Ξενόπουλος Γρηγόρης: Συναρπαστικός Αφηγητής Λογοτέχνης

Βιογραφικό

     Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ήτανε Ζακυνθινός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων. Διετέλεσε αρχισυντάκτης στο θρυλικό πια περιοδικό, Η Διάπλασις των Παίδων, κατά την περίοδο 1896 – 1948. Κατά την αρχισυνταξία του Ξενόπουλου στο περιοδικό ήταν και ο βασικός του συντάκτης. Είναι χαρακτηριστική η υπογραφή του Σας Aσπάζομαι, Φαίδων, που χρησιμοποιούσε στις επιστολές που υποτίθεται έστελνε στο περιοδικό. Ήταν ο ιδρυτής κι εκδότης του περιοδικού Νέα Εστία, το οποίο εκδίδεται ακόμα και σήμερα. Το 1931 έγινε ακαδημαϊκός. Μαζί με τους ΠαλαμάΣικελιανό και Καζαντζάκη ίδρυσε την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που ήτανε και 1ος πρόεδρος (1934-37).
     Γεννήθηκε στη Πόλη στις 9 Δεκέμβρη 1867. Ο πατέρας του, Διονύσης, καταγόταν απ’ τη Ζάκυνθο, με ρίζες από Πελοπόννησο: οι Ξυνήδες ή Ξυνόπουλοι είχαν εγκατασταθεί στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο τον 16ο αι.. Η μητέρα του Ευθαλία από τη Πόλη με ρίζες από τη Καισάρεια. Ο πατέρας του είχε πάει αρχικά στην Αθήνα όπου στα χρόνια του Όθωνα κατατάχθηκε στο ιππικό κι ανδραγάθησε στη καταδίωξη της ληστείας. Όμως επειδή θεώρησε πως αδικήθηκε στις κρίσεις και τις προαγωγές -είχε φτάσει μέχρι το βαθμό του υπίλαρχου- έφυγε για τη Πόλη που ασχολήθηκε με το εμπόριο. Η μητέρα του Ευθαλία ήταν μία από τις αδελφές ενός φίλου του πατέρα του Διονύσιου, του Νικόλαου Θωμά, φαρμακοποιού του Φαναρίου και μυρεψού του Πατριαρχείου, με τη μεσολάβηση του οποίου και έγινε ο γάμος των δύο. Η μητέρα του είχε Φαναριώτική καταγωγή κι ήταν αδελφή του μητροπολίτη Χαλκηδόνας Καλλίνικου. 11 μήνες μετά τη γέννησή του μετέβη στη Ζάκυνθο.
     Είχε άλλα 5 αδέλφια: τη Μαρία-Αναστασία που πέθανε μωρό, την Όλγα, τον Στέφανο, την Αικατερίνη (πέθανε το 1934) και τη Χαρίκλεια, που ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και πέθανε το 1973. Τη συντηρούσε οικονομικά μέχρι το θάνατό της τη μητέρα του και μετά με τη διαθήκη του μερίμνησε για τη Χαρίκλεια. Έζησε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια στη Ζάκυνθο, μέχρι το 1883, όταν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Φυσικομαθηματικά, μετά από προτροπή του φίλου του Νικολάου Μοτσενίγου (αδερφού του συμμαθητή του Ξενόπουλου Σωτηρίου Μοτσενίγου), που σπούδαζε ήδη φυσικομαθηματικός στην Αθήνα. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ: από το 1ο ήδη έτος είχε αρχίσει την ενασχόληση με τη λογοτεχνία, που ήτανε κι η μοναδική πηγή εσόδων του.

     Από το 1892 εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην Αθήνα και το 1894 νυμφεύθηκε την Ευφροσύνη Διογενίδη. Το ζευγάρι χώρισε 2 έτη μετά, ενώ είχαν ήδη αποκτήσει μια κόρη κι ο συγγραφέας νυμφεύθηκε ξανά το 1901 τη Χριστίνα Κανελλοπούλου κι απέκτησε άλλες 2 κόρες. Συνεργάστηκε με πλήθος εφημερίδων και περιοδικών που δημοσίευε μελέτες, άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Το 1894 ανέλαβε διευθυντής Εικονογραφημένης Εστίας, το 1896 έγινε αρχισυντάκτης της Η Διάπλασις Των Παίδων, που ήτανε και συνδρομητής όταν ήτανε παιδί. Από το 1901 ως το 1912 δημοσίευε στο περιοδικό Παναθήναια λογοτεχνικά έργα και μελέτες κι από το 1912 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα Έθνος γράφοντας μυθιστορήματα σε συνέχειες. Το 1927 ίδρυσε το περιοδικό Νέα Εστία, που ήτανε διευθυντής ως το 1934. To 1939 έγινε μέλος της 1ης επιτροπής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων.
     Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 ο Ξενόπουλος μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφ’ ενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ’ ετέρου δε διέγειρε τη παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Στη Κατοχή συμμετείχε στην ελληνόφωνη ιταλική εφημερίδα Κουαδρίβιο που προήγαγε την συνεργασία με τους Ιταλούς. Πέθανε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 1951 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.



     Ο Ξενόπουλος ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας. Έγραψε πάνω από 80 μυθιστορήματα και πλήθος διηγημάτων. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1888 με το μυθιστόρημα Ο Άνθρωπος Του Κόσμου. Αυτό και το επόμενο μυθιστόρημά του, Νικόλας Σιγαλός (1890), αθηναϊκά μυθιστορήματα, ήταν αποτυχημένα. Έπειτα στράφηκε στην έμπνευση από την πατρίδα του κι έγραψε κάποια από τα καλλίτερά του έργα, Μαργαρίτα Στέφα (1893), Κόκκινος Βράχος (1905). Ακολούθησαν έργα αθηναϊκά, τα σημαντικότερα είναι Ο Πόλεμος (1914) κι Οι Μυστικοί Αρραβώνες (1915) και το ζακυνθινό Λάουρα (1915), επίσης ένα από τα καλλίτερά του. Η πιο φιλόδοξη συγγραφική του απόπειρα ήταν η κοινωνική 3λογία Πλούσιοι & Φτωχοί (1919), Τίμιοι & Άτιμοι (1921), Τυχεροί & Άτυχοι (1924). Τα 2 1α αναγνωρίζονται ως τα καλλίτερα και πιο ώριμα έργα του. Άλλα αξιόλογα έργα του που ακολούθησαν είναι τα: Αναδυομένη (1925), Ισαβέλλα (1923), Τερέζα Βάρμα-Δακόστα (1925). Τα έργα του διαδραματίζονται στην Αθήνα και τη Ζάκυνθο. Θεωρείται εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος, δηλαδή του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται στα αστικά κέντρα. Βασικό θέμα στα έργα του είναι ο έρωτας, κυρίως έρωτας μεταξύ ατόμων από διαφορετικές τάξεις.
     Η ικανότητά του να γράφει εύκολα και γρήγορα τον οδήγησε κάποιες φορές σε εκπτώσεις ως προς την ποιότητα. Πολλοί τον κατηγόρησαν, όταν άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα σε συνέχειες, ότι έκανε πολύ εύκολα παραχωρήσεις στα γούστα του αναγνωστικού κοινού κι ότι χρησιμοποιούσε συχνά προκλητικές για την εποχή ερωτικές σκηνές για να κερδίζει χρήματα. Όλοι όμως επισημαίνουν αρετές του έργου του, όπως η αφηγηματική ευχέρεια, η ικανότητα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη κι η παρατηρητικότητα. Τα έργα του είναι πιότερο για ψυχαγωγία παρά για φιλολογική ανάλυση. Ο αστικός ρεαλισμός που επικρατούσε αυτή την εποχή στην Ευρώπη και στην Αμερική επηρεάζει και τα έργα του. Για το λόγο αυτό θεωρείται από πολλούς εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος με προσπάθειες για την αντανάκλαση της ίδιας της πραγματικότητας. Ας μη ξεχνάμε πως ανήκει στη γενιά του 1880, χρονολογία που αποτελεί σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Αρχή νεοελληνικής αναγέννησης με τον Παλαμά αλλά και τον Ροΐδη με το μυθιστόρημα του Η Πάπισσα Ιωάννα).



     Ο Ξενόπουλος υπήρξε γνώστης της σχετικής παράδοσης αλλά και καινοτόμος νεωτεριστής. Η στροφή του προς τον αστικό ρεαλισμό υπήρξε βασικά ιδιάζουσα παρέκκλιση από την ηθογραφία. Ο αστικός ρεαλισμός χρησίμευε για τη κάλυψη του κενού -την απουσία ενός μέσου στρώματος αναγνωστών που θα λειτουργούσε ως ενδιάμεσος χώρος για μια πολύπλευρη ανάπτυξη λογοτεχνικής γραφής. Τα 1α του μυθιστορήματα εξελίσσονται στην Αθήνα με υλικό τη φοιτητική ζωή, πριν ο συγγραφέας κλείσει τα 30. Παραμένει πάντα ο ψυχογράφος. Χρησιμοποιεί περιστατικά κι από την ίδια του τη ζωή με τρόπο όμως που αυτά να περνάνε σαν φανταστικά.
     Το 1ο του θεατρικό έργο, Ο Ψυχοπατέρας, παρουσιάστηκε το 1895. Από τις αρχές του αιώνα άρχισε να συνεργάζεται με τη Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου. Τα σπουδαιότερα θεατρικά του έργα είναι: Το Μυστικό Της Κοντέσσας Βαλέραινας (1904), Στέλλα Βιολάντη (1909, με την Μαρίκα Κοτοπούλη), Φοιτηταί. Έγραψε συνολικά 46 διαφορετικά θεατρικά έργα. Το 1901 πρωταγωνίστησε μαζί με τον Παλαμά για την ίδρυση της Νέας Σκηνής και χάρη στη γνώση ξένων γλωσσών ενημερωνόταν έγκαιρα για σημαντικά πνευματικά συμβάντα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Έγραφε προλόγους για τον Ίψεν και ζούσε το θέατρο, ζυμωνόταν η καθημερινή ζωή του με αυτό. Πολλά δράματα του είχαν αρχικά γραφτεί ως πεζά κι έπειτα μεταφέρθηκαν στη σκηνή. (Π.χ. Έρως Εσταυρωμένος – Στέλλα Βιολάντη). Μετέφρασε και διασκεύασε αρκετά ξένα έργα κι η στάθμη της γραφής του ήτανε σ’ όλες τις περιπτώσεις υψηλά. Συμμετείχε σε διάφορες επιτροπές δραματουργικών διαγωνισμών και το Βασιλικό Θέατρο της Αθήνας εγκαινιάστηκε στα 1932 με δικό του έργο Ο Θείος Όνειρος.



     Τα περισσότερα έργα του είναι 3πρακτα. Στη 1η πράξη τίθεται συνήθως το θέμα και χαρακτηρίζονται τα πρόσωπα, στη 2η εντείνεται η πλοκή και κορυφώνεται το δράμα και στη 3η έρχεται η λύση. Ο Ξενόπουλος χτίζει μεθοδικά φράση-φράση, προετοιμάζει τα επερχόμενα περιστατικά που φαίνονται λίγο άσχετα με το κύριο θέμα, αλλά αποδεικνύονται αναγκαία. Η Στέλλα Βιολάντη (που προχωρεί με γρήγορο ρυθμό από την ευχάριστη ατμόσφαιρα ενός ζακυνθινού σπιτιού στη συγκλονιστική κορύφωση του εκούσιου θανάτου της νύμφης) υπήρξε πρότυπο γι’ άλλα 2 γνωστά θεατρικά έργα που αν και γραφτήκανε πιο μετά υστερούνε σε δραματική τεχνική.
     Ο Ξενόπουλος έγραψε με την ίδια επιτυχία και δράματα και κωμωδίες κυρίως με θέμα τον έρωτα. Τα έργα του είναι ηθογραφίες που αναδεικνύουν τη ζωή μιας εποχής η μιας τοπικής κοινωνίας, τοπικές κι εποχικές ιδιαιτερότητες παίρνουνε συχνά ισχύ άγραφων νόμων που επιβάλλονται μέσα από την κοινωνία. Τα έργα του ταξινομούνται είτε στη Ζάκυνθο είτε στην Αθήνα, έρχεται να γεφυρώσουνε το χάσμα μεταξύ των 2 Σχολών, της Αθηναϊκής και της Επτανησιακής.

Ζακυνθινά έργα:
Στέλλα Βιολάντη,
Ραχήλ,
Φωτεινή Σάντρη,
Ο Ποπολάρος

Αθηναϊκά:
Φοιτηταί,
Ψυχοσάββατο,
Το Ανθρώπινο

     Ιδιαιτέρως αξιόλογη ήταν η συμβολή του στη κριτική. Στα Παναθήναια δημοσίευσε πλήθος μελετών για πολλούς συγγραφείς, όπως τους  ΠαπαδιαμάντηΓιάννη ΚαμπύσηΔημήτριο Βικέλα. Εκείνος πρωτοπαρουσίασε στο αθηναϊκό αναγνωστικό κοινό τον Καβάφη, το 1903. Αν και προερχόταν από εύπορη οικογένεια δεν ήταν αριστοκράτης. Παρακολουθούσε ωστόσο τα προβλήματα των ανερχόμενων αστών όσο και των πιο φτωχών. Ερχόμενος στην Αθήνα έφερε μαζί του την ιδέα του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού. Στην Αθήνα ήρθε σ’ επαφή με τον Δρακούλη και τους άλλους επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος, ενώθηκε με αυτούς και βοήθησε στην έκδοση των σοσιαλιστικών εφημερίδων Άρδην και Κοινωνία. Το 1885 έγινε μάλιστα συντάκτης του Άρδην. Τις θέσεις του για το σοσιαλισμό μπορούμε να δούμε καλλίτερα στο Πλούσιοι & Φτωχοί. Ο Ξενόπουλος πίστευε σ΄ ένα σοσιαλισμό που θα άλλαζε τη κοινωνία χωρίς βίαιες ανατροπές. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι θα καταλάβαιναν το συμφέρον τους, οι πλούσιοι κι οι φτωχοί θα έρχονταν σε συνεννόηση χωρίς βία. Μόνον ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να βάλει τέλος στο διαχωρισμό των 2 φυλών. Το ιδανικό του σοσιαλισμού θα εξασφάλιζε σε κάθε άνθρωπο οποιασδήποτε ράτσας τροφή, κατοικία κι ενδυμασία, αλλά δεν μπορεί να καταλήξει ποτέ σε μιαν εντελώς ισότητα. Αρχικά ο Ξενόπουλος θεώρησε τις σοσιαλιστικές ιδέες τις μόνες που θα μπορούσαν να διορθώσουνε την ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Ωστόσο την εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών δεν την ήθελε βίαια με ανατροπές κι επαναστάσεις που θα δημιουργούσανε θύματα. Με την άνοδο του πνευματικού επιπέδου του λαού -πίστευε- θα καταλάβαιναν οι άνθρωποι το πραγματικό τους συμφέρον. Για το λόγο αυτό θεωρούσε το γράψιμο ως οφειλή διαπαιδαγώγησης κι έργο ευθύνης υπέρ του συνόλου.
     Η κόρη του, Ευθαλία Ξενοπούλου σε συνέντευξή της στο Δημήτρη Γκιώνη, λίγο πριν πεθάνει, λέει:

     Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος ήσυχος και καλός. Ήταν καλός άνθρωπος, δουλευτής και γι αυτό πέθανε στην ψάθα. Τη Διάπλαση την έβγαζε από το 1879 ο Νικόλαος Παπαδόπουλος από την Ύδρα, που ήταν θείος της μαμάς μου. Στην αρχή, γραφότανε στη καθαρεύουσα. Έπειτα, λίγο αφ’ ότου πήγε ο μπαμπάς, άρχισε να γράφεται στη δημοτική. Το πρώτο κείμενό του δημοσιεύθηκε το 1892. Ήταν ένα διήγημα, Η αδελφούλα μου, στη δημοτική. Το 1896 ο αρχισυντάκτης του, Αριστοτέλης Κουρτίδης, πήγε στη Γερμανία και πήρε τη θέση του ο πατέρας μου. Τότε άρχισε να γράφει τις Αθηναϊκές επιστολές, με το ψευδώνυμο Φαίδων. Από εκεί, μιλώντας στα παιδιά, σχολίαζε τα πάντα…

  Ο Ξενόπουλος, 17χρονος φοιτητής στην Αθήνα, κοιμήθηκε με το φιλόδοξο όνειρο να γίνει κάποτε Ακαδημαϊκός. 4 έτη πριν φύγει απ τη ζωή, έγραψε τη Ζωή Σαν παραμύθι, που περιέγραφε την ευχαρίστηση και τη πληρότητά του, αφού πρόλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση τη πνευματική άνοδο του λαού. Πίστευε ότι το γράψιμο είναι μέσο διαπαιδαγώγησης κι έργο ευθύνης. Γι’ αυτό έγραψε τόσες επιστολές στα παιδιά.



     Το κυρίαρχο θέμα στα έργα του ήταν ο έρωτας. Έγραψε για τον έρωτα που είναι ιδανικός, αιθέριος κι άυλος. Έγραψε και για τον έρωτα που είναι σαρκικός, βάναυσος, πρόστυχος, χάριν ηδονής. Τα βιβλία του ήταν εμπορικά, γιατί δεν ήταν πληκτικά. Ο Ξενόπουλος είχε την ευχέρεια να γράφει και να κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος. Η προσφορά του στο ελληνικό θέατρο και στην ελληνική λογοτεχνία θα παραμένει πάντα σημαντική.

ΡΗΤΑ:

Ίσως υπάρχουν γυναίκες που υποπτεύονται ότι δεν είναι ωραίαι, αλλά δεν υπάρχει ποιητής που να μην έχει τη βεβαιότητα ότι είναι μεγάλος.

ΕΡΓΑ:

Διηγήματα

Ελληνικού αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον. Αθήνα, Χιώτης, 1885.
Μητρυιά. Αθήνα, παράρτημα του περιοδικού Εστία, 1890.
Στρατιωτικά διηγήματα. Αθήνα, Κασδόνης, 1892.
Διηγήματα· Σειρά πρώτη. Αθήνα, τυπ.Κωνσταντινίδη, 1901.
Διηγήματα· Σειρά δεύτερη. Αθήνα, τυπ.Κωνσταντινίδη, 1903.
Διηγήματα· Σειρά τρίτη. Αθήνα, Κολλάρος, 1907.
Ο κακός δρόμος και άλλα καινούργια διηγήματα (1908-1911). Αθήνα, Φέξης, 1912.
Στέλλα Βιολάντη ή Έρως εσταυρωμένος και κάποια άλλα διαλεχτά διηγήματα. Αθήνα, Φέξης, 1914.
Οι ερωτευμένοι και άλλα διηγήματα. Αθήνα, έκδοση Φιλολογικής Κυψέλης, χ.χ.
Η Αναθρεφτή. Αθήνα, Γανιάρης, χ.χ.
Πετριές στον ήλιο. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 1919.
Το Ζακυνθινό μαντήλι και άλλα δέκα διαλεχτά διηγήματα. Αθήνα, Γανιάρης, 1921.
Αθηναϊκά διηγήματα· Ιστορία μιας χωρισμένης. Αθήνα, Γανιάρης, 1924.
Ο Μινώταυρος και άλλα νέα διηγήματα (1921-1924). Αλεξάνδρεια, εκδ. του περ. Γράμματα, 1925.
Πώς πολεμούν; Αθήνα, έκδοση της εφημερίδας Ελληνικόν Μέλλον, 1935.
Ο τρελλός με τους κόκκινους κρίνους. Αλεξάνδρεια, Κασιγόνης, 1926.
Αθανασία και άλλα 24 διηγήματα. Αθήνα, εκδ. Οι φίλοι του βιβλίου, 1944.
Η γάτα του παπά, Αθήνα, εκδ. ΄΄Εθνικόν Ημερολόγιον του Σκόκου,, 1913

Μυθιστορήματα

Θαύματα του Διαβόλου. Αθήνα, Ραφτάνης, 1883.
Άνθρωπος του κόσμου. Αθήνα, Γραφείον Εκλεκτών Μυθιστορημάτων, 1888.
Νικόλας Σιγαλός. Αθήνα, τυπ. Κορίννης, 1890.
Μαργαρίτα Στέφα. Αθήνα, Κολλάρος, 1906.
Ο κόκκινος βράχος. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1915.
Ο Πόλεμος. Αθήνα, Κολλάρος, 1919.
Η τιμή του αδελφού Α΄. Αθήνα, Κολλάρος, 1920.
Λάουρα· Το κορίτσι που σκοτώνει. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921.
Η τιμή του αδελφού Β΄. Αθήνα, Κολλάρος, 1923.
Ο κόσμος κι ο Κοσμάς. Αθήνα, Κολλάρος, 1923.
Ισαβέλλα. Αλεξάνδρεια, Κασιγόνης, 1923.
Η τρίμορφη γυναίκα. Αθήνα, Κολλάρος, 1924.
Αναδυόμενη. Αθήνα, Κολλάρος, 1925.
Τερέζα Βάρμα Δακόστα – Ένας σύγχρονος Μεσαίωνας. Αθήνα, Κολλάρος, 1926.
Πλούσιοι και Φτωχοί – Μια κοινωνική τριλογία· Πλούσιοι και φτωχοί, Τίμιοι και Άτιμοι, Τυχεροί και Άτυχοι. Αθήνα, Κολλάρος, 1926.
Ό Πόλεμος, (1919).
Ο Κατήφορος· Αθηναϊκόν μυθιστόρημα. Αθήνα, Κολλάρος, 1948.
Ο γάμος της Λίτσας. Αθήνα, τυπ. Αφων Γεράρδου, 1929.
Το Φάντασμα, (1914).
Μυστικοί αρραβώνες. Αθήνα, Κολλάρος, 1959.
Ο Κοσμάκης· Ιστορία ενός φυσιολογικού αρρώστου Α’. Αθήνα, Κολλάρος, 1930.
Ο Κοσμάκης· Ιστορία ενός φυσιολογικού αρρώστου Β’. Αθήνα, Κολλάρος, 1930.
Ο Κοσμάκης· Ιστορία ενός φυσιολογικού αρρώστου Γ’. Αθήνα, Κολλάρος, 1930.
Ο Κοσμάκης· Ιστορία ενός φυσιολογικού αρρώστου Δ’. Αθήνα, Κολλάρος, 1930.
Αφροδίτη Α’ · Η γυναίκα που σε χάνει, Β’ – Η γυναίκα που σε σώζει. Αθήνα, Κολλάρος, 1930
Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες. Αθήνα, Κολλάρος, 1930.
Μεγάλη αγάπη
Η νύχτα του εκφυλισμού
Οι τρεις αδελφές
Λίζα
Απάνεμα βράδια

Θεατρικά έργα και οι πρεμιέρες τους

11 Αυγούστου 1895 – Ο ψυχοπατέρας, από τον θίασο του Νικόλαου Λεκατσά
3 Δεκεμβρίου 1895 – Ο τρίτος, από τον θίασο Λεκατσά
30 Ιουλίου 1904 – Το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας, από τον θίασο της Νέας Σκηνής
21 Ιουλίου 1908 – Η ξανθή περούκα, από τον θίασο Κυβέλης (διασκευή ενός διηγήματος του Τσέχωφ)
11 Αυγούστου 1908- Φωτεινή Σάντρη, από τον Θίασο Κυβέλης
10 Ιανουαρίου 1909 – Στέλλα Βιολάντη,θίασος Κυβέλης (Πάτρα)
15 Ιουνίου 1909 – Ραχήλ, θίασος Κυβέλης
10 Ιουλίου 1910 – Ο πειρασμός , Θίασος Κυβέλης. (Το έργο πρωτοπαίχτηκε με τον τίτλο, Ένα σπίτι άνω-κάτω και ο Ξενόπουλος παρουσιάστηκε με το ψευδώνυμο G. Fremd)
13 Ιουλίου 1911 – Ψυχοσάββατο, θίασος Κυβέλης
27 Ιουλίου 1911 – Χερουβείμ, Θίασος Κυβέλης
14 Μαΐου 1912 – Πολυγαμία, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη
14 Σεπτεμβρίου 1912 – Μονάκριβη, θίασος Κυβέλης, (στο πρόγραμμα της παράστασης αναγράφεται και πάλι με ψευδώνυμο, αυτή τη φορά ονομάζεται Roberto Stani)
30 Σεπτεμβρίου 1913 – Το ζευγάρωμα, Θίασος Κυβέλης
26 Ιουνίου 1914 – Το φιόρο του Λεβάντε, από τον θίασο του Νίκου Πλέσσα
29 Ιουνίου 1915 – Δεν είμαι εγώ, από τον θίασο του Πλέσσα
26 Μαΐου 1916 – Ο έρως θριαμβεύει, από τον θίασο Κυβέλης
8 Σεπτεμβρίου 1916 – Η τιμή του αδερφού, θίασος Κοτοπούλη
10 Ιουνίου 1917 – Ντετέκτιβ, Θίασος Πλέσσα
9 Ιουλίου 1918 – Ο Νίκος γυναίκα, θίασος Πλέσσα (διασκευή του έργου του Η ξανθή περούκα)
8 Ιουλίου 1919 – Οι φοιτητές, θίασος Εταιρεία Ελληνικού θεάτρου
22 Σεπτεμβρίου 1920 – Πεπρωμένα, Θίασος Κυβέλης
20 Ιουνίου 1921 – Το ανθρώπινο, θίασος Αιμ. Βεάκη – Χρ. Νέζερ
4 Ιουνίου 1923 – Μαριτάνα, θίασος Κυβέλης
18 Ιουνίου 1923 – Η εξαδέλφη μου, θίασος Αλίκης (διασκευή μυθ. της Jeanne de la Brete)
16 Σεπτεμβρίου 1924 – Η τρίμορφη γυναίκα, θίασος Κυβέλης
27 Ιουλίου 1925 – Η δίκη του Θανάση, θίασος Κυβέλης (διασκευή του, Η τιμή του αδελφού)
4 Σεπτεμβρίου 1926 – Η αναδυομένη, θίασος Οι νέοι
28 Μαΐου 1931 – Χαίρε νύμφη, θίασος Αλίκης
19 Μαρτίου 1932 – Θείος όνειρος, θίασος Εθνικού θεάτρου
1 Αυγούστου 1932 – Ανιέζα, θίασος Αλίκης- Κ. Μουσούρη- Χρ. Νέζερ
14 Φεβρουαρίου 1933 – Ο ποπολάρος, Εθνικό θέατρο
31 Αυγούστου 1933 – Να ξαναπάρεις τη γυναίκα σου, θίασος Αλίκης
16 Ιουλίου 1935 – Έτσι είναι ο κόσμος, θίασος Αλίκης
3 Οκτώβρη 1936 – Τόπο στα νειάτα, θίασος Μιράντας (διασκευή του ομώνυμου έργου του Λ. Φοντόρ)
5 Μαρτίου 1951 – Η καλλιτέχνις, (μονόπρακτο που απαγγέλθηκε σε μια ποιητική βραδιά του Εθνικού θεάτρου)

Μελέτες

Η απολογία μου. Ζάκυνθος, Καψοκέφαλος, 1884.
Ευάγγελος Παντόπουλος. Αθήνα, Εστία, 1893.
Η κωμωδία του Αριστείου. Αθήνα, 1921.
Στάχυα και παπαρούνες Α΄. Αθήνα, Κολλάρος, 1923.
Μαλακάσης – Ο ποιητής και ο άνθρωπος. Αθήνα, Παρθενών, 1943 ( Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές).

Παιδική λογοτεχνία
Παιδικόν θέατρον. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 1906.
Η αδελφούλα μου. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 1923.
Παιδικόν θέατρον Α’. Αθήνα, Κολλάρος, 1926.
Παιδικόν θέατρον Β’. Αθήνα, Κολλάρος, 1926.
Ο Πύργος του Βοσπόρου κι άλλα διηγήματα. Αθήνα, Κολλάρος, 1927.
Το καλό μου το βιβλίο. Αθήνα, Κολλάρος, 1931.
Ο μπέμπης αρχιλήσταρχος – Θηριοτροφείο Τοτού και συντροφία. Αθήνα, Δημητράκος, 1932.
Σας ασπάζομαι, Φαίδων. Αθήνα, Οι φίλοι του βιβλίου, 1947.

Διακρίσεις

Ανακήρυξή του ως έναν από τους τρεις κορυφαίους συγγραφείς, πεζογράφους και ποιητές όλων των εποχών[εκκρεμεί παραπομπή].
Ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εστία το 1945.
Βράβευσή του από την επίσημη πολιτεία με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος Χριστού το 1912.
Βράβευσή του από την Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών το 1922.
Βράβευσή του από την Ακαδημία των Αθηνών για το λογοτεχνικό του έργο, το 1929.
Ορκίστηκε Πρόεδρος του Εθνικού Θεάτρου το 1931.
Εκλέχτηκε ως τακτικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών από όπου και πήρε το βραβείο το 1931.
Δημιουργία Μουσείου στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, με το όνομά του.
Ανακήρυξή του ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού νατουραλισμού.

=================

                                               Αθανασία

     Πριν πάω ακόμα σε κανένα σκολειό, η μητέρα μ’ έστερνε να περνώ τη μέρα μου στης θειάς μου, στον Άμμο. Μαρνέττα Στουπάθαινα τη λέγανε την αγαθή εκείνη γυναίκα, αδερφή μεγαλύτερη του πατέρα μου, που του έμοιαζε κιόλα, κι είχε δύο μεγάλες θυγατέρες, τη Γιούλια και τη Μαρία. Ο άνδρας της, ο Τζώρτζης ο Στουπάθης, ήτν αδερφός του παπά-Στουπάθη της Φανερωμένης, στου σεβάσμιου, και του Παναγιώτη του Στουπάθη του πλούσιου έμπορα. Φτωχούλης όμως αυτός ο καημένος, μόλις τα κατάφερνε μα το μαγαζάκι που είχε κει στο κατώι του σπιτιού, μπακάλικο μαζί και ψιλικατζίδικο. Γι’ αυτό εργάζονταν κι οι δυο του θυγατέρες, πλέκοντας όλη μέρα κρητικά μέρλα με κοπανέλια. Δεν ξέρω τώρα καλά, μα μου φαίνεται πως οι χρυσοχέρες αυτές, με τις θαυμαστές αληθινά νταντέλες, τα ικνάσα και τα ποντίνια, που είχαν τη γνώση και την υπομονή να φτάνουν, ξεδούλευαν πολύ περισσότερα απ’ το μικρομαγαζάτορα του Άμμου που πουλούσε πετρέλαιο με το καρτεζίνι και λάδι με το στάγγο, παίρνοντας πεντάρες και δίνοντας ρέστα μονόλεφτα…
     Η μέρα μου, στης θειάς μου της Μαρνέττας, ήταν πάντα η ίδια, στερεότυπη. Την αυγή, ποτέ νωρίτερα και ποτέ αργότερα, ο υπηρέτης μας μ’ άφηνε στη μπασία. Καλημέριζα το μπάρμπα μου από την πορτούλα της σκάλας που συγκοινωνούσε με το μαγαζί, κι ανέβαινα ήσυχα και φρόνιμα, γιατί ήξερα πως στο σπίτι εκείνο δε σήκωναν ντόρους και φωνές. Αγκάλιαζα τη θεία μου που με δεχόταν πάντα στο κεφαλόσκαλο, κι έμπαινα ίσια στο σαλότο, όπου οι ξαδερφάδες μου, το ίδιο ήσυχα κι αυτές, σοβαρά, ήταν κιόλα καθισμένες μπροστά στα κουσουνέλα τους και έπλεκαν, όλο έπλεκαν, σωπαίνοντας ή σιγοκουβεντιάζοντας. Καθόμουν στο σκαμνάκι μου, ποτέ κοντά στη Γιούλια και ποτέ κοντά στη Μαρία -δεν ξέρω ποια απ’ τις δύο με τραβούσε τότε περισσότερο, μα καμμιά, στοχάζουμαι, εξαιρετικά- έβγαζα τη φυλλάδα μου κι’ άρχιζα σιγά-σιγά να καππακίζω. Οι πρωινές αυτές ώρες μού ήταν κάπως στενάχωρες. Βαριόμουν το καππάκισμα, το καθισιό, την ακινησία, τη σιωπή, το ξερό κι μονότονο τραγούδι των κοπανελιών… Κι αιστανόμουν αληθινή ανακούφιση κάθε φορά που έμπαινε στο σαλότο η θεία μου να μου πει γελαστή κανένα λογάκι, ή, το καλύτερο, να με στείλει κάτου στου μπάρμπα μου για κανένα θέλημα. Γιατί ήξερα πως αυτός, αν ήταν εύκαιρος, θα με κρατούσε λιγάκι κοντά του, να μου πει καμμιά παροιμία, και πάντα θα με φίλευε, πότε μια μπινέτα, πότε ένα κούτσουπο και πότε ένα ξερό σύκο…
     Κατά το μεσημέρι, πότε η Γιούλια, πότε η Μαρία, άφηναν για λίγο τα κοπανέλια, μ’ έπαιρναν κοντά τους -κάποτε και στα γόνατα τους- μ’ έβαζαν να πω το μάθημα μου και, αν το ήξερα καλά, μ’ άλλαζαν. Πρέπει όμως να προσθέσω πως αυτό γινόταν πολύ σπάνια και πως ολάκερες εβδομάδες καππάκιζα την ίδια καταφαγωμένη σελίδα, τις ίδιες σβησμένες συλλαβές. Έπειτα περνούσαμε στο τινέλλο και καθόμασταν στην τάβλα. Ο υπηρέτης μου έφερνε πάντα το μεσημεριανό μου φαΐ μου από το σπίτι. Δοκίμαζα όμως κι απ’ το φαΐ της θειάς, που πάντα το έβρισκα πιο νόστιμο. Ο μπάρμπα-Τζώρτζης έτρωγε κάτου στο μαγαζί, γιατί δεν είχε άνθρωπο ν’ αφήνει στο πόδι του. Μετά οι ξαδερφάδες μου ανέβαιναν στις κάμαρες τους, Η θειά μου ξαπλωνόταν να κοιμηθεί. Κι εγώ τριγύριζα στο σπίτι, σκάλιζα τα πάντα, έβγαινα στα παράθυρα ή έπαιζα σε καμμιά άκρη ολομόναχος. Μια φορά μόνο, θυμούμαι, σιγοκατέβηκα τη σκάλα και βγήκα στο δρόμο, μα μια κακίστρα γειτόνισσα με μαρτύρησε κι οι αυστηρές ξαδερφάδες μου με μαλώσανε τόσο δυνατά, (τί, λιάπης και σγαρίλλιος του Άμμου θα μας γένεις εσύ;) που δεν κότησα να το ξανακάνω.
     Τα απογέματα ήταν κάπως διαφορετικά. Οι ξαδερφάδες μου κατέβαιναν απ’ τις κάμαρες τους καλοχτενισμένες και συγυρισμένες. Η θειά μου, το ίδιο, έβγαζε τη ποδιά της και φορούσε τη καλή της σκαμπαβία (μαύρη μ’ άσπρες κουκίδες). Το σαλότο της πρωινής εργασίας αφηνόταν. Περνούσαμε στη σάλα. Τα δύο μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στην Άμμο, διαπλατώνονταν. Τα κουσουνέλα στήνονταν κοντά τους: της Γιούλιας στο ένα, της Μαρίας στο άλλο. Έπλεκαν πάλι οι ξαδερφάδες μου, όλο έπλεκαν, μα μπορούσαν τώρα να κοιτάζουν κι έξω, τον κόσμο που διάβαινε, τις βάρκες που έφευγαν, τα καΐκια, τα καράβια και τα βαπόρια που έμπαιναν στο πότο (τι τζόγια!…) Ορθός, πατώντας το ένα πόδι στο σκαμνάκι μου και το ένα χέρι στο κόκκινο μαξιλάρι του παραθυριού, κοίταζα, γοδέριζα κι εγώ. Α, τι διασκέδαση όταν ξεμπαρκάριζαν βόδια κι έφευγε μάλιστα κανένα άγριο, αναστατώνοντας τον Άμμο και τη χώρα! Ή όταν περνούσαν, για επίδειξη, καβάλα σε περήφανα άλογα, οι κοντοφούστανες μπαλαρίνες, οι σκοινοβάτες κι οι παλιάτσοι του Στεκάτου! Έπειτα έρχονταν στης θειάς μου βίζιτες, συντροφιές. Δύο ήταν οι ταχτικότερες: η Μαριέττα του Δεσπότη, -θυγατέρα του περίφημου εκείνου Κατραμή, μια λεπτή κι’ αιθέρια γαλανόξανθη μεγαλοκοπέλα, ψηλή κι όμορφη σαν τον πατέρα της- κι η Αρτέμη του Μπισμπάρδη, μια καλόκαρδη, νόστιμη και σπιρτόζα μελαχροινή, θυγατέρα της Σοφίας Μπισμπάρδη, που είχε ‘κει κοντά τη ξακουστή Φάμπρικα της Πούδρας.
     Ήταν οι πιο στενές να πούμε φιλενάδες των ξαδερφάδων μου. Έπαιρνα κι αυτές τα εργόχειρα τους κι έρχονταν να περάσουν μαζί τους, με δουλειά και με κουβεντούλα, το απόγεμα. Εχτός από τη Μαριέττα, που σαν κόρη Δεσπότη πήγαινε παντού, οι άλλες οι καημένες μόνο από τα παράθυρα έβλεπαν και γνώριζαν τον κόσμο. Η θειά μου όμως, που σα γριά θα τον είχε βαρεθεί, καθόταν παραμέσα με την κάλτσα της. Κι εγώ πια γύριζα από παράθυρο σε παράθυρο, προβαίνοντας για να βλέπω -και κουβαλώντας και το σκαμνάκι μου για να πατώ- πότε ανάμεσα στη Γιούλια και στη Μαριέττα, πότε ανάμεσα στη Μαρία και στην Αρτέμη. Αυτές πότε με θέλανε κοντά τους, πότε με έδιωχναν, πότε με χάιδευαν και μου γλυκομιλούσαν, πότε με πείραζαν και με πεισμάτωναν ώσπου με κάνανε να κλαίω. Κατά την όρεξη που είχαν ή καταπώς τους φερνόμουν κι εγώ… Μόνον η Αρτέμη δε με πείραζε ποτέ, με υπερασπιζόταν μάλιστα κι εγώ την αγαπούσα περισσότερο απ’ όλες. Έτσι περνούσε και το απόγεμα, ώσπου βράδυαζε. Από κει και πέρα, τι γινότανε στο σπίτι της θειάς μου, δεν ξέρω. Ποτέ δεν έμεινα βράδυ εκεί για να ιδώ. Πριν ανάψουν τις λάμπες ή τους λύχνους, ερχόταν ο υπηρέτης και μ’ έπαιρνε σχεδόν στα σκοτεινά. Τις περισσότερες φορές, έφευγα αφήνοντας τις ξαδερφάδες μου με τις φιλενάδες τους ακόμα στα παράθυρα.
     Στοχάζομαι τώρα πως για δυο σπουδαίες αιτίες μ’ έστερνε, τον καιρό εκείνο, η μητέρα μου στης θειάς μου της Μαρνέττας: πρώτο για να συνηθίσω και να μη μου παραφανεί βαρύ το σκολειό, το αληθινό σκολειό, όπου θα πήγαινα αργότερα. Και δεύτερο γιατί, ζωηρός κι ασύσταγος, έκανα στο σπίτι, και προπάντων στο περβόλι, πολλές αταξίες κι όλο τσακωνόμουν με την αδερφή μου την Όλγα που, μικρή, ήτανε κι αυτή ζόρικη, σωστό αγοροκόριτσο. Μα όπως κι αν ήταν, αυτή τη ζωή έκανα στο ψευτοσκολειό της θειάς μου. Δε θα ‘ξερα τώρα να πω και πόσο βάσταξε: μήνες ή χρόνια; Πάντα πολύ καιρό για ένα παιδάκι σαν εμένα… Τη φυλλάδα μου όχι βέβαια, το σπίτι όμως εκείνο το ‘χα μάθει απόξω κι ανακατωτά. Είχα χορτάσει πια να βλέπω ή να αγγίζω κει μέσα τα ίδια και τα ίδια. Και καθώς ήτανε τόσο όμοια, τόσο στερεότυπη η ζωή, ήξερα, για μήνες ή για χρόνια, τι θα γινόταν, τι θα έβλεπα και τι θα άκουγα την πάσα μέρα και την πάσα ώρα. Αλλά ήρθε και μια μέρα αλλιώτικη, διαφορετική, ξεχωριστή, γιορτινή μέρα -αν και δεν θα ήταν κι αυτή παρά μια καθημερινή- γιατί ποτέ γιορτή δε θα με έστερναν στο σκολειό της θειάς μου.
     Λοιπόν, τη μέρα αυτή την αξέχαστη, όταν πήγα το πρωί, δε βρήκα τις ξαδερφάδες μου να πλέκουν τα μέρλια τους στο σαλότο: τις βρήκα ανασκουμπωμένες να συγυρίζουν το σπίτι. Το γενικό ξεσκόνισμα, το πλύσιμο και το τρίψιμο είχαν, φαίνεται, τελειώσει, μα οι καρέκλες και τα περισσότερα έπιπλα της σάλας ήταν σωριασμένα στο σαλότο και στο ιντρόιτο. Γιατί στη σάλα έστρωναν χαλί! Ένα πελώριο χαλί, καμωμένο όλο από πλεξούδες κουρελόπανα, που με θάμπωνε με τα χίλια του χρώματα σαν ανθισμένο ζακυθινό λιβάδι. Ύστερα τοποθέτησαν πάλι τα έπιπλα -τον καναπέ, τις πολυθρόνες, τη ροτόντα της μέσης, στην κονσόλα ανάμεσα στα παράθυρα- και τα καταστόλισαν με πράματα κρυμμένα ή σκεπασμένα ως τότε, πρωτόφαντα για μένα: κεντητά μαξιλάρια, καλαθάκια και ταπετάκια από πολύχρωμες χάντρες, ζωγραφιές σε κορνίζες στητές από κοχύλια ή πλαναδούρια, βάζα με ψεύτικα λουλούδια κι άλλα τέτοια ένα σωρό. Δε φανταζόμουν ποτέ πως το σπίτι της θειάς μου είχε τόσα μπιχλιμπίδια! Το ίδιο φροντισμένο συγύρισμα έγινε ύστερα στο διπλανό σαλότο, μα και στο το τινέλο, και στις κρεβατοκάμαρες και λίγο παντού…
     Βγήκαν ακόμα καταχωνιασμένα φλυτζάνια και κουταλάκια ασημένια. Μα για τι; μα για ποιον; Ήμουν πολύ μικρός για να ρωτήσω, και πιο πολύ μικρός για να μου πουν αρώτητα. Μου φαινόταν μάλιστα πως η περιέργεια μου ήταν λιγότερη από την απορία μου κι από τη χαρά μου. Μου έφτανε που όλο κείνο το πρωινό ούτε καππάκισα μονάχος μου, ούτε είπα μάθημα για να μη μ’ αλλάξουν, παρά βοηθούσα κι εγώ τις ξαδερφάδες μου στο συγύρισμα, κάνοντας πρόθυμα ότι μου λέγανε και διασκέδαζα βλέποντας κι αγγίζοντας τόσα καινούρια για μένα. Κάποιος θα ‘ρχόταν βέβαια, κάποια βίζιτα σημαντική· μα τι μ’ έμελλε αν θα ήταν άντρας ή γυναίκα, κοπέλα ή γριά; Πάντα μια κουταλιά γλυκό θα έτρωγα κι εγώ. Το μεσημέρι ωστόσο, κάτι έμαθα. Σαν ήρθε ο υπηρέτης με το φαΐ μου, άκουσα τη Γιούλια να του λέει:
― Να μου φέρεις εδώ την καλή φορεσιά του Γληγόρη. Πες της θειάς Ευθαλίας πως θα έρθει το απόγιομα μία ξένη και δεν κάνει να είναι έτσι με την ποδιά. Άμε, γεια σου!
     Χάρηκα που γι’ αγάπη της ξένης αυτής θα έβαζα και τα καλά μου. Και να, σε λίγο ο υπηρέτης μας τα έφερε. Ήταν ένα κοντό παντελονάκι με τρία κουμπιά κάτου στο πλάι κάθε μποζανιού, και μια ζακετίτσα που σχημάτιζε και γιλέκι. Πώς τη θυμούμαι την παιδιάτικη μου αυτή φορεσιά! Του ψύλλου το χρώμα την έλεγε η μητέρα μου, που μου την είχε κάνει με το τελευταίο φιγουρίνι. Έκανε πολλή φιγούρα, κι ένα σωρό μητέρες, που είχαν αγοράκια στην ηλικία μου, την είχαν γυρέψει για να πάρουν το σχέδιο. Μπορώ να πω πως η φορεσιά μου ήταν συνηθισμένη να γυρίζει τα σπίτια στο μπράτσο του υπηρέτη, και δε θα παραξενεύτηκε καθόλου που κουβαλήθηκε έτσι και τη μέρα κείνη στο σπίτι της θειάς μου. Την άφησαν διπλωμένη προσεχτική σ’ ένα κρεβάτι κι’ εγώ πια δεν έβλεπα την ώρα να μου τη φορέσουν.
     Η θειά Μαρνέττα δεν κοιμήθηκε το απομεσήμερο: είχε ακόμα δουλειές. Μα κι οι ξαδερφάδες μου, απάνω, στις κάμαρες τους, δεν ησύχαζαν καθόλου. Τις άκουγα να τριγυρίζουν, να σέρνουν πράματα και να μιλούν ζωηρά. Ύστερα με φώναξαν και μένα. Κι έμεινα εκστατικός όταν τις είδα αληθινά μεταμορφωμένες. Είχαν βάλει κι’ αυτές τα πιο καλά τους φουστάνια κι ήταν εξαιρετικά καλοχτενισμένες και στολισμένες με κοράλλια και χρυσαφικά. Τι όμορφες που μου φάνηκαν! Ποτέ δεν τις είχα ιδεί έτσι και δε φανταζόμουν ίσως πως κι οι ξαδερφάδες μου μπορούσαν, άμα ήθελαν, να γίνουνται ωραίες κυρίες… Σαστισμένο ακόμα, η Γιούλια με πήρε στην κάμαρα της, μου έβγαλε την ποδιά, μου πέταξε την παλιά φορεσιά του σπιτιού, που ήταν σε κακό χάλι από τις αταξίες, μού σφουγγάρισε χέρια, πρόσωπο, γάμπες, και μου φόρεσε το πανταλονάκι και τη ζακετίτσα του ψύλλου το χρώμα. Θυμούμαι τώρα, πως όταν μου έβγαλε το καθημερινό μου πανταλόνι, ντράπηκα πολύ κι εκείνη, καθώς μου φορούσε γρήγορα-γρήγορα το καλό, μου έλεγε χλευαστικά: ω, ω, ντρέπεσαι! ντρέπεσαι!… Θα της φαινόταν πολύ πρόωρη αυτή η ντροπή!… Έπειτα με χτένισε όμορφα, μου έβαλε μια γραβατίτσα μενεξελιά σαν τη φόδρα της ζακετίτσας μου -αχ, μα τι κρίμα να μη φαίνεται κι αυτή!- και μ’ έστειλε κάτου, να με ιδεί η θειά μου…
     Καινούρια έκπληξη κάτου, ακόμα ίσως πιο μεγάλη: Η θειά μου ήταν κι αυτή μεταμορφωμένη! Είχε κάνει άλλο χτένισμα κι είχε βάλει ένα πλατύ κότολο κι ένα μακρύ τζιπούνι μπλε μαρέν με μεγάλα μαύρα κουμπιά. Κι ενώ αυτή με δεχόταν ανοίγοντας τα χέρια και κάνοντας ω! ω! ω!, εγώ άνοιγα το στόμα μπροστά στην απρόοπτη κι αληθινά αφάνταστη μεταμόρφωση της γριάς νοικοκυράς, που μου φαινόταν έτσι πιο νέα και τόσο κυρία!… Για όλα αυτά ήμουν πολύ χαρούμενος κι αιστανόμουν τη μικρή μου καρδιά να ξεχειλίζει από αγάπη και καλοσύνη. Αγκάλιαζα τη θειά, Μαρνέττα και τη καταφιλούσα όπως ποτέ. Κι είχα όλη τη καλή διάθεση να κάμω το ίδιο και στις ξαδερφάδες μου, αυτές όμως δε μ’ ενθάρρυναν καθόλου, για να μη τις ξεχτενίσω. Μέσα στο συγυρισμένο σπίτι, ανάμεσα στις συγυρισμένες γυναίκες, συγυρισμένος κι εγώ ο ίδιος, δοκίμαζα την επίδρασα κάποιας αμαρτίας. Κι απ’ αυτό, στοχάζουμαι, θα ήταν χαρά με το ξεχείλισμα της αγάπης και της καλοσύνης. Ω, ναι! κείνη την ώρα αγαπούσα τη θειά μου και τις ξαδερφάδες μου όσο ποτέ, γινόμουν τρυφερός μαζί τους κι ήμουν ολοπρόθυμος να κάμω ότι θα μου έλεγαν -και να καππακίσω ακόμα- για να τις έβλεπα όμορφες όσο ποτέ. Δε μου ζήτησαν όμως άλλη θυσία, παρά να καθίσω εκεί σε μιαν άκρη της σάλας, να βλέπω χωρίς να πειράζω τίποτα -για το Θεό!- και να προσέχω το φιόγκο μου και το χτένισμα μου.
     Η γοητεία μου ξακολούθησε. Γιατί σε λίγο έφτασε κι η Αρτέμη του Μπισμπάρδη, μεταμορφωμένη κι αυτή με μια όμορφη τουαλέττα βυσσινί· κι η Μαριέττα του Δεσπότη, εξαιρετικά περιποιημένη, με πλούσια φορεσιά που είχε σχεδόν το ψύλλου το χρώμα σαν τη δική μου. Κι ούτε κουσουνέλα σήμερα, ούτε εργόχειρα, ούτε κάλτσα. Κάθισαν όλες ένα γύρο κι άρχισαν να κουβεντιάζουν μ’ ένα ζωηρό και χαρούμενο αλαλητό, σαν να ήταν μεγάλη γιορτή. Η σάλα μοσκοβολούσε από τα γιούλι και τα τριαντάφυλλα που είχανε βάλει σε δύο βάζα κι από τις μυρωδιές που είχαν απάνω τους οι κοπέλες. Ότι έβλεπα, ότι μύριζα κι ότι άκουγα γύρω μου, με γοήτευε τόσο πολύ, που μου φαινόταν πώς δεν ήταν πια άλλο. Ούτε που συλλογιζόμουν καθόλου την ξένη που περιμέναμε. Την είχα ξεχάσει. Και μπορώ να πω πως εγώ δεν την περίμενα πια… Κι άξαφνα ακούστηκαν κάτι αλλιώτικα βήματα στη σκάλα, ένα ανέβασμα γοργό και τριζάτο, κι οι ξαδερφάδες μου πετάχτηκαν ευτύς στο ιντρόιτο.
― Η Αθανασία!
     Μπα! Αθανασία έλεγαν αυτή την ξένη; Πρώτη μου φορά άκουγα τέτοιο όνομα για γυναίκα. Ίσως μάλιστα το άκουγα πρώτη φορά και για κάθε τι. Αθανασία -τι παράξενο! Σε λίγο, απ’ το κεφαλόσκαλο, άκουσα, μαζί με τις γνώριμες, αν κι αλλοιωμένες λιγάκι φωνές των ξαδερφάδων μου, και μιαν άλλη ολωσδιόλου διαφορετική και πρωτάκουστη. Μου φάνηκε καθαυτό σαν κουδούνισμα και σαν κελάϊδισμα. Ποτέ μου δεν είχα ακούσει τόσο γλυκιά φωνή! Και μ’ αληθινή περιέργεια κοίταξα τώρα προς την πόρτα, για να ιδώ πως θα ήταν καμωμένη η ξένη, εκείνη που την έλεγαν Αθανασία κι είχε τέτοια φωνή…
     Μπήκε, νάτη! Κι η γοητεία μου κορυφώθηκε. Ω, βέβαια που τώρα δεν ήταν πια άλλο; Και με τέτοια προετοιμασία, δε μπορούσε να είναι παρ’ αυτό! Ένα ψηλό κορίτσι, ως είκοσι χρονών, καθώς κρίνω τώρα… Ένα κορμί σαν κυπαρίσσι. Δύο μάγουλα σα ρόδα, -τα πρώτα που με χτύπησαν- και με δυο μάτια τόσο μαύρα, τόσο φωτεινά, τόσο γλυκά, που όταν με κοίταξαν, κατέβασα μια στιγμή τα δικά μου. Ευτύς όμως τα ξανασήκωσα και, από τη στιγμή εκείνη, δεν ήθελα πια να βλέπω παρά αυτά τα μάτια! Φορούσε ένα γαλάζιο φουστάνι με λιγοστές άσπρες γαρνιτούρες και μ’ ένα πούφι πολύ φουσκωτό από πίσω, όπως ήταν τότε της μόδας. Όταν έβγαλε το άσπρο της καπελάκι με τα γαλάζια λουλούδια, φάνηκε ένας ολόμαυρος κότσος σα στέμμα, στολισμένος μ’ ένα γαλάζιο φιογκάκι. Ο κάτασπρος λαιμός, ανοιχτός, στολιζόταν με μια λεπτή κολλάνα από μαργαριτάρια. Κι απ’ τα δύο τορνευτά μπράτσα, γυμνά σχεδόν ως τους αγκώνες, Το ένα είχε ένα βραχιολάκι. Τίποτα άλλο.
     Ποτέ μου δεν είχα ιδεί τόσο όμορφη κοπέλα, ούτε μικρή ούτε μεγάλη, ούτε πλούσια ούτε φτωχιά. Κι ως τώρα ακόμα, ναι, ως τώρα μου φαίνεται πως δεν ξαναείδα άλλη σαν την Αθανασία. Την έτρωγα με τα μάτια. Παρακολουθούσα κάθε της κίνημα, και κρεμασμένος απ’ το κερασένιο της στοματάκι, ροφούσα κάθε της λέξη σα μελωδία. Όταν γελούσε, μου φαινόταν πως άνοιγε ο ουρανός, πως έβγαινε δεύτερος ήλιος… Η Γιούλια, η Μαρία, η Αρτέμη, που δεν ήταν καθόλου άσκημες κοπέλες, μου φάνηκαν μπροστά της τέρατα. Κι αυτή ακόμα η Μαριέττα του Δεσπότη, που τη θαύμαζα ως τότε περισσότερο, δεν έπιανε πια χαρτωσιά. Στη σάλα εκείνη, που είχε στολιστεί έτσι για να τη δεχτεί, δεν υπήρχε παρά η Αθανασία!
Αφού τελείωσαν οι χαιρετούρες, η θειά μου της παρουσίασε και μένα.
― Είναι ανιψίδι μου… του αδερφού μου του Νιόνιου παιδί…
     Κι η Αθανασία, γελαστή, έσκυψε και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
― Τι χαριτωμένο παιδάκι! κελάηδησε κοιτάζοντας με από πάνου ως κάτου. Και τι όμορφα ντυμένο!…
     Κολακεύτηκα φοβερά, αναψοκοκκίνισα. Κι ήθελα να μπορούσα ν’ ανοίξω τη ζακετίτσα μου, για να ιδεί και τη μενεξελιά φόδρα. Πολύ πιο ζωηρή όμως ήταν η επιθυμία να πέσω στην αγκαλιά της και να την αρχίσω φιλιά. Κι αν μου έλειψε το θάρρος να το κάμω -πράμα που το έκανα τότε με τη μεγαλύτερη ευκολία- ήταν βέβαια από μια ευλάβεια, από ένα φόβο, που μου προξενούσε η μεγάλη, η αλλιώτικη, η πρωτογνώριστη εκείνη ομορφιά. Η εντύπωση μου δεν άργησε να παρατηρηθεί από τις άλλες. Κι η Μαριέττα του Δεσπότη, θυμούμαι, κλείνοντας ένα μάτι στην Αθανασία, γύρισε σε μένα και μου είπε:
― Σ’ αρέσει; σ’ αρέσει;…
     Με το κεφάλι, ζωηρά, έγνεψα ναι.
― Θα ήθελες λοιπόν να την πάρεις γυναίκα σου, άμα μεγαλώσεις;
     Μου ήρθε πάλι να γνέψω ναι. Και πιο ζωηρά μάλιστα. Αλλά δεν ξέρω τι με κράτησε, τι μ’ έκαμε να ντραπώ και να σκύψω… Έβαλαν όλες τα γέλια. Γέλασε δυνατά κι η Αθανασία. Μα από κείνη τη στιγμή, γύριζε κάθε τόσο και με κοίταζε με χαμόγελο. Και κάθε φορά, μου φαινόταν πως άνοιγε ο ουρανός και πως έβγαινε δεύτερος ήλιος. Γινόμουν δυστυχισμένος όταν μου φαινόταν πως αργούσε να με ξανακοιτάξει, πως με ξεχνούσε. Κι είχα έναν αληθινό παλμό χαράς, όταν με ξαναθυμόταν επιτέλους και με κοίταζε…
     Έτσι γοητευτικά περνούσε για μένα το απόγεμα κείνο στη σάλα της θειά μου, όπου ποτέ ως τότε -μα ούτε πουθενά αλλού, στοχάζουμαι- δεν είχα δοκιμάσει τίποτα παρόμοιο. Η μεγάλη καμπάνα του Αγίου γλυκοχτυπούσε τον εσπερινό, όταν βγήκαν τα τραταμέντα. Μου έδωσαν και μένα μια μεγάλη κουταλιά γλυκό. Άλλη φορά θα πηδούσα ως το ταβάνι. Μα μπροστά στην Αθανασία, το κυδώνι της θειάς Μαρνέττας μου φάνηκε ανούσιο και σχεδόν περιττό. Έπειτα, την αμφίβολη εκείνη γλύκα την πλήρωσα με μια μικρή θετική: Οι ξαδέρφες μου κι οι φιλενάδες τους πήραν την Αθανασία κι ανέβηκαν όλες απάνω, στις κάμαρες.
     Θυμούμαι το χαριτωμένο κίνημα της, όταν σηκώθηκε και, δίνοντας μια με τα δυο της χέρια προς τα πίσω, ξαναφούσκωσε το πούφι της που είχε πέσει τόσην ώρα που καθόταν. Την ακολούθησα ως τη σκάλα, την είδα ν’ ανεβαίνει, μα δεν τόλμησα ν’ ανέβω κι εγώ. Κι έμεινα κάτου με τη θειά μου, να περιμένω, να περιμένω για να την ξαναϊδώ. Θε μου, πόσο αργούσαν απάνου!… Τι έκαναν άραγε; Μη δε θα ξανακατέβαιναν ως το βράδυ; Και θα ερχόταν ο υπηρέτης να με πάρει, να φύγω, χωρίς ν’ αντικρύσω άλλη μια φορά τα μάτια της και το χαμόγελο της Αθανασίας;
     Ανυπομονούσα φοβερά, στενοχωριόμουν, πονούσα, μου ερχόταν ν’ ανέβω να τη βρω, δεν έβρισκα τόσο θάρρος -μου φαινόταν πως η Γιούλια κι η Μαρία θα με μάλωναν- και τριγύριζα σαν αλαλιασμένος. Βράδυαζε κιόλα. Σε λίγο θα άναβαν τα φώτα. Μα τι έκαναν εκεί πάνου; Γιατί δεν κατέβαιναν πια; Τι πίκρα, τι πόνος, τι δυστυχία!… Και να, σε λίγο, ο υπηρέτης μας για να με πάρει. Από τώρα; Μου ήρθε να τον δείρω που βιάστηκε έτσι… Μα ανακουφίστηκα όταν η θειά μου, μού είπε πως μπορούσα να πάω απάνου, ν’ αποχαιρετήσω την ξένη… Ξεκίνησα τρέχοντας, μα στάθηκα πάλι μπροστά στη σκάλα:
     Η Αθανασία κατέβαινε. Κι από πίσω της οι άλλες. Τι καλά! Έτσι μπόρεσα να αντικρύσω άλλη μια φορά τα μαύρα της μάτια και το γλυκό της χαμόγελο.
― Αντίο! της είπα τείνοντας δειλά το χέρι μου.
― Α, φεύγεις; έκαμε με μια έκπληξη που δεν την περίμενα.
― Είναι η ώρα του, της αποκρίθηκε η Γιούλια. Θα ήρθαν να τον πάρουν.
― Στο καλό, μικρέ μου, μού είπε.
     Και σκύβοντας, με φίλησε στο μάγουλο. Έφυγα χωρίς να χαιρετήσω άλλη. Κι όλη κείνη τη νύχτα, έβλεπα στον ύπνο μου τα μαύρα μάτια, τα ρόδινα μάγουλα, τον κάτασπρο λαιμό και το γλυκό χαμόγελο της Αθανασίας…
     Την άλλη μέρα, το σπίτι της θειάς μου, που είχε ξαναπάρει την συνηθισμένη του όψη, μου φάνηκε πιο στενόχωρό και πιο θλιβερό παρά ποτέ. Κι έτσι όλες τις άλλες μέρες. Δεν πήγαινα πια παρά με μια ελπίδα: να το ξανάβλεπα κανένα πρωί αναστατωμένο και ν’ άκουγα πως το απόγεμα θα πήγαινε πάλι η ξένη. Μ’ αυτό δεν ξανάγινε ποτέ, ποτέ. Και την Αθανασία εκείνη δεν την ξαναείδα, ούτε στης θειάς μου, ούτε αλλού. Ούτε έμαθα ποτέ ποια ήταν. Τάχα οι ξαδερφάδες μου την έλεγαν ξένη γιατί δεν ήταν συγγένισσα μας ή γιατί ήταν απ’ άλλον τόπο; Είχε μάνα, πατέρα, αδέρφια; ή ήταν στον κόσμο μοναχή, όπως την είδα κείνη τη μέρα; Κι αν δεν είχε φύγει απ’ τον τόπο -ξένη, περαστική- που καθόταν, τι έκανε, που σύχναζε; Και πού την είχαν γνωρίσει οι Στουπαθοπούλες, και πώς, γιατί πήγε μόνο μια φορά να τις ιδεί, χωρίς να πάνε και κείνες;
     Δεν ήξερα τίποτα και δεν έμαθα ποτέ. Ήμουν πολύ μικρός για να ρωτήσω, και πιο πολύ μικρός για να μου πουν αρώτητα… Έτσι, η Αθανασία έμεινε για μένα ένα μυστήριο, κι είχα για πάντα την εντύπωση σαν από ένα όραμα που δεν ήταν αυτού του κόσμου. Για πολύ καιρό, κι αφού ακόμα έπαψα να ελπίζω πως μπορούσα να την ξαναϊδώ, τη θυμόμουν, τη συλλογιζόμουν και ξανάβλεπα με τη φαντασία μου την αγγελική της ομορφιά. Και πάντα με μια πίκρα βαθιά, σα για κάτι καλό λιγογνώριστο και χαμένο αιώνια… Απ’ αυτό συμπεραίνω πως η Αθανασία, η άγνωστη μου Αθανασία, στάθηκε η πρώτη-πρώτη μου αγάπη.
     Το περίεργο είναι που κι αφού μεγάλωσα, ενώ τη θυμόμουν ακόμα, δε ρώτησα ποτέ γι’ αυτή τις ξαδερφάδες μου. Ίσως θα μπορούσα να το κάμω τώρα, γιατί ζουν και οι δύο. Μα προς τι; Έχουν περάσει πενήντα, ναι, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Και τι θα κέρδιζα αν η Γιούλια ή η Μαρία, αφού συγκέντρωνε με κόπο τις θύμησες της, μου έλεγε ξαφνικά:
―Α, ναι!… η Αθανασία… Μα δεν την ξέρεις, καλέ; Είναι η θυγατέρα του Τάδε που έχει σήμερα το Δείνα.
― Τι μου λες; Η κυρία Δείνα ήταν;… αυτή η μπαμπόγρια;
     Όχι, όχι! Είναι πολύ αργά για να τη μάθω. Ας μείνει για πάντα η Αθανασία, η άγνωστη μου Αθανασία, το όραμα μιας αξέχαστης μέρας, το όνειρο του γλυκοχαράματος της ζωής, το μυστήριο μιας υπερκόσμιας ομορφιάς, η πρώτη-πρώτη μου αγάπη!…
       (1924)


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *