Πρόδρομος Θεόδωρος: Πτωχοπρόδρομος-Πτωχοπροδρομικά 1130-1200 μ.Χ.

 Πτωχοπρόδρομος & Πτωχοπροδρομικά

      Συνδεδεμένος με μια παραγωγή στα πλαίσια του ποιητικού κύκλου της Ειρήνης, ο Θεόδωρος Πρόδρομος, πέραν της λόγιας παραγωγής του, είχε και μία δημώδη, σκωπτική. Ο λόγος για τη συλλογή των 4 ποιημάτων του με τίτλο Πτωχοπροδρομικά.
     Αρχικά, οι μελετητές απέδωσαν τα ποιήματα στο γνωστό λόγιο και πολυγραφότατο συγγραφέα του πρώτου μισού του 12ου αιώνα Πρόδρομο, για τα περιστατικά της ζωής του οποίου γνωρίζουμε πολύ λίγα. Το βέβαιο είναι ότι είχεν επιδοθεί σε συστηματικές σπουδές κι είχε αποκτήσει σημαντική για την εποχή του μόρφωση. Το λόγιο έργο του είναι πληθωρικό και πολύμορφο· έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, επιγράμματα, αστρολογικές, γραμματικές, φιλοσοφικές και θεολογικές μελέτες, ρητορικά γυμνάσματα, σάτιρες κι επιστολές. Τα κείμενα αυτά ήταν γραμμένα σε ένα επίπεδο ύφους κατάλληλο για την αυτοκρατορική αυλή των Κομνηνών, όμως έχει αφήσει κι έργα σε δημώδη γλώσσα.
     Για το πρόσωπο του βυζαντινού ποιητή Πτωχοπρόδομου γνωρίζουμε αποκλειστικά από το έργο του, που αποτελεί ιδιαίτερο φαινόμενο στη βυζαντινή λογοτεχνία. Η λογοτεχνική παράδοση των βυζαντινών χρόνων μας έχει αφήσει μερικά επαιτικά ποιήματα, τέσσερα τον αριθμό, που εμφανίζουν πολλά κοινά στοιχεία και αποδίδονται στα χειρόγραφα σε κάποιον ποιητή με τον προσωνυμία «Πτωχοπρόδρομο». Πρόκειται για τα λεγόμενα πτωχοπροδρομικά· δείγματα κοσμικής ποίησης του 12ου αι., γραμμένα στη δημώδη γλώσσα με σκοπό να κερδίσουν την εύνοια και τη γενναιοδωρία επιφανών προσώπων, αλλά με ένα εμφανές σκωπτικό, σατιρικό και ως ένα βαθμό αυτοσαρκαστικό ύφος. Στα 4 ποιήματα σατιρίζονται ο έγγαμος βίος, η πενία των ανθρώπων των γραμμάτων κι η ζωή στα μοναστήρια. Τόσο η ταύτιση του συγγραφέα όσο και η ανάλυση των ίδιων των ποιημάτων στο πλαίσιο της εξέτασης της βυζαντινής θύραθεν ή κοσμικής ποίησης θέτουν ερωτήματα που δεν έχουν λάβει ακόμα οριστική απάντηση.
     Από νωρίς απασχόλησε τους μελετητές το πρόβλημα αν είναι ένας ο ποιητής των, αν ο Πρόδρομος έγραψε μόνο μερικά και τα υπόλοιπα τού αποδίδονται (καταχρηστικά) ή αν τα Πτωχοπροδρομικά δεν είναι καθόλου δημιουργήματα του βυζαντινού λόγιου και λανθασμένα του αποδόθηκαν από τη παράδοση. Ο Eideneier (1991, 93) υποστηρίζει πως ένα παρακλητικό ή επαιτικό ποίημα, συνδεδεμένο με το όνομα του, φαίνεται πως απέκτησε κάποτε χαρακτήρα προτύπου. Το αποτέλεσμα ήταν κι άλλοι συγγραφείς, με παρόμοια αιτήματα, ν’ αρχίσουν να συνθέτουν αντίστοιχα ποιήματα και να τα κάνουνε γνωστά ως τέτοια.
     Γύρω από το ζήτημα της πατρότητας των πτωχοπροδρομικών άνοιξε μία συζήτηση που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Αρχικά οι εκδότες, λαμβάνοντας υπόψη τον τίτλο του 1ου ποιήματος και κάποιες σποραδικές αναφορές στη χειρόγραφη παράδοση, συνέδεσαν τη συγγραφή των ποιημάτων με τον γνωστό λόγιο και πολυγραφότατο συγγραφέα του Α’ μισού του 12ου αι. Θεόδωρο Πρόδρομο, που πέρα από πολλά δοκίμια κι έργα γραμμένα στη λόγια γλώσσα της Αυλής των Κομνηνών, έχει αφήσει και δείγματα έργων με δημώδη γραφή. Ωστόσο, από τη στιγμή που ο Γ. Χατζιδάκις το 1892 διατύπωσε την άποψη ότι πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα με το όνομα αυτό, άρχισαν να εκφράζονται διάφορες θεωρίες σχετικά με τα 4 ικετευτικά ποιήματα.
     Η προσπάθεια με τη μη απόδοση των Πτωχοπροδρομικών στο Θεόδωρο Κύρου Προδρόμο βασίστηκε στην ανομοιογένεια των ποιημάτων και προπαντός σε γλωσσικά επιχειρήματα. Όμως αυτά θεωρήθηκαν ανεπαρκή. Αντίθετα, προτάθηκε η υπόθεση ότι θα μπορούσε να έχει γράψει κι αυτά, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, που επικρατούσε στην Αυλή των Κομνηνών. Τα χωρία σε λόγια γλώσσα μες στα ποιήματα ερμηνεύθηκαν ως στοιχείο που συνηγορεί στην απόδοση των κειμένων αυτών στον Πρόδρομο, παρόλο που δεν παρουσιάζουνε τις ίδιες συγγραφικές δυνατότητες. Είχε εκφραστεί επίσης κι η άποψη πως τα 4 ποιήματα είναι έργο μεταγενέστερου ποιητή και μιμητή του.
    Τελευταία στην έρευνα έχει ατονήσει η συζήτηση περί ταύτισης της πένας του Πτωχοπροδρόμου μ’ επώνυμο και συγκεκριμένο γνωστό συγγραφέα. Η εξέταση του ζητήματος στρέφεται προς τη δημώδη λογοτεχνία και τη καθ’ αυτή παράδοση που καθιερώθηκε με σειρά ανώνυμων συλλογών κι έργων όπως: ΣπανόςΠουλολόγοςΆσμα του Αρμούρη κλπ. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίχθηκε από τον Eideneier, στο πλαίσιο έκδοσης, μελέτης και σχολιασμού των ποιημάτων. Το δε ενδιαφέρον της νεότερης έρευνας εστιάζεται στον αποδέκτη του έργου και στο γεγονός ότι η ποίηση αυτή προφανώς απευθυνόταν για τους ανθρώπους της Αυλής, πιθανόν και για τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Έτσι τα Πτωχοπροδρομικά είναι ακόμα μια ένδειξη για τις τάσεις της κοσμικής ποίησης κατά τους χρόνους των Κομνηνών.
     Σήμερα η φιλολογική επιστήμη δέχεται επικρατέστερη τη θεωρία ότι τα ποιήματα αποτελούν παρωδίες ή ποιήματα γραμμένα κατά το ύφος του, που ήτανε γνωστός ως κατεξοχήν αιτητικός ποιητής, χωρίς όμως να συμφωνούν όλοι οι μελετητές και χωρίς να ‘χει λήξει το φιλολογικό ζήτημα γύρω απ’ αυτόν (Χατζηφώτης 1980, 9-10). Εφόσον είναι αποδεχτός ο γενικά πλασματικός χαρακτήρας των ποιημάτων, τότε τα ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία, τα τοπωνύμια και τα κύρια ονόματα, όπως επίσης κι ο τίτλος με τις αναφορές στο πρόσωπο του συγγραφέα, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν πλέον ως στοιχεία της προσωπικότητας και της βιογραφίας του (Eideneier 2012, 94).
     Έχουνε τεράστιο γλωσσολογικό ενδιαφέρον, καθώς ο γλωσσικός τους χαρακτήρας είναι μεικτός: η λόγια γλώσσα χρησιμοποιείται στο προοίμιο, στον επίλογο και στα ενδιάμεσα τμήματα, όπου ο ποιητής απευθύνεται σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα κι υποβάλλει το αίτημα για ευεργεσία, ενώ η δημώδης γλώσσα, που δεν επηρεάζεται από συγκεκριμένη διάλεκτο, αλλά λειτουργεί ως κοινή λογοτεχνική γλώσσα, χρησιμοποιείται στα ενδιάμεσα περιγραφικά μέρη που περιέχουν τα κακοπαθήματα του ποιητή κι αναφορές στην καθημερινή ζωή (Λεντάρη 2007, 1896). Τα ποιήματα αυτά αποτελούνε πολύτιμη μαρτυρία του νέου γλωσσικού τύπου που αρχίζει να διαμορφώνεται στο 12ο αιώνα. Δε μπορούμε, βέβαια, να διατυπώσουμε σαφή συμπεράσματα για την αρχική γλωσσική μορφή των ποιημάτων, καθώς η ρευστότητα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά τους. Όσον αφορά στη μετρική τους, είναι γραμμένα στον λεγόμενο πολιτικό  στίχο.
     Οι μελετητές εντόπισαν στα ποιήματα αρκετά ελαττώματα: μονοτονία, μακρηγορίες, επιπολαιότητες, άμορφες εκφράσεις. Υπάρχει, βέβαια, ζωηρότητα, παραστατικότητα και χάρη στη διήγηση, όμως η αξία τους είναι κυρίως λαογραφική, γλωσσική και φιλολογική. Παρουσιάζουν επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον για τον κοινωνικό χαρακτήρα τους κι αποτελούν σημαντικό υλικό στην έρευνα του καθημερινού βίου των Βυζαντινών -διατροφή, συνήθειες, ενδυμασία κλπ. (Χατζηφώτης 1980, 21). Τα Πτωχοπροδρομικά πάντω; συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πρωιμότερα δείγματα λογοτεχνίας σε δημώδη γλώσσα.
     Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια βενετική έκδοση του Πτωχοπρόδρομου μπορεί να οφείλεται στα αυστηρά κριτήρια των τυπογράφων-εκδοτών κατά τους 1ους αιώνες της τυπογραφίας (15ος-16ος αι.) ή απλώς στη τύχη (αν υποθέσουμε πως το κείμενο τυπώθηκε, αλλά δε σώζεται ή λανθάνει μέχρι στιγμής κάποια πρώιμη έκδοσή του). Όπως και να είναι, πληθώρα των κωδίκων που παραδίδουνε τα Πτωχοπροδρομικά, καθώς κι οι ποικίλες μεταγενέστερες παρεμβολές σε αυτά, αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της δημοφιλίας και της αδιάλειπτης πρόσληψής τους από τους αναγνώστες-ακροατές των τελευταίων βυζαντινών και των 1ων μεταβυζαντινών αιώνων.
     Το κείμενο των ποιημάτων έχει διασωθεί σε διαφορετική σειρά κι ενίοτε με επεμβάσεις, παραλλαγές και περικοπές σε 7 χειρόγραφα των βυζαντινών χρόνων (14-15ος αι.) και σε 2 μεταγενέστερα (τελ. 15ου και 16ου αι.). Τα πτωχοπροδρομικά μελετήθηκαν κατά καιρούς από πολλούς ερευνητές. Από τις διαφορετικές εκδοτικές προσεγγίσεις και μεταφράσεις -στα γαλλικά (Hesseling και Pernot, 1910), στα ιταλικά (Gazya, 1972), στα ισπανικά (Egea, 1984), μερικώς στα αγγλικά (Alexiou, 1986) και στα γερμανικά (Eideneier, 1991) -φαίνεται ότι τα ποιήματα αυτά κέρδισαν το ενδιαφέρον των μελετητών, που άλλωστε έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση στα 2 ποιήματα που διακωμωδούν τη μοναστική ζωή και το βίο ενός του λογίου και ποιητή.

     Η 1η απόπειρα συνολικής παρουσίασης των Πτωχοπροδρομικών πραγματοποιήθηκε από τους Miller & Legrand τo 1875, όπως υποδηλώνει κι ο τίτλος της (Trois Ρoëmes), η έκδοση αυτή ήταν ελλιπής, καθώς περιείχε τα 3 από τα 4 γνωστά σήμερα ποιήματα (συγκεκριμένα, τα ποιήματα I, II, και IV της παρουσίασης και μάλιστα με διαφορετική σειρά). Έτσι η 1η γενική έκδοση εκπονήθηκε από τον Legrand λίγα χρόνια μετά (1880) και τη διαδέχτηκε η πιο αξιόπιστη των Hesseling & Pernot τo 1910. Η έκδοση αυτή υπάρχει εδώ αναφορικά με το κείμενο των ποιημάτων αλλά και τη σειρά τους, που διαφέρει από κείνη της πληρέστερης, γερμανικής, κριτικής έκδοσης του Eideneier (1991). Ο τελευταίος αντιστρέφει, όπως ειπώθηκε πιο πάνω, τη σειρά του 3ου και του 4ου ποιήματος, κάτι που διατηρείται και στη πιο πρόσφατη, ελληνική, περισσότερο ενημερωμένη κι εν γένει εμπλουτισμένη (βιβλιογραφία, εισαγωγή, γλωσσάρι) έκδοση του γερμανού μελετητή, που κοσμείται, όπως κι η πριν με σχέδια του Αλέκου Φασιανού (Eideneier 2012).



     Η χρονολόγησή των έχει στηριχτεί στη πραγματολογική εξέταση διαφόρων στοιχείων στο κείμενο και τη φιλολογική ανάλυση της γλώσσας. Ως παραλήπτης του 3ου & 4ου ποιήματος αναφέρεται ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), από την άλλη γίνεται λόγος για νομίσματα κοινώς γνωστά ως μανοηλάταστάμεναταρτερά, που η νομισματική έρευνα τοποθετεί στο διάστημα 1163-1204. Συνεπώς η συγγραφή των ποιημάτων χρονολογείται στο Β’ μισό ή τα τέλη του 12ου αι., χρονολόγηση που δικαιολογεί και τη χρήση καθημερινών λέξεων τουρκικής προέλευσης, όπως τσαρούκια, δεδομένων των αυξημένων επαφών κατά την εποχή αυτή μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού στοιχείο στο βυζαντινό χώρο κι ειδικότερα στη Πόλη.



     Τα Πτωχοπροδρομικά αποτελούν τα πρώτα δείγματα της βυζαντινής δημώδους σάτιρας. Το λογοτεχνικό αυτό είδος, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Beck είναι τυπικό προϊόν της κοσμοπολίτικης κοινωνίας που αρχίζει να εκφράζει τον εαυτό της. Και επιπλέον, να κρίνει και να επικρίνει. Πίσω από τη διάθεση να διακωμωδήσει τα κακώς κείμενα και να βελτιώσει τη βιοτική του κατάσταση ο ανώνυμος συγγραφέας προβαίνει και σε κριτικές. Στον δε αποδέκτη του απευθύνεται με εθιμοτυπική επισημότητα: «πρὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα κύριον Μανουὴλ Πορφυρογέννητον».
     Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τυχαίο το γεγονός ότι το 3ο κι ιδιαίτερα το 4ο ποίημα, όπου η σάτιρα διατυπώνεται με καυστικότερο τρόπο, έχουν διασωθεί σχεδόν σε όλα τα χειρόγραφα. Το τόλμημά του να καταγγείλει τα σχετικά με τον κλήρο παρατράγουδα απευθείας στον αυτοκράτορα με έντεχνο, ποιητικό και θαρραλέο τρόπο, δεν μας πείθει ότι η πένα ήταν ενός ταπεινού καλογέρου. Μπορεί ο συγγραφέας πράγματι να μη ήταν «τῶν ἐνδόξων», αλλά φαίνεται ότι ανετράφη σε περιβάλλον που του έδωσε τη δυνατότητα σε καλή μόρφωση, ενώ διατήρησε επαφές με τους λόγιους της Πόλης κι είχε την άνεση να ασκεί κριτική στον κλήρο.
     Τα ποιήματα αυτά πρέπει να αξιολογηθούν επίσης και ως πολύ σημαντικό υλικό στην έρευνα του καθημερινού βίου των βυζαντινών -διατροφή, συνήθειες, ενδυμασία κλπ. Αξιομνημόνευτη παραμένει η μελέτη του Φ. Κουκουλέ για τον Μοναστικό Βίο (1955), όπου ο Πρόδρομος αποτελεί κύρια πηγή. Πρόσφατα, η Μ. Αλεξίου μελέτησε τα στοιχεία που αναφέρονται στα παιχνίδια στα 3 πρώτα ποιήματα.
     Τέλος,  πρέπει να εξετάζονται κι ως σταθμός στην εξέλιξης της κοσμικής λογοτεχνίας. Η μικρή αυτή ομάδα παρουσιάζει αφενός μία δημιουργική αξιοποίηση της παράδοσης της σάτιρας και του ρητορικού είδους της ηθοποιίας, αφετέρου έδωσε βάση στην ανάπτυξη της αλληγορικής σάτιρας κατά τον 13ο αι. κι αργότερα, όπου με διηγήσεις για ζώα επιχειρείται κοινωνική και πολιτική σάτιρα (Διήγησις Παιδιόφραστος των Τετραπόδων ΖώωνΣυναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου κ.ά.).
     Διαβάζοντας τα ποιήματα σχηματίζεται η εξής εικόνα για το βίο του ποιητή. Ήτανε κοινός άνθρωπος, που προερχόταν από άπορη οικογένεια, γεγονός που στάθηκε πολλάκις εμπόδιο στη ζωή του. Δεν έμαθε κάποια τέχνη ή επάγγελμα, αλλά από μικρή ηλικία με παρότρυνση του πατέρα, σπούδασε, κάτι που σε μεγαλύτερη ηλικία μετάνιωσε, καθώς δεν ήτανε σε θέση στιχουργώντας με τη πένα του να εξασφαλίσει τα απαραίτητα προς το ζην. Ήτανε παντρεμένος με παιδιά κι είχε προβλήματα στην οικογένειά του λόγω της ταπεινής του καταγωγής, της γενικότερης οικονομικής του κατάστασης και του χαρακτήρα της γυναίκας του. Έζησε στα μέσα και το β’ μισό του 12ου αι. στην Κωνσταντινούπολη κι είχε δυνατότητα και θάρρος να απευθύνεται με τα ποιήματα του κατευθείαν προς τον αυτοκράτορα. Μαθαίνουμε επίσης ότι σε νεαρή ηλικία υπήρξε μοναχός και λόγω της άδικης συμπεριφοράς των ηγουμένων προς το άτομό του ζήτησε τη βοήθεια του ίδιου του αυτοκράτορα.
     Όλα τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν αποσπασματικά στα 4 ποιήματα, που δε θα μπορούσαν να εκληφθούνε σα σίγουρα βιογραφικά. Παρότι λοιπόν είναι πολύ πιθανόν ότι ο συγγραφέας όντως απηχεί προσωπικά βιώματα στα ποιήματα, είναι μάλλον πιθανότερο ο Πτωχοπρόδρομος ν’ αποτελεί λογοτεχνικό προσωπείο, παρά να πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο.
    Μετά το θάνατο της ματρόνας του το 1123 (κατά άλλες πηγές το 1133) ο Πρόδρομος συνέχισε να προσφέρει υπηρεσίες στην αυλή του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνού, συνθέτοντας τα επίσημα εγκώμια στις εκάστοτε απαιτούμενες περιστάσεις. Γύρω στο β’ μισό του 12ου αιώνα, σταθμού στα βυζαντινά γράμματα, στις απαρχές της δημώδους γραμματείας, ο Πρόδρομος πραγματοποιεί ένα άλμα και στρέφεται στη δημώδη ποίηση και συγκεκριμένα στη μορφή της παρωδίας.
     Θα πρέπει ωστόσο να αναφερθεί κι η συγγραφή από μέρους του ενός μυθιστορήματος, λογίου μεν, αλλά συνομιλόν με κείνα της δημώδους παραγωγής, Τα κατά Ροδάνθην & Δοσικλέα, που λογικά επηρέασε τη στροφή του αυτή. Το μυθιστόρημα αυτό είναι γραμμένο στα πρότυπα εκείνων της Β’ Σοφιστικής, με τα ονόματα των πρωταγωνιστών να το τιτλοφορούν.



     Γραμμένο σε βυζαντινό 12σύλλαβο στίχο, με επιπλέον προσθήκη 6μέτρων επάνω στο παραδοσιακό αρχαιοπρεπές πρότυπο, το κείμενό του αρχικά παραγνωρίστηκε από τη κριτική. Δε συνέβη όμως το ίδιο και με τα 4 ποιήματά του που συγκροτούν την ενότητα των Πτωχοπροδρομικών. Σ’ αυτά δίνεται η ευκαιρία στον ποιητή να ενδυθεί 4 διαφορετικά προσωπεία (βλ. παρακάτω για τη διάσταση προσώπου-προσωπείου στο Δ’ ποίημα), να μιλήσει για ζητήματα φλέγοντα, να εμπορευματοποιήσει τη δική του ένδεια. Με επιφύλαξη η προσωπική του ένδεια, καθώς δεν έχει επιβεβαιωθεί αν κι ο ίδιος βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση. Η αυτή πληροφορία προκύπτει από το γεγονός της κουράς του πριν από το θάνατό του και της τελευτής του σαν επαίτης μοναχός.
     Η σχέση του με τη παρωδία μας είναι ακόμη γνωστή από τη Κατομυομαχία που συνέγραψε, διακωμωδώντας την αρχαία δομή του δράματος. Αριθμεί μόλις 384 στίχους, οπότε καθίσταται αδύνατη η αναπαράστασή της σε θέατρο, πιο πιθανή φαίνεται η ανάγνωσή της σε μειωμένου αριθμού ακροατήριο προς τέρψιν αυτού. Αυτή η κόκκινη κλωστή της παρωδίας είναι που συρράπτει το έργο αυτό με τα 4 ποιήματα που θα εξεταστούν.
     Μία διάκριση που πρέπει να γίνει από πριν: η έκδοση του Eideneier ακολουθεί τον Παρισινό κώδικα (στο εξής: Paris. 396), μόνο που το 3ο κατά σειρά ποίημα σε αυτόν το τοποθετεί τελευταίο. Πριν διερεύνηθεί η σάτιρα κι ο αντικληρικαλισμός στο 4ο ποίημα, θα προσεχθεί σύντομα η αφήγηση των άλλων 3, για να κατανοηθεί καλύτερα το συμφρασεολογικό τους condext. Στο πρώτο (Paris. 396), με την αρχή: «Του Προδρόμου κυρού Θεοδώρου προς τον βασιλέα τον Μαυροιωάννην», παρακολουθούμε τα πάθη του αφηγητή από την κακή γυναίκα του. Σε 274 ανομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους στίχους ο αφηγητής διεκτραγωδεί την οικιακή κατάσταση:

   «Καθημερινά του υπερηφανεύεται για την υψηλή της καταγωγή και τον κατηγορεί για τη δική του φτωχική προέλευση, λέγοντάς του πως δεν είχε λεφτά όταν παντρεύτηκαν κι ούτε τώρα κερδίζει σπουδαία πράγματα».

     Τα 4 ποιήματα έχουνε σαφή κι αυστηρή δομή: προηγείται πάντα προοίμιο με τη προσφώνηση -επαινετική και ταυτόχρονα επαιτική- στον άρχοντα, σε λόγια γλώσσα. Ακολουθεί το κυρίως μέρος, όπου ο ήρωας αφηγείται το δράμα του, εξηγεί δηλαδή γιατί βρίσκεται σε τόσο απελπιστική θέση. Το κυρίως μέρος των ποιημάτων ανήκει, τόσο ως προς τους μονολόγους και τους διαλόγους όσο και ως προς το αφηγηματικό του ύφος, στο μεικτό, χαμηλό ή κι ημιλόγιο επίπεδο της βυζαντινής γραπτής κοινής. Και τα 4 επαναλαμβάνουν στο τέλος γενική παράκληση για βελτίωση της άσχημης κατάστασης που βρίσκεται ο ήρωας (Eideneier 1991, 12).
   Η μυθοπλαστική ιδιαιτερότητα του Προδρόμου αναδεικνύεται εξαιρετικά ευφάνταστη. Γκροτέτσκες ιστορίες διανθίζουν το κείμενο: άλλοτε η γυναίκα του τον κλειδώνει απ’ έξω, άλλοτε τον κυνηγά με ένα σκουπόξυλο, άλλοτε που πεινάει αναγκάζεται παρενδυτικά να μπει σπίτι του κι όταν ανακαλύπτεται διώκεται πυξ-λαξ από τις σκάλες κ.ά.



     Ανάλογη είναι κι η διάθεση στο 2ο ποίημα (Paris. 396), 117 στίχων, αφιερωμένο στο Σεβαστοκράτορα. Σε 1η ανάγνωση, ο αφηγητής παρωδεί τη τραγική κατάσταση του ίδιου και της οικογένειάς του, ο πατρόνας του τον εγκατέλειψε, οπότε η ποίησή του δε μπορεί να του προσφέρει τα απαραίτητα προς το ζην. Ακολουθεί αναλυτική περιγραφή του νοικοκυριού τους, με αναφορά σε όλα τα οικοκυρικά σκεύη, για να καταλήξει στο ζητούμενο της 2ης ανάγνωσης. Αν ο Σεβαστοκράτορας αποφασίσει να βοηθήσει τον Πρόδρομο αυτός θα πάψει να ζει σα ζητιάνος και στο εξής, οι στίχοι του θα υμνολογούν τον άνθρωπο που του χάρισε πλούσια τα αγαθά. Σε ένα σημείο, που και θα συνδεθεί με το υπό εξέταση ποίημα, ο ποιητής αναφέρεται στην ασκητική υποδειγματική μορφή, αυτή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ναι μεν, ο άγιος μπορούσε να τρέφεται με μέλι κι ακρίδες στην έρημο, συντηρώντας νου και σώμα, αλλά ο αστός-λογοτέχνης αδυνατεί. Εδώ, υπεισέρχεται το 1ο στοιχείο σάτιρας, που θα προεκταθεί στο επόμενο ποίημα του. Paris. 396 (το Δ’).
     Ο εκάστοτε αστός αδυνατεί να ακολουθήσει την παλαιοδιαθηκική νόρμα της εγκράτειας, της νηστείας, είτε αυτός είναι πολίτης, είτε κληρικός. Το 3ο κατά σειρά ποίημα, που κι έχει απασχολήσει τη κριτική πιότερο, είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον κι ενδεικτικό για την κοινωνική κατάσταση του 12ου αιώνα στο Βυζάντιο. Είναι εποχή τεχνοκρατικού οργασμού, η αριστοκρατία του πνεύματος φθίνει κι η τάξη των τεχνητών, ένα πρώιμο προλεταριακό στρώμα με διεκδικήσεις υψηλές, κάνει την εμφάνισή της. Είναι λογικό, οι μορφωμένοι άνθρωποι εκτός της αυλής, που είχαν αυξηθεί ραγδαία σε διάστημα 2 αιώνων με λίγες μεγάλες συγκρούσεις (π.χ. Ματζικέρτ το 1071) και λίγες φυσικές καταστροφές. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα πνευματικό κορεσμό που συνεπάγεται η άνοδος της πνευματικής καλλιέργειας.



     Ο ποιητής, μορφωμένος όντας, παραπονείται για τη κατάσταση που έχει περιέλθει. Άλλοτε βάδιζε επάνω σε ημίονο και τώρα περπατά, ενώ ο γιος του οικοδόμου κάνει το αντίθετο, γιοι εργατών αρχίζουν να σπουδάζουνε, φοράνε ρούχα και παπούτσια τελευταίας παραγωγής, ενώ κείνος αναγκάζεται να μπαλώνει τα δικά του. Η αγανάκτησή του φθάνει σε σημείο να φωνάξει: «Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, κι οπού τα θέλει»  (στ. 85). Είναι, τέλος, το ποίημα που γνώρισε τη μεγαλύτερη αποδοχή, αλλά και τις περισσότερες αντιγραφές, παραδιδόμενο σε 5 χειρόγραφα.
     Στο 4ο ποίημα, για να κλείνει η εισαγωγική ενότητα της παρουσίασης. Ο αφηγητής, ένας νεαρός μοναχός με το όνομα Ιλαρίων Πτωχοπρόδρομος (Έτεροι στίχοι Ιλαρίωνος μοναχού Πτωχοπροδρόμου προς τον ευσεβέστατον βασιλέα κύριον Μανουήλ Πορφυρογέννητον, τον Κομνηνόν, αρχή του) απευθύνεται στον αυτοκράτορα για να παραπονεθεί για τη κατάσταση που επικρατεί στο μοναστήρι που διαβιεί και να ζητήσει τη μετακίνησή του σε κάποιο πιο «παραδοσιακό». Αν ελεγθεί για αντικληρικαλιστικό μένος το ποίημα, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη μια δευτεροαναγνωσιακή υπονόμευση του ίδιου του αφηγητή. 1ον, είναι νεαρός δόκιμος, οπότε άπειρος κι αμαθής, χωρίς να κατάγεται από κάποια καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, κάτι που του υπενθυμίζεται διαρκώς, όταν αυτός σφάλλει, γινόμενος αποδέκτης ύβρεων και κακής συμπεριφοράς από τους ανωτέρους του, και 2ον, το παράπονό του δεν έγκειται στη τρυφηλή ζωή του ηγουμένου και των ηγουμενοσυμβούλων, αλλά στη μη δική του δυνατότητα συμμετοχής.



     Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μια σάτιρα συγκεκαλυμμένη, υπονομευμένη από το ίδιο της το κείμενο. Λογικό, άλλωστε, αν σκεφθεί κανείς τη δύναμη της Εκκλησίας την ίδια εποχή. Όλη η σάτιρά του στρέφεται κατά των ηγουμένων, υπονομεύοντας τη ρήση του Χριστού: «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών». Οι ηγούμενοι καταπατούν κάθε ιερό κανόνα, κυκλοφορούν επάνω σε άλογα στη πόλη, αγοράζουν γλυκά, συνομιλούν με γυναίκες, τις αφήνουν έγκυες, ενώ τα παιδιά τους γίνονται κι αυτά ηγούμενοι. Ο Αυτοκράτωρ πρέπει να τον θυμηθεί και να δράσει προς συμμόρφωσή τους, συνομιλώντας με το λόγιο κείμενο του ΕυσταθίουΑναγνώσεις και επαναγραφές.
     Αρχικά, είναι απαραίτητο να αιτιολογηθεί η επιλογή του παρόντος κειμένου στα πλαίσια της βυζαντινής επικής ποίησης, λόγιας και δημώδους. Όντως, σε πρώτη ανάγνωση, το κείμενο μοιάζει να κινείται σε χώρο εντελώς διαφορετικό με συνομήλικά του έργα, όπως ο Διγενής Ακρίτης κι η σχέση του με την ηρωική ποίηση μοιάζει άτοπη. Οι σχέσεις μεταξύ της επικής ποίησης της δημώδους παραγωγής (Διγενής Ακρίτης) και των Πτωχοπροδρομικών έχουν ήδη επισημανθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία. Ενδεικτικά, τα χωρία των ποιημάτων του Προδρόμου στα οποία γίνεται λόγος για το Διγενή Ακρίτη είναι:   Δ’ στ. 189:

Ω τις Ακρίτης έτερος εκεί να ευρέθην τότε
Και τα ποδέας του να έμπηξεν, να επήρεν το ραβδί του
Και μέσα να εκατάβηκεν ευθύς ως αγουρίτσης

Γ’ στ.
…να εμβώ εις την μέσην ως θρασύς,
να δώσω και να επάρω κ.ά
.

      Παράλληλα, διάφορες λέξεις που χρησιμοποιούνται στα Πτωχοπροδρομικά έχουν άμεση προέλευση από το κείμενο του Ακρίτη. Η χρήση τέτοιων λέξεων στον Πτωχοπρόδρομο προσδίδει στο έργο μια επιπλέον ειρωνική χροιά, καθώς η απόσταση μεταξύ του «ιδιώτη ήρωα, του πτωχού Προδρόμου» και του «βυζαντινού ήρωα» Ακρίτη μοιάζει χάσμα αγεφύρωτο. Αν επιχειρηθεί, χρησιμοποιώντας παρόμοιες αναφορές, να εξαχθούνε συμπεράσματα για τη σχέση εξάρτησης του ενός έργου από το άλλο, θα γίνουν πολλές εικασίες, ακριβώς επειδή η ύπαρξη ενός πρωτογενούς υλικού ηρωικής ποίησης στο Βυζάντιο είναι αναμφισβήτητη. «Είναι όμως αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι ο Ακρίτης είναι ένας λαϊκός ήρωας της (γραπτής) ποίησης που παίρνει θέση και στην προφορική παράδοση. Οι ήρωες της λόγιας ποίησης είναι διαφορετικοί· στον λόγιο Θεόδωρο Πρόδρομο δεν συναντάμε κανέναν Ακρίτη».
     Οι τελευταίες εγγραφές σχετικά με τη ταυτότητα των ποιημάτων αυτών, φέρουνε διάσταση απόψεων σχετικά, αρχικά, με τη ταυτότητα του συγγραφέα και τον τρόπο με τον οποίο αυτή σκηνοθετείται στα ποιήματα. Η αντίδραση στη 1η έκδοσή τους το 1880 στη Γαλλία από τους E. Miller και E. Legrand ήτανε πως τουλάχιστον 2 εξ αυτών ήταν αδύνατο να έχουν ως συγγραφέα τους τον Πρόδρομο. Το 1ο, που απευθύνεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ τον Α’, αμφισβητήθηκε, καθώς ο Πρόδρομος τη περίοδο κείνη ήταν μικρός ηλικιακά και το 2ο, με χρονολογία περίπου γύρω στα 1170, όταν ο ποιητής είχε πεθάνει. Τα επιχειρήματα αυτά, εν μέρει, κάμφθηκαν αργότερα με τις κριτικές εκδόσεις του έργου, όταν και προέκυψαν άλλα, κριτικής κι αφηγηματολογικής φύσεως. Για τα μεν 1α παραπομπή στο Kazhdan (2007), ενώ τα 2α θα παραλληλιστούνε με βιογραφικές λεπτομέρειες του Προδρόμου. Το 1ο ερώτημα που τέθηκε από τη κριτική ήταν: ποιός ήταν ο άνθρωπος Πρόδρομος, ποιός ο αφηγητής και ποια η μεταχειριζόμενη persona, κατά πόσο δηλαδή η ζωή του σχετίζεται με όσα γράφει.
     Η πλέον κατατοπιστική απάντηση δόθηκε από τη Πολωνή φιλόλογο και μελετήτριά του, H. Kapessowa. Τονε θεωρεί ξεριζωμένο λογοτέχνη από την αυλή του 12ου αιώνα που αναγκάζεται να βιοποριστεί ερχόμενος σε σύγκρουση με τους ομότακτούς του, μη δυνάμενος ν’ ακολουθήσει τον εσφαλμένο τρόπο ζωής του. Τα ποιήματά του επομένως είναι κριτική σάτιρα ηθών κι ανθρώπων του 12ου αιώνα κι ως τέτοια πρέπει να διαβάζονται. Είδαμε πως στα Πτωχοπροδρομικά, παραπονιέται για τη φτώχεια του, ικετεύει για αυτοκρατορικά δώρα. Ακόμη κι όταν υμνεί τις αυτοκρατορικές νίκες, καταφέρνει να βρει μια γωνιά για τον εαυτό του, είναι ένας εγωκεντρικός ωφελιμιστής λογοτέχνης.
     Πώς όμως τότε λειτουργούν αυτές του οι διαρκείς εκκλήσεις; Μάλλον, συμπεραίνεται οι διαρκείς εκκλήσεις για βοήθεια, οι ακατάπαυστες υπενθυμίσεις για τα δεινά του, είναι φαινόμενα λογοτεχνικής κι όχι μόνο βιογραφικής σημασίας. Αντανακλούν κι αναπτύσσουν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές αλλαγές που συνέβησαν στη Βυζαντινή λογοτεχνία κατά τους 11ο και 12ο αι., την εισαγωγή, δηλαδή, της «προσωπικότητας του συγγραφέα» στο έργο του, την εισαγωγή των προσωπικών του συναισθημάτων. Κλείνοντας με την ενότητα της κριτικής τους πρόσληψης κι ως αρμό με την επόμενη ενότητα για μια 2η ανάγνωση των 4 ποιημάτων, η άποψη του R. Beaton (1996) για την επαναξιολόγηση του κειμένου:

   «Ο Πρόδρομος είναι, πιθανότατα, ο συγγραφέας μιας σειράς διάσπαρτων επαιτικών ποιημάτων που είναι γνωστά κάτω από το συλλογικό τίτλο Πτωχοπροδρομικά. […] Σε καθένα από αυτά τα ποιήματα η σκαμπρόζικη, μυθοπλαστική διήγηση, με έντονο σατιρικό χαρακτήρα, πλαισιώνεται ή υπογραμμίζεται από επισημότερες εκκλήσεις στο μελλοντικό χορηγό σε μεικτή γλώσσα, στις οποίες υιοθετείται το ρητορικό ύφος που βρίσκουμε συχνά στην ποίηση που γραφόταν στην αυλή των Κομνηνών».

     Βέβαια, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στον Πρόδρομο ως γλωσσικό κεφάλαιο, καθώς απασχόλησε αυτή του η όψη τη σύγχρονη έρευνα. Μέχρι πρότινος, οι μελετητές προσέγγιζαν μόνο τη λόγια έκφρασή του, την αυστηρά προσκείμενη στον αυλικό βερμπαλισμό της εποχής, παραλείποντας από τις μελέτες του τη δημώδη γλώσσα, κυρίαρχη στα Πτωχοπροδρομικά. Η κοινή, βέβαια, πρέπει  ν’ αναγνωσθεί ως τεχνική γλώσσα, ποιητική, με μόνο αυτοσκοπό τη καλλιέργεια ενός αισθητικού αποτελέσματος, εν ολίγοις, ο ρόλος που επιτελεί είναι απλά αισθητικός, χωρίς να ξεφεύγει από μια δημώδη καλλιλογία. Έχουμε να κάνουμε με ένα «ποιητάρη», που γνωρίζει τον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού του (γλωσσικό κι αισθητικό) κι ανταποκρίνεται αναλόγως σε γλώσσα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πρώιμη κοινή των ποιητών. 1ος ο Αλεξίου μίλησε για την ιδιαιτερότητα της γλωσσικής φύσης του, εντάσσοντάς τη στη λόγια μεικτή γλώσσα. Ιδιαίτερη σημασία έχει, ωστόσο, ο χαρακτηρισμός του ως «ποιητή/αναγνώστη», αν πρωτοτυπεί, το κάνει γιατί έχει αφομοιώσει παλαιότερη λογοτεχνία, αυτή των ασμάτων του δρόμου, των λαϊκότερων συνθέσεων της Πόλης. Πάνω σ’ αυτό χτίζει δική του γλώσσα, στήνει υβρίδιο λόγιας παλατινής και δημώδους γλώσσας, στην οποία γράφει και τα Πτωχοπροδρομικά.
     Παλαιότερα του αποδοθήκανε και κάποια άλλα μικρότερα ποιήματα. Συγκεκριμένα πρόκειται για 7 ποιήματα ερωτικού περιεχομένου από ένα κώδικα του 14ου αι. που η μεταγενέστερη έρευνα απέδειξε ότι δεν έχουν σχέση με αυτόν. Προσωρινά είχανε συνδεθεί και 5 ποιήματα σε κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (αρ. ΧΙ 22), που ο ποιητής απευθύνεται στον Μανουήλ Α’ Κομνηνό και του ζητά να φιλοξενηθεί στο «αδελφάτο» της μονής του Aγίου Γεωργίου των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη. Για τα τελευταία αποδείχθηκε αργότερα ότι ανήκουν σε μία ποιητική συλλογή με 12 ποιήματα, η συγγραφή της οποίας χρονολογείται επίσης στον 12ο αι. κι ο συγγραφέας που επίσης κατονομάζεται Πρόδρομος πήρε τη συμβατική προσωνυμία Μαγγάνειος.
     Τα ποιήματά του είναι γραμμένα με το λεγόμενο πολιτικό στίχο, δηλ. σε μέτρο ιαμβικό 15σύλλαβο, που στηρίζεται στο μετρικό τόνο. Από το 12ο αι. με τον Πρόδρομο γενικεύεται η έκφραση της σατιρικής ποίησης σε ρυθμοτονικά μέτρα (15σύλλαβο). Με πολιτικούς στίχους γράφονται κι άλλα επαιτικά ή ικετευτικά ποιήματα, που επώνυμοι κι ανώνυμοι ποιητές-ευχέτες ζητούνε χάρες από βασιλείς ή άλλους ισχυρούς της εποχής (Μιχαήλ ΓλυκάςΙωάννης Τζέτζης).
     Τα Πτωχοπροδρομικά έχουνε κι ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό, το μεικτό τους γλωσσικό χαρακτήρα. Η λόγια γλώσσα χρησιμοποιείται στο προοίμιο, στον επίλογο και ενδιάμεσα όπου υπάρχει αποστροφή στον αποδέκτη και υποβάλλεται το αίτημα για ευεργεσία. Η δημώδης γλώσσα, που δεν επηρεάζεται από συγκεκριμένη διάλεκτο, αλλά λειτουργεί ως κοινή λογοτεχνική γλώσσα, χρησιμοποιείται στα σημεία, όπου περιγράφονται τα κακοπαθήματα του αφηγητή λόγω της πενίας του. Συνειδητά ο ποιητής συνδυάζει και παραλληλίζει το θέμα της υλικής πενίας με τη γλωσσική απλότητα της δημώδους γλώσσας. Από την άλλη το σατιρικό ύφος προβάλλει πιο έντονα με τους μελανούς τόνους και τις υπερβολές της περιγραφής, ενώ δε λείπουνε και λυρικά στοιχεία.

=============================

                                                     Τα Ποιήματα

Το 1ο ποίημα (ο φτωχός σύζυγος): «…πρὸς τὸν βασιλέα Μαυροϊωάννην» (Ιωάννης Β’)                                                       Ποίημα 1ον

Περίληψη-Σχόλιο:

     Το 1ο ποίημα σώζεται μόνο σε 1 χειρόγραφο, που χρονολογείται στο τέλος του 13 ή στις αρχές του 14ου αι. Φέρει τον τίτλο «Τοῦ Προδρόμου κυροῦ Θεοδώρου πρὸς τὸν βασιλέα Μαυροϊωάννην» (και σύμφωνα με τον Beck είναι αφιερωμένο στον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-43). Καθώς το 3ο και το 4ο ποίημα απευθύνονται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ τον Κομνηνό (1143-1180),  μπορεί να συνδεθεί ο «βασιλέας Μαυροϊωάννης» με τον πατέρα του Μανουήλ, τον Ιωάννη Κομνηνό (1118-1143) (Eideneier 1991, 2). Αποτελείται από 274 στίχους, «πολιτικούς» κατά δήλωση του ποιητή κι εξιστορεί με ιδιαίτερα γλαφυρό και διασκεδαστικό τρόπο τα δεινά που τραβάει ο ίδιος από τη μάχιμο και τρισαλιτηρία (παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαληρίας) γυναίκα του λόγω της φτωχικής του κατάστασης. Δηλώνει πόσο τη φοβάται πλέον με τα λόγια: «Φοβοῦμαι γὰρ τὸ στόμαν της, φοβοῦμαι τὴν ὀργήν της,/ τὰς ἀπειλάς της δέδοικα καὶ τὴν ἀποστροφήν της.» Σκοπός του «κυροῦ Προδρόμου» είναι να ευχαριστήσει τον αυτοκράτορα για «τὰς …λαμπρὰς εὐεργεσίας» που έχει κάνει προς το άτομό του, και επιπλέον να διηγηθεί την οδυνηρή κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει και να ζητήσει οικονομική ενίσχυση προκείμενου να γλιτώσει από τη γκρίνια της στρυφνής γυναίκας του και τους εξευτελισμούς στους οποίους τον έχει υποβάλει και να μη χαθεί πρόωρα ο «κάλλιστος εὐχέτης» (Λεντάρη 2007, 1896). Ειρωνεύεται τον εαυτό του με όλη την άνεση και τη παιγνιώδη διάθεση ενός διανοούμενου (Eideneier 1991, 3-4).

Τί σοὶ προσοίσω, δέσποτα, δέσποτα στεφηφόρε,
ἀνταμοιβὴν ὁποίανδε ἢ χάριν προσενέγκω
ἐξισωμένην πρὸς τὰς σὰς λαμπρὰς εὐεργεσίας,
τὰς γινομένας εἰς ἐμὲ τοῦ κράτους σου παντοίας;
Πρό τινος ἤδη πρὸ καιροῦ καὶ πρὸ βραχέος χρόνου,
οὐκ εἶχον οὖν, ὁ δύστηνος, τὸ τί προσαγαγεῖν σοι
κατάλληλον τῷ κράτει σου καὶ τῇ χρηστότητί σου,
καὶ τῇ περιφανείᾳ σου καὶ χαριτότητί σου,
εἰ μὴ τινὰς πολιτικοὺς ἀμέτρους πάλιν στίχους,
συνεσταλμένους, παίζοντας, ἀλλ’ οὐκ ἀναισχυντῶντας,
παίζουσι γὰρ καὶ γέροντες, ἀλλὰ σωφρονεστέρως.
Μὴ οὖν ἀποχωρίσῃς τους, μηδ’ ἀποπέμψῃς, μᾶλλον
ὡς κοδιμέντα δέξου τους ποσῶς ἂν οὐ μυρίζουν,
καὶ φιλευσπλάγχνως ἄκουσον ἅπερ ὁ τάλας γράφω.
Κἂν φαίνωμαι γάρ, δέσποτα, γελῶν ὁμοῦ καὶ παίζων,
ἀλλ’ ἔχω πόνον ἄπειρον καὶ θλίψιν βαρυτάτην,
καὶ χαλεπὸν ἀρρώστημα, καὶ πάθος, ἀλλὰ πάθος!
Πάθος ἀκούσας τοιγαροῦν μὴ κήλην ὑπολάβῃς,
μηδ’ ἄλλο τι χειρότερον ἐκ τῶν μυστικωτέρων*,
μὴ κερατᾶν τὸ φανερόν, μὴ ταντανοτραγάτην,
μὴ νόσημα καρδιακόν, μὴ περιφλεγμονίαν,
μὴ σκορδαψόν, μηδ’ ὕδερον, μὴ παραπνευμονίαν,
ἀλλὰ μαχίμου γυναικὸς πολλὴν εὐτραπελίαν,
προβλήματα προβάλλουσα καὶ πιθανολογίας
καὶ τὸ δοκεῖν εὐλόγως μοι προφέρεται πλουτάρχως.
Καὶ θέλω δεῖξαι προφανῶς τὴν ταύτης μοχθηρίαν,
ἀλλὰ φοβοῦμαι, δέσποτα, τοὺς ἰταμωδεστέρους,
μήπως ἐμὲ ἀκούσωσι, καὶ ὑπάγουν εἰς τὸ ὁσπίτιν
καὶ νὰ μὲ πιττακώσωσιν** ἐκ τῶν ἀπροσδοκήτων,
καὶ κρεῖσσον εἶχον, δέσποτα, τὸ νὰ μὲ θάψουν ζῶντα,
καὶ νὰ μὲ βάλουν εἰς τὴν γῆν, καὶ νὰ μὲ περιχώσουν,
παρὰ νὰ μάθῃ τίποτε τῶν ἄρτι γραφομένων.
Φοβοῦμαι γὰρ τὸ στόμαν της, φοβοῦμαι τὴν ὀργήν της,
τὰς ἀπειλάς της δέδοικα καὶ τὴν ἀποστροφήν της.
Ει δε πολλάκις δόξει της και φθάσει ο καρκατζάς της,
κι ορίσει τα ψυχάρια της και την πρωτοβαβάν της,
και πιάσουν καί ταυρίσουν με καί σύρουν με ‘ςτήν μέσην
καί δώσουνε τα τρίκωλα καί τα χαρακτικά μου.
Τίς έλθοι κι εκδικήση με κι εκβάλη μ’ απ’ εκείνης;
Όμως κάν ούτως γένηται, κάν ούτως καί αλλοίως,
καιρός λοιπόν τά κατ’ εμέ πάντα σοι σαφηνίσαι,
ού φέρω γάρ, ώ δέσποτα, τήν ταύτης μοχθηρίαν,
τούς καθ’ ημέραν χλευασμούς καί τάς ονειδισίας
«Τό, κύρι, ούκ έχεις προσοχήν, τό, κύρι, πώς τό λέγεις;
το κύρι, τι προσέθηκας; Το, κύρι, τί επεκτήσω;
ποίον ιμάτιον μ’ έρραψας, ποιόν δόμιτον μ’ εποίκες;
και ποιόν γυρίν μ’ εφόρεσας; ούκ οίδα Πασχαλίαν,
έχεις με χρόνους δώδεκα ψυχρούς κι ασβολωμένους,
ούκ έβαλ’ από κόπου σου ταττίκιν είς ποδάριν,
ούκ έβαλα ‘ς την ράχιν μου μεταξωτόν ιμάτιν,
ούκ είδα ‘ς το δακτύλιν μου κρικέλιν δακτυλίδιν,
ουδέ βραχιόλιν μ’ έφερες ποτέ να το φορέσω.
Οι ξένοι κατακόπτουσι τά γονικά μου ρούχα,
κι εγώ καθέζομαι γυμνή και παραπονεμένη.
Ποτ’ ούκ ελούθην εις λουτρόν να μη στραφώ θλιμμένη,
ημέραν ούκ εχόρτασα, να μη πεινάσω δύο,
στενάζω πάντοτε, θρηνώ καί κόπτομαι καί κλαίω.
Την θάλασσαν τήν μ’ έφερες, γνωρίζεις, έπαρέ την,
το διβλαντάριν, το κουτνίν και το ‘ψηλόν διβίκιν,
και το μεγαλογράμματον ιμάτιν το κνικάτον,
ή χάρισον, ή πώλησον, ή δός οπού κελεύεις,
τα λουτρικά τά μ’ έποικες καί τό κραββατοστρώσιν
είς κλήρον να τα δέξωνται οι παίδες σου πατρώον,
τα γονικά σου πράγματα και η οικοσκευή σου
αρκούν τας θυγατέρας σου τας εξωπροικισμένας,
και σύ ήσαι σιγηρός κι απομεριμνημένος.
Ἐπεντρανίζεις, ἄνθρωπε, κἂν ὅλως θεωρεῖς με;
ἐγὼ ἤμην ὑποληπτικὴ καὶ σὺ ἤσουν ματζουκᾶτος,
ἐγὼ ἤμην εὐγενικὴ καὶ σὺ πτωχὸς πολίτης,
σὺ εἶσαι Πτωχοπρόδρομος καὶ ἐγὼ ἤμην Ματζουκίνη,
σὺ ἐκοιμῶ εἰς τὸ ψιαθὶν καὶ ἐγὼ εἰς τὸ κλινάριν,
ἐγὼ εἶχον προῖκα περισσήν, καὶ σὺ εἶχες ποδο…..
ἐγὼ εἶχον ἀσημοχρύσαφον, καὶ σὺ εἶχες σκαφοδούγας,
καὶ σκάφην τοῦ ζυμώματος καὶ μέγαν πυροστάτην.
Καθέζεσαι εἰς τὸ ὁσπίτιν μου, καὶ ἐνοίκιον οὐ φροντίζεις,
τὰ μάρμαρα ἠφανίσθησαν, ὁ πάτος συνεπτώθη,
τὰ κεραμίδια ἐλύθησαν, τὸ στέγος ἐσαπρώθη,
οἱ τοῖχοι καταπίπτουσιν, ἐξεχερσώθη ὁ κῆπος,
κοσμήτης οὐκ ἀπέμεινεν, οὐ γύψος, οὐδὲ σπέτλον,
οὐδὲ ῥηγλὶν μαρμάρινον, οὐ συγκοπὴ μετρία,
αἱ θύραι συνεστράφησαν ἐξ ὁλοκλήρου πᾶσαι,
τὰ κάγκελλα ἐξηλώθησαν ἀπ’ ἄκρας ἕως ἄκραν,
καὶ τὰ στηθαῖα ἔπεσον τὰ πρὸς τὸ περιβόλιν.
Θύραν οὐκ ἤλλαξάς ποτε, σανίδιν οὐκ εὐψύχει,
ποτὲ οὐκ ἐξεκεράμωσας, οὐδὲ ἀνερράψω τοῖχον,
οὐ τέκτονα ἐκάλεσας ἵνα τὸν περιρράψῃ,
οὔτε καρφὶν ἠγόρασας νὰ ἐμπήξῃς εἰς σανίδιν.
Βλέπουν σε τὰ ψυχάρια μου καὶ ἔχουν σε ὡς αὐθέντην,
φοβοῦνται, παραστήκονται, δουλεύουν καὶ τιμῶσιν.
Ἐγὼ κρατῶ τὸ ὁσπίτιν σου καὶ τὴν ὑποταγήν σου,
δουλεύω τὰ παιδία σου παρὰ βαβᾶν καλλίστην,
οἰκονομῶ τὰ κατὰ σέ, τρέχω, μοχθῶ, διώκω,
καὶ κάμνω λινοβάμβακον ἱμάτιν καὶ φορῶ το,
ἔχεις με κουρατόρισσαν, ἔχεις με ἀναπλαρέαν,
καὶ κάμνω καὶ τὰ μαλλωτά, κάμνω καὶ τὰ ναρθήκια,
ἔχεις με ψιλονήτριαν, καὶ κάμνω τὸ λινάριν,
κάμνω ὑποκαμισόβρακα, στιβάζω τὸ βαμβάκιν,
ἔχεις με προσμονάριον ὁμοῦ καὶ ἐκκλησιάρχην,
καὶ κανονάρχην σὺν αὐτοῖς, καὶ χωρικὸν νοτάρην,
καὶ σὺ καθέζεσαι ὡς πωλὶν χασμένον εἰς τὸ βρῶμα,
καὶ καθ’ ἡμέραν προσδοκᾷς τί νὰ σὲ παραβάλλω.
Τὸ τί σὲ θέλω ἐξαπορῶ, τὸ τί σὲ χρῄζω οὐκ οἶδα,
ἂν οὐκ ἐθάρρεις κολυμβᾶν, κολυμβητὴς μὴ ἐγένου,
ἀλλ’ ἂς ἐκάθου σιγηρὸς καὶ ὰπομεριμνημένος,
καὶ ἂς ἔκνηθες τὴν λέπραν σου, καὶ ἂς ἤφινες ἐμέναν.
Εἰ δὲ κομπώσειν ἤθελες καὶ λάβειν καὶ πλανήσειν,
ἂς ἔλαβες ὁμοίαν σου, καπήλου θυγατέραν,
κουτσοπαρδάλαν τίποτε γυμνήν, ἠπορημένην,
ἢ χορταρίναν τρίφυλλον ἀπὸ τὰ μανινέα.
Καὶ τί με παρωδήγησας τὴν ἀπωρφανισμένην
μὲ τὰ συχνογυρίσματα καὶ μὲ τὰς κομπωσίας,
καὶ μὲ τοὺς ὀψικάτορας καὶ τὸ πολὺν ὀψίκιν;“
Εν επιτόμω τοιγαρούν, δέσποτα, δέσποτά μου,
εκ των πολλών ο δούλος σου τινά παρεστησάμην.
Ει γαρ ηθέλησά ποτε τα πάντα σοι συγγράψαι,
ηρώων αν κατάλογον άλλον συνεγραψάμην,
αλλ’ έτι τα λεγόμενα αρκούσι φιλαλήθως
και πρόδηλα τυγχάνουσι και πεφανερωμένα,
και κάν αλήθειαν έχωσι και πιθανολογίας,
ψευδή τα πάντα, δέσποτα, και λήρον ονομάζω,
και μύθον τα λεγόμενα καλώ και φληναφίας,
έχουσι γαρ τινά ρητά πικρίας πεπλησμένα.
Η δε τάς αποκρίσεις μου μη καταδεχομένη,
στήκει, τριχομαδίζεται, δέρει τα μάγουλά της,
συνάγει τα παιδία της, απαίρει και την ρόκαν,
εμβαίνει ‘ς το κουβούκλιν της, κλείει σφικτήν την θύραν,
μουλλόνεται και κρύπτεται, εμέ δ’ αφίνει έξω,
ως το εποίκεν προ πολλού, δέσποτα στεφηφόρε,
όταν εστράφην σάβουρος απ’ ώδε παρ’ ελπίδα,
ηνίκα γαρ εισέβηκα την θύραν καβαλλάρις,
ως είδεν ότι επέζευσα, κι ανέβηκα κι εκάτζα
δίχα θορύβου και βοής, χωρίς οχλαγωγίας,
μή τινας επαγόμενος, μαχίμους στρατιώτας,
μή προπομπούς, μηδ’ οπαδούς ραβδούχους, σκηπτροφόρους,
μή χρυσοφόρων οπλιτών μαχίμων συνεργίαν,
μηδέ πεζών επιδρομήν σφενδονητών αγούρων,
μικρολαλείν απήρξατο και συχνομουρμουρίζειν.
Εγώ δ’ ως ήμην νηστικός από το φιλοπότιν,
μη κρύψω την αιτίαν μου κι έχω πολλάκις κρίμα,
ωσάν εμελαγχόλησα κι ηγριολάλησά την,
και πάλιν τα συνήθη μοι συμφώνως επεφώνει:
«Το τι θαρρείς; Το τις εισαι; Το βλέπε τίνα δέρεις,
ποίαν υβρίζεις πρόσεχε και ποίαν ατιμάζεις.
Ούκ είμαι σθλαβοπούλα σου, ουδέ μισθάρνισσά σου.
Πώς ήπλωσας επάνω μου; Το πώς ουκ ενετράπης;
Τα βρώσιμα εκήρωσας και τα ποτά ωσαύτως,
τα πάντα εξεστράγγισας, και έποικές μ’ ερήμην.
Αν ίδωσι τα μάτια μου ποτέ τους αδελφούς μου,
κι ου πιάσουν κι αψιδώσουν σε και δείξουν και τελέσουν,
και δήσω σου ‘ς τον τράχηλον τα τέσσαρα παιδία,
και βάλω ‘ς την καρδίαν μου τα γόνιμά μου κέρδη,
κι εκβάλω σ’ εκ το σπίτιν μου μετά πομπής μεγάλης,
να ποίσω και το πρόσωπον και την υπόληψίν σου,
να ποίσω την κουρούπαν σου αυτήν την μαδισμένην!»
Τούτους τους λόγους τοιγαρούν ατίμως μοι λαλούσα,
είχον βουλήν, ω δέσποτα, να την περιρραπίσω,
πλην ουν σκοπήσας εαυτόν, είπον εις νουν τοιάδε:
«Δια την ψυχήν σου, Πρόδρομε, καθίζου σίγηρός σου,
όσα καν λέγει βάσταζε και φέρε τα γενναίως,
αν πλήξης γρ και δώσης την πολλάκις και πονέση,
ως είσαι γέρων και κονδός κι ως αν αδυνατίζεις,
ίσως ν΄απλώση επάνω σου και να σε σύρη εμπρός της,
κι αν τύχη κι αποδείρη σε να σε ξεσφονδυλίση.
Πιάσε ραβδίν, βάλε φωνήν, ρίψον το καμελαύχιν
‘πόλυσον πέτραν κατ’ αυτής, πλην βλέπε μη την δώσης,
και πόδησον, κατάδραμε τάχα να την κρατήσης,
ως επιτρέχεις, σκόνταψον, κατάβα, δος αθρόως,
καταπεσών ανάστηθι, πάλιν κατάτρεχέ την,
τους οφθαλμούς αγρίωσον, δείξον λοξόν το βλέμμα,
το καμελαύχιν στράβωσον, βρύξον καθάπερ λέων».
Ως δ’ ούδέ ράβδον εφευρείν ο τάλας ηδυνήθην,
απαίρω το σκουπόρραβδον γοργόν από την χρείαν,
παρακαλών, ευχόμενος και δυσωπών και λέγων:
«Πανάχραντέ μου, κράτει την, εμπόδιζε, Χριστέ μου,
μη παίξει κοντογύρισμα και πάρη το ραβδίν μου
και δώση και ποιήση με στραβόν παρά διαβόλου».
Ως δη αυτή, θεόπεπτε, προ των λοιπών απάντων
και το ψωμίν εκλείδωσε και το κρασίν εντάμα,
φεύγει, λανθάνει, κρύπτεται, και κλείσασα την θύραν
εκάθισεν αμέριμνος κι εμέ αφήκεν έξω.
Κρατών δε το σκουπόρραβδον την θύραν απηρξάμην
ως ‘ξηγανάκτησα λοιπόν κρούων σφοδρώς την θύραν,
ευρών οπήν εσέβασα τ’ άκρον του σκουπορράβδου,
εκείνη δε πηδήσασα και τούτου δραξαμένη
εταύριζεν απέσωθεν, εγώ δε πάλιν έξω,
ως δ’ έγνω ότι δύναμαι και στερεά την σύρω,
χαυνίζει το σκουπόρραβδον, την θύραν παρανοίγει,
και παρ’ ελπίδα κατά γής καταπεσών ηπλώθην.
Ως δ’ είδεν ότι έπεσον, ήρξατο του γελάν με,
εκβαίνει και σηκόνει με γοργόν από του πάτου,
και τάχα κολακεύουσα τοιαύτα προσεφώνει:
«Εντρέπου, κύρι, να σωθής, εντρέπου καν ολίγον,
ουκ είσαι χωρικούτζικον, ουδέ μικρόν νινίτζιν;
Κατάλειψον την δύναμιν, την περισσήν ανδρείαν,
και φρόνει καλοκαίριν εν’, τίμα τους κρείττονάς σου,
και μη παλληκαρεύεσαι, μηδέ λαζοφαρδεύης».
Εν επιτόμω τοιγαρούν ταύτα μοι προσειπούσα,
πάλιν εισήλθεν ένδοθεν, εκλείδωσεν, εκάτζεν.
Εγώ δ’ απάρας παρευθύς τρέχω προς το κουβούκλιν
και πίπτω εις την κλίνην μου, το γεύμα περιμένων.
Παραπεινάν αρξάμενος ανήλθον εκ της κλίνης,
και προς τα’ αρμάριν επελθών ευρίσκω κλειδωμένον.
Στραφείς ουν πάλιν έπεσον επάνω επί την κλίνην,
συχνά περιστρεφόμενος και βλέπων προς την θύραν.
του γούν ηλίου προς δυσμάς μέλλοντος ήδη κλίναι,
βοή της άφνω γίνεται και ταραχή μεγάλη,
εν και γαρ εκ των παίδων μου έπεσεν εκ του ύψους,
και κρούσαν κάτω έκειτο ώσπερ νεκρόν, αυτίκα
συνήχθησαν αι γείτονες ως προς παρηγορίαν,
αι μανδραγούραι μάλιστα και πρωτοκουρκουσούραι,
και τότ’ ας είδες θόρυβον και ταραχήν μεγάλην.
Ασχολουμένων τοιγαρούν των γυναικών και πάντων
των συνελθόντων επ’ αυτό, ως φθάσας είπον άνω,
του βρέφους τω συμπτώματι και του παιδός τω πάθει,
κρυπτώς απήρα το κλειδίν, κι ήνοιξα το αρμάριν
φαγών ευθύς καγώ θρηνών συν τοις ετέροις.
Του πάθους καταπαύσαντος, του βρέφους δ’ αναστάντος,
απεχαιρέτηθαν ευθύς οι συνδεδραμηκότες,
παραλαβούσα δ’ η γυνή τους ταύτης παίδας πάντας,
εισήλθεν ένδον συν αυτοίς και πάλιν υπεκρύβη.
Εγώ δε μόνος κοιμηθείς δίχα παραμυθίας,
χωρίς δείπνου και σκοτεινά και παραπονεμένα,
ηγέρθην ταχυνώτερον, ήλθον επί την κλίνην,
και δη πιάσας τη χειρί την θύραν της εισόδου,
και τό, κυρά μου, προσειπών, και τό, καλή σου ημέρα
και τό, ψυχή, ουκ ανοίγεις μοι, καρδιά, ου θεωρείς με,
και στεναγμόν από ψυχής εκπέμψας άχρι τρίτου.
Οι παίδες εσυνήχθησαν, εκάθισαν να φάγουν,
και το τραπέζιν έστησαν με την εξόπλισίν του.
Ως δ’ είδε ταύτ’ ο δούλος σου, χαράς πολλής επλήσθην,
ελπίζων να με κράξουσιν, να κάτζωμεν, να φάμεν.
Ως δε παρέδραμε καιρός και τίποτ’ ουκ εφάνη,
ευθύς ανακαθέζομαι μετά σπουδής μεγάλης,
κι ευρίσκω το σκλαβώνικον και βάλλω το επάνω,
και της Τομπρίτζας το μανδίν, επάνω τ’ ετυλίχθην
και βάλλω και σκαράνικον επάνω καμελαύχιν,
μακρύν καλάμιν ήρπασα, κινώ προς το κουβούκλιν,
και σφαλισμένον τ’ εύρηκα, κι απέξωθεν ιστάμην,
ηρξάμην κράζειν συνεχώς τό «δέμνε κυριδάτον»
τό «σάμνε», και τό «ντόμβρε», και τό «στειροπορτέω»***.
Ἔδραμον οὖν οἱ παῖδες μου μηδὲν μεμαθηκότες,
ἀπῆραν ξύλα παρευθὺς καὶ ῥάβδους τε καὶ λίθους,
τὴν σκάλαν μὲ ἐκατέβασαν μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους.
Ἡ μάννα των γνωρίσασα ἐφώνησε τοὺς παῖδας:
«Ἀφῆτε τον, πτωχός ἐνι, καράνος, πελεγρίνος.»
Καὶ ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ δοῦλος σου χαρᾶς πολλῆς ἐπλήσθην,
ὅτι ἡ κοιλιά μου ηὐκαίρησεν ἀπὸ τὴν ἀφαγίαν.
Ἡμερωθέντων τοιγαροῦν τῶν παίδων παραυτίκα,
ἀνέβηκα τὴν σκάλαν μου τῇ τούτων ὁδηγίᾳ
καὶ εὐθὺς πηδήσας καὶ εἰσελθὼν καὶ προτραπεὶς εκάτζα,
τὸ πότε νὰ μὲ κράξωσι νὰ φάγω προσεδόκουν,
καὶ μόλις εἶδον πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῖστον,
καὶ ὀλίγον ἀπὸ τὸ παστὸν καὶ θρύμματα μεγάλα,
καὶ δράξας εἰς τὰς χεῖρας μου ηὔφρανε ἡ καρδιά μου,
ζωμὸν ἰδὼν τὸν περισσὸν καὶ τὰ χοντρὰ κομμάτια.
Τοιαῦτα πέπονθα δεινά, κρατάρχα στεφηφόρε,
παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαλιτηρίας,
ὡς εἶδε με κενώτατα ἐλθόντα πρὸς τὸν οἶκον.
Ἂν οὖν μὴ φθάσῃ με τὸ σὸν φιλεύσπλαγχνον, αὐτάναξ,
καὶ δώροις καὶ χαρίσμασι τὴν ἄπληστον ἐμπλήσῃς,
τρέμω, πτοοῦμαι, δέδοικα μὴ φονευθῶ πρὸ ὥρας,
καὶ χάσῃς σου τὸν Πρόδρομον, τὸν κάλλιστον εὐχέτην.

Λέξεις άγνωστες κι έννοιες και φράσεις:

  * “μὴ κερατᾶν τὸ φανερόν, μὴ ταντανοτραγάτην,
μὴ νόσημα καρδιακόν, μὴ περιφλεγμονίαν,
μὴ σκορδαψόν, μηδ’ ὕδερον, μὴ παραπνευμονίαν,”

όλο αυτό σημαίνει πως δεν μπορείς να σκεφτείς άρχοντά μου κάτι χειρότερο από μα γυναίκα εριστική κι επιδέξια, και του παραθέτει κατά σειράν τα δεινά:

Μήτε να βγάλεις κέρατα, μήτε να τουμπανιάσεις
μήτε να πάθεις καρδιάκό, μήτε τη πνευμονία
μήτε καούρα, διάρροια, ούδ’ περιπνευμονία“.

… απλά αρκεί να χεις τέτοια γυναίκα σύντροφο! 

 ** πιττακώσωσιν = να με γράψουνε στα μαύρα κατάστιχα και στα καλά καθούμενα (όλη η φράση)
 πιττάκια = οι λίστες, τα πινάκια…

*** «Με το δέμνε κυριδάτον, με το σάμνε, το ντόμβρε, το στειροπορτέω» = είναι εκφράσεις όπως εμείς θα λέγαμε «με τα χίλια παρακάλια ζητιανεύω στο όνομα του θεού κλπ» παρακάλια επαιτών συνήθη “με το σας και με το σεις”, “χίλια καλά νάχετε” κλπ.

προσοίσω = προσφέρω
προσενέγκω = προσφέρω
κοδιμέντα = αρτύματα, μεζεδάκια
τοιγαρούν = ως εκ τούτου, λοιπόν, επομένως
ταντανοτραγάτη = τουμπάνιασμα,
σκορδαψόν = καΐλα, καούρα
ύδερον = διάρροια, ευκοίλια
μαχίμος = εριστικός
ευτραπελία = ευκινησία, επιτηδειότης
πελεγρίνος = πάροικος, ξένος, παρίας, φτωχός προσκυνητής, μτφ ζητιάνος
σκλαβώνικον = ρούχο σχισμένο παλιό, ρούχο ζητιάνου
καράνος = φτωχός, ζητιάνος (από κει βγαίνει κι η καραντίνα)
σκαράνικον = κάλυμμα κεφαλής, τυλιχτό σαν τουρμπάνι, μπορεί και πολυτελές με λοφίο, σε παραφθορά το κράνος

                                                Ποίημα 2ον

                                     Εισαγωγή-Σχόλιο-Μελέτη

      Το 2ο ποίημα (ο φτωχός πατέρας): «…εἰς τὸν Σεβαστοκράτορα»

     Το 2ο ποίημα είναι το συντομότερο από τα 4. Ακολουθεί στον ίδιο κώδικα μ’ ένδειξη «Τοῦ αὐτοῦ εἰς τὸν Σεβαστοκράτορα». Σ’ έναν άλλο κώδικα του 14ου αι., από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων (Hieros. Sabait. 415), το ποίημα σώζεται με τίτλο «τοῦ αὐτοῦ ὅμοιοι» κι ακολουθεί μετά το 4ο ποίημα για τη μοναστική ζωή που έχει τίτλο «Στίχοι τοῦ γραμματικοῦ κυροῦ Θεοδώρου τοῦ Πτωχοπροδρόμου». Σ’ αυτό «ὁ πένης, ὁ παντάπορος, ὁ περιστατημένος» συγγραφέας επιχειρεί μέσα σε 117 στίχους να ευφράνει τον δεσπότη του, τον σεβαστοκράτορα, με «πολιτικὰ μετριάσματα καὶ πολιτογραφίας» αποβλέπει στην ευεργεσία του, για να σωθεί από την έσχατη ένδεια στην οποία έχει βρεθεί.
     Ο ποιητής σημειώνει χαρακτηριστικά ότι τ’ όνομά του, το «πτωχοπροδρομάτο», δεν πρέπει να πλανά τον δεσπότη. Παρότι λέγεται Πρόδρομος δεν τρέφεται με χόρτα κι ακρίδες, αλλά του αρέσουν νόστιμα εδέσματα, όπως «λιπαρὸν προβατικὸν ἀπὸ τὸ μεσονέφριν». Αλλά έχει να προσφέρει στους οικείους που λιμοκτονούν μόνο τη φτώχεια τους, με αποτέλεσμα κείνοι τρώνε τα ρούχα τους και μετά βλέπουν αστέρια, πρασινόμορφους τροχούς «καὶ ὁμοιάζουν, τὸ χειρότερον, ὅτι εἶναι μεθυσμένοι, καὶ μαγειωμένοι καὶ σαλοὶ καὶ παραβροντισμένοι».
     Το σύντομο αυτό ποίημα αποτελείται από 117 στίχους, σώζεται σε 2 χειρόγραφα του 14ου αιώνα (G και H) και προσφωνεί κάποιον «Σεβαστοκράτορα» (τίτλος για τους πιο στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα επί της δυναστείας των Κομνηνών) εκ μέρους «του αυτού». Το χειρόγραφο H έχει, σε σύγκριση με το G, 70 στίχους παραπάνω, ενώ του λείπουν 16 στίχοι.
     Όταν, ωστόσο, οι 2 εκδοχές έχουν κοινούς στίχους, το κείμενο του G είναι σαφώς καλύτερο από εκείνο του H. Η δομή του ποιήματος ακολουθεί ακριβώς το πρότυπο του πρώτου: ταπεινή προσφώνηση στον αυθέντη, απαρίθμηση των αναγκών του σπιτιού και τελική παράκληση για οικονομική ενίσχυση, ώστε να μη στερηθεί ο Σεβαστοκράτωρ τους καθημερινούς του επαίνους από τον ποιητή. Το ύφος του ποιήματος, όμως, είναι πολύ διαφορετικό από του πρώτου. Εδώ ένας μίζερος παραπονιάρης ζητά οικονομική ενίσχυση, παρουσιάζοντας τις καθημερινές ανάγκες της πολυμελούς οικογένειάς του. Ο κατάλογος των αντικειμένων ενός βυζαντινού νοικοκυριού έχει προπαντός γλωσσικό και πραγματολογικό ενδιαφέρον, εντούτοις ολόκληρο το ποίημα περιορίζεται στη συσσωρευτική απαρίθμηση αυτών των αναγκών (Eideneier 1991, 6-7).

     Ο ταλαίπωρος ποιητής προσπαθεί με τα λόγια του να ευφράνει τον δεσπότη του αποβλέποντας στην ευεργεσία του, για να σωθεί από την έσχατη ένδεια στην οποία έχει βρεθεί. Ξεκινά το ποίημα, παρουσιάζοντας την πολυμελή οικογένειά του με τις καθημερινές της ανάγκες και έγνοιες.

Αυθέντα μου πανσέβαστε, δόξα και καύχημά μου,
ο πένης, ο παντάπορος, ο περιστατημένος,
ο πάντοθεν κυκλούμενος μυρίαις δυστυχίαις,
και περιστατιζόμενος κακοίς αναριθμήτοις,
θέλω ειπείν τα εμαυτού προς τον εμόν δεσπότην,
κι αν ‘νι αυθέντης οίος συ κι ο λέγων οίος έγώγε,
να κάθηται, να ψηλαφά, να λέγη και να γράφη
πολιτικά μετριάσματα και πολιτογραφίας,
και λαρυγγίσματα πολλά και λέξεις επικρότους,
και να κατάγη εαυτόν εις την πεζολεξίαν.
Εκείνα γράφω και λαλώ όσα κινούν προς οίκτον,
όσα κινούν προς έλεον και προς φιλανθρωπίαν,
ο γράφων γαρ σπαταλικά και λέγων σερφετίας,
φαίνετ’ ότι ‘νι απλόψυχος και ποιεί τ’ από σπατάλης.
Εγώ δεν υπεξέκλινα μικρόν εκ της ευθείας
αντ’ οδυρμού και κωχυτού και θρήνους και δακρύων,
ρήματα γράφω χαρμονής, ρήματα ευφροσύνης,
και ού ποιώ τ’ από χαράς, ούδ’ εξ απλοψυχίας,
αλλά μα την ενούσαν μοι πολλήν στενοχωρίαν,
μα την εξανεπήλπιστον πολλήν πεζοπορίαν,
βαβαί την προς παλάτιον μέχρι της εκκλησίας,
ως έχει ούτως να το ‘πω, ούτως να το προσθήσω,
ότι, μα την αγάπη σου και μα την κεφαλή σου,
έχω ψυχήν πολύπονον, πολύθλιβον καρδίαν,
ομμάτια πολυστένακτα και σπλάχνα φλογισμένα,
και γούργουρον κατάξηρον εκ την ξηροφαγίαν.
Τα καθ’ ημών λεγόμενα πάντα επικουρήσω.
Αν δέ άρξωμαι στομοκρατείν και πάλι λαρυγγίσειν,
ως λύρα λογισθήσομαι και πλήρης φληναφίας.
Πρόσεχε, μόνον πρόσεχε, πρόσεχε μη με θάψης!
Αλήθεια δίδεις με πολλά, πλην αν τα συμψηφίσω,
τετράμηνον ού σώζουν με, ψυχοκρατούν ουδόλως,
μεδίμνους σίτου δώδεκα ψυχρούς κι ασβολωμένους,
πάντως αν το μυρίζωνται, μόλις να τους αρκέση.
Χωρίς των δεδομένων μοι τούτων των τυπωμάτων
οὐ θέλουν ξύλα καύσιμον, οὐ θέλουν καρβουνίτσια,
οὐ θέλομεν ὀσπριούτσικον, οὐ θέλομεν τυρίτσιν,
οὐ θέλ’ ὀψώνιν περισσὸν ἅπαξ τὴν ἑβδομάδα;
Οὐ θέλω ἐγὼ ὑποδήματα, οὐ θέλω καὶ καλίκια,
οὐ θέλω σφικτοσφίκτουρον, νὰ τὸ φορῶ εἰς τὴν ψῦξιν,
οὐ θέλουν τὰ παιδίτσια μου χειμωνικὰς γουνίτσας,
οὐ θέλει καὶ ἡ γυναῖκα μου μανδὶν τὴν Πασχαλίαν,
καὶ κοντοσφίκτουρον παχύν, τὴν νύκτα διὰ τὸ ξῦχος,
ῥαψίματα, ῥαψίματα, πετσώματα, πετσία,
ἀλεστικά, φουρνιάτικα, βαλανικά, σαπούνια,
τριψίδια γάρ, πιπέρια, κύμινον, καρναβάδιν,
σελινοπρασορέπανα καὶ ἀνηθοκουδιμέντα,
σπανάκιν, χρυσολάχανον, γογγύλια, βαζιζάνια,
τρυγοκράμβιν ἐκ τὸ γουλὶν καὶ ἀπὸ τὸ ξυλοκράμβιν,
μέλιν, ὀξείδιν, σύσγουδον, ἅλας, ἀμανιτάριν,
ἀγιόθρουμβον εἰς τὰ παστά, βλησκούνιν εἰς τὴν γροῦταν;
Οὐ χρῄζω γὰρ ὀψάρωγας, οὐ θέλω ἄλλην σάχναν,
οὐ θέλει καὶ ἡ ἐκκλησία μου τὰ πρὸς φωταγωγίαν,
οὐ θέλει ῥόγαν ὁ παπᾶς ὁ ψάλλων εἰς τὸ ὁσπίτιν,
οὐ θέλομεν ἀνδρότουβον, οὐ θέλομεν καντήλαν,
οὐ θέλει ἐλάδιν καὶ κερίν, καὶ προσφορὰ καὶ νᾶμαν,
οὐ θέλει καὶ καπνίσματα, μόσχους τε καὶ κοντίτους,
οὐ θέλει γὰρ καὶ κόλλυβα τῶν προτελευτησάντων,
ἀμύγδαλα, ῥοΐδια, πιστάκια καὶ καρύδια,
καὶ καρναβάδιν καὶ φλακὶν καὶ στραμαλοσταπίδια,
οὐ θέλει καὶ ἄλλα πλείονα τῶν ἀπαριθμημένων;
Καὶ ἂς ἀφῶ τὰ παχύτερα καὶ ἂς ἔλθω ἐπὶ τὴν λέφτην,
εἰς τὰ τσουκαλολάγηνα καὶ εἰς τὴν χουρδουβελίαν,
εἰς τὰ σκουτελοπίνακα, καὶ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν ∙
τὸ δὸς ἐδῶ, τὸ δὸς ἐκεῖ, τὸ δὸς εἰς κουκουμάριν,
τὸ δὸς τὴν περιχύτριαν, τὸ δὸς τὸν περεχύτην,
τὸ δὸς εἰς κόσκινον ψιλόν, τὸ δὸς εἰς τὸ γαρβέλιν,
εἰς κουταλίστριαν καὶ εἰς βρουτσὶν καὶ εἰς λιπαρὸν ἐλάδιν
τὸ λάλησε τὸν σικυαστήν, ἂς φθάσῃ ὁ φλεβοτόμος,
ἐδῶ διαβαίνει ὁ μιλιαρᾶς καὶ καταπίασέ τον,
ὁ γύψος πτώσεις ἀπολεῖ, κράξε τὸν γυψοπλάστην,
αἱ θύραι ἀπεδάρτησαν, ἂς ἔλθῃ ὁ ἀσκοθυριάρης,
καὶ τὸ βικὶν ἐχάσαμεν, ἐκλάστη τὸ ποτήριν˙
κύρι, τὸ πηγαδόσχοινον ἐκόπη καὶ ἂς τὸ ἀλλάξουν,
νερὸν ὁ κάδος οὐ κρατεῖ, δὸς νὰ ἀγοράσουν ἄλλον,
καὶ τὸ σκαφίδιν ἔπεσε καὶ ἐγένετο εἰς δύο,
καὶ δὸς ἵνα τὸ δήσουσι καὶ πάλιν νὰ δουλεύῃ∙
ἐτραυματιάσε τὸ παιδίν, γοργὸν ἂς ἀγοράσουν
κηκίδιν, λυσσομάμμουδον, ὄξος ἀγριοσταπίδας,
ἐλάδιν, χαμαιμέλαιον, τράκτον, κερὶν καὶ ἀσβέστην,
καὶ ἂς ποιήσουν τραυματάλειμμα, πρὶν λυκοκαυκαλιάση.
Ἤκουσας, πάντως ἤκουσας τὴν ἔξοδον τὴν ἔχω∙
ἐδάρε, μίξον ὁμαδὸν ἅπαντα τὰ λαμβάνω,
τὴν ῥόγαν, τὸ μηναῖον μου καὶ τὰς φιλοτιμιάς μου,
τὰ ἐσώτυπα, τὰ ἐξώτυπα, τὰ ἀπέδω καὶ τὰ ἀπέκει,
καὶ τότε λογαριάσε με καλῶς καὶ εἰς τὰ μὲ δίδεις,
καὶ ἂν μ’ εὕρῃς χρώμενον κακῶς εἰς ταῦτα τὰ μὲ δίδεις,
τότε καὶ κατονείδιζε, τότε κατάκρινόν μοι
ὥσπερ ἐλευθερόψυχον καὶ σπαταλοκρομμύδην.
Eι δ’ ούτως κατακρίνεις με δίχα τινός αιτίας,
από οχλήσεως τινών ανθρώπων χαιρεκάκων,
ένι και κρίμα και κακόν, εικάζω κι αμαρτάνεις.
Ταύτα δε πάντα χρήζουσι κατ’ έτος εις το σπίτι
και πλούσιοι και πένητες, και δούλοι και δεσπόται,
και μοναχοί και κοσμικοί, και γέροντες και νέοι,
κατά το μέτρον έκαστος και την ιδίαν τέχνην.
Οι ούν λαβόντες εξ αρχής ως πατρικόν των κλήρον
των πάντων την ευπάθειαν και την ευημερίαν,
έχουσι πόρους πάντοθεν αφθόνως και πλουσίως
δωροφορεί και γαρ η γη, η θάλασσα δε πλείω
την αφθονίαν των καλών και χορηγίαν πάντων.
Οι κατ΄εμέ δε πένητες, οι λιμαγχονημένοι,
κλήρον ως άλλον πατρικόν έχοντες την πενίαν,
εξόδους έχοντες πολλάς, εισόδους δε ολίγας,
όταν εξαπορήσωσι και δώσουσι και λάβουν,
στρέφονται προς τα ρούχα τους, φείσαι, Χριστέ μου τότε!
και δίδουν τα και τρώγουν τα, Χριστέ της ανοχής σου!
κι αφότου τα χωνεύουσιν, ως χρυσοχόοι τεχνίται,
και αμμοπλύνουν τα καλά, ώσπερ οι αμμοπλύται,
αν περπατούν, νυστάζουσιν, αν κάθηνται, κοιμώνται,
ιστάμενοι σκελίζονται, τραλίζονται καθ’ ώραν,
εκεί κι αστέρας βλέπουσι τροχούς πρασινομόρφους,
κι ομοιάζουν το χειρότερον ότι είναι μεθυσμένοι
και μαγειωμένοι και σαλοί και παραβροντισμένοι.
Τω πάθει τοίνυν συσχεθείς καγώ τω της ενδείας,
άπασαν την ουσίαν μου κατέφαγον ο τάλας,
κι αν τύχη ως υπαγαίνομεν, αν ου κρατήση ευδία,
αν ουκ ανοίξης θύραν μοι πόθεν της ευσπλαχνίας,
και γένομαιι ‘ξωχείμαστος, φοβούμαι μη παρέμπω,
και φάγω και τ’ ακίνητα, κι έδε θανάτου χείρον.
Μη σε πλανά, πανσέβαστε, το Πτωχοπροδρομάτον,
και προσδοκάς να τρέφωμαι βοτάνας ορειτρόφους,
ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’ αγαπώ βοτάνας,
αλλά μονόκυθρον παχύν και παστομαγειρίαν,
να έχη θρύμματα πολλά, να ήναι φουσκωμένα,
και λιπαρόν προβατικόν από το μεσονέφριν.
Ανήλικον μη με κρατής, μη προσδοκάς δε πάλιν
ότι αν με δώσης τίποτε να το κακοδικήσω,
όμως εκ της εξόδου μου και συ να καταλάβης
το πώς οικοκυρεύω μου την άπασαν οικίαν.
Λοιπόν η σή προμήθεια συντόμως μοι φθασάτω,
πριν φάγω και τ’ ακίνητα και πέσω κι αποθάνω,
και λάβης και τα κρίματα και πλημμελήματά μου,
και των επαίνων στερηθής ών είχες καθ’ εκάστην,
αλλ’ ίλεώς σοι γένοιτο Χριστός μοι, σεβαστέ μου,
και δοίη σοι την αμοιβήν των εις εμέ χαρίτων
πλούσιαν και αιώνιον, ως οίδεν, ως γινώσκει!

                                                Ποίημα 3ον

                                         Περίληψη-Σχόλιο-Μελέτη

   Το 3ο ποίημα (ο λόγιος): «…πρὸς τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τὸν Κομνηνόν» – η πενία ενός λογίου.

     Το ποίημα είναι η περίφημη σάτιρα της πενίας ενός λογίου. Παρουσιάζεται ως 3ο στη σειρά από τον Eideneier (1991 και 2012). Το κείμενο αποτελείται από 292 στίχους κι έχει διασωθεί σε 7 χειρόγραφα του 14ου αι. (Paris.gr. Suppl. 1034, Paris.gr. 396, Monac.gr. 525), του 15ου (Paris.Coislin 382, Paris.gr. 1310, Constantionop. Serail 35) και του 16ου αι (Adrianop.1237 = Athen. Museum Benaki 44) κι είναι το πιο γνωστό και δημοφιλές από τα Πτωχοπροδρομικά. Στο πρωιμότερο σωζόμενο κείμενο, Paris.gr.Suppl.1034 του 1364, τιτλοφορείται: «Στίχοι Θεοδώρου τοῦ Πτωχοπροδρόμου πρὸς τὸν βασιλέα κὺρΜανουὴλ τὸν Κομνηνόν», (Of Ptochoprodromos to the emperor lord Manuel Komnenos, the Purple-born) δηλαδή πρόκειται για ποίημα αφιερωμένο στον Μανουήλ Α’ Κομνηνό (1143-1180).
     Ο ποιητής-αφηγητής εμφανίζεται σαν ένας φτωχός λόγιος, που θυμάται τα νιάτα του, όταν ο πατέρας του τον συμβούλευε να σπουδάσει για να προκόψει, «Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου,/ τέκνον μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει». Παραδέχεται πως τα γράμματα δεν τον βοήθησαν να πλουτίσει και τώρα που συγκρίνει τη φτώχεια και τη πείνα του με τη χορτάτη ζωή που κάνουν οι γείτονές του, οι χειρώνακτες τεχνίτες κι άλλοι μεροκαματιάρηδες, τα αναθεματίζει δηλώνοντας: «ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων/ ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποὺ τὰ θέλει» (Λεντάρη 2007, 1896).
     Η κατάσταση που περιγράφεται είναι οδυνηρή, όπου και να ψάξει ο ποιητής να βρει «ψωμὶν νὰ φάγει», και στις τέσσερις γωνίες του κελιού του, βρίσκει παντού «κείμενα πολλὰ πολλὰ χαρτία». Αναρωτιέται μάλιστα σε καθημερινή γλώσσα πόσα ποίηματα πια πρέπει να γράψει «πόσους νὰ πλέξω στίχους,/ πόσα νὰ γράψω καὶ νὰ εἰπῶ, πόσα νὰ λαρυγγίσω» για να βρει θεραπεία για τη πείνα του (Χατζηφώτης 1980, 21).
      Προς το τέλος συμπεραίνει ότι βρίσκεται ήδη στις τρεις κολάσεις της ασιτίας του κρύου και του σκοταδιού. Στις 18 στροφές τις τελευταίες, κλείνοντας ο ποιητής, απευθύνεται στον αυτοκράτορα και ζητά την υλική συνδρομή του, τον «κομνηνοβλάστητον ἀπὸ πορφύρας ῥόδον» σε μία λόγια αρχαΐζουσα γλώσσα.

Ἀπὸ μικρόθεν  μ’ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου˙
Παιδὶν μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.
Βλέπεις τὸν δεῖνα , τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,
καὶ τώρα διπλοεντέληνος καὶ παχυμουλαρᾶτος.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν,
καὶ τώρα, βλέπεις τον, φορεῖ τὰ μακρυμύτικά του.
Αὐτὸς, ὅταν ἐμάνθανε, ποτέ του οὐκ ἐκτενίσθη,
καὶ τώρα καλοκτένιστος καὶ καμαροτριχάρης.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, λουτρόθυραν οὐκ εἶδε,
καὶ τώρα λουτρακίζεται  τρίτον  τὴν ἑβδομάδα.
Αὐτός, ὁ κόλπος  του ἔγεμε  φθεῖρας  ἀμυγδαλάτας
καὶ τώρα τὰ ὑπέρπυρα γέμει τὰ μανοηλᾶτα .
Καὶ πείσθητι  γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς μου λόγοις,
καὶ μάθε τὰ γραμματικά , καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει“.
Καὶ ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου.
Ἀφ’ οὗ  δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς  τεχνίτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τῆν μάνναν ˙
ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων˙
Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποῦ τὰ θέλει!
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν
καθ’ ἣν  μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα!“
Ἐδάρε  τότε ἂν μ’ ἔποικαν  τεχνίτην χρυσορράπτην ,
ἀπ’ αὐτοὺς ὁποῦ κάμνουσι τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσι
καὶ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν τὴν περιφρονημένην,
οὐ μὴ ἤνοιγα  τὸ ἀρμάριν  μου καὶ ηὕρισκα ὅτι γέμει
ψωμίν, κρασὶν πληθυντικὸν  καὶ θυννομαγειρίαν
καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τσίρους καὶ σκουμπρία˙
παρ’ οὗ  ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους,
Ήκουσας, πάντως ήκουσας την έξοδον την έχω
εδάρε, μίξον ομαδόν άπαντα τά λαμβάνω,
και βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τα χαρτία.
Ανοίγω την αρκλίτζαν μου να ‘βρω ψωμίν κομμάτιν
κι ευρίσκω χαρτοσάκουλον άλλον μικροτερίτζιν.
Ανοίγω το περσίκιν μου, γυρεύγω το πουγγίν μου,
δια στάμενον το ψηλαφώ κι αυτό γέμει χαρτία.
Τὴν ῥόγαν, τὸ μηναῖον μου καὶ τὰς φιλοτιμιάς μου,
τὰ ἐσώτυπα, τὰ ἐξώτυπα, τὰ ἀπέδω καὶ τὰ ἀπέκει,
καὶ τότε λογαριάσε με καλῶς καὶ εἰς τὰ μὲ δίδεις,
καὶ ἂν μ’ εὕρῃς χρώμενον κακῶς εἰς ταῦτα τὰ μὲ δίδεις,
τότε καὶ κατονείδιζε, τότε κατάκρινόν μοι
ὥσπερ ἐλευθερόψυχον καὶ σπαταλοκρομμύδην.
Αφού δε τας γωνίας μου τας όλας ψηλαφήσω,
ίσταμαι τότε κατηφής κι απομεριμνημένος,
λειποθυμώ κι ολιγωρώ εκ της πολλής μου πείνας
κι από την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν,
γραμμάτων και γραμματικών τα κλαπωτά προκρίνω.
Την κεφαλήν σου, δέσποτα, εις τούτο τί με λέγεις;
Αν έχω γείτονα τινά κι έχη παιδίν αγώριν,
να τον ‘πώ ότι μάθε το γραμματικά να ζήση;
Αν ού τον είπω μάθε το τζαγγάρην το παιδίν σου,
παρακρουνιαροκέφαλον πάντες να μ’ ονομάσουν.
Και άκουσον την βιωτήν τζαγγάρου και να μάθης
την βρώσιν και ανάπαυσιν την έχει καθ’ εκάστην.
Γείτοναν έχω πετζωτήν, ψευδοτζαγγάριν τάχα
πλην ένι καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος,
όταν γαρ ίδη την αυγήν περιχαρασσομένην,
ευθύς: “Ας βράση το θερμόν“, λέγει προς το παιδίν του,
και να, παιδίν μου, στάμενον εις τα χορδοκοιλίτζα,
αγόρασε και βλάχικον σταμεναρεάν τυρίτζιν
και δος με να προγεύσωμαι και τότε να πετζόνω“.
Αφού δε κλώσει το τυρίν και τα χορδοκοιλίτζα,
καν τέσσαρα τον δίδωσι γεμάτα ‘ς το μουυχρούτιν
και πίνει τα και ρεύγεται. Κερνούν τόν άλλον ένα.
Όταν δε πάλιν, δέσποτα, γεύματος ώρα φθάση,
ρίπτει το καλαπόδιν του, ρίπτει και το σανίδιν
και το σουγλίν και το σφετλίν και τα σφηκώματά του
και λέγει την γυναίκαν του: “Κυρά, καθές τραπέζιν
και πρώτον μίσον τ’ εκζεστόν, δεύτερον το κρασάτον
και τρίτον το μονόκυθρον, πλην βλέπε να μη βράζη!”
Aφού δε παραθέσουσι και νίψεται και κάτζει,
ανάθεμά με, βασιλεύ, όταν στραφώ κι ιδώ τον
το πως ανακομβόνεται κατά της μαγειρίας,
αν ου κινούν τα σάλια μου και τρέχουν ως ποτάμιν,
αυτός γαρ εμβουκκόνεται, κλώθει την μαγειρίαν
κι εγώ υπάγω κι έρχομαι, πόδας μετρών των στίχων.
Αυτός χορταίνει το γλυκύν εις το τρανόν μουχρούτιν
κο εγώ ζητώ τον ίαμβον, γυρεύω τον σπονδείον,
γυρεύω τον πυρρίχιον και τα λοιπά τα μέτρα,
αλλά τα μέτρα πού οφελούν το να με τήκη η πείνα;
Έδε τεχνίτης στιχιστής εκείνος ο τζαγγάρης!
Είπε το “Κύρι’ ευλόγησον” κι ήρξατο ρουκανίζειν.
Εγώ δε, φευ της συμφοράς! πόσους να είπω στίχους,
πόσους να γράψω κάλλιστα, πόσους να λαρυγγίσω,
να τύχω μου του λάρυγγος της άκρας θεραπείας;
Ώρμησα τάχατε καγώ το να γενώ τζαγγάρης,
μη να χορτάσω το ψωμίν το λέγουν αφρατίτζιν,
αλλά το μεσοκάθαρον το λέγουυσι της μέσης,
τ’ επιθυμούν γραμματικοί και καλοστιχοπλόκοι.
Και τεώς γυρεύων ηύρηκα και τάρτερον οκάπου,
κι έδωκά το κι ηγόρασα σουγλίν από τζαγγάρην
κι ώς ήσαν τα καλίγια μου πλήρης εξεσχισμένα,
έπιασα τάχατε μικρόν να τα περισουφρώσω
και κρουώ σουγλεάν το χέριν μου κι εδιέβην απεκείθε
κι ως πρίσμαν εκ του κρούσματος γέγονε τη χειρί μου,
ολόκληρον εδιάβασα μήναν εις τον ξενώνα.
Από πτωχειάς μου πάλιν δε, δέσποτα στεφηφόρε,
άκων ζηλεύω πάντοτε τους χειροτεχναρίους.
Αν οίδα γουν της ραπτικής, δοκώ, την επιστήμην,
μετά βελόνιν ταρτερού και ράμματα σταμένου,
και ψαλιδόπουλον μικρόν, να ‘μην οικοδεσπότης,
αν γαρ ουκ εγυρίζετο ράψιμον εις τον κόσμον,
οκάποιας τεώς γειτόνισσας ρούχον να ‘παρελύθην,
και παρευθύς να μ’ έκραξεν: “Δεύρο, τεχνίτα, δεύρο
να κέντησον το ρούχον μου κι έπαρ’ το ράψιμόν σου“.
…..

Ἡμεῖς ψωμὶν οὐκ εἴχαμεν, καὶ τί ἄλλον γυρεύεις;
ὅπου γὰρ λείπει τὸ ψωμὶν προσφὰν οὐκ ἐνθυμοῦνται
τοῦ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῖψις τοῦ ψωμίου
τὰς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν.
Πεῖνα μου, πάλιν πεῖνα μου, καὶ δεύτερον σὲ γράφω,
καὶ τώρα μόνον ἄφες με, ὅτι ψωμὶν οὐκ ἔχω,
παῦ’ ὡς νὰ πάρω δανεικόν˙ ποσῶς οὐκ ἡμερώθη.
Εἰ τις ἂν ἔχει σήμερον ψωμὶν καὶ λοκοτίνιν,
ἐκεῖνος καὶ φιλόσοφος, ῥήτωρ καὶ καλλιγράφος.
Τί δὲ λοιπόν, ἂν ἔμαθα τοῦ κόσμου τὰ βιβλία,
καὶ τὸ ψωμὶν ἐπιθυμῶ, πότε νὰ τὸ χορτάσω.
Καλὸς ἔν’ ὁ Λιβάνιος, ἂν ἔχει καὶ χρυσάφιν.
Τὸν Ὅμηρον μὲ δίδασιν καὶ ψόφουν ἐκ τὴν πεῖναν,
εἶπαν με˙ „μάθε Ὀππιανόν, πεῖναν οὐδὲν φοβεῖσαι.“
Ὡς ἔμαθα τὸν Ὀππιανόν, τάχα κι ἐγὼ καυχίσθην ˙
„φεῦγε, πτωχειὰ στοὺς χωρικούς, ὕπαγε εἰς ἀσόφους ˙
ἐγὼ πλουσίαν ἔμαθα τὴν τέχνην τῶν γραμμάτων,
Ὀππιανὸν ἐκτήθησα, πεῖναν οὐδὲν φοβοῦμαι.“
Καὶ ἐκείνη ὑπομουγκρίζουσα μικρὸν μὲ ἐπεστράφην.
Ὡς ἐκατέστησεν λοιπὸν τὸ μάγουλόν μου ἡ πεῖνα,
οὐδὲ λαπάραν ὥμοιαζεν τὴν καταζαρωμένην.
Ἂν μ’ ἔλειπεν Ὀππιανὸς κι ἔπιανα φουρνητάρης,
πολὺν καλὸν μ’ ἐξέβαινεν καὶ διαφορωτερίτσιν.
Ἂν ἤμουν παραζυμωτὴς ἢ ζυμωτὴς μαγκίπου,
προφούρνια νὰ χόρταινα, νἆχα καλὴν ἡμέραν.
Κάππα μου, πάλιν κάππα μου, παλαιοχαρβαλωμένη,
κάππα μου, ὅνταν σ’ ἔθεκεν ἡ Βλάχα νὰ σὲ φάνῃ,
πολλὰ δάκρυα σὲ γέμισεν καὶ στεναγμοὺς μεγάλους.
Ἐσέν’ ἔχω καὶ πάπλωμαν, κάππα, καὶ ἀπανωφόριν,
ἐσέναν καὶ ποκάμισον, ἐσέν καὶ ἐπιβαλτάριν.
Καὶ τὴν λαμπρὴν τὴν κυριακὴν στὴν ἐκκλησιὰν ἂν πάγω,
ὅλους χωρεῖ ἡ ἐκκλησιὰ καὶ μὲν οὐδὲν ἐχώρει,
καὶ ἀπὸ τὸ σεῖσμαν τὸ πολὺν καὶ τὸ πολὺ τὸ διῶμαν,
ἐπαίρνω, πάγω, βασιλεῦ, στὸ σπίτιν ὑπαγαίνω,
τὸ σπίτιν, τὸ παλαιόσπιτον, τὸ καινουριοχαλασμένον.
Νυστάζω, πέφτω τάχατε, τυλίγομαι τὴν κάππαν,
κοιμοῦμαι ὡς τὸ μεσάνυκτον, καὶ ἄκου τί παθάνω
ἐμπλέκουνται μ’ οἱ ψεῖρες μου ἄνωθεν ἕως κάτω,
καὶ βάνω τὸ χερίτσιν μου, συντρίβω καὶ τσακίζω,
ἐβγάνω τ’ ὁλοκόκκινον, νἆπες βαφέαν ὁμοιάζω.
Κάππα μου, ὁποῦ δύναται, κάππα μου, ἂς σὲ ἀγοράσῃ,
κάππα μου, ἠγανάκτησα, κάππα, τὰς χάριτάς σου.
Ἀλλ’ ὦ κομνηνοβλάστητον ἀπὸ πορφύρας ῥόδον,
βασιλευόντων βασιλεῦ, καὶ τῶν ἀνάκτων ἄναξ,
καὶ κράτος τὸ τρισκράτιστον μητρόθεν καὶ πατρόθεν,
εἱσάκουσόν μου τῆς φωνῆς καὶ τῆς δέησεώς μου,
θύραν ἐλέους ἄνοιξον καὶ χεῖρα πάρασχέ με,
ἀνάγουσαν ἐκ βόθρου με, λάκκου τοῦ τῆς πενίας.
Σὺ γὰρ ἐλέους οἰκτιρμῶν μετὰ θεὸν ἡ θύρα,
σὺ μόνος ὑπερασπιστὴς τῶν ἐν ἀνάγκαις βίου,
σὺ καὶ τὸ καταφύγιον πάντων τῶν χριστωνύμων,
σὺ βασιλέων βασιλεὺς καὶ πάντων σὺ δεσπότης,
ῥῦσαι με τῆς στερήσεως, ῥῦσαι με τῆς πενίας,
τῶν δανειστῶν μου, βασιλεῦ, λῦσον τὰς ἀπαιτήσεις,
οὐδὲ γὰρ φέρειν δύναμαι τὰς τούτων κατακρίσεις.
Τοὺς τέσσαρας προβάλλομαι, θεόστεπτε μεσίτας,
τοὺς μαρτυρήσαντας στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ λόγου,
Γεώργιον, Δημήτριον, Τύρωνα, Στρατηλάτην,
οἳ καὶ συνταξειδεύσωσιν ἐν πᾶσι ταξειδίοις
καὶ συνοδοιπορήσουσιν τῇ σῇ θεοστεφίᾳ.


                                                   Ποίημα 4ον

                                           Περίληψη-Σχόλιο-Μελέτη

     Το δημοφιλές και εκτενέστερο –από όλα τα Πτωχοπροδρομικά– ποίημα ΙΙΙ (αποτελείται από 447 στίχους) με τίτλο στα μεταγενέστερα χειρόγραφα Βιβλίον δεύτερον κατά ηγουμένων ή Έτερον βιβλίον δεύτερον περί μοναχών, σώζεται σε επτά χειρόγραφα που προέρχονται από τον 14ο ώς και τον 16ο αιώνα. Στο προοίμιο, σε λόγια γλώσσα, αυτοπαρουσιάζεται ένας «αγράμματος και νέος ρακενδύτης και μοναχός των ευτελών». Ο κακοπαθημένος αυτός καλόγερος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την άθλια ζωή του στο γνωστό μοναστήρι «του Φιλοθέου» της Κωνσταντινούπολης, όπου ζει υπό την εξουσία δύο ηγουμένων. Οι επιμέρους σκηνές και τα επεισόδια που απαριθμεί είναι γεμάτες δραματικότητα και εκφραστικότητα (Eideneier 1991, 9-10).
     Σε τόνο μεμψίμοιρο ο μοναχός/ποιητής στρέφεται εναντίον του μοναχικού βίου και των ηγουμένων, ζητώντας από τον αυτοκράτορα να στρέψει το βλέμμα του προς ένα ταπεινό νεαρό μοναχό που αφηγείται αληθινά πράγματα τα οποία προκαλούν το παράπονο και την αγανάκτησή του. Στη συνέχεια, περιγράφει τον άτεγκτο και αυστηρό -για τους άλλους- ηγούμενο που ενδιαφέρεται μόνο για την καλοπέρασή του και κακομεταχειρίζεται τον μοναχό/ποιητή, τιμωρώντας τον αυστηρά για ασήμαντες αιτίες (Χατζηφώτης 1980, 20). Το ποίημα χαρακτηρίζεται από το μεικτό ύφος του και τα διαφορετικά επίπεδα δημώδους και λόγιας γλώσσας, καθώς και από τις υπερβολές του που το κάνουν θησαυρό ευτράπελων στιγμιότυπων. Να σημειωθεί ότι το ποίημα αυτό στις εκδόσεις του Eideneier (1991 και 2012· βλ. περισσότερα στην τελευταία παράγραφο), είναι τέταρτο και όχι τρίτο στη σειρά.
     Το 4ο ποίημα είναι σάτιρα ζωής σε βυζαντινό μοναστήρι. Το κείμενο είναι σε 8 χειρόγραφα, ακέραιο με παραλλαγές κι αποσπάσματα, γεγονός που καταδεικνύει την ευρεία απήχησή του. Κι αυτό το ποίημα αφιερώνεται στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Στον Paris.gr.Sup.1034 του1364 έχει τίτλο: «Ἕτεροι στίχοι Ἱλαρίωνος μοναχοῦ τοῦ Πτωχοπροδρόμου πρὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα κύριον Μανουὴλ Πορφυρογέννητον, τὸν Κομνηνόν». Εδώ η αναφορά στο όνομα Ιλαρίων μάλλον είναι προϊόν παρεξήγησης στο συγκεκριμένο κώδικα, καθώς σε άλλα χειρόγραφα δεν μαρτυρείται, αντιθέτως γίνεται μνεία απλώς του Πρόδρομου.
     Μέσα σε 665 15σύλλαβους στίχους ο αφηγητής, ένας νέος μοναχός, «αγράμματος» και «ρακένδυτος», εξιστορεί στον αυτοκράτορα πώς έχουν τα πράγματα μες στο μοναστήρι, τα δεινοπαθήματά του και την απληστία των ηγουμένων του, πατέρα & γιου, που κυβερνούν παράνομα και καταχρηστικά σ’ όλη τη γύρω περιοχή ἄρχουσι παρανόμως / καὶ παρὰ τὴν διάταξιν. Με σατιρικό τρόπο περιγράφονται πολλών ειδών τιμωρίες που επιβάλλονται στον ταλαίπωρο μοναχό άνευ ουσιαστικού λόγου. Τονίζονται οι διακρίσεις που επικρατούν μεταξύ ηγουμένων και μοναχών σε βιοτικό επίπεδο «ἐκεῖνοι τὰ λαβράκια καὶ τοὺς τρανοὺς κεφάλους, / ἡμεῖς δὲ τὸ βρομόκαπνον ἐκεῖνο τὸ ἁγιοζούμιν», αλλά και γενικότερα ἐκεῖνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως,/ ἡμᾶς δὲ κατηχίζουσιν περὶ φιλαργυρίας. Με γλαφυρότητα σκιαγραφείται η πολυτέλεια και τα προνόμια που απολαμβάνουν ἐκεῖνοι, ενώ τονίζεται ότι για ἡμᾶς είναι η ταλαιπωρία, η κακομεταχείριση κι η πείνα. Καθώς δεν έχει σε ποιον να απευθυνθεί ο μοναχός, στρέφεται προς τον βασιλέα ζητώντας του μόνο ψωμὶν… ὀλίγον κομματίτσιν.
     Στην αρχή η αποστροφή στον αποδέκτη του ποιήματος, στον ίδιο τον Αυτοκράτορα, και την αυτοπαρουσίαση του ποιητή, είναι ένας μοναχός, που παίρνει το θάρρος ν’ αναφέρει με πολλή συστολή στον Αυτοκράτορά του τα όσα έχει δει και τον σκανδάλισαν. Στους περισσότερους στίχους πλέκεται ένα εγκώμιο στον λέοντα κύρη και βασιλέα και μέσω παρομοιώσεων ο ποιητής παρουσιάζεται ως μέρμυξ, σε αντιδιαστολή με τους παλαιότερους φιλοσόφους και ρήτορες που μπορούσαν με πλήρη ελευθερία ν’ αναφερθούνε σε ζητήματα φλέγοντα.
     Μπορεί σε 1η ανάγνωση του προοιμίου, ο μοναχός να κερδίζει τη συμπάθεια (την αυτοκρατορική και την αναγνωστική), ωστόσο, όπως ειπώθηκε, δεν ήταν δυνατό το ιερατείο της αυλής ν’ ανεχότανε τέτοια φωνή ενός μοναχού. Ο ποιητής πρέπει να βρει τρόπο να αποδομήσει και να υπονομεύσει την αφηγηματική φωνή. Από το στίχο 54 έως και το στίχο 129, ακολουθεί μία σωρεία βασάνων, τα οποία αναγκάζεται να υπομείνει ο νεαρός δόκιμος. Έτσι, τον παρατηρούν που κουρεύεται, που συχνάζει στα λουτρά, που μιλάει με τους αδελφούς της μονής, που φορεί ράσο τρίχινο και όχι μεταξωτό· εδώ, δίνεται η 1η ευκαιρία στον δόκιμό μας να αντιπαραβάλλει εαυτόν κι έναν άλλο δόκιμο, γόνον όμως αρχοντικής οικογένειας, αλλά και γενικά άλλος αδελφούς της μονής που απολαμβάνουν προνομίων.
     Αν μεταφέρουμε τη προβληματική στη σκέψη του μέσου αναγνώστη του 11ου αι. προκύπτει το ερώτημα: πώς βλέπει ο Βυζαντινός πολίτης την εποχή της κομνήνειας αναγέννησης τη κατάχρηση αυτή; Μάλλον σύνθετο ερώτημα· αλλά θα σταθούμε και πάλι στην αυτό-υπονομευτική φύση του ποιήματος, για να απαντήσουμε. Ο νεαρός δόκιμος αδυνατεί να συλλάβει την άνιση μεταχείριση που προκύπτει από την κατανομή των οφικίων (oficium= αξίωμα κληρικού ή πολιτικού), την δύναμη όμως, των οποίων οι Βυζαντινοί γνώριζαν καλά. Οπότε, έχουμε να κάνουμε με ένα δόκιμο μοναχό που αμφισβητεί τις δομές της ίδιας της κοινωνίας που ζει; Η απάντηση είναι ναι και όχι συνάμα. Στα πλαίσια της κληρικαλιστικής σάτιρας, οποιαδήποτε ιδεολογία πνίγεται στο γέλιο των ακροατών. Από το στίχο 130 έως και τον 159 εξακολουθούν τα παράπονα του δόκιμου για τη συμπεριφορά, αυτή τη φορά, των αδελφών της μονής: δεν του παρέχουν καμία άνεση, ούτε και τις απαραίτητες προς το ζην (σαπούνι να πλυθεί όταν είναι άρρωστος, δέρμα για να επιδιορθώσει τα υποδήματά του), αλλά και τον αποκόπτουν από την όποια επικοινωνία με τους δικούς του· εδώ και πάλι θα εντοπίσουμε την υπονομευτική διάθεση του Προδρόμου (ετεροκατευθυνόμενη πάντα), όταν ο δόκιμος ζητήσει άλογο, είτε για να επισκεφθεί ένα φίλο του, είτε την οικογένειά του.
     Με αυτό το «φανώ» που χρησιμοποιεί, το αίτημά του γίνεται ωφελιμιστικό, έχει ως στόχο την επίδειξη, απέχει δηλαδή, πολύ από τον τρόπο που έπρεπε να ζει και σκέφτεται ένας υποψήφιος μοναχός. Το αίτημα του αλόγου εμφανίζεται και σε προηγούμενους στίχους (στ. 74-75) όπου ο μοναχός που έχει το ελεύθερο να «καβαλικέψει» εγκαταβιεί στη μονή πλέον των 15 ετών, ενώ αυτός έχει μόνο ένα 6μηνο δόκιμος. Κρατώντας τη τελευταία χρονική λεπτομέρεια, μπορούμε να μιλήσουμε και για υπερβολή από μέρους του αφηγητή, καθώς μέσα σε ένα εξάμηνο ζήτησε πολλές φορές να πλυθεί για αρρώστιες, τα σανδάλια του έλιωσαν και ζήτησε και άλογο για κατ’ οίκον επισκέψεις, που μάλλον ταιριάζουν σε ένα κοσμικό τρόπο ζωής.
     Αυτά, ως το στίχο 189, οπότε, αφού παρήλασαν μπροστά στα αναγνωστικά μάτια τα πέντε πιάτα του μοναχικού γεύματος με την ανάλογη ποσότητα οίνου, ο δόκιμος εξανίσταται κι επικαλείται, αρχικά το Διγενή να έλθει να «τους συντρίψει» και στη συνέχεια, δηλώνει την αγανάκτησή του με όλο αυτό και ζητά ο ίδιος να σηκωθεί και να τιμωρήσει αυτή την κατάφωρη αδικία. Γιατί, όμως, αδικία; Οι δυνάμεις που υποκινούν το ξέσπασμα του δοκίμου είναι κεντρομόλες, δηλαδή δεν αποσκοπούν στο να βοηθηθούν οι αναξιοπαθούντες, αλλά να ικανοποιήσει ο ίδιος τη λαιμαργία του. Για τους επόμενους εικοσιτέσσερις στίχους (201-225) θα εξακολουθήσει η παράθεση των βρωμάτων της μοναχικής τραπέζης και το παράπονο του μοναχού.
     Θ’ ακολουθήσει η αναφορά ποτών που συνοδεύουν τη μοναχική τράπεζα, κρασιού κυρίως, το οποίο ο δόκιμός μας δε μπόρεσε να γευθεί καθώς είναι προνόμιο μόνο του ηγουμενοσυμβουλίου κι αν κανείς μοναχός προσπαθήσει να παραπονεθεί..
     Αφήνοντας, τώρα, πίσω τη μοναχική τράπεζα, ο νεαρός δόκιμος θα μιλήσει για τη μη συμμόρφωση του ηγουμένου στις υποδείξεις, κανονικές κι αυτοκρατορικές, για να αποταθεί αμέσως στον Αυτοκράτορα, καλώντας τον να ερευνήσει τα λεγόμενά του, για να δώσει με τη σειρά του «την εκδίκησιν τοις νυν ηδικοιμένοις» (282). [Στους στίχους 285 – 428, εξακολουθούν οι αναφορές στα εδέσματα του μοναχικού διαιτολογίου, τα οποία, φαίνεται, μόνο ορισμένοι παρά τον ηγούμενο να απολαμβάνουν. Ο δόκιμός μας έχει αγανακτήσει· ενδιαφέρον παρουσιάζει η δομή του λόγου του επάνω σε αντιθετικά ζεύγη που αντιπαραβάλλουν τη δική του κατάσταση με εκείνη των «προνομιούχων» αδελφών της μονής.
     Βυζαντινά εδέσματα και πιοτά, ορεκτικά και ποικίλα γλύκα παρελαύνουν στους στίχους αυτούς, όλα συνοδευμένα από το παράπονο του μη δύνασθαι συμμετέχειν. Ο εγωιστής αφηγητής ορέγεται την τράπεζα του ηγουμένου και τα πλουσιοπάροχά της πιάτα. Αν γράφει στον Αυτοκράτορα, το κάνει μόνο γιατί ο ίδιος αποκλείεται από αυτή.] Ενδιαφέρουσα είναι και η αποκάλυψη ενός τεχνάσματος που οι «αδικημένοι» νεαροί δόκιμοι εφήυραν για να μπορούν να εξέρχονται της μονής, χωρίς να τους ενοχλούν και να συναναστρέφονται κοσμικούς. Αυτοί, λοιπόν, παραπονούνται στον ηγούμενο, πως χρειάζονται διάφορα είδη πρώτης ανάγκης από την αγορά κι έτσι δύνανται να αναμιχθούν με λαϊκούς. Βέβαια, το τέχνασμα αυτό θα το αντιληφθούν οι επιστάτες της μονής και θα ακολουθήσει ένα υβρεολόγιο κατά του δοκίμου.
     Το κείμενο σιγά-σιγά κλείνει, ο μοναχός έχει σχεδόν περιγράψει όλες τις κακοτοπιές της μοναχικής του 6μηνιαίας εμπειρίας. Υπενθυμίζει στον Αυτοκράτορα πως δεν είναι μόνος του, αλλά πρέπει να τον δεχθεί ως φορέα μιας συλλογικής διαμαρτυρομένης φωνής πολλών μοναχών. Είναι εν ολίγοις ο νεαρός δόκιμος ο πρωτοστάτης ενός δηκτικού χορού, μιας ανατρεπτικής τάσης με σκοπό την κάθαρση; Μάλλον όχι. Και μάλλον, στην ίδια κατηγορία θα πρέπει να εντάξουμε και τους έτερους «χορευτές», σε μια κατηγορία αυτουπονομευόμενη από μια αρχομανία κι εγωισμό αντί για χριστιανικά αλτρουιστικά κίνητρα. Μένει μόνο το τελευταίο του παράπονο πριν την τελική αποστροφή στον Αυτοκράτορα, εκείνο που αφορά τις περιπτώσεις αρρωστιών αδελφών της μονής, αλλά και του ηγουμένου.
     Φαίνεται, πως η σχέση του νεαρού δοκίμου με το φαγητό είναι ψυχωτική, καθώς γύρω από αυτό περιστρέφονται όλα του τα παράπονα. Το ποίημα έχει τελειώσει. Ο δόκιμος Ιλαρίων κατέθεσε τα παράπονά του· πλέον είναι στην αυτοκρατορική ευχέρεια εάν θα δοθεί κάποια λύση στο πρόβλημά του.
     Σε αυτές τις σελίδες με τους 600 και πλέον στίχους του Δ’ ποιήματος του Προδρόμου, αυτό που έγινε προσπάθεια να καταδειχθεί από τη μελέτη ενός μέλους της βυζαντινής δημώδους γραμματείας είναι η σχέση που ανέπτυσσαν αφ’ ενός μέλη της βασιλικής αυλής με τη προγενέστερη σατιρική παράδοση κι αφ’ ετέρου οι συστοιχίες της τελευταίας με τη σκέψη του μέσου βυζαντινού πολίτη. Αν ο Πρόδρομος κινήθηκε από προσωπική εμπάθεια ή αν αυτό καλύπτει το κενό που αφήνουν τα 3 προηγούμενα ποιήματα, που καταπιάνονται με θέματα κοσμικά, δεν είναι γνωστό. Φαίνεται όμως η αισθητική αξία τέτοιου ποιήματος, γραμμένο τη κομνήνειον αναγέννηση, απευθυνόμενο στις υψηλές τάξεις, με περιεχόμενο αντικληρικαλιστικό.

Το 4ο ποίημα (ο ταλαίπωρος μοναχός): «…πρὸς Μανουὴλ Πορφυρογέννητον, τὸν Κομνηνόν» – σάτιρα ενός βυζαντινού μοναστηριού.

Οὐδὲν γὰρ μύθους παλαιῶν ἱστοριῶν σοι γράφω,
τὸν νοῦν ἐχόντων ἀκριβῆ, δυσνόητον τὴν λύσιν,
εὔκολα μᾶλλον καὶ σαφῆ, καὶ γνώριμα τοῖς πᾶσι
τοῖς τὸν μονήρη τρέχουσιν ἐν κοινοβίῳ δρόμον
καὶ φέρουσιν ἅ, δέσποτα, πρῶτος ἐγὼ σοὶ γράφω∙
τῇ γὰρ μονῇ προσγίνονται πάντα τοῦ Φιλοθέου
ἅτιν’ ἐλέγξων ἔρχεται κατὰ μικρὸν ὁ λόγος.
Καὶ πρόσθες ἄρτι τὸ λοιπὸν ἐμοὶ τὰς ἀκοάς σου,
καὶ πάντα σαφηνίσω σοι κατὰ τὴν πρᾶξιν, ἄναξ.
Οπόταν εἰς ἐνθύμησιν ἔλθω τῶν ἡγουμένων
(δύο γὰρ ἄρχουσιν ἐκεῖ, δέσποτα, παρανόμως,
καὶ παρὰ τὴν διάταξιν πατρὸς τοῦ πανοσίου,
πατήρ, υἱός, τὸ κάκιστον ζεῦγος, ὦ θεία δίκη!)
καὶ καθαρῶς τὰ παρ’ αὐτῶν γινόμενα σκοπήσω,
ἄλλος ἐξ ἄλλου γίνομαι καὶ τήκομαι τὰς φρένας.
Ὅταν ἐξέλθω γὰρ μικρὸν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας,
ἂν ῥᾳθυμήσω πώποτε καὶ λείψω ἀπὸ τὸν ὄρθρον,
οὐ φέρειν ὅλως δύναμαι τὰς προσταγὰς ἐκείνων∙
„τὸ ποῦ ἦτον εἰς τὸ θυμιατόν; ἂς βάλλῃ μετανοίας,
τὸ ποῦ ἦτον εἰς τὸ κάθισμα; ψωμὶν μηδὲν τὸν δώσουν∙
ποῦ ἦτον εἰς τὸν ἑξάψαλμον; Κρασὶν μηδὲν τὸν δώσουν∙
ποῦ ἦτον εἰς τὸν ἑσπερινόν; ἂς τὸν ἐκβάλουν ἔξω∙
τὸ στῆκε, ψάλλε ὰπὸ ψυχῆς καὶ φώναζε μεγάλως∙
Μη συντυχαίνης, πρόσεχε, καν όλως τον οδείνα,
τί μουρμουρίζεις; πρόσεχε, μηδὲν ξηροχασμᾶσαι,
μὴ τρίβεσαι, μὴ κνήθεσαι, μὴ περισσοψωρίζῃς,
ἐξάφες τὰ συχνὰ λουτρά, καλόγερος τυγχάνεις,
βαθεὰ καλίγια ἀγόρασε καὶ φόρει τα εἰς τὴν μέσην,
καὶ μὴ φορῇς τὰ χαμηλὰ μετὰ μακρέας τὰς μύτας,
μὴ ζώνου χαμηλούτσικα καὶ μὴ συχνοκτενίζου,
ἀπέσω τὰ μανίκια σου, ἀπέσω ἡ τραχηλεά σου,
ἐξάφες τὸ νὰ κάθεσαι ποσῶς εἰς τὸν πυλῶνα,
ἐξάφες τὰ προγεύματα καὶ τὰ διπλὰ σφουγγᾶτα,
καὶ τὸ νὰ τρώγῃς σύντομα, να πίνῃς εἰς τὸ μέγα,
καὶ σύναγε τὸ πλάτωμα καὶ θές το εἰς τὴν γωνίαν.
Μὴ βλέπῃς τὸ τρανώτερον τὸ μερτικὸν ἐκείνου
μὴ συντυχαίνῃς πρόσεχε κἂν ὅλως τὸν ὁδεῖνα,
ἐκεῖνος ἔν’ πρωτοπαπᾶς, σὺ δὲ παρεκκλησιάρχης,
ἐκεῖνος ἔν’ δομέστικος, τεχνίτης χειρονόμος,
Εκείνος ενί δομέστικος και συ ‘σαι κανονάρχος,
σὺ δὲ τυγχάνεις πάρηχος καὶ ψάλλειν οὐκ ἰσχύεις,
ἐκεῖνος ἔν’ λογαριαστὴς καὶ σὺ εἶσαι θερμοδότης,
ἐκεῖνος δοχειάριος, σὺ δὲ κρομμυδοφύλαξ ∙
65 Εκείνος ενί ορριράριος και συ ‘σαι σκυβαλοφύλαξ,
Εκείνος ενί παλατιανός και συ ‘σαι λεβετάρης,
Εκείνος οικονόμος εν και συ ‘σαι κοπροξύστης,
ἐκεῖνος ἔν’ γραμματικός, τεχνίτης ἀναγνώστης,
σὺ δὲ οὐδὲ τὴν ἀλφάβητον ἐξεύρεις συλλαβίσαι∙
ἐκεῖνος ἔχει εἰς τὴν μονὴν κἂν δεκαπέντε χρόνους,
καὶ σὺ ἀκμὴν οὐκ ἐπλήρωσες ἑξάμηνον ὅτι ἦλθες∙
σὺ περιτρέχεις τὰς ὁδοὺς πεζὸς μετὰ τσαγγίων,
αὐτὸς δὲ καβαλλάριος διηνεκῶς ὁδεύει
καὶ βουτλωμένας τοῖς ποσὶν φέρει τὰς πτερνιστῆρας,
ἐκεῖνος διηκόνησεν εἰς τὴν μονὴν πολλάκις,
καὶ ἐσὺ ἔβοσκες τὰ πρόβατα καὶ ἐδίωκες τὰς κορώνας,
ἐκεῖνος πάντα ἐσέβαινε σειστὸς εἰς τὸ παλάτιν,
καὶ ἐσὺ ἐκαθέζου καὶ ἔβλεπες πῶς τρέχουν αἱ καροῦχαι.
[…]
Άπαξ τον χρόνον άλογον πολλάκις εάν ζητήσω
Να υπάγω, να ίδω φίλον μου, μικρόν να τσατσαρίσω,
Και να φανώ εις τους γείτονας ότι είμαι καβαλάρης,
[…]

     Ο ταλαίπωρος μοναχός αναφέρεται στην απληστία των ηγουμένων, πατέρα και υιού, και τονίζει τις διακρίσεις που γίνονται μεταξύ αυτών και των μοναχών. Με γλαφυρότητα σκιαγραφείται η πολυτέλεια και τα προνόμια που απολαμβάνουν οι ηγούμενοι, ενώ οι μοναχοί υφίστανται κακομεταχείριση, αναγκάζονται να προσφέρουν καθημερινές υπηρεσίες στους ηγούμενους και υποφέρουν από την πείνα. Οι ηγούμενοι απολαμβάνουν λιχουδιές, ενώ στους μοναχούς δίνουν μόνο κρεμμύδια και νερό («αγιοζούμι»). Τους κρατούν φυλακισμένους μέσα στο μοναστήρι, ενώ οι ίδιοι βγαίνουν στην Πόλη καβάλα στο άλογό τους. Επιπλέον, αυτοί καταπατούν κάθε μέρα το τυπικό του μοναστηριού, ενώ οι μοναχοί τιμωρούνται σκληρά για την παραμικρή παράβαση (στ.160-653).

Λοιπὸν εὐθυδρομήσωμεν ἐπὶ τὰς διοικήσεις,
ἵνα καὶ τούτων ἀκριβῶς τὰ πάντα καταμάθῃς.
Οὐκ ἔνι τοῦτο, δέσποτα, δαιμονικόν, εἰκάζω,
οὐκ ἔνι τοῦτο τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων ἔργον,
ἐκεῖνοι νὰ λαμιώνουσιν καὶ ἐγὼ νὰ μὴ χορταίνω;
ἐκεῖνοι νὰ σταβλίζωνται εἰς τὸ φαγεῖν καθ’ ὥραν,
καὶ ἐγὼ νὰ ὁμοιάζω πάντοτε τοὺς λιμοκοπημένους,
Ω, τις υποίσει καθοράν τα πλήθη των ιχθύων
Τοις ηγουμένοις έμπροσθεν βαλλόμενα συχνάκις,
Τα μεν εις τον εγκλειστιανόν, εις τον πατέρα λέγω,
Τα δ’ άλλα πάλιν αλλαχού, προς τον υιόν εκείνου.
Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν ψητόπουλον μπρουδάτον,
και τότε το περέχυμαν, μαζός βαβαλισμένος,
και τρίτον οξινόγλυκος κροκάτη μαγειρεία
έχουσα στάχος, σύσγουδον, καρυόφαλον, τριψίδιν,
αμανιτάριν, όξος τε και μέλιν εις το ακάπνιν,
και απέσω κείται κόκκινος μεγάλη φιλομήλα,
και κέφαλος τρισπίθαμος αβγάτος εκ το Ρήγιν,
και συαγρίδα πεπανή, θεέ μου, μαγειρεία!
ἐκεῖνοι νὰ χορταίνουσι τὰ πρῶτα τῶν ἰχθύων
καὶ ἐμὲ νὰ μὴ μὲ δίδουσι κἂν θύνναν νὰ χορτάσω;
ἐκεῖνοι νὰ κοτσώνουσι τὸ χιωτικὸν εἰς κόρον,
καὶ ὁ ἐμὸς ὁ στόμαχος νὰ πάσχῃ ἀπὸ τὸ ὄξος;
(καὶ κἂν ἂς μὲ ἐγεμίζασι τὸ ἐμποτόπουλόν μου,
εἰμὴ ζητῶ καὶ λέγουν με∙ „περπάτει εἰς τὸ πηγάδιν“)
ἐκεῖνοι νὰ χορταίνουσι τὸν ὕπνον καθ’ ἡμέραν,
ἐγὼ δὲ ἂν λείψω ἀντίφωνον αὐτίκα νὰ ἀποθνήσκω;
Ἐκεῖνοι καβαλλάριοι διαβαίνουσι τὴν πόλιν,
καὶ μετὰ ὀψικάτορας καὶ μετὰ ὑποταγάτους,
καὶ λόγῳ μου νὰ λέγουσι∙ „ῥωμάνισε τὴν πόρταν“,
νὰ μὴ μὲ ἀφίνουν κἂν πεζὸν ἐξέρχεσθαι τῆς πύλης∙
εἰ δὲ ἀφήσουν με ποτὲ νὰ ἐξέλθω ἀπὸ τὴν πόρταν,
καὶ οὐ φθάσω εἰς τὸν ἀπόστολον, καὶ οὐκ εἶμαι εἰς τὸ εὐαγγέλιον,
ἀφίνουσί με νηστικὸν τὴν ἅπασαν ἡμέραν.
Τετράδα καὶ παρασκευὴν ξηροφαγοῦσιν ὅλως ∙
ἰχθὺν γὰρ οὐκ ἐσθίουσιν, ἄναξ, ποσῶς ἐν τούτοις,
εἰμὴ ψωμίτσιν, ἀστακοὺς καὶ ἀληθινὰ παγούρια,
καὶ καραβίδας ἐκζεστάς, τηγάνου καριδίτσας
καὶ λαχανίτσιν καὶ φακὴν μετὰ ὀστρειδομυδίτσια,
καὶ μετὰ …. δέσποτα, καὶ κτένια καὶ σωλῆνας,
καὶ φαβατίτσιν ἀλεστὸν καὶ ὀρύζιν μὲ τὸ μέλιν,
φασόλια ἐξοφθάλμιστα, ἐλαίτσας καὶ χαβιάριν,
καὶ πωρινὰ αὐγοτάραχα διὰ τὴν ἀνορεξίαν,
μηλίτσια τε καὶ φοίνικας, ἰσχάδας, καρυδίτσια,
καὶ σταφιδίτσας χιώτικας, καὶ ἀπὸ τὸ διὰ κίτρου.
……, νὰ χωνεύσουσιν ἐκ τῆς ξηροφαγίας,
κρασὶν γλυκὺν γανίτικον, καὶ κρητικὸν καὶ σάμιον,
ἵνα χυμοὺς ἐκβάλωσιν ἐκ τῆς γλυκοποσίας,
ἡμᾶς δὲ προτιθέασι κυάμους βεβρεγμένους,
ἢ καὶ τὴν δίψαν παύουσιν ἐν τῷ κυμινοθέρμῳ,
τὸ τυπικὸν φυλάττοντες καὶ νόμους τῶν πατέρων…
Ἡμεῖς δὲ νῦν ἐσθίομεν καθόλου τὸ ἁγιοζούμιν,
καὶ σκόπει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τὴν ποικιλίαν ∙
κακκάβιν ἔνι δίωτον, ὡσεὶ μετρῶν τεσσάρων,
καὶ ἕως ἄνω οἱ μάγειροι γεμίζουσι το ὕδωρ,
καὶ πῦρ ἐξάπτουσι πολὺ κατὰ τοῦ κακκαβίου,
καὶ βάλλουσι κρομμύδια κἂν εἴκοσι κολέντας,
καὶ τότε βλέπε, δέσποτα, καλὴν φιλοτιμίαν∙
εἰς κλῆσιν γὰρ βαπτίζονται τριάδος τῆς ἁγίας,
στάζει γὰρ τρεῖς τὸ ἔλαιον ὁ μάγειρος ἀπέσω,
καὶ βάλλει καὶ θρυμβόξυλα τινὰ πρὸς μυρωδίαν
καὶ τὸν ζωμὸν ἐκχέει τον ἐπάνω τῶν ψωμίων,
καὶ δίδουν μας καὶ τρώγομεν καὶ λέγεται ἁγιοζούμιν.
εγώ ψοφώ από του λιμού και εκείνοι με σπαστρεύουν,
εκείνοι τρώγουν βατραχούς, ημείς δε το αγιοζούμιν,
εκείνοι πάντα πίνουσιν το χιώτικον εις κόρον.
Εκίνησαν τα σάλια μου, Χριστέ, να την επιάσα
Χριστέ, να την επέπεσα καθά ήτον φουσκωμένη
Να εκάθισα εις το πλάγιν της, να ηρξάμην ρουκανίζειν,
Να εχρίσθην το μουστάκιν μου, να εκόλλησεν λιγδίτσα,
Να ογκώθην η κοιλία μου, να ηπλώθην η ψυχή μου.
[…]
«Πάτερ, πετσίν ουδέν έχω, να ανάβω να αγοράσω
και μελανίτσιν ολιγόν, και τώρα για όπου φθάνω».
«Πάτερ, τον πόδα μου πονώ, να ανάβω εις τον ξενώνα,
ίνα τον δείξω ιατρόν, και τώρα για όπου φθάνω».
Έκόπην το ζωνάρι μου, να ανάβω να αγοράσω,
Και χρήζω και καλίγια, και τώρα για όπου φθάνω».
«Πάτερ, ρογεύει ο βασιλεύς όλα τα μοναστήρια
ας δράμω, ας ίδω τι διδώ, και τώρα για όπου φθάνω».
«Πάτερ, πανίτσιν έδωκα προχθές εις τον βαφέα,
ας δράμω να το αφέλωμαι, και τώρα για όπου φθάνω».
[…]
Ταύτα λαλούντες έχομεν μικράν παρηγορίαν
Εκ της μονής εκβαίνοντες και βλέπομεν τον κόσμον
Και παρηγόρημαν λαμπρόν ευρίσκομεν δαμάκιν.
[…]
Ουκ είσαι ευγενικόπουλον ουδέ από των ενδόξων
Ουδ’ έφερες τα κτήματα εις την μονήν κι ορίζεις,
Καλογεράκιν ταπεινόν ομοιάζεις μουτευμένον,
Φθειριάρικον κοντριάρικον, πτωχόν, απολεσμένον,
Εκδούριν παλαιοκάλιγον, ορνίθιν κορυζιάρην,
[…]
Εάν αρρωστήση ο ηγούμενος ή πόνος τον πιάση,
Κράζουν γοργόν τους ιατρούς, τον δείνα και τον δείνα,
Έρχονται, βλέπουσιν ευθύς, κρατούσι τον σφυγμόν του,
Ορώσιν και τα σκύβαλα μετά του υαλίου,
[…]
σπουδάζουσιν (εντεταλμένοι μοναχοί) να εύρουσιν ψησσόπουλα ή βάτους,
φιλομηλίτσαν τρυφεράν, κωβίδα και γαλέας,
γοργόν να μαγειρεύουσιν συν πάσαις αρτυσίαις,
[…]
Αν δ’ αρρωστήση τις ημών ή πόνος τον πιάση,
Γίνεται ο ηγούμενος ιατρός και ταύτα παραγγέλει:
«Ημέρας τρεις ας κοίτεται και νηστικός ας διάβη,
μήνα ‘λαφρώση ο στόμαχος εκ της πολυφαγίας,
και τότε να ποιήσωμεν ιατρείαν εκδεχομένην,
μετά δε την συμπλήρωσιν των ημερών ων είπον,
ψυχίτσας ζεματίσετε μικράς εις το γαβίθιν
και κόψετε ψιλούτσικον κεφάλιν κρομμυδίου,
[…]
Αυτίκα γαρ ανάρπαστον σηκώνουν τον αθλίως
Και ως ίνα τον εκβάλωσι την πόρταν, καν ου θέλει,
Βίτσαν συνάγει και ημισή ο κακοδιοικημένος.
Ε, πώς ου πάσσω κεφαλή κόνιν και τίλλω τρίχας
Το τυπικόν του κτήτορος ορών ημελημένον
Και πάσαν την συνήθειαν την θείαν εξωσμένην,
Βασιλικά προστάγματα, συνοδικάς τε κρίσεις,
Εις μάτην προσγινόμενα και καταφρονημένα
Και μη διόρθωσίν τινα δυνάμενα ποιήσαι.
[…]
Το της πορφύρας βλάστημα, παντάναξ, τροπαιούχε
Και τείχος απροσμάχητον τήσδε της Βυζαντίδος,
Ιδού λοιπόν τας μάστιγας, ας είρηκα, μη φέρων
Αυτός εξήλθον της μονής του κυρού Φιλοθέου,
Δι’ άσπερ είπον άνωθεν πολλάς παρανομίας,
Και προς την σην κατέφυγα μετά δακρύων σκέπη.
[…]
Ου γαρ υπέρογκα ζητώ, δέσποτα στεφηφόρε,
Να λάβω την απόφασιν ευθύς της αθυμίας.
Ψωμίν ζητώ τω κράτει σου ολίγον κομματίτσιν,
Εις ην η βασιλεία σου μονήν με παραπέμψει.
[…]

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *