Βιογραφικό
Ο Ιάκωβος Τριβώλης (Κέρκυρα 1490;-1547) καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Σπάρτης, της οποίας πολλά μέλη κατέφυγαν στην Κέρκυρα και την Ιταλία, μετά την άλωση της Πελοποννήσου το 1461. Ο ίδιος υπήρξε πλοιοκτήτης, καπετάνιος και μεγαλέμπορος και, όπως υποδηλώνεται στην Ιστορία του Ταγιαπιέρα, είχε αντιμετωπίσει πολλές φορές τη μάστιγα της πειρατείας. Επιπλέον, στη διάρκεια της ζωής του έλαβε αρκετά αξιώματα (σύνδικος του νησιού, αιρετός δικαστής, μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών) και ασχολήθηκε ενεργά με τα πνευματικά τεκταινόμενα της εποχής του.
Τα ως τώρα γνωστά στοιχεία για τον Τριβώλη, που γεννήθηκε πιθανότατα στη τελευταία 10ετία του 15ου αι. στη Κέρκυρα και πέθανε εκεί το 15475, συνοψίζονται στα εξής: Ο λόγιος καταγόταν από τη βυζαντινή οικογένεια Τριβώλη που εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα μετά το 1460. Ο πατέρας του ονομαζότανε Βενέδικτος (Beno) και τα παιδιά που απέκτησε με τη σύζυγο του Μαριέτα Αυλωνίτη ήταν ο Beno ή Βενέδικτος, ο Καντίνος, ο Δήμος (Δημήτριος) η Νίκη, η Θοδούλα (Θεοδώρα) κι η Κέρκυρα.
Ο Μπένος Τριβώλης εμφανίζεται ως επιστάτης των βιβαρίων (ιχθυοτροφείων) του Εμμανουήλ Μόσχου. Με την ιδιότητα αυτή συνάπτει συμφωνητικό με τους συντρόφους κι ενοικιαστές των συγκεκριμένων βιβαρίων Μιχαήλ Πέζαρο, Γεώργιο Αρβανιτάκη και Νικόλαο Λίμπο να του πληρώσουν για κάθε χιλιάδα παραγωγής ψαριού της καλοκαιρινής περιόδου 19 δουκάτα. Η ιδιότητα του ως επιστάτη και οικονομικού διευθύνοντα (condutore) των βιβαρίων αποτελεί σαφή απόδειξη της γνωριμίας του με τον ιδιοκτήτη και της αναγνώρισης του ως πεπειραμένου εμπόρου. Στο έγγραφο δεν δηλώνεται ο τόπος των ιχθυοτροφείων του Μόσχου, που, ως γνωστός, ήδη από το 1539 εμφανίζεται ως ενοικιαστής και συνεπώς διαχειριστής αλυκών στο νησί.
Διαφωτιστικό ως προς τις ασχολίες του Μπένου στο νησί την ίδια εποχή είναι άλλο έγγραφο του ΙΑΚ με χρονολογία 1552 (8 Αυγούστου) από όπου συνάγεται ότι καλλιεργούσε αμπέλια και παρήγε κρασί (ασπρούδι ή κόκκινον) που το πουλούσε, ενασχόληση όχι άσχετη μ’ αυτόν, αφού όπως είναι γνωστό ο πατέρας του επί σειρά ετών ήταν ενοικιαστής του φόρου επί της λιανικής πωλήσεως του κρασιού στο νησί. Στη σχετική συμφωνία του παραπάνω εγγράφου ο Μπένος πωλεί στον εβραίο Μωυσέ Αυδαλά 150 μέτρα κρασί-μούστο προς 32 άσπρα το μέτρο. Το μέτρο ήταν μονάδα χωρητικότητας ίση προς το 1/8 του μοδίου.
Σε έγγραφο του ΙΑΚ με χρονολογία 1561, 14 Μαρτίου, δηλώνεται ο misser Nicolo Trivoli quondam Jacumo10. Το έγγραφο αποκαλύπτει, χωρίς αμφιβολία, την ύπαρξη κι άλλου γιου του Ιακώβου, άγνωστου ως τώρα, με το όνομα Νικόλαος. Η πεποίθηση ενισχύεται από το ότι ο Νικόλαος αυτός συνδέεται με τον κόσμο της θάλασσας και του εμπορίου, όπως κι ο Ιάκωβος και σχετίζεται με πρόσωπα που γνώριζε καλά εκείνος, αφού είχε συνεργαστεί παλιότερα μαζί τους, μάλιστα σε παρόμοιες εμπορικές υποθέσεις.
Η μαρτυρία της σχέσης του Νικολάου με πρόσωπα γνωστά του Ιακώβου ενόσω ζούσε, προέρχεται από έγγραφο της 4/3/1553. Σύμφωνα με αυτό ο μισέρ Νικόλαος Τριβώλης κατέθεσε, κείνη τη μέρα, χρηματικό κεφάλαιο (βλησίδι), ίσο προς 26 βενετικά χρυσά τζεκίνια στους Δημήτριο Γαβρίλη και Φράγκο Βασιλάκο για το ταξίδι τους στη Μεσσήνη της Ιταλίας με τον όρο να μεταφέρουν από εκεί οποιοδήποτε εμπόρευμα θελήσουν.
Η επιλογή αυτών των προσώπων για τη διεκπεραίωση της εμπορικής παραγγελίας του καθώς κι η σιγουριά που τους εμπιστεύεται τόσο σημαντικό, για τα μέτρα της εποχής, χρηματικό ποσό, εκτός από μια φιλική σχέση μπορεί επιπλέον να σημαίνει και παλαιόθεν γνωριμία, μάλιστα οικογενειακή, του Νικολάου με τους 2 ναυτικούς. Οι επαφές εξάλλου του Νικολάου με τη Βενετία, που υπονοούν εμπορικές συναλλαγές ή άλλες υποθέσεις σ’ αυτό το χώρο, εξιχνιάζονται από το έγγραφο του 1561 όπου δηλώνεται ως γιος του εκλιπόντος Ιακώβου. Σύμφωνα με αυτό ο Νικόλαος αναθέτει στον Εβραίο ραβή Salamon de Cantarino να πάει στη Βενετία και να βρει κάποιον άλλο Εβραίο ονόματι ραβή Daniel del Arta. Για το σκοπό αυτό του δίνει 64 χρυσά σκούδα με την υποχρέωση να τον βρει οπωσδήποτε. Ποιες ήταν οι δοσοληψίες του Νικολάου με το πρόσωπο που αναζητούσε δε γνωρίζουμε, η πληροφορία όμως αποτελεί τεκμήριο της σύνδεσης του και των επαφών του στην Κέρκυρα και τη Βενετία με κόσμο που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι μόνο έχει να κάνει με το εμπόριο αλλά μετέχει ενεργά και δυναμικά σε αυτό.
Οι δραστηριότητες του Ιακώβου Τριβώλη στη Κέρκυρα από το 1512 που πρωτοεμφανίζεται σε αρχειακές μαρτυρίες, ως το 1540, επικεντρώνονταν στις αρμοδιότητες που είχε ως ενοικιαστής του φόρου επί της λιανικής πωλήσεως του κρασιού και ως μέλος του Συμβουλίου των 1517. Η στιχουργία και γενικά τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα τον απασχολούσαν παράλληλα, αφού στο διάστημα αυτό (1523), όπως ειπώθηκε, τυπώθηκε το 1ο του στιχούργημα.
Άγνωστες παρέμεναν μέχρι τώρα οι δραστηριότητες του Ιακώβου ως πλοιοκτήτη, καραβοκύρη κι εμπόρου στο διάστημα αυτό. Όπως αποδεικνύεται από έγγραφα, ήδη το 1515, νεαρός δηλαδή ακόμη, ήταν ιδιοκτήτης και κυβερνήτης πλοίου. Θα ήταν άκρως ενδιαφέρον αν μ’ αυτό το δεδομένο καθώς και με κείνο ότι δηλαδή στο στιχούργημα του Ιστορία του Ταγιαπέρα εντυπωσιάζει για την ακρίβεια των αφηγήσεων του, τεκμηριώναμε την άποψη ότι έλαβε μέρος με το πλοιάριο του στις επιτυχείς ναυτικές επιχειρήσεις του sopracomito Ιωάννη Αντωνίου Moro στις 25 Γενάρη 1520, κοντά στο Δυρράχιο εναντίον της φούστας του Τούρκου πειρατή Γεωργίου Moro, που λυμαινόταν τη περιοχή.
Με την ιδιότητα του πλοιοκτήτη απαντά κι αργότερα (1536, 1539), στοιχεία που αναμφισβήτητα οδηγούν στην άποψη ότι η σχέση του με τον κόσμο της θάλασσας ήταν άμεση και πολύχρονη. Βέβαια, χωρίς αμφιβολία, η σχέση του αυτή πρέπει να αποδοθεί στις δραστηριότητές του ως ναυτικού κι ως εμπόρου. Η συμμετοχή των σκαφών του στο τοπικό εμπορικό ναυτικό και τη ναυσιπλοΐα ήταν δεδομένη για χρόνια αφού, όπως αποδεικνύουν τα έγγραφα, συνέβαλλαν στο διαμετακομιστικό εμπόριο, φυσικά με όλους τους κινδύνους που εγκυμονούσε η πειρατεία. Τα πλοιάρια του Τριβώλη, όπως κι εκείνα των άλλων κερκυραίων ναυτικών, μέσω των γειτονικών λιμανιών έπλεαν με προορισμό την Ιταλία και κυρίως τη Βενετία μεταφέροντας φορτία διάφορων εμπορευμάτων. Από εκεί επέστρεφαν με άλλα εμπορεύματα, που διατίθονταν στην αγορά του τόπου κι έξω από αυτόν μια που το νησί αποτελούσε σημαντικό εμπορικό σταθμό για τη Γαληνότατη. Οι δραστηριότητες αυτού του είδους, όπως είναι φυσικό, προϋπέθεταν υποδομή (γνωριμίες κ.λπ.) στη Βενετία κι ενδεχομένως αλλού, γι’ αυτό οι αναθέσεις για τη ρύθμιση εμπορικών υποθέσεων σε κομισάριους εκεί από τον Τριβώλη είναι σπάνιες στα έγγραφα αλλά ρητές. Ανάμεσα στις ενασχολήσεις λοιπόν του στιχουργού στα διαστήματα των παραμονών του στη Βενετία πρέπει να προστεθούν κι αυτές του πλοιοκτήτη-καπετάνιου κι εμπόρου.
Ο Τριβώλης ταξίδεψε για λίγο διάστημα το 1540 στη Βενετία και για μεγαλύτερο το 1543-1544. Μνεία της παρουσίας του στη Βενετία το 1544 (25 Γενάρη) κάνει και το ανέκδοτο νοταριακό έγγραφο του ΙΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο Ιάκωβος, επειδή βρισκόταν στη Βενετία, είχε οριστεί (23 Φλεβάρη 1543) μαζί με το Nikolo Barbato κομισάριος του συμπατριώτη τους Ιάκωβου Καλόθετου. Με αυτήν αντικαθίσταται από τον ενδιαφερόμενο, προφανώς λόγω της επικείμενης επιστροφής του στο νησί, και κομισάριος ορίζεται ο Αλέξιος Κουρκουμέλης Όπως συνάγεται από τις νοταριακές κι άλλες μαρτυρίες οι ασχολίες του εκεί αφορούσαν στη λύση και τη διευθέτηση διάφορων προσωπικών του υποθέσεων. Παράλληλα δρούσε με την ιδιότητα του συνδίκου της Ελληνικής Αδελφότητας κι αναμειγνυότανε στα πνευματικά πράγματα του καιρού του, γεγονός που φαίνεται από τις διασυνδέσεις του με διακεκριμένες προσωπικότητες της εποχής, αλλά κυρίως από το ποιητικό του έργο.
Το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του στην Κέρκυρα (1545-1547) δραστηριοποιείται στα πλαίσια της κερκυραϊκής κοινότητας. Η πιο ενδιαφέρουσα δραστηριότητα, που η έρευνα μας αποκαλύπτει, είναι εκείνη του ενιαυσίου δικαστή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουνε κάποια έγγραφα που δείχνουνε κομμάτια της ζωής του και παρακάτω θα αναφερθούν επιγραμματικά.
Το 1ο από αυτά φέρει χρονολογία 1515 (22 Μάη). Ο Τριβώλης δηλώνεται σ’ αυτό ιδιοκτήτης πλοιαρίου, που ναυλώνει ο Βενετός Αληβίζη Τζάνη, κομισάριος του Γερόλυμου Τίντου, με τη συμφωνία να φορτώσει βελανίδι στη Λευκάδα και να το μεταφέρει στη Βενετία, όπου θα το ξεφορτώσει και θα το παραδώσει στον προαναφερθέντα Γερόλυμο. Το ενδιαφέρον του εγγράφου έγκειται στο ότι αφ’ ενός πιστοποιεί, 1η φορά, την ιδιότητά του ως πλοιοκτήτη-καπετάνιου και τις δραστηριότητες του ως μεταπράτη κι αφ’ ετέρου ότι καταγράφει όχι μόνο τη τακτική του ναυλώματος πλοίου, αλλά και τα κέρδη καθώς και τα έξοδα του ιδιοκτήτη κατά το ναύλο.
Το 2ο φέρει χρονολογία 1523 (14 Γενάρη). Παρουσιάζεται ως αγοραστής ενός χωραφιού που βρίσκεται στο Μανοούκι που ιδιοκτήτρια και πωλήτρια είναι η Καλούλα Λιβάδη. Είναι τυπικό πωλητήριο έγγραφο της εποχής, το πρώτο ωστόσο ως σήμερα που καταγράφεται τέτοιου είδους επένδυσή του στο νησί. Το 3ο με χρονολογία 1523 (30 Απρίλη) αποτελεί πιστοποίηση της πεθεράς του Τριβώλη Καλούλας χήρας του Μιχάλη Αυλωνίτη για το προικοσύμφωνο της κόρης της Μαργιέτας, που ‘χε συνταχθεί από το νοτάριο Παύλο Αυλωνίτη παρουσία πληρεξούσιου του Ιακώβου, Αντωνίου Μπελάντα. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ημερομηνία του γάμου του, στοιχείο άγνωστο ως σήμερα.
Στο 4ο έγγραφο με χρονολογία 1529 (15 Φλεβάρη) εμφανίζεται και πάλι ως αγοραστής, αυτή τη φορά ενός αμπελιού στη περιοχή του Καταντζάρου της Κέρκυρας. Η εξόφληση του τιμήματος ταυτόχρονα με το πωλητήριο, αλλά κι η πληροφορία που αντλείται σχετική με το ότι ο στιχουργός ήταν ιδιοκτήτης άλλου όμορου χωραφιού, επαληθεύουν τις ως τώρα μαρτυρίες για τη καλή του οικονομική κατάσταση, τουλάχιστον πριν το 1537, οπότε οι εμπορικές και γενικά οι οικονομικές του δραστηριότητες υπέστησαν μεγάλη κάμψη εξ αιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης που μάστιζε τον τόπο κι ήταν απόρροια της καταστρεπτικής πολιορκίας της Κέρκυρας από τον Χαϊρεντίν Βαρβαρόσα. Το 5ο κατά σειράν έγγραφο χρονολογείται το 1529 (17 Μάρτη) και δηλώνεται σ’ αυτό μαζί με τον Τζουάννη Χαλικιόπουλο ως διαιτητής σε διαφορά μεταξύ του Νικολάου Κατζίνα από τη μια και των Μπατίστα Μαρκέτο και Τζουάννη Λιόπουλο από την άλλη για ένα μαγαζί. Το έγγραφο αποτελεί τυπικό έγγραφο αστικής διαιτησίας που για άλλη μια φορά, τεκμηριώνεται η άποψη ότι ο Τριβώλης απολάμβανε τη γενική εκτίμηση κι αναγνώριση των συμπολιτών του. Οι δύο κριτές επιλύουν τη διαφορά ακριβοδίκαια, αφού η απόφαση τους γίνεται δεκτή με ικανοποίηση από τα δύο μέρη, όπως πληροφορούν στο τέλος του εγγράφου οι ένορκες μαρτυρίες των δύο από τους τρεις αντιδίκους.
Αγοραστής και πάλι εμφανίζεται στο 6ο της σειράς αυτής έγγραφο που χρονολογείται το 1529 (19 Μάη). Η αγορά αφορά μικρό κομμάτι γης που ανήκε στη μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ στη Κέρκυρα. Η πώληση γίνεται από τον διαχειριστή της μονής ιερέα Σταμάτιο Παπαστεφανάτο, που απ’ την αδελφή του παλιότερα, ο στιχουργός είχε αγοράσει κτήμα με σπίτι δίπλα στην αγορασθείσα γη. Συνέχεια του παρακάτω εγγράφου αποτελεί το έγγραφο του 1529 (19 Μάη). Σύμφωνα μ’ αυτό, αλλάζοντας προφανώς σχέδια, μεταβιβάζει αυθημερόν τη γη που αγόρασε καθώς και το όμορο κτήμα του στο μάστρο Φράγκο Γοργό. Ως διαιτητής εμφανίζεται πάλι ο Ιάκωβος στο 7ο έγγραφο που χρονολογείται το 1536 (3 Οκτώβρη). Μαζί με τον Θεοχάρη Κοντοπετρή ορίστηκαν από τον ιερέα Ιωάννη Στεφάνου και τον πεθερό του Ιωάννη Πόθο για τη πραγματογνωμοσύνη της προίκας της Μαριέτας κόρης του Πόθου και μνηστής του ιερέα Στεφάνου. Διαφωτιστικό προς τη κατεύθυνση των ενασχολήσεων του στιχουργού ύστερα από το 1537 είναι το 8ο έγγραφο με χρονολογία 1539 (25 Αυγούστου). Ο Τριβώλης προσπαθώντας να ανακάμψει οικονομικά επενδύει ευρύτερα για την διεκπεραίωση των εμπορικών του συναλλαγών. Αγοράζει το μερίδιο, ίσο προς 1/4, σε πλοίο που έχει ο Γεώργιος Μαυροκέφαλος εξ ημισείας με τον Κωνσταντή Κακοψόφο. Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτέμβρη 1539, αλλάζοντας σχέδια ή βλέποντας συμφέρουσα τη τιμή πώλησης, αγοράζει όλο το μερίδιο του Μαυροκέφαλου, δηλαδή το μισό πλοίο με ολόκληρο τον εξαρτισμό που του αναλογεί.
Η τελευταία πληροφορία, που τεκμηριώνει πιστεύω τη παραπάνω άποψη, ότι ο Τριβώλης ήταν ιδιοκτήτης πλοιαρίου (ξύλου) πριν το 1537, εκτός από τη σχετική μαρτυρία του 1ου εδώ εγγράφου, μαρτυρείται κι από άλλο της σειράς των 8. Πρόκειται για το έγγραφο του έτους 1536 (21 Απρίλη). Σύμφωνα με αυτό ζητάει 125 άσπρα, που του οφείλει κάποιος Δημήτριος της Θόδως, για το ναύλο του πλοίου του. Εκείνος, επειδή δεν έχει να του δώσει μετρητά, υπόσχεται να ξεπληρώσει το χρέος του με το λάδι της επόμενης σοδειάς που θα βγάλει από τα κτήματα του στο Καρδάκι. Η αγορά του μισού πλοίου του Μαυροκέφαλου από τον Τριβώλη δικαιολογημένα δημιουργεί υπόνοια πως το προηγούμενο πλοιάριο του είχε χαθεί, όπως και τ’ άλλα περιουσιακά του στοιχεία, στην ολιγοήμερη αλλά καταστρεπτική τουρκική επιδρομή του 1537. Ωστόσο η συγκεκριμένη αγορά δεν αποκλείεται να ήταν επιπλέον επένδυση σ’ αυτό τον τομέα, στα πλαίσια της προσπάθειας του ν’ ανακάμψει οικονομικά.
Θα μπορούσε να ευσταθεί μια τέτοια σκέψη, αφού λίγους μήνες μετά, σ’ έγγραφο της 1ης Δεκέμβρη 1539, φέρεται ως καραβοκύρης και μέτοχος κατά τα 3/4 σε πλοίο που έχει με τον Κωνσταντίνο Κόμη. Δε γνωρίζουμε αν πρόκειται για μία, εν τω μεταξύ, αλλαγή της εταιρείας, στην ουσία δηλαδή για το ίδιο πλοίο. Όπως και να ‘χει πάντως, εκείνο που συνάγεται από τα παραπάνω στοιχεία είναι ότι ο Τριβώλης συνέχιζε να ταξιδεύει ο ίδιος ως πλοίαρχος στις γειτονικές θάλασσες μεταφέροντας διάφορα εμπορεύματα παρ’ όλους τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι ναυτικοί από τις συναντήσεις με τα κουρσάρικα, τουρκικά κυρίως αυτή την εποχή, πλοία. Γι’ αυτό δε θα ‘ταν υπερβολικό να τονε χαρακτηρίζαμε δραστήριο και ριψοκίνδυνο ναυτικό. Επιπλέον γίνεται σαφές από το παραπάνω έγγραφο ότι ο Κερκυραίος στιχουργός προσπάθησε να βγει από το οικονομικό του αδιέξοδο και να ορθοποδήσει εισδύοντας με ζήλο στο μεταπρατικό εμπόριο. Εκείνο πάλι που επαληθεύεται είναι ότι ο Τριβώλης, λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, γνώριζε ανθρώπους της θάλασσας και σχετιζότανε μ’ αυτούς.
Το 9ο έγγραφο χρονολογείται το 1541 (2 Ιουλίου) κι ο Τριβώλης εμφανίζεται σ’ αυτό, μαζί με τον Τζουάννη Καπέλο, με την ιδιότητα του ενιαυσίου δικαστή (giudice annale) της κερκυραϊκής κοινότητας. 1η φορά γίνεται λόγος για την άσκηση του ανώτατου αυτού τοπικού αξιώματος από τον στιχουργό. Στο έγγραφο αναφέρονται διακεκριμένα πρόσωπα του κερκυραϊκού αρχοντολογιού, αφού η υπόθεση που καλούνται να κρίνουν οι 2 δικαστές αφορά τη κληρονομιά της εκλιπούσης αρχόντισσας Ελένης Σουβλάκη, που τη διαχειρίζεται ο σύζυγος της κι από την οποία απαιτούν μερίδιο οι αδελφές της κι άλλοι συγγενείς. Το ενδιαφέρον του εγγράφου, εκτός από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι ο Τριβώλης ήταν αιρετός δικαστής τη χρονιά αυτή, έγκειται στο γεγονός ότι παρουσιάζονται πρόσωπα της τάξης των ευγενών του νησιού, εκ των οποίων τα περισσότερα αγνοούσαμε ως τώρα και που συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς λόγω επιγαμιών, πράγμα όχι βέβαια πρωτοφανές για τη τάξη που μιλάμε. Επιπλέον το περιεχόμενο του εγγράφου καθίσταται ενδιαφέρον από ενδυματολογική άποψη, αφού περιέχονται σ’ αυτό στοιχεία για ενδύματα κι άλλα ρούχα της εποχής που όχι μόνο καταγράφονται, αλλά και δίνεται η αξία τους.
Με την ιδιότητα του ενιαυσίου δικαστή εμφανίζεται πάλι λίγους μήνες αργότερα, στις 25 Αυγούστου 1545. Η υπόθεση που καλείται να εκδικάσει είναι η αντιδικία μεταξύ του παπά Μάρκου Φρονίμου και του Φράγκου Σπουργιτά για σπίτι που αγόρασε ο 2ος από τη θεία του 1ου, ονόματι Κιάρα. Στο 10ο και τελευταίο έγγραφο εμφανίζεται και πάλι με την ίδια ιδιότητα, αλλά δεν την ασκεί* είναι ο ίδιος διάδικος. Το έγγραφο έχει χρονολογία 1545 (1 Δεκέμβρη). Η αντίδικη πλευρά είναι ο Αντώνιος Μαρμαράς, ως πληρεξούσιος της πεθεράς του Μαρίας Ρικισιώτισας, και το αντικείμενο της αντίθεσης τους ο τοίχος του σπιτιού της Μαρίας που ακούμπησε στον τοίχο σπιτιού του Τριβώλη. Υπόθεση ιδιωτικού δικαίου που αντανακλά μικροπροβλήματα καθημερινής φύσης και την αντιμετώπιση τους. Σύμφωνα μ’ αυτό οι δύο τεχνίτες στους οποίους είχε ανατεθεί να γνωματεύσουν για το μέγεθος της βλάβης που προκαλείται από την επαφή των δύο τοίχων (πιθανώς βλάβη στατική ή από ροή ομβρίων υδάτων), δηλώνουν ότι στις 30 Δεκεμβρίου 1545 έκαναν αυτοψία κι εκτίμησαν ότι ο τοίχος της αντιδίκου δημιουργεί πράγματι πρόβλημα στην οικοδομή του Τριβώλη, γι’ αυτό πρέπει να του πληρώσει τον τοίχο σύμφωνα με τη προηγούμενη συμφωνία τους.
Παρόμοιο περιεχόμενο, που δείχνει γενικότερα τη πρακτική του Τριβώλη στην αντιμετώπιση των περιουσιακών του θεμάτων και συγκεκριμένα των σπιτιών του, απαντά και στο 11ο έγγραφο της σειράς με χρονολογία 1 Φλεβάρη 1541. Το έγγραφο αναφέρεται σε συμβιβαστική λύση, ύστερα από διαμάχη, που προέκυψε μεταξύ του Τριβώλη και της χήρας του Ανδρέα Βραχλιώτη, για κοινό αυλάκι ομβρίων υδάτων και την προεξοχή της στέγης (ή σκάλας;) (πόντζος) που χώριζαν τα σπίτια τους. Θα ήταν ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή να γνωρίζαμε, αν βέβαια υπήρχαν, τους επίσημους όρους δόμησης που επικρατούσανε στη Κέρκυρα την εποχή της Βενετοκρατίας. Εκείνο πάντως που διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας το προηγούμενο, έγγραφο, είναι ότι τα σπίτια στο νησί συνηθίζονταν να κτίζονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ώστε να υπάρχει ελεύθερη απορροή των ομβρίων υδάτων για να μη βλάπτονται οι τοίχοι τους, που ήταν προφανώς κατασκευασμένοι από οπτόπλινθους κι ασθενή κονιάματα, άρα περισσότερο ευπρόσβλητοι από την υγρασία.
Αξίζει τον κόπο να παραθέσω έν εξ αυτών, χαρακτηριστικό και προτιμώ εκείνο που αφορά στο προικοσύμφωνο του γάμου του.
Φαίνεται ότι απέκτησε αρκετή δημοτικότητα στην εποχή του ως ποιητής, αφού o Κερκυραίος λόγιος και συγγραφέας Νικόλαος Σοφιανός, δραστήριος αντιγραφέας χειρογράφων και πρωτοπόρος στην ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας, τον αποκαλεί «ιλαρώτατον και χαριέστατον ποιητήν» (Legrand 1869, 9) κι αν υπάρχουν λόγοι να αμφιβάλλει κανείς για την αμεροληψία της προηγούμενης κρίσης, δεδομένου ότι ο Τριβώλης ανήκε στον κύκλο του Σοφιανού, αρκεί στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε πως και τα 2 του (γνωστά) έργα, που δεν σώθηκαν σε χειρόγραφη μορφή, τυπώθηκαν στη Βενετία κι ανατυπώθηκαν αρκετές φορές.
————————-
Η Ιστορία του Ταγιαπιέρα είναι ένα εγκωμιαστικό και θριαμβευτικό ποίημα, γραμμένο από τον Κερκυραίο Ιάκωβο Τριβώλη για τη νίκη του ναύαρχου Ταγιαπιέρα (Giovanni Antonio Tagliapietra) επί των πειρατών, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Κέρκυρας και των αλβανικών ακτών τον Ιανουάριο του 1520. Με τη πτώση του βυζαντινού κράτους αυξάνονταν συνεχώς οι κίνδυνοι κι η ανασφάλεια στην περιοχή, κάτι που δυσχέραινε ή και καθιστούσε αδύνατο το εμπόριο και τη ναυτιλία. Με τις κατακτήσεις των Οθωμανών αυξήθηκαν οι δυσκολίες για τη Κέρκυρα, που επιδιδόταν σ’ εμπόριο αλατιού στις αλβανικές και τις δαλματικές ακτές. Παρ’ όλες τις συμφωνίες μεταξύ της Βενετίας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι πειρατές συνέχιζαν τις καταστροφικές τους επιδρομές και λεηλασίες, με αποτέλεσμα ο στόλος της Βενετίας να αναλάβει την αστυνόμευση του Ιονίου.
Ως προς το περιστατικό που περιγράφεται στο ποίημα, μπορούμε να το σκιαγραφήσουμε ως εξής: τη νύχτα της 25ης Γενάρη 1520 πειρατικό πλοίο, που βρίσκεται υπό τις διαταγές του διαβόητου πειρατή Moro, συναντιέται στη περιοχή του Δυρραχίου με βενετσιάνικη γαλέρα με ναύαρχο τον Giovanni Antonio Tagliapietra. Σημαντικές πληροφορίες για το συγκεκριμένο περιστατικό περιέχονται στο άρθρο του Pesenti «Breve nota sull’ episodio di Tagliapietra narrato da G. Trivolis», όπου παρατίθενται αδημοσίευτα στοιχεία που πηγάζουν από 2 προσωπικές επιστολές του Βενετού ναύαρχου προς τον αδελφό του.
O Ταγιαπιέρα, επιστρέφοντας από τις χώρες της Ανατολής, συνάντησε στα παράλια της Αλβανίας κατεστραμμένο πλοίο. Έτσι, έμαθε ότι στη περιοχή βρισκόταν ο κουρσάρος Moro και κατευθύνθηκε προς το Δυρράχιο προκειμένου να τον αντιμετωπίσει. Η ναυμαχία ήταν σκληρή κι αιματηρή: αποκεφαλίστηκε ο Boutala-Rais, ενώ ο Ταγιαπιέρα διέταξε τους μισθοφόρους του να στοχεύουν στα κεφάλια, τα πόδια και τα χέρια. Μάλιστα, οι Οθωμανοί, προκειμένου να σωθούν, σκαρφάλωναν στα πανιά και τότε οι Βενετσιάνοι άρχισαν να σημαδεύουν τα σχοινιά και τα κατάρτια. Με τις κατάλληλες στρατηγικές κινήσεις ο Ταγιαπιέρα κατάφερε να εγκλωβίσει τους εχθρούς του στην πλώρη, όπου και έδωσε το τελικό χτύπημα. Η νίκη ήταν τόσο σημαντική για τη Βενετία, που απένειμε τιμές και χρηματικές αμοιβές στο Βενετό ναύαρχο.
Ο ποιητής, επηρεασμένος ίσως από το πνεύμα της ρητορικής τέχνης και της δικηγορίας, αποδίδει υπερβολικούς και στομφώδεις επαίνους στον Βενετό ναύαρχο. Όμως, πίσω από το ποίημα διαφαίνεται η συνείδηση της απελευθέρωσης από υπαρκτό και σοβαρό κίνδυνο που ταλάνιζε για χρόνια το νησί, τη ναυτιλία και συνεπώς την οικονομική του ευρωστία. Ο Ταγιαπιέρα φαίνεται πως εμφανίστηκε τη κατάλληλη στιγμή και κατατρόπωσε τους πειρατές, αφού τους παρέσυρε στην ανοιχτή θάλασσα. Ο Τριβώλης στο ποίημά του δεν αναφέρει τον τόπο του περιστατικού, απλώς δραματοποιεί τη ναυμαχία, μεγαλοποιεί τις συνέπειες της επίθεσης των πειρατών και, από όλο το περιστατικό, περιγράφει εκείνο το επεισόδιο κατά το οποίο οι μισθοφόροι ανακτούν τον έλεγχο κι επικρατούνε, σκορπώντας τον πανικό και τον όλεθρο στους αντιπάλους.
Το ποίημα εκτείνεται σε 313 τροχαϊκούς, κυρίως, 8σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους κι εκδόθηκε 1η φορά στη Βενετία το 1528. Ο Legrand στον πρόλογο της 1ης σύγχρονης έκδοσης του ποιήματος, αναφέρει -λανθασμένα- πως πρόκειται για τον 1ο Έλληνα ποιητή που χρησιμοποιεί την ομοιοκαταληξία. Παρόλο που η μορφική αυτή καινοτομία δεν οφείλεται στον Τριβώλη, είναι ένας από τους 1ους -κι ελάχιστους εκείνη την εποχή- ποιητές που δεν κατάγονται από τη Κρήτη αλλά γράφουνε σε ριμαρισμένους στίχους και μάλιστα για να εξάρουν τα ηρωικά κατορθώματα ενός σύγχρονού τους. Βέβαια, στο ίδιο πνεύμα κι υιοθετώντας την ομοιοκαταληξία, κινείται και το ποίημα του Τζάνε Κορωναίου (Ζάκυνθος τέλη 15 -αρχές 16ου αι.) Μπούα τα Ανδραγαθήματα, γραμμένο, όπως μαρτυρεί το αυτόγραφο χειρόγραφό του, το 1519 στη Βενετία, δηλαδή χρονικά πολύ κοντά στο στιχούργημα του Τριβώλη. Ωστόσο, το τελευταίο, παρά την έλλειψη αφηγηματικής ροής (Vitti 2003, 54), τη φτωχή σε αποτελέσματα ομοιοκαταληξία και τον στρυφνό σε γενικές γραμμές 8σύλλαβο στίχο του, γνώρισε μεγαλύτερη προβολή, καθώς είναι γραμμένο σε γλώσσα δημοτική, όπως και το 2ο έργο του κερκυραίου ποιητή, Η ιστορία του ρε της Σκότζιας με την ρήγισσα της Εγγλιτέρας, που τυπώθηκε το 1543 στη Βενετία και βασίζεται σε ιστορία από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου.
Δεν θα ήταν άστοχο να υπογραμμίσουμε ότι η αξιοσημείωτη εκδοτική επιτυχία κι αυτής της μετάφρασης/διασκευής -μας είναι γνωστές 15 ανατυπώσεις του έργου (Vitti 2003, 59)- οφείλεται στη συνεπή χρήση αμιγώς λαϊκού ύφους και στη πλήρη πια συμμόρφωση του ποιητή με τις αισθητικές επιταγές του καιρού του, δηλαδή τον ομοιοκατάληκτο 15σύλλαβο στίχο, που σε σύγκριση με τον 8σύλλαβο του ύμνου προς τον Ταγιαπιέρα, αποφέρει «αποτελέσματα πολύ πιο θετικά»). Προκύπτει, λοιπόν ότι ο Τριβώλης ήταν ανυποχώρητος υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, κάτι που δηλώνει και στο τέλος του ποιήματος που εξετάζουμε:
εγεννήθη η ρήμα όλη,
Κι ει τινός ουδέν αρέσει,
άλλη ας κάμη κι’ ας παινέση. (στ. 302-304)
Η χρήση της δημοτικής, αναμφισβήτητα, προσδίδει ζωντάνια και παραστατικότητα στο κατά τ’ άλλα αδύναμο κείμενο, φανερώνοντας τις προωθημένες απόψεις του δημιουργού του σχετικά με το ζήτημα της γλώσσας. Ο Henri Tonnet (2001, 31) τονίζει ιδιαίτερα το στοιχείο της προφορικότητας που χαρακτηρίζει, άλλωστε, πολλά ελληνικά ποιήματα γραμμένα σε δημώδη γλώσσα και θεωρεί το ποίημα «ιστορικό αφήγημα».
Ακόμη κι ο Legrand, ο οποίος στον πρόλογο της πρώτης σύγχρονης έκδοσης του ποιήματος και πάλι εμφανίζεται πολύ αυστηρός στις κρίσεις του, εκτιμώντας πως το συγκεκριμένο ποίημα είναι άτεχνο και στερημένο κάθε ποιητικού πνεύματος, χωρίς ούτε μια «χαρίεσσα» εικόνα ή κάποια λέξη «υψηλή», δεν παραβλέπει την ευρύτερη φιλολογική αξία του και το θεωρεί ως ένα αξιοπερίεργο «μνημείο» της ελληνικής γλώσσας και, σε κάθε περίπτωση, ένα από τα πρώτα ομοιοκατάληκτα ποιήματα που βγήκαν από τα βενετικά τυπογραφεία (Legrand 1869, 7-8).

Το ποίημα για τον Ταγιαπιέρα έχει εκδοθεί από τον γάλλο νεοελληνιστή και βιβλιογράφο Émile Legrand, στη μνημειώδη σειρά Collection de monuments, δύο φορές: αρχικά το 1869 στην Αθήνα και ξανά το 1875 στο Παρίσι, με σχόλια και γαλλική (πεζή) μετάφραση. Αρκετές δεκαετίες αργότερα το κείμενο εξέδωσε, μεταφρασμένο και σχολιασμένο στα γερμανικά, ο J. Irmscher το 1956 στο Βερολίνο, σε μια έκδοση που περιλαμβάνει και το δεύτερο γνωστό έργο του Τριβώλη, τη σκαμπρόζικη και νοβελιστική διήγηση για τον βασιλιά της Σκωτίας και την αγγλίδα βασίλισσα. Για τα αποσπάσματα που ανθολογούνται εδώ, χρησιμοποιήθηκε η 1η έκδοση του Legrand (1869), απαλλάσσοντας παράλληλα τον μη ειδικό αναγνώστη από το φόρτο των εξειδικευμένων πληροφοριών που θα περιείχε ένα κριτικό υπόμνημα σαν κι αυτό που ο γάλλος εκδότης ενσωμάτωσε μόνο στην αναθεωρημένη παρουσίαση του ποιήματος το 1875, όταν πια είχε στη διάθεσή του και τη 1η βενετική έκδοση (1528).
Η Ιστορία Του Ταγιαπιέρα
Το ποίημα δημιουργήθηκε για να τιμήσει τη γενναιότητα του Βενετού Giovani Antonio Tagliapietra, ο οποίος το 1520 προστάτευσε τη Κέρκυρα από πειρατική επίθεση. Εδώ ο ποιητής επαινεί τις πολεμικές ικανότητες του τριήραρχου του βενετικού ναυτικού και στη συνέχεια παρουσιάζει τα γεγονότα που έδωσαν την αφορμή για τη ναυμαχία (στ. 1-94).
Ὦ Χριστὲ καὶ ποιητή μου,
Ὁπωδῶσες τὴν ζωή μου,
Χάρισαί μου καὶ τὴν χάρι
Νὰ παινέσω τὸ λειοντάρι,
Τὸν εὐγενῆ καὶ ἀνδρειωμένον.
Φρόνιμον καὶ παινεμένον,
Τοῦ κονσέγιου διαλεμένον,
Σοπρακόμιν ἀξιωμένον
Πὤχει τὴν ψυχὴν ὡς πάρδος,
Καὶ τοῦ πρέπει ἕνας στεντάρδος
Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία
Καὶ τὴν πρόθυμον καρδία,
Πὤχει μέσα στὸ κορμί του
Δὲν στιμάρει τὴν ζωή του.
Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς λουμπάρδαις
Τούρκους μὲ ἀνακαράδες.
Δὲν ψηφάει ταὶς σαΐταις,
Σὰν ὁ φούρναρης ταὶς πήτταις,
Ἀλλὰ οὐδὲ τα σκουτάρια,
Μουσουλμάνων τὰ κοντάρια.
Μόνον μέσα ὡς φαλκόνι
Καὶ τοὺς Τούρκους θανατώνει.
Ὅποιον σώσει τὸ σπαθί του
Νὰ τοῦ πέρνῃ τὴν ζωή του.
Ποίος τὸν εἶδε νὰ πολεμῇ
Καὶ νὰ μὴ τὸν ἐπαινῇ;
Μὲ τὸ εὐγενικὸν τὸ ἦθος
Καὶ μὲ τὸ πλατὺ τὸ στῆθος,
Τὸ πρόσωπο τ’ ἀγγελικὸ
Τὸ ἔμορφο, τὸ ρωτικό;
Μνέγω σας τὴν Παναγία,
Χριστιανῶν τὴν μεσιτεία,
Καὶ τὸν ἅγιον Νικόλα,
Πὦνε βοηθὸς εἰς ὅλα·
Καὶ Σπυρίδωνα τὸν μέγαν.
Καθὼς ἤκουσα πὡλέγαν
Κάλλιος ἔν’ παρ’ Ἀχιλλεας
Καὶ ὁ ἀνδρειωμένος Αἴας.
Τί ὁ Ἕκτωρ τῆς Τρωάδος,
Ἢ ἐκεῖνος ὁ Ῥενάλδος;
Τί Ὀρλάνδος ἄκουσμένος,
Ποῦ ’τον ’ξ ὅλους διαλεμένος;
Καῖ ὁ νοῦς μου ὅλος τρομάσει,
Ποῦ νὰ τόνε σοὺσουμιάσῃ.
Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Ποίος μπορεὶ νὰ πολεμήσῃ
Τόσους Τούρκους ν’ ἀφανίσῃ.
Καὶ ὁπου ’σαν εὐγαλμένοι
Ξὲ δυὸ κάστρη διαλεμένοι;
Διακόσιους Μουσουλμάνους,
Σὰν ἐκείνους Καραμάνους,
Νὰ τοὺς κόψῃ γιὰ μίαν ὥρα,
Νὰ τοὺς πέψῃ στὴν κακὴ ὥρα.
Ἔξω τὴν Ἀρβανιτία,
Κι ἦτον ἄνεμος, εὐδία,
Κι ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνία
Γιὰ τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία,
Βρέσκει ξύλο κουρσεμένο,
Τὸ κατάρτι του παρμένο,
Πῆράν του Κι ἕνα παιδάκι
Ἐδ’ ἐκεῖ στὸ καβολάκι
Καὶ ῥωτάει τὸν θλιμμένον∙
Τίς τὸν ἔχει κουρσευμένον;
Λέγει του ὁ Μόρος ἀσεβὴς
Κι εἰς τὴ Δουράτσο νὰ τὸν βρῇς.
Τότε στὸ Δουράτσο πάει
Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ῤωτάει
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν χώρα
Ὅλοι εἰς μίο αὐτὴν τὴν ὥρα
Ἄρπαξαν τὰ ἄρματά τους,
Καὶ τὸν Μόρον συντροφιά τους.
Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία,
Τὴν μεγάλην βιγωρία,
Ξυπόλητοι οἱ ὠργισμένοι
Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι.
Ὡς καὶ ἕνας Μπαρζακάνος
Μόρος, ποῦ ’τονε Σουριάνος
Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν γνῶσιν
Κατεργάρους ν’ ἀγοράσῃ.
Λέγει ὁ Μόρος∙ ἂν τοὺς πιάσω
Ὅλους θέλω νὰ τοὺς κρεμάσω,
Ὡς γιατὶ ὁ Μεεμέτης
Γιὰ Χριστιανοὺς μᾶς γράφει ἐδ’ ἔτις,
Εἴ τις σκοτώσει Χριστιανὸν
Τὸν ἔχει φίλον ἐμπιστινόν.
Καὶ ἂν ἑμᾶς σκοτώσουν πάλι
Γινομέσθ’ ἅγιοι μεγάλοι.
Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς ἀνδρευθοῦμε
Ἀπάνω τους νὰ βρεθοῦμε
Χωρὶς πόλεμον καὶ σπαθὶ
Ὁ καθείς τους νὰ χαθῇ.
Ἔχω χιλίους πνιμένους
Καὶ μυρίους σκοτωμένους.
Αφού ο ποιητής έπλεξε το εγκώμιο του Ταγιαπιέρα και έδωσε το στίγμα των γεγονότων που οδήγησαν στη συμπλοκή, στο ακόλουθο απόσπασμα περιγράφει με ιδιαίτερη θεατρικότητα τη ναυμαχία (στ. 95-200).
Νὰ σᾶς ’πῶ καὶ ἄλλο πάλι
Ὅτι ἡ φούστα ’νε μεγάλη.
Ἔνε εἴκοσι δυὸ παγκῶν
Καὶ τί φοβᾶστε τῶν Φραγκῶν;
Καὶ εἰς μία ὅσοι κι’ ἂν ἦσαν
Ὅλοι ἐσαλαβατίσαν,
Καὶ ἀσηκῶσαν τὰ σαντσάκια,
Καὶ βαροδέσαν τὰ τουμπάκια.
Καὶ φωνάζασι μεγάλα,
Λέγοντας ἐτοῦτα κι’ ἄλλα:
«Καρτερεῖτε δὰ, Φραγκάκια,
Μὲ τὰ κούντουρα βρακάκια.»
Κι ἔδραμαν μὲ βιγωρία
Ὡσάν τ’ ἄγρια θηρία.
Καὶ ὁ λέων ὡς τοὺς εἶδε
Μὲ τοὺς ἐδικούς του ἐμίλειε∙
-« Ὦ Ῥωμαῖοί μου ἀνδρειωμένοι,
«Τοῦ πολέμου μαθημένοι,
«Σήμερον ἂς ἀνδρευθοῦμε,
«Ὅλοι μας νὰ τιμηθοῦμε,
«Σὰν ἐκάμναν οἱ παλαῖοι
«Ἄνδρες οἱ ὠνομασμένοι,
«Ὁποῦ διὰ τὴν τιμή τους
«Δὲν ψηφοῦσαν τὴν ζωή τους.
«Δίδει μου καὶ ἡ ψυχή μου
«Ὅτι φούστα ’νε δική μου.
«Μόνον μὲ ἀποκοτία
«Νὰ τοὺς δώσωμε γιαμία.
«Πρῶτος εἶμαι ν’ ἀπηδήσω
«Τοὺς μισοὺς νὰ ἀφανίσω.
«Νὰ ἰδῆτε τὸν Ταγιαπιέρα
«Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
«Πῶς ξεύρει νὰ πολεμίζῃ,
«Καὶ τοὺς Τούρκους ν’ ἀφανίζῃ.
«Μόν’ καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου,
«Καὶ συντρόφοι ἐδικοί μου,
«Κάμετε ὡς ἀνδρειωμένοι
«Νὰ βρεθοῦμε κερδεμένοι
«Ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμη,
«Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κόμη.-»
Εἶπαν: «εἰς τὸν ὁρισμό σου
Ν’ ἀποθάνωμεν ὀμπρός σου.»
Τότες ἔδειξε τὶ φεύγει
Κι εἰς τὸ πέλαγος ἐδιέβη.
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ Τουρκάκια
Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπάκια,
Καὶ, καστὶ καοὺρ, φωνάζαν,
Καὶ ξοπίσω τοῦ χουγιάζαν
Καὶ εἰς μία ’ς αὐτοὺς γυρίζει
Καὶ τὸν πόλεμον ἀρχίζει.
Τίς πορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ
Τὸν πόλεμον νὰ μετρήσῃ
Πὤκαμεν ὁ Ταγιαπιέρας
Τὸ ταχὺ ὥς τῆς ἐσπέρας.
Πρῶτον δίδει τὴν λουμπάρδα
Καὶ τῆς πέρνει τὴν μία μπάντα ∙
Καὶ εἰς μία τὴν βιστιρία
Καὶ τῆς πέρνει τὰ κουπία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ὡς παλληκάρια
Ἐμαλώναν μὲ δοξάρια,
Λέγω καὶ μὲ τὰ σκεπέτα
Π’ ἀπερνοῦσαν τὰ ἐλμέτα.
Τότες ὁ λέωντας ἐβρυχίστη
Τοὺς συντρόφους του ὠργίστη∙
Λέγει τούς. «Τί καρτερεῖτε;
Τί στέκετε καὶ θωρεῖτε;
Μέσα ὅλοι σὰν λειοντάρια
Νὰ τοὺς πάρω σὰν γομάρια.»
Καὶ εἰς μίο πρῶτος εἰσεβαίνει,
Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς σκοτώνῃ∙
Τὸν ἀδελφὸν τοῦ Μπουταλᾶ
Εἰς μίο τῷ χύσε τὰ μυαλὰ
Καὶ τὸν Μπουταλὰ Ῥαΐζη
Μέσα εἰς δύο τόνε θερίζει.
Εἶδαν τ’ ἄδικο οἱ κουμπάνοι
Ποῦ κατεργοκύρης κάμνει.
Πέρνουν τόσην βιγωρία
Τ’ εἰσεβαίνουν σὰν θηρία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ποῦ ’σαν μέσα
Ὅλοι ἔφριξαν καὶ ’τρομάσα.
Λέγω κείνην τὴν ἡμέρα
Μηδενεὶς ἐκ τὸν Ταγιαπιέρα
Τὶς μπορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ
Τὸ αἷμα πὤτρεξεν ὡς βρύσι,
Καὶ τοῦ πολέμου ταὶς σπαθιαὶς
Ποῦ δὲν ἐγίνηκαν ποτές.
Δὲν εἶν’ τούτα μὲ φωτία,
Μὰ χέρια μὲ τὰ σπαθία,
Ποῦ τὸ εἶδεν μὲ τὰ μάτια
Πῶς τοὺς ἔκαμεν κομμάτια.
Κεφαλαὶς, χέρια, καὶ πόδια
Νὰ χωρίζῃ ἐκ τὰ καράδια.
Τότ’ οἱ Τούρκοι ἐτσακιστῆκαν,
Καὶ στὰ ἄρμενα ἐμπῆκαν
Γιὰ νὰ φύγουν οἱ καϋμένοι,
Λαβωμένοι, σκοτωμένοι.
Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς κουμπάνους
Πά, καὶ κόφτει τους τοὺς μάντους,
Καὶ τὰ ἄρμενα ἐπέσαν
Καὶ τοὺς Τούρκους ἐπλακῶσαν
Κι ἐδ’ ἐκεῖ ἐκατέσφαξάν τους
Ὅλους, καὶ θανάτωσάν τους.
Τότες μίο τὴν φούστα δένει,
Κι ἐξοπίσω τοῦ τὴν σέρνει.
Καὶ οἱ Τούρκοι πὠκαρτεροῦσαν
Στὸ Δουράτσο, καὶ θωροῦσαν
Ο Ταγιαπιέρας κατατροπώνει τους αντιπάλους του μετά από σφοδρή μάχη. Ο ποιητής, για ακόμη μια φορά, εξαίρει τις ικανότητες και τα κατορθώματα του βενετού ναυάρχου και προτρέπει τις αρχές της Βενετίας να τον τιμήσουν με ανάλογα αξιώματα. Παράλληλα, δίνει και το χρονικό στίγμα των γεγονότων: το έτος 1520 (στ. 201-300).
Πῶς τὸ κάτεργον νὰ πάρουν
Στὸ Δουράτσο νὰ τὸ φέρουν,
Βλέποντας πῶς τὴν ἐπῆρε
Κι ἐκ τὴν πρύμνην τὴν ἐσύρε,
Ἄρχισαν τὸ βάϊ βάϊ,
Νἄχουν καὶ τὸ καταλάει.
Γι’ αὐτὸ, ἀφένταις Βενετσιάνοι,
Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφάνι
Κι ἦστεν στὴν χριστιανοσύνη,
Ζύγι στὴν δικαιοσύνη,
Ὅλοι σήμερον χαρῆτε,
Τὸν θεὸν εὐχαριστεῖτε,
Πὤχετε τέτοιο λειοντάρι,
Εἰς τὸν κόσμον γία καμάρι.
Ὦ μεγάλη ἡ ἀφεντεία,
Λαμπροτάτη Βενετία,
Δότε του τιμὴν καὶ πλούτη
Γιὰ τὴν νίκην τὴν ἐτούτη.
Π’ αὐτὸς πρέπει ν’ ἀρματώνῃ,
Ποῦ ’σεβαίνει σὰν φαλκόνι,
Καὶ συντρίβει καὶ χαλάει
Τούρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο πλάϊ.
Καπετάνο δὲ βεντούρα
Κάμετέ τον διὰ τὴν ὥρα,
Καὶ νὰ ἰδῆτε τί νὰ κάμῃ
Τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἀποθάνῃ.
Καὶ μικροί τε καὶ μεγάλοι
Γιὰ νὰ σᾶς τρομάξουν ὅλοι.
Ν’ ἀφανίσῃ τοὺς κουρσάρους,
Τούρκους καὶ τοὺς Κατελάνους,
Ὁποῦ ὡς μέσα στὸ Κασσώπη
’Χμαλωτίζονται οἱ ἀνθρῶποι.
Θέλεις ἀπὸ Μεσσηνέζους,
Καὶ γαϊδάρους Καλαβρέζους,
Ὥς καὶ ἀπὸ τὴν Χιμάρα
Πᾶσα μέρα τὴν ἀντάρα.
Ἂς ἀφήσωμεν Ἀρτινιώταις,
Στὴν στερῃὰ τοὺς Ἀρβανίταις,
Ἕως τὸ Κοντυλονῆσι
Τίς ν’ ἀκούσῃ νὰ μὴν φρίσσῃ;
Καὶ τινὰς δὲν συντυχαίνει
Εἰς ἐκεῖνα τὸ συμβαίνει.
Ὦ θεόργιστοι Καλαβρέζοι,
Καὶ ἀνταμό σας οἱ Πουλιέζοι,
Ἀμπρουτσάνοι καὶ Ἀσκουλάνοι,
Καὶ γαϊδάροι Μαρκεζάνοι,
Μαζωχθῆτε, προσκυνεῖτε,
Τὸν θεὸν παρακαλεῖτε
Νὰ βοηθάῃ τὸ λειοντάρι
Ποῦ σᾶς ἔκαμε τὴν χάρι
Ποῦ σᾶς ἔγλυσε ἐκ τοῦ Μόρου,
Τοῦ ἀνόμου τοῦ κουρσάρου.
Ὁποῦ τώρα ἂν εἶχε γλύσει
Ὀξ’ ἐσᾶς δὲν εἶχε ἀφήσει.
Καὶ γυναίκαις καὶ παιδία
Ἔπερνε στὴν Βαρβαρία
Καὶ ὅσοι εἶστεν στὸν Ἀγκῶνα
Ἤφερέ σας στὸν Αὐλῶνα.
Γι’ αὐτὸ ὅλοι μαζωχθῆτε
Καὶ ζωγράφο νὰ εὑρῆτε
Νὰ σᾶς κάμῃ μίαν εἰκόνα
Νὰ τὸ λέτε εἰς τὸν αἰῶνα.
Γράφετε καὶ τ’ ὄνομά του
Καὶ τὰ κατορθώματά του,
Πῶς εἰς χρόνους τοὺς χιλίους
Εἴκοσι πεντακοσίους,
Ἄν ἔλειπε ὁ Ταγιαπιέρας,
Εἶστεν ὅλοι τῆς κακῆς ὥρας,
Εἶστεν ὅλοι ἀποθαμένοι,
Καὶ ὡς σκλάβοι πουλημένοι.
Καὶ ἡμεῖς ἐκ τὴν Κερκύρα
Γιὰ ταὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Τὸν θεὸν παρακαλοῦμε∙
Σὲ τιμὴν νὰ τὸν ἰδοῦμε
Ὡς ὀρέγετ’ ἀπατός του
Καὶ νὰ σπάσῃ ὁ ἐχθρός του
Νἄχῃ πάντοτε ὑγεία,
Πλοῦτον καὶ εὐημερία.
Νὰ χαρῇ καὶ ν’ ἀφεντέψῃ,
Τοὺς ἐχθρούς του νὰ παιδέψῃ
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἐπαινέσει,
Κακὸν θάνατον νὰ δώσῃ.
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἀγαπάει,
Φάγουσα νὰ τόνε φάῃ.
Κάμειν ἤθελα καὶ ἄλλα
Ποῦ τοῦ πρέπουσι μεγάλα,
Ἀμὴ ὁ νοῦς ἦν συγχισμένος
Στὴν τοᾶναν ἔνε βαλμένος.
Καὶ καλὸ τὸ γύρισμά του
Νὰ γενῇ στὸ θέλημά του
Μὲ δεκαπέντε συλλαβαίς,
Ποῦ ’νε ἔμορφαις καὶ ἀκριβαίς.
Ἄλλο τίποτε γιὰ τώρα
Δὲν γράφω κατὰ τήν ὥρα.
Ὁ θεὸς νὰ τοῦ δώσῃ χρόνους,
Καὶ χίλιαις χιλιάδες θρόνους ∙
Νὰ τὸν ’δῶ καὶ προβεδόρο,
Ὡσὰν εἶδα καὶ τὸν Μόρο,
Λέγω τὸν μισὲρ Μπαστία
Πὦνε δὰ στὴν Βενετία.
Ο ποιητής ως επίλογο δηλώνει ευθαρσώς και δημόσια τη προτίμησή του στη καθομιλουμένη γλώσσα (στ. 301-313).
-Ἀπὸ μένα τὸν Τριβώλη
Ἐγεννήθη ἡ ῥήμα ὅλη,
Κι εἰ τινὸς οὐδὲν ἀρέσει,
Ἄλλη ἂς κάμῃ κι’ ἂς παινέσῃ.
Ἔγραψα καὶ τύπωσά το
Κι εἰσὲ ῥήμαν ἔβαλά το,
Νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἀνδρωμένοι,
Τοῦ πολέμου οἱ μαθημένοι,
Καὶ νὰ τυπαίνουν καὶ αὐτῆνοι.
Οἱ ἀνήξευροι μεσχίνοι,
Εἰς τὸν πόλεμον λειοντάρια
Ἄνδρες τε καὶ παλληκάρια.
———————————————
Η Ιστορία του Ρε Της Σκωτίας & Της Ρήγισσας Της Εγγλητέρας
Εφάνη μου στὸν λογισμὸν νὰ γράψω ἱστορίαν,
Ὁπἄκουσα τὶ ἐγίνετον κάπου στὴν Ἰταλίαν.
Ἔμμορφην δὲ καὶ θαυμαστὴν θέλετε τὴν ἀκούσει,
Τόσον ἐκεῖνοι ποῦ ποθοῦν ὅσα ποῦ δὲν ποθοῦσι·
Νὰ τοὺς ἀρέσῃ ὁλουνῶν, νἄχουν καὶ ἀπορία,
Καὶ ὅσοι ἔλθουν στὸν ἔρωτα νὰ βροῦν παρηγορία.
Πρῶτον τὸ πῶς τὸ φυσικὸ τὸν ἄνθρωπον ταυρίζει.
‘Σ ἐκεῖνα ὅλα τὰ μισᾷ, καὶ τίποτε δὲν χρήζει.
Δεύτερον καὶ τῶν γυναικῶν τὰ μηχανήματά τους,
Τέχναις, καὶ πανουργεύματα, καὶ τὰ καμώματά τους·
Πῶς πέφτουν καὶ συγκλίνονται στοῦ ἔρωτος τὴν τάξι,
Καὶ ξεύρουν καὶ σκεπάζουνται ‘πιτήδεια μετὰ πρᾶξι·
Σὰν εἶδα πῶς τὸ ἔκαμε ῥήγισσα Ἐγγλητέρας,
Ἀπεραζόμενον καιρὸν, ἐκείνας τὰς ἡμέρας·
Καθὼς τὸ θέλω ἐξηγηθῆ καὶ πᾶσα εἷς νὰ φρίξῃ,
Καὶ νὰ θαυμάσῃ, νὰ φριγῇ, ὁμοίως ν’ ἀπορήσῃ·
Τρίτον τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος ὅποιαν καὶ ἂν τοῦ ἀρέσῃ,
Τόσον μεγάλη καὶ μικρὴ νὰ μὴν τὸ ἀμελήσῃ,
Νὰ τὴν ξεδράμῃ ἄφοβα δίχως ἀμφιβολία,
Τ’ ὀρέγεται καὶ πεθυμᾷ νὰ βρῇ ἐν εὐκολίᾳ·
Μόνον νὰ μὴν τὴν ἐντραπῇ, νὰ τῆς τὸ φανερώσῃ,
Βρέσκει καὶ τόπον καὶ καιρὸν μὲ ταύτην νὰ ζυγώσῃ.
Φαίνεται ὁ ῥὲ δὲ Σκοτζιᾶς ἐκεῖνος ἀκουσμένος,
Εἶχεν υἱὸν πανέμμορφον κι ἤτονε προκομμένος·
Στὰ ἤθη, τὰ εὐγενικὰ ἦταν καὶ αὐτὸς βαλμένος,
Φρόνιμος, μεταδοτικὸς, μᾶλλον καὶ ἀνδρειωμένος,
Μακρὺς, πλατὺς, γλυκόηθος, ἐμμορφοκαμωμένος·
Ὄξε περίσσιαις αὐθεντειαῖς ἤτονε ζητημένος,
Λέγω διὰ νὰ παντρευθῇ, νὰ κάμνῃ συγγενεία.
Καὶ αὐτὸς ποτὲ δὲν ἤθελε διὰ καμμιὰν αἰτία,
Ποσῶς ποτὲ δὲν ἤθελε νὰ ἰδῇ καμμιὰν γυναῖκα·
Κάλλιο ‘χε τὶ νὰ ξοριστῇ, νὰ πάγῃ εἰς τὴν Μέκκα,
Παρὰ ν’ ἀκούσῃ, νὰ ἰδῇ γυναῖκαν εἰς τὸν κόσμον,
Ἀπόφευγε χειρότερα παρὰ μελάσι βρῶμον.
Ἐμίσα καὶ κατέχα ταις, ἔψεγε κι ἔφευγέ ταις,
Ὡσὰν ἀπὸ τὸν διάβολον ἐπαραμέριζε ταις.
Ἔβαλεν ὁ πατέρας του νὰ τὸν καθοδηγέψουν,
Τὸν λογισμὸν, τὴν γνώμην του ἂν ἠμποροῦν νὰ στρέψουν.
Δὲν ἐδυνήθηκε ποσῶς τινὰς νὰ τὸν γυρίσῃ,
Τὸν λογισμὸν, τὴν γνώμη του ποσῶς νὰ τὴν ἀφήσῃ·
Δὲν ἤθελε νὰ παντρευτῇ, μηδὲ νὰ τὸ ἀκούσῃ,
Μηδὲ ποσῶς τὰ μάτια του γυναῖκα νὰ ἰδοῦσι.
Καὶ τότε ὁ πατέρας του βάνεται ‘ς ἄλλην γνώμην,
Νὰ τόνε στείλῃ ἤθελε νὰ πάγῃ εἰς τὴν Ῥώμην·
Μὰ κάλλιο τὸν ἐφάνηκε νὰ πάγῃ στὴν Βενετία,
Ποὖναι γυναῖκες ἔμμορφαις, μπορεῖ καμμία νεία
Νὰ τὸν γυρίσῃ εἰς ἔρωτα, νὰ πέσῃ εἰς ἀγάπη,
Νὰ τὸν ταυρίσῃ πρὸς αὐτὴν, ὡσὰν ἡ ‘στία τὴν ῥάπη.
Ὑπῆγεν ὁ νεούτζικος, λέγω, στὴν Βενετία,
Δὲν ἔστρεψε τὸν λογισμὸν διὰ καμμιὰν αἰτία.
Καὶ μία οὖν τῶν ἡμερῶν, ἦλθαν ἐκ τὴν Φιάνδρα
Τὰ κάτεργα διὰ πραγματειαῖς, καὶ βλέπει ἕναν ἄνδρα,
Καὶ βάστα εἰς τὰ χέρια του χαρτιὰ πολλὰ καὶ πούλειε,
Ἱστορεμένα κι ἔμμορφα, καὶ μὲ τὸν κόσμον ἐμίλειε·
Καὶ τὴν εἰκόνα ἔδειχνε ῥήγισσας Ἐγγλητέρας,
Παρόμοια δὲν εὑρίσκετον ἐκείνας τὰς ἡμέρας.
Καὶ ὡς τὴν εἶδεν ὁ νειούτζικος ὡς ἐν ταὐτῷ ἐτρώθη,
Μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ ἔρωτος εἰς μίον ἐλαβώθη.
Εὐγάνει καὶ ἀγοράζει την, καὶ εἰς τὴν κάμαρά του
Ἔπιασε καὶ τὴν ἄβαλε, καὶ αὐτἦτον ἡ χαρά του,
Ὁλημερὶς νὰ κάθεται νὰ τὴν περιλαμπώνῃ,
Καὶ ὡσὰν ἦτον ἀνθητὴ νὰ τὴν καταδαγκώνῃ.
Καὶ παρευθὺς ἐγύρισε στὴν ἐδική του χώρα,
κι ἔσωσε στὸν πατέρα του, κι εἰς μία κατὰ τὴν ὥρα,
Καὶ λέγει ὦ πατέρα μου, ἂν θέλῃς τὴν ζωή μου,
Τὴν ὤραν τούτην σύντομα νὰ κάμῃς τὴν βουλή μου,
Ἤξευρε ὅσα ἐμίσουνα τοῦ κόσμου ταῖς γυναίκαις,
Ἡ τύχη μὲ κατήφερε νἄχω γιὰ ταύταις πρίκαις.
Καὶ λέει του τὴν εἴδησιν πῶς ηὖρε τὴν εἰκόνα,
Καὶ πῶς ἐσφάγη ἀπ’ αὐτὴν νὰ κλαίγῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
-Καίγομαι καὶ φλογίζομαι, τὸν θάνατον μου κράζω,
Διὰ λόγου της μαραίνομαι, καὶ δι’ αὐτὴν φωνάζω.
Λοιπὸν ξεύρε, πατέρα μου, πάγω γυρεύοντά τη,
Ἂν ἤξευρα νὰ μ’ ἔκαναν κομμάτι καὶ κομμάτι.
Καὶ δός μου ἐκ τὰ στάμενα νὰ κάμνω ἐξοδία,
Νὰ μὴν μοῦ λείψῃ τίποτε διὰ καμμιὰν αἰτία. –
Λέγει του ὁ πατέρας του: ὠϊμὲ, παρηγοριά μου,
Τί ἔναι ἡ βουλὴ ποῦ ἐβάλθηκες νὰ θλίψῃς τὴν καρδιά μου;
Νὰ καίγωμαι καθημερῶς διὰ τὸ στερεμό σου,
Νἀκδέχωμαι, ματάκια μου, υἱὲ, τὸν θάνατό σου;
Ἂν ἤτονε ἀνύπανδρη κἄνε ἡ κορασίδα,
Ἤθελα ἐμβῆ στὴν γνώμη σου, γιατὶ ἀπ’ αὐτὰ εἶδα,
Ἀμὴ αὐτὴ ἔναι ὕπανδρη κι ἔχει τοιοῦτον ῥήγαν,
Ἀπάνω ‘ς ὅλους διαλεκτὸν ποῦ ὅσοι καὶ ἂν τὸν εἶδαν,
Ὅλοι λέγουν τὰ κάλλη του, μᾶλλον καὶ τὴν ἀνδρειά του·
Παρόμοιον δὲν εὑρίσκουσι εἰς τὰ καμώματά του.
-Λέγει του: ὦ πατέρα μου, ὕπαγε τοῦ σκοποῦ σου,
Καὶ πέσε εἰς τὸ θέλημα, κύρι μου, τοῦ υἱοῦ σου·
Ἐγώ ‘πα σου καὶ λέγω σου ὅτι ἐγὼ ἀποθαίνω,
κι ἐκ τὴν βουλὴν ὁποῦ ἔβαλα ἐγὼ δὲν ἀνημένω·
Ἐβλέποντας ὁ γέροντας τὸ πῶς δὲν ἔναι φύσι,
Δὲ στράτα, οὐδὲ λογισμὸς, στύπιασε νὰ τ’ ἀφήσῃ·
Δίδει του στάμενα πολλὰ, ἀμέτρητον λογάρι.
Καὶ λέγει του κι ἐκ τ’ ἄλογα ὅποιο θελήσῃ ἂς πάρῃ,
Καὶ δούλους καὶ ἀρχοντόπουλα νἄχῃ γιὰ συντροφία,
Νὰ πορπατῇ εὐγενικὰ ἐκεῖ στὴν ξενιτεία.
Αὐτὸς δὲ μόνος, μόνος του, παίρνε καὶ ὑπαγαίνει,
Καὶ ἄλλην καμμιὰν συντροφιὰν ποσῶς δὲν ἀνεμένει.
Ὑπῆγεν καὶ παράδειρε, ἔσωσεν εἰς τὴν χώρα,
Στὴν Ἐγγλητέραν τὴν λαμπρὰν, κυριακὴν ἡμέρα.
Ἔκαμεν χρόνον περισσὸν, μῆνες, πολλαῖς κι ἡμέραις,
Καὶ βλέποντά την ἔχαιρε εἰς ταῖς πιλλιαῖς ἀέραις.
Τὰ βάστα ὅλα ἐξόδιασε, τίποτε δὲν ἐποῖκε,
Ὑπῆγεν εἰς τὸ ὕστερον, καὶ εἰς τὸ σταῦλο μπῆκε·
Ἐδούλευε ὡς σταυλάτορα, καὶ ἔπεινε τὴν ῥόγα,
Τινὸς δὲ τὸ μυστήριο του ποτὲ δὲν ἐμολόγα.
Ὁ ῥήγας τὸν ἠγάπησε, καὶ εὐγάνει τον ἐκ τὸ σταῦλο,
Καὶ βάνει τον εἰς συντροφιὰν μὲ ἕναν μισὲρ Παῦλο,
κι ἔκοπταν καθημερινῶς στὸν ῥήγα, στὴν ῥηγίνα·
Ἀπέρνα ὁ νεούτζικος μὲ τοῦτα καὶ μ’ ἐκεῖνα,
Μὲ κόπους, μὲ ἀναστεναγμοὺς καὶ μὲ περισσοὺς πόνους,
Διαβάζοντας καθημερινῶς πλειὰ παρὰ πέντε χρόνους.
Καὶ μία οὖν τῶν ἡμερῶν ὑπῆγε στὸ κυνήγι
Ἀφέντης μὲ τοὺς ἄρχοντες, μὲ συντροφιὰ πώσμίγη·
κι ἔλαχε ὁ νεούτζικος ἐμπρὸς εἰς τὴν κυρά του,
Γιὰ νὰ κάμνῃ τὴν βίγλα του, τὄθελεν ἡ καρδιά του·
κι ἐκεῖ ὅπου ἐδούλευεν εἰς μίο ἀναστενάζει,
Καὶ τὸ μυστήριο τὸ φρικτὸ τότε νὰ ξεσκεπάζῃ,
Καὶ λέγει του ἡ ῥήγισσα: τί ἔχεις τί ἀναστενάζεις;
Τὴν ὥραν π’ ἐγεννήθηκες διατὶ τὴν ἀτιμάζεις;
-Καὶ αὐτὸς μὲ τὴν ταπείνωσιν ἐμπρός της γονατίζει,
Καὶ τὴν ἀγάπην παρευθὺς τῆς ῥήγισσας ἀρχίζει,
Καὶ λέγει: κυρά μου ῥήγισσα, εἶμαι στὸν ὁρισμό σου,
Ὅριζε καὶ ἂς μὲ κρεμάσασιν ὡς σκλάβον ἐδικό σου.
Ἤξευρε ἡ εὐγενικὴ ὅτ’ εἶμαι ἀπὸ τὴν Σκότζια,
Ῥήγας ἔναι πατέρας μου κι ἔχει περισσιὰ μπέτζια.
Ποτέ μου δέν ἠθέλησα νὰ ἰδῶ καμμιὰ γυναῖκα,
Ὅλαις ταῖς ἐβαρείομουν ὀκτὼ χρόνους καὶ δέκα·
Ἀπὸ πολλῶν ῥήγων παιδιὰ καὶ ἀπ’ ἀφεντοπούλαις,
Μ’ ἐγύρεψαν διὰ γαμπρὸν καὶ ἀπόφευγά τῃς ὅλαις.
Ἔβαλεν ὁ πατέρας μου νὰ μὲ καθοδηγέψουν,
Μὴ νὰ μπορέσουν ἄρχοντες τὴν γνώμη μου νὰ στρέψουν·
Δὲν ἐδυνήθηκε τινὰς ἐμένα νὰ γυρίσῃ
Τὴν γνώμην καὶ τὸν λογισμὸν τὸν εἶχα ἀρχινήσει.
Καὶ τότες ἐβουλήθηκε νὰ μὲ στείλῃ εἰς τὴν Ῥώμην,
Μήνα ἀλλάξω λογισμὸν, νὰ μεταστρέψω γνώμην·
Καὶ πάλι ἐμετάτρεψε, στέλνει με εἰς Βενετία,
κι ἡ γνώμη μου δὲν ἄλλαξε διὰ καμμιὰν αἰτία.
Ἐπέρνασι μὲς σταῖς χαραῖς καὶ εἰς ταῖς ἐκκλησίαις,
Κὶ ὅπου καὶ ἂν ἐμαζώνονταν ὅλαις τοῦ κόσμου ᾑ νείαις·
Ποτὲ δὲν ἦτον βολετὸ καμμία νὰ μοῦ ἀρέσῃ,
Τὴν γνώμη μου καὶ τὸν σκοπὸν ποσῶς νὰ μετατρέψῃ.
Καὶ μία οὖν τῶν ἡμερῶν, ἄκουσον, ὦ κυρά μου,
Πῶς εἶδα τὴν εἰκόνα σου καὶ ἐσφάγην ἡ καρδιά μου,
Ὁποὔρθασιν τὰ κάτεργα ἐδώθες πραγματεμένα,
κι εἷς κατεργάρης ἤφερε χαρτιὰ ζωγραφισμένα,
Εἰς τὰ ὁποία βρίσκετον, κυρά μου, ἡ πρόσοψί σου,
Καὶ ὡς ἐν ταὐτῳ ἐγίνομουν σκλάβος καὶ δουλευτή σου,
Καὶ ῥίζωσες, ἀφέντρα μου, μέσα στὰ σωθικά μου,
Καὶ φλόγισες καὶ μάρανες τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου.
Ἠπῆρα τὴν εἰκόνα σου, μ’ αὐτὴ ἐπαρηγόρουν,
Καὶ μέσα εἰς ταῖς ἀγκάλαις μου μ’ αὐτὴν ἀποκοιμούμουν.
Καὶ ὅταν ἤθελε νὰ βγῶ πόθες μὲ συντροφία,
Ὅσο νὰ στρέψω ἐκαίγομουν μὲ θεϊκὴ φωτία.
Πότε νὰ στρέψω νὰ ἰδῶ, κυρὰ, τὴν πρόσοψί σου,
Τὸ πρόσωπον τ’ ἀγγελικὸν τὸ ἔχει τὸ κορμί σου·
Ὑπῆγα εἰς τὸν πατέρα μου, σκύφτω, παρακαλῶ τον,
Καὶ, σταυρωτὰ τὰ χέρια μου, χάριν ἀναζητῶ τον,
Γιὰ νὰ μοῦ δώσῃ στάμενα νὰ κάμω ἐξοδία,
Νἄρθω νὰ ἰδῶ, αὐθέντρα μου, τὴν τόσην ἐμμορφία.
Πονώντας ὁ πατέρας μου διὰ τὴν ἐξορίαν,
Ποῦ βάλθηκα γιὰ νὰ εὐγῶ διὰ κακογνωμίαν,
Ἔκαμε πράγματα πολλὰ ποσῶς νὰ μὴν κινήσω,
Καὶ τὴν βουλὴν ὁπὤπιασα ὡς γιὰ νὰ τὴν ἀφήσω·
Εἶπέν με καὶ ἐκ στόματος πῶς ἔν’ ἀνδρειωμένος
Ὁ ῥήγας καὶ εἰς ὅλα του περισσιὰ προκομμένος.
κι ἐγὼ τὸν ἀποκρίθηκα· χίλιαις φοραῖς τὴν ὥρα
Ὀρέγομαι τὸν θάνατον ἐκεῖ στὴν Ἐγγλητέρα,
Μόνον νὰ ἰδῶ καθολικὰ τῆς ῥήγισσας τὰ κάλλη,
Τὰ ἤθη τὰ εὐγενικὰ, τὸ φρόνιμο κεφάλι.
Λέγει μου ὁ πατέρας μου· ὦ μάτια μου καὶ φῶς μου,
Δὲν ξεύρεις ἄλλο κάλλιο σου οὐδὲν ἔχω στὸν κόσμον;
Μόνον ἐσὲν παρηγοριὰ, στὸ γῆράς μου ἐλπίδα,
Καὶ ἀφήτις ἐγεννήθηκες ποτὲ καλὸ δὲν εἶδα,
Μόνε φαρμάκια καὶ πικριαῖς, ἀγκοῦσα καὶ τρομάραις,
Καὶ τώρη πάλιν μ’ ἔβαλες ‘ς τόσαις βαρειαῖς ἀντάραις.
Λοιπὸν ἐπεὶν ἐβάλθηκες καὶ θέλεις νὰ μισεύσῃς,
Καὶ τὴν βουλὴν ὁπὤβαλες δὲν θὲς νὰ μετατρέψῃς,
Ὁ ἐπουράνιος θεὸς νὰ ἔναι πάντα μπρός σου·
Καὶ ἡ εὐχή μου τοῦ πτωχοῦ ἐμένα τοῦ πατρός σου
Σκεπή σου νἄν’ καὶ βοηθὸς ἐκεῖ στὴν Ἐγγλητέρα,
Καὶ νὰ σὲ βλέπῃ πάντοτε νύκτα (καὶ) τὴν ἡμέρα·
Ἔπαρε, υἱέ μου, στάμενα ὅσα σου κάμνουν χρεία,
Νὰ μὴν σὲ λείπῃ τίποτες διὰ καμμιὰν αἰτία·
Ἔμπα καὶ εἰς τὸν σταῦλόν μας, καὶ πάρε τ’ ἄλογά μας,
Ἔπαρε κι ἐκ τοὺς ἄρχοντες πὤχομε συντροφιά μας.
-Στάμενα πῆρα περισσὰ ὅσα μὤκαναν χρεία,
κι ὠλπίσα νὰ μὲ σώσουσι διὰ τὴν ἐξοδία·
κι ἦλθα, κυρά μου, μόνος μου νὰ ἰδῶ τὴν ἡλικιά σου,
Ταῖς χαραῖς καὶ ταῖς εὐγενειαῖς ὁπὤχει τὸ κορμί σου.
Καὶ πέντε χρόνους ἔκαμα μόνον γιὰ νὰ σὲ βλέπω,
Καὶ ἄπέρνουν, ὁ βαρειόμοιρος, μὲ δάκρυα καὶ μὲ κόπο.
Ἔσωσα καὶ τὰ στάμενα, κι ἦλθα εἰσὲ πενίαν,
κι ἐκ τὴν πικριά μου ἔπεσα εἰς πολλὴν ἀδημονίαν·
Καὶ βάλθηκα στὸν λογισμὸν τὶ δρόμον γιὰ νὰ πιάσω,
Τὸν κόπον, τὸν στανταρισμὸν πὤκαμα νὰ μὴν χάσω.
Καὶ ἄρχισα κι ἔκαμα φιλιὰ μ’ ὅλους τοὺς κορτεσάνους,
Τόσον μὲ τοὺς Ἰταλικοὺς ὅσον μὲ τοὺς Πισάνους·
Καὶ μιὰν ἡμέρα λέγω τους νἄλθω στὴν συντροφιά σας,
Νὰ μ’ ἔχετε ὡς μικρότερον, νὰ ἦμαι ἐκεῖ κοντά σας.
Εἶπαν ἐμοῦ· μετὰ χαρᾶς, τοῦ ῥήγα νὰ τὸ ‘ποῦμε,
Γιατὶ μᾶς κάμνει πάραυτα τὰ ὅσα τὸ ζητοῦμε.
Ἦλθαν καὶ συνηβάσαν μὲ διὰ σταυλάτορά σας,
Καὶ ὡς δοῦλος ἐκυβέρνουνα, κυρά μου, τ’ ἄλογά σας
Ἐφάνηκε τοῦ ἀφεντὸς καὶ ἤφερέ με ὀμπρό σας,
Νὰ κόπτω εἰς τὴν τάβλα σας κατὰ τὸν ὁρισμό σας·
Λοιπὸν, κυρά μου ῥήγισσα, εἶπά σε τὴν βουλήν μου,
Στὰ χέρια σου εἶμαι καὶ ὅρισε νὰ πάρουν τὴν ζωήν μου.
Καὶ κόψε τὸ κεφάλι μου ἔξω ἀπὸ τὸ κορμί μου,
Νὰ παύσουσι τὰ πάθη μου καὶ οἱ ἀναστεναγμοί μου.
-Ἀπηλογάται ἡ ῥήγισσα, λέγει του· εἰς ὅτι λέγεις
Γλήγωρα τὴν παρηγορία σου δίδει καὶ μήνω λέγεις,
‘Σ ὅλα σου τὰ παθήματα παρηγοριὰ νὰ λάβῃς,
Τὴ νειότη μου καὶ τὸ κορμὶ ἐσὺ νὰ περιλάβῃς·
Καὶ κάμε ἀπόψε τὸ βραδὺ νἄλθῃς στὴν κάμαρα μου,
Νὰ λάβῃς κεῖνο ποῦ ποθεῖς, ψυχή μου καὶ καρδιά μου,
Καὶ σιγαλὰ καὶ φρόνιμα ‘σέβα στὸ περιβόλι·
Τοὺς δουλευτάδες κύτταξε ἵνα κοιμοῦνται ὅλοι,
Καὶ εἰς τὴν πρώτη κάμαρα ζερβὰ γιὰ νὰ γυρίσῃς,
Νὰ βρῇς τὴν τζαμπρὰν τὴν χρυσὴν, καὶ βλέπε μὴ ἀστοχήσῃς,
Καὶ παραμπρὸς στρέφε δεξιὰ νὰ ἰδῇς ζωγραφισμένη,
Τὴν κάμαραν τὴν θαυμαστὴν, τὴν καταχρουσειωμένη.
Καὶ θὲς ἰδεῖ τὴν κλίνην μου ἐμμορφοστολισμένην,
Ὅλη μὲ χρυσοφάντιστα πῶς ἔναι σκεπασμένη.
Καὶ ζύγωσε καὶ πιάσε με ‘κ τὸ χέρι, ξύπνισέ με,
Ἀγκάλιασε καὶ σφίξε με, καὶ καταφίλησέ με.
Ἀφέντης ἐκείνην τὴν βραδυὰ ἦλθεν ἐκ τὸ κυνήγι,
Ὑπῆγεν εἰς τὸ κρεββάτι του, μὲ τὴν ῥηγίνα σμίγη.
Καὶ πέσε νὰ ἀποκοιμηθῇ, γιατ’ ἦτον κοπιασμένος,
Εἰς τὸ κυνήγι πάντοτε ὡς κακοπαθημένος·
Ὁ νιὸς κατὰ τὴν ὀρδινιὰ ἔσωσε στὸ κρεββάτι,
Καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του, καὶ τὴν κυρὰν εκράτει.
Ἁπλώνει ‘ς μιὸ ἡ ῥήγισσα, πιάνει τον ἐκ τὸ χέρι·
Τὸν ῥήγα γλήγωρα ξυπνᾷ, καὶ τὴν δουλειὰν ἀναφέρει,
Καὶ λέει τοῦ ῥήγα· ξύπνισε, θέλω νὰ σοῦ μιλήσω,
Καὶ δός μου αὐτιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ, καὶ νὰ σοῦ τ’ ἀρχινήσω.
-Λέγει της· ἄφινε, δὲν ντρέπεσαι, ὁποὖμαι κοπιασμένος,
Ὁποὖμαι ἀπὸ τ’ ἄλογο ὡσὰν ἀποθαμμένος·
-Λέγει τ’ · ἄφες τὸ κοιμησιὸ, τώρα μηδὲν κοιμᾶσαι,
Ἂν θέλῃς τὴν κορῶνά σου, ῥήγας γιὰ νὰ λογᾶσαι.
Λέγει του· ποῖον ἐκ τὴν κούρτη σου ἔχεις ἀγαπημένον,
‘Σ ὅλους τοὺς κορτεσάνους σου περισσιὰ μπιστεμένον;
-Λέγει δὲν ξεύρεις ἄλλονε δὲν ἔχω μπιστεμένον,
Ὡσὰν τὸν Ἀλοΐσιον[76], καὶ πλειὸ ἠγαπημένον;
-Λέει του· νὰ ξεύρῃς σήμερον ἦλθε νὰ μὲ ‘ντροπιάσῃ,
Καὶ ἂν δὲν τοῦ ἤθελα ταχθῆ ἤθελε νὰ μὲ σφάξῃ.
Καὶ ἂν δὲν πιστεύῃς τὰ λαλῶ, σηκώσου, μὴν κοιμᾶσαι,
Ἐνδύσου καὶ τὰ ροῦχα μου, στὸ περιβόλι φθάσε,
Καὶ θὲς ἰδεῖ πῶς θέλει ἐλθεῖ νὰ σὲ περιλαμπώσῃ.
Δίχως καμμίαν ἐντροπὴ ἀπάνω σου ν’ ἁπλώσῃ·
-Εἰς μίο ἐταράχθηκε ὁ ῥήγας καὶ ἀσηκώθη,
Τῆς ῥήγισσας τὴν φορεσιὰ ἐνδύθη καὶ ‘ποδέθη,
Καὶ ὑπῆγε καὶ ἀκαρτέρειε τον μέσα στὸ περιβόλι.
-Καὶ τοῦτος μὲ τὴν ῥήγισσα οὐδὲν ἔκαμναν σκόλη,
Οὐδὲ καμμίαν ἄργητα γιὰ νὰ συμμαζωθοῦσι,
Ὡς ἐν ταὐτῷ ἀρχίνησαν νὰ περιλαμπωθοῦσι,
Νὰ δώσουν τὴν παρηγοριὰ, τοῦ τόσου χρόνου πέρας,
Πῶθλίβετον ὁ νειούτζικος τὰς νύκτας, τὰς ἡμέρας.
Καὶ, σεῖς ὁποῦ τ’ ἀκούγετε, λογιάζετε τί ἐκάμναν,
Δίχως ἄρμενα καὶ κουπιὰ τὰ πόσα μίλλια λάμναν!
Δαγκάματα, φιλήματα, τζιμπήματα μυριάδες,
Δὲν μελετῶ τὰ ἕτερα πὤχουν ταῖς νοστιμάδαις·
Καὶ τότε ὅταν ἐγνώρισε τί ἔν’ ὥρα νὰ σκολάσῃ,
Ἀρχίνησε ἡ ἐρωτικὴ γιὰ νὰ τὸν ὀρδινιάσῃ·
Καὶ λέει του· μὲ τὴν γνῶσί σου ‘σέβα στὸ περιβόλι,
Πιδέξια καὶ φρόνιμα, γιατὶ κοιμοῦνται ὅλοι·
Καὶ τὸν ἀφέντη θὲς εὑρεῖ κάθοντας, καρτερῶντας,
Δὲν βλέπει ὥρα καὶ στιγμὴ ἐδῶ καὶ κεῖ θωρῶντας,
Ποτὲ νὰ ἰδῇ, ματάκια μου, νὰ σὲ συναπαντήσῃ,
Νὰ σὲ γνωρίσῃ, νειούτζικε, μὲ σένα νὰ μιλήσῃ,
Νὰ πιστωθῇ τὰ λόγια μου ποῦ τοὖπα καὶ ἄκουσές τα,
Π’ ὀμπρό σου τὰ διηγήθηκα καὶ σὺ ἐκατάλαβές τα·
Λοιπὸν θέλει ἔλθει πρὸς ἐσέν τὸ πῶς νὰ σ’ ἀγκαλιάσῃ,
Καὶ σὺ ἔπαρ’ ἕνα ‘στιόξυλο καὶ κάμε νὰ τὸν φθάσῃ,
Καὶ δίνοντάς τονε καλὰ ὅσον τὸ δυνατό σου,
Λέγε τοῦτο· πολιτικὴ, νὰ ἰδῶ τὸν λογισμόν σου,
Καὶ τὴν ἀγάπην τὴν βαστᾷς τοῦ ἀφέντη μου τοῦ ῥήγα,
Ἠθέλησα νὰ σὲ ἰδῶ ποῦ νὰ σὲ κάψῃ φλόγα·
Καὶ τότε ἂν τοῦ λέγασι χίλια κακὰ γιὰ σένα,
Ποτὲ νὰ μὴν τὰ πιστευσῇ πῶς ἤσουν μετ’ ἐμένα.
Ὑπῆγεν ὁ νειούτζικος, ἐσέβη στὸ περιβόλι,
κι ηὗρέ τον ὁπὠκάθετον μὲ τὴν βουλή του ὅλη,
Τὰ ροῦχα τὰ γυναίκεια ἤτονε φορεμένος,
κι ἔστεκε καὶ ἀκαρτέρειε τον σὰν σκύλος λυσσιασμένος.
Καὶ ὡσὰν εἶδεν τὸν νεούτζικον, τρέχει νὰ πάῃ σιμά του,
Καὶ ὁ νεούτζικος τὰ ὅμοια ἐζύγωσε κοντά του·
Καὶ δίδει του δυὸ τρεῖς ξυλιαῖς μ’ ὅλην τὴν δύναμιν του,
Ὅτι ὀλίγον ἔλειψεν νὰ ξέβῃ ἡ ψυχή του·
Καὶ λέγει του· πολιτικὴ, πῶς σὲ βαστᾷ ἡ ψυχή σου,
Τὸν ῥήγαν τὸν αὐθέντη σου ὁπὦναι ἡ τιμή σου,
Νὰ τὸν ‘ντροπιάσῃς, ἄνομη, μ’ ἐμέν’ τὸν δουλευτή του,
Ὁποῦ ψυχή μου, ἤ ζωὴ ἔν’ ὅλη ἐδική του;
Μὰ ‘γὼ, σκύλα, δοκίμασα νὰ ἰδῶ τὴν ὄρεξί σου,
Πᾶς εἶσαι τὸν ἀφέντη μου, καὶ ἂν ἦσαι στὴν τιμή σου·
Μὰ ‘γὼ δεν εἶμαι ‘πὸ ‘κεινοὺς κόντρα[89] τοῦ ἀφεντός μου,
Ὁποῦ αὐτὸς μὲ τίμησε, κι ἔχω τον σὰν τὸ φῶς μου,
Ὁποῦ ἐδῶ στὴν ξενιτειὰ γι’ ἀφέντην, γιὰ πατέραν,
Ἄλλον τινὰν δὲν ηὗρηκα τὴν σημερνὴν ἡμέραν·
Καὶ σύρε[90] στὸν διάβολο, κι ἔβγα τώρα ἀπ’ ὀμπρός μου,
Μὴ σὲ φονεύσω, ἄνομη, ὡσὰν κακὸν ἐχθρόν μου·
Μὰ τοῦτο νἆσαι θαῤῥετὴ ὅτι ἀνεξημερώσω
Τοῦ ἀφεντός μου νὰ τὸ ‘πῶ, νὰ τοῦ τὸ φανερώσω.
-Ὁ ῥήγας τότε μίσευσε, πάγει στὴν κάμαρά του,
Ἀπὸ ταῖς τόσαις ταῖς ραβδιαῖς ἔπεσαν τὰ νεφρά του.
Καὶ λέει του ἡ ῥήγισσα· ὠϊμὲ, παρηγοριά μου,
Ηὗρες ἐκεῖ τὸν ἀσεβῆ, τὸν κλεπτὴ, τὸ φονειά μου;
Λέγει της· σώπα, ῥήγισσα, τὶ κάλλιον κορτισάνο
Δὲν ἔχομε στὴν κούρτη μας, Ῥωμάνο δὲ Πιζάνο.
-Λέγει του· δὲν ἐντρέπεσαι, ῥήγα, νὰ συντυχαίνῃς,
Γιὰ ψεύτρα καὶ ἀνυπόστατη φαίνεται τὶ μὲ κρένεις,
Παντὸς ἦλθε καὶ μ’ ἔβαζε νὰ κοιμηθῇ μ’ ἐμένα,
Κἰ ἄλλα περίσσια κακὰ τὰ μὤχει καμωμένα.
Λέγει της’ μὸν σιώπησε, τί ἂν μὤλεγες τριακόσια;
Δὲν σοῦ πιστεύω τίποτε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὴν Σκότζια·
Γιὰ ὅλους πὲς καὶ λέγε μου, μὰ γιὰ τὸν Ἀλοΐσο,
Μηδὲν μοῦ λέγῃς τίποτε τὸ ξεύρω καὶ γνωρίζω·
Μακάρι νἆχες πάει ἐσὺ νὰ κάρτερειες, ῥηγίνα,
Ὄχι ποῦ μ’ ἐστεῖλες ἐμὲν καὶ λεὶς τοῦτα καὶ κεῖνα.
Καὶ πῆρα τόσον ῥαβδεσμὸν, καὶ διὰ τὴν τιμή μου,
Τίποτε δὲ μπορῶ νὰ εἰπῶ γιατὶ ἔναι ἐντροπή μου.
Ξηγεῖται καὶ ἀποδείχνει της πῶς ἦλθε μὲ τὸ ξύλο,
Καὶ πῶς τὸν ἐκατάδειρε χειρότερα ἀπὸ σκύλο.
Τοὺς λόγους, ταῖς ἀνασχυντιαῖς, τὰ ὅσα καὶ ἂν τοὖπε,
Ὅλα τῆς τὰ ἀνάφερε, τίποτε δὲν ἀφῆκε·
Ἡ ῥήγισσα ἀναστέναζει, θὲ δείχνει τὶ λυπεῖται,
Καὶ μέσα της ἐχαίρετον, καὶ μυριοευχαριστεῖται.
Ὁ ῥήγας τὴν ἠγάπησε πλεὸν παρὰ ποτέ του,
Τὴν ἐξουσιάν του τὤδωκε ‘ς ὅλα τὰ τίποτέ του.
Καὶ χαίρετον μὲ τὴν κυρὰν ὡς ἤθελεν ἀτός του.
Ἠπῆρε καὶ τὴν ἤφερε στὸ σπίτι τοῦ πατρός του,
Καὶ κεῖ τὴν εὐλογήθηκε καὶ ἐστεφανώθηκέ την,
Καὶ ὡσὰν τὰ μάτια του τὰ δυὸ ἀγαπᾷ καὶ βλεπέ την.
Ἔζησαν καὶ καιρὸν πολὺν καὶ κάμαν καὶ παιδία,
κι ὕστερα κληρονόμησε ὅλην τὴν αὐθεντεία.
Καὶ ὁ ῥήγας ὁ κακότυχος ἔμεινεν γελασμένος,
Ἐκ τὸ πικρό του ἔσκασε, καὶ μείν’ ἀποθαμμένος.
Λοιπὸν ἴδετε, ἄρχοντες, ἡ φύσις πῶς ταυρίζει,
Ἐκεῖνο τὸ μισᾷ κανεὶς εἰς αὐτὸ νὰ γυρίζῃ·
Ὡσὰν ἐγύρισεν αὐτὸν ὁπ’ ὅλαις ταῖς ἐμίσα·
Καὶ ὕστερα διὰ ταυταῖς τὸν ἔπαιρνεν ἡ λύσσα·
Καὶ πῶς ὑπῆγε ὡς βουλευτὴς καὶ ἐφανέρωσέ το,
Καὶ κείνη πῶς τὸ δέχθηκεν, εἰς μίο καὶ ‘καμέ το·
Καὶ πάλι πῶς ἐγίνωσκε τὸν ῥήγα νὰ γελάσῃ,
Νὰ τόνε κάμη νὰ δαρθῇ καὶ πάλι νὰ σωπάσῃ·
Πάλι πῶς τὸν ἐνέμπαιξε, καὶ ἠπῆρε καὶ ἀφικέτον,
Μὲ τὸν Λοΐζον ἔφυγεν καὶ εὐλογήθηκέ τον.
Γιὰ δαὐτὸ μὴν ὀκνεύετε, μηδὲν τὸ ἀμελᾷτε,
Πρᾶγμα ποῦ νἆν’ τῆς φύσεως ποτὲ μὴν τὸ μ’ ὑπάτε·
Τὶ φύσις εἶναι δυνατὴ, τὸν ἄνθρωπον ταυρίζει
Π’ ἐκεῖνα ὅλα τὰ μισᾷ, καὶ δείχνει δὲν τὰ χρήζει,
Καὶ ἂν ἔναι καὶ πτωχούτζικος καὶ δὲν ἔχῃ δουκάτα,
Δ’ ἀσήμια, δὲ ‘ποστατικὰ, μηδὲ βουτζιὰ γεμάτα,
Μόνα σπουδάζῃ, μὴν ὀκνῇ εἰς ὅποιαν τοῦ ἀρέσει.
Νὰ κάμῃ τὸ ὀρέγεται, μόνον νὰ μὴν ὀκνεύσῃ.
Γιατὶ γυναῖκα σὰν νερὸ ἐγλήγωρα συμπέφτει,
Σὰν παντρεμένη καὶ ἀνύπανδρη ὅπου τὴν ῥίξῃς πέφτει.
Εἶπά σας καὶ τὴν ἀφορμὴ καὶ δεῖξα καὶ τὸ πρᾶγμα,
Καθὼς φαίνεται φανερὰ πῶς τ’ ἔβαλα στὸ γράμμα.
κι εἶπά σας δρόμον καὶ βουλαῖς, ‘πόθεσες τὸ συμβήκαν,
Ἄλλοι ἔλαβαν τὴν χαρὰν καὶ ἄλλοι ἔμειναν στὴν πρίκαν.
Εἰπεῖν ἤθελα καὶ πλειότερα μ’ ἄλλην συμμαρτυρία,
Μὰ τὸ εἶπα, ἄλλον δὲν χωρεῖ, οὐδὲ μᾶς κάνει χρεία·
Γιατὶ καλὰ τὸ ξεύρετε, καὶ ὅλοι σας εἴδετέ τα
Πῶς γίνονται καθημερνῶς, ὅλοι κατέχετέ τα·
κι εἰς αὐτὸ ἐβουλήθημου κι ἔπιασα κι ἔγραψά το,
Ἀπὸ χαρτὶ λατινικὸ ἐμεταγλώττισά το.
-Καὶ ὁποῦ θελήσῃ νὰ ἰδῇ ποῖος ἔναι ὁ γραφέας,
Τριβώλης ο Ἰάκωβος, υἱὸς τῆς καλογραίας·
Εἰς χιλίους πεντακόσιους καὶ ἀρχὴ μὲ τοὺς σαράντα,
Στὴν Βενετιὰ τὴν φουμιστὴν ὅπου νὰ στέκῃ πάντα·
Σταῖς κθ’ τοῦ Ἀπριλλιοῦ, μπαίνοντας του Μαΐου,
Καὶ ὅλοι νἄχετε χαρὰν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.
Καὶ ἔτσι τὸ ἐχάρισα Βητόριου Πετριτίνου,
Τοῦ εὐγενοῦς καὶ ἔνδοξου καὶ ἀνδρείου ἐκείνου·
Καθημερνῶς νὰ τὸ κρατῇ, νἄχῃ παρηγορία,
Καὶ μένα νὰ μὲ ἀγαπᾷ μὲ ὅλην τὴν καρδία.
==============================
Σχόλιο: Παρατηρήσαμε όλοι πως ένας άνθρωπος, αρκετά ευκατάστατος, αναγνωρισμένος, άξιος, οικογενειάρχης, αιρετός άρχων, δικαστής κι έμπορος και δε ξέρω κι εγώ τι άλλο, σπατάλησε λίγο ή πολύ από το χρόνο του για να κάτσει να γράψει ποιήματα και μάλιστα να παινέσει τη γενναιότητα (και θα μου πείτε ναι το ‘κανε από συμφέρον, αλλά θα απαντήσω πως άπαξ και γλύτωσεν η Κέρκυρα, όλοι οι συμφερτολόγοι, θα ‘χαν επιστρέψει στις δουλειές τους σιωπώντας, αυτός όμως όχι) ενός ανθρώπου, με ευγνωμοσύνη που έσωσε το νησί, τους ανθρώπους -μερικούς δε, αγαπημένους- και μάλιστα με τόση μαστοριά. Επίσης να τονίσω πως χάρις σ’ αυτή την ανάρτηση ήντλησα ένα σωρό πληροφορίες. Τέλος σας θυμίζω πως πλέον υπάρχει και ΓΛΩΣΣΑΡΙ , όπου, μπορείτε να το ανοίξετε παράλληλα και δίπλα κι αν βρείτε άγνωστη λέξη να τηνε δείτε εκεί. Κι αυτό εμπλουτίζεται συνεχώς -όχι αδιαλείπτως αλλά το κατά δύναμιν- και θα εμπλουτίζεται ακόμα. Μάλιστα, θα υπάρξει και πλήρης νομισματική μελέτη της εποχής εκείνης. Π. Χ.