Βιογραφικό
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτριου Σύψωμου, που γεννήθηκε στη Χίο το 1879, μα έζησε και μεγάλωσε στον Πειραιά.

Ο πατέρας του λεγόταν Θεόδωρος Σύψωμος κι η μητέρα του Ζηνοβία. Γεννήθηκε το 1879 στα Καρδάμυλα της Χίου και λίγα χρόνια αργότερα, μετακόμισε με την οικογένειά του πρώτα στην Ερμούπολη της Σύρου και το 1884 στον Πειραιά. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών αλλά δεν πήρε το πτυχίο λόγω βαρειάς ασθένειας. Από το 1900 αφοσιώθηκε στην ποίηση και ξεκίνησε να μελετά ελληνική και ξένη λογοτεχνία κυρίως δε τους Γάλλους και Άγγλους λυρικούς, τα έργα των οποίων διάβαζε από το πρωτότυπο. Έμεινε για μικρά χρονικά διαστήματα στο Παρίσι, στο Λονδίνο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και στον Α΄ Παγκ. Πόλ. ενώ πήρε μέρος και στη κίνηση για τη δημοτική γλώσσα κι υπήρξε από τους ιδρυτές της Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης ή κίνησης που ‘χε σκοπό την επικράτηση του Σοσιαλισμού και του Δημοτικισμού.
Μετά τις γυμνασιακές σπουδές γράφτηκε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρρώστησεν όμως σοβαρά την εποχή των διπλωματικών κι έτσι ποτέ του δεν απέκτησε πτυχείο. Γενικά είχεν αδύνατη κράση, μάλιστα ο Βουτυράς τον αποκάλεσε “σκια” και τον ίδιο, όταν το 1921, εξέδωσε τη ποιητική του συλλογή Σκιες. Για ένα διάστημα ταξίδεψε στη Γαλλία, την Ιταλία κι Αγγλία. Γνώριζεν επίσης θαυμάσια την ευρωπαϊκή φιλολογία, δεν έγραψεν όμως παρά μόνο ποιήματα λίγα, γιατί τον απασχολούσε πολύ η τεχνική τους επεξεργασία και του αναγνωρίστηκε άλλωστε πως πέτυχε υποβλητική μουσικότητα. Ποιήματα που καλλιεργούσανε τον ελεγειακό και λυπημένο λυρισμό, όχι από πρόθεση, αλλά γιατί η ιδιοσυγκρασία του ήτανε τέτοια, που τον έκαμε να βλέπει τη ζωή από τη μελαγχολική της πλευρά.
Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Το 1920 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Σκιές, που ήταν η μοναδική συλλογή του που εκδόθηκε ενόσω ζούσε. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε, με φροντίδα του αδερφού του Θεόδωρου (σ.σ. ο πατέρας κι ο αδελφός του είχαν το ίδιο όνομα – Θεόδωρος), η ποιητική συλλογή Μουσικές φωνές (1934) που τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών την επόμενη χρονιά. Το 1956 εκδόθηκαν τα Άπαντα του, με εισαγωγή για τη ζωή και το έργο του, τα ποιήματα των δύο συλλογών του, την αλληλογραφία του, κριτικά υπομνήματα σχετικά με το έργο του κ.ά.
Έχει ασχοληθεί και με μεταφραστικό έργο, ήταν άνθρωπος μελαγχολικός κι έζησε μοναχική ζωή μακρyά από τους κοινωνικούς κύκλους και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, όπως της Φρεαττύδας του Πειραιά και στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το συμβολισμό, διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, είχε προσωπικούς φίλους τους λογοτέχνες Δημοσθένη Βουτυρά, Κώστα Βάρναλη, Κώστα Πασαγιάννη, Γεράσιμο Σπαταλά, Φώτο Γιοφύλλη κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης με διάφορα περιοδικά π.χ. το περιοδικό «Τέχνη», το περιοδικό «Διόνυσος», «Παναθήναια», «Νέα Ζωή» κ.ά.

Το 1923 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία, στην επί της οδού Ποδαλειρίου 17 οικία του στον Πειραιά, το Σάββατο, στις 3 Δεκέμβρη 1932. Η κηδεία του έγινε την επομένη μέρα, Κυριακή, στις 4 Δεκέμβρη 1932, παρόντος του Δημάρχου Πειραιά, Μιχ. Ρινόπουλου. Ο δήμαρχος είπε ότι ο Δήμος Πειραιά θα καθιερώσει στη μνήμη του, λογοτεχνικό διαγωνισμό και θα ονομάσει με το όνομά του, δρόμο της πόλης τους (το όνομά του, δόθηκε σε οδό στη περιοχή Πειραϊκή-Χατζηκυριάκειο). Ο Πορφύρας ήταν πρώτος εξάδελφος (από την πλευρά της μητέρας του), με τον αρχιτέκτονα και Ακαδημαϊκό Δημήτρη Πικιώνη και με το δημοσιογράφο και συνιδρυτή της εφημερίδας Το Βήμα Γεώργιο Συριώτη.
Ήτανε ντροπαλός, ήρεμος, πλούσιος γιατί είχε πάρα πολλά ενώ χρειαζότανε λίγα και του άρεσε να περπατά στη Φρεαττύδα και να συχνάζει στις εκεί ταβερνούλες συνομιλώντας με τους θαμώνες. Μια φορά τη βδομάδα, πήγαινε στην Αθήνα, να βρει τις φιλολογικές παρέες του και δε του άρεσε να μιλά για τα προσωπικά του. Από μικρός είχε ποιητική κλίση κι ενθουσίασε τον θείο του Παύλο Νιρβάνα, ο οποίος τον έμπασε στα τότε λογοτεχνικά περιοδικά.
Πέθανε εν μέσω γενικού πένθους και συμπάθειας, στις 4 Δεκεμβρίου 1932, από εσωτερική αιμορραγία, ένεκα έλκους στομάχου, σε ηλικία 53 ετών. Το 1938 σε πολύ συγκινητική τελετή, ο Δήμος Πειραιά έστησε τη προτομή του στη Πλατεία Φρεαττύδας, που έκτοτε πήρε τ’ όνομά του. Το μνήμα του, στο νεκροταφείο της Ανάστασης Πειραιά, φιλοτέχνησε ο εξάδελφος του αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης.
Ο Πορφύρας υπήρξε, ο γνησιότερος και συνεπέστερος ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες συμβολιστές ποιητές. Ο Συμβολισμός, με όλα όσα προϋποθέτει, δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς σχολή ή τεχνοτροπία, ανάμεσα στις άλλες, που την ακολούθησε σε φάση της δημιουργίας του, τη πιο γόνιμη έστω και τη πιο σημαντική, όπως π.χ. ο φίλος του ο Χατζόπουλος, αλλά ήταν είδος πίστης κι ακλόνητης στάσης απέναντι στη ζωή και στη ποίηση, συνυφασμένης με το ψυχισμό και τη προσωπικότητά του. Γι’ αυτό κι επινοεί και χρησιμοποιεί με τρόπο αβίαστο και φυσικό τα σύμβολά του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο κι η ποίησή του αναβλύζει μονότροπη, συγχρόνως όμως και τόσο ειλικρινής.

Αυτή είναι, η κυριότερη αιτία που η λιγοστή, χαμηλόφωνη και διακριτική ποίησή του άφησε φανερά τα ίχνη της στη 2η γενιά των Ελλήνων συμβολιστών ποιητών. Οι απηχήσεις της, όχι και τόσο αισθητές με τη πρώτη ματιά, πάντως υπαρκτές στο έργο του Καρυωτάκη, γίνονται περισσότερο ευδιάκριτες στο έργο των ποιητών που ακολούθησαν συνειδητά, βαθαίνοντας τη κοίτη του, με το ρεύμα του Συμβολισμού κι έφεραν ακόμα πιο κοντά τη ποίησή τους με τη μουσική. Έτσι, τη ποιητική του δημιουργία προϋποθέτουν ορισμένα τουλάχιστον, αλλά από τα καλύτερα ποιήματα του Φιλύρα (Εαρινό, Καρτέρι, Μπόρα του Μάη κ.ά.), του Ουράνη (Νοσταλγίες, Η ζωντανή νεκρή, Φθινοπωρινό πάρκο, Χινοπωριάτικοι καιροί, Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι κ.ά.), του Λαπαθιώτη (Μελαγχολία, Όταν βραδιάζη, Πόθος, Ήταν ένα βαθύ κ’ εξαίσιο βράδι, Dolente, Απόψε πρόβαλεν ο κάμπος κ.ά.), του Μήτσου Παπανικολάου (Βράδιασμα, Θάλασσα του βορρά κ.ά.).
——————————————————————————————
Η Θαμπωμένη Χώρα
Πολλές φορές στου δειλινού τη μυστική την ώρα
όταν γυρνώ με τη ψυχή βαρειά συλλογισμένη,
πολλές φορές στην ερημιά βγαίνει μιαν άυλη χώρα,
μια χώρα σιωπηλή και πάντα θαμπωμένη…
Τα σπίτια της είναι κλειστά κι είναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μες απ’ τις αυλές, τις ρημαγμένες,
στους τοίχους, στα κατώφλια τους φυτρώνουνε χορτάρια
κι οι στέγες μες στη πράσινη τη μούχλα είναι ντυμένες.
Έτσι είναι. Κι άλλα τα ‘χα δει θαρρώ στα μαύρα ξένα,
άλλα δω πέρα στο χωριό και κάποια στο νησί μου,
κάποια στο δρόμο του γιαλού, σε χρόνια ευτυχισμένα
κι όλα τους κι όλ’ η χώρα αυτή μου λέει για τη ζωή μου…
Α! καθώς μπαίνω στ’ άχαρα τα βραδυνά στενά της
κανένας δεν υπάρχει πια να βγει να μ’ απαντήσει,
εγώ είμαι ο μόνος κι ο στερνός που τα περνώ, διαβάτης.
Θυμάμαι αγάπες, σβήνεται το λίγο φως στη δύση…
Σβήνεται αγάλια, ολότελα! Κι η χώρα η θαμπωμένη
μαζί με κείνο σιωπηλή βυθίζεται μακριά μου…
Γυρνώ σκυφτός… κι αλίμονο! τριγύρω μου δε μένει
παρά η νυχτιά κι η σκοτεινιά κι η ατέλειωτη ερημιά μου…
Φωνές Της Θάλασσας
Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι’ άκρη, τώρα π’ άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιες το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιες το, η ψυχή σου αξένιαστη τόσο πολύ να γίνει
που αν έρθ’ η μοίρα σου η κακιά, να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε, μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Τότε Που Σ’ Είδα Να ‘ρχεσαι…
Τότε που σ’ είδα να ‘ρχεσαι με τ’ άλλα χελιδόνια,
τότε και μόλις ένιωσα για ποια χαρά μιλούσαν
μέσα στα φύλλα τα πουλιά τα πνεύματα στα κλώνια
κι οι πεταλούδες που στο φως νιογέννητες ξυπνούσαν.
Το μονοπάτι διάβαινες κι είχες μια λάμψη τόση,
μια τέτοιαν άνθινη ομορφιά στο νοτισμένο χώμα,
που δίχως άλλο η Άνοιξη θα σ’ είχεν ανταμώσει
και κάτω απ’ τις αμυγδαλιές σε φίλησε στο στόμα.
Επίγραμμα
Εδώ στην έρημη πηγή
που ίσκιος επλανήθη
μιας ομορφιάς ανέγγιχτης,
στα κρουσταλένια βύθη,
για τις νυφούλες του νερού
και στης ιτιάς τον κλώνο
στεφάνι αγριολούλουδα
κρεμώ κι αφιερώνω.
Παρακαλώ τις καλαμιές
με τους αυλούς θλιμένα
να κελαδούν τ’ αμίλητα
λογάκια τα σβησμένα.
Και τη πηγή στο κοίλωμα
του βράχου, κει στην άκρια
να χύνει σα σε λήκυθο
τα μουσικά της δάκρυα.
Το Θέατρο
Δε ξέρω πως να σου το πω,
μα ο δρόμος χθες το βράδυ
μες στη σταχτιά τη συννεφιά,
σα θέατρο είχε γίνει,
μόλις φαινόταν η σκηνή
στ’ ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιες φαινόντανε
μακριά μου οι θεατρίνοι.
Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές
και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά
παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι βγαίναν κι έπαιζαν
τ’ αλλόκοτο τους δράμα
κι άκουγες βόγγους κι άκουγες
και γέλια ευτυχισμένα.
Εγώ δε ξέρω. Βγαίνανε
και σμίγαν και παγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση
και θλιβερή κι ωραία
κι έβγαινε -Θε μου- κι η νυχτιά,
καθώς επαρασταίναν
έβγαινε -Θε μου- κι έρριχνε
τη μαύρη της αυλαία.
H Γιαγιά Μου
Πήραν στρατί-στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλλάρηδες απάνω στ’ άτι.
Και γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσ’ από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σα τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν -ποιος το ξέρει;- κάτι.
Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη
και να της φέρει αθάνατο νερό.
Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ’ απάνω -μια φορά κι έναν καιρό-
ο Αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
Πεῦκα
Νά ῾ταν τὰ πεῦκα τῆς πλαγιᾶς, νὰ μοῦ ῾διναν
ἀπ᾿ τὰ κλαδιά τους τ᾿ ἄμετρα μία στοῖβα,
νά ῾φτιανα σὲ μίαν ἄκρη δίπλα τους
τὴ φτωχική μου κι ἔρημη καλύβα.
Νά ῾ταν τὸ καλοκαίρι νὰ μοῦ δίνανε
τὰ φύλλα νὰ πλαγιάσω τὰ ξερά τους,
μαζί τους νὰ τὸ λέω τὸ τραγούδι τους,
μαζί τους τ᾿ αὐγινὸ τὸ σφύριγμά τους.
Κι ὕστερα τίποτ᾿ ἄλλο. Κι ὅταν θά ῾σβηνε
ἔτσι ἡ ζωή μου ἀπὸ χαρὰ γεμάτη,
λίγα κλαδιά τους πάλι νὰ μοῦ δίνανε,
νὰ γίνουν τὸ στερνό μου τὸ κρεββάτι
Lacrimae rerum
Ἄμοιρη! τὸ σπιτάκι μας ἐστοίχιωσεν
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου τὴν θλιμμένη·
στοὺς τοίχους, στὸν καθρέφτη, στὰ εἰκονίσματα,
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σὰ μόσκου μυρωδιά, κι ἁπλώνεται
καὶ τὸ φτωχὸ σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σὰ φάντασμα, θολὸ κι ἀνέγγιχτο,
κι ὅπου περνᾷ σιγὰ τὸ κάθε ἀγγίζει.
Ὄξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τὴ στέγη μας· καὶ τότε ἀντάμα
τὰ πράματα ποὺ ἁγιάσανε τὰ χέρια σου
ἀρχίζουν ἕνα κλάμα… καὶ ἕνα κλάμα…
Κι ἀπ᾿ τὴ γωνιὰ ὁ καλὸς τῆς Λήθης σύντροφος,
τ᾿ ἀγαπημένο μας παλιὸ ρολόι,
τραγουδιστὴς τοῦ χρόνου, κι αὐτὸς κλαίοντας
ρυθμίζει ἀργά, φριχτά, τὸ μοιρολόι…
Γαλήνη
Σήμερα πάλι λιόχαρος εἶναι ὁ γιαλὸς κι ὁ δρόμος
ὁ ἐρημικός, ποὺ σέρνεται κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι
τὸ καλοκαίρι τὄδιωξαν τὰ πρωτοβρόχια, κι ὅμως
τὸ σκοτεινὸ φθινόπωρο δὲν ἔχει ἀκόμα φτάσει.
Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα
σταμάτησαν, μὰ κοίταξε, σὰ νἄχουν μετανιώσει,
πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.
Τώρα ὡς κι οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι αὐτοὶ μὲς στὸν ἀγέρα.
Ὅλα ἀπ᾿ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
ὅλα, καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,
μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα
ζητάει κάποιο τραγούδι του νὰ πεῖ μὲς τὴ γιορτή σου,
μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πεῖ, λὲς καὶ πὼς τὄχει κρῖμα
νὰ σοῦ ταράξει τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.
Ἄνοιξη
Ἄνοιξη! Μόλις ξέσπασε τοῦ φθινοπώρου ἡ μπόρα,
κι ἐγὼ τὸ καραβάκι σου νειρεύομαι ἀπὸ τώρα
ν᾿ ἀράζει στὸ λιμάνι μας, μὲ τ᾿ ἄρμενα ἀνθισμένα,
πλάι στὰ καϊκάκια τὰ φτωχά, τὰ θαλασσοδαρμένα.
Νὰ φέρεις τὸν αἰθέριο ἀχὸ του ἀφροῦ στὰ ὑγρὰ χαλίκια,
γύρω στὰ βράχια τῶν φυκιῶν τὶς πράσινες νταντέλες,
καὶ γιὰ τοὺς ἥσκιους ποὺ περνοῦν ἢ μένουν στ᾿ ἀκρογιάλι,
νὰ φέρεις ἀπ᾿ τὴ Βενετιὰ τὸ πιὸ λαμπρὸ κρουστάλλι.
Στὰ δέντρα, ποὺ θρηνοῦν βραχνὰ στοῦ κάμπου τὴ μαυρίλα,
νὰ φέρεις γέλια ὁλόδροσα, στὰ νιόφυτά τους φύλλα.
Μέσα στὰ ρόδα τ᾿ οὐρανοῦ τὸ φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη,
κι ἐμένα μιὰ μικρὴ φωλιὰ χελιδονιῶν στὸ σπίτι.
Τὰ ἐρημοκκλήσια
Εἶναι στὰ ἐρημοκκλήσια ποὺ γκρεμίζονται
θλιμμένες Παναγίες, χλωμὲς εἰκόνες,
καὶ μοναχὰ ἀγαπᾶνε τὰ ἀγριολούλουδα –
κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ἀνεμῶνες.
Σὰ θυμιατήρια ἀγροτικὰ κ᾿ ἐφήμερα,
σκόρπια ἢ δεμένα σ᾿ ἄτεχνο στεφάνι,
τὴν ἄνθινή τους τὴν ψυχὴ σκορπίζουνε
ψυχομαχώντας σ᾿ ἄυλο λιβάνι…
Ἄχ, ὅποιος πάει ἐκεῖ μὲ τ᾿ ἀγριολούλουδα,
στὸ πρῶτον ἄγγιγμά του ἀνοίγει ἡ πόρτα,
ποὺ ὁλόγυρα οἱ φωλιὲς τὴν ἐπλουμίσανε,
τῆς λησμονιᾶς τὴν κέντησαν τὰ χόρτα.
Ἀνοίγει ἡ πόρτα ἔτσι ὅπου συνήθισε
νὰ τὴν ἀνοίγῃ μόνον ὁ ἀγέρας –
σάμπως νὰ τὴν ἀνοίγῃ ἡ Παναγιὰ
μὲ τὴν ἀνησυχία γλυκειᾶς μητέρας,
χαροκαμμένης γριᾶς, ποὺ τὴ λησμόνησαν
στὸ ἔρμο φτωχικό της καὶ προσμένει
κάποιους νἀρθοῦνε πέρ᾿ ἀπὸ μία θάλασσα
αἰώνια σκοτεινή, φουρτουνιασμένη…