
Παράξενος Διάλογος 1ος
Παραθέτω μια συνομιλία που ‘πεσε στην… αντίληψη μου κρυφακούγοντας, μεταξύ του Τζακ Αντεροβγάλτη και του Ντάμπο του Ιπτάμενου μικρού Ελέφαντα!
Τ. Δεν μπορείς να με φτάσεις.
Ν. Γιατί;
Τ. Εσύ πετάς κι είν’ ουτοπικό μα εγώ ξεκοιλιάζω στ’ αλήθεια!
Ν. Άμα πετώ δε μπορείς να με πιάσεις.
Τ. Κάποτε θα κουραστείς και θα ‘μαι ‘κει που θα γυρέψεις τη ξεκούραση.
Ν. Αυτό κι αν είναι ουτοπικό!
Τ. Ουτοπικό είναι να πιστέψεις ότι μπορείς να ‘σαι ήσυχος.
Ν. Προτιμώ την ουτοπία του να πετώ.
Τ. Ουτοπικό επίσης το να νομίζεις πως έχεις ελεύθερη επιλογή.
Ν. Εσύ δεν έχεις κάτι που να ‘ναι ουτοπικό;
Τ. Ναι! Το να σκέφτομαι πως ξεκοιλιάζοντας, γίνομαι καλλίτερος!
Ν. Δεν θα σου άρεσε να πετούσες κι εσύ;
Τ. Πετώ με τη κάθε μαχαιριά!
Ν. Δε πλήττεις ποτέ;
Τ. Όταν σε βλέπω να πετάς.
Ν. Σε λυπάμαι!
Τ. Κι εγώ! Γι’ αυτό θα σε ξεκοιλιάσω!
Ν. Γιατί;
Τ. Γιατί δε θέλω να πετάς!
Παράξενος Διάλογος 2ος
Κρυφάκουσα όλως τυχαίως το Σίσυφο να τα λέει, σε κάποιο σημείο όπου διασταυρώθηκαν οι μάταιοι δρόμοι τους, με τον Τάνταλο! Έχει ενδιαφέρον να σας μεταφέρω τι άκουσα.
Σ. Τί θα προτιμούσες, να πετάς ή να σφάζεις;
Τ. Ηλίθια ερώτηση! Πως θα μπορούσα να πετώ;
Σ. Μου κρατάς αυτή τη πέτρα; Θέλω να πιω λίγο νερό.
Τ. Νιώθω χάλια!
Σ. Γιατί;
Τ. Σκέφτομαι πως βασανίζομαι άδικα!
Σ. Κάτι μας είπες τώρα! Εγώ δε το κάνω καν θέμα.
Τ. Θα μου φέρεις κι εμένα λίγο νερό;
Σ. Με τί;
Τ. Μιλάς σα σφαγέας, σαν εκδορέας! Ξέρεις; Κάτι τέτοιο!
Σ. Κι εσύ σηκώνεις πολύ σκόνη!
Τ. Θα ‘θελα να πετάξω, όλα να τα κοιτώ από ψηλά, κοντά στα σύννεφα!
Σ. Θα μου κρατήσεις λιγάκι τη πέτρα;
Τ. Ξέρεις πως δε γινέται.
Σ. Άξιζε το κόπο να δοκιμάσω.
Τ. Θα μου φέρεις λίγο νερό;
Σ. Ξέρεις πως δε γίνεται.
Τ. Άξιζε το κόπο να δοκιμάσω.
Σ. Δε δοκιμάζεις να πετάξεις, καλλίτερα!
Τ. Τα λόγια σου με σφάζουν.
Σ. Νιώθω χάλια. Είμαι τόσο κουρασμένος.
Τ. Νιώθω χάλια. Διψώ.
Σ. Καλή συνέχεια.
Τ. Επίσης! Δε θα ξαναπεράσω απ’ εδώ μήτε πετώντας!
Παράξενος Διάλογος 3ος
θα μεταφέρω ένα διάλογο μεταξύ του Προμηθέα Δεσμώτη που ακόμα είναι δεμένος ολόγυμνος στο βράχο του Καυκάσου και της Ιωάννας της Λορένης που ‘τυχε να περνά από ‘κει κοντά με πλήρη εξάρτηση!
Π: Άτιμο πουλί που πετάς ψηλά, χορτασμένο με τη σάρκα μου!
Ι: Τί μουρμουράς αυτού; Έχασες τα λογικά σου ή ακούς εσωτερικές φωνές;
Π: Αυτές οι φωνές, που δε κώφευσα, με φέρανε σ’ αυτή τη δυσχερή θέση.
Ι: Αντιθέτα με σένα, δε θα ισχυριζόμουν το ίδιο για τις δικές μου.
Π: Ποιά είσαι εσύ;
Ι: Τί σε νοιάζει;
Π: Έλεγα μήπως κι έκοβες τα δεσμά μου με το ξίφος σου.
Ι: Δε μου λένε κάτι τέτοιο οι “φωνές” μου!
Π: Τουλάχιστον σκότωσε ‘κείνο το καταραμένο πουλί!
Ι: Μήτ’ αυτό μου λένε κι εγώ τις έχω, όπως προείπα, σε υπόληψη!
Π: Τί γυρεύεις εδώ;
Ι: Κάνω απλά τον περίπατο μου.
Π: Τί άλλο θα μπορούσα να σου ζητήσω;
Ι: Φαντάζομαι, ό,τι συνήθως ζητάν οι άντρες από μας τις γυναίκες!
Π: Δηλαδή αυτό θα το έκανες γιά μένα;
Ι: Μα …απ’ ότι βλέπω δε με …χρειάζεσαι!
Π: Είναι απλά η κακή μου κατάσταση, όπως επίσης βλέπεις!
Ι: Ναι! Αυτό μπορώ να το καταλάβω.
Π: Ωστόσο …λέμε αν …θα το έκανες;
Ι: Δεν έχω γνώσεις ή εμπειρία! Πιστεύω πως οι φωνές θα μου ‘λεγαν αν
πρέπει. Θα με καθοδηγούσες κι εσύ! Δεν είναι;
Π: Μού ‘πρηξες το σκώτι μ΄αυτές τις φωνές!
Ι: Τ’ι να πω; Δε κοιτάς τα χάλια σου! Όλοι οι άντρες τελικά είστε ίδιοι!
Π: Έχεις γνωρίσει πολλούς δέσμιους, πληγωμένους άντρες σα κι μένα;
Ι: Δε φαντάζεσαι πόσους!
Π: Δε θ’ απορούσα αν ήσουν εντελώς ανέραστη!
Ι: Με βάζεις σε πειρασμό να περιμένω να θαυμάσω το πουλί καθώς θα δειπνεί!
Π: Στο λένε οι φωνές σου αυτό;
Ι: Όχι! Αλλά τί θαρρείς; Κάνω κι από μόνη μου πράγματα! Σε χαιρετώ!
Π: Άειντε στο καλό!
Ι: Καλή… συνέχεια!
Παράξενος Διάλογος 4ος
Τούτη τη φορά τα πρόσωπα που συμμετέχουν είναι ο Φαέθων κι ο Ρομπέν των Δασών!
Φ. Όμορφο άλογο μα τί παράξενη στολή!
Ρ. Ειν’ η στολή του κλέφτη των δασών, νεαρέ.
Φ. Είσαι κλέφτης αλήθεια;
Ρ. Έτσι λένε.
Φ. Εσύ διαφωνείς;
Ρ. Αν στο λένε όλοι, είν’ ανώφελο να διαφωνήσεις!
Φ. Ίσως αν βγάλεις τη στολή…
Ρ. Και να φορέσω τη στολή του τίμιου, φιλήσυχου οικογενειάρχη;
Φ. Δε ξέρω. Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές;
Ρ. Δε με νοιάζει!
Φ. Αυτή που είπες, τι το κακό έχει;
Ρ. Γιατί; Αυτή που φορώ έχει κάτι κακό;
Φ. Δε μπορώ να σε καταλάβω. Δεν αλλάζουμε θέμα;
Ρ. Ευχαρίστως! Εσύ, ας πούμε, τι στολή φοράς;
Φ. Του άμυαλου, ενθουσιώδους γιού του Ήλιου!
Ρ. Κάτι σαν τη δική μου δηλαδή, αλλά στο πιο… γδυτό!
Φ. Καμμιά σχέση! Είπαμε ν’ αλλάξουμε θέμα.
Ρ. Σωστά! Εσύ δεν έχεις άλογο;
Φ. Είμαι μικρός κι άμυαλος κι έτσι μήτε δανεικό ακόμα!
Ρ. Είπαμε ν’ αλλάξουμε θέμα.
Φ. Δεν αλλάξαμε;
Ρ. Περιστρεφόμαστε πιστεύω, στα ίδια.
Φ. Όπως η Γη γύρω απ’ τον Ήλιο.
Ρ. Όπως ο κλέφτης στο δάσος.
Φ. Άντε πάλι!
Ρ. Γειά σου μικρέ. Χαιρετίσματα στο μπαμπά σου.
Φ. Γιατί δε τα δίνεις ο ίδιος; Γειά σου κι εσένα.
Ρ. Σωστά! Έχεις δίκιο…
Παράξενος Διάλογος 5ος
Πρόσωπα: Φ. Ν. Ρούζβελτ και Ταρζάν!
Ρ. Παρακαλώ νεαρέ, μπορείς να με σπρώξεις γιατί έχω σκαλώσει;
Τ. Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο! Τί είναι;
Ρ. Α! Εννοείς το καροτσάκι μου; Δε μπορώ να περπατώ.
Τ. Κι εγώ προτιμώ το πέταγμα από δέντρο σε δέντρο.
Ρ. Θα ‘θελα να δοκίμαζα.
Τ. Τί σ’ εμποδίζει;
Ρ. Η ανημπόρια μου.
Τ. Μπορείς να πετάξεις μαζί μου.
Ρ. Όχι! Μακάρι να γινόταν!
Τ. Γιατί όχι; Τί σ’ εμποδίζει, αυτή τη φορά, πες μου;
Ρ. Ο ΚαθωςΠρέπει Ορθολογισμός μου!
Τ. Άλλο ένα άγνωστο πράγμα για μένα!
Ρ. Μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό!
Τ. Πού θέλεις να σε πάω;
Ρ. Προχώρα με και θα σου πω.
Τ. Φαντάσου να μην έπρεπε μήτε να σε σπρώξω.
Ρ. Ε… Ως γι’ αυτό… Αλήθεια, υπάρχει κάτι που ‘σύ δε θα μπορούσες να κάνεις;
Τ. Η ερώτησή σου με βρίσκει απροετοίμαστο.
Ρ. Καταλαβαίνω.
Τ. Εγώ μάλλον δε θ’ άντεχα να ‘μαι σε καροτσάκι.
Ρ. Το λές τώρα κι εύκολα… μα και πάλι κατανοώ.
Τ. Πάω να μιλήσω στα ζώα. Οι άνθρωποι γρήγορα με κουράζουν πολύ.
Ρ. Έχεις και πάλι δίκιο. Σε καταλαβαίνω απόλυτα!
Τ. Κι εγώ τα ζώα! Εσύ με μπερδεύεις.
Ρ. Είναι η φύση μου. Δε σ’ αδικώ. Εγώ δε θα μπορούσα να μιλήσω με ζώα!
Τ. Κι εγώ σε καταλαβαίνω και δε σ’ αδικώ διόλου!
Ρ. Γειά σου κι ευχαριστώ ειλικρινά.
Τ. Δεν έκανα τίποτε! Γειά σου κι εσένα.
Παράξενος Διάλογος 6ος
Ο Δον Κιχώτης πάνοπλος κι έφιππος σταματά στο πιθάρι του Διογένη, κοιτάζοντας παραξενεμένος το κεφάλι του που εξέχει…
Κ. Ε, καλέ μου κύριε στο πιθάρι, γεια σας.
Δ. Ποιός είναι;
Κ. Ναι ξέχασα… επιτρέψτε μου να συστηθώ: Δον Κιχώτης, Ιππότης της Μάντσα, τα σέβη μου κύριε…
Δ. Διογένης, πότης του πιθαριού, την αδιαφορία μου!
Κ. Ξέρετε ψάχνω τη ξακουστή ινφάντη Δόνα Δουλτσινέα του Τόμπος…
Δ. Εδώ μια φορά, δεν είναι!
Κ. … που είναι ο έρωτας της ζωής μου κι ίσως κινδυνεύει…
Δ. Στο ξαναλέω, εδώ πάντως δεν είναι!
Κ. … κι επίσης κυνηγώ και τους κακούς. Μην είδατε τίποτε;
Δ. Από κακούς; Ου, άλλο τίποτα!
Κ. Δείξτε μου αμέσως!!! Πού;
Δ. Παντού. Γι’ αυτό μπήκα στο πιθάρι.
Κ. Α! Τέλος! Τώρα μπορείτε να βγείτε άφοβα.
Δ. Μπα! Δε με πείθεις…
Κ. Κρίμα. Μην είδατε τουλάχιστον τον Σάντσο Πάντσα, τον υπηρέτη μου; Κοντός, χοντρούλης, καβαλλά γάιδαρο…
Δ. Εδώ πάντως δεν είναι.
Κ. …και με βοηθά πολύ ξέρετε. Τον έχω χάσει.
Δ. Σε τί;
Κ. Στο να βάζω και να βγάζω τη πανοπλία μου.
Δ. Ποιός ξέρει τί του ‘κανες και σε παράτησε…
Κ. Ίσα-ίσα, του μιλάω για τις περιπέτειές μου, του μαθαίνω διάφορα…
Δ. Ε νάτο! Σε βαρέθηκε…
Κ. …προσπαθώντας να κάνω την άχαρη ζωή του πιο συναρπαστική…
Δ. Ε λίγο το ‘χεις αυτό;
Κ. …Δηλαδή… εννοείτε…;
Δ. Ναι!
Κ. Με τί ασχολείστε κύριε, αν επιτρέπεται;
Δ. Προσπαθώ να εξερευνήσω το συναρπαστικό, στο πάτο του πιθαριού μου.
Κ. Κατάλαβα! Είστε πιο τρελλός από μένα.
Δ. Κι εσύ πιο σοφός.
Κ. Σας χαιρετώ κι εύχομαι κάθε επιτυχία.
Δ. Γεια.
Παράξενος Διάλογος 7ος
Φτάσαμε κιόλας στον έβδομο διάλογο! Δεν είναι απίθανο; Δε ξέρω ποια ανάγκη με ωθεί να κρυφακούω, μήτε ποια με κάνει να τους μεταφέρω εδώ. Πάντως γι’ αυτόν προβληματίστηκα αρκετά αν πρέπει να τονε γράψω, αν πρέπει να περάσει αυτούσιος, αν πρέπει να πω και τα ονόματα των συμμετεχόντων. Μα τελικά είπα μέσα μου: “Γιατί όχι“; Το μόνο που έχω να ‘πω γι’ αυτό το θέμα είναι πως απαιτείται για τους ενήλικες, η γονική ή έστω οιαδήποτε άλλη, συναίνεση! Μάλιστα όσο πιο πολλές, τόσο πιο καλά. Είναι όντως κάπως τραχύς αλλά οι ανήλικοι μπορούν να τον διαβάσουν άνετα. Μάλιστα όσο πιό ανήλικοι, τόσο το καλλίτερο, θα ‘λεγα. Φλυαρώ πάλι -ως συνήθως και με το παρδόν- γι’ αυτό μπαίνω κατευθείαν στο θέμα, αφού πρώτα σας ειδοποιήσω πως τα ονόματα των μερών αυτού, θα τα φανερώσω μετά το διάλογο.
Ένας υπόλευκος φάκελος από πάπυρο έφθασε στο σπίτι μου, ένα όμορφο πρωί. Απ’ έξω έγραφε τα αρχικά Β. Μ. κι από κάτω το όνομά μου, περίτεχνα, καλλιγραφικά. Εξεπλάγην γιατί δεν ήξερα κανένα μ’ αυτά τ’ αρχικά κι άνοιξα αδημονώντας το γράμμα! Φανταστείτε την έκπληξη μου όταν είδα πως -ούτε λίγο, ούτε πολύ- ο Βαρώνος Μυγχάουζεν με καλούσε στον πύργο του, -διεύθυνση δε λέω- για μια μεγάλη ολονύχτια μονομαχία με πιοτί, μεζέδες και παραμύθους και μάλιστα με κάποιο πολύ μεγάλο στοίχημα για τον νικητή! (Ποιός χέζει το στοίχημα; Μόνο η μονομαχία μετρούσε για μένα κι η ευκαιρία να γνωρίσω αυτόν τον σπουδαίο τζέντλεμαν, να γευτώ τα καταπληκτικά του κρασιά και τα μεζεκλίκια και ν’ ακούσω τις απίθανες ιστορίες του!)
Μου εξήγησε στο φάκελο ότι μία νύχτα που πετούσε αγκαλιά με κάποιο βλήμα ενεπνεύσθη -εν πτήσει παρακαλώ- ένα απλό, μα πολύπλοκο να εξηγήσει, σύστημα πλοήγησης και τελικά καταφέρε από λάθος μάλλον χειρισμούς, να σερφάρει στο διαδικτύο! Πάλι κατά λάθος μπήκε στο site μου και με ένα 3ο λάθος -που τελικά ήτανε …κρίσιμο- διάβασε τα γραπτά μου! Τρελλάθηκε ο άνθρωπος κι αμέσως σκέφθηκε πώς δε χωρούσαμε κι οι δυο πάνω στη γη! Ένας έπρεπε να ‘ναι ο νικητής κι έτσι με κάλεσε σε μονομαχία!
Πήγα με το μέσο που μου παρείχε, -δε λέω όμως τι ήτανε μήτε το περιγράφω, γιατί μάλλον τα μυαλά σας δεν είναι έτοιμα να δεχτούνε κάτι τέτοιο- και μαγεύτηκα από τη τοποθεσία και τη μεγαλειότητα του πύργου του. Γνωριστήκαμε κι αμέσως μετά, χωρίς να χαθεί πολύτιμος χρόνος άρχισε η μονομαχία! Όποιος από τους δυο μας, με την ανατολή τού ήλιου, είχε πιο κόκκινη και μεγάλη μύτη και φυσικά να το αναγνώριζε ως τζέντλεμαν, ο άλλος, θα ‘ταν ο νικητής.
Τα μεζεκλίκια ήταν υπέροχα, το κρασί τέλειο κι άφθονο κι είχε πάρα πολλές προμήθειες, αλλά καθώς η νύχτα προχωρούσε στα μισά της κι η μονομαχία μαινόταν με τρομερή διαύγεια, όλες εξαντλήθηκαν κι όχι τίποτε άλλο, μα οι λιγοστοί υπήρετες που ‘χε κρατήσει στο πύργο, είχαν από ώρα ταβλιαστεί. Τότε με παρακάλεσε να κατεβώ στο κελλάρι, αφού με κατατόπισε λεπτομερώς πόσους ορόφους να κατεβώ και μου ‘κανε σύντομη χαρτογράφηση των ραφιών με τα εξαιρετικής σπανιότητας και παλαιότητας, κρασιά, μου ‘πε να ανεβάσω 5-6 μποτίλιες, απ’ το καλλίτερο κρασί για χάραμα και μύθους. Αυτό έπρεπε να γίνει μ’ όσο το δυνατό λιγώτερες κινήσεις, γιατί η θερμοκρασία ήταν αυστηρά συγκεκριμένη και χωρίς ιδρώτα ή λαχάνιασμα από μέρους μου! Προφασίστηκε το μεγάλο της ηλικίας του, σε συνδυασμό με την οσφυοκαμπτική αρθριτορευματίτιδα και πως οι σκάλες, η χαμηλή θερμοκρασία κι η υψηλή υγρασία των κελλαριών θα τον τσάκιζαν! (Κουραφέξαλα! Έφταιγε το κρασί πιστεύω κι η ένταση του αγώνα μα δεν είπα τίποτε!) Μόνο τον ρώτησα αν ήταν σίγουρος για το αν θα φτάσουν αυτές οι 5-6 μποτίλιες μέχρι την ανατολή.
-“Όχι μικρέ ανόητε, ψευτοπαραμυθά” μου ‘πε ανασηκώνοντας τα φρύδια του, σε ένδειξη αποδοκιμασίας, “απλά είναι θέμα μεταφοράς φορτίου και θερμότητας από την ενέργεια… αλλά τί λέω; Σάματι σκαμπάζεις απ’ αυτά; Τράβα τώρα κι άμα τελειώσουνε ξανακατεβαίνεις“!
Κατέβηκα λοιπόν ακολουθώντας τις άριστες οδηγίες και σα πλησίασα στα ράφια που μου ‘χε πει άκουσα το διάλογο, που πρόκειται να σας μεταφέρω στο τέλος! Ίδρωσα -κόντρα στις οδηγίες- και δε ξέρω για πόση καταστροφή κρασιού υπήρξα υπεύθυνος εκείνη τη νύχτα μα… πάλι φλυαρώ… Κάποια στιγμή λοιπόν διακινδύνευσα να ρίξω μια ματιά ανάμεσα στα μπουκάλια για να δω ποιοί ήταν οι συνομιλούντες και… τί το ‘θελα; Ίδρωσα πιότερο και κάπου μπροστά μου, έσκασε μια μπουκάλα με αφρώδη οίνο που με λαχτάρισε κι όπως αποδείχτηκε, όχι μόνον εμένα, γιατί μετά απ’ αυτό, οι δυο τους ανταλλάξανε λίγα ακόμα λόγια κι εξαφανίστηκαν.
Ανέβηκα αναστατωμένος κι ο βαρώνος απέδωσε τη ταραχή μου στη κραιπάλη και στη μεταφορά:
-“Νεαρέ ψευτοπαραμυθά, δεν άντεχεις το πιοτί και τις σκάλες! Χαμένη γενιά! Ήθελα και να ‘ξερα από τι υλικό σας φτιάχνουνε τώρα“;
Αυτό με πείσμωσε κι αποφάσισα να προσπαθήσω ακόμα σκληρώτερα για να του δώσω ένα μάθημα, μέχρι τελικής μου πτώσεως!
Πλησίαζε η ανατολή κι είχαμε άλλες δυο φορές συμπληρώσει προμήθειες σε κρασί -αλλά δε κατέβηκα εγώ, ξύπνησε έναν υπηρέτη και τον έστειλε- κι η μονομαχία ακόμα κρατούσε γερά! Εδώ οφείλω να πω πως ήταν εξαίρετος παίκτης, ευφάνταστος, τζέντλεμαν, άρτιος χειριστής του προφορικού λόγου, δυνατός πότης και γευσιγνώστης. Τον θαύμασα απεριόριστα και πάνω κει κατάλαβα πως θα χάσω! Δεν είναι κακό, γιατί η αξία του νικητή κι η δυσκολία που κερδίζει τον αγώνα δείχνει παράληλα και τη μεγάλη αξία του χαμένου. Αν και δε πιστεύω ότι θα υπήρχε ουσιαστικά χαμένος αλλά πιότερο θα ‘τανε λάβωμα του γοήτρου.
Κατάλαβα ότι θα χάσω γιατί είχα κρατήσει μια ιστορία από τη ζωή μου που ναι μεν ήταν αληθινή μα έμοιαζε τόσο με παραμύθο που… τέλος πάντων ας μη πολυλογώ… όταν την είπα, μου την είπε άμεσα:
-“Έίπαμε νεαρέ ψευτοπαραμυθά, να μη μιλήσουμε για γυναίκες γιατί δεν έχουνε τέλος αυτές οι ιστορίες! Συμφωνήσαμε να αγωνιστούμε με ξίφη κι εσύ πήρες… ασφεντόνα“!
Κλονίστηκα! Είδα λοιπόν ότι χάνω, χαλάρωσα και το αμέσως επόμενο πράγμα που σκέφθηκα -εκτός του να ανοίξω νέα μποτίλια και ν’ ανάψω τσιγάρο- κι μιας κι είχαμε λίγο ακόμα χρόνο μέχρι να φέξει, ήταν να δικαιολογηθώ για τη μειωμένη μου απόδοση, από ‘να σημείο και μετά:
-“Βαρώνε είστε ένας εκπληκτικός παίκτης! Απήλαυσα κάθε στιγμή αυτής της μοναδικής νύχτας και προς Θεού δε θέλω να μειώσω ούτε στο ελάχιστο, τη μεγάλη και τιμητική σας νίκη! Αν φορούσα καπέλλο θα σας το έβγαζα με όλη μου τη καρδιά! Αν εμπιστευόμουν τα ποδάρια μου θα γονάτιζα εμπρός σας με το σέβας που σας αρμόζει! Έχω όμως να επισημάνω πως μέχρι ένα σημείο τα πήγαινα καλά, μέχρι που κατέβηκα στο κελλάρι σας. Αυτό που είδα εκεί με κλόνισε κι εικάζω πως ίσως… λέω ίσως… αν δεν είχε συμβεί, η έκβαση τούτου του αγώνα να ‘ταν έστω κατά τι διαφορετική, χωρίς όμως να ‘μαι και σίγουρος γι’ αυτό. Τί να πω; Είμαι άτυχος“!
-“Νεαρέ φαφλατά ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια μα δε μασάω! Πάλαιψες καλούτσικα δε λέω μα είμαι αήττητος μη το ξεχνάς! Ωστόσο πες μου τί πιστεύεις ότι επηρέασε, όπως διατείνεσαι, την απόδοσή σου, αν όχι το πιοτί, η μειωμένη σου ικανότητα και το σαθρό υλικό που απαρτίζει το νεαρό σου κουφάρι“;
Τα τελευταία λόγια τα ‘πε χαμογελώντας γλυκά κι έτσι του… χάρισα τη ζωή, αφήνωντας το ξίφος μου στη θήκη! Συνέχισα τότε και του διηγήθηκα επακριβώς ό,τι έγινε στο κελάρι. Του ‘πα επίσης πως πρόσεξε κι εκείνος τη ταραχή μου μετά… μα δε πρόκανα να συνεχίσω γιατί τότε τον είδα να ‘χει χάσει την αίγλη και την αυτοκυριαρχία του! Έδειχνε για πρώτη φορά την ηλικία του, που πρέπει όντως να ‘ταν μεγάλη…
Όταν ολοκλήρωσα, σηκώθηκε πάνω τρέμοντας και χειροκρότησε και σαν επιστέγασμα θαρρείς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε ο ήλιος να κάνει την εμφάνιση του! Θα ‘ταν άλλη μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα παρόλο που ‘χε πέσει πρωινή πάχνη. Χειροκρότησε ναι! Ήτανε τζέντλεμαν ως το τέλος παρόλο που είχε υποστεί τη πρώτη του ήττα και μάλιστα εντός έδρας -και με γκολ οφ σαϊντ, αλλά ποιός θα πάει να του το πει;- κι εγώ είχα κερδίσει το στοίχημα σαν Δαυίδ με την ασφεντόνα μου ενάντια στο Γολιάθ!
Τί να κάνουμε; Έτσι είναι αυτά τα πράγματα! Μύθος και πραγματικότητα, αλήθεια και φαντασία, όμορρες έννοιες με μεθοριακές διαχωριστικές γραμμές αδιόρατες κι εμπλεκόμενες, πάρα πολλές φορές! Σημασία έχει όχι τόσο τι λέει κανείς, αλλά τι πιστεύει ή τί είναι διατεθειμένος να πιστέψει ο άλλος! Αλλά πάλι φλυαρώ παρασυρμένος και μεθυσμένος απ’ τη νίκη και πιστεύω θα το πάθαινε ο καθένας μας αυτό!
Παρακάτω θα παραθέσω τον διάλογο που υποσχέθηκα εξ αρχής με τα ονομάτα μετά! (Θα λέω τον πρώτο ομιλητή Κ και το δεύτερο Ο χάριν του διαλόγου)
Κ. Τί γυρεύεις εδώ βρε γερο-μπανιστηριτζή;
0. Κοίτα ποιος μιλάει!
Κ. Ποια πιλατεύεις τώρα; Πες!
Ο. Σκούριασαν οι αλυσίδες σου.
Κ. Αναθεματισμένη υγρασία!
Ο. Τί γυρεύεις εδώ;
Κ. Εγώ σε ρώτησα πρώτος.
Ο. Νιώθω ανασφάλεια.
Κ. Δε φοβάται κανείς πια ε;
Ο. Α! Το ξέρεις κι εσύ;
Κ. Αλίμονο… ναι!
Ο.Φοβούνται άλλα πράγματα, εντελώς άσχετα.
Κ. Δε ξέρω γιατί ζω. Σε τι είμαι χρήσιμος.
Ο. Γιατί; Πρώτα ήσουν; Η καταγωγή σου… πφφφ…
Κ. Είσαι ηλίθιος! Δε σ’ αδικώ. Τί έχει η καταγωγή μου; Εσύ τί είσαι;
Ο. Ερωτευμένος!
Κ. Κάτι μας είπες! Και… ποια η τυχερή;
Ο. Μια αιθέρια ροδαλή οπτασία!!!
Κ. Ετών; Ας μη μαντέψω καλύτερα…
Ο. Τί σημασία έχει; Είναι μαγική η μουσική!
Κ. Στα… χέρια σου εννοείται! Ειδεμή άχρηστη.
Ο. Ζηλεύεις;
Κ. Ποσώς!! Εμένα με θέλγουν οι στρουμπουλές αγρότισσες.
Ο. Οι σιτεμένες. Περί ορέξεως….
Κ. Κοίταξε αυτά τα παλιά κρασιά…
Ο. Είναι εδώ άχρηστα…
Κ. Γιατί;
Ο. Γιατί κανείς δε τα ήπιε τότε που ‘πρεπε κι ίσως να μη τα πιει ποτέ κανείς!
Κ. Μα τί λες; Το κρασί όσο παλιώνει…
Ο. Μπορείς να τ’ αποδείξεις;
Κ. Τελικά είσαι ηλίθιος!
Ο. Σε ρωτώ! Μπορείς;
Κ. Μήπως μπορείς τάχα ‘συ ν’ αποδείξεις τ’ αντίθετο;
Ο. Τώρα μ’ έβαλες στη… θέση μου!
Κ. Θα ‘θελα να σου ‘σπαγα τα μούτρα!
Ο. Είσαι χωριάταρος! Τόσα χρόνια δεν έμαθες τίποτε!
Κ. Η Αυτού Ηλιθιότης σας μου φέρνει λύπη!
Ο. Άκουσες; Έσκασε ένα μπουκάλι.
Κ. Τρόμαξες;
Ο. Όχι αλλά μου ζήτησες πριν απόδειξη.
Κ. Πάμε να φύγουμε, δε σ’ αντέχω άλλο.
Ο. Τρόμαξες ή φυγομαχείς;
Κ. Η αυτού ταπεινότης μου σας στέλνει στο διάολο.
Ο. Γειά σου βλάχο!! Φύγε με τις συμβιβασμένες, σκουριασμένες αλυσίδες σου!
Κ. Αν είχα μια πορδή θα σου ‘κλανα την εισαγωγή απ’ τη Ποιμενική Συμφωνία!
Ο. Είσαι όλος μια πορδή!
…………………………………………………………..
Ίσως και να μη τον απέδωσα τέλεια πάντως οι αποκλίσεις είναι απειροελάχιστες και σε τίποτε δεν αλλάζουν την ουσία του διαλόγου…
Όταν λοιπόν κοίταξα ανάμεσα στο κενό που αφήνουν στα ράφια οι ξαπλωμένες μποτίλιες, είδα τους δυο συνομιλητές και δε δυσκολεύτηκα διόλου ν’ αναγνωρίσω τα πρόσωπα:
Κ ηταν το Φάντασμα του Κάντερβιλ
κι Ο ήταν το Φάντασμα της Όπερας!
(Αυτός, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, είναι ο τελευταίος διάλογος τούτης της παράξενης σειράς!)
Φλεβάρης 2004