Βιογραφικό
Ο Αντώνης Τραυλαντώνης, Έλληνας εκπαιδευτικός και λογοτέχνης, που το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνης Χρυσικόπουλος, γεννήθηκε στις 21 Μάη 1867 στο Μεσολόγγι και πέθανε το πρωί της Κυριακής 17 Γενάρη 1943 στον Ευαγγελισμό, στην Αθήνα, καταβεβλημένος από τις κατοχικές κακουχίες. Τάφηκε στο νεκροταφείο της τότε κοινότητας και σημερινού Δήμου Ζωγράφου, που του παραχώρησε τάφο τιμής ένεκεν. Ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.
Γονείς του ήταν ο έμπορος Κωνσταντίνος Χρυσικόπουλος κι η Κυράνα Χρυσικοπούλου, ενώ είχε 2 αδέλφια το Νικόλαο Τραυλαντώνη και τη Βασιλική, μετέπειτα σύζυγο του φαρμακοποιού Στέλιου Μανιαρίζη φαρμακοποιού στη Κέρκυρα, προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Κερκυραίω, που διατέλεσε και Δήμαρχος Κέρκυρας, ενώ στη πόλη είχαν μετακομίσει ο αδελφός κι η μητέρα του, που πεθαίνοντας τάφηκε κεί. Τους γονείς του είχε στεφανώσει κι είχε βαπτίσει και τον Αντώνη, ένας θείος του λογοτέχνη Μιλτιάδη Μαλακάση. Πέρασε τη βασική εκπαιδευση στο Μεσολόγγι κι αποφοίτησε το 1879-80 από το Γυμνάσιο Μεσολογγίου με βαθμό Κάλλιστα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα, ενώ παράλληλα μελέτησε ιταλικά, γαλλικά και γερμανικά. Στη διάρκεια των σπουδών του στη Βασική, τη Μέση και την Ανώτατη εκπαίδευση χρησιμοποίησε το πατρικό του επίθετο, όμως στη Στρατολογική Υπηρεσία είναι καταχωρημένος ως Τραυλαντώνης, επώνυμο που χρησιμοποίησε στη συνέχεια.
1η Οκτώβρη 1888 κατατάχθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, [αριθμός μητρώου 1117 του Δήμου Μεσολογγίου, κληρωτός 1898], τον Ιούλιο του 1889 έγινε έφεδρος ανθυπολοχαγός κι απολύθηκε στις 8 Ιουνίου 1890. Στις αναμνήσεις του από αυτή τη περίοδο, στηρίχθηκε το έργο του Διετής Θητεία. Στη διάρκεια της ζωής του επιστρατεύτηκε 3 φορές, αρχικά στον πόλεμο του 1897 κι υπηρέτησε από τις 18 Απρίλίη ως τις 24 Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, στους Βαλκανικούς Πολέμους, από τις 18 Σεπτέμβρη 1912 ως τις 2 Σεπτέμβρη 1913 όταν υπηρέτησε ως έφεδρος υπολοχαγός και τέλος στην επιστράτευση του 1915, που υπηρέτησε από τις 20 Σεπτέμβρη 1915 ως τις 24 Ιουνίου 1916 με το βαθμό του έφεδρου λοχαγού.
Διορίστηκε 1η φορά στη δημόσια εκπαίδευση στις 8 Αυγούστου 1890 στην Αθήνα όπου παρέμεινε μέχρι τις 3 Ιουλίου 1891, όταν μετατέθηκε στο Μεσολόγγι κι υπηρέτησε από τις 10 Αυγούστου 1892 έως τις 3 Αυγούστου 1893 που μετατέθηκε στα Ιωάννινα. Παρέμεινε στην υπό Τουρκική κατοχή πρωτεύουσα της Ηπείρου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1896, ήτανε διευθυντής της Ζωσιμαίας Σχολής και στη συνέχεια αποσπάστηκε στη Μερσίνα της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, όπου αναφέρεται ότι εκφώνησε λόγο στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, ως το τέλος Αυγούστου 1897, που τοποθετήθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου είχε μαθητή και το Διονύσιο Κόκκινο, μετέπειτα κορυφαίο ιστορικό. Στις 5 Μάρτη 1899 μετατέθηκε στη Λάρισα, στις 22 Σεπτέμβρη 1899 στη Μεσσήνη και από τις 17 Αυγούστου 1900 ως τις 2 Σεπτέμβρη 1910 υπηρέτησε στη Κέρκυρα. Στις 2 Σεπτέμβρη 1910 μετατέθηκε στο Αίγιο, όπου εκφώνησε λόγο στα εγκαίνια της Σχολής του Λαού και συνυπηρέτησε μέχρι τις 25 Ιουλίου 1911 με τον ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη. Τον Ιούλιο του 1911 διορίστηκε μέλος του Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου για τη δημοτική Εκπαίδευση, ενώ στις 12 Μάη 1914 διορίστηκε μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου. Παρέμεινε στη θέση αυτή έως τις 30 Μάη 1925, όταν αποσύρθηκε από τη Δημόσια Εκπαίδευση. Στην ουσία υποχρεώθηκε σε παραίτηση πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας καθώς δεν διέθετε τίτλο σπουδών από Πανεπιστημιακό ίδρυμα του εξωτερικού, που κρίθηκε απαραίτητος για τη θέση.
Η χρήση του ονόματος Τραυλαντώνης ή Χρυσικόπουλος, αποτέλεσε την αφορμή να κατηγορηθεί ότι δεν είχε πτυχίο από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, καθώς στο μητρώο των αποφοίτων της Σχολής, δεν υπήρχε πτυχίο στο όνομα Τραυλαντώνης. Το Υπουργείο Παιδείας εξέτασε την καταγγελία και μετά την απολογία του που απέδειξε τη ταυτότητα των 2 ονομάτων, δέχθηκε τη συγγνώμη του τότε Υπουργού. Αναδείχθηκε από τους σημαντικότερους εκπαιδευτικούς της εποχής του κι ήταν μέλος του στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο από την ίδρυση του το 1914 κι εργάστηκε για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων και την ανανέωση των παλαιών νεοελληνικών αναγνωσμάτων.
Σεμνός και μοναχικός, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1890, δημοσιεύοντας διηγήματα στην εφημερίδα Αττική, ενώ από το 1892 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Άστυ, στην οποία δημοσίευσε το πεζογράφημα Διετής Θητεία. Το 1895 δημοσίευσε στο Άστυ τη νουβέλα Η Εξαδέλφη, με την οποία έγινε ευρύτερα γνωστός. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κλεάνθης ή το όνομά του συνεργάστηκε με τις εφημερίδες και τα περιοδικά Παρνασσός, Εστία, Ανάπλασις, Τέχνη, Εθνική Αγωγή, Γράμματα Της Αλεξανδρείας, Ελεύθερο Βήμα, όπου δημοσιεύθηκε το μυθιστόρημα Η Κόρη Του Προδότη και Λαογραφία. Για το λογοτεχνικό του έργο η Ακαδημία της Αθήνας τον βράβευσε το 1931, με το βραβείο Δημήτρης Βικέλας.
Έζησε τα τελευταία χρόνια του στο σπίτι του στην οδό Αθηνογένους 29, που σήμερα φέρει τ’ όνομά του, στον τότε συνοικισμό Ζωγράφου. Τα χρόνια αυτά ήτανε πολύ δύσκολα για τον ίδιο, καθώς τον μάστιζαν οι ασθένειες, αλλά κι οικονομική στενότητα, με συνεπακόλουθα τη πείνα και τις πάσης φύσεως κακουχίες, ενώ το 1940 πέθανε ο ανιψιός του Σταμάτης Μανιαρίζης, στρατιωτικός γιατρός-φύλακας άγγελός του και βυθίστηκε σε θλίψη. Οι στερήσεις, η πείνα της κατοχής κι η αβιταμίνωση του προκάλεσαν σημαντικά προβλήματα υγείας. Όπως προκύπτει από επιστολές του των ετών 1942-43, ήταν ήδη από το 1938 “…καταδικασμένος σε ακινησία…”, όπως αναφέρει σε επιστολή του στο Μιχάλη Μαντούδη.
Τα προβλήματά του άρχισαν με συνεχείς εμετούς για τους οποίους νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός αλλά και στη Πολυκλινική Αθηνών όπου είχε γιατρό τον Ανδρέα Αλιβιζάτο, που τον υπέβαλε σε θεραπεία με ατροπίνη. Στη συνέχεια παρουσίασε παραλυσία κάτω άκρων, την οποία ο νευρολόγος Πατρίκιος στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός χαρακτήρισε πολυνευρίτιδα και του επέβαλλε θεραπεία με ηλεκτρισμό, μασσάζ κι ενέσεις μπεταξίνης. Αργότερα χειρουργήθηκε από γάγγραινα σε παλιό τραύμα από το στρατό και στον Ευαγγελισμό του έκοψαν το ένα του πόδι, χωρίς να καταφέρουν οι γιατροί, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της υγείας του. Το αντιμετώπισε στωικά και σε επιστολή στον ανιψιό του Γιάννη Μινιαρίζη, έγραψε “…Υπομονή, κανένα άλλο όπλο δεν έχουνε τα γήινα πλάσματα, όταν βρεθούνε σε τέτοια παντοδύναμη θεομηνία“. Διαισθάνθηκε το θάνατό του κι αποχαιρέτησε τον Μαλακάση, που αν και νοσηλευότανε βαρύτατα ασθενής, έγραψε για τον Τραυλαντώνη:
Τι λες; Σε μια γάϊτα πλιά μπασμένοι
δεν είν’ καιρός, προς τον Αη Σώστη να τραβούμε;
Κι εκεί σαν φθάσουμε άξαφνα να βρούμε
την Εξαδέλφη να μας περιμένει;
Πέθανε του Αγίου Αντωνίου το 1943. Ο Δήμος Ζωγράφου παραχώρησε τάφο τιμής ένεκεν κι ονόμασε την οδό του προς τιμή του.

Στα 1α έργα χρησιμοποίησε θέματα από την Ελληνική και Ρωμαϊκή εποχή, ενώ στα έργα του συναντάμε προσωπικές εμπειρίες κι αναμνήσεις, που μάζεψε στη περιπλάνησή του ως εκπαιδευτικός στην ελληνική επαρχία. Το έργο του γενικά διακρίνεται για το ρεαλισμό και το χιούμορ του κι είναι βασικά ηθογραφικό. Κατείχε άριστα την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα, όμως ως συγγραφέας αποστασιοποιήθηκε σταδιακά από τη καθαρεύουσα, στην οποία δημοσίευσε τα έργα Διετής Θητεία και Ολυμπία κι έγραψε σε άψογη δημοτική, διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, σημαντικότερα από τα οποία είναι:
Η Εξαδέλφη, το 1912, που μας μεταφέρει στον κυματισμό και τη μαγεία της Μεσολογγίτικης λιμνοθάλασσας. Από μαρτυρίες πιθανολογείται ότι πρόκειται για βιωματική εμπειρία, καθώς αγάπησε μακρινή συγγένισσά του που δεν τη νυμφεύτηκε, Διηγήματα [τομ. 1-2, 1921-1922], Η Κρουσταλλένια και άλλα διηγήματα, το 1922, Ηλιοστάλαχτη, το 1923, μεταφράστηκε στα Ρωσικά, Τρεις Λόγοι, το 1925, Απολογία Μισανθρώπου κι άλλα διηγήματα, το 1930, Λεηλασία Μιας Ζωής, μυθιστόρημα, το 1935.
Το έργο του Τα Μικρόβια δημοσιεύθηκε το 1931 στο Les Oeuvres Libres μεταφρασμένο στα Γαλλικά, όπως και το Γαμπρός Ζωγραφιστός γαλλικά κι ορισμένα άλλα δημοσιεύθηκαν στην Αγγλική έκδοση The Sun. Απέρριψε τη πιθανότητα να είναι υποψήφιος για Ακαδημαϊκός καθώς θεωρούσε πως “…ο Σπύρος Μελάς κατά τη γνώμη μου έχει σοβαρώτερο έργο.”, όπως έλεγε χαρακτηριστικά στο Μιχάλη Ροδά. Μεγάλο μέρος του έργου του παρέμεινε ανέκδοτο, ενώ μετά το θάνατο του στο περιοδικό Νέα Εστία δημοσιεύθηκε το ημιτελές μυθιστόρημά του Λουκάς Σαματάς, όπου το 1943 με πρωτοβουλία του Θεοδώρου Ξύδη που τα κατέγραψε, συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν. Έγραψε το 1892 το Λατινικόν Αναγνωσματάριον προς χρήσιν των Ελληνικών Σχολείων. Υπήρξε μέλος της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών. Τα έργα του Λεηλασία Μιας Ζωής το 1978 κι Η Κρουσταλλένια το 1981, γίνανε τηλεοπτικές σειρές και παρουσιαστήκαν από τη κρατική τηλεόραση.
Ο Αντώνης Τραυλαντώνης ήταν Μεσολογγίτης με πατριώτες λογοτέχνες: ήταν 8 έτη νεώτερος από τον Παλαμά και 3 έτη μεγαλύτερος από τον Μαλακάση. Μαζί με τη Πίκρα του Παλαμά και τα Μεσολογγίτικα του Μαλακάση, η Εξαδέλφη του Τραυλαντώνη μας μεταφέρει στον κυματισμό και τη μαγεία της μεγάλης Λιμνοθάλασσας. Το Μεσολόγγι ήταν τότε, όπως και τώρα, μια αξιόλογη επαρχιακή πόλη που την αγκαλιάζει η Λιμνοθάλασσα και τη κοσμεί ο δρόμος της Τουρλίδας, δρόμος περιδιάβασης και ρεμβασμού. Αυτόν τον δρόμο πορευόταν νέος ο Τραυλαντώνης, όπως διαβάζομε στο έργο του Διετής Θητεία. “Το μεγαλειώδες εσπερινόν λυκόφως και της λίμνης η παντελής ακινησία καθίστων τον περίπατόν μου εκείνον πολύ μελαγχολικόν. Ήμην κατά το σύνηθες μόνος. Προυχώρουν εις τον στενόν δρόμον τον κρεμάμενον εν μέσω του ουρανού και της θαλάσσης“.
Σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε. Τονε συναντούμε σα Χρυσικόπουλο στα μαθητολόγια του Γυμνασίου Μεσολογγίου 1879-1880 στην Β’ τάξη με βαθμολογία Κάλλιστα. Με το όνομα Χρυσικόπουλος θα πάρει αργότερα και το Δίπλωμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με Άριστα. Στη Στρατολογική Υπηρεσία όμως φέρεται εγγεγραμμένος ως Τραυλαντώνης (ίσως παρόνομα), και το όνομα αυτό θα διατηρήσει στη κατοπινή επαγγελματική του σταδιοδρομία και τη λογοτεχνία. Θα υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός και από τις αναμνήσεις της περιόδου αυτής θα προέλθει το χαριτωμένο έργο του Διετής Θητεία. Με το απολυτήριο του στρατού και το δίπλωμα της Φιλοσοφικής είναι έτοιμος “να εισέλθει εις τον αγώνα της αυθυπαρξίας“, όπως γράφει ο ίδιος.
Ακολουθεί τον εκπαιδευτικό κλάδο που τον υπηρέτησε υποδειγματικά, όπου και αν ετάχθη. Νέος, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, τον Ιανουάριο του 1897 (σημαδιακό έτος για την ελληνική Ιστορία) βρέθηκε υπηρεσιακώς στην πόλη Μερσίνα της Μικράς Ασίας, τότε που ήκμαζαν οι ελληνικές κοινότητες. Εκεί, στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, εξεφώνησε λόγο εορταστικό σημαντικότατο. Στο λόγο του βλέπει κανείς τις γνώσεις του, τον πατριωτισμό και τον ενθουσιασμό του και διακρίνει τον εκπαιδευτικό που θα λαμπρύνει την Ελληνική Παιδεία. Η υπηρεσιακή του σταδιοδρομία, αλλά κι οι συνεχείς επιστρατεύσεις των επόμενων χρόνων τον έφεραν σε πολλές πόλεις και χωριά της Ελλάδος. Μετά τον πόλεμο του 1897 υπηρετεί στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, όταν η πόλη ήταν ακόμη τουρκική. Αργότερα πηγαίνει καθηγητής στο Πύργο Ηλείας και το 1911 στο Αίγιο με Γυμνασιάρχη τον Γρυπάρη. Προήχθη στη θέση του Γυμνασιάρχη κι αργότερα, όταν έγινε σχολικός επιθεωρητής, μετετέθη στη Κέρκυρα. Εκεί έζησε κοντά στην αγαπημένη του μητέρα και την αδελφή του Βασιλική, σύζυγο του Κερκυραίου φαρμακοποιού Στέλιου Μαναρρίζη.
Ο Τραυλαντώνης ως εκπαιδευτικός άσκησε το έργο του με έμπνευση, υποδειγματικά. Όσοι υπήρξαν μαθητές του δεν ξεχάσανε ποτέ τη διδασκαλία του (Νέα Εστία 1943). Πίστευε στη Παιδεία κι υπηρετούσε την εκπαίδευση ως αποστολή. Έταξε τον εαυτό του στη μόρφωση της ελληνικής νεότητας. Αναγνωρίζεται η αξία του και μόλις συστήθηκε το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (1914) αποτέλεσε μέλος του με διακεκριμένους συνεργάτες. Με τη διδακτική πείρα που διέθετε κομίζει νέες ιδέες και προσπαθεί να αναμορφώσει τα Νεοελληνικά Αναγνωστικά. Οι εισηγήσεις του προς το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο ήσανε πράγματι πρωτοποριακές. “Δεν πρέπει, μετά τόσης στυγνής αυστηρότητος να αποκλείεται εκ των συλλογών των Αναγνωστικών, παν λογοτέχνημα χειριζόμενον το θέμα των σχέσεων των δύο φύλων, αρκεί να το χειρίζεται μετά τέχνης αληθούς, ανωτέρας πάσης υλικής πνοής, όπως το χειρίζεται η αληθής τέχνη, η και τα ταπεινότερα και τα χυδαιότερα εξευγενίζουσα“. Ζητούσε την ανύψωση των νέων προς την αλήθεια της ζωής. Για τούτο ζητούσε την ανάγκην πνευματικής τροφής των νέων απ’ ευθείας από τις πηγές.
Η ταχεία άνοδός του κι οι προοδευτικές αντιλήψεις του γεννούν αντιδράσεις. Κατηγορήθηκε ότι δεν είχε πτυχίο! Πτυχίο στο όνομα Τραυλαντώνης δεν υπήρχε και για τούτο καλείται να απολογηθεί! Αποδεικνύεται γρήγορα η ταυτότητα των ονομάτων κι εισπράττει την συγγνώμη του Υπουργού. Αργότερα διετέλεσε και Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου μέχρι το 1926 οπότε παραιτήθηκε, πολύ πριν φθάσει στο όριο ηλικίας. Έμμεσος κι εύσχημος ο λόγος που τον ανάγκασε σε παραίτηση. Δεν είχε σπουδές στο εξωτερικό που κρίθηκαν απαραίτητες για τη θέση αυτή. Δεν είχε σπουδές στην Ευρώπη, γιατί πέρασε τη ζωή του μορφώνοντας τα παιδιά της Ελλάδας. Παραιτήθηκε, αλλά πικράθηκε πολύ. Έκτοτε έζησε στην Αθήνα, στου Ζωγράφου, χωρίς οικογένεια, με το Μεσολόγγι και τα παιδιά της αδελφής στη καρδιά του. Έζησε αθόρυβα κι απλά, με συντροφιά τους τόμους των βιβλίων του και τη λάμπα του πετρελαίου να φωτίζει τις ώρες της περισυλλογής του.
Το Εξώφυλλο του Λατινικού Σημειωματαρίου του, που το ΑΠΘ το καμε… δικό του
Ο Τραυλαντώνης υπήρξε πολύπλευρη προσωπικότητα. Είχε ευρεία αντίληψη, οξεία κριτική ικανότητα, άνεση γραφής, πηγαία αίσθηση του κωμικού κι ευφράδεια λόγου. Ήτανε φιλόλογος εξαιρετικός, ελληνιστής και λατινιστής, επίσης ιστορικός εμβριθής, γνώστης 3 γλωσσών, (γαλλικής, γερμανικής κι ιταλικής). Μεγαλόσωμος, στρογγυλοπρόσωπος με μεγάλα φωτεινά μάτια, ήταν η μετριοφροσύνη προσωποποιημένη. Μετριοφροσύνη που πήγαζε όχι από δειλία αλλά από εξαιρετική καλοσύνη κι ανθρωπιά. Γι’ αυτό, ίσως, δεν ήταν αρκετά διεκδικητικός. Θα μπορούσε να αξιώσει Πανεπιστημιακή έδρα. Δεν το επεδίωξε. Αντίκρυζε τα πάντα με τη χαρακτηριστική του μετριοφροσύνη. Όταν ο εκπρόσωπος της Σοβιετικής τότε Πρεσβείας τον επισκέφθηκε και του ζήτησε να μεταφρασθεί η Ηλιοστάλλαχτη στα ρωσικά απάντησε: “Υπάρχουν τόσα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα που πρέπει να γνωρίσετε“. Φυσικά η άδεια δόθηκε και το έργο μεταφράστηκε. Σημειώνω ότι μεταφράστηκαν γαλλικά τα Μικρόβια στα Les Oeuvres Libres το 1931, επίσης το Γαμπρός Ζωγραφιστός γαλλικά και μερικά αγγλικά στο The Sun. Δεν θέλησε ούτε καν να σκεφθεί για την υποψηφιότητα του Ακαδημαϊκού στην οποίαν τον προέτρεπε ο Ροδάς. Την απέκρουσε λέγοντας: “Ο Μελάς κατά τη γνώμη μου έχει σοβαρώτερο έργο“. Το 1931 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Βικέλα που δέχτηκε με απλότητα. Υπήρξε μέλος της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο Τραυλαντώνης γράφει κάπου: “για να νιώση κανείς και να αισθανθή τέλεια το έργο ενός λογοτέχνη πρέπει να γνωρίζει και τη ζωή του“. Περάσαμε τη διαδρομή αυτή, τώρα ας δούμε και τη λογοτεχνική παρουσία του. Ο Τραυλαντώνης παρουσιάζεται στα γράμματα με τη Διετή Θητεία, καρπό της στρατιωτικής του ζωής. Δημοσιεύεται σε συνέχειες στο Άστυ του Άννινου το 1892. Να πώς αναγγέλλει η εφημερίδα τη δημοσίευση του έργου: “Εντυπώσεις γραφείσαι υπό του εκ Μεσολογγίου νεαρού διδάκτορος της φιλολογίας κ. Αντ. Τραυλαντώνη εις γλώσσαν ανθηράν κι απέριττον, ειλημμέναι δε εκ του φυσικού χωρίς υπερβολάς και φαντασιώδη γεγονότα, είναι εις άκρον ενδιαφέρουσαι, ποικιλώταται δε εις την ανέλιξιν σκηνών και επεισοδίων“. Η συγγραφική δράση του Τραυλαντώνη διήρκεσε περίπου 40 χρόνια και κατέλειπε τους εξής τόμους διηγημάτων:
Τόμος Α΄, 1921, περιέχει σε επανέκδοση και την Εξαδέλφη. Τόμος Β΄, 1922, Η Κρουσταλλένια κι άλλα διηγήματα. Τόμος Γ΄, 1923, Η Ηλιοστάλλαχτη. Τόμος Δ΄, 1925, Τρεις Λόγοι. Τόμος Ε΄, 1930, Απολογία Μισανθρώπου και άλλα διηγήματα. Τόμος ΣΤ΄, 1935, Λεηλασία μιας ζωής, μυθιστόρημα.
Επίσης είχε δημοσιεύσει πολλά, είτε με το όνομά του είτε με το ψευδώνυμο Κλεάνθης, στον Παρνασσό, περιοδικό του ομώνυμου Συλλόγου, την Τέχνη, την Εθνική Αγωγή, τα Γράμματα Αλεξανδρείας, στη Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, όπου δημοσιεύθηκε το μυθιστόρημα η Κόρη του Προδότη κι αλλού. Επίσης κατέλειπε πολλά ανέκδοτα έργα.
Μετά το θάνατό του από τα ανέκδοτα έργα του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Εστία το σχεδόν τελειωμένο μυθιστόρημά του Λουκάς Σαματάς. Τα υπόλοιπα εξακολουθούν να μένουν άγνωστα κι αδημοσίευτα. Ο Θ. Ξύδης που τα κατέγραψε (Νέα Εστία, 1943) μας πληροφορεί ότι παρουσιάζουν ενδιαφέρον κι είναι ωριμότατα. Μεταξύ αυτών είναι το μυθιστόρημα Η Πατρική Θυσία βασισμένο σε πληροφορίες από τον Αππιανό, τον Πλούταρχο και τον Αρριανό, κι η τραγωδία Το Τέλος Του Ωραίου. Επίσης αξιοπρόσεκτα είναι τα διηγήματα: Ο Θησαυρός Μου, Πετρέλαιο – Πετρέλαιο, Ο Τροχός Της Τύχης. Διαφορετική εικόνα θα έδινε ο Τραυλαντώνης αν επιμελείτο και τελείωνε το έργο του, ειδικά αν τελείωνε τα θεατρικά του έργα.
Στα χρόνια της δημιουργικής δράσης του συνέβησαν σημαντικά πολεμικά και πνευματικά γεγονότα και σημειώθηκαν ιστορικές αλλαγές. 4 έτη πριν από τη Διετή Θητεία έχει εκδοθεί το 1888 Το Ταξίδι Μου του Ψυχάρη που ανέτρεψε τα καθιερωμένα της γλώσσας και δημιούργησε αντιδράσεις. Το γλωσσικό ζήτημα οδήγησε σε διαφοροποίηση του ελληνικού πνευματικού κόσμου. Από την μια οι δημοτικιστές -με πρωτεργάτη τον Παλαμά- κι από την άλλη οι καθαρευουσιάνοι -Μιστριώτης. Αποτέλεσμα. συγκρούσεις και διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα. Εκείνος οδεύει προς τη Δημοτική. Τα 1α έργα του (Διετής Θητεία – Ολυμπία) τα ‘γραψε καθαρεύουσα. Έκτοτε διαπιστώνει την ευελιξία της Δημοτικής και τη παραστατικότητά της και την υιοθετεί. Μια δημοτική στρωτή, ευχάριστη που διαβάζεται και σήμερα, ζωντανή και νέα.
Ο Μαβίλης, σε γράμμα του προς τον Παλαμά στις 5 Ιουλίου 1902, μεταξύ των οπαδών της δημοτικής κι ενδεχομένως ιδρυτών και συνεργατών περιοδικού Εθνικής Γλώσσας αναφέρει και τον Τραυλαντώνη. Κι ο Παλαμάς τον συναριθμεί μεταξύ των επιφανέστερων πεζογράφων μας.
Αμοιβαία η εκτίμηση: Ο Τραυλαντώνης έγραφε για τον Παλαμά: “Ο Κ. Παλαμάς πρωτοστάτει πάντοτε εις πάντα αγώνα υπέρ του ωραίου και του δικαίου με νεανικήν ορμήν” (Εκπαιδευτικά Χρονικά, 1936). Είναι δημοτικιστής χωρίς ακρότητες! Χρησιμοποιεί προ πάντων στα νεώτερα έργα του ωραία δημοτική με μερικές ιδιωματικές εκφράσεις ή λέξεις για να προσδώσει ζωηρότητα στο κείμενο. Οι ιδέες του για τη λογοτεχνία παρουσιάζουν ακολουθία με τον ηθικό χαρακτήρα του. Παιδαγωγός με την ευρύτερη σημασία έβλεπε μέσα από το έργο του δημιουργού, του συγγραφέα την ευθύνη απέναντι στον άνθρωπο. Πίστευε στην ηθική εξύψωση του ανθρώπου και την εξυψωτική αποστολή της τέχνης.
Έγραψε από το περίσσευμα της καρδιάς του. Παρ όλο που διέθετε σπουδαία μόρφωση, η καρδιά του στρέφεται προς τους ανθρώπους της επαρχίας. Μεγάλωσε στην αστική κοινωνία του Μεσολογγίου και γνώρισε την επαρχία. Γνώρισε το δάσκαλο γνώρισε την επαρχία. Γνώρισε τον δάσκαλο, γιατί τον έζησε. Ντύθηκε το χακί σε όλες τις επιστρατεύσεις και τις περιπέτειες της εποχής του. Έχει γνωρίσει την ατέλεια του ανθρώπου, αλλά δεν αποθαρρύνεται. Προσπαθεί με το χιούμορ να δείξει τα αδύνατα σημεία ή με τη καυστική σάτιρα να καυτηριάσει ελαττώματα. Οι ιστορίες αυτές της ζωής που αφορούν απλούς ανθρώπους έχουν αποδοθεί παραστατικά, αδρά, με ευαισθησία κι ειλικρίνεια. Υπάρχει διάχυτο το χιούμορ, η ειρωνεία κι η δραματικότητα, αλλά κι η ζωντανή αφήγηση κι η βαθύτερη αγάπη για τον άνθρωπο. Η τέχνη του έχει τη δύναμη να δείχνει αληθινούς τους ανθρώπους που περιγράφει. Αναγελά καταστάσεις γιατί αισθάνεται πως ήθελε να κλάψει γι’ αυτές. Είναι πίκρα συσσωρευμένη για τα άσχημα της ζωής. Μερικές φορές όμως η πικρία του τον ωθεί στην υπερβολή και ζημιώνει τη πρόθεσή του. Τύποι σαν τον Τσιριτζάνζανο (Κρουσταλλένια) ή τον Βαζούρα στη Μονομαχία, δεν μας κερδίζουν..
Αν πλησιάσουμε τα έργα του θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα εύθυμα χαριτωμένα διηγήματά του, μικρές πινελιές αληθινής ζωής, απολαυστικά στη ζωντάνια τους, που τέρπουν με την ευρηματικότητά τους ή αποδοκιμάζουν ελαττώματα με την καυστική σάτιρα. Ας δούμε μερικά: Φούρνος Πρωτοφανής όπου το τέλος είναι αναπάντεχο και θα καταπλήξει την συντροφιά των γυναικών που το ακούνε. Δόκτωρ Φούσκας με σαρκαστικές παρατηρήσεις για την κενότητα των ανθρώπων που παρουσιάζονται σημαντικοί χωρίς να είναι. Τρεις πήχες στον Παράδεισο μια ηπειρωτική παράδοση και το δαιμονικό Καταμεσήμερο στο Πηγάδι, που σαρκάζει την γυναικεία απιστία (Μεταφράστηκε Γαλλικά). Το μπαούλο ή την νύφη, Χριστούγεννα του Αμερικάνου, που κάνουν μισητή την μετανάστευση, Τα μικρόβια με μια αίσθηση του χιούμορ ανώτερη, διήγημα δυνατό, Τ’ αληθινά, Η Μονομαχία και ακόμη η Απολογία μισανθρώπου με φιλοσοφικό υπόβαθρο και βαθύτερη ψυχολογική παρατήρηση. Τέλος στην Ηλιοστάλαχτη η κοινωνική και πολιτική σάτιρα είναι φανερή. Παρουσιάζει την ταπεινή συμπεριφορά του μνηστήρα της κόρης (Ηλιοστάλαχτη), ο οποίος εξαρτά την ανάδειξή του από τους κομματικούς δεσμούς και τελικά απομακρύνεται από εκείνην. Η μορφή του διηγήματος είναι επιστολές της ηρωίδος προς τον συγγραφέα. (Μεταφράστηκε στα Ρωσικά).
Αξιόλογα είναι και τα ιστορικά διηγήματα του Τραυλαντώνη, καθώς παρουσιάζει τους ήρωές του να κινούνται με άνεση στο περιβάλλον τους. Εκεί οι ιστορικές γνώσεις του διευρύνονται. Στον Πολυέλαιο Των Βουρβώνων ιστορεί τις περιπέτειες του πολυελαίου, που γι’ αλλού προορίζετο κι αλλού κατέληξε. Στο Γαμπρό Ζωγραφιστό αναφέρεται στο Βύρωνα, όταν ήλθε 1η φορά στην Ελλάδα, κι έζησε για λίγο στα Γιάννενα του Αλή πασά. Η αθώα κόρη (Πάτρα) θα μείνει σ’ όλη της τη ζωή αιχμάλωτη από το αίσθημα που δοκίμασε αντικρίζοντας τον Βύρωνα μια και μόνη φορά. (Μεταφράστηκε στα Γαλλικά). Επίσης και το διήγημα Σωστοί Στο Μέτρο. Δεν εκθέτει ιστορικά γεγονότα, παρουσιάζει όμως πώς βίωνε η ελληνική οικογένεια το ιστορικό γεγονός του ηρωικού θανάτου.
Ενδιαφέροντες είναι επίσης από άποψης ιστορίας οι 3 λόγοι που δημοσίευσε -πολύ αργότερα από την εκφώνησή τους- στο μικρό κομψό βιβλίο με τίτλο Τρεις Λόγοι (1925) χωρίς καμμία αλλαγή. Σημαντικότατος είναι ο Πανηγυρικός για τους 3 Ιεράρχες που εκφωνήθηκε το 1897 στη Μερσίνα της Κιλικίας, τους Σόλους της αρχαιότητας. Εκεί νεότατος -όπως προανεφέρθη- στην αρχή της σταδιοδρομίας του, σηματοδοτεί το λόγο του με το απολυτίκιον των Τριών Ιεραρχών κι έτσι εισάγεται στο θέμα του. Θεωρεί τους Τρεις Ιεράρχες ως κρίκο που ένωσε τον Ελληνικό και τον Χριστιανικό κόσμο και την Μικράν Ασία σαν τον τόπο που επετεύχθη η σύγκλιση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι καθαρεύουσα, ωραία στη παραστατικότητά της κι ο πλούτος των ιστορικών γνώσεών του είναι πράγματι εντυπωσιακός. Ο 2ος λόγος με κοινωνικό περιεχόμενο εκφωνήθηκε στο Αίγιο το 1911 για τα εγκαίνια της Σχολής του Λαού κι ο 3ος στο μνημόσυνο για τους πεσόντες στο Σομόκοβο.
Το ρόλο του παιδαγωγού επιτελεί με το άρθρο του Ο Ψυχάρης εις την Ελληνικήν Διανόησιν. Τονίζει τα δημιουργικά στοιχεία του έργου του Ψυχάρη, υποδεικνύει τα τρωτά σημεία και διατυπώνει τη κρίση: “Ο Ψυχάρης γράφων ελησμόνει πολύ συχνά τον λαόν προς ον απευθύνετο, ενώ ουδέποτε ελησμόνει τους οπαδούς του” (Πειθαρχία 1929). Η μεγάλη μελέτη του για τον Ερωτόκριτο είναι υποδειγματική. Κατ’ αρχάς ασχολείται με τις τοπικές λογοτεχνίες ώστε να τοποθετήσει το έργο, προχωρεί στον ποιητή του έπους, αναλύει κι ερμηνεύει το ποίημα και χαρακτηρίζει τα πρόσωπα (Εκπαιδευτικά Χρονικά, τεύχη 26 – 27 – 28 – 29, 1926).
Τα έργα του έχουν αρχιτεκτονική: πρόλογο- κύριο μέρος – επίλογο. Έχουν εσωτερική συνοχή και διαγράφονται ευκρινώς. Ο διάλογος υπάρχει σχεδόν σε όλα τα λογοτεχνικά έργα του. Ρέει αβίαστα και φυσικά. Περιέχει κάποτε ιδιωματικές λέξεις που του προσδίνουν ζωηρότητα. Ειπώθηκε πως αν έγραφε θεατρικά θα μπορούσε να πετύχει πολλά. Έκανε κάποια προσπάθεια, αλλά έμεινε ημιτελής. Χαρακτηριστικό στα έργα του είναι ότι τη δράση διηγείται είτε ο ήρωας του έργου σαν ανάμνηση (Κρουσταλλένια – Εξαδέλφη), είτε τρίτος (Αγγελής στη Λεηλασία μιας ζωής) με τα δικά του λόγια και την ακούμε. Η δράση προχωρά στη λύση και τη παρακολουθεί ο αναγνώστης και συμμετέχει είτε με λύπη είτε με αίσθημα ικανοποίησης, αλλά πολλάκις ο λόγος του γίνεται σάτιρα που καυτηριάζει ελαττώματα ή καταστάσεις. Τονε γοητεύει ιδιαίτερα η ανάλυση της γυναικείας ψυχής. Οι περισσότερες γυναίκες στα έργα του έχουν ηθική ευαισθησία κι όλες -εκτός από τις ηλικιωμένες- είναι όμορφες. Τις περιγράφει με ζωντάνια και λεπτομέρεια. Όλες τις ομορφιές τις βλέπει και τις αισθάνεται ξεχωριστά. Και τη κλασσική που θυμίζει την Αρχαία Ελλάδα και τα αγάλματα (Ηλιοστάλαχτη) και τη χαριτωμένη που θυμίζει Δύση (όπως η Εριφύλη) και τη γοητευτική με το πάθος και το ένστικτο (όπως η Νένω) μα προ παντός την ομορφιά τη πνευματική, ουρανόφθαλμη κι αγαθή (όπως Κούλα – Κρουσταλλένια) γράφει ο Τέλος Άγρας (Νέα Εστία 1943).
Και στην διαδρομή της ζωής ο έρωτας ξεπετάγεται παντοδύναμος. Έτσι τον αντικρίζει, σαν κινητήρια δύναμη και δημιουργό της ζωής. Και πορεύεται ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί από τη περιγραφική στη ψυχογραφική ηθογραφία, (Απολογία Μισανθρώπου – Λεηλασία μιας ζωής). Η ηθογραφία του, όπως και του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα και μερικές σελίδες χωριάτικης ζωής του Θεοτόκη ήταν ό,τι γνήσιο κι ωραίο μπορούσε να αξιώσει η νεοελληνική πεζογραφία την εποχή αυτή. (Χουρμούζιος Νέα Εστία 1943). Αν πάμε στα εκτενέστερα διηγήματά του -νουβέλες- θα σταθούμε στο Μεσολογγίτικο έργο του Η Εξαδέλφη. Εκεί, μια παθητική ιστορία έρωτα, η ηρωίδα του έργου, η πανέμορφη Νένω που άλλοι τσ’ έφκιαναν τραγούδια, άλλοι ποιήματα κι άλλοι κλαίγανε δια δαύτην έχει όλη τη χάρη και την ιδιοτροπία της γυναικείας φιλαρέσκειας. Είναι μια ιστορία που ξετυλίγεται στη λιμνοθάλασσα, στο Σχοινιά, στη Θόλη και στο Λούρο. Το διήγημα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Άστυ με το ψευδώνυμο Κλεάνθης. Αργότερα εκδόθηκε από τον συγγραφέα σε βιβλίο (1912). Άρεσε πολύ στους αναγνώστες και κρίθηκε ευνοϊκότατα από τους κριτικούς της εποχής, αλλά και σήμερα γοητεύει. Ο Ροΐδης έγραψε πως είναι το πρώτο ελληνικό διήγημα που διάβασα ως το τέλος. Κι ήτανε φειδωλός στους επαίνους.
Την ιστορία, διηγείται ο Φανής, το ψαρόπουλο, στον συγγραφέα την ώρα που ο μαΐστρος εφούσκωνε το μεγάλο πανί και το πριάρι πετούσε στον αφρό κι επάφλαζε το κύμα στη χαμηλή την πλώρη. Η παρουσίαση της ψυχής του Φανή από τον συγγραφέα είναι εξαίρετη, όπως εξαίρετη και η περιγραφή της ιδιότροπης και φιλάρεσκης Νένως. Και η δράση προχωρεί μέσα από ποιητική ατμόσφαιρα σ’ έναν πονεμένο, απαγορευμένο –ήταν πρώτα εξαδέλφια- νεανικό έρωτα με θαυμάσιες περιγραφές. Ο Φανής αφοσιώνεται με καρδιά γεμάτη αγάπη, λατρεία, αθωότητα. Αισθάνεται αμαρτία όταν γονατιστός στο εικόνισμα της Παναγίας παρακαλεί να φυλάγει την Νένω του. Όμως το ερωτικό αίσθημα έχει φουντώσει. Μου φαινόταν πως ήξεραν την αγάπη μου όλα, τα πάντα, η θάλασσα, τ’ αστέρια, οι γυαλοί, τα ψάρια, τα φύκια, τα χαμόκλαδα και τα ξηρά καλάμια που είναι στρωμένα στο νησί. Και πως την αγάπαγαν όπως κι εγώ. Η Νένω αγάπησε κι αυτή τον Φανή εγωιστικότερα και ζηλότυπα, τον πρόδωσε όμως όταν η φιλαρέσκειά της εντυπωσιάστηκε από τα λόγια ενός γιατρού. Ο Φανής βρίσκει την δύναμη ν’ απομακρυνθεί για να την νοιώθει ευτυχισμένη, ώσπου έρχεται η κάθαρση, η τρομερή κι αβάσταχτη. Σήμερα φαίνεται υπερβολικά τρομερή η κατάληξη του διηγήματος. Ας μην ξεχνούμε την εποχή του.
Από πληροφορία του Μεσολογγίτη δικηγόρου κ. Μπαγιώργα μαθαίνουμε πως συνέλαβε την υπόθεση της Εξαδέλφης όταν δέχτηκε πρόσκληση στη πελάδα του Σούστα -ενός έξοχου ελληνοδιδάσκαλου συνομήλικου του Παλαμά- κι ακολούθησε διαδρομή με γάιτα στη Λιμνοθάλασσα όταν ο ήλιος έγερνε στη Δύση. Από παλιά Μεσολογγίτισσα μαθαίνουμε πως αγάπησε μακρινή συγγένισσά του που δεν τη πήρε. Συνεπώς η Εξαδέλφη είναι μάλλον βιωματική εμπειρία του. Και μήπως τον ακολούθησε μέχρι το τέλος του;
Στο άλλο Μεσολογγίτικο διήγημα, τον Καψοπόδαρο, η νεαρή Κούλα είναι η προσωποποίηση της ηθικής τελειότητας. Κανείς δεν τη γνώριζε χωρίς να την αγαπήσει, ούτε νέος ούτε γέρος, ούτε αρσενικός, ούτε θηλυκός. Η ύπαρξή της, η αβρότητα κι η ευαισθησία της, έφερε ριζική αλλαγή στον Καψοπόδαρο, τον δάσκαλο. Εκείνος ψηλός, αδύνατος, αδιάφορος και φιλάργυρος, αφορισμένος εξηνταβελόνης, όπως τον προσονόμαζαν οι μαθητές του όταν τους έδερνε, άρχισε να μαλακώνει από τη παρουσία της Κούλας στη τάξη. Αλλάζει, γίνεται προσιτός, ευπρεπισμένος αυτός ο ατημέλητος, δεν δέρνει πια τα παιδιά στη τάξη, ώσπου ο δάσκαλος φθάνει στην αυταπάρνηση, και κλείνει τον κύκλο της ζωής του έχοντας το όραμα της ευτυχίας της νεαρής κόρης. Είναι ωραίο διήγημα, δοσμένο με τέχνη και ζωντανό, με εύθυμα στοιχεία και χαρακτηριστικές απόψεις της τότε επαρχιακής ζωής.
Γυναίκα είναι η ηρωίδα και στο διήγημα η Κρουσταλλένια που ξετυλίγεται σε χωριό της Κέρκυρας. Είναι ένα ειδύλλιο που περιγράφει τον αγνό έρωτα ενός ευαίσθητου δασκάλου με σωματικό ελάττωμα και ψυχή τρυφερή, για μια μικρή, έξυπνη, όμορφη κόρη. Παρουσιάζονται δάσκαλοι καλοί και κακοί, ευσυνείδητοι ή μικρόψυχοι, παρελαύνουνε χωριάτικοι τύποι με όλη τη φτώχεια της εποχής, τύποι μίζεροι, μα κι άνθρωποι γεμάτοι αγάπη και συμπαράσταση.
Σ’ ένα χωριό της Κέρκυρας ο Σοφοκλής Γραμματίκας, ο καμπούρης δάσκαλος, δέχτηκε στο σχολείο του και περιμάζεψε ένα φτωχό ορφανό την Κρυσταλλένια και την μητέρα της. Νοιώθει, καθώς σ’ αυτήν η εξυπνάδα και η νιότη των δεκάξι χρόνων της ανθίζουν, να γεννιέται μέσα του ο έρωτας. Δεν θέλει να φανερώσει τα αισθήματά του. Πώς να το φανερώση, αυτός ο Καμπούρης στην άνοιξη της όμορφης κόρης!. Και αυτοεξορίζεται. Απομακρυνόμενος, μια σκέψη τον ακολουθεί: Κι αυτής τι της μέλλεται της άμοιρης. Είναι αξιοπρόσεκτη η ψυχολογία του δασκάλου καθώς ο ίδιος παρατηρεί και αναλύει τον εαυτό του. Η λύση έρχεται τελευταία στιγμή ευχάριστη, ύστερα από αγωνίες και περιπέτειες της μικρής Κρουσταλλένιας. Η Εξαδέλφη, η Κρουσταλλένια, η Ηλιοστάλαχτη, χαρακτηρίστηκαν μυθιστορήματα. Είναι μάλλον νουβέλες.
Το μεγάλο μυθιστόρημά του είναι η Λεηλασία Μιας Ζωής που εκδόθηκε το 1935 από τη Νέα Εστία. Το μυθιστόρημα αυτό διαβάστηκε πολύ. Ο Τραυλαντώνης γίνεται εδώ κοινωνικός παρατηρητής. Διαπιστώνει κοινωνικές καταστάσεις κι αντιλήψεις και διατυπώνει σκέψεις γι’ αυτές. Είναι καλός παρατηρητής του καιρού του και φαίνεται πως έχει ζήσει βαθιά την ελληνική πραγματικότητα. Εξετάζει το χαρακτήρα του ήρωά του, βλέπει τα δικαιώματα που έχει στη ζωή. Βλέπει την ανάγκη της αλλαγής, αλλ’ η πραγματικότητα πνίγει κάθε σκέψη για επανάσταση. Η δράση εκτυλίσσεται στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Τα πρόσωπα προσπαθούν να ζήσουνε τη ζωή του καιρού τους φέρνοντας όλες τις προλήψεις του παρελθόντος. Κύριο πρόσωπο ο Θεμελής Τράμπας ή Τλημενίδης όπως άλλαξε το όνομά του υπακούοντας στην επιταγή του εξευρωπαϊσμού και της κοινωνικής ανόδου. 2 αδελφές από το 2ο γάμο του πεθαμένου πατέρα του κι η μητριά στηρίζονται πάνω του μ’ όλες τις υλικές ανάγκες και με τις αντιλήψεις του καιρού. Εκείνος, άνθρωπος νέος, γερός, έξυπνος, επιτήδειος, καρτερικός στην εργασία και γενικότερα στη πάλη της ζωής όπως γράφει ο συγγραφέας, δεν τόλμησε να βαδίσει προς την ευτυχία της προσωπικής του ζωής. Δεν έχει τη δύναμη να παραμερίσει τις κοινωνικές συνθήκες που την κυκλώνουν και να πορευθεί προς την ολοκλήρωση της ζωής του.
Στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται η αναστατωμένη Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Με πρόσωπα που δεν μπορούν να κατανοήσουν και να προσαρμοσθούν στις νέες καταστάσεις. Παρουσιάζεται η οικογένεια ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας στο πρόσωπο του φίλου Αγγελή παρατηρεί, παρακολουθεί, σχολιάζει τη δράση, προσθέτοντας μια εύθυμη νότα στο έργο. Τέλος, ο ήρωας του έργου, ο τραγικός Τλημενίδης, πεθαίνει απογυμνωμένος από κάθε χαρά. Και το μυθιστόρημα αυτό σφραγίζεται με το επίγραμμα: Ενθάδε κείται ένας άνθρωπος θλιβερός που είχε όλες τις καλωσύνες και τις ικανότητες του κόσμου, αλλά δεν είχε την ικανότητα να οργίζεται και να επαναστατεί όταν έπρεπε. Λεηλατήθηκε η ζωή του Τλημενίδη. Μήπως λεηλατήθηκε κι η ζωή του Τραυλαντώνη από την υπερβολή της μετριοφροσύνης του, την υπερβολή της υποχωρητικότητας και την έλλειψη πείσματος; Απεριόριστη η θέλησή μας μα η δύναμή μας μηδαμινή έγραψε στους στοχασμούς του στο περιοδικό Ζωής Τέχνη. Στο προλογικό σημείωμα των Τριών Λόγων που αναφέρθηκαν χαρακτηρίζει σαν αμαρτία την δημοσίευση, που με δισταγμό αποφάσισε. Αυτή η επιφυλακτικότητα μάλλον ήταν αιτία να μείνει και τόσο έργο ατέλειωτο κι αδημοσίευτο, που θα μας έδινε την έκταση της δημιουργικής δύναμης. Μήπως τονε συνθλίβει η συνείδηση της ματαιότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων ώστε να θεωρεί μάταια και περιττά πολλά πράγματα και της λογοτεχνικής ακόμη γραφής; Ταλέντο αναμφισβήτητα είχε. Μήπως ο ίδιος μετέτρεψε τη μεγάλη δύναμη του λογοτεχνικού του ταλέντου σε ποίηση πραγματικής ζωής;
Ο Γρυπάρης, όταν συνυπηρετούσαν στο Αίγιο, του έλεγε: Εγώ γράφω ποιήματα, σύ όμως ζης ποιητικά. Και τα χρόνια περνούσαν. Ώσπου το 1940 ο θάνατος του αγαπητού ανεψιού του Σταμάτη Μανιαρρίζη τον συνέτριψε. Ύστερα οι στερήσεις της κατοχής κι η αβιταμίνωση προκαλούνε γάγγραινα σε παλαιό τραύμα κι αναγκάζονται στον Ευαγγελισμό να του κόψουνε το πόδι. Υπομονή -γράφει,- κανένα άλλο όπλο δεν έχουν τα γήινα πλάσματα, όταν βρεθούν σε τέτοια παντοδύναμη θεομηνία. Κατάλαβε ότι θα πέθαινε κι αποχαιρέτησε με συγκίνηση τον Μαλακάση, που νοσηλευόταν βαρύτατα ασθενής στον Ευαγγελισμό.
Εκείνος έφυγε, το έργο του έμεινε. Στα έργα του Μεσολογγίτη συγγραφέα εκφράζεται ζωηρή και καλοσυνάτη η ανθρωπιά. Ο αναγνώστης έχει συχνά την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει την σχέση με την κοινωνία κι ενίοτε να συναισθανθεί την ευθύνη του απέναντί της. Το έργο του Τραυλαντώνη είναι από τις ρίζες της λογοτεχνίας μας. Κι αν άλλη πορεία ακολούθησε η πεζογραφία στα νεώτερα χρόνια, οι πνευματικοί δημιουργοί ποτέ δεν αρνούνται τη δημιουργία των προγόνων, που άνοιξαν με κόπο και μόχθο τον δρόμο στους νεώτερους. Ο Κωνσταντίνος Καλλίας, που υπήρξε φίλος του, τον ονομάζει Νέστορα της Ελληνικής πεζογραφίας (Ευβοϊκά Γράμματα, 1944). Κι ο Πέτρος Χάρης έγραψε πως άφησε έργο μεγαλύτερο από τη φήμη του (Νέα Εστία, 1943). Τέλος ο Χουρμούζιος στη θαυμάσια κριτική του στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας (1943) καταλήγει: Ο Τραυλαντώνης, μας λένε όσοι τον γνώρισαν, υπήρξε ένας καλός, κάλλιστος άνθρωπος, ένας καλός, κάλλιστος δάσκαλος. Ας γίνη τρίπτυχη η ωμολογημένη καλοσύνη: Ο Τραυλαντώνης υπήρξε ένας καλός, καλύτερος ίσως απ’ ότι τον πιστεύαμε λογοτέχνης.
Μετά το θάνατό του, έργα του επανεκδόθηκαν επανειλημμένως από διάφορους εκδοτικούς οίκους: Νέα Εστία, Γαλαξίας, Κάκτος, Νεφέλη. Έτσι τελειώνει η ιστορία της ζωής του και του έργου του. Μένει η εκπαιδευτική προσφορά του κι η γλυκύτητα της λογοτεχνικής δημιουργίας του. Μένει η παντοτινή γοητεία της Εξαδέλφης. Θα τη φανταζόμαστε πάντα απόμακρη να λικνίζεται πανέμορφη στα ήρεμα νερά της Μεσολογγίτικης Λιμνοθάλασσας.
ΕΡΓΑ:
Διηγήματα – Νουβέλες
• Η Εξαδέλφη. Αλεξάνδρεια, έκδοση του περιοδικού Γράμματα, 1912.
• Διετής θητεία· Αναμνήσεις εφέδρου αξιωματικού. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Ηλία Ν. Δικαίου, 1921.
• ΔιηγήματαΑ΄. Αθήνα, Ζηκάκης, 1921.
• ΔιηγήματαΒ΄ · Η Κρουσταλλένια και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Βασιλείου, 1922.
• Δούλων ψυχές· Ηλιοστάλαχτη. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Ηλία Ν. Δικαίου, 1923.
• Απολογία μισανθρώπου και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Δημητράκος, 1930.
Μυθιστορήματα
• Λεηλασία μιας ζωής· Μυθιστόρημα. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936.
Λόγοι
• Τρεις λόγοι. Αθήνα, Ζηκάκης, 1925.===============
Τα Χριστούγεννα Του Αμερικάνου
Εκεί που με κόπο πολύν ανεβαίναμε στο λόφο του Αγίου Ισαύρου, ερώτησα τον οδηγό μου τον Παξινό.
― Γιατί αυτόν τον αδύνατο, που μας χαιρέτησε στη Φουντάνα, τον είπες Αμερικάνο;
Και ο Παξινός οδηγός μου έτυχε φλύαρος και μου διηγήθηκε ολόκληρη ιστορία.
― Να, έτσι τον λεν, Αμερικάνο, επειδήτις και πήγε στην Αμερική· έμεινε δέκα-δεκαπέντε χρόνια σ’ ένα μέρος, Παστόν, Μπαστόν, κάπως έτσι το λένε.
― Πηγαίνουν λοιπόν και οι Παξινοί στην Αμερική;
― Κάπου-κάπου κανένας. Αυτός να σ’ ορίσω έφυγε εξ’ αιτίας από μια κοπέλα π’ αγαπούσε, τζα την ξέρεις και του λόγου σου, εκείνη τη Ζαχαρένια που φωνάξαμε στην Υπαπαντή. Είδες που ‘πες του λόγου σου για την καθαριότητα του σπιτιού, ήγουν που σ’ άρεσε πολύ, και βγήκε εκείνη και μας φίλεψε κοπελίτσια, που λέμε ‘μεις εδώ, αυτά τα λουλούδια· του λόγου σου τάπες κυλάμια, κυκλάμια, κάπως έτσι.
― Όμορφη κοπέλα, αλήθεια.
― Τώρα όμορφη μ’ έξι παιδιά και με φτώχεια χειρότερη απ’ τη δική μου! να την έβλεπες αυτή τότε, εδώ και δεκάξι χρόνια και να ‘λεγες· Ζαχαρένια αλήθεια ήτανε· κόρη του παπα-Σίμου, είδες εκείνου του παπά που μας πήγε στην Υπαπαντή, που ‘πες του λόγου σου Αυτός είναι σωστός παπα-Φλέσσας.
― Και τώρα, ποιον έχει άνδρα η Ζαχαρένια;
― Έχει ένα καλό παιδί, το Παρεδρίτσι, που λέμε ημείς· έτσι το παρονομάζουμε γιατί ο πατέρας του ήτανε μια φορά πάρεδρος· τ’ όνομά του είναι Τζώρτζης Μιτσάλης, συγγενής του Δημάρχου.
― Και γιατί δεν πήρε τον Αμερικάνο;
― Έτσι· δεν τον ήθελε ο παπάς· του φαίνονταν ακαμάτης και φαντασμένος· θέλησε καλύτερα το Παρεδρίτσι· ήτανε φρόνιμο παιδί, είχε και κάμποσα δέντρα· τότε είχαμε και σοδειές ταχτικές· σου λέει, το καθημερινό του δε θα του λείψει· η κοπέλα όμως και η μάνα της η παπαδιά ήθελαν τούτον τον Αμερικάνο, να πούμε· και τούτος πάλε ζουρλαίνονταν για τη Ζαχαρένια· από μικρό παιδί την αγαπούσε· το ‘ξερε όλος ο Λογγός κι είχε να κάμει με τη ζούρλια του. Τη ζήτησε δυο τρεις φορές, δεν του την έδωκαν· ύστερα τη ζήτησε το Παρεδρίτσι, του την έδωκαν. Η παπαδιά κάτι θέλησε να πει, μα ο παπα-Σίμος δε χωρατεύει, είναι Παργινός· έπιασε την πρεσβυτέρα, της έδωκε ένα χέρι ξύλο, κι ένα γερό φοβέρισμα της Ζαχαρένιας· γίνηκαν οι αρραβώνες· ανήμερα των Χριστουγέννων ήτανε.
Και τότε ο άλλος, τούτος να πούμε ο Αμερικάνος ―Αργυρός είναι η γενιά του― γίνηκε άφαντος· μπήκε σ’ ένα καΐκι που πήγαινε στ’ Αλεύκι και τον εχάσαμε. Δυο χρόνια έκαμαν οι γονέοι του να μάθουν αν ζει. Απάνω στα δυο χρόνια ήρθε ένα γράμμα από την Αμερική στο γιατρό τον Ανεμογιάννη και ήρθε και ένα χαρτί να λάβει ο Βασίλης ο Αργυρός δέκα λίρες που τις έστελνε ο γιος του από την Αμερική, τούτος να πούμε ο Αμερικάνος. Και έλεγε το γράμμα στον πατέρα του, να τόνε συγχωρεί που έφυγε χωρίς να τον αποχαιρετήσει, και τώρα είναι καλά και έχει καλή δουλειά και με το θέλημα του Θεού θα τους συνδράμει. Και εις το τέλος ήλεγε· ας όψεται ο παπα-Σίμος, μα θα ‘ρθει μέρα να βαρέσει το κεφάλι του, σαν να πούμε για το πλούτος.
Το πήρε το γράμμα ο Αργυρός και γύρισε Γάι και Λογγό, που λέει ο λόγος, και το ‘δειχνε· πήγε στη Λάκκα, στα Μαγαζιά, στη Φουντάνα και το ‘δειχνε κι έδειχνε και τις λίρες· και ο καθένας έλεγε τα δικά του. Πήγε και στην Υπαπαντή και το ‘δειξε της παπαδιάς· φύλαξε την ώρα πο ‘λειπε ο παπάς και το Παρεδρίτσι. Η παπαδιά το ‘βαλε κατάκαρδα πως χάσανε τέτοιο γαμπρό και τα ‘βαλε με τον παπά. Από τότε έπεσε η γκρίνια στο σπίτι του παπα-Σίμου· ήρθανε και κακιές χρονιές, οι ελιές δεν έδιναν τίποτε, τσ’ επλάκωσαν και τα παιδιά, κάθε χρόνο και γέννα ―η φτώχεια, αφέντη μου, φέρνει πολλά κακά. Και μ’ όλον τούτο ο Αμερικάνος κάθε μήνα, κάθε δυο μήνες κι ένα γράμμα, κι ένα πακέτο λίρες. Ο Βασίλης ο Αργυρός κατάντησε άρχοντας μεγάλος· έριχνε δεκάρα στο δίσκο, και κάθε χρόνο και καινούργιο πλατοβράκι· όλοι το ‘βγαναν το καπέλο· καλή μέρα, κυρ-Βασίλη.
Το Παρεδρίτσι το καημένο δούλευε όσο μπορούσε, μα τι να σου κάμει! άμα δε θέλει ο Θεός! Κατάνταγε με τη δίκοπη να ψιλώνει ξένες ελιές. Καταλάβαινε και τη γκρίνια που ήταν στο σπίτι εξ αίτιας του, και της Ζαχαρένιας τα μούτρα, και της παπαδιάς τα λόγια τα φαρμακερά, όταν έβλεπε τη γυναίκα του Αργυρού με καινούργιο φουστάνι κάθε λίγο και πολύ. Κι όλο στο χειρότερο πήγαιναν ετούτοι, κι όλο περίσσευε η γκρίνια. Του το ‘δειχναν φανερά του γαμπρού πως ήτανε μετανοιωμένοι που δεν επήραν τον Αμερικάνο. Ως κι ο παπα-Σίμος τα ‘ριξε και δεν είχε εκείνα τα όφρυδα που ‘χε πριν. Περνούσανε μήνες χωρίς να δείρει την παπαδιά.
Κοντά το Πάσχα, το Παρεδρίτσι στενοχωρήθηκε πολύ που δεν είχε να πάρει ούτ’ ένα μανδήλι της γυναικός του, και αποφάσισε να δανεισθεί· μα από ποιον; οι αρχόντοι μας παίρνουν χίλια τα εκατό, και τ’ αρνί και το τομάρι· ξέπεσε στον Αργυρό, τον πατέρα του Αμερικάνου· πήγε τρέμοντας ο θλιμμένος ―δανείστηκες ποτέ σου, αφέντη; αν δανείστηκες, ξέρεις τι πάει να πει χρέος· κάλλιο ο άνθρωπος να μένει νηστικός παρά να πέφτει σε χρέος· μα ανάθεμα τις περιστάσεις, πες.
Μολοντούτο, ο Βασίλης ο Αργυρός δεν του φέρθηκε κακά· του τα ‘δωκε με δυο τα εκατό (το μήνα πα να πει) και δυο ξέστες λάδι. Χαμογέλασε μοναχά μ’ έναν τρόπο που το ‘σφαξε το Παρεδρίτσι· και φεύγοντας έλαβε την απόφαση να περιμένει ως τον Αύγουστο, κι αν η σοδειά πάει κακά, να το σκάσει κι αυτός για την Αμερική· ή να χαθεί ή να ζήσει μια σαν άνθρωπος κι αυτός.
Αλλά τι τα θέλεις, αφέντη μου! οι άνθρωποι απελπίζουν, ο Θεός δεν απελπίζει. Ας έρθει εκείνον το χρόνο μια σοδειά, ευλογία Θεού· οι γερόντοι δεν τη θυμούντανε ποτέ· άλλο να σου λέω κι άλλο να το ‘βλεπες· φύλλα δεν έβλεπες· όλο καρπός· και τι καρπός! λες και τον είχανε στο γυαλί, τεφαρίκι· χαίρονταν η ψυχή σου.
Οι φτωχοί δεν επίστευαν τα μάτια τους· το Παρεδρίτσι έκανε το σταυρό του και ―όπως ήτανε το θλιμμένο μαθημένο στη δυστυχία― από μέρα σε μέρα πάντεχε πως θα πέσουν. Μα να σου κάμει ο Θεός έναν Αύγουστο βροχερό κι ένα Θερτή χιονάτο, αλήθεια, κι ας έρθει να δώσει κάθε δένδρο κι αλεσιά· να, μα τον άγιο που μας βλέπει· κάθε δένδρο κι αλεσιά· και τι αλεσιές! μιάμιση ξέστια, δυο ξέστες, δυο και γαλόνι! Ακούς εκεί δυο και γαλόνι!
Πιάσ’ τους πίλιο τους Παξινούς και το Παρεδρίτσι το θλιμμένο. Αλέθοντας και πουλώντας, οικονομούντανε απ’ όλα· πήραν γέννημα, ντύθηκαν, έφκιασε ράσο ο πάπας, βελέσι1 η παπαδιά, άλλο βελέσι η Ζαχαρένια, ένδυσαν τα παιδιά τους ―χαρά Θεού αλήθεια. Έβλεπες τη Ζαχαρένια και γύριζε με το καλαθάκι γελαστή· γελούσε κι η παπαδιά, κι ο παπα-Σίμος πήρε όφρυδα πάλε. Και το Παρεδρίτσι καλοκάρδισε το μαύρο· είπε κι αυτό να κάμει μια φορεσιά ρούχα καλά, κι έβαλε στην πάντα εκατό δραχμές· μα άλλο είχε στο νου του· ήθελε να πληρώσει το χρέος του Αργυρού, όπου το ‘χε κρυφά από τη γυναίκα του και την πεθερά του· ο παπάς μοναχά το ‘ξερε.
Επήρε λοιπόν μια φθηνή φορεσιά, έβαλε τα άλλα στην τσέπη και πήγε στο Γάι, όπου κατοικούσε τώρα ο Βασίλης ο Αργυρός· είχε ψηλώσει βλέπεις κι αυτός και κατοικούσε στο Γάι… είχε σαν να πούμε γραφείο· ποιος; ο Βασίλης, που δεν ήξερε δυο άλφες· μα τι κάνει η λίρα, αφέντη! Πάει το λοιπόν το Παρεδρίτσι και βρίσκει τον κυρ-Βασίλη, να κάθεται σαν τραπεζίτης στο τραπέζι και να φουμάρει· μα και το Παρεδρίτσι δεν το ‘ριχνε κάτω· ξέρεις τι πα να πει να πληρώνεις χρέος και πριν λήξει μάλιστα η προθεσμία; είναι μεγάλη χαρά, αφέντη, μεγαλύτερη παρά αν δεν είχες διόλου χρεωθεί. Να πούμε την αλήθεια ο Βασίλης δεν ήτανε κακός άνθρωπος· το δέχθηκε καλά το Παρεδρίτσι.
― Ήρθα, λέει, κυρ-Βασίλη, να σου γυρίσω εκείνα τα όβολα· έκαμε ο θεός κι ευκολύθηκα.
― Μα γιατί να βιασθείς, αδερφέ, του λέει ο Βασίλης· τι ανάγκη ήτανε;
Ε, είπα, λέει το Παρεδρίτσι, καλύτερα να τα φέρω, μην έχεις κι η αφεντιά σου καμμιά ανάγκη.
Σ’ αυτό έσφαλε το Παρεδρίτσι.
― Ανάγκη, λέει ο κυρ-Βασίλης, κύριε, ελέησον· ακούς ανάγκη! Ας είναι καλά ο Αμερικάνος· (έτσι τον έλεγε κι αυτός το γιο του, από καμάρι). Και τώρα δα που θα ‘ρθει κιόλα, με το ελεύθερο να ζητάτε ό,τι θέλετε.
― Θα ‘ρθει; είπε το Παρεδρίτσι και το τσάκισε κρύος ιδρώτας.
― Θα ‘ρθει δα· δεν το ξέρεις· είναι τώρα μια βδομάδα που μου το ‘γραψε θετικά· πριν τα Χριστούγεννα θα τον έχομε στους Παξούς· μια φορά ήσαστε φίλοι· να ιδούμε τώρα θα σε γνωρίσει; Αυτός τώρα, γιε μου, άλλαξε· μας έστειλε τη φωτογραφία του εδώ και δυο χρόνια, μα δεν του ‘μοιαζε, γιατί ήταν κάπως ανήμπορος όταν την έβγαλε. Άφησε δα από γλώσσες και από κόσμο! Αυτός τρώει όλο με υπουργούς εκεί στην Αμέρικα που είναι. Του ‘χανε και μια προξενιά ―μα να μένουν εδεπά που τα λέμε― από ένα καλό πρόσωπο ―ο πατέρας της είναι, σαν να πούμε, κολονέλος― μα ξέρεις αυτός… ας είναι δα, ας έρθει με το καλό…
Ο κυρ-Βασίλης είχε όρεξη να πει ακόμα, όπως κάνουνε οι γονείς, όταν καμαρώνουνε τα παιδιά τους· μα το Παρεδρίτσι δεν είχε δύναμη ν’ ακούσει άλλα· πλήρωσε γλήγορα το χρέος· Ο κυρ-Βασίλης άνοιξε μια κασσαφόρτε3 γεμάτη λίρες και χαρτιά και του ‘δωκε πίσω το χαρτί· το Παρεδρίτσι το πήρε κι έφυγε σαν χαμένο, χωρίς να χαιρετήσει μήτε. Θα ‘ρθει, σου λέει, ο Αμερικάνος στους Παξούς! και πότε; τώρα που είδαν στο σπίτι κάποια ησυχία, τώρα που και η παπαδιά και η Ζαχαρένια κόντευαν να τον λησμονήσουν! Ε, τελείωσε· δεν το ‘θελε ο Θεός να πάρει αυτός τη Ζαχαρένια· αμαρτία έκαμε, που την αφαίρεσε από τον Αμερικάνο, και να τον έχει και φίλο! και να ξέρει την αγάπη που είχανε! κι αυτός να μπει στη μέση σαν πειρασμός να τους χωρίσει! κρίμα μεγάλο του φαίνονταν πως είχε κάμει και πεπρωμένο δεν ήταν να τη χαρεί ήσυχος· γυναίκα του την έκαμε, παιδιά έκαμε με δαύτη, μα ―το ‘νιωθε καλά το Παρεδρίτσι― το νου της και την καρδιά της δεν την είχε κάμει δική του. Αυτός ήτανε σαν τύραννος εκεί μέσα, και ο Θεός ήθελε να τον παιδέψει γι’ αυτό· και να σου! τη στιγμή που του φάνηκε πως θα ζήσει τέλος ευτυχής, αυτή τη στιγμή διάλεξε ο Θεός για να τον βασανίσει· ακριβά θα πληρώσει τη λίγη χαρά της τελευταίας χρονιάς· ο Αμερικάνος θα ‘ρθει στους Παξούς· όμορφος, καλοντυμένος, σπουδασμένος, κοσμογυρισμένος, και το μεγαλύτερο, πλούσιος, γεμάτος λίρες· θα πάει στην Υπαπαντή να λειτουργηθεί· θα ρίξει στο δίσκο λίρα· όλος ο κόσμος θα παραμερίζει και θα τον χαιρετάει· ποιος ξέρει αν δεν τον βγάλουν και βουλευτή! Και η Ζαχαρένια θα τα ιδεί όλα αυτά. Και ποιος θα κρατάει τότε την παπαδιά! Και τι θα ‘ναι αυτός, το Παρεδρίτσι, μπροστά του, με λίγες ψωροελιές, που του φάνηκε πως κάτι είναι Και τα μισόλογα ήτανε εκείνα του Αργυρού; πως τάχα ο γιος του δεν παντρεύεται, γιατί έχει στο νου του τη Ζαχαρένια; Αχ! ας έρθει και ήρθε λοιπόν! θα ιδείς τι σκυλί είναι κι αυτός· χρόνια τώρα τα βαστάει σαν γάιδαρος όλα· μα ας έρθει και ήρθε· ας ρίξει μια ματιά στη Ζαχαρένια, ας πει ένα λόγο η στρίγλα η παπαδιά, και τότε βλέπουνε τι θα πει Παρεδρίτσι απελπισμένο!
Έτσι του φαίνονταν του κακομοίρη, πως μπορούσε να κάμει κακούργημα. Μα εγώ, αφέντη, σ’ αυτόν τον κόσμο ένα πράμμα έχω καταλάβει· πως άλλοι γεννιόνται ψοφίμια, και άλλοι γεννιόνται όρνια και τρώνε τα ψοφίμια· και το Παρεδρίτσι, καθώς φαίνεται, δεν μπορούσε να γίνει από πρόβατο λύκος· μα κι ο Θεός ως το τέλος στένει τα λυκοσίδερά4 του. Όσο να φθάσει στην Υπαπαντή το Παρεδρίτσι είχανε κάπως αλλάξει τα μυαλά του, σαν να τον ησύχασεν ο δρόμος, κι έλαβε μιαν απόφασή πλιο λογική. Τώρα, σκέφθηκε, δεν θα πω τίποτα για τον Αμερικάνο, είτε έρχεται είτε δεν έρχεται· κι άμα έρθει και ιδώ πως δεν μπορούμε να ζήσομε και οι δυο στον ίδιον τόπο, το σκάζω και πάω στην Αμερική· αν έκαμε λίρες αυτός ο ακαμάτης και ξεμυαλισμένος, δεν θα κάμω εγώ! Και ήθελε στην απόφαση αυτή να ησυχάσει· μα είχε ακόμα να τραβήξει πολλά.
Σε δυο τρεις μέρες ο ερχομός του Αμερικάνου διαδόθηκε σ’ όλο το νησί· ο κυρ-Βασίλης έβαλε τρουμπέτα, που λένε· κι από Γάι ως Λάκκα άλλη κουβέντα δεν εγινότανε, μπορώ να σου πω· πως θα ‘ρθει ο Αμερικάνος, πως θα φέρει μιλιούνια, πως τρώει με υπουργούς, πως δε θέλησε να παντρευτεί στην Αμερική γιατί είχε το νου του στους Παξούς· και όλα όσα έλεγε ο πατέρας του παίρνανε δρόμο και μεγαλώνανε από στόμα σε στόμα· γιατί ο λόγος, αφέντη, είναι σαν αυτό το ρέμα· βλέπεις; στην πηγή του είναι μικρό και ήσυχο· όσο πάει μεγαλώνει, πλαταίνει, βροντάει, ακούεται μακριά και δεν παύει ν’ ακούεται, παρά όταν ξεθυμάνει στη θάλασσα, σαν να πούμε με τον καιρό. Έτσι και τότε ο κόσμος δεν είχε κρατημό. Άλλοι λέγαν να τον κάμουν δήμαρχο, άλλοι βουλευτή, και οι γονείς που είχανε κοπέλες κι είχανε κάποια χάρη, είτε προίκα, λέει ο λόγος, είτε ομορφιά, είτε τίποτε εξυπνάδα, αμέσως έβαλαν στο νου τους να τον κάμουνε γαμπρό· και δος του λιβάνια, και δος του παρακάλια του Βασίλη και της Βασίλαινας, κι αυτοί καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια.
Η παπαδιά κι η Ζαχαρένια έπεσαν να πεθάνουν· ο παπα-Σίμος δεν ήξερε τι να κάμει· καμιά φορά έλεγε στην πρεσβυτέρα του:
― Μωρή ζουρλή, τι είσαι ζουρλή, κακομοίρα; αν τον έπαιρνε τότε η Ζαχαρένια, δεν θα πήγαινε στην Αμερική και δεν θα γινότανε αυτό που γίνηκε τώρα, που να μην είχε γίνει κι αυτός και συ κι η κόρη σου αντάμα!
― Να μην είχες γίνει εσύ κι ο γαμπρός σου! το ‘λεγε η παπαδιά, και να μην είχατε βρεθεί, να πάνδρευα την κοπέλα μου όπως της άξιζε, κι όχι να μαραίνει η φτώχεια τέτοια κάλλη.
Κόπιασε τώρα να ‘βρεις άκρη με τις γυναίκες.
Το Παρεδρίτσι γίνηκε από τότε βουβό και κουφό· λες και περπατούσε χωρίς να ‘χει ζωή, όλο σκέπτονταν, σκέπτονταν και τίποτε άλλο.
Τέλος πάντων ένα απόγιομα από Κυριακή ο τηλεγραφητής έδωκε στον κυρ-Βασίλη έναν τηλέγραφο και του ‘πε καλώς να τον δεχθείς, ο γιος σου είναι στην Κέρκυρα κι έρχεται με το βαπόρι· αύριο στις δυόμιση τρεις από τα μεσάνυχτα θα ‘ναι εδώ.
Καταλαβαίνεις τι γίνηκε τότε· όλος ο Γάις στο ποδάρι· κατεβήκανε κι απ’ το Λογγό, ήρθανε κι από τη Λάκκα πολλοί· ο καφενές του Σγόμπου μήλο δε χωρούσε· κι έκανε κι ένα κρύο! παραμονές των Χριστουγέννων βλέπεις, καρδιά του χειμώνος· και όλοι αυτή την ομιλία· άλλοι βγήκανε συγγενείς του, ξαδέρφια, συμπεθέροι· άλλοι βρίσκονταν παλαιοί του φίλοι· και ο καθένας θυμούντανε ένα λόγο του ή ένα παιγνίδι ή μια διασκέδαση που κάμανε μαζί· άλλοι έδειχναν κάτι που τους είχε χαρίσει… τι κάνει ο έρμος ο παράς, αφέντη! Οι περισσότεροι λέγανε πως το ‘δειχνε από μικρός που θα γίνει μεγάλος άνθρωπος, άλλοι πάλι έλεγαν· ποιος το ‘λπιζε απ’ αυτό το παιδί! δεν εφαίνονταν, αδερφέ! Οι γυναικούλες πάλε, που ‘χανε μαζωχθεί στα γειτονικά σπίτια, λογαριάζανε την παντρειά του.
― Έρχεται, λέει, για να παντρευτεί στους Παξούς· τάχα ποια έχει στο μάτι; ποιας καλότυχης να δουλεύει η μοίρα της!
Και σιγά-σιγά λέγανε τ’ όνομα της Ζαχαρένιας.
― Μα τώρα, αυτή είναι παντρεμένη και με παιδιά.
― Ε! καλά είσαι· έλεγε η άλλη· φτάνει ένα λόγο να πει, και δεν τη χωρίζουνε τάχα! η παπαδιά, γιε μου, στέκεται απίκου5.
Άλλη πάλι, μεγαλύτερη, τους έλεγε να σωπάσουν και να μη λένε πράμματα που δεν γίνονται, γιατί είναι και αμαρτία να τα λένε. Και πού μπορώ να σου ειπώ του κόσμου τις κουταμάρες όλες! Να μην τα πολυλογούμε, η ώρα πλησίαζε· πολλοί εκοίταζαν τα ρολόγια τους και λογάριαζαν: Τώρα είναι στ’ Αλεύκι, τώρα περάει τον καβο-μπιάνκο, τώρα ξαγνάτισαν τη Λάκκα. Ο Βασίλης κι η Βασίλαινα δεν εφαίνονταν ακόμα· περίμεναν στο σπίτι τους απάνω.
Κάποια ώρα οι βαρκάρηδες ξαγνάντισαν6 το φως του βαποριού και τρέξανε να ειδοποιήσουν τους γονείς του: Έφτασε, έφτασε. Καρδιοχτύπι είχαν όλοι, και δικοί του και ξένοι.
Ο Βασίλης και η Βασίλαινα κατέβηκαν στο μώλο. Ήτανε τυλιγμένοι με γούνες Αμερικάνικες, κι ένα σωρό στολίδια· δυο τρεις πήγαιναν μπροστά με τα φανάρια· η βάρκα του Τελωνείου, για μεγαλύτερη, ήταν στρωμένη και στολισμένη με φαναράκια, μπήκανε μέσα οι Βασιλαίοι, μπήκανε και οι πλουσιότεροι από τους συγγενείς του, και πριν το βαπόρι φθάσει στην Παναγία, εξεκίνησαν· ξεκίνησαν και καμπόσες άλλες βάρκες μαζί· τώρα μιλούσανε όλοι σιγά· πού το κακό που γίνεται τις άλλες μέρες;
Το βαπόρι φουντάρησε την άγκυρα, που σπάνια φουντάρει· όλοι είπαν πως το ‘καμε για τιμή του Αμερικάνου. Με ησυχία πλησίασαν οι βάρκες· κι άμα κανείς έκανε κάπως θόρυβο, ο κυρ-Βασίλης εφώναζε:
― Ήσυχα, ήσυχα, μωρέ παιδιά, μην του φανούμε βάρβαροι, γιατί αυτός είναι μαθημένος από άλλον κόσμο. Και άλλοι λέγανε ο ένας στον άλλον: Ήσυχα, ήσυχα, μωρέ παιδιά.
Έτσι με ησυχία σαν εκείνη που δεν κάνουνε ούτε στην εκκλησία, ανεβήκανε στο βαπόρι· ανέβηκε πρώτα ο πατέρας του, έπειτα η μάνα του, ύστερα ανέβηκε ο τελώνης και κάτι άλλοι υπάλληλοι, που φοβούντανε μη γίνει βουλευτής. Ανέβηκα κι εγώ από περιέργεια με τους πρώτους, για να τον ιδώ· εγώ ήμουνα τιποτένιος άνθρωπος, θα πεις· μα είχα κι εγώ περιέργεια, βλέπεις. Εις το βαπόρι οι ναύτες δεν έκαναν τόση ησυχία κι αυτό μας φάνηκε σαν παράξενο· ως τόσο ο πατέρας του ρώτησε ένα ναυτόπουλο:
― Να σου πω, πατριώτη, πού είναι αυτός ο πλούσιος που έρχεται απ’ την Αμερική;
― Ο πλούσιος απ’ την Αμερική; δεν ξέρω, κύριε, να ρωτήσετε τον καμαρότο· είπε ο ναύτης.
Ο κυρ-Βασίλης μπροστά, η κυρα-Βασίλαινα μπράτσο και οι άλλοι ακολουθώντας, προχωρήσαμε λίγο, σκοντάβοντας σε κάθε λογής μπαγάζια του βαποριού· λίγο παρέκει, ο κυρ-Βασίλης σταμάτησε πάλι και ρώτησε δυο καλοντυμένους, που φαίνονταν επιβάτες της πρώτης θέσεως.
― Να σας πω, κύριοι· πού είναι αυτός ο πλούσιος ο Παξινός, που έρχεται από την Αμερική; ξέρετε;
― Πλούσιος Παξινός! είπε ο ένας στον άλλον· α! ναι· θα λέτε αυτόν τον άρρωστο που μπήκε στην Κέρκυρα· κάτω είναι· ρωτάτε τον καμαρότο.
― Άρρωστος! είπαμε όλοι σαν να ‘πεσε κεραυνός· άρρωστος είναι; Κι ο κυρ-Βασίλης με τη φωνή παραλλαγμένη εψιθύρισε· όχι άρρωστος και με τρεμουλιαστό βήμα προχώρησε στην πρώτη θέση.
Η κυρα-Βασίλαινα έμεινε απάνω και μεις όλοι μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας προς τη σκάλα, σα να είχανε παγώσει όλα μας τα μέλη.
Κάποια ώρα φάνηκε ο κυρ-Βασίλης σέρνοντας στο μπράτσο του σαν ένα βαρύ επανωφόρι, όπως μας φάνηκε στην αρχή στο μισοσκόταδο. Και μ’ όλον τούτο αυτός ήτανε ο Αμερικάνος, ο περίφημος Αμερικάνος, πο’ ‘παιζε με τις λίρες. Άλλο που σου τον παριστάνω, αφέντη, κι άλλο να τον είχες ιδεί τότε· τώρα κάτι σέρνεται λίγο, που τον βλέπεις· ο αέρας των Παξών τον ωφέλησε και του ‘δωκε κανένα χρόνο ζωή ακόμα· μα να τον έβλεπες τότε! μέσα από το επανωφόρι επρόβαλε ένα προσωπάκι τόσο δα, και κίτρινο σαν τες λίρες του, που να το ‘λειπαν. Και τίποτε άλλο δεν έβλεπες από άνθρωπο· ρούχα, γούνες, κακούμια7, χειρόκτια8, όσα θέλεις. Αγάλια αγάλια σύρθηκε κοντά μας και με φωνή βραχνή είπε στη μάνα του καλώς την ηύρε· εκείνη ήτανε σαν απολιθωμένη, και μόλις, όταν έπεσε στην αγκαλιά της, ξύπνησε κι άρχισε να τον αγκαλιάζει, να τον φιλεί και να κλαίει, κλάιματα δυνατά, με φωνές σα να δεχόντανε λείψανο, κι όχι γαμβρό, όπως τον επεριμέναμε.
Εμείς οι άλλοι μείναμε μακριά κάπως σαστισμένοι. Πρώτος ο πατέρας του έλαβε κάποιο θάρρος και μας είπε πως το ταξίδι τον εζάλισε λίγο τάχα πως ήτανε έτσι από τη θάλασσα· και ύστερα είπε στο γιο του:
― Να, παιδί μου· δε γνωρίζεις τους φίλους σου! τόσα χρόνια τώρα τζα, πού να τους θυμάσαι!
Κι άρχισε να λέει του καθενός τ’ όνομα. Επλησιάσαμε και μεις τότε και του πιάσαμε το χέρι· μα δύναμη δεν είχε ούτε να μας σφίξει το χέρι, ούτε να μας μιλήσει· λείψανο σωστό· μόνον έλεγε κανένα ευχαριστώ, και ύστερα είπε:
― Πάμε, γιατί κάνει κρύο.
― Πάμε, πάμε· είπε κι ο κυρ-Βασίλης, και αύριο να καλοξημερώσομε τον χαιρετάτε, παιδιά. Είναι κομμάτι ζαλισμένος από τη θάλασσα, κοντζάμ ταξίδι βλέπεις, από τον άλλον κόσμο.
Και μεις είπαμε μέσα μας:
― Και για τον άλλο κόσμο.
Καβάλα, πες, τον κατεβάσανε στη βάρκα, κι εκεί ακούμπησε απάνω στη μάνα του, και η βάρκα κίνησε σιγά σιγά για να μην τον ταράξει. Εννοείται, πριν φθάσει η βάρκα του Τελωνείου, είχαν φθάσει στη σκάλα άλλες βάρκες και είχαν δώσει την είδηση.
― Ο Αμερικάνος είναι άρρωστος. ― Ο Αμερικάνος πεθαίνει.
Πολλοί μάλιστα λέγανε και πως είναι πεθαμένος· ώστε που, όταν εφθάσαμε στη σκάλα, τους βρήκαμε όλους βουβούς και ήσυχους· μόλις άκουγες κανέναν ψιθυρισμό. Ο κυρ-Βασίλης είπε πάλι δυνατά πως είναι κομμάτι ζαλισμένος από το ταξίδι και θα πάμε σπίτι, κι αύριο με το καλό τον χαιρετάτε.
Και κίνησαν, μπροστά το λείψανο ―σαν να πούμε― και πίσω η συνοδεία βωβή, όσο που έφθασαν στη θύρα του κυρ-Βασίλη και τον ανέβασαν απάνω οι γονείς του. Τότε διαλυθήκαμε, και τότε λύθηκε και η γλώσσα μας· ε! και να ‘σουνα τότε να ‘κουγες και να καταλάβαινες τι είναι ο άνθρωπος! μηδέ κοιμήθηκε κανείς εκείνο το βράδυ! Ως το πρωί ο καφενές του Σγόμπου γεμάτος· και τι να σου πω, αφέντη! ο άνθρωπος είναι κακός· όση χαρά εφαίνονταν, όταν τον καρτερούσαν, διπλή ζωγραφίζονταν τώρα σε όλους· και θαρρώ πως τούτη η δεύτερη χαρά ήτανε η αληθινή. Και ποιος να πρωτοπεί τώρα και ποιος να πρωτογελάσει με τες λίρες και με την προκοπή της Αμερικής! Θαρρούσες πως ο καθένας απαλλάχθηκε από φοβερό βάρος που είχε στην καρδιά του και πως τώρα όλοι ένιωθαν τον εαυτό τους ευτυχή. Και ο καθένας ρώταγε τι αρρώστια να ‘χει· και ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε εις βάρος του δυστυχισμένου. Δεν είδαμε την ώρα να ξημερώσει και να ρωτήσομε τους γιατρούς:
― Τι έχει, γιατρέ, θα πεθάνει;
Και οι γιατροί απαντούσαν με αδιαφορία:
― Φθίσι φαίνεται πως είναι· από καταχρήσεις ίσως, από μεγάλους κόπους, από κακή ζωή· ίσως αν είχε έρθει πρωτύτερα θα ωφελείτο από το κλίμα· και πάλι ημπορεί να αναλάβει κάπως και να ζήσει λίγον καιρό ακόμα.
Το πρωί βγήκε και ο πατέρας του ν’ αγοράσει κότες και αυγά.
― Τι κάνει, κυρ-Βασίλη; τον ερωτούσαν.
― Καλά είναι, έλεγε ο κυρ-Βασίλης· έτσι ήτανε λίγο ζαλισμένος από τη θάλασσα· τώρα είναι καλά, πολύ καλά· αύριο, να ‘χομε υγεία, θα ‘ρθει στην εκκλησία.
Μα πού εκκλησία, πού Χριστούγεννα! Στην εκκλησία πήγε που πήγε το Παρεδρίτσι το καημένο, γερό γερό και ζωηρό. Πήγε και η Ζαχαρένια και η παπαδιά· και ―παράξενο πράμμα!― ήταν χαρούμενες κι αυτές.
Το μεσημέρι γίνηκε στου παπα-Σίμου του Κουτρούλη ο γάμος. Ο παπα-Σίμος ως τότε δεν είχε πει τίποτε, γιατί έμελλε να λειτουργήσει· όταν όμως έκατσαν στο τραπέζι κι έφαγαν και έπιε και δυο τρία κατρούτσα9 Αντιπαξώτικο, τότε του ξανακάηκε για τη γκρίνια της παπαδιάς· και μπροστά στο γαμπρό λέει:
― Σ’ άρεσε, μωρή, λέει, ο Αμερικάνος τώρα; ήθελες να τον έχεις γαμπρό; ε;
Η παπαδιά δεν έλεγε λέξη, μα ο παπάς εθύμωνε από τα ίδια του τα λόγια, κι όσο έβριζε, τόσο άναφτε, όσο που σηκώθηκε από το τραπέζι κι άρπαξε έναν πλάστη, από κείνους που πλάθουν τα φύλλα για τις πίτες, και πού την πονεί και πού τήνε σφάζει την καλή σου την πρεσβυτέρα· όσο φαρμάκι είχε ποτισθεί τόσον καιρό, το ‘βγαλε εκείνην την ώρα.
Η παπαδιά άλλο δεν έλεγε παρά ―κάτσε, ευλογημένε, του ‘λεγε· ποιος τον ήθελε άρρωστο, και ποιος είπε για γαμπρό! ας είναι καλά το παλικάρι π’ ‘χουμε να μας ζήσει· ‘σύχασε, παπά μου, κι είναι χρονιάρα μέρα· μπα! ξορκισμένος να ‘ναι κι αυτός και οι λίρες του, μας ήφερε σε σύγχυση τέτοια μέρα.
Κι όλο με το καλό τον έπαιρνε τον παπα-Σίμο, γιατί καταλάβαινε το άδικό της. Έκαμε και η Ζαχαρένια να μπει στη μέση, έφαγε και κείνη το μερδικό της· και τότε μονάχα ησύχασε ο παπάς. Κάτσανε πάλε στο τραπέζι, τους εμέθυσε όλους ο παπα-Σίμος, μέθυσε και το Παρεδρίτσι, και το βάλανε στο τραγούδι· ε! λέγανε:
Παξοί κι Αντιπάξοι
Λόντρες δεκάξη·
Γάϊ και Λογγό
Παρίσια δεκοχτώ.
Μπορώ να σου πω πως ο αληθινός γάμος της Ζαχαρένιας έγινε εκείνο το βράδυ. Και το πρωί τόσο ήτανε ευχαριστημένοι, όπου λυπήθηκαν στ’ αληθινά και τον κακομοίρη τον Αμερικάνο.
_______________________________
Το Βλησίδι
– Νὰ ‘νειρευόμουνα κἐγὼ κανένα· βλησίδι εἶπεν ἡ φιλαινάδα μου ἡ Γιαννιώτισσα, τὴν ὥρα ποῦ ἔσπρωχνε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ καφφόμπρικο μέσ’ στὴ θρᾷκα καὶ ἄρχιζε νὰ φουσκώνῃ μαλακὰ ὁ καφφές.
– Ναὔρισκα ἕνα βλησίδι σἄν τὴ Σάντα.
– Ποιὰ Σάντα;
– Αὐτήνη ποῦ βλέπεις τώρα στὰ σοκκάκια μπανταλή, σἄν ἀγρίμι, τὴ Σάντα· δὲν τὴν ξέρεις;
– Πῶς δὲν τὴν ξέρω! τὴ Σάντα, ποῦ εἶναι ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν μικρῶν παιδιῶν, ποῦ παραδέρνει ζάρκα, σὲ κακὴ κατάστασι στὰ χιόνια καὶ στοὺς ἥλιους, τὴ μπανταλο-Σάντα;
– Αἴ! αὐτήνη, γυιέ μου, ἤτανε μιὰ φορὰ κυρὰ μεγάλη στὸ χωριό της, μὰ τὸ κακό της κεφάλι, γιὰ νὰ μὴ δώσῃ στὴν Τύχη τὸ κορμπάνι ποῦ ἔπρεπε καὶ γιὰ νἆναι καὶ στερημένη τὴν κατάντησε ἔτσι ὁ Θεός, -μεγάλη ἡ δόξα του.
– Μὰ τὶ κορμπάνι; ἀπὸ ποιὸ χωριὸ εἶναι;
– Ἔτσι μὲ ρωτᾷς νὰ σοῦ τὰ λέω καὶ κατόπι μὲ κάνεις τσουμέντο[3] καὶ μοῦ λὲς τσότσο καὶ χαλασιά μου καὶ νἀντοὖχε πέσῃ ἡ καταρροή.
-Ὄχι· τώρα δὲ σὲ κάνω τσουμέντο.
– Κάμε ὅρκο.
– Βαλλαὴ ποῦ δὲ σὲ κάνω.
– Ἄλλος τζανανὲς κι αὐτός· μὰ ἄς εἶναι ἐγὼ θὰ στὸ πῶ γιὰ νὰ μὴν τὴ λυπᾶσαι· καὶ πὲς ἐσὺ ὅ,τι θέλεις· μὰ πιὲ πρῶτα τὴν καφφέ σου μὴν κρυώσῃ· στρίψε μου κἐμένα ἕνα τσιγάρο ποῦ μἀρέει μὲ τὴν καφφὲ νὰ τὸ τραβάω· Ἔτσι· τώρα τὸ λοιπόν, αὐτὴ ἡ Σάντα ἤτανε ἀπόνα χωριὸ ἐδῶ ὄξω, δὲν ξέρω. κἄν ἀπὸ τὰ Κούρεντα, κἄν ἀπὸ τὰ Γραμμενοχώρια· νὲ ἰσὲ καὶ ἤτανε λένε στὰ νειᾶτα της ὀξωτική, ὀξωτική μὺτ’ κοκκαλένια, ἀλήθεια· εἶχε καὶ μιὰν ἀδερφὴ ἄλλη, χήρα· ἐκείνη δὲν ἤτανε τόσο ὄμμορφη, μὰ εἶχε καλύτερη ψυχή· καὶ ὀρφανὴ ποῦ ἦταν, ἦταν ελεημονητίνα καὶ θεοφοβούμενη ὅσο νὰ πῆς· ἅγια ψυχή, ἀκοῦς· μοῦ τἄλεε ἡ κυραμάννα μου, π’ τσ’ τἄλεε ὁ πάππης μου ποῦ ἦταν πρωτόπαππας καὶ πνευματικός, παππᾶς πάππου πρὸς πάππου ἀπὸ ἑφτὰ ζωνάρια. Αὐτήνη ἡ ἀδερφή της λοιπὸν ἤτανε ὀρφανή, χήρα καὶ εἶχε καὶ τρεῖς τσοῦπρες τῆς παντρειᾶς. Ἡ Σάντα ἦταν μικρότερη, νεοπαντρεμμένη καὶ εἶχε μοναχά ἕνα παιδί· ὁ ἄντρας της πλούσιος δὲν ἤτανε, μὰ τὴ φύλαγε καλὰ. Μιὰ νύχτα ἡ ἀδερφή της -Ρήνκω τὴν ἐλέγανε -βλέπει ἕνα ἴνορο· πῶς τάχα μέσ’ στὸ σπίτι τῆς Σάντας, στὸ πλευρὸ ἀπὸ τὴ γωνίστρα ποῦ ἄναβαν φωτιά, ἤτανε θαμμένο βλησίδι· ἕνα βάζο γεμᾶτο ὅλο ἀπὸ ρουμπιέδες καὶ Μαχμουντιέδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ· παρουσιάστηκε ἕνας Τοῦρκος καὶ τῆς τὸ εἶπε· καὶ ὁ Τοῦρκος, ξέρεις, εἶναι ἃγιος νὰ τὸν ἰδῇς στὸν ὕπνο σου· καὶ τὴς λέει· πές το τῆς ἀδερφῆς σου καὶ νὰ σκάψετε νὰ τἄβρετε, καὶ νὰ κάμητε ἐκεῖνο ποῦ πρέπει· ξυπνάει αὐτὴ χαλασιά της μὲ χαρά, τρέχει στὴν ἀδερφή της τὴ Σάντα καὶ τῆς λέει· μωρ’ ἀδερφὴ τὸ καὶ τό· καὶ ὁ Τοῦρκος εἶνε ἃγιος· μὸν νὰ σκάψωμε καὶ νὰ χαλέψωμε, μὴν ἔχωμε κἀνένα κισμὲτ καὶ γλυτώσωμε ἀπὸ τὴν ὀρφάνια· ἡ Σάντα πόνηρη, ὅπως ἤτανε τῆς λέγει:
– Δὲ βαρειέσαι, μωρ’ ἀδερφή· ἰνόρτο ἤτανε, φαντασία σου· τὸ δικό μας τὸ κισμὲτ φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Εἶπε αὐτά, μὰ ἄλλο ἔβαλε στὸ νοῦ της· τὴ νύχτα -θὰ ἤτανε ἡ ὥρα τέσσερες τῆς νυχτὸς -κράζει τὸν ἄντρα της καὶ τοῦ λέει: τὸ καὶ τὸ μοῦ εἶπε ἡ Ρήνκω ἡ ἀδερφή μου· καὶ νὰ σκάψωμε, καλέ μου, καὶ νὰ χαλέψωμε μὴ μᾶς ἔβγῃ τίποτε κισμὲτ καὶ ἰδοῦμε κἡμεῖς μιὰ καλὴ μέρα· νὰ σκάψωμε λέει καὶ ὁ ἄντρας της. Κλειοῦνε καλὰ τὶς χαραμάδες ἀπὸ τὰ παραθύρια, μὴ ἰδοῦνε τίποτε φῶς οἱ χωριανοὶ καὶ βάλουν σουμπεέ, παίρνουν ἕνα τσαπί, χαλᾶνε τὸ μπάσσι ποῦ εἶχαν φκιασμένο κοντὰ στὴ γωνίστρα, σηκώνουν στὰ χέρια τὸ παιδί τους ποῦ ἦταν μικρό, παγανὸ κοντὰ παιδί, καὶ ἀρχίζουν καὶ σκάφτουν, σκάφτουν βαθειά, γιατί, ξέρεις, τὰ σπίτια στὰ χωριὰ δὲν ἔχουν πατώματα, εἶνε μὲ χῶμα, ὅπως στὸ Νησί ἄν εἶδες καμμιὰ φορὰ· Ὄξω χάλαε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο βροχή, κακό, χαλάζι, ἀστραπόβροντα, σἄν καληώρα τώρα καὶ χειρότερα· ποιὸς νὰ βγῇ ὄξω, ποιὸς νἀκούσῃ! οι γειτόνοι ὅλοι κοιμώντανε βαθειά· στὰ χωριὰ τέσσερες εἶναι σἄν νὰ ποῦμε ἡμεῖς ἕξη καὶ παραπάνω. Σκάφτουν λοιπόν, σκάφτουν καὶ ρίχνουν τὸ χώμα τριγύρω· Τίποτε· ἀρχίνισαν νἀπελπίζωνται.
– Μωρὴ γυναῖκα, λέει ὁ ἄνδρας, θάρρω χάνομε τὰ κόπια μας· ἄκου λαλοῦν οἱ πέτοι κιαὔριο εἶμαι γιὰ δουλειά.
– Σἄν ἀπόστασες, τοῦ λέει ἡ γυναῖκα του, φέρε ‘δῶ καὶ σύρε ‘ποκοίμισε τὸ παιδὶ ποῦ ξύπνησε.
Καὶ πέρνει αὐτὴ τὴν τσάπα καὶ σκάφτει· γκάπ, γκὰπ κἔρριχνε τὰ χώματα πίσω της· γιόμισε τὸ σπίτι, τὰ μπάσσα, τὰ στρωσίδια, ὡς καὶ τὰ κονίσματα -μεγάλη ἡ χάρι τους -πῆγε ἕνα κατσικάρι καὶ χτύπσε κἔσβυσε τὴν καντήλα. Τότε ἀκοῦνε ἕνα τρὰγκ σἄν νὰ χτύπησε τὸ σίδερο μὲ βία σὲ λαΐνι τραβοῦν τὰ χώματα, χαλεύουν, καθαρίζουν, ξανοίγουν καὶ -νάσου! – βγάζουν ἕνα βάζο βαρὺ βαρύ, ποῦ ἔσπασε ὁ πάτος του καὶ χύθηκαν ὄξω ἕνας σωρὸς φλωριά, ρουμπιέδες, μαχμουντιέδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ, ὅπως τἆχε νορευτῇ ἡ Ρήνκω, χαλασιά της. Δὲν ἐπίστευαν τὰ μάτια τους· τὰ τρίβουν, τὰ ἀνοίγουν καλά. πιάνουν στὰ χέρια τὸ χρυσᾶφι, τὸ πεζάρουν, τὸ βάνουν στὶς τσέπες τους, τὸ βγάνουν. χορεύουν, πηδᾶνε σἂν ζουρλοὶ ἀπὸ τὴ χαρά τους· τότε ξύπνησε καὶ τὸ παγανό τους τὸ πάνουν κἐκείνο στὸ σεντοῦκι, τὸ ἀνοίγουν, τὸ βάνουν νὰ τὰ πιάσῃ μὲ τὰ χέρια του, κοντεύουν ἀλήθεια νὰ χάσουν τὸ νοῦ τους οἱ νοικοκυραῖοι.
Ὅταν ἡσυχάσανε κἄπως, λέει ὁ ἄνδρας στὴν γυναίκα του, χωρὶς κἄνε νὰ φχαριστήσῃ τὴν Παναγία -προσκυνοῦμε τὄνομά της -ποῦ τοὺς ἔδωκε τέτοιο μπιρκέτ, μόνε λέει στὴ γυναῖκα του:
– Τώρα, μωρὴ γυναῖκα, τί τὸν κάνομε τόσον παρᾶ;
– Ἄκου ρώτημα! λέει ἡ γυναῖκα του· τί λὲς καλέ μου; πρῶτα πρῶτα θὰ φκιάσω ἕνα λαχουρὶ φουστάνι, ποῦ βαλαν ὅλες οἱ Γιαννιώτισσες καλὲς κακές, ὕστερα ἕνα σάκκο μὲ γοῦνα ποῦ εἶμαι ζάρκα καὶ πάω στὰ ἐγκώμια καὶ μὲ κάνουν τζανανέ. ὕστερα ἕνα σπίτι.
– Ἄϊντε μωρέ! λέει ὁ ἄνδρας της, κεφάλι ποῦ τὤχετε σεῖς οἱ Εὖες· νὰ δείξουμε καὶ νὰ φαντάξωμε πῶς ἔχουμε παράδες, νὰ βάλῃ κἄνα σουμπεέ ἡ πολίτσα νὰ μοῦ φορέσουν καὶ τὶς κλάπες. Ὄχι, γυναῖκα μου, δὲ μὲ παίρνεις στὸ λαιμό σου· τὰ φλωριὰ θὰ φυλάξουμε καὶ θὰ ζοῦμε κατὰ πῶς ἐζούσαμε μὲ οἰκονομία καὶ μὲ τὸ μικρὸ ἰρὰτ ποῦ μᾶς δίνουν τα μούλκια μας· μοναχὰ στὴν ἀδερφή σου, ποῦ τα ἰνορεύτηκε καὶ εἶναι κι ὀρφανή, μπορεῖ νὰ δώσουμε τίποτε. Ἡ Σάντα ποῦ ἦταν φουρκισμένη πῶς δὲν θὰ φτιάσῃ λαχουρὶ καὶ γοῦνα καὶ εἶχε κι ἄπονη καρδιά.
– Ἀκοῦς ἐκεῖ λέει θὰν τα στερηθοῦμε ‘μεῖς καὶ θὰν τὰ δώσουμε τῆς τῆς ἀδερφῆς μου, καὶ σἄν τὰ ἰνορεύτηκε καὶ τί! μεσ’ στὸ σπίτι μας εὑρέθηκαν καὶ σἄν εἶναι ὀρφανή, μήνα τὴν πήραμε ἡμεῖς ἀπανωθιό μας! μὴ σὲ μέλῃ καὶ δικονεύει αὐτὴ καὶ βρίκει· ἡμεῖς σἂ δὲν ἔχουμε, δὲν μᾶς λέει κανεὶς ποῦθεν εἶσαι· κὕστερα, ἐσὺ λὲς νὰ τὸ βαστάξουμε κρυφὸ ἀπὸ τὴν κυβέρνησι, καὶ πῶς λὲς νὰ τὸ μαρτυρήσουμε σὲ ξένον! ὄχι γυιέ μου, σἄν θὲ θὰ φκιάσω ‘γὼ τίποτε, κάλλιο νὰν τὰ βάλωμε στὴν πάντα νὰν τἀφήσωμε στὸ παιδί μας, νὰ μὴ μᾶς ψολογάῃ καμμιὰ φορά.
Τόσο ἤθελε κἐκεῖνος.
– Ἄϊντε δά, λέει, ἄς μὴ τὸ ποῦμε κανενοῦ κιἆς ρίξωμε τὰ χώματα στὸ λάκο πάλε μάτα…..μόνε στάσου· ἔχω ἀκουστὰ ἀπ’ τὸ γέρο Μετσοβίτη ποὖναι μουχτάρης στὴν Τζέλοβα, πῶς ἅμα βρῇς βλησίδι μέσ’ στὸ σπίτι σου, πρέπει νὰ σφάξῃς ἕνα κουρμπάνι, καὶ νὰ πέσῃ τὸ αἷμα του μέσα στὸ λάκκο πρὶν ματαρρίξῃς τὰ χώματα, γιατὶ ἀλλοιῶς κἄποιος πεθνήσκει ἀπ’ τὸ σπίτι σου σταϊφφουρλᾶ[28] Θεὸς μὴν δώσῃ τέτοιο πρᾶμμα.
– Εὔκολα δὰ εἶναι νὰ σφάξωμε ἕναν πέττο ἤ μιὰ κόττα.
– Εὔκολο μὰ τώρα πῶς νὰν τὸν πιάσω με, ποῦ θὰ περάσωμε ἀπὸ τὸν
ὀντᾶ, ποῦ κοιμάται ἡ Ρήνκω μὲ τὶς τσοῦπρες της καὶ θὰ πάρουν χαμπέρι. Γιατί ξέρες, χωριάτικο σπίτι ἤτανε, δυὸ ὀντάδες εἶχε μονάχα· γιὰ νὰ μπῇς στὸν ὀντᾶ τῆς Σάντας πέραγες ἀπὸ τὸν ὀντᾶ τῆς ἀδερφῆς της.
– Αἴ δὰ· τὶ νὰ σφάξωμε! κἕνα σκυλλὶ νὰ σφάξωμε τὸ ἴδιο κάνει. λένε· δὲ σφάζουμε τὸ Μοῦργο; – ποὖντο κιαὐτὸ τὸ ζαλιάρικο· ἄκουτο ὄξω πῶς οὐρλιάζεται κακηώρα του· τὸ κεφάλι του νὰ φάῃ.
– Διάολε, διάολε ! ἤλεε ὁ χωριάτης κἔβγαλε τὸ μαχαῖρι του καὶ τὸ τρόχαε στὴ γωνιά· τὶ διάολο νὰ σφάξωμε τώρα, καὶ κοντεύει νὰ ξημερώσῃ.
– Δὲ σφάζουμε τὸ γάττο; λέει ἡ Σάντα, ἤ δὲν κάνει;
– Κάθεται καὶ δὲν κάνει! ποῦντος;
– Νάτος· στὸ γιοῦκο ἀπάνω· πιάστονε. Ὁ γάττος (ἔτσι βλέπεις ἤτανε τἀξεράτι) σἄν ἄκουσε τὴν ταραχὴ καὶ εἶδε τὸ χωριάτη ποῦ ρίχτηκε ἀπάνω του, μιὰ πηδησιὰ καὶ φεύγει· τρέχει ὁ χωριάτης νὰ τὸν πιάσῃ, ὁ γάττος σκαρφαλώθηκε στὴ θύρα ψηλὰ καὶ νιαούριζε· δίνει ἡ Σάντα, δίνει ὁ ἄντρας της νὰ τὸν πιάσουν, τόσο χειρότερα ὁ γάττος ἀγρίευε κἔσκουζε καὶ τέντωνε τὰ νύχια του καὶ χτύπαγε μὲ τὰ ποδάρια του, κἔκανε τόσο σαματᾶ, σἄν νἆχε μέσα του τὸν ὀξαποδῶ -φτοῦσου τρισκατάρατε μεσ’ στὴν τρύπα σου -ὅσο ποῦ ἀπὸ τὸ πολύ κακὸ καὶ τοῦ γάττου καὶ τοῦ χωριάτη καὶ τοῦ παγανοῦ ποῦ ξύπνησε κἔσκουζε κιαὐτό, παίρνει χαμπέρι ἡ Ρήνκω χαλασιά της.
– Μὰ ποῦ ἤτανε ἡ Ρήνκω;
– Η Ρήνκω -ἔτσι μοῦ τἄπανε κἐμένα κἔτσι ποῦ τὰ λέω -ἡ Ρήνκω ἤτανε στὸν κοντινὸν ὀντᾶ· ἀδερφομοιρασιὰ ἤτανε τὸ σπίτι· ξυπνάει, ἀνοίγει τὴ μεσόθυρα καὶ μπαίνει μέσα.
– Τὶ τρέχει μωρ’ ἀδέρφια λέει, τὶ κάνετ’ ἔτσι;
Ὁ χωριάτης καὶ ἡ Σάντα ἔμειναν ξεροί· μοναχά ποῦ πρόφτασε κἔκρυψε τὸ μαχαῖρι του· μὰ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ ποῦν· ἡ Ρήνκω βλέπει ὅλα ἄνω κἄτω, τὸ λάκο σκαμμένον τα χώματα σκαπετημένα σὄλον τὸν ὀντᾶ· κατάλαβε.
– Ἄχ σκυλιά! λέει· σκάψατε καὶ βρήκατε τὸ βλησίδι.
Ἡ Σάντα καὶ ὁ ἄντρας της κυτταχτήκανε καὶ μἕνα στόμα καὶ οἱ δυὸ πιάσανε τὸ ἀρνί.
– Ὄχι μὴν ηὕραμε κολοκύθια· ἴσα τὸν κόπο ποῦ κάμαμε ὅλη τὴ νύχτα νὰ σκάφτουμε.
– Στὸ μῦλο αὐτά Σάντα· ἐγὼ τὸ ἰνορεύτικα, κεἶμαι Σαββατογεννημένη· μὴν τὰ θέλετε ὅλα μοναχοί σας, κεἶναι γιαζὶκ γιατὶ κἐγὼ εἶμαι ὀρφανὴ κἔχω τρία θηλυκά.
Ἐκεῖνοι ὄχι, ὄχι δὲν ηὕραμε ὅρκους μόρκους, ἐκείνη καὶ καλά ηὕρατε καὶ παρακάλια· αὐτοὶ κατάρες ἄν ηὕραμε χαΐρι νὰ μὴ ἰδοῦμε, μωρὴ δὲν ηὕραμε τίποτε. Τί νὰ κάμουν, βλέπεις, ἔμπλεξαν· καρδιὰ δὲν τοὺς ἔκανε νὰ δώσουν. γιατὶ φοβούντανε· κὕστερα ὁ ἔρμος ὁ παρᾶς εἶναι γλυκός, βλέπεις. Τί νὰ κάμῃ ὁ χωριάτης γιὰ νὰ τὸν πιστέψῃ! μιὰ καὶ καταιβάζει τὴν Κυρὰ τὴν Παναγία ἀπὸ τὰ κονίσματα καὶ λέει.
– Μωρὴ Ρήνκω τί ἄλλο θέλεις; θέλεις νὰ δαγκώσω τὰ κονίσματα γιὰ νὰ μὲ πιστέψῃς;
– Δάγκωστα, λέει ἐκείνη.
– Νά· λέει ὁ χωριάτης καὶ μιὰ καὶ βάνει τὴν Παρθένα στὸ στόμα του καὶ τὴ δάγκωνε· καὶ ἡ Σάντα σἄν νὰ τὴν ἀμπωχνε ὁ Τρισκατάρατος. πιάνει κιαὐτὴ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ τὴν δάγκωνε κιαὐτὴ σἄν νἆταν θηρία, καὶ δὲ φοβιοῦνταν τὸ Θεὸ καὶ τὴν Κυρὰ -μεγάλη ἡ χάρι της. Τότε ἡ Ρήνκω σώπασε καὶ λέει μοναχά.
– Ἄς εἶναι μωρ’ ἀδέρφια· καὶ ναὕρατε χαλάλι νὰ σᾶς γένουν· μόνε ρίξτε τὰ χώματα πάλι μάτα καὶ πατῆστέ τα μὴν ἔρθῃ κανεὶς τὸ πουρνὸ καὶ βάλῃ σουμπεέ.
– Χά· χά· λέει ὁ χωριάτης νὰ τὰ ρίξουμε· καὶ γιὰ νὰ γελάσῃ καλύτερα τὴν ὀρφανὴ Ρήνκω, ἁρπάζει τὸ φικάρι καὶ γεμίζει πάλι τὸ λάκκο, χωρὶς νὰ σφάξουν τὸ κουρμπάνι· ἅμα τὸν ἀπόχωσε:
– Καληνύχτα.
– Καλοξημέρωμα.
Ἔφυγε ἡ Ρήνκω, μείνανε οἱ δυὸ τους.
– Καί τώρα μωρὴ Σάντα!
– Τώρα ντέ! ποῦ δὲ σφάξαμε τὸ κουρμπάνι! νὰ τὸν ἀνοίξουμε πάλι;
– Μπᾶ δὲν κάνει· καλά ἤτανε τότε.
– Ἄϊντε μωρέ· λόγια εἶναι κιαὐτά, λέει ἡ Σάντα· θὰ σφάζαμε τὸ γάττο μαθὲ καὶ κάτι θὰ κάναμε· σἄ θέλει ὁ Θεὸς καϋμμένε μου! τὶ ξέρει καὶ ὁ γεροξεκούτης ὁ Μετσοβίτης! νὰ στρώσουμε τώρα τὸ μπάσσι καὶ νὰ κοιμηθοῦμε. Ἔτσι ἔκαμαν τάχα πῶς ἡσύχασαν καὶ θέλησαν νὰ κοιμηθοῦνε· μὰ ποῦ ὕπνος! ἡ αὐγὴ τοὺς ηὗρε ἄϋπνους καὶ σηκώθηκαν τὸ πουρνὸ σἂν Ραμαζανίσιοι· ὡς τόσο δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανένα καὶ δὲν ἔβγαναν νὰ τσακίσουν οὔτε ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους· τὰ φύλαγαν στὸ σεντοῦκι καὶ δούλευαν σἄν καὶ πρῶτα· δὲν πέρασε ὅμως λίγος πολὺς καιρὸς καὶ ἀρρώστησε τὸ παιδί τους· ἀρρώστησε, πέφτουν στὸ στρῶμα φέρνουν γιατρούς, παραγιατροὺς ἀπὸ τὰ Γιάννινα, πουθενά νὰ πάρῃ τὸ καλίτερο.
Τότε πρωτοχάλασαν ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὰ βρετίκια καὶ εἶπαν τάχα πῶς ἡ Σάντα ἔβαλε ἀμανάτι τὰ τζοβαερκά της καὶ τὰ πῆρε. Μὰ ἡ Ρήνκω τὸ κατάλαβε καὶ βάρυνε ἡ καρδιά της.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ ἀρρώστησε τὸ παιδί τους, ὁ Μοῦργος, τὸ σκυλλὶ ποῦ ἔλεγαν νά κάμουν κουρμπάνι, πήγαινε τὰ μεσάνυχτα ἀπόξω ἀπὸ τὸ παραθύρι καὶ ἔσκαφτε λάκκο μὲ τὰ ποδάρια του καὶ οὐρλιάζονταν λυπητερὰ λυπητερὰ ποῦ ἀνατσίριαζεν ἡ πέτσα τοῦ κορμιοῦ σου· ὅλοι οἱ γειτόνοι τὸ λέγανε.
– Δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμμα αὐτό· τῆς Σάντας τὸ καλόπαιδο θὰ πεθάνῃ χαλασιά της
Ἡ Σάντα καὶ ὁ ἄντρας της θυμιοῦνταν ποῦ δὲν ἔσφαξαν τὸ κουρμπάνι καὶ ἡσυχία δὲν εὑρίσκανε· λέγανε πῶς ἀπὸ κεῖνο χάνουν τὸ παιδί τους· ὅσο ποῦ μιὰ νύχτα δὲν βάσταξε ὁ χωριάτης, μὰ καθὼς ἐπῆγε τὰ μεσάνυχτα ὁ σκύλλος νὰ οὐρλιάξῃ στὸ παραθύρι, βγαίνει ἔξω, τὸν ἀρπὰζει, τὸν σέρνει μέσα, σκάφτει ἕνα λάκκο μὲ τὸ μαχαίρι του κοντὰ στὴ γωνίστρα, ἐκεῖ ποὖχαν εὕρῃ τὸ βλησίδι, καὶ μιὰ καὶ τὸν σφάζει, καὶ χύνεται τὸ αἷμα μέσ’ στὸ λάκκο. Ὁ σκύλλος οὔρλιαξε γιὰ τελευταία φορὰ, τινάχτηκε καὶ αἷμα κάμποσο πῆγε καὶ ράντισε τὸ ἄρρωστο παιδί· τότε τὸν σκαπέτησαν ὄξω καὶ τὸ πουρνὸ εἴπανε τάχα πῶς τὸν ἔσφαξαν γιατί οὔρλιαζε καὶ ἤτανε γρουσούζης.
Μὰ τί τὸ θέλεις! τοῦ κάκου· ἔπρεπε νὰ τὸν σφάξουν, ὅταν ἔπρεπε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Τοῦρκος στὸ ἰνόρτο τῆς Ρήνκας.
Τὴν ἄλλη νύχτα μιὰ κουκουβάγια ἔκατσε ἀπάνω στὸ μπουχαρί τους καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ κοιμηθοῦν ἀπὸ τὸ θλιβερὸ τὸ λάλημά της· τὸ παιδί τους ἦταν ἀποφασισμένο· τὴν ἄλλη νύχτα ἡ Σάντα δὲν πρόφτασε νὰ πάρῃ λίγον ὕπνο καὶ ξυπνάει μὲ τρομάρα, γιατί νειρεύονταν πῶς ἕνας μαῦρος σκύλλος σἄν τὸ Μοῦργο ποῦ εἴχανε σφάξῃ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴ γωνίστρα καὶ ἔτρωγε τὸ παιδί της· σηκώθηκε, τἀγκαλιάζει, τὸ φιλεῖ, βάνει τὸ χέρι στὴν καρδιά του, μὰ ἔξαφνα πετιέται καὶ κεῖνο μὲ μιὰ φωνή.
– Μάννα!
– Μάτια, μου λέει ἡ Σάντα, παιδί μου.
– Μάννα, λέει ἐκεῖνο, ὁ Μοῦργος ἤθελε νά μὲ φάῃ· μάννα σκιάζουμαι.
Τὴν ἄλλη μέρα πέθανε τὸ παιδὶ τὴς Σάντας· ὁ πατέρας του ἔσκουζε σἄν γυναῖκα κἤλεγε.
– Ὠϊμένα! κάλλιο νὰ μοὔλειπαν σὲ πῆρα στὸ λαιμὸ μου παιδάκι μου· φορτοῦνα στὸ κορμί μου. Καὶ τραβοῦσε τὰ μαλλιά του σἄν γρῃὰ γυναῖκα.
Ἡ Σάντα δὲν ἠμπόρεσε νὰ βγάλῃ οὔτε ἕνα δάκρυο· μόνον ἔβγανε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα κάτι ἄγριες φωνὲς καὶ κατόπι τσώπαινε· ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ τὸ χάνῃ ἡ γυναῖκα· ὕστερα, ὅπου ἔβλεπε μαῦρο σκυλλί, τοῦ ρίχνονταν μὲ τὶς πέτρες καὶ τὴν νύχτα ἔβγαινε σἄν τὸν βρουκόλακα καὶ πήγαινε στὸν τάφο τοῦ παιδιοῦ της κἔσκουζε· ὁ ἄντρας της κύτταζε νὰν τὴ συμμαζέψῃ, μὰ κιαυτὸς πλειὰ σἄν χαμένος ἤτανε, οὔτε νὰ δουλέψῃ μποροῦσε, οὔτε μυαλό εἶχε νὰ κυττάξῃ τὰ μούλκια του· τί τοῦ φαινόντανε; πῶς αὐτὸς τὤφαγε τὸ παιδί του.
Ἔτσι ἄρχισαν νὰ φτωχαίνουν καὶ κατάντησε νὰ μὴ βγάνουν οὔτε τὸ ψωμί τους· τὸ βλησίδι ἔμενε πάντα ἄγγιαχτο, ὄξω ἀπὸ κεῖνα τὰ λίγα ποῦ ξώδεψαν στὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ των· τόσο ἀπὸ στερεμάρα, τόσο ἀπὸ φόβο καὶ ἀποκοντρία, ὁ ἄντρας δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀγγίξουν ἐκείνους τοὺς παράδες.
– Αὐτοὶ μοῦ φάγαν τὸ παιδάκι μου ἔλεγε· κιὄσες φορὲς ἡ Σάντα ἤθελε νὰ τοῦ κάμῃ κουβέντα, αὐτὸς ἔκανε κακὸν καυγᾷ· ἔσκουζε, χτυπιώντανε, ἔδερνε καμμιὰ φορὰ καὶ τὴ γυναῖκα του· ἔσκουζε κἐκείνη, ἔβαναν τίς φωνές· μέρα ἤτανε, νύχτα ἤτανε, σήκωναν τὸ χωριὸ στὸ ποδάρι· ἡ μαύρη ἡ Ρήνκω πήγαινε νὰ τούς ἡσυχάσῃ, τὴν ἔδιωχναν· τοὺς ρώταγε τί ἔχουν καὶ κάνουν ἔτσι, δὲν ἐμαρτύραγαν τίποτε· τὴ βλαστήμαγε κιαὐτὴ ὁ ἄντρας καὶ ἔφευγε.
Καὶ τί βλαστήμια εἶχε στὸ στόμα του! νἄμπῃ ὁ Τάδες μέσα σου – ἐκείνου ἐκεῖ -καὶ νἆναι καὶ θηλυκός.
Τέλος πάντων ἡ Σάντα κίνησε ἔγκυος καὶ αὐτὸ τοὺς ἔκαμε κἄπως νὰ ἠσυχάσουν· καὶ οἱ καυγάδες ἀραίωσαν καὶ ἡ παλαβομάρα τους σἄν νὰ λιγόστεψε· ἄρχισε καὶ ὁ ἄντρας νὰ δουλεύῃ-κάψο καὶ ἤλεγαν γιὰ τὰ βρετίκια πάλι τί θὰ τὰ κάνουνε.
Ἄν ἐκεῖνο ποῦ θὰ γεννήσῃ ἡ Σάντα εἶναι παιδί, νὰ τὸ σπουδάσουν γιατρὸ καὶ νὰ πᾶνε μέσα στὸ Ρωμέϊκο, ἄν εἶναι τσοῦπρα, νὰ πάνουν στὴν Πόλι νὰ τὴν παντρέψουν καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ.
Μὰ δὲν ἔλεγαν νὰ δώσουν τίποτε καὶ τῆς ἀδερφῆς-κάψο, ποῦ ἦταν ὀρφανὴ κιαὐτή· γιὰ ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε ὀργιστῇ καί τοὺς καββαλίκεψε ὁ δαίμονας τῆς φιλαργυρίας -φτοῦσου Τρισκατάρατε -γιὰ ἤτανε τὸ ξεράτι τους νὰ πάθουν ὄσα ἔπαθαν, γιατί εἶχαν ἄπονη καρδιὰ καὶ δὲ συμπονοῦσαν τὸ φτωχό, νὰ συχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους, ὅπως ἤλεγε ὁ πάπῃς μου, ποῦ ἦταν πρωτόπαπας καὶ πνευματικὸς πάπη πρὸς πάπη, ἀπὸ ἑφτὰ ζουνάρια,
Καὶ ὅσο κόντευε στὸ μῆνα της ἡ Σάντα, τόσο ὁ ἄντρας της γινόντανε χειρότερος στὴ φιλαργυρία. καὶ ἅμα τοὖλεγε τίποτε νὰ πάρουν, τῆς ἔλεγε.
– Μὲ τὸ τσὶκ καὶ μὲ τὸ μὶκ αὐτὸ χαλιέται ὁ παρᾶς, γυναῖκά μου. ἡ δουλειὰ εἶναι νὰ μὴ διακονέψουνε τὰ παιδιά μας· κιἄν κάμῃς καὶ τσοῦπρα, οἱ γαμπροὶ θέλουνε παρὶ τώρα· μόνε πέρασε ὅπως ὅπως. Καὶ τόσο ἔφτανε ἡ στερεμάρα του ποῦ καταντοῦσε νὰ μὴν τῆς παίρνῃ τσότσο χουμαῒ νὰ φκιάσῃ κωλοπάνια γιὰ τὸ παγανὸ ποῦ θὰ γένναγεν.
Ὡς τόσο ἦρθε ἡ ὥρα της γιὰ νὰ λευτερωθῇ καὶ τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι· τρέχει ἡ ἀδερφή της ἡ κακομοίρα γιὰ τὴ μαμμή, μιὰ γρῃὰ ποὔχανε στὸ χωριὸ κἔκανε καὶ τὴ ψευτομαμμή, νὰ πάῃ νὰ τὴν ξελεχωνέψῃ, ποῦ νἄρθῃ ἡ μαμμὴ σαυτὸν τὸν ἀφωρισμένον. ποῦ δὲν ἔδινε πεντάρα σὲ κανένανε!
– Νὰ μοῦ δώσετε, λέει μπροστὰ τὸ μετζίτι, καὶ τότες νἀρθῶ· πάει ἡ Ρίνκω χαλασιά της βρίσκει τὸν ἄντρα τῆς Σάντας, τοῦ ζητάει τὸ μετζίτι· ποῦ νὰ τὸ δώσῃ αὐτός !
– Ἀκοῦς ἐκεῖ λέει πῶς ἡ Νταβάνοβα γέννησε χωρὶς μαμμή καὶ ἡ παππᾶ-Νικόλοβα κιἄλλες κιἄλλες! αὐτὴ θέλει ἀρχοντιές. Μὰ ἡ Ρήνκω τὸν ἐστενοχώρησε καὶ τότες ἔβγαλε καὶ τῆς ἔδωκε τὸ μετζίτι, μὰ μὲ βαρειὰ καρδιὰ καὶ μὲ τὸν Ὀξαποδῶ στὸ στόμα.
– Νὰ, ποῦ νάμπῃ ὁ Τάδες μέσα της κιαὐτῆς καὶ σένανε.
Ἢτανε κακὴ ὥρα -σῶσε μας Χριστέ μου κιαφφέντη μ’ Ἄη Γεώργη νεομάρτυρα, σῶσε μας ἀπ’ τὴν κακὴ τὴν ὥρα -καὶ τὸ εἶπεν ὁ ἀφωρισμένος κἔγινε.
Ἦρθε ἡ μαμη, μὰ τοῦ κάκου· τί νὰ κάμῃ! ἡ Σάντα ἤτανε ξωφρενῶν· ἔσκουζε, φώναζε, ρίχνονταν, ἔσκιζε τὰ ροῦχα της, ἔτρωγε τὰ κρέατα της σἄν λυσσασμένη· στὴν ἀρχὴ τὸ πήρανε πῶς ἤτανε ἀπ’ τοὺς πόνους τῆς γέννας· μὰ κιὄντας ἔπεσε τὸ καψοπαῖδι τἄμοιρο καὶ κακορρίζικο, ἡ μάννα γίνηκε χειρότερα· ρίχτηκε πρῶτα νὰ τὸ πνίξῃ μὲ τὰ νύχια, ὕστερα νὰ τὸ φάῃ μὲ τὰ δόντια, ἔσκιζεν ὅσους τὴν ἐπλησίαζαν. ἄφριζε, βλαστήμαγε, καταριώντανε, σκαπέταγε τὰ προσκέφαλα καὶ τὰ σιντόνια τὰ ματωμένα, πήδησε νὰ ρίξῃ τὴν κανδήλα καὶ τὰ κονίσματα καὶ νὰ μαδήσῃ τὰ στεφάνια της, ἤτανε ὀργὴ Θεοῦ.
Καταλάβανε πλειὰ πῶς εἶχε μέσα της τὸν Τρισκατάρατο – γλῦσε μας Χριστέ μου καὶ Σταυρέ μου σταυρωμένε -καὶ τρέξανε γιὰ τὸν παππᾶ· ᾖρθε ἀμέσως ἐκεῖνος τρέμοντας καὶ διαβάζοντας τοὺς μεγάλους ἐξορκισμοὺς -κἂτα πὤλεγε ὁ πάπης μου -Ἄη Βασιλείου, ἤφερε τὰ ἅγια λείψανα ποῦ εἶχε ἡ ἐκκλησία, τὸ μικρὸ τὸ δάκτυλο τἀγίου Γληγορίου, καὶ θέλησε νὰ βάλῃ χέρι ἀπάνου της· μὰ τότες δὰ γίνηκε ὁ μεγάλος ὁ σπαραγμὸς ποῦ ρίχτηκε νὰ πνίξῃ τὸν παππᾶ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν καταρειέται καὶ νὰ τὸν βρίζῃ, μὰ δὲν ἔκρινε αὐτή, ἔκρινε ὁ ὁξαποδῶς ποῦ εἶχε μέσα της.
– Τί μοὖρθες, μωρὲ κακοῦργε, ψεύτη, ἀγύρτη, φονιᾶ, ματοβαμμένε, πόρνε, ποῦ πάτησες τὴ νύφη σου, τὴ γυναῖκα τἀδερφοῦ σου τοῦ ταξιδεμμένου καὶ τὸ παιδὶ τὸ ρίξατε στἀναγκῃό, καὶ τώρα ἦρθες νὰ μὲ φοβερίσης ἐμὲ μωρὲ κολασμένε, αἱμομίχτη, ληστή! Καὶ ἄλλα τὤλεγε ὁ Τρισκατάρατος μὲ τὸ στόμα τῆς Σάντας.
Ὁ χαντακωμένος Παπᾶς ἄρχισε νὰ τρέμῃ καὶ νὰ κιτρινίζῃ· τὰ χείλια του δὲν μπόρεγαν νὰ ποῦνε λέξι, μόνον ἐγονάτισε στὰ κονίσματα μπροστά καὶ σταυροκοπιόντανε καὶ μαζὶ μαὐτὸν ὅλοι σταυροκοπιόντανε καὶ ἀνατριχιάζανε καὶ μὲ τρόμο κυττάζανε τριγύρω τους.
Τότες ἦρθε καὶ ὁ ἄντρας της νὰ τήνε πιάσῃ σἄν χειροδύναμος ποῦ ἤτανε νὰ τὴ ρίξῃ στὸ κρεββάτι νὰ τὴν πατήσῃ ὁ παπᾶς καὶ νὰ ξορκίσῃ τὸν Τρισκατάρατο. Ἡ Σάντα ἔπλεε στὸ αἷμα της κἔχανε τὴ δύναμί της· μὰ μόλις εἶδε τὸν ἄντρα της ἄρχισε πάλι τὰ ἴδια, μὲ ἄλλον τρόπο τώρα.
– Καλώστονε, καλώστονε· ἐσύ εἶσαι δικός μου ποὖσαι· ἐσὺ μὲ προσκάλεσες κἦρθα, ἐσὺ ξηνταβελόνη μου, ἐσὺ πὤφαγες τὸ παιδί σου· ἐσένα σἀγαπάω ἐγὼ καὶ σὤστειλα τὸ βλησίδι στὴ γωνίστρα σου· καλά καμες καὶ δὲν ἔδωκες παρὰ σὲ κανένανε, μήτε στὴ γυναικαδέρφη σου· ἐγὼ σὲ καββαλίκεψα καὶ γίνηκες τέτοιος· τώρα τὸν ἔχεις τὸν παρὰ στὸν σεντοῦκι καὶ τὸν φυλᾶς γιατεμένανε· ἔλα τώρα νὰ σὲ φιλήσω γιὰ τὸ σπολλάετη ποῦ μὲ προσκάλεσες καὶ μέχεις μουσαφίρη. Κιἀμέσως ρίχνεται καὶ τὸν ἀρπάζει καὶ τοῦ κόβει μιὰ δαγκατιὰ στὸ λαιμὸ ποῦ τὤσυρε κοψίδι.
Ὡς τόσο ἀπ’ τὴν πολλὴ τὴ ‘μορραγία, μπαΐλησε κἔπεσε στὸ κρεββάτι σἂν πεθαμένη.
Τρέχουν ὅλοι οἱ χωριάτες μὲ τρομάρα, οἱ κιοτῆδες μένουν ὄξω καὶ ὅσοι εἶχαν κάμῃ κρυφὲς ἁμαρτίες, γιατὶ μαθεύτηκε πῶς ἡ Σάντα τὰ βγάνει ὅλα στὸ φόρο· τρέχει καὶ ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ· ἀπὸ στόμα σὲ στόμα πάνε σταὐτιὰ τῶν σουβαρήδων ὅσα εἶπε γιὰ τὸ βλησίδι, πιάνουν τὸν καλόσου τὸ χωριάτη, τοῦ δίνουν ἕνα δαρμό, μαρτυράει τὸ βλησίδι καὶ τὸ παίρνουν· τότες πλειὰ γίνηκε κιαὐτὸς θηρίο· πιάνει τὴν ἄμοιρη τὴ Σάντα τὴ σκοτώνει στὸ δαρμὸ καὶ τὴ διώχνει ἀπὸ τὸ σπίτι του· Ἐκείνη ἀγριεύει περισσότερο· πάει ἡ Ρήνκω ἡ χαντακούρω νὰν τὴ μάσῃ, χύνεται νὰν τὴν πνίξῃ· χτυπάει τὶς πόρτες τοῦ χωριοῦ, ὅλοι τὴν τρέμουν καὶ κλειδώνονται μέσα.
Ἡ πεῖνα, τὸ κρύο, τὸ κακό, ἡ γύμνια, ἡ τρέλλα, τὰ σκυλλιὰ ποῦ τῆς ρίχνονται τὴ νύχτα καὶ τὴς ξεσχίζουν τὸ κορμί της, ὁ κόσμος ποῦ τὴ διώχνει μὲ τὰ ξύλα καὶ μὲ τὰ λιθάρια, ὅλα αὐτὰ τὴν ἔκαμναν νὰ πάρῃ τῶν ὀμματιῶν της καὶ νἄρθῃ στὴν πόλι· ἐδώ πλειὰ ἀπογίνηκε· ὅντας πρωτοῆρθε, ἤτανε ἀκόμα ὄμμορφη· τὸ θυμᾶμαι σἄν νἆταν τώρα· ψηλὴ ὅπως εἶναι· τὰ κουρελιασμένα τα ροῦχα της ἄφηναν νὰ φαίνεται ἕνα κορμὶ κάτασπρο καὶ χλωρὸ ἀκόμη μὲ ὅλη τὴν κακορριζικιὰ ποῦ τὴν ἔδερνε· μονάχα τὰ μάτια της εἴχανε μιὰ ἀγριότητα καὶ μιὰ φλόγα, ποῦ ὅταν τὰ στύλωνε ἀπάνω σου, σἔκανε νὰ φύγῃς γλήγορα ἀπὸ σιμά της. Τότες πλειὰ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν μπαντήδων· τὴ σέρνανε τὶς νύχτες στὰ στενά, καὶ στοὺς κάμπους, στὶς σπηλιές, στἀμπέλια, στὶς βρίζες, στἀραποσίτια· τὴν ἔπαιρναν πολλὲς φορὲς δέκα, εἴκοσι μπαντίδες, ἄκαρδοι ἀνθρῶποι. σκυλλιὰ παραδομένα, καὶ καμμιὰ φορὰ – φορτοῦνα της -καὶ ἀνθρῶποι καλοὶ καὶ μεγάλοι, γιατροί, δικηγόροι ἐμπόροι, μαγαζάτορες ὅσο ποῦ τὴν κατάντησαν ὅπως τὴ βλέπεις. Καὶ πάλι τώρα βρίσκονται θηρία ποῦ τὴν πειράζουν.
Πρῶτα ἀγρίευε συχνά· τώρα κἄπως μέρωσε. Μὰ πῶς δὲν τὴν κόβει ὁ Θεός -μεγάλη ἡ δόξα του -πῶς μὲ αὐτὰ τὰ κακά ποῦ πέρασε καὶ περάει βρίσκεται ἀκόμα στὸ κόσμο!
………………
Μὰ τὶ κακὸ εἶναι τοῦτο! ἄκου τώρα κακορόχιονο ποῦ ρίχνει! ἆ μὰ ζαλόκαιρος ἀλήθεια κιἀλήθεια! γιὰ ἔλα νὰ ἰδῆς· μαζὶ χιόνι καὶ βροχὴ καὶ ἀγέρας καὶ χαλάζι· ματάειδες τέτοιο θᾶμμα; γιὰ κύτταξε· μιὰ θαμποῦρα βλέπεις καὶ τίποτε ἄλλο· ἀλλοίμονο τσ’ ὀρφανοὺς ποῦ δὲν ἔχουνε δυὸ κάρβουνα…..
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, μέσα στὴν κοσμοχαλασιὰ ποῦ μοῦ ἔδειχνε ἡ Γιαννιώτισσα ἡ φιλαινάδα μου, φάνηκε σἄν ἕνα μαῦρο πρᾶμμα νἄπεσε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ παραθύρια καὶ ἀκούστηκαν, μ’ ὅλη τὴ βοὴ τοῦ Νότου, κἄτι φωνὲς ὄχι ἀνθρώπινες· σἄν νὰ μούγκριζε γελάει, σἅν νἄσκουζε γουροῦνι, σἄν νὰ ρυάζονταν λύκος λυσσασμένος. Ἤτανε ἡ Σάντα· τὰ ξεσκλίδια ποῦ εἶχε γιὰ ροῦχα, τὰ σκόρπαγε ὁ ἀγέρας, καὶ τὸ κορμί της τὸ κατάμαυρο σἄν τομάρι ἀκατέργαστο κυλιόνταν σχεδὸν ὁλόγυμνο μεσ’ στὸ χανδάκι μὲ τὰ νερά, ἔσκαβε τὴ γῆ μὲ τὰ χέρια της, γύριζε πίστομα καὶ δάγκανε τὶς πέτρες, ὅσο ποῦ τὸ χιόνι τὴν ἄσπρισε καὶ τὴν ἐσκέπασε. Σὲ λίγο ἔπαψε ὁ ἀέρας καὶ τὸ χαλάζι, καὶ μονάχα χιόνι ἄφθονο μὲ λευκὲς παπλαμοῦδες σἄν ἄσπρα πουλιὰ ποῦ γυρίζουν κοπάδια στὴ φωληά τους, ἐσκέπασε ὅλην τὴν πόλι καὶ τὰ ξέφυλλα δέντρα καὶ τὰ λιβάδια, καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴ σιχαμάρα.
Ἡ πονετικὴ ἡ φιλαινάδα μου κατέβηκε νὰ κλείσῃ καλὰ τὴν πόρτα καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου ἤρθανε σὲ λίγο μὲ βόλους ἀπὸ χιόνια, μὲ ξύλα καὶ μὲ πέτρες, ζητῶντας τὴ Σάντα ….
Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν εἴδαμε πάλι ὀρθή, νὰ τρέχῃ μισοδιπλωμένη στοὺς δρόμους μένα μακρὺ βρακὶ ἀπὸ ἰνδιάνα καὶ μἐκεῖνα τὰ μεγάλα δόντια, καὶ μαῦρο καὶ ἀργασμένο πρόσωπο, ποῦ τὴν κάνει ὅμοια μὲ λύκον μᾶλλον παρὰ μὲ ἄνθρωπον, καὶ νὰ διακονεύῃ ὅπως πάντα:
– Μωρὴ κάκκω μωρή, δόμ μωρὴ ψωμί, γιατὶ πεινάει τὸ σκυλλὶ ποὖβρε τὸ βλησίδι κἔσφαξε τὸν ἄντρα μου μέσα στὰ παιδιά μου . . . .
Καὶ νὰ φεύγῃ πρὶν πάρῃ τὸ ψωμί.
ΚΛΕΑΝΘΗΣ
__________________________________
Γλωσσάρι
1ο
βελέσι = μάλλινος επενδύτης των γυναικών
κολονέλος = συνταγματάρχης
κασσαφόρτε = χρηματοκιβώτιο
στένει τα λυκοσίδερα = στήνει παγίδες
απίκου (απίκο) = σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή
ξαγνάντισαν = διέκριναν
κακούμια = γούνα από λευκό σκίουρο
χειρόκτια = γάντια
2ο
βλησίδι = Εὕρημα, θησαυρός.
Γυμνῂ
Μὲ κοροϊδεύεις.
Κοροϊδία.
Ἄς εἶναι, δὲν πειράζει.
Πολὺ ὡραία.
Πτωχή.
Οὕτω λέγεται ἐν Ἠπείρῳ ἡ μάμμη, ἡ πενθερὰ καὶ πᾶσα σεβαστὴ γραῖα.
Συντηρῶ.
Τὸ πονηρὸς ἐν Ἠπείρῳ προπαροξύνεται.
δέκα περίπου μ. μ.
Ὑποψία.
Χαμηλὸς καναπὲς.
Σχεδὸν νήπιον.
Τὸ ἐν τῇ λίμνῃ τῶν Ἰωαννίνων.
Πετεινοί.
Λιθαράκι.
Ἐν Ἰωαννίνοις λέγεται παροιμιωδῶς ὁ στίχος:
Ἐπέσανε τὰ Γιάννινα ἀπὸ τὴν περηφάνεια
ποῦ φόρεσαν καλὲς κακὲς τὰ λαγουριὰ φουστάνια
Γυμνή.
Οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου.
Φαντάζω, ἐπιδεικνύομαι.
Ὑποψία
Ἀστυνομία.
Σίδηρα, χειροπέδαι.
Εἰσόδημα.
Ψολογάω=καταρῶμαι.
Εἶδος δημογέροντος τοῦ χωρίου.
Μὴ γένοιτο.
Θόρυβος.
ριγμένα.
τὴν ἄρνησιν.
Κρῖμα.
Προκοπή.
τὸ πρωΐ.
ἀλλάξουν.
ἔρριψαν.
Πρωΐ.
ἔμεινεν.
κακὴ εἱμαρμένη.
παννὶ Ἀμερικάνικον.
ἐλυποθύμησε.
δειλοί.
ἔφιπποι χωροφύλακες.
δυστυχισμένη.
Λεπτὸ χαλάζι.
Φιλικὴ προσφώνησις πρὸς γυναῖκα.