σου το μισό ν’ αφήσω.
Αυτό που λείπει δος μου πίσω“.

Μα εκείνη, σκάζοντας στα γέλια
κι αφού τεντώθη με νωχέλεια:
-“Καϋμένε“, λέει, “δεν του’χω πάρει
τίποτα απ’την παληά του χάρη.

Ξάπλωσε πάνω στη κοιλιά μου,
τρίφτο γερά μες στα μεριά μου
κι όταν σκληρύνει για καλά
Βαλτο όσο πιο μπορείς βαθιά.
Ό,τι του λείπει θα βρεθεί
Εκεί ακριβώς που’χε χαθεί
“.

—======================—

Mathurin Regnier


     Ο Ματουρίν Ρενιέ, ήτανε γάλλος σατιρικος ποιητής και φίλος του Μπερθελό, μα πέθανε πολύ νέος, στα 40 του μόλις. Γεννήθηκε 21 Δεκέμβρη 1573 στο Chartres, το σημερινό  Centre-Val de Loire. Ο πατέρας του, Jacques, ήταν ένας αστός με γνωριμίες και μια καλή θέση, η μητέρα του, Simone Desportes, ήταν αδελφή του ποιητή Philippe Desportes. Ο Desportes, ο οποίος ήταν ευεργέτης και στην αυλή, φαίνεται να θεωρείται φυσικός προστάτης και μέντοράς του. Έτσι το αγόρι θέλησε να ακολουθήσει τους βήματα του θείου του, από 8 ετών.



    Λίγα είναι γνωστά από τη νιότη του κι είναι κυρίως εικασίες που τις καθορίζει η ημερομηνία της επίσκεψής του στην Ιταλία σε μια ταπεινή θέση στη σουίτα του καρδινάλου, François de Joyeuse, το 1587. Ο καρδινάλιος ήτανε διαπιστευμένος στη παπική αυλή εκείνο το έτος ως προστάτης των βασιλικών συμφερόντων. Ο Regnier βρήκε τα καθήκοντά του ενοχλητικά κι όταν, μετά από πολλά χρόνια συνεχών ταξιδιών στην υπηρεσία των καρδιναλίων, επέστρεψεν οριστικά στη Γαλλία περίπου το 1605, εκμεταλλεύτηκε τη φιλοξενία του Desportes.
    Ξεκίνησε νωρίς τη πρακτική της σατιρικής γραφής κι η εχθρότητα που υπήρχε μεταξύ του θείου του και του ποιητή François de Malherbe του έδωσε την ευκαιρία να επιτεθεί στον τελευταίο. Το 1606 πέθανε ο Ντεσπόρτ, χωρίς να αφήνει τίποτα στον Régnier, ο οποίος, αν κι απογοητευμένος από τη κληρονομιά  των αδερφών του Desportes, έλαβε σύνταξη ύψους 2000 λιβρών, που χρεώνεται σ’ ένα από αυτά. Μπήκεν στη διεύθυση της Chartres το 1609 μέσω της φιλίας του με τον ελαστικόν επίσκοπο Philippe Hurault, στου οποίου το αββαείο, το Royaumont, πέρασε πολύ διάστημα στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο ξαφνικός θάνατος του Ερρίκου Δ’ όμως, του στέρησε τη τελευταία ελπίδα του για μεγάλες προσδοκίες. Στη μετέπειτα ζωή του αναλώθηκε στις ακολασίες και πέθανε τελικά στο ξενοδοχείο Ecu d’ Orlans, στη Ρουέν, στις 22 Οκτώβρη 1613, μόλις στα 40 του χρόνια.



    Μετά το θάνατό του, δημοσιεύθηκαν πολυάριθμες συλλογές ημιτελών σατιρικών ποιημάτων, ενώ άλλα παρέμειναν στο χειρόγραφο. Επίσης μέσα σ’ αυτές υπήρξε πληθώρα ανωνύμων επιγραμμάτων, κλπ., που αποδίδεται στο Régnier, ωστόσο μερικά μόνον απ’ αυτά είναι γνήσια δικά του, έτσι ώστε είναι πολύ σπάνιο να βρούμε δύο εκδόσεις του που να συμφωνούν ακριβώς στο περιεχόμενο. Το αδιαμφισβήτητο έργο του χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: απλές σάτιρες σε τετράστιχα, σοβαρά ποιήματα σε διάφορα μέτρα, και τέλος, σατιρικά ή παιχνιδιάρικα επιγράμματα κι ελαφρά κομμάτια, τα οποία συχνά, αν όχι πάντα, διαθέτουνε σημαντικήν ελευθεριότητα γλώσσας.



    Το πραγματικό μεγαλείο του στη σφριγηλότητα και τη λεπτότητα στις σάτιρές του, αντιπαραβάλλεται κι αυξάνεται καθώς αυτή η σφριγηλότητα είναι με εξαίσιο συναίσθημα και τη μελαγχολική μουσική μερικών από τα μικρά ποίηματά του. Σε αυτά ο Ρενιέ είναι μαθητής του Pierre Ronsard (τον οποίο υπερασπίστηκε λαμπρά εναντίον του Malherbe), χωρίς τη περιστασιακή σχολαστικότητα, την επίπληξη ή την υπερβολική ευχέρεια του La Pléiade. αλλά στις σάτιρες φαίνεται ότι δεν είχε δάσκαλο, εκτός από τους αρχαίους, επειδή μερικές από αυτές γραφτήκανε πριν από τη δημοσίευση αυτών του Vauquelin de la Fresnaye, κι οι Τραγωδίες του Agrippa d’Aubigné δεν εμφανίστηκαν μέχρι το 1616. Έχει μερικές φορές ακολουθήσει κατά πόδας τον Οράτιο, αλλά πάντα σ’ εντελώς πρωτότυπο προσωπικό πνεύμα. Το λεξιλόγιό του είναι ποικίλο και γραφικό και δεν αμαυρώνεται από τον κλασσικό κακόβουλο ρόλο ορισμένων Ronsardists (ποιητές ή και συμπαθούντες, που συμμερίζονταν το ήθος και τη ποιητικότητα, του εμπνευστού του όρου, ποιητή Pierre de Ronsard -11/9/1524-27/12/1585).
    Ο στίχος του είναι εξαιρετικά δυναμικός και παθιασμένος, αλλά η κύρια διαφορά του ως σατιρικού είναι ο τρόπος με τον οποίο αποφεύγει τις συνήθεις θέσεις της σάτιρας. Οι πανίσχυρες κι ακριβείς γνώσεις του για την ανθρώπινη φύση κι ακόμη και για τις καθαρά λογοτεχνικές του ιδιότητες, προκαλέσανε μετέπειτα το θαυμασμό του Boileau (Nicolas Boileau-Despréaux, 1/11/1636-13/3/1711, Γάλλος ποιητής και κριτικός). Ο Régnier επέδειξεν αξιοσημείωτην ανεξαρτησία κι οξύτητα στη λογοτεχνική κριτική και το διάσημο εδάφιο (Satire ix., A Monsieur Rapin) στο οποίο σατιρίζει τον Malherbe, περιέχει τη καλλίτερην υπόδειξη της απλής, σωστής θεωρίας της ποίησης που έχει γραφεί ποτέ. Τέλος, είχε μιαν ασυνήθιστη περιγραφική ικανότητα κι η ζωντάνια αυτού που ονομάζεται αφηγηματική σάτιρα, δεν προσεγγίστηκε καν στη Γαλλία για τουλάχιστον 2 αιώνες μετά το θάνατό του. Όλα τα πλεονεκτήματά του εμφανίζονται στο αριστούργημα με τίτλο Macette ou l’Hypocrisie dconcerte, το οποίο δεν υστερεί ούτε σε σύγκριση με τον Tartuffe του Μολιέρου, μα και σχεδόν καμμιά από τις 16 σάτιρες που έχει αφήσει, πέφτει πιο κάτω από ένα πολύ υψηλό επίπεδο γραφής.



    Το Les Premières d’Euvres ή satyres de Regnier (Παρίσι, 1608) περιλάμβαναν το Discours au rol και 10 ακόμα σάτιρες. Υπήρξε έν άλλο το 1609, κι άλλα το 1612 και το 1613. Είχεν επίσης συνεισφέρει σε δύο συλλογές: Les Muses gaillardes το 1609 και Le Temple d’Apollon το 1611. Το 1616 εμφανίστηκε το Les Satyres et autres cvuvres folastres du sieur Régnier, με πολλές προσθήκες και μερικά ποιήματα από άλλα χέρια. Δύο διάσημες εκδόσεις από τον οίκο Elzevir (Leiden, 1642 και 1652) είναι πολύτιμες. Οι σπουδαιώτερες εκδόσεις του 18ου αιώνα είναι αυτές του Claude Brossette (τυπωμένο από τον οίκο Lyon & Woodman, London, 1729), το οποίο παρέχει και σχολιασμό για το Régnier, και του Lenglet Dufresnoy (εκδόσεις J. Tonson, London, 1733). Οι εκδόσεις του Prosper Poitevin (Παρίσι, 1860), του Ed. de Barthlemy (Παρίσι, 1862), και του Ε. Courbet (Παρίσι, 1875), μπορούν να αναφερθούν ειδικά. Η τελευταία, τυπωμένη με τα πρωτότυπα, με πλάγια γραφή και καλά επεξεργασμένη, είναι ίσως η καλλίτερη. Τέλος παραπέμπω στα: Mathurin Régnier υπό Vianey (1896) και του Μ. Η. Cherrier, Bibliographie de Mathurin Régnier (1884). 
______________________________

1
Προχτές, μιλώντας με τη Φώτω,
που ‘ναι όμορφη και ντροπαλή,
δίχως να θέλω, μια στιγμή
μου ξέφυγε, κι είπα “γαμώτο“.

Κι όπως κοκκίνησεν αυτή
κατάλαβα πως βρίσκει ωραίο
και της αρέσει αυτό που λέω,
μ’ αλλού το θέλει, όχι στ’ αυτί.

2
Η Λίζα, που ‘ν’ απελπισμένη,
μια μέρα στον Ρομπέν πηγαίνει.
-“Τη ζωή βαρέθηκα“, του λέει.
Δεν αντέχω άλλο“, κι όλο κλαίει.

Απ’ τα δεινά μου λύτρωσέ με:
Σε ικετεύω, σκότωσέ με“.
Ο νεαρός το παντελόνι,
στο άψε-σβήσε ξεκουμπώνει.

Έξω.. . ξέρετε τι τραβά,
κι αρχίζει να τη μαχαιρώνει,
λίγο πιο κάτω απ’ τη κοιλιά.
Κι αυτή, που θέλει να πεθάνει,
του λέει: -“Σπρώχτο πιο βαθιά“.

Αλλ’ ο Ρομπέν, που έχει ξεθεωθεί,
-“Έλα, ξεμπέρδευε“, της κάνει,
γιατί το δόλιο μου σπαθί,
έχει αρχίσει να στραβώνει“.

—======================—

Jean-Baptiste Rousseau

     Ο Ζαν-Μπαπτίστ Ρουσσώ ήτανε Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, ειδικά αξέχαστος για πάμπολλα κυνικά επιγράμματά του. Γεννήθηκε στις 6 Απρίλη 1671 στο Παρίσι, γιος τσαγκάρη κι ήταν καλά μορφωμένος. Ως νεαρός, κέρδισε την εύνοια του Boileau, ο οποίος τον ενθάρρυνε να γράψει. Ξεκίνησε με το θέατρο, στο οποίο δεν είχε καμία ικανότητα. Η 1η κωμωδία Le Café απέτυχε το 1694 και δεν ήταν πολύ ικανοποιημένος με ένα πιο φιλόδοξο έργο, το Le Flatteur (1696) ή με τη 5πρακτη όπερα Venus et Adonis (1697). Το 1700 προσπάθησε μια άλλη κωμωδία, Le Capricieux, η οποία είχε την ίδια μοίρα. Στη συνέχεια πήγε ως ακόλουθος με τον Τάλαρντ στο Λονδίνο και, σε εποχή όπου η λογοτεχνία ήτανε σε μεγάλο επίπεδο εκεί, θέλησε να διδαχτεί ώστε να επιτύχει.



