Βιογραφικό
Ο ποιητής του 14ου αι. Λεονάρδος Ντελλαπόρτας (ή Δελλαπόρτας) μιλά για τη ζωή του στο Χάνδακα και μακρυά απ’ αυτόν. Αστός βενετικής καταγωγής. Γεννήθηκε, ανατράφηκε και μορφώθηκε στο Χάνδακα. Κάτοχος ελληνικής κι ιταλικής παιδείας. Γνώστης της τουρκικής κι αραβικής γλώσσας. “Αβοκάτος” (δικηγόρος) στο Χάνδακα στο τέλος της καριέρας του. Έζησε τη περίοδο 1350-1410/20 στο Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης. Στα γεράματά του φυλακίστηκε και μέσα στη φυλακή έγραψε ένα μακρύ ποίημα σε μορφή διαλόγου ανάμεσα στον ποιητή και την Αλήθεια, που τη παρουσιάζει ως πανέμορφη κόρη. Το ποίημα έχει τίτλο “Ερωτήματα και αποκρίσεις Ξένου & Αληθείας” και περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έγραψε άλλα 3 σύντομα θρησκευτικά και διδακτικά ποιήματα, όλα στο διάστημα 1403-11. με τίτλους “Λόγος περί ανταποδόσεως και Υπομνηστικόν“, “Στίχοι θρηνητικοί εις τον Επιτάφιον θρήνον“, “Λόγοι παρακλητικοί προς τον Χριστόν και την Θεοτόκον“. Το πρώτο έχει 3166 στίχους, το δεύτερο 168, το τρίτο 795 και το τέταρτο 92.

Ο Λεονάρδος Ντελλαπόρτας, γεννημένος στο Χάνδακα, από εξελληνισμένη και ορθόδοξη, ιταλικής καταγωγής οικογένεια, έλαβε μόρφωση αλλά κι έζησε ζωή περιπετειώδη, σαν έμπορος, σαν αξιωματούχος -εντός και εκτός Κρήτης- της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας (διερμηνέας, αξιωματικός σε πολέμους, πρεσβευτής, δικηγόρος). Αλλά και με το, ομολογημένο ποιητικά, ερωτικό πάθημά του στα 75 του χρόνια. Πάθημα που τον οδήγησε στη φυλακή, όπου έγραψε, σε 15σύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, τα 4 ποιήματά του, που με την πανώρια γλώσσα τους αποτελούν ένα από τα βασικώτερα και πιο ιδιόμορφα κείμενα της Υστεροβυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας και θαυμάσιο σύνδεσμο με τη Κρητική Λογοτεχνία. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως ήτανε σύγχρονος με τον Στέφανο Σαχλίκη, χωρίς να διακρίνεται όμως από την ανανεωτική πνοή του.
Ο Ντελλαπόρτας είναι ένας από τους πρώτους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, ακολουθεί τη βυζαντινή παράδοση και στα 4 θρησκευτικά και διδακτικά ποιήματά του, εμπνέεται από τη Βίβλο καθώς και λόγιες και δημώδεις βυζαντινές πηγές. Σε βυζαντινές πηγές στηρίχτηκε κι ο Μανόλης Σκλάβος που έγραψε τη Συμφορά της Κρήτης, που με αφορμή τη περιγραφή των συνεπειών του σεισμού που έπληξε το Ηράκλειο το 1508 επιρρίπτει την ευθύνη στους κατοίκους της Κρήτης για τις αμαρτίες τους και τους παρακινεί να ζητήσουν συγχώρεση.
Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ντελλαπόρτα είναι τμήμα εκτενέστερου έργου του κι όχι αυτόνομο ποίημα. Στο έργο του Διάλογος Ξένου και Αληθείας (γραμμένο μες στη φυλακή, όπου είχε μπει σε μεγάλη ηλικία), εγκιβωτίζεται το αυτοβιογραφικό τμήμα που μας ενδιαφέρει εδώ, κι αποτελεί τρόπον τινά μία “υπεράσπιση-απολογία” του ποιητή απέναντι σε ένα υποτιθέμενο δικαστήριο, γι’ αυτό προβάλλει τις υπηρεσίες του στη πατρίδα κι όχι άλλες πτυχές της ζωής του. Ένα έγγραφο που ευρέθη μαρτυρά καλλίτερα πολλά πράγματα και θα προσπαθήσω να παραθέσω ένα σημαντικό απόσπασμά του, όσο μπορώ καλλίτερα. Ιδού:
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ ΝΤΕΛΛΑΠΟΡΤΑΣ ΩΣ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ ΤΉΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ ΕΙΣ ΤΥΝΗΣΙΑΝ ΚΑΤ’ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΒΕΝΕΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ (1389)
Εις ανακοίνωσή γενομένην ΰπ’ έμοΰ προ τριετίας περί τοΰ παλαιοτέρου γνωστού Κρητός ποιητοΰ (μικρόν μετά τό 1403 γράψαντος) Λεονάρδου Ντελλαπόρτα, τοΰ οποίου τά εκ 4000 καί πλέον στίχων ποιήματα άνεκάλυψα εις εν άγιορειτικφ χειρογράφον καί ετοιμάζω προς έκδοσιν, διέλαβον συντόμως καί περί τοΰ πολυκυμάντου βίου αΰτοΰ ως πολεμιστοΰ εν Εΰβοίοις κι Ιταλία, ως δικηγόρου εν Χάνδακι κι ως πρεσβευτοΰ τής Βενετίας εις τάς αΰλάς Χριστιανών καί Μουσουλμάνων ηγεμόνων, κατά τάς ύπ’ αΰτοΰ τοΰ ποιητοΰ παρεχομένας έν τφ πρώτι των τεσσάρων ποιημάτων του (στ. 1200-1376) αΰτοβιογραφικάς ειδήσεις. Παρετήρησα δέ τότε ότι αί καί γενικώτερον ενδιαφέρουσαι ειδήσεις αΰται περί τοΰ βίου του φαίνονται απολύτως αξιόπιστοι, διότι την τετάρτην καί τελευταίαν πρεσβείαν του άνεΰρον ίστορικώς μεμαρτυρημένην εξ αΰτοΰ τοΰτου τοΰ επισήμου κειμένου τής συνθήκης της συναφθείσης τή 24 ’Ιουλίου 1403 μεταξύ τοΰ Λεονάρδου Ντελλαπόρτα, ως εκπροσώπου τοΰ Δοΰκα τής Κρήτης, καί τοΰ έν Παλατίοις (Μιλήτω) ήγεμόνος τοΰ τουρκικού εμιράτου τοΰ Μεντεσέ Blyas Beg .
Άλλα και περί τής τρίτης αυτού πρεσβείας ” εις τον Σαρακηνόν σουλτάνον Βαρβαρίας” (Τυνησίας), καθ’ ήν έπέτυχεν, ώς γράφει (στ. 1273), ν’ απολύτρωση των δεσμών “έβδομήκοντα ανθρώπους Βενετικούς”, διηρωτώμην τότε , αν όντως αΰτη έσχετίζετο προς ανέκδοτον έγγραφον των βενετικών αρχείων από 9 Δεκεμβρίου 1389, περιεχομένων εν Senato Misti, Registro 41, φ. 45r , τού οποίου ή παρά Η. Noiret φερομένη περίληψις περιωρίζετο είς την ακόλουθον αόριστον επιγραφήν: “Envoi d’un ambassadeur a Tunis, pour racheter les captifs, qui y sont traites ‘comme des chiens”. Έπιθυμών να εξακριβώσω τό πράγμα, παρεκάλεσα τον εν Βενετίςι ερευνητήν κ. Κ. Δ. Μέρτζιον καί τον εκεί χάριν μελετών διατρίβοντα τότε συνάδελφον κ. Ν. Β. Δρανδάκην να μοί άποστείλουν φωτογραφίαν τοΰ εγγράφου τοΰτου, ερευνήσουν δέ καί τα παρακείμενα έγγραφα προς άνεΰρεσιν τυχόν καί άλλων ειδήσεων περί τοΰ ήμετέρου ποιητοΰ. ’Όντως δέ τα υπό τών δυο τούτων φίλων ( τους οποίους ευχαριστώ θερμώς καί εντεύθεν) εύρεθέντα έν τω ΰποδειχθέντι Registro 41 καί άποσταλέντα μοι έν μικροταινίαις έγγραφα, τον Νοέμβριον τού 1954, έπηλήθευσαν τάς ύπονοίας καί ύπερέβησαν μάλιστα τάς προσδοκίας μου. Διότι πρώτον άπεδείχθη ότι τό έξ ου ώρμήθην έγγραφον (τό κατωτέρω ΰπ’ άριθ. 4) σχετίζεται πράγματι προς την είς Τυνησίαν αποστολήν τού Ντελλαπόρτα. ’Έπειτα διεπιστώθη ότι έκ τών τριών άλλων άνευρεθέντων περί τούτου εγγράφων τά δύο (ήτοι τά ύπ’ άριθ. 2 καί 3) περιέχουν τάς περί τής αποστολής ταΰτης επισήμους τής Βενετίας οδηγίας (από 31 Μαΐου 1389) καί συγχρόνως βοηθούν είς τήν έπαλήθευσιν καί χρονικήν τοποθέτησιν καί τής δευτέρας έν τή αυτοβιογραφία του μνημονευομένης πρεσβείας τού Ντελλαπόρτα προς τον Δεσπότην τοΰ Μορέως Θεόδωρον Α’ Παλαιολόγον’ τό δέ τρίτον (ήτοι τό ΰπ’ άριθ. 1) έπιβεβαιοΐ καί χρονολογεί καί έτέραν τής αυτοβιογραφίας εΐδησιν, τον διορισμόν τοΰ Ντελλαπόρτα ώς δικηγόρου έν Χάνδακι τής Κρήτης (10 Μαΐου 1389).
Τέλος, έξηκριβώθη ότι τά έγγραφα ταΰτα παρουσιάζουν καί γενικώτερον ιστορικόν ενδιαφέρον, διότι είναι άγνωστα εις τούς είδικώς πραγματευθέντας περί τών πολιτικών σχέσεων τής Βενετίας προς τούς σουλτάνους τής Τυνησίας. Διά τούς λόγους τούτους εκδίδω αυτά κατωτέρω μετά περιλήψεων καί σημειώσεων.
1
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ ΝΤΕΛΛΑΠΟΡΤΑ ΩΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΕΝ ΧΑΝΔΑΚΙ
10 Μαΐου 1389
( Archivio di Stato di Venezia – Senato Misti, Reg. 41, f. 8v )
Περίληψις. ‘0 Λεονάρδος Ντελλαπόρτας, κάτοικος Χάνδακος, πανταχοΰ και πάντοτε, εν πολέμφ και έν ειρήνη, ήγωνίσθη καί έκινδύνευσεν υπέρ τής τιμής καί τοϋ μεγαλείου τοϋ Βενετικού Κράτους, ως μαρτυρεΐται υπό των κατά καιρούς ρεκτόρων καί άλλων εύγενών Βενετών, οίτινες διέτριψαν εν Κρήτη). “Ενεκα των υπηρεσιών του τούτων άποφασίζεται, κατ’ έξαίρεσιν τών διατάξεων των άπαγορευουσών, επί ποινή 200 λιρών, τήν κατά χάριν απονομήν αξιωμάτων καί ευεργετημάτων έν τή νήσω Κρήτη, να διορισθή οΰτος δικηγόρος (advocatus) έν Χάνδακι, υπό τούς Ισχύοντας δ’ρους. (Ή άπόφασις έλήφθη διά ψήφων 71 υπέρ, 16 κατά καί 4 λευκών).
2
ΟΔΗΓΙΑΙ ΠΡΟΣ TON L. TREVISAN ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ. ΝΤΕΛΛΑΠΟΡΤΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΟΥΛΤΑΝΟΝ ΤΗΣ ΤΥΝΗΣΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ
31 Μαΐου 1389
( Αύτό-θτ, f. 8r – 9r )
Περίληψις. 0 Δόγης τής Βενετίας Anton Venerio αναθέτει εις τόν ευγενή Leonardo Trevisan, υποναύαρχον τής Άδριατικής, Iνα πλεύση διά τής γαλέρας του είς Βερβερίαν καί αποβίβαση (ένφ αυτός δέν θά έξέλθη τοΰ πλοίου) τόν προς τόν σουλτανον τής Τυνησίας ώς πρέσβυν υπό τής Βενετίας στελλόμενον Λεονάρδον Ντελλαπόρταν, μετά τιμητικής συνοδείας, αφού επίδειξη προηγουμένως εις αυτόν τάς ενταύθα παρεχομένας οδηγίας. Συμφώνως προς τάς οδηγίας ταΰτας, ό Ντελλαπόρτας, εμφανιζόμενος ενώπιον τού σουλτάνου μετά τών διαπιστευτηρίων τής Βενετίας γραμμάτων, θά έκθέση τά άκόλουθα:
“Οί Βενετοί δεν τρέφουν προς τούτον μίσος, άλλ’ αγάπην καί εις ένδειξιν ταΰτης αποστέλλουν προς την χώραν του πλοία καί εμπορεύματα. Εις πλοϊόν του κινδυνεύσαν εκ τρικυμίας καί καταφυγόν εις Μεθώνην οί εκεί ρέκτορες παρέσχον πάσαν βοήθειαν. Τά εις ’Αλεξάνδρειαν μεταβαίνοντα καί έπιστρέφοντα πλοϊά του τυγχάνουν πάντοτε καλής μεταχειρίσεως έκ μέρους τών βενετικών πλοίων. Ήλπιζον διά τούτο οί Βενετοί ότι ό σουλτάνος θά παρήγγελλεν εις τούς υπηκόους του νά μεταχειρίζωνται καλώς τούς Βενετούς υπηκόους. Έπληροφορήθησαν όμως ότι γαλέραι τού σουλτάνου, συναντήσασαι παρά την Σικελίαν τά πλοία τού Παύλου de Abbatibus καί τού Ίωάννου de Bernaba, ήχμαλώτισαν τούτους καί τά πληρώματα καί ωδήγησαν αυτούς καί τό πλοΐον τού πρώτου εις Βερβερίαν, όπου κατακρατούνται.
Προς άπολύτρωσιν τούτων καί άπόδοσιν τών εμπορευμάτων των οί Βενετοί είχον προαποστείλει προς τον σουλτάνον πρέσβυν, όστις όμως έπανήλθεν άπρακτος. ‘Ο Ντελλαπόρτας, διά συνετών λόγων, οφείλει νά ζητήση παρά τού σουλτάνου την άπελευθέρωσίν των. ”Αν ό σουλτάνος προτείνη νά διατυπωθή έγγράφως σύμφωνον ειρήνης, ώστε νά είναι σεβαστά εκατέρωθεν τά είρηνικώς ταξιδεύοντα δι’ εμπορικούς σκοπούς -εξωπλισμένα καί μη- σκάφη (εξαιρέσει τών πειρατικών, άτινα θά καταδιώκωνται), ό Trevisan καί ό Ντελλαπόρτας εξουσιοδοτούνται προς σύναψιν τής ειρήνης, υπό τον πρωταρχικόν όμως όρον τής άποδόσεως τών αιχμαλώτων. “Αν ό σουλτάνος θίξη τό θέμα τής εις αυτόν προξενηθείσης ζημίας έν τή νήσφ Gerba, ό Ντελλαπόρτας ας άποκριθή έπιτηδείως ότι οί Βενετοί, επειδή καθυστέρει νά έπιστρέψη ό προαποσταλείς χάριν φιλικών διαπραγματεύσεων πρέσβυς των καί έλέχθη ότι ήχμαλωτίσθη έν Βερβερία, άπέστειλαν μετά τών Γενουατών τάς γαλέρας των με μόνον σκοπόν την εξαγοράν τών υπηκόων των. Έπανελθόντος όμως τού πρέσβεως, έμαθον παρ’ αυτού ότι ό σουλτάνος θά ήτο πρόθυμος ν’ άποδώση τούς αιχμαλώτους, άν ό πρέσβυς είχεν εξουσιοδότηση προς σύναψιν ειρήνης. Έφ’ ω καί άπεφάσισαν νύν τήν αποστολήν τού Ντελλαπόρτα έξουσιοδοτηθέντος προς τούτο. ’Άν, τέλος, λεχθή υπό τού σουλτάνου ότι Σαρακηνοί υπήκοοί του μετήχθησαν εις Βενετίαν ή εις βενετοκρατουμένας χώρας, ό Ντελλαπόρτας ας βεβαιώση ότι τούτο δεν συμβαίνει, πάντως όμως, αν έπανευρεθούν αλλαχού, οί Βενετοί θά μεριμνήσουν περί τής εις τον σουλτάνον αποστολής αυτών.
Ο Trevisan διατάσσεται όπως παραλάβη έκ Σικελίας ή Μάλτας πηδαλιούχους καί διερμηνέα γνώστην τής αραβικής γλώσσης, ϊνα συνοδεύση τον Ντελλαπόρταν. ”Αν παραστή ανάγκη, ας πλεύση καί είς άλλας χώρας τής Βερβερίας προς εξαγοράν τών αιχμαλώτων και ας άποστείλη εις την ξηράν τον Ντελλαπόρταν μετά τής προσηκούσης συνοδείας. “Αν μέν επιτευχθή ή άπολΰτρωσις τών αιχμαλώτων, έχει καλώς. Εί δέ μη, ο Trevisan κατά την επάνοδόν του ας αϊχμαλωτίση δσα τυνησιακά πλοία συνάντηση καί άς άποστείλη αυτά (κρατών μόνον δσα είναι ανίκανα
να πλεόσουν) εις Βενετίαν μετά τών πληρωμάτων των, ή δέ λεία ας είναι ίδική του.
Τά δώρα τά στελλόμενα διά τον σουλτάνον καί τούς εύγενεΐς του θά διανείμη ο Trevisam κατά τήν ιδίαν κρίσιν καί άναλόγως τής εξελίξεως τών διαπραγματεύσεων ταΰτα είναι κρύσταλλα υφάσματα χρυσοκέντητα ( διά τον σουλτάνον), ερυθρά καί χρυσά Κολωνίας (διά τούς εύγενεΐς) κλπ. Διά τήν πληρωμήν τής γαλέρας καί τάς άλλας δαπάνας τοΰ ταξιδιού στέλλονται εις τον Trevisan 500 χρυσά δουκάτα. “Αν προσφερθή δώρόν τι εις τον Ντελλαπόρταν έν Βερβερία, τούτο ανήκει καί δέον νά σταλή εις τό Κοινόν τής Βενετίας. Τάς δαπάνας συντηρήσεως τοΰ Ντελλαπόρτα καί ενός υπηρέτου του θ’ άναλάβη δ Trevisan καί θ’ άποζημιωθή άναλόγως’ οφείλει δέ νά τιμά αυτόν ως αρμόζει. “Αν ό εύγενής Donato Justiniani, ό σταλείς μετά τοΰ πλοίου του εις Σικελίαν προς φόρτωσιν σίτου, δν θά παρέδιδεν ό αΰθέντης Manfredus de Claromonte αντί τής εις τήν Βενετίαν οφειλής του διά τάς υποθέσεις τής Βερβερίας, δέν έξεπλήρωσε τήν αποστολήν του, ό Trevisan ας προβή εις διάβημα παρά τφ Μανφρέδφ, ΐνα παραδώση ή τό φορτίον εις τον Donato ή τά δφειλόμενα 5500 δουκάτα εις τον Trevisan, έφοδιασθησόμενον καί μέ έξουσιοδοτήσεως επιστολήν προς τον Μανφρέδον.
Μετά τό πέρας τής αποστολής του ο Trevisan θά έπανέλθη εις τήν υπηρεσίαν του. ‘Ο αρχηγός τοΰ στόλου τής Άδριατικής έλαβεν εντολήν δπως εξοπλίσω καί έφοδιάση άριστα τήν γαίώραν τοΰ Trevisan καί προσθέση καί έξ πεζούς επί πλέον, εκτός αν οΰτος εύρεθή πλησίον τοΰ Δυρραχίου, δτε θά λάβη τούτους έκ τής εκεί φρουράς. Κατά τήν επάνοδόν του ό Trevisan θ’άποβιβάση τον Ντελλαπόρταν εις Μεθώνην ή δπου άλλοΰ θελήση ούτος προς ευκολίαν του. Θ’ άναφέρη δέ γραπτώς παν δ,τι έπραξε καί επέτυχε. Εις τον Ντελλαπόρταν παρεδόθησαν 7 λίραι, 9 σολδία καί 9 γρόσια, εντός έσφραγισμένου βαλαντίου, άτινα οΰτος θά καταθέση εις τον Trevisan προς άντιμετώπισιν τών αναγκαίων δαπανών.
3
ΟΔΗΓΙΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΕΟΝΆΡΔΟΝ. ΝΤΕΛΛΑΠΟΡΤΑΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΥΤΟΥ
31 Μαΐου 1389
( Αύτό-θι, f. 9r )
Περίληψις. 0 Λεονάρδος Ντελλαπόρτας διατάσσεται υπό τοϋ Δόγη, όπως,έπιβαίνων τής γαλέρας τοϋ Νικολάου Zeno, διοικητοΰ τής ναυτικής μοίρας τής Άδριατικής, έλθη πρός συνάντησιν τοϋ ΰποδιοικητοϋ ταΰτης Λεονάρδου Trevisan, μεθ’ ου θά μεταβή είς Βερβερίαν ως πρεσβευτής τής Βενετίας πρός τόν σουλτάνον τής Τυνησίας καί τους άλλους ηγεμόνας. Αί δδηγίαι έχουν δοθή είς τόν Trevisan μέ τήν εντολήν δπως επιδεικνύη αϋτάς άνά πάσαν στιγμήν είς τόν Ντελλαπόρταν, οστις ελπίζεται δτι θά φανή αντάξιος τής εμπιστοσύνης τοϋ Δόγη.
Αί δαπάναι διατροφής τοϋ Ντελλαπόρτα καί τοϋ υπηρέτου του θά καταβληθοΰν διά τοϋ Zeno καί τοϋ Trevisan καί θά βαρύνουν τό βενετικόν δημόσιον. Κατά τήν άπόβασίν του είς τήν ξηράν θά λάβη υπό τοϋ Trevisan τά αναγκαία χρήματα. Ό Trevisan κατά τήν επιστροφήν θά τόν άποβιβάση εις Μεθώνην ή δπου ό ίδιος ό Ντελλαπόρτας κρίνη δΤ εαυτόν προσφορώτερον. Εντός έσφραγισμένου βαλαντίου τφ παρεδόθησαν 7 λίραι, 9 σολδία καί 9 γρόσια, άτινα δφείλει νά έγχειρίση εις τόν Trevisan.
Έγένετο τή ύστάτη [ = 31] Μαΐου, ϊνδικτ. XII [=1389]
Ο ΛεονάρδοςΔελλαπόρτας είπαμε πως γεννήθηκε λίγο πριν από το 1350 κι ακμάζει γύρω στα 1400. Υπηρέτησε τη Γαληνότατη Ενετική Δημοκρατία αρχικά σαν στρατιωτικός, κατόπιν ως δικηγόρος, και τέλος σαν πρεσβευτής στη Πύλη και σε διάφορες άλλες αυλές. Στα γεράματά του κατηγορήθηκε από μια γυναίκα ότι την άφησε έγκυο, ρίχτηκε στη φυλακή, κάπου λίγο μετά το 1403, απελευθερώθηκε πριν το 1414 και πέθανε το 1419 ή το 1420.
Στα κείμενα του Δελλαπόρτα παρεμβάλλονται και στίχοι από άλλα έργα, πράγμα που θα συναντήσουμε και σ’ όλους τους μεταγενέστερους συγγραφείς, σημάδι πως οι ίδιοι δεν το θεωρούν καθόλου λογοκλοπή, αλλά σαν κάτι το ολότελα φυσικό και αυτονόητο. Αν κι ανήκει στη τάξη των καλλιεργημένων, γράφει όχι σε λόγια γλώσσα, αλλά σε λαϊκή. Η γλώσσα του είναι η «χωρίς ιδιωματικές τάσεις διαδομένη σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο δημοτική» (Βίττι)1 κι αποτελεί «για σήμερα το πρώτο γνωστό σκαλί στο δρόμο που φέρνει στη βοσκοπούλα, στο Χορτάτση, στον Κορνάρο.
Συνομήλικος του Σαχλίκη, ο Λεονάρδος Ντελλαπόρτας (περ. 1330 – μετά το 1411), από εύπορη οικογένεια εμπόρων του Χάνδακα, έζησε πολλά χρόνια μακριά από τη γενέτειρά του ως απεσταλμένος της Βενετίας σε χώρες του εξωτερικού, όπως μαθαίνουμε (μαζί με άλλες λεπτομέρειες για τη ζωή του) από την έμμετρη αυτοβιογραφία του. Με τα έργα του, που τοποθετούνται στις αρχές του 15ου αι. (1403-1411) και έχουν έντονα διδακτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, ο Ντελλαπόρτας επιστρέφει στην ανομοιοκατάληκτη ποίηση χωρίς να διακρίνεται από την ανανεωτική πνοή του Σαχλίκη.
Τα χρόνια που πεθαίνει ο Σαχλίκης, γεννιέται στην πόλη ο τρίτος γνωστός μας Κρητικός ποιητής, ο Βενετοκρητικός φεουδάρχης Μαρίνος Φαλιέρος, ποιητής ερωτικών και διδακτικών ποιημάτων, ορισμένα από τα οποία είχαν θεατρική-διαλογική μορφή. Ο Φαλιέρος δεν ήταν άνθρωπος λόγιας μόρφωσης. Γνώριζε τα δημώδη λογοτεχνικά ρεύματα της Δύσης και κείμενα της δημώδους ελληνικής λογοτεχνίας άλλα όχι της λόγιας βυζαντινής, και τα έργα του υπήρξαν νεανικά δημιουργήματα. Με το θάνατό του (1474) συμπληρώθηκε ένας αιώνας λογοτεχνικής παραγωγής στον Χάνδακα. Όταν πεθαίνει ο Φαλιέρος, έχουν περάσει 20 χρόνια που η Κωνσταντινούπολη έχει πέσει στους Τούρκους, και ο Χάνδακας ανθεί ως διαμετακομιστικός σταθμός του βενετικού εμπορίου και ως κέντρο βιοτεχνικής δραστηριότητας. Τα χρόνια αυτά (τέλη του 15ου αι.) γνωρίζουμε 3 κατοίκους της πόλης (αστούς ή φεουδάρχες) που παράλληλα με το κύριο επάγγελμά τους, ασχολούνται και με την ποίηση: είναι ο συμβολαιογράφος (ή ίσως χρυσοχόος) Γεώργιος Χούμνος, που διασκεύασε σε στίχο λαϊκές παραδόσεις από την Παλαιά Διαθήκη, δίδοντάς μας την «Κοσμογέννηση», ένα από τα τελευταία δείγματα θρησκευτικής μεσαιωνικής ποίησης? ο καθολικός Ανδρέας Σκλέντζας, ιερέας στον καθεδρικό του Αγίου Τίτου, ποιητής μιας «Ρίμας περί του θανάτου» καθώς και ύμνων για αγίους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας? και τέλος ο Μοσχολέος Θεολογίτης, φεουδάρχης με ποιητικά ενδιαφέροντα, που συνέθεσε σε στίχους τον «Βίο του αγίου και μεγάλου Νικολάου». Όμως αυτή την εποχή ο Χάνδακας δεν γεννά μόνο ποιητές, αλλά αποτελεί και ο ίδιος αντικείμενο ποιητικής έμπνευσης: Ο Βενετός πλοίαρχος και χαρτογράφος Bartolomeo dallli Sonetti κάνει μιαν αρκούντως τιμητική αναφορά στην πρωτεύουσα της Κρήτης στις 2 τελευταίες στροφές ενός από τα οκτώ σονέτα που έγραψε για το νησί.
Έγραψε 4 ποιήματα με σύνολο στίχων πάνω από 4.000, ενώ το μεγαλύτερό του ποίημα, απολογητικός διάλογος ανάμεσα σ’ αυτόν και την Αλήθεια, έχει από μόνο του 3.166 στίχους. Σ’ αυτό αφηγείται τη πολυτάραχη ζωή του, περιγράφει τα βάσανα και τις αδικίες που του γίναν, ενώ η Αλήθεια προσπαθεί να τον παρηγορήσει και να τον εμψυχώσει λέγοντας του διάφορες ιστορίες από την Αγία Γραφή, τον αρχαίο κόσμο και τη σύγχρονη εποχή. Τα υπόλοιπα 3 είναι αρκετά σύντομα. Το ένα αναφέρεται στα πάθη του Χριστού και τα 2 άλλα είναι προσευχές για τη σωτηρία της ψυχής. Από το πρώτο σάς παραθέτουμε το μοιρολόγι της Μάρθας.
Χαλάσετε, όρη και βουνά, δένδρα, εξερριζωθήτε,
θάλασσα, ποίσεμουγκρισμόν και καταπόντισε με,
εδά ας αστράψη η Ανατολή, εδά ας βροντήση η Δύση,
τα τετραπέρατα της γης εδά ας συντελεστούσιν,
εδά ας σκιστούν οι επτά ουρανοί, ας πέσουν τ’ άστρηχάμαιν,
εδά ας καρδιοπονέσουσιναγγέλοι και αρχάγγελοι,
τα Σεραφείμ, τα Χερουβείμ τώρα ας μυριοπονέσουν:
Ο βασιλεύς των ουρανών εις τον σταυρόν απάνω
έλαβε θανατον πικρόν… Έδε παρ αδικίαν.========================
Διάλογος Ξένου κι Αληθείας
Κερά μου, αφόντις με ρωτάς και βιάζεσαι να μάθεις
το όνομα, το επινόμι μου, γενεάν και την πατρίδαν
και ποίας θρησκείας ο δούλος σου έναι, κερά μου, αφκράσου:
Λινάρδος έναι το όνομα, το επίκλιν Τελλαμπόρτα
και χριστιανός ορθόδοξος και Κρητικός υπάρχω.
Δεν είμαι από την Σύμβριτον, ουδέ από τους Βολιώνες·
μέσα εις το Κάστρο το λαμπρό της Κρήτης εγεννήθην.
Δεν έμαθα παπλωματάς, δεν έμαθα τσαγγάρης,
ουδέ ζουπάρης έμαθα, αλλά ουδέ καλαφάτης
εις το σκολείον εκάθηκα, κερά μου, από μικρόθεν,
έμαθα τάχα γράμματα φράγκικα και ρωμαίκα.
Και, ως πολεμούσι τα παιδία των ευγενών ανθρώπων
και κατ’ ολίγον-ολιγόν προσήφερέ με η τύχη,
φροντίδα μού εσυνέβηκεν να ιδώ, κερά, τα ξένα.
Και, ως ήθελεν το ριζικόν, ο χρόνος ήφερέ με
και το σκαλίν επάτησα της Ευτυχοτυχίας:
νικιάρην με κατέστεσαν και εποίκαν με αβοκάτον,
να φανερώνω πάντοτε το δίκαιον εις την κρίσιν
και ν’ αναφέρνω τον κριτήν τον φράγκικον τον νόμον,
συχνάκις να δημηγορώ, να δείχνω την αλήθειαν
με παραδείγματα σοφών και με κεφάλαια νόμων
και να ενθυμίζω τον κριτήν, να πολεμώ το δίκαιον
και αυτός να κρίνει ως ήθελεν, κατά την φρόνεσίν του.
Έζησα χρόνους περισσούς, κερά, εις αυτόν το φίκιν.
Ποτέ να ευρέθην εις εμέν ασήμιν ή χρυσάφιν,
να ποίσω σχίμα τίποτες εγώ κατά του νόμου,
’ς ετούτο φέρνω μάρτυραν τον ποιητήν του κόσμου,
οπού έναι Κύριος και Θεός και μόνος καρδιογνώστης,
και πάλιν τους ευγενικούς τους άρχοντας της Χώρας
πως ήμου πάντοτε έτοιμος εις τες υπόθεσές των,
ομοίως και την πτωχολογιάν και τους πτωχούς ανθρώπους,
χηράδες, λέγω, και ορφανά και Χριστιανούς κι Εβραίους
το πώς τους εσυβούλευα και πώς τους εδεχόμην
με τες αγκάλες ανοικτές, πάντοτε, ημέραν νύκταν.
Και πάλιν φανερώνω σου, κερά μου, την αλήθειαν:
το λαμπροενδοξότατον Κομούνιν Βενετίας
και ο μεγαλοευγενέστατος δούκας, λέγω, της Κρήτης
εμέναν επεστείλασιν, κερά μου, αποκρισάρην
εν πρώτοις εις τον αμιράν, τον μέγαν Αμουράτην,
ως για να ποίσω σύνδεσμον αγάπης και φιλίας
και το ήθελεν η Βενετία με χάριν του Κυρίου
ολότελα το επλέρωσα, ως ήτον η όρεξί τως,
με την τιμήν της Βενετίας, πράγμα να μη με λείψει.
Τι θέλω να περιλογώ; Μισσεύω απέ την Κρήτην
εις τα Παλάτια επόσωσα, ταύτα καβαλλικεύω
εγώ και τα παιδόπουλα, τούς είχα μετά μένα,
και εις έναν ημερόνυκτον έφτασα εις τον Πετζόνα.
Και να το μάθει ο αμιράς, στέλλει τους άρχοντάς του,
αντίς αυτόν με χαιρετούν κι εγώ αντιχαιρετώ τους,
υγείες και χαιρετίσματα στέλλω κι εγώ προς αύτον.
Ορίζει ταύτα ο αμιράς, εδώκαν με κατόύναν,
ολίγον ενεπαύθηκα και, βλέπω το, εποσώσαν
άρχοντες εκ τον αμιράν, καλού με να υπηγαίνω.
“Έλα, κελεύεις”, με λαλούν, “ο αμιράς ορίζει”.
Εβγαίνω εκ την κατούνα μου μετά τους εδικούς μου
και ώς ού να τρίψεις οφθαλμόν βλέπω τους άρχοντάς του,
ήλθασιν εις απάντησιν, εσυνεπάντηξάν με.
Οκάποτ’ εποσώσαμεν μέσον του παλατίου·
Ευθύς ο μέγας αμιράς σύντομα εμετεστάθην,
απέ το χέριν με κρατεί, κοντά του με καθίζει,
είπαμεν, εσυντύχαμεν αλλήλως τα εδικά μας.
Ουκ έναι χρεία κατά λεπτόν, κερά, να σε δηγούμαι
αυτός το πώς με ετίμησεν εξ όλης του καρδίας,
ότι το τέλος έδειξεν την καθαράν αγάπην.
Κοντόν εσυμβιβάστηκαν εις τα ζητήματά μας,
τό ωρεγόμην και ήθελα όλον επλέρωσά το,
καθώς το γράμμα και οι γραφές, οπού ’ναι εις το παλάτιν,
δείχνουσιν την αλήθειαν ώστπερ τη συντυχαίνω.
Μά την αμέτρητον πικρίαν και τους αμέτρους πόνους,
τούς έχω, τούς επόταξα εξαίφνης και ανελπίστως,
ό,τι είχα με τον αμιρά να ποίσω, εις πέντε μέρες
όλον, κερά μου, επλήρωσα, ένα να μη με λείψει.
Και ύστερον σιμώνου μου τέσσερις άρχοντές του,
απέ το χέριν με κρατούν, βάνουν με εις περιβόλιν
καλούτσινον, πανέμορφον, να γέμει μύρια δένδρα,
της Παραδείσου απόκομμαν, της ηδονής κατούνα
(ό,τι δενδρόν και οπωρικόν, άνθος του να μυρίζει,
και κρύα νερά γλυκόβρυτα είχεν το περιβόλιν),
εγδύνου με τα ρούχα μου τα φράγκικα τά εφόρουν,
και ανάλλαξέν με ο αμιράς τούρκικη φορεσίαν,
πιρνοκοκκάτον καμουχάν και απάνω γερανέον,
χρυσοβουλλάτον έντυμαν και μαντηλίτσια τρία
μεταξοχρυσοκέντητα και ταλαγάνι ωραίον,
λέγω σε, και άλλα τίποτε, τά ουκ έν’ χρεία να λέγω.
Άνδρας, γυναίκας τριάντα επτά, τες είχεν διά σκλαβία,
αυτάς εμέν εχάρισε, εις την Κρήτην έφερά τες,
διότι ήσαν συνανάθροφοι αυτούνοι απέ την Κρήτην.
Ηθέλησεν η τύχη μου, επόσωσα εις την Χώραν,
έμαθαν τα γενόμενα ο δούκας και η βουλή του,
εδέχτη με μετά χαράς, μετά τιμής και δόξης
και στα έπραξα ευχαρίστησεν μετά και τους Συμβούλους.
…………………………………………………………..
Καί, ώς ήθελεν το ριζικόν, ό χρόνος ήφερέ με
και τό σκαλίν επάτηοα τής εύτνχοτυχίας:
νικιάρην μ’ έκατέστεσαν καί εποϊκάν με άβοκάτον,
να φανερώνω πάντοτες τό δίκαιον εις τήν κρίσιν 1220
καί ν’ άναφέρνω τον κριτήν τον φραγκικόν τον νόμον,
ουχνάκις να δημηγορώ, να δείχνω τήν αλήθειαν
με παραδείγματα σοφών καί με κεφάλαια νόμων
καί νά ενθυμίζω τον κριτήν, να πολεμώ τό δίκαιον,
καί αυτός νά κρίνη ώς ήϋελεν, κατά τήν φρόνεοίν τον.
’Έζηοα χρόνους περισσούς, κερά, εις αυτόν τόφφίκιν.
Ποτέ (ουκ) εϋρέθην εις εμεν άαήμιν ή χρυσάφιν,
νά ποίσω οχήμα τίποτες εγώ κατά τοΰ νόμου,
(’ς) ετοντο φέρνω μάρτυραν τον Ποιητήν τοΰ κόσμου,
όπου έναι Κύριος καί Θεός καί μόνος καρδιογνώστης,
(καί) πάλιν τούς ευγενικούς τούς άρχοντες τής Χώρας
πώς ήμου πάντοτε έτοιμος εις τές νπόϋεοείς των,
ομοίως καί τήν πτωχολογιάν, καί τούς πτωχούς άν&ρώπους,
χηράδες, λέγω, καί ορφανά καί Χριστιανούς καί ’Εβραίους,
το πώς τούς έσνβούλενα καί πώς τους έδεχόμην
με τες αγκάλες ανοικτές πάντοτε, ημέραν νύκταν.