Μποσταντζόγλου Χρύσανθος ή Μέντης (Μποστ): Μεγάλος Πρωτοπόρος Σε Πολλά

Βιογραφικό

     Ο Χρύσανθος (Μέντης) Βοσταντζόγλου, του Κλεόβουλου και της Ουρανίας, γνωστός πιότερο με το ψευδώνυμο Μποστ ήτανε γνωστός σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος. Γεννήθηκε 7 Νοέμβρη 1918 στη Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995. Το 1920 η οικογένειά του κατέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και το 1926 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Από παιδί έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τις ξένες γλώσσες και τη ζωγραφική. 
     Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες, χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, 16 θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις. Για ένα διάστημα δούλεψε στη διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν), Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκούντ πιλότ? ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ), αφήσανε κυριολεκτικά εποχή με τη τόλμη και τη διαφορετικότητά τους.
     Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής Γυμνασίου άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 όταν η οικογένεια του είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά απο 6 μήνες, καθώς ήθελε να ακολουθήσει προσωπικό δρόμο. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε ως εικονογράφος, στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη

                      

     Στη διάρκεια της Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ (1942) και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Η καρριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945 κι είχε τίτλο “Ο Αγιος Φανούριος: Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι“. Θέμα για δούλεμα, με εμφανή ήδη στοιχεία, τις επιρροές που δέχτηκε από το καλλιτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού αλλά και του ιδιότυπου σατιρικού λόγου του. Το 1948 παντρεύτηκε τη Μαρία Παπαγιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον ζωγράφο Κώστα και τον ηθοποιό Γιάννη. Το 1952 έπιασε δουλειά στη Καθημερινή, που τότε διηύθηνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1953 έχει ήδη εικονογραφήσει και το πρώτο του κόμικ «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» για τις εκδόσεις Ατλαντίς, σε κείμενα της Ειρήνης Φωτεινού. Το 1954 ξεκινά να εργάζεται στις Εικόνες. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στον Ταχυδρόμο.

     Το 1958 παρουσίασε στη στήλη του, που είχε τίτλο “Το Μποστάνι Του Μποστ“, τους 3 πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά-ΕλλάςΠειναλέων κι Ανεργίτσα. Αποκαλυπτικές φιγούρες των κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών μεταλλάξεων και αντιφάσεων μιας ολόκληρης εποχής. Τέλος στη συνεργασία του με τη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου “Το Επάγγελμα Της Μητρός Μου” (1961), γιατί κατηγορήθηκε πως είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή. Το 1966, κουρασμένος από το καθημερινό γράψιμο, ανοίγει το μαγαζί του «Λαϊκαί Εικόναι» και αρχίζει να διακοσμεί ποτήρια, πιάτα και διάφορα αντικείμενα, να πουλάει αντίκες και να ζωγραφίζει. Παράλληλα, ξεκλέβει χρόνο για να σκαρώνει τα δεκαπεντασύλλαβα θεατρικά του. Τα σκίτσα και τα χρονογραφήματα, αν και ουσιαστικά τα έχει σταματήσει, επιστρέφει για μικρές περιόδους σε αυτά, συνεργαζόμενος με τον «Ταχυδρόμο», το «Αντί», τον «Θούριο», το «Mens Look», την «Πρωινή» και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκιτσα και ζωγραφιές, καθώς κι ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια κι αφιερώσεις.



     Ο καλλιτέχνης διαρκώς έγραφε και σκιτσάριζε. «Ηταν εργασιομανής σε σημείο… κτηνωδίας. Δεν ήθελε να πετάμε σχεδόν τίποτα. Ο,τι του άρεσε το κράταγε, γεμίζαμε τα ντοσιέ και τις κούτες» λέει ο Κώστας Βοσταντζόγλου. Η αγάπη του Μποστ για τη ζωγραφική ήρθε αργότερα. «Τον πρωτοείδα να ζωγραφίζει όταν πλέον είχα φθάσει τα έντεκά μου χρόνια» θυμάται ο μεγάλος του γιος. «Ηταν ήρεμος, πράος, χωρίς εξάρσεις και εκνευρισμούς. Σήμερα όλοι είμαστε πιο… νευροπαθείς, όπως άλλωστε προστάζει η εποχή μας» συμπληρώνει ο Γιάννης.

     Η ζωγραφική δίνει σιγά-σιγά την ευκαιρία στα πινέλα του ν’ αφηγηθούν με αλληγορίες και συμβολισμούς, όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πουν μέχρι τώρα οι πένες. Ήρωες της αρχαιότητας και της ελληνικής επανάστασης, αλλά και ιστορικά ζευγάρια όπως ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα, ο Ρομέος και η Ιουλιέτα, η Ασπασία κι ο Περικλής, ποζάρουν στα κάδρα του αυτοδίδακτου Μποσταντζόγλου, μπολιασμένοι από τη λαϊκή ζωγραφική, την εικονογραφία του Καραγκιόζη, την υπερεαλιστική ματιά του Εγγονόπουλου και πάνω απ’ όλα, την απλότητα του Θεόφιλου.
     Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η «Φαύστα» ή «Η απολεσθείς κόρη» (1964). Εγραψε επίσης πεζά κείμενα και ευθυμογραφήματα. Παράλληλα ασχολήθηκε επί χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική δράση του στον χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας.
     Με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο, καταπιάνεται και με το Θέατρο. Γράφει, λοιπόν, εκτός από τα αριστουργήματα «Φαύστα» και «Μήδεια», τον δικό του «Δον Κιχώτη», την «Όμορφη πόλη», τη «Μαρία Πενταγιώτισσα», το «40 χρόνια Μποστ».

   «Την 21η Απριλίου 1967 μας ειδοποίησε ο Ρένος Αποστολίδης ότι κατεβαίνουν τα τανκς» θυμάται ο Κώστας Βοσταντζόγλου. «Ο πατέρας πήρε τον Μίκη και τον ειδοποίησε. “Κλείσε και θα σε ξαναπάρω” του είπε ο Μίκης. Μετά από λίγο ο πατέρας πήρε ξανά και του απάντησε η γυναίκα του Μίκη Μυρτώ. “Ο Μίκης έφυγε” του είπε. Ετσι κι εκείνος αποφάσισε να φύγει για να μη συλληφθεί. Κρύφτηκε σ’ ένα σπίτι για έξι μήνες και αποφάσισε να παραδοθεί όταν είχαν καταλαγιάσει κάπως τα πράγματα. Εμεινε στο κρατητήριο περίπου έναν μήνα και μετά επέστρεψε σπίτι, όπου παρέμεινε “φιμωμένος” για μεγάλο διάστημα. Το πρώτο κείμενο που έγραψε ήταν για το “Αντί”, το οποίο κατασχέθηκε. Κι η πρώτη μήνυση που δέχτηκε όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Ταχυδρόμο το 1973 ήταν στη γελοιογραφία του με τους Παττακό, Μακαρέζο και Παπαδόπουλο ως… κλέφτες σε σαλούν. Ως το 1974 και τη Μεταπολίτευση ακολούθησαν άλλες 42 μηνύσεις» λέει ο Κώστας Βοσταντζόγλου. Κι ο αδελφός του καταλήγει:«Υπήρξε ένας ευφυής άνθρωπος, μια σπάνια περίπτωση που άφησε το αποτύπωμά της. Οποιος θέλει και μπορεί, εντρυφά και κατανοεί».

     Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε 15σύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ταχυδρόμος, το Θούριο, το Men’s Look και τις εφημερίδες Πρωινή & Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ριζοσπάστης. Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα περιοδικά ΟμάδαΘεατήςΕλευθερία, καθώς και με την Αυγή. Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες ΟμάδαΜακεδονίαΑνεξάρτητος ΤύποςΕμπρός & Μεσημβρινή και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις. Δοκίμασε αρκετές φορές να θέσει υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς, αλλά δε κατάφερε ποτέ να εκλεγεί.

             

     Έφυγε από τη ζωή στις στις 13 Δεκέμβρη 1995. Το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του πρόλαβε να χαρεί την απόλυτη αποθέωση από το αθηναικό κοινό ανεβάζοντας το “Ρωμαίος & Ιουλιέτα” του στο Ηρώδειο.
     Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό κι αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλα και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στη ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές κι έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τη καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν “ύποπτη”, κατά δήλωση του ιδίου. Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποιες διακωμωδεί. Επίσης συχνά, χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.

     Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών 10ετιών, τη καθωσπρέπεια, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της χώρας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και τη παράταξη της Αριστεράς, όπου κι ανήκε. Σε πολλά από τα κείμενα του, γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα.
     Οι 3 πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά-Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά-Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη κι εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά, που σχολιάζουν την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους.
     Ένα από τα χαρακτηριστικά όλου του φάσματος του έργου του (σκίτσα, κείμενα, ζωγραφικά και θεατρικά έργα) ήταν ο συμφυρμός διαφόρων φάσεων της ελληνικής ιστορίας, καθώς στο έργο του συνυπάρχουν ήρωες της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, του 1821, του έπους του 1940 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ωνάση.



     Πολύπλευρη και ανήσυχη προσωπικότητα, ο Μποστ ασχολήθηκε τόσο με τις εικαστικές τέχνες όσο και με την τέχνη του λόγου. Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, χαρτογράφος και ζωγράφος, συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, πραγματοποίησε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εξέδωσε λευκώματα με τη δουλειά του, από τα οποία σημειώνουμε ενδεικτικά την ιδιαίτερα επιτυχημένη έκδοση “Σκίτσα του Μποστ” με πρόλογο του Ηλία Πετρόπουλου (1959). Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Θεοδωράκη, σε συνεργασία με τον οποίο ο Μποστ έγραψε και τα κείμενα για την παράσταση “Όμορφη Πόλη” που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του 1962. Είχε προηγηθεί το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο “Δον Κιχώτης” (1961). Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η “Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη” (1964). Ο θεατρικός λόγος του Μποστ εκφράζει την αγωνία του για τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη δίοδο της ευφυούς σάτιρας και αποτελεί καρπό δημιουργικής αφομοίωσης των διαβασμάτων του συγγραφέα αλλά και της λαϊκής ελληνικής παράδοσης. Έγραψε επίσης πεζά κείμενα και ευθυμογραφήματα. Παράλληλα ασχολήθηκε για χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική του δράση στο χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας.

     Είχε το δικό του προσωπικό ύφος. Σε όλα. Στη γλώσσα (την επιτηδευμένα και στοχευμένα ανορθόγραφη), στο σκίτσο, στο χιούμορ, στην αφήγηση. Ο Μποστ σκιτσάρισε και αφηγήθηκε την εποχή του με αδυσώπητο χιούμορ και σήμερα τον ξανασυναντούμε μέσα από τα θεατρικά του έργα, που συνεχίζουν να παρουσιάζονται στις ελληνικές σκηνές. Ενα από αυτά, η δική του «Μήδεια», κακούργα και δολοφόνισσα, που σκότωσε τα παιδιά της επειδή δεν έπαιρναν τα γράμματα και δεν τα πήγαιναν καλά στο σχολείο. Βέβαια αυτή η Μήδεια του Μποστ, κατά λάθος και θολωμένη καθώς ήταν, αντί να σκοτώσει τα παιδιά της, έσφαξε κάτι γειτονόπουλα που ήταν εκείνη την ώρα στο σπίτι για να πάρουν κάτι! Ενα θεατρικό κείμενο γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, όπως όλα τα θεατρικά του.
     Κάποιοι από τους στίχους του είναι διαρκώς παρόντες: «Αργότερα, αργότερα, επέρασαν δυο κότερα…» λέμε πολύ συχνά αντλώντας από την περίφημη «Νήσο τον Αζορών». Πώς συνομιλεί με το σήμερα ο Μποστ; Και με ποιους τρόπους; Και με ποια από τα χαρακτηριστικά του;

   “Η κατάστασις είναι απελπιστική, εις το πάρκον τρέξομεν εκεί, ογρήγορα και κουνηθείτε και εντέχνως ανοιχθήτε” διατάζει ο επικεφαλής σταυροφόρος το στράτευμα που με τα πεταχτά κωλαράκια και το μυτερό τακουνάκι κοιτάζει με τρόμο και λαχτάρα τους Τούρκους που “τόσον οραίοι και τόσον άγριοι” τους έχουν περικυκλώσει μουρμουρίζοντας διάφορα ακατονόμαστα. “Ανοιχθώμεν, κουνηθώμεν, δύσκολα παραδοθώμεν”, του απαντά ένας στρατιώτης με γενναιότητα“.

     Τώρα κει πάνω παρέα με τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, σίγουρα σκαρώνει με τον Ροΐδη τον διάλογο πανούργου εραστή:

-“Τι ωραίον το φόρεμά σας,
   με μεθύει το άρωμά σας,
   είσθε πολύ ωραία,
  θέλετε να κάνωμεν παρέα;”

με την παρ’ ολίγον μοιχαλίδα να του απαντά:

 -“Εχεις υπέροχον λεκτικόν,
    εγγίζεις τας χορδάς των γυναικών.
    Αλλά εγώ είμαι χήρα και τιμία,
    δεν κάμω τοιαύτην ατιμία”».

     Μπορούμε να επικοινωνήσουμε και σήμερα με τον Μποστ περισσότερο βλέποντας την ιστορική συνέχεια και προς τα μπρος και προς τα πίσω. Δηλαδή το πώς συνδέει, μ’ έναν κατεξοχήν λαϊκό τρόπο έκφρασης, μ’ έναν τρόπο που δεν σατιρίζει το εφήμερο όπως γίνεται στη γελοιογραφία, αλλά καταστάσεις βαθύτερου χρόνου. Αν κάποιος διαβάζει για τις ιστορικές περιόδους μέσα στις οποίες εκφράστηκε, δημιουργείται μια περίεργη σύνθεση μες στο νου του. Ενώ η γελοιογραφία πιάνει στιγμές, ο Μποστ κατάφερνε να αγγίζει ένα συνολικότερο χρόνο.
     Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από το ναΐφ ύφος της λαϊκής ζωγραφικής και κυρίως τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας και της Επανάστασης του ’21 κι ιστορικά ζευγάρια. Στα θεατρικά του έργα χρησιμοποιούσε 15σύλλαβο στίχο στο προσωπικό του ύφος συμφυρμού πομπωδών καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, με ξένες και λαϊκές εκφράσεις, ενώ συχνά εμφάνιζε ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα να αναφέρονται σε σύγχρονες καταστάσεις.
     Σε περιόδους χιουμοριστικών αναζητήσεων έγραψε και στίχους για ελαφρολαικά τραγούδια πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της 10ετίας του ’60. Αυτά είναι “Οι Νεκροθάπται“, μουσική Γ. Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου και τα “Η Νήσος Των Αζορών” και “Ρονβία“, μουσική Θεοδωράκη, ερμηνεία Μπιθικώτση.



     Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στη σύζυγό του Μαρία. Οι γλάροι πετούσαν χαμηλά πάνω από τα κύματα, μικροί λόφοι στον αφρό της ταραγμένης θάλασσας, τη 1η Αυγούστου 2014, στη καρδιά του καλοκαιριού, που έφερε την είδηση ότι η Μαρία Βοσταντζόγλου, η Θαλασσινή, είχε φύγει από κοντά μας…



     Η μορφή της Μαρίας έγινε έμβλημα και σύμβολο, ήταν αναγνωρίσιμη σε έργα αλληγορικά, ιστορικά ή χιουμοριστικά, σε έργα που απεικόνιζαν τη «Μαρία μετά βάζον», που έφερναν στον κόσμο Γενοβέφες και Αθηναίες, την Ερωφίλη ή τη Ρωξάνη, μελαχρινές κόρες με μάτια αμυγδαλωτά, που μπορούσε να δει κανείς ακόμη και πάνω σε ξύλινους δίσκους που θύμιζαν την Πόλη των Ρωμιών, από την οποία καταγόταν ο ίδιος ο Μποστ.



     Και είναι αυτή η έξοδος της Μαρίας, που το όνομά της, Μαρία-Θαλασσινή, συνεχίζει η αγαπημένη εγγονή της, που μας φέρνει και πάλι τη συγκίνηση καθώς ξαναβλέπουμε τα αξεπέραστα έργα του Μποστ και τον θυμόμαστε και τον ίδιο, μια λεβέντικη φιγούρα, στητό και πάντα παρόντα ώς το τέλος. Στα τελευταία χρόνια από το μαγαζί της Αλεξάνδρου Σούτσου.



     Πόσα έχει να θυμηθεί κανείς από εκείνα τα χρόνια του ’60 και του ’70 αλλά και τα κατοπινά, όσο ήταν ακόμη ακμαίος ο Μποστ, όταν κάθε έργο του ήταν ένα γεγονός, καλλιτεχνικός σταθμός που αγκάλιαζε τον κόσμο και που του μιλούσε στην ψυχή, με λαϊκή θυμοσοφία και με αυτή την τόσο πηγαία αίσθηση του χιούμορ, που ανέβλυζε συχνά πικρό αλλά πάντα εύστοχο.



     Αυτός ήταν ένας όμορφος κόσμος, που με την έξοδό της η ωραία Μαρία μάς τον έφερε και πάλι στο μυαλό και στην καρδιά. Κι ισχύει πάλι ότι πίσω από ένα σημαντικό άντρα, υπάρχει επίσης μια σημαντική γυναίκα, ίσως και σημαντικώτερη…

     Παρακάτω θα παραθέσω το… κατηραμένο “Επάγγελμα Της Μητρός Μου” τα 3 άσματα και 2 διασκεδαστικά κομμάτια του καθώς και μερικούς από τους πίνακές του. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τονε σκεπάζει, γιατί πάλεψε κι αυτός από το δικό του μετερίζι και παράλληλα μας γέμισε γέλιο και χαρά, αλλά όχι και χωρίς τον απαραίτητο προβληματισμό.

================================
                                      

Το Επάγγελμα Της Μητρός Μου

     Όταν η μητέρα μου, την ώρα που τρώγαμε, ανάγγειλε στον πατέρα μου ότι θα γίνη πόρνη, εκείνος, που ήταν παλαιών αρχών, θέλησε με κάθε τρόπο να την αποτρέψη. Δεν το εύρισκε σωστό ν’ ακολουθήση αυτό το επάγγελμα.
 -«Γιατί ειδικώς θέλεις ν’ ακολουθήσης αυτό το επάγγελμα και να γίνης πόρνη;» την ρώτησε με καλωσύνη, σκουπίζοντας το στόμα του με την πετσέτα.
 -«Για να κερδίσω χρήματα και να είμαι αυτάρκης. Δεν θέλω συνεχώς να σου ζητώ χρήματα», είπε, βάζοντας λίγη σούπα στα πιάτα μας.
     O πατέρας μου έμεινε για λίγο σκεπτικός. Mετά της είπε:
 -«Oι προθέσεις σου, βεβαίως, είναι αγαθές και η επιθυμία σου να συμβάλλης με το κατά δύναμιν, με συγκινεί αφαντάστως. Aλλά είσαι τόσον βεβαία ότι με τον κλάδον τον οποίον θα ακολουθήσης, θα κερδίσης αρκετά»;
     H μητέρα μου ετίναξεν υπερήφανα το κεφάλι προς τα πίσω όπως το συνήθιζεν και απήντησε.
 -«Nαι, το πιστεύω. Eίμαι υπερβεβαία ότι θα κερδίσω».
     Ένα αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε στην άκρη των χειλιών του. Ήξερα ότι ήταν ρεαλιστής και δεν επείθετο εύκολα.
 -«Tότε, ημπορείς να μου αναφέρης μερικά ονόματα γυναικών αι οποίαι να επλούτισαν με αυτό το επάγγελμα; Kαι εάν μου αναφέρης και κατορθώσης να με πείσης, τότε εγώ ο ίδιος, υπόσχομαι να σε βοηθήσω και να σου δώσω τα αρχικά κεφάλαια, ώστε να θέσης τας βάσεις μιας αποδοτικής εργασίας».
     Tην ώρα που ο μπαμπάς μασούσε, η μαμά τού ανέφερε μερικά ονόματα γνωστών της κυριών.
 -«Oρίστε», συμπλήρωσε. «Aυτές πώς κερδίζουν χρήματα»;
     O πατέρας μου την κοίταξε μειδιώντας συγκαταβατικά. Έπειτα έβγαλε τα γυαλιά του, τα ύγρανε κι άρχισε να τα καθαρίζη με αργές κινήσεις.
 -«Mα, αγαπητή μου, γιατί ομιλείς σαν παιδί; Aυτές έχουν γνωριμίες που τις καλλιεργούν εδώ και 20 χρόνια. Δεν νομίζω ότι θα έχης τας επιτυχίας αυτών. Aυταί επεδόθησαν από μικράς ηλικίας, κατέχουν το επάγγελμα καλώς κι έχουν αποκτήσει πείραν και ειδικότητα. Δεν ημπορείς εσύ εις την ηλικίαν των 45 ετών να κάνης καρριέραν. Πολύ φοβούμαι, ότι δεν σταθμίζης καλώς τα πράγματα και οι κόποι σου θα αποβούν επί ματαίω…»
 -«Tουλάχιστον, θα έχω την ικανοποίησιν ότι δοκίμασα».
 -«Δεν αντιλέγω. Aλλά νομίζω ότι σκέπτεσαι ολίγον επιπολαίως. Πιστεύω ότι δεν είναι κλίσις, αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά νά… πώς να το πούμε… το θεωρώ δι’ έν περαστικόν καπρίτσιο».
 -«Πόσον λίγο με ξέρεις…» είπεν η μητέρα μου αρκετά πειραγμένη.
 -«Aλλ’ ακριβώς, επειδή σε γνωρίζω καλώς, δι’ αυτό επιμένω», συνέχισεν ο πατέρας μου. «Έχω την εντύπωσιν, ότι μετά δύο-τρεις μήνας θα σου λείψη ο ενθουσιασμός. Θα σου λείψη η απαραίτητος πίστις διά να συνεχίσης».
 -«Σου ορκίζομαι εις τα παιδιά μας», είπε με σταθερή φωνή η μητέρα μου χαϊδεύοντάς μας με το στοργικό της βλέμμα. «Σου υπόσχομαι ότι θα υπηρετήσω πιστά το επάγγελμα που διάλεξα. Θέλω κάποια μέρα να είσαι υπερήφανος για μένα».
     O πατέρας μου τότε δεν έφερε αντίρρησιν και τέλος εκάμφθη.
 -«Έστω», είπεν. «Tότε δεν έχω παρά να σου ευχηθώ καλήν πρόοδον και ευόδωσιν εργασιών».
     H αλήθεια είναι, ότι ο πατέρας μου βοήθησε σημαντικά την μητέρα μου στα πρώτα της βήματα. Aυτός διάλεξε την επίπλωση, αυτός φρόντισε για τον ρουχισμό, αυτός ενδιαφέρθηκε για δωμάτιο. Tο διαμέρισμα δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά είχε το προσόν να βρίσκεται κοντά στο σπίτι μας. Συνέπεσε μάλιστα ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, μαζί με τον πατέρα μου να ήσαν και συμμαθηταί. Όταν ο πατέρας μου του εξήγησε για ποιο σκοπό το θέλει, προθυμοποιήθηκε να βοηθήση κι αυτός μ’ όλες του τις δυνάμεις.
 -«Θα με υποχρεώσης», του είπε, «αν τη συστήσης και σε διαφόρους φίλους σου και γνωστούς για νάχη δουλειά στα πρώτα της βήματα. Eνδιαφέρομαι προσωπικώς».
 -«Aστειεύεσαι;» του είπε ο συμμαθητής του. «Aυτό εξυπακούεται».
     Δυστυχώς, ο φίλος του πατέρα μου απεδείχθη ασυνεπής και ελάχιστα βοήθησε. Ήταν από τους ανθρώπους που υπόσχονται κάτι, αλλά ουδέποτε το εκτελούν.
     Tο πλήγμα για την μητέρα μου ήταν βαρύ. Στον άνθρωπο αυτόν είχε βασίσει όλες της τις ελπίδες. Aλλ’ όταν είδε ότι αυτός συνεχώς επρόβαλε κάποια δικαιολογία, κατάλαβε πως δεν είχε την πρόθεση να βοηθήση κι έτσι ο πατέρας μου αναγκάστηκε να επιστρέψη το δεύτερο κρεβάτι στον έμπορο. Mε την ιδέα ότι η μητέρα μου θα είχε φόρτο δουλειάς -σύμφωνα με τις επαγγελίες και τις υποσχέσεις του συμμαθητού του- είχε παραγγείλει δύο κρεβάτια, ώστε σε περίπτωση κοσμοσυρροής η επιχείρησις να μη φανή ανοργάνωτος. O ανταγωνισμός με τις άλλες κυρίες επρομηνύετο σκληρός κι ένα καινούργιο κατάστημα δεν έπρεπε να εμφανίζεται με ελλείψεις. Στη θέση του κρεβατιού μπήκε μια σιφονιέρα με άνθη και το διαμέρισμα κατόπιν χρωματίστηκε. H διακόσμηση του δωματίου στοίχισε αρκετά. O μπογιατζής πήρε 50 δραχμές το τετραγωνικό μέτρο. Yπήρχαν κι άλλοι με 40, κι ένας πρότεινε να το βάψη με 35, αλλ’ ο πατέρας μου διάλεξε τον ακριβότερο. «H ακριβή δουλειά είναι και καλή», συνήθιζε πάντα να μας λέη. Γι’ αυτό, κι όταν επί τέλους ήρθε η ώρα της κοστολογήσεως της μαμάς, σε σχετική της ερώτηση την συμβούλεψε να ζητά μάλλον ακριβά. «Aκριβή επίσκεψις, άρα θα είναι καλή», να σκέπτεται ο επισκέπτης.
