Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι,
ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε,
ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει
μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένεια τους
ὅταν κοιμοῦνται,
δώδεκα ἄστρα πέφτουν
ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται,
ἡ ζωὴ τραβάει τήν ἀνηφόρα
μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα…
Βιογραφικό
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, με διεθνή φήμη κι ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, 9 μυθιστορήματα, 4 θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά (συγκεκριμένα στο ΚΚΕ και την ΕΔΑ). Νόσησε από φυματίωση μα ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές κι ηθικές δοκιμασίες.Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον Μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα τη ποίηση και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη κι ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.

Η αγωνιστική του έφεση κι η επαναστατική του φύση τον οδηγούνε στη προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο ΕΑΜ, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε., στο οποίο παρέμεινε πιστός έως τον θάνατό του. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην ΕΔΑ. Το 1956 ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ και στη Κούβα. Στη διάρκεια της Χούντας, εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Με τη μεταπολίτευση, έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολουθήσανε πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος κι η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα μεγαλύτερα ποιήματα του ποιητή, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Μαγιακόφσκι, κ.ά. Πολλά ποιήματά του, έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη, ο Επιτάφιος κ.ά. Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν.
Ο Ρίτσος γεννήθηκε τη 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά Λακωνίας. Ήτανε το τελευταίο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας του, ο Ελευθέριος, γεννήθηκε το 1872 κι είλκυε τη καταγωγή του από τη Κρήτη. Ο πατέρας ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο κι είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς είχε τελειώσει μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του ήταν η Ελευθερία Βουζαναρά, γεννημένη το 1879, κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν εκείνη ήταν ακόμα 13 (!!!) ετών κι είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο.
Το ζευγάρι, εντούτοις, δεν τα πήγαινε καλά, καθώς ο Ελευθέριος ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Ένα οριστικό περιστατικό για τη σχέση τους ήταν όταν απέκτησαν το δεύτερο παιδί τους: Ενόσω η Ελευθερία βρισκόταν στο νοσοκομείο, εκείνος εξαφανίστηκε για βδομάδες στο Λουτράκι, περνώντας ξέγνοιαστες ώρες. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και το Γιάννη το 1909. Η οικογένεια ζούσε απέναντι από την Παναγία τη Χρυσαφίτισσα. Αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά, μετά τη γέννηση του Γιάννη, σε σπίτι που αγόρασε ο Ελευθέριος στην είσοδο της καστροπολιτείας. δίπλα στα τείχη.
To Σπίτι του στη Μονεμβασιά
Η ζωή του κατά τη παιδική του ηλικία στη Μονεμβασία ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του, που ήτανε καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του Άννα του ‘λεγε παραμύθια, όπως επίσης κι ένας Μωραΐτης, που φρόντιζε αυτόν και τη Λούλα, μετά τη δολοφονία του παππού τους το 1910. Ο Ρίτσος από τη μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από τα 7 του. Η μητέρα του υποστηρίζει απόλυτα αυτή τη κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Παλαμά, αργότερα τον εγγράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε:
“Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας του αριθμούς“.
Ενώ για τις τιμωρίες του έλεγε:
“Σα να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Θα πει όταν δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη κλίση“.
Κι ακόμη:
“Νομίζω πως ο άνθρωπος που δε τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δε ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω τη ποίηση, ξεπερνώντας τες“.
Ο Ρίτσος ό,τι έχασε από το σχολείο το βρήκε στη βιβλιοθήκη της μητέρας του, όπου εκεί συνάντησε 1η φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον Ελευθέριο. Το 1917 η οικογένεια Ρίτσου δέχτηκε το πρώτο της οικονομικό πλήγμα: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια ή δόθηκαν σε ακτήμονες, οι Ρίτσοι, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, παρά μόνον αυτή, τα έχασαν σχεδόν όλα. Λίγο καιρό αργότερα, ο αδελφός του, που σπούδαζε, ασθένησε με τον προάγγελο της φυματίωσης, την υγρά πλευρίτιδα. Ο πατέρας ξόδεψε πολλά λεφτά για τη θεραπεία του γιου του χωρίς όμως επιτυχία. Το 1921 ασθένησε από φυματίωση κι η μητέρα του. Ο Δημήτρης δεν τα κατάφερε και πέθανε από φυματίωση στις 6 Αυγούστου 1921, ενώ λίγο αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, όταν η μητέρα έμαθε για τον θάνατο του Δημήτρη, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή στη Πορταριά Πηλίου. Στο ενδιάμεσο, η αδελφή του Νίνα, και συγκεκριμένα τον Απρίλη του 1921, είχε παντρευτεί τον χωροφύλακα του χωριού κι είχε φύγει από το σπίτι, με αποτέλεσμα η Λούλα και ο Γιάννης να μείνουν μόνοι και να δεθούν πολύ. Η Λούλα κι ο Γιάννης ήρθαν πολύ κοντά μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η μόνη παρηγοριά του ποιητή ήταν η αδελφή του κι η ποίηση, ενώ τα μόνα έξοδα που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν η συνδρομή του περιοδικού, στο οποίο μάλιστα δημοσίευσε το 1924-1925 τις πρώτες του συνεργασίες με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα».
Το Σεπτέμβρη 1925 τα 2 αδέλφια έρχονται στην Αθήνα. Εκεί πιάσαν ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο στη Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει χρηματικά, ενώ η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές της για τη Φιλοσοφική. Ο Γιάννης από την άλλη δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για όλα αυτά. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δαχτυλογράφος σε γραφείο συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του γνώρισε τον Σικελιανό, τον Παλαμά κ.ά. Ως το 1926, πηγαίνανε καλά για τα αδέλφια, ώσπου ένα πρωί η Λούλα είδε τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση στο λαβομάνο. Ο γιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, που, όπως πίστευε, θα ‘βρισκε καλύτερη περιποίηση. Τελικά, μετά από τη 2μηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στη πατρώα γη. Επιστρέφοντας απ’ τη Μονεμβασιά είχε έτοιμες 2 ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Το Γενάρη του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε κι ήτανε βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φλεβάρη 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου για τα επόμενα 3 χρόνια θα συζεί με πλήθος ασθενών.

Στις αίθουσες του νοσοκομείου ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, που θα εκτελεστεί μετά απ’ τους Γερμανούς, στη Κατοχή. Στο σανατόριο του «Σωτηρία» θα γνωριστεί με την Πολυδούρη. Ανταλλάσσανε ποιήματα και λόγω της αγάπης τους για τη ποίηση θα βρούνε παρηγοριά. Ο ίδιος αφηγείται στον Κ. Σταματίου:
“Υπήρχε μεγάλη αίθουσα υποδοχής με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ’ απόγευμα, πήγαινα εκεί κι έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της κι έτσι γνωριστήκαμε“.
Εκεί μέσα αναπτύξανε θερμούς δεσμούς φιλίας οι δυό τους. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα. Μετά το πέρας του 3ου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για τη παραμονή του. Κατόπιν, τον μεταφέρανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας ερειπωμένο κι άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες ήτο απαράδεκτες. Έτσι, στέλνει γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών τονίζοντας τα προβλήματα που βιώνουνε καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος θα πει αργότερα για κείνη την εμπειρία:
“Στη Καψαλώνα ένιωσα 1η φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου“.
Στη Καψαλώνα, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνθέτει τις πρώτες του ποιητές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες. Τον Απρίλη του 1931, η αδελφή του παντρεύεται ένα μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, που θα συνδράμει οικονομικά και τον αδελφό της. Έτσι θα βρει περισσότερο χρόνο για τη ποίηση. Στα 1932, την οικογένεια τη ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς, έχασε τα λογικά του και τρελλάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου. Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει κι εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Τη περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπαθεί να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στη Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ κι αναγκάστηκε να εργαστεί.
Το 1934 γίνεται μέλος του ΚΚΕ στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάη του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις, είχανε κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μάη η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγεται στο αίμα από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά 12 νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη μέρα, δημοσιεύει φωτογραφία, που αποτυπώνεται η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου κι Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Κλείστηκε στη σοφίτα του κι έγραψε τα 3 πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μάη του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο “Μοιρολόι”. Ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, που εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, που καήκανε μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα ποιήματά του, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.
Η φωτογραφία της μάνας του Σωτήρη Πέτρουλα που ενέπνευσε το Ρίτσο
Στις 15 Οκτώβρη 1936, έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής κι ως ηθοποιός (που δεν τον έκαναν ιδιαίτερα περήφανο) τονε ταλαιπωρήσανε τόσο, που υποτροπίασε η νόσος του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβρη 1937 ως τον Απρίλη 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, που γράφει “Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα” και την “Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα”. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φλεβάρη 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, θα μπει κι αυτή στο Δαφνί, που βρίσκεται ήδη ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοέμβρη 1938 θα δει να βγάζουνε τη σορό του από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και θα γράψει το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει στο τελείωμα του 4στιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις».
Στις 30 Νοέμβρη 1937, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τονε δέχτηκε ως μέλος της με 22 ψήφους από 27. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο. Εκεί γνώρισε τον Μάνο Κατράκη, η φιλία τους θα καταλήξει ισόβια. Εκεί συνάντησε και τον Τάκη Φιλιακό, που είχαν ήδη γνωριστεί κι αργότερα θα μεταπηδήσουνε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, που εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Ι. ή Γ. Βάμβας. Το 1940, πριν τον Πόλεμο, θα εκδοθεί το Εμβατήριο του Ωκεανού, αλλά τα γεγονότα τονε προλάβανε κι εγκαταστάθηκε κατάκοιτος στο σπίτι του Τάκη Φιλιακού. Κατόπιν εντάχθηκε και στο Μορφωτικό Τμήμα του ΕΑΜ. Ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς, βλέποντάς τον να πεινά, να είναι άρρωστος και δυστυχής, απευθύνθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» κι ο Αλέκος Λιδωρίκης έγραψε ένα άρθρο για τη σωτηρία του ποιητή και πρότεινε δημόσιο έρανο. Οι προσφορές έφτασαν, αλλά ο Ρίτσος τις αποποιήθηκε.
Σχεδόν σε όλη τη Κατοχή ήτανε καθηλωμένος από την ασθένειά του. Αρχικά συγκατοικούσε με την Έλλη Αλεξίου στη Καλλιθέα κι αργότερα με το ζεύγος Τάκη Φιλιακού και Μιράντας Βούλγαρη. Κείνη τη περίοδο γράφει το μυθιστόρημα Στους πρόποδες της σιωπής, το οποίο φτάνει σχεδόν τις 1000 σελίδες και συνήθιζε να το διαβάζει σε όσους τον επισκέπτονταν. Με τα γεγονότα του Δεκέμβρη, πολλές σημειώσεις και ποιήματά του καίγονται, από το πρόσωπο που τα είχε εμπιστευτεί να τα φυλά, λόγω φόβου. Ωστόσο, ο Ρίτσος είχε διαφύγει από την Αθήνα με πολλούς οπαδούς του ΕΑΜ, που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα. Σε αυτή του τη σκληρή δοκιμασία γράφει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ’ άρματα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φλεβάρη 1945) επιστρέφει στην Αθήνα και γράφει στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», ενώ μέσω αυτού δημοσίευε και ποιήματα υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλιώτης. Τη περίοδο κείνη γνωρίστηκε με σπουδαίους ποιητές, όπως τον Αναγνωστάκη, το Λειβαδίτη κ.ά., όπως επίσης και τη μελλοντική του γυναίκα (1947). Αξιοσημείωτα έργα κείνη την εποχή ήταν το «Ο σύντροφος μας Νίκος Ζαχαριάδης» και το Υστερόγραφο της δόξας, που αναφέρονταν στον Άρη Βελουχιώτη, που ‘χε αποκηρυχθεί από το ΚΚΕ.
Μεταξύ 1945-7 γράφει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Το 1948 εξορίζεται στη Λήμνο και συγκεκριμένα στο Κοντοπούλι. Εκεί θα αρχίσει να ζωγραφίζει ακουαρέλες και να κάνει σκίτσα συγκρατουμένων, ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει κι αλληλογραφία με τη Καίτη Δρόσου, που στη συνέχεια θα γίνουνε δελτάρια, με λίγες λέξεις. Κατόπιν, θα αρχίσει αλληλογραφία και με την αδελφή του Λούλα. Στη Λήμνο ο ποιητής τον Φλεβάρη του 1949 γράφει το Καπνισμένο Τσουκάλι. Τον Μάη του 1949 μεταφέρθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να μη μιλά για αυτό το μέρος, παρά μόνο μέσω των ποιημάτων του. Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στη γη. Τα πήρε μαζί του έπειτα, στον Άη Στράτη. Από το «Αναμορφωτήριο της Μακρονήσου» απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950. Παρόλαυτά φυλακίστηκε ξανά, ενώ ήτανε βαριά άρρωστος. Η παραμονή του ήτανε βραχύχρονη στο νησί και μεταφέρθηκε στον Άη Στράτη. Στο ενδιάμεσο υπήρξε εκστρατεία στο εξωτερικό για την απελευθέρωση του ποιητή. Εξέχοντες προσωπικότητες που βρέθηκαν στο πλευρό του μεταξύ άλλων ήταν ο Πικάσο, ο Νερούδα κι ο Λουί Αραγκόν.
Στις 30 Μάρτη 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης κι οι σύντροφοί του. Στην Αθήνα διαμένει με τους Φιλιακούς κι επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, το ποίημα κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη, φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο. Τον Αύγουστο 1952 ο Ρίτσος απολύεται πλέον οριστικά. Στην Αθήνα διαμένει ξανά με τους Φιλιακούς. Το 1953 κυκλοφορούν μεταφράσεις του ποιητή ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, ενώ το 1954 εκδίδεται η Αγρυπνία, που περιελάμβανε τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η Αγρυπνία, γράφτηκε στα χρόνια της εξορίας και τη μετέφερε, μαζί με έργα του ζωγραφικής, στον διπλό πάτο της βαλίτσας του, φεύγοντας από τον Άη Στράτη. Στις 7 Δεκέμβρη 1954 παντρεύεται με τη Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου ή Φαλίτσα, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο ίδιος, και τον Αύγουστο 1955 γεννιέται η μονάκριβη κόρη τους, η Ελευθερία (Έρη) Ρίτσου.
Ο Ρίτσος το 1956 θα γνωριστεί με τον Νίκο και τη Νανά Καλλιανέση, που είχανε δημιουργήσει νέο εκδοτικό οίκο, τον «Κέδρο». Ο «Κέδρος» θα γίνει το συγγραφικό «σπίτι» του, καθώς μέσω αυτού εξέδωσε μεγάλα του έργα, όπως η Σονάτα του Σεληνόφωτος κ.ο.κ., ενώ θα εκδώσει και διάφορες μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, όπως του Τολστόι. Η Νανά με τον Ρίτσο δέθηκαν με στενούς δεσμούς φιλίας έκτοτε. Η Νανά συμπαραστάθηκε στον Ρίτσο, αλλά και στο έργο του από τη 1η στιγμή μέχρι και τις κατοπινές του δυσκολίες. Ο Ρίτσος με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος θα παραλάβει το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης κι από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε κι η διεθνής αναγνώριση. Το 1956 τον προσκαλέσανε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής.
Επιστρέφοντας από το πολυπόθητο ταξίδι κάθε αριστερού της εποχής, γράφει και δημοσιεύει στην εφημερίδα «Αυγή» 36 κείμενα με τίτλο «Η Σοβιετική Ένωση σήμερα». Κατόπιν ακολούθησαν άλλα 2 ταξίδια: στη Ρουμανία, όπου ταξίδεψε με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγγελο Τερζάκη και τον Μενέλαο Λουντέμη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία. Γύρω στο 1960 είχε ολοκληρώσει την «Ανθολογία Ρουμανικής Ποίησης» και με την επιστροφή του από τη Τσεχοσλοβακία εργαζότανε στην «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών». Εκείνη τη περίοδο ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί 6 ποιήματα του Ρίτσου από τον «Επιτάφιο», αναδεικνύοντας και τον μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στη 10ετία του ’60 γράφει ποιήματα για τους Γρηγόρη Λαμπράκη και Σωτήρη Πέτρουλα. Προς το τέλος της θα μελοποιηθεί ξανά από τον Μίκη Θεοδωράκη κι η «Ρωμιοσύνη», ενώ τέλος η εξορία θα τον ξαναβρεί το 1967, με τη χούντα.
Ξημερώματα της 21ης Απρίλη το ζεύγος Φιλιακού κι ο Ρίτσος οδεύανε προς στο σπίτι, που συγκατοικούσανε. Στο Σταθμό Λαρίσης αντικρίζουνε τανκς. Ο Τάσος Φιλιακός λέει πως θα γυρίζουνε πολεμική ταινία, ο Ρίτσος αμέσως κατάλαβε: «Τι ταινία! Πραξικόπημα είναι». Φτάνοντας στην οδό Παπαναστασίου, που μένανε, ετοίμασε τις βαλίτσες του, περιμένοντας να ‘ρθούνε τον πάρουν. Οι φίλοι του τού είπαν να κρυφτεί. Εκείνος αρνήθηκε. Στις 6 το πρωί τονε συλλαμβάνουνε και τον οδηγούνε στον Ιππόδρομο, όπου ήταν ήδη συγκεντρωμένοι διάφοροι δημοκράτες κι αριστεροί. Μετά από λίγες μέρες οδηγείται ξανά στην εξορία, με προορισμό τη Γυάρο (το νησί του διαβόλου, όπως το λέγαν από τα χρόνια του Εμφυλίου). Ωστόσο, συλλάβανε και τη γυναίκα του Φαλίτσα, που τη κρατήσανε στο Βαθύ της Σάμου σε συνθήκες απομόνωσης. Αυτό κράτησε λίγο, καθώς μετά 2 βδομάδες την άφησαν ελεύθερη. Εκείνη, που ήδη είχε ενημερωθεί από τον Ρίτσο πού βρίσκεται, ταξιδεύει στη Σύρο, για να μπορέσει να του στείλει κάποια χρειώδη.
Στην Ευρώπη η διεθνής κοινότητα, αρχίζει κι εναντιώνεται στη Χούντα. Διαδηλώσεις κι εκκλήσεις για την απελευθέρωση των κρατουμένων, καθώς και καταγγελίες αναγκάζουνε τους δικτάτορες να βελτιώσουν το φαίνεσθαι, έτσι κλείνουν το στρατόπεδο στη Γυάρο και το μεταφέρουν σε 2 χωρία της Λέρου, στο Λακκί και στο Παρθένι. Την 1η Ιουλίου μεταφέρανε και το Ρίτσο. Άλλο δημιούργημα θα περιληφθεί στη Τέταρτη Διάσταση, ο μονόλογος Αίας, που τον ξεκίνησε, αμέσως μετά την άφιξή του στη Λέρο τον Αύγουστο. Ήδη από τη παραμονή του στη Γυάρο (μα και πιο πριν) θ’ ανακαλύψει κι άλλη καλλιτεχνική κλίση, τη ζωγραφική, που θα τον συνοδεύει ως το τέλος της ζωής του.
Τη χρονιά αυτή οι πολιτικές εξελίξεις έρχονται να ταράξουνε τον ποιητή. Αρχικά, έρχεται η διάσπαση του ΚΚΕ, σε ΚΚΕ & ΚΚΕ Εσωτερικού τον Φλεβάρη και τον Αύγουστο, τα τανκς του Συμφώνου Βαρσοβίας εισβάλλουνε στη Τσεχοσλοβακία. Η απογοήτευσή του έκτοτε θα αποτυπωθεί αλληγορικά σε διάφορα ποιήματα. Την ίδια χρονιά η Φαλίτσα, ανησυχούσε για την υγεία του Γιάννη. Έτσι ταξιδεύει στη Λέρο, που αρχικά δεν της επέτρεψαν να τονε δει. Όμως το επάγγελμά της τη βοήθησε να τα καταφέρει, καθότι ιατρός. Συνοδεία ενός συναδέλφου και του στρατοπεδάρχη την οδηγήσανε σε αυτόν, χωρίς όμως να τους επιτραπεί ν’ ανταλλάξουνε τη παραμικρή κουβέντα την ώρα που τον εξετάζανε. Στις 16 Ιουνίου, ξύπνησε με αιματουρία κι ίλιγγο, καθώς και πόνους στα νεφρά. Ο στρατιωτικός ιατρός μιλά για νεοπλασία στην ουροδόχο κύστη. Κατόπιν τον μεταφέρανε στον Άγιο Σάββα, όπου επιβεβαιώθηκε πως έχει καρκίνο. Στο νοσοκομείο χειρουργείται και τέλος στις 12 Σεπτέμβρη επέστρεψε ξανά στη Λέρο. Η εξορία στη Λέρο τελειώνει όταν στις 19 Οκτώβρη ανακοινώθηκε η απόλυσή του. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Σάμο, όπου είχε κατ’ οίκον περιορισμό. Κρυφά, πήρε μαζί του ποιήματα κι ακουαρέλες, που τα ‘χε κρύψει στο 2πλό πάτο της βαλίτσας του.
Στη Σάμο, θα συνεχίσει να δημιουργεί. Εκεί γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωματα, που αναφέρεται στο τρομοκρατικό κλίμα που επικρατούσε κείνη την εποχή. Παράλληλα, παρακολουθεί ελληνόφωνους σταθμούς του εξωτερικού. Στη Σάμο, θα ζήσει την απόλυτη μοναξιά, λόγω του περιορισμού του, θα νιώσει τη κατάλυση της δημοκρατίας, μιας κι όχι απλώς δε του επέτρεπαν να κυκλοφορεί, αλλά ούτε και ν’ αλληλογραφεί. Η κάθε του κίνηση παρακολουθούνταν είτε από την αστυνομία είτε από τους χαφιέδες. Του είχε στοιχίσει που δε μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους, παρά μόνο με την οικογένειά του, μάλιστα, πολλοί φοβόντουσαν να του πούνε και καλημέρα. Αν κι αποκομμένος, οι 3 συλλογές του Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωματα, γραμμένες σε τσιγαρόχαρτο θα βγούνε κρυφά από την Ελλάδα, το 1969, με τη βοήθεια της Χρύσας Προκοπάκη, με κατεύθυνση τη Γαλλία. Το 1971 θα εκδοθούν στη Γαλλία, σε μια 2γλωσση έκδοση, που προλόγιζε ο Αραγκόν. Εκεί, έλαβε κι ο Μίκης, τα «Λιανοτράγουδα» και τα μελοποίησε το 1970.
Το 1970 ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα ήρθε για να βρει τον ποιητή: Πεθαίνει η αδελφή του, η Νίνα. Αυτό θα γίνει αφορμή, για να γράψει το ποίημα Η Ελένη. Τη χρονιά κείνη εμφανίστηκε ξαφνικά στην Αθήνα. Προσκλήθηκε, ως τιμώμενο πρόσωπο, στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα. Οι δικτάτορες δε μπορούσαν να του απαγορέψουν να πάει. Έτσι, ο Παττακός, τονε κάλεσε στο γραφείο του, ώστε να τον αποτρέψει να αναφερθεί αρνητικά για το καθεστώς, ο Ρίτσος αρνήθηκε, παίρνοντας πάλι την άγουσα για τη Σάμο και το Καρλόβασι. Παρ’ όλ’ αυτά δεν κάθισε έκτοτε πολύ εκεί, καθώς η υγεία του χειροτέρεψε. Το Δεκέμβρη 1970 χειρουργήθηκε στη Γενική Κλινική Αθηνών. Από κει κι έπειτα παρέμεινε στην Αθήνα στο σπίτι του, στο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Κόρακα, ενώ προηγουμένως, τον Οκτώβρη, αίρεται κι ο κατ’ οίκον περιορισμός.
Το 1972 ο Ρίτσος γράφει το Κωδωνοστάσιο και τη Γκραγκάντα, που θα μπούνε στη συλλογή Γίγνεσθαι. Και τα 2 ποιήματα, κυρίως το 2ο, είναι μια προσπάθεια από τον ποιητή να ξεφύγει από τα χαλεπά γεγονότα που ζούσε κείνη την εποχή. Στη Γκραγκάντα συνοψίζει θεματικά και μορφικά όλη του τη ποιητική εμπειρία σπάζοντας και ξεπερνώντας τη κοινωνική πραγματικότητα. Το 1973, το Μάρτη, κυκλοφορεί το 1ο τεύχος ενός αντιδικτατορικού περιοδικού, η Συνέχεια. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, σ’ αυτό το τεύχος, θα αναφερθεί στο Ρίτσο, στο οποίο συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής, με δύο αυτοσχόλια. Κατόπιν, τον Απρίλη, ο Μαρωνίτης συνελήφθη και βασανίστηκε (το περιοδικό είχε σύντομη ύπαρξη, καθώς και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η χούντα το απαγόρευσε). Το Μάη της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται η Νάνα Καλλιανέση, εκδότρια του ΚΕΔΡΟΥ. Κατηγορήθηκε για υπόθαλψη αντιστασιακών κινήσεων καθώς και για έκδοση κομμουνιστικών βιβλίων. Ο εγκλεισμός θα της κλονίσει την υγεία. Πριν τη πτώση της χούντας, ο Ρίτσος έκανε μια δημόσια εμφάνιση, στις 15 Νοέμβρη, συμμετέχοντας σε διαδήλωση.
Στις 17 Νοέμβρη 1973, θα ζήσει από κοντά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Την επόμενη μέρα θα αναχωρήσει με προορισμό τον Κάλαμο και θα συνθέσει το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας, που αναλύει, με τρόπο ποιητικό το χρονικό κείνης της εξέγερσης. Ήταν η αρχή του τέλους όμως, για τη δικτατορία. Ακολούθως, έπονται τα γεγονότα στη Κύπρο, με το πραξικόπημα του Σαμψών. Μια νέα τραγωδία ακολουθεί, καθώς χιλιάδες άνθρωποι ξερριζώνονται από τα σπίτια τους, αγνοούνται, και πεθαίνουν. Ο Ρίτσος παρακολουθεί με ταραχή τα γεγονότα αυτά από τη Σάμο. Αμέσως όπως κάθε φορά, αρχίζει κι αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί: επιστρέφει στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο και συνθέτει το ποίημα Ύμνος και Θρήνος για τη Κύπρο. Η συμφορά αυτή ήταν το εφαλτήριο για τη πτώση και της δικτατορίας. Καλοκαίρι του 1974, η δικτατορία ήτανε παρελθόν και ξεκινούσε η μεταπολίτευση.
Έπειτα από 20 χρόνια επισκέπτεται ξανά τη Μονεμβασιά, τη γενέθλια γη. Αρχίζει πάλι να εμπνέεται και συνθέτει κι άλλα ποιήματα, που αφορούν στην αγάπη και τη μνήμη. Στις 17 Δεκέμβρη 1974 πεθαίνει ο Βάρναλης κι ο Ρίτσος, θα απαγγείλει ποίημα στη κηδεία, το Χαιρετισμός στον Ποιητή. Τα 1α χρόνια της μεταπολίτευσης θα γίνουν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχίζουν οι βραβεύσεις κι οι διακρίσεις. Αρχίζει και γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, ακόμα και σε αυτούς που δε γνωρίζουν από ποίηση ή δεν ασχολούνται. Τα μέσα δημοσιεύουν άρθρα και φωτογραφίες του. Μετά από εξορίες, διώξεις και απομόνωση, η αγάπη του κόσμου εκφράζεται με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις. Εκείνος αρχίζει και ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να παραλάβει βραβεία, που του δόθηκαν. Το 1975, παραλαμβάνει απ’ τη Βουλγαρία, Διεθνές Βραβείο Γκεόργκι Δημητρώφ· έπειτα από την Ιταλία, το 1976 το Αίτνα-Ταορμίνα κ.ά. Ενώ κι η ελληνική επιβράβευση είχε έρθει από το 1975.
Το 1977, θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: Το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Θα το δεχτεί με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Τη χρονιά αυτή γράφει Το τερατώδες αριστούργημα, κλείνοντάς το με το ποίημα Γίνγεσθαι. Ο υπότιτλος του έργου αυτού είναι «Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα». Τα ταξίδια και οι διακρίσεις θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Παρόλο που είχε προταθεί πάνω από 2 φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι ποτέ δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία, πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς. Το 1980 ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μόσχας. Ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, προσκεκλημένος για να τους παρακολουθήσει. Αργότερα θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για τα Δημήτρια, εκεί θα ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης της πόλης. Τη 10ετία κείνη, πεθαίνει ο Στρατής Τσίρκας. Ο Ρίτσος συνέθεσε έναν ποίημα για κείνον. Γενικότερα συνεχίζει και γράφει, ασταμάτητος, ποιήματα. Το 1984 πεθαίνει ο Μάνος Κατράκης. Επιστήθιος φίλος και συνεξόριστός του. Το γεγονός τονε βυθίζει στο πένθος. Κατόπιν, έπονται κι άλλοι θάνατοι φίλων του, όπως της Νανάς Καλλιανέση, του Τάσου Λειβαδίτη, του Τάσσου και του Γιάννη Τσαρούχη, οι εξελίξεις αυτές θα του δημιουργήσουνε συναίσθημα μεγάλης ερήμωσης.
Οι διακρίσεις θα συνεχιστούν κι αυτή τη 10ετία. Το 1987 ο δήμαρχος της Αθήνας του δίνει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της Πόλης. Αργότερα ταξιδεύει στη Κύπρο, όπου θα του δοθεί ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ΄. Εκείνο το ταξίδι έμελλε να είναι και το τελευταίο του εκτός συνόρων. Στις 3 Σεπτέμβρη του 1990 ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Σάμο. Θα την αποχαιρετήσει με το ποίημα του, το Τελευταίο Καλοκαίρι (τρόπον τινά, προφητικό). Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Η Προτομή του έξω από τη κατοικία του στη Μονεμβασιά
Η ποίηση του Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του, όσο κι από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Μέσα στα ποιήματά του έχει βιώματα που αντλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τις εξορίες που υπέστη κι από κάθε κοινωνικό, μικρό ή μεγάλο, έναυσμα που το δόθηκε, όπως για παράδειγμα το ποίημα του ο Επιτάφιος. Μέσα στα ποιήματά του γίνεται άλλοτε ερωτικός κι άλλοτε βαθιά υπαρξιακός. Η Χρύσα Προκοπάκη αναφέρει: «Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου.» Έδωσε τη 1η του παρουσία στα γράμματα το 1924 με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα», στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων. Η παρουσία αυτή άρχισε επίσημα το 1930 και τελείωσε με τον θάνατο του ποιητή, αφού δημιουργούσε μέχρι και το τέλος του.
Από το 1930 ως το 1935-36, ουσιαστικά, ήταν μια περίοδος προετοιμασίας και προεργασίας για τον ποιητή. Ο νεαρός τότε Ρίτσος εμφανίζεται επίσημα στα γράμματα με 2 ποιητικές συλλογές. Στο εναρκτήριο ποίημα των Τρακτέρ (1930-34), όπως και σε πολλά άλλα της συλλογής αυτής και της Πυραμίδες (1930-35). Στις 1ες του αυτές συλλογές, αναζητά τη λύτρωση, τη παραμυθία και την αναγνώριση. Γράφει σε ένα ποιήματα του: «Απ’ τη πληγή μου κοίταξα του κόσμου τη πληγή». Ο προσωπικός πόνος, εδώ, γενικεύεται. Γίνεται καταγγελία. Γίνεται απόρριψη της κοινωνικής συνθήκης.
Άλλες φορές οργίζεται, στηλιτεύει και με αιφνίδιες αντιστροφές εκτινάσσεται στα ύψη, άλλοτε αγέρωχος κι άλλοτε υπεροπτικός κι άλλες φορές γίνεται λυρικός, σατιρικός, σαρκαστικός. Οι αυτοσαρκαστικές του αναφορές τον φέρνουν πιο κοντά στο Καρυωτάκη, ενώ στα ποιήματά του ανιχνεύεται κι ο Βάρναλης. Κριτικοί της εποχής βρίσκουν μέσα στα ποιήματά του επιρροές, από Τάκη Μπάρλα ή κι Ορέστη Λάσκο. Βεβαίως, για τον Κώστα Βάρναλη, θα παραδεχτεί κι ο ίδιος τις επιρροές που έχει από αυτόν, ειδικότερα, από το Το Φως που καίει (1922). Όμως ο καρυωτακισμός του συνίσταται σε διαρκή επίπονο διάλογο μαζί του. «Οι δύο πρώτες συλλογές του, αναδρομικά κοιταγμένες, μας πείθουνε πως ο Καρυωτάκης δεν ήταν ένα σπαραχτικό αδιέξοδο για τη παραδοσιακή ποίηση, αλλά μια ηρωική αφετηρία για νεότερη», όπως επισημαίνει ο Γ.Π. Σαββίδης. Από την άλλη, ποιήματα όπως: Στο Χριστό, Στο Μαρξ, ΕΣΣΔ, Γερμανία, που βρίσκονται στη συλλογή Τρακτέρ, εμπεριέχουν μια πιο εξωστρεφή τάση, και με τη φουτουριστική, μαγιακοφσκική προβολή, προϊδεάζουν και σηματοδοτούν τους νέους προσανατολισμούς του ποιητή. Οι επιδράσεις Παλαμά και Σικελιανού είναι εμφανείς και στις 2 συλλογές.
——————————————————————————————
Μικρή Σουΐτα Σε Κόκκινο Μείζον
Ι.
Πλήθος λεμόνια
επάνω στο τραπέζι
στις καρέκλες
στο κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν το σώμα σου
μ’ αρέσει που βρέχει
νύχτα με χίλια λεμόνια
και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα
να σταματάει τους βρεγμένους λαγούς
στα πισινά τους πόδια.
Διακοφτό 18.11.80
ΙΙ.
Ω αλάνθαστο σώμα
πόσα και πόσα λάθη
μ’ ένα μικρό διαβατικό φεγγάρι
στα γυμνά δέντρα του πεζοδρομίου
αδειούχοι στρατιώτες καπνίζουν
κάτω απ’ το υπόστεγο
βρέχει όλη μέρα
ακούω το νερό να κυλάει ατέλειωτο
απ’ τα λούκια στο δρόμο
παρότι το ξέρω
αυτό το εισιτήριο
είναι εκπρόθεσμο πιά.
Αθήνα 18.11.80
ΙΙΙ.
Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω τη νάϋλον σακούλα
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια-
τι απέραντη απόσταση διανύω
απ’ το σώμα σου
έως το σώμα σου.
Αθήνα 19.11.80
Γυμνό Σώμα
Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.
Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή-
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
Αθήνα 24.9.80
Σάρκινος Λόγος
Ι.
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ’ εμένα.
Καλυμένη απ’ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ’ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ’ τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ’ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μιά γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ’ την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ’ το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μιά γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μιά λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ’ το χρόνο κι απ’ το θάνατο πέρα, σε μιά μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.
11.
Θέλω να περιγράψω το σώμα σου.
Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου είναι ένα λεπτό ροδοπέταλο σ’ ένα ποτήρι καθαρό νερό.
Το σώμα σου ένα άγριο δάσος με σαράντα μαύρους ξυλοκόπους.
Το σώμα σου βαθειές νοτισμένες κοιλάδες πριν βγει ο ήλιος.
Το σώμα σου δυό νύχτες με καμπαναριά,
με διάττοντες και μ’ εκτροχιασμένα τραίνα.
Το σώμα σου ένα ημίφωτο μπαρ με μεθυσμένους ναύτες και καπνέμπορους·
χτυπάνε στράκες, σπάζουν ποτήρια, φτύνουν, βλαστημούν.
Το σώμα σου ένας ολάκερος στόλος υποβρύχια, θωρηκτά, κανονιοφόροι· θορυβώδεις άγκυρες ανεβαίνουν· τρέχουν νερά στο κατάστρωμα·
ένας μούτσος πηδάει απ’ το κατάρτι στη θάλασσα.
Το σώμα σου πολύφωνη σιωπή σκισμένη από πέντε μαχαίρια, τρεις ξιφολόγχες κι ένα σπαθί.
Το σώμα σου μια διάφανη λίμνη, στο βυθό της φαίνεται η λευκή βουλιαγμένη πολιτεία.
Το σώμα σου ένα τεράστιο ακάθεκτο χταπόδι μες στη γυάλα του φεγγαριού
με ματωμένα πλοκάμια πάνω απ’ τις φωταγωγημένες λεωφόρους, όπου το απόγευμα
πέρασε αργόπρεπα η κηδεία του τελευταίου αυτοκράτορα.
Πολλά λουλούδια πατημένα μένουν στην άσφαλτο βρεγμένα με βενζίνη.
Το σώμα σου ένα παλιό μπορντέλο της οδού Προαστίου με γριές πουτάνες,
βαμμένες με λιπαρά φτηνά κραγιόνια· φοράνε ψεύτικες μακριές βλεφαρίδες·
είναι και μια νεαρή πρωτόπειρη, ηδονίζεται μ’ όλους τους πελάτες,
αφήνει τα λεφτά στο κομοδίνο της, ξεχνάει να τα μετρήσει.
Το σώμα σου είναι ένα ρόδινο μικρό κορίτσι·
κάθεται κάτω απ’ τη μηλιά και τρώει μια φέτα φρέσκο ψωμί και μια κόκκινη αλατισμένη ντομάτα· κάθε τόσο χώνει κ’ ένα άνθος της μηλιάς στα στήθη της.
Το σώμα σου ένα τζιτζίκι στ’ αφτί του τρυγητή,
ρίχνει μια σκιά μενεξελιά στο μελαμψό λαιμό του
και τραγουδάει μονάχο του όσα δεν μπορούν να πουν όλα μαζί τα σταφύλια.
Το σώμα σου είναι ένα ξάγναντο μεγάλο αλώνι στη κορφή του λόφου,
έντεκα ολόλευκα άλογα αλωνίζουνε τα στάχυα της Γραφής·
χρυσάφι τ’ άχυρα καρφώνουνε μικρούς καθρέφτες στα μαλλιά σου
και λαμποκοπούν τα τρία ποτάμια όπου μεγάλες μαύρες αγελάδες με αδαμάντινα στέμματα σκύβουν, πίνουν νερό και κλαίνε.
Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου απερίγραπτο.
Και θέλω να το περιγράψω,
να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου,
να το χωρέσω και να με χωρέσει.
Αθήνα 18.11.80
Από “Τα Ερωτικά” εκδόσεις “ΚΕΔΡΟΣ” (αποσπάσματα) 1981
Ειρήνη
Ο πατέρας που γυρνά τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κι οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές κλείνουν
στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘σκαψαν οι οβίδες
φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές που ‘καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δε πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Καπνισμένο Τσουκάλι
(απόσπασμα)
Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη.
‘Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,
“Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα.”
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
…έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.
Κοριτσάκι Μου
(για τη κόρη του…)
Κοριτσάκι μου,
μες στο βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου ‘πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου.
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
Γιατί δεν είναι κοριτσάκι
να μάθεις μόνο εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου.
Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις
Να το θυμάσαι κοριτσάκι.
Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές από τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε μη σκοντάψεις
Μετά
Mάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες.
Mόνος μάρτυρας ο ίδιος εσύ.
Tα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες
σε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζες
τη δίκαιη διαθήκη σου.
Ύστερα
τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια.
Tώρα, γαλήνιος,
(ίσως και κάπως φοβισμένος)
ούτε βιάζεσαι ούτε καθυστερείς,
γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,
θ’ ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,
πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ’ τις αρετές σου.
Στὸν Κώστα Καρυωτάκη
Ὤ, δὲ χωρεῖ καμία ἀμφισβήτηση, ποιητὲς
εἴμαστ᾿ ἐμεῖς μὲ κυματίζουσα τὴν κόμη
-ἔμβλημ᾿ ἀρχαῖο καλλιτεχνῶν- καὶ χτυπητὲς
μάθαμε φράσεις ν᾿ ἀραδιάζουμε κι ἀκόμη
μιὰ εὐαισθησία μας συνοδεύει ὑστερική,
ποὺ μᾶς πικραίνει ἕνα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριὰ ἕνα σύννεφο μαβί. Χιμαιρικὴ
τὴ ζωή μας λέμε καὶ δὲν ἔχουμ᾿ ἕνα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοὶ καὶ μοναχοί,
ὅμως περήφανα στὰ βάθη μας κρατοῦμε
τὸ μυστικό μας θησαυρό, κι ὅταν ἠχεῖ
ἡ βραδινὴ καμπάνα ἀνήσυχα σκιρτοῦμε.
Θεωροῦμε ἀνίδεους, ἀνάξιους κι εὐτελεῖς
γύρω μας ὅλους, κι ἀπαξιοῦμε μιὰ ματιά μας
σ᾿ αὐτοὺς νὰ ρίξουμε, κι ἡ νέα ξανὰ σελὶς
τὸ θρῆνο δέχεται τοῦ ἀνούσιου ἔρωτά μας.
Ἀναμασᾶμε κάθε μέρα τὰ παλιὰ
χιλιοειπωμένα αἰσθήματά μας· ἐξηγοῦμε
τὸ τάλαντό μας: «κελαηδοῦμε σὰν πουλιά»·
τὴν ἀσχολία μας τόσ᾿ ὡραῖα δικαιολογοῦμε.
Γιὰ μᾶς ὁ κόσμος ὅλος μόνο εἴμαστ᾿ ἐμεῖς,
καὶ τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ἕνα τοῖχο.
Μ᾿ ἔπαρση ἐκφράζουμε τὰ πάθη τῆς στιγμῆς
σ᾿ ἕναν — μὲ δίχως χασμωδίες — μουσικὸ στίχο.
Γύρω μας κι ἄλλοι κι ἂν πονοῦν κι ἂν δυστυχοῦν,
κι ἂν τοὺς λυγίζει, ἂν τοὺς φλογίζει ἡ ἀδικία –
ὤ, τέτοια θέματα πεζὰ ν᾿ ἀνησυχοῦν
τοὺς ἀστρικούς μας στοχασμούς, εἶναι βλακεία.
H Σονάτα Του Σεληνόφωτος
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλά στον Νέο):
‘Αφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
‘Αφησέ με να έρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου…
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου…
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει
πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής
απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, -όχι η φωτογραφία που κοιτάς
με τόση δυσπιστία
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
-μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω
στο στιλβωτήριο της γωνίας,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο
στους αγρούς με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου,
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια…
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες
– 8, 16, 32, 64, –
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, –
κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα
ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις;
-έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα
τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου…
Θα σταθούμε λιγάκι στη κορφή της μαρμάρινης σκάλας του ‘Αϊ- Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα
άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,
στη λευκότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
– ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις,
σου φτάνει ο θαυμασμός σου,
– θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μου ‘μενε παρά μονάχα
προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
– Όχι, δε φτάνει.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου…
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. ‘Αφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε
σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου,
πέρα πολύ. Δε φτάνει.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μη πέσεις. Δεν αντέχω.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου…
Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του,
δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του
σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, -ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα,
– η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ την σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, – πως να το φέρω; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.
‘Αφησε με να έρθω μαζί σου…
Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με τη γριά βαρειά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν
το περπάτημα της γριάς αρκούδας
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μη ξέροντας για πού και γιατί
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια
να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,
παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο
με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της
στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε
τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
‘Αφησέ με να έρθω μαζί σου…
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας.
Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά,
μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, -σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν,
ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται
από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια
και θυσαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια,
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω όχι τα δίνω,
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν
πάντως εγώ τα δίνω.
‘Αφησέ με να έρθω μαζί σου…
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
‘Ασε να σου κουμπώσω το πουκάμισο τι δυνατό το στήθος σου,
– τι δυνατό φεγγάρι,- η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνω
το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μη κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του,
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου
μην κοιτάξεις μέσα,
έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει μην κοιτάξεις,
μη κοιτάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.
Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις,
– ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστιριακές φωνές δεν τις ακούτε;
Βαθύ-βαθύ το πέσιμο,
βαθύ-βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής,
– τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις.
Μη κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες…
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι
για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν
οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον;
– αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο
τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου
που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες, τί να τις κάνεις;
‘Αφησέ με να έρθω μαζί σου…
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,
την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας,
– ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματα σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.
Καληνύχτα…
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η “Σονάτα του Σεληνόφωτος”, μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απαιλευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον ‘Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: “Η παρακμή μιάς εποχής”. Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του.
Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.).
