Μπεργαδής: Αποκόπος (~1450 μ. Χ.)

Βιογραφικό

     Ο Μπεργαδής (Bragadin) ανήκε σ’ εξελληνισμένην οικογένεια Βενετών του Ρεθύμνου. Γεννήθηκε στη Κρήτη τέλη 15ου αι. και πέθανε μες στον 16ο, άγνωστο πότε. Για τη ζωή του δε ξέρουμε σχεδόν τίποτε άλλο. O Van Gemert μεταθέτει τον Μπεργαδή προς το 2ο μισό του 15ου αι. και προτείνει να ταυτιστεί με κάποιο Petrus Bergadhin, 2ης γενιάς βενετοκρητικό ευγενή, κάτοικο του Χάνδακα και μικρό φεουδάρχη, που ‘χει εξελληνίσει το επώνυμό του ήδη από Bragadin(o) / Bregadin(o) σε Bergadhin / Μπεργαδής. Είναι ο μόνος Bergadhin που μαρτυρείται τον 15ο αιώνα στον Χάνδακα και στο Ρέθυμνο. Ο κλάδος του Ρεθύμνου διατηρεί το βενετικό τύπο του επώνυμου Bragadin(o). Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε γι’ αυτόν χρονολογούνται από το 1463 μέχρι και το 1495. Το 1502 έχει πια πεθάνει.
     Έγραψε το ποίημα “Αποκόπος” (ξεκούραση), που εκτείνεται σε 558 ομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους. Ο ποιητής περιγράφει ένα ταξίδι στον Άδη και σατιρίζει όσους ξεχνούνε τους νεκρούς τους, καυτηριάζει επίσης τους καλόγηρους για τη πλεονεξία τους. Το διδακτικό αυτό ποίημα θυμίζει τη “Νέκυια” του Ομήρου, καθώς και τη “Κόλαση” του Δάντη. Εκδόθηκε 3 φορές μες στον 16ο αι.: το 1529, το 1534 και το 1543.
     Γραμμένος είτε στο 1ο είτε στο 2ο μισό του 15ου αι., αλλά τυπωμένος 1η φορά στη Βενετία το 1509, γνώρισε αλλεπάλληλες ανατυπώσεις κι έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα του νέου ελληνισμού, τουλάχιστον για τους επόμενους τρεις αιώνες. Ο “Αποκόπος“του Μπεργαδή περιγράφει μια ονειρική κάθοδο στον άλλο κόσμο και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρώιμης Αναγέννησης στην κρητική λογοτεχνία. Είναι συνθεμένος σε βυζαντινή δημώδη γλώσσα με πολλά στοιχεία του κρητικού ιδιώματος και στις βενετικές εκδόσεις αποτελείται από 558 ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ωστόσο το τελευταίο τμήμα του γενικά θεωρείται νόθο.
     Ο “Αποκόπος” αποτελεί, όπως πολύ εύστοχα έχει επισημανθεί, «το πιο γοητευτικό και συνάμα το πιο αινιγματικό αφηγηματικό ποίημα της 1ης ακμής της (επώνυμης) κρητικής λογοτεχνίας (Βασιλείου 1993, 125). Η γοητεία του εδράζεται στη μεγάλη του αισθητική αξία, που τυγχάνει καθολικής αποδοχής των μελετητών, ενώ η αινιγματικότητά του έγκειται τόσο στον πολυσύνθετο χαρακτήρα του όσο και στα πάγια μετέωρα ζητήματα που συνοδεύουνε πολλά -αν όχι τα περισσότερα- από τα πρώιμα δημώδη κείμενα (λ.χ. συγγραφέας, χρονολόγηση, πνευματικό κλίμα που απηχεί κ.ά.), με αποτέλεσμα να εγείρει δυσεπίλυτα φιλολογικά κι ερμηνευτικά προβλήματα (Λεντάρη 2007, 144).
     Ο τίτλος του ποιήματος, που σημαίνει τον αποκαμωμένο, τον κατάκοπο, οφείλεται σε φράση του 1ου στίχου «Μιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην», ενώ ο συγγραφέας του, ο Μπεργαδής, μας είναι γνωστός χάρη στο διαφημιστικό -και πρόσθετο από κάποιο άλλο πρόσωπο (van Gemert 1997, 75), μάλλον τον επιμελητή της 1ης έκδοσης- 2στιχο που συνοδεύει τις 1ες έντυπες εμφανίσεις του:

“Αποκόπος” του Μπεργαδή, ρίμα λογιωτάτη
την έχουσιν οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη.

     Επειδή δεν παραδίδεται το μικρό όνομα του ποιητή, παρά μονάχα το επώνυμό του, είναι δύσκολο να ταυτιστεί με συγκεκριμένο πρόσωπο· το επίθετο Μπεργαδής εύλογα έχει ερμηνευθεί ως εξελληνισμένη παραλλαγή της βενετοκρητικής αριστοκρατικής οικογένειας των Bragadin(o) ή Bregadin(o) από το Ρέθυμνο, επιφανή μέλη της οποίας μνημονεύονται στην κρητική κοινωνία από το 1311 έως το 1644 (Κεχαγιόγλου 1982, 27), δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας αστικής οικογένειας με το ίδιο όνομα (van Gemert 1997, 75), προερχόμενης από κάποια άλλη κρητική πόλη, ειδικά από τη στιγμή που για τον 15ο αιώνα δεν σώζονται ιστορικές μαρτυρίες για τον ρεθυμνιώτικο κλάδο των Μπεργαδήδων. Πρόσφατα προτάθηκε, με κάποια επιφύλαξη, η ταύτισή του με έναν Petrus Bergadhin/Πέτρο Μπεργαδή από τα Χανιά, έναν μικρό φεουδάρχη που αναφέρεται σε αρχειακά έγγραφα ως κάτοικος του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) από το 1464 και εξής (van Gemert 2007, 159), όμως, η ταύτιση αυτή, που θα διευκόλυνε και τη τοποθέτηση του ποιήματος σ’ ένα πιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, παραμένει αβέβαιη.
     Συναφές με το προηγούμενο ζήτημα, λοιπόν, είναι κι εκείνο της χρονολόγησης του έργου. Ασφαλώς, η παλιότερη, όψιμη τοποθέτησή του στον 16ο αιώνα (π.χ. Πολίτης 1953, Μανούσακας 1965) έχει οριστικά αναιρεθεί, εντούτοις δεν επήλθε οριστική λύση, έτσι, το ποίημα χρονολογείται κάπως αόριστα στον 15ο αιώνα, είτε στο πρώτο μισό του, σε συνάφεια με τα έργα κάποιων πρωτοπόρων κρητικών ποιητών, π.χ. Ντελλαπόρτας και Φαλιέρος (Lassithiotakis 1992· Vejleskov 2005) είτε στο 2ο μισό του, μες στο κλίμα απαισιοδοξίας κι αβεβαιότητας που επικρατεί μετά την Άλωση (van Gemert 2007, 159-160) -ο εκδότης του ποιήματος Στυλιανός Αλεξίου (1998, 14) προτείνει το τελευταίο 1/4 του αιώνα. Όπως και να ’χει, ένα ασφαλές terminus ante quem αποτελεί η 1η έκδοσή του από τον Νικόλαο Καλλιέργη, γιο του κρητικού λόγιου και τυπογράφου Ζαχαρία Καλλιέργη, το 1509, που του παρέχει και το προνόμιο του 1ου (γνωστού) νεοελληνικού λογοτεχνικού έντυπου βιβλίου (Πολίτης 1993, 50· Αλεξίου 1998, 15) ή του έργου που σηματοδοτεί την απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σύμφωνα με μια άλλη -όχι ευρέως αποδεκτή- άποψη (Σαββίδης 1993, 37-41). Σε συνδυασμό, λοιπόν και με κάποιες εσωτερικές ενδείξεις, η συγγραφή του “Αποκόπου” οριοθετείται μες σε μεγάλο χρονολογικό εύρος μεταξύ 1420 & 1509 (Βασιλείου 1993, 171), όσον αφορά στον τόπο προέλευσής του, όλοι δέχονται ότι το ποίημα γράφτηκε στο νησί της Κρήτης.



     Η υπόθεσή του στοιχειοθετείται πάνω σε μια ονειρική κατάβαση στον Κάτω Κόσμο και μπορεί να σκιαγραφηθεί ως εξής: ο αφηγητής/ποιητής, καταβεβλημένος, αποκοιμιέται κι ονειρεύεται πως κυνηγά μια ελαφίνα, ξαφνικά βρίσκεται μόνος σ’ ένα λιβάδι κι ανεβαίνει σε δέντρο, όπου τρώει το μέλι μιας κυψέλης. Το δέντρο, όμως, ροκανίζουν δύο ποντικοί, μαύρου κι άσπρου χρώματος αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να πέσει από ένα γκρεμό, που στο τέλος του βρίσκεται ένας δράκος με το στόμα του ανοιχτό. Έτσι, παρασύρεται ζωντανός στον Άδη, όπου γύρω μαζεύεται πλήθος πεθαμένων, απορημένων για την απρόσμενη άφιξη. Από αυτούς ξεχωρίζουν δύο νέοι που τον ρωτούν ποιος είναι και τί γυρεύει στον Κάτω Κόσμο, ζητώντας εναγωνίως να μάθουν νέα για τον Πάνω Κόσμο, κυρίως αν οι ζωντανοί τους θυμούνται ακόμα. Ο ήρωας αρχικά διστάζει, όμως ακολούθως τους απαντά ευθέως πως κανείς ζωντανός δεν τους θυμάται ούτε τους θρηνεί -με εξαίρεση τις μανάδες τους, οι υπόλοιποι συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη ζωή τους.



     Κατόπιν, προκαλεί το θρήνο των σκιών, αναφέροντας δηκτικά πως από τις χήρες, άλλες ξαναπαντρεύτηκαν κι άλλες, αφού κλείστηκαν στα μοναστήρια μοιράζοντας τις περιουσίες των συζύγων τους, κάνουν συντροφιά με τους «φράρους» (ιερωμένους). Στη συνέχεια, ρωτά πληροφορίες για τους δύο πεθαμένους νέους κι εκείνοι του διηγούνται λεπτομερώς την ιστορία τους: ο τόπος της καταγωγής τους περιγράφεται αλληγορικά, χωρίς να κατονομάζεται, η οικογένειά τους είναι αριστοκρατική. Ξεκινούν με καράβι για να επισκεφθούν την αδερφή τους, αλλά χάνουνε τη ζωή τους σε τρικυμία· κατεβαίνουν στον Άδη όπου συναντούν την έγκυο αδερφή τους που έχει πεθάνει μαζί με το αγέννητο παιδί της, επειδή είδε σε όνειρο το τραγικό συμβάν. Εκεί, στον Κάτω Κόσμο, ενώνονται και θρηνούν τη δυστυχία τη δική τους και των οικογενειών τους. Σε αυτό το σημείο, ο αφηγητής αρχίζει να δυσφορεί και θέλει να επιστρέψει στο φως, εντούτοις οι σκιές τον ικετεύουν να μεταφέρει τις επιθυμίες τους και τα μηνύματά τους στον Πάνω Κόσμο. Ένα πλήθος νεκρών εμφανίζεται σα μακάβριος χορός πολιορκώντας τον, ενώ ο ήρωας, έντρομος, κατευθύνεται προς το φως.



     Η παράδοση του ποιήματος περιλαμβάνει δύο κλάδους με διαφορετική βαρύτητα για την αποκατάσταση του κειμένου. Καταρχάς, μια σειρά από πυκνές βενετικές εκδόσεις, τουλάχιστον δέκα ώς τα τέλη του 18ου αιώνα (βλ. τον πίνακα στο van Gemert 1997, 88), από τις οποίες πιο έγκυρες θεωρούνται οι 3 1ες (1509, 1519 και 1534) -με τη βαθμιαία, βέβαια, παραφθορά που παρατηρείται γενικά στις βενετικές ανατυπώσεις. Από την άλλη, σώζονται και 2 χειρόγραφα: ο περίφημος βιεννέζικος κώδικας Vindobonensis theol. gr. 244 που χρονολογείται στις αρχές του 16ου αι. και περιλαμβάνει πολλά αξιόλογα δημώδη λογοτεχνικά κείμενα, κι ο κώδικας Vaticanus gr. 1139 (1540) του Βατικανού· ο τελευταίος αποτελεί αντιγραφή παλιότερης έντυπης έκδοσης (της 2ης ή της 3ης), συνεπώς δεν έχει καμία αξία ως προς την αποκατάσταση του κειμένου. Αντίθετα, το βιεννέζικο χειρόγραφο, παρά τις διαπιστωμένες αλλοιώσεις, διασώζει 2 στίχους που δεν υπάρχουν στις έντυπες εκδόσεις και γενικά περιέχει κάποια χωρία με ορθότερες/ιδιωματικές γραφές (Αλεξίου 1998, 15-16).



     Στις βενετικές εκδόσεις ο “Αποκόπος” αποτελείται από 558 στίχους, ωστόσο σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι μόνο οι 490 -ή, σύμφωνα με μια άλλη εκτίμηση, μόνο οι 440 (van Gemert 1997, 75)- στίχοι είναι γνήσιοι, κάτι που σημαίνει ότι οι υπόλοιποι 68 (στ. 491-558) θεωρούνται μεταγενέστερες παρεμβολές. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της προσθήκης αυτού του νόθου επιλόγου είχε διττό αποτέλεσμα αναφορικά με την εκδοτική κι ερμηνευτική του τύχη: αφενός, έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο στη διάδοση και τη διαρκή ζωτικότητα του κειμένου, δίνοντάς του το απαραίτητο ηθικό ένδυμα καθώς και την κατάλληλη (επ)έκταση ώστε να κριθεί άξιο προς εκτύπωση, αφετέρου, (εν μέρει έστω) λόγω της απώλειας του πρωτότυπου τέλους του οδήγησε στην παραγωγή ποικίλων κι ενίοτε διαμετρικά αντίθετων αναγνώσεων του έργου (van Gemert 1997, 78).
     Είναι αδύνατο, βέβαια, να συνοψιστεί εδώ η πολυφωνία της πλούσιας βιβλιογραφίας του, ωστόσο οι πιο χαρακτηριστικές προτάσεις ερμηνεύουν τον “Αποκόπο” ως ποίημα για τη παροδικότητα της ζωής (Αλεξίου 1963, 200· Βασιλείου 1993, 172) ή τη ματαιότητα των πάντων (Rincón 1990/1), ως αλληγορική απαισιόδοξη διήγηση για την ερωτική αποτυχία (Κεχαγιόγλου 1982, 252) ή τον ανεκπλήρωτο έρωτα (Παΐδας 1999 277-288) κι ως σατιρικό διάλογο, σχεδόν βυζαντινού τύπου, με στραμμένα τα βέλη σε όσους ξεχνάνε τους νεκρούς, τους κληρικούς και τις γυναίκες (Λαμπάκης 1982, 167).
     Δύσκολα θα απέρριπτε κανείς αφοριστικά κάποια από τις προηγούμενες απόψεις, εντούτοις η τελευταία κρίνεται μάλλον ως η πιο μονόπλευρη, ενώ κι η έμφαση στο ερωτικό στοιχείο, επενδυμένο με πεσιμιστικούς τόνους, φαίνεται να ταιριάζει εν μέρει κι όχι εξ ολοκλήρου στον χαρακτήρα του (van Gemert 1997, 78). Οπωσδήποτε, σήμερα που το κείμενο έχει απαλλαχθεί από τις μεταγενέστερες προσθήκες, έχει αναιρεθεί ο δήθεν κυρίαρχος ηθοπλαστικός σκοπός του που τονίστηκε στο παρελθόν (π.χ. Δημαράς 1964, 71) κι επικρατέστερη είναι η άποψη πως το μήνυμα του Μπεργαδή στους αναγνώστες/ακροατές συνοψίζεται στη φράση carpe diem, που εν προκειμένω τους καλεί να απολαύσουν τη ζωή, όσο αυτή διαρκεί (van Gemert 1997, 79, Βασιλείου 1993, 172). Προπαντός το στοιχείο αυτό διακρίνει τον “Απόκοπο” από τα λοιπά (υστερο)μεσαιωνικά ελληνικά ποιήματα που πραγματεύονται το όραμα του Κάτω Κόσμου (παρουσίασή τους βλ. στο van Gemert 1997, 80-82), γεγονός που μπορεί να ιδωθεί ως συνειδητή αντίδραση του Μπεργαδή, αν όχι σε κάποιο συγκεκριμένο κείμενο -λ.χ. έχει προταθεί η “Ρίμα Θρηνητική” του Πικατόρου– τότε σ’ ένα ολόκληρο λογοτεχνικό είδος ή μια δεσπόζουσα λογοτεχνική τάση της εποχής, του σειρμού των ηθικοδιδακτικών (θρησκευτικών κι εσχατολογικών) στιχουργημάτων για τη ζωή και το θάνατο.
     Όπως και να ’χει, η αναγωγή του θέματός του σε μακραίωνη λογοτεχνική παράδοση, με απώτερες ρίζες στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία (Οδύσσεια) και με ισχυρή αναβίωση κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (βλ. αναλυτικά Λαμπάκης 1982, 17-155), δικαιολογεί την επίμονη αναζήτηση των ενδεχόμενων πηγών, γραπτών και προφορικών. Παρόλο που δεν αναγνωρίστηκε κανέν αποκλειστικό πρότυπο για τον Μπεργαδή, η έρευνα υπήρξε αρκετά παραγωγική στο πεδίο αυτό. Έτσι, ανιχνεύονται άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις του μυθιστορήματος “Βαρλαάμ &ι Ιωάσαφ” στη παραβολή των ποντικών που ροκανίζουν το δέντρο και στην εικόνα του γκρεμού και του δράκου, καθώς κι απηχήσεις του 5ου άσματος (V Canto) από το “Καθαρτήριο” (Purgatorio) της εμβληματικής “Θείας Κωμωδίας” του Δάντη στη συνάντηση/συνομιλία με τους δύο νέους (Αλεξίου 1998, 13), πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, πως η επιρροή αυτή είναι επιδερμική και πιθανότατα αντλεί από τη δεξαμενή των πολυάριθμων διασκευών του Δάντη τον 15ο αι.. Αντίθετα, η ανάπτυξη του συγκεκριμένου επεισοδίου οφείλει πολλά στον σατιρικό κι έντονα δηκτικό “Corbaccio” του Βοκάκιου, που σε αρκετά σημεία ο “Απόκοπος” σχεδόν παραφράζει (Cappellaro 2004, 114-131).
    Εξάλλου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η, σε μεγάλο βαθμό, αδιερεύνητη ακόμα σχέση του ποιήματος με το διακείμενο της ελληνικής σατιρικής παράδοσης, προς τη κατεύθυνση αυτή, πάντως, έχουν υποδειχθεί παραλληλισμοί με την ποίηση του «πατέρα της κρητικής λογοτεχνίας», Στέφανου Σαχλίκη, ενώ πρόσφατο μελέτημα διευρύνει την οπτική, εστιάζοντας στη πιθανή συνομιλία της οξείας αντικληρικής κι αντιγυναικείας σάτιρας του “Αποκόπου” με αντίστοιχα χωρία του ιδιαίτερα δημοφιλούς υστεροβυζαντινού αλληγορικού ποιήματος “Πουλολόγος“(Σταυρακοπούλου 2008, 315-338).
     Περισσότερο σύνθετη εμφανίζεται η σχέση του ποιήματος με το δημοτικό τραγούδι και γενικά με τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού. Πράγματι, υπάρχουν πολλές αναλογίες με μοιρολόγια και τραγούδια σχετικά με το θάνατο, ενώ στίχοι του ποιήματος επιβιώνουν στη μεταγενέστερη δημοτική παράδοση. Παρ’ όλ’ αυτά, οι διασυνδέσεις διαφέρουν ριζικά από την αμφίδρομη σχέση που παρατηρείται στη περίπτωση του “Διγενή Ακρίτη” και των ακριτικών τραγουδιών. Ίσως, σε περιπτώσεις που η εξάρτηση είναι συγκεκριμένη, το δημοτικό τραγούδι ν’ απορρέει από το κρητικό ποίημα (Αλεξίου 1998, 13), όμως η έρευνα έχει αποδείξει ότι στο διακειμενικό αυτό διάλογο κυριαρχεί «η αντίδραση ενός λόγιου συγγραφέα σε προϋπάρχον προφορικό υλικό» (van Gemert 1997, 77).
     Η αφομοίωση του υλικού αυτού, που εντοπίζεται κυρίως στο εισαγωγικό τμήμα με τις πυκνές αλληγορικές εικόνες, ασφαλώς οικείες στο αναγνωστικό/ακροαματικό κοινό της εποχής, καθώς και στη συνομιλία με τους νεκρούς αλλά και στην εν γένει παρουσίαση του Κάτω Κόσμου, είναι απολύτως δημιουργική, αφού ο ποιητής αρέσκεται στη συστηματική αντιστροφή ή/και διαστρέβλωση κοινόχρηστων λογοτεχνικών μοτίβων, που συντελεί στην ανασημανσιοδότησή τους, με κύριο στόχο την ανατροπή των καθιερωμένων αντιλήψεων γύρω από τη ζωή και το θάνατο (για τον χειρισμό της λαϊκής παράδοσης στον “Απόκοπο” βλ. την υποδειγματική ανάλυση της Alexiou 1997, 308-322).
     Κατά τ’ άλλα, η γλώσσα κι η στιχουργία του ποιήματος δεν παρουσιάζουν κάποια έκπληξη, ο Μπεργαδής γράφει στη κοινή δημώδη μεσαιωνική ελληνική, ένα κράμα λόγιων κι ιδιωματικών τύπων (εδώ του Ρεθύμνου), με αρκετούς αρχαϊσμούς και δάνεια από την εκκλησιαστική γλώσσα. Το μέτρο υπακούει στον κανόνα της εποχής, δηλαδή τον 15σύλλαβο στίχο, ενορχηστρωμένο σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, ενώ η πλήρης σχεδόν απουσία χασμωδίας κι η αψεγάδιαστη ομοιοκαταληξία μαρτυρούν ποιητική δεινότητα κι ωρίμανση στη χρήση της ρίμας ήδη από τη πρώιμη αυτή περίοδο.
     Το κείμενο απασχόλησε επανειλημμένα τους μελετητές όχι μόνο ερμηνευτικά αλλά κι ως προς την αποκατάσταση/δημοσίευσή του. Στη σύγχρονη εποχή 1ος το εξέδωσε ο γάλλος νεοελληνιστής Legrand, εκπονώντας 2 εκδόσεις. Η 1η -που αποτελεί και τη πηγή της παρούσης- έγινε το 1870, με βάση μια βενετική ανατύπωση του 1667 (Α στο κριτ. υπόμνημα) σε συνδυασμό με μια μεταγενέστερη έκδοση του 1721 (Β στο κριτ. υπόμνημα) κι η 2η, σαφώς καλύτερη αλλά όχι απαλλαγμένη από λάθη, το 1881, με βάση το έντυπο του 1534 κι επιλεκτικά το χειρόγραφο της Βιέννης. Το έγκυρο εγχείρημα του Αλεξίου στο περιοδικό Κρητικά Χρονικά το 1963 δίνει έμφαση στην ως τότε 1η σωζόμενη βενετική έκδοση του 1534, όμως λαμβάνει υπόψη και το βιενέζικο κώδικα -το ίδιο κείμενο παρουσιάζει ο Αλεξίου, μαζί με τη Βοσκοπούλα, το 1971 (ανατυπώσεις 1979, 1998). Αξίζει, ακόμα, να μνημονεύσουμε τη φωτοαναστατική έκδοση του Κεχαγιόγλου το 1982 για την εκτενή κι εμβριθή εισαγωγή. Τέλος, η πιο πρόσφατη έκδοση του Peter Vejleskov είναι συνοπτική -παραδίδει το κείμενο της 1ης έκδοσης του 1509 και το βιεννέζικο χφ.- με μετάφραση του κειμένου κι εισαγωγή της Margaret Alexiou στα αγγλικά (2005).
     Συνοψίζοντας, ο “Αποκόπος” αποτελεί αναντίρρητα το αριστούργημα της πρώιμης φάσης της κρητικής και γενικά της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ποίημα αντιπαραδοσιακό, αντισυμβατικό κι ανατρεπτικό, αφομοιώνει δημιουργικά ποικίλες επιρροές, λαϊκές και λόγιες, ελληνικές και δυτικόφερτες. Στις αρετές του συγκαταλέγονται η υποβλητική ατμόσφαιρα, ο ρεαλισμός, ο θεατρικός χαρακτήρας, η εξαιρετικά αρχιτεκτονημένη δομή, η μεστή γλώσσα κι η υψηλή στιχουργική τεχνική. Πίσω από τον άγνωστο ουσιαστικά Μπεργαδή προβάλλει η σκιά ενός προικισμένου ποιητή που συγκινεί ακόμα και σήμερα, απασχολώντας αδιάλειπτα τους μελετητές, που επιστρέφουν κάθε φορά με ανανεωμένο ενδιαφέρον στο ποίημά του.

==================


                      Σελίδα από την 1ην έκδοση του Αποκόπου

     Στο ποίημα αυτό διηγείται ότι στ’ όνειρό του κυνήγησε ένα ελάφι (ψυχαναλυτικό σύμβολο του ερωτικού πόθου), ανέβηκε σ’ ένα δέντρο (το δέντρο της ζωής) και πως έμεινε ώρες εκεί τρώγοντας μέλι από μια κυψέλη (η γλύκα της ζωής). Όλο αυτό το διάστημα δύο ποντικοί, ένας άσπρος κι ένας μαύρος (η συνεχής εναλλαγή μέρας και νύχτας), ροκάνιζαν το δέντρο μέχρι που αυτό έπεσε κάτω. Ο αφηγητής καταλήγει στο στόμα του Δράκου-‘Αδη, χωρίς σαφή διάκριση Παράδεισου και Κόλασης (όπως ο νεοελληνικός ‘Αδης των δημοτικών τραγουδιών). Αρχίζει εκεί διάλογος με νεκρούς που καταλήγει σε φυγή του επισκέπτη προς τον απάνω κόσμο.
     Ο Μπεργαδής έχει συλλάβει με σπάνια ένταση το παροδικό φαινόμενο της ζωής και στο σκοτεινό κόσμο της ανυπαρξίας αντιπαραθέτει τη μαγευτική ομορφιά του φυσικού κόσμου και την ανυποψίαστη γοητεία της ανθρώπινης καθημερινότητας.

   Σημ Δική μου:  Το παρακάτω ποίημα που θα διαβάσετε κι ελπίζω να απολαύσετε όπως εγώ, είναι παρμένο ατόφιο, από την έκδοση του 1870 εν Αθήναις υπό του Εμίλ Λεγκράν.

———————————————————————————————   

       “Αποκόπος” του Μπεργαδή ρίμα λογιωτάτη
        την έχουσιν οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη
.

Mιάν αποκόπου ‘νύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην·
ήθεκα0 στο κλινάρι μου κ’ ύπνον απεκοιμήθην.
Eφάνισθή μου κ’ έτρεχα ‘ς λιβάδιν ωραιωμένον,
φαρίν1εκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κ’ είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στο χέρι μου κοντάριν,             5
ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίττες και δοξάριν·
κ’ εφάνη με οκ’ έδιωχνα με θράσος ελαφίνα·
ώραις εκοντοστένετον κ’ ώρες με βιάν εκίνα.
Προυνόν του τρέχειν ήρχισα τάχα να βάλω χέρα
έτρεχα ώστε κ’ ετζάκισεν το σταύρωμα ημέρα2·                       10
κ’ ευθύς από τα μάτια μου εχάθηκεν το λάφιν
και πώς και πότ’ εχάθηκεν εξαπορώ το γράφειν.
Λοιπόν το τρέχειν όπαυσα3 ούτως και το σπουδάζειν
και το ξετρέχειν τ’ άπιαστον4 και το φαρίν κολάζειν·
κι αγαλιγάλι επήγαινα, σιγά-σιγά περπάτου’                              15
τον κόσμον εξενίζουμουν5, τ’ άνθη και τα καλά του.
Kαι προς την δείλην έσωσα στου λιβαδιού την μέσην
κ’ ηύρα δενδρόν εξαίρετον κ’ ωρέχθην του πεζεύσειν.
Επεύζευσα εις το δενδρόν κ’ έδεσα τ’ άλογόν μου
και τ’ άρματα εξεζώστηκα, θέτω τα στο πλευρόν μου.               20
O τόπος, όπου επέζευσα, λέγω εκεί όπου εστάθη’,
ήτον του λιβαδιού οφαλός6 κ’ ήτον γεμάτος άνθη.
Tο δένδρον ήτον τρυφερόν κ’ είχεν πυκνά τα φύλλα,
είχεν και σύγκαρπον ανθόν και μυρισμένα μήλα.
Kαι μυριαρίφνητα7 πουλιά στο δέντρον φωλεμένα                     25
κατά την φύσιν και σκοπόν ελάλειν το καθένα.
K’ από τα κάλλη του δενδρού, την ηδονήν του τόπου
και των πουλιών την μελωδιάν κ’ ολημερνού του κόπου,
ως από βιάς ηκούμπησα τού περί ανασάνω
και στοχαζόμην το δενδρόν εις την κορφήν επάνω.                      30
K’ εφάνη μου είδα εκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
κ’ είχε το μέλι σύγκερον8, πολύν και συνθεμένον.
Eυθύς τ’ ανέβην ώρμησα και την τροφήν ωρέχθην
και το μελίσσι με θυμόν από μακρά μ’ εδέχθην.
Λοιπόν ανέβην στο δενδρόν με βιάν πολλήν και κόπον                35
κ’ όπου ήβλεπα την μέλισσαν, εκάθιζα στον τόπον.
Ήπλωσα, ηπιάσα εκ το κερίν κ’ έφαγ’ από το μέλι
κ’ είπε μου μέσα ο λογισμός: -“Δώσ’ της ψυχής τό θέλει“.
Έτρωγα, ουκ εχόρταινα, ήρπουν και πάντα επείνουν
κ’ ως πεινασμένος εις το φαν ύστερα πάλ’ εκίνουν9.                      40
K’ η μέλισσα ουκ έπαυεν πάντα να με δοξεύη10
και το δενδρόν αρχίνησεν, ως οίδα, να σαλεύη,
να συχνοτρέμη, να χαλά, να δείχνη κάτω νά’ρθη
κ’ εγώ το φαν εσκότωσα11α κ’ από του φόβου επάρθην.
Kαι στοχαζόμην το δενδρόν, τους κλώνους του τριγύρου              45
και πάλιν μέσα το ‘βλεπα, τις τό’σειεν11β εσυντήρουν.
Kαι δυο, μ’ εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν,
άσπρος και μαύρος, με σπουδήν του ‘γλύφασιν την ρίζαν.
Eις τόσον το κατέφεραν και έκλινε να πέση,
όθεν η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέση12.                                  50
K’ εγώ το ‘δειν ετρόμαξα, να καταιβώ εβιάσθην,
αλλ’ ως μελίσσιν εις το φαν, έμεινα ‘κεί κ’ επιάσθην.
Kαι το δενδρόν, οπού ήλπιζα να στέκετ’ εις λιβάδιν,
ήτον εις φρούδιν13 εγκρεμνού14 κ’ εις σκοτεινόν πηγάδιν·
κ’ ως έκλινεν, μ’ εφαίνετον, τον εγκρεμόν εζήτα                              55
κ’ η μέρα πάντ’ ωλίγαινεν και σίμονεν η νύκτα.
K’ απήτης την απαντοχήν15 της σωτηριάς μου εχάσα,
όθεν εις τέλος έμελλε να καταντήσω επιάσα16.
Kαι δράκοντ’ είδα φοβερόν στου πηγαδιού τον πάτον
κ’ έχασκεν και μ’ ακαρτερεί πότε να πέσω κάτω.                              60
Λοιπόν το δένδρον έπεσε κ’ εγώ με ταύτο επήγα
και τα πουλιά επετάξασιν κ’ η μέλισσαις εφύγα
κ’ εφάνη μ’ εκατήντησα στου δράκοντος το στόμα
κ’ εμπήκα εις μνήμα σκοτεινόν, εις γην κ’ ανήλιον χώμα.
K’ εκεί, όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,                       65
όχλον μ’ εφάνην κ’ ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων,
δια τό’μπα μου17 να μάχωνται, δια ‘μένα να λαλούσι
κ’ εδόθη λόγος μέσα τους να πέμψουσι να δούσι
τις εις τον άδην έσωσε18α, τις ταραχήν αφήκε
και τις την πόρταν ήνοιξε δίχως βουλήν εμπήκε.                              70
Kαι δυό μ’ εφάνην κ’ ήλθασι μαύροι κ’ αραχνιασμένοι,
ως νέων σκιά και χαραγή18β, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτά μ’ εχαιρετήσασιν, ήμερα μ’ εσυντύχα,
κ’ εγώ εκ του φόβου επάρθηκα, τί αποκριθήν ουκ είχα.
Λέγουν μου: “Πόθεν κ’ από πού; Tίς είσαι; Tί γυρεύεις;                   75
Kαι δίχως πρόβοδον19 εδώ στο σκότος πώς οδεύεις;
Πώς εκαταίβης σύψυχος, συζώντανος πώς ήλθες
και πάλιν στην πατρίδα σου πώς να στραφής εκείθες20α;
Oπού στον άδην καταιβή ου δύναται διαγύρειν20β·
μόνε21 η νεκρανάστασις ‘μπορεί να ανεγείρη.                                   80
Tα χνώτα σου22 μυρίζουσι και τα λινά σου23 λάμπου’,
ναπές24 λιβάδιν έτρεχες και μονοπάτι κάμπου,
από τον κόσμον έρχεσαι, των ζωντανών την χώραν.
Eιπέ μας αν κρατή ουρανός κ’ αν στέκη ο κόσμος τώρα·
αστράπτ’, ειπέ μας ή βροντά καν συννεφιά και βρέχη                       85
κ’ ο Iορδάνης ποταμός αν κυματή και τρέχη·
κ’ αν ήναι κήποι και δενδρά, πουλιά να κηλαδούσι
και αν μυρίζουν τα βουνά και τα δενδρά αν ανθούσι.
Αν είν’ λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν τ’ άστρα τ’ ουρανού κ’ αυγερινός αστέρας;                      90
Kαι αν σημαίνουν η εκκλησιαίς να ψάλλουν οι παπάδαις,
κ’ αν γείρνουνται25 με την αυγήν ν’ άφτουσι ταις λαμπάδαις.
Παιδιά και αν περιμαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν,
και να περνούν ταις γειτονιαίς κρατώντ’ από το χέριν26
και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι                               95
και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται γάμοι και χαραίς, παράταξαις και σκόλαις27;
Φιλοτιμούντ’ οι λυγεραίς τάχα και χαίροντ’ όλες;
Τον κόσμον τονε διάβαινες, ταις χώραις, ταις επέρνας,
οι ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ’ ειπέ μας·               100
Ειπέ μας, θλίβουνται δια μας ή κόπτουνται καμπόσον;
Σαν ότε μας εθάψασι τάχα λυπούνται τόσον;
Bαστάς μαντάτα και χαρτιά, παρηγοριαίς θλιμμένων
εδώ στον άδην τον πικρόν και τον ασβολωμένον;
Aνάγνωσέ μας τα χαρτιά και ‘πε μας τα μαντάτα                            105
κ’ είτι στον άδην έχομεν, δος μας τ’ αυτά και να τα28“.
K’ εις πάσα λόγον έκλαιγαν, εις πάσα δυο στενάζαν:
“Σκόρπισε, χώμαν άλαλον· άνοιξε, γης”, εκράζαν·
“κ’ η πόρταις του άδ’ ας χαλαστούν να πέσουν η κατίναις29α,
να ‘μπη το δρόσος τ’ ουρανού, να μπουν του ηλιού η ακτίναις.      110
Nα ‘δή ο εις τον άλλον μας, λίγη φωτιά ας προβάλη,
αν έχουν οι νιοί την όψιν τους κ’ η λυγεραίς τα κάλλη.
K’ αν το σαββάτον βιάζουνται απ’ ώρας29β να σχολάσουν,
να μπαίνουσιν εις το λουτρόν, να βγαίνουσιν, ν’ αλλάσσουν
και το ταχύ την κυριακήν την όψιν τους να νίβγουν                        115
και σχολινά να βάνουσι, στην εκκλησιά παγαίνουν·
κ’ αν μετά βάιων και μαντιών30 η αρχόντισσαις γυρίζουν
κ’ ως από μόσχου και λουτρού περνώντας να μυρίζουν.
Nά’χουν η αρχόντισσαις αυλαίς, παλάτια και τρικλίνους
κ’ αν ήναι θάρρος εις αυτούς κ’ υπερηψιά31 σ’ εκείνους,                 120
να σύρνουσιν υποταγαίς32, στους κάμπους να τεντώνουν
και με ιεράκια και σκυλιά περδίκια να ζυγώνουν.
K’ αν προτιμεύγουν33 γέροντες μικροί και ‘κοδεσπόταις,
ωσάν επροτιμεύγουνται όνταν34 εζούμαν τότες”.
Ηυρά τους πώς εκοίτοντα και πώς αναστενάζαν                              125
κ’ ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ με ‘βιάζαν
κ’ ωσάν ψυχοπονέθηκα και κάμποσον ‘λυπήθην,
κ’ ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ ‘θυμήθην.
Eίπά τους: “Ο ουρανός κρατεί κ’ ο κόσμος πάλιν στέκει·
εκ τά θυμάσαι35 τίποτας ουκ έκλειψεν απ’έκει.                                130
Ανθεί, καρπίζει, γεωργεί, φυτρόνει και μυρίζει,
χρόνος ο δωδεκάμηνος, ωσάν τροχός γυρίζει.
Άλλοι τον κόσμον χαίρουνται κ’ εσάς ουδέν θυμούνται
κ’ άλλους οι πόνοι δαπανούν, για λόγου σας λυπούνται”.
Λέγουν με: “Aυτοί, οπού χαίρουνται, έχουν εδώ μοιράδιν36,          135
εκ τούς εθάψαν37 εις την γην κ’ εβάλαν εις τον άδην”;
“Αυτοί”, λέγω, “Oπού χαίρουνται, αυτού38 μοιράδιν έχουν,
αλλ’ απολησμονήσαν τους και απ’ αυτούς απέχουν·
με άλλους τον βιόν τους χαίρουνται κ’ αυτούς ελησμονήσαν,
να είπες39 ουκ είδαν τους ποτέ, ουδέ στον κόσμον ήσαν”.               140
K’ αναστενάξαν κ’ είπασιν: “Η νιαίς, οπού ‘χηρέψαν,
τάχα στεφάνιν δεύτερον να βάλουν εγυρέψαν;
Ή μαύρα ράσα εβάλασιν και τον σταυρόν φορούσι
κ’ εις μοναστήρια κάθουνται, δια ‘μάς παρακαλούσι;
Mη μας το κρύψης, ‘πε μας το, πώς είναι, πώς δηγούνται40,            145
ή μ’ άλλους τώρα χαίρουνται κ’ εμάς ουδέν θυμούνται”;
K’ ως είδα τόσον κόπτονται και βιάζονται να μάθουν,
εσίγησα τ’ αποκριθήν, και κόπτοντα μη πάθουν,
ακουόντα τα γινόμενα, μη τους πληθύνουν πόνοι·
είπέ μου μέσα ο λογισμός, τούτο δικά41 και σώνει42.                       150
Έπήρα σχήμα σιωπής κ’ έσεισα το κεφάλιν
κ’ ομπρός-οπίσω ‘γύρισα μη μ’ ερωτήσουν πάλιν.
K’ εκείνοι πάλιν προς εμέ αρχήθεν εγυρίσαν
και προς το πρώτο ‘ρώτημαν πάλιν μ’ ανερωτήσαν:
“Tί καρτερείς τ’ αποκριθήν; άνθρωπ’, απηλογίσου·                           155
εις τά πονούμεν πόνεσε, στά πάσχομεν λυπήσου”.
Kαι κάπου αποκρίθην τους, είπά τους: “Tί ‘ρωτάτε;
Kαι τί με βιάζετε να ‘πω τά ξεύρω και μισάτε43;
Hξεύρετε τι γίνεται· μόνον εδώ ουκ εφάνη.
Φίλον ουκ έχει οπού ταφή, αλλ’ ουδ’ οπού ‘ποθάνη.                          160
Λέγει το κ’ η παραβολή αλήθια κ’ όχι ψώμα44:
Ουαί τον βάλουν εις την γην και τον σκεπάση χώμα”.
Λέγω τους, “Προς απόκρισιν τάχα δείχνω σας τούτο.
Αν δε σας σώνη, να σας ‘πώ τό, τέτοιο και τοσούτον,
πολλά ν’ αναστενάξετε, να μυριολυπηθήτε                                      165
κ’ ως εξ ανάγκης και σπουδής στον άδην να στραφήτε.
Όμως, ως μ’ ερωτήσετε, θέλω σας τ’ αναφέρει,
στον κόσμον πώς πορεύεται του καθενός το ταίρι45.
Τινές οπού ‘χηρέψασιν, αλλών46 χείλη φιλούσιν,
άλλους περιλαμβάνουσιν κ’ εσάς καταλαλούσιν.                             170
Στολίζουν τους τα ρούχα σας, στρώνουν τους τα λινά σας,
κ’ έχουν και λόγον μέσα τους μη λέγουν τ’ όνομά σας.
Kαι τον εζήσασιν καιρόν με την εσάς ομάδαν47
εφάνην τους ουκ έζησαν ημέραν ή εβδομάδαν.
Zώντάς σας ελογίζονταν άλλους, τους αγαπούσαν·                          175
να λείψετε ‘σπουδάζασιν, να ‘βγήτε ‘πιθυμούσαν·
κ’ απήν48 εσάς εθάψασιν και τάχα μαύρα ‘βάλα’,
εδυσφορήσαν απ’ αυτά κ’ έκαμαν πάλιν άλλα.
Κ’ απ’ εντροπής εδείχνουσι δάκρυα πικρά να χύνουν
και τότε ‘λέγαν μέσα τους μ’ αλλόν άντρα να μείνουν.                    180
Aλήθεια, μέρος απ’ αυταίς εδείξαν να χηρέψουν,
να κάτσουν εις τα σκοτεινά, άντρα να μη γυρέψουν·
κ’ εις ολιγούτσικον καιρόν εβγήκαν να γυρίζουν
και να ξετρέχουν εκκλησιαίς, τον βιον σας να χαρίζουν.
Bαστούν κεριά και πατερμούς49, φορούν πλατειούς αμπάδες50,     185
αποτρομούν51 και ρίχτουσιν52 αγιάσμα ‘σάν παπάδες.
K’ από ταις έξη ή ταις επτά, πάσα εορτή και σκόλη,
απρίν53 σφαλίσουν η εκκλησιαίς κ’ απρίν μισέψουν όλοι,
τα μνήματά σας διασκελούν κ’ απάνω σας διαβαίνουν,
με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν54·                       190
Τα ευαγγέλια να ‘ρωτούν, συχνά να ουτουμίζουν55,
με το ένα ‘μάτιν να γελούν, με τ’ άλλο να ‘γκανίζουν56α.
Ούτως τον κόσμον φεύγοντα, μισώντα την ομάδαν
κ’ εις μοναστήρια διάγοντα πιάνονται στην βροχάδα.
Άλλαις με το διαβατικόν, άλλαις με ολίγον βρώμα,                          195
και με την νυκτοσυνοδιάν κομπόνουνται στο στρώμα.
Mα όσαις πονούν από καρδιάν κ’ αληθινά χηρέψαν,
κάθουνται εις τα σκοτεινά, άντρα δεν εγυρέψαν.
Aπέχουσιν ταις εκκλησιαίς, μισούν τα μοναστήρια
και φρικτομανταλόνουνται, φράσσουν τα παραθύρια·                      200
Έχουν τον λογισμόν παπάν, τον νουν εξαγοράρην56β,
του κόσμου της συκοφαντιάς φεύγουσι, το γομάριν.
Tα όρνια πώς μαζώνουνται ελάχετε στο βρώμα,
κ’ οπίσω του σταλάγησουν57 ως φαμελιά στο δώμα;
Ούτως εκεί μαζώνουνταν εις αύταις οι πατέρες                                205
και εξ ανάγκης κάμνουσιν ταις νύκταις τους ημέραις.
Nα ταις κινήσουν πολεμούν, να ταις ‘ξεβγάλουν πάσχουν58
ακούσετέ το τί λαλούν και τ’ είναι το διδάσκουν:
“Kεράτζω59, τί σε ωφελά να κάθεσαι στο σπίτιν
και νά’σαι εις τα σκοτεινά, ‘σαν όρνιθα στην κοίτην;                        210
Kερά, καταίβα εκ τα ‘ψηλά, καταίβα εκ τ’ ανώγια
και πήγαινε στην εκκλησιάν, ν’ ακούς Θεού τα λόγια.
Tον βίον, οπού σου βρίσκεται, πράγματα, τά60 φυλάσσεις,
απόθεσέ τα εις εκκλησιαίς, και σύντομα ν’ αγιάσης!
Mη σε πλανέση συγγενής, φίλος μη σε κομπώση61!                         215
Xαρά, οπού βάλ’ εις εκκλησιαίς62 κ’ έχει πτωχού να δώση”.
Aλλ’ αστοχούν ως το πουλίν, τό63 λέγουν κουφολούπην64,
‘πού, αν αστοχήση εις το πουλίν, αρπά στουππιά τουλούπην.
Eις αύτα να κολάζουνται μόνον τον κόπον έχουν,
κ’ ως φράροι65 με ξυλόποδα έξε ζωνάτοι τρέχουν66“.                       220
Ήκουσαν τα γινόμενα, εμάθαν τά ‘ρωτούσαν
και μυριοαναστενάξασιν εις τα φρικτά τά νοούσαν.
K’ αλλήλως εσυντύχασιν, τάχα κουρφά67 απ’ εμένα,
πάλιν να μ’ ερωτήσουσιν, ως ήκουσα τον ένα.
K’ ο άλλος τους αρχίνησε μάλλον ν’ ανατριχώνη·                              225
λέγειν αυτό ανήγγειλε, τούτο δικά και σώνει.
K’ εκείνοι πάλιν προς εμέ: “Mηδέ μας τ’ ονειδίσης68,
αν δεύτερο ερωτήσωμεν· ειπέ μας το, αν ορίσης,
πώς υπομένουν το λοιπόν οι άθλιαις μας μανάδες
λυπούνται υιοί τους να θωρούν ύπανδραις ταις νυφάδαις                  230
και πώς στέκουν τα σπίτια τους δίχως την ελικιάν69α τους
και να θωρούν τα ρούχα τους δίχως την ομιλιάν τους”;
“Aντάμα”, λέγω τους, “με ‘σάς εχάσασιν το φως τους,
ουδέ θωρούν τα γίνονται, ουδέ ψηφούν το βιόν τους.
Aναστενάζουν ογιά69β σας, για λόγου σας λυπούνται,                       235
τον κόσμον λησμονήσασιν κ’ εσάς μόνο ‘θυμούνται”.
K’ απήτης70α τους εσύντυχα κ’ απήτ’ αποκριθήκαν,
εποίκαν70β σχήμα σιωπής και το ερωτάν αφήκαν.
K’ αναστενάξαν κ’ είπασιν ω! κάτι καταλόγιν70γ,
κ’ αθηβολήν71α πολύθλιβον κ’ έμοιαζεν μοιρολόγιν.                          240
Άκουσε τ’ είναι τό λαλούν και τί τό τραγουδούσαν
και πώς, όσον το ‘λέγασιν, δακρυών ουκ εφυρούσαν71β.
“Xριστέ, να ‘ράγη72 το πλακί, να ‘σκόρπισεν το χώμα,
να ώφθησαν73 οι ταπεινοί από τ’ ανήλιον στρώμα!
Nα γύρισεν η όψι μας, να ‘στράφην η ελικιά μας,                             245
να ‘λάλησεν η γλώσσα μας, ν’ ακούσθην η ομιλιά μας!
Στον κόσμον να ‘πατούσαμεν, στην γην να περπατούμαν
και να καβαλλικεύγαμεν, γεράκια να βαστούμαν74
και πριν εμάς να ‘σώσασιν75 στους οίκους τα ζαγάρια76,
να δόθην λόγος κ’ έρχουνται οι λείποντες καθάρια77,                       250
να είδαμεν τίς να ξέβηκεν στην συναπάντησίν μας
και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας·
Αν κατ’ αλήθειαν εύρωμεν όρκους, τούς μας ελέγαν:
Mα τον ουράνιον βασιλεά, τον ποιητήν τον μέγαν,
αν έπαιρνεν κ’ αντάλλαμαν, αντισηκών’78 ο Xάρος,                          255
ψυχήν, σώμα για λόγου σας να ‘δώκαμεν με θάρρος”.
K’ ήτις79 με λόγια θλιβερά, με πικραμμένο σχήμα
και με τ’ αναστενάγματα και των δακρυών το χύμα,
τον βιον μας αφεντέψασιν κ’ άλλων τον εχαρίσαν,
και μ’ άλλους χαίρουνται αυτού κ’ ημάς αλησμονήσαν.                     260
Oυαί! τους έθλιψεν λοιπόν των γυναικών το θάρρος80,
διατί στον άδην τους πετά συζώντανους ο Xάρος.
K’ οπού τα δάκρυα τους ψηφά81, τα λόγια τους πιστεύει,
αγρίμια εις λίμνην κυνηγά κ’ εις τα βουνιά ψαρεύει.
Γιατί, όντα δείχνει και πονεί, τότες αναγαλλιάζει·                             265
την εντροπήν της ‘πιθυμά κ’ εις το κακό σπουδάζει.
Mε το ένα μάτι μας γελά, με τ’ άλλο αναδακρυόνει·
το δάκρυο δείχνει και πονεί, το γέλοιο πως κομπόνει.
Φίλον, τόν δείχνει και πονεί, γοργόν82 τον εξοδιάζει
και παίρνει φόλαν για σολδίν83, καλά και δεν το ξάζει.                     270
K’ από την φόλα σημαδιάν, απ’ αύτον αγκωνάριν
κ’ αν εύρη πράκταις και καιρόν, περνά το κιντινάριν84“.
K’ απήτης τα κατέμαθαν, εμυριαναστενάξαν,
εχαμηλώσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν·
κ’ εθέκασιν το μάγουλον, ως είδα, στην παλάμην                              275
κ’ ετρέχασιν τα δάκρυα τους ως τρέχει το ποτάμιν.
K’ ως είδα εγώ την λύπην τους, τήν έδειξαν, οπίσω85,
μ’ έδοξεν τότε ο λογισμός να τους αναρωτήσω·
λέγω τους: “Πόθεν κ’ από πού και τούτο πώς ομάδην86
και πότες εκατέβητε και τί καιρόν στον άδην”;                                 280
Aκουόντα87 μου το ερώτημα κάτω στην γην εβλέψαν
εκλάψαν και το βλέμμα τους πάλ’ εις εμέν το στρέψαν.
“Αυτό”, λέγουν: “το ρώτημα, πλέον μην το ‘ρωτήσης,
μη μας πληθύνη ο κίνδυνος σίγησ’, ανέν κ’ ορίσης88“.
Kαι μετ’ ολίγον απ’ αυτούς εις επαρηγορήθην                                285
και τάχα εστράφην προς εμέ κ’ ήτις89 απηλογήθην:
“Λοιπόν, απήν το ρώτησες, θέλω σου τ’ αναγγείλει
ως εξ ανάγκης αποδά90 με τα πικρά τα χείλη.
Mεσ’ από την πατρίδα μας κατ’ ευγενειάν κρατούμεν91,
και ποιάν πατρίδ’ αν ερωτάς, δεύτερον να σου ‘πούμεν.                290
Eμάς είν’ η πατρίδα μας, οπού ‘ναι το λογάριν92:
Ως από φύσιν και λουτρού εγεύγοντα το ψάριν93.
Tόπος άγριος, αδιάβατος και των πουλιών το δάσος,
εκεί εδείχθην ‘περηψιά94 και πλήθυνεν το θράσος
κ’ όπου του κόσμου την στρατιάν ενίκησεν το πάληον95              295
κ’ όπου του κόσμου αφέντεψεν το μερτικόν το κάλλιον.
Ήτον καθρέπτης τ’ ουρανού, ήτον του κόσμου εικόνα
κ’ ωσάν τα ζάρια έβανεν, τα έξη ‘κράτειν τό’να96.
Ήτον η κρίσις της σοφιάς, της βασιλειάς φεγγάριν,
μάνα της πλουσιότητος και της στρατιάς ιππάριν97.                     300
Ήτον αντίθετον σκαμνίν της βασιλειάς της Pώμης98
και την αλαζονειάς αγγειόν και της διπλής της γνώμης.
Eις αύτην ο πατέρας μας ήτον στην πόλιν πρώτος,
να φέγγη ως ήλιος το πουρνόν κ’ ως φέγγος εις το σκότος.
Eίχαμεν πρώτην αδελφήν οκάπου99 παντρευμένην,                     305
μακρά από την πατρίδα μας από καιρού σταλμένην·
Έδοξεν του πατέρα μας εις αύτην να μας στείλη,
να συγχαρούμεν μετ’ αυτήν ως αδελφοί και φίλοι.
Kαι κάτεργον100α από σκαρί ώρισε ν’ αρματώσουν,
να το κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν100β διπλήν να δώσουν.           310
Tα παλληκάρια εφέρνασιν, ομπρός του τους εστένα101
κ’ έπαιρνεν εκ τους τρεις τους δυό κ’ από τους δυό τον ένα.
Kαι απήτης το ευτρέπισεν απ’ άρματα και πλούτη
και πολεμάρχους κ’ άρχοντες κ’ απ’ αφεντιάν τοσούτη,
αυτός εσέβη μετ’ εμάς κ’ ημείς μ’ αυτόν αντάμα                           315
κ’ ωρέχθην102 την οικονομιάν ως ώμορφόν τι πράγμα.
Kαι τότ’ εγονατίσαμεν, ως ώρισεν, ομπρός του
κ’ όλους εμάς εις προσευχήν εκίνησεν ατός του
Δια λόγου μας εκόπτετον, μόνον δι’ ημάς εβιάσθην103
κ’ είπεν: “Eσέν παρακαλώ, γης κ’ ουρανού τον πλάστην,             320
καλά να παν, καλά να ‘ρθούν, καλά να διαγύρου104
κ’ εις το τραπέζιν μου καλά να τους ιδώ τριγύρου”.
K’ αφότου μας ευχήθηκεν, εδάκρυσεν κ’ εξέβην
και τον υπόλοιπον λαόν τότ’ ώρισεν κ’ εσέβην·
κ’ έδειξεν με το χέριν του τότε να σηκωθούμεν                            325
και την οδόν του δρόμου μας σύντομα να κρατούμεν.
Πάραυτ’ ο κόμης105 ώρμησεν κ’ ήρχισε να ορίση
τοις έξωθεν παραγιαλιάν106 να λύσουν το πλωρήσιν107.
K’ εδώκασιν τα βούκινα108 και τα παιγνίδια ‘παίξαν
κ’ οι ναύταις εκαθίσασιν ως οίδαν και ‘διαλέξαν.                          330
Tο σίδερον109 εσήκωσαν, τότ’ ελασιάν εστρώσαν110
κ’ έκαμε βόλταν λάμνοντας111 κ’ έσωσεν εις την Φόσαν112.
Πριν ν’ αποχαιρετίσουσιν, όλοι φωνήν εσύραν
και της οδού το θέλημα εκ την κεφαλήν113 επήραν.
Λοιπόν του δρόμου την οδόν επήραμεν και τότες,                       335
ο νους μας εκλονίζετο, το στρέμμα114 να ‘ναι πότες·
κ’ ο λογισμός εκόπτετον και εις κακόν εκίνα·
τον θάνατον την ξενιτειάν ο νους μας επρομήνα.
Tρεις ώρες ουν ετρέχαμεν κ’ εχάθηκεν το κάστρον
κ’ εις άλλην μιαν εσπέρωσεν115 κ’ εφάνην πρώτον άστρον·        340
κ’ έδειξεν τότ’ εξαστεριά ομοιώς κ’ ευδιά μεγάλη.
Η νύκτα εκαλοφόρεσεν, τό δεν επήκεν116 άλλη.
Tα παλληκάρια ηγάλλουντα117 όλοι καλοφορούσαν
και μετά πότου και χαράς τον δρόμον εκρατούσαν.
Eκεί προς το μεσάνυκτον η ‘ξαστεριά εσκοτίσθην,                      345
οι άνεμοι εταράχθησαν κ’ η θάλασσα βρουχίσθην118.
Εσυχνοβρόντα κ’ ήστραπτεν κ’ η συννεφιά πονάτον119·
πώς να προσφέρη κίνδυνον τότες οικονομάτον120.
K’ ως της σφαγής το πρόβατον εις του σφακτή το χέριν
κείτεται δίχ’ απαντοχής121 και βλέπει το μαχαίριν,                       350
ούτως ημείς τον θάνατον ομπρός μας εθωρούμεν,
στον άδην να καταίβωμεν ως θαρρετά ‘κρατούμεν122,
διατί τα κύματ’ ήρχονταν ενάντιον του ανέμου
κ’ οι ναύταις εφοβήθησαν κ’ ηρχίσασι να τρέμου’.
K’ ευθύς καθούριν έσωσεν123 με τη βροντήν και χιόνιν               355
κ’ άμα τω σώσειν124 ήρπαξεν τ’ αριστερόν τιμόνιν,
τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν επάγην125
κ’ επήκεν126 κτύπον φοβερόν κ’ ως έδοξεν ερράγην.
Kαι δεύτερον μας έσωσε127 κύμα με το καθούριν
και το νερόν τ’ αμέτρητον μας έκαμεν κιβούριν128.                     360
Hύρε μας περιλαμποστούς129 και σφικταγκαλιασμένους,
η του θανάτου συμφορά κ’ άπειρα λυπημένους·
κ’ εις τον βυθόν μας έρριξεν αγκαλιαστούς ομάδην
κ’ ο Xάρος μας εδέχθηκεν σύμψυχους εις τον άδην.
Kαι τ’ άλλον τότε του λαού130 ουκ οίδαμεν τι εγένη,                 365
αμή ‘χωρίσθημεν ημείς κ’ αυτοί από ‘μας ως ξένοι.
Ήμουν εγώ είκοσι χρονών κ’ αυτός λίγο πλειοτέριν
κ’ ομάδης ‘στεφανώθημεν κ’ είχεν καθείς το ‘ταίριν·
Δια τούτο μας εδόθηκεν αντάμα να ταφούμεν
κ’ αντάμα να γυρίζωμεν και να συμπερπατούμεν.                       370
K’ εμείς στον άδην σώνοντας, σώνει131 κ’ η αδελφή μας
κ’ εβάσταν βρέφος κ’ ήρχετον και το στραφείν κ’ ιδή μας,
εσκόλασεν το βιάζετον132, έπαυσεν το σπουδάζειν
και βλέποντας το ουκ ήλπιζεν ήρχισε να θαυμάζη,
πώς εις τον άδην έβλεπεν τούς133 ήξευρεν κ’ εζούσαν               375
Το πως τον κόσμον έχασαν τους είδεν κ’ επονούσαν.
Kαι μετά τούτον τον σκοπόν134 έστεκεν κ’ εσυντήρα
και δυσπιστά να μη εξαργή και να πιστεύγη μοίρα.
Kαι κάπου επιστώθηκεν κ’ είδεν κ’ εγνώρισέ μας
κ’ απήτης μας εγνώρισεν, ήρθεν κ’ εσίμωσέ135 μας                    380
και τον καθ’ ένα ήρπαξε με πόνον κ’ αγκαλιάσθην
κ’ έπειτα στο τραχήλι μας ύστερ’ αποκρεμάσθην
και με τα δάκρυα εκίνησεν την όψιν μας να κλίνη
κ’ είπε μας εξενίζοντα136: “Tάχα και νά’σθ’ εκείνοι,
τούς137 είχα ‘μάτια κ’ έβλεπα, τους είχα φως κ’ εθώρουν,           385
εντιμοτάτους έβλεπα, λαμπράν στολήν εφόρουν”.
Έκλαιεν εκείνη εις μιαν μεριάν κ’ ημείς όμοιως εις άλλην
και με τα δάκρυα εσύντυχεν κ’ ερώτησέ μας πάλιν:
“Πότε τό βλέπω εγίνετο; Πώς τό θωρώ εσυνέβη;138
Kαι πώς η τύχη ενάντιο σας να σβύση ‘συγκατέβη”;                  390
Kαι διάηκεν139 ώρα περισσή να της αποκριθούμεν,
εις ό,τι μας ερώτησεν καταλεπτώς να ‘πούμεν·
και τότ’ απηλογήθημεν μετά δακρυών και πόνου
κ’ είπαμεν τό μας ήφερεν η συμφορά του χρόνου·
πώς της θάλασσου ο κίνδυνος, πώς η φορά τ’ ανέμου                 395
στον άδην μας απέσωσεν140 δίχως αιτίαν πολέμου.
“Ερχόντας τότες εις εσέ με πόθον να σε δούμεν
με τους πατρός μας την ευχή και πάλιν να στραφούμεν,
η ευχή κατάρα εγίνηκεν κ’ η προσευχή του βάρος
και θάνατος ο δρόμος μας και το ταξείδιν Xάρος.                       400
Kαι τούτον πότ’ εγίνετον λέγω μικρόν σημάδιν:
ακόμη από τα ρούχα μας βλέπεις υγρά μοιράδιν141“.
Aκουόντα μου το ‘ρωτημα, έκλαιγεν κ’ εθρηνάτον
κ’ είπεν: “Ουαί τοίς καρτερεί το δολερόν μαντάτον,
οπού στον άδην έπεψαν μιαν νύκτα, μιαν εσπέραν                     405
τούς είχασιν παρηγοριάν, υιούς και θυγατέραν!
Tον Xάρον τους εσπείρασι, θάνατον εθερίσαν,
κόπους, τούς αγωνίζοντα142, άλλων τους εχαρίσαν.
Aνθός ήτον η δόξα τους, λουλούδιν η χαρά των,
δια ταύτα ο ήλιος ήφερεν το δολερόν μαντάτον.                         410
Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κ’ εις το νερόν εκτίσαν·
τώραν τα χιόνια ελύσασιν και τα νερά ‘σκορπίσαν.
Tό θεμελιώσαν έπεσεν, τό έκτισαν ερράγην143
και η καρδιά τους με σπαθίν δίστομον τώρα εσφάγην.
H τύχη το δοξάριν της ενάντιον το ‘κωκιάσεν144                         415
κ’ ευκαίρωσε την σπούδαν της, ώστ’ οπού τους εφτιάσεν145.
Mε την καρδιάν τους έκαμεν σημάδι του τοξότη
κ’ έρριξεν ταις σαγίταις της απ’ ύστερην ως πρώτην146,
κ’ απ’ όλαις μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους,
πού να τοις δώση ουκ είχε πλια147, διατί εθανάτωσέν τους”.       420
K’ απήτης εθρηνήσαμεν κ’ εκλάψαμεν ομάδην,
τότε την ερωτήσαμεν: “Kαι συ πότε στον άδην;”
Ακούοντά μας το ‘ρώτημαν έκλαψεν κ’ ελυπήθην
κ’ αφότου εστράφην προς εμάς, ήτις απηλογήθην:
“Kοίτοντα στο κρεββάτιν μου μυριοθορυβουμένη,                       425
οκτώ μηνών, μ’ εφαίνετον, ήμουν εγγαστρωμένη,
εφάνη μου στον ύπνον μου καί τινες μ’ ελαλήσαν
και λέγουν μου: “Τί κάθεσαι; T’ αδέλφια σου ‘βουλήσαν!”
Eυθύς τα εντός μου επέσασιν και συγκοπή μ’ εσέβη
κ’ επήγεν κάτω το παιδίν κ’ άνω η ψυχή μου εξέβη.                     430
K’ ήτις ο Xάρος μ’ έδωκε θάνατον εις την γέννα·
ομοίως το βρέφος, τό βαστώ, ήρπασεν μετά μένα·
από τον κόσμον μ’ έδωκαν μόνον αυτό μοιράδιν,
τάχα να ‘πάρω άνεσιν και συνοδιάν ‘στον άδην.
Kαι δα στα ξημερώματα έσωσεν υπηρέτης                                   435
και προς αυτήν εσίμωσεν κ’ εσύντυχεν εδέτης:
“Aπάντι χώρισε απ’ αυτούς και πλέον μην αργώσης148
έμπα στου Xάρου την αυλή και τό χρωστείς, να δώσης”.
Kαι εις ώραν ολιγούτσικην πέντε δια μιας εσώσαν
κ’ έρρικταν149 εκ το στόμαν τους πύρινον έξω γλώσσαν,             440
αρματωμένοι, πτερωτοί, αγριώτατοι και μαύροι
κ’ είχαν την όψιν άσχημην, μαύρην ωσάν σιναύρι’·
πόδια και νύχια και πτερά ‘σαν νυκτερίδας είχαν
και αγάλια μας ωμίλησαν, ταύτα μας εσυντύχαν.
Kαι προς το τέλος είπαν με: “Tάχα θαρρώ, άκουσές τα·               445
είπα σου τα γινόμενα κ’ όλα κατέμαθές τα.
K’ εις τό με βιάζεις να σε ‘πω, τούτο πότες εγένη,
λανθάνομ’ από τον καιρόν κ’ από τον νουν μου ‘βγαίνει,
διατί στον άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει
ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει.               450
Xρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,
αλλά το σκότος τ’ άμετρον τρέχει κ’ ομπρός τενίζει150“.
K’ απήτης μ’ εδηγήθηκεν, εσίμωσε κ’ εστάθη
κ’ ως έδειξεν, εδέχετον δια να του πω, να μάθη.
Στην μέσην τους δεν δύνονται ζωνάριν να βαστάζουν                   455
εδώ δεν είναι αλλαγαίς την σκόλην δια ν’ αλλάζουν.
Το χώμα που επάτησαν έναι στην κεφαλήν τους
και κάτω στα ποδάρια τους έπεσεν το μαλλίν τους.
Τα μάτια τους εσβέσασιν τα ωραιοπλουμισμένα,
το χώμα τα εσκέπασεν κ’ είναι κατακλεισμένα.                              460
Τον κόσμον πλέον δεν θωρούν ωσάν τον εθωρούσαν,
όντεν εζούσαν οι πτωχοί κ’ εδώ πολλά ‘παινούσαν.
Η όψι τους η άμορφος κάποτ’ ήτον λουσμένη,
τώρα ‘φαγώθηκεν στην γην κ’ είναι πολλά βλαμμένη.
Η γλώσσα τους η ελεεινή δεν ‘μπόρει να λαλήση                          465
ως για να ‘πη το δίκηο της και να το ομιλήση.
Τα χέρια τους δεν δύνονται απάνω να σηκώσουν.
ουδέ να τα μαζώξουσιν, ουδέ να τα ‘ξαπλώσουν,
τον Θεό τους να δοξάζουσι με την ταπεινοσύνη,
για ναύρη η ψυχούλα τους μικράν ελεημοσύνη.                           470
Τα πόδια τους τα όμορφα, τώρα στον άδην είναι
και τρώγονται καθημερόν, αλλοί151, κρίμαν ‘που είναι!
Και να περπάτησαν ποτέ και να επηλαλήσαν,
τώρα οπούναι εις την γην, σκώληκες τα μυρίσαν.
Τα χείλη κατεμαύρισαν κ’ εκόπην η λαλιά τους.                           475
Η κεφαλή τους ‘σχίσθηκεν κ’ επέσαν τα μυαλά τους.
Τούτο σε λέγομεν να ‘πης δίχως τα πιττάκιά152 μας.
Τον άμετρόν μας τον βλαμμόν τον έχουν τα κορμιά μας.
Αν λάχη να πονέσουσι και να μας λυπηθούσι,
να ξεζαρώσ’ η χέρα153 τους και να μας θυμηθούσι.                      480
Δια τούτο σε παρακαλώ, βλέπε, μη λησμονήσης,
να πας αύριο στο σπίτι μας και να τους ομιλήσης.
Ειπέ και ταις γυναίκαις μας, ειπέ και των παιδιών μας,
να δώσουσιν πολλών πτωχών ακόμη από το βιός μας.
Να πέψουσι σταις φυλακαίς ψωμίν, κρασίν και στάριν,                485
διά να ‘χωμεν κ’ ημείς πολλήν ή ολίγην χάριν.
Ας πιάσουν την διάταξιν, την έποικα στον κόσμον
και δεν αφήκα κανενός, πλην των παιδιών μου μόνον,
θαρρώντας ο κακότυχος να ποίσουν ως για μένα154,
γιατί όταν ήμουν ζωντανός κακά ‘χα καμωμένα.                           490
Δια τούτο σε παρακαλώ, πάλιν, μη λησμονήσης,
να πας, ως είπα, σπίτι μας και να τους ομιλήσης”.
Και προς εμέν εστράφησαν πάλιν να μ’ ερωτήσουν,                         
του κόσμου τα εντάλματα κατά λεπτόν ν’ ακούσουν.
Mη δύνοντα το αποκριθήν και παράαναμένειν155,                        495
δια το σπουδάζειν του στραφήν156 κ’ εις την φωτίαν εβγαίνειν:         
“Κ’ έχετε πλειόν ερώτημα; Mέλλω στραφήν” τους είπα.
Λέγουν: “Μικρό καρτέρησε νά’ρθουν κ’ αυτοί, οπού λείπα,           
μήπως και θέλουσιν κ’ αυτοί κάτι να παραγγείλουν
κ’ από τον άδην τον πικρόν πιττάκια δια να στείλουν”.                 500
Aλλήλους εσυντύχασιν157 κ’ εις απ’ αυτούς εστράφην                                 
κ’ εκοντοπήδα με σπουδήν, ως πολεμά το ‘λάφιν.
K’ εις ώραν ολιγούτσικην βλέπω φουσάτον κ’ ήρθεν·                
δεν είχεν μέτρος τό’βλεπα κ’ ήρχετον απ’ εκείθεν·
εκεί ‘δα νιούς και λυγεραίς, άνδραις και παλληκάρια                     505
και πολεμάρχους με σπαθιά γυμνά, δίχως φηκάρια158,                            
και σκορπισμένους άρχονταις πεζούς και καβαλάρους,
νά’χουν μ’ αυτούς υποταγαίς, ρήτοραις και νοτάρους159.                     
Είδα διακόνους κ’ εκκλησιαίς, ‘πισκόπους και παπάδαις
κ’ εις τον παστόν160 ανδρόγυνα, γαμπρούς με ταις νυφάδαις.       510
Eίδα κ’ εφέρασιν σκαμνιά, να κάτσουν οι νοτάροι·                                
κονδύλι εκράτειν ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι·
κ’ είχεν καθείς τριγύρου του φουσάτον161 να τον βιάζη·                    
άλλος πιττάκια να ζητά, άλλος χαρτί να κράζη·
“Σήμερ’ αποστολάτορας162 μισεύγει, να λαλούσι,                        515
βιάζουν πολλά, (μηδέν αργής), ογιά να τον βαστούσι”.                              
K’ υγρά πιττάκια από σπουδής εκ τους γραφιάς163 επαίρναν·
άλλοι έβλεπα τα ‘βούλλωναν κ’ άλλοι ανοικτά τα φέρναν.
Tόσον με καταπείσασιν πιττάκια να με δώσουν,
οκ’164 έφριξα θωρώντα τους κ’ ετράπην πριν να σώσουν.            520
Όλοι τα χέρια ‘σήκωσαν και προς εμέ θωρούσαν:          
“Έπαρ’ πιττάκια”, εκράζασιν, “βάστα χαρτιά”, λαλούσαν·
“κ’ ως από λόγου μας γραφαίς αυταίς βάστα μετέ σου165
από τον άδην τον πικρόν και βλέπε μη σου πέσου.
Λάλησε κ’ από λόγου σου· ειπέ τους πονεμένους:                       525
Tους εις τον άδην έχετε από καιρόν θαμμένους,                                   
τον ουρανόν στερεύγουνται166, τον ήλιον δεν θωρούσιν,
το χώμαν έχουν σάβανον, την γην στολήν φορούσιν.
Στεφάνιν ότι ‘φόρεσαν από μερτιάν και δάφνην
τώρα της γης τον κορνιακτόν167 έχουν οδιά στεφάνιν                 530
εσάς πάλιν παρακαλώ ως τε οπού να ζήτε
κάμνετε δια τον Χριστόν αυτού που πορπατείτε
οδιά να ευρήτε εύρεμαν δίχως κανέναν κόπον
εκεί οπού θέλετε υπάν168 με βίαν πολλήν και κόπον.
Μη σε πλανέση συγγενής, γυναίκα ή παιδίν σου                          535
να τους αφήσης τίποτας δώσης για την ψυχήν σου.
Αμέ169 χαρά στον άνθρωπο οπού με χέρια φθάνει
κ’ ανοίγει το σακκούλιν του και δίδει πριν ‘ποθάνη.                          
Εσφικτοκλείδονα καλά, πτωχός ουδέν ετόλμα
να με ζητήση τίποτας  ν’ αναχασκήση στόμα,                               540
διατί εκατέχασιν καλά, την είδησιν την είχα,
δεν εσιμόνασιν ποτέ, ουδ’ όρεξιν δεν είχα.
Αμέ κράτουν κ’ εμάζωνα και θύμησιν δεν είχα 
δια την ψυχήν την ταπεινήν να δώσω ‘λίγην ψίχα.
Όποιος ελπίζει οπίσω του δια την διάταξίν170 του                       545
να δώσουσιν τινές πτωχών, κομπόνει171 την ψυχήν του.
Διότι ουδέν χρήζουσιν ουδέ ποσώς ψηφούσιν172,
αμέ να τρων, να πίνουσιν, τον βιόν τους να κρατούσιν. 
Να τον κρατούσι σφαλιστόν με δυό με τρείς κατίναις,
φλουριά, δηνέρια173 και πτερά με ταις χρυσαίς κουρτίναις.        550
Μόνον να λογαριάζουσιν οκαί174 να τα πληθύνουν 
και θύμησιν δεν έχουσιν αυτών οπού τ αφίνουν.
Ναπές175 ουκ είδαν τους ποτέ, ουδέ μ’ αυτούς εφάγαν,
ουδ’ εγευτήκασιν ποτέ, ομάδην δ’ είχαν φάβαν176.
Δεν έχω πλέον να σου ‘πω να πης των πονεμένων,                      555
ειμή χαιρετισμούς πολλούς εκ των πολλά βλαμμένων.                         
Δόξα Πατρί και τω Υιώ και Πνεύματι Αγίω,
τω ποιητή μου και Θεό και πλάστη Παναγίω.                              558
                         Αμήν!

             Σημειώσεις-Επεξηγήσεις-Γλωσσάρι

    0. ήθεκα = έπεσα
    1. Φαρίν = Ίππος (που παρακάτω λέγει κι άλογον)
    2. Όλη η πρόταση σημαίνει: Ο ήλιος πέρασε το μεσημβρινό σημείο.
    3. όπαυσα = έπαυσα
    4. άπιαστον = το κυνήγι, τη θήρα (σε δύσκολο θήραμα)
    5. εξενίζουμουν = εθαύμαζα
    6. οφαλός = αφαλός, ομφαλός
    7. μυριαρίφνητα = αμέτρητα, απειράριθμα
    8. σύγκερον = πιθανός πλεονασμός: συν+κερί +καιρό (πλούσιο κι ώριμο μέλι)
    9. όλη η πρόταση: και πάλι πεινασμένος ξαναρχίζει να τρώει.
  10. δοξεύη = τοξεύει
  11α. εσκότωσα = σταμάτησα, έπαψα, (να τρώγω)
  11β. τό’σειεν = το τράνταγμα, το κούνημα (το έσειεν)
  12. όλη η πρόταση: η ρίζα ν’ ανέβαινε στη κορφή. (νάρθει το πάνω, κάτω)
  13. φρούδιν = φρύδι (χείλος)
  14. εγκρεμνού = γκρεμού, κρημνού (στα χείλη του γκρεμού μαζί με τη πριν λέξη)
  15. απαντοχήν = προσδοκίαν, ελπίδαν
  16. επιάσα = κράτησα, άρπαξα (εννοεί το δέντρο σαν ύστατη προσπάθεια σωτηρίας)
  17. τό’μπα = το έμπα, την είσοδο
  18α. έσωσε = έφτασε, αφίχθη
  18β. χαραγή =σημάδι, σχήμα, χαρακτήρ
  19. πρόβοδον = οδηγόν
  20α. πώς να στραφής εκείθες; = πώς θα επιστρέψεις εκεί;
  20β. διαγύρειν = επιστρέψαι,
  21. μόνε = μόνο
  22. χνώτα = αναπνοή
  23. λινά = ασπρόρρουχα
  24. ναπές = σα να λέμε, να πούμε, (ιδιωματισμός πιθανόν της εποχής)
  25. γείρνουνται = εγείρονται, σηκώνονται. άφτουσι = ανάβουν
  26. όλη η πρόταση είναι μια συνήθεια της εποχής.
  27. σκόλαις = γιορτές, σχόλες, μη εργάσιμες μέρες.
  28. όλη η πρότασηδος μας αυτά που χεις και πάρε ό,τι έχουμε μεις στον Άδη.
  29α. κατίναις = αλυσίδες
  29β. απ’ ώρας = από νωρίς
  30. μαντιών = ίων (ία = είδος λουλουδιών)
  31. υπερηψιά = υπεροψία (στο ποίημα απαντάται και ‘περηψιά)
  32. σύρνουσιν υποταγαίς = έχοντας μαζί τους υπηρέτες-θεράποντες κλπ
  33. προτιμεύγουν = έχουνε τα πρωτεία
  34. όνταν εζούμαν = όταν ζούσαμε
  35. τά  θυμάσαι = εκ των οποίων θυμάσαι (τά, τό, τούς, κλπ πολλάκις συναντώνται στο ποίημα κι είναι αυτή η σημασία: τα οποία, το οποίο, τους οποίους κλπ)
  36. μοιράδιν = μερίδα, μερδικό, μερίδιο, ποσοστό συμμετοχής κλπ
  37. εθάψαν = από τους ταφέντες
  38. αυτού = παλιός επιρρηματικός τύπος διαλέκτων, σημαίνειεδώ ή εκεί ανάλογα που δείχνει ο μιλών ή ανάλογα τί εννοείται στο κάθε κείμενο. Εν προκειμένωεδώ )
  39. να είπες = τρόπος του λέγειν και σημαίνεισα να λέμε40. δηγούνται = οδηγούνται, πώς διάγουν τον βίο, πως περνάνε
  41. δικά = δικάζει, εν προκειμένωκρίνει.
  42. σώνει = αρκεί, αρκετά πια, φτάνει.
  43. μισάτε = μισείτε
  44. ψώμα = ψέμμα, ψεύδος
  45. ταίρι = σύντροφος
  46. αλλών = άλλων
  47. όλη η φράση σημαίνειτον καιρό που έζησαν μαζί σας.
  48. απήν = αφού (συναντάται και παρακάτω στο ποίημα και σημαίνει πάντα το ίδιο)
  49. πατερμούς = κομποσχοίνια προσευχής (μαρτυρώντα θεάρεστον άτομο)
  50. αμπάδες = χοντρά ρούχα
  51. αποτρομούν = αποτολμούν
  52. ρίχτουσιν = ρίχνουν
  53. απρίν = πριν
  54. συντυχαίνουν = συναντιώνται και συνομιλούν
  55. ουτουμίζουν = μετανιώνουν
  56α. ‘γκανίζουν = δακρύζουν (γκανίζω, γκανιάζω = πλαντάζω, σκάω κλπ)
  56β. εξαγοράρην = πνευματικό πατέρα
  57. όλο το 2στιχοπώς μαζεύονται τα όρνια στη τροφή και γύρω του συγκεντρώνονται, όπως η οικογένεια στο σαλόνι
  58. πάσκουν = πασχίζουν
  59. κεράτζω ή κεράτσω = υποκοριστικό του κυρά: κυράτσα, κυριούλα. σε μερικές περιοχές της Ελλάδας είναι κι όνομα βαφτιστικό)
  60. τά = τα οποία. (βλ. και παραπάνω σημ 35)
  61. κομπώσει = εμποδίσει
  62. όλη η φράσημακάριοι όσοι δίνουνε στις εκκλησιές και στους φτωχούς.
  63. τό = το οποίο (βλ. κι ανωτέρω σημ 35)
  64. όλη η φράσητο πουλί κουφολούπη(;), όταν αστοχά να πιάσει το πουλί που κυνηγά και πιάνει τα φτερά του μόνο, σαν τούφα, τολύπη. στουππιά = φτερά, τουλούπη = τολύπη, τούφα.
  65. φράροι = λατίνοι μοναχοί που φοράνε ξύλινα τσόκαρα. γενικά οι καλογέροι.
  66. εξέ ζωνάτοι = προφανώς εδώ θέλει να σατιρίσει τους καλογέρους και τη… ταραχή τους και τους παρομοιάζει σα ξεζωσμένους, δηλαδή με λυμένα τα… ρούχα
  67. κουρφά = κρυφά
  68. ονειδίσης = κοροϊδέψεις (οι στίχοι συγγενεύουν με διάλογο στον άδη του Δάντη)
  69α. ελικιάν = ηλικία (αντί παρουσία)
  69β. ογιά σας = αντί  για σας.
  70α. απήτης = εφόσον
  70β. εποίκαν = επήραν
  70γ. καταλόγιν = ταραχή φωνών, ταραγμένη λαλιά
  71α. αθηβολήν = σκέψην, κουβένταν, συζήτησην (πρβλ: αθιβολήν)
  71β. εφυρούσαν = λείπονταν, (δεν φείδοντο δακρύων)
  72. να ‘ράγη το πλακί = να σπάσει η πλάκα (του μνήματος)
  73. ώφθησαν = σηκώθηκαν
  74. βαστούμαν =  βαστάγαμε. να βγαίναμε ιππείς κρατώντας γεράκια (συνήθεια μεσαίωνα, εισαχθείσα στην Ελλάδα από τους δυτικούς της εποχής).
  75. όλη η φράσηκαι προ ημών να φτάνανε76. ζαγάρια = εδώ είναι τα κυνηγετικά σκυλιά, γενικά όμως τα ζωντανά.
  77. όλη η φρ.: να διεδίδετο πως όντως ξανάρχονταν οι νεκροί στ’ αλήθεια
  78. όλη η φρ.: Αν έπαιρνεν αντάλλαγμα αντί εσάς ο χάρος, πρόθυμα θα προσφέραμε ψυχή, σώμα με θάρρος. (ελέγχεται η ορθότηςδηλαδή εξ όσων τους λέγανε κατά το μοιρολόγι πως: Χάρε δεν έπαιρνες εμάς αντί των αγαπημένων μας κλπ. Ο ποιητής σατιρίζει τα ψεύτικα λόγια και τους ψευδείς θρήνους και μάλιστα με πρωτοφανή, έξυπνο κι όμορφο ποιητικά καθάριο λόγο.
  79. ήτις = σήμερα θα λέγαμε: έτσι
  80. βλέπε στο 78.
  81. Εδώ ο Μπάμπης ο Δερμιτζάκης στο βιβλίο του “Η Λαϊκότητα Της Κρητικής Λογοτεχνίας” που αναρτάται επίσης στο Στέκι, έχει κάνει μια θαυμάσια παραβολή με μαντινάδα του Σταυρακάκη: (κι εννοεί φυσικά, όπως κι εδώ, στα λόγια της γυναικός.)

          Όποιος στα λόγια τζη γροικά, και στσ’ όρκους τση πιστεύγει,
          πιάνει στη θάλασσα λαγούς, και στα βουνά ψαρεύγει
.


   82. όλη η φρ.: γοργά σπεύδει ν’ αποσκορακίση/γοργά να του τα πάρει όλα.
   83. φόλασολδίν = νομίσματα της εποχής με χαμηλότερης αξίας τη φόλα.
   84. κιντινάριν = η διπλή πλεξίδα σκόρδα, έχουσα εκατό στο μάτσο. (ιταλ. centinaio = κιοτεύω, δείχνομαι δειλός)
   85. όλη η φράσηεπανέλαβα τον θρήνο, όλο τούτο πάει στο: οπίσω.
   86. ομάδην = παρέα, ενωμένοι, μαζί.
   87. ακουόντα μου = ακούγοντάς με
   88. σίγησ’ άνεν κ’ ορίσης = σώπα αν έχεις τη καλωσύνη
   89. ήτις = έτσι
   90. αποδά = αποδώ
   91. κρατούμεν = καταγόμαστε
   92. λογάριν = λόγος, εν προκειμένω: ρητό, φράση λαϊκή, συνήθης, περιγράφουσα κάτι χαρακτηριστικό.
   93. όλη η φρ.: Ως εκ του φυσικού κι εκ κολυμβήθρας τρώγουμε το ψάριη εν λόγω φράση κολλά με τη πριν σημείωση κι εννοεί προφανώς τόπο παραθαλάσσιο.
   94. ‘περηψιά = υπεροψία (βλ. και παραπάνω)
   95. το πάληον = παλαιότερα
   96. όλη η φράση εννοεί πώς όλα έβαιναν κατ’ ευχήν.
   97. ιππάριν = το εκλεκτότερο μέρος του στρατεύματος
   98. προφανώς με τη φράσην αυτήν εννοεί τη Κωνσταντινούπολη που ‘ταν αντίθετη της βασιλείας της Ρώμης.
   99. οκάπου = κάπου, σε κάποιαν άλλη περιοχή, χώρα, πόλη, χωριό, κάπου αλλού.
100α. κάτεργον = εντελώς νέα κατασκευή, από την αρχή ξεκινώντας.
100β. ρόγαν = μισθόν
101. εστένα(ν) = τους έστηνε
102. ωρέχθην = ευχαριστήθηκε
103. εβιάσθην = ωρμήθη, παρακινήθηκε
104. διαγύρου(ν) = επιστρέψουν
105. κόμης = (εδώ) καπετάνιος
106. παραγιαλιάν = παραλίαν
107. πλωρήσιν = πρωραίο παλαμάρι
108. κι εδώκασιν τα βούκινα και τα παιγνίδια παίξαν = και σάλπισαν οι σάλπιγγες και παίξαν οι ρυθμοί τους (τα τραγούδια ή άλλο τι).
109. σίδερον = άγκυρα
110. τότ’ ελασιάν εστρώσαν = τότε ξεκινήσανε να κωπηλατούν
111. όλη η φράσητο πλοίον έκανε περιστροφή με τα κουπιά
112. Φόσαν = κάστρο λεγόμενον έτσι, βρισκόμενο στο έμπα του λιμανιού
113. κεφαλήν = αρχηγόν
114. στρέμμα = επιστροφή
115. εσπέρωσεν = νύχτωσε, βράδυασε, έγινε εσπέρα.
116. τό δεν επήκεν άλλη = έτσι όπως ποτέ δεν ήρθεν άλλη
117. ηγάλλουντα(ν) = αγάλλοντο, ευχαριστιόνταν
118. βρουχίσθην = βρυχήθηκε
119. πονάτον = ώδινεν, πονούσε
120. οικονομάτον = προαισθηματικά κακόν, προοικονομεί τον κίνδυνο.
121. απαντοχής = ελπίδας, προσδοκίας (βλ. κι ανωτέρω)
122. ως θαρρετά (ε)’κρατούμεν = όσο πιο θαρραλέα μπορούμε
123. καθούριν έσωσεν = τρικυμία έπιασε, θαλασσοταραχή ενέσκηψε.
124. κ’ άμα το σώσειν = κι όταν ενέσκηψε
125. επάγην = επήγεν
126. επήκεν = επέφερε
127. έσωσε = κατέφθασε
128. κιβούριν = νεκροκρέβατο, φέρετρο. (γαλλ. civiere.)
129. περιλαμποστούς = έκπληκτους, έκθαμβους
130. και τ’ άλλον τότε του λαού = το υπόλοιπο του πληρώματος
131. σώνει = φτάνει
132. βιάζετον = βάδισμα. (όλη η φρ. σημαίνεισταμάτησε να βαδίζει με σπουδή)
133. τούς = αυτούς τους οποίους (βλ. κι ανωτέρω)
134. όλη η φρ.: και με τη σκέψη αυτή έκατσε και παρατηρούσε και κάνει πίσω βήματα, δυσπιστώντας για να μη πιστέψει και τα βάλει με τη μοίρα.135. εσίμωσε = πλησίασε
136. εξενίζοντα = παραξενεύτηκε
137. τούς = τους οποίους (βλ. κι ανωτέρω)
138. όλη η φρ.: Πότ’ έγινε αυτό που βλέπω; Πώς έγινε αυτό που θωρώ;
139. διάηκεν = διάβηκεν, πέρασε, παρήλθε κλπ
140. απέσωσεν = απέστειλε, έστειλε, εξαπέστειλε, ξαπόστειλε.
141. μοιράδιν = (εδώ σημαίνει) εν μέρει, μερικώς
142. αγωνίζοντα(ν) = τους αγωνίζοντες, αυτούς τους οποίους αγωνίζονταν
143. όλη η φρ.: ό,τι θεμέλιωσαν έπεσε, ό,τι έκτισαν γκρεμίσθη144. όλη η φρ.: η Μοίρα έστρεψε τα βέλη της ενάντιά τους. (ε)’κωκιάσεν = έστρεψεν
145. όλη η φρ.: και δε σταμάτησε παρά όταν βεβαιώθη πως τους αποτέλειωσε.
146. όλη η φρ.: έρριξε τις σαΐτες της μέχρι τη τελευταία147. όλη η φρ.: ώσπου δε χρειαζόταν πια να ρίξει άλλες γιατί τους είχε σκοτώσει.     πλιά = πια, πλέον.
148. όλη η φρ.: αμέσως χώρισ’ απ’ αυτούς και πλέον μην αργήσεις.
149. έρρικταν = έριχναν, έβγαζαν
150. τενίζει = εκτείνεται, ατενίζει
151. αλλοί = αλί, φευ, αλίμονον.
152. πιττάκια = επιστολές, μηνύματα, χαμπέρια, αποσταλμένα με κάποιο τρόπο, προφορικό ή γραπτό.
153. όλη η φρ.: να απλωθεί το χέρι τους και να μας θυμηθούνε.
154. ποίσουν = ποιήσουν αντί για μένα
155. όλη η φρ.: μη δυνάμενος ν’ αποκριθεί και περιμένοντας υπέρ το δέον.
156. δια το σπουδάζειν του στραφήν = διότι σκεφτόμουν να επιστρέψω.
157. εσυντύχασιν = συνομίλησαν
158. φηκάρια = θηκάρια
159. νοτάρους = γραμματείς
160. εις τον παστόν ανδρόγυνα = παντρεμμένους σε παστάδα, στα καλύτερά τους.
161. φουσάτον = στράτευμα
162. αποστολάτορας = ταχυδρόμος, απεσταλμένος φέρων μηνύματα ή επιστολές
163. (τους) γραφιάς = γραμματείς
164. οκ’ = ώστε
165. μετέ σου = μαζί σου
166. στερεύγουνται = στερούνται
167. κορνιακτόν = σκόνη, κουρνιαχτός, κονιορτός
168. υπάν = πηγαίνετε
169. αμέ = αλλά
170. διάταξιν = διαθήκην
171. κομπόνει = εμποδίζει
172. όλη η φρ: δε χρησιμεύουν σε κληρονόμους διαθήκες που δε τηρούνται173. δηνέρια = δηνάρια, (νομίσματα της εποχής)
174. οκαί = πώς, με ποίο τρόπο
175. ναπές = αφότου
176. ομάδην είχαν φάβαν = ενώ με κείνους ζωντανούς τρώγανε καλό φαΐ (εννοεί).

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *