Βιογραφικό
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ιστορικός ερευνητής και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Χιώτες προγόνοι του, ενώ ήτανε συγγενής εξ αίματος με τον Kάλβο. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, καθώς προοριζότανε για κληρικός. Στράφηκε όμως προς τη δημοσιογραφία, που εξάσκησε αρχικά στη Σμύρνη και μετά στην Αθήνα, εργαζόμενος στις εφημερίδες Ακρόπολις κι Εστία, κυρίως ως χρονογράφος. Μεγάλωσε μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του, ανιψιάς του Κάλβου, που προτίμησε να κρατήσει το επώνυμό της, αλλά και με τα χάδια της γιαγιάς του, της Σινιόρας Κατίνας με τα ψηλά τακούνια, από όπου -μωρό ακόμα- μάθαινε για τα κατορθώματα των θαυμαστών προγόνων του. Μισούσε τα βιβλία του σχολείου, λάτρευε όλα τα υπόλοιπα εξωσχολικά κι ένιωθε πως είχε μέσα του κατιτί το πολύ… ξανθό. Η τρυφερή του φύση τον ώθησε να σπουδάσει για να γίνει παπάς κι είναι η ίδια που τον ανάγκασε ν’ αποχωρήσει πρόωρα από τη προσπάθεια αυτή. Μετά τη Πόλη, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα κι έγραψε ποιήματα, διηγήματα, θέατρο. Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους γνώστες της αισθητικής, της καθημερινότητας και των μυστικών του καλλωπισμού των γυναικών στο Βυζάντιο και δηλωμένος βενιζελικός. Ξεκίνησε να γράφει στη καθαρεύουσα αλλά τελικά αγάπησε τη δημοτική, πράγμα για το οποίο ο Παλαμάς τον επαίνεσε δημόσια. Με το Λαπαθιώτη γνωρίστηκαν σε μια βόλτα στη Σταδίου κι ότι έφαγε στο Βόλο μια αδέσποτη σφαίρα στο στομάχι από λάθος.

Ο πρώτος καταγεγραμμένος πρόγονός του ήτανε γελωτοποιός -μίμος στο Βυζάντιο κι ο αμέσως επόμενος εντοπίζεται στον 17ο αι. κι είναι ο Κωνσταντίνος Ροδοκανάκης, ποιητής κι αλχημιστής, προσωπικός γιατρός του Καρόλου Β’, που έδρασε στο Σόχο του Λονδίνου κι έμεινε γνωστός για τη συμβολή του στη καταπολέμηση της πανώλης με το μυστικό σκεύασμα που παρήγαγε ονόματι Alexicacus SpiritusMundi (το αλεξίκακο πνεύμα του κόσμου). Άλλοι ξακουστοί συγγενείς του ξέρουμε τον Πλωτίνο Ροδοκανάκη, τον οραματιστή αναρχικό οδηγητή που έδρασε στο Μεξικό, τον Δημήτριο Ροδοκανάκη, τον πρίγκηπα από το Μάντσεστερ με τους αμφιλεγόμενους τίτλους τιμής που ζούσε στη Σύρο και που διετέλεσε 1ος Μέγας Διδάσκαλος στη ιστορία του Ελληνικού Τεκτονισμού, το Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο της Οδησσού και τη Vila Rodocanacchi στο Λιβόρνο της Τοσκάνης. Ο τελευταίος γνωστός συγγενής του ήταν ο Christophe Rodocanachi, ο Γενικός Διευθυντής της Total, που έχασε τη ζωή του τον Οκτώβρη 2014 στη Μόσχα, στην απογείωση του εταιρικού του τζετ με προορισμό το Παρίσι. Η φράση που συνοδεύει το εραλδικό οικόσημο της οικογένειας Ροδοκανάκη όλους αυτούς τους αιώνες λέει “Εν ρόδω ανθώ” (Ανθίζω στο ρόδο).
Ξέρουμε τέλος, ότι έγραψε ύμνο στον Σατανά, ο τίτλος της πρώτης του ποιητικής συλλογής De Profundis είναι ευθεία αναφορά στον Wilde και πως η φόρμα της γραφής του στο Βυσσινί Τριαντάφυλλο αποτελεί ευθεία αναφορά στο Βέρθερο του Γκαίτε: επιστολές σε 1ου προσώπου αφήγηση ως τη στιγμή της αυτοκτονίας των ηρώων και ξαφνική -αδικαιολόγητη τριτοπρόσωπη αφήγηση σε όλη τη περιγραφή της αυτοκτονίας. Επίσης λογοκρίθηκε από την εφημερίδα Ακρόπολη, που τύπωσε λευκό κομμάτι στη θέση του κειμένου χωρίς να τον ειδοποιήσει, στο 3ο κιόλας μέρος του έργου, επειδή χαρακτήριζε το Χριστό γλεντζέ και τον παρομοίαζε με τον Σωκράτη -αργότερα απεκάλεσε το λογοκριτή του μάστορα.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883, γιος του δικηγόρου Παναγιώτη Σουλιώτη και της Δέσποινας Ροδοκανάκη. Οι αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη της Σμύρνης στοιχειοθετούν το πορτραίτο μοναχικού παιδιού που του προσφέρονται οι καλλίτερες κοινωνικές και μορφωτικές προϋποθέσεις. Η στενή σχέση του με τα βιβλία ανάγεται ήδη στην παιδική του ηλικία. Τα πρώτα αναγνώσματά του είναι τα εκκλησιαστικά βιβλία, ένας καθαυτό οδηγός της χριστιανικής αρετής, γρήγορα πάντως τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται και προς την ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Γενικά όμως το ψυχισμό του φανατικού για γράμματα παιδιού διαπερνά κάτι το τραγικό και θλιμμένο. Η υγεία του κλονίζεται κι η οικογένειά του αναγκάζεται να διαμείνει 3 έτη στο Κορδελιό.
Εκεί το φυσικό περιβάλλον τονε βοηθά ν’ αναρρώσει, αλλά η θλίψη τονε κρατά καθηλωμένο ψυχικά. Αποφασίζει να φύγει από τον στενό κύκλο της οικογένειας με δικαιολογία της φοίτησης στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Πράγματι φοιτά εκεί. Αντιμέτωπος όμως με τις απαγορεύσεις και τις υποχρεώσεις του δόκιμου μοναχού, αποφασίζει να επιστρέψει πάλι στη ζωή του λαϊκού. Στη Σμύρνη δημοσιογραφεί με το ψευδώνυμο Συρανώ. Τα πρώτα χρόνια του 20ου αι. εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στην αρχή εργάστηκε ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη. Στη συνέχεια συνεργάστηκε δημοσιογραφικά με την Ακρόπολή και με πολλές εφημερίδες γράφοντας κυρίως χρονογραφήματα.
Ωραιοπαθής κι αισθησιακός, πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1908 γράφοντας με κομψό ύφος ποιήματα, πεζά, όπως De Ρrofundis, 1908, Το Φλογισμένο Ράσο, 1911, αυτοβιογραφικό αφήγημα, Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο 1912, αφηγήματα κ.ά., -όλα αυτά ανέβαιναν σε συνεργασία με την Ακρόπολι- καθώς και το ποιητικό δράμα Άγιος Δημήτριος, που παίχτηκε από το θίασο της Mαρίκας Kοτοπούλη το 1917. Στη σκηνή ανεβάστηκαν και τα μονόπρακτά του H Θεατρίνα, O Πιερόττος και Tο Τσακάλι, 1912, -ανεβήκανε το 1912 και τα 3 από το θίασο Κυβέλης Αδριανού-, καθώς και το ιστορικό δράμα H Kλυταιμνήστρα. Pομαντικός και ταυτόχρονα παρνασσικός, συνοδοιπόρος του καβαφικού αισθητισμού, συγγραφέας που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος των υπερρεαλιστών μας. Τον ενδιαφέρον του για τη βυζαντινή Ιστορία έχει αποτυπωθεί σε 2 βιβλία του. Το 1916 εκδίδει τα Βυζαντινά Πολύπτυχα. Το βιβλίο αποτελείται από σύντομα χρονογραφήματα που πραγματεύτονται θέματα της βυζαντινής κοινωνικής ζωής. Το ιστοριοδιφικό έργο του συγγραφέα H Βασίλισσα Κι Αι Βυζαντιναί Αρχόντισσαι, δημοσιεύεται μετά το θάνατό του το 1920.
Το Άσυλο Ανιάτων σήμερα, υπήρξε η τελευταία κατοικία του
Το 1913 διορίστηκε διευθυντής επιδομάτων για τα θύματα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Το 1916 προσχώρησε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης του Βενιζέλου και ανέλαβε την ίδρυση κι οργάνωση του Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη, σαν έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Το 1917 του ανατέθηκε η διεύθυνση του βυζαντινού τμήματος του υπουργείου Παιδείας. Διετέλεσεν επίσης κι υπήρξε από τους ιδρυτές της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Στις 16 Γενάρη 1919, Τετάρτη, πεθαίνει από φυματίωση στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, που νοσηλευότανε για πάνω από μήνα, μόλις στα 36. Η δημοσία κηδεία του (εξαιτίας της ενασχόλησής του με το αρχαιολογικό τμήμα του Υπουργείου Παιδείας) θα γίνει το επόμενο πρωί στις 10:30, στο νεόδμητο τότε παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού.
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης τοποθετείται χρονικά στο τέλος της λεγόμενης λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Η γραφή του κινείται στα πλαίσια του αισθητισμού, με αναφορές στο έργο των Γουάιλντ, του Ντ’ Αννούντσιο, του πρώιμου Καζαντζάκη, του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και τη φιλοσοφία του Νίτσε. Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, κατηγορήθηκε για λογοκλοπία από το Χρηστομάνο για το βιβλίο του Το Βυσσινί Τετράδιο κι απέφυγε τη καταδίκη με τη παρέμβαση του Παλαμά. Πιστός του δόγματος τέχνη για τη τέχνη, διεκδικεί, πιότερο ίσως από το Χρηστομάνο, τον τίτλο του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου του αισθητισμού στη πεζογραφία μας. Ιδιοσυγκρασία δραματικά διχασμένη ανάμεσα στον ασκητισμό και τον άκρατο αισθησιασμό, βρίσκει διέξοδο στη λυρική εξομολόγηση, πού δεν κρυσταλλώνεται πάντοτε ούτε σε διήγημα ούτε σε ποίηση ούτε τελικά σε οποιαδήποτε μορφή τυπικά αναγνωρίσιμου λόγου για τα μέτρα της εποχής. Παραμένει η κατάσταση γραφής επίμονα αντιρρεαλιστική όπου κυριαρχεί το όνειρο, ή λυρική μέθη ή απροσδόκητα κάποτε εκφραστική τόλμη, αλλά συχνά κι ή υπερβολική γλυκερότητα κι ή λεκτική υπερεκζήτηση. Στό Βυσσινί Τριαντάφυλλο κάποιες απόπειρες ρεαλιστικότερης μυθοπλασίας δεν καταλήγουνε παρά σε μια σειρά από λυρικές πρόζες με κυρίαρχο και πάλι το στίγμα του αισθητισμού: διάκοσμος αντί της ουσίας.
Ολα τα στοιχεία των έργων του εντάσσουν τον συγγραφέα στο πεδίο του αισθητισμού. Ολοι οι κριτικοί τον εγγράφουν στη πιο ακμαία φάση του ελληνικού αισθητισμού. Βασικό θέμα των κριτικών υπήρξε ο συσχετισμός του με Έλληνες και ξένους πεζογράφους (Wilde, Χρηστομάνο κλπ). Η πλειονότητα των λογοτεχνικών έργων του απηχεί τις θεωρητικές αντιλήψεις κι αναπτύσσει τη θεματολογία του αισθητισμού. Η άποψη ότι τα δημιουργήματα της τέχνης συνιστούν αυτόνομη έκφραση της ομορφιάς οδηγεί στην αντιπαράθεση, ακόμη και στη σύγκρουση, τέχνης και πραγματικότητας. Στη λογοτεχνία το περιεχόμενο υποβαθμίζεται, εξαίρεται η σημασία τη μορφής κι επιδιώκεται η γλωσσική εκζήτηση. Η λογοτεχνία έτσι αποδεσμεύεται και καταδικάζει κάθε έννοια διδακτισμού, ηθικής και φιλοσοφίας. Οι θεματικές επιλογές της αισθητιστικής πεζογραφίας είναι συναφείς με την αντίληψή της για τη σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή. Προβάλλεται το εξωτικό, το αποκλίνον στοιχείο, το φανταστικό. Ο Ροδοκανάκης ή αποτολμά μιαν απόδραση στο παρελθόν, αναπολώντας μες στην αχλύ της ωραιοπαθούς και μελαγχολικής διάθεσής του τα παιδικά και νεανικά του χρόνια (Το φλογισμένο ράσο), ή δημιουργεί ένα φανταχτερό διάκοσμο γύρω από τον παράφορο έρωτα 2 νέων που κορυφώνονται και σβήνει με το θάνατό τους (το βυσσινί τριαντάφυλλο). Στη σχέση του αισθητισμού με τη decadence ιχνηλατούνται οι καταβολές της έντονης πεσιμιστικής τάσης του. Τα κυριότερα γνωρίσματα της συγγραφικής του ταυτότητας θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: Ωραιολατρεία, αισθησιασμός, ηδονισμός, αριστοκρατηκές κλίσεις και πεποιθήσεις που εκβάλλουν ανυπερθέτως στον νιτσεϊσμό. Πεισιθάνατη διάθεση κι εξομολογητική τάση.
Τα έργα μείζονος σημασίας του Ροδοκανάκη τα συνέχει ενιαία αντίληψη ποιητικής-λυρικής διάθεσης που πηγάζει από τον αισθητισμό. Αρκετά περιγραφικά μέρη από αυτά, αν απομονωθούν, μεταδίδουν την αίσθηση πεζών ποιημάτων. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, κάποια από τα πεζά ποιήματά του θα μπορούσαν να θεωρηθούν προδρομικές συμπυκνώσεις των αφηγημάτων του. Χρήσιμο είναι τώρα να επικεντρωθεί η προσοχή στις γλωσσικές επιλογές του. Η μετάβαση από την αρμονική και καλαισθητικωτάτη πραγματικώς καθαρεύουσα του De profundis, σε μια συνηθισμένη δημοτική, δε φανερώνει απλά την ήπια υιοθέτηση του, της γλώσσας που τότε έτεινε να υπερισχύσει στον ελληνικό λογοτεχνικό λόγο. Σημαίνει τη στροφή του από τη γλώσσα του σχολειού στη γλώσα της τέχνης -τη στροφή από τη γλώσσα της ποιητικής αρμονίας και καλλιέπειας στη γλώσσα της πεζογραφικής παραστατικότητας και πιστότητας.
Ο αφηγηματικός ιστός του Φλογισμένου ράσου πλέκεται γύρω από ένα πυρήνα: Ο νεαρός συγγραφέας για να ξεφύγει από τα απειλητικά δίχτυα της προαίσθησης του θανάτου που τον ακολουθεί από τα παιδικά του χρόνια, επιλέγει ως οδό σωτηρίας τη ζωή του ιερωμένου. Μέσα από τις εμπειρίες του όμως από τη Θεολογική σχολή της Χάλκης όπου φοιτά, θα καταλάβει πως ανήκει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Στο έργο αυτό ο εξομολογούμενος συγγραφέας φανερώνει συχνά ότι πέρασε τον καιρό του στη σχολή σαν περίεργος και δύσθυμος επισκέπτης. Εντοπίζει τη προσοχή του στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο του μοναστηριού ή και στο διονυσιασμό και στη καταπιεσμένη σεξουαλικότητα των καλογήρων. Αποζημιώνει με τον περίτεχνο γλωσσικό διάκοσμό του, ένα λόγο βασισμένο στη καλλονή της λογοτεχνικής γλώσσας, σύμφωνα πάντα με το αισθητιστικό όραμα του συγγραφέα.
Το βυσσινί τριαντάφυλλο χωρίζεται σε 2 μέρη. Εχει ως θέμα την ερωτική ιστορία του νεαρού ζωγράφου Γιώργου και της Βέρας. Στο 1ο μέρος, μέσα από τις σκόρπιες αισθαντικές ημερολογιακές εγγραφές του Γιώργου, που καλύπτουνε διάρκεια 1 έτους, ο αναγνώστης συνενώνει τα διάσπαρτα στοιχεία της πλοκής που υφαίνεται γύρω από το σφοδρό, αλλά και πλατωνικό ερωτικό αίσθημα των δύο νέων. Στο 2ο μέρος ένας φίλος του Γιώργου αφηγείται το θάνατο του ζευγαριού το δειλινό της ίδιας μέρας που οι δύο εραστές ενώθηκαν με τα δεσμά του μυστικού τους αρραβώνα. Παραδομένοι στον διονυσιακό παγανισμό τους ο Γιώργος κι η Βέρα περιδιαβάζουν έφιπποι την ακτή της Ελευσίνας. Η Βέρα, όταν βλέπει να πλησιάζει τρομερή καταιγίδα, καταλαμβάνεται από ιερή μανία κι ορμά στα κύματα για να βρεθεί στον κυκλώνα του φυσικού φαινομένου και να το ζήσει, αντιμέτωπη με αυτό, όσο πιο κοντά μπορεί. Ο Γιώργος προσπαθεί μάταια να τη σώσει, ως τη στιγμή που βυθίζονται κι οι δυο στον υδάτινο τάφο τους. Πρόκειται για ατύχημα ή για αυτοκτονία;
Ο Γιώργος κι η Βέρα, ζώντας στη χλιδή και στην ευμάρεια των αριστοκρατικών τους οικογενειών, απαλλαγμένοι από βιοτικά προβλήματα, έχουν μια έντονη έφεση ζωής. Η μόνιμη ευπάθειά τους τους οδηγεί σε νοσηρότητα. Οσο φουντώνει η αγάπη τους γίνονται σαν τις πεταλούδες που καίγονται από την ολέθρια δύναμη του φωτός, που εδώ εκπέμπει ο μεγάλος έρωτας. Εδώ ο αισθητισμός του Ροδοκανάκη κορυφώνεται μεγαλειωδώς. Η περιγραφή της καταιγίδας είναι μεγαλειώδης. Ο λυρισμός κι ο αισθησιασμός του ύφους, ιδιαίτερα στις ερωτικές σκηνές, οδηγούν σε κορυφώσεις που πλημμυρίζουνε τον αναγνώστη από ερωτική, ανυπέρβλητη μαγεία. Από την άλλη όμως πλευρά τα πρόσωπα μένουν αποκομμένα από την εξωτερική πραγματικότητα κι η αφηγηματική οργάνωση είναι χασματική. Ανεπιφύλακτα το στοιχείο κείνο που κάνει τα έργα του αξιανάγνωστα είναι η περιγραφική-διακοσμητική τέχνη του που μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε κάτι το αδαμάντινο, σε κάτι κρυστάλλινο. Έτσι στις σελίδες του παγιδευόμαστε σε ανεπανάληπτες στιγμές σπάνιας γλωσσικής μαγείας που αναβλύζει μέσα από τις περιγραφές κι αντίστροφα.
Από παπαδοπαίδι της Χάλκης βρίσκεται υμνητής του Σατάν, από αριστοτέχνης της καθαρεύουσας περνά στις επάλξεις του δημοτικισμού, από τον αισθητισμό και την ωραιοπάθεια βουτά στην ηθογραφία και τη πραγματική ζωή, από αμφιλεγόμενο πρόσωπο των λογοτεχνών γίνεται τιμώμενο πρόσωπο στο σπίτι του Παλαμά, από τη μυσταγωγία της σαρκός αναζητά τις ηδονές του πνεύματος, από την ύμνηση του υπερανθρώπου βρίσκεται κηδευόμενος στα 36 του στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού, ερμαφρόδιτος κι ανδρόγυνος, μυστικιστής, σκηνοθέτης αυτοκτονιών, προφήτης του βυζαντινισμού, flauner της Πόλης, διαθεματικός, πρόδρομος του υπερρεαλισμού, εστέτ και φυματικός και πόσα ακόμη μπορούν να ειπωθούν για μια πολυσχιδή προσωπικότητα που ζούσε στην επισφάλεια ενός διαρκούς πειραματισμού. Όσα και να ειπωθούν ισχύουν ή ίσχυσαν κάποια στιγμή στη ζωή του, που έμοιαζε με γενναία φάρσα ενός αριστοκράτη. Να γιατί δεν έγινε αρκετά αποδεκτός στον καιρό του ενώ κι οι φιλόλογοι εκφράζονταν με αμηχανία αν όχι δυσθυμία για το έργο του. Η απουσία ενός ενοποιημένου στυλ δημιουργούσε περιπλοκές στα ακαδημαϊκά σχήματα, ενώ κι αυτοί που τόλμησαν να προβούνε σε γενικευμένες κρίσεις για τη δουλειά του χάσανε το στοίχημα, ξεπεράστηκαν, ειδικά μετά την εισαγωγή νέων δεδομένων στην έρευνα.
Όπως και να ‘χει, αν υπάρχει κάποιο στοιχείο που ενοποιεί το έργο του σε λογοτεχνικό σώμα, αυτό δεν εντοπίζεται στο στυλ ή στο περιεχόμενο των κειμένων. Πρόκειται για κάτι εξωλογοτεχνικό, που ενσκύπτει πριν ακόμη συμβεί το πέρασμα στο χαρτί κι είναι αυτό που το διαφοροποιεί απ’ τους λογοτέχνες της εποχής. Ένας ζωοποιός ναρκισσισμό που τον απελευθερώνει και του δημιουργεί επιταχύνσεις ως προς την αναζήτηση μιας εξωκοινωνικής αλήθειας. Μια εκκλησιαστική πίστη στον εαυτό του, που ο ίδιος θα την ονομάσει “εγωϊσμό απείρου” και του χαρίζει μιαν “αυτοπεποίθησιν αγίαν”, μια εγωτική δυνατότητα να εμπιστευτεί τη διαίσθησή του και να ξεφύγει από το καθεστωτικό πεδίο της έκφρασης. Γράφει ο ίδιος στον Στιφάρχη του κοιτώντας από ψηλά κατά τη Καλαμπάκα: “Και πάνω στη κορφή αυτής της πυραμίδας υψωμένο βρέθηκε το πάνοπλο εγώ μου, αυτό και μόνο φωτιζόμενο ίδιο λαμπρό μετέωρο…“.
Συνεκδοχικά, μιλώντας για φυγόκεντρο ναρκισσισμό που ‘χει αφαιρέσει από μέσα του τη φιλοδοξία, αποκρυσταλλώνεται σε αναγκαιότητα, και διαχωρίζεται από τον ναρκισσισμό της αυταρέσκειας που ξεπέφτει σε επιθυμία κοινωνικής ανέλιξης κι εξαντλείται σε δημόσιες σχέσεις, κολακείες κι ενίοτε ραδιουργίες. Υπάρχει μέσα του ένας φιλάσθενος εσωτερικός κόσμος που βαστά τα γκέμια μιας γενικευμένης ωραιοπάθειας που υπακούει στο “Παν σώμα γυμνόν, είναι ναός ελεφάντινος” αλλά κι ενός δυναμικού λυρισμού που τον αναγκάζει να ομολογήσει από το 1ο του κιόλας βιβλίο πως “Η κεφαλή μου φλέγεται. Φαεινός στέφανος δάφνης περιλούει με έμπνευσιν το πυρέσσον μου μέτωπον“. Έπειτα θα γίνει πιο σαφής ως προς το κάλεσμα της έκστασης: “Σκυφτός απάνω στο στασίδι μου είχα τα μάτια τότες ανοιχτά, μα τίποτε δεν κύτταγα, γιατί το βλέμμα μου ήτανε γυρισμένο από την ανάποδη και παρακολουθούσε πάνω στον ορίζοντα της σκέψης μου να ξετυλίγεται όλη της ιστορίας μας η ποίηση“.
Γι’ αυτό κι όταν γράφει δεν έχει απέναντί του τον αναγνώστη ή κάποιον κριτικό. Ή τέλος πάντων μπορεί να έχει ελάχιστους, ή έστω και φανταστικούς, που του παρέχουν όμως την απόλυτη ελευθερία να γίνει ένας μοναχικός διαβάτης στα καλλιτεχνικά ρεύματα. Εξ ου και στραπατσάρει τις αναγνωστικές προσδοκίες, δε θέλει να εδραιώσει ένα στυλ, πράγμα απαραίτητο για να χτιστεί η φήμη. Για την ακρίβεια είναι ανίκανος να το κάνει, ανίκανος να πειθαρχήσει σε κάτι πέραν της μοναδικότητάς του. Γι’ αυτό και το sui generis έργο του ενέχει την έννοια του χειροποίητου, είναι πολυδιάστατο και διαθεματικό, αναγεννάται συνεχώς κόντρα στους μηχανισμούς της γραφής και τελικά ο συγγραφέας στέκει ανήμπορος στο χτίσιμο ενός ευρέος κοινού. Με έναν περίεργο τρόπο όμως το δικό μας παρόν πλησίασε περισσότερο προς την ατομικότητά του κι απομακρύνθηκε από το λόγιο κύκλο του Ξενόπουλου και του Δροσίνη που πρωταγωνιστούσαν τότε. Φαίνεται πως αυτό το φιλάσθενο παιδί απ’ τη Σμύρνη βρισκότανε πολύ μπροστά απ’ την εποχή του. Δηλαδή απλώς η προσφορά ενός μεγαλείου ευχαρίστησης που σου προσφέρει η ανάγνωση του έργου του σήμερα, καθώς βρίσκεται μονίμως στραμμένο σ’ απαστράπτοντα λυρισμό που απαντά στο εδώ και το τώρα παίζοντας μπουνιές με ό,τι ορθολογιστικό μας τρώει τη ψυχή.
2 παραλειπόμενα που αξίζει να αναφερθούν: Τη 1η εκδοχή του Τριαντάφυλλου τη διάβασε σε μια στενή ομήγυρη καλλιτεχνών μας λέει ο Παλαμάς και μεταξύ τους ήτο κι ο Περικλής Γιαννόπουλος, που εμπνεύστηκε από την ανάγνωση της ιστορίας και τον τρόπο της αυτοκτονίας του 2 έτη μετά. Επίσης απετέλεσε την αφορμή για να φτάσει ως τα δικαστήρια με το Χρηστομάνο, που τονε κατηγόρησε πως έκλεψε την ιδέα από το θεατρικό του έργο Τα Τρία Φιλιά: Τραγική Σονάτα Σε Τρία Μέρη. Το σημείο που τα 2 κείμενα συγκλίνουν είναι κεί που οι εραστές κάνουν έρωτα μέσα σε εκκλησία -στο δε Βυσσινί Τριαντάφυλλο πάνω στους τάφους των Ναϊτών Ιπποτών της Μονής Δαφνίου- και μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης αυτοκτονούν. Αυτή είναι η 1η δίκη στα ελληνικά χρονικά για πνευματικά δικαιώματα κι εληξε χωρίς νικητή καθώς ο Παλαμάς ως μάρτυρας κατέθεσε ότι στη τέχνη και τη δημιουργία αυτού του είδους οι διεκδικήσεις πατρότητας είναι περιττές και πως αν το πολύ-ψειρίσουμε το σημείο της διαμάχης κι οι 2 έχετε κλέψει ένα νεαρό από τη Κρήτη ονόματι Κάρμα Νιρβαμή (ψευδώνυμο του Καζαντζάκη που υπέγραψε το Όφις & Κρίνο, στα 20 του). Η τελευταία φράση που ακούστηκε στο ειρηνοδικείο ανήκει στο Ροδοκανάκη: “Στο κάτω κάτω κύριε Χρηστομάνο μου, τι σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους τα έργα μας, εφόσον στο δικό σας οι εραστές δίδουν μόλις τρία φιλιά, ενώ στο δικό μου δίδουν χίλια“.
Η τελευταία οικία των Ροδοκανάκηδων -το σημερινό Άσυλο Ανιάτων στην Αγίας Ζώνης στη Κυψέλη-βρίσκεται στο σημείο ακριβώς που είχε στήσει το αντίσκηνό του ο Κιουταχής κατά τη πολιορκία της Ακρόπολης. Εκεί έχτισε, λίγα χρόνια μετά, και την έπαυλή του ο αρχηγός του Βρεττανικού Στόλου της Μεσογείου, Ναύαρχος Σερ Μάλκολμ, γοητευμένος από το κλίμα της Αθήνας και το εξωτικό κι έρημο χωριό Πατήσια. Ξέρουμε πως το οίκημα αποτελεί έργο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ και πως πριν φτάσει στα χέρια των Ροδοκανάκηδων, κατοικήθηκε από το Σπυρίδωνα Τρικούπη και τη Δούκισσα της Πλακεντίας, στεγάζοντας για ένα διάστημα ακόμα και τη Γαλλική Πρεσβεία. Εκεί υπάρχει σήμερα μια μαρμάρινη σκαλιστή επιγραφή, χωρίς ημερομηνία ή όνομα, που απλώς γράφει “Στη μνήμη ενός μικρού παιδιού“.
Το 2008 ανέβηκε θεατρική διασκευή του Βυσσινί Τριαντάφυλλου, από τη θεατρικήν ομάδα Όχι Παίζουμε, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σαχίνη και δραματουργική έρευνα του κοινωνιολόγου Άρη Ασπρούλη. Το 2019 ανέβηκε στο προαύλιο χώρο του Ασύλου Ανιάτων (τελευταία Αθηναϊκή οικία της οικογένειας Ροδοκανάκη) και στο Jubilee Theatre (Roehampton University) στο Λονδίνο, η θεατρική παράσταση Στη Μνήμη Ενός Μικρού Παιδιού σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη κι έρευνα αρχείου και τεκμηρίων του Άρη Ασπρούλη, που βασιζότανε στη ζωή του Ροδοκανάκη, στις απόκρυφες πτυχές των γραπτών του και στις ανέκδοτες ιστορίες γύρω από τη ξακουστή οικογένειά του.
ΡΗΤΑ:
Οι δρόμοι της Σμύρνης και προ πάντων οι απόκεντροι, τις μεσημεριανές ώρες και τις βραδυνές, όταν υπάρχει ησυχία, γεμίζουν από ζευγαράκια, κι η καθεμιά με το γιαβουκλού της, κορίτσια καλών οικογενειών, μεσαίας τάξεως και του λαού, όλες φύρδην-μίγδην εκεί καταλήγουν, πίσω από μάνδρες, όπου ούτε αστυνομία, ούτε καμμία άλλη επίβλεψις υπάρχει, για να επέρχεται ως κατευναστικόν του ακατασχέτου ενθουσιασμού της μικράς ηλικίας. Η αλήθεια είναι πως αυτά δεν συμβαίνουν μόνον εις τας αποκέντρους συνοικίας, αλλά κι εις εκείνας που είναι ‘’περαστικές’’, καθώς λέγουν στη Σμύρνη, από τα παράθυρα και από τις πόρτες των οποίων, ημπορεί να συμπεράνει κανείς ότι τα νιάτα σ’ αυτή την πόλη κατέχονται από καλπάζουσα ερωτοπάθεια, που εξηγείται από μια αντίθεση, την οποίαν κανείς δεν θα επερίμενεν. Όχι δηλαδή από εμπόδια, αλλά από την ευκολία με την οποίαν συνάπτονται τα συνοικέσια.
Είσαι άνθρωπος χρυσός, το πιστεύω· αλλά δι’ αυτό ακριβώς υποχωρείς εις οιανδήποτε δύναμιν. Εγώ προτιμώ να είμαι κατασκευασμένος από μέταλλον κατωτέρας ποιότητος, το οποίον να μην εκτιμά ο κόσμος, αλλά και να μη ημπορή να λυγίση.
–De Profundis
ΕΡΓΑ:
Ποίηση
• De profundis. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1909.
• Ο Θρίαμβος· Πεζό τραγούδι. Αθήνα, έκδοση του περ. Παναθήναια, 1912.
Πεζογραφία
• Βυζαντινά Τρίπτυχα. 1916.
• Το φλογισμένο ράσο. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1911.
• Το βυσσινί τριαντάφυλλο. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Μέσα στα γιασεμιά· (Σμυρναϊκό Διήγημα). Αθήνα, έκδοση του περ. Χαραυγή, 1923.
Θέατρο
• Ο άγιος Δημήτριος. Αθήνα, 1922.
• 3 μονόπρακτα: Η θεατρίνα, Ο πιερότος, Το τσακάλι, (παραστάθηκαν 1912 θίασος Κυβέλης χωρίς επιτυχία)
• Η Κλυταιμνήστρα (επίσης, αλλά τελικά όλα πια είναι λησμονημένα)
Μελέτες
• Βυζαντινά πολύπτυχα. Αθήνα, τυπ. Εστία, 1916.
• Η βασίλισσα και αι βυζαντιναί αρχόντισσαι. Αθήνα, Ζηκάκης, 1920.
Βέβαια πρέπει να προστεθούν χρονογραφήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, επιστολές και λοιπά λογοτεχνήματα που δημοσιεύθηκαν -ή κι αδημοσίευτα ακόμα- στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο που παραμένουν αθησαύριστα.================
Σατάν
Θέλω να ιδώ τους δυστυχείς,
που δια παντός στερήθησαν
της ανταύγειας των ουρανών·
θέλω να διεισδύσω
μέχρι του βάθους της γης,
να διατρέξω όλων των ζοφερών
κατοικιών των. Τι έχω να φοβηθώ; Αριόστο
Σε αγαπώ διότι βασανίζεσαι εις τας φλόγας.
Μακράν του Παραδείσου της τρυφής, υποφέρει η αθάνατος ύπαρξίς σου το σκότος και το πυρ της Κολάσεως.
Μόνον δια το σφάλμα σου ο Σαβαώθ δεν ησθάνθη ευσπαγχνίαν, δεν ευρήκε συγγνώμην.
Όταν επάνω εις τα κυανά των ουρανών λιθόστρωτα ωδηγείς ξιφήρης τας φάλαγγας των Δυνάμεων, κάτω από αργυράς ασπίδας εκρύπτοντο οι Αρχάγγελοι, οι μεγάλοι εχθροί σου.
Το μόνον σου παράπτωμα υπήρξεν ότι ηγάπησες υπερμέτρως τον άνθρωπον.
Έσυρες από την πορφύραν των πτερύγων σου τον θύσανον ενός πτερού, εβύθισες την ελεφάντινην αιχμήν του εις τον φλογερόν τού ηλίου κρατήρα, και επί του μετώπου των πρωτοπλάστων έθηκας ως διάδημα με χαρακτήρα διάπυρον, το σημείον της Γνώσεως.
Είσαι ο ευεργέτης των ψυχών.
Ο πρώτος και ο μόνος είσαι μάρτυς της προόδου.
Προσέλαβες την απολυταρχίαν του μεγάλου Ιαβέ, ενήργησες αυτοβούλως και μας εθεοποίησας, όπως εκπέσης του φαεινού σου αξιώματος.
Αλλ’ εις τας καρδίας εκείνων οι οποίοι εννοούν, θα διαμένης η ευγενεστέρα, η γλυκυτέρα μορφή εσαεί.
Εκυλίσθη από τους κρυσταλλίνους των νεφελωμάτων πύργους εις την άσφαλτον της αβύσσου, χάριν μιας ιδέας αλτρουϊστικής, το ατομικιστικώτερον εκ των πνευμάτων, ο Προμηθεύς όλων των θρησκευμάτων και των μυθοπλασιών.
Από τα σκοτεινά φρέατα όπου κάθειρκτον σε κρατούσι οι λεγεώνες των Σεραφείμ με τας εκ μετάλλου μορφάς, ακούω να αναβαίνη ο πνιγηρός γέλως σου, ο οποίος δεν διαφέρει καθόλου από στεναγμόν.
Ομού με το ψαλλόμενον -Χαλλέλου Γιαχ- ενός Χερούβ παμμεγίστου, το οποίον εκτυλίσσει την πρασίνην μεγαλειότητα των πτερύγων του, μέσα εις θυμιάματα κοσμικών συστημάτων, ακροάζομαι την παγεράν ηχώ της απεγνωσμένης ειρωνείας σου.
Γελάς εκεί κάτω, διότι βλέπεις την προσβλητικήν έκπληξιν των κατηραμένων ψυχών.
Σε ενόμιζον σύμμαχο· ενώ συ ο μέγας είσαι δικαστής και τιμωρός.
Σύρεις τας ξηράς μεμβράνας των αγκυλωτών πτερύγων, μαύρα ράσα του μοναστικού σου βίου, μακράν από το φως, από τα χρώματα και τας εικόνας της δημιουργίας.
Εις τα πνιγηρά κελλία του μοναστηριού, όπου αι ψυχαί ρακένδυτοι, ωχραί και ειδεχθείς, νηστεύουν και προσεύχονται μετανοούσαι, ροφά το αχρούν βλέμμα σου όλην την αγριότητα ενός εγωισμού απείρου, εκδικουμένου μίαν αυτοπεποίθησιν αγίαν.
Όταν δε προς το εσπέρας ρίπτεσαι εξηντλημένος εις τα φλέγοντα του Άδου κατώφλια, διακρίνεις ανά τα λευκά τενάγη της πλάσεως να πτερυγίζη ο μέγας αντίζηλος.
Ο Ταξιάρχης ρυθμίζει εις αρμονίας ουρανίων οργάνων, τους εκστατικούς χορούς των σφαιρών.
Τα χιονώδη όμως πέταλα των ανθέων τα οποία κρατεί, ταλαντεύονται, πίπτουν επί της Γης και μαραίνονται.
Και μόνον τότε, τότε μόνον εγείρεις το υπερήφανον μέτωπόν σου, και το εξογκούμενον στήθος σου όπου τα ευγενέστερα των αισθημάτων πλημμυρούν, βοά εις ένα ήχον της Αποκαλύψεως, εν ω τα άστρα αχνίζουν, διαλύονται, και στάζουν προ των ποδών σου:
Γαβριήλ· Άρχων Γαβριήλ· δεν θα μεθύης τας ψυχάς επί πολύν καιρόν ακόμη, με το βάλσαμον των μαγευμένων σου φυτών. Άλλοτε επεσκέπτεσο τον κόσμον· δοκίμασε να τον εγγίσης τώρα με την πτέρυγα. Τα φίλτρα δια των οποίων προσπαθείς να υπνωτίσης την διάνοιαν, γίνονται στάκτη. Ο καπνός εθόλωσε την δόξαν σου. Είναι το πυρ της Γνώσεως, η φλοξ εκείνη η πολύτιμος, παν ό,τι ήρπασα από του θρόνου του Κυρίου σου όπως προικίσω την ψυχήν. Η Κρίσις, η οποία θα εξαπλωθεί μίαν ημέραν εις την ανθρωπότητα, θα σχηματίση με τα κρίνα σου μέγαν φανόν. Θα την φωτίση, θα με δικαιώση, και διαρρήξη τα δεσμά της ατιμίας μου. Τότε θα αναρριχηθώ εις τας χρυσάς επάλξεις του Αδωναΐ, θα ρίψω εκ του θρόνου του Εκείνον ο οποίος από φόβον με κρατεί εδώ και τότε, αετέ σκληρέ όστις μου έσχιζες το ήπαρ, θα σου μαδήσω τα πτερά· τότε θα θρυμματίσω εις τους βράχους του Καυκάσου, το αιματηρόν σου ράμφος και τους όνυχας.
Δόξα κι έπαινος, στον Ουρανό ψηλά
ω Σατανά, που βασιλεύεις,
ως της Κoλάσεως τα βύθη που κυριεύεις,
και ονειρεύεσαι στα σιωπηλά. Baudelaire
Η Ουρανίτσα
Ακόμη θυμάμαι τη μικρή ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στο ηλιοφώτιστο δωμάτιο. Περνάγαμε από ένα αυληδάκι ψηφιδωμένο με χαλίκια κυανά, όπου στη μέσην απλωνότανε η άσπρη γλάστρα με τα φανταστικά κλαδιά της τα πελώρια. Στο βάθος, έπλεκε το δίχτυ της μια πόρτ’ από χοντροκομμένες βέργες πράσινες. Πίσω της, γεμάτος πούπουλα, φύλλα λαχάνων και κουτσουλιές, βρισκότανε ο ορνιθώνας και καθ’ απόγευμα π’ ανοίγαμε τα καλαθάκια μας και μασουλίζαμε το κεντί, μπροστά σ’ αυτή την πόρτα, βγάζανε τα κεφάλια τους οι κότες, καπελωμένες κοκετίστηκα με το φρυγικό τους σκούφο να γυρέψουνε με κωμικήν ανυπομονησία το μερδικό τους.
Ένας κόκορας χρυσοπόρφυρος λυγιζότανε κάποτε σαν τόξο και ριχνότανε να κάνη λυώμα κατ’ από τα βέλη της επιθυμίας του, πότε την άσπρη, πότε τη σταχτιά, πότε τη μαυροφορεμένη γυναικούλα του. Εμείς χτυπάγαμε τότες τα χέρια και φωνάζαμε όλα μαζύ για να γλυτώσωμε τη δύστυχη από του άντρα της τη φτέρνα, λέγοντας πως κάποια βρισιά θα τούπε κι αυτός τώρα την έδερνε για τη φέρη σε θεογνωσία. Μα οι δασκάλες κοκκινίζαν, κάτι κρυφόλεγεν η μία στης αλληνής τ’ αυτί κι έπειτα γυρίζοντας κυτάζανε τ’ αγόρια με κάτι μάτια παράξενα, σαν τις ματιές ρίχνοντας εκείνες που βλέπουνε με δυσαρέσκεια, να κρέμεται η αγουρίδ’ από το κλήμα, όταν τα χείλια, μεσ’ το κάμα του μεσημεριού, να δροσιστούν επιθυμούν με ρόγες ζουμερές, ζαχαρωμένες.
Μόλις τα θυμάμ’ αυτά που γράφω, όπως μεσ’ από το νερό το κοιμισμένο μιας λίμνης μικρής, καθρεφτίζονται αμφίβολα ο βυθός ο χνουδωτός όπου τρομάζουν και τρέμουνε, στο πέρασμα κάποιας μέδουσας φανταστικής, μακρυές, αναμαλλιάρες άλγες.
Ήμανε δεν ήμουνα πέντε χρονώ. Με πήγαινε σκολιό μια δουλ’ από τη Νάξο, η Χρυσάνθη. Θαρρών ακόμη πως μ’ αγγίζει η χοντρή επιδερμίδα του χεριού της πούμοιαζε σαν τσόχα πρόστυχη. Βιβλία δε μου δώκανε ακόμη. Η δασκάλα μου, η κυρί’ Αριάδνη, μ’ έπαιρνε στα γόνατά της, με χάιδευε, μώβαζε στο στόμα φέτες πορτοκάλι, και κάποτε μου κόλλαγε στο στήθος με μια καρφίτσα καμμιά φανταχτερή ζωγραφιά, ένα μεγάλο τριαντάφυλλο, μια πεταλούδα ή το αιώνιο χέρι με το άσπρο ταντελλένιο μανικέτι, που κρατεί πέννα και γράφει.
Η κυρί’ Αριάδνη, η πρώτη μου δασκάλα, ήτανε πολύ ξανθή, γεροντοκόρη, με μάτια χρώμα γαλανό και άσπρο μαζύ, ένα μεγάλο στόμα παντ’ ανοιχτό, και κάτι χείλια, που αν η αξία του φιλιού έπρεπε να λογαριάζεται με την ποσότητα, χωρίς άλλο αυτή θα είχε το ρεκόρ στο πιπίλημα, πάνω σε χλιαρό στόμα μελαχροινού αγαπητικού.
Οι αναμνήσες μου αντηχάνε τωρ’ από τα περασμένα, σαν τους μυστηριώδικους εκείνους ήχους που ξομολογούνται τόνα στ’ άλλο, τα παλαιά έπιπλα, ακουμπησμέν’ από χρόνια σε καμάρες αρχοντικές, ερημωμένες.
Θυμάμαι εν’ απόγεμα, με σήκωσαν και πήγα κοντά στο τραπέζι. Εκεί βρισκόντανε σωροί φασόλια κάτασπρα. Η δασκάλα μ’ έβαλε να σχεδιάσω μ’ αυτά ένα γιγαντιαίο Α, βαστώντας και διευθύνοντας η ίδια τα δάκτυλά μου. Ω η ακατόρθωτη εργασία! Πώς έτρεμεν ολόκληρο το κορμί μου από τη συγκίνηση της δοκιμασίας! Για να μου δώση περισσότερο θάρρος, μια που είδε πως από την ταραχή μου λιγυζόταν το κεφάλι, φώναξε με τη μιλιά της που τύλιγε κάθε λέξη της, θαρρείς, μέσα σε κρούστες από σάλιο:
-Ουρανίτσα, έλα να το σχεδιάσης και συ.
Πλάι μου σε λίγο, ίδιο ακριθάκι του κάμπου, κάτι ακριθάκια που διπλώνουν στα πλευρά των ρόδινα φτεράκια και πηδώντας σχεδιάζουνε καμπύλες τρισχαριτωμένες, ήρθε και στάθηκεν ένα κοριτσάκι, ίσως μερικούς μήνες πιο μεγάλο από μένα. Ήτανε κατακόκκινο, γουρλωμάτικο και ξανθό. Τα μαλλιά του δένονταν σαν κερατάκια μικρού αρνιού, από τα πλάγια. Η Ουρανίτσα ήτανε σοφή. Κατώρθωσε να σχεδιάση μόνη της με τα φασόλια, το μυστηριώδες σχήμα. Την εθαύμαζα. Η Ουρανίτσα ήτανε για μένα κάτι τι υπέροχο. Την κύταζα με τρόμο μαζύ και αγάπη. Χωρίς να ξέρω πώς, πήγα κοντά της, έτσι σα να γύρευα προστασία.
-Σκύψε και φίλησέ τον, ξεφώνησεν η δασκάλα στην Ουρανίτσα.
Κείνη ρίχτηκε να μου κολλήση ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο, μα ‘γω υπερασπίστηκα την τιμή μου με τα νύχια και τα δόντια κραυγάζοντας γοερά. Γιατί πριν λίγες μέρες είχ’ ακούσει να γίνεται σούσουρο για μια κόρη που ξάφνου πρίστηκεν η κοιλιά της. Όπως βρισκόμουνα κοντά στη μαμά και στις άλλες γυναίκες, σήκωσα το μουτράκι μου ν’ ακούσω το τί και το πώς, αν και δεν καταλάβαινα γρυ. Τότε μια απ’ τις γυναίκες σχεδιάζοντας με το στόμα της ένα τεράστιον όμικρον, σαν άνοιγμα πηγής οπούθε έτρεχεν η αρετή, διεκήρυξε με αυστηρότητα για ν’ ακουστή από μένα: «Βέβαια, αφού την φίλησε ξένος άνθρωπος στο στόμα, φυσικό ήτανε να φουσκώση». Φαντάζεται λοιπόν ο καθένας την απελπισία μου σαν είδα τα χείλια της Ουρανίτσας έτοιμα να με υποβάλουν στην παραμόρφωση της εγκυμοσύνης. Έπειτα δεν ήξερα καλά καλά τι ήμουνα, κορίτσι ή αγόρι, μια και που είχα μακρυά μαλλιά και φόραγα ποδιές, ρούχο ουδέτερο, αχαρακτήριστο.
Το απόγεμα όμως, όταν σκολάσαμε, διασκέλισαν οι παιδικές μας κνήμες την πόρτα του δρόμου πηγαίνοντας με παράλληλο βηματισμό.
Η Ουρανίτσα ήτανε γειτόνισσά μου. Ερχότανε και μ’ έπαιρνε από το σπίτι ταχτικά, κι έτσι πάλι γυρνάγαμε το μεσημέρι και το βράδυ πίσω. Ούτε αυτή μα ούτ’ εγώ μπορούσαμε πια να κάνωμε ο ένας δίχως τον άλλο. Τ’ ανοιξιάτικ’ απογέματα μαζωνόμαστε μαζύ μ’ άλλα παιδάκια μπροστά στην οξώπορτα, πιάναμε χέρι με χέρι, ανοιγόμαστε σε κύκλο, γυρίζαμε και χορεύαμε τραγουδώντας, όταν τα πιο ψηλά παιδιά της γειτονιάς, (η ηλικία μετριόταν τότες με το μπόι), κρατώντας καλάμια μ’ ένα μεγάλο πανί στην άκρη, παραφυλάγανε να χτυπήσουνε τις νυχτερίδες που θα γλύστραγαν από τ’ ανοίγματα των τοίχων, όσα είχανε σκιστή από τους σεισμούς και τις βροχές.
Ο χορός μας στηνότανε τις πιότερες φορές κάτω από το φεγγάρι, όταν τα κεραμίδια των σπιτιών ψαλίδιζαν στους αντικρυνούς τοίχους δαιμονικά πριόνια όλο πηχτές σκιές. Η Ουρανίτσα τότες με τη φωνίτσα της που είχε μέσα στα τσακίσματά της την κελαϊδιστική τρέλλα του μαντολίνου, τραγούδαγε με παραφορά:
Κό-ψέ μια παπαρούνα
Τραλαλέ λαλέ – λαλέ…
και την ακολουθάγαμε όλα μισοπνιγμέν’ από την πολλή την ευτυχία:
Κό-ψέ μια παπαρούνα
Καλέ μου κηπουρέ.
Από κάτι μεγάλες που ανέβαζαν τις κορφές τους πάνω από τις στέγες, στα μέσα του δρόμου, κει κατά που βρισκότανε ο φούρνος του μαστρο-Γιάννη, σαν ήτανε η εποχή που εστολίζονταν ίδιες νύφες με τα λευκά λουλούδια τους, αργοχυνότανε και μας παρέχυνε μια ευωδιά, θυμίζοντας λεμόνι και ζυμάρι.
Ένα τέτοιο βραδυνό, κει που χορεύαμε πιασμένα όλ’ από το χέρι κι η Ουρανίτσα φορώντας ένα φουστανάκι από τσίτι κλαδωτό πήδαγε τινάζοντας τα μαλλιά της πάνω στους ώμους της και τραγουδώντας ενθουσιασμένα
Τραλαλέ – λαλέ λαλέ…
τινάχτηκε χάμω σε μια πέτρα του καλντεριμιού κι έσκισε το κούτελό της. Όλα τα παιδιά μπήξανε τις φωνές και σκορπίστηκαν. Τρέξανε από κάπου κι έχυσαν αγιασμό στο μέρος όπου γίνηκε το πέσιμο. Σηκωτή την πήγανε στο σπίτι της και οι μητέρες βγήκανε στις πόρτες με λαχτάρα, κι’ άρχισαν να μαλώνουν τα παιδιά τους, σέρνοντας τις φωνές τους για να τις κάνουν πιο επίσημες.
Την άλλη μέρα, πήγα, τοίχο, μονάχος μου στο σκολιό. Το ίδιο και τις ακόλουθες. Έπειτα ξάφνου, εν’ απόγεμα, έτσι σαν ν’ άκουσα πως η Ουρανίτσα πέθανε…
Βδομάδες πέρασαν και στις σαράντα μέρες χτύπησεν η πόρτα και μας φέρανε, μέσα σ’ ένα πιάτο σκεπασμένο με άσπρη πετσέτα, μικρό ψωμάκι ζυμωμένο με το μέλι και πασπαλισμένο με κανέλλα. Πάνω του ήτανε χαραγμένος ένας σταυρός και το μονόγραμμα του Χριστού. Η γιαγιά μου σαν μου τώδωκε να το φάω, με συμβούλευσε: «Συχωρεμένη νάναι, πες το και συ παιδί μου». Επανέλαβα τη φράση, μάσησα το γλυκό και μυρωδάτο ψωμάκι και ρώτησα: «Γιατί μας τώφεραν αυτό το ψωμάκι;». Μ’ αποκρίθηκε: «Το μοιράζουνε για την ψυχή της Ουρανίτσας πώγιν’ αγγελούδι. Όταν πεθαίνουν παιδάκια, αυτό είναι συνήθειο να γίνεται…». Ανοιγόκλεισα τότε τα μάτια μου, με πήρε το παράπονο κι αρχίνησα τα κλάματα, νοιώθοντας να φράζη ο λαιμός μου απ’ τ’ αναφιλητά, γιατί από μια κρίση λαιμαργίας πένθιμης που μ’ είχε πιάσει και με σπάραζε, εύρισκα ότι λίγα μόνο από τα γνωστά μου τα παιδιά είχαν πεθάνει.
Φεγγάρι
Την ώραν που απλώνονται εις τα πεζοδρόμια αι σκιαί των δένδρων, όμοιαι με υπέροχον κέντημα από αιθερίας κλωστάς, ο ρωμαντικός, με τον κολλάρο του παλτού σηκωμένον έως τα αυτιά, απομακρύνεται από τα κέντρα και πηγαίνει να ποτισθεί και να βουτήξει και να πνιγεί μέσα εις το ασήμι του χειμωνιάτικου φεγγαριού.
Εις τας γωνίας των δρόμων νυσταγμένα ανοιγοκλείουν τα πύρινα βλέμματά των η φωτιά του καστανά, το φανάρι του χωρικού, ο οποίος κερνά το χρυσό σαλέπι εις τα μικροσκοπικά ποτήρια του, το καντηλάκι του Αγίου της ενορίας, που ζητεί τον οβολόν των διαβατών δια να μη ξεραθεί το φυτίλι εις την αργυράν κανδύλαν της εικόνος του.
Φυσά ο βορρηάς και τα μαύρα μαραμμένα φύλλα, πριν πέσουν εις την παγωμένην γην, δίνουν κατά τον ποιητήν μίαν τελευταίαν ευμορφίαν εις το τελευταίο αυτό ταξίδι των, από τα κλαδιά εις το χώμα. Με ποίαν ελαφρότητα κάθονται κατάχαμα. Παρ’ όλην την φρίκην που αισθάνονται, αφού γνωρίζουν ότι έπειτα από ολίγες ημέρες θα σαπίσουν, θέλουν η πτώσις των αυτή να έχει την χάριν του πετάγματος των πουλιών.
Εν τω μεταξύ, το φεγγάρι διαρκώς ανεβαίνει εις το γαλανόν βελούδον. Ένα σκυλί με την ουράν μέσα εις τα σκέλη, κοιτάζει την αργυράν ασπίδα και ωρύεται πενθίμως. Το ιερόν ζώον, το αφιερωμένον εις την Εκάτην, αφήκε την θαλπωρήν του καναπέ, επήδησε από κάποιο παράθυρον λησμονηθέν ανοικτό, και εβγήκε να προσευχηθεί εις την τρομεράν Εφεσίαν. Περνά ένα ζευγαράκι, σφικτά αγκαλιασμένο από την μέσην και μη ενδιαφερόμενον καθόλου δια την ελληνικήν μυθολογία και ποίησιν. Η σελήνη τούς έχει κολλήσει εις τους αστραγάλους από ένα ζευγαράκι ασημένιες φτερούγες, όμοιες με εκείνες που εστόλιζαν τα πόδια του Ερμού. Γι’ αυτό δεν περπατούν, αλλά χορεύουν.
Το ζευγαράκι απορροφάται από το μυστήριον ενός σκοτεινού δρόμου, εις το βάθος του οποίου, με το δάκτυλον υψωμένον εις τα χείλη, αναμένει ορθία εις την ιερατική στάσιν των αρχαίων αγαλμάτων, η Ευτυχία. Μια μεγάλη ακτίνα από ρευστόν άργυρον, κατασταλάζουσα δια μέσου της σχισμής του παραθύρου, θα τους υποδεχθεί εις το δωμάτιον, όπου θα απομονωθούν από όλον τον άλλον κόσμον. Και εν όσω το φεγγάρι εις το στερέωμα θα κατρακυλά προς την δύσιν, επάνω εις το παρκέτο θα μετακινείται και η μεγάλη ασημένια ακτίνα, ομοία με τεραστίαν βελόνην κάποιου ρολογιού, που σημαίνει μόνον την ώρα έρωτος και ζωής.
Έθνος, 13 Νοέμβρη 1915