Δρακοπούλου Θεώνη ‘Μυρτιώτισσα’: Δυναμική Σύγχρονη Σαπφώ

Βιογραφικό

     Η Μυρτιώτισσα ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και τα ερωτικά της ποιήματα. Από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης.
     Η Θεώνη Δρακοπούλου όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1885 στο Μπεμπέκι, προάστιο της Πόλης. Ο πατέρας της, Αριστομένης Δρακόπουλος, ήτανε γιος της Θεώνης Καλαμογδάρτη κι εγγονός του Ανδρέα Καλαμογδάρτη, γόνου αρχοντικής Πατρινής οικογένειας. Ήτανε διπλωμάτης κι υπηρετούσεν εκεί ως πρώτος διερμηνέας της Ελληνικής Πρεσβείας. Είχεν όλα τα μέσα και τη καλλιέργεια να της προσφέρει τη μόρφωση που απαιτούσεν η πρώιμη καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία. 6 χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή 2 χρόνων στο νησί, η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλ της Πλάκας.



     Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς τη ποίηση και το θέατρο. Στα 16 προκάλεσε θόρυβο γύρω απ’ τ’ όνομά της, όταν απήγγειλε στον Παρνασσό το ποίημα του Παλαμά, ΞύπναΞύπνα, -ένα σπαραξικάρδιο θρηνολόγημα για το παιδί του. Τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές στην Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα στη Βασιλική Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου. Στη συνέχεια πήρε μέρος σ’ ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Γράφει η ίδια για κείνη τη περίοδο:

   “[….] Λάβαινα μέρος εδώ κι εκεί σε κάτι ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίων δραμάτων κι αργότερα πάλι σε καλλίτερο και καλλιτεχνικότερο επίπεδο με τον καταπληχτικό Χρηστομάνο. Λέγανε πως είχα ταλέντο, μα δε μ’ άφησαν να το καλλιεργήσω. Έπειτα βιαστικά, σα να με είχανε πάρει τα χρόνια, με πάντρεψαν. Είναι ωστόσο βέβαιο πως εγώ προετοίμασα στο γιο μου το δρόμο που τονε πέρασε μετά τόσο θριαμβευτικά, γιατί ως την ώρα που το γέννησα, το μόνο πράγμα που μ’ απασχολούσε, το μόνο που πρόσεξα στο Παρίσι, σε κείνη τη μεγαλούπολη που πήγα μετά το γάμο μου, ήτανε το θέατρο. Ο γάμος μου στάθηκε άτυχος. Εγώ η ίδια δέχτηκα να παντρευτώ ένα ξάδερφό μου που ‘χε έρθει τότε απ’ το Παρίσι να μας δει και τονε προτίμησα απ’ όλους τους νέους που γνώριζα. Δεν τον αγάπησα, όμως έλεγα πως το συγγενικό μας αίμα θα ‘σμιγε σιγά-σιγά και τις ψυχές μας. Είχα άδικο. Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, όσο κι αν αγάπησε και φρόντισε κι αυτός όπως μπορούσε τη μόρφωση του παιδιού μας, στο βάθος έμεινε ξένος για μένα. Αγαπούσε ωστόσο κι αυτός πολύ το θέατρο και με βοήθησε στο Παρίσι να πηγαίνω και ν’ ακούω τα μαθήματα που δίνανε φτασμένοι ηθοποιοί στην επίσημη Δραματική Σχολή του Κράτους. Οι καλλίτερές μου ώρες ήταν εκείνες που περνούσα σε κείνη την αίθουσα.



     Την ίδια εποχή ερωτεύεται τον κατά 6 χρόνια μεγαλύτερό της ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη (1875-1909). Ο έρωτάς τους θα ‘χει άδοξο τέλος, μετά τις απειλές της οικογένειάς της προς τον νεαρό ποιητή από τη Λειβαδιά, για διακοπή της σχέσης του. Το 1903 η 18χρονη τότε Θεώνη ερωτεύεται παθιασμένα τον 36χρονο, ήδη επιτυχημένο συγγραφέα Γρηγόρη Ξενόπουλο. Αυτός όμως είχε μόλις νυμφευτεί τη Χριστίνα Κανελλοπούλου, τη 2η σύζυγό του. Η σύντομη αλλά θυελλώδης σχέση τους δεν κράτησε πολύ αλλά παραμένει θρυλική για όσα έγραψε (ποιήματα κι επιστολές) η νέα γυναίκα για το αντικείμενο του έρωτά της. Για τον Ξενόπουλο δεν έγραψε μόνο ερωτικά ποιήματα αλλά και μερικές από τις διασημότερες ερωτικές επιστολές που έχουνε γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Εκείνος περιέγραψε τη σχέση τους (αλλάζοντας τα ονόματα) στο περίφημο μυθιστόρημά του Οι Μυστικοί Αρραβώνες που δημοσιεύθηκε το 1915 και περιελάμβανε μέσα αποσπάσματα από τις επιστολές της. Όταν το 1938 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του αποκάλυψε για 1η φορά πως η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος ήταν στη πραγματικότητα η Μυρτιώτισσα κι οι περίφημες επιστολές ήτανε γραμμένες απ’ αυτήν.

     Μετά το χωρισμό τους αποφάσισε να γίνει ηθοποιός -έλαβε μάλιστα μέρος και σε θεατρικές παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου (Το 1904 έλαβε μέρος στη παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή κι έπαιξεν επίσης στο Δημοτικό και το Εθνικό Θέατρο) αλλά η οικογένειά της αντέδρασε. Την ανάγκασε να σταματήσει και να παντρευτεί το μακρυνό εξάδελφό της Σπύρο Παππά. Εκείνος που υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα, ζούσε μόνιμα στο Παρίσι κι αγαπούσε το θέατρο, έτσι της επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές της στη Γαλλική Κρατική Δραματική Σχολή. Μαζί απέκτησαν ένα παιδί, τον Γιώργο. Όμως ένας γάμος χωρίς έρωτα δεν μπορούσε να κρατήσει για τη Θεώνη. Ο γάμος της  ήτανε βραχύβιος, αφού έγινε παρά τη θέλησή της και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σαν καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. 
     Το μοναχοπαίδι τους ήταν ο μεγάλος ηθοποιός του θεάτρου Γιώργος Παππάς (ο ηθοποιός που τόσο παράφορα ερωτεύτηκε η Μελίνα Μερκούρη ώστε αποφάσισε να γίνει κι αυτή ηθοποιός). Η Θεώνη ήτανε παραπάνω από περήφανη για το γιο της που κατάφερε να πραγματοποιήσει το δικό της νεανικό όνειρο. Όμως ο γιος της, στο απόγειο της καρριέρας του, επικεφαλής του θιάσου Γιώργος Παππάς-Έλλη Λαμπέτη-Δημήτρης Χορν πέθανε στα 55 μόλις (1903-1958). Το πλήγμα για τη ποιήτρια ήταν αβάσταχτο.


 
     Ατυχίες οικογενειακές την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη σκηνή, να δοθεί στη περιπλάνηση και τη παρηγοριά των ταξιδιών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία κι ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά το δραματικό θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου το 1912 σ τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Μυρτιώτισσα στράφηκε στη ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθειά φιλία που τη συνέδεε με τον Παλαμά, που της στάθηκε καθοδηγητής, στη ποιητική της πορεία, από την ηλικία των 27 κι ύστερα. Στη συνέχεια και για 6 χρόνια εργάστηκεν ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ελληνικόν Ωδείο.

     Αν η βιογραφία της δεν έχει να παρουσιάσει εντυπωσιακά απρόοπτα, ποικίλες όμως είναι οι φάσεις  από τις οποίες πέρασεν η ψυχική της περιπέτεια, ανακλάσεις της οποίας συναντούμε στα ποιήματά της. Οι στίχοι της, -μαζί με κείνους της Δάφνη– ήταν η 1η ουσιαστική κι αξιόλογη προσφορά γυναικείας τέχνης στο τόπο μας. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά της Αλεξανδρείας: “ΓΡΑΜΜΑΤΑ”, “ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΤΕΧΝΗ” καθώς επίσης και με τα δικά μας: “ΝΟΥΜΑ”, “ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ” και σ’ αραιά διαστήματα, με νεότερα περιοδικά κι εφημερίδες. Δίνοντας ένα συνεχές παρών αποδείχτηκε σημαντικά πολύγραφη μεταξύ των άλλων γυναικών συναδέλφων της, απόχτησε δε το τίτλο της αντιπροσωπευτικής Ελληνίδας ποιήτριας, χαρακτηριζομένη μάλιστα ως η νέα Σαπφώ, στην εποχή της. Σημαντικό να προσθέσουμε πως ο μέγας ποιητής της εποχής, Κωστής Παλαμάς, έσπευδε να προλογίζει μαγεμένος το κάθε της βιβλίο, πράγμα που δείχνει από μόνο του τη μεγάλη σπουδαιότητα αυτής της γυναικείας τρυφερής λαλιάς.


     Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για τα Δώρα Της Αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές. Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξέδωσε το βιβλίο Ο Γιώργος Παππάς Στα Παιδικά Του Χρόνια (1962). Ασχολήθηκε, επίσης, με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών κι ελλήνων κλασικών, που δημοσιευτήκανε σε περιοδικά ή κυκλοφορήσανε σε αυτοτελή βιβλία. Εξέδωσεν επίσης τα ποιητικά έργα Τραγούδια (1919), Κίτρινες Φλόγες (1925) (με πρόλογο του Παλαμά1925), Δώρα Της Αγάπης (1932Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών) και Κραυγές (1939, Κρατικό Βραβείο) ενώ το 1953 κυκλοφόρησε ένα συγκεντρωτικό έργο με τίτλο Ποιήματα.



     Τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπέφερε από διαβήτη. Πέθανε έπειτα από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα Κυριακή 4 Αυγούστου 1968, σε ηλικία 83 ετών. Η ταφή της έγινε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Δρακοπούλου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το αρχείο της οικογένειας Καλαμογδάρτη δώρισε τα Ποιήματα στο ξάδελφό της Γεώργιο Παπαδιαμαντόπουλο κι αυτός με τη σειρά του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
     Η ποίηση της αποτελεί σταθμό στο γυναικείο νεοελληνικό ποιητικό λόγο, ενώ ήτανε και διέξοδος στο ρομαντικό και συναισθηματικό χαρακτήρα της. Τα ποιήματά της είναι αμιγώς ερωτικά και συγκινούν με τη γνησιότητα της λαϊκής ιδιοσυγκρασίας της. Κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρως-θάνατος. Άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, κατεξοχήν ερωτική ποιήτρια, έγραφε με πάθος κι ειλικρίνεια για τον έρωτα, απελπισμένα. Όπως  παρατήρησε κι ο Παλαμάς, δεν επιμένει, ιδίως στις 1ες της συλλογές, στην επεξεργασία του στίχων και παρουσιάζει χαλαρότητα στο ύφος, μειονεκτήματα, που καλύπτονται συχνά από τον πηγαίο θερμό λυρισμό της.



     Οι σχέσεις της (ερωτικές ή πλατωνικές) με άλλους ποιητές και συγγραφείς την καθόρισαν. Μετά το διαζύγιό της την περίμενε ένας άλλος καθοριστικός γι’ αυτήν έρωτας με το Μαβίλη. Γι’ αυτόν γράφει ένα από τα διασημότερα ποιήματά της: Σ’ Αγαπώ. Ήταν μόνον 27 όταν ο 52χρονος Μαβίλης σκοτώνεται στη μάχη του Δρίσκου στη διάρκεια του 1ου Βαλκανικού Πολέμου στον οποίο κατετάγη ως εθελοντής. Ο Καζαντζάκης την αποκάλεσε “σταυρωμένη ποιήτρια της αγάπης“. Η μακρόχρονη φιλία με τον Παλαμά, η γνωριμία με: ΠαπαδιαμάντηΣικελιανό και  Καβάφη τη σημάδεψαν ενώ ήταν αυτή που φρόντισε στις τελευταίες ώρες της ζωής της στο σανατόριο την επίσης μεγάλη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη.

===============

           Τί Άλλο Καλέ Μου…  *

Τί άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
-κι ας είσαι νεκρός- πλημμυρούν από Σένα;

Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!

Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.

* (τούτο το ποίημα γράφτηκε μάλλον για το Λορέντζο Μαβίλη κι ανήκει στη ποιητική συλλογή της: Κίτρινες Φλόγες” που εκδόθηκε πρώτη φορά το 192513 χρόνια μετά τον θάνατο του.)

Νεκρέ Έρωτά Μου!

Νύχτα, φεγγάρι,
και συ μπροστά μου
ζωντανεμένος,
νεκρέ Έρωτά μου!

Κάτι μου δείχνει
το θείο σου χέρι,
πότε το κύμα
πότ’ ένα αστέρι.

Σου λέω: “Καλέ μου
άργησες τόσο!
Τί θα μπορέσω
πια να σου δώσω
“;

Μου λες: “Το φως μου
θα σε φωτίζει
κι η άυλη ζωή μου
θα σε στολίζει
“!

Και περπατούμε
και το φεγγάρι
μας στεφανώνει
ουράνια χάρη!

Ξάφνου σε χάνω.
Κι αντικρινά μου
το ξέρο δέντρο
για συντροφιά μου!

              Ποιός Είσαι Συ;

Ποιός είσαι συ που στάθηκες πεισματικά μπροστά μου,
και των ματιών σου τα πετράδια
σαν πυρωμένα κάρβουνα ξεσκίζουν και τρυπούν
τα τρίδιπλά μου τα σκοτάδια;
Ποιός είσαι συ που τάραξες βαθιά τη μοναξιά μου;

Δε βλέπεις απ’ τον κόσμο αυτό πως είμαι πια φευγάτη;
Μήτε γυρεύω τίποτα, μήτε μπορώ να δώσω.
Τα φλογισμένα μάτια σου του κάκου με πονούν.
Και μοναχά το χέρι να σ’ απλώσω,
θα ’ναι κι αυτό μια βδελυρή, που δε μου στέκει, απάτη.

Το ντύμα μου το σάρκινο, μου το ‘λυωσε η ψυχή μου,
κι έπεσε απάνω του βαρύς της λησμονιάς ο λίθος.
Τα γήινα τα στολίδια μου ξεφτίσανε κι αυτά.
κι είν’ η καρδιά σε τέτοιο βύθος!
Φύγε, το δρόμο τώρα πια θα πάρω μοναχή μου.

Είμαι του ίδιου μου εαυτού μια ανάλαφρη σκιά,
νεράκι π’ αργοσώνουμαι μακρυά από τη πηγή μου.
Γύρισε πίσω, εγώ τραβώ για τ’ άυλα τα νησιά.
Κι αν μου τρυπά τα σπλάγχνα μου του πόθου σου η ματιά,
του κάκου! στάλα αιμάτινη δεν τρέχει απ’ τη πληγή μου.

      Μηδ’ Ο Πόνος μου…

Μήδ’ ο πόνος μου δε σε κρατά
μηδέ πια τα δάκριά μου,
κάθε μέρα φεύγεις μακριά
κι όλο πιο μακριά μου.

Τυλιγμένον μες στη συγνεφιά
και στη καταχνιάν, αλλοιά μου
δε σε ξεχωρίζει καθαρά
η θαμπή ματιά μου.

Κι αν χαθείς για με παντοτινά
θλιβερέ Έρωτά μου,
πάνε της ψυχής μου τα φτερά,
πάει και το χρυσάφι της καρδιάς μου…

         Τα Βήματα

Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα
που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.

Τα βήματα, τα βήματά σου,
μες στ’ όνειρά μου τρομαγμένα,
φτάνουν σε μένα.
Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.

            Πάθος

Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.

Μες στα χέρια -τα χέρια σου-
τα γερά τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σα πουλιά λαβωμένα!

Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι αντρειωμένο,
πως το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.

                     Στο Γιο Μου…  **

Τα πλοία που λαχτάριζες μακρυά για να σε φέρουν
στις χώρες που ‘ν’ σαν όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν

κάθε παιδιού τη νια καρδιά π’ όλο ποθεί και θέλει
να δει, ν’ αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!

Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σ’ ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου και τον καημό μου πνίγω.

Μα είναι μεγάλος μου καημός κι είναι πικρή η ψυχή μου…
Ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ τη πνοή μου.

Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου.

Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να ‘ρχεται βαριά και να με ζώνει…

** (ο γιος της ήταν ο γνωστός τότε πρωταγωνιστής του δραματικού θεάτρου Γιώργος Παππάς)

              Voluptas

Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι ‘γω.
Μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι ‘γω.

Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι επάνω του -μεθυστικό πιοτό-
χυμένο τ’ αλαβάστρινό σου σώμα.
Όμως αγάπη μη γυρεύετε απο μένα,
δε θα με δείτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.

Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμίες
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
μες στα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρια δε θέλω, δε ζητώ,
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.

Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα από της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη.