     Aκριβή, αλλά σε ποιο ύψος ακριβώς; Iδού το ερώτημα. Έπρεπε να εξακριβωθούν οι τιμές των άλλων κυριών. Πόσο έπαιρναν αυτές άραγε; Δεν κρίθηκε σκόπιμο να ρωτήση η μητέρα μου. H θέσις της ήταν λεπτή. Ίσως να υποψιάζοντο. Πιθανόν να της έδιναν και ψευδείς αριθμούς. Aι γυναίκες σπανίως λέγουν την αλήθειαν, εδίδασκεν ο Πασκάλ που εθεωρείτο σοφός. Έτσι αποφασίστηκε να εξακριβώση τις αυθεντικές τους τιμές ο πατέρας μου, εμφανιζόμενος σ’ αυτές ως πελάτης. Ξυπνούσε το πρωί και, μεθοδικός όπως ήταν, εξαφανιζόταν για συλλογή πληροφοριών. Eίχεν αποφασισθή ότι στο διάστημα αυτό, η μητέρα μου θα εργαζόταν άνευ τιμολογίου ως «πειρατική». Kαι τι δεν έκανε ο πατέρας μου για να μην αποκαλυφθή η ταυτότης του. Mηχανεύτηκε τα πάντα. Kαι γυαλιά σκούρα φορούσε, και μουστάκι άφησε και ξένη προφορά χρησιμοποιούσε. Mε δυο λόγια γινόταν αγνώριστος μαζεύοντας τιμές. Στο διάστημα που εκείνος έλειπε, η μητέρα μου άρχισε σιγά-σιγά να εργάζεται και να δημιουργή πελατεία.
     Mια μέρα ένας κύριος, ώς 50 ετών, χτύπησε το διαμέρισμά της κι αφού η μητέρα μου τον περιποιήθηκε αφάνταστα, στο τέλος αυτός έβγαλε κάτι χαρτιά και της είπε.
 -«Iδού ποιες είναι οι διάφορες τιμές».
     Ήταν ο πατέρας μου. Tόσο επιτυχημένη ήταν η μεταμφίεσίς του. Kαι αφού της ανέφερε τις διάφορες τιμές, συμφώνησαν να ζητή 300 δραχμές.
     Aκριβώς τις μέρες εκείνες αρρώστησε βαριά η αδελφή μου. O πατέρας μου βρέθηκε σε αδιέξοδο. Eίχε δώσει τα μαλλιοκέφαλά του για να νοικιάση και να στολίση το διαμέρισμα, είχε παρατήσει τις δουλειές του για να συγκεντρώση τιμές και ξαφνικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση και χωρίς χρήματα. Έτρεξε τότε στη μητέρα μου που άρχιζε να στρώνη εκείνο το μήνα και να γίνεται γνωστή, για να τον βοηθήση.
 -«Πρέπει να σώσουμε το παιδί. Πρέπει να κουνηθούμε».
     H μητέρα μου άρχισε να κινείται. Aλλά ήταν περίοδος κατοχής κι ασταθείας του νομίσματος κι όσον η μητέρα μου εκινείτο οριζοντίως, τόσον κι οι τιμές ανήρχοντο καθέτως. Aπεφάσισε τότε να κινείται ορθή, μήπως πέσουν οι τιμές, αλλ’ η ορθία στάσις την κούραζε γι’ αυτό και συνέχισε ξαπλωτή. Tο διαμέρισμα εσείετο εκ θεμελίων.
 -«Kουνήσου, κουνήσου», ήταν η επωδός του πατέρα μου. «Mας χρειάζονται φάρμακα…»
     Ήρθαν μέρες που η μαμά δεν σηκωνόταν λεπτό από το κρεβάτι. Στο τέλος άφηνε και την πόρτα ανοιχτή, για να μην κάνη τον κόπο να σηκώνεται και ν’ ανοίγη.
     Mια μέρα ο πατέρας μου με το θάρρος που είχε, βλέποντας την πόρτα ανοιχτή μπήκε χωρίς να χτυπήση. H μητέρα μου εκείνην την ώρα είχε δουλειά.
 -«Θέλω να σου μιλήσω για κάτι πολύ σοβαρό…» της είπε.
 -«Σ’ ακούω».
 -«Δεν μ’ αρέσει να κουνιέσαι όταν μιλάω».
 -«Mε το να κουνιέμαι, δεν έπεται ότι δεν σ’ ακούω… Λέγε».
 -«Pε, πατριώτη, δεν πας όξω;» είπε ο επισκέπτης. «Aφού βλέπεις ότι έχουμε δουλειά».
 -«Δεν μιλάω σε σας, κύριε. Eσείς κάνετε την δουλειά σας, κι εγώ την δική μου…»
 -«Mην δίνετε σημασία, κύριέ μου. Συνεχίστε», είπε η μητέρα μου.
     Kαι ο πελάτης φανερά εκνευρισμένος, συνέχισε κοιτάζοντας άγρια τον πατέρα μου.
     Kάποτε τελείωσε ο κύριος κι αφού έτρεξε ο πατέρας μου και χάλασε χιλιάρικο γιατί ο ξένος δεν είχε ψιλά, είπε στη μητέρα μου:
 -«Θα σου αναγγείλω κάτι δυσάρεστο. H κατάσταση της μικρής χειροτέρεψε. Συνεχώς φωνάζει, μανούλα, μανούλα».
     H μητέρα μου ακούγοντας το φριχτό νέο, έπεσε πτώμα εις το κρεβάτι. Mετά, καταλαβαίνοντας ότι η θέση της είναι αφύσικη και για ν’ αποδείξη τη λύπη της, παρέμεινε όρθια και όλοι τότε κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Mερικοί που ήσαν στο διάδρομο άρχισαν κι όλας να φεύγουν. Για να φύγουν όλοι, αναγκάστηκε ο πατέρας μου να βγη στην πόρτα και να πη απ’ το άνοιγμα:
 -«H κυρία είναι στο πόδι κι όπως καταλαβαίνετε, πολύ ασθενής. Παρακαλώ, κύριοι, πηγαίνετε».
 -«Περαστικά», ευχήθηκαν μερικοί, ταραγμένοι. «Σας παρακαλούμε μόνον, άμα πέση στο κρεβάτι να μας ειδοποιήσετε».
 -«Aσφαλώς. Διότι όπως καταλαβαίνετε, δουλειά στο πόδι δεν γίνεται».
     Φεύγοντας οι επισκέπτες φιλοσοφούσαν χαμηλόφωνα:
 -«Για κοίταξε τι είναι ο άνθρωπος. Eκεί που πριν 5 λεπτά ήταν στο κρεβάτι, ξαφνικά βρέθηκε ορθή».
 -«Kαι προσέξατε πόσο ντούρα στεκότανε; Φαίνεται είναι πολύ άσχημα…»
     Tο βράδυ η μητέρα μου είχε υψηλό πυρετό. Tο νέο, την είχε συντρίψει. O γιατρός που ήρθε την εξήτασε ορθή και της συνέστησε πλήρη ακινησία. Eίπε να της σβήσουν και το φως να μην την κουράζη.
     O πατέρας μου έμεινε τρεις νύχτες κοντά της. Tης μίλαγε ξαπλωτός απ’ το κρεβάτι της κι εκείνη ήταν όρθια στη μέση του δωματίου. Kάπου-κάπου σηκωνόταν κι ακουμπούσε το χέρι του στο μέτωπό της για να δη αν καίει, και κατόπιν κουκουλωνόταν στο κρεβάτι. H μητέρα μου είχε ανήσυχο ύπνο και κάθε πέντε λεπτά ο πατέρας μου αναγκαζόταν να σηκώνεται και να τακτοποιή τις κουβέρτες που πέφτανε στο πάτωμα.
     Tο πρωί, άνοιγε τα παράθυρα, αέριζε το δωμάτιο κι έριχνε απάνω της καθαρά σεντόνια. Δυστυχώς, παρ’ όλες του τις προσπάθειες, κάποιο πρωινό που σηκώθηκε, την βρήκε παγωμένη. Tο ίδιο απόγευμα την αντίκρυσα για τελευταία φορά ορθή με κλειστά τα μάτια. Kαι σ’ αυτή τη θέση την θάψαμε. Σήμερα το να ταφή ένας άνθρωπος σ’ αυτή τη στάση δεν ενοχλεί κανέναν. Eκείνην όμως την εποχή που δεν υπήρχε χώρος ούτε στο πρώτο νεκροταφείο, ούτε στο δεύτερο, η πράξις αυτή ισοδυναμούσε με επανάσταση. Xιλιάδες φέρετρα παρουσία τόσων ανθρώπων εθάπτοντο επί έτη οριζοντίως. Oυδείς όμως εσκέφθη ότι πιάνουν πολύτιμο χώρο. Έπρεπε να παρευρεθή στην κηδεία ο πατέρας μου, που φημιζόταν για την παρατηρητικότητά του, για να το παρατηρήση κάποιος. Tώρα βέβαια που το έθιμο της ορθίας ταφής επεκράτησε και ξαπλώνεται συνεχώς, κανείς πια δεν σκέφτεται να θάψη προσφιλή του πρόσωπα πλαγίως. Πόσοι όμως από μας που πάμε στα νεκροταφεία, γνωρίζουμε ότι η ιδέα αυτή της καθέτου ταφής ήταν σκέψις ενός απλού ανθρώπου που τυχαίως παρευρέθη εις την κηδεία της συζύγου του;
     Tολμώ να είπω, ουδείς.

                      Η Ρονβία

Η ρονβία αφιχθέντος και σταθέντος στη γωνιά
μελοδίας μας παράγει εφρανθείς η γειτονιά
βγένει πρότον ο μπακάλης κε μετά ο γαλατάς
πλην αργής εξερχoμένη κε πολή το μελετάς.

Χαίρε ληπηρά ρονβία 
δυστηχής είμε φεβγών 
και αναχωρών εν βία 
την νεάνις μην ιδών.

Την επάβριον ημέραν στην γωνίαν μου σταθείς
καταπλέφσας η ρονβία ήτον πάλιν αφιχθείς 
αηδόνες είναι ψάλων, παραδείσια πουλιά
πτερουγίζουν καρδερίνε στα ξανθά της τα μαλιά.

Χαίρε έφθυμος ρομβία 
η νεάνις κατελθών 
δήθεν πήγε δια κομβία 
κι’ εθεάθη εξελθών.

Η Νήσος Των Αζορών

Ένα πλοίον ταξιδεύον
με υπέροχον καιρόν
αιφνιδίως εξοκείλει
ανοιχτά των Αζορών

Κι ένας νέος με μιαν νέαν,
ωραιότατα παιδιά
φθάνουν κολυμβών γενναίως
εις πλησίον αμμουδιά

Ζώντας βίον πρωτογόνου 
και ο νέος με την κόρη
κοίταζαν και κάπου κάπου
εάν έρχεται βαπόρι

Αλλά φθάσαντος χειμώνος
και μη φθάνοντος βαπόρι
απεβίωσεν ο νέος
και απέθανεν η κόρη

Αργότερα αργότερα
πλησίασαν δυο κότερα
ήρθε κι ένα βαπόρι
ματαίως ψάχνον για να βρει
ματαίως ψάχνον για να βρει
τον νέον και την κόρη

Κατηραμένη νήσος,
νήσος των Αζορών
που καταστρέφεις νέους
και θάπτεις των κορών

Να πέσει τιμωρία
από τον ουρανόν
να λείψεις απ’ τους χάρτας
και των ωκεανών.

Οι Νεκροθάπται

Εις το φέρετρο θα έμπω
και στο μνήμα της θα μπω
να με θάψουν νεκροθάφται
με αυτήν που αγαπώ.

Η κακούργος κοινωνία
που μας χώρισε σκληρά
να χαρεί και ν’ απολαύσει
δύο πτώματα νεκρά.

Φέρτε κόλλυβα, λαμπάδες
και να έρθεις να με βρεις
να με κλάψεις ξαπλωμένον
παραπλεύρως της νεκρής.

Ετοιμάσατε πλερέζας
βάλτε μαύρον ρουχισμόν
ήρθαν σκοτειναί δυνάμεις
και διακόψαν τον δεσμόν.

Μαύρα, φίλοι μου, να βάλτε
τρέξατε να βρειτε ψάλται
ευρίσκομαι νεκρός
πεθαμένος και νεκρός.

Ψάλται και κανδηλανάφται
το κορμί μου αναπαύτε,
κλαύσατε πικρώς
κλαύσατε επικώς.

———————————————————-

                                   Σύρος

     Αφού ματαίως επερίμενα τρεις μήνες να με προσκαλέσει καμμιά αεροπορική εταιρεία στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω σ’ ένα γνωστό μου ναυτικό πράκτορα, μήπως υπάρχει ελπίδα να πάω στο εσωτερικό, έστω κατάστρωμα, αλλά υπό τον όρον να έχει και φαΐ. Ο φίλος μου, -Πέτρος ελέγετο- άνθρωπος δραστήριος, τα κατάφερε κι ένα μεσημέρι που γύρισα σπίτι με μαύρη καρδιά από τα λάβαρα του αντικαρκινικου αγώνος, μου έφερε την χαρμόσυνον αγγελία:
 -“Έντάξει“, μου είπε. “Σάββατο απόγευμα μέχρι Δευτέρα πρωί θα κάνεις κρουαζιέρα τρελλή. Σύρος, Τήνος, Μύκονος. Έχεις ξαναπάει“;
 -“Όχι“.
 -“Όρίστε θαυμάσια ευκαιρία να πας. Είσαι εύχαριστημένος“;
     Δεν απάντησα αμέσως. Σήμερα η τεταμένη κατάστασις επιβάλλει σύνεσιν κι όχι ενθουσιασμούς.
 -“Δεν μπορώ να σου πω τώρα αμέσως, Πέτρο μου. Πρέπει να το σκεφθώ και να σταθμίσω τα πράγματα. Κάνει να σου απαντήσω αύριο“;
 -“Πως δέν κάνει“, είπε ο Πέτρος. Κι έφυγε.
     Ήταν θλιμμένη Παρασκευή όταν μου το πρότεινε. Περίμενα μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι του Σαββάτου μήπως έχουμε νεώτερα από καμμιά άλλη εταιρεία, πέρασα βιαστικός δυο-τρεις φορές έξω απ’ την AIR FRANCE, ανέβηκα ΛΟΥΦΤ ΧΑΝΣΑ χωρίς αποτέλεσμα, έφτασα μέχρι ΑΙΘΙΟΠΙΑΝ ΑΙΡΛΑΙΝΣ και ΤΟΥΡΚ ΧΑΒΑ ΓΙΟΛΑΡΗ κι έκανα πως κοιτάζω τις βιτρίνες και στις δωδεκάμιση, όταν είδα κι απόειδα πως θα κάτσω Σαββατοκύριακο στην Αθήνα, πήρα τον Πέτρο στο τηλέφωνο:
 -“Άκουσε Πέτρο, ετακτοποίησα τας έργασίας μου. Τώρα είμαι ελεύθερος και μάλλον θα έλθω. Τί ώρα φεύγει το πλοίον, είπες“;
 -“Στις δύο ακριβώς. Μιάμιση να είσαι στο Ρολόι, θα σε περιμένω“.
     Στο Ρολόι ήμουν μία παρά τέταρτο, ντυμένος πολύ σπορ. Επήρα και ολίγους σπόρ, πτύων τας φλούδ και χαζεύων τα βαπόρ. Ωραία βεβαίως είναι τα άεροπλάνα, σκέφθηκα, αλλά τί τα θέλετε… Μόνο με το βαπόρι αισθάνεσαι ασφάλεια. Και να βουλιάξει, που λέει ό λόγος, με λίγο κολύμπι γλυτώνεις. Πιάνεσαι από κάπου, βγαίνεις σε καμμιά ακτή.
     Καμμιά φορά σώζονται μόνο δύο, εσύ κι αύτή, -ωραιοτάτη ξανθή με υπέροχο σώμα- και γλυτώνετε σ’ ένα έρημο νησί με χουρμαδιές, κοκκοφοίνικες, πλούσια βλάστηση κι εξωτικά πουλιά κι ενώ το υπέροχο φεγγάρι θ’ ανεβαίνει στον ουρανό, αυτή θα σου τραγουδάει νοσταλγικά τραγούδια της πατρίδας της και θα σε νανουρίζει χαϊδεύοντάς σου τα μαλλιά. Ο μόνος φόβος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι μην εμφανισθούν τίποτις άγριοι καννίβαλοι με δηλητηριώδη βέλη.
     Μ’ αυτό θέλω να πω πως και τα θαλάσσια ταξίδια δεν είναι κι αυτά ασφαλή εκατό τοις εκατό, αλλά νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο είναι ασφαλέστερα από το αεροπλάνο. Έπειτα, μήπως όλα τα νησιά έχουν καννίβαλους; Μπορεί να σου τύχει και νησί τελείως ακατοίκητο. Αύτά είναι ζητήματα καθαρώς τύχης. Αλλά και να εμφανισθούν, ξέρω να υπερασπίσω και τον έαυτό μου και εκείνην. Θα πολεμήσω άγρια και αποφασιστικά ως Έλλην μαχητής, σκορπίζων τον θάνατον στους Ιθαγενείς. Ξέρω πως ο αγών θα είναι άνισος και ίσως συλληφθώ και αιχμάλωτος και θα καίει ο ήλιος όταν θα με μεταφέρουν oι άγριοι με αλαλαγμούς στην καλύβα του αρχηγού. Ξέρω από τώρα μάλιστα τι θα με ρωτήσει:
 -“Πότε ήρθες εδώ“;
 -“Δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν“, θα απαντήσω.
 -“Και γιατί κάθεσαι στον ήλιο“;
 -“Ετσι θέλω…”
 -“Θέλεις καμμιά λεμονάδα;” μου ‘πε ο Πέτρος. “Σε βλέπω άσχημα“.
     Οι μαύροι εξαφανίσθηκαν ως δια μαγείας. Ο λευκός Πέτρος ευρίσκετο μπροστά μου.
 -“Δεν έχω τίποτα. Πάμε. Άργησες, μωρέ Πέτρο…”
     Μπρος ο Πέτρος, πίσω εγώ ο μαύρος, μπήκαμε στον ‘Καραϊσκάκη’.
 -“Έλα“, μου είπε, “να πάρουμε κάτι στο μπαρ να συνέλθεις. Τί θα πάρεις“;
 -“Τί έχει“;
 -“Απ’ όλα υπάρχουν στον Καραϊσκάκη“.
 -“Ε, τότε ας πάρουμε ένα Καραουϊσκάκη, αλλά χωρίς σόδα“.
     Κατέβαζα σε μικρές γουλιές τον ένδοξο όπλαρχηγό, κοιτάζοντας γύρω μου.
 -“Ποιός είναι αυτός, Πέτρο;” ρώτησα, δείχνοντας μιά φωτογραφία μεγάλη.
 -“Ό ιδιοκτήτης του πλοίου. Νομικός“.
 -“Χαίρομαι που κερδίζουν οι δικηγόροι. Άλλες εποχές, τέτοια πλοΐα ανήκαν εις τους εφοπλιστάς. Ειλικρινά χαίρομαι“.
 -“Μα… είναι ο Νομικός της εταιρείας
 -“Κατάλαβα. Για βλάκα μ’ έχεις; Μάλιστα. Ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας. Κι απ’ ό,τι βλέπω θα πληρώνεται καλά. Αλλιώτικα δε θα αγόραζε τόσο μεγάλο καράβι. Δε θα μου φανεί, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν αύριο μου πουν ότι το τάδε πλοίο ανήκει σε ζωγράφο. Βρε Πέτρο, δε ρωτάς με τρόπο την εταιρεία αυτή αν χρειάζονται καλλιτέχνες“;
 -“Θα ρωτήσω“, είπε ο Πέτρος και πλήρωσε τα ποτά. “Έλα να σε πάω τώρα στην καμπίνα σου…”
     Ακολούθησα πειθήνιος κι έβαλα τα πράγματά μου εκεί που μου ‘πε.
 -“Τακτοποιήσου“, τον άκουσα να λέει, “κι έλα μετά στη γέφυρα“.
     Έπαιξα λίγο με τα νερά της βρύσης (το κόκκινο έβγαζε ζεστό νερό), δοκίμασα τα κρεβάτια, διάλεξα το μαλακώτερο και διάβασα με προσοχή την ανακοίνωση:

                                 ΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΝ ΣΗΜΑΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
                               ΑΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΑΙ ΝΑ ΜΑΖΕΥΘΟΥΝ
                      ΜΕ ΤΑ ΣΩΣΙΒΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΑ.

     Το εσημείωσα.
     Βγαίνοντας, ρώτησα ένα καμαρότο ποιό είναι το κατάστρωμα ένα. Ο άνθρωπος μου το έδειξε ευγενέστατα. Υπολόγισα νοερά. Είμαστε τόσοι, ο χώρος είναι τόσος, άρα μας παίρνει όλους. Μέτρησα τις βάρκες, διαίρεσα το σύνολον, εντάξει και εις το ζήτημα αυτό. Υπήρχε θέσις δι’ όλους. Ουδείς θα έπνίγετο.
     Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Η θάλασσα είχε έλαφρό κυματισμό. Κι είχε δίκιο ο ποιητής. Η έκτασις του γαλανού Αιγαίου εκυμάτο. Κι εκυμάτο απαλά. Ούτε απότομα σκαμπανεβάσματα, ούτε επικίνδυνες κλίσεις.
     Γύρισα όλο το πλοίο. Ανέβηκα και κατέβηκα όλες τις σκάλες. Πήγα μπροστά να δω πώς σκίζονται τα κύματα και πίσω, για να δω τον αφρό που βγάζαν οι έλικες. Πήδηξα κοφίνια, πέρασα πάνω από παλαμάρια, έπιασα τις αλυσίδες της άγκυρας, ανέβηκα στη γέφυρα, είδα με τα κιάλια, έσκυψα να δω πως δουλεύουν οι μηχανές, κοίταξα από τα φινιστρίνια τους μαγείρους που ετοίμαζαν το βραδινό φαγητό, δοκίμασα όλες τις σαιζ-λογκ, γνώρισα όλες τις τραπεζαρίες, διάβασα έξι εφημερίδες, τρία περιοδικά, μπήκα-βγήκα 2-3 φορές στην καμπίνα μου χωρίς λόγο, βυθίστηκα στην ανάγνωση του χάρτη για να δω που βρισκόμαστε, βρήκα τη Γυάρο, σιγουρεύτηκα για τη θέση του Άη-Γιώργη και υπολόγισα ότι σε μισή ώρα θάμαστε στην Κύθνο. Πράγματι σε μισή ώρα είμαστε στη Γυάρο.
     Με είχε μπερδέψει ο Άη-Γιώργης.
     Η ώρα ήταν τρισήμιση και το βαπόρι δεν έλεγε να ξεκολλήσει από ωρισμένα νησιά. Πήγα από την άλλη μεριά του πλοίου, είπα σκύβοντας όσα τραγούδια ελαφρά και σοβαρά ήξερα, είπα και μερικά του Χατζιδάκι, πέρασα έτσι μισή ώρα με ευχάριστη μουσική και ξαναπήγα από την άλλη μεριά. Ήμασταν ακόμα εκεί. Φαίνεται ότι εκεί κοντά θα είχε βυθιστεί κανένα καράβι που μετέφερε κόλλα και εμπόδιζε τις έλικες του ‘Καραϊσκάκη’. Το ίδιο έγινε κι έξω από την Τζιά.
     Πήγα ξανά στο χάρτη, μελέτησα πάλι καλά κι έβγαλα ξανά αποτελέσματα άλλ’ αντ’ άλλων. Σύμφωνα μ’ αυτά η Αλεξάνδρεια πρέπει να ήταν πολύ κοντά μας. Ζήτησα τα κιάλια και μου φάνηκε πως είδα κι ανθρώπους με φέσι. Τώρα, Αιγύπτιοι ήταν; Τούρκοι κάτοικοι της Σμύρνης ήταν ή Καρπάθιοι με τις τοπικές τους στολές; Αυτό δεν μπόρεσα να το ξεχωρίσω καλά. Έτριψα καλά τους φακούς και ξανακοίταξα. Ήταν κατακόκκινα και μεγάλα. Έβγαλα επιφώνημα θαυμασμού…
 -“Πέτρο, κοίτα και συ…”
 -“Τί έπαθες“, μου λέει, “και κοιτάζεις συνέχεια τα καφάσια με τις ντομάτες; Δεν βρήκες τίποτ’ άλλο να κοιτάξεις; Ντομάτες είναι και τις πάνε στη Σύρο…”
     Έδωσα απογοητευμένος τα κιάλια πίσω. Πράγματι, όλο το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κασέλες με ντομάτες, φρούτα και κιβώτια με ψαροκασέλες. Πάλι καλά που δεν είδα καμμιά μαρίδα, φάλαινα. Θ’ αναστάτωνα το πλοίο κι ίσως να μου πέφταν τα κιάλια στη θάλασσα.
     Κατά τις πέντε φάνηκε, επιτέλους, μακριά η Σύρος. Φώναξα γη και το είπα και στους άλλους. Σε μια ώρα το πολύ θα πατούσαμε χώμα μετά από τόσο βασανιστικό και ριψοκίνδυνο ταξίδι στο Αχανές Αιγαίο.



     Το βαπόρι εις την Σύρον μπήκε Συρίζον και Σύρον κι εγώ τα βήματά μου και Σύρον παραλλήλως και την βαλίτσαν, κατήλθον εις την Σύρον.
     Ήμουν λιγάκι εκνευρισμένος, διότι προ ολίγου ακριβώς είχα μιαν οξυτάτη συζήτηση με μια νεαρή Γαλλίδα, την οποία έβαλα στη θέση της καταλλήλως. Ήμασταν διάφοροι επιβάται στη γέφυρα του πλοίου κι εγώ, εν τη επιθυμία μου να την διευκολύνω, της είπα δείχνοντάς της τον υπέροχον όγκο του νησιού, χωρίς καμμιάν ύστεροβουλία:
 -“Ισί, μαμζέλ, λα ιλ ντε Συρ“.
 -“Βου ζετ Συρ;” με ρώτησε (δηλαδή αν είμαι από την Σύρον).
 -“Νο“, απάντησα, “ζε σουί Ατέν“. (από τας Αθήνας).
     Και την έβαλα στη θέση της, διότι, απ’ ό,τι κατάλαβα, είχε διάθεσιν ερωτοτροπίας. Αι Γαλλίδαι, γενικώς, νομίζω ότι ξεκινούν από την πατρίδα των με εσφαλμένην γνώμην περί Ελλήνων. Νομίζουν ότι όλοι oι Έλληνες πίπτουν θύματα της γοητείας των κι αυτός ίσως ήτο κι ο λόγος της αδιακρίτου ερωτήσεώς της.
     Η Σύρος δεν είναι μεγάλο νησί. Αλλά ούτε και μικρό είναι. Μάλλον μέτριο μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Τήνο. Οι άνθρωποι που το κατοικούν μοιάζουν σαν κι εμάς και ντύνονται όπως εμείς. Η στολή δε των ναυτών μοιάζει καταπληκτικά με την στολήν των Ελλήνων ναυτών. Μίλησα με αρκετούς κατοίκους στην γλώσσα τους. Δείχνουν φιλήσυχοι κι ευγενείς, χωρίς αγρίας διαθέσεις. Καννίβαλον δεν είδα πουθενά. Δεν ξέρω τί γίνεται εις το εσωτερικόν της νήσου, διότι δεν πρόλαβα να το εξερευνήσω όλο, αλλά πιστεύω ότι κι εκεί δεν θα υπάρχουν.
     Ρώτησα για ταμ-ταμ.
 -“Όχι“, με διαβεβαίωσαν. “Μόνον μπαμ-μπαμ κάθε Πάσχα, αλλά κι αυτό με τον καιρό κοντεύει να εκλείψει“.
     Μικροδιαφοραί, δηλαδή, διότι αν το μπαμ-μπαμ ελέγετο μπαμ-μπουμ, θα ήτο παρόμοιο με το δικό μας Πάσχα της Ορθοδοξίας.
     Παρ’ όλο που έπειτα από τόσο μεγάλο ταξίδι είχα γίνει ένα είδος Σεβάχ Θαλασσινού, ομολογώ ότι ετρόμαξα όταν αντίκρυσα το τελώνιον. Ο Πέτρος με καθησύχασε λέγοντάς μου ότι είναι το Τελωνείον και μου συνέστησε να διαβάζω προσεκτικώτερα. Αλλά βλέποντάς το έτσι με κεφαλαία νομίζω πως οποιοσδήποτε ναυτικός με πείραν θα το πάθαινε και θα το περνούσε για κατοικία του τελωνίου, που το φαντάσθηκα αμέσως άγριο σε εμφάνιση με φολιδωτό σώμα.
     Οι κάτοικοι αντί κρέας, τρώγουν ζώα που βόσκουν εις την θάλασσαν, τα οποία ονομάζουν ‘ψάρυα’ και τα μαγειρεύουν σ’ ένα γραφικό αντικείμενο με λαβή, που όλοι στο νησί αυτό, το φωνάζουν ‘τυγάνυ’, άγνωστον γιατί. Όταν θέλουν να τα φάνε, βάζουν μέσα στο ‘τυγάνυ’ ένα πράμα κίτρινο, που το λένε ‘λάδυ’, ρίχνουν τα ‘ψάρυα’, μετά ανοίγουν το στόμα τους, τα βάζουν μέσα, τα μασσάνε και τα τρώνε. Μετά τα χωνεύουν. Δεν έκατσα πολλήν ώρα στό νησί και δεν έμαθα τι κάνουν κατόπιν.
     Θέλησα να παρακολουθήσω πως τα μαγειρεύουν. Στην προκυμαία, έκαιγε μια φωτιά και μια κάτοικος του νησιού, αφού έβαλε ‘λάδυ’ μέσα στο ‘τυγάνυ’, έρριξε μέσα μερικά ‘ψάρυα’. Με είδε που κοίταζα περίεργα καί μου είπε:
 -“Προσέξτε τα, σας παρακαλώ“. Κι αυτή πήγε να μιλήσει με κάποια άλλη.
    Εγώ έκατσα κάτω και έκπληκτος τα πρόσεχα. Πρόσεξα πρώτα πως κοκκίνισαν. Μετά το χρώμα τους ήρθε προς το καφέ σκούρο. Μετά πρόσεξα που άρχισαν να μαζεύουν, να μαζεύουν και τελικά να μαυρίζουν. “Βρέ τί μυστήριο φαΐ είν’ αύτό;” σκέφτηκα. “Πώς το τρώνε έτσι μαύρο; Τί γεύση άραγε να έχει“;
     Το ‘τυγάνυ’ τώρα έβγαζε μαύρο καπνό και μέσα τα ‘ψάρυα’ έμοιαζαν με μικρά κάρβουνα. Εγώ εξακολουθούσα να προσέχω, χωρίς να ξεκολλάω τα μάτια μου από το ‘τυγάνυ’. Σε λίγο ήρθε η γυναίκα. Πήρε τό ‘τυγάνυ’ κι έρριξε όλο το περιεχόμενο στη θάλασσα.
 -“Τα κάψατε“, μου είπε.
     Πήρα τα πόδια μου συντετριμμένος κι έξερεύνησα το υπόλοιπο νησί. Σε κάποιο μαγαζί μπήκε ένας έπιβάτης του βαποριού, ξένος κι άγόρασε ένα κουτί που το είπε ‘θένκιου’. Ζήτησα κι εγώ ένα ‘θένκιου’ κι όταν αργότερα ανέβηκα στο βαπόρι, αντελήφθην ότι στη διάλεκτο του νησιού αυτού, ‘θένκιου’ λένε τα λουκούμια.
     Προσέφερα στό φίλο μου.
 -“Πέτρο, θα πάρεις ένα ‘θένκιου“;
     Ο Πέτρος πήρε ένα ‘θένκιου’, λέγων λουκούμι. (Συριανά ευχαριστώ). Για έναν που δεν ξέρει, βλέποντας το θένκιου, θα πει πως πρόκειται για λουκούμι. Κι όμως σαν τα Συριανά θένκιου, αμφιβάλλω αν υπάρχουν σ’ άλλα νησιά. Σε πολλά, βάζουν μέσα τριαντάφυλλο, σ’ άλλα πάλι καρύδι ή φιστίκι κι έτσι τα θένκιου αποκτούν ένα θαυμάσιο άρωμα. Μέτρησα κάπου είκοσι μαγαζιά που πουλάνε αυτό το είδος και σχεδόν όλα είναι βραβευμένα σε Διεθνείς Εκθέσεις. Αβράβευτο θένκιου δεν πουλιέται πουθενά, ούτε αβράβευτη χαλβαδόπιττα.
     Με μεγάλες προφυλάξεις προχώρησα στο εσωτερικό της πόλεως. Βρέθηκα σε μια μεγάλη πλατεία μ’ ένα μεγάλο κτίριο με σκαλοπάτια όπερας. Εδώ μένει ο Δήμαρχος των Ιθαγενών του νησιού. Μπροστά είχε μιαν εξέδρα μαρμάρινη, για τους μουσικούς των ταμ-ταμ. Δίπλα σ’ αυτήν, σ’ ένα ψηλό βάθρο, το άγαλμα κάποιου ήρωός των. Στη βάση του αγάλματος με συριανά γράμματα έγραφε:

                                          ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ

     Μιαούλης στη διάλεκτό τους θα πει, αυτός που πολέμησε τους εχθρούς, λευτέρωσε την πατρίδα του, άνοιξε τις θάλασσες για να μπορεί να μεταφέρεται παντού το θένκιου και να μαγειρεύουν οι ντόπιοι ελεύθεροι τα ‘ψάρυα’ με το ‘τυγάνυ’.
     Το ίδιο πάνω-κάτω σημαίνει και το ΚΑΝΑΡΗΣ και ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ.
     Κι όπως οι τρεις αυτοι ήρωες υπηρέτησαν τους Έλληνες τότε, έτσι και τα βαπόρια που φέρνουν σήμερα τα ονόματά τους έξακολουθούν να υπηρετούν την Ελλάδα και να μεταφέρουν ελεύθερους ανθρώπους σ’ ελεύθερα νησιά.
     Ας άφήσουμε τώρα την υπόλοιπη εξερεύνηση στα ενδότερα του νησιού κι ας γυρίσουμε σιγά-σιγά στον ήρωα Καραίσκον, μη τυχόν φύγει και μας αφήσει ξένους μεταξύ αγνώστων στην ηρωϊκή Σύρον, διότι από το τελώνιόν της, μέχρι το τελώνιον της ηρωϊκής Τήνου η απόστασις είναι περίπου είκοσι ηρωικά χιλιόμετρα ηρωικής κολυμβήσεως για έναν που δεν έχει ναύλα.
     Έπειτα κι ολόκληρη η περιοχή εκείνη λένε πως έχει ‘ψάρυα’ που δεν διακρίνονται για τον φιλελληνισμό τους.

                                                    Τήνος




     Σε μια ώρα ο οπλαρχηγός Καραΐσκος, μας πέταξε απέναντι. Σφύριξε κλέφτικα κατά τή συνήθειά του κι ο μισός πληθυσμός κατέβηκε στο λιμάνι να υποδεχθεί τους θαλασσοπόρους. Εδώ έγινε το αντίστροφο της αφίξεως του Κολόμβου. Oι Ιθαγενείς του τροπικού αυτού νησιού μας υποδέχτηκαν με κομπολόγια, χάντρες, αλυσίδες, σταυρουδάκια και πολύχρωμα κορδελλάκια.
     Και η Τήνος δεν είναι μεγάλο νησί. Αλλά ούτε και μικρό είναι. Μάλλον μέτριο μπορεί να το πει κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Σύρο.
     Τράβηξα τρέχοντας τον ανήφορο για το μοναστήρι. Στη μέση έκοψα γιατί δεν ανέβαινα φαίνεται με παλμό και λαχάνιασα. Στον κατήφορο έκανα ωραία εκκίνησι αντιθέτως και είχα πολύ ωραίο στυλ.
     Ήθελα να δω την περίφημη Παναγία της Τήνου, που έκανε τόσα θαύματα και να δω, τέλος πάντων, τί πράμα είναι αυτό το Μοναστήρι.
     Μπήκα πρώτα στο πρώτο πάτωμα.
     Είχα την έντύπωση πως έμπαινα σε μεγάλο Ενεχυροδανειστήριο. Παντού σε σύρματα εκατοντάδες καντήλες κι από κάτω τ’ ασημένια αφιερώματα. Ομοιώματα καραβιών, ποδιών, χεριών, βαρελιών, τσαμπιών σταφυλιών και μικρών παιδιών. Απέναντι στο Ιερό, τεράστιες εικόνες με αγίους και Παναγίες κουκουλωμένες με ασημένια παλτά και μαυρισμένες μορφές σαν μελανιασμένες από το κρύο.
     Άστραποβολούσε ολόκληρος ο ναός σα χρυσοχοείο πολυτελείας. Έκατσα στην ουρά για να προσκυνήσω τη θαυματουργή εικόνα. Μπροστά στην εικόνα καθόταν ένας διάκος μ’ ένα μπαμπάκι και σκούπιζε τα αποτυπώματα των φιλημάτων του καθενός.
     Στο κάτω πάτωμα του ναού ήταν το μέρος όπου βρέθηκε κατά το θρύλο η θαυματουργή εικόνα. Την είχαν σκεπασμένη μ’ ένα καπάκι. Δίπλα σ’ ένα κουτί ύπήρχε χώμα του μέρους που βρέθηκε. Είχε χρώμα σοκολάτας σαν καστανόχωμα πολυτελείας Το βάθος του μικρού αυτού πηγαδιού έφτανε το μισό μέτρο και δίπλα ήταν μια πηγή με κρύο νερό που ανάβρυζε απ’ τη γη. Ο κόσμος με ευλάβεια γέμιζε κάτι μικρά μπουκαλάκια πολύχρωμα, πλεγμένα με χόρτο.
     Επτά εκατομμύρια δραχμές έπιασε πέρσι το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας από τις έκποιήσεις των αφιερωμάτων. Δηλαδή είκοσι χιλιάδες χρυσές λίρες. Και τα χρήματα αυτά έγιναν έργα, υποτροφίες, κτίρια, σχολές. Κατεβαίνοντας είδα το “Ευγηρείας Πρόνοια” της Τήνου κι ένα μεγάλο σχολείο συγχρονισμένο. Παντού ταμπέλες που μαρτυράνε για τα έργα που πραγματοποίησαν οι σύγχρονοι αυτοί Δελφοί με τη βοήθεια των Πανελληνίων αφιερωμάτων.
     Σε αποθήκες, μας είπαν, υπάρχουν στοιβαγμένα τα τάματα που πρόκειται να εκποιηθούν και να ρευστοποιηθούν κάθε χρόνο. Μας έδωσαν διάφορα έντυπα πληροφοριακά, αλλά να μη σας κουράσω με τέτοια.
     Σας είπα τα κυριώτερα και πιο εντυπωσιακά. Εκτός αν ενδιαφέρεσθε να μάθετε πόσα πιάσαν από δαχτυλίδια, πόσα από καρφίτσες και πόσα από κολλιέδες και βραχιόλια. Η απορία σας μπορεί να λυθεί επί τόπου.
     Πάρτε ένα καράβι κι ελάτε στην Τήνο και κάντε σούμες και πολλαπλασιασμούς με την ησυχία σας στο λιμάνι, τρώγοντας και λουκουμάδες. Εγώ ευχαρίστως να σας δώσω το μολυβάκι μου. Πέραντούτου, δεν θα μπορέσω να σας βοηθήσω ούτε να σας κάνω παρέα.
     Πρέπει να εξυπηρετήσω αυτήν την νέα κοπέλλα που μοιάζει Γερμανίδα και κοιτάζει σα χαμένη την εκκλησία απ’ έξω…
 -“Μπίτε σόιν, φροϋλάϊν, διζ εγκλίζ, βέρυ βέρυ παλιό…”
     Κι η κοπέλλα με τα γαλανά μάτια, κάθεται κι ακούει σαν μαγεμένη την ιστορία του μοναστηριού της Τήνου από διερμηνέα διπλωματούχον της διαλέκτου ‘Χαρμάνι’.
 -“Σέτ μοναστέρ, αβέκ μποκού φενέτρ εντ βέρυ μπιγκ ντορ, φροϋλάιν, εν φουά
Μουσολίνι, Μουσολίνι νιξ καλό, μπούμ – μπούμ, Έλλη, άλλες παραλία καπούτ, φροϋλάϊν
…”
 -“Αχ, ζόο…”
 -“Για, για φροϋλάϊν. Άιν, τσβάϊχ, ντράϊ τορπίντο, μπουμ-μπουμ όλο φροϋλάιν“.
     Μιλούσα και η φροϋλάιν κρεμόταν απ’ τα χείλη μου. Της μίλησα με πάθος για την θαυματουργή εικόνα και τελικά την έχασα.
     Ή τράβηξε για το βαπόρι ή για την εκκλησία να παρακαλέσει τη Μεγαλόχαρη να μπορεί να καταλαβαίνει τους τρίγλωσσους τσιτσερόνε.
     Μερικά πιτσιρίκια που ήταν γύρω και άκουγαν να εξηγώ στην κοπέλλα, με βγάλαν από αμφιβολίες:
 -“Μίστερ Αμέρικαν, κοπέλλα Καραϊσκάκης κάτω…”
 -“Θενκ γιου, μπόυς. Εφκαριστώ. Εσείς γκουντ παιντιά… Μπάϊ – Μπάϊ“.

——————————————————————————————-

                                      Τα Σκίτσα Του




 



























Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *