Πιτζιπίος Ιάκωβος Γεωργίου: Αμφιλεγόμενη Μεγάλη Κλασσική Μορφή

 Βιογραφικό

     Ο Ιάκωβος Γεωργίου Πιτζιπιός (ή Πιτζιπίος ή Πιτσιπιός ή Πιτσιπίος, όπως προτείνουν διάφοροι νεοελληνιστές) είναι συγγραφέας του 19ου αιώνα που παρουσιάζει πολλές αντιφάσεις -ακόμη και τα βιογραφικά του στοιχεία δεν είναι σαφή. Γεννήθηκε στη Χίο, 19 Ιούλη 1802, γιος του δασκάλου Γεωργίου Πιτσιπιού (ή Πιτζιπίου). Ήταν καθολικός στο θρήσκευμα. Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας κι έλαβε μέρος στη μάχη του Δραγατσανίου με τον Ιερό Λόχο. Αφού συνετρίβη ο Ιερός Λόχος (7 Ιούνη1821) στο Δραγατσάνι της Μολδοβλαχίας, ο Πιτσιπιός διέσχισε κολυμπώντας(!) τον ποταμό Προύθο για να συναντήσει τον ρωσικό στρατό. Από εκεί πήγε πάλι στο Παρίσι και συνέχισε τις σπουδές του. Όμως το έτος 1822 ήταν ζοφερό για τον ελληνισμό και ειδικά για τους κατοίκους της Χίου. Η καταστροφή του νησιού κι οι σφαγές των κατοίκων (περίπου 70.000 Χιώτες χάθηκαν τότε), δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον Πιτσιπιό, του οποίου τον πατέρα και τους συγγενείς σκότωσαν οι Τούρκοι δημεύοντάς του κι όλη τη περιουσία του.
     Παρακολούθησε μαθήματα στο λύκειο της Χίου και μετά τη καταστροφή του νησιού το 1822 σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στη Κωνσταντινούπολη ή σύμφωνα με άλλες πληροφορίες νομικά στο Παρίσι. Το 1823 ανέλαβε επίτροπος στην κοινότητα Μεγάλο Ρεύμα της Πόλης. Το 1824 πήγε στην Οδησσό, όπου έμεινε έως το 1837 και δίδασκε ρητορική στο Αυτοκρα­τορικό Λύκειο. Εκεί δημοσίευσε τη “Λογική Γραμματικής της Ελληνικής Γλώσσης διό τους πρωτόπειρους παίδας“, το 1834. Εντωμεταξύ, το 1830 είχε παντρευτεί στη Σμύρνη, αν και πήρε έπειτα διαζευκτήριο από το Πατριαρχείο και ξαναπαντρεύτηκε στη Κωνσταντινούπολη. Το 1838 μετακόμισε στη Σύρο, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος της γαλλικής στην Ερμούπολη.
     Από το 1838 ως το 1841 εργάστηκε στη Σύρο ως καθηγητής γαλλικών κι εξέδωσε την “Ορφανή Της Χίου” (1839) καθώς και μαθητικά εγχειρίδια. Το 1844 τον βρήκε να ζει στη Πόλη, να έχει στενές σχέσεις με το Φανάρι και το Πατριαρχείο και να προΐσταται στα σχολεία της ορθόδοξης κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Από το 1844 ως το 1847 έζησε εκεί όπου δούλεψε αρχικά ως διευθυντής των σχολείων της εκεί ορθόδοξης κοινότητας και κατόπιν ως καθηγητής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1847 διετέλεσε 3 μήνες σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Τη περίοδο κείνη δημοσίευσε το έργο του “Κατά των ορθοδόξων των γραψάντων κατά της εγκυκλίου του πάπα Πίου Θ’ “, που προκάλεσε την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου κι ο Πιτσιπιός αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Σύρο.
     Στη Σύρο ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την έκδοση περιοδικών κι εφημερίδων. Την εποχή εκείνη ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού “Αποθήκη των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων“, που εξέδωσε το 1848, κι όπου δημοσιεύτηκε το ημιτελές μυθιστόρημά του “Ο Πίθηκος Ξουθ ή Τα Ήθη Του Αιώνος“. Νυμφεύτηκε τη Σμαράγδα Σχοινά Βυζαντίου. Το 1849 ανέλαβε διευθυντής για 3 μήνες, της Μεγάλης του Γένους Σχολής και μετακόμισε ξανά στη Πόλη όπου μετέφερε και την έδρα του περιοδικού. Εκείνη την περίοδο ήρθε σε επαφή με κύκλους Καθολικών, προξενώντας μάλιστα -με την υποστηρικτική του στάση ως προς την Ένωση των Εκκλησιών- ταραχές στη Σχολή, τα λεγόμενα «πιτζιπικά», που οδήγησαν στην καταστροφή του κτιρίου της και στη μεταφορά της στο Φανάρι.

     Από το 1849, μετά τη δίωξή του από τη θέση του Σχολάρχη, εργάστηκε ως υπάλληλος της τουρκικής κυβέρνησης στην αυτοκρατορική αποστολή για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ Γκιουλχανέ στην Ευρωπαϊκή Τουρκία και πήρε τον τίτλο του μπέη, που σύμφωνα με νεώτερες έρευνες οικειοποιήθηκε μαζί με εκείνον του πρίγκηπα από το 1857, ισχυριζόμενος πως κατάγεται από παλιά βυζαντινή οικογένεια πατρικίων. Από το 1850 κι εξής, ο Πιτζιπιός στράφηκε κυρίως προς τη πολιτική και τη θρησκειολογία, εγκαταλείποντας τη λογοτεχνία. Το 1852 δημοσίευσε το λίβελο “Ο Ανατολικός Χριστιανός” και το 1853 ίδρυσε στη Ρώμη τη Χριστιανική Ανατολική Εταιρεία, με πρωτοβουλία του πάπα Πίου Θ’ και προπαγανδιστικούς της καθολικής εκκλησίας στόχους. Στα πλαίσια της ίδιας προπαγανδιστικής δράσης εξέδωσε και το έργο του “L’ Eglise orientale” το 1855. Από το 1856 και ως το 1862 αγωνίστηκε στον ελλαδικό χώρο αλλά και στην Αγγλία υπέρ της καθολικής προπαγάνδας μ’ έμφαση στο πολιτικό τμήμα της που στόχευε σε ένωση όλων των πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Σουλτάνο, με απαραίτητες προϋποθέσεις τον εκχριστιανισμό του τελευταίου και τη συμμετοχή της Καθολικής Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία.

     Από το 1862 ωστόσο, οπότε χρονολογείται η ρήξη του με τον πάπα, στράφηκε εναντίον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κι υπέρ της ένωσης των 2 εκκλησιών υπό την ηγεμονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει έργα του, κυρίως πολιτικά και θρησκευτικά δοκίμια στο Παρίσι και τη Βιέννη.
     Ο Ιάκωβος Πιτσιπιός πνίγηκε στο Βόσπορο υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στις 30 Σεπτέμβρη 1869. Η εφημερίδα Εκλεκτική (30.9.1869) έγραψε: “Εδολοφονήθη ή εκ Τούρκων ή εκ Παπιστών». Η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως με την “Ορφανή Της Χίου” και, τα τελευταία χρόνια, με τον ημιτελή “Πίθηκο Ξουθ“.
     Είναι 30 Σεπτέμβρη 1869 κι οι εφημερίδες πέρα από τις συνηθισμένες ειδήσεις για την οικονομία και τα εσωτερικά του νεοσύστατου κράτους, περιέχουν και μιαν είδηση που συγκλονίζει, ένα μυστηριώδη πνιγμό στα νερά του Βόσπορου. Συγκεκριμένα στην Εφημερίδα Εκλεκτική, αρ. 38, σελ. 308 διαβάζουμε:

   «Χθες ευρέθη παρά την αποβάθραν του Καράκιοϊ πτώμα ανθρώπου, φέροντος ευρωπαϊκήν ενδυμασίαν, ηλικίας δε προβεβηκυίας ως φαίνεται εκ της πολιάς αυτού κόμης και του πώγωνος. Η αστυνομία προβάσα εις ερεύνας επ’ αυτού δεν ηδυνήθη εισέτι ν’ ανακάλυψη την ταυτότητα του προσώπου, ως ουδέ εάν ο πνιγείς εγένετο θύμα αυτοκτονίας, ή τυχαίου τίνος περιστατικού. Το πτώμα φέρει πληγήν επί μιας των πλευρών, ήτις είναι άδηλον εάν προήλθεν εξ επιθέσεως δολοφόνου τινός ή εκ της συγκρούσεως μετά τινός σώματος εν τη θαλάσση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου εισί παρηλλαγμένα ως εκ της εξοιδήσεως εις ην ευρίσκεται η κεφαλή και το λοιπόν σώμα. Επί των φορεμάτων αυτού υπάρχουσι σεσημειωμένα τα γράμματα J. Ρ. εντός δε ενός των θηλακίων του ευρέθη τετράδιον χειρόγραφον εξ 20 σελίδων, περιέχον ένστιχον σατυρικόν ποίημα υπό την επιγραφήν Αναργυριάς ή Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως. Ως εκ των στοιχείων δε τούτων και τινών χαρακτηριστικών του πτώματος απεδείχθη ότι ο πνίγεις είναι ο γνωστός εις το καθ’ ημάς δημόσιον Ιάκωβος Πιτσιπιός, εσχάτως ελθών εκ Μασσαλίας, και όστις από τινών ημερών δεν φαίνεται εν τη ενταύθα κοινωνία. (24 Σεπτ.) […] Υποτίθεται ότι εδολοφονήθη ή εκ Τούρκων ή εκ Παπιστών».

     Τέτοιο τραγικό τέλος είχε λοιπόν ο συγγραφέας του “Πίθηκου Ξουθ“. Ποιος όμως να ήθελε να τον δολοφονήσει και γιατί; Αν από την άλλη ήταν αυτοκτονία, τι ήταν εκείνο που τον συγκλόνισε τόσο ώστε να γίνει αυτόχειρας; Στη συνέχεια, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το μυστηριώδες κουβάρι του τραγικού τέλους του, στηριζόμενοι στις λιγοστές πληροφορίες που ξέρουμε γι’ αυτόν.
     Από τη καταστροφή της Χίου κι έπειτα άρχισε μια πολύκροτη ζωή που μοιραζόταν μεταξύ των πιο σημαντικών κέντρων της εποχής εκείνης. Εργάστηκε μεταξύ άλλων ως διπλωμάτης στην κυβέρνηση Καποδίστρια, ως κρατικός υπάλληλος επί της βασιλείας του Όθωνα, ως καθηγητής της Φιλολογίας και της Ρητορικής στο Αυτοκρατορικό Λύκειο της Οδησσού, ως μέλος του Αρχαιολογικού Μουσείου της ίδιας πόλης, ως καθηγητής Ελληνικών και Γαλλικών στο Γυμνάσιο της Ερμούπολης και ως Τιτουλάριος Σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη. Οι δυο τελευταίες ωστόσο δραστηριότητές του είχαν άδοξο τέλος, αφού παύτηκε και από τα δυο ιδρύματα για αδιευκρίνιστους λόγους.

     Πιο ειδικά, στην Ερμούπολη κατηγορήθηκε ότι δεν έδειξε «δείγματα ικανότητας κι ηθικής μορφώσεως», ενώ στη Πόλη «το ανοίκειον δε του Πιτσιπικού τρόπου και της συμπεριφοράς», οδήγησε τους σπουδαστές να εξεγερθούν εναντίον του, με αποτέλεσμα να κληθούν οι τουρκικές αρχές για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Η κατάληξη ήταν να καταστραφεί εξαιτίας του η Σχολή -που τότε βρισκόταν στο Κουρούτζεσμε- και το τουρκικό κράτος να επιβάλει τη μεταφορά της Σχολής στο Φανάρι! Βέβαια τα βαθύτερα αίτια πρόκλησης των «Πιτζιπιακών», όπως λέγονται πια, δεν είναι γνωστά. Κάποιοι κάνουν λόγο για προσηλυτισμό υπέρ της Ελλάδος, γεγονός που εξόργισε και τον Σουλτάνο, άλλοι ότι ενόχλησαν οι φιλοκαθολιστικές του θέσεις που εκφράστηκαν με το κείμενό του “Κατά Των Ορθοδόξων Των Γραψάντων & Της Εγκυκλίου Του Πάπα Πίου Θ’” (Ο Πάπας με εγκύκλιό του καλούσε τους Ορθόδοξους ν’ αποδεχτούν τα πρωτεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τα διδάγματά της, κάτι που φυσικά απορρίφθηκε από την Ανατολική Εκκλησία, αλλά έγινε δεκτό από τον Πιτσιπιό). Και κάποιοι άλλοι εικάζουν ότι η συμπεριφορά του μπορεί να σχετιζόταν ακόμη και με ομοφυλοφιλία, μολονότι είχε 2 γάμους στο ενεργητικό του.
     Μπορεί λοιπόν ο Πιτζιπίος να είχε δημιουργήσει κάποιους ισχυρούς εχθρούς εξαιτίας της ιδιόρρυθμης συμπεριφοράς του ή της προκλητικής στάσης του που να ήθελαν το κακό του και να έφτασαν ως τη δολοφονία του; Δύσκολο να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα.
     Η αλήθεια πάντως είναι ότι για χρόνια ο Πιτσιπιός έπαιζε ένα περίεργο παιχνίδι με την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με αποτέλεσμα να τάσσεται κάποτε με τη μια παράταξη και κάποτε με την άλλη. Ακόμη είχε εκδώσει διάφορα συγγράμματα υπέρ της Ένωσης των δυο Εκκλησιών -ένα θέμα πολύ ευαίσθητο την εποχή εκείνη-, είχε έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις με τον Πάπα για να προωθήσει αυτή την ένωση υπέρ της δυτικής Εκκλησίας -ας μη ξεχνάμε πόσοι πολλοί καθολικοί, Έλληνες και μη, κατοικούσαν τότε στον ελλαδικό χώρο- κι ήταν ιδρυτής και μιας μυστικής και παράξενης οργάνωσης, της Βυζαντινής Ένωσης. Μέσω αυτής προωθούσε τη συγχώνευση όλων των πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών στοιχείων του βυζαντινού πληθυσμού, χωρίς όμως να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τη δράση, τις μεθόδους και τις οδούς που ακολουθούσε. Τέλος, ας μην παραλείψουμε και την κακή φήμη που είχε αποκτήσει ο Πιτσιπιός, κάτι που διαφαίνεται σε διάφορα δημοσιεύματα της εποχής. Σε αυτά παρουσιάζεται ως άνθρωπος ευμετάβλητος και χωρίς ενδοιασμούς -ενώ στην εφημερίδα Αυγή της 11ης Μαΐου 1857 σημειώνεται με σαφή ειρωνική διάθεση και το εξής:

   «[Ο Μονσινιόρος Πιτζιπίος] σκοπεύει να σουνετισθή ασπαζόμενος τον Ισλαμισμόν, εις τους κόλπους του οποίου ελπίζει να εύρη τας ποθητάς αναπαύσεις του».

     Μετά βεβαιότητας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι οι συνεχείς θρησκευτικές παλινδρομήσεις του (από την Ορθοδοξία στον Καθολικισμό κι ίσως και στον Ισλαμισμό) κι οι σκοτεινές κινήσεις του, του ‘χαν χτίσει ένα αρνητικό προσωπείο. Για τη κοινή γνώμη θεωρούνταν καιροσκόπος και τυχοδιώκτης. Επομένως, ακόμη κι αν δεν είχε πέσει θύμα εγκληματικής ενέργειας -με θύτη κάποιον του οποίου τα συμφέροντα έθιγε-, θα ήταν εξίσου πιθανό να είχε δώσει μόνος τέλος στη ζωή του. Αίτια θα μπορούσαν να είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός του και τα σκάνδαλα που συνόδευαν τη φήμη του.
     Πάντως, ανεξάρτητα από τις παραπάνω «σκιές» που άγγιξαν τη ζωή του Πιτσιπιού, δε μπορούμε να παραβλέψουμε πόσο σημαντικός διανοητής υπήρξε. Συγκεκριμένα, εκτός από τα μυθιστορήματα “Ορφανή Της Χίου” (το πιο πολυδιαβασμένο της εποχής του) και “Πίθηκος Ξουθ“, “Λογική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης διά τους ΠρωτοπείρουςΠαίδας” (1834), το περιοδικό Φανός Της Μεσογείου (1844), ήταν Γενικός Διευθυντής της εφημερίδας Ο Σωτήρ (1845), είχε συντάξει το “Υπόμνημα περί της Ενεστώσης Καταστάσεως και του Μέλλοντος της Ελληνικής Φυλής” (1859) κ.ά.
     Τα βιβλία του κοσμούσαν τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του Λονδίνου, του Βουκουρεστίου, του Βατικανού και της Ουάσινγκτον. Παρόλ’ αυτά στην Ελλάδα το έργο του παραγκωνίστηκε, αφού οι αναγνώστες κι οι λόγιοι προσκολλήθηκαν στις αρνητικές εντυπώσεις που είχε αφήσει το όνομά του κι έτσι, ελαφρά τη καρδία, τονε ξεχάσανε. Φυσικά συμβάλανε κι άλλοι παράγοντες, όπως η καθαρευουσιάνικη γλώσσα του και το ότι απευθυνότανε σε μιαν υπό διαμόρφωση κοινωνία που προσπαθούσε σιγά-σιγά να ξεπεράσει τον εαυτό της, αφήνοντας πίσω της ό,τι είχε γραφτεί τα προηγούμενα χρόνια και προτιμώντας τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα που εισέβαλαν στον τόπο το 1880.

Μια ακόμα μαρτυρία στον “Ερανιστή” από τον κύριο Βασ. Β. Σφυρόερα

     Ένα χρόνο μετά την έκδοση τού μυθιστορήματος του Ιακώβου Γ. Πιτζιπίου (1802-1869) «Η Ορφανή Της Χίου ή Ο Θρίαμβος Της Αρετής» ό συντάκτης ανυπόγραφης βιβλιοκρισίας στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής το χαρακτήριζε «άθλίαν συρραφήν ψυχρολογιών», έργο «άνθρωπου ού μόνον άγυμνάστου εις το γράφειν, άλλα και μη έχοντος ακριβή γνώσιν της γλώσσης». Στον ίδιο τόμο εν τούτοις του περιοδικού κρίθηκε επαινετικότατα άλλο βιβλίο του Πιτζιπίου, « Ή Λογική Γραμματική τής Ελληνικής Γλώσσης δια τους πρωτόπειρους παΐδας», πού είχε εκδοθεί στην Οδησσό το 1834 και είχε ανατυπωθεί στην Ερμούπολη το 1841. Κατά τον ανώνυμο συντάκτη τής κριτικής αυτής, τα προτερήματα τής Γραμματικής είναι «το εύμέθοδον και το σύντομον. Περιέχει ορισμούς συντόμως κι ευκρινώς εκτεθειμένους. Δι’ αυτής το παιδίον μυείται εις τής Ελληνικής γλώσσης τ’ αναγκαιότερα, χωρίς νά ταφή το πνευμά του υπό πλήθος κανόνων ακατάληπτων».
     Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι τη συντακτική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Ερανιστή αποτελούσαν οι Φίλιππος ‘Ιωάννου, Γεώργιος Βέλλιος, Περικλής Αργυρόπουλος, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Δημήτριος Σαμουρκάσης, Νικόλαος Λεβαδιεύς και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, μπορούμε να ύποθέσομε ότι ή βιβλιοκρισία για τήν «’Ορφανή τής Χίου» οφείλεται στο Ραγκαβή κι η «Λογική Γραμματική» στον Φίλ. ‘Ιωάννου. Ή υπόθεση αυτή ενισχύεται, νομίζω, και από το γεγονός οτι ό Ραγκαβής στο έργο του «Histoire Littéraire de la Grèce moderne», αγνοεί τον Πιτζιπίο, ενώ αφιερώνει 5 σελίδες στο λόγιο ιατρό Πέτρο Καλλιβούρση, πού μόνο ένα ποιητικό του έργο είχε εκδοθεί κι αναφέρεται, συνοπτικά έστω, στο έργο του Στεφάνου Ξένου, του Κωνσταντίνου Ράμφου, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Παύλου Καλλιγά, άλλα και στους άγνωστους σχεδόν σήμερα Ιωάννη Δελιγιάννη, Μαριέττα Ράλλη. Αχιλλέα Λεβέντη, Δημήτριο Πανταζή και Δημήτριο Σαλαπάντα.
     Αν όμως ό Πιτζιπίος ώς μυθιστοριογράφος αγνοήθηκε άπο τή λογιοσύνη τού καιρού του, παρά το γεγονός ότι ή «Ορφανή Της Χίου» -έν άπο τα πολυδιαβασμένα έργα τού περασμένου αιώνα- επανεκδόθη 4 φορές (1863, 1869, 1883, 1920) και διασκευάσθη για το θέατρο (1881), και μόλις τα τελευταία χρόνια ανεσύρθη απο την αφάνεια, η άλλη του δράση και κυρίως ή ταραχώδης θητεία του ώς διευθυντή τής Μεγάλης τού Γένους Σχολής και ή αμφιταλάντευσή του αργότερα μεταξύ της Καθολικής και της «Ανατολικής» -όπως την ονομάζει- Εκκλησίας προκάλεσαν δριμύτατες επικρίσεις: άπο συγχρόνους του, άλλα κι άπο νεότερους συγγραφείς χαρακτηρίστηκε «έξωλέστατος», «έξωλέστατος και προδότης», «’Ιούδας», «διαβόητος και πασίγνωστος άνα πάσαν τήν Έώαν τε και Έσπερίαν», «πεπαιδευμένος άλλα πανούργος», «ψεύστης κι αχαρακτήριστος […] κίβδηλος Χιώτης έμπαίξας δύο ή τρία δόγματα».
     Οι βιογραφικές ειδήσεις για τον Πιτζιπίο, πού δημοσιεύθηκαν το 1860 με άφορμή τήν έκδοση τού βιβλίου του Le Romanismo άπο τον Pierre Paget στην Illustration, Journal Universel (τόμος 35 (1960), σ. 341-342), στηρίχθηκαν πιθανότατα, όπως ήδη έχει επισημανθεί, σε πληροφορίες πού έδωσε ό ίδιος κατά τή διαμονή του στο Παρίσι στον βιογράφο του. Ό Πιτζιπίος, μεγαλομανής και φιλόδοξος, απομονωμένος τότε από την ελληνική κοινωνία, «άποσυνάγωγος» κατά το χαρακτηρισμό τού Δημ. Τζιόβα, θέλησε, για να δικαιολογήσει προφανώς τον τίτλο τού Prince, πού είχε προτάξει στο ονομά του, να αναγάγει τις οικογενειακές του ρίζες στην εποχή των Κομνηνών και συγκεκριμένα στην περίοδο τού Ισαακίου Α’ (1057-1059). Κατά τον Paget επίσης, ενα μέλος της οικογενείας Πιτζιπίου, Κωνσταντίνος Πιτζιπίος, έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις τών Γενουατών εναντίον των Οθωμανών στο Αιγαίο το 1457.
     Είναι βέβαιο, εν τούτοις, ότι κλάδος της οικογενείας του Πιτζιπίου βρισκόταν στο τέλος του 16ου αιώνα στη Βλαχία: το 1583 ο άγνωστος άπα άλλη πηγή Σεκούνδος Λούκαρις, επίτροπος στη Βιέννη του βοεβόδα της Βλαχίας Ράντου Μίχνεα, απευθύνει στον «μισέρ Μιχαήλ Πιστζιόν [: Πιτζιπιον] άπο την Χίον» εμπιστευτική επιστολή οικογενειακού περιεχομένου με τήν εντολή να την ανακοινώσει στη θεία του Μίχνεα.
     Από τους πλησιέστερους χρονικά συγγενείς του Ιακώβου Πιτζιπίου ό Ζωρζής Πιτζιπίος, στα μέσα του 18ου αιώνα (1755), αναφέρεται ως ενισχυτής –δανειστής- του Πατριαρχικού Ταμείου και λίγες 10ετίες αργότερα μαρτυρούνται άλλα μέλη της οικογένειας του: σε κώδικα του 17ου αι. πού περιλαμβάνει επιστολές του Συνεσίου και μια «Ψυχαγωγία» βρίσκουμε την υπογραφή του Λουκά Πιτζιπίου με χρονολογία 10 Αυγούστου 1783 και τη σφραγίδα με το οικογενειακό του έμβλημα. Την ίδια εποχή ό Κοραής σε επιστολές του προς τον Δημήτριο Λώτο, τον Πρωτοψάλτη της Σμύρνης, αναφέρει τον «μισέρ Μανόλην Πιτζιπιον» (1782 και 1783)1 8 και τον Μικέ Πιτζιπιον (1785), για τον όποιο γράφει: «”Ηδιστα προσαγόρευσον εκ μέρους μου τον μισέ Μηκέν Πιτζιπιον άμποτε να είχον εις την έξουσίαν μου μίαν Κατήχησιν δια να την προσφέρω εις την εύγενείαν του». Τέλος ό Γεώργιος Πιτζιπιός, ό πατέρας του συγγραφέα της «’Ορφανής», αναφέρεται ως διδάσκαλος στη Πόλη -στή Σχολή του Γαλατά- τη 2η 10ετία του 19ου αιώνα.
     Με το πρώτο δημοσίευμα του ‘Ιακώβου Πιτζιπίου στο Λόγιο Έρμη το Μάιο του 1820, ομιλία «εις την δημόσιον έξέτασιν τών μαθητών της Σχολής της Χίου» στις 7 Ιανουαρίου 1820, ο 18άχρονος απόφοιτος της αποδεικνύεται όχι μόνο καλός χειριστής της γλώσσας, άλλα και γνώστης σε ικανοποιητικό βαθμό της κλασικής γραμματείας. Στο άτιτλο αυτό κείμενο του «προβάλλων ότι ή πολυμάθεια βλάπτει τους κακώς άνατεθραμμένους» διακρίνει την πολυμάθεια, πού είναι «έργον μνήμης», άπο τη παιδεία, την οποία «οί παλαιοί και νέοι σοφοί εννοούν μάθησιν κι άσκησιν εν ταυτώ των καλών […] Πεπαιδευμένος λέγεται κι είναι ό έχων μάθησιν κι ήθη χρηστά». Την επιχειρηματολογία του στηρίζει σε αποσπάσματα του Πλουτάρχου, του Ξενοφώντος, του Πλάτωνος, του Κικέρωνος, άλλα και του Ιωάννου Χρυσοστόμου και της Παλαιάς Διαθήκης.
     Ό επίλογος της ομιλίας αυτής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μια ρητορική αποστροφή προς τους συμμαθητές του γράφει: «Οί αλλοεθνείς, άλλοι μεν καταφρονητικώς μάς έκατηγόρουν ως εκτρώματα της ευγενέστατης Ελλάδος, άλλοι δε φιλανθρωπότεροι μάς έλυπούντο δια την απαιδευσίαν μας, και μα την αλήθειαν είχαν δίκαιον καί πρέπει να το όμολογήσωμεν άναγινώσκοντες τα συγγράμματα τών ενδόξων προγόνων μας και βλέποντες πόσον άπεμακρύνθημεν από την εύγένειαν εκείνων. Μ’ όλα ταύτα εκείνων απόγονοι είμεθα, την γλώσσαν εκείνων λαλούμεν κι ημείς κι οι χωρικοί μας και οι ποιμένες μας. Είμεθα τέκνα της Ελλάδος δυστυχή, άλλ’ όχι εκτρώματα, πλέον ευτυχείς δμως υπέρ τους προγόνους εκείνους κατ’ άλλο, μέγιστον πάντων κατά την εις Θεόν, λέγω, άληθινήν λατρείαν. Είμεθα Έλληνες την φύσιν και Χριστιανοί την πίστιν».
     Οι απόψεις αυτές τού Πιτζιπίου μάς παραπέμπουν σε ανάλογες του Κοραή, του οποίου το έργο προφανώς είχε υπ’ όψη του από τη μαθητεία του στή Σχολή της Χίου κι έπαλαμβάνονται με πικρία αυτή τή φορά σαράντα χρόνια αργότερα στο «’Υπόμνημα περί τής ένεστώσης καταστάσεως και του μέλλοντος της Ελληνικής φυλής» (Παρίσι 1859), έν άξιοπρόσεχτο δοκίμιο, πού κι αυτό, όπως η «Ορφανή», είχε αγνοηθεί ώς τις μέρες μας: «Κατηντήσαμεν γελοίοι εις τον κόσμον φαντάζαμενοι να τραφώμεν, ώς αι κάμηλοι, δια του άναμασήματος των έργων των ενδόξων προγόνων μας ψιττακίζοντες ακαταπαύστως τί έπραξαν οι Λεωνίδαι κι οι Θερμιστοκλείς, οι Περικλείς κι οι Δημοσθένεις, οι Αρμόδιοι κι οι Άριστογείτονες». Και άλλου: «Διατί νομίζομεν ότι εκπληρούμεν πάντα τα χρέη φιλοπάτριδος πολίτου και λογικού άνθρωπου, πάντα τα καθήκοντα τοΰ “Ελληνος. κατακωφαίνοντες τον κόσμον με τας κομπορρημοσύνας μας επί των μεγάλων έργων των λαμπρών μας προγόνων και των ενδόξων πάτερων μας;»
     Μετά την αποφοίτηση του άπο τή Σχολή της Χίου, συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Παρισιού και άπο το 1824 ώς το 1830 δίδαξε στο Λύκειο Richelieu της Οδησσού Φιλολογία και Ρητορική, ενώ συγχρόνως είχε διορισθεί «ενεργόν μέλος» του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης. Μετά την ‘Επανάσταση του ‘21 επανήλθε -άγνωστο πότε ακριβώς- στην Ελλάδα κι από το 1838 ως το 1841 δίδαξε τη γαλλική στο νεοσύστατο Γυμνάσιο της Ερμούπολης. Στα επόμενα χρόνια κινήθηκε ανάμεσα στην Αθήνα και στη Κωνσταντινούπολη και το 1844 έξέδωσε το βραχύβιο περιοδικό Ό Φανός της Μεσογείου (εκδόθηκαν μόνο 3 τεύχη) και την επίσης βραχύβια εφημερίδα Ό Σωτήρ» το 1845. Το 1847 ξαναγύρισε στη Σύρο και τον Ιούλιο του χρόνου αυτού κυκλοφόρησε το 1ο τεύχος του περιοδικού «Αποθήκη τών Τερπνών & Ωφελίμων Γνώσεων» και στον κατάλογο των συνεργατών του περιλαμβάνονται τα ονόματα γνωστών από το Λόγιο Έρμη λογίων (Γ. Αίνιανος, Κ. Ασωπίου. Νεοφ. Βάμβα, Γ. Γενναδίου) αλλά κι άλλων (Σοφ. Οικονόμου, Ι. Βενθύλου, Καλλ. Καστόρχη, Ί . Ρίζου Ραγκαβή, Άνδρ. Μάμουκα).
     Από τις μελέτες πού δημοσιεύθηκαν στην Αποθήκη σημειώνω μία με τον τίτλο «Η άναγέννησις των Γραμματίων εν τη Ανατολή», αποκαλυπτική των απόψεων τού Πιτζιπίου για τις σχολές-εστίες του νεοελληνικού Διαφωτισμού: στο “Άγιον “Όρος «πλήθος μαθητών συνέρρεε δια ν’ ακροασθώσι τα μαθήματα τού μεγαλοφυούς και πολυμαθούς Ευγενίου [Βουλγάρεως]» και «η Σχολή των Κυδωνιών εθεωρείτο και πράγματι ήτο μέχρι τού 1810 το μόνον εν τη Ανατολή σχολείον, οπού η φιλολογία, η φιλοσοφία και αι επιστήμαι έδιδάσκοντο κατά την νεωτέραν Εύρωπαϊκήν μέθοδον». Αντίθετα στην Πατριαρχικήν Ακαδημία «αι νεώτεραι γνώσεις ήσαν άποκεκλεισμέναι» και ο καθηγητής της Σέργιος Μακραίος με το βιβλίο του το έπιγραφόμενον Τρόπαιον κατά Κοπερνίκου προσεπάθει ν’ αναίρεση τα επιστημονικά συστήματα αυτού και του Νεύτωνος δι’ επιχειρημάτων αποδεικνυόντων παχυλοτάτην άγνοιαν τών στοιχείων της Μηχανικής, ενώ κατά την έποχήν ταύτην η Φυσική του Θεοτόκη έδιδάσκετο εις πολλά σχολεία της Ελλάδος».
     Η έκδοση της Αποθήκης συνεχίστηκε στην Ερμούπολη ως το Δεκέμβριο του 1848 και το τελευταίο τεύχος της τυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1849 στη Πόλη, όπου είχε εγκατασταθεί ο Πιτζιπίος. Ή διακοπή της έκδοσης του περιοδικού δεν είναι ίσως άσχετη με την εκλογή του το Μάρτιο τού 1849 ως διευθυντή της Πατριαρχικής Ακαδημίας, σε μια κρίσιμη στην ιστορία της περίοδο, όπως προκύπτει από τη συχνή εναλλαγή διευθυντών της μετά τη παραίτηση του ικανού Κυπρίου σχολάρχη της πρώην Μεσημβρίας Σαμουήλ.
     Όπως συνάγεται άπο δύο ανέκδοτες επιστολές του καθηγητή της Σχολής Νικολάου Ευθυβούλη προς τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων, που από το 1834 είχε έλθει στο Ναύπλιο, ο διορισμός του Πιτζιπίου είχε προταθεί από τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, μέλος της Εφορείας της Σχολής κι από το θείο του Στέφανο Καραθεοδωρή –κι οι δύο ήταν προσωπικοί γιατροί του σουλτάνου Άβδούλ Μετζίτ- κι η πρόταση, παρά τις επιφυλάξεις μελών τής Εφορείας, έγινε αποδεκτή «επί τη ελπίδι ανυψώσεως της Σχολής και κρείσσονος διαρρυθμίσεως των κατ αυτήν». Στη σχολαρχεία παρέμεινε μόνο 3 μήνες ως τον Ιούνιο του 1849, όταν εκδηλώθηκαν ταραχές, για τις όποιες λεπτομέρειες μας παρέχει ό Ευθυβούλης. Στη 1η επιστολή (2 Ιουνίου 1849) γράφει:

   «Η σχολή του Κουρούτζεσμε διελύθη. Ό Πιτζιπίος το κατώρθωσεν. Αιτία είναι ό Κωνστ. Καραθεοδωρής παραλαβών και τον χρηστόν θείον αυτού δια να καθιδρύσωσιν τοιούτον Διευθυντήν και να τον διακρατήσωσιν. Όταν έλθης εδώ θέλεις τα μάθει ακριβώς. Ήδη δεν δύναμαι να τα περιγράψω λεπτομερώς, διότι είμαι θλιμμένος δια το πράγμα». Στη συνέχεια αναφέρεται συνοπτικά στα γεγονότα και προσθέτει ότι «οί Καραθεοδωρίδαι, αίσχυνόμενοι εφ’ οις έπραξαν, θέλουσι να δείξωσιν ότι ο Πιτζιπίος είναι φρόνιμος κι έτερα εκίνησαν, έκαμαν τον Πατροκλον να παραίτηση, ήδη ζητούσι και την εμήν παραίτησιν [..] Εδιώχθη κι ò Σαμουήλ εκ της Σχολής κλαίων αυτός

     Λεπτομερέστερα περιγράφονται τα Πίτζιπιακά στη 2ην επιστολή του, της 16ης Ιουνίου 1849:

   «Ο έξωλέστατος Πιτζιπίος αφού προσέβαλεν άνοήτως διδασκάλους καΐ μαθητάς […] καθύβριζε τους μαθητάς με τας πλέον καπηλικάς αδολεσχίας αναμασώμενος ότι είναι ο απόλυτος μονάρχης της Σχολής κι ότι δεν φοβείται κανένα κι ότι όλους τους ρίπτει από τους τοίχους κι ότι ως μία άμαξα, συντρίβει τα παρατυχόντα πετράδια κτλ. κτλ. Αίφνης οι μαθηταί, αφηνιάσαντες κι αγανακτήσεως έμπλησθέντες, έξέσχισαν τους νόμους και τα πρωτόκολλά του» και μετά την αποβολή έξι μαθητών οι υπόλοιποι απείλησαν ότι θα εγκαταλείψουν τη Σχολή. Τότε -συνεχίζει ο Ευθυβούλης «ο προστάτης αυτού κύριος Κωνστ. Καραθεοδωρίδης μετά και του θείου αυτού ηθέλησαν να μεταχειρισθώσι βίαν και να διασπάσωσι την φάλαγγα των μαθητών. Τους έκτύπησαν με καβάσηδες [ένοπλους κλητήρες], με ρόπαλα κι ην αίσχρον πράγμα καί φρίκης άξιον […] να βλέπη τις τους μαθητάς, μικρούς και μεγάλους δερομένους υπό Τούρκων υπηρετών».

     Παρά τη προσπάθεια της Συνόδου ν’ αποκαταστήσει τη τάξη, οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν κι έκτος της Σχολής, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι μαθητές «έφυγον όλοι άπο τους τοίχους». Τελικά ό Πιτζιπίος, «ο άνθρωπος, τον οποίον εξήμεσαν κατά της Σχολής αι Εριννύες του Άδου», απομακρύνθηκε υστέρα άπο «διαμήνυσιν» της Πύλης προς τον Πατριάρχη, το περιεχόμενο της οποίας συνοψίζει ό Εύθυβούλης. Παραθέτω απόσπασμα:

   «Πρέπει οι διδάσκαλοι κι ο διευθυντής να είναι αμέμπτου διαγωγής, ο δε Πιτζιπίος λέγεται κι ομολογείται παρά πάντων εξωλέστατος. Άραγε επίτηδες τον εξελέξατε δια να είσάξη επαναστατικόν πνεύμα εις την νεολαίαν και δια τούτο και ξένης Αυλής όντα, τον εξελέξατε;».  Σε 2ο γράμμα ή Πύλη επέπληττε το Πατριαρχείο για την έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, ζητούσε «την έξωσιν του Πιτζιπίου χωρίς άλγος» κι απειλούσε ότι αν δεν απομακρυνθεί «θα στείλη 4 καβάσηδες να τον διώξωσι».

     Μετά τήν αποπομπή τού Πιτζιπίου το 1849 από τη Πατριαρχική Ακαδημία, που ως προκύπτει από το κείμενο πού παραθέσαμε πραγματοποιήθηκε ύστερα από διαταγή της Πύλης, «εξωλέστατος» διευθυντής της Σχολής διορίσθηκε τον ‘ίδιο χρόνο από το σουλτάνο «Secrétaire de sa commitionimperialepourlapplicationduTanzimatdanslesprovincesde la Roumelic» και στις 17 Νοεμβρίου 1850 τού απονεμήθηκε ο τίτλος του μπέη!
     Το 1852 ό Πιτζιπίος υπηρετούσε στο Βατικανό «υπό τας άμεσους οδηγίας» τού πάπα Πίου Θ’6 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε στη Μάλτα το βιβλίο του Ό Ανατολικός Χριστιανός ή Επιστολαί περί της ενεστώαης Κυβερνήσεως της εν Κωνσταντινουπόλει Ανατολικής Εκκλησίας, της διαγωγής τον Κλήρου αυτής και της κοινωνικής καταστάσεως των υπό τον Πατριαρχικον τούτον θρόνον διατελούντος Λαών, λίβελλος κατά του Πατριάρχη Ανθίμου Δ’ και των «λεγομένων συνοδικών γερόντων», που για τις παρεκτροπές τους από τις Αποστολικές διατάξεις, από τους Κανόνες των ‘Ιερών Συνόδων και των αγίων Πατέρων «Θεωρούνται αύτοκαθαιρούμενοι και χωρισμένοι από της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Παρά τή δριμύτατη, εν τούτοις, επίθεση του εναντίον της «Διευθύνσεως της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», πού με τις πράξεις της «παγιδεύει τους απλούστερους των χριστιανών και καταστρέφει την ηθικήν ύπαρξιν του Ορθοδόξου Ανατολικού λαού», εξαίρει την αντοχή του λαού αυτού, που μετά τη πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας προτίμησε «να στερηθή της ελευθερίας και να υποκύψη εις βάρβαρον ζυγόν δουλείας παρά να διατήρηση την εθνικήν αυτού ανεξαρτησίαν παραδεχόμενος το Δυτικόν δόγμα», άλλα κι «απέκρουσε πάσας τας προσηλυτικάς προτάσεις των Λουθηροκαλβίνων» και δε παρασύρθηκε σε ξένα δόγματα. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Περί των Απαλλακτηρίων της Κολάσεως, των δημοσίως πωλουμένων υπό της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, προς άφεσιν όλων ανεξαιρέτως των αμαρτιών και των εγκλημάτων των τεθνεώτων» κατηγορείται το Πατριαρχείο για τα «εκδιδόμενα Απαλλακτήρια» -τα συγχωροχάρτια- από το περιεχόμενο των οποίων αποδεικνύεται, κατά τον Πιτζιπίο, ότι ο Πατριάρχης κι οι Συνοδικοί «είναι εν συνειδήσει κι αδίστακτως πεπεισμένοι ότι αληθώς υπάρχει το παρά των Δυτικών δοξαζόμενον Καθαρτήριον, οπού μετά θάνατον αι ψυχαί μένουσι φυλακισμέναι» κι απ’ όπου μπορούν ν’ απαλλαγούν δι’ έλεημοσυνών κι εκκλησιαστικών δεήσεων».
     Ας σημειωθεί επίσης ότι ό Πιτζιπίος γράφοντας για την Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί συχνότατα τις φράσεις «η Εκκλησία μας», «η αγία ημών Εκκλησία», «η Διεύθυνσις της Εκκλησίας μας». Παρέμενε εν τούτοις στην υπηρεσία τού Βατικανού και το 1853 με παρότρυνση κι έμπνευση του Πάπα ίδρυσε τη Χριστιανική Ανατολική Εταιρεία που σκοπόν είχε «τη θρησκευτικήν, πολιτικήν και κοινωνικήν ανόρθωσιν των Εκκλησιών». Την Εταιρεία αυτή θα προστάτευε ο πάπας κι ο Πιτζιπίος οριζόταν «Καθιδρυτής και Γενικός Διευθυντής» της. Η στενή συνεργασία του με την ηγεσία του Βατικανού συνεχίστηκε 10 χρόνια ως το 1862: το 1855 στο τυπογραφείο της Propaganda Fide τυπώθηκε το βιβλίο του «LEgliseOrientaleExposé historiquedesaséparationetdesaréunionaveccelledeRome» στο οποίο υποστηρίζεται ότι το σχίσμα «προήλθεν από συμφέροντα όλως διόλου, από συμφέροντα απλώς και μόνο κοσμικά» κι από τη φιλοδοξία του Φορτίου και του Κηρουλαρίου και ότι η διαιώνιση του οφείλεται εκτός των άλλων στην αμάθεια, στην ανικανότητα και στη προκλητική για τους ορθοδόξους τακτική των μισσιοναρίων της Καθολικής Εκκλησίας.
     Τή ρήξη του Πιτζιπίου με το Βατικανό προκάλεσε το «θέσπισμα» του πάπα Πίου Θ’ της 6ης Ιανουαρίου 1862, με το όποιο ιδρύθηκε «Διαρκής επιτροπή μέλλουσα να φροντίση περί των μέσων της μετά της Ρώμης ένώσεως της Ανατολικής Εκκλησίας», μέλη της οποίας θα προέρχονταν αποκλειστικώς από την «Propaganda Fide». Μόλις έφθασε η είδηση στο Βουκουρέστι, που βρισκόταν ο Πιτζιπίος, απηύθυνε επιστολή προς τον Προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας (15 Ιανουαρίου 1862), η οποία εκδόθη με τον τίτλο «Απάντησις εις το τελευταΐον Παπικόν θέσπισμα περί τής Ενώσεως τών ‘Ανατολικών ‘Εκκλησιών μετά τής Ρωμαϊκής». ‘Υπενθυμίζει τις προσπάθειες που είχε καταβάλει ως Διευθυντής της «Χριστιανικής Ανατολικής Εταιρείας» για την Ένωση των Εκκλησιών, επαναλαμβάνει τους λόγους της αποτυχίας των προσπαθειών αυτών, όπως τους είχε καταγράψει στο βιβλίο του «Eglise Orientale» κι υποβάλλει τη πρόταση για σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου με συμμετοχή των Καθολικών, των Ορθοδόξων (των Ανατολικών όπως τους ονομάζει) και των Διαμαρτυρομένων στο Ιάσιο ή στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, πού οι κάτοικοι της «έχουσι το μέγα αυτών καύχημα το ότι κατάγονται άπο Αατινικήν φυλήν και πανταχού του τόπου απαντά τις μνημεία των κατακτήσεων και της δόξης της αρχαίας Ρώμης».
     Ό πάπας οχι μόνο αγνόησε τήν απάντηση τού Πιτζιπίου, άλλα κι απηύθυνε στις 11/23 Απριλίου εγκύκλιο «προς τους ‘Ανατολικούς πολύ παραλογωτέραν δια πάντα νουν έχοντα άνθρωπον και ύβριστικωτέραν ως προς τήν Ανατολικήν Εκκλησίαν εκείνης, δι’ ης παρεπίκρανεν αυτήν εν έτει 1847 κατά την εις τον θρόνον ανάβασιν αυτού», όπως τη χαρακτηρίζει ο Πιτζιπίος σ’ εγκύκλιό του προς τα μέλη της Χριστιανικής Ανατολικής Εταιρείας στις 2/14 Ιουνίου 1862 και συγχρόνως απέβαλε τον πάπα από τους κόλπους της κηρύττων αυτόν «αλλότριον και ξένον προς πάντα τα μέλη αυτής» επειδή «απεπλανήθη εις το δαίδαλον της αυθαιρεσίας και του ρωμαϊκού δεσποτισμού» κι «ενεργών ως δήθεν επίσκοπος της Ρώμης απεσκίρτησε κι εξετραχηλίσθη εις παιδαριώδεις κι αντιχριστιανικάς πράξεις». Στην ϊδια εγκύκλιο ο Πιτζιπίος ανακοινώνει ότι θα προτείνει στη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή στη Σύνοδο της Πετρουπόλεως ή των Αθηνών ή και στις 3 να προχειρίσουν προσωρινώς «επί ψιλώ ονόματι επίσκοπον της Άγιας Έδρας της πρεσβυτέρας Ρώμης» και στη συνέχεια «ο Οικουμενικός Πατριάρχης ή αι ίεραί Σύνοδοι τών ‘Αθηνών ή της Πετρουπόλεως» θα εκλέξουν μεταξύ των Ορθοδόξων τον επίσκοπο της Ρώμης και «θέλουσι χειροτονήσει αυτόν κατά την τάξιν της Ανατολικής Εκκλησίας».
     Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εγκύκλιος αύτη του Πιτζιπίου και για τις αναφερόμενες σε δογματικά κι άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα, απόψεις του: θεωρεί τη προσθήκη του filioque στο σύμβολο της Πίστεως αυθαίρετη, με επιχειρήματα που στηρίζονται σε ιερά κείμενα και σε κανόνες των Συνόδων και καταδικάζει την απαίτηση του πάπα να τον αναγνωρίζουν όλοι οι Χριστιανοί «αντιπρόσωπον του Χριστού επί της γής κι απόλυτον αρχηγόν της Εκκλησίας».
     Όπως είναι αυτονόητο, τα γεγονότα της Πατριαρχικής Ακαδημίας κατά τη 3μηνη διεύθυνση της από τον Πιτζιπίο, η προσέγγιση του κι η υπηρεσία του στο Βατικανό, οι παλινδρομήσεις του μεταξύ Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας, οι μεταβαλλόμενες κατά περιόδους απόψεις του για τήν Ένωση των Εκκλησιών έσκιασαν τη προσωπική του ζωή και προκάλεσαν τους χαρακτηρισμούς που αναφέρθηκαν στην αρχή της ανακοίνωσης. Είναι ασφαλώς γεγονός ότι κάποια στιγμή αμφιταλαντεύθηκε μεταξύ Ορθοδοξίας και Καθολικισμού, δεν προσχώρησε όμως σ’ αυτόν, όπως αποδεικνύεται από τα κείμενα του και βέβαια δε χειροτονήθηκε «μονσινιόρος», όπως ανέφεραν δημοσιεύματα εφημερίδων τής έποχής.
     Εκτός από τα δημοσιεύματα του Πιτζιπίου, για τα οποία έγινε λόγος προηγουμένως, υπάρχουν 2 ακόμη που, όπως «Η Ορφανή Της Χίου», αγνοήθηκαν ως τις ημέρες μας. Εκδόθηκαν στο τέλος της 10ετίας του 1850, σε μια περίοδο που ο συγγραφέας τους διαπίστωνε ίσως ότι τα γεγονότα στην Ελλάδα και στη Βαλκανική γενικότερα -ο Κριμαϊκός πόλεμος και τ’  απελευθερωτικά κινήματα του 1854 στις αλύτρωτες ελληνικές περιοχές- απαιτούσαν άλλες δραστηριότητες.
     Το πρώτο, με τίτλο «Υπόμνημα περί της ενεστώσης καταστάσεως και του μέλλοντος της Ελληνικής φυλής», ω προσετέθη και [το ποίημα] «Η Βουλή Του Θεού» (Παρίσι 1859) αναδημοσιεύθηκε, μαζί με τα 2 μυθιστορήματα του, από το Δημ. Τζιόβα που το χαρακτηρίζει «έν αξιοπρόσεκτο δοκίμιο εθνικής αυτογνωσίας και κοινωνικής ανάλυσης» και παρουσιάζει τον Πιτζιπίο ως «συνειδητό πατριώτη με κριτικό νου κι αποκαλυπτικές απόψεις». Το ίδιο κείμενο, κατά την εύστοχη επισήμανση του Αποστόλου Σαχίνη, είναι «ένα ωραία συγκροτήμενο και γραμμένο πολιτικό ή κοινωνιολογικό δοκίμιο με άψογη συλλογιστική και με ανάπτυξη λογικών και κοινωνικών απόψεων ή επιχειρημάτων».
     Στο δεύτερο, «Η Ανατολή ή αι αναμορφώσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας» (Αθήνα 1860, ο Πιτζιπίος αποκαλύπτεται βαθύς γνώστης των ευρωπαϊκών πολιτικών πραγμάτων όπως διαμορφώθηκαν μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς και κυρίως μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1815). Ιδιαίτερα επιμένει στα γεγονότα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, στη συνθήκη του Παρισιού του 1856 και στη σημασία του Χάττι Χουμαγιούν για τον αλύτρωτο και τον ελεύθερο Ελληνισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ανάλυση του περιεχομένου του,των θετικών και των αρνητικών σημείων του, αφιερώνει 64 σελίδες (σ.24-87) από τις 160 συνολικά τού βιβλίου.
     Δεν εΐναι δυνατό στή σύντομη αυτή επισκόπηση ν’ αναπτυχθούν και να κριθούν οι απόψεις του, που χαρακτηρίζονται, όπως άλλωστε κι οι απόψεις του για την Ένωση των Εκκλησιών, από ούτοπισμο: για να λυθεί το Ανατολικό ζήτημα πρέπει να χριστιανοποιηθή ή Ανατολή. Αυτό θα συμβεί αν ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ «μεταβάλη το όνομά του με το του Κωνσταντίνου ή οτιδήποτε άλλο χριστιανικον όνομα» (σ. 156) κι ερωτά: «Ήτο ευκολώτερον εις τον Μέγα Κωνσταντίνον, τον ενδοξον Θεμελιωτήν αυτής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και τον ευκλεέστατον πάντων των προκατόχων του Αμπντούλ Μετζίτ, να κηρυχθή Χριστιανός;» (σ. 157). Την Όθωμανικήν Αυτοκρατορία θεωρεί κι όνομάζει Βυζαντινή, εφ’ όσον περιλαμβάνει, τα εδάφη της, κι επειδή από τις γλώσσες του «Βυζαντινού Κράτους» -του Οθωμανικού- η Ελληνική «είναι η γλώσσα, ην οφείλει να παραδεχθή ή Βυζαντινή (Οθωμανική) Κυβέρνησις ως γλώσσαν επίσημον, αφήνουσα κατά μέρος πάσας τας πολιτικάς προλήψεις και πάσας τας αγοραίας ζηλοτυπίας» (σ. 38). Ας σημειωθεί τέλος ότι η 1η έκδοση του βιβλίου, πού πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1858 με τίτλο «L’Orient. Les réformes de Γ empire byzantine», είναι αφιερωμένη «A sa Majesté Imperial Abdul-Mecljid 1er» και στο αφιερωτικό κείμενο εξαίρονται οι αρετές κι οι ικανότητες του σουλτάνου. Η μετάφραση του epyryj που οφείλεται στον Έμμ. Ιωαννίδη, φοιτητή της Νομικής σχολής τότε, γνωστόν αργότερα για τα αρχαιογνωστικά δημοσιεύματά του, αφιερώνεται από τον μεταφραστή -ασφαλώς με την έγκριση του Πιτζιπίου- «Τη ίερα σκιά Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και των συν αυτώ υπέρ Ελευθερίας και πατρίδος μαρτυρησάντων, εθνικής ευγνωμοσύνης ελάχιστον τεκμήριον».
     Ό Πιτζιπίος απομονωμένος από τη κοινωνία του καιρού του, περιφρονημένος από τους συγχρόνους του, αυτοκτόνησε στις 23 Σεπτεμβρίου 1860 κατά μία εκδοχή ή «δολοφονήθη υπό Τούρκων ή Παπιστών», κατά τις εφημερίδες της Αθήνας και λησμονήθη. Την επανέκδοση των έργων του κι οι μελέτες που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα ανέσυραν από την αφάνεια και φώτισαν την αμφίδρομη πορεία του ως συγγραφέα κι ως ανθρώπου, που αποτελεί, οπωσδήποτε, ιδιάζουσα περίπτωση στην ιστορία της νεοελληνικής λογιοσύνης.

=============

     Το έργο του «ξεθάφτηκε» πρόσφατα, την τελευταία δεκαετία του 20ού αι., οπότε και ξεκίνησε ένα σχετικό εκδοτικό ενδιαφέρον λόγω των πανεπιστημιακών μελετών που έγιναν επ’ αυτού: Τι ενέπνευσε τον Πιτζιπίο να μετατρέψει τον Πρώσο περιηγητή Βαρθόλδυ σε πίθηκο;
     Από τις αρχές περίπου του 19ου αιώνα, προτού ακόμη συσταθεί το ελεύθερο ελληνικό κράτος, πολλοί Ευρωπαίοι άρχισαν να επισκέπτονται τον ελλαδικό χώρο και να καταγράφουν τις εντυπώσεις τους από το τοπίο και τους ανθρώπους σε διάφορα βιβλία και εφημερίδες. Μάλιστα οι δημοσιεύσεις αυτές γνώριζαν μεγάλη επιτυχία, αφού οι αναγνώστες της Δύσης αρέσκονταν να μαθαίνουν για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες όσων κατοικούσαν στη μυστηριώδη Ανατολή. Πολλοί απ’ αυτούς όμως, αντί να προβάλουν τις ομορφιές των παράξενων και μυστικών για την Ευρώπη τόπων, προτιμούσαν να εμμένουν στις συμπεριφορές και στις όποιες «παρασπονδίες» των Ελλήνων και να τους παρουσιάζουν ως άξεστους και απολίτιστους.
    Ένας απ’ αυτούς τους περιηγητές ήταν ο Pierre-Augustin Guys που έγραψε το βιβλίο “Voyage Littéraire de la Grèce“. Ο Guys έκανε λόγο για εξαχρειωμένο και φανατισμένο ελληνικό έθνος, στο οποίο ουδέποτε οι Τούρκοι απαγόρεψαν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Η ευθύνη για την απομάκρυνση από τις Τέχνες και τις Επιστήμες της αρχαιότητας ήταν, κατά τη γνώμη του, ευθύνη αποκλειστικά των Ελλήνων. Όπως φαίνεται, ο Guys ήταν επηρεασμένος από την αγάπη του για την αρχαιότητα κι ερχόμενος στην Ελλάδα περίμενε να δει κάποιο ισχνό έστω σημάδι συνέχειας εκείνου του πολιτισμού. Εκ των πραγμάτων όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, με αποτέλεσμα να απογοητευθεί, να επιρρίψει ευθύνες σε ένα φτωχό και καταδυναστευμένο έθνος και να επηρεάσει αρνητικά τους Γάλλους αναγνώστες του.
     Ένας άλλος επικριτής του έθνους ήταν ο Cornelius de Pauw, Γερμανός κληρικός και φιλόσοφος. Στο έργο του “Recherches Philosophiques” εξετάζει τα έθνη των Κινέζων, των Αμερικανών, των Αιγυπτίων και των Ελλήνων -στους τελευταίους μάλιστα αφιερώνει 2 τόμους (Βερολίνο 1788). Ο Pauw, μολονότι δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, ανέλαβε να εκφράσει τη δυσμενή άποψή του για το νεοσυσταθέν έθνος, κάτι που στεναχώρησε τον Αδαμάντιο Κοραή και τον οδήγησε να του απαντήσει μέσα από δημοσιεύσεις του. Συγκεκριμένα ο Κοραής εκφράζει τη θλίψη του αρχικά στον φίλο του Πρωτοψάλτη:

   «Με ελύπησε, φίλε μου, μεγάλως ένα νέον σύγγραμμα, το οποίον εφάνη ταύτας τας ημέρας εδώ, γεγραμμένον από τον περίφημον φιλόσοφον του Βερολίνου τον Πάυιον, όστις αγκαλά δεν φαίνεται φίλος των Τούρκων, κατηγορεί όμως το γένος με μιαν ανήκουστον σκληρότητα, λέγων μεταξύ των άλλων και ταύτα τα φοβερά λόγια: “Η λήθη των πολιτικών νόμων, η αμάθεια και η δεισιδαιμονία έρριψαν εις το γένος των Γραικών τόσον ισχυράς και τόσον βαθείας ρίζας, τας οποίας καμία δύναμις ανθρωπίνη δεν θέλει δυνηθή να τας εκριζώση”. Είδες, αδελφέ μου, κατάστασιν; Και περί μεν της αμαθείας κανένας νουν έχων Ρωμαίος δεν δύναται να το αρνηθή, αλλά το να λέγει ότι ουδεμία ανθρωπίνη δύναμις δεν δύναται να θεραπέυση την πληγήν, αυτό είναι μια αναίσχυντος συκοφαντία. Ενεκρώθησαν λοιπόν τόσον οι Ρωμαίοι, όπου χρειάζεται θαύμα θείον διά να τους αναστήση; Όχι βέβαια! Παύσον την τυραννίαν των Τούρκων και την αλλαζονικήν φιλαρχίαν των καλογήρων, και εις διάστημα χρόνων ολίγων, χωρίς θαύματος θείου, οι Ρωμαίοι θέλει σοφισθώσιν ως και οι Ευρωπαίοι».

     Τα επόμενα χρόνια, ο Κοραής είχε την ευκαιρία μέσα από βιβλία του, αλλά κι ομιλίες του να απαντήσει στον Pauw, άλλες φορές άμεσα και με λογικά επιχειρήματα, κι άλλες φορές έμμεσα. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι Έλληνες του Εξωτερικού (όπως ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Παναγιώτης Κοδρικάς), οι οποίοι με την προσφορά τους δεν υπεράσπιζαν μόνο το ελληνικό γένος, αλλά προετοίμαζαν και την αφύπνισή του, ώσπου να φτάσει η μεγάλη στιγμή του ξεσηκωμού.
     O πιο δριμύς κατήγορος του έθνους πάντως υπήρξε ο «Βαρθόλδυς» (Jacob Salomon Bartholdy), ο οποίος ταξίδεψε στη χώρα μας για επτά μήνες στα 1803-1804 και κατόπιν, το 1805, εξέδωσε το βιβλίο του “Κομμάτια για την Καλύτερη Γνωριμία της Σημερινής Ελλάδας” στα Γερμανικά (το 1807 κυκλοφόρησε και γαλλική μετάφρασή του). Ο Bartholdy ήταν τόσο αρνητικά διακείμενος απέναντι στους Έλληνες, ώστε σε όλο το έργο του τούς σκιαγραφεί με τα μελανότερα χρώματα, τονίζοντας την απαιδευσιά και τη πονηριά τους. Δεν παραλείπει μάλιστα να τους συγκρίνει και με τους Τούρκους, τους οποίους τους παρουσιάζει ανώτερους και ευγενέστερους.
     Καταρχάς είχε μείνει πολύ δυσαρεστημένος από την ελληνική φιλοξενία -την άλλοτε φημισμένη στα αρχαία βιβλία που διάβαζε. Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι οι περιηγητές τότε φιλοξενούνταν σε σπίτια Ελλήνων προεστών, οπότε είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα τις ελληνικές συνήθειες εκ των έσω. Παντού, σύμφωνα με τον Bartholdy, οι οικοδεσπότες γίνονταν κουραστικοί κάνοντας τις ίδιες ερωτήσεις σχετικά με τη διάρκεια του ταξιδιού του ή με διάφορες άλλες παρατηρήσεις, τη στιγμή που οι ίδιοι οι Έλληνες ήταν επιφυλακτικοί και απαντούσαν σε όλα με τη φράση «καλά, πολύ καλά». Επίσης, υποστήριζε ότι όταν το δώρο του αποχαιρετισμού δεν ικανοποιούσε τους οικοδεσπότες, δεν είχαν την ευγένεια να κρύψουν τη δυσαρέσκειά τους. Το πιο παράδοξο απ’ όλα όμως, ήταν που ανέχονταν κάποιους περιηγητές -ιδίως Άγγλους- να τους φέρονται εξουσιαστικά και να τους μιλούν με πολύ υποτιμητικά λόγια για το γένος τους. Ο Bartholdy απέδιδε εκείνη τη συμπεριφορά στην υποτακτικότητα των Ελλήνων.
     Αναφορικά με τα αρχαία μνημεία, κατακρίνει την ολιγωρία των Ελλήνων εξαιτίας των οποίων δεν είχε μείνει όρθια καμιά αρχαία κολώνα και ναός, με εξαίρεση την Αθήνα στην οποία αναγνώριζε κάποια αίγλη. Ακόμη, κάνει λόγο για τη πειρατεία, η οποία ταλαιπωρούσε τις παραθαλάσσιες περιοχές τότε. Σύμφωνα με τον Bartholdy, οι πειρατές όχι μόνο απογύμνωναν τα θύματά τους, αλλά τα έσφαζαν και μάλιστα χωρίς οίκτο -ασφαλώς τέτοιου είδους δηλώσεις μόνο πανικό και τρόμο θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους Ευρωπαίους που φαντάζονταν τους Έλληνες ως βάρβαρους κι αγροίκους.
     Όταν αναφέρεται στους καλόγερους, είναι κατηγορηματικά εναντίον τους και τους κατακρίνει για την απαιδευσιά, τον δογματισμό και τις προσπάθειες που κάνουν να προσηλυτίσουν κόσμο στην Ορθοδοξία και να πολεμήσουν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στέκεται ιδιαίτερα στη φιλοχρηματία των κληρικών, στη μοχθηρία τους και στη ρυπαρότητά τους. Εντύπωση του έκαναν ακόμα τα βιβλία των μοναστηριών: Ορισμένα μοναστήρια διέθεταν σχετικά ενημερωμένες βιβλιοθήκες με πατερικά κείμενα και κάποια κλασικά της αρχαιότητας -τα περισσότερα όμως στοίβαζαν τα λιγοστά σκονισμένα βιβλία σε αποθήκες μαζί με το τυρί και το λάδι (!).
     Φυσικά, επέμενε στο θέμα της απαιδευσιάς των Ελλήνων κατηγορώντας τους για αναλφαβητισμό και για παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος να μορφωθούν και να ενστερνιστούν νέες ιδέες. Του έκανε εντύπωση το χαμηλό ποσοστό αναγνωστικού κοινού και παράλληλα δεν δίσταζε να δηλώσει ότι οι Τούρκοι ήταν φιλελεύθεροι και δεν απαγόρευαν ούτε τα βιβλία, ούτε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ούτε τη διακίνηση ιδεών. Επίσης, υπογράμμιζε τη μη ύπαρξη βιβλιοπωλείων και τυπογραφείων στον ελλαδικό χώρο. Για τον Bartholdy οι Έλληνες δεν πρόκοβαν στη Τέχνη και την Επιστήμη, παρά μονάχα στο εμπόριο και στις εφήμερες απολαύσεις. Επιτιθόταν επιπλέον ενάντια στο δημοτικό τραγούδι και στην Ερωφίλη, καθώς και στους νεόπλουτους και ξενομανείς Έλληνες που μιμούνταν δουλικά και σε υπερβολικό βαθμό οτιδήποτε ξένο.
     Βέβαια, σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις μιλούσε συγκρατημένα με καλά λόγια για κάποιους Έλληνες που είχαν να επιδείξουν κάτι διαφορετικό -όπως για τον Αδαμάντιο Κοραή και για κάποιους εμπόρους στα Αμπελάκια που γνώριζαν Γερμανικά. Ανέφερε ακόμη την περίπτωση ενός ιατρού που μετέφραζε διάφορα βιβλία στα Ελληνικά, καθώς και κάποιων κατοίκων στα Αμπελάκια, που είχαν οργανώσει ένα μικρό θέατρο.
     Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά, χρειάζεται να σημειώσω ότι τα δυσφημιστικά σχόλια του Bartholdy δεν έμειναν αναπάντητα. Τόσον ο Κοραής, όσο κι άλλοι Έλληνες μα και ξένοι φιλέλληνες καταδίκασαν την απολυτότητα και την εμπάθεια του Γερμανού περιηγητή. Στην ίδια την Ελλάδα το θέμα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε λέγεται πως μεταξύ των διανοούμενων η χειρότερη ύβρη που μπορούσε να εξαπολύσει κάποιος λόγιος για κάποιον άλλον ήταν το όνομα Βαρθόλδυς.
     Ο πίθηκος Ξουθ, όπως αποκαλύπτει ο Πιτσιπίος μέσα από τα λόγια του ίδιου πιθήκου, ήταν η καρικατούρα του Jacob Salomon Bartholdy. Επηρεασμένος από το κλίμα εκείνο ο Πιτσιπιός έφτασε στο σημείο να τον «μεταμορφώσει» σε πίθηκο και να τον κάνει ήρωα του μυθιστορήματός του. Έτσι, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ο πίθηκος Ξουθ συστήνεται με τα εξής λόγια:

   «Εγεννήθην εις το Βερολίνον πρωτεύουσαν της Προυσίας -ονομάζομαι Βαρθόλδυς κι είμαι αυτός εκείνος ο εις τα προλεγόμενα του Κοραή αναφερόμενος Γερμανός περιηγητής, ο πικρός των Ελλήνων κατήγορος, συγγραφεύς του κατά τα 1805 εκδοθέντος συγγράμματος, επιγραφομένου Αποσπάσματα προς Ακριβεστέραν Γνώσιν της Σημερινής Ελλάδος».

     Η ιστορία του Πίθηκου Ξουθ χρονολογικά τοποθετείται στα 1844, όταν ένας από τους κύριος πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, επιστρέφει στην Αθήνα ύστερα από κάποια ταξίδια του στην Ευρώπη. Μαζί του φέρνει και ένα παράξενο πλάσμα, με μακριές τρίχες και νύχια, έναν πίθηκο που ασκεί χρέη υπηρέτη χάρη στην εκπληκτική του ικανότητα να μιμείται τους ανθρώπους. Κάποια μέρα όμως, ο Ευγενίδης, προς μεγάλη του έκπληξη, «πιάνει» τον πίθηκο τη στιγμή που εκείνος προσπαθούσε να ξυριστεί με τα πανάκριβα ξυράφια του κυρίου του. Προκειμένου λοιπόν να γλιτώσει από το μένος του Ευγενίδη, ο Ξουθ αποφασίζει να μιλήσει(!) και να αποκαλύψει την ιστορία του.
     Αφού συστήνεται ως Βαρθόλδυς, λοιπόν, ομολογεί στον κύριό του ότι ήταν κάποτε ο γνωστός επικριτής του ελληνικού έθνους, Jacob Salomon Bartholdy. Ως άνθρωπος ακόμη, μετά τη δημοσίευση ενός δυσφημιστικού για την Ελλάδα βιβλίου, πήγε στην Ευρώπη όπου γνώρισε μια γυναίκα, που με τα ψέματά της τον εξαπάτησε και του σπατάλησε την περιουσία. Εκείνος, μη μπορώντας να ξεπληρώσει τα χρέη του, κατέληξε στη φυλακή απ’ όπου τον έβγαλε ο φίλος του Κάρολος Ροφέρος τακτοποιώντας τις οφειλές του. Στη συνέχεια, ο Βαρθόλδυς παρασυρμένος από τη σύζυγο του Καρόλου, μια μοχθηρή γυναίκα, δολοφόνησε τον ευεργέτη του, ο οποίος έγινε φάντασμα και τον καταδίωξε σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στην Αμερική. Τελικά, ο Βαρθόλδυς πήγε στην έρημο, όπου απομονώθηκε από τους ανθρώπους, σκελετοποιήθηκε από τις στερήσεις, καμπούριασε, γέμισε τρίχες και τελικά μεταμορφώθηκε σε ζώο, σε πίθηκο. Αφού έμεινε εκεί επτά χρόνια, τον ανακάλυψαν κάποιοι άνθρωποι και ύστερα από διάφορες περιπέτειες -οι οποίες στο βιβλίο παρουσιάζονται με παραστατικό τρόπο- κατάληξε στα χέρια του Ευγενίδη.
     Ο πίθηκος Ξουθ ή Βαρθόλδυς παρουσιάζεται μετανιωμένος για τις κακές ενέργειες που είχε διαπράξει στο παρελθόν και παράλληλα -καθώς διηγείται τις ιστορίες του- ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την ύφανση της ελληνικής κοινωνίας και των κακώς κειμένων της. Ουσιαστικά ο συγγραφέας Πιτσιπιός χρησιμοποιεί τη μεταμόρφωση όχι μόνο για να σατιρίσει τον Βαρθόλδυ, αλλά κυρίως για να καταγγείλει τον πιθηκισμό της ελληνικής πραγματικότητας των χρόνων εκείνων.
     Τα θέματα που θίγονται στο έργο είναι η ξενομανία των Ελλήνων, ο μιμητισμός προς οτιδήποτε ευρωπαϊκό, η νεόπλουτη αθηναϊκή κοινωνία με τις ιδιοτροπίες της και η αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης από τα πάθη και τις λανθασμένες επιλογές.
     Αξίζει να τονίσουμε ότι ο Πιτσιπιός σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζεται ως εθνικιστής ή ως υπεραμυνόμενος του ελληνικού τρόπου ζωής. Δεν στρέφεται εναντίον του διαφορετικού, παρά μονάχα ενάντια στην άκριτη υιοθέτηση νοοτροπιών, ηθών και ιδεών που συγχρωτισμένα χτίζουν καρικατούρες ανθρώπινων συμπεριφορών.

Γιατί Επικράτησε ο Ρεαλισμός έναντι της Φαντασίας στον Ελληνικό Χώρο;

     Αμέσως μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, οι λόγιοι συνειδητοποίησαν το μεγάλο κενό που υπήρχε στη χώρα μας: απουσίαζε η νεοελληνική λογοτεχνία, απουσίαζαν τα μυθιστορήματα για να καλλιεργήσουν το γλωσσικό αισθητήριο του αναγνωστικού κοινού, για να εμπνεύσουν, για να τέρψουν, για να διδάξουν, για να δημιουργήσουν ρεύματα και κινήματα. Έτσι, σιγά-σιγά εμφανίστηκαν στην Ελλάδα –από τη δεκαετία του 1830 κ.ε.– τα ιστορικά μυθιστορήματα, ορισμένα από τα οποία γνώρισαν τη μεγάλη αποδοχή του αναγνωστικού κοινού, όπως “Ο Αυθέντης Του Μορέως” του Ραγκαβή (1850).
     Μεταξύ αυτών κυκλοφόρησαν διάφορα ρεαλιστικά μυθιστορήματα και κάποια λιγοστά που ενέπλεκαν και το φανταστικό στοιχείο στις αφηγήσεις τους. Γρήγορα όμως το πρώτο ρεύμα, του ρεαλισμού, επικράτησε και το δεύτερο έσβησε. Η αιτία για αυτή την εξέλιξη στον τόπο μας είναι ότι οι Έλληνες έχουν λανθασμένα ταυτίσει στο μυαλό τους την ψυχαγωγία με τη φαντασία και το χρήσιμο κι ωφέλιμο με το ρεαλιστικό.
     Έτσι, όσοι ασχολούνταν με τα γράμματα δεν προώθησαν τη φαντασία, αλλά την ονόμασαν ανώφελη δραστηριότητα ή ανάγνωσμα δεύτερης κατηγορίας. Και ίσως πράγματι τα χρόνια εκείνα η ελληνική κοινωνία να είχε ανάγκη από ρεαλισμό για να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά της και για να χτίσει τον δικό της πολιτισμό.
     Στις μέρες μας όμως, πώς είναι δυνατόν η νοοτροπία αυτή να εξακολουθεί να διακατέχει πολλούς Έλληνες; Πώς είναι δυνατόν κάποιοι να ‘ναι τόσο αρνητικά διακείμενοι απέναντι στο Φανταστικό και την απελευθερωτική του δύναμη, ώστε να το απορρίπτουν πολλές φορές ακόμη και δογματικά.
     Ο Ιωάννης Πιτσιπιός ήταν τον 19ο αιώνα ίσως ο γνωστότερος Έλληνας σε ολόκληρο τον κόσμο. Όπως είδαμε παραπάνω, ήταν επίσης μπλεγμένος σε άγνωστο αριθμό μυστικών ελληνοκεντρικών οργανώσεων, έπαιξε μυστηριώδη αλλά πολύ σημαντικό ρόλο για το ξεκίνημα της Επανάστασης της Ελλάδας το 1821 και πέθανε με εξίσου μυστηριώδη τρόπο.
     Ο Πίθηκος Ξουθ είναι ένα αλλόκοτο και μοναδικό για τα ελληνικά χρονικά βιβλίο, ένα από τα ελάχιστα νεοελληνικά μυθιστορήματα φαντασίας εκείνης της εποχής και το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες. Είναι μια φαινομενικά παράδοξη και αστεία ιστορία, που μολονότι δεν την ολοκλήρωσε ποτέ ο συγγραφέας της, σχολιάζει ήθη και καταστάσεις των τότε χρόνων αφήνοντας ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη των αναγνωστών κάθε εποχής…

Ο Πίθηκος Ξουθ ή Τα Ήθη Του Αιώνος

(απόσπασμα)  Η 1η δημοσίευση του «Πίθηκου Ξουθ» το 1848

     Ο Πίθηκος Ξουθ ή Τα ήθη του αιώνος (1848) του Ιάκωβου Πιτσιπίου αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που εξαιτίας ενός εγκλήματός του καταδικάζεται από το θεό να μεταμορφωθεί σε πίθηκο και να ζήσει έτσι έως ότου εξιλεωθεί και επανακτήσει την ανθρώπινη μορφή. Αφού πρώτα ζήσει σ’ έναν ερημότοπο, ο πίθηκος αυτός, που ονομάζεται Ξουθ, αιχμαλωτίζεται από τους ανθρώπους και ζει στην Αγγλία και την Ελλάδα, εκτελώντας, χάρη στη μεγάλη του ικανότητα να μιμείται τον άνθρωπο, χρέη υπηρέτη στον εκάστοτε κύριό του. Μέσα από την ιστορία αυτού του πιθήκου και την περιγραφή των σχέσεών του με τους ανθρώπους ο συγγραφέας σατιρίζει τα ευρωπαϊκά και τα ελληνικά ήθη του πρώτου μισού του δέκατου ένατου αιώνα. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του πίθηκου Ξουθ είναι ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, τυπικό δείγμα ανερχομένου νέου στην Αθήνα της δεκαετίας του 1840.

Η παραπάνω γκραβούρα είναι στην έκδοση Darwin, Charles:
The Expression of the Emotions in Man and Animals. London: Fontana Press, 1999.

     Αλλ’ αφού είπομεν τοσαύτα περί του πιθήκου Ξουθ, ήθελεν είσθαι άδικον να μην είπωμέν τι και περί της καταγωγής του ευγενεστάτου αυτού δεσπότου, μάλιστα εν ω το γενεαλογικόν δένδρον του Καλλιστράτου Ευγενίδου δεν είναι ούτε υψηλότερον, ούτε μάλλον πολύκλονον παρά το του πιθήκου Ξουθ· διότι, ο πατήρ αυτού, αγωγιάτης εκ Τραπεζούντος ωνομάζετο απλώς Γιάννης αγωγιάτης Τραπεζούντιος· πλουτήσας δε ανελπίστως κατά την Ελληνικήν επανάστασιν, απέστειλε τον μονογενή αυτού υιόν Κώλιαν εις Ευρώπην, διά να εξευγενισθή και φωτισθή· δύο δε μήνας μετά την εις Αθήνας επιστροφήν του Κώλια, ο Γιάννης απέθανεν αφήσας αυτόν κληρονόμον μεγάλης χρηματικής και κτηματικής περιουσίας.
     Ο Κώλιας λοιπόν του Γιάννη αγωγιάτου Τραπεζουντίου, κατά την εν τη πεφωτισμένη Ευρώπη περιήγησιν αυτού, ενόμισε κατάλληλον να μεταβάλη επί το ευγενικώτερον το μέν Κώλιας, εις το Καλλίστρατος, το δε Γιάννη, εις το Ευγενίδης, το δε αγωγιάτου, εις το αγωνιστού και το Τραπεζούντιος εις το Τραπεζίτης και ούτως εσφυρηλάτησε θαυμασίως το ωραίον αυτού όνομα. Καλλίστρατος Ευγενίδης Αγωνιστής και Τραπεζίτης· υπό δε το όνομα τούτο υπήρχε γνωστός εις όλον τον εντός και εκτός του κράτους κόσμον, και υπό τούτο το όνομα εξυμνούν οι εφημεριδογράφοι της πρωτευούσης τας πατρογονικάς σπανίας αυτού αρετάς, οσάκις επλήρωνεν ανά 30 λεπτά τον στίχον εις μετρητά και τακτικώς την εξαμηνιαίαν αυτού συνδρομήν.
     Ο Καλλίστρατος λοιπόν, εκπαιδευθείς εις την πεφωτισμένην Ευρώπην, έχων πλήρες κάλλους, ευγενείας και ηρωισμού όνομα και εξοδεύων αφθόνως τα χρήματα του μακαρίτου πατρός αυτού Γιάννη, εισήχθη λίαν ευκόλως και αμέσως εις όλας τας συναναστροφάς των Αθηνών, παρευρίσκετο εις όλους τους χορούς της Αυλής και προσεκαλείτο εις όλα τα διπλωματικά γεύματα των υπουργών και ξένων πρέσβεων· όλοι δε οι μεγάλοι πολιτικοί της πρωτευούσης (και μάλιστα οι Ευρωπαίοι) εθαύμαζαν εκάστοτε την μεγάλην αυτού αγχίνοιαν, τας υψηλάς γνώσεις και την ευγενή συμπεριφοράν, και προσέθεσαν εις το σχοινοτενές όνομα του Καλλιστράτου την προσηγορίαν le genie Grec, ο περινούστατος Έλλην και αληθώς δεν υπήρχεν έθιμον, ή συρμός Ευρωπαϊκός, τον οποίον ο Καλλίστρατος να μην εμιμείτο αμέσως, και μάλιστα να μη φέρη εις το άκρον της τελειότητος· οι ράπται, οι υποδηματοποιοί, οι κουρείς, οι μυρεψοί, οι πιλοποιοί και αι πλύστραι των Αθηνών ίσταντο αείποτε εκατέρωθεν της οδού, οσάκις το βαρόμετρον  τούτο του δυτικού συρμού διέβαινε, διά να παρατηρήσωσιν αυτόν από κεφαλής μέχρι ποδών, και περιεργασθώσι και μυρισθώσι, και ούτω να κανονίσωσι πάσας τας πράξεις και επιχειρήσεις αυτών· διά κοινής γνωμοδοτήσεως διωρίσθη προστάτης του θεάτρου, πρόεδρος της φιλαρμονικής εταιρίας, έφορος της λέσχης, ρυθμιστής του Ιπποδρομίου, κανονιστής των δημοσίων εορτών και γενικός κοσμήτωρ και εισηγητής όλων των χορών της πρωτευούσης· και δικαίως ήθελεν ομοιώσει τις τον Καλλίστρατον προς ηθικόν βορβοροφάγον, τον οποίον η δυτική φιλοκαλία έρριψεν επί της Ελλάδος, διά να καθαρίση το κλασικόν τούτο έδαφος από μικρών τινων απηρχαιωμένων κηλίδων, τας οποίας δεν επρόφθασαν να εξαλείψωσιν η υπό των περίφημων διαχειριστών του δανείου επινοηθείσα ευρωπαϊκή διάπλασις και επεξεργασία των άμορφων και ακατέργαστων ελληνικών ηθών.
     Αλλά και το εσωτερικόν των θαλάμων της οικίας του Καλλιστράτου υπήρχε κεκοσμημένον διά της λεπτομερεστέρας απομιμήσεως των ευγενών κληρονομιούχων νέων της Δύσεως· η αίθουσα, ή ο θάλαμος της υποδοχής, περιείχε γαλλικά ανακλιντήρια εκ μεταξοχνόων υφασμάτων, αμερικανικάς αιώρας, αγγλικούς καθρέπτας, μαροκινούς τάπητας, και κατά μέσον μεγάλην στρογγυλήν τράπεζαν εξ ωραίου μαρμάρου της εν Ιταλία Καρράρας, επί του κέντρου της οποίας ίστατο ως πυραμίς ολόχρυσος περσική καπνοσύριγξ εκ κιναϊκού λευκαργίλου· περί δε το ανατολικόν τούτο μαυσωλείον έκειντο διάφορα χρυσοδεμένα βιβλία εις κιναϊκήν, σανσκριτικήν, μογγολικήν και βιρμανικήν γλώσσαν, προς ανάγνωσιν και διασκέδασιν των παρευρισκομένων φίλων εις τας εσπερινάς συναναστροφάς του Καλλιστράτου· απέναντι δε της θύρας της αιθούσης εκρέματο μεγάλη εικών, έχουσα ύψος μεν πέντε πηχών, πλάτος δε περίπου επτά, παριστώσα διά ζωηρότατων χρωμάτων άνδρα υψηλού αναστήματος, φέροντα πλατυτάτην φουστανέλαν, επί δε των ώμων χρυσάς ευρωπαϊκάς επωμίδας αρχιστρατήγου και έχοντα το στήθος κεκαλυμμένον υπό πλήθους ευρωπαϊκών παρασήμων· ο παριστώμενος ούτος ήρως εις μεν την δεξιάν χείρα εκράτει ρομφαίαν δι’ ης εφαίνετο θερίζων τους προ των ποδών αυτού κειμένους Οθωμανούς, δια δε της αριστεράς εφαίνετο στηρίζων επί τινος φρουρίου την κυανόλευκον ελληνικήν σημαίαν· κάτωθεν δε της εικόνος υπήρχε γεγραμμένη χρυσοίς γράμμασιν η εξής επιγραφή «ο ήρως πατήρ μου ανυψών πρώτος την ελληνικήν σημαίαν επί του φρουρίου των Θερμοπυλών, κατά διαταγήν της Α. Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος, τω πρώτω έτει και μηνί της Ελληνικής Επαναστάσεως».
     Παρά δε την εικόνα ταύτην εκρέματο άλλη μικρότερα παριστώσα ευγενή κυρίαν ενδεδυμένην λαμπρά ευρωπαϊκά φορέματα, ανακεκλιμένην επί χρυσοϋφάντου θρόνου, κρατούσαν βιβλίον εις την χείρα και αναγινώσκουσαν μετά προσοχής· κάτωθεν δε της εικόνος ταύτης εφαίνετο η επιγραφή «η εκ της αυτοκρατορικής οικογενείας Κωνσταντίνου του Πορφυρογεν[ν]ήτου καταγόμενη μήτηρ μου, αναγινώσκουσα την υπό της εξαδέλφης αυτής Δουκίσσης Αμπραντές ιστορίαν του Ναπολέοντος».
     Διάφοροι δε άλλαι πλουσίως περικεχρυσωμέναι εικόνες, παριστώσαι τα καταπληκτικώτερα συμβάντα της ιστορίας της Χαλιμάς και τους λαμπρότερους άθλους του Δονκισότου, εκάλυπτον τους διά των τριών χρωμάτων της γαλλικής σημαίας χρωματισμένους τοίχους της αιθούσης· διότι ο νέος το λέγομενον εν παρόδω ηγάπα πολύ τους Γάλλους, κυρίως διά το πολυχρώματον αυτών.
     Εκ δε των λοιπών θαλάμων το μεν σπουδαστήριον περιείχε λαμπράν βιβλιοθήκην, εμπεριέχουσαν διάφορα χρυσοδεμένα βιβλία· μεταξύ δε των ωραίων ερμαρίων του σπουδαστηρίου τούτου υπήρχε μάλιστα εν, το οποίον ο Καλλίστρατος είχεν αγοράσει εις Παρισίους κατά τινα δημοπρασίαν χρεωκοπήσαντός τινος εμπόρου, κατεσκευασμένον εκ λευκού εβένου και φέρον μεγάλην κεχρυσωμένην επιγραφήν, κρατουμένην υπό δύο ανάγλυφων παριστώντων, του μεν τον κερδώον Ερμήν, του δε τον Ποσειδώνα και λέγουσαν «ιδιαίτερα συμφέροντα και λογαριασμοί»· υπό δε την επιγραφήν ταύτην ο Καλλίστρατος επρόσθεσε «Καλλιστράτου Ευγενίδου αγωνιστού και τραπεζίτου αγαθή τύχη» και προσδιώρισε το ωραιότατον τούτο ερμάριον διά τα συγγράμματα της υψηλής διπλωματείας, τα οποία είχε παραγγείλει εις διαφόρους βιβλιοπώλας της νέας Γεφύρας των Παρισίων· αλλ’ επειδή αι μεν θήκαι του πολυτίμου ερμαρίου ήσαν χαμηλαί, τα δε ρηθέντα συγγράμματα σταλέντα εις Αθήνας πριν να προφθάση η επιστολή του Καλλιστράτου, δι’ ης έπεμπε τον έξαμον του ύψους των παραγγελθέντων βιβλίων, τα συγγράμματα, λέγομεν, ταύτα ήσαν τα μεν εις φύλλον, τα δε εις μέγα τέταρτον, τα δε διαφόρων μεγεθών, ο Καλλίστρατος εξοικονόμησεν ευστόχως την δυσκολίαν ταύτην, κόψας δι’ επιτηδείου τεχνίτου το εξέχον μέρος των βιβλίων και ισομετρήσας αυτά κατά το εμβαδόν των θέσεων του πολυτίμου ερμαρίου· τα δε αποκοπέντα εκ των βιβλίων τούτων τεμάχια συνέλεξεν εις έτερον επίσης κομψόν ερμάριον, επιθέσας την επιγραφήν «λείψανα αρχαιοτήτων», πέριξ δε του αρχαιολογικού τούτου ερμαρίου, εκρέμαντο επί του τοίχου διάφορα άλλα αρχαιολογικά πολύτιμα πράγματα φέροντα την επιγραφην “τα ομματοϋάλια του Ομήρου”, “η ταμβακοθήκη του Σωκράτους”, “αι επωμίδες του Φωκίωνος”, “η καπνοσύριγξ του Πεισιστράτου”, “τα υποδήματα του Διογένους”, και άλλα πολλά τοιαύτα, αγορασθέντα υπό του χάριν του συρμού φιλαρχαιολόγου Καλλιστράτου κατά την εις την Ευρώπην διατριβήν αυτού».



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄.

Ἡ Σουλτανίτζα.

Ἡ ὡραία Σουλτανίτζα, ἡ Ἀσπασία αὕτη τῶν Ἀθηνῶν τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, προέκυψεν εἰς τὸ φῶς ἔκ τινος σκοτεινῆς γωνίας τοῦ διὰ τοῦ μαγευτικοῦ ὕδατος τῆς εὐγενείας ζυμωμένου Φαναρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ περιέργου τούτου φυσικοῦ ταμείου τῶν σπανίων ἑτεροκλίτων ὄντων. Ζῶσα δὲ ἀπὸ δέκα περίπου ἐτῶν ἐν τῇ πρωτευούσῃ τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὸ σεμνὸν τῆς χηρείας ὄνομα, εἶχεν ἑλκύσει πρὸς ἑαυτὴν τὴν γενικὴν προσοχὴν τῶν κατοίκων τῶν Ἀθηνῶν, καὶ συγκινήσει διὰ τῶν ἐξόχων αὐτῆς προτερημάτων καὶ γοητευτικῶν θελγήτρων τὰς εὐαισθήτους ψυχὰς πολλῶν ἐκ τῶν μεγάλων ἀνδρῶν καὶ ἐνδόξων ἡρώων τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Βεβαιοῦσι μάλιστα, ὅτι ὑπὸ τῶν τρυφερῶν αἰσθημάτων τοῦ ὡραίου τούτου πλάσματος ἠλεκτριζόμεναι αἱ πατριωτικαὶ κεφαλαὶ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς τελευταίας ἐν Ἀθήναις μεταπολιτεύσεως, ὕψωσαν τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς σημερινῆς αὐτοῦ τελειότητος, εὐδαιμονίας καὶ δόξης, καὶ ὅτι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης τὰ διατάγματα τῶν διορισμῶν τῶν πλείστων ὑπαλλήλων τοῦ κράτους ἐγράφοντο ἐπὶ τῶν γονάτων καὶ καθ’ ὑπαγόρευσιν τῆς ἀξιεράστου ταύτης Δεσποίνης. Ἐκεῖ ἐχαλκεύοντο οἱ τίμιοι διαχειρισταὶ τῶν ἐθνικῶν προσόδων· ἐκεῖ διεφιλονεικοῦντο καὶ ἐξεκαθαρίζοντο τὰ προσόντα τῶν γερουσιαστῶν καὶ ἡ φιλοπατρία τῶν ὑποψηφίων βουλευτῶν· ἐκεῖ ἐτορνεύετο ἡ ἱκανότης τῶν ὑπαλλήλων τοῦ κράτους· ἐκεῖ δι’ ἑνὸς νεύματος τῆς ὡραίας Σουλτανίτζας ὁ μὲν ἐκ τοῦ Μεδρεσὲ διαφυγὼν κλέπτης ἐχειροτονεῖτο οἰκονομικὸς ὑπάλληλος· ὁ ληστὴς, ἔπαρχος· ὁ ἀσυνείδητος, δικαστής· ὁ μαστρωπὸς, πρόξενος· καὶ οἱ κακοήθεις καὶ ἀμαθεῖς, καθηγηταὶ τῆς ἠθικῆς καὶ φιλοσοφίας. Οἱ δὲ ἐν Ἀθήναις πρέσβεις τῆς δυτικῆς διπλωματείας καὶ οἱ ἀνώτεροι αὐτῶν ὑπάλληλοι, ἀνακαλύψαντες τὸν Πανδώρειον τοῦτον πίθον, ἔσπευσαν νὰ ἐπιληφθῶσιν ἐγκαίρως τῶν τροχῶν τῆς Δαιδαλείου ταύτης μηχανῆς, διὰ νὰ στρέψωσι τὰ κινήματα αὐτῆς πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ κλασικοῦ ἔθνους, τοῦ ὁποίου τὴν ἀνόρθωσιν καὶ ἀποκατάστασιν καὶ οὗτοι καὶ αἱ κυβερνήσεις αὐτῶν μετὰ τῆς συνήθους αὐτοῖς εἰλικρινείας καὶ φιλανθρωπίας ᾀείποτε ἐπρέσβευσαν ἐν τῇ Ἀνατολῇ.
Ἡ Σουλτανίτζα λοιπὸν, καταντήσασα ἡ στρόφιγξ τῆς Ἑλληνικῆς διπλωματείας, τὸ βαρόμετρον τῆς εὐνοίας τῶν ἐν τοῖς πράγμασι, καὶ τὸ κέντρον τοῦ κοινωνικοῦ κύκλου τῶν Ἀθηνῶν, ἐθεωρεῖτο δικαίως ὡς συγκεντρώσασα ἐν ἑαυτῇ τὰς τρεῖς μεγάλας δυνάμεις τῶν Μοιρῶν τῆς μυθολογίας· ἡ δὲ Αὐλὴ, ὑπείκουσα εἰς τὴν ἀκαταμάχητον φορὰν τοῦ πολιτικοῦ τούτου συρμοῦ, ἐκοῦσα ἄκουσα συγκατέταξε τὴν ὡραίαν Σουλτανίτζαν εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐκλεκτῶν Δεσποινῶν, αἵτινες προσεκαλοῦντο εἰς τοὺς ἐν τοῖς ἀνακτόροις χορούς.
Καὶ τοιοῦτος μὲν ὑπῆρχεν ὁ βαθμὸς, τὸν ὀποῖον ἡ ὡραία Σουλτανίτζα κατεῖχεν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν Ἀθηνῶν· ὅσον δὲ ἀποβλέπει τὸν ἰδιαίτερον βίον καὶ τὰς μετὰ τοῦ Καλλιστράτου σχέσεις αὐτῆς, ταῦτα δύναται νὰ εἰκάσῃ τις ἐκ τῶν ἐφεξῆς.
Ἐντὸς λαμπρῶς ἐστολισμένου ἀφυπνωτηρίου (boudoir), ἕνθα ἔβλεπέ τις πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ συμφορήσῃ ἡ ἐκλεπτυσμένη Εὐρωπαϊκὴ φιλοκαλία καὶ ἡ περιειργασμένη σπουδὴ γυναικὸς φιλαρέσκου, ἔκειτο ἐξηπλωμένη ἐπὶ σκίμποδος ἐξ ἐρυθροῦ μεταξοχνόου ὑφάσματος, ἀναβάδην ἔχουσα τοὺς πόδας, τριακονταετὴς ὡραία γυνὴ, κρατοῦσα ἐφημερίδα τῶν Παρισινῶν συρμῶν. Ὁ ἐκ λευκῆς μουσουλίνας ποδήρης καὶ πλατύπτυχος πρωϊνὸς αὐτῆς ἐπενδύτης, ἔχων πεπυκνωμένας παρυφὰς ἐκ πλατείας Βαλεντιανῆς (Valencienne), ἐμαρτύρει τὴν περὶ τὸ καθεστὸς καλὸν τῆς ἐποχῆς σπουδὴν καὶ ἀκρίβειαν τῆς Δεσποίνης ταύτης· οἱ δὲ ζωηρότητα ἀπαστράπτοντες μεγάλοι, μέλανες καὶ γοργοὶ ὀφθαλμοὶ, ὡς καὶ πάντα τὰ μετὰ χάριτος καὶ νοήματος κινήματα τοῦ σώματος αὐτῆς, ἐδείκνυον, ὅτι ἡ γυνὴ αὕτη κατεῖχεν ἐντελῶς καὶ μεταχειρίζετο μετὰ ἐξιδιαζούσης τέχνης τὴν ἐπιστήμην τοῦ ἀρέσκειν καὶ γοητεύειν τὰς καρδίας.
Ἡ θύρα τοῦ ἀφυπνωτηρίου ἠνεῴχθη ἐλαφρῶς καὶ μετὰ τῆς ἐμφρόντιδος ἐκείνης προσοχῆς, διὰ τῆς ὁποίας ἡ φιλόστοργος μήτηρ ἀνοίγει τὴν τοῦ θαλάμου τοῦ κοιμωμένου βρέφους, καὶ εὐλύγιστος θεραπαινὶς, ἀκροβατοῦσα χαριέντως, παρουσιάσθη ἐνώπιον τῆς ὡραίας Σουλτανίτζας.
– Κιαράτζα! ἡ μαδόνα μου μ’ ἔστειλενε νὰ ‘δῶ, ἂν ξυπνήσετενε, κι’ ἂ θέτενε νὰ σᾶς χτενίσω.
– Σὲ εἶπα, Πλουμοῦ, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαί ποτε, καὶ μάλιστα ὅταν ὁμιλῇς πρὸς ἐμὲ, τὸ βαρβαρικὸν τοῦτο ἐπίθετον ΚυράτζαΚυράτζαις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν λέγουν τὰς Ψωμαθιανὰς· σὲ εἶπα νὰ μὲ λέγῃς Κυρίαν.
– Ἔλα Χριστὲ καὶ παναγιά! ἐγὼ σᾶς εἶπα ψωματάρα; ποῦ πίνω νερὸ ‘ς τὄνομά σας!
– Δὲν σὲ εἶπα τοῦτο! ἀλλὰ σὲ εἶπα ὅ,τι καὶ ἄλλοτε, δηλαδὴ νὰ μάθῃς νὰ ὁμιλῇς ὀρθῶς.
– Ἐγὼ πάντα τὰ λέγω ὀρτὰ καὶ κοφτά· μὰ ἒ ξέρω νὰ τὰ πῶ περὶ διὰ γραμμάτου. Ἒν τὸ ζάρανε στὴ Χιὸ νὰ πηγαίνουν ‘ς τὸ σκολειό.
– Καλὰ λέγουσιν, ὅτι ὅλαι αἱ Χῖαι εἶσθε ἀνόητοι.
– Ὄγεσκε δὰ νὰ σᾶς χαρῶ! ‘μπορεῖ νὰ μὴν ἔχωμεν τὸν ἴδιο νοῦ μὲ σᾶς, μὰ δὲν εἴμεσθεν ἀνόηταις. Νὰ δήτενε ‘ς τὸν τόπον μου ‘ς τὴ Χιὸ τῆς κοπελοῦδες, σὰ βγαίνουνε φαντίναις, θὰ χάσετενε τὸ νοῦ σας!… Πόσα πράμματα ξέρουνε! εἶναι καλαῖς νυκοκιουραῖς, βγάζουνε σιμιδάλι, ἀνοίγουνε κροῦστα καὶ πλέκουνε μιὰν κάρτζα τὴν ἡμέρα.
– Καὶ ψιμμιθίζονται ὡς μορμολύκια.
– Τίκκε;
– Δηλαδὴ ἀλείφονται σουλουμᾶν καὶ κοκκινάδι ὥστε προξενοῦσιν ἀηδίαν.
– Ἔχετε δίκιο Κιαράτζα… Κυρία… γιατὶ καμμιὰ φορὰ μερικαῖς τὸ παραξυλόνουνε καὶ βγαίνουνε εἰς τὸν κάτω γιαλὸ, σὰν ᾑ μουτζουναριαῖς ‘ς τὸν Παρθένη· μὰ καὶ σεῖς δὰ ᾑ φραγκομαθημέναις πολίτισσαις δὲ βάζετενε χίλια πράμματα; νὰ μπῇ κἀνένας ‘ς τὴν κάμερά σας φύρνετ’ ὁ νοῦς του…. λάδια, ἀλείμματα, νερὰ πράσινα καὶ κόκκινα, ἀμουλάκια, γυαλάκια, μπουρνιδάκια, θαῤῥεῖς πῶς εἶναι τοῦ Δομίνικου ἡ σπετζαρία. Εἶν’ ἀλήθεια πῶς τὰ δικά σας μυρίζουνε, μὰ και τὰ δικά τους δὲ βρομοῦνε· μὰ πάλ’ ἐκείναις ᾑ κακομοίραις δὲν ἔχουνε τὸ μποῦστο, ποῦ μὰ τὴν Παναγιὰ τὴ Σπηλιώτισα, σὰ σᾶς τό νε βάζω, μοῦ χρειάζεται νὰ τραβῶ μὲ περισσότερη δύναμη παρὰ τοῦ μπάρμπα μου τοῦ Γιάννη σὰ σφίγγῃ τὴ μεσιὰ τοῦ γαδάρου του.
– Φθάνει πλέον· ἀηδίασα Πλουμοῦ! … μ’ ἔρχεται ὑστερικὸν, ὅταν ἀκούω τὰς ἀνοησίας σου· ποία ὥρα εἶναι;
– Δεκά μιση.
– Καὶ διατί δὲν μ’ ἐξύπνισες πρωΐτερον ὡς σὲ εἶπα χθὲς τὸ ἑσπέρας;
– Γιατ’ ἥμπα τρεῖς φοραῖς μέσ’ τὴν κάμερά σας, μὰ ῥουχαλίζετενε σὰν ἄγγελος.
– Ἔπρεπε νὰ μ’ ἐξυπνίσῃς, διότι ἐγὼ ἐπίτηδες κατεκλίνθην χθὲς ἐνωρίς.
– Ναίσκε μὰ ἐθάῤῥουμουνε πῶς ἀγρυπνήσετενε τὴ νύχτα στὸ κλώσιμον μὲ τὸ συμαρματάρχη.
– Ποῖον συνταγματάρχην; ὀνειρεύεσαι;
– Καὶ πῶς δὲν ἐννοιώσετενε τῆς μπατινάδες καὶ τὰ τραγούδιά του;
– Πότε; καὶ διατί δὲν μ’ ἐξύπνισες;
– Μες’ τὰ μεσάνυχτα· μά ξερα ‘γὼ πῶς κοιμούστενε;
– Πόσον εἶσαι ἀνόητος Πλουμοῦ! νὰ ἔλθῃ ὁ Συνταγματάρχης καὶ νὰ μὴ μ’ ἐξυπνίσης!
– Ἤρτενε καὶ χτὲς στὴς δέκα ὁ κόντες! πῶς τὸν λέτενε;… ἐκεῖνος ὁ χαρτζιάρης· μὰ ντράπηκα νὰ τοῦ πῶ, πῶς κοιμούστενε ἐκείνην τὴν ὥρα καὶ τοῦ εἶπα, πῶς πήγετενε ‘ς τὸ θέατρο, κ’ ἤγραψε νε τοῦτο νά τὸ γραμματάκι, ἤφερεν κὶ ὁ σοντάτος τοῦ συμαρματάρχη τοῦτο νὰ, ἤδωκεν καὶ τοῦτο νά τοῦ Γεράσιμου τὸ πρωῒ ἐκεῖνος ὁ ὤμορφος Ἐγγλέζος τοῦ Βαποριοῦ.
– Ὑπομονή… ἑτοίμασον τὸ λουτρόν μου καὶ ἔπειτα ἀφοῦ λουσθῶ νὰ μὲ κτενίσῃς.
– Καὶ τὶ λογῆς θὰ τὸ ‘τοιμάσω χωρὶς γάλας;
– Καὶ πῶς! δὲν ἠγόρασε σήμερον ὁ Γεράσιμος γάλα;
– Ὄγεσκε νὰ σᾶς χαρῶ! .. καὶ τὸ ἐχτεσινὸ ἐβρόμισενε, γιατὶ ἤτανε τριῶ μερῶ, κ’ ἡ τζάτζα σας…. μὰ μὴ μὲ μαντατέψετενε…
– Ὄχι, Πλουμοῦ, λέγεμε μόνον τὴν ἀλήθειαν· λοιπὸν τὸ γάλα τοῦ χθεσινοῦ λουτροῦ ἦτον ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον καὶ προχθὲς ἐλούσθην;…
– Ναίσκε, γιατὶ ἡ τζάτζα σας, ὅσον καιρὸ ὁ Γεράσιμος ἐμεταπωλούσενε τὸ γάλας ποῦ λουγούσαστενε, τοῦ ‘λέγενε κι’ ἀγόραζενε γάλας κάθε ταχὺ, μ’ ἀπὲ τὸν καιρὸ ποῦ ἐκείνη ἡ ξυνογαλοῦ ποῦ τῆς τὸ πουλούσαμενε………. ξέρετενε δὰ … καί…. μηδ’ ἐφτὴ, μηδ’ ὁ καφετζής, μηδὲ κἀνεὶς ἄλλος πλιὰ δὲ θέλει ν’ ἀγοράσῃ γάλας ἀπὲ μᾶς· κ’ ἡ τζάτζα σας λέ πῶς δὲν πρέπει νὰ τ’ ἀγοράζωμενε καὶ νὰ τὸ ῥήχτωμαινε· γιατὶ εἶναι κρίμα φαγώσιμο πρᾶμμα νὰ ῥήχτεται˙ κ’ ἐκεῖνο δὰ τὸ προχθεσινὸ τὸ ‘πήρενε γιατὶ τὸ ‘βρενε φτινὸ καὶ σᾶς τὸ βάλενε δυὸ φοραῖς τὸ ἴδιο, κ’ ἤθελεν καὶ σήμερη νὰ σᾶς τὸ βάλῃ, μὰ βρώμησενε καὶ μοῦ ‘πενε νὰ μὴ σᾶς τὸ ‘πῶ.
-Πολλὰ καλά! φθάνει! βλέπω ὅτι δὲν εἶσαι μόνον σὺ ἀνόητος· ἔλα νὰ μὲ κτενίσῃς· παρατήρησον εἰς τὴν εἰκόνα ταύτην τῆς ἐφημερίδος τὸν νέον τρόπον τοῦ κτενίσματος τῆς κεφαλῆς, διὰ νὰ μὲ κάμῃς τὰς χωρίστρας· εἶναι τοῦ τελευταίου συρμοῦ τῶν Παρισίων κατὰ τὴν Κυρίαν Λαφάρζαν (Lafarge).
– Οὐγοῦ ὤμορφη ποῦν’ ἡ ἔρημη! ἀμμὲ γιατὶ φορεῖ μαῦρα; ὁ πάγες της ἀπέθανενε;
– Ὄχι, ἀλλ’ ἡ Κυρία αὕτη, γεννηθεῖσα ἐν Παρισίοις ἐξ εὐγενῶν γονέων, εἶχε λάβει τὴν καλῃτέραν ἀνατροφὴν τοῦ συρμοῦ· ἐγνώριζε τὴν μουσικὴν, ἐχόρευε κάλλιστα, ἐχειροκρότει χαριέντως εἰς τὸ θέατρον, ὡμίλει γλαφυρῶς περὶ παντὸς πράγματος, ἐνεδύετο φιλοκάλως καὶ εἶχεν ἀναγνώσει ὅλα τὰ μυθιστορήματα ἀπὸ τοῦ Βαλτερσκόττου μέχρι τῆς Σάνδης, τὰ ὁποῖα ἀναπτερώσαντα τὴν φυσικὴν αὐτῆς φαντασίαν, ἔκαμον νὰ ἐλπίζῃ δικαίως, ὅτι ταχέως ἔμελλε νὰ γίνῃ σύζυγος Κόμητός τινος ὑπουργοῦ τῆς οἰκονομίας, ἢ πρέσβεως ἐν Τουρκίᾳ· ἀλλὰ μείνασα ὀρφανὴ καὶ πτωχὴ μετὰ τὸν θάνατον τῶν γονέων αὐτῆς, διὰ ν’ ἀποκατασταθῇ ἀνεξάρτητος, ἠναγκάσθη νὰ συζευχθῇ εἰς γάμον μετά τινος ἐργαστηριάρχου σιδηρουργοῦ, Λαφάρζου ὀνομαζομένου· ἐπειδὴ δὲ οὗτος καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ, ὄντες ἄνθρωποι χυδαῖοι καὶ χωρὶς ἀνατροφῆς, ὡμίλουν πάντοτε περὶ ἐμπορίου καὶ τῆς οἰκιακῆς οἰκονομίας, ἡ δὲ εὐγενὴς αὕτη Κυρία, φύσει εὐαίσθητος καὶ μὴ δυναμένη νὰ συμμορφωθῇ μετὰ τοιούτων ποταπῶν ἀνθρώπων, εὐφυὴς δὲ καὶ μεγαλοπράγμων, κατ’ ἀρχὰς μὲν κατέπεισε τὸν σύζυγον αὐτῆς καὶ ἔγραψε διαθήκην, δι’ ἧς ἄφινεν αὐτὴν μόνην κληρονόμον· ἀκολούθως δὲ, ἀποθανόντος τοῦ Λαφάρζου, τὰ δικαστήρια κατεδίκασαν εἰς διὰ βίου δεσμὰ τὴν εὐγενῆ ταύτην Κυρίαν, ὡς φαρμακεύσασαν τὸν σύζυγον αὐτῆς· ἀλλ’ ὁ εὐγενὴς τρόπος, δι’ οὗ ἡ σύζυγος τοῦ Λαφάρζου ὑπερασπίσθη, καὶ ἡ κατὰ τὴν δίκην ἐπιδειχθεῖσα ἔξοχος αὐτῆς ἀνατροφὴ, ἐγοήτευσαν ἐπὶ τοσοῦτον τὰς εὐαισθήτους τῶν Γάλλων καρδίας, ὥστε εὐθὺς μετὰ τὴν καταδίκην αὐτῆς ἐδόθη τὸ ὄνομα τῆς Λαφάρζης εἰς ὅλα τὰ ἀριστουργήματα τοῦ συρμοῦ τῆς ἐποχῆς.
– Καλ’ ἦντα μοῦ λέτενε; κιαμὲ ‘σαν ἤτανε τέτοια παράλυτη, ἦντα τῆς ἐλιμπιστήκετενε κ’ ἐκεῖνοι καὶ σεῖς, καὶ θέτενε νὰ κάμετενε καὶ τὴν σκουφωσιά της· ἡ μακαρίτρια ἡ νόμα μου μοῦ ‘λέγενε «παιδάκι μου, τὸν καιρὸ ποῦ σκουβαρίζανε τὴ Μπόνα στὴ Χιὸ ἀξανάκωλα καθισμένη ‘ς τὸ γάδαρο μὲ συχώρεση, ἤμουνε ὅτ’ ηὔγαινα φαντίνα καὶ θυμοῦμαι, ποῦ γιατὶ ἐφόριενε ἕνα μοσκολουρῆ ντζανοῦμι, καμμιὰ μας πλιὰ ἀπετότες ἒν ἐφόρεσενε τέτοιο ῥέγκι.»
– Αἴ! … ὅσον παράξενος καὶ ἂν φαίνεται ὁ συρμὸς, ὅστις ὅμως θέλῃ νὰ ἀρέσῃ, χρεωστεῖ ν’ ἀκολουθῇ αὐτόν· ἄκουσον περίεργόν τι ἀνέκδοτον… Ἐλαφρὰ δὰ, Πλουμοῦ! μὴ μοῦ σύρῃς τοσοῦτον τὰ μαλλία, διότι δὲν εἶναι ἡ μεσιὰ τοῦ γαδάρου τοῦ μπάρμπα σου.
– Αἴ! δὰ καὶ σεῖς, μὴν ἤστενε τόσον μυιγυόγκιχτη! ‘μπρὸς τὰ κάλλη τ’ εἴν’ ὁ πόνος; … πήτενε δὰ ἐκεῖνο ποῦ θέλετενε νὰ μοῦ πήτενε.
– Λοιπὸν, Πλουμοῦ, Κυρία τις ἐν Παρισίοις ἠγάπα πολὺ τὸν συρμὸν, καὶ ἐσκουφόνετο καθ’ ἡμέραν κατὰ τὴν ἐφημερίδα· ὁ σύζυγος αὐτῆς, μὴν ὐποφέρων τὰ ὑπέρογκα ἔξοδα, ἠθέλησε νὰ σωφρονίσῃ τὴν γυναῖκα κατά τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀνοήτων ἀνδρῶν. Παρεκάλεσε λοιπὸν τὸν Συντάκτην τῆς ἐφημερίδος τοῦ συρμοῦ νὰ γράψῃ, ὅτι ὁ τελευταίος συρμὸς εἶναι νὰ βάλλωσιν ἐπὶ τοῦ σκουφώματος ἀντὶ ἀνθέων μέγα ῥέπανον· ἡ δὲ Κυρία αὕτη, ἀναγνοῦσα τοῦτο καὶ μέλλουσα νὰ παρευρεθῇ κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν εἰς λαμπρόν τινα χορὸν, ἔβαλεν ὄρθιον ἐπὶ τοῦ σκουφώματος αὐτῆς τὸ μεγαλῄτερον ῥέπανον, τὸ ὁποῖον ἠδυνήθη νὰ προμηθευθῇ· ὅλος ὁ κόσμος ἐγέλα, ἀλλ’ ἡ Κυρία αὕτη εἶχε δίκαιον, διότι ἀνέγνωσε τὸν συρμὸν τοῦτον εἰς τὴν ἐφημερίδα· μόνος ἔνοχος ἦτο ὁ σύζυγος αὐτῆς καὶ ὁ εἰσαγγελεὺς, ὅστις δὲν ἐφρόντισε νὰ κατάσχῃ τὴν ἐφημερίδα ταύτην πρὶν ἢ τυπωθῇ, καὶ νὰ καταδιώξῃ αὐστηρῶς τὸν ὑπεύθυνον συντάκτην, ὅστις εἶχεν ἀποτολμήσει νὰ προσβάλῃ ἐπὶ τοσοῦτον τὴν φιλοκαλίαν μιᾶς Κυρίας τοῦ συρμοῦ.
– Χά! χά! χά! πρασιαῖς, πρασιαῖς εἶν’ ἡ λωλιά! φτηνὰ τὴν ἐγλύτωσεν ἡ ‘λαφρόστυχη!
– Καὶ διατὶ Πλουμοῦ;
– Γιατὶ τῆς ἐγράψανε ῥαπάνι· ἀμ’ ἂν τῆς ἐγράφανε πῶς εἶν’ τῆς μόδας νὰ βάλῃ ‘ς τὸ κεφάλι της κανένα μεγάλο Χιώτικο ταμπουρᾶ, δὲν ἤθελε νὰ κωλοκοπῇ τὸ λύγκι της;
– Δός με τὸν καθρέπτην, διὰ νὰ ἴδω τί ἔκαμες…. αἴ! σχεδὸν τὸ ἴδιον.
– Ἴδιο κι’ ἀπαράλλαχτο! κουσοῦρι δὲν τοῦ λείπει!
– Παραμέρισον ὀλίγον αὐτὴν τὴν χωρίστραν, διότι σκεπάζει πολὺ τὸ πρόσωπόν μου.
– Ὠχονοῦς! νά τενε νὰ σᾶς χαρῶ.
– Εὖγε! βάλε με τώρα ἐδῶθεν πρὸς τὰ κάτω τῆς χωρίστρας ἐκεῖνο τὸ ῥόδον, φέρε καὶ Κολωνιακὸν νερὸν νὰ νιφθῶ, καὶ ἑτοίμασον ταχέως καὶ τὸ χθεσινὸν φόρεμά μου διὰ νὰ ἐνδυθῶ… ἔστειλεν ἡ μήτηρ μου τὸν Γεράσιμον διὰ νὰ εἴπῃ τὸν Καλλίστρατον ἐκ μέρους μου, ὅτι περιμένω νὰ ἔλθῃ δι’ ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν;
– Ὅσο γι’ αὐτὸ ἔννοια σας! ἡ τζάτζα σας ‘σὰ νὰ τό ‘βλεπενε ‘ς τὸν ὕπνο της· πρὶν νὰ κάμῃ τὸ σταυρό της εὐτὸ ‘ταν ἡ πρώτη της ἔννοια· μὰ δὲ μοῦ λέτενε ἦντα περίδρομο τὸ νὲ θέτενε ταχυνάτικο τὸν Καλλόστροτο, ποῦ χετενε ἀγαπητικοὺς τὰ πιὸ ‘μορφα παληκάρια τῆς Ἀθήνας; ἐσεῖς ὅλην τὴν ὥρα τονὲ μασκαρεύετενε καὶ τονε βάζετενε ‘ς τὸ καλαμάκι μαζὶ μὲ τὴν τζάτζα σας, καί τονε κάμνετενε μπαρμπακίνα καὶ τὸν ἀπεφτόνονε καί τόνε λέτενε χωριάτη καὶ ξιπασμένο καὶ ἀνόητο, καὶ πῶς ‘μοιάζει τὴ μαϊμοῦ του, κ’ ὕστερα εὐτὺς πούρτη, γινούστενε κ’ ᾑ δυὸ ἀλλοιώτικαις καὶ τοῦ κάμνετενε τόσαις τζιριμόνιαις, καὶ τοῦ λέτενε πῶς χανούστενε ἀπὲ τὴν ἀγάπη του, καὶ πῶς δὰ ἂ δὲν τὸ νέ δήτενε , δὲν τρώτενε, καὶ τόσα ἄλλα πράμματα, καί…
-Αἴ! Πλουμοῦ, σὺ δὲν γνωρίζεις ἀκόμη τὸν κόσμον· βέβαια ἐγὼ δὲν εἶμαι τόσον ἀσυλλόγιστος, ὥστε νὰ ἀγαπήσω τοιοῦτον μωρὸν ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἁπλῆ θέα μὲ προξενεῖ ἀηδίαν· ἀλλ’ ὁ Καλλίστρατος εἶναι πλούσιος καὶ ἀνόητος, καὶ τὰ δύο ταῦτα προτερήματα εἶναι μέγας θησαυρὸς διὰ μίαν γυναῖκα τοῦ κόσμου· ἐκατάλαβες τώρα τὴν ἐξήγησιν τῆς ἀπορίας σου;
– Ἀπάνω κάτω· μά…
Ὁ ἐκ τῆς ὁδοῦ ἀκουσθεὶς κρότος ἀμάξης, ἥτις εἶχε σταματήσει ἔμπροσθεν τῆς οἰκίας τῆς Σουλτανίτζας, διέκοψε τὴν ὀμιλίαν τῆς Πλουμοῦς, τὴν ὁποίαν ὠθήσασα ἡ ἀξιέραστος αὐτῆς Κυρία, τρέχα Πλουμοῦ, εἶπε πρὸς αὐτὴν, νὰ εἴπῃς νὰ περιμείνῃ ὀλίγον εἰς τὴν αἴθουσαν, καὶ ἔρχομαι ἀμέσως· ἡ δὲ εὐλύγιστος θεραπαινὶς, ψιθυρίσασα τὸ τῆς παροιμίας, «κατὰ τὴ φωνὴ νά τον κι’ ὅλας,» ἐπέταξεν ὡς ἀστραπὴ ἔξω τοῦ ἀφυπνωτηρίου καὶ ἔκλεισε τὴν θύραν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄.

Ὁ ἀληθὴς ἔρως τῶν γυναικῶν τοῦ συρμοῦ,
ἢ τὸ κίτρινον φόρεμα τοῦ χοροῦ.

Πολλὴν ὥραν ἀκόμη περιέμενεν ἀνυπομόνως ὁ Καλλίστρατος ἐν τῇ αἰθούσῃ, καθήμενος μετὰ τῆς μητρὸς τῆς Σουλτανίτζας, καὶ ἰσάζων συνεχῶς ποτὲ μὲν τὸν πολύπτυχον καὶ πλατὺν αὑτοῦ λαιμοδέτην, ποτὲ δὲ τὰ ἐστιλβωμένα καὶ στενὰ ἀχυρόχροα αὑτοῦ χειρόκτια, ἄλλοτε δὲ ἀποχωρίζων ἀπ’ ἀλλήλων τοὺς μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας συνεστραμμένους βοστρύχους τῆς κόμης αὑτοῦ. Παίζων δὲ τὴν ἀπὸ χρυσῆς ἀλύσου ἐξηρτημένην ἀπὸ τοῦ τραχήλου αὑτοῦ διόπτραν, ἢ κτυπῶν τὸ ἔδαφος μετὰ ῥυθμοῦ καὶ μέλους διὰ τοῦ κομψοῦ αὑτοῦ ῥαβδίου, καὶ ἅμα ὑποτονθορύζων θεατρικόν τι μέλος, καὶ κινῶν τὴν κεφαλὴν ἀπεκρίνετο μηχανικῶς εἰς τὰς ἐρωτήσεις τῆς γραίας, ἀπαντῶν πολλάκις ἄλλα ἀντ’ ἄλλων, ὡς ἔχων τὸν νοῦν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅλως προσηλωμένους εἰς τὴν θύραν, ἐξ ἧς ἀνέμενε νὰ προκύψῃ τὸ εἴδωλον τῆς καρδίας αὑτοῦ. Ἐπὶ τέλους ἐλαφρὸν βάδισμα μόλις ἀκουομένων βημάτων, καὶ χάριεν φουρφούρισμα χαμαὶ συρομένου μεταξωτοῦ ἀνήγγειλαν τὴν παρουσίαν τῆς ἐρασμίας Δεσποίνης. Ὁ δὲ Καλλίστρατος, ἐγερθεὶς μετὰ σπουδῆς, καὶ λυγίσας τὸ σῶμα διὰ νὰ χαιρετήσῃ χαριέντως τὴν ἐξερχόμενην Σουλτανίτζαν, ὤθησε διὰ τοῦ ἀγκῶνος τὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης ἀποτεθειμένον πῖλον αὑτοῦ, ὁ δὲ πῖλος ἀντωθήσας τὸ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἱστάμενον πλῆρες ἀνθέων κρυστάλλινον ἀγγεῖον, τοῦτο μὲν ἀνατρέψας συνέτριψε, τὰ δὲ ἐν αὐτῷ ἄνθη μετὰ τοῦ ὕδατος ἐσκόρπισεν κατὰ τῆς τραπέζης καὶ κατὰ τοῦ τάπητος τοῦ ἐδάφους· καὶ ὁ μὲν Καλλίστρατος, ἀφήσας ἡμιτελῆ τὸν χαιρετισμὸν, ἔτρεχε κατόπι τοῦ διὰ πάσης τῆς αἰθούσης κυλιομένου πίλου· ἡ δὲ Σουλτανίτζα, ὑποκρύψασα τὴν δυσαρέσκειαν αὐτῆς διὰ τὴν στέρησιν τοῦ ὡραίου ἀγγείου, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει προσφιλὲς ἐνθυμητήριον παρὰ τοῦ γραμματέως τῆς ἐν Ἀθήναις Γαλλικῆς πρεσβείας, πρὸς μὲν τὴν μητέρα αὐτῆς ἔῤῥιψε βλέμμα ὑπεμφαῖνον, πόσον ἀγροῖκον ἐθεώρει τὸν Καλλίστρατον, ἐκτείνουσα δὲ τὴν χεῖρα πρὸς αὐτὸν, εἶπε μετὰ βεβιασμένης χάριτος καὶ πλαστῆς ἀδιαφορίας «μικρὸν καὶ ἀδιάφορον πρᾶγμα, Κύριε Καλλίστρατε, πρὸ πολλοῦ εἶχον σκοπὸν ν’ ἀντικαταστήσω ἀντὶ τοῦ ἀγγείου τούτου ὡραῖόν τι Κιναϊκὸν τοῦ τελευταίου συρμοῦ, τὰ ὁποῖα κατ’ αὐτὰς ἔφεραν ἐκ τῆς Ἀγγλίας» καὶ παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ καθίσῃ.
Ὁ Καλλίστρατος, ἀφοῦ εἶπέ τινας ἀνοησίας διὰ νὰ δικαιολογηθῇ, μόλις συνελθὼν ἕνεκα τῶν ἐπανηλειμμένων διαβεβαιώσεων τῆς Σουλτανίτζας περὶ τῆς μηδαμινότητος τοῦ τυχαίου τούτου συμβεβηκότος, ὑπακούσας τέλος ἐκάθισε πλησίον αὐτῆς ἐπὶ τοῦ ἀνακλιντηρίου, καὶ ἤρχισε πάλιν νὰ ἰσάζῃ ὅ,τι ἐκ τῆς στολῆς αὐτοῦ εἶχε βάλει εἰς ἀταξίαν ἡ πρὸ μικροῦ βιαία τοῦ νεανίου κίνησις· μετά τινων δὲ λεπτῶν σιωπὴν ἀμφοτέρων ὁ Καλλίστρατος ἤρχισε πρῶτος νὰ λέγῃ πρὸς τὴν Σουλτανίτζαν ὑπερβολικά τινα ἐγκώμια περὶ τοῦ καλλωπισμοῦ αὐτῆς. Ἀλλ’ ἡ Σουλτανίτζα, ὑπομειδιῶσα βεβιασμένως, καὶ συστρέφουσα χαριέντως τὸν λαιμὸν, «φαίνεται, εἶπε, Κύριε, ἔχετε διάθεσιν σήμερον νὰ ἀστειεύησθε·» «καὶ διατί; Κυρία,» ἠρώτησεν ὁ Καλλίστρατος, ἀναφουφουλίζων διὰ τῆς χειρὸς τὸ πυκνὸν αὐτοῦ γένειον, ἢ δίδων διὰ τοῦ στρυψίματος εἰς τὸν μύστακα αὑτοῦ τὸ σχῆμα τοῦ ἀγκίστρου. «Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν, ἐπανέλαβεν ἡ Σουλτανίτζα, νὰ εὑρίσκητε καλὸν τὸν σημερινόν μου καλλωπισμὸν, ἐν ᾧ ἐγὼ σήμερον εὑρίσκομαι ἀκόμη ἐνδεδυμένη τὴν χθεσινὴν ἐνδυμασίαν, καὶ οὕτε κἂν ἐκτενίσθην, οὕτε ἐνίφθην;»
– Παράξενον πρᾶγμα! καὶ μολοντοῦτο ἔχετε τὰ μαλλία τοσοῦτον καλῶς ἰσασμένα καὶ ἀκριβῶς βοστρυχισμένα, ὥστε νομίζει τις, ὅτι ταύτην τὴν στιγμὴν ἐξῆλθε τοῦ ἀφυπνωτηρίου ὑμῶν ἡ κομμώτρια τῆς Δουκίσσης τῆς Αὐρηλίας.
– Πόσον φαίνεσθε κατὰ πᾶσαν περίστασιν, ὅτι ἀνετράφητε μεταξὺ τοῦ μεγάλου κόσμου τῆς πρωτευούσης τῆς φιλοκαλίας! ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην ἠπατήθητε· ἡ δὲ ἀπάτη ὑμῶν προέρχεται πρῶτον, ἐκ τοῦ ὅτι φυσικῶς τὰ μαλλία μου εἶναι ὁμαλὰ καὶ ἁπαλὰ· καὶ δεύτερον, διότι δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς δὲν ἔπεσα εἰς τὴν κλίνην, καὶ ἐπομένως τὰ μαλλία μου ἔμειναν ὡς ἦσαν ἀπὸ χθὲς τὸ πρωΐ.
– Ἀνεγινώσκετε φαίνεται, τὰς περὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ παρατηρήσεις τοῦ περιφήμου τῆς Πελοποννήσου Οἰκονομολόγου, τοῦ ἀνθρώπου τῆς μεγάλης πήρας;
Ἡ Σουλτανίτζα ἀφήσασα ἐλαφρὸν στεναγμὸν, αἴ! εἶπεν, οὐσιωδέστεραι φροντίδες παρὰ ἡ πήρα τοῦ Οἰκονομολόγου κατεσπάραττον τὴν τεθλιμένην ψυχήν μου· καὶ συγχρόνως ἔνευσεν ἐπιτηδείως πρὸς τὴν μητέρα αὑτῆς, ἥτις προσποιηθεῖσα, ὅτι ἀποκρίνεται εἰς τὴν καλοῦσαν αὐτὴν ὑπηρέτριαν καὶ εἰποῦσα, ἔρχομαι Πλουμοῦ, ἐξῆλθε τῆς αἰθούσης.
– Μὲ κακοφαίνεται λοιπὸν, ἀξιέραστος Σουλτανίτζα, εἶπεν ἐναβρυνόμενος ὁ Καλλίστρατος, ὅτι ἀκουσίως ἴσως εἶμαι ὁ πρωταίτιος τῆς ἀγρυπνίας ὑμῶν καὶ τῶν στεναγμῶν· ναὶ, ἐπιθυμῶ μὲν νὰ μὲ ἀγαπᾶτε ἐγκαρδίως, ἀλλ’ οὐχὶ ποτὲ, Θεὸς φυλάξοι, χάριν ἐμοῦ νὰ βλαφθῇ ἡ πολύτιμος ὑγεία ἐκείνης, τῆς ὁποίας ὅλα τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθὰ δὲν εἶναι ἀντάξια.
– Ἡ Σουλτανίτζα, καί τοι τοσαύτης τέχνης καὶ ἐπιτηδειότητος κάτοχος, ὀλίγον ἔλειψεν ὅμως νὰ ἐκραγῇ εἰς γέλωτα, ἀκούσασα τὴν αἰτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Καλλίστρατος ἀπέδιδε τὴν ἀγρυπνίαν αὐτῆς· ἀλλὰ δράξασα τὴν νέαν ταύτην εὐκαιρίαν ἀπήντησεν ἀμέσως.
– Αἴ! ὅταν ἡ εὐαίσθητος γυνὴ ἀφοσιωθῆ εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἅπαξ ἡ καρδία αὐτῆς ἔτυχε νὰ ἐκλέξῃ, νομίζει εὐτυχίαν ὅσας δι’ αὐτὸν δοκιμάζῃ θλίψεις καὶ δυστυχίας· ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, αἱ τρικυμίαι, τὸ πῦρ καὶ ὁ σίδηρος δὲν δύνανται νὰ κλονίσωσι τὴν ἀμετάτρεπτον αὐτῆς σταθερότητα· τὸ νὰ γίνῃ θῦμα τοῦ εἰλικρινοῦς αὑτῆς ἔρωτος, προξενεῖ εἰς αὐτὴν ἀγαλλίασιν· ὁ θάνατος εἶναι δι’ αὐτὴν χαρὰ, διότι φέρει μεθ’ ἑαυτῆς τὴν ἰδέαν τοῦ ὑπ’ αὐτῆς λατρευομένου εἰδώλου· αἴ! Καλλίστρατε, διὰ νὰ αἰσθανθῇ τις ἀληθῶς τὸν ἔρωτα, πρέπει νὰ ἦναι γυνὴ! μόναι ἡμεῖς αἱ γυναῖκες ἐγεννήθημεν πρὸς τοῦτο· τινὲς μάλιστα ἐξ ἡμῶν, καὶ κατ’ αὐτὸν ἀκόμη τὸν αἰῶνα τῆς διαφθορᾶς καὶ ἰδιοτελείας εἶναι, φαίνεται, προωρισμέναι, ὡς ἐγὼ, διὰ νὰ δείξωσιν, ὅτι ἐπλάσθημεν ὡς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς τῆς εἰλικρινοῦς ἀφοσιώσεως καὶ τῶν τρυφερωτέρων αἰσθημάτων ἀφιλοκερδοῦς ἔρωτος· τοιαύτη ὑπῆρξα ἀφ’ ὅτου σὲ εἶδον, καὶ ὅλα ταῦτα τὰ δεινὰ ἔλαβον πρὸ ὀφθαλμῶν ἐξ ὅτου ἡ καρδία μου μὲ ἠνάγκασε νὰ σὲ λατρεύω· ἡ καρδία μου! ἥτις διὰ πρώτην φορὰν ᾐσθάνθη τὰ φλογερὰ βέλη τοῦ ἔρωτος ἐξ αἰτίας σου. Ἀλλ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ θλίβει, εἶναι αἱ κακαὶ γλῶσσαι τῶν ἀνθρώπων, αἵτινες χέουσιν εἰς τὸ ποτήριον τῆς εὐτυχίας μου φάρμακα, τῶν ὁποίων ἤθελα γευθῆ εὐχαρίστως τὴν πικρίαν, ἐὰν δὲν ἀνεμίγνυον κακεντρεχῶς καὶ τὸ μόνον ἐράσμιον πρᾶγμα τῆς ζωῆς μου, τὸ ὄνομά σου. Μετὰ τὸν πρὸ τριῶν ἡμερῶν μάλιστα χορὸν τῆς Αὐλῆς βλέποντές με πενιχρῶς καλλωπισμένην εὑρῆκαν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐκσφενδονίσωσι πικροτάτας κατὰ σοῦ κατηγορίας, λέγοντες, ὅτι οὔτε ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ, οὔτε ἡ Εὐρωπαϊκὴ ἀνατροφὴ καὶ συμπεριφορὰ, οὔτε ἡ περίνοια, οὔτε τὰ ἔξοχα προτερήματα, οὔτε τέλος αἱ μεγάλαι σχέσεις καὶ αἱ ὑψηλαὶ γνώσεις τοῦ Καλλιστράτου ἔπρεπε νὰ ἐπιτρέψωσιν εἰς αὐτὸν τὸ νὰ ἀφήσῃ ἐκείνην, τὴν ὁποίαν λέγει, ὅτι ἀγαπᾷ, νὰ παρουσιασθῇ εἰς βασιλικὸν χορὸν τοσοῦτον ἀφιλοκάλως καὶ εὐτελῶς ἐνδεδυμένη, ὁπότε αὐτὸς ἦτον, ὡς καὶ πάντοτε, τὸ περιβλεπτότερον καθ’ ὅλα πρόσωπον τῆς βασιλικῆς ταύτης συναναστροφῆς. Αἱ τοιαῦται φλυαρίαι μοῦ κατεσπάραξαν, σὲ βεβαιῶ, τὴν ψυχὴν, φίλτατε Καλλίστρατε, καὶ ἐπειδὴ ἡ μεγαλῃτέρα μου εὐχαρίστησις εἶναι νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν διὰ τὸ ὄνομά σου, ἀπεφάσισα, διὰ νὰ ἀποστομώσω τὰς κακὰς γλώσσας τῶν φθονερῶν ἠμῶν ἐχθρῶν, νὰ ὑποθηκεύσω τὴν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ὁ μακαρίτης πατήρ μου μὲ ἀφῆκεν ὡς μόνην μου προῖκα, καὶ λαβοῦσα δέκα χιλιάδας δραχμῶν νὰ φέρω ἐκ Παρισίων ἓν κίτρινον φόρεμα ἀπαράλλακτον ἐκείνου, τὸ ὁποῖον προχθὲς ἡ Βασίλισσα ἐφόρει κατὰ τὸν χορὸν, καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἀναγκαῖα εἰς λαμπρὰν ἐνδυμασίαν, ἀξίαν τοῦ ὀνόματος ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἡ καρδία μου λατρεύει.
Ταῦτα εἰποῦσα ἡ Σουλτανίτζα, καὶ ῥίψασα βλέμμα φλογερὸν μετὰ στεναγμῶν ἐπὶ τοῦ Καλλιστράτου, ἔλαβε τὸ λευκὸν αὑτῆς μανδύλιον καὶ προσεποιήθη, ὅτι ἐσπόγγιζε τὰ δάκρυα.
Αἱ γοητευτικαὶ ἐκφράσεις τῆς Σουλτανίτζας, ὁ σφοδρὸς ἔρως, ὑπὸ τοῦ ὁποίου ἐπίστευσεν ὁ Καλλίστρατος, ὅτι ἡ ἀξιέραστος αὕτη Δέσποινα καταφλέγεται δι’ αὐτὸν, ἡ νομιζομένη ἀναξιοπάθεια, οἱ στεναγμοὶ καὶ ἐπὶ τέλους τὰ δάκρυα τῆς ἐρωμένης αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ Καλλίστρατος ἐφαντάζετο, ὅτι καὶ εἶδε καταῤῥέοντα, ταῦτα πάντα ἐξῆψαν ἐπὶ τοσοῦτον τὴν φαντασίαν καὶ φιλαυτίαν τοῦ υἱοῦ τοῦ Τραπεζουντίου ἀγωγιάτου, ὥστε νομίσας καιρίαν εἰς ἑαυτὸν προσβολὴν τὴν ὑποτιθεμένην περιφρόνησιν τῆς ἐρωμένης αὐτοῦ, ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως λαμπρῶν φορεμάτων, ἠγέρθη βιαίως «καὶ πῶς, ἔκραξε, πρόκειται λόγος περὶ λαμπρῶν φορεμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ προμηθευθῶσι διὰ χρημάτων, καὶ γίνεται τοῦτο αἰτία νὰ θλίβεσαι σὺ, ἕνεκα τῆς ὁποίας εἶμαι πρόθυμος νὰ θυσιάσω ὅλον τὸν κόσμον; καὶ πῶς δίδεται, ἐν ᾧ ἔχω τὴν εὐτυχίαν νὰ γνωρίζω θετικῶς, ὅτι κατατήκεσαι ὑπὸ τοιούτου σφοδροῦ πρὸς ἐμὲ ἔρωτος, ἔπειτα νὰ μὲ λέγῃς, ὅτι ἔχεις σκοπὸν νὰ ὑποθηκεύσῃς τὴν οἰκίαν σου, ὅτε δύνασαι νὰ διαθέσῃς ἐλευθέρως ὅλην ἐμοῦ τὴν περιουσίαν, ὅτε ἐγὼ αὐτὸς εἶμαι ἕτοιμος καὶ δοῦλος νὰ πωληθῶ, χρείας τυχούσης, διὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθῇς εἰς τὸ παραμικρόν; Ὁ τρόπος σου οὗτος ἀποδεικνύει, ὅτι δὲν ἐγνώρισας εἰσέτι, ὅτι καὶ ὁ ἰδικός μου ἔρως δὲν εἶναι τελείως κατώτερος τοῦ πρὸς ἐμὲ σφοδροῦ ἔρωτός σου! Οὐχὶ, οὐδέποτε θέλω ἀνεχθῆ τὴν τοιαύτην ὑποθήκευσιν τοῦ κτήματός σου, ἥτις εἶναι ὕβρις εἰς ἐμέ! αὔριον ἀναχωρεῖ τὸ διὰ Μασσαλίαν ἀτμόπλουν, καὶ ἑτοίμασον τὴν σημείωσιν οὐ μόνον ἑνὸς κιτρίνου φορέματος ἀπαραλλάκτου πρὸς ἐκεῖνο τῆς βασιλίσσης, ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν ἀναλόγων τοῦ τοιούτου φορέματος κοσμημάτων, καὶ εἴτινος ἄλλου ἔχεις χρείαν διὰ νὰ πέμψω αὐτὴν ἀμέσως εἰς Παρισίους, καὶ σὲ βεβαιῶ, ὅτι κατὰ τὸν πρῶτον τῆς αὐλῆς χορὸν, θέλεις παρουσιασθῆ λαμπροτέρα καὶ ὡραιοτέρα οὐχὶ μόνον τῆς βασιλίσσης τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν βασιλισσῶν τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς Πομαρέτης τῆς Βασιλίσσης τοῦ Ταχίτι.»
– Τὴν μὲν πρότασίν σου νὰ σὲ δώσω δηλαδὴ τὴν σημείωσιν διὰ νὰ γράψῃς εἰς Παρισίους δέχομαι εὐχαρίστως, καὶ τοῦτο διὰ νὰ μὴ σὲ δυσαρεστήσω, ἀλλ’ ἐπὶ συμφωνίᾳ τοῦ νὰ λάβῃς σὺ τὸ κτῆμά μου εἰς ὑποθήκην.
– Σὲ παρακαλῶ, ἀξιέραστε Σουλτανίτζα, μὴν ὐβρίζης τὸν ἔρωτά μου διὰ προτάσεων ἀναξίων τῆς μεγαλοπρεπείας τοῦ χαρακτῆρός μου· ἐξ ἐναντίας καθικετεύω νὰ δεχθῇς τὸν στολισμὸν τοῦτον ὡς μικρὸν δῶρον, ἐκ μέρους μου διὰ τὴν πλησιάζουσαν ἐορτὴν τῶν Γενεθλίων μου.
– Οὐδέποτε, οὐδέποτε θέλω στέρξει τὸ τοιοῦτον.
Ἀλλ’ ὁ Καλλίστρατος γονατίσας ἐνώπιον τῆς Σουλτανίτζας, καὶ λαβὼν τὴν χεῖρα αὐτῆς ἐντὸς τῶν δύο αὐτοῦ χειρῶν καὶ σφίγγων μεθ’ ὅσης εἶχε δυνάμεως ἔκραξε: δὲν θέλω ἐγερθῆ ἐντεῦθεν, ἐὰν σκληρὰ δὲν συγκατανεύσῃς εἰς τὴν αἴτησίν μου ταύτην.
Ἡ Σουλτανίτζα, καί τοι διατεθειμένη νὰ παρεκτείνῃ τὴν σκηνὴν ταύτην, ἀλλ’ αἰσθανομένη τὴν χεῖρα αὐτῆς σφοδρῶς πιεζομένην μεταξὺ τῶν στιβαρῶν παλαμῶν τοῦ Τραπεζουντίου ἐραστοῦ, ἔκραξεν «ὤ! … δέχομαι ὅ,τι θέλεις,» καὶ ὁ Καλλίστρατος ἀσπασθεὶς τὴν ἐκ τῆς συνθλίψεως παρ’ ὀλίγον συντριβεῖσαν χεῖρα τῆς ἐρωμένης αὑτοῦ ἠγέρθη ὄρθιος· ἀλλ’ ἡ ἱπποτικὴ εὐκινησία, δι’ ᾗς ἀνετινάχθη, ἔγινεν αἴτιος νὰ διασπασθῶσι τὰ ὑπότονα (sous-pieds) τῶν περισκελίδων αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἰδὼν ὁ Καλλίστρατος, «Ἰδὲ, σκληρὰ, ἀνέκραξε, πόσον μὲ κατήντησε σκαιὸν ὁ πρὸς σὲ σφοδρὸς ἔρως μου».
Ἡ Σουλτανίτζα ἐμειδίασε χαριέντως, καὶ ταὐτοχρόνως ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἥτις φαίνεται ἐθεώρει ἔξωθεν τῆς θύρας τὴν ἐν τῇ αἰθούσῃ σκηνὴν, ἰδοῦσα τελειωθεῖσαν τὴν κωμῳδίαν, εἰσῆλθε αἴφνης καὶ παραλαβοῦσα τὸν Καλλίστρατον μετέβη εἰς ἕτερον δωμάτιον, διὰ νὰ ῥάψῃ τὰ διασπασθέντα ὑπότονα· ἡ δὲ Σουλτανίτζα ὑπῆγεν εἰς τὸ ἀφυπνωτήριον αὐτῆς διὰ νὰ συντάξῃ τὴν διὰ Παρισίους σημείωσιν.
Μετ’ ὀλίγον ἐπέστρεψεν ὁ Καλλίστρατος εἰς τὴν αἴθουσαν, ὅπου ἡ Σουλτανίτζα πλήρης φαιδρότητος καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπεδέχθη αὐτόν. Καὶ οὗτος μὲν λαβὼν τὴν περὶ ἧς ὁ λόγος σημείωσιν ἀνεχώρησεν· ἐν ᾧ δὲ ὁ Καλλίστρατος κατέβαινεν ἀκόμη τὴν κλίμακα, ἡ Σουλτανίτζα ἐῤῥίφθη ἐπὶ τοῦ σκίμποδος, καὶ ξεκαρδιζομένη ὑπὸ τοῦ γέλωτος ἔκραζε κατ’ ἐπανάληψιν «ἐμβῆκεν εἰς τὸν σάκκον ὁ ἀνόητος· κατὰ τὸν προσεχῆ χορὸν τῆς Αὐλῆς θέλω φορέσει ἓν κίτρινον φόρεμα ἀπαράλλακτον πρὸς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡ Βασίλισσα προχθὲς ἐφόρει!!!!»
(τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *