Νιρβάνας Παύλος: Γιατρός Της Τέχνης Μέγας

 Βιογραφικό

    O Παύλος Νιρβάνας, ήτανε το φιλολογικό ψευδώνυμο με το οποίο έγινε γνωστός ο Πέτρος Κ. Αποστολίδης, Έλληνας στρατιωτικός ιατρός, Γενικός Αρχίατρος του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, πρωτοπόρος στη μελέτη της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής, Ακαδημαϊκός, ποιητής, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, σατιρικός, κριτικός, κορυφαίος χρονογράφος, αλλ’ ασχολήθηκε και με το θέατρο, με τη γραφή απομνημονευμάτων κι επιφυλλίδων και τέλος, υπήρξε και δημοσιογράφος εφημερίδων και περιοδικών. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα και ποιήματα. Ήτανε πολυγραφότατος και στην αρχή καταπιάστηκε με τη ποίηση, χωρίς όμως επιτυχία. Επέδειξε μια αξιοσημείωτη ικανότητα στο σύντομο κείμενο: στο διήγημα και, ιδίως, στην επιφυλλίδα. Η περιγραφή αποτελεί την πρώτιστη ανάγκη του, καθώς σκιαγραφεί χωρίς να διαφαίνεται πουθενά η πρόθεσή του να δημιουργήσει, να αναπλάσει τα όσα περιγράφει. Δεν είναι αφηγητής, δεν δημιουργεί ζωές και συνειδήσεις, καταφεύγει στην αφήγηση σαν μέσο για να εκφραστεί, όπως παρατηρεί ο Στέλιος Ξεφλούδας.
     Γεννήθηκε στις 14 Μάη 1866 στη Μαριούπολη, (σημερινή ονομασία: Ζντάνοφ), τότε σημαντικό κέντρο του παραευξείνειου Ελληνισμού, που πλέον ανήκει στην Ουκρανία και τότε ανήκε στη Ρωσία και πέθανε τη Κυριακή 29 Νοέμβρη 1937 από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του, στην οδό Αγίου Νικολάου 22, στο Μαρούσι. Τέλη του 1909 παντρεύτηκε με τη Λιλή Μίχογλου, με την οποία απέκτησε 2 παιδιά, το 1910, τον ιατρό Κωνσταντίνο Αποστολίδη και το 1913, τον τραπεζικο Σπύρο Αποστολίδη. Το 1910 η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε οικία επί της οδού Βασιλίσσης Φρειδερίκης 34, (σημερινή οδός Ειρήνης), στο Νέο Φάληρο Αττικής, όπου έμεινε μέχρι το Γενάρη του 1926. Ο γάμος του διαλύθηκε στις 12 Δεκέμβρη του 1924 και το Γενάρη του 1926 στη Σύρο νυμφεύτηκε 2η φορά τη Σοφία Σιγάλα και μαζί απέκτησαν 3 παιδιά, τον Μάριο το 1926, τη Μαρία το 1927 και το 1931 τον μετέπειτα λογοτέχνη Γιώργο Αποστολίδη.



     Βιολογικός πατέρας του Πέτρου ήταν ο Ποντιακής καταγωγής έμπορος Κωνσταντίνος Αποστολίδης. Οι γονείς του είχανε φύγει από τη Τραπεζούντα στους διωγμούς της περιόδου 1850-5 κι εγκατασταθήκανε στη Μαριούπολη της Ρωσίας. Ο Πέτρος Αποστολίδης ορφάνεψε νωρίς από γονείς και το 1870, μπήκε σε ορφανοτροφείο. Τον Πέτρο υιοθέτησε ο εφοπλιστής Κωνσταντίνος Κουμιώτης, με καταγωγή από τη Σκόπελο κι η σύζυγός του Μαριέττα Ράλλη, κόρη του πλούσιου Χιώτη εμπόρου Ζαννή Ράλλη, με απώτερη καταγωγή από τη Πόλη, όταν επισκέφθηκαν την Μαριούπολη. Το πλοίο θα φέρει τον μικρό Πέτρο στον Πειραιά όπου ήταν εγκατεστημένη η νέα του οικογένεια. Ο Πέτρος ήρθε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε με την οικογένεια Κουμιώτη στη Φρεαττύδα, ξεκίνησε μαθήματα με δάσκαλο στο σπίτι κι αργότερα στο δημοτικό σχολείο της περιοχής του. Παρακολούθησε 4 έτη τα μαθήματα του Δημοτικού, στη συνέχεια 3 στο Σχολαρχείο κι άλλα 4 στο Γυμνάσιο, στην Ιωνίδειο Σχολή, απ’ όπου πήρε απολυτήριο, στις 15 Ιουλίου 1882, με βαθμό «καλώς τέσσερα», με «άριστα» το «έξι» κι ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευσή του, αριστεύσας.
     Φοίτησε, από το 1883 έως το 1890, στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτηση του κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Το 1899, όταν συστάθηκε από γιατρούς του Πειραιά, Ιατρική Εταιρεία, στις αρχαιρεσίες της ο Αποστολίδης εκλέχτηκε έφορος της βιβλιοθήκης. Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την ιατρική βιβλιογραφία της εποχής και συμμετείχε στα ιατρικά συνέδρια που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα το 1901 & 1903. Όπως αναφέρεται στο συνέδριο του 1903 ο «….εκ Πειραιώς γιατρός του Πολεμικού Ναυτικού Πέτρος Αποστολίδης...», στην ειδική συνεδρία για τη Νευρολογία και τη Ψυχιατρική παρενέβη και μίλησε για τις διάφορες μορφές ψυχασθένειας, ενώ υπέβαλε πρόταση στο συνέδριο να εκδοθεί ψήφισμα του συνεδρίου προς τη κυβέρνηση προκειμένου να ιδρυθεί και στη χώρα μας στο Πανεπιστήμιο, ειδικό Ψυχολογικό Εργαστήριο, όμως η πρόταση του δεν έγινε αποδεκτή. Ο επίατρος Πέτρος Αποστολίδης διατέλεσε Διυθυντής του Ναυτικού Νοσοκομείου Νέου Φαλήρου, το οποίο δημιουργήθηκε και λειτούργησε στις εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου Ακταίον, εκεί που βρίσκεται σήμερα το ιδιωτικό νοσοκομείο Μετροπόλιταν, για τις ανάγκες των Βαλκανικών πολέμων, όμως συνέχισε τη λειτουργία του και τη περίοδο 1914-18, στον Α’ Παγκ. Πόλ., αλλά και τη περίοδο από το 1919-22, στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Διετέλεσεν επίσης Πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και Τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών, ενώ παραιτήθηκε το 1922 με το βαθμό του Γενικού Αρχιάτρου.



     Το 1923, μετά την αποστρατεία του ο Άγγελος Τανάγρας, μαζί με τους Πισσάνο και Μελά, ίδρυσαν την Ελληνική Εταιρία Ψυχικών Ερευνών, (Ε.Ε.Ψ.Ε.). Ο Νιρβάνας περιλαμβάνονταν μεταξύ των μελών της εταιρείας ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, τότε έφορος αρχαιοτήτων, ο K. Καλυβίτης, τότε διευθυντής της Λαϊκής Τράπεζας, ο συγγραφέας Άγγελος Σικελιανός, ο πανεπιστημιακός Παναγιώτης Βλαστός, ο Ανρί Μπεργκσόν, ο Σίγκμουντ Φρόϋντ, η Μαρί Σκλοντόφσκα-Κιουρί, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, χορηγικά καθήκοντα ανέλαβε η Αλεξάνδρα Μπενάκη-Χωρέμη που μαζί με τη Καλλιρόη Παρρέν, προώθησαν τις ιδέες της στον λαό. Η εταιρεία αναγνωρίστηκε επίσημα από τη Βρετανική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών, (B.S.P.R.) και το 1930, παρακολούθησε το 4o διεθνές Ψυχοφυσιολογικό Συνέδριο της Εταιρείας που διοργανώθηκε στην Αθήνα.
     Μετά τη παραίτηση του από το Ναυτικό αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή, καθώς έγραφε τακτικό χρονογράφημα με τίτλο Από Την Ζωή στη καθημερινή Αθηναϊκή εφημερίδα ΕΣΤΙΑ από το 1908 μέχρι το θάνατο του. Το 1923, βραβεύτηκε για το λογοτεχνικό του έργο με το Αριστείο Γραμμάτων & Τεχνών. Ασχολήθηκε με τα κοινά κι από το 1925 μέχρι το 1932 διατέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Πειραιώς. Στις 9 Μαρτίου 1928 ανακηρύχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Στην εναρκτήρια ομιλία του αναφέρθηκε στο χρονογράφημα κι είπε ότι «…είναι η καθημερινή ιστορία της ζωής και η φιλοσοφία της. Είναι η ιστορία της ζωής και του δευτερολέπτου. Συμβάντα, επεισόδια, σκηναί της ζωής παραλαμβάνονται απ’ το χρονογράφον, ιστορούνται, διυλίζονται, καλούνται να αποδώσουν την βαθυτέραν των ουσίαν και κάποτε την βαθυτέραν των έννοιαν...».


                 Νιρβάνας & Ματσούκας

     Υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, από την ίδρυση του Θεάτρου το 1930, ως το θάνατο του. Στα τέλη του 1934 ή στις αρχές του 1935, ο Νιρβάνας εμπνεύστηκε την ονομασία Βριλήσσια για το σημερινό ομώνυμο δήμο της Αττικής, από την ονομασία του όρους της Πεντέλης που αρχαίοι δόκιμοι συγγραφείς, μεταξύ τους οι ΘουκυδίδηςΘεόφραστος και Στράβων– ονόμαζαν Βριλησσό. Το καλοκαίρι του 1937 ασθένησε σοβαρά κι οι γιατροί του συνέστησαν αποχή από κάθε εργασία για χρονικό διάστημα 3 μηνών, όμως αυτός αγνόησε τις συστάσεις τους και συνέχισε να εργάζεται μ’ ένταση. Τη παραμονή του θανάτου του υπέστη 2 καρδιακά επεισόδια στα γραφεία της ΕΣΤΙΑΣ, ενώ την επομένη υπέστη το μοιραίο καρδιακό επεισόδιο στο σπίτι του στο Μαρούσι κι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών.
     Ο Παύλος Νιρβάνας ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Ήδη από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία. Ήδη από το 1881 είχε δημοσιεύσει στο σοβαρό αθηναϊκό φύλλο Παλλιγγενεσία το 1ο του ελεγείο και δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά Σφαίρα & Πρόνοια. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1884, όταν εξέδωσε (σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) τη 1η ποιητική του συλλογή με τίτλο, Δάφναι Εις Την 25ην Μαρτίου  (η 2η και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο Παγά Λαλέουσα 1907) κι άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα στις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολις, Πατρίδα, Ελεύθερον Βήμα κι από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος. Κατά διαστήματα χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Απόκαυκος ο ΠαρακοιμωμένοςΑπολλινάριος, Δρ. Α (Π)ΙατρόςΙτρΟ ΑντίλαλοςΠ. Νβ, Πέτρος, ΦιλότεχνοςΧαχόλοςHerr Doctor κι Umbra. Το 1929 έγραψε το σενάριο της βουβής κινηματογραφικής ταινίας Αστέρω που έκανε πρεμιέρα στις 22 Απρίλη κι ως θεατρικός συγγραφέας ήτανε συνεργάτης του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
     Δημοσίευσε κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, όπως Τέχνη, Παναθήναια, Νέα Εστία, Το Περιοδικόν Μας, Ασμοδαίος, Μη Χάνεσαι κ.ά.. Το 1884 συμμετείχε στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού Αθήναι, ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς Των Δώδεκα και το 1888 με Πειραϊκή παρέα εξέδωσε το περιοδικό Κυανή Επιθεώρησις. Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Τέχνη του Κώστα Χατζόπουλου, ενώ διατηρούσε αλληλογραφία με τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του. Όμως τον συνέδεε αδελφική φιλία με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και σ’ αυτόν οφείλουμε τη μοναδική φωτογραφία του, καθώς το 1906, έπεισε τον Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερο να ποζάρει στο φωτογραφικό του φακό στο καφενείο της Δεξαμενής στην Αθήνα. Ο Νιρβάνας θεωρούσε πως έν από τα ωραιότερα πράγματα που έκανε στη ζωή του είναι που παρέδωσε στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη. Δούλεψε με κείνον στο Άστυ τη περίοδο 1899-1902 και καταγράφει προσωπική μαρτυρία από τη 1η μέρα υπηρεσίας του σα μεταφραστή. Μετά από την ανακοίνωση του ποσού των 150 δραχμών που θα ήταν ο μισθός του, ο Παπαδιαμάντης παρέμεινε σκεφτικός. Κι ενώ ο υπεύθυνος ήταν έτοιμος να αυξήσει το αρχικό ποσό, ο Παπαδιαμάντης απάντησε «Πολλές είναι 150… Με φτάνουν 100».