     Οι κακοτυχίες του ξεκίνησαν με μια λέσχη κωμωδίας το Café Laurent, στο οποίο συχνάζανε πολλοί λογοτέχνες και όπου παραδίδονταν όλοι σε σάτιρες και λίβελλους στους φίλους και συναδέλφους τους. Ένα σωρό τέτοιες σάτιρες γράφτήκαν εκεί μέσα που ήτανε δικές του ή του αποδίδονταν κι εκτός αυτών και μια σειρά από πικάντικα ποιήματα.Τελικά είχεν επιτυχία κι ας μην είχεν η ποίησή του λυρισμό όπως πχ του Ρασίν. Κάτι από δω κάτι από κει που λένε, έφτασε το 1710 να ‘ναι υποψήφιος για να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Έχοντας κυκλοφορήσει κάποιοι στίχοι πιο επιθετικοί από κάθε άλλη φορά και που αποδόθηκαν σε κείνον, του δημιουργήσανε μεγάλο πρόβλημα. Κλήθηκε να δικαστεί, απέδωσε τους στίχους σε άλλον (άγνωστο αν είχε δίκιο ή όχι) αλλά δεν έπεισε και κλήθηκε ξανά να δικαστεί αυτή τη φορά σε ανώτερο και πιο επίσημο δικαστήριο, στο οποίο δεν εμφανίστηκε. Καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβιο εξορία κι αναγκάστηκε να ζήσει σε διάφορες χώρες, εξόν μιας μυστικής επίσκεψης στη Γαλλία το 1738. Του είχε ζητηθεί να ανακαλέσει κάποιους στίχους και να τους αποποιηθεί κι έτσι να αρθεί η ποινή, το 176, μα εκείνος αρνήθηκε.



    Ο πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας κι άλλοι διάσημοι τον έβαλαν υπό τη προστασία του κατά την εξορία του και στη Soleure τύπωσε τη 1η έκδοση των ποιητικών του έργων. Συναντήθηκε με το Βολταίρο στις Βρυξέλλες το 1722 και το Le Pour et le contre του λέγεται ότι τονε συγκλόνισε κι εξέφρασε ελεύθερα τα συναισθήματά του, κάνοντάς τονε κι αυτόν εχθρό του. Ο θάνατός του προκλήθηκε από τον Jean-Jacques Lefranc, μαρκήσιο του Pompignan, μια ωδή που ίσως ήταν το καλλίτερο από οποιοδήποτε έργο του Rousseau. Το έργο αυτό μπορεί να χωριστεί σε 2 μέρη: Το ένα αποτελείται από επίσημες κι εν μέρει θρησκευτικές ωδές και καντάτες του τραχύτερου όμως χαρακτήρα, ίσως το πιο περίφημο είναι το Ode a la fortune. το άλλο από σύντομα επιγράμματα, μερικές φορές ημιτελή και πάντα, ή σχεδόν πάντα, νοσηρά.
    Ως επιγραμματοποιός είναι κατώτερος μόνον από το φίλο του Πιρόν. Η ψυχρότητα του συμβατικού λόγου κι η ανεπάρκεια όλου του πραγματικά λυρικού ρυθμού που χαρακτηρίζει την εποχή του, δεν εμποδίζουν τις ωδές και τις καντάτες του να δείχνουνε κατά καιρούς πραγματική ποιητική ικανότητα, αν και περιορισμένη κι ανεπαρκής για να εξηγήσει την εξαιρετική του κυριαρχία στο συρμό της εποχής. Λίγοι συγγραφείς ανατυπώθηκαν τόσο συχνά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αλλά ακόμη και στον ίδιο του τον αιώνα, ο La Harpe είχε φτάσει σε μια πιο αληθινή εκτίμηση της πραγματικής του αξίας, όταν είπε για τη ποίησή του: “Το χειρότερο είναι πως πρόκειται μόνο για ένα συνηθισμένο, φορτωμένο με διακηρύξεις κι ακόμη και παρανοήσεις, ποιητικό συνονθύλευμα“!
     Ο Ρουσσώ δημοσίευσεν επίσης ένα μέρος της δουλειάς του στο Λονδίνο το 1723. Πέθανε στις Βρυξέλλες 17 Μάρτη 1741.
______________________________________________

1
Ένας καλόγερος μια χήρα
πηγαίνοντας να επισκεφθεί,
στο σπιτικό της προσπαθεί
να μπεί από την πίσω θύρα.

-“Τι κάνεις,” λέει η προκομμένη,
πιο κει είν’η θύρα η σωστή“.
-“Ε, δεν πειράζει, αφού κι αυτή
βρήκα ανοιχτή“, της αντικραίνει.

2
Ένας παπάς μια μοναχή αφράτη
κανόνιζε, στα κρύα πλακάκια χάμου.
Κι’αυτή, βογγώντας, του’λεγε: -“Παπά μου,
πιο βολικά δε θα ‘ταν στο κρεββάτι“;

-“Τέκνο μου“, απαντάει, “αυτά που λες
ειν’ πονηρές κουβέντες του διαβόλου.
Δε θα ‘θελε ο καλός Θεός καθόλου,
Να ‘χουμε όλου του κόσμου τις βολές“.

3
Ένας παπάς αυνανιζόταν
Την όμορφη γειτονοπούλα του ως σκεφτόταν.
Του λέει ο εξομολογητής του:
-“Θύμα έχεις πέσει του Αντιχρίστου.

Είναι λοιπόν αλήθεια τόσο ωραία“;
-“Αχ!”, αναστενάζει ο άλλος, “δεν έχεις ιδέα.
Τέτοια θεσπέσια κοπελιά
δεν έχεις ξαναδεί. Ολόξανθα μαλλιά,

χυτό κορμί, μάτια που λάμπουν σαν τη πούλια,
βυζάκια ροδαλά, ολόστρόγγυλα καπούλια.
έργο είναι σίγουρα του Σατανά.
Αφού, ως σου μιλάω, το ‘μολογώ:
στην αμαρτία έπεσα ξανά“.
-“Ω, σε πιστεύω“, κάνει ο άλλος. “Δίχως να
το θέλω, έπεσα κι εγώ“.

4
Ένας βαρβάτος ερημίτης,
που μια γυναίκα πλάνεψε σεμνή,
αφού φωτιάν άναψε στο κορμί της
ήθελε να ‘μπει απ’ τη πόρτα τη στενή.

-“Τι κάνεις;” του φωνάζει εκείνη, “στάσου.
Η τρύπα η καλή είναι πιο κει“.
-“Μη νοιάζεται“, της απαντά, “η αφεντιά σου.
Εδώ που είσαι εμένα μου αρκεί“.

—======================—

Pierre Motin

     Ο Πιερ Μοτέν ήτανε Γάλλος ποιητής και μετφραστής, γεννημένος το 1566 στη Μπουρζ από αριστοκρατική οικογένεια που ‘χεν αναβαμιστεί με επιστολή από τον ίδιο το βασιλιά Λουδοβίκο ΧΙ και σπούδασε στο εκεί  εξαιρετικό Πανεπιστήμιο, παρακολουθώντας τα μαθήματα του Cujas. Λογίζεται δε στους σημαντικούς ποιητές του 16ου αι., στη Γαλλία, συγκρινόμενος μάλιστα με τον Συρανό ντε Μπερζεράκ. Κατόπιν αιτήματος του Ερρίκου ΙV τα μικρά ποιήματα του Πιέρ Τερόν από τα λατινικά, αναφερόμενα στη γέννηση του Λουδοβίκου ΧΙΙΙ. Πέθανε στο Παρίσι το 1612.
____________________________________

1
Ο Φιλιντόρ, τρελλά ερωτευμένος,
πιάνοντας το πουλί του: “Τι φριχτό!”
λέει: “Στη φυλακή να ‘μαι κλεισμένος
και το κλειδί στο χέρι να κρατώ!”

2
Ζωηρή κι ωραία κοπελούδα
Με την ολόξανθη πλεξούδα
Όλο χορεύεις κι όλο τρέχεις.
Ούτε στιγμή ησυχία δεν έχεις.

Για να σοβαρευτείς λιγάκι
Μια σφήνα θες στο κωλαράκι.

—=======================—

Olivier de Magny




     Ο Ολιβιέ ντε Μαγνί γεννήθηκε  στο Cahors στο Quercy γύρω στο 1529 και πέθανε γύρω στο 1561, μόλις στα 32 του κι ήτανε Γάλλος ποιητής. Η οικογένειά του ανήκε στη μεσαία τάξη, ξεκίνησε κι ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη γενέτειρα και το 1547 μετέβη στο Παρίσι. Εκεί τράβηξε τη προσοχή του Hugues Salel, ηγουμένου του Saint-Chéron και ποιητή της αυλής του Φραγκίσκου Α, ο οποίος τον προσέλαβε σα γραμματέα του. Αυτή η 1η σπουδαία του θέση, τον έκανε να συχνάζει στα μέρη όπου σύχναζαν επίσης σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής.
    Ο προστάτης του πεθαίνει το 1553. Ο Olivier συνδέεται στη συνέχεια με τον Jean de Saint-Marcel, άρχοντα του Avanson, ο οποίος τονε παίρνει μαζί του στη Ρώμη το 1555 κατά τη διάρκεια διπλωματικής αποστολής στην Αγία Έδρα. Ήτανε στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού που συναντήθηκε στη Λυών με τη Louise Labé (1524-1566), την οποία ερωτεύτηκε.

    Η παραμονή του στην Ιταλία διαρκεί 3 χρόνια. Εκεί συναντά τον Joachim du Bellay, αλλά δεν επιδιώκει να μπει στην ιταλική αυλή. Το 1557 επέστρεψε στη Γαλλία, όπου, στις 31 Μάη 1559, διορίστηκε στη δυσθεώρητη θέση του γραμματέα του ίδιου του  βασιλιά, θέση που κατείχε μέχρι το θάνατό του.



     Γενικά θεωρείται μαθητής του Ronsard, έγραψε κυρίως σονέττα και τέλος, είναι επίσης πιθανό πως είχε σχέση με τη Labé.
______________________________________

Την άνοιξη τι μου αρέσει ευθύς θα σας το πω:
Γύρω μου να ευωδιάζουνε τα ρόδα, το θυμάρι,
στίχους να γράφω και μαζί με τα πουλιά, τη χάρη
να τραγουδάω ολημερίς εκείνης που αγαπώ.

Το καλοκαίρι, ξαπλωμένος στο ζεστό χορτάρι,
να τη φιλάω, στο στήθος της το χέρι ν’ ακουμπώ,
μιας αχλαδιάς να γεύομαι το ζουμερό καρπό
και να μεθάω με κρασί στιλπνό σα κεχριμπάρι.

Σαν έρθουν του φθινόπωρου οι πρώτες κρύες μέρες
παρέα με φίλους γκαρδιακούς κάστανα στη φωτιά
να ψήνουμε κι ευχάριστες να κάνουμε βεγγέρες.

Και το χειμώνα, που κλεισμένος μες στο σπίτι θα ‘μαι,
να χουζουρεύω πρωί-βράδυ πλάι στη πυροστιά
και στης καλής μου τη θερμήν αγκάλη να κοιμάμαι.

—========================—

Francois Brouard Beroalde De Verville

      O Φρανσουά Μπρουάρ (επωνομαζόμενος) Βεροάλντ Ντε Βερβίγ ήτo Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και λόγιος. Γεννήθηκε 27 Απρίλη 1556 στο Παρίσι, ο πατέρας του Ματιέ Μπρουάρ (Matthieu Brouard ή Brouart, επωνομαζόμενος Μπεροάλντ), ήτανε δάσκαλος των Agrippa d’Aubigné, Pierre de l’Estoile κι Ουγενότος, η δε μητέρα του Μαρί Μπλέτζ, (Marie Bletz) ήταν ανιψιά του ανθρωπιστή εβραίου μελετητή François Vatable (αποκαλούμενου Watebled). Την εποχή της Σφαγής Του Αγίου Βαρθολομαίου, η οικογένειά του διέφυγε στη Γενεύη (1573), αλλά ο Béroalde επέστρεψε στο Παρίσι το 1581. Στον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν απετάχθη τον Καλβινισμό κι εντάχθηκε στις δυνάμεις γύρω από τον Ερρίκο III κι επίσης υπηρέτησε στο στρατό του. Το 1589 μετακόμισε στη Τουρ κι έγινε ηγούμενος του καθεδρικού ναού Saint Gatien, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.



    Είχε στενούς δεσμούς με το πνευματικό και δημιουργικό περιβάλλον της εποχής στα τέλη του 16ου κι αρχές του 17ου αι.(συμπεριλαμβανομένων των Pierre de L’Estoile, Roland Brisset, Guy de Tours) και βρισκόταν υπό την προστασία δύο συμβούλων παρά τω Βασιλεί (Pierre Brochard & René Crespin). Τα κείμενά του καλύπτουνε τόσο ποικίλα θέματα όπως ιστορία, μαθηματικά, οπτική, αλχημεία, ιατρική, ζωγραφική, γλυπτική, ερωτικά, και το… μετάξι!!! Έγραψε στίχους και πεζά και με κάθε τρόπο (σατυρικό, ηθικό, πνευματικό, πολιτικό). Αντιπροσωπεύει μια λογοτεχνία μετάβασης από την αυλή των Βαλουά (και τη γενιά του La Pléiade) στην αυλή των Βουρβώνων, του Ερρίκου IV και στο μπαρόκ κι όπως ο σύγχρονος Nicolas de Montreux (1561–1608.Γάλλος ευγενής, μυθιστοριογράφος, ποιητής, μεταφραστής και δραματουργός. Γεννημένος στο Sablé-sur-Sarthe, στην επαρχία Maine, ήτανε γιος ενός maître des requêtes κι ίσως να έγινε ιερέας γύρω στο 1585. Το 1591 μπήκε υπό την προστασία του δούκα του Mercœur, έγινε βιβλιοθηκάριός του και συμμετείχε στους εμφύλιους πολέμους από την πλευρά της Λιγκ, μέχρις ότου φυλακίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή του, εντάχθηκε κι αυτός στην αυλή του Ερρίκου IV. Υπέγραψε πολλά από τα έργα του με τον αναγραμματισμό του ονόματός του, “Ollénix du Mont Sacre), προσπάθησε να καθιερωθεί με τη μετάφραση ξένων αριστουργημάτων δημιουργώντας πρωτότυπα έργα στα γαλλικά.



      Τα πρώτα του έργα ήταν άρθρα σ’ 1 τόμο, στα μαθηματικά και τη μηχανική (1578) και σε μια ιστορία των οικοσήμων (1581). Τα πολυάριθμα ιστορικά και φιλοσοφικά του έργα περιλαμβάνουν: το Les Recherches de la pierre philosophale κι αφορά στη φιλοσοφική λίθο (1583). Dialogue de la vertu (1584),  L’idée de la republique (1584), μια μετάφραση του Justus Lipsius (1592), De l’ame et de ses excellences (1593), De la sagesse (1593). La Pucelle d’Orleans γραμμένο για τη Joan of Arc (1599), μια εργασία-μελέτη για το μεταξοσκώληκα (1600), το έργο Ηρωδιάς (1600). και μια γαλλική έκδοση με σχόλια της Hypnerotomachia Poliphili (1600) του Francesco Colonna. (Ιταλός Δομινικανός ιερέας και μοναχός, ο οποίος πιστώνεται με το έργο που προανεφέρθη και μάλιστα το όνομά του βγαίνει με ακροστιχίδα από τα αρχικά γράμματα του κειμένου. Έζησε στη Βενετία και υπηρέτησε στο ναό του Αγίου Μάρκου). Η ποίησή του περιλαμβάνει: Les Apprehensions πνευματικά ποιήματα κι άλλα φιλοσοφικά (1583); ερωτικά ποιήματα, Les Soupirs amoureux (1583). μια συμβολή στίχων το 1592, στη μετάφραση της La Diane του Jorge de Montemayor (Πορτογάλος μυθιστοριογράφος και ποιητής, ο οποίος έγραψε σχεδόν αποκλειστικά στα ισπανικά. Το πιο διάσημο έργο του είναι το βουκολικό πεζό Diana 1559), πνευματικά ποιήματα, La Muse celeste (1593) και μια μετάφραση του Βιβλίου των Θυσιών του προφήτη ΙερεμίαLes Tenebres (1599).



     Ο Béroalde δημοσίευσε και μακροσκελή έργα: το Les Avantures de Floride, μυθιστόρημα 4 τόμους (1593-1596), το Le Cabinet de Minerve (1596), ένα ημιτελές μυθιστόρημα Le Restablissement de Troye, amours d’Æsionne (1597), Le Voyage des princes fortunes (1610) και Le Palais des curieux (1612). Με τη περίτεχνη πλοκή, τους πολλαπλούς χαρακτήρες και τις περιπετειώδεις καταστάσεις, αυτά τα περιπετειώδη μυθιστορήματα δείχνουνε την έμπνευση του μυθιστορήματος ιππανο-πορτογαλικής ιπποτικής περιπέτειας (όπως το Amadis of Gaula του Garci Rodríguez de Montalvo 1450-1504 Καστιλιάνου συγγραφέα που τύπωσε κι εξέδωσε το μυθιστόρημα αυτό Αγνώστου Συγγραφέα) και του αρχαίου ελληνικού μυθιστορήματος (όπως το έργο του Ηλιόδωρου του Εμεσσηνού ή του Αχιλλέα Τάτιου) αλλά επίσης περνάνε τη γραμμή μεταξύ μυθοπλασίας και φιλοσοφικής ή εγκυκλοπαιδικής γραφής και συχνά χάνονται σε διαλόγους με ηθικά ζητήματα ή σε συμβολική έκφραση (εμπνευσμένη από την Hypnerotomachia Poliphili) με πληθώρα αποριών, ή σε αρχιτεκτονική αλλά κι άλλων στοιχείων.
    Το πιο διάσημο έργο του είναι το παιχνιδιάρικο, χαοτικό, μπαρόκ, μερικές φορές άσεμνο και σχεδόν ακατανόητο Moyen de parvenir που κυκλοφόρησε 1η φορά γύρω στο 1617 -παρωδία των βιβλίων του “talk table” του Rabelais και του Michel de Montaigne The Essays όπου πολλοί διάσημοι άνθρωποι συζητάνε κι αστειεύονται (με συχνά χονδροειδές χιούμορ) ιστορικά και φιλοσοφικά θέματα. Ο όγκος του έργου του είναι τεράστιος και μαρτυρά μιαν ανησυχία και λαχτάρα για εγκυκλοπαιδική μάθηση, τη κλιμάκωση της γνώσης αλλά και τις δυσκολίες ερμηνείας διαφόρων σημαντικών πραγμάτων. Τον 17ο αι., ξεχάστηκεν ολότελα, αλλά τον 19ο ανακαλύφθηκε ξανά και μάλιστα με ανανεωμένη κριτική και λογοτεχνικήν αξία.
     Το τέλος τονε βρήκε στη Τουρ περίπου 19-26 Απρίλη του 1626 σε ηλικία 70 ετών.
___________________________________

Τώρα που η άνοιξη ήρθε ζωηρή,
ο Έρως που μέθη φέρνει και ζαλάδα,
έβγαλε προσταγή πολύ αυστηρή,
με Μάηδες να γεμίσει όλη η πεδιάδα.

Έχω ένα Μάη ωραίο και μακρύ,
με γύρω-γύρω πλούσια πρασινάδα,
που με την ίδιαν ευκολία μπορεί
να φυτευτεί σε κάμπο ή σε κοιλάδα.

Κυρία, ανοίχτε αν θέλετε τη πόρτα
και θα σας τον φυτέψω στο χαντάκι,
που έχετε στο σπίτι σας μπροστά.

Κι ως θα φυτρώνουν γύρω του τα χόρτα,
αυτός θε να φουντώνει με μεράκι
και γλυκειά συντροφιά θα σας κρατά.

—=======================—

Isaac de Benserade

     Ο Ισαάκ Μπενσεράντ ήτανε Γάλλος ποιητής που γεννήθηκε αρχές Νοέμβρη -βαφτίστηκε στις 5 Νοέμβρη- 1612. στη Lyons-la-Forêt της Νορμανδίας κι η οικογένειά του φαίνεται πως είχε πολύ καλές σχέσεις με το Ρισελιέ, ο οποίος του προσέφερε σα μισθό/σύνταξη 600 λίβρες.



     Το 1ο του έργο ήταν η τραγωδία Cléopâtre (1635), με οποίο εισήλθε ουσιαστικά στο χώρο της τέχνης και της λογοτεχνίας. Ακολούθησαν άλλα 4, αλλά με το θάνατο του Ρισελιέ, έχασε το μισθό του. Ωστόσο αυτό δεν επηρέασε τη δημοφιλία του κι ειδικά με την Άννα της Αγγλίας (Α ρε Λάνθμε!), η οποία τον είχε στην αυλή της. Εκεί στη βασιλική αυλή, έδινε τους στίχους στα βασιλικά μπαλλέτα κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μπει το 1674 στη Γαλλικήν Ακαδημία. απ’ όπου ασκούσε φυσικά μεγάλη πλέον επιρροή. Το 1675 παρουσίασε 39 4στιχα που απεικονίστηκαν υδατογραφημένα πάνω σε αντίστοιχα γλυπτά απεικονίζοντας ιστορίες βασισμένες στους Μύθους του Αισώπου, στο λαβύρινθο των Βερσαλλιών. Την επόμενη χρονιά αποτυγχάνει να αποδώσει τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, στη προσπάθειά του να τα μεταφράσει και να τα φτιάξει σε ροντώ, αλλ’ αυτό δεν τονε πτοεί, ούτε περιορίζει τη μεγάλη του φήμη, μεταξύ των συναδέλφων του.
     Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να παραθέσω ένα τετράστιχό του σε μετάφραση δική μου:

Στο κρεββάτι γελάμε κι εκεί κλαίμε.
Εκεί γεννιόμαστε κι εκεί μας βρίσκει ο Χάρος.
Πλησιάζοντας ένα κρεββάτι ημπορεί
στ’ αλίμονο να πάμε ή στην ηδονή!

     Πιθανόν να έγινε τόσο διάσημος εξ αιτίας ενός σονέττου του, το Job (1651), το οποίο έστειλε σε μια νεαρή κοπέλλα , σα μια παράφραση του Ιώβ, που επέφερε τρομερό ανταγωνισμό με το Urania του Voiture (Vincent Voiture1597-1648Γάλλος ποιητής και συγγραφέας, γιος πλούσιου εμπόρου κρασιού της Amiens. Μπήκε από ένα μαθητή του σχολείου, τον Claude d’Avaux, στη συνοδεία του Gaston, δούκα της Ορλεάνης και τονε συνόδευσε στις Βρυξέλλες και στη Λωρραίνη στις διπλωματικές του αποστολές). Τόσο μεγάλη μάλιστα ήταν η διαμάχη που έφερε αμηχανία στην αυλή και στην Ακαδημία και δίχασε κοινό, αυλικούς κι όλο τον πνευματικό κόσμο σε… Ιωβικούς κι Ουρανιακούς!!! Οι… αντάρτες του μεν Ιώβ, είχαν επικεφαλής τον πρίγκηπα de Conti και τον Mlle de Scudéry, ενώ οι της Ουρανίας, τον Mme de Montausier και τον Jean-Louis Guez de Balzac!
    Μερικά χρόνια πριν το θάνατό του, αποσύρθηκε στο Gentilly κι αφιερώθηκε στη μετάφραση των Ψαλμών, την οποία σχεδόν ολοκλήρωσε. Τελικά πέθανε εκεί, 10 Οκτώβρη 1691 σε ηλικία 78 ετών.
_____________________________

Κυρά, θα σας χαρίσω ένα πουλί
που ‘χει ανεκτίμητη στ’ αλήθεια αξία.
Αρρώστια αν νιώσετε ή κούραση πολλή,
αμέσως θα σας δώσει την υγεία.

Ημικρανία, κοιλόπονο, χολή,
τα πάντα θεραπεύει μ’ ευκολία.
Μα προπαντός να φύγει συντελεί,
απ’ τη καρδιά η βαρειά μελαγχολία.

Κάποια το ‘δε κυρά, που το κρατούσα,
κι ευθύς εζήτει, χαμηλοβλεπούσα,
μ’ όλο της γης το βιος να τ’ αγοράσει.

Γιατί στ’ άλλα πουλιά δεν έχει μοιάσει:
τόσο πολύ του αρέσει το κλουβί,
που κλαίει από χαρά, μέσα αν βρεθεί.

—=======================—

Jean Antoine de Baif

     Ο Ζαν Αντουάν Ντε Μπεφ ήτανε Γάλλος ποιητής και το πιο διάσημο μέλος της Πλειάδας (όνομα που δόθηκε σε μια ομάδα 7 Γάλλων αναγεννησιακών ποιητών του 16ου αι., των οποίων τα κύρια μέλη ήταν ο Pierre de Ronsard, ο Joachim du Bellay κι ο Jean-Antoine de Baïf. Το όνομα ήταν αναφορά σε άλλη λογοτεχνική ομάδα, την αρχική Αλεξανδρινή Πλειάδα 7 Αλεξανδρινών ποιητών & τραγωδών τον 3ο αι. π.Χ., που αντιστοιχούσαν στα 7 αστέρια τη Πλειάδος. Τ’ όνομα Pléiade υιοθετήθηκε επίσης το 1323 από ομάδα 14 ποιητών: 7 ανδρών κι 7 γυναικών στη Τουλούζ).



      Γεννήθηκε στη Βενετία, 19 Φλεβάρη 1532, φυσικός γιος του λόγιου, χιουμανιστή και διπλωμάτη Lazare de Baïf, ο οποίος απολάμβανε βασιλική χάρη και έλαβε συντάξεις κι ευεργετήματα από τον Charles IX και τον Henry III. και τότε έτυχε να ‘τανε πρεσβευτής εκεί. Χάρη ίσως στο περιβάλλον της παιδικής ηλικίας του, μεγάλωσε λατρεύοντας τις καλές τέχνες και ξεπέρασε με ζήλο όλους τους κορυφαίους της Αναγέννησης στη Γαλλία. Ο πατέρας του δεν τσιγκουνεύτηκε κανένα ξόδι για να εξασφαλίσει την καλλίτερη δυνατή εκπαίδευση για τον γιο του. Το αγόρι διδάχθηκε λατινικά από τον Charles Estienne, κι από τον Ange Vergèce, τον Κρητικό μελετητή και καλλιγραφέα που σχεδίασε ελληνικούς τύπους για τον Francis I. Στα 11 του, τέθηκε υπό τη φροντίδα του διάσημου Jean Daurat (Γάλλος ποιητής και λόγιος που ήταν επίσης μέλος της Πλειάδας). Ο Ronsard, που ήταν 8 έτη μεγαλύτερος, άρχισε να μοιράζεται τις σπουδές του. Ο Claude Binet λέει πως ο νεαρός Baïf, βοήθησε σημαντικά στα λατινικά και στα ελληνικά, το Ronsard, που με τη σειρά του μύησε το φίλο του στη γαλλική λογοτεχνία και γλώσσα. Αφού ολοκληρώσανε τη στοιχειώδη εκπαίδευση πήγανε στο Collège de Coqueret του Παρισιού, όπου σχεδίαζαν μαζί και με τον Joachim du Bellay να μετατρέψουν τη γαλλική ποίηση μιμούμενοι τους αρχαίους και τους Ιταλούς.



      Έγραψε 2 συλλογές σονέττων με Πετραρχικούς κι Επικουρολυρικούς στίχους, Les Amours de Méline (1552) και L’Amour de Francine (1555). Το 1567 το έργο του Le Brave, ou Taillebras, η ζωντανή προσαρμογή του στο έργο του Πλαύτου (Τίτος Μάκκιος Πλαύτος: Titus Maccius PlautusΛατίνος κωμωδιογράφος, γεννήθηκε  το ~254  π.Χ. στο χωριό Σαρσίνα της Ομβρικής και πήγε στη Ρώμη όπου έγινε εργάτης θεάτρου. Ασχολήθηκε μετά με το εμπόριο, έχασε τα χρήματά του κι αναγκάστηκε να εργαστεί σε φούρνο. Στον ελεύθερο χρόνο του έγραψε 3 κωμωδίες που είχαν μεγάλη επιτυχία κι έκτοτε αφοσιώθηκε στη συγγραφή κωμωδιών. Πέθανε δοξασμένος στην Ρώμη το 184 π.Χ.Miles gloriosus, κωμωδία όπου οι ήρωες γίνονται Γάλλοι κι η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ορλεάνη, παίζεται στη βασιλική αυλή και δημοσιεύεται. Το έργο του Œuvres en rime το 1573, αποκαλύπτει μεγάλην ευρυμάθεια: ελληνικά (ειδικά τα Αλεξανδρινά), λατινικά, νεο-λατινικά κι ιταλικά μοντέλα, δημοσιευτήκανε σε 4 τόμους που αποτελείται από ερωτικά, παίγνια, επιγράμματα και σονέττα. Μερικά είναι σήμερα δύσκολα αναγνώσιμα, αλλά μερικά είναι πραγματικές λιχουδιές, έχοντας αμέτρητη χάρη. Ο Κολεττέ μάλιστα δήλωσε τότε, πως τα τραγούδια του ήτανε στο στόμα όλων. Οι μεταφράσεις του στίχου περιλαμβάνουνε μια κωμωδία: τον Ευνούχο του Publius Terentius Afer (Λατίνος ποιητής που μετά τον Πλαύτο θεωρείται ο κορυφαίος της εποχής του, γεννήθηκε στη Καρχηδώνα το 195 π.Χ. και πέθανε στην Ελλάδα ή σε θαλάσσιο ταξίδι γύρω στο 159 π/Χ.)  και την Αντιγόνη του Σοφοκλή.
    Ο Baïf ήταν ευέλικτος, ευρηματικός καινοτόμος ποιητής και πειραματιστής που, για παράδειγμα, επινόησε κι έκανε χρήση ενός συστήματος φωνητικής ορθογραφίας, το οποίο ήτανε γνωστό ως versus mesurés ή versus mesurés à l’antique. Στη γενική ιδέα δεν ήτανε πρωτοπόρος, ο Jacques de la Taille είχε γράψει το 1562, το Maniére de faire des vers en français comme en grec et en Latin (τυπώθηκε το 1573), κι άλλοι ποιητές είχανε κάνει πειράματα προς την ίδια κατεύθυνση. ωστόσο, στη συγκεκριμένη προσπάθειά του να ξανακάνει την αρχαία ελληνική και λατινική ηθική επίδραση της ποίησης στους ακροατές της, κι εφαρμόζοντας τις μετρικές καινοτομίες στη μουσική, δημιούργησε κάτι εντελώς νέο. Έτσι, με τον μουσικό Thibault de Courville, με βασιλικές ευλογίες κι οικονομικήν υποστήριξη, ιδρύσανε βραχύβια Ακαδημία Ποίησης & Μουσικής (Académie de musique et de poésie) για να προωθήσει ορισμένες πλατωνικές θεωρίες για το πάντρεμα ποίησης και μουσικής. Συνθέτες όπως ο Claude Le Jeune, ο οποίος έμελλε να γίνει ο σημαντικότερος μουσικός στη Γαλλία στα τέλη του 16ου αι.κι ο Jacques Mauduit, που μετέφερε τις ιδέες της Ακαδημίας στον 17ο αι. σύντομα προσχωρήσανε στην ομάδα, που ωστόσο παρέμεινε μυστική ως προς τις προθέσεις και τις τεχνικές της.
     Οι δε μετρικές του καινοτομίες που περιελάμβαναν στίχο 15σύλλαβο, είναι τα λεγόμενα Baïfin. Οι θεωρίες του εκδόθηκαν ως παραδείγματα το 1574, Gifts of French Poetry in Quantitative Verse, και στα μικρά τραγούδια του, Chansonnettes mesurées (1586), με τη μουσική του Jacques Mauduit. Το έργο του δε, το 1576, Mimes, Lessons, & Proverbs θεωρείται το πιο πρωτότυπο έργο του. Έγραψε κι ένα διάσημο σονέττο για τη Σφαγή Της Νύχτας Του Αγίου Βαρθολομαίου.



     Ο Μπεφ ήτανε ποιητής, προικισμένος αλλά τα έργα του τόσο σε μορφή, όσο και σε γλώσσα ήτανε κατώτερα της ευφυίας και των δυνατοτήτων που διέθετε. Στα υπέρ του θα χρεωθούν, η λατρεία του για τη ζωντάνια των στίχων -αν και ρεαλιστική περιγραφή-, για το χιούμορ, τη σάτιρά του και τη δύναμή σε στίχους που ‘χουνε σαν πλαίσιό τους την επαρχια και τις ιστορίες της. Ενώ λοιπόν είχε τέτοιαν ευκολία, το μικρό σύνολο του έργου του ήτανε που κλόνισε τη φήμη του. Αν εξαιρέσει κανείς όσα ανεφέρθησαν και κάτι μεταφράσεις του σε κλασσικούς, μένει στο Παρίσι κι απολαμβάνει τη συνεχή ευχαρίστηση και τις διασκεδάσεις της αυλής.Το σπίτι του έγινε διάσημο για τις συναυλίες που έδωσε, διασκεδάσεις στις οποίες ο Charles IX και ο Henry III παραβρεθήκανε συχνά.
     Ο Ζαν Αντουάν Ντε Μπεφ πέθανε 19 Σεπτέμβρη 1589 στο Παρίσι σε ηλικία 57 ετών.
_______________________

Δεν αγαπάω τις παρθένες,
είναι ξυνές σαν αγουρίδες.
Ούτε τις πρόωρα γερασμένες
που ‘χουνε δέρμα όλο ρυτίδες.

Μου αρέσουν οι ώριμες, με χείλη,
που σε μεθάνε σα σε φιλάνε.
Εγώ δεν θέλω το σταφύλι,
ούτε άγουρο ούτε σάπιο να ‘ναι.

—======================—

Gabriel-Charles de L’Αttaignant

     Ο Γκαμπριέλ-Σαρλ Ντε Λ’Ατενιάν ήτανε Γάλλος τραγουδιστής και ποιητής, που γεννήθηκε το 1697 στο Παρίσι και πέθανε εκεί 10 Γενάρη 1779 σε ηλικία 82 ετών.
    Ως νεώτερος γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που κατείχε το κάστρο του Baronville,  Lattaignant προοριζόταν για την εκκλησία, όπως φαίνεται από ένα οργίλο 4στιχο του διάσημου τραγουδιού J’ai du bon tabac που αποδίδεται σ’ αυτόν έστω και μερικώς και θα το παραθέσω σε μετάφραση δική μου:

Εις ευγενής και κληρονόμος κάστρου,
έχοντας κι έμβλημα καπαρωμένο
λέει στο μικρότερό του αδέρφι:
Τράβα και γίνε ηγούμενος
γιατί είμαι… προηγούμενος“!



    Παρόλο που ήταν εντελώς απαλλαγμένος από καλωσύνη, τοποθετήθηκε στο Σεμινάριο των Καλών Παιδιών, από το οποίο έφυγε μόνο με το μικρό κολάρο, το οποίο του έδωσε τον τίτλο ηγουμένου, όπως οι Grecourt & Voisenon. Συνόδευσε, ως γραμματέας, τον κόμη de Cambis όταν διορίστηκε πρεσβευτής στην αυλή του Τορίνο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ακολούθησε καρριέρα τραγουδοποιού. Εκλήθη στα καλλίτερα σπίτια, αλλά και σε καμπαρέ, που κλείνανε συχνά αργά το βράδυ  και τον έβρισκες κάτω από ένα τραπέζι να τραγουδά ένα από τα σκαμπρόζικα κουπλέ του! “Καίω το τζίνι μου στον ήλιο / κι ύστερα το πετώ στη λάσπη“, έγραψε με γλαφυρό ύφος κάποια στιγμή. Αν κι έγινε γνωστός σαν επαίσχυντη φυσιογνωμία εντούτοις επέμενε με πάθος στη γαλαντομία.



     Στα 40 του ήτανε να νυμφευθεί ένα κορίτσι 16 ετών, αλλά ο αρραβώνας διάλυσε κι ο L’Αttaignant παραιτήθηκε από την ιεροσύνη: απέκτησε τον τίτλο του ηγούμενου στη Reims το 1743 και χειροτονήθηκε ιερέας 2 έτη μετά. Στο Ρέιμς, ήταν υπό τον Αρχιεπίσκοπο, κ. Mgr. De Rohan-Guéméné, ο οποίος τονε πήρε ως γραμματέα. Διορίστηκε σύμβουλος στη κυρίαρχη αίθουσα του κλήρου, επέστρεψε για να εγκατασταθεί στο Παρίσι όπου συνέχισε την ευτυχισμένη ζωή του. Αλλά όταν ήρθε η εποχή, αποφάσισε να σταματήσει και να αποσυρθεί το 1769 στους Αδελφότητα της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Έπειτα συνέθεσε μερικά πιο σοβαρά κομμάτια, όπως αυτό που δικαίως ονομάζονταν Réflexions.



     Πρόλαβε κι έγραψε ένα τελευταίο τραγούδι προς τιμήν του Voltaire, τον οποίο θαύμαζε, με την ευκαιρία της επιστροφής του στο Παρίσι (1778), και τελικά πέθανε λίγο μετά τον μεγάλο ήρωά του το 1779.
____________________________________

Τραγούδι Στη Μαρκησία De La Courcelle

Όταν κανείς ερωτευτεί,
tίποτα δεν τον συγκρατεί.

Θα’θελα να ‘μαι καλτσοδέτα,
τσατσάρα, μπικουτί, φουρκέτα,

κάλτσα, σουτιέν, γιακάς, μανίκι,
κολιέ, βραχιόλι, σκουλαρίκι,

σκυλάκι, γάτα, παπαγάλος,
ή έστω στο ‘να πόδι σου, ένας κάλος.

Θα ‘θελα να ‘μουνα, στ’ αλήθεια,
το ρόδο που ‘χεις μες στα στήθια,

το κοκκινάδι που στο στόμα,
ύπουλα σε φιλάει, ακόμα

κι αυτός ο ψύλλος που σου πίνει
το αίμα, στη ζεστή σου κλίνη,

πριν θυμωμένα τον τσακώσουν
τα δάχτυλά σου και τον λυώσουν.

—========================—

Claude Pontoux

     Ο Κλωντ Ντε Ποντού ήτανε Γάλλος ιατρός, στιχουργός και ποιητής που γεννήθηκε το 1530 στη Comté de Chalons-sur-Saône και πέθανε εκεί το 1579Ο πατέρας του ήταν ο Jean de Pontoux, άρχοντας στο Granges από το 1500. Νυμφεύτηκε τη Bénigne Valon. 



     Έγραψε μεταξύ άλλων και τα εξής έργα:Lamentable Harangues on the Death of Divers Animals, Love’s Smiles and Tears (1576), The Idea and Other Works (1579). Η Ιδέα ήτανε κυρία που έγραψε ποιητική σουίτα χωρίς όμως ελπίδες για ανταπόκριση. Επηρεάστηκε πολύ από την ομάδα της Πλειάδας.
______________________________

Η μικρούλα η Αντιγόνη
δε φωνάζει, δε θυμώνει,
αν καμιά φορά τολμώ
το χιονάτο της λαιμό
να χαϊδέψω. Αλλά αν κάνω
το βυζάκι της πως πιάνω:

-“Κύριε μάθε“, λέει με νάζι,
“‘οτι δεν μπορεί κανένας
χέρι βέβηλο να βάζει
μες στον κόρφο μιας παρθένας
“.

Κι αν, με μάγουλο αναμμένο
απ’ τον πόθο, επιμένω
και πιο κάτω προχωρώ,
τον κρυφό της θησαυρό
να της κλέψω, τότε κείνη,
όχι μόνο δε μ’ αφήνει,

μα φωνάζει αγριωπή:
-“Κύριε, ξέρε πως κανένας
δεν μπορεί κλεφτά να μπει
στο παλάτι μιας παρθένας
“.

—=======================—

Barthelemy Imbert


     Ο Μπαρτελεμύ Ιμπέρ ήτανε Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και μυθιστοριογράφος του 18 αι.. Γεννήθηκε στη Νιμ 16 Μάρτη 1747 και πέθανε στο Παρίσι 23 Αυγούστου 1790, σε ηλικία μόλις 43 ετών.



    Μετά τις σπουδές του στην πατρίδα του Nîmes, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε διάσημος με το ποίημά του Le Jugement de Pârisένα μικρό με 4 τραγούδια σε 10σύλλαβους στίχους, το 1772. Έξυπνη ιδέα, εύληπτο έργο, γεμάτο κομψή χάρη, το οποίο του χάρισε μεγάλην επιτυχία. Μετά απ’ αυτό έγραψε κωμωδίες, τραγωδίες, μυθιστορήματα, μύθους και παραμύθια σε στίχους και πεζογραφία, που που πρόσκαιρα μόνο κράτησαν αλλά γρήγορα πέσανε στη λήθη. Επίσης, έν ακόμα αξιοσημείωτο έργο του είναι το Book Οf Fables.
_____________________________________ 

Κάποιος, μιλώντας σε μια νια
κοπέλα, είπε τη λέξη παρθενιά.
Κι αυτή, όλο απορία, ρωτάει:

Τι παναπεί; Τότε κι εγώ,
πως είναι ένα πουλί, της εξηγώ,
που αν κάνει πως το αγγίζει

άλλο πουλί, μακρυά πετάει
και δεν ξαναγυρίζει.

—=====================—

    Gustave Flaubert

    Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ (Gustave Flaubert) ήτανe Γάλλος μυθιστοριογράφος, που με το έργο του εγκαινίασε μια νέα εποχή στη γαλλική πεζογραφία κι ειδικότερα στο μυθιστόρημα. Είναι γνωστός ιδιαίτερα για το πρώτο του δημοσιευμένο μυθιστόρημα, τη Μαντάμ Μποβαρύ (1857), και για τη σχολαστική του αφοσίωση στην τέχνη και το στυλ του. Η δημοσίευση της προκάλεσε σκάνδαλο κι υπήρξε αιτία ποινικής δίωξης του συγγραφέα και του εκδότη. Αναγνωρίστηκε όμως τελικά σαν μια αριστουργηματική κι ακριβέστατη εξεικόνιση των ηθών και της ζωής. Περίφημο είναι και το μυθιστόρημα μαθητείας του (L’Éducation sentimentale – Η αισθηματική αγωγή), ένα από τα πιο καθοριστικά έργα του 19ου αιώνα.
     Γεννήθηκε στις 12 Δεκέμβρη 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας στη Γαλλία, 2ο παιδί της Αν Ζυστίν Φλεριό (Anne Justine Caroline Fleuriot) και του γιατρού, διευθυντή του νοσοκομείου της Ρουέν , Ασίλ Φλωμπέρ (Achille-Cléophas Flaubert). Έλαβε την εγκύκλια εκπαίδευση του στο τότε Λύκειο των Ιησουιτών Πιέρ Κορνέιγ (Lycée Pierre Corneille). Το 1840 έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του για να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι. Η νομική όμως δεν του τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και λόγω και των κρίσεων επιληψίες που πρωτοεμφανίστηκαν τότε, το 1846 έφυγε από το Παρίσι χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εγκαταστάθηκε στη κοντινή με τη Ρουέν πόλη, τη Κρουασέ (Croisset) κι έζησε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

     Στη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε αρκετά: το 1840 επισκέφτηκε τα Πυρηναία και τη Κορσική, εξερεύνησε την επαρχία της Βρετάνης το 1846 και το 1849 με 1850 έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή με σταθμούς στη Πόλη, την Ελλάδα, το Λίβανο (όπου και κόλλησε σύφιλη από μια τυχαία επαφή με πόρνη) και την Αίγυπτο. Πέθανε το 1880 σε ηλικία 58 ετών, από εγκεφαλική αιμορραγία και θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο στη Ρουέν. 
     Παρόλο που σύμφωνα με τους βιογράφους του ο Φλωμπέρ άρχισε να γράφει από την ηλικία των 8 χρονών, το πρώτο δημοσιευμένο έργο του είναι η νουβέλα του Νοέμβρης (Novembre) που εκδόθηκε το 1842. Το 1849 είχε τελειώσει τη 1η γραφή του σημαντικού μυθιστορήματός του Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου (La Tentation de Saint Antoine) που όμως άφησε στην άκρη λόγω των κακών κριτικών που πήρε από τους φίλους του. Σε βιβλίο εκδόθηκε το 1857. Το 1850 επιστρέφοντας από την Αίγυπτο, άρχισε τη συγγραφή της διάσημης πια, Μαντάμ Μποβαρύ (Madame Bovary) την οποία τελείωσε το 1856. Το μυθιστόρημα πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα La Revue de Paris προκαλώντας κραυγές διαμαρτυρίας για το ανήθικο, όπως το χαρακτήρισαν οι γαλλικές κρατικές αρχές, περιεχόμενό του. Η κυβέρνηση μάλιστα παρέπεμψε σε δίκη τόσο τον συγγραφέα όσο και τον εκδότη, αλλά οι κατηγοίες κατέπεσαν. Το 1858, ύστερα από ένα ταξίδι στα ερείπια της Καρχηδόνας, άρχισε τη συγγραφή του μυθιστορήματός του, Σαλαμπό (Salambô), συγγραφή που θα κρατούσε και αυτή άλλα 4 χρόνια. Το τελευταίο μεγάλο έργο του, Η Αισθηματική αγωγή (L’Éducation sentimentale), μια μυθιστορηματική ανάπλαση των νεανικών του χρόνων άρχισε να τη γράφει το 1862 για να την ολοκληρώσει 7 χρόνια μετά το 1869.

—————————-

     Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο κι αλυχτάω όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχύτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι “όπως πρέπει” μπρος στους τρίτους. Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να μεγαλώνει ξανά σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό. Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.       (Επιστολή του στη Λουίζ Κολέτ)

—======================—

Armand Gouffe

      Ο Αρμάν Γκουφέ, ήτανε Γάλλος τραγουδοποιός, ποιητής του 19ου αι. κι επίσης goguettier και vaudevillist*.  Γεννήθηκε 22 Μάρτη 1775 στο Παρίσι και πέθανε 22 Οκτώβρη 1845 στη Beaune σε ηλικία 70 ετών.
______________________
 * Η Goguette ήταν μια λέσχη τραγουδιού στη Γαλλία και το Βέλγιο και τα μέλη της ονομάζονταν goguettiers. Εκτός από χώρος συνάντησης κι ανεπίσημα φιλικά σόλο ή συναυλίες και τραγούδια χρησίμευσε κι ως τόπος για κρασοκατανύξεις κοινωνικές επαφές και διασκέδαση.
    Το Vaudeville είναι θεατρικό είδος κάτι σαν ένα διασκεδαστικό βαριετέ και γεννήθηκε στη Γαλλία τέλη του 18ου αι. Είναι μια κωμωδία χωρίς ψυχολογικές ή ηθικές προεκτάσεις βασισμένη σε μια κωμική κατάσταση. Ήταν αρχικά είδος δραματικής σύνθεσης ή ελαφριάς ποίησης, συνήθως μια κωμωδία, εμπλουτισμένη με τραγούδια ή μπαλέτα, κάτι σαν μιούζικαλ που λέμε. Έγινε δημοφιλής στις ΗΠΑ και τον Καναδά από τις αρχές της δεκαετίας του 1880 ως τις αρχές της 10ετίας του 1930, αλλά η αρχική ιδέα και ρίζα του νaudeville άλλαξε ριζικά από το γαλλικό προτυπο.
————————-


    Προσλήφθηκε ως υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών, έγινε επικεφαλής αντιπρόεδρος. Υπέφερε έχοντας ασθενική κράση κι έφερνε προς το καταθλιπτικό, ωστόσο ήταν ένας από τους πιο χαρούμενους ποιητές της εποχής του, τραγουδώντας για το κρασί που δεν μπορούσε να πιει και κάλυπτε τις απογοητεύσεις του με ονόματα επιδορπίων που το στομάχι του απαγόρευε να αγγίξει. Η ευκολία του στίχου του είχε τπροσδώσει το παρατσούκλι: Τhe Panard Οf Τhe XIXth, -όπου ο Πανάρ ήταν ο Charles-François Panard ή Pannard ήτανε Γάλλος ποιητής του 18ου αι., τραγουδοποιός, θεατρικός συγγραφέας κι επίσης goguettier. ΄Μαζί με τον Pierre Capelle (γάλλος τραγουδοποιός του 19ου αι. επίσης, goguettier και συγγραφέας) ήταν από τα 1α μέλη του dîners du Vaudeville. Ενέπνευσε πολλούς μεταγενέστερους ποιητές στα είδη με τα οποία καταπιάστηκε, όπως τους Désaugiers και Béranger. Πολλά από τα τραγούδια και τα ποιήματά του ήτανε πολύ δημοφιλή για καιρό. Τέλος, κατά καιρούς συνεργάστηκε με το περιοδικό Journal des dames et des modes μεταξύ 1800-14.
____________________________

Μια ερωτιάρα κόρη,
μια μέρα βλέπει αγόρι
ωραίο, που πουλί
μεγάλο είχε πολύ.

Κι ευθύς πάνω του ορμάει,
να το πιει και να το φάει.

Χωρίς αμφιβολία
της πρέπει τιμωρία.
Μια για ποιαν αμαρτία;
Λαγνεία ή λαιμαργία;

—=====================—

Alfred Delvau

     O Αλφρέντ Ντελβώ ήτανε Γάλλος ποιητής, δημοσιογράφος και συγγραφέας, που γεννήθηκε 7 Απρίλη 1825 στο Παρίσι και πέθανε νεώτατος εκεί, στις 3 Μάη 1867 σε ηλικία 42 ετών.


 
     Ήτανε γιος ενός βυρσοδέψη στο Faubourg Saint-Marceau (συνοικία του Παρισιού), όπως λέει ο ίδιος για τη παιδική του ηλικία στο Au bord de la Bièvre: impressions et souvenirs, το 1854. Αρθρογραφούσε στη La Reforme το 1846, το Γενάρη του 1848 βρίσκεται στη Le Triboulet, και στη συνέχεια στο Journal pour rire. Μπαίνει σαν ιδαίτερος γραμματέας του Ledru-Rollin (Alexandre-Auguste Ledru-Rollin, γεννημένος στις 2 Φλεβάρη 1807 στο Παρίσι και πέθανε στις 31 Δεκέμβρη 1874 στο Fontenay-aux-Roses, Γάλλος δικηγόρος και πολιτικός), και το 1848 μαζί με τον γκαρδιακό του φίλο Poulet-Malassis και τον Antonio Watripon, ιδρύει το L’Aimable faubourien Journal de la canaille. Ο Πουλέ Μαλασσίς είναι μεταξύ άλλων εκδότης του Μπωντλαίρ! Στις 23 Ιουνίου 1848, στη διάρκεια της εξέγερσης, οι 3 άνδρες είχανε σβήσει μαζί τη πυρκαγιά στο οδόφραγμα της rue des Mathurins.
     Ο Ντελβώ κατέγραψε το Histoire de la révolution de Février (1850) κι αργότερα έγραψε το Les Murailles révolutionnaires (1851). Στη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας, έγραψε 2 φορές στον Υπουργό Εσωτερικών ζητώντας βοήθεια. Έζησε κάτω απ’ αυτή, συμμετέχοντας, μεταξύ άλλων, σε λεξικογραφικό έργο. Έχει ήδη προσχωρήσει στην ομάδα του Dictionnaire universel του Maurice Lachâtre (1814-1900 Γάλλος εκδότης) από το 1854. Συνεργάστηκεν επίσης με τη Figaro. Δημιούργησε 2 λεξικά: Dictionnaire de la langue verte & Dictionnaire érotique. Το 2ο θα του δημιουργήσει πολλά νομικά προβλήματα αργότερα. Έγραψε βιβλία για το Παρίσι και την ιστορία του κι επίσης είναι ένας από τους συγγραφείς του παστίς (μίμηση, παρωδία)  Le Parnassiculet contemporain, που σατιρίζει τους ποιητές του Παρνασσού.
___________________________________

                  Ο Ποιητής

Θωρώντας τα γυμνά σου κάλλη, θέλω
καθημερνά σονέττα να σου γράφω.
Σίγουρα ιδανικό θα ‘σουν μοντέλο
και για τον πιο απαιτητικό ζωγράφο.

Της ομορφιάς ο ήλιος ανατέλλει.
σκορπίζοντας τη θέρμη της φωτιάς της.
Τα στρουμπουλά και ροδαλά σου μέλη
Λες τα ‘κανε δεινός ζαχαροπλάστης.

Τα εξάμετρά μου θε να ξεχειλίζουν
με στίχους πιο λαμπρούς κι απ’ το τοπάζι,
που θα μεθάν, θα λυώνουν, θα ηλεκτρίζουν
και θα ξανάβουν όποιον τους διαβάζει.

        Η Νέα Κοπέλλα

Κράτα τους στίχους σου για μιαν άλλη μούσα.
Αγαπητέ, λιγώτερο ποιητής
και πιο θερμός κι έμπειρος εραστής
να ‘σουν, ειλικρινά θα προτιμούσα.

Προδότη, μου ‘δειξες του παραδείσου
τη πόρτα, μου ξεσήκωσες το νου
και σύξυλη στα κρύα του λουτρού
μ ‘άφησες. Το ανήμπορο πουλί σου

σήκωσε, και κατέβασε τη λύρα.
Αυτό που λογαριάζει στο κρεβάτι,
είναι του άντρα η ορμή η βαρβάτη,
που αφήνει πίσω της σωστή πλημμύρα.

Ω, δεν αντέχω, η πεθυμιά με σφάζει.
Το γείτονά μου φέρτε, που ‘ναι τόσο
λαύρος, το νιο του το πουλί να νιώσω,
μες στη ζεστή φωλιά μου να σφαδάζει.

—========================—

Stephane Mallarme

     Mysticis Umbraculis

Κοιμόταν, και τρεμάμενο το φίνο δάχτυλό της,
σπρωγμένο απ’ όνειρο γλυκό της ροδαλής της νιότης,
ετράβηξε το νυχτικό πάνω απ’ τον αφαλό της.

Στο φως το αχνό του φεγγαριού η άσπρη της κοιλιά,
με χιόνι μοιάζει, όπου σοφού ζωγράφου η πινελιά,
πρόσθεσε τρελλοκότσυφα τη μαλλιαρή φωλιά.

—========================—

Theophile Gautier

        Ο Αφαλός

Μ’ αρέσεις, άστρο της κοιλιάς, αφάλι,
τρύπα σε μάρμαρο άσπρο λαξεμένη,
που ο έρωτας στη μέση έχει βάλει
του κρύφιου του ιερού, όπου μόνος μπαίνει,
μιαν ηδονή για να ‘βρει ονειρεμένη.

—=======================—

Le Sire De Chabley

     Ο Εντμόντ Χαρωκούρ (Edmond Haraucourt) 
ήτανε Γάλλος ποητής και μυθιστοριογράφος που γεννήθηκε 18 Οκτώβρη 1856 στο Bourmont (Haute-Marne) και πέθανε 17 Νοέμβρη 1941 στο Παρίσι σε ηλικία 75 ετών. Γιος ενός απλού εργάτη, εργάστηκε από το 1894 ως το 1903 ως συντηρητής στο Musée du Trocadero, στη συνέχεια μέχρι το 1925 στο Musée de Cluny. Από το 1920 έως το 1922 ήταν πρόεδρος της Société des gens de lettres.



      Η 1η του δουλειά, La légende des sexes, poèmes hystériques (1883), την υπέγραψε με το ψευδώνυμο Λε Σιρέ Ντε Σαμπλέ (Le Sire de Chabley), τράβηξε κάποια προσοχή. Για τον προσδιορισμό του περιεχόμενου Sonnet pointu (Αιχμηρό Σονέττο), χρησιμοποίησε για 1η φορά τον όρο Calligramme, ο οποίος αργότερα υιοθετήθηκε από τον Apollinaire. Έγραψε μυθιστορήματα, έργα και ποίηση. Ήταν μέλος του λογοτεχνικού συλλόγου Les Hydropathes και του προσωπικού του λογοτεχνικού περιοδικού La Jeune France.
     Μερικά από τα έργα του είναι, το L’âme nue (1885), μια ποιητική συλλογή, στην οποία συμπεριλήφθηκαν μερικά από τα προηγούμενα ποιήματα, και το Seul (1891) έδειξαν την αυξανόμενη δύναμη και τη μελαγχολική γοητεία του ποιητή. Έγραψε επίσης το ρομαντικό Amis (1887). Shylock (1889), ένα θεατρικό το Passion (1890), ένα δράμα. Héro et Léandre (1893). Aliénor, μια όπερα. Don Juan (1894); και Elisabeth (1894). Έλαβε το βραβείο της Ακαδημίας για το ποίημά του Les Vikings (1890).
    Είναι θαμμένος στο Νεκροταφείο του Παρισιού Père-Lachaise.
___________________________

             Αιχμηρό Σοννέτο

Ξάπλωσε πάνω μου ξανά¨ το ανήμερο θεριό
του έρωτά σου ορθώνεται, κι εγώ του ανοίγω πάλι
τον πόθο μου. Σιγά σιγά… Μην αρχινάς τη πάλη…
Νιώθω ως το βάθος του κορμιού το βάρος σου, γλυκό.

Μη βιάζεσαι ψυχή μου… Αγάλι – αγάλι.
Τον φλογερό σου αρμόνισε παλμό
με του λικνίσματος μου τον ρυθμό,
του μεθυσιού να μη τελειώσει η ζάλη.

Γρήγορα τώρα! Σε γυρεύω!
Λυώνω, μεθώ, μ’ έπιασε τρέλλα.
Ναι… Έλα τώρα.. Σε λατρεύω…
Έλα! Έλα! Έλα!
Ξανά.
Α!

—=======================—

Κώστας Βάρναλης

      Η Αγάθη

Στη καρδιά δεν είχε αγκάθι,
στο μυαλό τριβέλ’ η Αγάθη:
πάντα πρίμο τον αγέρα,
νύχτα μέρα!

Ήξερε πως αν τα κλείσει,
άλλη δεν υπάρχει λύση
κι έτσι βάλθηκε νωρίς
ναν τους έχει τρεις.

Έναν είχε το συμβίο,
τον καλό κουμπάρο δύο,
τρίτο, παληκάρι αψό,
του συμβίου ανηψό.

Μονοιασμένοι, αγαπημένοι,
τέσσερις αγκαλιασμένοι!
Δέκα χρόνια, είκοσι χρόνια;
Μα σαν ήρθανε τα χιόνια

και μαράθηκε το σώμα,
πριν καλοχορτάσει ακόμα,
και λακήξανε μια Τρίτη
πρώτοι, δεύτεροι και τρίτοι.

Χτύπαε το ξερό η Αγάθη
στη κοτρώνα για να μάθει:
Τόσα χρόνια, τρεις μονάχα;
Χίλιους νά χα!”.

     Τα Μουνάκια

Μουνάκια φλογισμένα σαν τα ρόδα,
σαν του νεοφούρνιστου ψωμιού
τη θραψερή ζεστοβολιά,
μες στα τρεμόπαχα μεριά σας,
που ονειρεύεστε νυχτιές οργιακές.

Παρθενικά μουνάκια!
Αργοσαλεύουν τα χειλάκια
τα χνουδωτά!
Σα γαρούφαλων ανεμόσειστα φυλλάκια,
σαν στοματάκια διψασμένα
κι από ποιά δίψα;

Και κάπου-κάπου αργοκυλά
στων διακαμένων σας χειλιών την άκρη,
της βαρβατίλας καβλομύριστο ένα δάκρυ!

(το ανέκδοτο αυτό ποίημά του γράφτηκε το καλοκαίρι του 1974 στην Αίγινα, λίγους μήνες πριν πεθάνει, Δεκέμβρη 1974)

—======================—

Ανώνυμα-Επώνυμα

     Τα συγκεκριμένα παρακάτω ποιηματάκια είναι σίγουρα κάποιων επωνύμων (εξακριβωμένα), που ωστόσο είτε λόγω συστολής, είτε λόγω καλλιτεχνικής τακτικής, δεν θέλησαν να τα υπογράψουνε. Κι όμως είναι από τα πιο ωραία της συλλογής…
_____________________________

Maucroix 1619-1708

     Για τους ΜωκρουάDe Sigogne δεν κατάφερα να βρω στοιχεία κι έτσι θα αρκεστώ μόνο στις ημερομηνίες τους. Λέω λοιπόν να τα προσθέσω στα Ανώνυμα. Τα λοιπά πιο κάτω απ’ αυτά είναι όντως ανώνυμα.
_________________________________

Ο Κοκεμπέρ που να τον πάρει η οργή,
το εργαλείο μου κακολογεί:
Πως δεν αξίζει, λέει, παντού στη πόλη.

Δικό μου είναι το φταίξιμο ασφαλώς,
τι τη γυναίκα του δεν πήδηξα, ο τρελλός,
ως κάνουν οι συνάδελφοί μου όλοι.
—————————–

Charles-Timoléon De Beauxoncles Sigogne

     Γάλλος ποιητής της εποχής αλλά και των θέσεων του Malherbe. Γεννήθηκε το 1560 και πέθανε το 1611 σε ηλικία 51 ετών.
__________________________

Ωδή Στην Αφροδίτη

Ω! Εσύ, θεά που όλες εμάς
τις δύστυχες γυναίκες βοηθάς,
γλυκειά του Έρωτα μητέρα,
αν ήταν δυνατόν μια μέρα,

μες στο κρεβάτι μου να βρω
ένα νιο Πρίαπο, βαρβάτο
κι αμέσως, ρίχνοντάς με κάτω,
με το θαυματουργό του υγρό

να με δροσίσει κι αν επίσης,
μπορούσες, απ’ τις απαιτήσεις,
να μ’ απαλλάξεις του δικού μου Ηφαίστου
και να κοιμήσεις τις ορμές του,

τότε κι εγώ, για να σε φχαριστήσω,
θα πήγαινα να σου στολίσω
μ’ άνθη μυρτιάς το ιερό σου
και ν’ αποθέσω στο βωμό σου,

ένα ομοίωμα του θείου
κι αξιολάτρευτου εργαλείου,
που φέρνει ερωτικό μεθύσι
και κάνει υπέροχη τη ζήση.

—================—

1
Ετούτο τ’ όμορφο πρωινό,
είδα ένα αγόρι καστανό
πάνω στη χλόη τη δροσάτη,
σα να’ ταν μαλακό κρεβάτι.

Τη φίλη του να ‘χει ξαπλώσει
και να την έχει καπακώσει.
Να της χαϊδεύει το βυζί,
παντού να τη φιλάει. Κι όταν

να παίζουν χόρτασαν μαζί,
το άσπρο βρακάκι να της βγάνει
κι αδιάντροπα να της το κάνει.
Και Θέ μου, πόσο το χαιρόταν!

2
Μια μέρα ο Κλέονας, νέος κι ωραίος
και τρελλά με τη Λίζα ερωτευμένος,
εθαύμαζε, στο πλάι της πεσμένος,
Τ’ αλάβαστρο στο μπούτια της με δέος.

Πότε πολύ του αρέσει το δεξί,
πότε το αριστερό. Στο μεταξύ
αυτά, τα τρώει η ζήλεια, τσακωμό
τρικούβερτο αρχινάνε, δίχως τελειωμό.

Κι όπως ο Κλέονας τα βλέπει απορημένος,
-“Για να διακόψεις τον καυγά τους“,
του λέει η Λίζα, “μπες ανάμεσά τους“.

      Το Όνειρο

Στον εραστή μου πλάι πεσμένη,
μετά το τέταρτο μανίκι,
ως ήμουν αποκαμωμένη,
αποκοιμήθηκα. Κι ω φρίκη,

Ονειρευόμουν πως κρατώ,
σφιχτά στο χέρι σερπετό,
που ξάφνου αρχίζει να μακραίνει.
Ώσπου έγινε, μα την αλήθεια,

τρεις σπιθαμές μακρύ κι ακόμα.
Ξυπνάω με τη ψυχή στο στόμα,
να κράξω θέλοντας βοήθεια.

Και βλέπω πως κρατώ το φίδι,
που είχε η Εύα για παιχνίδι!

3
Ένας περίφημος δανδής
γυναίκα παρομοιάζει με μουλάρι:
Σου κάνει να τη καβαλλάς τη χάρη,
αλλά τσινάει, σαν πάνω της βρεθείς.

4
Μια βοσκοπούλα ένα πρωί στον κάμπο,
πίσω από ένα θάμνο κατουρούσε
κι ένας βοσκός, που τη κρυφοκοιτούσε
της λέει: -“Τη πόρτα σου άνοιξε για να ‘μπω.

Έχω ένα φλάουτο κάτω απ’ τη μέση,
που άμα το ακούσεις, πολύ θα σ’αρέσει“.

Κι αυτή, που το αίμα στο κεφάλι τής ανέβη:
-“Τι σύμπτωση“, του απαντά, “κι εγώ
έχω ταμπούρλο που συχνά μου χρησιμεύει.
Όσο θες χτύπα του, είναι γερό
“.

—======================—

Ντίνος ΧριστιανόπουλοςΈρωτας

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια
– ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.

Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

—======================—

Κωστής ΠαλαμάςΗδονισμός

Από τραγούδια ένα άυλο κομπολόι
Σ’ εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα παιχνίδια εγώ θα σε λιγώσω
Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
Για να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη
Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
Που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα.
Μ’ όλο μου το κορμί, να σε ποτίσω.

Και τα πόδια σου τ’ ασπροσκαλισμένα,
Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

—======================—

Μαίρη Αλεξοπούλου

     Η Μαίρη Αλεξοπούλου γεννήθηκε στη Καλαμάτα το 1974. Σπούδασε αγγλική φιλολογία. Αποτελεί μέλος της λογοτεχνικής ομάδας ΜΕ.Λ.ΟΜΑ. και της λέσχης ανάγνωσης της ομάδας. Παρουσίασε ποιήματά της στο Συμπόσιο Ποίησης (Πάτρα – 2008), στον χώρο τέχνης Ash in Art, στο φιλοσοφικό καφενείο Dasein, στο Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών Δια-Ροές του Χοροθεάτρου Ροές, στο Athens Fringe Festival κι αλλού. Βραβεύτηκε από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά για τη ποιητική συλλογή ποιημάτων για παιδιά Γράμματα στη γιαγιά μου. Μαζί με άλλους 16 ποιητές συμμετείχε στην ποιητική ανθολογία Μονοδιάλογοι (Ash in Art, 2008).



     Αρθρογραφεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Μανδραγόρας και Bακχικόν, με κείμενα κριτικής, συνεντεύξεις και σύντομα δοκίμια. Κείμενό της περί ποιητικής έχει δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό poeticanet. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης έχουν εκδοθεί τα ποιητικά βιβλία της Ερώμαι, 2005, και Σαπφώ 301, 2008.

    Προσωπική άποψη: Για να τη συμπεριλάβω σε μια τέτοιου όγκου και… μεγέθους ανθολογία, ανάμεσα σε μεγαθήρια, νομίζω περιττό να προσθέσω κάτι άλλο! Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου 
__________________________

Απογευματινό Πότισμα 

Χώνω στο χώμα τη χαρά
Να ζωντανέψουν οι καρποί
Να ‘ρθεις με το κοφίνι
Να με γεμίσεις όστρακα
Φιλιά καυλιά και σάλια
Να γλείψουμε εσύ κι εγώ
Το λογισμό του κόσμου.

(απόσπ. συλλογή Ερώμαι)

*
Στα λυπημένα μου μεθύσια
προβάλλεις γελαστός
πίσω από τοίχους ξύλινους
κάτω από τραπέζια τσιμεντένια
χυμένα
μπύρες και κρασιά.

Τραβάω ψηλά τη φούστα μου
να δεις τα πέτρινά μου μπούτια
να σβήσεις τα τσιγάρα σου
πάνω τους
να πιούμε.

Στη γυαλισμένη μπάρα
κοιμησέ με.

(από τη ποιητική συλλογή:
Έλα εδώ, αγάπη μου. Μην τους ακούς τί λένε 

)—=======================—

Γιώργος Σεφέρης

     Ίσως αρκετοί (μέσα σ’ αυτούς κι εγώ μέχρι πρότινος) δε γνωρίζουν, ότι ο μεγάλος Έλληνας ποιητής μας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, είχε εκδώσει μια συλλογή με τίτλο Εντεψίζικα (=πρόστυχα), με τολμηρό περιεχόμενο, με το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, γύρω στο 1940. Απ’ αυτή τη ποιητική συλλογή είναι μερικά από τα ποιήματα που ακολουθούν κι ονομάζονται λιμερίκια. Επίσης έχει γράψει μερικές πονηρές μαντινάδες με τίτλο Διπλές Μαντινάδες Για Μαχαίρια που κι αυτές παρατίθενται στο φινάλε.
     Τα λιμερίκια είναι 5στιχα όπου ο 1ος στίχος περιγράφει κάπως τον ήρωα ή την ηρωίδα, ο 2ος καθορίζει το πρόσωπο με κάποιες χαρακτηριστικές συνήθειές του. ο 3ος κι ο 4ος τονε δείχνουνε να δρά ή να μιλά κι ο 5ος επαναλαμβάνει τον 1ο, απλά με μια προσθήκη ενός “πιασάρικου” επιθέτου, που χαρακτηρίζει πλέον τον ήρωα ή την ηρωίδα. Η ονομασία δόθηκε από το Βρεττανό εμπνευστή Lee Merick και μεταξύ μας είναι κάπως ηλίθια 5άστιχα, ίδιως με τον ορισμό ποδηγέτησης των στίχων, πάντως υπάρχει πια στο λεξικό ο όρος limerick που σημαίνει 5στιχο σατυρικό σκαμπρόζικο ποίημα. Ο Σεφέρης το ψυλλιάστηκεν αυτό κι έσπασε τον κανόνα, βάζοντας ένα πιο ελεύθερο 5ο στίχο προσδίδοντας έτσι στο ποίημα μια περισσότερη συναρπαστικότητα και πιότερο χιούμορ και πιότερην ουσία, στη τελική.
     Οι δε διπλές μαντινάδες είναι οι γνωστές μας μαντινάδες απλά πάνε δυο-δυο, γιατί πρόκειται περί δήλωσης, ερώτησης κρίσης συνοδευμένες από τις αντίστοιχες απαντήσεις κι είναι θαυμάσιον εύρημά του, επίσης! Αυτά είχα να πω, απολαύστε το εντυπωσιακό φινάλε τούτης της μικρής ανθολογίας, ερωτικής και τολμηρής ποίησης.
____________________________

Εντεψίζικα (πρόστυχα λιμερίκια)

1. 
Ήταν ένα πέος απ’ τη Δήλο
που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·
όταν τό ‘δε φώναξε: “Ω!
αν βρισκόταν εδώ,
με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο“.
1939

2.
Η κόρη είχε στο πράμα της πλήθος εφόδια
κι ένα ταξίμετρο δεμένο με καλώδια·
σαν της είπα: -“Τί θές“;
μ’ αποκρίθη: “Δραχμές
ενενήντα, χωρίς τα διόδια“.

3.
Ήταν μια κοπέλα στο Βεζούβιο
κι εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·
και του λέει: -“Βρε συ,
γιά να ιδώ το δεξί –
το ζερβί σου τ’ αρχίδι είναι κλούβιο“.
1940

4.
Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
σαν έρχουνταν κανείς
βολικός συγγενής,
έδινέ το με λίγο πιλάφι.

5.
Ήτανε μια Κυρία στο “Βρυντίριον”
που έλεγε σε μια φίλη της: -“Μυστήριον
τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
κι έχει δέσει ο αλιτήριος
στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον“.

6.
Ήτανε μια Κυρία στην Ουγκάντα
που κοίταζε μια τζακαράντα·
κι ένας γέρος με ομπρέλα
σαν την είδε τη κοπέλα
της έδειξε το πέος του απ’ τη βεράντα.
8. 10. 41

7.
Ήταν μια Κυρά στο Λουρένθο Μάρκες
που προτιμούσε να πλακώνεται στις βάρκες·
σα γαμιόταν στη στεριά
φώναζ’: -“Όρτσα, ρε παιδιά!
Όρτσα, και θα τρακάρουμε στις νάρκες!”
10. 1941

8.
Ήτανε μια Κυρία στο Καπ-Τάου
πού ‘κραξε: -“Αη Φανούρη μ’, θα του φάου!”
όταν είδε στην αυλή
να της γνέφει ένα καυλί
πού ζ’γιαζε παραπάνω από ‘να πάου.
10. 1941

9.
Ήταν μια κοπέλα στη Ναμπούλα
πού ‘χε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
και διαλάλα: -“Κρύο-μπούζι
το πουλάω το καρπούζι,
το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!”
10. 1941

10.
Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
που ήταν χωμένη κάτω απ’ ένα πάγκο·
σαν της εδείχναν ψωλή
έβγαζε τη κεφαλή
και τη πιπίλα’ αν της δίναν ένα φράγκο.
10. 1941

11.
Ήτανε μια Κυρία στο Ζαμπέζι
που δεν έπαυε ποτέ της να το παίζει·
με μια κόκκινη κλωστή
είχε δέσει μι’ απαυτή
και τη τραβούσε το σκυλί της στο τραπέζι.
10. 1941

12.
Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
που ‘πε στον άντρα της: -“Μαλάκα, ντύσου.
Αν δε βρεις κανένα χάπι,
σύρε βρες ένα χασάπη
και πες του να στη κόψει τη ψωλή σου“.
10. 1941

13.
Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
κι ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
σαν εφίλευε κανεί
έλεγε: -“Είναι τάχα κει;
Έχει φύγει; Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι“.
10. 1941

14.
Ήτανε μια κοπέλα από το Βίδι
που ψάρευε με καλαμίδι·
σαν της είπα: -“Τσιμπά“;
Μ’ αποκρίθη: -“Πού; … Μπά!
Το τσάκωσε ο λαγός μου το σαυρίδι“.
23. 10. 1948

15.
Ήτανε μια Κυρά στη Φαμαγούστα
πού ‘χε αν μη τι άλλο λοξά γούστα·
σαν ετσάκωνε ψωλή,
τσ’ έκοβε τη κεφαλή
κράζοντας καυλωμένη: -“Χαίρε, Αυγούστα!”
Βαρώσια 1954

16.
Ήτανε στα Κατάπολα μια μούλα
που μόνο στην ανηφόρα ετσούλα’·
την ελέγαν Σεβαστή
κι όταν άφηνε πορδή
γινόνταν εξωφρενική τρεμούλα.
4. 9. 1961

Διπλές Μαντινάδες Για Μαχαίρια

1.
Ζεστάθη το φουστάνι σου στ’ όμορφο καλοκαίρι.
Βγάλτο και δώσ’ μου το λαγό για να χαρεί μαχαίρι.

Σαν πύρωσα, σα φούντωσα, πέταξα το φουστάνι.
Πιάσ’ το λαγό μου και θα δεις τη κάμα πώς δαγκάνει.
—-

3.
Τα μούρα σου τα βυσσινιά διψώ να τα δαγκώσω·
κι ο κότσυφάς σου αν πειραχτεί, μαχαίρι θα του δώσω.

Τα μούρα μου τα βυσσινιά, ποιός έχει εξιά θα πάρει,
κι ο κότσυφας μου είναι πουλί και θέλει κυνηγάρη.
—-

4.
Είδα στον ύπνο μου όνειρο, κι ας το ξηγά όποια θέλει,
μέσα σε φύκια κατσαρά πως κάρφωνα ένα χέλι.

Τα φύκια αν ήταν κατσαρά και τ’ όνειρο σου ατόφιο,
το χέλι σου που μού ‘θεξες, τό ‘βγαλες κι ήταν ψόφιο.
—-

5.
Γυμνή ‘σουν, σαν τα κύματα, πώς κάνου σα θυμώσου’,
κι ήταν λεπίδι η πλώρη μου πού ‘κοψε τον ανθό σου.

Βάλε ξανά τη πλώρη σου στο θυμωμένο κύμα,
και σκαμπανέβαζέ τηνε, κι εγώ φυσώ σου πρύμα.
—-

ΑΝΩΝΥΜΑ

-Τι έχεις πάθει κόρη μου κι είσαι έτσι αλαφιασμένη;
-Έχω φαγούρα στο μουνί, Αγία Ηγουμένη!
-Σύρε μπροστά στην είσοδο, εκεί στην Άγια Βρύση,
και τρίψε το με Αγιασμό. Θα σε ανακουφίσει…
Πήγα μπροστά στην είσοδο, πήγα στην Άγια Βρύση
μα δεν ανακουφίστηκα, χρειάζομαι γαμήσι!
-Τι λόγια λες, αμαρτωλή; Σώπα και μας ακούνε.
Κι εμάς μας λείπει η ψωλή, αλλά δε βλασφημούμε.
-Και τι να κάνω η χριστιανή που είμαι καβλωμένη;
Εσείς δεν έχετε ορμές, Αγία Ηγουμένη;
-Λες να μην έχω, κόρη μου; Τι λες; Να ‘χω αγιάσει;
Καμιά αδερφή μες στη μονή δεν έχει τέτοια κράση.
-Και τότε; Πώς τη βγάζετε; Ποιο είν’ το μυστικό σας;
-Κοίτα να δεις, κοπέλα μου. Είσαι μικρή, δεν ξέρεις,
μα αν συνεχίσεις όπως πας, για πάντα θα υποφέρεις.
Τόσο καιρό που φύλαγες την τρύπα σου για προίκα
σου γίναν’ τα μουνόχειλα σαν ξεραμένα σύκα.
Πρέπει λοιπόν σιγά-σιγά τον πόνο να απαλύνεις.
Γι’ αυτό σου λέω με Αγιασμό την τρύπα σου να πλύνεις.
-Την πίσω τρύπα ή τη μπροστά; Ποιο δάχτυλο να βάλω;
Πες μου πώς γίνεται σωστά. Αχ! Δεν αντέχω άλλο.
-Άκουσε, κόρη μου, καλά, δώσε την προσοχή σου:
Ποτέ δεν πρέπει μόνη σου να πλένεις το μουνί σου.
Τράβα λοιπόν στην είσοδο, εκεί στην Άγια Βρύση
κι εγώ θα στείλω άμεσα κάποιον να σε φροντίσει
-Ποιος θα ναι; Πώς θα λέγεται; Και ποια η καταγωγή του;
Θα ‘χει λεφτά και όνομα; Αξίες στη ζωή του;
-Κόρη, μην είσαι αφελής. Αφού κι εσύ το ξέρεις
πως όταν φτάνει η στιγμή της καύλας κι υποφέρεις
δεν έχουν νόημα τα λεφτά ούτε η ανατροφή του,
μα να ‘χει μήκος αρκετό και πάχος το καβλί του!
Να στέκεται αγέρωχο, περήφανο γενναίο,
κι όσο κι αν το ταλαιπωρείς να παραμένει ακμαίο.
Τράβα, λοιπόν, και μη ρωτάς στη Βρύση, που σου είπα.
Να, συμβουλή: πρώτη φορά, ποτέ την πίσω τρύπα!
Μ’ αυτά τα λόγια τα σοφά που είπε η Ηγουμένη,
η κόρη φεύγει τρέχοντας κι απ’ τη χαρά χεσμένη.
Αμέσως πήγε μόνη της και στήθηκε στη Βρύση,
προσμένοντας καρτερικά κάποιον να τη φροντίσει.
Ήταν ντυμένη ελαφρά, κυλότα δεν φορούσε,
γιατί η κάψα στο μουνί τηνε ταλαιπωρούσε.
Πέφτει στα δυο τα γόνατα τάχα πως προσευχόταν
και μέσα της τον ψωλαρά περίμενε κι ευχόταν
να ‘ναι μαζί της τρυφερός μα κι άγριος σαν πρέπει
και να ‘ναι η πούτσα του ορθή σαν την Αγία Σκέπη!
Να φέρεται με σεβασμό, να ξέρει να προσφέρει
αυτό που δεν κατάφερνε μονάχη με το χέρι.
Κι εκεί, σκυφτή στα τέσσερα, βλέπει τον καβαλάρη,
μ’ υπέροχη κορμοστασιά, τεράστιο παπάρι,
και βγάζει ένα αναστεναγμό που πλάνταξε η φύση:
-Ορίστε ο λεβέντης μου! Αυτός θα με γαμήσει!
Σηκώνει το κεφάλι της και του γελάει με τρόπο,
κλείνει το μάτι πονηρά, του κάνει λίγο τόπο,
να έρθει από τα δεξιά τη φόρα του να πάρει
και να μπορέσει εύκολα την τρύπα να κεντράρει.
Κι ο καβαλάρης βλέποντας τον κώλο τον παρθένο
έτσι λευκό, λαχταριστό, έτσι καλοστημένο,
αρπάζει το παπάρι του, φωνάζει -Εν Τούτω Νίκα!
και της το βάζει άγαρμπα από την πίσω τρύπα.
Τι ήταν να το κάνει αυτό; Την ξάφνιασε την Κόρη,
της γύρισαν τα μάτια της, βροντάστραψαν τα όρη.
Έβγαλε δυνατή κραυγή, της κόπηκε η ανάσα,
της λύγισαν τα γόνατα, της έφυγαν τα ράσα.
Όμως μετά το ξάφνιασμα, μετά την πρώτη αντάρα
μετά το σοκ που ένιωσε της κόρης η κωλάρα,
ο πόνος -τι παράξενο!- άρχισε να ‘χει γλύκα,
πολύ το ‘φχαριστιότανε αυτό το «Εν Τούτω Νίκα!».
Τι κι αν λιγάκι πιο νωρίς την είχαν ορμηνέψει
διείσδυση στον κώλο της να μην την επιτρέψει;
Τι κι αν η κάψα στο μουνί ήταν το πρόβλημά της;
Τι κι αν την ξάφνιασε άγαρμπα ο ωραίος αναβάτης;
Αυτή το ‘φχαριστήθηκε. Θα το ‘κανε και πάλι,
θα το ‘κανε και με ψωλή ακόμα πιο μεγάλη !
Άσ’ την να λέει η άσχετη Αγία Ηγουμένη,
διπλά σε φτιάχνει το καβλί, που από πίσω μπαίνει.
-Τι έχεις πάθει, κόρη μου, και πας σαν συγκαμμένη;
-Μου ‘κάναν Οθωμανικό Αγία Ηγουμένη…
-Σου άρεσε; -Μου άρεσε. -Θα ξαναπάς; -Δεν ξέρω.
Καλό το πισωκολλητό, μα τώρα υποφέρω.
-Δώσε καιρό στον κωλο σου να ηρεμήσει λίγο…
-Πόσο καιρό; Πονάω πολύ τα πόδια σαν ανοίγω.
-Σε δύο μέρες αρχικά θα πάψεις να υποφέρεις,
θέλει μετά κι άλλες εφτά, μέχρι να συνεφέρεις.
Ό,τι σου λέω οι σοφοί πατέρες μας το βρήκαν,
του κώλου τα εννιάμερα πώς λες εσύ να βγήκαν;

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *