Βιογραφικό
Η αρχαϊκή εποχή, στην οποία έζησε και δημιούργησε η Σαπφώ, χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανακατατάξεις που προκάλεσαν τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα ανάμεσα στο 1200 και το 1000 π.Χ. Στη μεγάλη αυτή μετακίνηση λαών, γνωστή ως αιγιακή ή δωρική μετανάστευση, έγινε ο εποικισμός από ελληνικά φύλα των δυτικών ακτών της Μ. Ασίας και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η σημαντικώτερη πολιτική συνέπεια της μεταναστευτικής αυτής κίνησης ήταν η μετάβαση από τη μοναρχία στη κυριαρχία των αριστοκρατικών οίκων. Οι αριστοκράτες ιδιοποιήθηκαν τη γη στις περιοχές που αποίκισαν, εδραίωσαν την εξουσία τους ισχυριζόμενοι ότι κατάγονταν από θεούς κι ήρωες κι επιβάλανε το θεσμό της προστασίας που τους υποχρέωνε να βρίσκονταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα και να συνάπτουνε στρατιωτικές συμμαχίες κι όλα αυτά στα μέσα του 8ου π.Χ. αι..
Η αριστοκρατία καλλιέργησε τις δικές της ηθικές αξίες: την αρετή, δηλαδή τη πολεμική ανδρεία, τη ταξική αλληλεγγύη, αλλά και την άμιλλα και τον ατομικισμό στον πόλεμο, στον αθλητισμό, στη πολιτιστική παραγωγή, στη πολυτέλεια στην ενδυμασία και στον τρόπο ζωής. Όμως ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αριστοκρατικά γένη, η εχθρική ενδοχώρα, η δημογραφική έκρηξη, οδήγησαν σε νέο αποικισμό περίπου στο 750 π.Χ. μ’ επικεφαλής και πάλι τους αριστοκράτες που πλέον τους ακολουθούσαν έμποροι και βιοτέχνες που αναζητούσαν νέες αγορές, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση της χρηματικής οικονομίας που δημιούργησαν πρώτοι οι Λυδοί τον 7ο αιώνα π.Χ.. Οι οικονομικές μεταβολές φυσικά συνεπάγονταν και πολιτικές αλλαγές: τα κοινωνικά στρώματα των εμπόρων και των βιοτεχνών αναζητούσαν να ανατρέψουνε τις αριστοκρατικές οικογένειες και να πάρουνε την εξουσία στις πόλεις θέτοντας τις βάσεις για το καθεστώς της τυραννίδας που επικράτησε. Όλα αυτά οδήγησαν και στην ανάδυση για 1η φορά στον δυτικό πολιτισμό της φωνής του ατόμου, της έκφρασης του «εγώ» που επιτεύχθηκε μέσω της ανάπτυξης της λυρικής ποίησης.
Η Λέσβος, εύφορο νησί του Ανατολικού Αιγαίου, αποικήθηκε στη διάρκεια της παραπάνω περιόδου από Αιολείς. Σύντομα δημιουργήθηκε στο νησί μια ισχυρή τάξη αριστοκρατών-γαιοκτημόνων στην οποία ανήκε κι οικογένεια της Σαπφούς, που εγκαταστάθηκε σε παραθαλάσσιες περιοχές δημιουργώντας λιμάνια (Μυτιλήνη που έγινε και πρωτεύουσα, Μήθυμνα, Πύρρα, Ερεσός -απ’ όπου και κατάγονταν η Σαπφώ, κι αλλού.). Οι Μυτιληνιοί απέκτησαν εμπορικές και κοινωνικές σχέσεις με τη Λυδία, λόγω της κοντινής τους απόστασης, με τη Θράκη, τον Ελλήσποντο, τον Πόντο και την Αίγυπτο, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της Ναυκρατέως στο Δέλτα του Νείλου. Χαρακτηρίζονταν δε από τους σύγχρονούς τους ως αλαζόνες, φιλοχρήματοι κι ελευθέρων ηθών, που αγαπάνε τη πολυτέλεια, τη διασκέδαση και τον έρωτα. Ωστόσο ο τρόπος ζωής τους δεν τους άφησε να ξεφύγουν από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που περιγράφησαν ανωτέρω.
Τύραννοι στην εποχή της Σαπφούς ήταν ο Μέλαγχρος, ο Μύρσιλος και φυσικά ο Πιττακός ο σημαντικώτερος απ’ όλους κι ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Παντρεύτηκε μιαν αριστοκράτισσα για να κερδίσει την εύνοια των γαιοκτημόνων. Είχε μεγάλες διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες και κυβέρνησε περίπου 10 έτη (590/589 – 580/579). Οι συμπατριώτες του τον εμπιστευτήκανε και τονε χαρακτηρίσανε μάλιστα σαν Αισυμνήτηρ που θα πει Σωτήρας, Μέγας Διαιτητής, Θείος Κυβερνήτης.
Η Σαπφώ, Ψάπφω ή Ψάπφα λατρεύτηκε σαν η 10η μούσα, μ’ όλο που ήτανε μικροκαμωμένη και μαυριδερή. Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος (2ο μισό του 2ου μ.Χ. αι.), τη περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή μικρά και μέλαινα μα κακοφτιαγμένη κι άσχημη. Στη πραγματικότητα λίγα είναι γνωστά για τη ζωή της και πολλά απ’ αυτά αμφισβητούνται από διάφορες πηγές, ενώ τα υποστηρίζουνε θερμά άλλες. Το αυθεντικό της όνομα ήτανε Ψάπφω στη τοπική αιολική διάλεκτο. Αργότερα θα ακουστεί και το Σαφ(φ)ώ. Σε νομίσματα της Ερεσσού θα βρούμε ωστόσο το Σαπφώ, με το οποίο ταξιδεύει κι η φήμη της μέχρι σήμερα.
Γεννήθηκε στην Ερεσσό της Λέσβου γύρω στα 630-620 π. Χ. (αλλά δε ξέρουμε ακριβώς) κι ήτανε σύγχρονη του Αλκαίου και του τυράννου της Λέσβου κι ενός εκ των 7 σοφών της αρχαιότητας, Πιττακού. Ορφάνεψε μικρή από πατέρα (6 ετών λένε), κόρη αριστοκρατικής οικογένειας και συγκεκριμένα του Σκαμανδρώνυμου (τη πατρότητά της διεκδικούν επίσης οι Σίμωνας, Ευνόμινος, Σήμος, Κάμωνας κι Έταρχος) και της Κλεΐδας, είχε 3 αδελφούς, το Λάριχο, το Χάραξο και τον Ευρύγιο -που πιθανότατα τον έχασε νωρίς. Ο Λάριχος ήταν οινοχόος στο πρυτανείο της πόλης, ενώ ο Χάραξος έφυγε στην Αίγυπτο για εμπόριο, ερωτεύτηκε την όμορφη Δωρίχα και της εξαγόρασε την ελευθερία αρκετά ακριβά. Τον μαλλώνει γι’ αυτό σε κάποιο τραγούδι της γιατί τη ντρόπιασε ιδιαίτερα. Έλαβεν ωστόσο πολύ καλή μόρφωση κι αναδείχθηκε δεξιοτέχνις στη λύρα.
Παντρεύτηκε τον Κερκύλα, για πολιτικούς λόγους και με το ζόρι, πλούσιο, όμορφο, ευγενικής καταγωγής αλλά μεγαλύτερό της και μέθυσο, από την Άνδρο κι απέκτησε μια κόρη, τη Κλεΐδα (Σουΐδα), δίνοντας τ’ όνομα της γιαγιάς της, σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδηγήσανε την αριστοκρατία του νησιού σ’ εξορία από τη πρωτεύουσα Μυτιλήνη, κατέφυγε αρχικά στη Πύρρα της Λέσβου, γύρω στο 604 π.Χ και λίγο μετά, το 598 π.Χ. στη Σικελία. Ωστόσο, αν και πολιτικά ενεργή πολίτης για γυναίκα και για τα δεδομένα της εποχής της, πουθενά στα έργα της δεν υπάρχουν ίχνη πολιτικής δράσης, ούτε καν χλιαρού πολιτικού ενδιαφέροντος. Ήτανε δύσκολα τα πράγματα τότε (600 π. Χ.) στη Λέσβο, παρ’ όλο που εκεί η θέση της γυναίκας ήτανε σε πολύ καλλίτερη μοίρα απ’ όλη την Ελλάδα. 10 έτη σχεδόν μετά, με τη κατάλυση της τυραννίας, από τον Πιττακό, επέστρεψε στο νησί της, συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες φίλες και δημιούργησε φημισμένη σχολή μουσικής και ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης, της θεάς προστάτιδάς της και των Μουσών όπου μαθητεύανε τα κορίτσια από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων. Μαρτυρείται ότι κι άλλες γυναίκες της εποχής διατηρούσανε τέτοιου είδους ωδεία.
Έδινε ιδιαίτερη μνεία και στη κοινωνική μόρφωση των κοριτσιών προετοιμάζοντάς τες για τον έγγαμο βίο τους. Στη Λέσβο υπήρχαν επίσης οι σχολές της Γοργώς, της Ανδρομέδας και της Μίκας κι υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα τους χωρίς ωστόσο καμμία να μπορέσει να νικήσει τη φήμη της Σαπφούς. Υπάρχουν μελετητές ωστόσο που υποστηρίζουν ότι δεν είχε κάποια σχολή για κορίτσια στη Μυτιλήνη αλλά έγραψε τα ποιήματά της για τις γυναίκες και τα κορίτσια που λάτρευαν, όπως εκείνη, την Αφροδίτη. Προετοίμαζε μέσω αυτών τα κορίτσια για τα μεγάλα ορόσημα της γυναικείας φύσης: την εφηβεία, το γάμο και τον τοκετό. Τα παραπάνω μας πληροφορούν ότι οι γυναίκες μετείχανε στη πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης και λάμβαναν αγωγή και παιδεία αντίστοιχη των ανδρών. Παράλληλα, στη Λέσβο άνθιζε η μουσική κι η ποίηση, καθώς ο Τέρπανδρος, διάσημος κιθαρωδός, ήταν αυτός που ίδρυσε στο νησί τη 1η σχολή -ή ρεύμα- λυρικής ποίησης (1ο βραβείο στην 7χορδη λύρα στα 1α Κάρνεια και σε 4 Πυθικούς αγώνες και δημιουργός μουσικής γραφής, για την ομοιόμορφη εκτέλεση διαφόρων μουσικών κομματιών).
Σ’ αυτό το πλαίσιο ίδρυσε τη φημισμένη της Σχολή, παρέχοντας ταυτόχρονα με τις μουσικές γνώσεις και κοινωνική μόρφωση. Ως “αντίτεχνές” της, δηλαδή γυναίκες που κάνανε το ίδιο, αναφέρονται η Γοργώ, η Ανδρομέδα κι η Μίκα. Συγκέντρωσε γύρω της νεαρές από την αριστοκρατία του νησιού, των Μικρασιατικών πόλεων, της Σαλαμίνας, της Αττικής κι άλλες περιοχές του Ελλαδικού χώρου, για να τους διδάξει τη τέχνη της μουσικής και της ποίησης. Η αφοσίωση στις Μούσες, όπως διαφαίνεται στη ποίησή της, είναι η μόνη σταθερή αξία των ανθρώπων, γιατί μέσα από τις τέχνες που προστατεύουν, η ψυχή μετουσιώνεται, αναπτερώνεται κι αγγίζει το ύψιστο νόημα, τον Έρωτα, που συνοδεύει πάντα τη θεά Αφροδίτη.
Σε φωνάζω Γογγύλα
έλα πάλι κοντά μου
τον λευκό σου σα γάλα
χιτώνα αν φοράς,
μόνο νά ‘ξερες πόθους
που σε τριγυρίζουν, κούκλα
και πώς χαίρω που δεν είμαι
εγώ, μα ίδια η Αφροδίτη
ή, που τώρα σε μαλλώνει.
Αυτή η σχέση, που ‘ταν εμπνευσμένη από θρησκευτικές ιδέες, θεωρήθηκε αργότερα απρεπής, επειδή είχε κι ερωτικές διαστάσεις, γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία ως “λεσβιακός έρωτας“. Η ίδια παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της γυναίκα που πίστευε στον έρωτα και στις λεγόμενες θηλυκιές αξίες, πάνω απ’ όλα όμως παρέμεινε αριστοκράτισσα στο πνεύμα και στη ψυχή κι ήτανε δέσμια της κοινωνικής ηθικής της τάξης και της εποχής της. Θεωρούσε πολύ σημαντική επίσης την υστεροφημία της. ‘Οπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, χαρακτηριστικά οργίστηκε ιδιαίτερα με τη συμπεριφορά του αδελφού της Χάραξου, που στην ελληνική αποικία Ναύκρατη, στην Αίγυπτο, ερωτεύτηκε τη δούλα εταίρα Δωρίχα, την εξαγόρασε από τον κύριό της κι άρχισε να ξοδεύει τη περιουσία του για χάρη της. Αυτός ο κοινωνικά αταίριαστος έρωτας προκάλεσε την οργή της, έτσι σε ποίημά της απευθύνει μια προσευχή προς τις Νηρηίδες για να προστατέψουνε τον αδελφό της στο θαλασσινό του ταξίδι:
Και μακάρι να επιθυμεί να αποκτήσει
η αδελφή του την εκτίμηση που πρέπει.
Όσο για τα σκληρά και θυμωμένα λόγια
με τα οποία κατά την αναχώρηση του,
εκνευρισμένος πολύ από τις κατηγορίες μου,
προσπάθησε μες στη σκοτούρα να προσβάλλει τη ψυχή μου,
στις ευχαριστήριες γιορτές συμπολιτών του,
δεν θα τεθεί πλέον θέμα, σαν επιστρέψει σε καιρό
και θα βρει μια σύζυγο, αν το επιθυμεί,
ανάμεσα σε δεσποινίδες ευπρεπείς.
Κι όσο για σέ, κακιά κι απαίσια λύκαινα,
φύγε και άρχισε να ψάχνεις γι’ άλλη λεία.
Ο πιο άμεσος τρόπος έκφρασης της ανωτερότητας των αριστοκρατών και των 2 φύλων, κυρίως όμως των γυναικών, ήτανε στην ενδυμασία και στον καλλωπισμό. Εκείνο που ξεχώριζε την αριστοκράτισσα από τη λαϊκή γυναίκα ήταν η πολυτέλεια στην ενδυμασία, αλλά η αριστοκράτισσα ξεχώριζε κι από τη κακόγουστη νεόπλουτη με τη χάρη και τη φινέτσα της ενδυμασίας αλλά και της κινησιολογίας της. Η Σαπφώ ειρωνεύεται τις νεόπλουτες αντιπάλους της, χρησιμοποιώντας όμως πάντα μια λεπτή ειρωνεία και κόσμιο λεξιλόγιο:
Μα ποιά ειν’ αυτή
που σε ξετρέλλανε,
η χωρικιά που μήτε
πώς να κρατήσει καν
απ’ τον αστράγαλο επάν’
τη φούστα της δε ξέρει;
Η Σαπφώ τοποθετήθηκε απέναντι στην ομηρική παράδοση που ήθελε την εξύμνηση του πολέμου και των γενναίων ηρώων ν’ αποτελούνε τη μοναδική πηγή έμπνευσης για τη ποίηση. Για κείνη, κανένας στρατός δεν μπορούσε να επισκιάσει την ομορφιά της αγαπημένης της.
Μερικοί λένε ότι το λαμπρότερο πράγμα
πάνω στη μαύρη γη
είναι ένας στρατός καβαλάρηδων
κι άλλοι ένας στρατός πεζών
-εγώ όμως λέω ότι το λαμπρότερο είναι
ό,τι τυχαίνει να αγαπά ο καθένας…
Θα προτιμούσα περισσότερο να δω
το αγαπημένο περπάτημα της Ανακτορίας
και το σπινθηροβόλο βλέμμα στο πρόσωπό της,
παρά τ’ άρματα των Λυδών
και τους πολεμιστές να μάχονται πεζοί.
Θεωρείται με τη ποιήσή της, που ήτανε γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Ο Πλάτων την ονομάζει “σοφή” και “10η μούσα“, ο Ανακρέων “ηδυμελή” (αυτή που τραγουδά γλυκά, αρμονικά, η γλυκύφθογγη, η μελωδική), ο Λουκιανός “μελιxρόν καύχημα Λεσβίων“, οι Ιουλιανός κι Αντίπατρος “θηλυκόν Όμηρο” και “τιμή Λεσβίων γυναικών” αντίστοιχα, ενώ ο Στράβων “θαυμαστόν τέρας“. Ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει πως ακόμα κι οι νεκροί στον Άδη ακούνε τα τραγούδια της με θαυμασμό σ’ ιερή σιγή.

Ο κύκλος της Σαπφούς ήτανε πλούσιος με πολύ αξιόλογες κοπέλες με μόρφωση και προσωπικότητα μεγάλη. Εθεωρείτο ποιήτρια όπως κι ο Όμηρος κι άγαλμά της υπήρχε στις Συρακούσες, ενώ η μορφή της χαράχτηκε σε νομίσματα της Ερεσσού και της Μυτιλήνης. Όλα τα ποιήματά της υμνούνε το κάλλος, τον έρωτα με αξεπέραστη ευαισθησία και χάρη και πολλοί μετέπειτα ποιητές επηρεάστηκαν απ’ αυτήν. Είχε στήσει δε το δικό της ποιητικό μέτρο (Σαπφικό μέτρο) που ήτανε της μορφής:
1ος στίχος: – υ – ύ – υυ – υ – ύ2ος στίχος: – υ – ύ – υυ – υ – ύ3ος στίχος: – υ – ύ – υυ – υ – ύ4ος στίχος: – υυ – ύ
Πρέπει να πέθανε σε μεγάλη για την εποχή ηλικία, γύρω στα 50 της χρόνια, κάπου δηλαδή μεταξύ 580-570 π.Χ.. Η παράδοση αποδίδει το θάνατό της στον άτυχον έρωτα της για το Φάωνα, τον μυθικό βαρκάρη της Λέσβου, που ‘τανε προικισμένος από την Αφροδίτη με νεότητα κι ομορφιά περισσή. Απογοητευμένη δίνει τέλος στη ζωή της, πέφτοντας στο Ιόνιο πέλαγος από το ακρωτήρι Λευκάτας στη Λευκάδα, πλάι στο ναό του Απόλλωνα. Επίσης όμως δεν έχει ξεκαθαρίσει αν ήταν άντρας ή γυναίκα, γιατί παίζει να ήτανε κι Η Φάον, μια πανέμορφη κοπέλα που απέρριψε τον έρωτά της. Πάντως κι οι 2 είναι θρύλοι και τίποτε το σίγουρο δε μας έχει σωθεί. Πιθανότατα πρόκειται για παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου εξυμνεί την ομορφιά του Φάονα, ακόλουθου της Αφροδίτης. Μετά το θάνατό της στη πατρίδα της Λέσβο κόψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες και στη Πέργαμο στήθηκαν αγάλματά της, ενώ στις Συρακούσες κατασκευάστηκε κενοτάφιο σ’ ανάμνησή της.
Σε μεταγενέστερη όμως εποχή, οι Αττικοί κωμωδιογράφοι τη δυσφήμησαν για ομοφυλοφιλικές τάσεις (εξ ου και ο όρος λεσβία). Αφορμή για τις φήμες υπήρξε πιθανόν το ότι η Σαπφώ εκδήλωνε έντονο συναισθηματισμό προς τις μαθήτριές της. Μολονότι κανείς από τους συγγραφείς δεν αναφέρει κάτι σχετικό μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, οι κρίσεις αυτές για τη Σαπφώ επικράτησαν. Μάλιστα αναφέρεται πως είχε ερωτευθεί την Ατθίδα, τη Τελέσιππα και τη Μεγάρα. Σύγχρονοί μας μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες για το αν η Σαπφώ ήταν όντως λεσβία.
Καθώς τον 7ο αι. μ.Χ. τα ποιήματα της Σαπφούς εξακολουθούσαν ακόμη να διαβάζονται στην Αίγυπτο κι αργότερα στην εποχή των Κομνηνών, η Πατριαρχική Σχολή περιλάμβανε στην ύλη της ποιητές όπως η Σαπφώ κι ο Πίνδαρος, μάλλον δεν υπήρξε κάποια επίσημη επιβολή λογοκρισίας από την Χριστιανική Εκκλησία. Είναι όμως πιθανό, πολλά από τα έργα της να χαθήκανε λόγω της μη αντιγραφής τους, εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης που ίσως είχαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και στα πλαίσια μιας πιο αυστηρής άποψης για την ηθική. Αυτό βέβαια δε στέρησε τη δυνατότητα στους χριστιανούς ηθικολόγους ν’ αναθεματίσουνε τη ποίησή της, την ίδια ώρα που οι εκδότες του έργου της έκοβαν κι έραβαν τους ερωτικούς της στίχους κατά βούληση, εξαλείφοντας αποσπάσματα ή αλλάζοντας λέξεις που θεωρούσαν ότι το κοινό της εκάστοτε εποχής θα έβρισκε πιπεράτες.
Η ίδια η ιστορία της υποδοχής του λογοτεχνικού της έργου είναι αναπόσπαστο μέρος της σημαντικότητάς της ως ποιήτριας. Οι χριστιανοί λογοκριτές της Αλεξάνδρειας, της Ρώμης και της Πόλης δεν δίστασαν να απαγορεύσουν τα έργα της σε διάφορες ιστορικές εποχές, με το Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Πάπα Γρηγόριο Ζ’ να παραγγέλνουν ακόμα και το κάψιμο των ποιητικών της συλλογών. Η καταστροφική πυρκαγιά, που αφάνισε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η ανθελληνική νομοθεσία του Θεοδόσιου και τα μίση που ξεσήκωσε, αποδεκάτισαν την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Ωστόσο, τον 7ο αι. μ,Χ. τα ποιήματά της εξακολουθούσαν ακόμη να διαβάζονται στην Αίγυπτο. Το 1073 οι εκκλησιαστικές αρχές του Βυζαντίου και της Ρώμης διέταξαν να καούν όλες οι κλασσικές Βιβλιοθήκες της Ρώμης και της Πόλης και βέβαια κι όλα τα βιβλία που είχαν απομείνει με τα ερωτικά ποιήματά της, με συνέπεια τα ελάχιστα αποσπάσματα (τυχαία ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών το 1897 κι αργότερα παλίμψηστες περγαμηνές που βρέθηκαν να γεμίζουνε φτωχές μούμιες στις αρχές του 21ου αι. κι ακόμα δεν έχουν μελετηθεί πλήρως), που σώζονται σήμερα, να καλύπτουνε πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού της έργου. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί είχανε κατατάξει τα ποιήματά της σε 9 βιβλία, κυρίως με βάση το μέτρο τους.
Ο επίσης Μυτιληνιός σύγχρονος ποιητής Ελύτης τη περιέγραψε σαν μια “μακρυνή εξαδέλφη” με την οποία μεγαλώσανε παίζοντας “στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ’ τις ίδιες στέρνες” και της αφιέρωσε έν από τα μικρά του Έψιλον. Χαρακτηριστικά, γράφει ο ποιητής:
“Τέτοιο πλάσμα ευαίσθητο και θαρρετό συνάμα, δε μας παρουσιάζει συχνά η ζωή. Ένα μικροκαμωμένο βαθυμελάχροινο κορίτσι, ένα μαυροτσούκαλο, όπως θα λέγαμε σήμερα, που ωστόσο έδειξε πως είναι σε θέση να υποτάξει ένα ρόδο, να ερμηνέψει ένα κύμα ή ένα αηδόνι και να πει σ’ αγαπώ, για να συγκινηθεί η υφήλιος“.
Το 1986 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ο δίσκος Σαπφώ σε μουσική του Σπύρου Βλασσόπουλου και παραγωγή του Σαββόπουλου, με μελοποιήσεις 12 ποιημάτων της σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση κι ερμηνεία της Αλέκας Κανελλίδου. Επίσης η Αγγελική Ιονάτου στο δίσκο Sappho de Mytilene, σ’ ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου, η Μαρίζα Κωχ στο δίσκο Στον κήπο της Σαπφούς, ενώ ποιήματα, σε δίσκους τους έχουνε συμπεριλάβει ο Νίκος Ξυδάκης, σ’ ερμηνεία της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, σ’ ερμηνεία της Λιζέττας Καλημέρη (Σαπφώ-Καβάφης) κι ο Μάνος Χατζηδάκις στο Μεγάλο Ερωτικό.
Στα νεώτερα χρόνια προς τιμή της, ο αστεροειδής 80 (ανήκει στη κύρια Ζώνη των αστεροειδών, περιοχή ανάμεσα στις τροχιές του Άρη και του Δία) που ανακαλύφθηκε το 1864 από τον Νόρμαν Ρόμπερτ Πόγκσον, όταν παρατηρούσε τον Ουρανό, από το Μαντράς της Ινδίας, πήρε το όνομά της: 80 Σαπφώ (80 Sappho).
Οι αρχαίοι Έλληνες είχανε κατανοήσει τη γοητεία της αποπλάνησης: στην αγγειοπλαστική τους συχνά εμφανίζανε λάγνους θεούς κυριολεκτικά να κυνηγούν ανθρώπους. Η Σαπφώ εξέφρασε την ιδέα του κυνηγιού με μοναδική ικανότητα. Έγραψε για την ακόρεστη φύση της επιθυμίας, τη φύση που μας θέλει τη στιγμή που έχει επιτευχθεί ο στόχος του έρωτά μας, να επιθυμούμε κάτι -ή κάποιαν άλλη. Θεωρείται με τη ποίησή της, που ήτανε γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικώτερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας κι έγινε πολύ σύντομα διάσημη τόσο στο νησί, όσο κι έξω απ’ αυτό. Είναι η ποιήτρια που ύμνησε τον έρωτα με τη σοβαρότητα και το πάθος μεγαλοφυΐας. Που μετέπλασε σε ποίηση το θαυμασμό για τη γυναίκα και μας παρέδωσε τη διαχρονική περιγραφή του ερωτικού πόθου πριν από 2.600 χρόνια. Που 1η απαρίθμησε τα σωματικά συμπτώματα της επιθυμίας. Μιλά για τη ζέστη και το κρύο, το βουητό στ’ αυτιά, τον ιδρώτα, τις αισθήσεις που ‘ναι τόσον έντονες που νομίζει ότι μπορεί να πεθάνει. Μιλά ακόμα για παράλυση απ’ τον πόθο:
…Σ’ ακούω να γλυκομιλάς
και τόσο ωραία να γελάς,
νιώθω τη καρδιά στ’ αλήθεια
να σκιρτά μέσα στα στήθια.
Γιατί, όταν σε κοιτώ
έστω μόνο ένα λεπτό,
δεν ξεμυτά λέξη στα χείλη,
κολλά η γλώσσα στη σιωπή,
λεπτή μια φλόγα ξεκινά
κάτ’ απ’ το δέρμα να κυλά
τα μάτια μου δεν βλέπουν πια
και μου βουίζουνε τ’ αυτιά.
Στον ιδρώτα πλημμυρίζω
και τρεμούλα με κρατά,
κι απ’ τη πάχνη πιο χλωμή
με σκοτισμένη λογική,
να! θαρρώ πως ξεψυχίζω…”

Ο σύγχρονός της νομοθέτης, φιλόσοφος και ποιητής Σόλων ο Αθηναίος, όταν άκουσε 1η φορά ένα από τα ποιήματά της, είπε ότι αυτό θα μείνει στους αιώνες. Ο σπουδαίος ελληνιστής, καθηγητής στην Οξφόρδη Cecil Bowra έχει γράψει για τη Σαπφώ: “Η απόλυτη ειλικρίνειά της, η όλο πάθος δύναμή της, ακόμα και οι εκρήξεις της οργής και του θυμού της, είναι οι συνιστώσες ενός χαρακτήρα προικισμένου από τις Μούσες και τις Χάριτες, πιο πάνω από το μέτρο που μπορεί να λάχει σε έναν θνητό. Η τέρψη που προκαλεί η τελειότητα της γραφής της, υπερκεράζεται από τη συναισθηματική δύναμη και τη φαντασία του έργου της, που αποκρυσταλλώνουν μια παθιασμένη ψυχή κι όχι απλά μία άριστη τεχνήτρα του ποιητικού λόγου…”
Η Σαπφώ έγραψε ερωτικά ποιήματα, ύμνους στους θεούς κι επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου). Αν και πουθενά στα ποιήματά της δεν εκφράζει πολιτικό λόγο, εξέφρασε την αριστοκρατική της ιδεολογία με ένα καθαρά γυναικείο τρόπο κάνοντας ειρωνικές και σκληρές επιθέσεις σε γυναίκες της αντίπαλης παράταξης καθώς και στην εταίρα Δωρίχα που ξεμυάλισε έναν από τους αδελφούς της και σπατάλησε τη περιουσία του, όπως προανεφέρθη. Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό κι έντονα αισθήματα. Αρκετοί από τους στίχους της μαρτυρούν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Εκφράζουν αισθητικά εσωτερικές καταστάσεις, μέσα από επιβλητικές εικόνες και μεταφορές, αντιθέσεις και παρομοιώσεις. Ίσως να μη φανεί υπερβολικό αν ειπωθεί ότι κανείς ποιητής δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτή στην ομορφιά της σκέψης, στο μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της. Ο Χαμελέων, ένας από τους βιογράφους της αναφέρει επίσης ότι συνήθιζε ν’ ανταλλάσει αυτοσχέδια ερωτικά και περιπαικτικά 2στιχα με τους λυρικούς ποιητές Ανακρέοντα κι Αλκαίο, τα γνωστά σκόλια (λιανοτράγουδα του κρασιού, παροίνια άσματα) που θεωρούνται οι πρόδρομοι της δημοτικής μας ποίησης.
Προήγαγε τη τοπική καλλιτεχνική παράδοση και μάλιστα αναφέρεται ότι εφηύρε τη πηκτίδα* και τη μειξολυδιστί αρμονία (θρηνητική, λυπητερή μελωδία μ’ έναν απ’ τους 8χορδους τρόπους τού διατονικού γένους), ο δε στίχος της είναι μετρική μορφή που καλλιεργήθηκε κι επιβλήθηκε από την ίδια. Σαν όργανό της επίσης θεωρείται κι η βάρβιτος, Η ποίησή της είναι καθαρά λυρική κι εκφράζει αισθητικά εσωτερικές καταστάσεις, μες από επιβλητικές εικόνες και μεταφορές, αντιθέσεις και παρομοιώσεις. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί, δίνουνε περισσήν ενέργεια στην έννοια που συνοδεύουν: η αλμυρή θάλασσα, η πολύωτος νύχτα, το ιμερόφωνο αηδόνι κι ο λυσιμελής κι αλγεσίδωρος έρως. Ίσως κανένας άλλος λογοτέχνης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Σαπφώ στην ομορφιά της σκέψης, στο μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της. Η ιδιαίτερη τοπική διάλεκτος που χρησιμοποιεί, κάνει τα κείμενά της πολύ μελωδικά και κάποιοι λόγιοι υποστηρίζουν ότι γι’ αυτό την είπαν μούσα, αλλ’ όποιος έχει ακούσει πώς σχεδόν τραγουδάν ακόμα τις καθημερινές τους κουβέντες οι παλιότεροι, σίγουρα θα καταλάβει πως τόσους αιώνες, η μουσική και ποιητική παράδοση στο νησί, καλά κρατεί.
______________________
* πηκτίς: Αἰολ. καὶ Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ, ἀρχαῖον τι εἶδος ἅρπης, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Λυδοῖς καὶ διαφέρουσα ὀλίγον ἂν μὴ οὐδόλως τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου μάγαδις.
Πρόκειται για πολύχορδο όργανο με ανισομήκεις χορδές. Ο ήχος της ήτανε γλυκός, αιθέριος κι αισθησιακός. Αποτελούνταν από ένα ξύλινο στέλεχος που έφερε τις χορδές και τα στοιχεία τεζαρίσματος των χορδών. Οι χορδές ήταν ανισομερείς καταλήγοντας στον οριζόντιο βραχίονα. Ο καθιστός εκτελεστής (σχεδόν πάντα γυναίκα που αποκαλούνταν “ψάλτρια”) κρατούσε τη πηκτίδα οριζοντιωμένη πάνω από το αριστερό μηρό δίπλα στο σώμα του. Με τα δάχτυλα και των δυο χεριών του έπαλλε τις χορδές που ποίκιλαν από 9 ως 22. (φωτ.)

Πηκτίς
Από τα ποιήματά της, που συνέλεξαν οι Αλεξανδρινοί και δημοσίευσαν σε 9 βιβλία, τα πιο διάσημα ήταν οι Ύμνοι και τα Επιθαλάμια. Εκτός από μικρά αποσπάσματα, έχουνε διασωθεί ολόκληρα μόνο ένας Ύμνος στην Αφροδίτη (Ποικιλόθρον’ αθάνατ’ Αφρόδιτα), η Ωδή “Ότωι τις έραται” κι ένα αναφερόμενο στο μύθο της Ηούς (Αυγής) και του Τιθωνού, που ανακαλύφθηκε από αποκατάσταση παπύρου της Οξυρρύγχου κι εκδόθηκε το 2005. Συνολικά σώζονται περίπου 650 στίχοι απ’ τη ποίησή της και τα περισσότερα αφορούν σε μικρά αποσπάσματα με μια μόνο λέξη ή φράση. Το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής της σώζεται σε χειρόγραφα άλλων αρχαίων συγγραφέων, αλλά μέρος ενός ποιήματος σώζεται σε θραύσμα αγγείου. Τα παλιότερα σωζόμενα χειρόγραφά της, περιλαμβανομένου του πάπυρου της Κολωνίας ο οποίος περιέχει το ποίημα του Τιθωνού κι αυτού στο θραύσμα αγγείου, χρονολογούνται στον 3ο αιώνα π.Χ., κι έτσι προηγούνται χρονικά της Αλεξανδρινής έκδοσης.
Τα τελευταία σωζόμενα αντίγραφα των ποιημάτων της Σαπφούς που προέρχονται κατευθείαν από τους αρχαίους χρόνους είναι γραμμένα σε σελίδες κωδίκων από τον 6ο και 7ο αι. μ.Χ., κι είναι σίγουρα αναπαραγωγές από αρχαίους πάπυρους σήμερα χαμένους. Το 1879, έγινε νέα ανακάλυψη αποσπάσματος της Σαπφούς στο Φαγιούμ της Αιγύπτου. Αποσπάσματα του έργου της συνεχίζουν να ανακαλύπτονται και στη σύγχρονη εποχή. όπως το 2004 και το 2014 που βρέθηκαν ο πάπυρος της Κολωνίας κι αποσπάσματα από 9 ποιήματα, 5 γνωστών αλλά και με νέο περιεχόμενο και 4, περιλαμβανόμενο και το Ποίημα των Αδελφών, που δεν ήτανε γνωστά πριν. Πάντως πολλά υπάρχουν μεταφρασμένα στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. 3 επιγράμματα με τ’ όνομά της από τον Στέφανο του Μελέαγρου, υπάρχουν στη ΠΑ, εντονότατα αμφισβητούμενα.
Στον 9ο αι. η ποίησή της φαίνεται πως έχει εξαφανιστεί και στο 12ο αι., ο Ιωάννης Τζέτζης, βυζαντινός λόγιος, συγγραφέας και ποιητής, αναφέρει πως “το πέρασμα του χρόνου έχει καταστρέψει τη Σαπφώ και τα έργα της“. Αυτοί οι θρύλοι φαίνεται ότι είχαν αρχή στην Αναγέννηση -περί το 1550, ο Τζερόλαμο Καρντάνο, ιταλός λόγιος, έγραψε πως ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (339-390) κατέστρεψε δημοσίως τα έργα της Σαπφούς, και κατά το τέλος του 16ου αι. ο Ιωσήφ Σκάλιγκερ, Γάλλος ουμανιστής, ισχυρίστηκε πως τα έργα της καήκανε στη Ρώμη και τη Πόλη το 1073 με διαταγή του Πάπα Γρηγόριου Ζ”. Σίγουρα επίσης όμως τα έργα της μάλλον χαθήκανε καθώς η ζήτηση γι’ αυτά δεν ήταν επαρκής για να αντιγραφούν όταν οι κώδικες αντικατέστησαν ως κύρια μορφή βιβλίου τους πάπυρους. Ακόμα ένας παράγοντας που συνέβαλε στην εξαφάνιση των ποιημάτων της μπορεί να ήταν η απαρχαιωμένη μορφή της αιολικής της διαλέκτου, που περιέχει πολλούς αρχαϊσμούς και καινοτομίες που δεν υπάρχουνε σ’ άλλες Αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Στη Ρωμαϊκή περίοδο, όπου επικρατούσε η Αττική διάλεκτος πολλοί βρίσκανε τη διάλεκτο της Σαπφούς δύσκολη στη κατανόηση.
Ο μύθος του άλματος από το Λευκάτα όπως σε όλους τους μύθους είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς πού σταματά το παραμύθι και που ξεκινά η αλήθεια. Ο μύθος θέλει τη Σαπφώ, σε μεγάλη πια ηλικία, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, να πέφτει από τα βράχια του ακρωτηρίου Λευκάτας στη θάλασσα. Στον μύθο που παρουσιάζει ο Αιλιανός, στο έργο του Ποικίλου Ιστορία τόμος 12 παράγραφος 18, ο Φάων εμφανίζεται ως άσχημος και γέρος βαρκάρης στη Μυτιλήνη, που μετέφερε τους κατοίκους στην απέναντι ακτή της Μ. Ασίας. Κάποια μέρα εμφανίστηκε στη βάρκα του, η Αφροδίτη μεταμφιεσμένη σε γριά. Ο Φάων τη μετέφερε στην απέναντι ακτή και δεν δέχθηκε αμοιβή. Σε αντάλλαγμα, η Αφροδίτη του έδωσε μια αλοιφή, που όταν τη χρησιμοποίησε μεταμορφώθηκε σε όμορφο νέο και γοήτευσε πολλές γυναίκες με την ομορφιά του. Η Σαπφώ τον ερωτεύθηκε. Γίναν εραστές, αλλά ο Φάων την εγκατέλειψε. Η Σαπφώ, απογοητευμένη αυτοκτόνησε πέφτοντας από ένα βράχο στη θάλασσα. Ωστόσο κι ο Φάων είχε άσχημο τέλος, σύμφωνα με τον Αιλιανό, καθώς δολοφονήθηκε από έναν απατημένο σύζυγο. Η μεταμόρφωση του Φάωνα ενέπνευσε το Λουκιανό και τον Οβίδιο.
Ο μύθος αυτός είναι μια από τις χαρακτηριστικές λαϊκές μυθοπλασίες, που απαντώνται από τους πανάρχαιους χρόνους στην αναζήτηση της αιώνιας νεότητας και του κάλλους, που αργότερα οι αλχημιστές το αποκάλεσαν ελιξίριο της ζωής. Στον μύθο αυτό φέρεται να ικανοποιεί η Αφροδίτη τον καημό του Φάωνα, αλλά και το τέλος της Σαπφούς για να μη δει το γήρας της. Κατά άλλους ο μύθος του άλματός της ήταν ένα κατασκεύασμα των συγγραφέων της Νέας Κωμωδίας, το οποίο πρόβαλε ο Χριστιανισμός για να δείξει τη τιμωρία όσων παρασύρονται από τα πάθη του έρωτα. Για τη Νέα Κωμωδία ήταν ειρωνεία να πεθαίνει για έναν άντρα η γυναίκα που μεγαλούργησε υμνώντας τον έρωτα των γυναικών. Για το Χριστιανισμό ήταν θέμα ηθικής τάξης. Και για τους 2 όμως, ήταν απλά κατασκευή κι όχι πραγματικότητα.
Στο άλμα της Σαπφούς από το Λευκάτα αναφέρεται και το λεξικό του Σουΐδα:
“Λέσβια εκ Μυτιλήνης ψάλτρια δ’ έρωτας Φάωνος του Μυτιληναίου εκ του Λευκάτου κατεπόντησαν εαυτήν“.
Στο θεατρικό έργο του Μένανδρου “Λευκάδια”, σωζόμενο από τον Στράβωνα, αναφέρεται επίσης η πτώση της. Το ακρωτήριο του, έχει πλούσιο ιστορικό πτώσεων από τα βράχια του είτε για λατρευτικούς λόγους, είτε για ερωτικούς, είτε και για άλλους. Οπότε το άλμα της από κει είναι κάτι το σύνηθες και για το τόπο αλλά και την εποχή της. Η 1η άλλωστε που θέλει ο μύθος του τοπωνυμίου να έπεσε στα κοφτερά βράχια του για ερωτικούς λόγους, ήταν η θεά προστάτιδα της ποιήτριας η Αφροδίτη για να ξεπεράσει τη θλίψη της από το θάνατο του Άδωνη. Βέβαια η Αφροδίτη είναι θεά κι άρα αθάνατη. Με τη πτώση της πιθανόν κι η Σαπφώ να προσπαθεί να προβάλλει τη ταυτότητά της στην ίδια την αγαπημένη της θεά. Ερωτεύεται τον Φάωνα, που θεωρείται ακόλουθος κι εραστής της Αφροδίτης κι αφού την απορρίπτει, πέφτει από το βράχο, από τον οποίο κι η θεά της έπεσε για να ξεπεράσει την απόρριψη. Μόνο που εκείνη είναι μια θνητή ηλικιωμένη γυναίκα και πεθαίνει.
Το αν τώρα το γεγονός αυτό είναι πραγματικό ή όχι κανείς δεν ξέρει. Η αναφορά της Σαπφούς στην ομορφιά του Φάωνα, ως ακόλουθου της Αφροδίτης πιθανόν να δημιούργησε το μύθο που τη θέλει να πεθαίνει για την αγάπη του. Δεν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι τον ερωτεύτηκε. Ακόμα κι η σχέση του με την Αφροδίτη είναι δημιούργημα της αττικής κωμωδίας. Αλλά κι η αγγειογραφία πολλές φορές έλαβε ως θέμα της τον μύθο αυτό, κάτι που σημαίνει ότι ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος και αγαπητός. Στη Λευκάδα πολύ βολεύει πάντως αυτός ο μύθος αν κι εκεί για μια μόνο δυστυχώς φορά πραγματοποιηθήκανε το 2009 τα Σάπφεια.
Η σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της λέγεται ότι πολύ συχνά είχε κι ερωτικές διαστάσεις δημιουργώντας τον όρο “λεσβιακός έρως”, αν κι όπως μάλλον καταλαβαίνουμε από τα ήθη της εποχής στο νησί, δεν ήταν ούτε απρεπές, ούτε και σπάνιο ως φαινόμενο, όχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και το αντίστοιχο για τους άντρες. Η φήμη της που σχετίζεται με το “λεσβιακό έρωτα” πήρε μεγάλες διαστάσεις μέσω των ειρωνικών και περιπαικτικών αναφορών των αττικών κωμικών ποιητών Αντιφάνη, Έφιππου, Τιμοκλή, Δίφιλου στο όνομά της. Επίσης ο λυρικός ποιητής Ανακρέων ο Τήιος (μεταγενέστερος της εποχής της) τη σάρκαζε ως λεσβία. Σύγχρονοί μελετητές ωστόσο εκφράζουν αμφιβολίες για το αν ήταν όντως λεσβία με τη σημερινή έννοια της λέξης. Παρά τον σαφή συναισθηματισμό που εκδήλωνε προς τις μαθήτριές της, σε καμμία πηγή δεν αναφέρεται κάτι σχετικό, με τη λεσβιακή ρητορεία ωστόσο να την ακολουθεί πιστά. Σήμερα οι μελετητές του έργου της αμφισβητούν εν πολλοίς την ομοφυλοφιλική της διάσταση: την ώρα που η φύση των ερωτικών της πόθων είναι αναντίρρητη, δεν υπάρχει καμμία απόδειξη ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες!
Η Σαπφώ μπορεί σήμερα ν’ αντιμετωπίζεται ως σύμβολο της λεσβιακής κοινότητας, η ίδια όμως είχε γράψει για την ερωτική επιθυμία τόσο προς τις γυναίκες όσο και προς τους άντρες. Άλλωστε η εκδήλωση της ομόφυλης ερωτικής επιθυμίας στην Αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε την αυτόματη τοποθέτηση των ανθρώπων σε συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό. Η τόσο προσωπική πάντως και με πάθος έκφραση της ερωτικής επιθυμίας από τη Σαπφώ, ενέπνευσε αμέτρητους λογοτέχνες ν’ ακολουθήσουνε το παράδειγμά της. Η μεγάλη ποιήτρια του Έρωτα συνεχίζει να επηρεάζει με τους στίχους της το ψυχισμό κάθε ανθρώπινου όντος, με τις οικουμενικές αξίες που τραγούδησε να έχουν αντίκτυπο σε κάθε άνθρωπο, όποιες κι αν είναι οι σεξουαλικές του προτιμήσεις. Και πέρα βέβαια από το θέμα του έρωτα, συνέβαλε στη λυρική ποίηση με πολλούς ακόμα τρόπους: η έμφαση στο συναίσθημα, την υποκειμενική εμπειρία και την ατομική πράξη σηματοδοτεί ορόσημο στη στροφή της ποίησης από το επικό και το δραματικό στο βαθύτατα λυρικό. Κι εδώ ακριβώς εδράζεται η μεγάλη συνεισφορά της στη παγκόσμια λογοτεχνία, πράγμα που έχουν από καιρό αποκρυσταλλώσει οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας: βοήθησε όσο κανείς να εγκαθιδρυθεί το λογοτεχνικό είδος της λυρικής ποίησης, κάνοντας το συναίσθημα να κυριαρχήσει στη λογοτεχνία κατά τις χιλιετίες που θα ακολουθούσαν το σπουδαίο έργο της.=========================
Ύμνος Στην Αφροδίτη
Κύπρις, εσύ που κάθεσαι σε θρόνο στολισμένη
κι αθάνατη να πλέκεις συνεχώς δολοπλοκίες,
λυπήσου τη ψυχούλα μου, τη πλιο βασανισμένη
κι έλα εδώ σαν άλλοτε, που ‘ρθες στις ικεσίες,
το κάλεσμά μου ακούγοντας και το παλάτι αφήκες
του Δία, και καλόζεψες τ’ αμάξι το χρυσό σου.
Γοργά μα κι όμορφα φτεροκοπώντας τ’ άτια,
ψηλάθε και ολόγυρα στης μαύρης γης, αιθέρα,
σαν φτάσαν, συ μακάρια γελούσες με τα μάτια
και ρώτησες αθάνατη, τί τρέχει εδώ πέρα;
Τάχα γιατί σε φώναξα; Τι λαχταρά η καρδιά μου
η ξέφρενη, τόσο πολύ, ή την Πειθώ γυρεύω,
να φέρει την αγάπη μου, που λείπει μου και ρεύω;
Τάχα ποιά με αδίκησε, Φεύγει; Θαρθεί ταχιά μου.
Τα δώρα μου αρνήθηκε; Γοργά αυτή θα δώσει.
Δε μ’ αγαπά; Ταχιά-ταχιά μόνον εμέ θα θέλει.
Η θεϊκή σου άφιξη πάλι θα με γλυτώσει
και η βαρειά η έγνοια μου, γοργά θα γίνει μέλι.
Τη χάρη κάνε μου Θεά, όσα ποθεί η ψυχή μου
συμβούλεψε, διαφέντεψε, γλύκανε το κορμί μου.
*
Θα θνήξεις και θα κείτεσαι, γοργά θα ξεχαστείς,
μήτε καημός, μητ’ έρωτας, γιατί της Πιερίας
οι Μούσες, σου αρνήθηκαν τα ρόδα τους ευθύς.
Έτσι στου Άδη τα σκοτάδια, Ψάπφα, θα βρεθείς,
ασήμαντη, με τις λοιπές σκιές των πεθαμένων.
Ατθίδα
Σαν άνεμος μου τίναξε
ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό,
βελανιδιές θα στρέψει.
Ήρθες, καλά που έκαμες,
που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες τη ψυχούλα μου,
φωτιά σε λαχταρούσα.
Από το γάλα πιο λευκή
απ’ το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό,
πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκειά,
πιο μουσική…
Πάλι και πάλι ο έρωτας`
ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω
Ατθίδα μου, που αυτός
με τα φαρμάκια του
το τέρας και τις γλύκες
τα ήπατα μου κόβει;
Κι εσύ πια με βαρέθηκες,
κάνεις φτερά το ξέρω,
κι η Ανδρομέδα χαίρει.
Μα ποιά ειν’ αυτή
που σε ξετρέλλανε,
η χωρικιά που μήτε
πώς να κρατήσει καν
απ’ τον αστράγαλο επάν’
τη φούστα της δε ξέρει;
………….
Στ’ αλήθεια, να πεθάνω θέλω.
Με άφησε με δάκρυα πολλά
και τούτο μου ‘πε μόνο:
“Αλί μου, πόσο θλιβερό
είν’ το δικό μας ριζικό.
Σαπφώ, σ’ αφήνω, αληθινα
άθελα και με τόσο πόνο“.
Κι εγώ της αποκρίθηκα απλά:
“Άει στο καλό και τις στιγμές
τις όμορφες, γλυκειές και τρυφερές
που μοιραστήκαμ’ όλες, να θυμάσαι.
Στεφάνια κληματόφυλλα πολλά,
με ρόδα και βιολέττες στα μαλλιά
φόραγες στο πλευρό μου πλαγιασμένη
και ανθοπεριδέραια όλο χρώματα
κρέμαγες στον απαλό λαιμό σου
και με πολλά βασιλικά αρώματα,
απ’ όμορφα άνθη, -σε καλό σου-
ράντιζες τρυφερά παντού και νά ‘σαι,
πάνω σε κλίνη μαλακή,
απόδιωχνες με μιας, τόσο απαλή,
κάθ’ άλλο πόθο, Λατρεμμένη!“
………
Κι είν’ η αγάπη μου η καλή
όπως το μήλο το γλυκό
που άκρη-άκρη κρέμεται
από το πιο ψηλό κλαρί.
Και που το λησμονήσαν
οι εργάτες στο χωριό
όταν κορφολογήσαν
τη μηλιά τη δροσερή.
……..
Γύρω απ’ την ωραία σελήνη
τ’ άστρα κρύβουν το λαμπρό
πρόσωπό τους, σαν εκείνη
πλημμυρά όλη τη γη
με το φως της τ’ αργυρό.
……
Έχω μια κόρη έμορφη,
μια κόρη λατρεμμένη
που τηνε λένε Κληίδα.
Το πρόσωπό της όμοιο
μ’ άνθη του Παραδείσου.
Δε θα την άλλαζα εγώ
ακόμα κι αν μου δίνανε
τα πλούτη όλα του Κροίσου.
…….
Με κυριεύει ξαφνικά
μια, θανάτου πεθυμιά.
Θέλω έστω και για λίγο
τις γεμάτες λωτούς
και δροσερές, να δω,
τ’ Αχέροντα τις όχθες.
………
Μεσάνυχτα και δύσανε, Πούλια κι αχνό Φεγγάρι.
Η Νύχτα το κοστούμι της, το μαύρο, μου προβάρει.
Οι Ώρες παιχνιδίζοντας, φεύγουνε μακριά μου
και τ’ άδειο το προσκέφαλο μονάχη συντροφιά μου.
(Πάτροκλος στη μετρορριμικήν απόδοση)
****************************************
Υπηρέτησα την ομορφιά.
Ήταν το καλλίτερο
που μπορούσα να κάνω.
Κακό πράγμα ο Θάνατος.
Έτσι το ‘κριναν οι Θεοί,
αλλιώς θα πέθαιναν κι οι ίδιοι.
Ο όμορφος άνθρωπος
είναι όμορφος σήμερα
κι όχι αύριο.
Ο καλός άνθρωπος είναι καλός
και σήμερα κι αύριο.
Στον ύπνο μου
χθες η Αφροδίτη
ήρθε. μιλήσαμε…
…..
Από της Κρήτης τα μέρη στην ιερή κοιλάδα, έλα
στ’ όμορφο το τέμενος με τις μηλιές
και τους βωμούς π’ αχνίζουνε λιβάνι.
Νερό καθάριο αχομανάει μέσα απ’ των δέντρων τα κλαριά
και ρόδα σκιάζουνε το μέρος,
από το λίκνισμα των φύλλων κατεβαίνει ο ύπνος.
Υπάρχει εδώ ένα λιβάδι αλογοτρόφο,
που απ’ τους ανθούς της άνοιξης πλαντάζει
και το γλυκάνισο, πόσο όμορφα μυρίζει!
Από παντού γλυκοφυσάν αγέρια.
Αχ έλα, Κύπριδα, τα γιορτινά εσύ στεφάνια πάρε
και στους χρυσούς τους κήλικες το νέκταρ κέρνα.