Βιογραφικό
Ο Σωτήρης Σκίπης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1881 και πέθανε στις 29 Σεπτέμβρη 1952 στο Ρονιάκ της Γαλλίας, -υπάρχει ακόμα ο τάφος του. Ο πατέρας του Ευάγγελος ήταν αξιωματικός του στρατού. Τα παιδικά του χρόνια ως τα 14 του τα έζησε στη Λάρισα, όπου σώζεται η βαθμολογία του στο Γυμνάσιο όπου φοίτησε. Το 1897 γύρισε στην Αθήνα για τις σπουδές του. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Σπούδασε επίσης Αισθητική & Λογοτεχνία στο Παρίσι. Μεγάλο διάστημα της ζωής του το πέρασε στη Γαλλία. Φίλοι του εκεί ήταν ο Φρειδερίκος Μιστράλ κι ο Ζαν Μορεάς. Απ’ το γάμο του με τη Σαρλότ Λεκλέρ απέκτησε το 1917 μία κόρη, τη Μαργαρίτα Σκίπη-Παννέκ. Το 1922 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 1924 διορίστηκε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1929 γραμματέας της.

Το 1914 παρουσίασε το θεατρικό έργο Ξεφαντώματα. Αλλά ένας ποιητής με ψυχολογικά προβλήματα ονόματι Ηλίας Κουλουβάτος θεώρησε ότι το έργο ήτανε προσβλητικό στο πρόσωπό του και στις 4 Ιουνίου 1914, τονε πυροβόλησε έξω απ’ τα γραφεία της εφημερίδας Σκριπ, όπου εργαζότανε τότε και μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο σοβαρά τραυματισμένος. Παλαιότερα, ο Κουλουβάτος είχε γράψει έργο με τίτλο Ξεφάντωμα και θεώρησε πως ο Σκίπης με τα Ξεφαντώματα είχε στόχο να τονε γελοιοποιήσει. Η δίκη του Κουλουβάτου στο Κακουργιοδικείο ήταν από τις σημαντικότερες φιλολογικού χαρακτήρα. Έγινε Φλεβάρη του 1915 κι ο δράστης αθωώθηκε λόγω ακαταλόγιστου.
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Σκίπης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου που αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου διέγειρε τη παγκόσμια κοινή γνώμη σ’ επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Στην κηδεία του Παλαμά, τη Κυριακή 28 Φλεβάρη 1943, ήταν ο 2ος μετά τον Σικελιανό που απάγγειλε ποίημα. Το 1946 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η εκλογή αυτή προκάλεσε ποικίλλα σχόλια, δεδομένου ότι αντίπαλοί του ήταν ο Καζαντζάκης κι ο Σικελιανός. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα λογοτεχνικά. Την περίοδο 1904-6 εξέδιδε μαζί με τον Αρίστο Καμπάνη το φιλολογικό περιοδικό Ακρίτας. Η Γαλλία τονε τίμησε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και με το Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για την Ανθολογία του, γραμμένη στα γαλλικά. Ανήκε στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η ποίησή του ήτανε λυρική όσο και δραματική.
Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής, ακαδημαϊκός κι εκδότης. Ο Σωτήρης Σκίπης γεννήθηκε το 1881 στη Πλάκα της Αθήνας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στη Λάρισα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του, Ευάγγελος Σκίπης, σαν στρατιωτικός. Το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και 3 έτη μετά εξέδωσε τη 1η του ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια της ορφανής. 20 μόλις ετών γίνεται γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους για την ευφυΐα του. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του ταξίδεψε σε διάφορες χώρες (Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη, Ρωσία) ενώ στο Παρίσι, όπου σπούδασε παρακολούθησε μαθήματα αισθητικής & λογοτεχνίας κι έγινε φίλος με τους: Jean Moreas, Paul Fort και τον Fr. Mistral.
Έζησε για μεγάλα διαστήματα στο Παρίσι, όπου λέγεται ότι στήριζε οικονομικά τον εκδοτικό οίκο Ο Αγών. Στη Προβηγκία γνωρίζει και νυμφεύεται μια πλούσια φιλότεχνη Γαλλίδα κι από τότε ζει ανάμεσα Ελλάδα και Προβηγκία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τον Αρίστο Καμπάνη για την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Ακρίτας (1904-6). Κατά διαστήματα συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Βραδυνή, Εστία, Σκριπ, κ.ά. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή 1922 άντλησε τα θέματά του από την ιστορική επικαιρότητα, με αποκορύφωμα τις συλλογές που γράφτηκαν στη διάρκεια της Κατοχής. Μάλιστα, τα ποιήματα της συλλογής Μες από τα τείχη κυκλοφόρησαν 1η φορά σε χειρόγραφη μορφή ανάμεσα στις ομάδες της Αντίστασης. Μετέφρασε Ησίοδο, Moreas, Keats, Omar Khayyam κι έδωσε πλήθος διαλέξεις σε Αθήνα, Αμερική και Παρίσι.

Στα θεατρικά του έργα συγκαταλέγονται τα Χριστός Ανέστη, Οι Πέρσες της Δύσεως, η τραγωδία Κυρά Φροσύνη, η φάρσα Ο μπέμπης θέλει παντρειά καθώς και τα ονειροδράματα Η νύχτα της πρωτομαγιάς, Αγιά Βαρβάρα, Ο γύρος των Ωρών κι Οι τσιγγανόθεοι. Το 1914 γράφει την επιθεώρηση Ξεφαντώματα για τον θίασο του θεάτρου Αλάμπρα, που στάθηκε αιτία ενός σοβαρού τραυματισμού του από τον Ηλία Κουλουβάτο, που θεώρησε πως μ’ αυτό το έργο θέλησε να τον γελοιοποιήσει. Η δίκη του Κουλουβάτου, ο οποίος πυροβόλησε τον Σκίπη τραυματίζοντας τον βαριά, στάθηκε μια από τις πιο σημαντικές φιλολογικές δίκες που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα.
Ο Σκίπης το 1922 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1928 ταξίδεψε στις ΗΠΑ, όπου έδωσε διαλέξεις και το 1929 διορίστηκε γραμματέας της Σχολής Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Για ένα διάστημα υπήρξε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης και το 1946 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το σπίτι του στην Αθήνα έγινε πόλος έλξης για τους λογοτέχνες και τους διανοούμενους της εποχής που αποτέλεσαν τον κύκλο της Φιλολογικής Συντροφιάς της Καλλιθέας κι ο δρόμος πήρε το όνομά του.
Έλληνας δημοτικιστής ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός, μεταφραστής, δημοσιογράφος κι ακαδημαϊκός. Νυμφεύτηκε τη Σαρλότ Λεκλέρ (Charlotte Leclair) στο Rognac της Προβηγκίας και το 1917 απέκτησε μία κόρη, τη Μαργαρίτα Σκίπη μετέπειτα σύζυγο Παννέκ, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1946 κι απέκτησαν 4 παιδιά. O γιος της Πασκάλ Παννέκ, εγγονός του ποιητή, απέκτησε σπίτι στη Σκόπελο την οποία επισκέπτεται μαζί με την κόρη του Λιζόν Πενέκ. Ο Γεώργιος Σκίπης, ο παππούς του Σωτήρη Σκίπη από την πλευρά του πατέρα του, κατάγονταν από το Αργυρόκαστρο της Βορείου Ηπείρου. Έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και πήρε μέρος στις μάχες στο Μεσολόγγι. Όταν αποφασίστηκε η έξοδος πυροβόλησε τις δύο κόρες του, για να μη πέσουνε στα χέρια των Τούρκων, ενώ είχε απομακρύνει στα Επτάνησα τη σύζυγο και τον γιο του. Οι Τούρκοι βρήκαν τις κοπέλες αιμόφυρτες, τις πήραν μαζί τους κι αργότερα τις πάντρεψαν με μπέηδες στην περιοχή της Θεσσαλίας. Πατέρας του ποιητή ήταν ο αξιωματικός του Στρατού Ευάγγελος Σκίπης, που γεννήθηκε στο Αγρίνιο, ενώ η μητέρα του ποιητή κατάγονταν από την Ιθάκη. Ο Ευάγγελος Σκίπης, αναζητώντας τις αδελφές του εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου ο Σωτήρης Σκίπης και τα αδέλφια του, ο Γεώργιος κι ο Σπυρίδων καθώς κι η μονάκριβη αδελφή τους, έζησαν στο σπίτι της Νοϊλέ, μιας από τις αδελφές του πατέρα τους.
Ο Σωτήρης παρακολούθησε μαθήματα Μέσης εκπαιδεύσεως στη Λάρισα, όπου σώζεται η βαθμολογία του στο εκεί Γυμνάσιο και το 1895 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις σπουδές του, ενώ με τη κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 όλη η οικογένεια εγκατέλειψε τη Λάρισα. Τον Σεπτέμβρη του 1901, όταν έκλεισε η Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου, ως ερασιτέχνης ηθοποιός ο Σκίπης ανήκε στο Θεατρικό όμιλο της Νέας Σκηνής του Χρηστομάνου, μαζί με τους Μήτσο Μυράτ, Διονύση Δεβάρη, Άγγελο Σικελιανό, τη Κυβέλη Αδριανού και την Ελένη Πασαγιάννη. Το Γενάρη του 1902 έπαιξε στο έργο του Τολστόϊ Το Κράτος του Ζόφου μαζί με τους Πασαγιάννη, Ξανθάκη, Κυβέλη, Ραυτόπουλο κι άλλους. Το 1904 συνεργάστηκε με τον Αρίστο Καμπάνη για την έκδοση ως το 1906, του περιοδικού Ακρίτας, από όπου πρωτοπαρουσιάστηκαν οι Βάρναλης και Σικελιανός. Στις 20 Οκτώβρη 1919, με αφορμή απόφαση του δημάρχου Αθήνας έγραφε στην εφημερίδα το Σκριπ:
“Άξιος συγχαρητηρίων έγινε ο κ. Δήμαρχος, ο οποίος αποφάσισε την ανέγερσιν πολλών περιπτέρων εις τας Αθήνας, τα οποία θα εκχωρήσει εις τους τραυματίας του πολέμου ή εις τα μέλη φονευθέντων πολεμιστών. Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως αμέσως εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν διά αυτών και θα εύρουν πόρον ζωής πλείστοι ανάπηροι των δύο πολέμων. Θα εξαπλωθή διά του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίον. Και θα γίνουν αιτία όπως αι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις κουνηθούν λιγάκι και μιμηθούν λιγάκι την πρωτεύουσαν“.
Επισκέφτηκε ακόμη στην εγγύς Ανατολή, την Ευρώπη και το 1928 στις ΗΠΑ, όπου έδωσε διαλέξεις. Το 1927 ο εκδοτικός οίκος Αγών που διατηρούσε στο Παρίσι, εξέδωσε τον τόμο Διηγήματα της πεζογράφου Ιουλίας Περσάκη. Διετέλεσε από το 1920 μέχρι το 1925 Τμηματάρχης της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών και από το 1929 μέχρι το 1944 Γενικός Γραμματέας της Ανώτατης Σχολής των Καλών Τεχνών. Στη κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ Διανοουμένων-Καλλιτεχνών και τον Απρίλη του 1943 στην κηδεία του εθνικιστή λογοτέχνη Κωστή Παλαμά, αποχαιρέτησαν ποιητικά μαζί με τον εθνικιστή λογοτέχνη Άγγελο Σικελιανό, τον Έλληνα εθνικό ποιητή, ενώ μετά την απελευθέρωση, δημοσίευε κείμενα στις εφημερίδες Ριζοσπάστης και Ρίζος της Δευτέρας, ενώ το 1952 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, που τη θεωρούσε 2η πατρίδα του. Στην Ελλάδα διατηρούσε σπίτι στη Καλλιθέα, όπου συγκεντρώνονταν λογοτέχνες και διανοούμενοι που αποτελέσανε τον κύκλο της Φιλολογικής Συντροφιάς της Καλλιθέας. Το όνομά του περιλαμβάνεται μεταξύ των 244 σημαντικών ιστορικών προσωπικοτήτων στον κατάλογο των Μασόνων που δημοσιοποίησε στις 19 Μάρτη 2006 η Μεγάλη Στοά της Ελλάδος.
Ο Σκίπης, μαζί με τον Εφταλιώτη και το Ψυχάρη, ανήκει σε κείνους που πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στη Γαλλία. Αν κι από το 1906 ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη, Ρωσία, καταστάλαξε στη Προβηγκία κι η ζωή του μοιράστηκε ανάμεσα σε Αθήνα και Μπαστιάνα. Υπήρξε πολυγράφος και διακρίθηκε για την έντονη λατρεία της εθνικής μας ιστορικής παράδοσης. Έγραψε ποιήματα, κριτικά δοκίμια, μελέτες, μετέφρασε Ησίοδο κι από ξένους Μορεάς, Κιτς, Ομάρ Καγιάμ. Διέσωσε και περιέγραψε ένα περιστατικό από το οχυρό του Μπιζανίου, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, όπου… “Ενας τουρκαλβανός φρουρός προσέγγισε φοβισμένος τον δικό μας φρουρό, με όχι εχθρικές διαθέσεις. Δεν τον απειλούσε, του ζητούσε λίγο ψωμί γιατί όπως λέει, ‘εμείς δεν τρώμε παρά καλαμπόκι. Επόθανα στη πείνα ο μαύρος‘. Με προφυλάξεις αλλά και με τη συμφωνία να μη τονε πειράξει ο δικός μας φρουρός, καταφέρνει κι αποκτά μια ολόκληρη ελληνική κουραμάνα. Κατόπιν ο Τουρκαλβανός αποχαιρετών δια θερμής χειραψίας τον φιλόξενο Κρήτα, εθεώρησε καλόν να του υπενθυμίση την συμφωνίαν. Κοίταξε να μη μου τη σφυρίξης από τη πλάτη τώρα που θα φύγω… Άιντε στο καλό και μη σε μέλλει. Αύριο στον πόλεμο τα ξαναλέμε. Και πραγματικώς την άλλην ημέραν εις μίαν ορμητικήν έφοδον του στρατού μας, το Κρητικάκι είχε καρφώσει με την ξιφολόγχην του κάποιον, ο οποίος τον εκάλει με το όνομά του και τον καθικέτευε να τον λυπηθή. Ήτο ο φιλοξενηθείς τουρκαλβανός. Βλέπεις τα αδελφέ; Στο ‘ταξα. Μα δεν θα ξεχάσω πως είμαστε φίλοι. Και σκύψας έκλεισε συγκεκινημένος τους οφθαλμούς τού εκπνεύσαντος εχθρού του“.

Εξέδωσε συνολικά 26 ποιητικές συλλογές. Μετέφρασε ποιήματα Γάλλων κι Άγγλων ποιητών και τα Ρουμπαγιάτ του Πέρση Ομάρ Καγιάμ. Επίσης έγραψε στα Γαλλικά διάφορα έργα κι ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων. Τέλος ασχολήθηκε με το θέατρο, έγραψε επιθεωρήσεις, δράματα και κωμωδίες, που παραστάθηκαν στο ελληνικό θέατρο. Η ποίησή του ήτανε λυρική όσο και δραματική. Μπορεί να καταταχθεί υφολογικά στο όριο της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Με τον όρο αυτό (ή τον όρο Γενιά του 1880) αναφέρονται οι Έλληνες ποιητές που επιχείρησαν να διαφοροποιηθούν από τον Ρομαντισμό της προηγούμενης περιόδου. Χαρακτηριστικά αυτής της Σχολής ήταν χρήση δημοτικής γλώσσας, η επιλογή θεμάτων της καθημερινότητας, η αποφυγή του άσκοπου λυρικού στόμφου και τα σύντομα στροφικά σχήματα. Μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη αυτής της Σχολής έπαιξε η ανάπτυξη της Λαογραφίας που τους πρόσφερε νέα θέματα από την ελληνική παράδοση κι ιστορία. Τα νεώτερα μέλη της επηρεάστηκαν κι από το ρεύμα του Παρνασσισμού και του Συμβολισμού. Σημαντικοί εκπρόσωποι ήταν οι Παλαμάς, Δροσίνης, Καμπάς, Σουρής, Πάλλης, Εφταλιώτης, Χατζόπουλος, Μαλακάσης κ.ά.
Σ’ ένα φιλολογικό σωματείο που ‘ταν μαζεμένοι ο Μωραϊτίνης, ο Μαλακάσης, ο Πορφύρας, ο Εφταλιώτης και ο Δροσίνης μπήκε άξαφνα ο Σκίπης, φωνάζοντας:
–Πώς συγκεντρωθήκατε χωρίς τον… ηγέτη σας;
Όλοι φυσικά γέλασαν. Μόνο ο Μωραϊτίνης εστάθηκε σοβαρός και ρώτησε τον Σκίπη.
–Γιατί έχεις αλάτι στα φρύδια σου;
–Αχ, άστα Τίμο μου, του λέει ο Σκίπης. Όταν ιδρώνω βγάζω αλάτι…
Κι ο Μωραϊτίνης με το υπέροχο χιούμορ του.
–Μωρέ τί μου λες; Κι εγώ σε νόμιζα τόσον καιρό για ανάλατο!
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ::
* Παράσημο της Instruction Public et des Beaunex Arts (Officier de l’ Instruction Public) 1919,
* Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων, 1923,
* Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής (Legion d’ Honneur) 1927 από το Γαλλικό κράτος
* Βραβείο Γαλλικής Ακαδημίας, γραμμένη Γαλλικά Ανθολογία (Anthologie), ποιήματα μεταφρ. των Philéas Lebesgue & Andre Castaniou,
* Δίπλωμα της École Palatine Avignon-Institut d’ Etudes Méridionales (Diplome d’ Associé) το 1927,
* Στις 12 Μάρτη 1945 υπέβαλε αίτηση για την έδρα της Λογοτεχνίας κι εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, το 1946, στην έδρα της Λογοτεχνίας που κατείχε πριν ο Παλαμάς. Η εκλογή αυτή προκάλεσε ποικίλα σχόλια, δεδομένου ότι συνυποψήφιοι του ήταν ο Καζαντζάκης κι ο Σικελιανός. Ο εναρκτήριος λόγος του είχε θέμα Κωστής Παλαμάς.
ΈΡΓΑ:
Ποιήματα
Τραγούδια της ορφανής (1900)
Σερενάτα των λουλουδιών (1901)
Silentii Dissolutio (1903)
Η μεγάλη αύρα (πρώτη σφραγίδα) [1908]
Juvenilia (1909)
Ανθολογία (1922, επιλογή ποιημάτων, πήρε το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας)
Λουλούδια της μοναξιάς (1927)
Κάλβεια μέτρα (δεύτερη σφραγίδα) [1909]
Ο απέθαντος (πέμπτη σφραγίδα) [1909]
Τρόπαια στην τρικυμία (έβδομη σφραγίδα Α΄) [1910]
Παιάνες (Βιβλίο πρώτο) [1941]
Απολλώνιον άσμα (1919)
Αιολική άρπα (1922, με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς)
Μέσ’ απ’ τα τείχη (το 1943 κυκλοφόρησε κρυφά σε χειρόγραφη έκδοση, κανονικά κυκλοφόρησε το 1945 με ξυλογραφίες του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου)
Η Ελλάδα δεσμώτρια (1943)
Κασταλία κρήνη 1900-1950 (1950, επιλογή ποιημάτων 2 τ.)
Λυρικό Ημερολόγιο (1948)
Μικροί περίπατοι (1919)
Προτού ν’ αράξουμε 1910-1924 (1924)
Προσφυγικοί καϋμοί (1924)
Γαλάζια μεσημέρια (1927}
Ανθεστήρια (1928)
Κολχίδες (1931, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών)
Λιμάνια και σταθμοί (1938, επιλογή ποιημάτων 2 τ.)
Πεζά
Ιντερμέδια (1941, διηγήματα)
Δίχως φτερά (1918)
Μελέτες
Ο ελληνισμός (1918)
Κάτω απ’ το δέντρο της ζωής. Στοχασμοί κι αφορισμοί (1936)
Οι μικρές Ελλάδες (1918)
Επίλογοι (1922, 1ος τόμος)
Προβηγκία (1940)
Ποιητικά θέματα (1940)
Διονύσιος Σολωμός (1943)
Ο Ελληνικός πολιτισμός, ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Σ. Σκίπη εις την Ακαδημίαν Αθηνών την 19η Μάρτη 1947
Θεατρικά
Αγιά Βαρβάρα (1909)
Οι τσιγγανόθεοι (1910)
Ξεφαντώματα (1914)
Ο γύρος των ωρών, ονειρόδραμα σε πέντε μέρη και πρόλογο (1911)
Ο γύρος των ωρών, κωμωδία (ένα μέρος) [1905]
Η νύχτα της πρωτομαγιάς (1909)
Θέατρο και πρόζα (1910)
Χριστός ανέστη (1923)
Οι Πέρσες της Δύσεως (1928)
Κυρά Φροσύνη (1929)
Ο μπέμπης θέλει παντρειά (1934)
Προμηθέας (1948)
Μεταφράσεις
Ησιόδου Έργα & Ημέραι
Ομάρ Καγιάμ Τα ρουμπαγιάτ (1923)
Ζαν Μορεάς Στροφές (1915)
Κητς Ο Ενδημίων (1923).=============================
Αθήνα
Ω Αθήνα γλυκειά!..
Ω Αθήνα γλυκειά! Το χειμώνα σου
ονειρεύουμαι πάλι, όταν πιάνη
η βροχή ξαφνικά, κι απ’ τους δρόμους σου
οι διαβάτες σκορπίζουν με βία.
Σε μαρκίζα αποκάτω κατάκλειστου
μαγαζιού θεναβρώ καταφύγιο,
κι ώρες μόνος θα μείνω,
το βρόχινο το θλιμμένο ν’ ακούσω τραγούδι…
Α βροχή ! Ποιών φωνών πολυαγάπητων
την ηχώ τη σβησμένη μού φέρνεις;
Ποια ευτυχία μακρυνή, που δε βάσταξε;
Ποιόν καημό, που ποτέ δεν πεθαίνει;
…Μια φορά απ’ το παράθυρο σ’ άκουγα
του σπιτιού μου, ω βροχή της Αθήνας,
που του σφάλησε ο Χάρος τη θύρα του
και το εσκέβρωσε η Μοίρα για πάντα…
Μα Τι Νοιάζει
Όπου πας κι όπου στρέψεις τη μοίρα σου
δεν ξεφεύγεις! Οι μέρες μας είναι
υφασμένες με τέτοια κλωστή,
τη χαρά νʼ ακολουθά πάντα η λύπη.
Μα τι νοιάζει! Τη λύρα τα δάχτυλα
ας μην παύουν νʼ αγγίζουν. Κι ας έρθουν
τα τραγούδια θλιμμένα ή χαρούμενα,
για μας όλα καλόδεχτα θα ʽναι.
Είνʼ ωραίο το πρωί, το παράθυρο
σαν ανοίγεις, να βλέπεις το φέγγος
της πιο ξάστερης μέρας κι ανάσταση
να θαρρείς πως η φύση γιορτάζει.
Μα παρόμοια είνʼ ωραίο όταν της θύελλας
το στριγκό γροικάς θούριο και πέρα,
η αστραπή αγριεμένη, το μέτωπο
το θόλο τʼ ουρανού στεφανώνει.
Στην Παλιά Μας Γωνιά
Στην παλιά μας γωνιά, που αγαπούσαμε,
ένʼαπόγευμα κρύο του Νοέμβρη,
καθισμένοι, απʼτα τζάμια θωρούσαμε
τʼωχρό φως και τα κίτρινα φύλλα.
Μα προπάντων το βλέμμα σου εκάρφωνες
στα μαλλιά μου, που αρχίσαν νʼασπρίζουν,
κʼεγώ πρώτη φορά τώρα εξάνοιγα
του μετώπου σου κάποιες ρυτίδες.
Την κρυφή μου τη σκέψη δε ζήτησες
να σου εκφράσω∙ ουτ εγώ την αιτία
της πικρίας σου να μάθω δε ρώτησα,
που είχε ξάφνου χυθεί στη μορφή σου.
Ώς που τέλος το σκότος μας έζωσε
του βραδυού και δε βλέπαμε πλέον
ο ένας του άλλου τα δάκρυα, οπού εχύναμε
για τη νιότη μας που είχε πεθάνει.
Στον Κωστή Παλαμά
Μες από τα κάγκελα τ’ αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ’ τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα
από τις τόσες συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί
που μας σκοτώνουν έναν-ένα,
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ’ Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Άσπρα Καράβια
Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας
θα κόβουν δρόμο, κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό,
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο.
Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει
και θ’ αρμενίζουν, ω χαρά μας,
ίσα στο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας.
Ήρθες Εψές…
Ήρθες εψές στον ύπνο μου
και μου ψιθύρισες
πως απ’ τα ξένα μάνα μου
εξαναγύρισες
Τρέχω ο καλός να σε δεχτώ
μπρος στ’ ακρογιάλι σου
Να γείρω όπως κι έναν καιρό
μες στην αγκάλη σου
Μα βρίσκω ολέρμο το γιαλό
κι έρμα τα κύματα
και παίρνω το δρομί και πάω
πέρα στα μνήματα
Ήρθες εψές στον ύπνο μου
και μου ψιθύρισες
κι από τα ξένα μάνα μου
δεν ξαναγύρισες…