     Τοποθετείται χρονικά στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς κι από τη φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε, από τον οποίο δέχθηκε έντονες επιρροές. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος.
     Από τη θέση του στην Ακαδημία Αθηνών, συνέβαλε τα μάλα στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης ΚονδυλάκηςΣπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ασχολήθηκε με πολλά είδη γραπτού λόγου, όπως διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα, δράματα, αξιόλογες κριτικές μελέτες και δοκίμια, θεατρικά έργα στα πρότυπα της γραφής του Ίψεν, χρονογραφήματα, τη Γλωσσική Αυτοβιογραφία και 2 μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον εθνικιστή συγγραφέα Χάμσουν. Έν από τα χρονογραφήματά του, Η Βιβλιοφιλία Των Ελλήνων ή Πόνος Ψυχής πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εστία το 1950 και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα για τους μαθητές των Γυμνασίων. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ρώσικα κι ιταλικά από τους Baudry, Lucas, Diterich, Steinmetz, Κατσίμπαλη, Μ. Λυκιαρδόπουλο, Ε. Αθανασιάδη, Pio Ciuti κ.ά.



     Ως άνθρωπος ήτανε πολυμαθέστατος, κόσμιος, πολιτισμένος κι ευπροσήγορος, λόγοι για που συμβάλλανε στο να πετύχει τεράστιαν αναγνώριση, δυσανάλογη με τη λογοτεχνική του αξία. Παράλληλα, ήτανε συνεχώς ενημερωμένος για όσα συμβαίνανε στον ευρωπαϊκό πνευματικό χώρο κι ασπαζότανε με κάθε ευκολία τις πλέον ετερόκλιτες τάσεις, σχολές κι απόψεις. Όπως έγραψε ο Ξενόπουλος: «…Δεν υπάρχει ιδέα, τάση, συρμός, κίνηση, ύφος, σχολή, τεχνοτροπία, μορφή, σύστημα που να μην το μάθει πρώτος, να μην το εγκολπωθεί. Ρομαντισμός, νατουραλισμός, συμβολισμός, προρραφαηλισμός, νιτσεϊσμός, ιψενισμός, Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, Φρανς, ΡάσκινΤολστόι, Κνουτ Χάμσουν, Μπιόρσον όλοι κι όλα εκ περιτροπής τον ευρήκαν πρόθυμο μαθητή κι έπειτα δάσκαλο…».
     Ο Τέλος Άγρας έγραψε για τον Νιρβάνα πως «…η ηθογραφία του είναι τραγική κι αποκλίνει προς το ζωηρό λυρισμό, όταν δεν τρέπεται προς τον πραγματικό σαρκασμό», ενώ ο Κώστας Ουράνης αναφέρει πως «...ακόμη και το χιούμορ του το χρησιμοποιεί για να προκαλέσει μειδίαμα και όχι για να καυτηριάσει...» Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Νέου Φαλήρου σε μια οδό της πόλεως δόθηκε το όνομα του Παύλου Νιρβάνα. Στις 11 Φλεβάρη 1938, ημέρα Παρασκευή στις 7 το απόγευμα, διοργανώθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, Φιλολογικό Μνημόσυνο στη μνήμη του, ενώ ο Δήμος Πειραιώς έστησε τη προτομή του κοντά στη Πλατεία Φρεαττύδας όπου είχε ζήσει τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια. Η σχετική απόφαση λήφθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1940 και στις 10 Φεβρουαρίου 1941 και η προτομή του που φέρει ως ημερομηνία κατασκευής της το 1940, φιλοτεχνημένη από το γλύπτη Ιάσωνα Παπαδημητρίου γράφει στη βάση της Ο ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΩ ΠΑΥΛΩ ΝΙΡΒΑΝΑ, αποκαλύφθηκε το Δεκέμβρη του 1940, λίγες ημέρες μετά τα Χριστούγεννα εκείνου του έτους.



     Το πατρικό του σπίτι στη Σκόπελο όπου έζησε μέρος από τα καλοκαίρια του, ανήκει σήμερα στο Δήμο Σκοπέλου, που το αγόρασε στις 18 Δεκέμβρη 1998, από τους κληρονόμους του λογοτέχνη. Είναι χτισμένο στο κέντρο του παραδοσιακού οικισμού της Σκοπέλου, στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη, δίπλα στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, με θέα την αμφιθεατρική Χώρα και το λιμάνι της Σκοπέλου. Το σπίτι είναι από τα αξιολογότερα κι αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της τοπικής σκοπελίτικης Λαϊκής Αρχιτεκτονικής, «Μακεδονικού Τύπου», χωρίς μεταγενέστερες αλλοιώσεις κι αλλαγές και κτίστηκε στο 1ο μισό του 19ου αι.. Το 1965 χαρακτηρίστηκε με υπουργική απόφαση από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία. Πρόκειται για διώροφο κτίσμα με ημιυπόγειο, λιθόκτιστο στο μεγαλύτερο μέρος του εκτός από τη πρόσοψη και την ανατολική πλευρά του ορόφου που είναι κατασκευασμένες από τσατμά.


               Το σπίτι του στη Σκόπελο, σήμερα Μουσείο Τέχνης

     Τα λογοτεχνικά του έργα, (πλήρης κατάλογος):

Ι.Ποίηση:

• Δάφναι εις την κε΄ Μαρτίου 1821. Αθήνα, τυπ. Αττικού Μουσείου, 1884.
• Παγά λαλέουσα. Αθήνα, έκδοση Παναθηναίων, 1907 (2η έκδοση συμπληρωμένη με πρόλογο του Παλαμά, Αθήνα, Άγκυρα, 1921)

ΙΙ. Πεζογραφία:

• Από την φύσιν και την ζωήν. Αθήνα, τυπ. Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1898.
• Αλήθεια και ψέμα· Ιστορίες για παιδιά και για φιλοσόφους. Αθήνα, έκδοση του Νουμά, 1907.
• Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια και άλλες μικρές ιστορίες. Αθήνα, Φέξης, 1914.
• Το συναξάρι του παπά Παρθένη και άλλες νησιώτικες ιστρορίες. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Εκλεκταί σελίδες· Πρόλογος Γρηγορίου Ξενόπουλου. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922.
• Το πέρασμα του θεού και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Κολλάρος, 1922.
• Το αγριολούλουδο · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1924.
• Ξενητιά (τρία διηγήματα). Αθήνα, τυπ. Εστία, 1925.
• Λόγοι και αντίλογοι. Αθήνα, Κολλάρος, 1925.
• Το έγκλημα του Ψυχικού· (Σατιρικόν Μυθιστόρημα). Αθήνα, Ο Κοραής, 1928.
• Ένας ήσκιος στη νύχτα. Αθήνα, έκδοση της εφημερίδας Ελληνικόν Μέλλον, 1934

ΙΙΙ.Μελέτες- Δοκίμια-Χρονογραφήματα:

• Φυσιολογική ψυχολογία· Διάλεξις γενομένη εν τω συλλόγω Παρνασσώ. Αθήνα, ανατύπωση από το περιοδικό Εστία, 1893.
• Η φιλοσοφία του Νίτσε. Αθήνα, έκδοση του περιοδικού Τέχνη, 1898.
• Ο Θέμος Άννινος και η ελληνική γελοιογραφία. Αθήνα, έκδοση του περ. Το Περιοδικόν μας, 1900.
• Τέχνη και φρενοπάθεια. Αθήνα, τυπ. της εφημ. Το Κράτος, 1905.
• Γλωσσική αυτοβιογραφία. Αθήνα, έκδοση των Παναθηναίων, 1905.
• Το βιβλίον του κυρίου Ασόφου. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αθήνα, τυπ. Π.Δ.Σακελλαρίου, 1916 (στη σειρά Διαλέξεις φιλολογικού συλλόγου Παρνασσού, αρ.11).
• Το δάσος (δοκίμια). Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1916.
• Η ζωή του δρόμου. Αθήνα, Άγκυρα, 1917.
• Βενιζέλος. Αθήνα, Εστία, 1920.
• Γύρω από τον έρωτα. Αθήνα, Ζηκάκης, 1920.
• Βίβλος γυναικών · Με ποιητικόν πρόλογον Κωστή Παλαμά. Αθήνα, Ζηκάκης, 1921.
• Εύθυμη ζωή. Αθήνα, Ζηκάκης, 1923.
• Η ηθική επίδρασις της επαναστάσεως. Αθήνα, 1923.
• Η ζωή του δρόμου. Αθήνα, 1924.
• Όσα φέρνει η ώρα. Αθήνα, Το Άστυ, 1925.
• Εύθυμοι περίπατοι. Αθήνα, Κολάρος, 1927.
• Αθηναϊκοί περίπατοι. Αθήνα, Ανώνυμη Αθηναϊκή Εκδοτική Εταιρεία, 1929.
• Φιλολογικά απομνημονεύματα. Αθήνα, βιβλιοπωλείο Εστία Ι.Δ.Κολλάρου και Σίας, 1929.
• O tempora o mores . Αλεξάνδρεια, Κασιγόνης, 1930.
• Μικρές ιστορίες. Αθήνα, 1930.
• Μαλλιά κουβάρια. Αθήνα, έκδοση της εφημ. Νέος Κόσμος, 1935
• Από το παράθυρο. Αθήνα, Δημητράκος, 1935

ΙV. Θέατρο:

• Ο Αρχιτέκτων Μάρθας· Δράμα σε μέρη τρία. Αθήνα, έκδοση Παναθηναίων, 1907.
• Το χελιδόνι·Δράμα σε μέρη τρία. Αθήνα, έκδοση Παναθηναίων, 1908.
• Μαρία η Πενταγιώτισσα· Δράμα σε μέρη τρία. Αλεξάνδρεια, Βιβλιοθήκη Νέας Ζωής3, 1909.
• Όταν σπάση τα δεσμά του · Δράμα σε μέρη τρία. Αλεξάνδρεια, Βιβλιοθήκη Νέας Ζωής4, 1910.
• Θέατρον Α΄ · Ο αρχιτέκτων Μάρθας- Μαρία η Πενταγιώτισσα. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1921.
• Θέατρον Β΄ · Το χελιδόνι – Όταν σπάση τα δεσμά του. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1922

V. Μεταφράσεις:

• Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1923.
• Κνουτ Χάμσουν, Ο Παν· Μετάφρασις Π.Νιρβάνα. Αθήνα, έκδοση των Παναθηναίων, 1903

VΙ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις:

• Τα Άπαντα, τ.1-5 · επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Αθήνα, 1968.

     Το ιατρικό έργο του είναι μικρό σε αριθμό δημοσιευμάτων, όμως ιδιαίτερα σημαντικό κι ενδιαφέρον. Έγραψε και δημοσίευσε, στο έγκυρο περιοδικό Γαληνός τις ιατρικές μελέτες:

«Διάτρησις εντέρων εξ ασκαρίδων» το 1885-
«Περίπτωσις εγκολεασμού του εντέρου» το 1886-

-Περιπτώσεις τις οποίες παρακολούθησε στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιά, εργαζόμενος στη Κλινική του Όθωνα Σωνιέρου, αρχιάτρου του Πολεμικού Ναυτικού. Μετέφρασε και δημοσίευσεν επίσης τα ιατρικής φύσεως έργα:

«Περί θεραπείας της χρονίας διαρροίας των παίδων», Μετάφρασις εκ του γαλλικού Πέτρος Κ. Αποστολίδης, Στυλιανός Δ. Τσακίρης, Τυπογραφείον «Βλαστού-Βαρβαρρήγου», Εν Αθήναις 1886.
«Τι τρώμε. Υγιεινή του στομάχου κατά τον Ε. Monin», Καταστήματα «Ακροπόλεως» Βλάση Γαβριηλίδου, Εν Αθήναις 1891.
«Ρώμη και Υγεία. Η ζωή παρατεινομένη διά της μεθόδου του Brown Séquard», Υπό του ιατρού L. H. Goizet, Καταστήματα «Ακροπόλεως» Βλάση Γαβριηλίδου, Εν Αθήναις 1891.
«Τα νοσήματα της προσωπικότητος» το 1894. Το έργο υλοποιήθηκε αρχικά ως διάλεξη στις 15 Δεκεμβρίου 1893 στο Φιλολογικό Όμιλο Παρνασσός.
«Τέχνη και φρενοπάθεια», το 1905. Δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό Ψυχιατρική και Νευρολογική Επιθεώρησις του πρωτοπόρου ψυχιάτρου Σιμωνίδη Βλαβιανού, όμως τον ίδιο χρόνο δημοσιεύτηκε και αυτοτελώς.

     Ο Γεώργιος Βαλέτας που επιμελήθηκε την έκδοση των Απάντων του, με αφορμή αυτές τις 2 ψυχιατρικής φύσεως εργασίες του Νιρβάνα, τις οποίες χαρακτήρισε σημαντικά αισθητικά δοκίμια, τονε θεωρεί, μαζί με τον Σίμωνα Αποστολίδη και τον Μιχαήλ Κατσαρά, εισηγητή των ψυχιατρικών μελετών στην Ελλάδα.

===================

                    Η Βοσκοπούλα Με Τα Μαργαριτάρια

     Έχουνε να πούνε πως όλα τα παραμύθια είναι ιστορίες αληθινές, που γινήκανε μια φορά κι ένα καιρό στα παλιά τα χρόνια. Είναι πολλές απ’ αυτές που κανένας δεν τις θυμάται, γιατί από στόμα σε στόμα σβυστήκανε και χαθήκανε. Κι εκείνοι που ανιστορούν καινούργια παραμύθια, που κανένας δεν τάχει ακουσμένα, δεν τα γεννούν απ’ το κεφάλι τους, ούτε κανένας τους τάχει ειπωμένα απ’ τους τωρινούς. Γι’ αυτό έχουνε να πουν πως οι παλιοί ανθρώποι, που χρόνια τώρα τους έχει φαγωμένα το χώμα και που μια φορά κι έναν καιρό περάσανε στον απάνω κόσμο μεγάλα βάσανα και πάθη, σε αγάπες, σ’ έχθρητες και σε πολέμους, θέλοντας να μη ξεχασθούν τα βάσανά τους, ξαναγυρίζουνε στον κόσμο κι ανιστορούνε τη ζωή τους στους αλαφροΐσκιωτους ανθρώπους.
     Έτσι κανένας μες στον ύπνο του ή μες στο κατάχνιασμά του ακούει μιαν ιστορία παλαϊκή και σαν ερθή στον εαυτό του, θαρρεί πως έχει ακουσμένο κάποιο παραμύθι και το χαίρεται μονάχος του και το ξαναλέει και στους άλλους. Έτσι έχω ακουσμένο κι εγώ τούτο το παραμύθι, ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μες στην άψη του Θεριστή. Είναι το Παραμύθι της Βοσκοπούλας με τα Μαργαριτάρια.
……………
     Στα μέρη τούτα τα δικά μας ήτανε μια φορά ένα βασίλειο. Κι ο βασιλιάς ο γέρος είχε ένα μονάκριβο παιδί, που τ’ αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ τη κορώνα του. Κι η γρηά η βασίλισσα, που είχε τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που βρίσκονται στη γη, το λάτρευε πιότερο απ’ τους θησαυρούς της και νανουρίζοντάς το σαν ήτανε μικρό στη κούνια τη χρυσή του, άπλωνε στο κορμάκι του τα μαργαριτάρια της και τούλεγε:
 -«Σα μεγαλώσης με το καλό και πάρεις τη κορώνα του πατέρα σου και πάρεις και βασιλοπούλα όμορφη γυναίκα στο πλευρό σου, δικά σου είναι τα πλούτη κι οι θησαυροί μου και τούτα τα μαργαριτάρια, που δε βρίσκονται παρόμοια στη γη, θ’ αστράψουν πάλι σε χαρές και ξεφαντώματα στον άσπρο το λαιμό της νέας βασίλισσας». Κι άπλωνε τα  μαργαριτάρια στο κορμάκι του και το νανούριζε γλυκά. Και τα χοντρά μαργαριτάρια, μες στη κούνια τη χρυσή, μοιάζανε σα μεγάλα δάκρυα.
     Σα μεγάλωσε το βασιλόπουλο κι έγινε όμορφο παλικάρι, όλες οι χάρες το στολίσανε με τα χαρίσματά τους. Το μονάκριβο το βασιλόπουλο ήτανε κι ο πρώτος ο λεβέντης στο βασίλειο. Οι χάρες του ακουστήκανε ως τα πιο μάκρυνα βασίλεια και πλούσιοι βασιλιάδες, από στεριά και θάλασσα, στέλνανε προξενιές στο γέρο-βασιλιά για το χαριτωμένο τον υγυιό του. Μα το βασιλόπουλο δεν έβαλε ποτέ αγάπη με το νου του, τα μάτια του ποτέ δεν τάρριξε απάνω σε κοπέλλα κι έλειπε πάντ’ από τα πανηγύρια και τα ξεφαντώματα του παλατιού. Ο γέρος ο βασιλιάς κι η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στη καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.
     Έτσι περνούσε όλον τον καιρό του, δρασκελώντας βράχους και γκρεμνά και δεν ήτανε τόπος στο μεγάλο του βασίλειο, που δεν τον ήξερε, δεν ήτανε κορφή που δεν την είχε πατημένη, δεν ήτανε λόγγος που δε χάρηκε τον ήσκιο του, δεν ήτανε ρεματιά που δεν τον δέχτηκε κι ακρογιαλιά που δεν τον είδε. Τόμορφο βασιλόπουλο ήτανε βασιλιάς αληθινός στο βασίλειό του. Τονε ξέρανε τα χιόνια στις απάτητες κορφές, τα δέντρα τα χιλιόχρονα τον χαιρετούσανε, τ’ αηδόνια μες στις ρεματιές τον προβοδίζανε και στ’ ακρογιάλια τ’ ασημένια τα κυματάκια του φιλούσανε τα πόδια του. Τ’ όμορφο το βασιλόπουλο ήτανε αληθινός βασιλιάς στο βασίλειό του. Και τ’ αγρίμια του βουνού μεριάζανε ακόμα στο διάβα του και στις ερημικές τις στάνες τ’ αγριόσκυλλα τονέ ζυγώνανε σκυφτά και ταπεινά, κουνώντας την ουρά τους.
     Ένα πρωί ο γέρος ο βασιλιάς έκραξε το παιδί του και το φίλησε στο κούτελο. Το κάθισε σιμά του σε χρυσό θρονί και του είπε:
 -“Άκουσε, παιδί μου, αυτά που θα σου πω, και νάχης την ευχή μου. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα. Απ’ το μεγάλο το βασίλειο της Ανατολής, που μας χωρίζουνε θάλασσες πλατειές και πιο πλατειά ακόμα η έχθρα η παλιά μας κι οι πόλεμοί μας, φτάσανε προξενητάδες διαλεκτοί, με καράβια φορτωμένα χρυσάφια και χαρίσματα. Ώρα την ώρα φτάνουν οι τρανοί μουσαφιραίοι και το παλάτι μας θα ιδή μεγάλο πανηγύρι σήμερα“. Το βασιλόπουλο άκουσε αδιάφορα τα λόγια του πατέρα του. Ο γέρος ο βασιλιάς του χάιδεψε με τα γέρικα δάκτυλά του τα χρυσά μαλλιά και του ξανάπε:  “Άκουσε, παιδί μου. Πέταξε το τουφέκι σου σε μια γωνιά, βγάλε τα ρούχα σου τα σκονισμένα και τα ταπεινά και φόρα τα χρυσά και τα βελούδα σου. Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή στο παλάτι μας“.
 -“Κι αν είναι μεγάλη γιορτή στο παλάτι μας, με το καλό να ξεφαντώσετε, Κι αν είναι τρανοί μουσαφιραίοι στο τραπέζι μας, φτάνουνε ο βασιλιάς και η βασίλισσα να τους  καλοδεχτούνε. Κι αν είναι προξενητάδες για τα μένανε, παίρνω το τουφέκι μου και πάω στη δουλειά μου“, αποκρίθηκε το βασιλόπουλο.
     Ο γέρος ο βασιλιάς θύμωσε βαριά, το αίμα του τον έπνιξε στο λαιμό και τρέμοντας ολόσωμος, είπε βαρύ λόγο στον αγαπημένο του. Μα το βασιλόπουλο δεν άλλαζε γνώμη.
 -“Αλλοίμονο!” είπεν ο γέρος ο βασιλιάς. “Λίγα χρόνια η γη μας έμεινε απότιστη απ’ το αίμα. Τα νιάτα μου μες στους πολέμους πέρασαν. Ο ανθός της χώρας μας θερίστηκε χρόνια και χρόνια απ’ το δρεπάνι των οχτρών μας. Και τώρα σαν αρνηθούμε το χάρισμά τους, πάλε το αίμα μας θα ποτίση το διψασμένο χώμα -και ποιός ξέρει- σκλάβοι κι εμείς, σκλαβωμένη κι η γη μας, θα συρθούμε στα πόδια των οχτρών μας. Άμποτε μόνο, κλεισμένα τα μάτια μου, να μην ιδούνε τη μεγάλη συφορά“.
     Το βασιλόπουλο πετάχτηκε πάνω και τα μάτια του αστράψανε μες στα σύννεφα των λογισμών του.
 -“Κι αν οι οχτροί μας μελίσσι πέσουνε στη χώρα μας, καλώς τους να κοπιάσουνε. Το χέρι τούτο δεν απόκαμε ποτέ κρατώντας τ’ άρματα. Κι αν θέλη ο βασιλιάς ο πατέρας μου να κάνη χάρισμα στους οχτρούς του, έχει χώρες και θησαυρούς κι ας τους χαρίση. Κι αν θέλη να διαφεντέψω τη χώρα του, το αίμα μου είναι δικό του κι ας το χύση στα πόδια τους. Μ’ αν θέλη τη καρδιά μου να τη κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει“. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, πρόσθεσε σιγά: “Αλλοίμονο! Ούτ’ εyώ ατός μου την ορίζω“. Κι έφυγε βιαστικά, πνίγοντας τ’ αναφυλλητά του στήθους του.
     Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό. Μες στις πυκνές τις λαγκαδιές ήτανε το λημέρι του. Μα το βασιλόπουλο ήτανε καιρός τώρα που δεν είχε ρίξει τουφεκιά στο λόγγο. Οι πέρδικες πετούσανε άφοβα σιμά του, τα κοτσύφια του σφυρίζανε απάνω απ’ το κεφάλι του και τα μικρόπουλα μέσα στις φυλλωσιές δεν κόβανε το τραγούδι τους σαν περνούσε. Φτερό δε σήκωνε το τουφέκι του να κτυπήση. Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα.
     Καθώς περνούσε ο κυνηγός μες στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύοντας -κάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα- ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθεί μες στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ’ αυτί:
 -“Πάρε τη πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά. Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκεπάζει ο γεροπλάτανος, δροσολογιέται η αγάπη σου“.
     Ο κυνηγός πήρε βιαστικά τα πόδια του, έφτασε στη πλαγιά του βουνού και κατέβηκε στη ρεματιά. Τ’ αηδόνια τραγουδούσανε μες στα δασά πλατάνια και πάνω στις ρίζες τους, που τις πότιζε γαργαλιστό το τρεχούμενο νεράκι, το άσπρο κοπάδι δροσολογιότανε. Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκέπαζε ο γεροπλάτανος, καθότανε η αγάπη του. Με του λαγού τη περπατησιά έφτασε ο κυνηγός στο στρογγυλό λιθάρι. Η βοσκοπούλα είχε ξαπλωμένο το άπλερο κορμί της απάνω στο λιθάρι κι ακουμπούσε το ξέγνοιαστο κεφάλι απάνω στη γέρικη φλούδα του πλάτανου. Ώρα την ώρα τη πήρε ο ύπνος κι αηδονάκια νανουρίζανε τσν ύπνο της κι ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και τη ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και τη κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε τη κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κι έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς τη. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε. Η φωνή του είχε στεγνώσει στο λαιμό και τα χεiλια του μόνο αναδέβανε αλαφρά με το ανάδεμα των χειλιών της κοιμισμένης. Λες πως τον είχε πάρει κι αυτόν ένας γλυκός ύπνος και πως βλέπανε κι οι δυο το ίδιο τ’ όνειρο.
     Ο γεροπλάτανος ο ζηλιάρης έρριξ’ ένα φύλλο ξερό πάνω στο κούτελο της κοιμισμένης και τη ξύπνησε. Μπρος στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τονε καρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κι έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τονε φυλάνε απ’ τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός τη καλημέρισε με πνιγμένη φωνή.
 -“Τί θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι;” του είπε δειλά. “Εδώ δεν είναι πέρδικες, δεν είναι μήτε κοτσύφια. Εδώ αηδονάκια μόνο κελαϊδούνε στις φυλλωσιές. Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ και τράβα στη δουλειά σου…”
 -“Όμορφη κοπέλλα“, της είπε γλυκά ο κυνηγός, “εγώ δεν κυνηγώ κοτσύφια μήτε πέρδικες. Κ εκεί που κελαϊδούνε τ’ αηδόνια είναι η λαχτάρα μου“.
 -“Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ και τράβα στη δουλειά σου. Τα λάφια κ’ οι λαγοί δεν έρχονται να ξεδιψάσουνε στη ρεματιά μεσημεριάτικα. Εδώ μονάχα το ασπρόμαλλο κοπάδι μου σβύνει τη δίψα του. Κι αν θέλης λαγούς και λάφια, πάρε το τουφέκι σου και τράβα στη δουλειά σου“.
     Ο κυνηγός ζύγιασε πιο σιμά της και της είπε πάλι:
 -“Εγώ κι αν είμαι κυνηγός δεν κυνηγώ λαγούς και λάφια. Κι εκεί που το ασπρόμαλλο κοπάδι σβύνει τη δίψα του, θέλω κι εγώ να ξεδιψάσω. Όμορφη πιστικιά, δος μου το αθάνατο νερό απ’ τα χειλάκια σου“.
     Η όμορφη βοσκόπουλα, που κάθε μέρα καρτερούσε το νιο τον κυνηγό και κάθε μέρα τον απόδιωχνε με την κάκια της αγάπης, σηκώθηκε απάνω μ’ έναν όμορφο θυμό και ξανάπε:
 -“Αλλοίμονο σε σένα, κυνηγέ. Εγώ έχω αδέρφια και ξαδέρφια κι αν σε ιδούν σιμά μου, το αίμα σου θα τρέξη ποτάμι στο πράσινο το χορταράκι. Αλλοίμονο σε σένα, κυνηγέ και τρισαλλοίμονό σου“.
     Ο νέος ο κυνηγός τη κύτταξε γλυκά.
 -“Κι αν έχης αδέρφια και ξαδέρφια, χαρά σ’ εμένανε, να τρέξη το αίμα μου ποτάμι στη ποδιά σου…”
     Τότε τα δυο τα χείλια της βοσκοπούλας του είπανε πάλι με τρομάρα:
 -“Φύγε, κυνηγέ, από σιμά μου…” και τα δυο της τα μάτια του είπανε με λαχτάρα: “Έλα, κυνηγέ, και πέσε στην αγκαλιά μου“.
     Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κι έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ’ τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ’ την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε. Ποτέ δεν είχε ιδεί τόσο όμορφες χάντρες. Ο νέος ο κυνηγός της είπε τότε:
 -“Μη το βγάλης ποτέ απ’ το λαιμό σου. Αυτό είναι το θυμητικό της αγάπης μας“.
     Η βοσκοπούλα γύρισε και κύτταξε τα όμορφα μαργαριτάρια στο λαιμό της και δυο δάκρυα στάξανε απάνω στα θαμπά πετράδια.
 -“Ποτέ μου δεν είδα τόσες όμορφες χάντρες“, ξαναείπε.
     Ο νέος ο κυνηγός φίλησε τον άσπρο της λαιμό, με τα θαμπά μαργαριτάρια. Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσαν απ’ τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός τη κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: “Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!”
     Στο μακρυνό βασίλειο της Ανατολής, θυμωμένος ο ξένος βασιλιάς για τη προσβολή που γίνηκε στη θυγατέρα του, θυμήθηκε τις παλιές του έχθρες κι έστειλε, με δυνατές αρμάδες, μυριάδες ασκέρι να πολεμήσουν τον εχθρό του. Όλ’ η χώρα σηκώθηκε στο ποδάρι, να διαφεντέψη την πατρίδα. Από αμούστακο παιδί ως ασπρομάλλη γέρο ζωστήκανε όλοι τάρματα και ξεκινήσανε στα σύνορα. Το βασιλόπουλο, πρώτο και καλύτερο, ζώστηκε τα χρυσά του τάρματα, άφησε τους λόγγους και τις ρεματιές, σέλωσε το άσπρο τ’ άλογό του και ξεκίνησε μπρος απ’ τα παλικάρια να σώση την όμορφη τη χώρα του, που κινδύνευε από δική του αιτία. Πήρε την ευχή του γέρου του πατέρα του, πήρε και την ευχή της γρηάς βασίλισσας, έβαλε φτερά στα πόδια του και χάθηκε σαν την αστραπή. Ο γέρος ο βασιλιάς, προβοδίζοντάς τον, τον φίλησε στο κούτελο και του είπε:
 -“Ο Θεός μαζί σου. Κι όταν γυρίσης όπως θέλει ο Θεός, με τα γέρικα τα χέρια μου θα βγάλω τη κορώνα απ’ το κεφάλι μου να τη φορέσω στο δικό σου. Γιατί έτσι μου τη φόρεσε και μένα ο πατέρας μου“.
     Δυο χρόνια πολεμούσε το βασιλόπουλο και δυο χρόνια οι μαντατοφόροι του πολέμου φέρνανε τα μαντάτα της παλικαριάς του. Χίλιες φορές πήρε φαλάγγι τους οχτρούς του, ποτάμια έχυσε το αίμα τους στη γη. Μα ήταν οι εχθροί ασκέρι και δεν είχανε σωμό. Μα και το βασιλόπουλο με τα παλικάρια του αποσταμό δεν είχε.
     Στον καιρό αυτό μεγάλη ταραχή γίνηκε μες στο παλάτι. Η γρηά η βασίλισσα, κυττάζοντας μια μέρα τους θησαυρούς της, έλαβε μεγάλη τρομάρα. Τα μαργαριτάρια της, που άλλα στον κόσμο δε βρισκόντανε, ήτανε χαμένα. Μάταια ψάξανε όλο το παλάτι. Πουθενά δεν εβρεθήκανε.
 -“Αλλοίμονο!” είπε η βασίλισσα. “Με τούτα τα μαργαριτάρια κι αν οι οχτροί πατήσουνε τη χώρα μας, πάλε μπορούμε να τη ξαγοράσουμε. Κι αν πάρωμε εμείς τον πόλεμο, με τέτοιο πλούτος τόσες κι άλλες τόσες χώρες αγοράζομε“. Κι έκλαιγε μοναχή της και φοβότανε να πη το χάσιμό της. Σαν είδε κι απόειδε ξεμολογήθηκε μια μέρα το χάσιμό της στο βασιλιά.
 -“Όλα τα κακά μας ήρθαν μαζεμένα στο κεφάλι μας!” είπε ο γέρος ο βασιλιάς. “Και σα γυρίση με το καλό το βασιλόπουλο και σαν του βάλω τη κορώνα με τα χέρια μου, που θενά βρης το τάξιμο που τούταξες για τη καινούργια τη βασίλισσα“; Και τον πήρανε τα δάκρυα.     Έβγαλε προσταγή ο βασιλιάς, ανθρώποι μπιστεμένοι ναπολυθούνε σ’ όλο το βασίλειο, να πάρουνε βουνά και λόγγους, να βρούνε το χαμένο θησαυρό. Κάθε μέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων.
 -“Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ’ οι οχτροί μας“, λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί.
 -“Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά“, λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.
     Μεγάλη πίκρα ήτανε χυμένη στο παλάτι. Κι η γρηά η βασίλισσα απ’ το κακό της αρρώστησε και πέθανε. Και κλείνοντας τα μάτια της, έλεγε με παράπονο:
 -“Αλλοίμονο, παιδί μου και σα γυρίσης απ’ τον πόλεμο και σα σου βάλη ο βασιλέας τη κορώνα του, πού θάβρω εγώ το ταξιμο που σούταξα να σου το δώσω; Καλλίτερα να κλείσω τα μάπα μου να μη ιδούνε τη ντροπή μου“.
     Κι έκλεισε τα μάτια της η βασίλισσα και πέθανε. Ο γέρος ο βασιλιάς έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ένα πρωί εκεί που ο βασιλιάς μονάχος του έκλαιγε της βασίλισσας το χαμό με τη λαχτάρα του παιδιού του, ένας μαντατοφόρος χύθηκε σαν αστραπή μες στο παλάτι.
-“Αφέντη βασιλιά μου“, είπε, “να! το χάσιμο!” Κι έβγαλε απ’ τον κόρφο του τη τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την απίθωσε στα γόνατα του βασιλιά. Κι ύστερα έπεσε σαν πεθαμένος απ’ τη κούραση πάνω σ’ ένα θρονί. Το γέρο το βασιλιά τονε πήρανε τα κλάματα. Απ’ τη χαρά του για το βρέσιμο κι απ’ τη λύπη του, που χάθηκε η βασίλισσα και πήρε τον καϋμό μαζί της. Σα συνέφερε λιγάκι φώναξε σιμά του το μαντατοφόρο και του είπε:
 -“Γεια σου, άξιο παλικάρι. Κι ό,τι μου ζητήσης εσύ και τ’ άλλα παλικάρια, δικό σας να είναι…”
     Ο μαντατοφόρος πήρε δυο ανάσες κι άρχισε να ιστορή στο βασιλιά το πως βρεθήκανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Μέσα σ’ ένα βαθύ ρουμάνι, εκεί που γυρίζανε απελπισμένοι, οι ανθρώποι του βασιλιά, είδανε μια πιστικιά ποy ‘βοσκε τα πρόβατά της. Είχανε χαμένο το δρόμο τους και γυρίζανε νηστικοί και διψασμένοι μες στα πυκνά τα δέντρα. Σαν είδανε τη πιστικιά ζυγώσανε να τη ρωτήσουν πού βγαίνει ο δρόμος. Αστροπελέκι έπεσε μπρος τους. Θαμπώσανε τα μάτια τους. Στο λαιμό της πιστικιάς είδανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Η κλέφτρα δεν ήθελε να μαρτυρήση. Έλεγε πως τα βρήκε μέσα σε μια ρεματιά, στη ρίζα ενός πλάτανου. Και σαν της πήρανε το θησαυρό άρχισε τα κλάματα και τα παρακαλετά. Τα παλικάρια τότε τη δέσανε πισθάγκωνα μ’ ένα λιτάρι και τη φέρανε δέρνοντας στη χώρα. Της μάτωσαν τα κρέατά της στο δρόμο, μα η κλέφτρα δε θέλει να μαρτυρήση.
 -“Άτιμη γέννα του Σατανά“, είπε θυμωμένος ο βασιλιάς. “Τα μαργαριτάρια της βασίλισσας ποτέ δε βγήκαν όξω απ’ το παλάτι. Ζητιάνα θα χώθηκε η κλέφτρα στο παλάτι, μάγισσα θα μπήκε στο αρχοντικό μου και μούκλεψε το θησαυρό μου“.
     Ο γέρος ο βασιλιάς συνέφερε λίγο απ’ το κακό του. Έκρυψε βαθιά το θησαυρό του και περίμενε μέρα με τη μέρα τον υγυιό του. Και κάθε μέρα ρωτούσε για τη πιστικιά, μήπως και μαρτύρησε το κλέψιμό της. Μα βέργες σιδερένιες της ματώνανε τα κρέατα, ξύδι κι αψιθιά την εποτίζανε, μα το στόμα της -λέγαν οι μαντατοφόροι- μιλιά δεν έβγαλε ακόμα.
     Ένα πρωί, χαρά θεού, βούκινα και τούμπανα τραντάξανε τον αέρα. Το βασιλόπουλο γύριζε απ’ τον πόλεμο. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίστηκαν οι εχθροί του. Και γύριζε τώρα νικητής στη χώρα τη δική του. Τα βούκινα και τα τούμπανα όλο ζυγώνανε στη χώρα κι έτρεμε ο αέρας από τη χαρούμενη βοή τους.
     Ο γέρος ο βασιλιάς καβάλλησε το πιο όμορφο άλογό του, πήρε και την κορώνα τη χρυσή στα χέρια του και ξεκίνησε απ’ το παλάτι. Μπροστά αυτός και πίσω πεζοί και καβαλλάρηδες, τράβηξε μακρυά κατά το κάστρο, στη μεγάλη τη σιδερόπορτα για να δεχθή το βασιλόπουλο. Έξω απ’ το κάστρο αγκαλιαστήκανε ο βασιλιάς με το παιδί του. Και σαν εφιληθήκανε γλυκά, του ‘βαλε τη κορώνα στο κεφάλι του, καινούργιος βασιλιάς, να περάση τη σιδερόπορτα να μπη στη πολιτεία. Μισοούρανα σηκώθηκε η χαρούμενη χλαλοή των πιστών του. Τούμπανα και βούκινα χαιρετήσανε τον καινούργιο βασιλιά. Και τώρα μπρος αυτός και πίσω ο γέρος ο πατέρας του με τα δάκρυα στα μάτια, μπήκανε στη μεγάλη πολιτεία.
     Χιλιάδες από πίσω τους ακολουθούσανε. Γέροι εκατόχρονοι κι αδύνατες γυναίκες, με βυζανιάρικα παιδιά στην αγκαλιά τους, ό,τι είχε μείνει μες στη χώρα απ’ τον πόλεμο, ακολουθούσαν από πίσω, με τα δάκρυα στα μάτια, σα λιτανεία πίσω από θαυματουργήν εικόνα. Κι ατέλειωτη σειρά κατόπι τ’ ασκέρια των πολεμιστάδων, πεζοί και καβαλλάρηδες αμέτρητοι. Ο νέος ο βασιλιάς έμπαινε καβαλλάρης στη χώρα τη δική του.
     Σα φτάσανε στο παλάτι, ο νέος ο βασιλιάς ανιστόρησε στο γέρο τον πατέρα του τα βάσανα του πολέμου. Κι ο γέρος, που τ’ άκουγε δακρύζοντας, ανιστόρησε κι αυτός τα βάσανα της χώρας, τις συφορές της μοίρας, το χαμό τον άδικο της βασίλισσας και τις λαχτάρες τις δικές του.
 -“Ένας πόλεμος κι η ζωή στον κάμπο και στο σπίτι. Κι άλλος γυρίζει νικητής κι άλλος νικημένος“.
     Ύστερα, με τον καιρό, ανιστόρησε ο γέρος στον καινούργιο βασιλιά, το χάσιμο του θησαυρού του, τη λύπη της μητέρας του, τα βάσανά τους, τα καρδιοχτύπια τους, για το τάξιμο, που του ‘χε τάξει απ’ τη κούνια του, για να στολίση το λαιμό της νέας βασίλισσας. Ο νέος ο βασιλιάς σαν άκουσε τα λόγια αυτά έγινε χλωμός σα θειαφοκέρι.
 -“Μη χολοσκάς, παιδί μου“, είπε ο γέρος σύνωρα. “Έδωκε ο θεός και βρέθηκε το χάσιμο…” Ο νέος ο βασιλιάς έγινε ακόμα πιο χλωμός και τα γόνατά του λυγίσανε να πέση χάμω. “Βρέθηκε το χάσιμο. Κι η κλέφτρα η μάγισσα, του Σατανά η γέννα, ρέβει τώρα μες τα σίδερα“.
     Κρύος ιδρώτας έλουσε το νέο το βασιλιά κι ένα σκοτάδι απλώθηκε στα μάτια του. Έκανε κουράγιο κι είπε στον πατέρα του:
 -“Πατέρα μου και βασιλιά μου. Σύνωρα τώρα θέλω να ιδώ τη κλέφτρα του θησαυρού μας. Κι ευθύς προστάζω ν’ ανοιχθούν οι σιδερόπορτες της φυλακής, να πάω ατός μου μέσα“. Έβαλε μια φωνή κι ήρθανε μέσα οι πιστοί του βασιλιά, αμέσως δίνει προσταγή να τον ακολουθήσουνε, της φυλακής τις πόρτες να του ανοίξουνε. Τότε ο πρώτος απ’ τους πιστούς φύλακες στάθηκε κι είπε:
 -“Άκουσε, αφέντη βασιλιά. Του θησαυρού σου η κλέφτρα μήνες έρρεψε στη φυλακή. Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ’ το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ’ αγνάντεψε στο άλογό σου πάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα“.
     Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι.
 -“Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!” Κι άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ’ τη χρυσή τη θήκη κι αστραπή χύθηκε και βγήκε απ’ το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μες στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σα θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μες στα σκοτάδια της φυλακής. Οι στρατοκόποι του βασιλιά, ορθοί από πάνω της, στεκόντανε σα θαμπωμένοι.
     Άξαφνα μπήκε μέσα ο νέος ο βασιλιάς. Ένας σεισμός ετάραξε τα φυλλοκάρδια του. Έπεσε πάνω στο άψυχο κορμί και τα μάτια του γενήκανε βρύσες και δεν εστείρευαν. Οι πιστοί του βασιλιά σταθήκανε ολόγυρα σαν πετρωμένοι. Τότε ο νέος ο βασtλιάς ανασηκώθηκε με κόπο. Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ’ του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε τη τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο. Έβαλε τότε μια φωνή ο βασtλιάς, έβαλε μια φωνή που ήτανε σαν κλάμα:
 -“Πιστοί του βασtλιά! Προσκυνήστε τη βασίλισσά σας…”Κι οι πιστοί σκύψανε ολόγυρα τα κεφάλια τους. Τότε μια χαρά χύθηκε ξαφνικά στην όψη του νέου βασιλιά. Έβαλε πάλι το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε κρυφά ένα χρυσό μαχαίρι. Πριν να προφτάσουν να τον ιδούνε τα θαμπωμένα μάτια των πιστών του, το ‘μπηξε βαθιά στα πονεμένα στήθια του. Έβαλε βαθύν αναστεναγμό και σωριάστηκε πάνω στην αγάπη του. Πετρωμένοι στάθηκαν γύρω οι πιστοί του. Κι ο νέος ο βασιλιάς αγκαλιάζοντας σφικτά τη καλή του, είπε με σβυσμένη φωνή:
 -“Πιστοί του βασtλιά! Απάνω στο πιο ψηλό βουνό, μες στα δασά, τα ορμάνια, σκάψτε βαθιά ένα λάκκο. Σκάψτε βαθιά ένα λάκκο και θάψτε μαζί το βασιλιά με τη βασίλισσα“.
     Κι έκλεισε τα μάτια του και κανένας πια δε χώρισε το βασιλέα απ’ τη βασίλισσα…
……………
     Αυτή είναι η θλιβερή η ιστορία της βοσκοπούλας με τα μαργαριτάρια, που μοιάζει σαν παραμύθι και παραμύθι δεν είναι. Ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μες στην άψη του Θεριστή, την άκουσα βαθιά στο κατάχνιασμά μου. Η φωνή που μου την ανιστόρησε ήτανε γλυκεία, μακρυνή και σβυσμένη. Έτσι έχουνε να πούνε πως οι παλιοί ανθρώποι, που χρόνια τώρα τους έχει φάει το χώμα, και που μια φορά κι ένα καιρό περάσανε στον απάνω κόσμο μεγάλα βάσανα και πάθη, σε αγάπες, σ’ έχθρητες και σε πολέμους, θέλοντας να μη ξεχασθούν τα βάσανά τους, ξαναγυρίζουνε στον κόσμο κι ανιστορούνε τη ζωή τους στους αλαφροΐσκιωτους ανθρώπους. Η φωνή που μου ανιστόρησε κι εμένα, στον ήσκιο της καρυδιάς, μες στην άψη του Θεριστή, την ιστορία της Βοσκοπούλας με τα Μαργαριτάρια, ήτανε γλυκειά, μακρυνή και σβυσμένη.

—===___===—

                    Τὸ Προσφυγόπουλο Τοῦ Οὐρανοῦ

     Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
     Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.
     Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
 -“Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ!” ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης. Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.
 -“Τὸ καημένο τὸ πουλάκι!” εἶπεν ἡ δεσποινίς. “Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ“.
     Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
 -“Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!
     Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.

—===___===—

           Η Βιβλιοφιλία Των Ελλήνων ή Πόνος Ψυχής

     Δύο μεγάλους φίλους έχουν τα βιβλία εις τον κόσμον αυτόν: τους ποντικούς και τους Έλληνας. Κάθε άνθρωπος, που έχει εις το σπίτι του το περιττόν έπιπλον, το ονομαζόμενον βιβλιοθήκη, είναι εις θέσιν να το γνωρίζει.
     Εγώ, λόγου χάριν, εάν είχα κάποτε μερικά βιβλία και εάν δεν έχω σήμερον, το οφείλω εις τους δύο αυτούς παράγοντας. Τα μισά μου τα έφαγαν οι ποντικοί, χωρίς να γίνουν σοφότεροι από ό,τι ήσαν. Τα άλλα μισά μου τα έφαγαν οι φιλαναγνώσται φίλοι.
 -“Μου δανείζεις, καημένε, κανένα βιβλίο, να περνάω την ώρα μου“;
 -“Πολύ ευχαρίστως, φίλε μου. Τί είδος βιβλίου θέλεις“;
 -“Ό,τι και να είναι! Μου είναι αδιάφορον“.
     Ο Έλλην φιλαναγνώστης δεν έχει προτιμήσεις. Τον ενδιαφέρουν εξ ίσου όλα τα βιβλία. Πως ημπορεί λοιπόν να του αρνηθεί κανείς τον πνευματικόν άρτον; Δεν το αρνήθηκα ποτέ μου εις κανένα. Βαθμηδόν τα ερμάρια της βιβλιοθήκης μου ήρχισαν να χάσκουν ως γεροντική οδοντοστοιχία.
 -“Αυτά τα βιβλία που εδανείσατε, κύριε, δεν θα ξαναγυρίσουν καμιά φορά;” μου είπε κάποτε η υπηρέτριά μου, η επιφορτισμένη με το ξεσκόνισμα της βιβλιοθήκης, και η οποία απεστρέφετο τα κενά, όπως η φύσις.
 -“Θα ξαναγυρίσουν κάποτε, παιδί μου“, της είπα, “αλλά ταξίδι είναι αυτό, βλέπεις. Ποιός ξέρει τις τους συνέβη στο δρόμο; Υπάρχουν, όπως γνωρίζεις και ναυάγια“.
     Ωμιλούσα εκ ναυτικής πείρας. Πράγματι, πολλά από τα πτωχά μου βιβλία δεν εγύρισαν ποτέ.. Κύριος οίδεν εις ποιους ωκεανούς έχουν ναυαγήσει. Τα επερίμενα, όπως περιμένει κανείς τους ξενιτευμένους του, τρέμων να βάλει το κακόν εις τον νουν του. Κι εξακολουθώ να ζω με την τραγικήν αυτήν προσδοκίαν. Ποιος ξέρει! Και ο Ροβινσών είχε χαθεί χρόνια και χρόνια. Οι δικοί του τον εθεωρούσαν χαμένον. Έξαφνα ένα ευσπλαχνικόν κύμα τον έφερε εις την πάτριον γην. Αλλά μήπως ο Οδυσσεύς; Πόσους ενιαυτούς τον επερίμενεν η Πηνελόπη; Εξαναγύρισε και αυτός εις την Ιθάκην. Διατί να μην ελπίζω και εγώ ότι η Ιθάκη της βιβλιοθήκης μου θα ξαναδεχθεί κάποτε τους Οδυσσείς της;
     Εν τω μεταξύ μερικοί από τους ξενιτευμένους μου φθάνουν έξαφνα εκεί που δεν τους περιμένω. Κι όλοι έχουν την θλιβεράν όψιν των ναυαγών. Όλοι διηγούνται από μίαν τραγωδίαν. Κουρελιασμένοι, βρώμικοι, ακρωτιαρισμένοι, αγνώριστοι. Από τον ένα λείπει το εξώφυλλον. Από τον άλλον τα μισά φύλλα. Άλλος είναι γεμάτος λαδιές, ως πετσέτα λαϊκού οινομαγειρείου. Και άλλος μαρτυρεί με τις καπνιές και την στεατίνην, που εικονογραφούν τας σελίδας του, ότι κατά το διάστημα της αποσίας του, κατεγίνετο να σβήνει κάθε βράδυ το σπερματσέτο του φιλομαθούς φίλου, εις την υπηρεσίαν του οποίου είχεν αποσπασθεί. Ο τελευταίος, όταν μου επέστρεψε το ταλαίπωρον βιβλίον, εθεώρησεν υποχρέωσίν του να μου δικαιολογήσει το ασύνηθες γεγονός:
 -“Σου έφερα, μου είπε, εκείνο το βιβλίο. Δεν μου χρησιμεύει πλέον. Έβαλα, ξέρεις ηλεκτρικό στο σπίτι μου και δεν μεταχειρίζομαι τώρα σπερματσέτο”.
     Εννοείται ότι κατόπιν των αλλεπαλλήλων αυτών συγκινήσεων, που μου δημιούργησε η βιβλιοθήκη μου, έπαυσα προ πολλού ν΄αγορἀζω βιβλία. Υπάρχουν τόσοι βιβλιόφιλοι εις την Ελλάδα, ώστε να μη χρειάζωμαι κι εγώ. Εξέκαμα λοιπόν και τα τελευταία μου βιβλία κι απέστειλα το σχετικόν έπιπλον εις την κουζίναν, δια να χρησιμεύσει ως πιατοθήκη.
     Το συμπέρασμα είναι ότι όποιος αγαπά τα ζώα και τα βιβλία εις την Ελλάδα, δεν πρέπει να έχει ούτε ζώα ούτε βιβλία. Αποτελούν ένα διαρκή πόνον ψυχής.

—===___===—

 * Η μεγαλυτέρα σοφία είναι το να κατορθώσει κανείς να διορθώνει την μοίραν του.
 * Ο μπακάλης, όταν θέλει να μάθει το παιδί του γράμματα, τ’ όνειρό του είναι να το ακούει μιαν ημέρα και να μην το καταλαβαίνει.
 * Οι καλλιτέχναι δεν εξυπνούν ποτέ. Ζουν πάντα μέσα εις το όνειρον.

—===___===—

                                    Περί Κώμων

     Ὀλίγον ἐνδιαφερόμεθα περὶ τῆς ἱστορίας τῶν κώμων ἀρκεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ λέξις, ἀπαλλάσσουσα ἡμᾶς τῆς κατὰ τὸ σύνηθες ἐξελληνίσεως τῆς serrenade εἰς σερενάδαν, μᾶς διαβεβαιοῖ ἐξ ἄλλου ὅτι καὶ οἱ πολυθρύλλητοι πρόγονοί μας ἑξελαρυγγίζοντο ἐπίσης ὑπὸ τὰ παράθυρα προσφιλῶν ὑπάρξεων, ἀναμένοντες, οὐχὶ βεβαίως το δειλὸν ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου ἢ τὴν καταδάμασιν τῆς σκληρότητος Εὔας τινὸς, ἀλλ’ ἁπλούστατα τὸ ἄνοιγμα τῆς θύρας καὶ τὴν δεξίωσιν αὐτῶν παρ’ ἁβροσάρκου Λαΐδος. Ἇ! ἦσαν πρακτικοὶ ἄνθρωποι οἱ μακαρῖται ἐκεῖνοι. Κεκορεσμένοι ἀπὸ δαψιλοῦς συμποσίου καὶ πλήρη καπνῶν ἔχοντες τὴν κεφαλὴν ἀπὸ τοῦ ἀθανάτου ὁποῦ τῆς σταφυλῆς, ἐξεδίδοντο καθ’ ὁμάδας εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ διέτρεχον τὰς συνοικίας καὶ ἔμελπον ὑπὸ τὰ παράθυρα τῶν φιλτάτων. Καὶ δὲν ἀναφέρουσι μὲν τὰ σεμνὰ ἱστορήματα τὸν σκανδαλισμὸν τῶν ζηλοτύπων συζύγων, τὴν ἐπανάστασιν τῶν δεσποινῶν καὶ τῶν παιδισκῶν, οὐδὲ τοὺς ἀμφιβόλους κατακλυσμοὺς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῶν κανταδόρων, οὐδὲ τὴν γκρίνια τῶν ἐχόντων ἀνάγκην ὕπνου καὶ ἀναπαύσεως, ἀλλ’ οὐδεὶς ἀπαγορεύει ἡμῖν νὰ φαντασθῶμεν πάντα ταῦτα ἐν τοῖς κωμικωτέροις ἐπεισοδίοις. Δὲν βλέπομεν ἐν τούτοις τὴν ἀνάγκην νὰ παρακολουθήσωμεν τὴν ἱστορίαν τῶν κώμων, οὐδὲ νοοῦμεν τί διαφέρει τὸν ἀνεκτικὸν ἀναγνώστην ἡ ἱστορία τῶν ἀρχαίων κωμαστῶν ἢ τῶν ἀθανάτων τροβαδούρων, τῶν περιφήμων αἴφνης Vidal, τῶν Bertrand de Borne, τῶν Daniel καὶ τόσων ἄλλων ἀφεντανθρώπων, οἵτινες κατώρθωσαν ν’ ἀπαθανατίσωσι τα ὀνόματά των, διατρέχοντες, τὴν Φλωρεντίαν, τὴν Τουλούζην, το Αἴξ, τὴν Προβηγγίαν καὶ ἀπὸ πύργου εἰς πύργον ψάλλοντες τὸν ἔρωτα καὶ τὸν ἱπποτισμόν. Δὲν ἀγαπῶμεν, μὰ τὸν κ. Παππαρηγόπουλον, τὰς ἀνασκαφὰς τῆς ἱστορίας· ἄλλως τί μέλλει ἡμῖν περὶ τῶν παρελθόντων; Δύναται ἡ Σαπφὼ νὰ ψάλλῃ ὅσῳ θέλει:

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα
Καὶ Πλειάδες μέσαι δὲ
Νύκτες..

καὶ δύναται νὰ συνθέτῃ ὅσας δήποτε serrenades ὁ Βετχόβεν, ἢ ὁ Μόζαρ ἐν τῷ Δὸν Ζουάν του, ἀλλ’ ἕχομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον καὶ ἀντηχεῖ ἀνὰ τὰς ὀδοὺς τοῦ ἄστεως τό:

Σὰν δὲν ἤξευρες νὰ βράσῃς μακαρόνια
Χόπλα! χόπλα!!
Τί τὸν ἤθελες τὸν ἄνδρα χωρὶς δόντια
χόπλα! χόπλα!!

ἢ τὸ περιπαθέστερον:

Ἐσὺ κοιμᾶσαι ‘ς τὴ κουνουπιέρα
Κ’ ἐγὼ γυρίζω νύκτα καὶ μέρα,

ἔνθα ὁ τρυφερὸς κωμαστὴς, μετὰ ὥριμον σκέψιν, κρίνει φρόνιμον νὰ παραληφθῇ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τ’ ἀραχνοϋφῆ παραπετάσματα παρθενικῆς κλίνης, ἀντὶ νὰ περιφέρηται τουρτουρίζων ἐν τῇ ὁδῷ.
* *
     Τὴν φύσιν τῶν παρ’ ἡμῖν κώμων καὶ τῶν κωμαστῶν οὐδεὶς βεβαίως ἀγνοεῖ. Ἐν τούτοις θὰ ἦτο ἀναγκαία μικρά τις διάκρισις. Πρόκειται πρῶτον περὶ τῶν εὐθύμων ἐκείνων ἀνθρώπων, οἵτινες κατόπιν μακαρίου πότου ἐν ὑπογείῳ οἰνοπωλείῳ, διατρέχουσι τὰς ὀδοὺς συμπεπλεγμένοι χαριέντως, παραπαίοντες καὶ ὠρυόμενοι, χωρὶς νὰ διανοηθῶσι νὰ σταματήσωσιν ὑπὸ τὰ παράθυρα σκληρᾶς τινος, διότι θὰ ἐδυσκολεύοντο καὶ τῆς ἰδίας των οἰκίας τὰ παράθυρα ν’ ἀνεύρωσι, καὶ τῶν ἄλλων ἔπειτα τῶν κομψῶς πολλάκις ἐρωτολήπτων, τῶν τρυφερῶν φοιτητῶν, τῶν ὁποίων αἱ Ἀθῆναι συνήθως κλέπτουσι τὴν καρδίαν καὶ ἐκμυζῶσι τὸν ἐγκέφαλον, χαρίζουσαι εἰς αὐτοὺς ἀντὶ τούτων ἓν διδακτορικὸν δίπλωμα, ἢ τίτλον ἰσοβίου τελειοφοίτου. Οἱ πρῶτοι ἀφ’ οὗ σπείσωσι τῷ Βάκχῳ καὶ ἐγκυκλοφορήσωσιν εἰς τὰς φλέβας των τὸν θεσπέσιον ῥητινίτην, ἐκχύνονται εὔθυμοι ἀνὰ τὰς συνοικίας καὶ συμπλέγδην διατρέχοντες τὰς ὀδοὺς ὠρύονται ἀγρίως καὶ αἱ ἄναρθροι αὐτῶν φωναὶ συνέρχονται ἐνίοτε καὶ σχηματίζονται εἰς ἀκανόνιστον ᾆσμα, ἵνα καταλήξωσι καὶ πάλιν εἰς ἀνάρθρους ἐπιφωνήσεις, παρακελεύσεις, στεναγμούς, βρυχηθμούς, βῆχας, ἀποχρέμψεις καὶ τὴν λεπτὴν συναυλίαν τῶν ἀηδῶν ἐκείνων ἤχων, τῶν ἐκφαινόντων τὰς ποικιλωτέρας ἐπαναστάσεις τοῦ νευρικοῦ συστήματος. Οἱ δεύτεροι πάλιν, ἀφ’ οὗ ἐρωτολογήσωσι καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐν τοῖς καφφενείοις ἢ τοῖς κονισαλέοις θρανίοις τοῦ Πανεπιστημίου, ἀφ’ οὗ ἐξομολογηθῶσιν ἀλλήλοις τὴν σκληρότητα τῆς μελαγχροινῆς ἐκείνης ἢ τῆς γαλανομμάτας, τῆς οὐλοτρίχου ξανθῆς ἢ τῆς ἐχούσης ἐβένινον τὴν κόμην, συμφωνοῦσιν εἶτα, παραλαμβάνουσι μίαν κιθάραν ὁ εἷς καὶ ἕν βιολίον ὁ ἄλλος, κατὰ τό:

Ἔπαρε σὺ τὴ λύρα σου
Κ’ ἐγὼ τὸν ταμπουρά μου…

καὶ πορεύονται οὕτω, νήφοντες συνήθως καὶ μελαγχολικοὶ ὑπὸ τὰ παράθυρα πρῶτον τῆς μιᾶς, ἔνθα ὁ ἐνδιαφερόμενος νεανίας λαμβάνει τὴν δραματικωτέραν στάσιν ὑπὸ τὴν σελήνην ἢ δίδει τὸν περιπαθέστερον τόνον εἰς τὴν φωνήν του, ἐν ᾧ οἱ ἄλλοι βοηθοῦσι περίεργοι ἢ γελῶσι καθ’ ἑαυτοὺς διὰ τὰ πάθη τοῦ συναδέλφου των. Τότε ἀκούεται ἐνίοτε τριγμὸς παραθύρου ἀνοιγομένου, σημεῖον ὅτι ἀκούει ὄπισθεν αὐτοῦ ἡ κόρη τῶν ὀνείρων τοῦ δυστυχοῦς ἐραστοῦ, ἢ προβάλλει αὐθαδῶς γηραιὰ μορφὴ, ἐν τῇ ἀσφαλεστέρᾳ ἀτημελησίᾳ, ζητοῦσα ν’ ἀναγνωρίσῃ τινὰ τῶν αὐθαδῶν κωμαστῶν, ἢ πρακτικώτερον κάδος διαφόρων χημικῶν ἑνώσεων κενοῦται ἐπὶ τὰς πυρεσσούσας νεανικὰς κεφαλάς. Οὕτως ἀπηλπισμένοι ἢ εὐέλπιδες, μελαγχολικοὶ ἢ σοβαροὶ, βεβρεγμένοι ὑπὸ κατακλυσμοῦ ἀηδῶν ὑγρῶν ἢ βεβρεγμένοι ἐκ τοῦ φόβου, καταλείπουσιν οἱ κωμασταὶ τὸ ἓν πεζοδρόμιον διὰ νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸ ἄλλο καὶ διαλυθῶσι κατόπιν, μακαρίζοντες τὸν εὐτυχέστερον καὶ ἀποδίδοντες τὸ ἀτύχημα οἱ ἀτυχέστεροι εἰς τὸ ἀχόρδιστον τῆς κιθάρας ἢ τὴν νωθρότητα τοῦ βαρυτόνου ἤ τοῦ ὑψιφώνου ἐκ τῆς παρέας.
* *
     Καὶ ἐν τούτοις πόσῳ διάφοροι εἷνε αἱ ἐντυπώσεις τὰς ὁποίας προξενοῦσιν αἱ κορυβαντιώδεις οἰμωγαὶ, ἢ τὰ μελαγχολικὰ ταῦτα ᾄσματα, τὰ διαταράσσοντα τὴν σιωπὴν τῆς, νυκτὸς καὶ διαταράσσοντα τὰς σκέψεις τοῦ ἐν ἀϋπνίᾳ κατακειμένου ἐπὶ τῆς κλίνης του, ἢ τὸν ὕπνον τοῦ ἀρρώστου, ὅστις μόλις κατώρθωσε νὰ κλείσῃ τὰ βεβαρυμένα βλέφαρά του, ἢ τὰ παρηγοροῦντα τὸν ἀνιῶντα ἐν τῇ μονώσει τοῦ δωματίου του καὶ τῇ πεζότητι τῆς μελέτης, τ’ ἀναγεννῶντα δυσαρέστους ἢ εὐαρέστους ἀναμνήσεις, τὰ συγκινοῦντα τὴν τρυφερὰν παρθένον, τ’ ἀναμιμνήσκοντα στιγμὰς ἔρωτος εἰς τὸν ὑποπόλιον γέροντα, τ’ ἀφυπνίζοντα κοιμηθέντα ἔνστικτα ἐν τῷ ἀποκλήρῳ τῶν ἡδονῶν, τὰ ὑπομιμνήσκοντα ἐπὶ τέλους τὴν τυρβάζουσαν ζωὴν ἐν τῇ θανατώδει σιγῇ τῆς νυκτός. Ἐξηπλωμένος ἐν τῇ κλίνῃ, ὑπὸ το θάλπος τῶν χειμερινῶν καλυμμάτων μου καὶ ἐν τῷ μυστηριώδει σκιόφωτι τοῦ κανδυλίου μου ἤκουσα πάντοτε ὑπὸ διαφόρους ἐντυπώσεις τοὺς νυκτίους κώμους. Καὶ ἄλλοτε μὲν ἀδιαφόρως ἔστρεψα ἐπὶ το ἀντίθετον πλευρόν· ἄλλοτε ἐβλασφήμισα τοὺς ἐπαναφέροντάς με εἰς τὴν ἐγρήγορσιν καὶ τὴν αἴσθησιν τῶν ἀνηλεῶν δηγμάτων τῶν κωνώπων, καὶ ἄλλοτε πάλιν ἐπρόβαλα τὴν κεφαλὴν ἐκ τῶν καλυμμάτων καὶ ἔτεινα το οὓς πρὸς τὴν περιπάθειαν τῶν τόνων καὶ ἐβαυκαλίσθην ὑπὸ τῶν ὑγρῶν ἤχων τῆς κιθάρας καὶ ἀνεπόλησα εὐδαίμονας χρόνους καὶ ἔρωτας. Ἄλλοτε εἰς ἦχος μοὶ ἀνέμνησε φαιδράν τινα ἐποχὴν, ἄλλοτε ἓν ᾆσμα μοὶ ἀνέμνησε λησμονηθεῖσαν φίλην, ἀπὸ τῶν χειλέων τῆς ὁποίας τὸ εἶχον ἀκούσῃ κατὰ πρῶτον. Τὴν ἡδεῖαν ταύτην ἡδονὴν γνωρίζουσιν ὅσοι τὴν ἠσθάνθησαν, περιέγραψε δὲ αὐτὴν τόσῳ τρυφερῶς ὃ Müller ἐν τῷ Γερμανικῷ του Ἔρωτι. Καὶ ὅτε ἀπεμακρύνοντο οἱ κωμασταὶ καὶ διέλειπε κατὰ μικρόν το ᾆσμα, διετίθετο ἐν τρυφερῷ πάθει ἡ ψυχή μου καὶ κλείων τοὺς ὀφθαλμοὺς προσεπάθουν νὰ συλλάβω ἐν τῷ σκότει τ’ ἀποπτάντα ὄνειρα τῆς εὐτυχίας. Πάντοτε ὅμως εἴτε κύπτοντα ἐπὶ τὸ βιβλίον, εἴτε ἐξηπλωμένον ἐπὶ τῆς κλίνης μὲ κατέλαβεν ὁ κῶμος ὑπὸ τὰ παράθυρά μου, πάντοτε ᾐσθάνθην ἀηδές τι αἴσθημα. Ἐλησμόνουν τοὺς κωμαστὰς καὶ μοὶ ἐφαίνοντο αὐτόματοι, μακρόθεν ἐρχόμενοι οἱ ἦχοι.
     ᾈείποτε ὅμως συνεπάθησα τοὺς εὐσυνειδήτους τοὐλάχιστον ἐκείνους κωμαστὰς, τοὺς μὴ ἐπαναστατοῦντας κατὰ τῶν ἀκουστικῶν νόμων, ὅσον ἀντεπάθησα τοὺς βρυχωμένους ἐκείνους κορύβαντας ἢ τοὺς λαρυγγίζοντας ἐν ὑπερβολικῷ ἐρωτισμῷ Σατύρους. Οὕτως ἠγάπησα πάντοτε τὸν συμπαθῆ γρύλλον, τὸν ἀναδίδοντα τὸ ἁρμονικῶς μονότονον αὐτοῦ ᾆσμα ἐν ταῖς θερμαῖς νυξὶ τοῦ προσφιλοῦς Ἰουλίου καὶ ἐμίσησα καὶ ἀπηχθέσθην τὴν ἀπαισίως λαρυγγίζουσαν γλαῦκα.

     Ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις καὶ ἄνθρωποι, γέροντες αὐτοὶ ἰδίως, κατ’ ἀρχὴν καὶ ἀδιακρίτως τρέφοντες ἀδιάλλακτον μῖσος πρὸς τοὺς κωμαστάς. Ὄχι διότι τὸ ἆσμα τοῖς διαταράσσει τὴν μακαριότητα παννυχίου ὕπνου, ὄχι διότι ἀποσπᾷ αὐτοὺς σοβαρῶν μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν, ὄχι διότι φοβοῦνται μὴ νοθευθῇ ἀπὸ τῶν ᾀσμάτων ἡ ἁγνεία τῶν παρθενικῶν ὀνείρων τῆς γεροντοκόρης των, ὄχι διότι φοβοῦνται παθολογικήν τινα διέγερσιν τοῦ νευρικοῦ συστήματος τῆς κυρίας ἢ τῆς ὑπηρετρίας των—πράγματα ἐπίφοβα διὰ τὴν ἡλικίαν των—ὄχι διότι τοῖς ἐτάραξε τὸ οὓς ἡ κακοφωνία, ἀλλὰ διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι μισοῦσι τοὺς κωμαστάς. Ὁ μέγας Ἄγγλος κριτικὸς Hazlitt δύναται νὰ μᾶς ἐξηγήσῃ τὸ φαινόμενον τοῦτο, αὐτός ὁ τόσῳ σοφῶς γράψας περὶ τῆς τέρψεως τοῦ μισεῖν· ἡμεῖς ἐν τούτοις, en attendant, θέλομεν νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι ζηλοτυποῦσιν, οὐχὶ βεβαίως τὸ τρυφερὸν ἥμισύ των, ἀλλὰ τοὺς ἀναμιμνήσκοντας αὐτοῖς χαιρεκάκως τὴν ἀποπτᾶσαν νεότητα. Τὶς οἶδε! Οἱ τοιοῦτοι συνήθως, ὁσάκις ἀκούσωσιν ὑπὸ τὰ παράθυρά των τὸ προανάκρουσμα χορδιζομένης κιθάρας ἢ αἰσθανθῶσι προσεγγίζον τὸ ᾆσμα, αἰσθάνονται ἀσυνήθη ταραχήν. Βήχουσι, ξηροβήχουσιν, ἀνεγείρονται τῆς κλίνης, τοποθετοῦσι τον ἀπαίσιον νυκτικὸν σκοῦφον των, κατορθοῦσι νά διαφύγωσιν εὐσχήμως τὴν παρὰ τὸ πλευρόν των ἀηδῶς ἐξηπλωμένην καὶ ῥογχαλίζουσαν σύζυγον, ἀνοίγουσι βιαίως τὸ παράθυρον καὶ:
 -“Ντροπὴς, ντροπὴς, ἀλήθεια κι’ ἀπ’ ἀλήθεια, ἐκφωνοῦσι βραχνῶς. Θαρρεῖτε πῶς ἔχομε τὴν ὅρεξί σας νὰ σᾶς ἀκοῦμε νὰ γκαρίζετε; Νισάφι πειά. Δὲν ἀφίνετε, ἄνθρωπο νὰ κοιμηθῇ. Μὰ κοπιᾶστε κ’ ἄλλη μιὰ φορά…”
 -“Μέσα, γέρω, μέσα…”
     Βροχηδὸν ἔρχονται ἐκ τῶν κάτω αἱ φωναὶ καὶ ὁ γέρων βλασφημῶν κλείει ἑρμητικῶς τὸ παράθυρον, διὰ ν’ ἀκουσθῇ παρὰ τῆς τρυφερᾶς συμβίας καὶ φανῇ οὕτω κηδόμενος τῆς τιμῆς, τῆς οἰκογενείας του. Ἀλλοίμονον δ’ ἂν καὶ εἰς τὰς σπαρακτικὰς κραυγάς του δὲν ἀφυπνίσθη ἡ συμβία. Ἐπανέρχεται εἰς τὴν κλίνην θορυβωδέστατα καὶ ὅταν ἀφυπνισθῆ ἐκείνη καὶ ἀνασύρῃ μηχανικῶς ἐπὶ τοῦ μετώπου τὸν λιπαρὸν κεφαλόδεσμον καὶ ἐρωτήσῃ περιπαθῶς καὶ περίεργος ἐπὶ τῇ ἐκτάκτῳ ζωηρότητι τοῦ συζύγου:
 -“Τί εἷνε, ἄνδρα“;
 -“Δὲν ἀκοῦς γυναῖκα“, ὑπολαμβάνει ἐκεῖνος. “Μᾶς ἐξεκούφαναν οἱ χασομέριδες. Μὰ τοὺς ἔδωκα καὶ κατάλαβαν ποιὸς εἷν’ ὁ Κωσταντῆς ὁ Ταμπάκης“.
 -“Ἔλα δὰ, πάντοτες ἤσουνα ζηλιάρης“, ἐπαναλαμβάνει ἐν ἀηδεῖ ἐρωτοτροπίᾳ ἡ τρυφερὰ ἑξηκοντοῦτις καὶ οὕτως αἱ γεροντικαὶ τρυφερότητες ἀκολουθοῦσι τὴν ἀπὸ τῶν κώμων ἀνησυχίαν, καθ’ ἥν στιγμὴν ἡ μὲν ὑπηρέτρια ἀπολαμβάνει τῶν θωπειῶν τοῦ προσφιλοῦς πυροσβέστου ἡ δὲ δεσποινὶς Οὐρανία Ταμπάκη θρηνεῖ τὸν ἀποπεμφθέντα οἰκτρῶς ἀνθυπολοχαγὸν, τὸν τόσῳ περιπαθῶς ψάλλοντα ὑπὸ τὰ παράθυρά της.

     Ἡ φιλολογία τῶν παρ’ ἡμῖν ἐπικωμίων ᾀσμάτων δὲν παρουσιάζει ὀλιγώτερα παράδοξα. Ἐὰν ἐξαιρέσῃ τις περιπαθεῖς τινας στροφὰς τῶν Παράσχων, τονισθείσας πρὸς κῶμον, καὶ ᾀσμάτιά τινα τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Τυπάλδου, τοῦ Βαλαωρίτου, καὶ δημοτικά τινα δίστιχα ἀπαραμίλλου χάριτος, εὐφυΐας καὶ γλυκύτητος—ἅτινα ἀτυχῶς σπανίως ἀκούονται, τὰ λοιπὰ ἐπικώμια ᾄσματα ἀποτελοῦνται ἐξ ἐζητημένων καὶ κακοτεύκτων στιχαρίων, ἐν τοῖς ὁποίοις διαβλέπει τις καὶ ἀηδῆ δι’ ἐξελληνισμοῦ ἐκφαύλισιν γλυκυτάτων δημοτικῶν στίχων, συμφορὰν τὴν ὁποίαν ὑπέστησαν καὶ τὰ λυρικώτερα τεμάχια τοῦ λυρικωτάτου Ἐρωτοκρίτου. Τὴν ἀηδίαν τῶν στίχων τούτων μόλις καταπνίγει ἡ γλυκύτης τοῦ μέλους καὶ κατορθοῦμεν οὕτω ν’ ἀκούωμεν ὑπὸ τὰ παράθυρά μας οὐχὶ καὶ μετὰ πολλῆς ἀηδίας στίχους, οἱ ὁποῖοι ἀπαγγελλόμενοι, θὰ μᾶς ἐτάρασσον οὐχὶ πλέον τὰ ὦτα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀτυχῆ στόμαχον. Δὲν ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν ν’ ἀκούωμεν εἰς τὴν γλυκεῖαν μουσικὴν τοῦ Μόζαρ τοὺς περιπαθεῖς στίχους τοῦ Alfred de Musset:

Rapelle — toi quand sous la froide terre
Mon cœur brisé pour toujours dormira;
Rapelle — toi quand la fleur solitaire
Sur mon tombeau doucement s’ouvrira.
Tu ne me verras plus; mais mon âme immortelle
Reviendra prés de toi comme une sœur fidele

Ecoute dans la nuit
Une voix qui gémit:
Rapelle — toi.


Θυμήσου, σα βρεθώ στη κρύα γη
κι η δόλια μου καρδιά για πάντα κοιμηθεί,
θυμήσου, σα μοναχικό λουλούδι ανοίξει
στο μνήμα μου απαλά και θα ανθίσει.
Δε θα με ξαναδείς, μα η απέθαντη ψυχή
σε σένα θα γυρίσει σα πιστότατη αδελφή.

Άκου! τη νύχτα,
μια φωνή που δεν κλαίει:
Θυμήσου“, σου λέει!

 (μτφρ: Πάτροκλος)

δὲν ἔχομεν τοιαύτας ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ, πρὸς θεοῦ! ἃς ἦτο δυνατὸν ν’ ἀκούωμεν καλούς στίχους, φρόνιμα νοήματα, εἰλικρινεστέρας ὁμοιοκαταληξίας. Ἡ παρ’ ἡμῖν λυρικὴ ποίησις ἀφθονεῖ εἰς ὡραίους καὶ περιπαθεστάτους στίχους δοκίμων ποιητῶν. Δὲν εἷνε δυνατὸν οἱ στίχοι. οὗτοι ν’ ἀντικαταστήσωσι τἄμουσα συνονθυλεύματα, τὰ ὁποῖα ἀπαρτίζουσι παρ’ ἡμῖν τὴν ἐπικώμιον ποίησιν;

     Θέλετε ἐν τούτοις, τελευτῶν τὴν κωμωλογίαν μου, νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ καὶ τὴν ἁμαρτίαν μου; Τῇ ἀληθείᾳ ἀρέσκομαι βαυκαλιζόμενος ἐν τῇ κλίνῃ μου ὑπὸ τῆς γλυκύτητος νυκτίου ᾄσματος, ἀλλ’ ἀγνοῶ διατὶ ἡ διατράνωσις τοῦ ἔρωτος ὑπὸ τὰ παράθυρα, ἔστω καὶ διὰ περιπαθεστέρων ᾀσμάτων, μοὶ φαίνεται ἐνέχουσά τι τὸ κωμικὸν. Ἀγνοῶ ἂν τὸ μονοτόνως ἐν τῇ νυκτὶ κροτοῦν βῆμά μου, ἐπὶ τὰ παράθυρα τῆς ἐρωμένης μου, ἔφθασέ ποτε μέχρι τῆς γλυκείας κόρης καθ’ ἣν στιγμὴν, ἀγρυπνοῦσα κλίνῃ ρεμβὴ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς φθινούσης λαμπάδος της ἐπὶ βιβλίου τινὸς, ἢ ἔχῃ εἰς γλυκὺν ὕπνον τὰ καστανὰ ὄμματά της, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὃ βωβὸς ἐκείνος ἦχος, βωβὸς ὡς στεναγμὸς ἁγωνιῶτος, εἶνε ἡ εἰλικρινεστέρα ἐν τῇ μυστικότητί της καὶ μελωδικωτέρα serrenade.

              Ἰουλίῳ 1885.          Πέτρος Κ. Ἀποστολίδης.

—===___===—

Αναζητώντας Τη Γυμνήν Αλήθεια (απόσπασμα καίριον)

  …Και ο άγνωστος εξακολούθησε να γυρεύει την αλήθεια δεξιά κι αριστερά. Τον είχα χάσει κάμποσες ημέρες. Προχθές η τύχη τον έβγαλε πάλι μπροστά μου. Φαινότανε ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε επιτύχει το σκοπό του.
 -“Τη βρήκατε;” τον ερώτησα.
 -“Τη βρήκα επιτέλους…” μου αποκρίθηκε και το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά. “Τη βρήκα, αλλά δεν ήτανε γυμνή. Απεναντίας. Φορούσε απάνω της του κόσμου τα κουρέλια. Το μόνο γυμνό μέρος του κορμιού της ήταν η μύτη της. Και προσπαθούσε να την κρύψει κι αυτή. Πώς να τη γνωρίσω; Δε θα τη γνώριζα ποτέ μου, αν δε με βεβαίωνε η ίδια πως είναι η Αλήθεια“.
 -“Από πότε ντύθηκες, γλυκύτατη θεά;” την ερώτησα σαστισμένος. “Σε ήξερα πάντα γυμνή“.
 -“Λάθος κάνετε, κύριε…” μου αποκρίθηκε. “Ποτέ μου δεν παρουσιάστηκα γυμνή στον κόσμο“.
 -“Από σεμνότητα“;
 -“Όχι από σεμνότητα, κύριε. Από υπερηφάνεια. Είμαι πάρα πολύ άσχημη και γριά, ώστε να παρουσιάζομαι γυμνή στον κόσμο. Παρουσιάζομαι πάντα ντυμένη, όπως με βλέπετε“.
 -“Ώστε η φήμη της περίφημης γύμνιας σας“;
 -“Πρόληψη, καθαρή πρόληψη, κύριε“.
 -“Κι εκείνοι που καυχιούνται πως σας παρουσιάζουν γυμνή“;
 -“Απατούν τον κόσμο, απλούστατα. Ποτέ κανένας δε με παρουσίασε γυμνή. Μονάχα η Ψευτιά παρουσιάζεται γυμνή. Γιατί η Ψευτιά είναι πάντα ωραία και πάντα νέα“.
     Αυτά μου είπε η Αλήθεια, κύριε. Και με ρώτησε να της πω τι θέλω απ’ αυτήν.
 -“Θέλω“, της είπα, “να δω κι εγώ μια φορά γυμνή την Αλήθεια“. Και την παρακάλεσα να γδυθεί. Εστάθηκε αδύνατο να την πείσω.
 -“Ποτέ δε με είδε γυμνή ανθρώπινο μάτι…” μου είπε. “Αν μ’ έβλεπαν γυμνή οι άνθρωποι, δε θα μπορούσα πια να ζήσω. Και θα ήτανε το τέλος του κόσμου“.
     Αυτή την καταπληκτική αποκάλυψη μου έκανε ο άνθρωπος που γύρευε να βρει την Αλήθεια γυμνή και τη βρήκε ντυμένη, εξαφανισμένη μέσα στα πιο βαριά και αδιαφανή ρούχα. Έτσι, μέσα στη θριαμβική γύμνια της εποχής μας, η μόνη γυναίκα που απόμεινε ντυμένη είναι, ως φαίνεται, η Αλήθεια. Ας μη δοκιμάσει κανένας να τη γδύσει. Θα πέσει νεκρός στα πόδια της.

Το Φλουρί Του Φτωχού

Tο πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου έπεσε βγήκε μοιρασμένο. ‘Hταν αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή αγγλική λίρα.
Πώς έρχονται τα πράματα καμμιά φορά!
O πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Aφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών σταμάτησε, σαν να θυμήθηκε κάτι.
– Ξεχάσαμε, είπε, το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ‘ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Aς είναι όμως. Θα το κόψω τώρα κι ύστερα θ’ αρχίσω τα κομμάτια των παιδιών. Πρώτα ο φτωχός.
Kατέβασε το μαχαίρι και είπε:
– Tου φτωχού.
Έπειτα θα ερχόταν το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.
Kαθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, το χρυσό φλουρί κύλησε στο τραπεζομάντιλο. Tο κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Kοιτάζαμε ο ένας τον άλλο κι ο πατέρας όλους μας.
– Ποιανού είναι τώρα το φλουρί; είπε η μητέρα μου. Tου φτωχού ή του Πέτρου; Eγώ λέω πως είναι του Πέτρου.
H καημένη η μητέρα! Tο είχε καημό να πέσει σ’ εμένα.
– Oύτε του φτωχού είναι, είπε ο πατέρας μου, ούτε του Πέτρου. Tο σωστό σωστό. Tο φλουρί μοιράστηκε. Ήταν ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Kαθώς τα χώρισα με το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Tο μισό λοιπόν είναι του φτωχού, το μισό του Πέτρου.
– Kαι τι θα γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.
Tι θα γίνει; συλλογιζόμαστε κι εμείς.
– Mην πονοκεφαλιάζετε, είπε ο πατέρας. Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δυο μισές χρυσές λίρες και τις ακούμπησε στο τραπέζι. Nα τι θα γίνει. Aυτή φυλάξτε τη, να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Eίναι η τύχη του. H άλλη μισή είναι του Πέτρου.
Kαι μου την έδωσε.
– Kαλορίζικη! Kαι του χρόνου παιδί μου! Eίσαι ευχαριστημένος; Ήμουν και με το παραπάνω.
– Θα του τη δώσω εγώ με το χέρι μου, είπα.
Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. T’ άλλα παιδιά με πείραζαν: «O σύντροφος του φτωχού». Mονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Eκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
– Mπράβο σου! Eίσαι καλό παιδί.
Tο άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Kάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του.
Έτρεξα στην πόρτα με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος φτωχός, με κάτασπρη γενειάδα, γερτός από τα χρόνια, και τρέμοντας από το κρύο μουρμούριζε ευχές.
– Πάρε, παππού, του είπα.
O γέρος το έφερε κοντά στα μάτια του για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του – τον καιρό εκείνο που όλοι έδιναν στους φτωχούς δίλεπτα και μονόλεπτα.
– Tι είναι αυτό, παιδάκι μου; με ρώτησε.
– Mισή λίρα είναι, παππού, του είπα. Πάρε την. Δική σου είναι.
O καημένος δεν ήθελε να το πιστέψει.
– Mήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονείς σου.
Tου εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιραστεί το φλουρί της βασιλόπιτας. O γέρος έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τα μάτια και είπε:
– O Θεός είναι μεγάλος! Nα ζήσεις, παιδάκι μου, και να σε χαίρονται οι γονιοί σου. Kαι ο Θεός να σ’ αξιώσει να ‘χεις πάντα όλα τα καλά και να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Tην ευχή μου να ‘χεις!
Mου έδωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά κατά τον ουρανό τα μάτια και κατέβηκε με το ραβδί του τη σκάλα.

—===___===—

Ἦταν Μία Φορὰ Ένας Γιάννης


Ἦταν μία φορὰ ἕνας Γιάννης
σ᾿ ἕνα πράσινο χωριό,
καὶ δὲν εἶχε οὔτε χαΐρι
καὶ δὲν εἶχε οὔτε μυαλό.

Μά, σὰ Γιάννης, δίχως γνώση,
τὸν ἐπόνεσε ἡ καρδιὰ
καὶ τοῦ κόλλησε μεράκι
γιὰ τὴν κόρη τοῦ παπᾶ!

Τἄκουσαν μικροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν – ὤχ! ὤχ! ὤχ!
Παλαμίδα σοῦ μυρίζει,
ντεϊμεντὲ νὰ φᾶς κολοιό.

Στὸν παπᾶ πηγαίνει ὁ Γιάννης
μιὰ καὶ δυὸ καὶ τοῦ μιλεῖ
καὶ τὴν Ἑλενιὼ γυρεύει
καὶ τὸ χέρι του φιλεῖ.

Μὰ ὁ παπὰς τὴν ἁγιαστούρα
παίρνει εὐτὺς καὶ τὸν ξορκίζει
καὶ μὲ τὴ χοντρὴ μαγκούρα
στὴν αὐλὴ τὸν προβοδίζει,

καὶ κρατώντας τὸ στειλιάρι
ἀνεβαίνει στὸ πατάρι:
– Κόρη μου νὰ σὲ χαρῶ
δυὸ λογάκια νὰ σοῦ πῶ!

Τὴν ἁρπάζει ἀπ᾿ τὴν κοτσίδα,
τὴν πετάει στὴν ἀντρομίδα
καὶ τῆς κάνει τὰ πλευρά της
μαλακὰ σὰν τὴν …καρδιά της.

Τ᾿ ἄκουσαν μικροὶ μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν – χά! χά! χά!
– Τῆς ἀγάπης τὶς λαχτάρες
σοὺτ καὶ μήτε τοῦ παπᾶ!

Μὰ τοῦ Γιάννη τὸ μεράκι
τώρα τοὔγινε φαρμάκι.
Φεύγει, πάει, μιὰ καὶ δυό,
στὸ ψηλὸ καμπαναριό,
κάνει τὸ σκοινὶ θηλιὰ
καὶ κρεμιέται στὰ καλά.

Κ᾿ ἡ ξανθὴ παπαδοπούλα
ἔγινε καλογριούλα.
Τὸ χτωήχι στὸ δεξί της,
κομποσχοίνι στὸ ζερβί της,

ξέχασε πατέρα, μάνα
καὶ τρελλὰ παραμιλᾷ:
-Χτύπα, Γιάννη, τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά.

Τἄκουσαν μικροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦνε – χά! χά! χά!
χτύπα Γιάννη τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά!

               Ὁδοιπόρος

Δὲ θέλω ἐγὼ τριαντάφυλλα στὸν ἔρημό μου δρόμο,
δέντρο δὲν θέλω νὰ σταθῶ, πηγὴ νὰ ξεδιψάσω.
Ἐγὼ ἀνεβαίνω τὸ βουνό, μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὸν ὦμο.
Τοῦ φθινοπώρου ἂς ἁπλωθοῦν τὰ φύλλα, νὰ περάσω.

                Ξενητειά

Ξένος ὁ τόπος κι ὁ καιρὸς κι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ξένοι
μὲς στὴ μεγάλη μοναξιά. Μάταια ζητῶ ἕνα φίλο,
μὰ ἐκεῖ ποὺ παραδέρνομαι στὴ νύχτα τὴ θλιμένη,
ἀκούω σὲ κάποιο ἀλύχτημα τὸ σπιτικό μου σκύλο.

         Η Τέχνη

Τα τζάμια παγωμένα,
μαύρο, σβυστό το τζάκι,
τα τζάμια παγωμένα.

Ψυχομαχάει μια λάμπα
απάνω στο τραπέζι,
ψυχομαχάει μια λάμπα.

Στο ξέστρωτο κρεββάτι
μια γάτα ερημοπαίζει
στο ξέστρωτο κρεββάτι.

Μεσ’ την καρδιά του ξύλου
ο σάρακας γκρινιάζει,
μεσ’ την καρδιά του ξύλου.

Από τον τοίχο στάζει,
στάζει, δροσιά φαρμάκι
από τον τοίχο στάζει.

Κι’ απάνω από την στέγη
μια κουκουβάγια κράζει
και κάτω από την στέγη

αργοξυπνούν δυο μάτια
– ένα τριζόνι τρίζει –
κι εμπρός στα δυο τα μάτια

μια άνοιξη από ρόδα,
ξανοίγεται κι ανθίζει,
μια άνοιξη από ρόδα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *