Δέδυκε μεν α Σελάνα
και πληιάδες μέσαι δε
νύκτες, παρά δ’ έρχεται ώρα,
εγώ δε μόνα καθεύδω.
Σαπφώ
Μεσάνυχτα και δύσανε, Πούλια κι αχνό Φεγγάρι.
Η Νύχτα το κοστούμι της, το μαύρο, μου προβάρει.
Οι Ώρες παιχνιδίζοντας, φεύγουνε μακριά μου
και τ’ άδειο το προσκέφαλο η μόνη συντροφιά μου.
Παρακλαυσίθυρον*
Με κοινή μας επιλογή και σύμμαχο την αγαπημένη Αφροδίτη, γίναμε ταίρι.
Πονώ σα θυμάμαι που με φιλούσες επίμονα, σκορπίζοντας στο κορμί μου τόσο γλυκιά σύγχυση, ενώ είχες σκοπό να με παρατήσεις και να διαλύσεις την αγάπη μας.
Δεν αντιμάχομαι πια τον έρωτα που νιώθω.
Αγαπημένα άστρα και νύχτα δέσποινα, γλυκιοί συνεργοί, άσφαλτα στείλτε με σ’ αυτόν, που κι η ίδια η Αφροδίτη έρμαιο μ’ οδηγεί, εκεί, όπου ο μεγάλος Έρωτας περιμένει να με τυλίξει στα δεσμά του.
Συνοδοιπόρος μου η μεγάλη φλόγα που καίει τα σωθικά μου.
Ο λογοπλάνος μαυλιστής του νου μου, αυτός που από πάντα του μεγαλοπιανόταν, αγνόησε την αγάπη μου δίχως να φέρει βαριά την αδικία που μου ‘κανε.
Αυτό ειν’ άδικο για με και με πεθαίνει.
Οργίζομαι!
Τρελαίνομαι!
Καίγομαι, μονάχη μου!
Αφέντη του νου, της καρδιάς και του κορμιού μου, χρωμάτισε πάλι την άδεια μοναξιά μου!
Δέξου με, που σου ζητώ διακαώς και με χαρά, να ‘μαι δούλα σου και μη με παραμερίζεις άκαρδα!
Μεγάλη οδύνη έχει ο μανιασμένος, χωρίς ανταπόκριση, έρωτας κι οδηγεί στη τρέλα.
Γιατί πρέπει να υπομένει, να καρτερά και να ψήνεται στις πύρινες γλώσσες της ζήλειας.
Μάθε πως σου ‘χω απέραντη κι ακατανίκητη οργή!
Τρελαίνομαι σα πλαγιάζω ολομόναχη στο κρεβάτι μας, ενώ εσύ αλλού δίνεις και παίρνεις χαρά!
Όμως δεν είναι σωστό να μαλώσουμε, γιατί θα πρέπει να χωριστούμε.
Έχουμε φίλους να κρίνουν και να μας συμβουλέψουν για δίκιο κι άδικο.
Έλα μαζί να τους μιλήσουμε, χαρά μου, τίμια, άξια, σωστά και λογικά, αν κι ο Έρωτας δεν έχει λογική!
Δες άρχοντά μου, πως μ’ έχεις καταντήσει, αν και καλά και πιστά θα σ’ υπηρετούσα!
Τώρα πια δε μπορώ μήτε λιγάκι έστω να σε πλησιάσω, να σ’ αγγίξω!
Πώς με παρατάς έτσι κύριέ μου, συ που πρώτος και τόσον επιδέξια με γεύτηκε;
Που πρώτος διέβης τις πύλες του νου και του κορμιού μου;
Ζηλεύω και τους δούλους ακόμα που σε πλησιάζουν, ό,τι κι αν σκέφτεσαι μ’ αυτό!
Ανόητα παραξενεύεσαι που λέω πως θαυμάζω κείνες που γίνονται χαλάκι στα πόδια των αγαπημένων τους!
Αρρώστησα!
Χάζεψα!
Κι εσύ αφέντη κι άρχοντά μου, με πετάς στην άκρη!
Παρ’ όλο που σε σένα πρώτο, για τη ψυχή μου μίλησα…
‘Αγνωστης Αρχαίας Ποιήτριας
——————————————————————————–
*Σημ: Πρόκειται για ένα θρηνητικό τραγούδι που λεγόταν παρά τη θύρα του προσώπου που παρατούσε το ταιρι του, από το ίδιο το ταίρι κι ήταν ένα (κατά τα λεγόμενα) σύνηθες φαινόμενο κατά την αρχαιοτητα! Αυτό συνήθως, αν το εν λόγω άτομο δε μπορούσε, παραγγελόταν σε κάποιον ή κάποια ποιήτρια της εποχής! Το πρωτότυπο κείμενο θα το ‘γραφα κι αυτό και μάλιστα με χαρά μου, μα απαιτεί ειδική γραμματοσειρά που εδώ δεν υπάρχει και σίγουρα πια δε την έχω μήτε γω.
Είναι ένα πολύ πλούσιο κείμενο με τρομερές εικόνες και λέξεις και για τη μετάφραση-παράφραση του, ευθύνομαι μόνον εγω. Σε πολλά σημεία υπερέβην τα εσκαμμένα για να ‘χει μια κάποια λογική και κάπως σημερινή ροή κι ίσως να μη τα κατάφερα καλα. Σε κάποια άλλα επίσης, υπήρχαν κενά κι αναγκάστηκα να τα …”γεμίσω” προσπαθώντας να κρατηθώ στην υφή, στη χροιά και στο στυλ του κειμένου.
Τί το σημαντικό βρίσκω και γιατί το αναρτώ;
Θα μπορούσε να ‘ναι ένα απλό συνηθισμένο (κατά κάποιο τρόπο) ραβασάκι όπως τόσα και τόσα άλλα, μα δεν είναι κατά τη προσωπική μου γνώμη. Και τούτο γιατί το πάθος, η εναλλαγή, οι εικόνες, οι επικλήσεις, οι φοβέρες, η γλυκύτητα κι εν γένει ό,τι μα ό,τι επικαλείται αυτή η άγνωστη, αρχαία ποιήτρια, μαρτυρά το ερωτικό πάθος μ’ ένα τρόπο θαυμαστό. Τονε βρίζει, τονε κατηγορεί, τον εκλιπαρεί, τον νοσταλγεί, ζητά βοήθεια, ζητά να γίνει χαλί, θέλει να τον … “σκοτώσει”, επιχειρηματολογεί, κατεβάζει Θεούς και …δαίμονες και … και … και … Κυκλοθυμικότητα, κατάθλιψη και σχεδόν στέρεη θλίψη, ρέει σε κάθε μα κάθε φράση σα δάκρυα ασταμάτητα κι απαρηγόρητα!
Λέγοντάς του όλο αυτό αδειάζει μ’ όλα όσα λέει και στο τέλος αφήνει τη φωνή της να σβήσει, ξέροντας πως δε πρόκειται να καταφέρει κάτι και το σβήσιμο αυτό μου ακούγεται σαν ένας λυγμός που πνίγεται… αλλά παρασύρομαι και … καλύτερα ας μη πω άλλα…
Μάρτης 2003
———————————————————————————–
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (στίχοι ξένων τραγουδιών)
Πίσω Στη Μαυρίλα
Amy Winehouse
Πίσω Στη Μαυρίλα
Δεν έχασες χρόνο για λύπες
κράτησες τη σάρκα σου υγρή
ποντάροντας εκ του ασφαλούς.
Κράτησα το κεφάλι μου ψηλά
στέγνωσα τα δάκρυά μου.
Συνεχίζω χωρίς εσένα
γύρνα πίσω κει που ξέρεις
τόσο μακριά απ’ όσα περάσαμε μαζί.
Και περπατώ σε κολασμένο δρόμο
μ’ ελάχιστες πιθανότητες
Γυρίζω πίσω στη μαυρίλα…
Αποχαιρετιστήκαμε μόνο με λέξεις
Πέθανα εκατό φορές
Γύρνα εκεί
κι εγώ γυρνώ…
…γυρνάω πίσω σε μας…
Σ’ αγαπώ πολύ
αυτό δεν σου ‘ναι αρκετό
Αγαπάς το εφήμερο, εγώ το διαρκές
κι η ζωή είναι σα μια σωλήνα
κι εγώ ένα μικρό νόμισμα που κυλά
στα τοιχώματά της, τρελά
Αποχαιρετιστήκαμε μόνο με λέξεις
πέθανα εκατό φορές
γύρνα εκεί
κι εγώ γυρνώ…
…γυρνάω πίσω…
μαυρίλα… μαυρίλα… μαυρίλα… μαυρίλα… μαυρίλα… μαυρίλα… μαυρίλα…
…γυρνάω πίσω…
…γυρνάω πίσω…
Αποχαιρετιστήκαμε μόνο με λέξεις
Πέθανα εκατό φορές
Γύρνα εκεί
κι εγώ γυρνάω πίσω…
…στη μαυρίλα…
Μπανγκ-Μπανγκ
Ήμουνα πέντε κι ήταν έξι
καβαλούσαμε καλαμένια άλογα
φορούσα μαύρα κι εκείνος λευκά
με νικούσε πάντα στη μάχη.
Μπανγκ-μπανγκ με πυροβολούσε
μπανγκ-μπανγκ έπεφτα στο χώμα
μπανγκ-μπανγκ αυτός ο απαίσιος κρότος
μπανγκ-μπανγκ το μωρό μου με σκότωνε
Περάσανε χρόνια κι αλλάξαν οι καιροί
μεγάλωσα, τονε φώναζα “Δικό μου“.
Γελούσε πάντα και μου ‘λεγε:
Θυμάσαι που παίζαμε…
Μπανγκ-μπανγκ σε πυροβολούσα
μπανγκ-μπανγκ έπεφτες στο χώμα
μπανγκ-μπανγκ αυτός ο απαίσιος κρότος
μπανγκ-μπανγκ πάντα σε σκότωνα
Έπαιζε μουσική κι ανθρώποι τραγουδούσαν
μόνο για με της εκκλησιάς καμπάνες αντηχούσαν
Έχει πια φύγει, χωρίς να ξέρω το γιατί
ακόμα και τώρα καμμιά φορά δακρύζω
Δε μου ‘πε μήτε καν ένα “Γειά σου“
Δε βρήκε χρόνο να μου πει έστω ένα ψέμμα…
Μπανγκ-μπανγκ με πυροβόλησε
μπανγκ-μπανγκ έπεσα στο χώμα
μπανγκ-μπανγκ αυτός ο απαίσιος κρότος
μπανγκ-μπανγκ το μωρό μου με σκότωσε…
Nancy Sinatra
Υπονοούμενο
Όσον ήλιος μεσουρανεί
κι έρημος άμμο γεννά
όσο σπάζουνε κύματα
μ’ αχό στη παραλία
όσο βαστούνε άνεμοι
κι ουράνιο τόξο κι άστρα
Θα συνεχίζουμε ν’ ανοίγουμε δρόμο
Ω ναι! θα συνεχίζουμε τη προσπάθεια
έστω απλά σπρώχνωντας τον καιρό
Όσο μάχονται εντός μας
προφάσεις και πεποιθήσεις
όσο τυφλά, τρελά κι άπληστα
οριοθετούμε τη ζήση μας
Τόσον θ’ αγόμαστε με παραδόσεις
προλήψεις και λάθος θρησκεία
εσαεί και νυν κι αεί
Θα συνεχίζουμε ν’ ανοίγουμε δρόμο
Ω ναι! θα συνεχίζουμε τη προσπάθεια
μέχρι την άκρη του χρόνου
Μη πάρετε προσβολή το λόγο μου
από θλίψη ή μεγαλειότητα
να ‘στε ότι γουστάρετε, μπορείτε
ν’ αυτορυθμιστείτε
σ’ ότι σκεφτείτε ή ποθείτε
απ’ το “εγώ” παραιτηθείτε
και τελικά λευτερωθείτε
Θεός άν είναι, Δίκιο αν είναι
κάτω απ’ τον ουρανό
λόγος αν είν’, αιτία αν είναι
να ζει κανείς ή όχι
λύτρωση αν είναι, λύση αν είναι
σ’ ερωτηματικά-δεσμά
ο εαυτός σας παραμείνετε
τους φόβους ξαποστείλετε
τη μάσκα σας πετάμε
και θα χαμογελάμε
Θα συνεχίζουμε ν’ ανοίγουμε δρόμο
Ω ναι! θα συνεχίζουμε τη προσπάθεια
ό,τι κι αν τύχει, ό,τι κι αν συμβεί
συνέχεια θα προσπαθούμε
ως του χρόνου την άκρη
QUEEN (Freddy Mercury)
Σεπτέμβρης 2005
The House Of The Rising Sun
The Animals
Υπάρχει ένα σπίτι στη Νέα Ορλεάνη
που το λένε”Ανατέλλων Ήλιος“
κι ήτανε δύση για πολλά καημένα αγόρια
και Θέ μου ξέρω, είμ’ έν’ απ’ αυτά.
Η μητέρα μου ήτανε ράφτρα
και μου ‘ραψε ένα μπλουτζίν
Ο πατέρας μου ήτανε παίχτης
κάτω στη Νέα Ορλεάνη
Τώρα το μόνο που χρειάζεται ένας παίχτης
είναι μια βαλίτσα κι ένα μπαούλο
κι οι μόνες στιγμές που ‘ν’ ευτυχής
όταν κείτεται πιωμένος
Ω μητέρα, πες στα παιδιά σου
να μη κάνουν αυτό που ‘κανα εγώ
που ξόδεψα τη ζωή μου αμαρτωλά και μίζερα
στο “Σπίτι Του Ανατέλλοντος Ηλίου“
Λοιπόν βρίσκομαι με το ‘να πόδι στην αποβάθρα
και τ’ άλλο πάνω στο τραίνο
γυρίζω πίσω στη Νέα Ορλεάνη
να ξαναφορέσω τη σιδερένια μπάλα με τις αλυσίδες
Λοιπόν υπάρχει ένα σπίτι στη Νέα Ορλεάνη
που το λένε “Ανατέλλων Ήλιος“
κι ήτανε δύση για πολλά καημένα αγόρια
και… Θε μου ξέρω, πως είμ’ έν’ απ’ αυτά.
My Way
Paul Anka 1968
Ο Τρόπος Μου
Και τώρα, που το τέλος είναι κοντά
και λίγο πριν να πέσει η αυλαία,
φίλοι μου, θα σας μιλήσω για αυτά
που με καθόρισανε.
Έζησα μια γεμάτη ζωή.
Σεργιάνισα κάθε σοκάκι ή λεωφόρο.
Μα πιότερο κι απ’ αυτά είναι,
πως το ‘κανα με το δικό μου τρόπο.
Μετάνιωσα για κάμποσα, είν’ αλήθεια!
Τόσα λίγα, που δεν αξίζουνε μνημόνεψη.
Έκαμα ντρέτα, χωρίς ν’ αποφύγω ποτέ
αυτό που ‘πρεπε να κάμω.
Διδάχτηκα από τα μαθήματα της ζωής
και σχέδιασα προσεχτικά το κάθε βήμα.
Μα πιότερο κι απ’ αυτά είναι
πως το ‘κανα με το δικό μου τρόπο.
Υπήρξαν βέβαια φορές
-είμαι σίγουρος πως το ξέρετε δα-
που δάγκωσα πιότερο απ’ αυτό
που θα μπορούσα να μασήσω.
Μα το ‘φαγα
κι όταν έπρεπε το ‘φτυσα.
Πάλεψα και στάθηκα καλά
και τo ‘κανα με το δικό μου τρόπο.
Αγάπησα και γέλασα και έκλαψα.
Είχα και πλούτος και μερίδιο στη χασούρα.
Και τώρα που στεγνώσανε τα δάκρυα
το βρίσκω όλο τούτο, τόσο συναρπαστικό.
Σκέφτομαι, πως εγώ το ‘κανα όλο τούτο
και μπορώ να πω, όχι ντροπιασμένα.
Όχι… Όχι… Ω όχι εγώ!
Εγώ το ‘κανα με το δικό μου τρόπο.
Γι’ αυτά που υπάρχει ένας άντρας,
γι’ αυτά που κατέχει.
Κι αν όχι από μόνος του,
τότε είναι μηδενικό.
Να λέει πραγματικά αυτά που νιώθει.
Το παρελθόν μου δείχνει
πως πήρα το ρίσκο μου
και το ‘κανα με το δικό μου τρόπο.
Μάης ’07
Imagine
John Lennon “Beattles“
Φαντάσου…
Φαντάσου πως δεν υπάρχει παράδεισος,
-ειν’ εύκολο αν προσπαθήσεις-,
ούτε κόλαση ανάμεσά μας,
πάνω από μας, μόνον ουρανός.
Φαντάσου, όλοι οι άνθρωποι
να ζουν για το σήμερα. Γιου – χου!
Φαντάσου πως δεν υπάρχουν χώρες,
-δεν είναι δύσκολο να γίνει-,
καμιά αιτία, για να σκοτώσει
ή να πεθάνει κανείς
κι ούτε θρησκεία επίσης.
Φαντάσου, όλοι οι άνθρωποι
να ζουν ειρηνική ζωή. Γιου – χου!
Φαντάσου, όχι πια εξουσίες,
-αναρωτιέμαι αν το μπορείς-,
καμιάν ανάγκη γι’ απληστία ή πείνα,
μιαν Αδελφότητα Του Ανθρώπου.
Φαντάσου, όλοι οι άνθρωποι,
να μοιράζονται όλο τον κόσμο. Γιου – χου!
Μπορεί να πεις
πως είμαι ονειροπαρμένος,
μα δεν είμαι ο μόνος.
Κάποια μέρα, ελπίζω,
θα ενταχθείς σε μας
κι όλος ο κόσμος θα γίνει ένα!
Epitaph
King Crimson
Επιτάφιος
Ο τοίχος, που πάνω του
γραψαν οι Προφήτες,
ραγίζεται συθέμελα.
Ηλιαχτίδες ξαστράφτουν λαμπερά
πάνω στα όργανα του θανάτου,
όταν κάθε άνθρωπος διχάζεται,
ανάμεσα σ’ εφιάλτες κι όνειρα.
Κανείς δε θα δρέψει δάφνες,
όταν σιγή θα καταπνίξει τις κραυγές.
Ανάμεσα στις σιδηρές πύλες του Πεπρωμένου,
οι σπόροι των καιρών,
είχαν σπαρθεί και ποτιστεί,
από τη δράση εκείνων που ξέρουν
κι είναι γνωστοί.
Η Γνώση ειν’ ένας θανάσιμος σύντροφος,
όταν κανείς δε βάζει κανόνες.
Η μοίρα ολάκερης της ανθρωπότητας, νιώθω,
πως είναι στα χέρια ηλιθίων!
Σύγχυση θα ‘ν’ ο επιτάφιος μου.
Καθώς σούρνομαι στη δύσβατη,
τσακισμένη ατραπό,
που αν τη φτιάξουμε όλοι μαζί,
μπορούμε να χαλαρώσουμε και να γελάμε.
Αλλά νιώθω πως αύριο θα κλαίω!
Ναι φοβάμαι πως αύριο θα κλαίω!
Six Days War
Colonel Bagshot
Πόλεμος Έξι Ημερών
Στην αρχή της εβδομάδας
Θα τους ακούσετε να μιλάνε
στις εργασίες της Συνόδου Κορυφής
Είναι μόνο Δευτέρα
Οι Διαπραγματεύσεις σταματήσαν
Δείτε, όλοι αυτοί οι Ηγέτες
είναι συνοφρυωμένοι
Είναι η μέρα του Ξίφους και του Όπλου
Αχ ας μη ξημερώσει ποτέ…
κι είναι πολύ αργά…
Θα μπορούσατε να γευματίζετε
κείνη την ώρα που οι ειδήσεις
θα πέσουνε σα γροθιά στο στομάχι
Είναι μόνο Τρίτη
Ποτέ δε πέρασε από το νου σας
πως θα πρεπε να πάμε στον πόλεμο
μετά απ’ όλα όσα είδαμε
Είναι Πρωταπριλιάτικο ψέμμα!
Αχ ας μη ξημερώσει ποτέ…
κι είναι πολύ αργά…
Θα τρέξουμε όλοι στα καταφύγια
Και θ’ αφουγκραζόμαστε τους ήχους
Είναι μόνο Τετάρτη
Στο καταφύγιό σας βαθιά καμμένοι
Πάρτε λίγο μαλλί και μάθετε να πλέκετε
Επειδή θα ‘ναι μεγάλη η μέρα
Αχ ας μη ξημερώσει ποτέ…
κι είναι πολύ αργά…
Ακούτε τα σφυρίγματα από πάνω
Είστε τάχα ζωντανοί ακόμα ή νεκροί;
Είναι μόνο Πέμπτη
Νιώθετε ένα τράνταγμα στο έδαφος
δισεκατομμύρια κεριά καίνε γύρω σας
Είναι τα γενέθλιά σας;
Αχ ας μη ξημερώσει ποτέ…
κι είναι πολύ αργά…
Κι όμως αυτό το καταφύγιο
Είναι τώρα σπίτι σας
Ο ζωτικός σας χώρος έχει παραβιαστεί
Είναι μόνο Παρασκευή
Καθώς βγαίνετε στο φως
Μπορείτε να συλλάβετε
αυτά που αντικρύζετε;
Πρέπει να ‘ναι η Μέρα Της Κρίσης
Αχ ας μη ξημερώσει ποτέ…
κι είναι πολύ αργά…
Δεν είναι αστείο
πώς σκέφτονται Αυτοί
Κάνανε τη Βόμβα,
Είναι βλαμμένοι
Είναι μόνο Σάββατο…
Θαρρώ ότι το Αύριο ήρθε…
και νομίζω πως είναι πάρα πολύ αργά
Nothing Else Matters
Metallica
Τίποτ’ Άλλο Δεν Έχει Σημασία
Είτε είμαστε κοντά, είτε μακρυά
μας ενώνει από καρδιάς
δυνατός δεσμός εμπιστοσύνης
και …τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία
Ποτέ μου δεν αφέθηκα τόσο.
Ζωή δικιά μας, όπως τη θέμε,
χωρίς να λέω κούφια λόγια
και …τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία
Βρίσκω σε σένα τη πίστη που ζητώ
και κάθε μέρα, κάτι νέο για μας,
ανοιχτή σκέψη, μιαν άλλην άποψη
και …τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία
ποτέ δε μ’ ένοιαξε τι κάνουν άλλοι
ποτέ δε μ’ ένοιαξε για όσα ξέρουν
αλλά ξέρω…
Είτε είμαστε κοντά, είτε μακρυά
μας ενώνει από καρδιάς
δυνατός δεσμός εμπιστοσύνης
και …τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία
ποτέ δε μ’ ένοιαξε τι κάνουν άλλοι
ποτέ δε μ’ ένοιαξε για όσα ξέρουν
αλλά ξέρω…
Ποτέ μου δεν αφέθηκα τόσο
ζωή δικιά μας, όπως τη θέμε,
χωρίς να λέω κούφια λόγια
και …τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία
Βρίσκω σε σένα τη πίστη που ζητώ
και κάθε μέρα κάτι νέο για μας
ανοιχτή σκέψη, μιαν άλλην άποψη
και …τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία.
Ποτέ δε μ’ ένοιαξε τι λεν οι άλλοι,
ποτέ δε με νοιάξανε τα παιχνίδια που παίζουνε,
ποτέ δε μ’ ένοιαξε τι κάνουνε,
ποτέ δε μ ένοιαξε για όσα ξέρουνε,
και ξέρω…
Είτε είμαστε κοντά, είτε μακρυά
μας ενώνει από καρδιάς
δυνατός δεσμός εμπιστοσύνης.
όχι! τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία!
Χωρίς Εσένα
Without you
Badfingers 1970
Όχι δεν μπορώ να ξεχάσω
κείνο το απόγευμα
ή το πρόσωπό σου καθώς έφευγες
αλλά έτσι είναι πάντα κι η ζωή συνεχίζει
όλο χαμογελάς μα στα μάτια σου
λάμπει η θλίψη, ναι λάμπει…
Όχι δε μπορώ να ξεχάσω πως αύριο
όταν όλη μου η πίκρα πλημμυρίσει
ότι σ’ είχα ‘δώ μα σ’ άφησα να φύγεις
και τώρα το σωστό είναι να ξέρεις
να σου δείξω ό,τι πρέπει να ξέρεις
Δε μπορώ να ζω
αν ζω χωρίς εσένα
δε μπορώ να ζω
δε μπορώ να δώσω τίποτ’ άλλο
Δε μπορώ να ζω
αν ζω χωρίς εσένα
δε μπορώ να ζω
δε μπορώ να δώσω τίποτ’ άλλο
Όχι δεν μπορώ να ξεχάσω
κείνο το απόγευμα
ή το πρόσωπό σου καθώς έφευγες
αλλά έτσι είναι πάντα κι η ζωή συνεχίζει
όλο χαμογελάς μα στα μάτια σου
λάμπει η θλίψη, ναι λάμπει…
Δε μπορώ να ζω
αν ζω χωρίς εσένα
δε μπορώ να ζω
δε μπορώ να δώσω τίποτ’ άλλο
Δε μπορώ να ζω
αν ζω χωρίς εσένα
δε μπορώ να ζω
δε μπορώ να δώσω τίποτ’ άλλο
You‘re My Everything
Santa Esmeralda 1977
Είσαι Για Μένανε Τα Πάντα
Είσαι τα πάντα για μένα
ο ήλιος που σε λάμπει
κάνει τ’ αηδόνι να λαλεί
και τ’ άστρα να φεγγοβολάν
ψηλά στον ουρανό
Πες μου, σε λατρεύω
Όταν φιλώ τα δυο σου χείλη
ανατριχιάζω ως τ’ ακράνυχά μου
κι ο νους πέφτει σε δίνη
τυλιγμένος μέσα σου
βαθια σε λατρεύω
Είσαι τα πάντα για μένα
και τίποτ’ άλλο δεν έχει πράγματι αξία
μόνο η αγάπη που μου δίνεις
Είσαι τα πάντα για μένα
και να κοιτώ κάθε πρωί εκείνα
τα καστανά σου μάτια τα μεγάλα
Είσαι τα πάντα για μένα
και σε χρειάζομαι κοντά μου
Για πάντα και μια μέρα
Είσαι τα πάντα για μένα
και δε χρειάζεται ποτέ ν’ ανησυχείς
τίποτα μη φοβάσαι
γιατί είμαι πλάι σου
κι όταν σε κρατώ σφιχτά
τίποτα δε μπορεί να σε βλάψει
τα μοναχικά τα βράδυα
θα ‘ρχομαι κοντά σου
να σε φιλώ, να σε ζεσταίνω
Ναι τόσο πολύ σε λατρεύω
Είσαι τα πάντα για μένα
είμαι κάτω δω στη γη
και πάνω κοιτώ τον ουρανό
και πλέω σε πελάγη ευτυχίας
Δεν υπάρχει θύελλα
καμμιά λατρεία μου
The Last Resort
Eagles 1976
Το Τελευταίο Καταφύγιο
Ήρθε από το Πρόβιντενς,
στο μόνο από τα Ρόουντ Άιλαντς
που οι σκιές του παλιού κόσμου
ίστανται βαριές στον αγέρα
Γεμάτη ελπίδες κι όνειρα
σα πρόσφυγας, ήρθε απ’ τη θάλασσα
σαν τον πατέρα της.
Είχε ακούσει για ένα τόπο
όπου άνθρωποι χαμογελώντας
μιλούσαν για τον τρόπο των Ινδιάνων
και πως αγαπούσανε τη γης
κι ήρθαν από παντού
στο Μεγάλο Καταρράκτη, ψάχνωντας
ένα μέρος να σταθούν ή να κρυφτούν.
Κάτω στα πολυσύχναστα μπαράκια
όπου συχνά το ρίχνουν έξω
δε κρατιέμαι να πω σ’ όλους
το πως μοιάζει εκεί πέρα.
Και τονε λένε Παράδεισο,
μα δε ξέρω το γιατί.
Κάπως λιγνέψαν τα βουνά
και πύργωσε η πόλη!
Κι ύστερα φυσήξαν παγεροί
ανέμοι μες από την έρημο
κι απ’ τα φαράγγια της ακτής του Μαλιμπού,
όπου ανθρωπάκια παίζουν πεινασμένα,
για ισχύ κι εξουσία, και λάμψη
απατηλή σαν του ΝΈΟΝ,
που τους ορίζει τι να κάνουνε.
Κι ήρθαν μερικοί νιόπλουτοι
και βιάσανε τη γης
και κανείς δε τους σταμάτησε.
Και στήσαν κάτι άσχημα κουτάκια
και -Χριστέ μου- όλοι τ’ αγοράζανε.
Κι όλοι Παράδεισο ονομάζανε
και τόπο όπου θα πρεπε να ζεις
Κι αγναντεύαν έναν ήλιο
λεκιασμένο, να βουτά στη θάλασσα.
Μπορείς να τ’ αφήσεις όλα πίσω
και να πλεύσεις στη Λαχένι 1
όπως κάναν οι ιεραπόστολοι παλιά.
Αυτοί φέραν και μιαν ΝΈΟΝ επιγραφή
” ΈΡΧΕΤΑΙ Ο ΙΗΣΟΎΣ”
Όστις ήρε του λευκού τις αμαρτίες!
Όστις εγκαθίδρυσε
το βασίλειο του λευκού.
Τάχα ποιός στέργει τούτο το μεγάλο
σχέδιο του “τί δικό μου, τί δικό σου”;
Και καθώς εκλείψαν πια τα νέα σύνορα,
θα τα ορίσουμε πλέον εδώ.
Καλύψαμε τις, χωρίς τέλος, ανάγκες μας
Δικαιολογήσαμε ούτω πως
τις ματοβαμμένες πράξεις μας,
στου πεπρωμένου μας
και στου Θεού μας τ’ όνομα!
Κι όλ’ αυτά μπορείτε να τα δείτε
στης κάθε Κυριακής,
τη πρωινή τη λειτουργία:
Όλοι όρθιοι να ψάλλουνε
για το πως μοιάζει κει πέρα,
Το λένε Παράδεισο δε ξέρω γιατί.
Λες κάποιο τόπο παραδεισένιο
αποχαιρετώντας τον μ’ ένα φιλί!
1 Λαχένι = περιοχή της Χαβάης, στο Μάουι!
It’s Α Long, Long Way Τo Tipperary
Written: Jack Juddge & Henry James “Harry” Williams 1912
Είναι Μακρύς, Πολύ Μακρύς Ο Δρόμος Για Το Τιπερέρι
Μες στο ισχυρό Λονδίνο
μας ήρθε ένας Ιρλανδός
Λες κι οι δρόμοι ήταν χρυσοί,
σίγουρα φλώροι ήταν όλοι εκεί.
Τραγουδούσαν για το Πικαντίλλυ
και για τη Λέστερ Σκουέρ
κι ο “Πάντι” πέταξε τη σκούφια
και τους φώναξε δυνατά:
Είναι αλάργα, αλί, το Τιπερέρυ
κι έχω πολύ δρόμο να φτάσω
Είναι αλάργα, αλί, το Τιπερέρυ
στο πιο γλυκό κορίτσι που αγαπώ.
Στο καλό σου Πικαντίλλυ
γειά χαρά Λέστερ Σκουέρ
Είμαι αλίμονο μακριά απ’ το Τιπερέρυ
μα η καρδιά μου ειναι κεί πέρα.
Ο “Πάντι”1 γράφει στη καλή του
τη γλυκειά Ιρλανδέζα Μόλλυ
“Αν δεν λάβεις, γράψε να ξέρω!
Αν κάνω λάθη ορθογραφικά
Θυμήσου φταίει η παλιοπέννα
και μη το ρίξεις κι αυτό σε μένα”.
Είναι αλάργα, αλί, το Τιπερέρυ
κι έχω πολύ δρόμο για να ‘ρθώ
Είναι αλάργα, αλί, το Τιπερέρυ
στο πιο γλυκό κορίτσι, π’ αγαπώ.
Στο καλό σου Πικαντίλλυ
γειά χαρά Λέστερ Σκουέρ
Είμαι αλίμονο μακριά απ’ το Τιπερέρυ
μα η καρδιά μου ειναι κεί πέρα.
1 Πάντι είναι το παρατσούκλι των Ιρλανδών, κάτι μεταξύ βλάκα, μπέκρα και κοκκινοτρίχη!
Welcome To Burlesque
Καλώς Ήρθες Στο Μπουρλέσκ
Σερ 2010
Δείξε λίγο παραπάνω
Δείξε λίγο λιγότερο
Κάνε κι ένα τσιγάρο
Καλώς ήρθες στο Μπουρλέσκ
Κάθετί π’ ονειρεύτηκες
Αλλά δε μπορείς ποτέ να τόχεις.
Τίποτα δεν είναι ό,τι δείχνει
Καλώς ήρθες στο Μπουρλέσκ
Ωω καθένας αγοράζει
ρίξε στο χέρι μου λεφτά
Κι αν έχεις κάτι έξτρα
ε, δώστο στα παιδιά.
Μπορεί να μην είσαι ένοχος
Μα είσ’ έτοιμος να ξομολογηθείς
Πες μου τι γουστάρεις
Καλώς ήρθες στο Μπουρλέσκ
Μπορείς να ονειρευτείς τη Κόκο
Κάν’ το με δική σου ευθύνη
Οι τρίδυμες σου δείχνουν κατανόηση
Αλλά όχι για κάθε πεθυμιά σου.
Η Τζέσι σε κάνει να ρωτιέσαι
Τόσο ήρεμη, σαν άγαλμα
“Μαζέψου”, λέει η Τζόρτζια
Καλώς ήρθες στο Μπουρλέσκ
Ωω καθένας αγοράζει
ρίξε στο χέρι μου λεφτά
Κι αν έχεις κάτι έξτρα
Ξέρεις πού θα με βρεις
Κάτι πολύ σκοτεινό
κυβερνά τις σκέψεις σου
Δεν ήρθε δα κι η συντέλεια
Απλά σήκω και χόρεψε
Δείξε λίγο παραπάνω
Δείξε λίγο λιγότερο
Κάνε ένα τσιγάρο
Καλώς ήρθες στο Μπουρλέσκ
The Streets of Laredo
Oι Δρόμοι Του Λαρέντο
Traditional song1910
Καθώς βάδιζα στους δρόμους του Λαρέντο
καθώς βάδιζα στο Λαρέντο μια μέρα
ξέκλεψα τα λόγια ενός φτωχού κάου-μπόυ τυλιγμένου σε λευκό λινό,
τυλιγμένου σε λευκό λινό χασέ και παγωμένου σα λάσπη
-“Βλέπω απ’ το ντυσιμό σου πως είσαι κάου-μπόυ”
μου είπε καθώς περπατούσα δίπλα του.
“Στάσου πλάι μου κι άκου τη θλιβερή μου ιστορία:
Είμαι χτυπημένος στο στέρνο και ξέρω πως πεθαίνω…
“Κάποτε στη σέλα μου συνήθιζα να καλπάζω
Κάποτε στη σέλα μου κάλπαζα χαρούμενος
πρώτα στο Καζίνο και μετά μέχρι της Ρόζι…
μα έχω σφαίρα στο στέρνο και σήμερα πεθαίνω…
“Θαχω έξι γελαστούς κάου-μπόυς να με ταξιδέψουν
έξι χορεύτριες παρθένες συντροφιά μου, φίλε.
Θα πετάνε μπουκέτα με ρόδα στο φέρετρό μου,
τ’ άνθη τους θα γλυκαίνουν τον ήχο του χώματος πάνω μου.
“Τότε χτυπήστε το τύμπανο πένθιμα, παίξτε τη φλογέρα απαλά
Παίξτε το Νεκρικό Εμβατήριο καθώς θα με πάτε.
Πηγαίντε με στη Πράσινη Κοιλάδα και σκεπάστε με με χώμα.
Είμαι ένας νεαρός κάου-μπόυ και ξέρω πως λάθεψα.
“Μετά γράψτε στη γκριζομάλλα τη μάνα μου,
Πείτε της πως ο κάου-μπόυ που λάτρευε πάει… χάθηκε…
Μα παρακαλώ, ούτε λέξη για κείνον που με σκότωσε.
Μη πείτε τ’ όνομά του κι αυτό θα χαθεί στη λήθη…”
Καθώς είπε όλα τούτα, ο ήλιος χανόταν.
Οι δρόμοι του Λαρέντο κρύοι και λασπωμένοι.
Πήγαμε τον κάου-μπόυ κάτω, στη Πράσινη Κοιλάδα
κι οδηγήσαμε τη πομπή ‘κει που βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Χτυπήσαμε πένθιμο τύμπανο και παίξαμε απαλή φλογέρα
παίξαμε το Νεκρικό Εμβατήριο, καθώς τον ταξιδεύαμε
Κάτω στη Πράσινη Κοιλάδα, κείτεται με χώμα πάνω του.
Ήταν ένας νεαρός κάου-μπόυ κι είπε πως λάθεψε!
Comme Un P’tit Coquelicot
Στίχοι-Μουσική-1η εκτ.: Marcel Mouloudj 1951
εδώ η Leila Bekhti
Mια Παπαρούνα Τόση Δα…
Μη-με-λησμόνει και τα ρόδα
λουλούδια είναι που μιλάνε,
μα ν’ αγαπήσεις παπαρούνα,
σίγουρα ανοησία θα ‘ναι.
Ίσως έχεις δίκιο, μα θα δεις,
όταν σου πω, θα μ’ εννοείς.
Όταν τηνε πρωτόδα,
μισόγυμνη κοιμότα’
στο φως το καλοκαιρινό,
μέσα στον κάμπο τον ξανθό.
Στο λευκό πουκάμισό της,
‘κεί που χτύπαγ’ η καρδιά της,
απλόχερα ο ήλιος, σαν τραγούδι,
ζωντάνευε σ’ ένα λουλούδι.
Σαν παπαρούνα, ψυχή μου.
Σαν παπαρούνα τόση δα…
Παράξενα που λάμπει η ματιά,
την όμορφη κοπέλα σα θυμάσαι,
λάμπουνε τόσο που αρκεί,
σε παπαρούνα να πιαστεί.
Ίσως έχεις δίκιο, μα θα δεις,
όταν σου πω, θα μ’ εννοείς.
Όταν τη πήρα αγκαλιά,
άρχισε να χαμογελά
κι ύστερα, δίχως τίποτα να πει,
στο φως το καλοκαιρινό εκεί,
οι δυο αγαπηθήκαμε…
αγαπηθήκαμε… πολύ.!
Τα χείλη μου ανοίξαν τόσο
στη καρδιά της επάνω,
που αντί για φίλημα ωστόσο
ολάνθιστο λουλούδι βάνω.
Σαν παπαρούνα, ψυχή μου.
Σαν παπαρούνα τόση δα…
Δεν είναι παρά μια περιπέτεια
η ιστορία σου και στ’ ορκίζομαι,
πως ούτε δάκρυ δεν αξίζει,
ούτε πάθος για παπαρούνες.
Στο τέλος πια θα καταλάβεις τι.
Άλλη αγαπούσες κι όχι αυτή.
Κι όταν την είδα την άλλη μέρα,
μισόγυμνη κοιμόταν πλέρια,
στο φως το καλοκαιρινό,
μέσα στον κάμπο τον ξανθό.
Και στο λευκό πουκάμισό της,
στη θέση πάνω της καρδιάς,
τρεις στάλες αίμα, το δικό της,
σα κόκκινο λουλούδι που πετάς.
Σαν παπαρούνα, ψυχή μου.
Σαν παπαρούνα τόση δα.
Σαν παπαρούνα, ψυχή μου.
Μια παπαρούνα τόση δα…
https://www.youtube.com/embed/2G-t98rSrSY?si=yfoAdhPHg0JOa10o
Boulevard Of Broken Dreams
Music: Harry Warren
Lyrics: Al Dubin 1933
H Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
Βαδίζω στο δρόμο της θλίψης
τη λεωφόρο των χαμένων ονείρων.
Ζιγκολό και κοκοτίτσες
ανταλλάσσουνε φιλιά χωρίς αύριο
για να ξεχνάνε τα χαμενα όνειρά τους.
Γελάς τη μια και κλαις την άλλη
σαν δεις κατάφατσα τα σχέδιά σου θρύψαλλα.
Ζιγκολό και κοκοτίτσες
ξυπνάν με μάτια μούσκεμα στο κλάμα
Δάκρυα που μιλάν για όνειρα χαμένα.
Εδώ είναι που πάντα θα με βρίσκετε
να σεργιανίζω πάνω-κάτω σα χαμένος.
Μα τη ψυχή μου άφησα ξοπίσω
σ’ ένα παλιό καθεδρικό της πόλης.
Δανεισμένη όποια χαρά θα βρείτε ‘δω
δε γίνεται να τη κρατήσετε για πάντα.
Ζιγκολό και κοκοτίτσες
τραγουδάν χορεύοντας αντάμα, το τραγούδι:
Η Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
Εδώ είναι που πάντα θα με βρίσκετε
να σεργιανίζω πάνω-κάτω σα χαμένος.
Μα τη ψυχή μου άφησα ξοπίσω
σ’ ένα παλιό καθεδρικό της πόλης.
Δανεισμένη όποια χαρά θα βρείτε ‘δω
δε γίνεται να τη κρατήσετε για πάντα.
Μα ζιγκολό και κοκοτίτσες.
τραγουδάτε χορεύοντας, ακόμα το τραγούδι:
Η Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
Boulevard Of Broken Dreams
Michael Pritchard, Frank E., Iii Wright, Billie Joe Armstrong
Green Day 2005
H Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
Βαδίζω σ’ ένα δρόμο μοναχός
ο μόνος που γνώρισα στη ζήση
Μήτε και ξέρω που θα βγω
μα είναι σαν εμένα και μόνος τον περνώ
Σεργιανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.
Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος
περπατώ μονάχος, περπατώ μονάχος
Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω
Βαδίζω πάνω στη γραμμή, στη κόψη,
του μυαλού μου που ‘χει διχαστεί
και στου γκρεμού το χείλος,
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω
Διαβάζω πίσω απ’ τις γραμμές
τί πήγε τόσο χάλια, κι όλα είναι καλά
και το σφυγμό μετρώ να δω αν ζω
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω
Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω
Σεριανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.
Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος
Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω
I Don’t Like Mondays
Bob Geldof 1979
Δε Γουστάρω Τις Δευτέρες
Ένα τσιπάκι “χτύπησε” στη κεφαλή της,
φόρτωσε πλήθος βλαβερών ηλεκτρονίων
κι έτσι κανείς σχολείο σήμερα δε πάει
Θα τους κρατήσει με το ζόρι πάντα σπίτι
κι ο μπαμπάς χαμπάρι δε θα πάρει.
Αυτός πάντα την έλεγε χρυσάφι του
και δε μπορεί να δει καμιάν αιτία
γιατί δεν υπάρχει σίγουρα αιτία
Τι αιτία δηλαδή η σιγουριά, έχει χρεία;
Ω Ω Ω πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Πες μου γιατί
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Θέλω να σκοτώσω πέρα ως πέρα,
ολάκερη αυτή τη κωλομέρα
Το τέλεξ ήτανε ξεκάθαρο, λαμπίκο
καθώς εκτύπωνε στο κόσμο που περίμενε
κι η μάνα ήτανε σοκαρισμένη
ο κόσμος του πατέρα πάγωσε
κι οι σκεψεις τους στραφήκαν στο μικρό κοριτσάκι
Γλυκά δεκάξι όχι και τόσο ρόδινα
Τώρα, δε μπορεί να δει την ήττα.
Δεν μπορούν να δούν’ καμμιάν αιτία
γιατί όντως δεν υπάρχει μια αιτία
Τί χρείαν έχουμε από αιτίες,
Ω Γιεα πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Πες μου γιατί
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Θέλω να σκοτώσω πέρα ως πέρα,
ολάκερη αυτή τη κωλομέρα
σκοτώσω σκοτώσω σκοτώσω
Να σκοτώσω τα πάντα
Τώρα όλα τα παιγνίδια σταματήσαν στον παιδότοπο
Θάθελε να παίξει με τα παιγνίδια της λιγάκι
και το σχολείο έκλεισε νωρίς
κι όλοι θα πάρουνε το μάθημά τους σήμερα
κι αυτό θάναι πως να πεθαίνεις
και τότε κροταλίσανε οι κάλυκες
κι ο αστυνόμος έρχεται κατάφατσα
με τα προβλήματα, τα “πως” και τα “γιατί”
και δε μπορεί να δει καμμιάν αιτία
γιατί ακριβώς δεν υπάρχει αιτία
τί λόγο χρειάζεται κανείς για να πεθάνει
πεθάνει πεθάνει
Ένα τσιπάκι “χτύπησε” στη κεφαλή της,
φόρτωσε πλήθος βλαβερών ηλεκτρονίων
κι έτσι κανείς σχολείο σήμερα δε πάει
Θα τους κρατήσει με το ζόρι πάντα σπίτι
κι ο μπαμπάς χαμπάρι δε θα πάρει.
Αυτός πάντα την έλεγε χρυσάφι του
και δε μπορεί να δει καμιάν αιτία
γιατί δεν υπάρχει σίγουρα αιτία
Τι αιτία δηλαδή η σιγουριά, έχει χρεία;
πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Πες μου γιατί
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Θέλω να σκοτώσω πέρα ως πέρα,
ολάκερη αυτή τη κωλομέρα αχ αχ αχ αχ
Tears Of Α Clown
HENRY COSBY, SMOKEY ROBINSON, STEVIE WONDER 1968
Τα Δάκρυα Του Κλόουν
Οου γιέα γιέα γιέα
Τώρ’ αν με βλέπεις να χαμογελώ
είναι μονάχα που τα πλήθη ξεγελώ
μα όταν μού ‘ρχεται, να ξεγελάσω σένα
α κούκλα μου αυτό είν’ άλλο θέμα!
Λάθος εντύπωση, αγάπη μου, σου δίνει
λάθος εντύπωση η γελαστή μου φάτσα αφήνει
Στ’ αλήθεια είμαι σφόδρα λυπημένος
κι ακόμα πιο πολύ, φαρμακωμένος.
Είσαι φευγάτη κι είμαι πληγωμένος
μα ο κλόουν πρέπει να φανεί ευτυχισμένος.
(λύπη, λύπη, λύπη, λύπη)
Τώρα, υπάρχουν τόσα φοβερά
που ο άνθρωπος μαθαίνει στη ζωή του
Μα τίποτα δε σκάει πιο θλιβερά
απ’ τον κλόουν που κλαίει μόνος στη σκηνή του
Αχ οου γιέα μωρό μου
Κι αν με θωρείς τόσον ανέμελο, είναι μόνο
το καμουφλάρισμα για τον βαθύ μου πόνο.
Και κούκλα, τη περφάνεια μου προσπάθησα
να προφυλάξω και γελάκια σου εμφάνισα.
Μα μην αφήσεις να σε πείσει η χαρά μου,
ότι το χάρηκα που είπες πως θα φύγεις
(σε θέλω τόσο, σε χρειάζομαι, γλυκειά μου)
Σε έχω ανάγκη, (σε χρειάζομαι, μη φύγεις)
Δες, τη πληγή και θέλω να το ξέρεις
γι’ άλλους προσποιούμαι (να το ξέρεις)
(δεν είναι παρ’ ακόμα μια προσποίηση,
δεν είναι παρά μόνο μια προσποίηση)
The European Female
Stranglers 1983
H Eυρωπαϊκή Θηλυκότητα
Τό ‘ξερα πως ήταν μια αγριόγατα
Κινιόταν με άνεση και χάρη
τα πράσινα μάτια της
κρύβανε τόσο μυστήριο
Ανέκφραστο το πρόσωπό της
Μιλά και τα χείλη της
φιλάνε τον αέρα που τη τυλίγει
Δεν τη καταλαβαίνω πάντα
αλλά αγαπώ τη χάρη
και την αύρα που αποπνέει
H Eυρωπαία Θηλυκιά είναι δω
Η Ευρωπαία Θηλυκότητα είναι δω
Θά ‘μαστε μαζί για χίλια χρόνια.
και θα φοβάμαι πραγματικά
μήπως κι αυτό χαθεί
Βάδιζε στο Μόναχο
καθώς και στο Παρίσι
τη φλέρταρα στο Πικαντίλι
και με τύλιξε στα ξόρκια της
Ιn The Name Of Father
Bono 1993
Στο Όνομα Του Πατρός
Έλα δω σε μένα
Έλα και ξάπλωσε πλάι μου
Και μη μου αρνηθείς την αγάπη σου
Έχει σημασία για μένα
Πέρνα το κατώφλι μου
Μη κρυφτείς στο χολ
Προχώρα μπροστά, αγάπη μου
Εγώ θα σ’ ακολουθώ
Εγώ θα σ’ ακολουθώ
Στο όνομα του ουΐσκι
Στο όνομα του τραγουδιού
Δε κοίταξες πίσω
Δεν ανήκες
Στο όνομα της λογικής
Στο όνομα της ελπίδας
Στο όνομα της θρησκείας
Στο όνομα της πρέζας
Στο όνομα της ελευθερίας
Έφυγες μακρυά
Να δεις τον ήλιο να λάμπει
Στη μέρα κάποιου άλλου
Στο όνομα της Γιουνάιντεντ
Και του BBC
Στο όνομα του Τζόρτζι Μπεστ
Και του LSD
Στο όνομα του πατέρα
Και της γυναίκας του, πνεύματος
Είπες ότι δε τόκανες
Κείνοι είπαν πως τόκανες
Στο όνομα της δικαιοσύνης
Στο όνομα της πλάκας
Στο όνομα του πατέρα
Στο όνομα του γιου
Κάλεσέ με
Κανείς δεν ακούει
Περιμένω ν’ ακούσω νέα σου, αγάπη
Μείνε μαζί μου
είναι ψύχρα στο πάτωμα
μα υπάρχει ειρήνη στο άκουσμα
από του μαύρου και του λευκού
το στροβίλισμα
Θα σε ακολουθώ
θα σε ακολουθώ
θα σε ακολουθώ…
On Broadway
George Benson 1979
Στο Μπρόντγουέη
Λένε πως τα νέον λάμπουνε
στο Μπρόντγουέι
Λένε πως εκεί, πάντα υπάρχει
στον αέρα η μαγεία
Μα όταν σέρνεσαι κάτω,
στο δρόμο αυτό
και δεν έχεις τίποτα να φας
Πάντα σβήνει η λάμψη
και βρίσκεσαι στο πουθενά.
Λένε πως οι γυναίκες σε περιποιούνται φίνα
στο Μπρόντγουέι.
Μα κοιτώντας τες μελαγχολείς
γιατί πώς θα βρεις το χρόνο
Όταν δεν έχεις πεντάρα τσακιστή;
Και με μια μόνη πεντάρα
δε γυαλίζεις ούτε τα παπούτσια σου.
Λένε πως δε πρέπει να μείνω άλλο
στο Μπρόντγουέι
“Θα πάρω το Γκρίζο λεωφορείο
για τη πατρίδα” λένε και λένε…
μα λαθεύουνε θανάσιμα, το ξέρω καλά
Γιατί μπορώ και παίζω αυτήν εδώ τη κιθάρα
και δε τα παρατάω όσο ακόμα είμαι στάρ
στο Μπρόντγουέι…
Λένε πως δε πρέπει να μείνω άλλο
στο Μπρόντγουέι…
μα λαθεύουνε θανάσιμα, το ξέρω καλά
Γιατί μπορώ και παίζω αυτήν εδώ τη κιθάρα
και δε τα παρατάω όσο ακόμα είμαι στάρ…
όσο ακόμα είμαι στάρ…
στο Μπρόντγουέι…
Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι…
Te Voglio Bene Assai
Στίχοι: άγνωστος (λέγεται πως είναι του Raffaele Sacco)
Μουσική: παραδοσιακό Ναπολιτάνικο (1839)
Σ’ Αγαπάω Τόσο… Μα Τόσο Πολύ…
Εδώ, που η θάλασσα λάμπει
κι ο αγέρας λυσσομανά
πάνω στη παλιά βεράντα.
Μπροστά στον κόλπο του Σορέντο.
ένας άντρας αγκαλιάζει μια κοπέλα
κι ύστερα κλαίει
κι ύστερα πάλι καθαρίζει τη φωνή του
Και ξαναρχίζει το τραγούδι…
“Σ’ αγαπάω τόσο… μα τόσο…
στ’ αλήθεια, τόσο… μα τόσο πολύ
Είναι μια αλυσίδα μέχρι τώρα
που λυώνει ζτο αίμα μες στις φλέβες μου”.
Κοιτά τα φώτα μες στη θάλασσα
Σκέφτεται τις νύχτες πέρα στην Αμέρικα
Μα είναι μόνο τα φώτα από τις ψαρόβαρκες
που λάμπουν στο βερνίκι της πρύμνης.
Νιώθει στα τρίσβαθα τον πόνο της μελωδίας
και στέκει πάνω στο πιάνο
μα όταν βλέπει το φεγγάρι
να ξεγλυστρά πίσω απ’ το σύννεφο
ακόμα κι ο θάνατος του φάνηκε γλυκύς.
Κοίταξε το κορίτσι βαθιά στα μάτια
αυτά τα καταπράσινα, σα θάλασσα, μάτια,
τότε έτσι άξαφνα, ένα δάκρυ κύλησε
κι ένιωσε σα να πνιγόταν.
“Σ’ αγαπάω τόσο… μα τόσο…
στ’ αλήθεια, τόσο… μα τόσο πολύ
Είναι μια αλυσίδα μέχρι τώρα
που λυώνει στο αίμα μες στις φλέβες μου”.
Η δύναμη των στίχων σε ένα τέτοιο δράμα
μπορεί και νάναι κάτι ψεύτικο,
γιατί με το φτιασίδι και την υποκριτική,
μπορείς να υποδυθείς κάτι άλλο.
Αλλά όταν δυο μάτια σε κοιτάζουν,
τόσο κοντά και τόσο γνήσια
σε κάνουν να χάνεις τα λόγια σου,
θολώνουν τη σκέψη σου
κι όλα τότε γίνονται τόσο ασήμαντα,
ακόμα κι οι νύχτες στην Αμέρικα.
Τότε στρέφεις και κοιτάς πίσω, τη ζωή σου,
και το λευκό απαύγασμα του φωτός
στο βερνίκι της πρύμνης των ψαροκάικων
Ναι, είναι η ζωή του που τελειώνει
και δεν το σκέφτηκε και τόσο
αντίθετα νιώθει ήδη ευτυχής
κι αρχινά το τραγούδι ξανά.
“Σ’ αγαπάω τόσο… μα τόσο…
στ’ αλήθεια, τόσο… μα τόσο πολύ
Είναι μια αλυσίδα μέχρι τώρα
που λυώνει στο αίμα μες στις φλέβες μου”
https://www.youtube.com/embed/JqtSuL3H2xs?si=-VDv1x2bwhus8ckZ
Vorrei
Tραγούδι: Σίλβα Γκρίσι (Silvana Aliotta)
Στίχοι: Luciana Medini 1967
Μουσική: R. Cirulli & M. Luciana & R. Scala
Θά ‘θελα
Θά ‘θελα
να πάω μακρυά
από σένα
που δε με θες πια
Θά ‘θελα
να ξεχάσω ότι εσύ
με θες
να μείνω μαζί σου
και να σε πείσω ότι
εσύ
εσύ είσαι κάποια.
Θά ‘θελα
να ξαναγίνω παιδί
Θά ‘θελα
να μην έχω δει τίποτα
Θά ‘θελα
κάτι για μένα
Θά ‘θελα,
μα ποιος ξέρει αν θα τα καταφέρω;
Πρέπει να υπάρχει στον κόσμο
ένα οποιοδήποτε μέρος
όπου να μπορώ να κρυφτώ
μακρυά από τη φωνή σου
μακρυά από τα χέρια σου
ένα μέρος
όπου εσύ δεν θα μπορείς να με βρεις ποτέ
ποτέ
ποτέ
ποτέ
ποτέ
Να ξαναβρώ τα πράματα
που εσύ
εσύ μου πήρες
Θά ‘θελα
Να μείνω μόνος μου
Θά ‘θελα
Θά ‘θελα
Θά ‘θελα
Θά ‘θελα…
Where The Wild Roses Grow
Nick Cave & The Bad Seeds/Kylie Minogue 1996
Εκεί Όπου Ανθίζουν Τ’ Άγρια Ρόδα
(κοπέλα):
Με φωνάζουν Άγριο Ρόδο
μα τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι
γιατί με λέν’ έτσι, δεν ξέρω
τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι.
(άντρας):
Απ’ την πρώτη μέρα που την είδα,
ήξερα πως αυτή θα ήταν Η Μία,
γιατί με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε
και τα χείλη της είχαν το χρώμα των ρόδων
που ανθίζουν στο ποτάμι, ματωμένα κι άγρια
(κοπέλα):
Όταν χτύπησε την πόρτα μου και μπήκε
με καθησύχασε στην ασφαλή αγκαλιά του,
θα γινόταν ο πρώτος μου,
και προσεχτικά σκούπισε το δάκρυ στο μάγουλό μου
Με φωνάζουν Άγριο Ρόδο
μα τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι
γιατί με λέν’ έτσι, δεν ξέρω
τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι.
(άντρας):
Τη δεύτερη μέρα της πρόσφερα ένα λουλούδι
ήταν η ομορφότερη γυναίκα που ‘χα δει.
Είπα: “Ξέρεις που ανθίζουν τ’ άγρια ρόδα
τόσο γλυκά, τόσο άλικα και λεύτερα;”
(κοπέλα):
Τη δεύτερη μέρα ήρθε μ’ ένα μονάκριβο άλικο ρόδο
Είπε: “Δώς μου όλη τη χασούρα και τη θλίψη σου;”
του ‘γνεψα “ναι”, ήδη ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
Είπε: “Θα’ρθεις να σου δείξω που ανθίζουν τα ρόδα;”
Με φωνάζουν Άγριο Ρόδο
μα τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι
γιατί με λέν έτσι, δεν ξέρω
τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι.
Την τρίτη μέρα με πήγε στο ποτάμι
μου έδειξε τα ρόδα και με φίλησε
και το τελευταίο που άκουσα ήταν ένας ψίθυρος
καθώς έσκυβε πάνω μου με πέτρα στη γροθιά του.
(άντρας):
Την τελευταία μέρα την πήγα κεί π’ ανθίζουνε τα ρόδα
και ξάπλωσε στην όχθη,
ανάλαφρο τ’ αεράκι σα τον κλέφτη
και την αποχαιρέτισα μ’ ένα φιλί.
Είπα: “Όλη αυτή η ομορφιά πρέπει να σβήσει”
έσκυψα και φύτεψα ένα ρόδο μες στο στόμα της.
(κοπέλα):
Με φωνάζουν Άγριο Ρόδο
μα τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι
γιατί με λέν έτσι, δεν ξέρω
τ’ όνομά μου ήταν Λάιζα Ντέι.
Down Ιn Τhe Willow Garden
traditional song εμπνευση για το πιο πανω
Πέρα Kει Στο Γουίλλοου Γκάρντεν
Πέρα κει στο Γουίλλοου Γκάρντεν
βρεθήκαμε εγώ κι η αγαπούλα μου
για να κάνουμε αγκαλίτσες.
Δεν ήξερε τίποτε και την πήρε ο ύπνος.
Είχα ένα μπουκάλι κρασί Βουργουνδίας
Η αγαπούλα μου δεν ήξερε
έτσι φαρμάκωσα το δύστυχο κορίτσι
κει κάτω στις όχθες.
Της κάρφωσα ένα στιλέτο
Ένα μοβόρικο μαχαίρι
Τη πέταξα στο ποτάμι
Ήτανε μια φρικτή πινελιά
Ο πατέρας μου συχνά μουλεγε
πως τα χρήματα δε θα με λευτερώσουν
Αν θα σκότωνα αυτό το καημένο κοριτσάκι
που το λέγανε Ρόουζ Κόννελυ
Ο πατέρας μου καθεται στην εξώπορτα
με τα στεγνωμένα πια από δάκρυ μάτια
για το μονάκριβό του που θα περπατήσει
στην άκρη του σχοινιού της κρεμάλας
Το ικρίωμα με περιμένει τώρα
γιατί σκότωσα το καημένο το κορίτσι
που το λέγανε Ρόουζ Κόννελυ
The Sound of Silence
Simon & Garfunkel 1964
O Ήχος Της Σιωπής
Γεια σου παλιόφιλε, σκοτάδι,
Ήρθα για να τα πούμε πάλι,
καθώς ένα όραμα έρποντας, ήρθε
και φύτεψε τα σπόρια του όταν κοιμόμουν,
Κι αυτό το όραμα
Παραμένει ριζωμένο στο μυαλό μου
μέσα στον ήχο της σιωπής…
Περπάτησα μονάχος σε στενά καλντερίμια
ταραγμένων ονείρων, φωτοστεφανωμένος
από του δρόμου τα φαναράκια
σήκωσα το γιακά μου για το κρύο
και την υγρασία, όταν στα μάτια μου
σπάθισε μια λάμψη από νέον
που χώρισε τη νύχτα στα δυο
κι άγγιξε τον ήχο της σιωπής…
Και στο γυμνό φως είδα
δέκα χιλιάδες άτομα ίσως και παραπάνω,
άτομα να μιλάνε χωρίς ήχο
άτομα που ακούν αλλά δεν νιώθουν
που γράφουνε τραγούδια άηχα
και κανείς τους δεν τολμούσε
να σπάσει τον ήχο της σιωπής…
“Ανόητοι” τους είπα. “Δε ξέρετε
πως η σιωπή απλώνει σα καρκίνος,
ακούστε με, μπορεί να μάθετε κάτι.
Πιάστε τα χέρια μου, για να σας πλησιάσω”.
Αλλά τα λόγια μου πέσαν όπως
οι σιωπηλές σταγόνες της βροχής
κι αντήχησαν
στα πηγάδια της σιωπής…
Κι οι άνθρωποι σκύψανε
και προσευχήθηκαν στο Θεό ΝΕΟΝ
κι ένα σημάδι ξάστραψε τη φοβέρα του,
με λόγια που μόλις σχημάτιζε
και το σημάδι είπε:
“Τα λόγια των προφητών
είναι γραμμένα στους τοίχους του μετρό
και στις κάμαρες των πολυκατοικιών
και ψιθυρίζουνε
στον ήχο της σιωπής…
Hijo De Luna
Mecano 1986
Ο Γιος Της Σελήνης
Είναι κουτός αυτός που δε καταλαβαίνει
το μύθο που λέει για κείνη τη τσιγγάνα
που ικέτεψε κλαίγοντας τη Σελήνη
εκλιπαρώντας τη μέχρι το χάραμα
να παντρευτεί κάποιο τσιγγάνο.
“Θα ‘χεις το τσιγγάνο που ζητάς”
Ψηλάθε της απάντησ’ η Ολόγιομη Σελήνη,
“μα για πληρωμή μου θέλω
Το πρώτο παιδί που θα ‘χεις από κείνον”.
Κάποια που θυσιάζει το παιδί της
μόνο και μόνο να μη μείνει μόνη
δε φαίνεται να το αγαπάει και πολύ.
Σελήνη θες να ‘σαι μητέρα
και δε μπορείς να βρεις μι’ αγάπη
που να σε κάνει να γενείς γυναίκα.
Πες μου λοιπόν Σελήνη Ασημένια
τί σκοπεύεις να κάνεις
μ’ ένα σάρκινο παιδί του πόθου;
Αχ αχ… ο Γιος της Σελήνης
Από πατέρα με σοκολατένια σάρκα
γεννήθηκε έν ολόλευκο αγοράκι
σαν της ερμίνας το γουνάκι,
με γκρίζα μάτια σαν ελιές,
της Σελήνης ο αλμπίνος γιός
“Εμπόδιο η θωριά του!
Αυτός δεν είναι γιος τσιγγάνου
και δε θα τονε πάρεις μακρυά”.
Σελήνη θες να ‘σαι μητέρα
και δε μπορείς να βρεις μι’ αγάπη
που να σε κάνει να γενείς γυναίκα.
Πες μου λοιπόν Σελήνη Ασημένια
τί σκοπεύεις να κάνεις
μ’ ένα σάρκινο παιδί του πόθου;
Αχ αχ… ο Γιος της Σελήνης
Ο τσιγγάνος που εθάρρη πως πλανήθηκε
πάει στη γυναίκα του κρατώντας το λεπίδι.
“Ποιανού είναι τούτο το μπαστάρδι;
Σίγουρα με κορόιδεψες γυναίκα”!
και τη μαχαίρωσε μέχρι θανάτου
μετά πήρε τα όρη τα βουνά
με το παιδί στα χέρια
και το παράτησε κει πέρα.
Σελήνη θες να ‘σαι μητέρα
και δε μπορείς να βρεις μι’ αγάπη
που να σε κάνει να γενείς γυναίκα.
Πες μου λοιπόν Σελήνη Ασημένια
τί σκοπεύεις να κάνεις
μ’ ένα σάρκινο παιδί του πόθου;
Αχ αχ… Γιε της Σελήνης
Κι έτσι οι νύχτες με πανσέληνο
είναι γιατί τ’ αγόρι έχει κέφια
κι όταν το αγόρι κλαίει
το φεγγάρι χάνεται
για να το κανακέψει
κι αν το αγόρι κλαίει…
Χάνετ’ η Ολόγιομη Σελήνη
για να το κανακέψει…
Beautiful Maria of My Soul
Mambo Kings Antonio Banderas 1992
Όμορφη Μαρία Της Ψυχής Μου
Στη λιακάδα του χαμόγελού σου
Στο καλοκαίρι της ζωής μας
Στη μαγεία του έρωτα
σκορπάν οι μπόρες μακριά
Οι εραστές ονειρεύονται τη νύχτα
πως φτάνουνε στον παράδεισο
μα όπως σβήνουνε του σκότους οι σκιές
έτσι κι η αγάπη γλυστρά μακριά
Σε μιαν άδεια παραλία
με το ρυθμό των κυμάτων
ζωγραφίζοντας εικόνες με το χέρι μου
πάνω στην άμμο, βλέπω το πρόσωπό σου.
Πετώντας βότσαλα στη θάλασσα
ευχόμενος τον παράδεισο
τα κάστρα της άμμου γκρεμίζονται
στη ταραγμένη παλίρροια
Ακούγοντας ένα κοχύλι
ελπίζοντας ν’ ακούσω τη φωνή σου
Όμορφη Μαρία της ψυχής μου
Αν και θα ‘μαστε πια χώρια
για πάντα κλειδωμένοι σ’ ένα όνειρο
Ακόμα κι αν ποτέ ξαναγαπήσω
τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει
Κι έχω ακόμα τη γεύση που μ’ άφησες
κι είν’ η γεύση του παραδείσου
Αλλ’ ακόμα κι όσο μεγαλώνει
η απόσταση μεταξύ μας
ένα μόνο ξέρει η καρδιά μου
να πεινά για το φιλί σου
να ποθεί το άγγιγμά σου
Όμορφη Μαρία της ψυχής μου
Γεμίζεις όλες μου τις νύχτες
Στοιχειώνεις όλες μου τις μέρες
Όμορφη Μαρία της ψυχής μου.
Me And My Monkey
Robbie Wiliams 2002
Eγώ Κι Η Μαϊμού Μου
Ήμασταν… εγώ κι ο πίθηκός μου
αυτός με κοτλέ και πατίνια
κάπνιζε γόπες, αραχτός στη θέση του συνοδηγού
της πειραγμένης μαύρης Σεβρολέ μου
Είχε κατεβάσει την οροφή
-του άρεσε ο αέρας στη μούρη.
Με ρώτησε: “Αγόρι μου έχεις πάει στο Βέγκας;”
είπα όχι. “Εκεί θα πάμε λοιπόν,
χρειάζεσαι αλλαγή κλίματος”.
Και κάναμε τσάρκα στη κεντρική λεωφόρο
με τα παρεκλήσια των γάμων και τις ταμπέλες νέον
αυτός είπε: “άφησα το πορτοφόλι μου στο Ελ Σεγκούντο”
και χωρίς να ρωτήσει πήρε δυο χήνες απο τα δικά μου
Τραβήξαμε για το ξενοδοχείο Μάντελεϊν Μπέι
Ρώτησα τον γκρουμ αν δέχονταν μαζί μου και τη μαϊμού
κοιταξε στη θέση του συνοδηγού και με ένα χαμόγελο είπε:
“Αν η μαϊμού σας έχει τόσα λεφτά κύριε
τότε κι εμείς έχουμε κρεβάτια για μαϊμούδες”
Εγώ κι η μαϊμού μου…
μ’ ένα όνειρο κι ένα όπλο
ελπίζοντας η μαϊμού μου
να μη σημαδέψει κανέναν με αυτό
Εγώ κι η μαϊμού μου…
όπως ο Μπίλι Δε Κιντ
προσπαθώντας να καταλάβουμε
γιατί έκανε ό,τι έκανε,
γιατί έκανε ό,τι έκανε,
γιατί έκανε ό,τι έκανε,
Πήραμε το ασανσέρ, πάτησα το 33ο πάτωμα
πήρε ένα δωμάτιο στο ρετιρέ με πανοραμική θέα
-Δεν έχετε ξαναδεί κάτι τέτοιο-
πήγε να κοιμηθεί στο μπιντέ
κι όταν ξύπνησε ξεφύλλισε
με τα μικρά μαϊμουδίσια δάχτυλα του
το χρυσό οδηγό, ζήτησε υπηρεσία συνοδών
και παράγγειλε όκι ντόκι.
40 λεπτά μετά ένα χτύπημα στη πόρτα
μπήκε ένας χοντρός μπαμπουΐνος
με 3 μαϊμουδίτσες πόρνες:
“Γειά με λένε Ηλιόφωτο, αυτά είναι τα κορίτσια μου,
ασήμωσε μωρό μου και θα ταρακουνήσουνε τον κόσμο σου”
Έμεινα να βλέπω καλωδιακή
και να γυαλίζω τα παπούτσια και τ’ όπλο μου
ακούγοντας τον Κερτ Κομπέην να τραγουδά “Λίθιουμ”
Ακούστηκε ένα χτύπημα στη πόρτα
και μπήκε ο Ηλιόφωτος: “Τί έγινε;”
“Ξεκόλλα κι έλα δω αγορίνα,
η μαϊμού σου ξεσάλωσε πάρα πολύ!”
Εγώ κι η μαϊμού μου…
μ’ ένα όνειρο κι ένα όπλο
Εγώ κι η μαϊμού μου…
να μη σημαδεύει κανέναν με αυτό
Εγώ κι η μαϊμού μου…
όπως ο Σάντανς Κιντ
προσπαθώντας να καταλάβουμε
γιατί έκανε ό,τι έκανε
γιατί έκανε ό,τι έκανε,
γιατί έκανε ό,τι έκανε,
Πήραμε εισιτήρια για τη Σίνα Ίστον
η μαϊμού ήτανε χαρούμενη
είχε διακαή πόθο να τη δει προτού πεθάνει
Φύγαμε πριν το τέλος
δε μπόρεσε να καθίσει ως το τέλος
Η Σίνα ήταν τέλεια μα η μαϊμού μου ήταν άρρωστη
Όταν έπαιζα μπλακ-τζακ μου ερχότανε συνέχεια εικοσιτρία
Δε μπορούσα να μη προσέξω
αυτό τον μεξικανό που με κοίταζε συνέχεια
εμένα ή τη μαϊμού μου δε μπορούσα να ‘μαι σίγουρος
Δεν είναι δα και τόσο περίεργο θέαμα
μια μαϊμού με κοτλέ και πατίνια
Τώρα μη με κάνεις να χάσω την υπομονή μου
κι είμαστε για να τη κάνουμε
αυτή είναι μια ζόρικη μαϊμου φίλε και κρατά πιστόλι
“Με λένε Ροντρίγκεζ” λέει με το θάνατο στο βλέμμα
“Σας κυνηγάω εδώ και καιρό αμίγκος
και τώρα η μαϊμού σου θα πεθάνει”
Εγώ κι η μαϊμού μου…
μ’ ένα όνειρο κι ένα όπλο
Εγώ κι η μαϊμού μου…
δε θέλαμε να σκοτώσουμε κανένα μεξικάνο
αλλά έχουμε δέκα δάχτυλα με φαγούρα!
Ένα μόνο θέλω να δηλώσω:
Όταν η μαϊμού έχει κάψες
απλά δε τη κοιτάς επίμονα!
Απλά δε τη κοιτάς!
Απλά δε τη κοιτάς!
Φαίνεται πως θα ‘χουμε
μια μεξικάνικη μονομαχία εδώ
και δε πρόκειται να το βάλω στα πόδια
κατέβασε το όπλο σου
κάποιος μπορεί να χτυπήσει…
—————————————————————————–
ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΚΕΙΜΕΝΑ
Leves Amores
Φωτεινές Αγάπες
Δε θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω το ξενοδοχείο Thistle.
Δε θα μπορούσα να ξεχάσω ποτέ κείνη τη παράξενη χειμωνιάτικη νύχτα.
Της είχα ζητήσει να δειπνήσουμε κι έπειτα να πάμε στην όπερα. Το δωμάτιό μου ήταν απέναντι από το δικό της. Είπε ότι θα ‘ρχόταν αλλά -θα μπορούσα να κουμπώσω το πάνω μέρος του δαντελένιου μπούστου της, που χε σκαλώσει ψηλά στη πλάτη; Πολύ καλά!
Το φως της μέρας ακόμα δεν είχε δώσει τη θέση του στη νύχτα, όταν χτύπησα τη πόρτα της και μπήκα. Φορώντας τα εσώρρουχά της από καθαρό μετάξι, πλενότανε σφουγγίζοντας το πρόσωπο και το λαιμό της. Είπε πως κόντευε να τελειώσει κι αν ήθελα να καθίσω λιγάκι στο κρεβάτι να τη περιμένω.
Είχα την ευκαιρία να περιεργαστώ τριγύρω, το θλιβερό δωμάτιο. Ένα βρώμικο παράθυρο έβλεπε στο δρόμο. Μπορούσε κανείς να δει το γεμάτο σκόνη παράθυρο του πλυσταριού απέναντι. Από έπιπλα, είχε ένα χαμηλό κρεβάτι, ντυμένο με κίτρινο κάλυμμα, κουρτίνες με σχέδια αμπελιών, μια καρέκλα, ντουλάπα μ’ ένα κομμάτι του καθρέφτη ραγισμένο, ένα νιπτήρα. Αλλά η ταπετσαρία με πόνεσε φριχτά. Λωρίδες της ξεκολλημένες, κουρελιασμένες, κρεμόντουσαν από τον τοίχο. Στα μέρη που η ζημιά ήτανε κάπως μικρότερη, μπορούσα να διακρίνω αχνά, τριαντάφυλλα -μπουμπούκια κι άνθη- κι η μπορντούρα ένα συνηθσμένο κι απλό σχέδιο με πουλιά, που μόνον ο καλός Θεός ήξερε τί είδους. Κι αυτό ήταν όλο κι όλο που πρόλαβα να δω.
Τη πρόσεχα παραξενεμένη. Φορούσε το μακρύ, λεπτό καλσόν της, βλαστημώντας όταν δε πετύχαινε τα κουμπώματα. Κι αισθάνθηκα με σιγουριά πως τίποτα όμορφο δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε κείνο το δωμάτιο και για κείνην ένιωσα λιγάκι περιφρόνηση, μικρήν ανοχή, κατανόηση και ναι… λίγον οίκτο. Ένα θαμπό, γκρίζο φως πλανιότανε πάνω απ’ όλα και φάνηκε να τονίζει τη λεπτή γυαλάδα των ρούχων της και τη ζωή της ολάκερη και την έκανε να δείχνει θαμπή, γκρίζα και κάπως κουρασμένη. Και κάθισα στο κρεβάτι και σκέφτηκα:
“Με τον ερχομό των γηρατειών ξεχνώ το πάθος. Μένω πίσω στη χρυσή πομπή της Νιότης. Τώρα βλέπω τη ζωή, σαν από καμαρίνι θεάτρου“.
Έτσι δειπνήσαμε κάπου και πήγαμε στην όπερα. Ήταν αργά, όταν βγήκαμε στο πολυσύχναστο δρόμο, αργά κι η νύχτα είχε ψύχρα. Μάζεψε ψηλά τη μακριά φούστα της. Σιωπηλά πήραμε το δρόμο πίσω στο ξενοδοχείο Thistle, με τα στολισμένα πατώματα με όμορφους χρυσούς κρίνους και τα σκαλοπάτια από αμέθυστο.
“Είναι η Νιότη νεκρή; Είναι η Νιότη νεκρή“;
Καθώς περπατούσαμε στο διάδρομο προς το δωμάτιό της, μου ‘πε πως ήταν ευτυχισμένη που ‘χε πέσει η νύχτα. Δε ρώτησα γιατί. Ήμουνα κι εγώ το ίδιο ευτυχισμένη. Φάνηκε σα μυστικό μεταξύ μας. Έτσι πήγα μαζί της στο δωμάτιό της να ξεκουμπώσω όλα κείνα τα ενοχλητικά κουμπώματα. ‘Αναψε ένα μικρό κερί πάνω σε κάποιο κηροπήγιο από σμάλτο. Το φως πλημμύρισε το σκοτεινό δωμάτιο. Όπως ένα νυσταγμένο παιδί γλύστρησεν έξω από το φόρεμά της κι έπειτα ξαφνικά, γύρισε προς το μέρος μου και τύλιξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό μου. Κάθε πουλί πάνω στη μπορντούρα της ταπετσαρίας ξέσπασε σε τρίλιες. Κάθε τριαντάφυλλο άνθισε πάνω στη κουρελιασμένη ταπετσαρία. Ναι! Ακόμα κι η κληματαριά πάνω στη κουρτίνα, πέταξε παράξενες φυλλωσιές και γιρλάντες που τυλιχτήκανε γύρω από τα κορμιά μας, σα πράσινη αγκαλιά και μας κρατήσαν ενωμένες με χίλια κορδονάκια.
Κι η Νιότη δεν ήταν νεκρή!
K. Mansfield
Vampire
Rudyard Kipling (1865-1936)
Βαμπίρ
Ήταν ένας βλάκας που προσευχόταν
(όπως εσύ κι εγώ)
Σ’ ένα κουρέλι, σ’ ένα κόκαλο
και σε μια τούφα μακριά μαλλιά
(την είπαμε: Η Γυναίκα Που Δε Νοιάστηκε)
Μα το κορόϊδο τη βάφτισε Πριγκηπέσσα του
(όπως εσύ κι εγώ)
Ω χρόνια και δάκρυα που ξοδέψαμε
Σε πνευματικό και σωματικό μόχθο
Προσφορά σε μια γυναίκα που δεν ένιωσε
(και τώρα ξέρουμε πως δε μπορούσε να νιώσει)
και δε κατάλαβε
Ήταν ένα κορόϊδο που σπατάλησε τ’ αγαθά του
(όπως εσύ κι εγώ)
Τιμή και Δόξα και μια σίγουρη εξασφάλιση
(μα δεν ήταν παρά το ελάχιστο των απαιτήσεών της)
Αλλά ένας βλάκας πρέπει ν’ ακολουθεί τη φυσική ροπή του
(όπως εσύ κι εγώ)
Ω μόχθο που σπαταλήσαμε
και τι φθορά υποστήκαμε
Κι αυτά τα υπέροχα πράγματα που σχεδιάσαμε
Για μια γυναίκα που δεν έμαθε το γιατί
(και τώρα ξέρουμε πως ποτέ δε θα μάθει)
Και δε κατάλαβε
Το κορόϊδο απεκδύθηκε τη γελοία φορεσιά του
(όπως εσύ κι εγώ)
Κι αυτή το παραπέταξε,
βλέποντας ίσως ακριβώς αυτό
(μα δεν είναι καν σίγουρο πως προσπάθησε να δει)
Έτσι νέκρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι του,
μένοντας λίγος
(όπως εσύ κι εγώ)
Και δεν είναι η ντροπή μήτε το φταίξιμο
Που στιγμάτισε καφτά κι ανεξίτηλα το κορμί του
Είναι η συνειδητοποίηση
πως αυτή ποτέ δεν ένιωσε το γιατί
(του ‘γινε ορατό επιτέλους,
πως δε θα μπορούσε ποτέ να νιώσει το γιατί)
Και δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει
Ιούλιος 2004
——————————————————————————–
ΔΙΑΣΚΕΥΕΣ
‘Αντσαρ
(Διασκευή από ένα διήγημα του με τον ίδιο τίτλο)
Μες στη τσιγκούνα, τη χλωμή κι αδύνατη ερμιά,
πάνω στη γη την άσπλαχνη κι ολόξερη απ’ το κάμα,
μονάχο τ’ άντσαρ, σα φρουρός ακοίμητος, φυλά.
Η Φύση των στεππών π’ αιώνια αλλάζουν, μάνα,
το ‘πλασε μέρα θυμού και με φαρμάκι δραστικό,
πότισ’ τα πράσινα πικρά κλαριά του, ως τη ρίζα
κι αυτό σταλάζει, στο κάμα, απ’ τους πόρους καυτό
και το σούρουπο πήζει σε δάκρια λαγρά μα και γκρίζα.
Πουλί κοντά δε πετά, μήτε ζώο της στέππας σιμώνει,
μον’ ο μαύρος αγέρας, στο κορμό του χτυπιέται,
-στο κορμό του Θανάτου, που τσιγκλά και παγώνει-
φαρμακαίνει σκληρά και παντού, ξαμολιέται.
Κι όταν νέφη με βιά το αντσάρ το ποτίζουν,
και σταγόνες βροχής τα κλαριά του τυλίγουν,
πάνωθέ του κυλούν και την άμμο ραντίζουν,
πικραμένες κι αυτές Χάρου λίμνες ξανοίγουν.
Μα ο Αφέντης με σκληρή φωνή, δεσποτικά,
στέλνει το Δούλο, το αντσάρ, να ανταμώσει
κι αυτός υπάκουος, παίρνει το δρόμο βιαστικά,
πικρό ρετσίνι, απ’ του Χάρου το δεντρί, να φέρει να του δώσει.
Πως πήγε, πως ματάρθε ο Δούλος, ποιός το ξέρει;
Μα σε δυο μέρες γύρισε χλωμός στ’ Αφεντικό του.
Ένα φαρμακερό κλαρί, με φύλλα, του ‘χε φέρει
κι ιδρώς ποτάμια κύλαγε πάνω στο μέτωπό του.
Λύγισ’ ο Δούλος έπειτα, τα αποκαμένα μέλη,
πλάγιασε ‘κει σ’ ένα ψαθί, νεκρός, ‘μπρος στους δικούς του.
Ο Αφέντης βούτηξε ευτύς τις μύτες απ’ τα βέλη
στο αντσάρ και γύρω σκόρπισε θάνατο, στους οχτρούς του!
Πούσκιν Απρίλης 1989
Το Πουλί Της Καταιγίδας
(Διασκευή από ένα διήγημα του με τον ίδιο τίτλο)
Σε πελάγη αφρισμένα, μαύρα σύννεφα συνάζει
του βοριά του μανιασμένου, η πνοή η αγριωπή
και ψηλάθε κατεβαίνει, γοργοφτέρουγα πετώντας
το Πουλί της Καταιγίδας, σα μια μαύρη αστραπή.
Μια με το φτερό χτυπάει τ’ αφρισμένο κύμα κάτου
κι ύστερα σα τη σαΐτα, στα μεσούρανα χυμάει.
Κράζει, ακούεται παντούθε, η φωνή του, η χαρά του!
Θύελλα μηνά η κραυγή του κι η καρδιά του αναπηδάει!
Δύναμη, οργή και θάρρος και τη σιγουριά της νίκης
στη κραυγή του ακούν τα νέφη! Και ξεσπάει η αντάρα!
Απ’ το φόβο τους οι γλάροι, σκούζουνε και παραδέρνουν,
προσπαθώντας για να κρύψουν τη τρελή τους τη τρομάρα!
Σκούζουνε και τα κολίβρι, απ’ της θάλασσας τα βάθη!
Τ’ αστραπόβροντο τα σκιάζει, τι να νιώσουν δε μπορούν
πως στις δυνατές ψυχές τη χαρά την άγρια κείνη,
ο αδιάκοπος αγώνας για ζωή, μονάχα δίνει.
Ο κοντός ο πιγκουΐνος, με το χοντρουλό κορμί του
μέσα στις σπηλιές των βράχων πάει, κρύβεται και τρέμει!
Μα περήφανο μονάχα, το Πουλί της Καταιγίδας
θαρραλέα φτερουγίζει, πάνω από τα πελάγη!
Όλο πιο πυκνά, πιο μαύρα, χαμηλώνουνε τα νέφη
και τα κύματα βρυχιούνται, με τη χοχλαστή βουή τους
και σηκώνονται με φόρα, να σιμώσουνε τη μπόρα.
Σκάζουνε τ’ αστροπελέκια κι αστραπές σκίζουν τα νέφη!
Αφρισμέν’ απ’ τη μανία, τ’ άγρια κύματα βογγάνε
και να παραβγούν πασχίζουν, τη τρεχάλα του ανέμου!
Οργισμένος ο αγέρας, στην αγκάλη του αδράχνει
τα κοπάδια των κυμάτων. Με μανία τα συντρίβει
πάνω στης ακτής τα βράχια και σ’ αφρόσκονη σκορπάει
τα βουνά τα σμαραγδένια! Να! Η μπόρα πια ξεσπάει!
Το Πουλί της Καταιγίδας γοργοσκίζει τον αιθέρα,
το Πουλί της Καταιγίδας, σα μια μαύρη αστραπή,
πότε χύνεται σα βέλος και τρυπά ψηλά τα νέφη,
πότε, το φτερό του, δέρνει τον αφρό, πάνω στο κύμα.
Το Πουλί Της Καταιγίδας γοργοφτέρουγο πετάει,
σα περήφανο τελώνιο, -μαύρο ξωτικό της μπόρας!
Μια τα σύννεφα χουγιάζει περιπαιχτικά, η κραυγή του,
μια απ’ τη χαρά του κλαίει! Ο Εξάγγελος της Νίκης.
Οι αγέρηδες ουρλιάζουν. Τ’ αστροπέλεκα βροντούνε.
Τα κοπαδιαστά τα νέφη, πάνω από τα πελάγη,
φλόγες γαλανές τα σκίζουν. Μες στην αγκαλιά του ο πόντος
τ’ αστροπέλεκα ρουφάει και στα βάθη του τα σβήνει,
λες και πύρινα είναι φίδια που στης θάλασσας το κόρφο,
τον τρυπούν και ξεψυχάει το φωτοπαιχνίδισμά τους!
-“Μπόρα! Πλάκωσεν η μπόρα”! Πάνω απ’ τα μανιασμένα,
τ’ ανεμόδαρτα πελάγη, μ’ αντρειωσύνη και περφάνια,
το Πουλί της Καταιγίδας, με τις αστραπές πετάει!
Ο Εξάγγελος της Νίκης! Ειν’ αυτό που κράζει τώρα:
“Μάνιαζε όσο θέλεις μπόρα και το ξέρω πως τα νέφη
δε θα κρύψουνε τον ήλιο! Όχι! Δε θα τονε κρύψουν”!
Μαξίμ Γκόρκυ Μάης ’89
—————————————————————————
Το Κοριτσάκι Με Τα Σπίρτα
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς κι έκανε ένα τρομερό κρύο. Ο Δεκέμβρης είχε βγάλει όλη του τη δύναμη. Είχε χιονίσει πολύ κι όσο πήγαινε δυνάμωνε τούτη τη τελευταία και σκοτεινή βραδιά της χρονιάς. Μέσα στο κρύο και στο σκοτάδι ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι με λεπτά ρουχαλάκια και ξυπόλητο, περιπλανιόταν στους δρόμους. Όταν ξεκίνησε από το σπίτι της φορούσε ένα ζευγάρι παντόφλες. Ήταν αυτές που φορούσε η συχωρεμένη η μανούλα της και ήταν πολύ μεγάλες για τα μικρά της ποδαράκια. Διασχίζοντας τον δρόμο όμως τις έχασε προσπαθώντας να αποφύγει το βιαστικό πέρασμα δύο αμαξάδων που έτρεχαν για να πάνε στα ζεστά σπίτια τους, να γιορτάσουνε με τις οικογένειές τους τον ερχομό του νέου έτους. Η μία παντόφλα χάθηκε στο παχύ στρώμα του χιονιού που κρυστάλλωνε γρήγορα και την άλλη τη βρήκε ένα αγόρι που περνούσε και την πήρε μαζί του.
Έτσι το μικρό κοριτσάκι περπάτησε με γυμνά τα ποδαράκια της που ήδη είχαν κοκκινίσει κι αρχίζανε να μπλαβίζουν απ’ το κρύο. Κρατούσε κάμποσα κουτιά σπίρτα σε μια παλιά ποδιά και προσπαθούσε να τα πουλήσει στους περαστικούς, όμως δεν είχε καταφέρει να πουλήσει ούτε ένα. Κανείς δε περνούσε κι αν περνούσε δε σταματούσε, γιατί όλοι ήταν βιαστικοί και δεν προσέχανε καν το καημένο το κοριτσάκι. Περπατούσε πια με δυσκολία και τελικά μην αντέχοντας μαζεύτηκε σε μια γωνίτσα τρέμοντας από το κρύο και το μικρό φτωχό πλάσμα ήταν πάρα πολύ πεινασμένο. Πυκνές λευκές νιφάδες χιονιού αρχίσανε να σκεπάζουνε τα όμορφα ξανθά μαλλάκια της, τις κουκλίστικες μπουκλίτσες που πέφτανε στον ακάλυπτο λαιμό της, αλλά πια δεν το σκεφτόταν καν.
Απ’ όλα τα γύρω σπίτια, πλούσια ή φτωχικά, απ’ όλα τα γύρω παραθύρια έβγαινε φως απ’ τα κεριά και έφτάναν ως τη μύτη της μυρωδιές από τη ψητή γαλοπούλα και τα γλυκά τα χριστουγεννιάτικα. Μαζεύτηκε λοιπόν στη γωνίτσα που σχηματίζανε δυο σπίτια, κουλουριάστηκε όσο πιο πολύ μπορούσε και πάσχισε να καλύψει όπως-όπως τα γυμνά της πόδια και να τα τρίψει για να τα ζεστάνει κάπως, αλλά μάταια. Στο σπίτι της δεν τολμούσε να γυρίσει, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο κι ο πατέρας της σίγουρα θα τη χτυπούσε. Όμως και το σπίτι της ήτανε πολύ κρύο καθώς ο κρύος άνεμος έμπαινε από τη στέγη και τους τοίχους που ήταν γεμάτο τρύπες που μόνο τις μεγαλύτερες είχαν προσπαθήσει να κλείσουν κάπως με σανό και κουρέλια. Τα χεράκια της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν, παρ’ όλο που τα ‘τριβε συνεχώς.
-“Αχ ένα σπίρτο μόνο να άναβα ένα σπίρτο να ζεστάνω λιγάκι τα δάχτυλά μου…”, σκέφτηκε και δίστασε λιγάκι, γιατί ήτανε για πούλημα…
Με δυσκολία απ’ το μούδιασμα, έβγαλε ένα και το άναψε μ’ ένα υπέροχο φσσστ! και μια φλογίτσα! Τί όμορφα που άναψε!… Μια ζεστή φωτεινή φλόγα, σαν ένα πρωτοχρονιάτικο κερί, έβαλε τα χεράκια της πάνω της κι ένιωσε μιαν υπέροχη θέρμη. Είδε με τα μάτια της ψυχούλας της πως καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, με ποδαρικά από μπρούντζο γυαλισμένο καλά κι ένα στολίδι στη κορφή της πανέμορφο. Η φλόγα του σπίρτου έσβησε, έχοντάς αφήσει στη καρδιά της μια γλύκα και μιαν όμορφη ψευδαίσθηση, που τη ζέστανε τόσον ευχάριστα. Είχε μάλιστα κι απλώσει τα πόδια προς τη σόμπα να τα ζεστάνει κι αυτά, αλλά σβήνοντας το σπίρτο έσβησε κι η θέα της σόμπας κι έμεινε μόνο το καμμένο ξυλάκι του, που καψάλισε λίγο τα δάχτυλά της.
Τούτη τη φορά δε δίστασε στιγμή και πήρε κι άλλο ένα σπίρτο από το κουτί και φσσστ!, αυτό άναψε και το φωσάκι του πέφτοντας πάνω στο λευκό τοίχο, τον έκανε διαφανή σαν ένα πέπλο κι εκείνη μπορούσε να δει μέσα στο δωμάτιο, που ένα τραπέζι στολίστηκε με τραπεζομάντηλο, γύρω-γύρω θαυμάσια σερβίτσια από πορσελάνη και στο κέντρο φάνταζε η ψητή γαλοπούλα, με γέμιση μήλου, αποξηραμένα δαμάσκηνα και κουκουναρόσπορο. Τότε η γαλοπούλα πήδηξε από τη πιατέλα της ξεκίνησε να πηγαίνει προς το κοριτσάκι, έχοντας και τα μαχαιροπήρουνα της στο στήθος για να σερβιριστεί, μα έσβησε το σπίρτο και τίποτα από αυτά δεν έμεινε παρά ένας ξερός και κρύος τοίχος.
Άναψε και τρίτο σπίρτο. Τώρα είδε πως καθόταν κάτω από ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πιο διακοσμημένο από αυτό που ‘χε δει εκεί πιο πέρα στη γυάλινη βιτρίνα ενός πλούσιου εμπόρου. Είχε παιγνίδια ολόγυρα και γλυκίσματα τυλιγμένα σαν δώρα, χιλιάδες φωτάκια αναβοσβήνανε πάνω στα καταπράσινα κλαριά του κι όλη η ζεστασιά του κόσμου φώλιαζε στα θαμπωμένα ματάκια της. Ένα σωρό εικόνες, όπως στις βιτρίνες των καταστημάτων περνούσαν από το βλέμμα της. Ξάφνου, όλα μαζί τα φωτάκια, αρχίσανε να υψώνονται όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ, ώσπου απλωθήκανε, φτάσανε στον ουρανό σαν αστεράκια κι ένα τους, μόνον ένα, έπεσε πάλι στη γη, σχηματίζοντας μια μικρή φωτίτσα γύρω του.
-“Κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό τώρα” σκέφτηκε τη κουβέντα που της είχε πει για όταν πέφτει ένα αστέρι απ’ τον ουρανό, η γιαγιάκα της, που τη νοιάστηκε και τη λάτρεψε στη μικρή ζωή της και που πια ήταν ψηλά στο Θεό.
Άναψε ακόμα ένα σπίρτο όλο λαχτάρα και στη λάμψη του ω ναι! στάθηκε μπρος της η γιαγιάκα της, τόσο φωτεινή, τόσο λαμπερή, με τόση γλυκύτητα στο χαμογελαστό της βλέμμα και με τόση αγάπη στη γέρικη αλλά τεράστια αγκαλιά της.
-“Γιαγιάκα!!!” τη φώναξε το κοριτσάκι. “Αχ πάρε με μαζί σου γιαγιάκα! Να φύγουμε μαζί, πριν σβήσει η φλόγα και φύγεις και εσύ, όπως έφυγαν, η σόμπα, το τραπέζι με την όμορφη ψητή γαλοπούλα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φωτάκια“!.
Και στη λαχτάρα της να κρατήσει όσο πιο πολύ τη γιαγιά της κοντά, πιάνει όλα μαζί τα σπίρτα και τα ανάβει μονομιάς. Κι αυτά δώσανε τόσο λαμπερό, δυνατό φως που έκανε τη νύχτα πιο φωτεινή κι από μεσημέρι καλοκαιριού. Πότε δεν είχε δει τη γιαγιά της τόσον όμορφη και ψηλή. Η γιαγιά, πήρε το κοριτσάκι από το χέρι και μαζί πετάξανε ψηλά, ως τα αστέρια, με τη λάμψη της χαράς και τόσο ψηλά, που πια δεν είχε ούτε κρύο, ούτε χιόνι, ούτε πείνα, ούτε θλίψη κι ούτε σκοτεινιά…
Σε κείνη τη γωνιά την αυγή που χάραξε, έχοντας φύγει πια η τελευταία νυχτιά εκείνου του χρόνου, οι περαστικοί βρήκανε καθισμένο, ένα φτωχό κοριτσάκι ξυπόλητο, γερμένο στον τοίχο, παγωμένο κι ακίνητο. Δίπλα της είχε μερικά καμμένα σπίρτα.
-“Θέλησε να ζεσταθεί” έλεγεν ο κόσμος και συνεχίζανε το δρόμο τους.
Κανείς τους όμως δεν είχε τη παραμικρή καν υποψία, τί όμορφα πράγματα είχε δει εκείνη τη τελευταία νύχτα, κανείς δεν φαντάστηκε καν, με ποιά ομορφιά και λαμπρότητα, αυτή κι η γιαγιά της είχανε μπει στις χαρές της νέας αυτής χρονιάς!
μτφρ.: Πάτροκλος