       Σ’ Αγαπώ…

Σ’ αγαπώ, δε μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου ‘δώ
με λαχτάρα σκορπώ
το πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ω! Μελίσσι μου! Πιές
απ’ αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου, να!
στα προσφέρω δετά
για να γύρεις γλυκά
το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά,
κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, καλέ,
πάρε όλην εμέ,
σβήσ’ τη φλόγα σε με
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ’ αγροικώ
να κυλά στο ρυθμό
της καρδιάς σου…

Σ’ αγαπώ, τί μπορώ,
ακριβέ, να σου πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;
                   (Κίτρινες Φλόγες)

    Έρωτας Τάχα…

Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σα βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;

Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω μου το κλει
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;

Έρωτας να ‘ν’ ή συφορά
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που χει φορέσει
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;

Μα ό,τι και να ‘ναι το ποθώ
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που ‘ν’ από σένα,
θα γίν’ υπέρτατο αγαθό
στα πόδια σου αν σωριαστώ
τ’ αγαπημένα… 
                      (Τα Δώρα Της Αγάπης)

Κωμικοτραγική Συνέχεια

Όταν κατασιγάστηκε το πάθος,
η ερωτική μας έληξε ιστορία.
Απ’ της ψυχής μου ξέφυγες το βάθος
και σου ‘γινα μια ξένη, μια Κυρία.

Μ’ απ’ της καρδιάς την ακαταστασία
κι απ’ τ’ αναστατωμένα τα μυαλά μου
νοιώθω πως -ω, η αιώνια τραγωδία!-
με ρύθμιζε μονάχα το αίσθημά μου.

Κι όμως για χρόνια ίσως υπάρχει ακόμα
η ξεχαρβαλωμένη μηχανή μου.
Μια μαριονέττα με ξυλένιο στόμα,
γελώ σαν μου τραβούνε το σχοινί μου.

Γράφω και στίχους, τραγουδώ τη Φύση
που απ’ τα κλειστά μου τζάμια τη κοιτάζω,
αυτή, που μ’ είχε απόλυτα μεθύσει
κι ακόμα απ’ τ’ άρωμά της ευωδιάζω!

Τη μόνωση αποφεύγω που ποθούσα,
μην ανταμώσω κει τον εαυτό μου.
(Αλήθεια, πάντα ωστόσο ανησυχούσα
γι’ αυτόν τον ακατάλυτον οχτρό μου.)

Των σαλονιών ρουφώ την ατμοσφαίρα,
με θέλγουνε των κοριτσιών τα νιάτα,
τραβά τη προσοχή μου μια τσαγιέρα,
που τη κρατάν δυο χέρια ντελικάτα.

Με παίρνουν στη ταβέρνα ποιητάδες,
πίνω κρασί και σάμπως να ξεχνιέμαι,
μιλώ με θέρμη, μπαίνω στους καυγάδες
τους φιλολογικούς και λέω… και λέμε…

Κι είναι μαζί και θλιβερό κι αστείο,
να συνεχίζουμ’ έτσι αυτή τη ζήση,
εμείς, που πια ξοφλήσαμε απ’ το βίο,
σαν έχουμε θανάσιμα αγαπήσει!

         Θα Ξεχάσω Ποτέ;

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα
με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,
με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη
που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;

Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;

Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;

Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;

Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα
τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,
τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,
κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,

Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη  μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;

          Ω Ναι Το Ξέρω

Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε
θε να ‘ρθει ωραίος!
Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται
να είναι τυχαίος.

Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη
τ’ Απριλομάη,
τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα
θα κελαηδάει.

Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσσινα
φύλλα στη λεύκα,
και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,
πλήθος τα πεύκα.

Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος
κάτω απ’ τη φλούδα,
ήρεμη θα ‘ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη
σαν πεταλούδα.

Κύριε“, θα πω, “στη ζήση μου αν επόνεσα,
έφτασ’ η ώρα,
το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου
τ’ αγγίζει τώρα!”.

Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο
διάπλατο μπρος μου,
θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσο ολάκερο,
κόσμος δικός μου.

Κι ενώ το “χαίρε” τους γαλήνιο, απίκραντο,
θα ηχεί βαθιά μου
γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα
στη κάμαρά μου…

          Άτιτλο

Και τ’ ανθοστόλιστο μπαλκόνι,
όλο από ρόδα, γιασεμιά,
ο ήλιος το μεταμορφώνει
σε Μποτιτσέλεια ζωγραφιά.

Κι αντικρυνά το περιβόλι
βαθύσκιωτο, παλαιικό,
μας μεταφέρει από τη πόλη,
σ΄έν’ άλλο κόσμο εξωτικό.

Μια σπάνια εμορφιά κυκλώνει,
αγέρινη το σπίτι αυτό,
και κείνη που τη συμπληρώνει,
είν’ η γλυκύτατη Λητώ!

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *