Πολέμης Ιωάννης: Απλός Λιτός & Πλούσιος

Βιογραφικό

     Ανήκει στη γενιά του Παλαμά, του Καμπά και του Δροσίνη, με τους οποίους επιχείρησαν τη ποιητικήν ανανέωση του καιρού τους και την υποκατάσταση του ρομαντικού κλίματος. Έμεινε -λόγω της γλώσσας που χρησιμοποίησε- ως το δημοτικόν αντίστοιχο του ρομαντισμού, με τον Α. Παράσχο.

     Γεννήθηκε το 1862 στην Αθήνα. Η καταγωγή του δικαστή πατέρα του ήταν από την Άνδρο, ενώ η μητέρα του ήταν Αθηναία κι οι δύο οικογένειες πάντως είχανε ρίζες βυζαντινές. Ανέπτυξε από νωρίς φιλικούς δεσμούς με τον Σουρή, τον Κρητικό ποιητή Εμμανουήλ Στρατουδάκη και τον Δημήτριο Καμπούρογλου. Όταν ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές εντάχθηκε στο σύλλογο νέων “Αι Μούσαι”. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων, παρακολούθησε για δύο χρόνια αισθητική και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι.
Επιστρέφοντας, χρημάτισεν υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας κι από το 1915, γραμματέας της Σχολής Καλών Τεχνών. Τα πρώτα ποιήματά του, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, τα έγραψε στη καθαρεύουσα. Πέθανε στην Αθήνα 28 Μάη 1924 από βρογχοπνευμονία και μ’ έρανο των αναγνωστών του περιοδικού ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ στήθηκεν η προτομή του στο Ζάππειο. Τιμήθηκεν επίσης το 1918, με το Εθνικόν Αριστείο Γραμμάτων και βραβεύτηκε, προγενέστερα, σε ποικίλους θεατρικούς και ποιητικούς διαγωνισμούς.

     Θεωρήθηκε πρώιμη ποιητική ιδιοφυΐα μια κι άρχισε να γράφει 13 ετών και τονε σταμάτησε ο θάνατος. Υπήρξεν εργατικός, παραγωγικότατος, ευαίσθητος, ερωτικός και τρυφερός, σε γλώσσα απλή και κατανοητή, με ρομαντικό επίχρισμα κι ηθική πρόθεση. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και καλοσύνη, στοιχεία άλλωστε που χαρακτήρισαν και την ίδια του τη ζωή. Ο Πολέμης εντάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή που αντιτάχτηκε στην υπερβολή και τον άκρατο ρομαντισμό, ενώ παράλληλα καθιέρωσε (όπως οι Παλαμάς, Δροσίνης) τη δημοτική γλώσσα στη ποίηση. Είναι ποιητής των χαμηλών τόνων, αισθηματικός, μελωδικός λυρικός και δραματικός. Το έργο του, που είχε πρωτοφανή λαϊκή απήχηση, διακρίνει μελωδικός στίχος, απλότητα κι αβίαστος συμβολισμός. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν. Το 1918 τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων για τη προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Έγραψε ακόμα δράματα, ποιήματα για παιδιά, λίγα διηγήματα, ενώ επιμελήθηκε ποιητικές ανθολογίες.

——————————————————————————————

          Χαμένα Χρόνια

Αχ! και να γύριζαν, να ‘ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ’ αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να ‘ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.

Ποτάμι που ‘τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ’ άφωτα βάθη
κι ως και το χνάρι του για πάντα ‘χάθει.
 
Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να ‘σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου, ως τη θανή μου
 
Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα να ‘χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ’ αγαπήσω…
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!

        Το Κρυφό Σχολειό

Απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.

Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγρικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει.

Κι απ’ την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που βούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από τη σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ’ των προγόνων τ’ άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,

ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευτεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει
».

                         Καρυάτιδες

Μπροστά στις Καρυάτιδες, τις μαρμαρένιες κόρες,
σταθήκαμε θαυμάζοντας κι οι δυο μας ώρες κι ώρες.

Ακίνητα τα μάτια σου έδειχναν κάποια λύπη
για κείνη που μας έκλεψαν κι από τις άλλες λείπει,

στη ξενιτιά, στην σκοτεινιά, στα πέρατα του κόσμου.
Μα εγώ τις έβρισκα σωστές, όλες σωστές εμπρός μου

κι έλεγα πως θα γύρισε κι εκείνη από τα ξένα
γιατί μετρούσα, αγάπη μου, μαζί μ’ αυτές και σένα.

                      Η Λεύκα

Τη θυμάσαι τη λεύκα μας; Παιγνιδιάρα στην αύρα
φιλικάμας προστάτευεν απ’ του ήλιου τη λαύρα,
και με χάρη σαλεύοντας τη ψηλή κορυφή της
εψιθύριζε πρόσχαρη τη χαρά τη κρυφή της
και σκορπούσε το γέλιο της στους φραγμούς και στ’ αμπέλια.

Γιατί τότ’ αποκρίνονταν στα δικά σου τα γέλια.

Χθες επέρασα μόνος μου -τι δε κάνουν τα χρόνια!-
βασιλεύει τριγύρω της ερημιά, καταφρόνια!
Κι η θεόρατη λεύκα μας, που τον πόνο μου ξέρει,
με μια θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ’ αγέρι
και σκορπα το παράπονο μες στου ήλιου το κάμα…

Γιατί τώρ’ αποκρίνεται στο δικό μου το κλάμα.

              Με Το Τραγούδι…

Με το τραγούδι ορμούν, λογχίζουν, στρώνουνε
κορμιά βαρβάρων οι ήρωες εκείνοι.
Ένα τραγούδι είν’ η ζωή τους σήμερα
κι η νίκη τους ένα τραγούδι θ’ απομείνει.

Με το τραγούδι ορμούν, λογχίζουν, πέφτουνε
κορμιά μαρτύρων, οι ήρωες εκείνοι.
Ένα τραγούδι είναι γι’ αυτούς ο θάνατος
κι η μνήμη των ένα τραγούδι θ’ απομείνει.

                Νερωμένο Κρασί

Ό,τι κι αν είχε το ‘χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του,
τίποτε δε τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ τη καρδιά του
κι η υπομονή μαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.

Όπως τα λείψανα περνούν, περνά αργά ο καιρός του
και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στη ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι μπρος του
του κάκου κει κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.

«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ’ το ξανθό
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;

Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά
…»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια, του απαντά:

«Τί φταίω ‘γω αν τα δάκρυα, π’ απελπισμένος χύνεις,
πέφτουνε στο ποτήρι σου, σταλαματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τί φταίω ‘γω κι αν δε μεθάς, τί φταίω ‘γω κι αν κλαις

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *