Βιογραφικό
Ο Μαρίνος Φαλιέρος γεννήθηκε κι έζησε στη Κρήτη κι είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώτης περιόδου της κρητικής λογοτεχνίας. Τα βιογραφικά στοιχεία που γνωρίζουμε για αυτόν προέρχονται από έγγραφα του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας, που ανακάλυψε και δημοσίευσε ο A. van Gemert.
Ποιητής ευγενικής βενετικής καταγωγής, ο Μαρίνος Φαλιέρος γεννήθηκε περίπου το 1397 και πέθανε το 1474. Μαζί με τον Σαχλίκη (περ. 1330-1401) και τον Λεονάρδο (ή Λινάρδο) Ντελλαπόρτα (περ. 1330-1419/20) είναι οι 3 σημαντικότεροι ποιητές της Κρήτης πριν την Άλωση. Καταγόταν από μια βενετοκρητική αριστοκρατική οικογένεια (των Falier). Πρόκειται για μια από τις οικογένειες των Βενετών που εγκαταστάθηκαν στη Κρήτη το 1211, όταν η Κρήτη (το 1209) περιήλθε στη βενετική κυριαρχία. Ο πατέρας του ποιητή, Μάρκος, ήταν ο μόνος απόγονος της οικογένειας στη Κρήτη κι η μητέρα του, Agnese, προερχόταν από την αριστοκρατική οικογένεια Ghisi που διοικούσε τις κυκλάδες. Ο Μαρίνος ήταν ένας από τους ισχυρότερους γαιοκτήμονες της Κρήτης. Παντρεύτηκε γύρω στο 1418 την Fiorenza Zeno, κόρη του διοικητή της Άνδρου Pietro Zeno κι απέκτησε 9 παιδιά. Ήταν μέλος του Μείζονος Συμβουλίου του Χάνδακα (Ηρακλείου) και της Συγκλήτου. Από τις υπάρχουσες πληροφορίες δε φαίνεται να ‘χεν αποκτήσει μεγάλη μόρφωση, σίγουρα όμως ήτανε σε θέση να παρακολουθεί τις ιταλικές λογοτεχνικές εξελίξεις. Ο ίδιος ήταν κάτοχος μιας τεράστιας κτηματικής περιουσίας στη κεντρική και νοτιοανατολική Κρήτη. Το 1426 προθυμοποιήθηκε ν’ αρματώσει με δικά του έξοδα μια γαλέρα για να πολεμήσει τους Τούρκους. Τον επόμενο χρόνο υπηρετούσε ως «supracomitus», δηλαδή ως καπετάνιος σε ένα από τα δύο πολεμικά πλοία που διέθετε η Κρήτη για τις αμυντικές ανάγκες της Βενετίας. Στα χρόνια της Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-39) υποστήριζε την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Η μόρφωσή του δεν πρέπει να ήταν μεγάλη. Είχε λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και κατέγραψε στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας αξιόλογες λογοτεχνικές επιδόσεις. Στη μορφή, τα πρότυπα και το περιεχόμενό της η ποιητική παραγωγή του εμπνέεται περισσότερο από τη Δυτική-Ιταλική λογοτεχνική παράδοση. Τα ποιήματά του έχουν γίνει αντικείμενο πολυετών μελετών κι έχουν εκδοθεί σε σύγχρονες κριτικές εκδόσεις με εισαγωγή και σχόλια από τους Ολλανδούς φιλολόγους A. van Gemert και W. Bakker. Γράφει τα ελληνικά που άκουγε γύρω του, στους δρόμους και στις ορθόδοξες εκκλησίες. Ήδη στα 1400, έπειτα από περίπου 2 αιώνες ζωής στη Κρήτη, οι Βενετοί είχανε γλωσσικά εξελληνισθεί. Το περίπλοκο ύφος του κι η χρήση σπάνιων λέξεων κι εκφραστικών τρόπων φανερώνουν ότι μητρική γλώσσα του ποιητή ήταν τα ελληνικά. Τη λόγια βυζαντινή λογοτεχνία, όπως φυσικά και τα αρχαία ελληνικά, δεν φαίνεται να τα ήξερε. Οι σχετικά λίγοι αρχαϊσμοί είναι σχεδόν όλοι παρμένοι από την εκκλησιαστική γλώσσα. Από τη δημώδη μεσαιωνική λογοτεχνία μάλλον είχε διαβάσει ερωτικά-ιπποτικά μυθιστορήματα. Εκτός από τα ελληνικά, ήξερε βέβαια τα ιταλικά και τα βενετσιάνικα και φαίνεται να επηρεάζεται από τη δυτική λογοτεχνία της εποχής του.
Στο Φαλιέρο αποδίδονται με ασφάλεια 5 ποιητικά έργα: 2 ερωτικά όνειρα, το Ιστορία και Όνειρο και το Ερωτικόν Ενύπνιον, 2 παραινετικά-παρηγορητικά, η Ρίμα Παρηγορητική κι οι Λόγοι Διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν κι, ακόμη, το θρησκευτικό, ο Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Πιθανότατα όλα τα ποιήματά του συντέθηκαν στην περίοδο 1418-30, με τα 2 ερωτικά όνειρα να θεωρούνται τα παλαιότερα έργα του. Είναι γραμμένα σε ομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους στίχους και παρουσιάζουν ενδιαφέρον από λαογραφική, γλωσσική και γραμματολογική άποψη. Επιπλέον, όλα τα ποιήματά του, αποπνέουνε δυτικό πνεύμα, μ’ εξαίρεση, βέβαια, τους Λόγους διδακτικούς που, όμως, αποτελούνε πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη καθημερινή ζωή των αρχοντικών βενετικών οικογενειών της Κρήτης (van Gemert 2007, 158).
Τα θρησκευτικά ποιήματά του είναι συντομότερα. Το “Ρίμα Παρηγορητική” απευθύνεται, με σκοπό τη παρηγορία, στον φίλο του Benedetto da Molin, επίσης αριστοκράτη βενετικής καταγωγής, που έχασε την οικογένεια και τη περιουσία του. Το “Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν“, έχει θεματολογία σχετική με τη χριστιανική διδασκαλία (κυρίως τα αμαρτήματα και τις αρετές) στο 1ο μέρος, ενώ το 2ο περιέχει πρακτικές συμβουλές για την οικογενειακή ζωή. Το τελευταίο έργο του, “Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού” έχει διαλογική μορφή: πρόκειται για θρήνο της Παναγίας, που εντάσσεται αφηγηματικά σε μια συζήτηση ανάμεσα σε 2 άτομα που παρατηρούν μια ζωγραφική απεικόνιση της Σταύρωσης.
Και τα δύο ερωτικά ποιήματά του, έχουνε διαλογική μορφή (σε αυτό διαφαίνεται επίδραση του ιταλικού ποιητικού είδους contrasto) και θεατρικό χαρακτήρα. Στο πρώτο έργο, που είναι και εκτενέστερο, εκτός από τον αφηγητή και την κοπέλα, που λέγεται Αθούσα, συμμετέχουν, η Μοίρα κι η υπηρέτρια της Αθούσας, Ποθούλα. Το δεύτερο έργο, που είναι και συντομότερο, παραδίδεται χωρίς όνομα ποιητή σε ένα από τα χειρόγραφα που διέσωσαν το Ιστορία και Όνειρο, γι’ αυτό εικάζεται ότι και το 2ο ποίημα είναι έργο του Φαλιέρου, το οποίο ενδέχεται να έχει υποστεί προσθήκες στο τέλος. Σε αυτό ο ποιητής ονειρεύεται την αγαπημένη του που συνοδεύεται από τον προσωποποιημένο Έρωτα. Και τα δύο όνειρα διακόπτονται απότομα, το πρώτο από το τσίμπημα ενός ψύλλου, και το δεύτερο από το λάλημα ενός κόκορα.
Το έργο αποδίδεται στον Φαλιέρο -αν κι έχει παραδοθεί χωρίς τίτλο κι όνομα συγγραφέα- κυρίως για 3 λόγους: 1) το ποίημα “Ιστορία & Όνειρο” (του Φαλιέρου) φαίνεται να ‘ναι σα συνέχεια του “Ερωτικού Ενυπνίου” και μια εκτενέστερη επεξεργασία του ίδιου περίπου θέματος, 2) τα 2 ποιήματα έχουν αρκετούς όμοιους στίχους και 3) το υλικό των 2 ποιημάτων είναι παρόμοιο, δηλαδή συνδυασμός διδακτικού κι ερωτικού διαλόγου μες στο πλαίσιο ενός ερωτικού ονείρου, παρόλο που η δομή, η πλοκή, καθώς κι η δράση των προσώπων/χαρακτήρων παρουσιάζουν διαφορές. Πάντως, το “Ερωτικόν Ενύπνιον” θα πρέπει να θεωρηθεί ως πρώιμο έργο του, γιατί, σε σύγκριση με την “Ιστορία & Όνειρο“, είναι δείγμα ενός άπειρου κι αρχάριου ποιητή, ως συντομότερο κι απλούστερο.
Ο Λίνος Πολίτης (1999, 46) στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας παρατηρεί:
«Το έντονο και κάπως ρεαλιστικό ερωτικό στοιχείο, μαζί με την αλληγορική διάθεση και την αφήγηση του ονείρου, δίνουν στα ποιήματα αυτά (εννοεί την “Ιστορία & Όνειρο” κι “Ερωτικόν Ενύπνιον”) κάτι το εντελώς ξεχωριστό κι ευχάριστο».
Το ποίημα ανήκει στο είδος του ερωτικού ονείρου, της ιστορίας δηλαδή που διηγείται την ονειρεμένη ερωτική ευτυχία ή επιτυχία και το απογοητευτικό ξαφνικό ξύπνημα την ώρα που η επιθυμία του πρωταγωνιστή κοντεύει να ικανοποιηθεί. Ποιήματα που διηγούνται όνειρα ή οράματα, ειδικά σε σύγκριση με τη Δύση, είναι σπάνια στη μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία. Το μόνο είδος που είχε κάποια διάδοση ήταν το όραμα του Κάτω Κόσμου, που αποτελεί και το αφηγηματικό πλαίσιο σε πολλά πρώιμα δημώδη κείμενα (βλ. Λαμπάκης 1982, 156-214), τα περισσότερα από τα οποία εγγράφονται στη 1η φάση της κρητικής λογοτεχνίας -ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο εμβληματικός Αποκόπος (α’ ή β’ μισό του 15ου αι.) του Μπεργαδή κι η “Ρίμα Θρηνητική” του Πικατόρου (πιθανότατα β’ μισό 15ου αι.).
Το ερωτικό όνειρο ως λογοτεχνικό είδος είναι γνωστό κυρίως από την ολλανδική και γερμανική λογοτεχνική παράδοση. Συνήθως αποτελείται από ονειρική επίσκεψη από τον/την αγαπημένο/η, τις προτάσεις του άνδρα και το ξύπνημα την αυγή από κόκορα/φύλακα ή από ήχους που ακούγονται από έξω.
Το ερωτικό όνειρο το βρίσκουμε μόνο ως μικρό επεισόδιο στα ερωτικά μυθιστορήματα των παλαιολόγειων χρόνων. Αντίθετα, στη Δύση το όνειρο ή το όραμα ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους τύπους της μεσαιωνικής ποίησης. Χρησίμευε ως πλαίσιο για έργα πολλών ειδών, μεταξύ αυτών και τα ποιήματα ερωτικού περιεχομένου, επειδή είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να μεταφερθεί ο εραστής στον περιπόθητο τόπο του έρωτα και να περιγράψει τις ονειρευτές ηδονές και την απόγνωση του ξαφνικού ξυπνήματος. Πάντως, το όνειρο, ως αυτοτελές ποίημα, είναι γνωστό από τα ελληνιστικά χρόνια. Το βλέπουμε να εμφανίζεται σε μερικά επιγράμματα κι επίσης να ενσωματώνεται και στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα, λόγια και δημώδη. Στη λατινική λογοτεχνία το συναντάμε στον Οβίδιο, ενώ φαίνεται να ‘ναι γνωστό και πριν από την Αναγέννηση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ. Γερμανία, Ολλανδία κ.ά.).
Οι φίλοι κι αδερφοί στους οποίους απευθύνεται στα ποιήματά του πρέπει να ανήκαν στους ίδιους κύκλους με τον ποιητή· από τη μια, ζούσαν μέσα στο πολιτιστικό κλίμα της Βενετίας παρακολουθώντας κι εκτιμώντας τη λογοτεχνική της κίνηση, από την άλλη, ήτανε κάτοχοι και της ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που ζούσαν ανάμεσα στους 2 κόσμους προορίζονταν τα ποιήματα του Φαλιέρου.
Το “Ιστορία & Όνειρο” είναι 758 ομοιοκατάληκτοι πολιτικοί στίχοι. Γράφτηκε το 1418 εποχή του αρραβώνα ή γάμου του ποιητή με την Fiorenza Zeno. Ο Φαλιέρος προσέδωσε επιπλέον στο ερωτικό όνειρο θεατρική μορφή, με τρεις σκηνές και τέσσερα πρόσωπα. Ο Φαλιέρος είναι ο ερωτευμένος, που αφηγείται. Η Μοίρα είναι η Τύχη-προξενήτρα, προσωποποιημένη. Η Αθούσα είναι η αγαπημένη του, το όνομα της οποίας παραπέμπει στο όνομα της μνηστής και μετέπειτα συζύγου τού ποιητή Fiorenza. Η Ποθούλα είναι η υπηρέτριά της. Το όνομά της παραπέμπει στον Έρωτα ή Πόθο, γιο της Αφροδίτης. Ο ποιητής-αφηγητής περιγράφει ένα όνειρό του. Ονειρεύτηκε ότι τον επισκέφτηκε η Μοίρα του και του έφερε ένα μήνυμα ότι η αγαπημένη του θα ενδώσει. Τον οδήγησε στο σπίτι της. Η υπηρέτρια Ποθούλα τού ανοίγει και προσπαθεί να πείσει τη κυρά της να τον δεχτεί. Η Αθούσα δέχεται να του μιλήσει μόνο από το παράθυρο. Στο παράθυρο εξελίσσεται το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, που είναι ο διάλογος ανάμεσα στον Φαλιέρο και την Αθούσα. Επιχειρεί να τη φιλήσει και να τη χαϊδέψει. Αυτή αρνείται κι εκείνος περιορίζεται να τη πείσει για την ειλικρινή του αγάπη. Η Αθούσα πείθεται μόνο από τον όρκο του. Τη στιγμή που πάει να του ανοίξει τη πόρτα ο ποιητής ξυπνάει από το τσίμπημα ενός ψύλλου!
Ο Μαρίνος Φαλιέρος πιθανότατα είχε υπόψη του κι εμπνεύστηκε από τη ποίηση του σύγχρονου βενετού πολιτικού, ουμανιστή και ποιητή Leonardο Giustinian που στα ποιήματά του περιλαμβάνονταν και διάλογοι ερωτευμένων στο παράθυρο. Ήταν δημοφιλέστατα κι απαγγέλλονταν ή τραγουδιόνταν σε γάμους και γιορτές. Πιθανότατα είχαν φθάσει και στη Κρήτη μέσα από την ανελλιπή επικοινωνία με τη Βενετία. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα το ποίημα του Φαλιέρου να γράφτηκε για να απαγγελθεί στο γάμο του. Το ποίημα παραδόθηκε σε 3 χειρόγραφα του 16ου αιώνα: 1) Ambr. gr. Y. 89 Sup., 2) Neapol. gr. III. B. 27, 3) Vat. gr. 1583.
Ο διάλογος στο παράθυρο μεταξύ δύο ερωτευμένων αποτελεί λογοτεχνικό στοιχείο/ θέμα, που απαντά μόνο στο έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη. Δεν απαντά αλλού στη Μεσαιωνική Ελληνική Λογοτεχνία. Το θέμα της αυγής/ συνάντηση ερωτευμένων την αυγή απαντά στο Διγενή Ακρίτη και σ’ όλα τα ερωτικά μυθιστορήματα των παλαιολογείων χρόνων (14ος – 15ος αι.). Ο Φαλιέρος φαίνεται ότι εμπνεύστηκε από δυτικά πρότυπα. Ειδικότερα, ο διάλογος στο παράθυρο μεταξύ ερωτευμένων και μάλιστα την αυγή αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό των ιταλικών contrasti και pastourella. Πρόκειται για ποιητικά είδη. Τα contrasti γνώρισαν μεγάλη διάδοση στην ιταλική λογοτεχνία από το 13ο μέχρι το 15ο αιώνα.
Η “Ρίμα Παρηγορητική” είναι 302 ομοιοκατάληκτοι πολιτικοί στίχοι και χρονολογείται πριν το 1426. Παραδίδεται σε τρία χειρόγραφα: 1) Ambr. gr. Y. 89 Sup., 2) Laur. Ashburnh. 1549 (αντιγρ. Μιχ. Κυριακόπουλος), 3) Neapol. gr. III. B. 27. Απευθύνεται στο φίλο του Benedetti da Molin, μέλος της βενετικής αριστοκρατίας στην Κρήτη, που έχασε τη σύζυγο, τα παιδιά και την περιουσία του. Προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Του επισημαίνει ότι ο άνθρωπος, ως έλλογο ον μπορεί να κατανοήσει την αστάθεια του κόσμου, το θάνατο ως απελευθέρωση και την καλοσύνη και την επιείκεια του Θεού. Πρόκειται για μια consοlatio (παρηγορητική λογοτεχνία), είδος που γνώρισε μεγάλη διάδοση στη Δυτική Ευρώπη, απ’ όπου πρέπει να εμπνεύστηκε ο ποιητής στη Κρήτη.
Ο “Θρήνος εις τα Πάθη και τη Στάυρωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημων Ιησού Χριστού” είναι 404 ομοιοκατάληκτοι πολιτικοί στίχοι. Χρονολογείται πριν το 1420 (πρώιμο έργο). Εκδόθηκε στη Βενετία το 1543-44. Παραδίδεται σε ένα χειρόγραφο: Tubing. Mb 27, αντίγραφο της βενετικής έκδοσης. Πρόκειται για ένα μοιρολόγι της Παναγίας, γραμμένο όπως και το “Ιστορία & Όνειρο” σε δραματική μορφή. Εμφανίζονται να συνομιλούν η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, η Μάρθα, η Μαρία η Μαγδαληνή, ο Χριστός, οι Εβραίοι, ο Λογγίνος κι ένας εκατόνταρχος. Κείμενα σε πεζή κι έμμετρη μορφή με θέμα το μοιρολόγι της Παναγίας γράφτηκαν και διακινήθηκαν και στον ελληνόφωνο χώρο. Φαίνεται όμως ότι ο Φαλιέρος εμπνεύστηκε από αντίστοιχα κείμενα που γράφτηκαν στην Δυτική Ευρώπη κι είναι γνωστά ως Planctus Mariae (θρήνος της Θεοτόκου). Τα κείμενα αυτά μέσω Ιταλίας έφτασαν και στη Κρήτη. Ο Leonardo Giustinian έγραψε τις “Laudi dialogate“, που προορίζονταν να απαγγέλονται τη Μεγάλη Παρασκευή.
Οι “Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιον” είναι 326 ομοιοκατάληκτοι πολιτικοί στίχοι που γράφτηκαν πριν το 1430. Παραδίδεται σε ένα χειρόγραφο (Vallicel. gr. 39, του πρώτου μισού του 16ου αιώνα). Το ποίημα έχει ηθικοδιδακτικό-παραινετικό χαρακτήρα. Απευθύνεται στον υιό του. Σκοπός του είναι να προσφέρει χρήσιμες συμβουλές για τον ενδεδειγμένο τρόπο ζωής. Στο πρώτο μέρος κάνει μια γενική αναφορά στη χριστιανική διδασκαλία. Αντλεί από την προσωπική του εμπειρία. Οι συμβουλές του αφορούν στην οικογενειακή ζωή, τους φίλους, τη διαχείριση της περιουσίας και τις κοινωνικές συναναστροφές. Παλαιότερα πιστευόταν ότι ο ποιητής είχε επηρεαστεί από τους Στίχους του Αλεξίου Κομνηνού-Σπανέα. Σύμφωνα όμως με τα πορίσματα της νεώτερης φιλολογικής έρευνας ο ποιητής εμπνεύστηκε και πάλι είχε ως πρότυπο ένα δυτικό κείμενο. Πρόκειται για μια λατινική πεζή επιστολή με τίτλο “De cura rei familiaris” (Για τη διαχείριση των οικογενειακών υποθέσεων), που αποδίδεται στον Άγιο Βερνάρδο του Claervaux (12ος αι.), αλλά γράφτηκε από κάποιον Bernardus Silvester. Το κείμενο γνώρισε μεγάλη διάδοση στη Δυτική Ευρώπη σε χειρόγραφη κι έντυπη μορφή. Προφανώς έφθασε στη Κρήτη μέσω Ιταλίας, όπου και το γνώρισε ο Μαρίνος Φαλιέρος. Το κείμενο του Φαλιέρου το ενσωμάτωσε στο δικό του ποίημα ο Μάρκος Δεφαράνας, Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν (μαζί με το αντίστοιχου περιεχομένου ποίημα του Σαχλίκη), το οποίο δημοσίευσε στη Βενετία το 1543 και το 1644.
Η περίπτωση του Μαρίνου Φαλιέρου είναι ενδεικτική για δύο πράγματα:
1ο. Το πόσο η Κρήτη και οι Κρήτες μπορούσαν να γνωρίζουν μέσω της Βενετίας τις πνευματικές εξελίξεις στην Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη και να εμπνέονται από τις εκεί λογοτεχνικές εξελίξεις.
2ο. Το πόσο οι βενετοκρητικοί αριστοκράτες είχαν εξελληνιστεί στις αρχές του 15ου αι., διακόσια χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στην Κρήτη, ώστε να χρησιμοποιούν για τη λογοτεχνική τους έκφραση την ελληνική γλώσσα και το 15σύλλαβο στίχο.
Ένα πραγματικό constrasto, δηλαδή διάλογος μεταξύ ενός νέου και μιας κοπέλας σε παράθυρο χωρίς το ονειρικό πλαίσιο, στο οποίο τοποθέτησε το δικό του contrasto ο Φαλιέρος στο Ιστορία και Όνειρο, είναι το ποίημα που τιτλοφορείται “Ριμάδα κόρης και νιου“. Παραδίδεται στο χειρόγραφο Ambr. gr. Y. 89 Sup. πριν από την Ιστορία και Όνειρο του Φαλιέρου, καθώς και στον κώδικα Vind. Theol. gr. 244. Στα χειρόγραφα το κείμενο παραδίδεται χωρίς τη μνεία του ποιητή του. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρέπει να προέρχεται από τη γραφίδα του Φαλιέρου. Εκτός από την παράδοση στο ίδιο χειρόγραφο μαζί με τα δικά του κείμενα, η μορφή, η γλώσσα και το θέμα του θυμίζουν τα κείμενά του. Η έρευνα δεν έχει καταλήξει, αν πρόκειται για κείμενό του ή για κείμενο που έγραψε κάποιος που τον μιμήθηκε. Στα δύο χειρόγραφα το χειρόγραφο παραδίδεται σε δύο διαφορετικές διατυπώσεις. Πρόκειται για δύο παραλλαγές. Η παραλλαγή του κώδικα Ambr. gr. Y. 89 Sup. είναι συντομότερη: 154 ομοιοκατάληκτοι στίχοι, βρίσκεται πολύ κοντά στο αρχικό χαμένο κείμενο του ποιητή. Η παραλλαγή του κώδικα Vind. Theol. gr. 244 έχει μεγαλύτερη έκταση: 198 ομοιοκατάληκτοι στίχοι. Στο τέλος του κειμένου στην παραλλαγή αυτή έχει προστεθεί μια ηθικοδιδακτικού περιεχομένου συμπλήρωση. Το σύντομο ερωτικό ποίημα υπήρξε δημοφιλέστατο και διακινήθηκε και προφορικά. Από τη προφορική παράδοσή του επιβίωσαν μέχρι το 19ο αι. δύο συντομευμένες αποσπασματικές παραλλαγές του, που κατεγράφησαν στην Κέρκυρα και την Κω. Έχει χαρακτηριστεί ως «ένα από τα καλύτερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας» (A. van Gemert). «Εκτός από την αφηγηματική του χάρη και τη γνήσια δημοτική του έκφραση, το τραγούδι το χαρακτηρίζει και ένας αισθησιακός ρεαλισμός, που αντίστοιχό του βρίσκουμε σε μερικά δημοτικά τραγούδια της αγάπης και που δε χάνει ποτέ μια δροσιά και μια ευγένεια.» (Λ. Πολίτης).
Το “Ερωτικόν Ενύπνιον” έχει ισχνή παράδοση, καθώς σώζεται μόνο σ’ 1 χειρόγραφο κώδικα, τον Neapolitanus gr. III B. 27 (Ν), που χρονολογείται στο 1/4 του 16ου αι. Πρώτος παρουσίασε το ποίημα ο Schmitt (1892), στη συνέχεια, το δημοσίευσε, μαζί με τα υπόλοιπα έργα του ποιητή που ήτανε γνωστά κείνη την εποχή, ο Γεώργιος Ζώρας στο περιοδικό Κρητικά Χρονικά (1948). Εγκυρότερη, βέβαια, θεωρείται η κριτική έκδοση των 2 ερωτικών ονείρων του, που εκπονήθηκε από τον ολλανδό νεοελληνιστή A. F. van Gemert (2006· 1η έκδ. 1980). Η τελευταία αποτέλεσε και τη πηγή των ανθολογούμενων αποσπασμάτων εδώ.======================

Ερωτικόν Ενύπνιον
Στο ποίημα ο Φαλιέρος αφηγείται, σε έκταση 130 ιαμβικών 15σύλλαβων στίχων και σε μορφή επιστολής προς κάποιον φίλο του, μεταξύ άλλων, και ένα ερωτικό όνειρο με πρωταγωνιστές τους προσωποποιημένους Έρωτα και Μοίρα, καθώς και τον ίδιο και την αγαπημένη του. Ο ποιητής δέχεται ενυπνίως την επίσκεψη της καλής του και του Έρωτα, ο οποίος τον διδάσκει για την «Ερωτοκρατία». Η Μοίρα και ο Έρωτας πείθουν τους δύο νέους πως είναι γραφτό από τη γέννησή τους ακόμα να σμίξουν. Το ξύπνημα γίνεται με τον κλασικό τρόπο, με το πρώτο λάλημα του πετεινού, τη στιγμή που το Ριζικό είναι έτοιμο να ενώσει το ζευγάρι.
Οι πρώτοι 10 στίχοι αποτελούν την εισαγωγή του ποιήματος. Ο ποιητής απευθύνεται σε κάποιον φίλο του και δηλώνει την πρόθεση να του γράψει μια επιστολή. Σ’ αυτήν σκοπεύει να μοιραστεί μαζί του, μεταξύ άλλων κι ένα ερωτικό όνειρο που είδε. Το θέμα του ποιήματος δίνεται έτσι από την αρχή του έργου. Η διήγηση του ονείρου ξεκινά με την εμφάνιση της αγαπημένης του με τον μικρό Έρωτα (στ. 11-34). Ο προσωποποιημένος Έρωτας κρατάει τόξο και βέλη και ετοιμάζεται να υπακούσει στη διαταγή της κοπέλας, πληγώνοντας τον ποιητή. Αυτός καλωσορίζει την κόρη και τον μικρό Έρωτα και τον παρακαλεί να του δώσει θάρρος και δύναμη, όπλα για να κερδίσει το αντικείμενο του πόθου του (στ. 35-50).
Στους στίχους 51-100 ο Έρωτας καθησυχάζει τον τρομαγμένο ποιητή και τον βεβαιώνει πως τον έστειλε ο Πρώτος Έρωτας με πλήρη εξουσία. Είναι προορισμένο ο ποιητής και η κόρη να ζήσουν και να πεθάνουν μαζί. Έτσι, το μόνο που έχουν να κάνουν οι δύο ερωτευμένοι είναι να απολαύσουν τα πλούτη του έρωτά τους, χωρίς να χάνουν χρόνο. Η διήγησή τους διακόπτεται δύο φορές (στ. 57-66 και 85-92) από παρενθέσεις για τον ρόλο της Μοίρας.
Ο ποιητής, αφού άκουσε τα ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα λόγια του Έρωτα, πλησιάζει την αγαπημένη του χαρούμενος. Όμως, τη στιγμή που φτάνει να την αγκαλιάσει (στ. 101-104) εμφανίζεται η Μοίρα και τον διακόπτει. Εκείνος την καλωσορίζει και της προσφέρει κάθισμα (στ. 105-116). Το λάλημα του πετεινού διακόπτει ξαφνικά το όνειρο (στ. 117-118) κι ο ποιητής μάταια προσπαθεί να ξαναβρεί τη Μοίρα και την αγαπημένη του (στ. 119-124). Το ποίημα τελειώνει με την προτροπή στους αναγνώστες να μάθουν πώς να συμπεριφέρονται στον Έρωτα και να δείχνουν την εκτίμησή τους σ’ αυτόν τον «φρικτό ρήγα» που κυβερνά τις ζωές τους (στ. 125-130).
Φίλε, τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ τὸ ἔχομε μὲ βιάζει
νὰ γράψω πρὸς ἐσὲν γραφὴ πονετικὴ νὰ μοιάζη.
Λοιπὸν ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ κορμιοῦ ἡ θλίψη
καὶ τῶν χεριῶν ὁ τρομασμός, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ λείψη,
οὐδὲ μ’ ἀφήνασιν ποτὲ νὰ πιάσω τὸ κοντύλι,
οὐδὲ ἡ πρίκα μ’ ἄφηνε λόγος νὰ βγῆ ἐκ τὰ χείλη.
Τώρα λοιπὸν ἀνάσανα κι ἐπῆρα λίγο ἀέρα
ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα τὰ ἔχω νύκτα μέρα.
Καὶ θέλω γράψει πρὸς ἐσὲν καὶ ὄνειρον ὁποὺ εἶδα
καὶ στέργω νά’ ναι γιὰ καλό, τῆς τύχης μου μερίδα.
Ἔχοντα πάντα εἰς λογισμὸν μίαν ἀπ’ ἄλλη χώρα
θωρῶ την κι ἦρθε εἰς ὕπνου μου πρὸς τῆς αὐγῆς τὴν ὥρα.
Ἔσυρνε καὶ γιὰ συντροφιὰ ἕνα παιδὶ μικρούλι,
φορεῖ φτερὰ χρυσόλαμπρα, ἦτον πολλὰ’ μορφούλι
καὶ εἶχε ὀμπρὸς στὰ μάτια του μιὰ μεταξένια σκέπη.
Εἰσμιὸ θωρῶ καὶ βγάνει τη καὶ στέκει καὶ μὲ βλέπει.
Βαστᾶ ταρκασοδόξαρο, σαΐτες πλουμισμένες,
ὡς ἔδειξαν μ’ ἐφάνησαν νὰ ἦσαν αἱματωμένες,
ὅλες ἐξ αἵματος καρδιᾶς μ’ ἐφάνησαν ὅτ’ ἦσαν.
Καὶ μὲ σπουδὴ στὴν κλίνη μου οἱ δυό τους ἐκαθίσαν.
Γρικῶ τὸ σπλαχνικὸ παιδί, λέγει: «Κυρά, κοιμᾶται
αὐτὸς ὁπού ’τον ἀφορμὴ κι ἐσένα δὲ θυμᾶται.
Ὅρισε τί ἔν’ τὸ ρέγεσαι. Τὸν πῆρα ἐξουσιά μου
αὐτὸν ποὺ μέλλει ν’ ἀγρυπνᾶ πλιὰ παρὰ σέν, κυρά μου».
Κι ἐκείνη λέγει: «Γέμισε τοῦ Πόθου τὸ δοξάρι
κι ἔβγαλε μιὰ φαρμακερὴ σαγίτα μὲ ξιφάρι».
Σύντομα βλέπω τὸ παιδὶ καὶ τὸ δοξάρι πιάνει
καὶ μιὰ σαγίτα δίστομη ἐκ τὸ ταρκάσι ἐβγάνει.
Λέγει πρὸς τὴν πολύπονη: «Ποῦ θέλεις νὰ τὸν δώσω;
Νὰ τόνε δώσω στὴν καρδιὰ καὶ νὰ τὸν θανατώσω»;
Τότες, μοῦ φάνη, λέγει του: «Βάρ’ του εἰς ἄλλον τόπο
νὰ τυραννᾶται σότα ζῆ μὲ πόνον καὶ μὲ κόπο».
Κι ἐγὼ τὸ ἰδεῖν ἐτρόμαξα κι ἐδάκρυωσεν τὸ φῶς μου
θωρώντας τόσο φοβερὸν ὄνειρο τὸ εἶχα ὀμπρός μου.
Μ’ ἐφάνηκεν ’τι ἐξύπνησα καὶ ἀνάβλεψεν τὸ φῶς μου
καὶ ὁ Ἔρωτας ἐστέκετον μὲ τὸ δοξάρι ὀμπρός μου.
Καὶ ἁπλώνω, πιάνω σύντομα ἐκείνη πού ’χα γνώρα
καὶ χαιρετῶ: «Καλῶς ἠλθεν ἡ ξένη ἀπ’ ἄλλη χώρα,
χίλια καλῶς ἀπέσωσε τὴν εἶχα πεθυμία.
Πέ με, κυρά, τίς ἔναι αὐτὸς πὄχεις γιὰ συντροφία
μὲ τὰ χρυσόλαμπρα φτερά, μὲ τ’ ὄμορφο δοξάρι»;
Λέγει με: «Αὐτὸς ἔν’ ὁ Ἔρωτας ὁπὄχει τόση χάρη.
Αὐτὸς μᾶς ἔσμιξε τὰ δυὸ μὲ τὸ γλυκύ του βλέμμα
καὶ μὲ τὸ τόξο ποὺ ρωτᾶς μᾶς ἔσφαξεν τὸ πνέμα».
Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσει ἐστέναξα κι ἐδάκρυσεν τὸ φῶς μου
ἐβλέποντας τὸν Ἔρωτα μὲ τὸ δοξάρι ὀμπρός μου.
Δένω γοργὸ τὰς χεῖρας μου, τρέχω καὶ προσκυνῶ τον,
τρέμοντας καὶ δειλιάζοντας ὅλος παρακαλῶ τον
γιὰ νὰ μοῦ δώση χάριτα, θάρρος γιὰ νὰ κερδέσω
τὸ πεθυμᾶ ἡ καρδίτσα μου καὶ ἡ ψυχή μου ἀπέσω.
Καὶ αὐτὸς γελώντας λέγει με: «Στέκε, μηδὲν δειλιάζης
καὶ ἄντρεψε τὴν καρδίτσα σου καὶ μὴν ἀναστενάζης.
Κι ἰδές, τὸ θέλεις ζήτηξε, ὅτ’ εἶμαι ὁρισμένος,
ἀπὸ τὸν Πρῶτον Ἔρωταν σ’ ἐσὲν ἀποσταλμένος
κι ἔχω ξουσιάν, ὡς θὲς ἰδεῖ, νὰ κρίνω τοὺς ποθοῦσι,
αὐτοὺς ὁπὄχουν πεθυμιά, φλόγαν καὶ δὲ μποροῦσι
[Κι ἤξευρε, τὸ μελλάμενο ἐκ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀθρώπου
οἱ Μοῖρες τὸ μοιραίνουσι, σὰ γεννηθῆ μὲ κόπου.
Γι’ αὐτὸ κι ἐσέν’ ἡ Μοίρα σου ἂ σὄγραψε καὶ μέλλει,
θέλεις τὴν πάρει, πίστεψε, στὸ πεῖσμα ποὺ δὲ θέλει».
Κι ἐγὼ τοῦ λέγω: «Ἔρωτα, ἂν ἔν’, σὰ λές, καὶ μοιάζει
τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μέλλεται, δὲν πρέπει νὰ κοπιάζη,
λοιπὸν δὲν κάμνει χρειὰ τινὰς οὐδόλως ν’ ἀγαπήση,
ἀφείτις ἔν’ μελλάμενο ἡ Μοίρα νὰ τὸ ποίση˙
τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μέλλεται, πρέπει γιὰ ν’ ἀνιμένη
σότα νὰ ἔλθη ὁ καιρὸς τὸ πεθυμᾶ νὰ γένη»].
Αὐτείν’ ἡ κόρη ἦρθε ψὲς στὴν Ἐρωτοκρατία
κι ηὗρε τὸν Πρῶτον Ἔρωτα μ’ ὅλην τὴν συντροφία.
Καὶ κλαίει καὶ θρηνοβολεῖ, ἀρχίζει καὶ δηγᾶται
καὶ πρὸς τὸν Πρῶτον Ἔρωτα πολλὰ παραπονᾶται.
Καὶ ἀρχίζει, λέγει: «Ἔρωτα, ἀπὸ χρονῶν δεκάξι
ἐγράφτηκα γιὰ δούλη σου κι ἐγὼ κατὰ τὴν τάξη
κι ἔβαλα εἰσμιὸν τὸν πόθο μου εἰς νιὸν ὁποὺ μ’ ἐφάνη
πολλὰ καλὸς καὶ μετὰ μὲ νὰ ζήση, ν’ ἀποθάνη.
Καὶ αὐτὸς ἐμένα ἀγάπησε στεριὰ κι ἐμπιστεμένα
κι εἶχα κι ἐγὼ τὸ θάρρος μου γιὰ νὰ χαρῆ μ’ ἐμένα.
Τώρα τὸ πῶς μ’ ἐγίνηκε κι ἔβαλα σ’ ἄλλον πόθο;
Καὶ ἂν ἔν’ κι ἐσὺ τὸ θέλησες, πές με το νὰ τὸ γνώθω,
νὰ μὴν πρικαίνω τὸ κορμὶ καὶ τὴν καρδιὰ νὰ φλέγω
καὶ μὲ τὴν παραπόνεση τὴν τύχη μου νὰ κλαίγω».
Τότες ἀρχίζει ὁ φοβερὸς ὁ Πρῶτος τῶν Ἐρώτων
καὶ λέγει: «Κόρη, θάρρεσε σ’ αὐτὸν καὶ ἄφες τὸν πρῶτον,
στερέωσε τὴν ὄρεξη’ ς τοῦτον ποὺ λέγεις τώρα,
καλὰ καὶ ἂ λείπεται ἀπ’ ἐδῶ κι ἔναι σὲ ξένη χώρα.
[Γιατὶ ὅταν ἐγεννήθηκες ἦρθε σ’ ἐμέν’ ἡ Μοίρα
γελώντας καὶ χαιράμενη κι ἐκτύπησε στὴν θύρα.
Λέγει με: «Ἐγεννήθηκε μιὰ νιὰ τὴν ὥραν τούτη
κι εἰς τ’ ὄνομα τοῦ ὁδεινὸς ἄμε καὶ γράψε μού τη».
Κι εἶπε μου καὶ ἄλλα περισσὰ ἡ Μοίρα σου γιὰ σένα
κι εἰς τὸν τροχὸν τῆς Ἐρωτιᾶς ὅλα τά’ χω γραμμένα.
Γι’ αὐτὸν ἐγὼ κι ἡ Μοίρα σου, ἐγὼ καὶ αὐτὸς ὑστέρου
μέλλει σου εἰς πλούτη καὶ τιμὴ οἱ τρεῖς μας νὰ σὲ φέρου].
Καὶ νὰ τὸ ξεύρης καθαρά: σ’ ἄλλον νὰ μὴ ἀθιβάνης,
γιατὶ σὲ μέλλει μετ’ αὐτὸν νὰ ζήσης, ν’ ἀποθάνης».
Τὰ ἄκουσα κι εἶδα εἶπα σου καὶ θώρειε τὸν γιατρό σου
κι ἰδὲς τὸ γληγορώτερο νὰ γιάνης τὸ κακό σου.
Γιατὶ καιρὸς ὁπ’ ἀπερνᾶ οὐδὲ γυρίζει πλέο
καὶ τὸ’ χεις χρεία γύρεψε κι ἄλλον οὐδὲ σοῦ λέω.
Κι ἔχετε γειά, ἀφήνω σας, καὶ ὁ καθεεὶς ἂς γνώθη:
γυρέψετε τῆς ἐρωτιᾶς τὸ βιὸ τὸ σᾶς ἐδόθη».
Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσει, φίλε μου, ἐχάρηεν ἡ ψυχή μου.
Εἰσμιὸν ἐσίμωσα κοντὰ στὴν πολυπόθητή μου
καὶ ἅπλωσα τὸ χεράκι μου στ’ ὡριό της τὸ τραχήλι
κι ἐσίμωσα τὰ χείλη μου πρὸς τὰ δικά της χείλη.
[Τότες ἤκουον ἔκτυπον κι ἔκρουγεν εἰς τὴν θύρα.
Λέγω: «Τίς ἔναι;» Λέγει με: «Ἄνοιξε, ἐγώ’ μαι, ἡ Μοίρα».
Τότες ἡ κόρη λέγει μου: «Δράμε νὰ τῆς ἀνοίξης
καὶ ἂν ἤσουν φρόνιμος ποτέ, τώρα τὸ θέλεις δείξης».
Τρέχω μὲ τὸ ποκάμισο καὶ ἀνοίγω της καὶ μπαίνει
κι ἀπὲ τὰ κάλλη τά’ μορφα μ’ ἐφάνη καὶ λαμπαίνει.
«Χίλια καλῶς ἀπέσωσε, χίλια καλῶς τὴν εἶδα
τὴν σπλαχνικότατην κερὰ καὶ Μοίρα μου, ἐλπίδα».
«Ζωήν, χαρὰν καὶ γειὰν πολλὴ νά’ χετε», λέγ’ ἡ Μοίρα,
καὶ μὲ τὸ βλέμμα τὸ γλυκὺ τοὺς δυό μας ἐσυντήρα.
Βάνω θρονὶν καὶ λέγω της: «Ἔλα, κερά, νὰ ζήσης,
θωρῶ σε’ τι ἦλθες μὲ σπουδή, κάτσε νὰ ξατονήσης»].
Τότες ἔκραξε ἀλέκτορας κι ἐμένα ξύπνησέ με
καὶ τ’ ὄνειρον ὁπὄβλεπα ἐπῆγε καὶ ἄφηκέ με.
[Καὶ πάλι, λέγω, ἂς κοιμηθῶ, μὲ τούτην τὴν ὀλπίδα,
μήνα γυρίση τ’ ὄνειρο˙ τέτοιο καλὸ δὲν εἶδα.
Γυρίζω’ δῶ, γυρίζω’ κεῖ, τὴν Μοίραν δὲν ηὑρίσκω,
οὐδὲ τὴν νιὰν ποὺ κράτουνα˙ ὤχου καὶ πόσα πλήσκω!
Ὁ πετεινὸς μοῦ τό’ φταισε˙ ἂ δὲ μέ’ χε ξυπνήσει,
ὁλοτελὶς ἡ Μοίρα μου μοῦ τὸ ἤθελε ξεφλήσει ].
[Ἂς μάθη ὁ νιὸς ὁπ’ ἀγαπᾶ σ’ ἐκεῖνο τὸ γυρεύει,
στὸν κόσμον ὅπου περπατεῖ, μὲ τί τρόπο νὰ ὁδεύη,
γιατὶ ἔν’ πολλὰ χρειαζόμενο στοὺς νιοὺς γιὰ νὰ κατέχουν,
ὁποὺ ποθοῦν στὸν ἔρωτα, τὸ πῶς νὰ τὸν ξετρέχουν.
Λοιπὸν τὸ ρήγα τὸν φρικτὸν Ἔρωτα νὰ τιμοῦμε,
καὶ ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σᾶς πῶ στὴ ρίμα ποὺ δηγοῦμαι].======================

Ιστορία & Όνειρο
Το κείμενο είναι, σύμφωνα με τους μελετητές, ο πρώτος θεατρικός διάλογος της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για δραματοποιημένη διήγηση μιας ερωτικής σκηνής, αποτελούμενη από μερικούς θεατρικούς διαλόγους που τους συνδέει μεταξύ τους ο αφηγητής. Ο τελευταίος, που σημειώνεται με το γράμμα Φ (Φαλιέρος), είναι και ο κύριος χαρακτήρας και διηγείται σε πρώτο πρόσωπο στους «αδελφούς» του ένα όνειρο που είδε. Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο όνειρο είναι τέσσερα: ο ερωτοχτυπημένος αφηγητής Φαλιέρος, η εκλεκτή αγαπημένη του (η Αθούσα), η Μοίρα, ένας συνδυασμός Τύχης και προξενήτρας, και η υπηρέτρια της αγαπημένης, η Ποθούλα. Ο πυρήνας του έργου –που καταλαμβάνει το μισό περίπου κείμενο– είναι ο διάλογος των δύο ερωτευμένων στο σιδερόφραχτο παράθυρο, ενώ η δυσάρεστη κατάληξή του αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των ερωτικών ονείρων. Η Μοίρα και η Ποθούλα είναι δευτερεύοντα πρόσωπα, ωστόσο ο ρόλος τους στην εξέλιξη της ιστορίας είναι καίριος, καθώς συμβάλλουν στην ευτυχή ένωση του ζευγαριού· τα πρόσωπα αυτά κατάγονται από τους χαρακτήρες της μεσίτριας και της υπηρέτριας, που απαντούν στην παράδοση της λατινικής και ιταλικής κωμωδίας. Τόσο η Μοίρα όσο και η Ποθούλα δεν διαθέτουν παρά μόνο την όψη υπεράνθρωπης δύναμης και έχουν μετατραπεί σε εντελώς ανθρώπινα πρόσωπα (την προξενήτρα και την υπηρέτρια) που συμμετέχουν σ’ έναν διάλογο γεμάτο κωμικά στοιχεία.
Παρόλο που το έργο δεν κρίθηκε άξιο προς εκτύπωση από το βενετικό τυπογραφικό δίκτυο -ή, τουλάχιστον, δεν σώζεται ή μαρτυρείται κάποια πρώιμη βενετική έκδοσή του- γνώρισε κάποια διάδοση, αν κρίνουμε από τη χειρόγραφη παράδοσή του η οποία περιλαμβάνει τρεις κώδικες των αρχών του 16ου αιώνα, τους Ambrosianus Y suppl. (Α), Vaticanus gr. 1563 (V) και Neapolitanus gr. III B 27 (N). Βασισμένος κάθε φορά και σε άλλο χειρόγραφο, το κείμενο εξέδωσε, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ο Γ. Ζώρας (1940, 1961 και 1971-72 αντίστοιχα). Ασφαλώς, η πιο ικανοποιητική του παρουσίαση έγινε από τον ολλανδό νεοελληνιστή Arnold van Gemert (2006· 1η έκδ. 1980), ο οποίος στηρίχθηκε στη συγκριτική εξέταση και των τριών χειρογράφων. Το κείμενο παρατίθεται εδώ βάσει της δικής του έκδοσης.
Η Ιστορία και Όνειρο εκτείνεται σε 758 ομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους στίχους και διακρίνεται σε τρεις σκηνές. Στην πρώτη σκηνή εμφανίζεται η Μοίρα για να ενθαρρύνει τον αφηγητή να πλησιάσει την αγαπημένη του και στη δεύτερη η Μοίρα και ο ποιητής, αφού μεταβαίνουν στο σπίτι της κοπέλας, διαπραγματεύονται με την Ποθούλα προκειμένου να τους ανοίξει. Στην τρίτη και τελευταία σκηνή ο Φαλιέρος και η Αθούσα συνομιλούν από το παράθυρο και την ώρα που η κοπέλα ενδίδει ένας ψύλλος τσιμπά τον ποιητή και το όνειρο διακόπτεται. Ο Φαλιέρος χρησιμοποιεί το μέτρο και την ομοιοκαταληξία με αξιοσημείωτη φαντασία και ποικιλία, συνθέτοντας ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.
Το ποίημα είναι ένα ερωτικό όνειρο με κωμικο-ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, που ο Φαλιέρος το διηγείται με πολύ κέφι. Το όνειρο εδώ δεν είναι μαντικό, αφού η αγαπημένη δεν είναι άγνωστη όπως στα μαντικά όνειρα. Ως όνειρο επιθυμίας αναδεικνύει την ερωτική ανυπομονησία που φτάνει στα όρια της απελπισίας και ασθένειας. Το μεγαλύτερο μέρος του, όπως ειπώθηκε, καταλαμβάνει ένας διάλογος στο παράθυρο, στον οποίο ο Φαλιέρος προσπαθεί να πείσει την Αθούσα, με λόγια και χειρονομίες, να τον αφήσει να μπει μέσα. Σε αντίθεση με το ευγενές ιδεώδες του αυλικού/ιπποτικού έρωτα των δυτικών και, σε μικρότερο βαθμό, των βυζαντινών μυθιστοριών, στο ποίημα του Φαλιέρου βρίσκει κανείς έναν καθαρά σωματικό έρωτα. Το ποίημα, ως ερωτικό όνειρο, ανήκει βέβαια στη δυτική παράδοση. Η θεατρική μορφή και το λογοτεχνικό είδος του contrasto, δηλαδή του διαλόγου στο παράθυρο, ενισχύουν την άποψη πως ο Φαλιέρος εμπνεύστηκε από τη λαϊκή λογοτεχνική παραγωγή της Βενετίας του πρώτου μισού του 15ου αιώνα και μάλιστα, άμεσα ή έμμεσα, από το ερωτικό έργο του Βενετού συγχρόνου του, Leonardo Giustinian, αλλά και από την ουμανιστική κωμωδία (14ος-15ος αιώνας) της εποχής του.
Το έργο προοριζόταν πιθανότατα για τον γάμο του με τη Fiorenza Zeno, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας των Κυκλάδων, που έγινε το 1418. Το όνομα της αγαπημένης στο ποίημα, Αθούσα, είναι μάλλον ελληνική μετάφραση του ονόματος της γυναίκας του. Συνηθιζόταν στους κύκλους των ευγενών Βενετών της Κρήτης να ανεβάζονται στους γάμους maritazzi με σατιρική και ρεαλιστική διάθεση και βιογραφικούς υπαινιγμούς για τη ζωή του γαμπρού και της νύφης. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ο ερωτικός διάλογος με την Αθούσα πρέπει να γράφτηκε γύρω σ’ εκείνα τα χρόνια.
Τη λογοτεχνική αξία του ποιήματος πρόσεξαν πολλοί αξιόλογοι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αναφέρω χαρακτηριστικά τον Λίνο Πολίτη (1987, 22), ο οποίος στη Συνοπτική ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας σημειώνει για το ποίημα: «φανερώνεται μια λυρικότερη διάθεση και ένα τεχνικό μεταχείρισμα της γλώσσας και του στίχου». Ο μελετητής του Φαλιέρου Γ. Ζώρας (1961, 13), στη δική του έκδοση του έργου το 1961, παρατηρεί «τας ποιητικάς εικόνας» και «τινά ζωηρότητα και χάριν εις το στιχούργημα του Φαλιέρου», ενώ ο Arnold van Gemert, που επιμελήθηκε την έκδοση των δύο ερωτικών ονείρων του Φαλιέρου το 1980, υπογραμμίζει το πολυπρισματικό ενδιαφέρον του έργου.
Τόσο η Ιστορία και Όνειρο όσο και το συντομότερο και απλούστερο Ερωτικόν Ενύπνιον -που παραδίδεται αμέσως μετά το πρώτο ποίημα (μόνο) στον Νεαπολιτικό κώδικα- ανήκουν στο είδος του ερωτικού ονείρου, της ιστορίας δηλαδή που διηγείται την ονειρεμένη ερωτική ευτυχία ή επιτυχία και το απογοητευτικό ξαφνικό ξύπνημα την ώρα που η επιθυμία του πρωταγωνιστή κοντεύει να ικανοποιηθεί. Ποιήματα που διηγούνται όνειρα ή οράματα, ειδικά σε σύγκριση με τη Δύση, είναι εξαιρετικά σπάνια στη μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία. Το ερωτικό όνειρο το βρίσκουμε μόνο ως μικρό επεισόδιο στα δημώδη μεσαιωνικά ερωτικά μυθιστορήματα. Αντίθετα, στη Δύση το όνειρο ή το όραμα ήταν από τους δημοφιλέστερους τύπους της μεσαιωνικής ποίησης. Χρησίμευε ως πλαίσιο για έργα πολλών ειδών, μεταξύ αυτών και τα ποιήματα ερωτικού περιεχομένου, επειδή είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να μεταφερθεί ο εραστής στον περιπόθητο τόπο του έρωτα και να περιγράψει τις ονειρευτές ηδονές αλλά και την απόγνωση του ξαφνικού ξυπνήματος. Πάντως, το όνειρο, ως αυτοτελές ποίημα, είναι γνωστό από τα ελληνιστικά χρόνια. Το βλέπουμε να εμφανίζεται σε μερικά επιγράμματα και επίσης να ενσωματώνεται και στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα. Στη λατινική λογοτεχνία το συναντάμε στον Οβίδιο, ενώ φαίνεται να είναι γνωστό και πριν από την Αναγέννηση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ. Γερμανία, Ολλανδία κ.ά.).
Οι στίχοι 1-8 αποτελούν την εισαγωγή του ποιήματος. Αφού πληροφορήσει τους αναγνώστες του για τα πρόσωπα του έργου, ο Φαλιέρος μάς εισάγει στο θέμα του ποιήματος: το ερωτικό όνειρο τον επισκέφθηκε σε μια στιγμή που οι καημοί του έρωτα τον έριξαν σε έναν βαθύ και βασανισμένο από ερωτικά παράπονα ύπνο. Μετά την εισαγωγή, ξεκινά η περιγραφή του ονείρου με κάθε λεπτομέρεια. Από τον στίχο εννιά, αρχίζει η πρώτη σκηνή του έργου με τον ποιητή και τη Μοίρα να συζητούν στο δωμάτιό του. Η προσωπική Μοίρα του ποιητή εμφανίζεται στον ύπνο του και του φέρνει το ευχάριστο μήνυμα πως η αγαπημένη του αρχίζει να ενδίδει. Η Μοίρα δείχνει μητρική φροντίδα για τον Φαλιέρο, που ανυπομονεί να σιγουρευτεί για την καλή είδηση και δεν σταματά να παραπονιέται για την οδύνη του ερωτικού πόθου. Από τον στίχο 80 και μέχρι να τελειώσει η πρώτη σκηνή (στ. 172), η Μοίρα αγανακτεί με τα παράπονά του και τον βεβαιώνει ότι και η ίδια υποφέρει για χατίρι του και δεν είναι όσο παντοδύναμη και άτρωτη νομίζει ο Φαλιέρος. Την αδυναμία της την εξηγεί με αναφορά στην Τριάδα: Ριζικό, Τύχη, Μοίρα, τρία πρόσωπα με μία φύση, που συχνά βρίσκουν αφορμές για διενέξεις και μπελάδες.
Από τον στίχο 173 αρχίζει η δεύτερη σκηνή του ποιήματος, όπου ο Φαλιέρος συζητά με τη Μοίρα και την Ποθούλα στην πίσω πόρτα του σπιτιού της αγαπημένης του. Κι ενώ στην πρώτη σκηνή τα πρόσωπα που διαλέγονταν ήταν δύο, ο ποιητής και η Μοίρα, τώρα εμφανίζεται στο όνειρο και η Ποθούλα, η υπηρέτρια της κοπέλας, που ενθαρρύνει κι αυτή τον ερωτευμένο νέο. Η Μοίρα οδηγεί τον Φαλιέρο στο σπίτι της αγαπημένης του και ανοίγει μια μυστική πόρτα, απ’ όπου προβάλλει η Ποθούλα. Ο Φαλιέρος λιποθυμά από την αγωνία του δύο φορές και τελικά η πόρτα κλείνει μπροστά του. Στον στίχο 297 ο ποιητής αρχίζει να συνέρχεται και μέχρι το τέλος της δεύτερης σκηνής (στ. 394) δέχεται τα ενθαρρυντικά λόγια της Μοίρας, ενώ εντωμεταξύ η Ποθούλα επωμίζεται την ευθύνη να πείσει την αγαπημένη του να δεχτεί στο σπίτι της τον ερωτοχτυπημένο Φαλιέρο.
Η τρίτη -και τελευταία- σκηνή του έργου ξεκινά από τον στίχο 395. Στη σκηνή αυτή εμφανίζονται όλα τα πρόσωπα (Φαλιέρος, Αθούσα, Μοίρα, Ποθούλα) και συνομιλούν μπροστά σ’ ένα παράθυρο, στο σπίτι της Αθούσας. Αποτελεί το σημαντικότερο μέρος του ποιήματος, μιας και πρόκειται για τον ερωτικό διάλογο του ποιητή με την αγαπημένη του. Στους στίχους 395-422 ο Φαλιέρος αντικρίζει την καλή του και, αποσβολωμένος από την ομορφιά της, χωρίς όμως να χάνει χρόνο, εκδηλώνει την ερωτική του επιθυμία. Στους στ. 455-534 -κι ενώ στο μεταξύ η Μοίρα και η Ποθούλα μεσολαβούν για να πείσουν την Αθούσα να ενδώσει- η κόρη παρουσιάζεται επιφυλακτική κι αντιστέκεται στην ορμή του ποιητή. Τον αναγκάζει να περιοριστεί μόνο στα λόγια, αν θέλει να αποδείξει ότι η αγάπη του είναι ειλικρινής. Τα δύο πρόσωπα ανταλλάσσουν σκέψεις για τον έρωτα κι τη σχέση των δύο φύλων, με τον Φαλιέρο να μετέρχεται κάθε λεκτικό δόλωμα (τρυφερές προσφωνήσεις, γλαφυρές διαβεβαιώσεις) για να τη κερδίσει. Η Αθούσα, που και στους προηγούμενους στίχους αντιστέκεται στην ερωτική ορμή του Φαλιέρου, συνεχίζει να είναι συγκρατημένη κι επιφυλακτική και δείχνει πώς αντιδρά με σύνεση και λογική απέναντι στις υπερβολές του ποιητή. Ομολογεί ότι φοβάται να πιστέψει τις ανδρικές υποσχέσεις και ζητά τη συνδρομή της Μοίρας και της Ποθούλας, προκειμένου να αποφασίσει σωστά για το ερωτικό της μέλλον. Τελικά, στους στίχους 713-757 -κι αφού η διαχυτική συμπεριφορά του Φαλιέρου δεν τη πείθει για την ειλικρίνεια των αισθημάτων του- του ζητά να ορκιστούν σ’ εικόνισμα και μόνο τότε αρχίζει να ενδίδει. Τη στιγμή που ετοιμάζεται να του ανοίξει τη πόρτα, ο ποιητής ξυπνά από το τσίμπημα ενός ψύλλου κι έτσι το όνειρο χάνεται άδοξα. Στριφογυρίζει ψάχνοντας να ξαναβρεί το όνειρό του, αλλά η ανατολή του ήλιου διώχνει κάθε ελπίδα.
τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχοντος κυρίου Μαρίνου Φαλιέρου
Ὅπου θωρεῖς Φ μιλεῖ ὁ Φαλιέρος καὶ ὅπου θωρεῖς Μ μιλεῖ ἡ Μοίρα
καὶ ὅπου θωρεῖς Α μιλεῖ ἡ Ἀθούσα καὶ ὅπου θωρεῖς Π μιλεῖ ἡ Ποθούλα.
Φ.
Τῶν φαμελίτων, ἀδελφοί, τῆς Ἐρωτοκρατίας
καθὼς ἐδόθη μὲ πικριὲς τέτοιας γλυκιᾶς αἰτίας
νὰ πέφτουν ἀπὸ πόθου τους ἄθλιοι καὶ πονεμένοι,
διαπὰς μὲ παραπόνεσιν ἔστοντας βυθισμένοι,
ἴτις ἐγίνη πρὸς ἐμὲν κι ἔπεσα βυθισμένος,
ἄθλιος εἰς τὴν κλίνη μου καὶ παραπονεμένος˙
κι οἱ μέριμνες τοῦ πόθου μου τόσα ποὺ μ’ ἐσκοτίσαν,
γιὰ νά ’ν’ πολλὲς καὶ δυνατές, εἰσμιὸν μ’ ἀποκοιμίσαν.
Κι ἐφάνη μου στὸν ὕπνο μου κι ἦλθε τὸ Ριζικό μου
καὶ ἀπὸ τὸν φόβον νὰ τὸ πῶ τίποτις δὲν ἐτρόμου,
δὲν ἀποκότου νὰ τὸ πῶ τὰ ρέγουμουν ποθώντα,
ὁ νοῦς μου στὰ φερνάμενα ποτάποια νά ’ν’ φοβώντα,
μ’ ἀπόμεινα μὲ λογισμὸν δύσκολος κι ἐκειτάμη
καὶ μετὰ πόθου καὶ χαρᾶς ἄρχισα κι ἐτρεμάμη.
Καὶ ἀπάνω ὅνταν ἐβούλουμου νὰ τοῦ ζητήσω ἐκεῖνο
τὸ δὲν ἠμπόρου νὰ βαστῶ οὐδὲ νὰ τ’ ἀπομείνω,
διαπὰς ἀπεὶ μ’ ἐβύθισε εἰς λογισμὸν μεγάλο
ὁπ’ ὧρες τοῦτο μ’ ἔφερνε, ὧρες ἐκεῖνον τ’ ἄλλο,
τὸ Ριζικό μου τὴν χαρὰ τὴν εἴχενε φερμένη,
γνωρίζοντα τὴν κόπιδα τὴν ἔχει ὁπ’ ἀνεμένει
καὶ ἀπεὶ μὀσίμωσε κοντὰ κι εἶδεν κι εἰς τὰ λαλήση
δὲν ἔν’ τινὰς διὰ μέσου μας διὰ νὰ μᾶς σκανδαλίση,
μὲ πρόσωπον πασίχαρο ἤρχισε ν’ ἀναφέρνη,
οὐδὲν τοῦ φαίνοντα καιρὸς πλέο νὰ παραδέρνη.
Κι εἶπε μου:
Μ. Πούρι ὁ σταλαγμὸς τοῦ πόθου βάρει βάρει
νὰ τρύπησε τὸ μάρμαρο, νά ’λυσε τὸ λιθάρι;
Τ’ ἄγριο θεριὸν ἐσύμπεσε νὰ σὲ ψυχοπονᾶται
καὶ μετὰ τό ’χεν ὄργητα ἄρχισε ν’ ἀγαπᾶται.
Πέσε, σκεπάσου, τέκνο μου. Τί ἔχεις καὶ ἀνακατώθης;
Γιὰ τὴν χαρὰν τὴν ἔλαβες βλέπω τὸ κρυὸ δὲ γνώθεις.
Φ.
Ὦ Μοίρα μου γλυκότατη, κάθισ’ ἐδῶ κοντά μου,
χίλια καλῶς ἀπέσωσεν τὸ παρηγόρημά μου.
Ἀλίμονον, ἀπέθαινα ἂν ἤθελεν ἀργήσει
ἄλλο δαμὶ ὁ πόθος σου νὰ μὲ παρηγορήση.
Μ.
Γιαταῦτος ἐπροθύμεψα, γιὰ νὰ ’χω γνωρισμένο
τὸν πόθον πόσα δύνεται πρὸς τὸν ἐμπιστεμένο.
Δόξα σοι ὁ Θιὸς καὶ βλέπω σε ὅλη ἀναγαλλιασμένη˙
χίλια καλῶς ἀπέσωσεν ἡ ἀναζητημένη!
Κι ἐγὼ καλῶς τὸν ηὕρηκα τὸν πολυπαθημένο.
Φ.
Λὲς τὴν ἀλήθεια καὶ καλὰ τό ’χεις ἐγνωρισμένο,
μά ’θελα νὰ τὸ γνώριζε ἴτις καλὰ κι ἐκείνη
ὁποὺ κατὰ τὴν ὄρεξιν τὴν ἐδικήν της κρίνει.
Μ.
Χαίρου καὶ χαίρομαι κι ἐγώ, καὶ ἂ λάχη ὁ Θιὸς νὰ πέψη
στράτα γοργὸ τὰ κόπια μας τὰ τόσα ν’ ἀντιμέψη.
Φ.
Καὶ πότε νά ’ρθε τὸ καλὸ ἐτοῦτο τὸ βοτάνι,
ἡ χρεία τῆς ἀγάπης μου, ὁ χρόνος νὰ μὲ γιάνη;
Μ.
Πίστεψε καὶ ἀγαπῶ πολλὰ νά ’χης τὴν ὄρεξή σου,
γιατὶ ἔχω ἀκριβότατη φιλότριαν τὴ ζωή σου.
Φ.
Ἐσὺ γρικᾶς τὰ πάθη μου κι ἡ κρίση ἐσὲν ἐδόθη,
ὅτι ὁποὺ κρίνει μέλλεται τὰ κρίνει νὰ τὰ γνώθη.
Καὶ ἂν ἔναι ἀλήθεια καὶ ἀγαπᾶς νὰ γλυκαθῆ ἡ πικριά μου,
τώρα τὸ θέλω στοχαστῆ μὲ δοκιμὴ στὴν χρειά μου.
Μ.
Πίστεψε, τὴν ἀγάπη σου θέλω καὶ τὴ ζωή σου˙
ἀμ’ ἤθελα νὰ σκέπαζες καμπόσο τὸ κορμί σου!
Φ.
Ὀιμέ, ψυχή μου, τί ἔν’ τὸ λές; Τί ἔν’ τὸ γλυκὺ μαντάτο;
Τὴν προθυμιὰν τῆς νιότης μου μοῦ λὲς νὰ βάλω κάτω;
Ἐγὼ γρικῶ τὰ μέλη μου καὶ πάσχου νὰ πλαντάξου
κι ἐσὺ μοῦ λές: Εἰς τὴν ἰστιὰν ἔμπα γοργό, φυλάξου!
Μ. Βλέπου, σοῦ λέγω.
Φ. Βλέπομαι καὶ ἄσι μ’ ἐδά, κυρά μου,
ἄσι μ’ ἐδὰ καὶ χαίρομαι σότά ’ρθεν ἡ χαρά μου.
Μ.
Κλέψει σὲ θέλει τὸ κακό, πράμα τὸ δὲ σ’ ἀρέσει,
καὶ ἀπείτις κρυάν’ ἡ θέρμη σου, στανιό σου θέλεις πέσει.
Φ.
Ἀπείτις τὸ κακὸ θεριὸ τ’ ὡριὸ πουλὶν ἐφάνη,
ὁπὄχει πόθο μέσα του πῶς ἠμπορεῖ νὰ κρυάνη;
Μὰ πέ μου πούρι : Ἐμέρωσε τ’ ἄγριο θεριὸν ἐκεῖνο;
Μ. Ἔχω καμπόσα νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ σοῦ ξεδιαλύνω
Φ. Ὀιμὲ καὶ πέ μου τίποτες˙τὸ θέλω ἐγὼ δὲ γνώθεις;
Μ.
Δὲν ἔν’ καιρός, μὰ γνώθω το. Τί ἔχεις καὶ ἀνακατώθης;
Πρῶτας ἐντύσου κι ὕστερα θέλομε συντυχαίνει.
Φ. Καὶ αὐτεῖνο ὁποὺ σοῦ φαίνεται τὸ λοιπονὶς ἂς γένη.
Μ. Μὰ πιάσ’ τὰ ροῦχα σου γοργό.
Φ. ῎Εδε ποὺ μὲ λυπᾶσαι!
Μ. Πονεῖ μου, πίστεψε, πολλά, ὡσὰν τὸ χιόνι νά ’σαι.
Φ.
Τ’ ἄκρη μου μνοιάζει νά ’ναι κρυά, μ’ ἅφτουν τὰ σωθικά μου˙
ἅπλωσ’ ἐδῶ καὶ θὲς ἰδεῖ πῶς λακταρεῖ ἡ καρδιά μου.
Μ.
Ὁ φόβος τῆς ἀγάπης σου καὶ τῆς ἐπεθυμνιᾶς σου
κάμνουν ζεστὰ τὰ μέλη σου καὶ τρέμεται ἡ καρδιά σου.
Φ. Ποτάποιο νά ’ν’ τὸ ἔλα σου δειλιώντα ἐκαταλυούμου.
Μ. Πιστεύγω το˙ κι ἐγὼ γι’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐφοβούμου.
Φ. Ὅλος τρομάσσω, σὰν θωρεῖς.
Μ. Βλέπω σε καὶ λυποῦμαι,
μ’ ἂ θέλει ὁ Θιός, παρηγοριὰ θαρρῶ γοργὸ νὰ δοῦμε.
Φ.
Καὶ μετ’ αὐτὴν ὥσπερ τυφλὸ σύρνοντα ἀπὸ τὴ χέρα
ἐπαίρνει με καὶ βγάνει με στὸ νυκτικὸν ἀέρα
καὶ ὁ νοῦς μου ἐδιαλογίζετο τὸ τέλος νά ’ν’ ποτάποιο.
Μὲ τῶν ἀστέρων τὴν φωτιὰ ἔπαιρνα σὰν θαράπιο
κι ἐδῶ κι ἐκεῖ παγαίνοντας μὲ τὴν πιδεξιοσύνη
μὲ κόπον ἀποσώσαμε καὶ μὲ ἀγαλοσύνη
εἰς θύραν ἀπερίκοπην, παλιὰ καὶ ἀραχνιασμένη,
πολλὰ στριφνιὰ καὶ δυνατὰ ὁπού ’τον σφαλισμένη.
Λέγει μου:
Μ. Τί ἔχεις; Βλέπεις την; Γνωρίζεις την ἀκόμη.
Φ.
Κι ἐγὼ γιὰ τότες καὶ δειλιὸς καὶ ἄφρονος ἐγενόμη
κι ἐσώπασα, δὲν ἤξευρα ἀπιλογιὰ νὰ δώσω.
Κι ἐκείνη ὁποὺ τὰ γνώριζε τὰ σωθικά μου ἀπόσω,
Μ.
Τούτη ἔναι ὁποὺ σ’ ἀντίσταινε, μοῦ λέγει, ὁπὀπολέμα,
τούτη ἔναι ὁποὺ σοῦ κόπιαζε τὸ λεύτερό σου πνέμα.
Μὰ ’δὰ σοῦ θέλει ἀντιμευτῆ πλιὸ παρὰ ποὺ κοπιάζεις,ὁ
πὄβανε ψυχή, κορμὶ γιαταῦτο νὰ πειράζης.
Κι ἡ πόρτα τούτη μὲ κρουφὸ τρόπον ὀγιὰ ν’ ἀνοίγη,
πίστεψε, καὶ γιὰ νά ’ν’ στενή, τὴν ξεύρουσιν ὀλίγοι.
Φ. Καὶ μέσα ’ς τοῦτον ἥπλωσε, μιὰ φινοκάλα πιάνει,
λέγει μου:
Μ. Ἐδῶ καὶ ὁ πόθος σου.
Φ. καὶ τὲς ἀράχνες βγάνει
μέσα ἐκ τὴν πόρταν, ἔπασκε ὅλη νὰ τὴν παστρεύγη
κι ἐσκόπουν κι ἐθαυμάζουμου τὸ τίντα νὰ γυρεύγη.
Δεύτερον πιάνει τὸ κλειδί, λέγει μου:
Μ. Ἐδῶ κι ἡ πίστη
ὁπὄδωσε τὴν δύναμη τοῦ πόθου σου κι ἐκτίστη.
Φ.
Καὶ τρίτον πιάνει μιὰ βαριὰ καὶ κόφτει τοὺς περάτες
τοὺς εἶχα στὴν ἀνάγκη μου καθημερνοὺς πειράκτες.
Λέγει μου:
Μ. Ἐδῶ κι ἡ πίστη σου κι ἡ χάρη τῆς καρδιᾶς σου,
ἐδῶ κι ἡ ταπεινότητα, ἔ κι ἡ καλογνωμιά σου.
Βλέπεις πῶς κόφτου σίδερα, ξύλα, καὶ λυοῦν τὴν πέτρα;
Τοῦτο τὸ μέσο μ’ ἔφερε στὰ σημερνὰ τὰ μέτρα.
Κι ἐχάρηκα κι ἐδάκρυσα στὰ καλοσυνεμένα,
τὴν κρίσιν καὶ τὸ δίκιο μου τό ’βλεπα εἰς ἐμένα,
κι ἐδόξαζα τὸν Ἔρωτα πρῶτον ὡς δουλευτής του
κι ἐκείνη καὶ τὲς πρόλοιπες φίλαινες εὐχαρίστου
κι εἰσμιὸν μὀκίνησε γλυκιὰ μέριμνα νὰ μοῦ μπαίνη.
Τότες ἀνοίγει καὶ θωρῶ τρυγόνι καὶ προβαίνει.
Καὶ ὁ νοῦς μου νὰ συχαίρεται τὴν τύχη μου σκοπώντα,
διαπὰς χλωρὸν κλαδὶν ἐλιᾶς στὸ στόμαν του βαστώντα.
Καὶ ὁ σπλαχνικότατος βοηθὸς πρὸς τὸν τσιγαρισμένο
μὲ πρόσωπον πασίχαρο καὶ καλοσυνεμένο
μοῦ λέγει:
Π. Χαίροις, ἀδελφέ, πῶς εἶσαι; Πῶς δοικᾶσαι;
Ἀκόμη δὲν ἐσώπασες νὰ κλαίγης, νὰ θρηνᾶσαι;
Ἀγάλλου κι ἔχεις τοὺς βοηθοὺς ὀμπρὸς εἰς τὴν κυρά σου:
τὸν πόθο σου, τὴν πίστη σου καὶ τὴν ἁπλότητά σου.
Κι ἦτον ἀνάγκη νά ’ν’ κι οἱ τρεῖς ὁμάδι ὀκαὶ νὰ σμίξου,
ὅτι γιὰ νὰ μπορέσουσιν ἔμπασμα νὰ σ’ ἀνοίξου.
Φ.
Ἀκόντα τίντα μὄλεγε τὸ σπλαχνικὸν τρυγόνι
ἐκ τὴν χαρὰν ἐκίνησε τὸ φῶς μου νὰ δακρυώνη
καὶ ἀπείτις τὸν χαιρετισμὸν ἔδωκε πληρωμένο,
τοῦτο τῆς ἀπεκρίθηκα μὲ σχῆμα τιμημένο:
«Ὁποὺ πονεῖ δὲν ἔν’ καλὰ καὶ ὁπ’ ἀστενεῖ δὲ γιαίνει
καὶ δίχως κόπιδα καμιὰ δὲν στέκει ὁπ’ ἀνιμένει
καὶ ὁποὺ βοηθᾶ τ’ ἀνήμπορου καὶ τῶν ἀπολπισμένω
ἔργον πιτήδειον πολεμᾶ καὶ πολυπαινεμένο.
Καὶ εὐχαριστῶ κι ἐσὲν πολλὰ καὶ τὴ γλυκιά μου Μοίρα
καὶ αὐτὸν τὸν Θιὸν ὁπ’ ἄνοιξεν τὴν τρίζινην τὴν θύρα».
Καὶ μέσα ’ς τούτην τὴ λαλιὰ ἄρχιζε σὰν ἡμέρα
νὰ διαφωτίζη, νά ’ρχεται μ’ ἕναν γλυκὺν ἀέρα,
κι ἐγὼ φοβώντας μή ’ν’ αὐγὴ – ἢ καὶ πουρνὸ κρατώντα –
καὶ πέσω εἰσὲ πειρασμὸν γὴ ἀδέξιο μελετώντα
λέγω τῆς Μοίρας μου: «Γοργό, σπούδαξε νὰ στραφοῦμε»,
καὶ αὐτὴ γρικώντας καὶ τὸ πῶς κι ἔγνωθε πῶς φοβοῦμαι
ἀρχίζει νὰ συχνογελᾶ κι ἐμένα πλιὰ τρομάρα
μ’ ἀνέβαινε θωρώντα τη, νά ’ρθω εἰς λιγωμάρα.
Λέγει μου:
Μ. Ἀκόμη πὄναι αὐγή; Νύκτα ’ν’ πολλὴ καὶ κάθισ’.
Τί ἔχεις καὶ δίχως σκάνδαλο δειλιαστικὸς ἐχάθης;
Αὐτὴ ἡ λάμψη τὴν θωρεῖς δὲν ἔναι τοῦ πλανήτη,
οὐδ’ ἀπολπίσει θὲς ἐσὺ πριχοῦ νὰ βγῆς ’κ τὸ σπίτι,
ἀμ’ ἔν’ αὐγὴ τῆς μαρτυριᾶς, τὸ φῶς τῆς γῆς τοῦ ἡλίου
καὶ σύρνεται ἀνατέλλοντα στὴ στράτα τοῦ πουλίου
καὶ ἔχει σῶμα σαρκικό, ἔχει καὶ ἀνθρώπου πνέμα
καὶ αὐτή ’ναι ἥλιος καὶ ἄνθρωπος, οἱ δυό, κατὰ τὸ βλέμμα.
Φ.
Καὶ ἀπάνω ὅντεν ἐκίνησα νὰ πῶ τοῦ Ριζικοῦ μου
νὰ συβουλέψη, νὰ μοῦ πῆ εἰς τέτοιαν χρειὰν ὁπού ’μου,
τότε μοῦ λέγει:
Μ. Γύρισε, ἔν τηνε ποὺ προβάνει,
ἔ καὶ ὁ γιατρὸς τοῦ πόθου σου ὁποὺ σὲ θέλει γιάνει.
Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσειν ἔτρεμα καὶ ἀγάλλουμου ποθώντα
μοίραν ἀπὸ τὰ πράματα ὁπού ’χα συντηρώντα
καὶ ἀπόμεινα μὲ μία χροιὰ καὶ μ’ ἕνα τέτοιον σχῆμα
ὁπού ’τον νὰ μὲ δῆ τινὰς λύπηση κι ἕνα κρίμα.
Καὶ ὡς ἦλθε καὶ ὡς ἐπρόβαλε κι ἐφάνην ἡ κυρά μου,
λέγει μου:
Μ. Ἀνεντρανίσου την.
Φ. Καὶ μ’ ὅλην τὴν καρδιά μου
ξαμώνω νὰ τὴν στοχαστῶ κι ἐμέναν ἡ φωτιά της,
ὥσπερ ἡ λάμψη τοῦ ἡλιοῦ ὅντ’ ἔναι στὰ ψηλά της
θαμπώνει ὅσοι τὸν ἰδοῦ κι εἰσμιὸν τὸ φῶς τους σβήνει,
ἔτσι κι ἐμέναν ἔποικε ἡ λάμψη της ἐκείνη.
Κι ἤσβησε κι ἐσκοτείνιασε ἴτις πολλὰ τὸ φῶς μου
’τι δὲν ἐξεκαθάριζα καθόλου τί ἔναι ὀμπρός μου.
Καὶ ὡς ἦτον ἀγαθότατη, ἴδιον καὶ φυσικόν της
τὸν ξένο πόνο νὰ πονῆ ὡσὰν τὸν ἐδικόν της,
ἐγρίκησα τὴ Μοίρα μου μαζὶ μὲ τὸ τρυγόνι
ὀκ’ ἐλυπήθηκε πολλά, κι εἰσμιὸν τὴν ὥρα ἁπλώνει
τὸ Ριζικὸ στὸ χέρι μου καὶ σφίγγει καὶ κρατεῖ με
καὶ ὡς φρόνιμη γνωρίζοντα τοὺς πόνους μου πονεῖ με:
Μ.
Τί ἔχεις, παιδί μου, μὲ λαλεῖ, κι ἐχάθης καὶ φοβᾶσαι;
Τώρα τυχαίνει ἀπόκοτος κατὰ τοῦ πόθου νά ’σαι.
Εἰς τόσο λίγο τίποτις τρομάσσεις καὶ ἀποθαίνεις!
Πῶς θὲς γενῆ μὲ τὸ πουλὶ ἐκεῖνο τ’ ἀνιμένεις;
Ἄντρεψε τὴν καρδίτσα σου, συνήφερε τὸ νοῦ σου
καὶ στάσου μὲ τὴν συμβουλὴ γιὰ ’δὰ τοῦ Ριζικοῦ σου.
Βλέπω την καὶ κοντεύγεται κι ἔλα γοργὸ νὰ δοῦμε,
ὀκ’ ἐδεπὰ δὲν ἔν’ καιρὸς νὰ στέκωμε ν’ ἀργοῦμε.
Φ.
Ὅντεν ὁ νοῦς μ’ ἐδιάτασσε κι ἑρμήνευέ με ἡ φύση
τό ’τι ’τον χρειὰ ν’ ἀποκοτᾶ νὰ πιάση καὶ ν’ ἀφήση,
ἀπάνω ὅνταν ἐμπαίναμε στὴν πόρταν, ἀφικροῦμαι,
ἀκῶ μιὰ σκλόπα κι ἔκραζε καὶ ἀρχίζω νὰ φοβοῦμαι
καὶ ’ς τοῦτον ἐξεσύρθηκα καὶ ὁ πόρος ἐσφαλίστη
κι ἐγὼ τὴν ὥρα ἐκ τὴν πικριὰν ἔπεσα κι ἐζαλίστη
κι ἐγρίκου νὰ μαζώνεται πρὸς τὴν καρδιὰ τὸ αἷμα
καὶ ἀγάλια ἀγάλια νὰ ζητᾶ νὰ βγῆ ἀπὸ μὲν τὸ πνέμα.
Κι ἐκείνη ὁποὺ μ’ ἐκήδευγε, θωρώντα με πῶς ἤμου,
μὲ τὸ ψυχρόν της φύσισμα ἐκράτειε τὴν πνοή μου
καὶ μὲ τὸ μαντιλάκιν της ὧρες καὶ μὲ τὴ χέρα
μ’ ἐσφόγγιζε κι ἐχάριζε παρηγοριὰ καὶ ἀέρα
καὶ μὄλεγε:
Μ. Μηδὲ δειλιᾶς, μηδὲν κακοκαρδίζης,
μηδὲ γι’ αὐτεῖνο τὸ θαρρεῖς θελήσης ν’ ἀπολπίζης.
Τέτοια συχνιὰ συγέρνουσι πρὸς τοὺς ποθοκρατοῦντας.
Καὶ τίς τὸ ξεύρει κάλλια σου μὲς στοὺς πολυπαθοῦντας;
Φέρε, σηκώσου καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια σου, παιδί μου,
γιατ’ εἶδα καὶ πολλὲς φορὲς ἦλθεν εἰς ἀκοή μου
ἐκεῖνον ὁποὺ φαίνεται καὶ μάχει καὶ ἀντιτείνει
ν’ ἀλλάξη καὶ πολλὰ γοργὸ νὰ στρέψη εἰς καλοσύνη
καὶ τὸ κακὸ νὰ γίνεται πολλὲς βολὲς βοτάνι
κι ἐκεῖνον τὸν κρατοῦν νεκρὸν ν’ ἀνασταθῆ, νὰ γιάνη.
Φ.
Καὶ οὐκ εἶχε λέγοντα σωστὸν καὶ βλέπω μιὰ λαμπάδα
χιονάτη καὶ γλυκότατη ἦλθε μὲ μιὰ γλυκάδα
ἀξείκαστη κι ἐστάθηκε τὴν ἐρωτιὰ γεμάτη
κι ἕναν ἀπίδιν ὄμορφο, βασιλικὸν ἐκράτει
κι ἔδειχνε μὲ τὸ χέριν της κι ἐλάλειε κι ἐσυγέλα,
καὶ ὡς ἔγνωθα καὶ τὸ ’θελα κι ἐκεῖνες πὼς τὸ θέλα,
μὲ φόβον καὶ ντροπὴν πολλὴ καὶ ἀποκοτιὰν καὶ ἀγάπη,
καλὰ καὶ μὲ τὰ πάθη αὐτὰ ὅλα νὰ παρατράπη,
καὶ ἀπείτις τῆς ἐσίμωσα κι εἶδα την καὶ θωρεῖ με
κι ἐγνώρισα μὲ τ’ ἄλλον της σημάδι καὶ πονεῖ με,
μὲ γλώσσα καὶ μὲ πρόσωπον γλυκὺ καὶ ἀγαπημένο
τὸ ρόδο μου ἐχαιρέτησα τὸ πολυζητημένο,
παινώντα τὴν ἀγάπην της καὶ τὴν καλογνωμιάν της
καὶ εὐχαριστώντα την πολλὰ μετὰ τὴν συντροφιάν της:
«Ὦ πολυζητημένη μου, ὦ φῶς μου καὶ ψυχή μου,
καὶ ποιὰ καρδιὰ νὰ δηγηθῆ τὴν ἀναγάλλιασή μου!
Δόξα σοι ὁ Θιὸς κι ἐπίτυχε ὁ δοῦλος τὴν κυράν του
νὰ τὴν θωρῆ καλόγνωμη κατὰ τὴν πεθυμνιάν του.
Δόξα σοι ὁ Θιὸς ὀκαὶ ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος προξενοῦσι ˙
ἀλίμονον ὁπ’ ἀγαποῦν νὰ σκύφτου νὰ φιλοῦσι!
Μὰ τοῦτο τὸ μεσότοιχο, λέγω, τὸ σιδερένο
εὑρίσκω νά ’ναι ὀγιὰ ἐχθρὸς καὶ νά ’ν’ κατακριμένο.
Ὦ Λουλουδούσα, τί ἔν’ τ’ ἀργεῖς; Κάμε ν’ ἀναγαλλιάσω,
βεργέτα με τὸ χέρι σου δουμάκι νὰ τὸ πιάσω,
χαιρέτησέ με σπλαχνικὰ καὶ μετὰ μὲ θαρρέψου,
ἔπαρ’ κι ἐσὺ καὶ δῶσ’ κι ἐμὲ δρόσος καὶ θαραπέψου.
Μηδὲν ὀκνῆς καὶ κάμε το, ὅτι ὁ καιρὸς τὸ δίδει
νὰ φᾶμε μὲ γλυκότητα τοῦ πόθου μας τ’ ἀπίδι.
Α.
Ἄσι με κι ἔχεις ὣς ἐδὰ πλιὰ παρὰ ποὺ τυχαίνει,
ὅτι πολλάκις δείχνει ὁ νοῦς ἕναν καὶ ἀλλέως βγαίνει.
Ὅλοι γιὰ τὴν ξεφάντωσιν τοῦ πόθου λιγωρᾶτε
καὶ σὰν σᾶς τήνε δώσουσιν οὐδὲν τήνε ψηφᾶτε.
Φ.
Ὡς ἄγρια νύμφη μὄδειξες, σῶπα, ἄσι με τὴν ὥρα,
βλέπω σε νὰ διανεύεσαι μὲ θαυμαστὴν ἐγνώρα.
Καὶ ἀρέσει μου ν’ ἀποκοτᾶς, νὰ δείχνης καὶ φοβᾶσαι,
μετὰ τὴν ξεκαθάριση πλιὰ θαρρετὴ γιὰ νά ’σαι.
Α.
Νά ’ναι ποτὲ νὰ μ’ ἀγαπᾶς ἴσα κι ἐμπιστεμένα
ἐσὺ ποὺ δείχνεις καὶ ψοφᾶς καὶ λιγωρᾶς γιὰ μένα;
Νά ’ναι ποτὲ νὰ μὲ λαλῆς μ’ ἀλήθεια καὶ μὲ φύση
ἢ σὰν αὐτὸν ὁποὺ χαλᾶ τὰ πάσκει, ἀφεὶν τὰ κτίση;
Φ.
Κι ἐγὼ ὁ πτωχὸς ἐστέναξα κι ἐδάκρυσεν τὸ φῶς μου
ἀκόντα τέτοιο ρώτημα παράξενον ὀμπρός μου˙
φιλώντα τὰ ματάκια της καὶ τά ’μνοστά της χείλη
ἐπέφτασιν τὰ δάκρυα μου στ’ ὡριόν της τὸ τραχήλι.
Γλυκιά, μὲ παραπόνεση, πολλὰ τῆς ἀπεκρίθη:
Τί ἔν’ τὸ παράξενον αὐτὸ στὸ νοῦ σου ὁπὀγεννήθη,
ὦ σπλαχνικό μου σκάνδαλο, γλυκὺ καὶ πειρασμέ μου,
ἴντα δηγᾶσαι, τί ἔν’ τὸ λὲς στὲς ἀναγάλλιασές μου;
Ρωτᾶς με ἂν ἔν’ καὶ σ’ ἀγαπῶ μὲ δίχως δολοσύνη;
Ἄλλην οὐκ ἔχω παρὰ σέν. Τίς νὰ τὸ ξεδιαλύνη
καὶ τέτοιον πράγμα μὲ λαλεῖς; Ἄδικον μέγαν ἔχεις
νὰ θὲς νὰ δείχνης ἄγνωρη σ’ ἐκεῖνο τὸ κατέχεις.
Τόσος καιρὸς δὲν σ’ ἔσωσεν οὐδὲ τὰ τόσα πάθη,
ὁ νοῦς σου τὴν ἀγάπη μου ἀκόμη νὰ τὴ μάθη;
Δὲ μὲ θωρεῖς, δὲν τ’ ἄκουσες μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη
τὸ πὼς τὸν πόθο σου βαστῶ μ’ ὅλην τὴ δικιοσύνη;
Ἀλίμονον, Ἀθούσα μου, σφάζεις με νὰ σ’ ἀκούγω
καὶ ἀπὸ τὴν κάψα βλέπεις με ἐμὲν κι ἐσὲ νὰ λούγω.
Α.
Δὲν ἔν’ κακὸ ὁπὄχει νοῦν τ’ ἀνάντιο νὰ ντηρᾶται ˙
’ς τοῦτον ἂς εἶσαι θαρρετός: ὁπ’ ἀγαπᾶ φοβᾶται.
Ἐμεῖς κρατοῦμε μετὰ σᾶς νά ’χωμε δικιοσύνη
καὶ ὡσὰν θωρῶ δὲν ἔχετε σ’ ἐμᾶς ἐλεημοσύνη
κι ἐσεῖς εἰς ὅ,τι φταίσετε ὅλα εἶν’ συμπαθημένα
καὶ τὰ δικά μας ἔχετε πάντα κατακριμένα.
Ὅλα σ’ ἐμᾶς τῶν ἄτυχων συμπέφτουσιν τὰ βάρη
κι ἐκεῖνα τά ’χομε ντροπὴ ἔχετ’ ἐσεῖς καμάρι.
Φ.
Καὶ δὲ μὲ σώνει ὁ μποδισμὸς καὶ ὁ σφάκτης τῶν σιδέρω,
μὰ μὲ τὲς δυσκολιὲς αὐτὲς μὲ κάμνεις ν’ ἀναφέρω
τέτοιον καιρὸν τὸ δίκιο μου ὁπὄχω νὰ γυρεύγω
ψυχούλα μου, νὰ σὲ φιλῶ καὶ νὰ σὲ κολακεύγω.
Δὲν ξεύρεις καὶ ὅντε τρῶ τινὰς δὲν πρέπει νὰ δηγᾶται;
Εἰς κάθεν λόγον μιὰ γουλιὰ χάνει καὶ δὲ γρικᾶται.
Πῶς δὲ νοᾶς τὴν προτιμὴν τ’ ἀντρὸς κατὰ τὴν φύση
καὶ κατὰ τὴν συνήθισιν, τὴν σαρκικὴν τὴν κρίση;
Μὲ δίκιο πρέπει τὸ λοιπὸν νά ’ν’ τῆς ἀρσενικότης
κυριότατον τὸ θέλημα, παρὰ τῆς γυναικότης.
Ἀμ’ ἕνα πράμα τὰ κινᾶ : ὁπὄχει πλιὰ τὸν πόθο
γοργότερα συγκλίνεται, ὅσο γρικῶ καὶ γνώθω.
Α.
Καλὰ λαλεῖς, ἀμ’ ἔπρεπε κριτὴς σ’ ἀλλότρια φύση
ἢ θηλυκὸς γὴ ἀρσενικὸς θέλοντα νὰ τ’ ἀρτύση.
Φ.
Φρόνιμα λές, μὰ μέσα μας ἡ φιλεμένη κρίση
ἂς γίνεται καὶ τῶν ἀλλῶν καθεεὶς ἂς ἀφήση.
Ὦ πωρικό μου ἀχόρταγο καὶ τῆς καρδιᾶς μου τ’ ἄθος,
μηδὲ φοβᾶσαι καὶ ἀπὸ μὲ νά ’ρθης ποτέ σου εἰς λάθος.
Στὸν ἄνθρωπον τὸν ἄχρηστον τινὰς μὴ δώση θάρρη,
σ’ αὐτὸ νὰ πῶ, ὀκαὶ τινὰς δὲν ἔχει τί νὰ πάρη.
Ἴτις τὸ δὲν ἠξεύρομε ὡσὰν τὸ δὲ θωροῦμε
ἐμᾶς τὸ γένος φυσικὰ μᾶς κάμνει ν’ ἀγαποῦμε.
Κι ἐσὺ ὁπού ’σαι ὀμορφιά, στολίδι τῶν ἀνθρώπων
καὶ ὁπού ’σαι ὁμάδι μετὰ μὲν ’ς Κάστρον καὶ σ’ ἕναν τόπον,
ὁπὄχεις τὸ κουφάρι μου τώρα γιαπὰς γεμάτο
μοίραν ἀπὸ τοῦ πόθου μας τ’ ἀχόρταγο δροσάτο
καὶ ὁποὺ κρατῶ καὶ ὁποὺ φιλῶ καὶ ὁποὺ περιλαμπάνω
καὶ ὁπὄχω ἐλπίδα στὲς πικριὲς ὅλες μου νὰ γλυκάνω
-καὶ περιπλιὸ τ’ ἀπόκρυφο καὶ πολυαγαπημένο,
ἐκεῖνο τό ’χω πλιὰ ἀκριβὸ νὰ στέκω ν’ ἀνιμένω,
καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ δὲ μπορῶ, γλυκότατό μου ταίρι,
ἔχει νὰ πῆ ἡ γλώσσα μου καὶ ὁ νοῦς μου ν’ ἀναφέρη-
πῶς θέλει νὰ μηδὲν κρατῶ καὶ νὰ μηδὲν φυλάσσω
μὲ πίστιν τὴν ἀγάπη μας τὴν τρέμομαι νὰ χάσω
θυμώντας μὴ ἔρθω εἰς δυσκολιά, σ’ ἐκείνη τὴ βανία,
καὶ πέσω στὴν ἀζιγανιά, ντηροῦμαι μὴ ἔν’ ἐννοία;
Μ’ ἂν ἔναι νὰ φοβούμεστε καὶ τὴν τιμή σου ἐπῆρα,
σοῦ φέρνω τὴν καλόγνωμην αὐτὴν τὴν ἴδια Μοίρα.
Καὶ αὐτὸν τὸ μέσον ἔν’ καλὸ καὶ πρέπει νὰ κρατοῦμε
καὶ τὸ λοιπὸν μηδὲν ἐβγῆς, κυρά μου: νὰ φιλοῦμε!
Π.
Καλὰ σοῦ λέγει˙ καὶ γιὰ ’γὼ δὲν ἔχω ν’ ἀπιστήσω,
ἀφήνω σας καὶ πὰ νὰ δῶ καὶ πάλι νὰ γυρίσω.
Α. Ὢ πόσο πρέπει ν’ ἀγαπᾶ τινὰς τὴν ἐδικήν του…
Φ. Ὅντε τὴν βλέπει φρόνιμη καὶ ὀρθὴ στὴν ὄρεξίν του.
Α.
Καὶ αὐτὸ τυχαίνει νὰ γενῆ γιὰ μιὰ μεριὰ καὶ γι’ ἄλλη
καὶ ὁποὺ τοῦ λείπει τίβοτες κλωνάρι, νὰ τὸ βάλη.
Φ.
Ὦ πειρασμὲ τοῦ πόθου μου καὶ διώκτη τοῦ καλοῦ μου
καὶ τὸ σκουλήκι τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ ξηλωμός τοῦ νοῦ μου,
τέτοιαν ἀγάπην δυνατὴ κι ἔτις ἐμπιστεμένη
’ς τοῦτον τὸν κόσμον, πίστεψε, δὲν ἔναι γεννημένη.
Καὶ αὐτό, κυρά μου, τὸ πολὺ καὶ τὸ γλυκὺ τὸ ζῆλος
μὲ μαρτυρᾶ μὲ πλιὰ καρδιά : τὴν ἔχομεν ἀλλήλως.
Καὶ τὸ λοιπὸν καταλλακτὰ βαστάζομεν τὸν πόθο
καὶ διακριμένη μετ’ αὐτὸ τὴν διαφορά μας γνώθω.
Μά τὴν ἀλήθειαν ἔπρεπε, κυρά μου, ἀπὸ δικοῦ σου
νὰ μ’ ἐσπλαχνίστης μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ κάλλη τοῦ κορμιοῦ σου.
Ἂν ἔν’ καὶ μ’ ἐκοπιάσασι ὅλα μὲ δικιοσύνη,
τυχαίνει τώρα πρὸς ἐμὲ νά ’ρθουν μὲ καλοσύνη.
Φ.
Καὶ ὁπ’ ἀγαποῦνται μετ’ αὐτὰ πληγώνουνται καὶ γιαίνου,
ζοῦσι, κυρά, καὶ χαίρουνται καὶ δίχως φὰ χορταίνου.
Α. Πολλὰ κατέχεις καὶ ἄφησ’ με.
Φ. Θὲς πούρι νὰ σ’ ἀφήσω;
Καὶ ἀπόκεις, συνοδούλα μου, δίχως σου πῶς νὰ ζήσω;
Α.
Μαγεύγου με τὰ λόγια σου καὶ πέφτω καὶ πλανοῦμαι,
μὰ μ’ ὅλα αὐτεῖνα τοῦ ἀντρὸς τὲς δυσκολιὲς φοβοῦμαι.
Φ.
Ἤθελα νά ’χα τόσο νοῦ κι ἔτσι πιτήδεια γλώσσα
ὡς ὅσον δίκιον ἔχουσι τὰ πάθη μου τὰ τόσα,
ὅτι θαρρέσειν ἤθελα νὰ σὲ καταπονέσω
καὶ μ’ ἕναν ἀχαμνὸ σκοινὶ νὰ πιάσω νὰ σὲ δέσω.
Μὰ δὲ μπορῶ ν’ ἀντισταθῶ φοβώντα τὴ ζωή μου
στὰ χέρια σου πολλὰ κλιτὴ τόσον καιρόν, ψυχή μου.
Γιὰ ’γὼ καλλιά ’χω νὰ κρατῶ τὰ πάσχω σωπασμένα
καὶ μ’ ἔργο πλιὰ γοργότερο νά ’ναι μαρτυρημένα.
Α.
Κι ἐγὼ πολλὰ τὸ ρέγομαι καὶ οὐδ’ ἄλλο θέλω τρόπον
καὶ ἂς ἔρθωμεν στὴ μαρτυριὰ κι ἐμεῖς τῶν δυῶν ἀνθρώπων,
σότα ’ν’ ἐδῶ κι ἡ θαρρετή, καὶ ἂς ἔν’ καὶ πλιὰ δική σου,
καὶ ἂς ποῦν τὸ δίκιον πασανὸς καὶ ἂς ποῦσι τὰ γρικήσου.
Π.
Κι οἱ δυό σας δίκιον ἔχετε καὶ πασαεὶς κρατώντα
τὸ δίκιον του καλύτερο δικάζεται ποθώντα.
Ξύπνα κι ἐσὺ καὶ λάλησε.
Μ. Ἄκουσα τὰ δηγᾶται
καὶ ὁπὄχει δίκιο φαίνεται καὶ ποθομολογᾶται.
Φ.
Ἄκο τί λέγει, τὸ λοιπὸν μὲ χείλι καὶ μὲ μάτι,
ἀλίμονον, Ἀθούσα μου, δεῖξε κι ἐσὺ κομμάτι.
Ὁ τόπος καὶ ὁ σωστὸς καιρὸς μὲ τὴν πιδεξοσύνη
δύνονται νὰ κατασαστοῦν μὲ διχωστὰς ὀδύνη.
Σ’ ἐσένα στέκει καὶ ἄνοιξε. Σώνεις κι ἐσὲν κι ἐμένα,
καὶ κάμε το, ψυχούλα μου, γοργὸ καὶ ἀγαπημένα.
Καὶ ἂν ἔχεις πρὸς τὴν πίστη μου δειλίασιν καμία,
θέλω σοῦ μόσει μὲ ψυχὴν καθάρια τώρα ’ς μία
τὸ πὼς μὲ λόγον καὶ καρδιά, μὲ ὅλα μου τὰ ἤθη
οὐδέποτέ μου μετὰ μέ, ψυχή μου, νὰ σ’ ἀρνήθη,
οὐδέποτέ μου βούλομαι ’τι νὰ σ’ ἀζιγανέψω,
μὰ πλιὰ παρὰ ποὺ τάσσομαι ὀλπίζω νὰ στερέψω.
Α.
Καλὰ καὶ νὰ κρατῶ τὰ λὲς νά ’ρχωνται ἀπ’ ἀγάπης
καὶ ἀπὸ στεριότητα ψυχῆς, ἀπεὶν ἐποδιαντράπης,
θέλω, γιὰ νά ’χωμεν καὶ αὐτὸν τὸν ὅρκο μαρτυρία,
νὰ μόσης πρῶτα στὸν Χριστόν, δεύτερο στὴν Κυρία,
ὅτι νὰ σὄναι ἡ τιμὴ γι’ ἀγάπη φυλαμένη
καὶ ὁ εἷς τ’ ἀλλοῦ μας νὰ βαστᾶ ψυχὴν ἐμπιστεμένη.
Φ.
Οὐδ’ ἄλλο θέλω νὰ γενῆ. Κι ἐσὺ λοιπόν, Ποθούλα,
φέρε γοργὸν τὸ κόνισμα, Χριστιανῶν τὴ βούλα,
τύπωσε τὰ ’ρκωμοτικὰ ὅλα καὶ βούλωσέ τα
καὶ μέσα στὸ σεντούκι σου βάλε καὶ κλείδωσέ τα.
Π.
Τώρα θωρῶ καὶ θὲ κοπῆ πᾶσα σας δυσκολία
καὶ θέλετ’ ἔρθει ἀνέγνοιαστοι στοῦ πόθου τὴ φιλία.
Α.
Γονάτισε καὶ βάλ’ ἐδῶ τὴν χέρα σου καὶ μόσε.
Φ.
Μετὰ χαρᾶς˙ καὶ ἂν κάμνει χρειά, καὶ πλιότερα μοῦ δῶσε.
«Μνέγω σου πρῶτα στὸν Χριστὸν καὶ στὴν Κυρὰ τοῦ κόσμου,
ὥστε νὰ πάρη τὴν ζωὴν τούτην ὁ θάνατός μου,
ν’ ἀποκρατῶ τὸν πόθο σου στεριὸν κι ἐμπιστεμένα ».
Μὰ ἤθελα καὶ ἀπὸ σὲ νὰ δῶ τὸ τάσσεσαι μοσμένα.
Α.
Κι ἐγὼ αὐτὸν τὸν ἔποικες ὅρκο μνέγω καὶ τάσσω
ὄξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας ἄλλο νὰ μὴ λογιάσω.
Φ.
Ὦ Λουλουδούσα μου γλυκιά, ὦ τῆς καρδιᾶς μου πώρα,
ἔχεις τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰ ἀναπαημένη τώρα;
Α.
Οἱ δυσκολιὲς ἐκόπησαν καὶ ὁ φόβος ἀπορρίκτη
καὶ ἡ ἀγάπη ἡμέρωσεν κι ἐδείκτησεν κι ἐσφίκτη.
Φ.
Καὶ μετ’ αὐτεῖνον τὸν σκοπὸν τὸ φίλημα, κυρά μου!
Ὕπα ν’ ἀνοίξης κι ἔρχομαι μὲ τὴν ἐπεθυμνιά μου.
Καὶ μέσα ’ς τούτην τὴν χαρὰν τὴν δὲ μπορῶ ξεικάσω,
γιατ’ εἶχα τῶν πολλῶν χρονῶν τὴν πείναν νὰ χορτάσω,
ἦλθεν εἷς ψύλλος ἄπονος κι ἐκαρδιοδάκασέ με
καὶ ἀπὸ τὴν ἐξεφάντωσιν τὴν εἶχα ἐξύπνησέ με.
Καὶ μεταφνίδιο ξύπνησα ὡσὰν παρατρεμμένος,
ἐχώνουμουν κι ἐκρύβγουμου ὡσὰν ἀστοχισμένος.
Κι ἐδῶθεν κεῖθ’ ἐγύριζα τάχατες νὰ γυρίση
τ’ ὄνειρο πάλι πρὸς ἐμὲ νὰ μὲ παρηγορήση.
Καὶ μὲ τὸ ξανακύλισμα ὁ ἥλιος ἐβγῆκε
καὶ τοῦτο ὅλο τ’ ἄδικο ὁ ψύλλος μοῦ τὸ ποῖκε.===========================
Ριμάδα Κόρης & Νέου
Το ποίημα Ριμάδα κόρης και νέου ή αλλιώς Ριμάτα κόρης και νέου (Ζώρας 1955, 426· Βουτιερίδης 1976, 128), γραμμένο σε διαλογική μορφή, είναι έργο άγνωστου ποιητή του 15ου ή, το αργότερο, των αρχών του 16ου αιώνα. Σώζεται σε δύο παραλλαγές, μία συντομότερη που αποτελείται από 154 ιαμβικούς 15σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και μία εκτενέστερη σε 198 στίχους, επέκταση που μάλλον οφείλεται σε μεταγενέστερες προσθήκες (Beck 1993, 286). Το ανώνυμο αυτό έργο ανήκει στη κρητική λογοτεχνική παραγωγή της λεγόμενης περιόδου της προετοιμασίας (14ος αι.-περ. 1580), ενώ οι μελετητές του αναφέρουν κι έναν δεύτερο τίτλο: Ερωτική απάτη (Ζώρας 1955, 426· Βουτιερίδης 1976, 128).
(Σημείωση: Επέλεξα να το βάλω στο Φαλιέρο, για να μη το αφήσω μονάχο του και μιας κι ίσως όντως ανήκει σ’ αυτόν, οπότε αν λανθάνω ας πούμε ότι λανθάνω κατά το ήμισυ, Κι έπειτα, υπάρχει κι άλλος, επίσης σπουδαίος λόγος που αυτά τα δυο κείμενα, το άνωθεν και το κάτωθεν, πρέπει να γειτονεύουνε.)
Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου
Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία με θέμα τη νυχτερινή αποπλάνηση -ερωτικό εκβιασμό- της νεαρής πρωταγωνίστριας που αρνείται να υποκύψει στον ορμητικό νέο. Ο νεαρός εραστής ζητά επίμονα από τη κοπέλα να ενδώσει στον έρωτά του, ωστόσο εκείνη δεν υποχωρεί, απαιτώντας προηγουμένως διαβεβαίωση γάμου. Αφού έχει επαναλάβει τις ερωτικές του προτάσεις πολλάκις, χωρίς αντίκρισμα, προσποιείται πως εγκαταλείπει τη προσπάθεια, προκειμένου να τη καθησυχάσει αλλά και να τη πιάσει κυριολεκτικά στον ύπνο. Έτσι, μετά από διάστημα σχεδόν ενός έτους, εισβάλλει κρυφά στο δωμάτιο της νεαρής και κατορθώνει με βίαιο κι απατηλό τρόπο να την αποπλανήσει ενώ κοιμάται. Η ερωτική του επιτυχία τού δίνει την άνεση να μιλά με αυθάδεια κι ειρωνεία προς την αγαπημένη του, χλευάζοντας τις αλλοτινές αντιστάσεις της. Εκείνη τον καταριέται για την αναίδειά του και σπεύδει να προφυλάξει με συμβουλές τις φίλες της από την ιταμότητα και την αισχρότητα των ανδρών.
Το ερωτικό στοιχείο σμίγει εδώ με την κατάρα της απαρνημένης. Το ποίημα διακρίνεται για την αφηγηματική του χάρη, καθώς και για έναν αισθησιακό ρεαλισμό ανάμεικτο με ευγένεια και λυρισμό, στοιχεία που βρίσκουμε σε δημοτικά τραγούδια της αγάπης (Πολίτης 1999, 51). Παρόλο που πρόκειται για ερωτικό εκβιασμό, τίποτα το χυδαίο ή απρεπές στο λόγο δε χαρακτηρίζει το κείμενο. Ο Βουτιερίδης (1976, 128) χαρακτηρίζει το ποίημα ένα «από τα τεχνικώτερα δημώδη λογοτεχνικά μνημεία της εποχής» ενώ ο Κρουμπάχερ (1900, 65) ως «γνήσιο υπόδειγμα της δημοτικής ποίησης του 16ου αιώνα». Άκρως τιμητική για τον ποιητή της Ριμάδας είναι η παρατήρηση του A. F. van Gemert (2006, 92) ότι το ποίημα είναι «μια ιστορία στο ύφος του Βοκάκιου […] ένα από τα καλύτερα έργα της πρώιμης κρητικής λογοτεχνίας», κρίση που επαληθεύεται κι από το γεγονός ότι παραλλαγές του ποιήματος επιβίωσαν στη μεταγενέστερη προφορική παράδοση, με ευδιάκριτα ίχνη μέχρι και σήμερα σε νησιά όπως η Κέρκυρα κι η Κως (Beck 1993, 286).
Το ύφος του ποιήματος θυμίζει έντονα τη δημοτική ποίηση, ενώ στην ιδέα περί κρητικής καταγωγής του οδηγούν ορισμένοι γλωσσικοί τύποι, καθώς κι η ομοιότητά του στο θέμα της ερωτικής επιθυμίας και συνάντησης με τα 2 ερωτικά ποιήματα του Μαρίνου Φαλιέρου (Ιστορία και όνειρο & Ερωτικόν ενύπνιον). Ο εκδότης των τελευταίων μάλιστα, Arnold van Gemert, τείνει να αποδώσει το έργο στο Φαλιέρο, συμφωνώντας σ’ αυτό με τον Στυλιανό Αλεξίου (van Gemert 1980, 23), υπόθεση που επαναλαμβάνει και στην έκδοση των Λόγων διδακτικών του κρητικού ποιητή.
Το έργο παραδίδεται σε δύο χειρόγραφους μάρτυρες του 16ου αιώνα, τους Vindob. theol. gr 244 (V) και Ambros. Υ 89 sup. (A) κι εκδόθηκε από τον Émile Legrand 2 φορές, με βάση αντίστοιχα τους δύο κώδικες: αρχικά στον τόμο Recueil de chansons populaires grecques το 1874 και λίγα χρόνια αργότερα στον δεύτερο τόμο της Bibliotheque grecque vulgaire το 1881. Το ποίημα δεν έπαψε να απασχολεί τους μελετητές κι έτσι εκδόθηκε ξανά, από τον Γάλλο Hubert Pernot (1931), που βασίστηκε στο 1ο από τα παραπάνω χειρόγραφα. Αντιθέτως, η επόμενη έκδοση έγινε με βάση τον άλλο κώδικα, από τον Γεώργιο Θ. Ζώρα, ο οποίος δημοσίευσε τη Ριμάδα στο περιοδικό Νέα Εστία (Ζώρας 1955α), ανατυπώνοντας την ίδια χρονιά το κείμενο και στον τόμο Μνημεία της Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Φιλολογίας μας (Ζώρας 1955β). Η τελευταία συμβολή στη καλύτερη γνωριμία του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού με τον ερωτικό αυτό διάλογο οφείλεται στην Caracausi (2003)· πρόκειται για μια έκδοση αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες, καθώς είναι συνοπτική, δηλαδή παρουσιάζει και τις δύο παραλλαγές, συντομότερη κι εκτενέστερη, ενώ συνοδεύεται από πλούσιο σχολιασμό καθώς κι ιταλική μετάφραση.
Το ποίημα παρατίθεται εδώ όπως δημοσιεύτηκε από το Ζώρα το 1955 -πρόκειται, πέρα από ελάχιστες αλλαγές κυρίως στην ορθογραφία, για την έκδοση του Legrand, του 1881. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, επειδή η έκδοση Ζώρα δεν είναι αυστηρώς κριτική, για τις ανάγκες της παρούσας ανθολόγησης έχει δημιουργηθεί ένα καινούριο κριτικό υπόμνημα, όπου τα σχόλια (τα οποία φωτίζουν περισσότερο την παράδοση του συγκεκριμένου ποιήματος αλλά και τη ρευστότητα των δημωδών κειμένων εν γένει) γίνονται με βάση το υπόμνημα της έκδοσης Pernot 1931, όταν οι επιλογές των δύο εκδοτών ταυτίζονται, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται επιλεκτικά κι οι μεταξύ τους αποκλίσεις.
Στους στ. 1-32 περιγράφεται η 1η νυχτερινή συνάντηση των 2 νεων και σ’ αυτή γίνεται ήδη φανερή η διαφωνία τους, που αποτελεί και τον πυρήνα του κειμένου: ο νέος, παρορμητικός και με ανέμελη διάθεση, προσεγγίζει ερωτικά τη κοπέλα και προσπαθεί να τη πείσει να ενδώσει, ενώ εκείνη, συνετή και μετρημένη, αντιστέκεται σε αυθόρμητες κινήσεις που δεν της εξασφαλίζουν συναισθηματική και τυπική δέσμευση.
Στη 2η νυχτερινή συνάντηση των νέων (στ. 33-126) δίνονται βεβαιώσεις αγάπης κι έρωτα και από τους δύο. Ωστόσο, ο νέος αρνείται πεισματικά την υπόσχεση γάμου που λαχταρά η κοπέλα και επιχειρηματολογεί για τη στάση του. Η ελευθεριάζουσα οπτική του για τον έρωτα ξενίζει την αγαπημένη του, που θυμώνει με την ωμότητά του και τον διώχνει.
Στη τελευταία ενότητα (στ. 127-198) κι αφού έχουνε προηγηθεί διαφωνίες και καβγάδες για τη προοπτική της σχέσης, ο νέος αποφασίζει να πάψει τις προσπάθειες ερωτικής αποπλάνησης. Μετά από σχεδόν έν έτος απουσίας όμως, επανέρχεται και καταφέρνει να συνευρεθεί ερωτικά με τη κοπέλα την ώρα που κείνη κοιμάται. Όταν εκείνη συνειδητοποιεί την ατίμωσή της, τονε καταριέται και μιλά απαξιωτικά για το ανδρικό γένος.
Κόρη καὶ νιὸς δικάζεται ἀπό ’να παραθύρι
μιὰ νύκτα, ὅσα πὤδωσεν αὐγῆς τὸ σημαντήρι.
Ὁ νιώτερος ζητᾷ φιλὶ κ’ ἡ κόρη δακτυλίδι·
ὁ νιὸς τὸ δακτυλίδιν του τῆς κόρης δὲν τὸ δίδει,
μὰ μὲ κρυφὰ κομπώματα δώσει το θέλει λέγει·
καὶ πῶς καὶ τί καὶ ποταπῶς, μὲ τί τρόπον τὸ λέγει:
«Ὅνταν ὁ σκύλος καὶ ὁ λαγὸς κάμουν ἀδελφοσύνη,
κ’ ἡ κάτα μὲ τὸ ποντικὸν κάμνουν συντεκνοσύνη,
ὅντεν ὁ κόρακας γενῇ ἄσπρος σὰν περιστέρι,
ὅντας ἰδῇς ἀσπούργιτα νὰ διώχνῃ τὸ ξυφτέρι,
ὅντεν ἡ θάλασσα σπαρθῇ σιτάρι καὶ κριθάρι,
ὅντεν ἰδῇς εἰς τὸ βουνὶ νὰ περπατῇ τὸ ψάρι,
ὅντεν ἰδῇς τὸ πέλαγος ν’ ἀρχίσῃ ν’ ἀποφρίσσῃ,
τότες ἐμὲν καὶ σέν, κυρά, θέλουσιν εὐλογήσει».
Ἡ κόρη ὡς ἦτον φρόνιμη, μὲ γνῶσιν ἐγροικήθη,
καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιώτερον ἤτις ἐπιλογήθη:
«Ὅντεν ὁ μέγας οὐρανὸς πέσῃ κάτω ’ς τὸ χῶμα,
καὶ ἡ ἀλήθεια, νιώτερε, φανερωθῇ γιὰ ψῶμα,
ὅντεν ἰδῇς τὴν θάλασσαν καὶ ἀρχίσῃ νὰ γλυκάνῃ,
ὅντε βρεθῇ γιὰ τοὺς νεκροὺς ἀνάστασης βοτάνι,
ὅντεν ὁ γάϊδαρος γενῇ ἄγγελος νὰ πετάξῃ,
ὅντεν ὁ ἥλιος τ’ οὐρανοῦ τὴ στράτα του ν’ ἀλλάξῃ,
ὅντεν ἰδῇς τζ’ ἀσπάλαθους καὶ νὰ γενοῦν μυρσίνη,
ὅντεν γενοῦν οἱ μέλισσες τοῦ λαγκαδίου σκῖνοι
ὅντε τὸ φέγγος τ’ οὐρανοῦ πέσῃ ’ς τὴ γῆ νὰ σβήσῃ,
τότες ἐσέν, ἀφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει».
Καὶ μέσα ’ς τ’ ὄχι κ’ εἰς τὸ ναί, μέρωμα κ’ εἰς ἀγριάδα,
ἔσωνε καὶ κατάντανε τῆς μέρας ἡ ἀσπράδα,
κ’ ἐκίνα ὁ κὺρ ἥλιος τοῦ δρόμου νὰ φουσκώνῃ,
τῆς νύκτας τὲς κουρφόβλεψες νὰ τὲς ξεφανερώνῃ.
Τότες ὁ νιὸς ἐμίσσεψε ἀπὸ τὴν κορασίδα,
καὶ σὲ καμμιὰ συνήβασιν δὲν ἤλθασιν, ὡς εἶδα.
Δεύτερη νύκτα ’ς ὧρες τρεῖς ἐκάτζε τὸ φεγγάρι,
ὁ νιὸς ἐγύρεψε νὰ μπῇ ’ς τῆς λυγερῆς τὴν χάρι.
Καὶ ἀπείτις ἀναπάηκε ἡ στράτα τῶν ἀνθρώπων,
ὁ νιὸς αὐτεῖνος ἔσωσε ’ς τὸ μαθημένον τόπον.
Κ’ ἡ κόρη, ὡς ἦτον πρὸς αὐτὸν καμπόσο βαρεμένη,
ἐκάθετο καὶ ’νίμενε, κ’ ἦτον ἐγνοιασμένη,
ὅτ’ ἤτονε ’ς τὸν ἔρωτα τοῦ πόθου πλανεμένη,
καὶ ’ς τῆς ἀγάπης τὰ φιλιὰ ἦτον πεδουκλωμένη.
Ὅντεν ὁ νιὸς ἀπέσωσεν ἔξω ’ς τὸ παραθύρι,
ἡ λυγερὴ ἀπὸ ραθυμιᾶς ἤτονε χρειὰ νὰ γύρῃ,
καὶ μὲ τοῦ δρόμου τὴ φιλιὰ ’ς τὸ παραθύρι σώνει,
ἔφτασεν καὶ ἀκκούμπησε, κ’ ἔλαμψε σὰν τὸ χιόνι.
Καὶ ἀπῆν τὴν εἶδε ὁ νιώτερος, γλυκιὰ ἐχαιρέτισέ την,
καὶ ἀπὸ τὴν πίκραν τὴν πολλὴ ἐπαρηγόρησέ την·
κ’ εἶπε της: «Τάχα, μάτια μου, κρατεῖς μου κακοσύνη
’ς τὰ λόγια, ’ς τὴν ὑπόθεσιν τὴν ψεσινὴν ἐκείνη!»
«Ἂ σοῦ ’χα θέλει κάκητα, δὲν ἤθελα προβάλει·
δοσμένον ἔν ’ς τὸν ἄνθρωπον ἐσὲν καὶ ἀλλοῦ νὰ σφάλῃ.
Καὶ ἂν ἤσφαλες ἐκ τὰς ἀρχὰς τὰ σύντυχες μετά σου,
δύνεσαι τώρα ἡ γνώμη σου ν’ ἀλλάξῃ τὴν καρδιά σου·
καί, ἄν ἔν’ καὶ θέλεις μου καλόν, μηδὲ μὲ πεισματώνῃς,
γιατὶ τὸν πόνο τῆς ἱστιᾶς τὴ φλόγα μὲ γεμώνεις.
Εἶτα καὶ θέλεις μου κακόν, κ’ ἔχεις με ὁγιὰ ’χθρό σου,
ν’ ἀπέχῃς καὶ νὰ μ’ ἀγαπᾷς ἔναι ’ς τὸν ὁρισμό σου·
ἂν ἔν’ καὶ ξεύρεις με γιὰ ’χθρὸν ’ς τὴν ἐδική σου κρίσι,
ἔπρεπε νὰ μ’ ἀπαρνηθῇς ὡσὰν τὸ θέλει ἡ φύσι».
«Ὦ γλυκοπεριστέρα μου, πῶς μοῦ μιλεῖς, κυρά μου,
ὦ δρόσος τῆς ἀγάπης μου καὶ γλύκα τῆς καρδιᾶς μου,
δὲν εἶσαι παρηγόρημα τῆς πίκρας μου τῆς τόσης,
θέλημα ἔχεις νὰ μὲ ζῇς καὶ ’ξιὰ νὰ μὲ σκοτώσῃς.
Ἐσὺ κρατεῖς ’ς τὰ χέρια μου τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς μου,
κ’ εἶσ’ ἄγγελος μὲ τὸ σπαθὶ νὰ πάρῃς τὴν ψυχήν μου·
κ’ ἤθελα νά ’το μπορετὸ νά ’στεκες πάντα μπρός μου
ἀλήθεια ’ς τὴν ἐπιθυμιά, ’ς τὸν πόθον εἶσ’ ἐχθρός μου,
διατὶ τέτοια καμώματα μάχην οὐδὲ κρατοῦσι,
οὐδὲ γιὰ μάχην τά ’χουσι αὐτεῖνοι ὁποὺ ποθοῦσι.
Λοιπὸν γιὰ γλυκοποθητὴν σ’ ἔχω καὶ γιὰ κυρά μου,
γιατὶ γιὰ σέν’ ὁ ἔρωτας ἔσφαξε τὴν καρδιά μου·
καὶ ’ς ὅ,τι θέλεις μ’ ὥρισε νά ’μαι κ’ ἐγώ, τρυγόνα,
μὴ μοῦ ζητήξῃς μοναχά, ἀφέντρα μου, ἀρραβῶνα,
διατὶ γυρίζω ἐλεύθερος καὶ θὲ νὰ μὲ σκλαβώσῃς,
ἔχω καλλιὰ συζώντανον τοῦ Χάρου νὰ μὲ δώσῃς».
«Τὸ λοιπονὶς δὲ μ’ ἀγαπᾷς στεριὰ καὶ μπιστεμένα,
ἢ τίποτες κακὸ γροικᾷς, ὡσὰ θωρῶ, γιὰ μένα.»
«Ἴντα κακὸ θὲς νὰ γροικῶ, κυρά, ’ς τὴν εὐγενειά σου;
καὶ τί κακὸ μπορῶ νὰ πῶ μπρὸς τὰ συγγενικά σου;
Ὁ κύρις σου ἔναι εὐγενικός, μᾶλλον καὶ ἡ μητέρα,
καὶ σύ ’σαι ἀστέρας λαμπιρὸς νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα·
εἶσαι ’ς τὰ πλούτη θησαυρός, τῆς ἐμορφιᾶς ἡ χάρι,
καὶ πᾶσα νιὸς ὀρέγεται τέτοιαν κόρην νὰ πάρῃ».
«Ἀμμ’ ἂ γνωρίζῃς καὶ θωρῇς ’ς ἐμένα τέτοια εἴδη,
γιατὶ περηφανεύγεσαι νὰ δώσῃς δακτυλίδι;»
«Διατὶ ποτὲ τ’ ἀντρόγυνα δὲν πέφτου ’ς μιὰν καρδίαν,
μά, σὰν ἀπομακρύνουσι, χάνουν τὴν ἐρωτίαν.
Σὰν κάμουν ἕνα δυὸ παιδιὰ τὸν πόθον ἀπαρνοῦνται,
καὶ τὴν ἀγάπην συχαίνονται, τὸν ἔρωτα λησμονοῦνται,
καὶ ὁπὦναι νιὸς καὶ δὲν πατεῖ ’ς τὸν ἔρωταν ἀπάνω,
’ς τὴν συντροφιὰ τῶν ζωντανῶν ἐγὼ δὲν τὸν ἐβάνω.
Ὡσὰν λαρδὶ κουρουπιαστὸ ὀκτὼ χρονῶν ἢ δέκα,
ἐδέτζι ἔναι ’ς τὸν ἄνθρωπον βλογητικὴ γυναῖκα ·
εὐλόγησεν ὁ Ἔρωτας τὸν κουρσεμένον πόθο,
πῶς θὲς ν’ ἀλλάξω τὸ λοιπὸν ἐκεῖνον ὅπου γνώθω;
Λοιπόν, μαλαματένη μου, τοῦτον ὁ νοῦς σου σφάνει
καὶ ἂς φᾶμεν τὴν ἀγάπη μας μὲ διχωστὰ στεφάνι·
καὶ ἂς πιοῦμεν ἀπὸ τῆς φιλιᾶς τὸ δροσισμένο μέλι,
καὶ αὐτὰ τ’ ἀρρεβωνιάσματα ὁ νοῦς σου μὴ τὰ θέλῃ.
Νέα κοροῦλα βρίσκεσαι ἐρωτοπλουμισμένη,
σκόπισε ὅτι ὁ καιρὸς τὰ κάλλη σου μαραίνει,
ψύγει καὶ συζαρώνει σε, σὲ γερατειὰ σὲ φέρνει,
ὁ θάνατος πλακώνει σε, καὶ τότε τί κερδαίνεις;
Προδώσου τὸ λοιπονιθὲς καὶ ἄφες τὸ δακτυλίδι,
καὶ ἂς φᾶμε μὲ συνήβασι βασιλικὸν ἀπίδι,
καὶ ἂς στέκωμε τὴν νιότη μας ἀλλήλως μας ὁμάδι,
καὶ ἂς ἤμεστεν ἐλεύθεροι ’ς τοῦ πόθου τὸ λιβάδι,
ὁπού ’ν’ τὰ ρόδα τὰ πολλά, τὰ λούλουδα καὶ τ’ ἄθη·
κ’ εἴτις ἐμπῇ ’ς τέτοιαν ὁδόν, κ’ εἰς τέτοιαν στράτα νά ’ρθῃ,
γἡ ἀγάπη ἔναι ζάχαρι, μέλι καὶ γλυκορρίζι,
καὶ τὰ παιδιὰ ἐκ τὲς μάννες τως ὁ ἔρωτας χωρίζει.
Καὶ πάντις μή ’μαι χρυσοχὸς νὰ κάμνω δακτυλίδια,
νὰ τὰ χαρίζω ἐδῶ κ’ ἐκεῖ σὰ μυρισμέν’ ἀπίδια;
Ἡ νιότη μου ’ς τὰ χέρια σου μαζὶ μὲ τὸ κορμί μου,
ἴντα θέλεις καλλιώτερο τὸ λοιπονίς, ψυχή μου;
«Ὦ Παναγία, ποῦ τά ’μαθες καὶ ’ς ποιὸ σκολειὸν ἐμπῆκες
καὶ ξόμπιασες καὶ πῆρες τα; τίβοτες δὲν ἀφῆκες
ὡς νά ’θελες νὰ τό ’καμνες νά ’παιρνες τέτοιαν κόρη,
καὶ μίλησες ἔτζι χοντρά, σὰ νά ’σουν ἐκ τὰ ὄρη.
Καὶ ἂν ἤμουν πάλι τούρκισσα ἢ σκλάβας θυγατέρα,
ἔτζι δὲ μοῦ ’θελες εἰπεῖ ἐτούτη τὴν ἡμέρα,
ὁπού ’σαι ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ ἀπὸ τοὺς τιμημένους,
καὶ ἀπὸ καλοὺς κ’ εὐγενικοὺς τοὺς τόπους γεννημένους,
ἔπρεπεν τοῦτον εἰς ἐσὲν ἐμένα νὰ διατάσῃς,
ἂν ἔβλεπες νὰ πρόδιδα νὰ μὲ καταδικάσῃς.
Μὰ σὺ δὲ ’μολογᾷς Θεόν, μὰ θὲ νὰ μὲ ’ντροπιάσῃς·
σύρε καλῶς καὶ μὴ θαρρῇς τότε νὰ μὲ γελάσῃς».
Καὶ μὲ τοὺς ἀναστεναγμοὺς σφαλᾷ τὸ παραθύρι,
καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισε τοῦ πόθου τὸ ζαφείρι.
Καὶ ὁ ἄγουρος ἐγέλασε καί ’μοσε νὰ ξεδράμῃ,
εἴτι πεισματικὸν μπορεῖ τῆς λυγερῆς νὰ κάμῃ.
Ἐμίσσεψε κ’ ἐφῆκε την, ὥστε νὰ λησμονήσῃ,
καὶ μὲ καιρὸν νὰ θυμηθῇ ὀπίσω νὰ γυρίσῃ·
διατ’ ἤτονε πολυπαθὴς τῆς ἐρωτιᾶς κουρσιάρης,
εἰς τούτην ἔκαμνε κανεὶς εἰς τὴν φιλιὰν τῆς χάρης·
τεχνίτης εἰς τὴν συντυχιά, δάσκαλος εἰς τὴν πρᾶξι,
καὶ μοναχὴ τὴν ἄφηκεν ὁγιὰ νὰ μὴν πλατάξῃ.
Καὶ δὲν ἀπέρασε ἀπὸ κεῖ τρακόσιες μιὰ ἡμέρα
κ’ ἦρθε καὶ ’πολησμόνησεν ἡ ἄσπρη περιστέρα.
Καὶ τότες εὐγωδώθηκεν ὁ νιὸς ἀρματωμένος,
τὸν πόθον ἐδικάζετον καὶ τὴν φιλιὰν καημένος.
Ἄρχιζε καὶ δικάζετον καὶ τὴν φιλιὰν ἐρώτα·
ὁ ἔρωτας τὸν ἔσωσεν ’ς τῆς λυγερῆς τὴν πόρτα.
Τὴν πρώτην πόρταν ἤνοιξε, τὴν δεύτερην ραγίζει,
οὐδ’ ἄνθρωπος τὸ γροίκησε, οὐδὲ σκυλὶ γαυγίζει.
Κι’ ηὗρε τὴν κόρην καὶ κοίτετον ’ς τ’ ὡριόν της τὸ κρεββάτι,
προσκεφαλάδι ὁλάργυρο ’ς τὸ στῆθος της ἐκράτει.
Ὁ ἄγουρος σβήνει τὸ κερί, καὶ τ’ ἄρματά του βγάνει,
κ’ εἶπεν· «Ὁπ’ ἐγεννήθηκε σήμερον ἂς ποθάνῃ!»
Εἰς τὴν κασσέλα ἐκάθισε, ἀτός του ἐξυπολήθη,
καὶ βγαίνει τὸ προσκέφαλο ’κ τῆς λυγερῆς τὰ στήθη.
Ἄβουλά της ἐσήκωσε, ’ς τὰ χέρια της ἐμπῆκε,
καὶ τὸ ’πεθύμαν εἰς καιρούς, εἰς μιὰν ὥραν τὸ ποῖκε.
Καὶ ξύπνησεν ἡ λυγερὴ ’ς τὰ κανακίσματά της,
καὶ γνώρισε ὅτι ἔχασε εἰς μιὸν τὴν παρθενιά της.
Καὶ ὁ νιώτερος πεισματικὰ ἄρχισε νὰ τῆς λέγῃ,
θωρῶντα πῶς ἐμάνισε εἰς αὔτονε νὰ κλαίγῃ:
«Ἐσύ ’σαι κείνη πὤλεγες νὰ βάλῃς δακτυλίδι;
βάλε ἀρραβῶνα χάμαρη, καὶ βλόγησι σφαγίδι!»
Καὶ μέσα ’ς τὲς ἀγκάλες της τὸν ἄγουρον ἐτήρα,
κ’ ἔκλαιγεν καὶ βαραίνετον ’ς τὴν δολερήν της μοῖραν.
Ὡς πέρδικα μοιρολογᾷ, ὡσὰν τρυγόνα κλαίγει,
καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιώτερον τοῦτα τὰ λόγια λέγει:
«Ἂ βουληθῇς νὰ μ’ ἀρνηθῇς καὶ νὰ μ’ ἀλησμονήσῃς,
εἰς τὴν Τουρκιὰ ’ς τὰ σίδηρα πολλὰ ν’ ἀγανακτήσῃς ·
σὲ τούρκικα σπαθιὰ βρεθῇς, σὲ Κατελάνου χέρια,
τὰ κριάτα σου νὰ κόψουσι μὲ δίστομα μαχαίρια,
Ἀράπηδες νὰ σ’ εὕρουσι καὶ Μῶροι νὰ σὲ σώσου,
καὶ σ’ ὄχλον σαρακήνικον τρεῖς μαχαιρὲς σοῦ δώσου·
οἱ δυὸ νὰ ’γγίζου ’ς τὴν καρδιὰ κ’ ἡ ἄλλη ’ς τὰ μυαλά σου,
κ’ εἰς τὸν ἀφρὸν τῆς θάλασσας νὰ βροῦσι τὰ μαλλιά σου·
τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια σου νὰ βροῦν εἰς παραγιάλι,
καὶ τὰ μουσούδια τὰ βαστᾷς ’ς τὴν ἄμμον νὰ τὰ βγάλῃ
νὰ δράμου νά ’ρθουν νὰ σὲ ’δοῦ ἐκ τὰ συγγενικά σου,
ἡ μάννα σου νὰ κουρευτῇ θωρῶντα τὰ μαλλιά σου.
Καὶ τότες νά ’ρθω νὰ σὲ ’δῶ γιὰ παρηγόρημά μου,
’ς τὸ ξόδι σου νὰ ’γδικιωθῶ, νὰ δροσιστῇ ἡ καρδιά μου!»
Καὶ πάλι κλαίει, θλίβεται, πάλι μοιρολογᾶται,
καὶ μετὰ τὶς γειτόνισσες ἄκου τὸ τί δηγᾶται:
«Ἀκούσετε, γειτόνισσες καὶ συνανάθροφές μου,
καὶ σεῖς, κοράσια, ξεύρετε, οἱ ξένες καὶ δικές μου·
ἀμέριμνα μὴ κάθεστε, τὸν ὕπνον μὴ ἀγαπᾶτε,
τὰ μεσημέρια κοίτεστε, τὲς νύκτες ἀγρυπνᾶτε.
Διατάσσω σας καὶ λέγω σας γιὰ τὸ δικό μου βάρος,
γιατὶ ὁ ὕπνος εἰς ἐμὲ ἦτον μεγάλος Χάρος.
Τὸν πόθον εἶχα μέσα μου ὡσὰν ἕνα παιγνίδι,
τινὸς οὐδὲν ἐπρόδιδα χωρὶς τὸ δακτυλίδι.
Μὰ στανικῶς, δυναστικῶς ἦλθε καὶ ἔπαρέ με,
κι’ εἴτ’ ἤθελ’ ἔκαμε ’ς ἐμέ, κ’ ὕστερα ἐνέμπαιζέ με.
Λοιπὸν ὁπὦναι φρόνιμη ἂς σφικτομανταλώνῃ,
διατὶ ὁ ἄνδρας τὴν γυνὴ πάντα τήνε κομπώνει.
Βρύσι, νερὸ τρεχάμενο, ’ς τὰ λόγια ’ν’ ἡ γυναῖκα·
πιστεύγω το σὰν τὸ γροικῶ φράγκικα καὶ ρωμαῖκα.
Ἀπὸ πολλοὺς νὰ ’βρῇς τινα νὰ τὴν εὐλογηθοῦσι,
μὰ πλέα εἶναι πίβουλος, ὁποὺ τὴ συγγελοῦσι ·
ἀρνοῦσι καὶ τοὺς ὅρκους των, τὸ θέλουσι νὰ κάμου,
μὸν νὰ χαροῦν λίγον καιρὸν ’ς τὰ ψώματα τοῦ γάμου.
Μὴ μὲ κατηγορήσετε γιατὶ σᾶς τ’ ὁρμηνεύγω,
ἀφῆν ἐμπῆκα ’ς τὸ χορό, χρειὰ μὦναι νὰ χορεύγω.==========================
Θρήνος
Το ποίημα (404 στίχοι) είναι δραματικά ανεπτυγμένος θρήνος της Παναγίας, τελευταίο έργο του Φαλιέρου, γραμμένο στις 1ες 10ετίες του 15ου αιώνα. Εντάσσεται αφηγηματικά στη συζήτηση ανάμεσα σε 2 άτομα, τον ποιητή/αφηγητή και τον Εβραίο Τζαδόκ, που παρατηρούνε ζωγραφική απεικόνιση της Σταύρωσης. Τα πρόσωπα του πίνακα (Θεοτόκος, Ιωάννης, Μαρία η Μαγδαληνή, Μάρθα, Χριστός) διαλέγονται στα εβραϊκά κι ο Τζαδόκ μεταφράζει τα λόγια τους στον αφηγητή. Πυρήνας του έργου είναι η σπαραχτική έκφραση ψυχικού πόνου από τη Θεοτόκο, που θρηνεί και δέχεται παρηγορητικά λόγια.
Παραδίδεται μόνο μέσω ενός χειρογράφου, του Tübingen Mb 27 (T), το οποίο αντιγράφηκε στα 1585. Το κείμενο του ποιήματος στον κώδικα αποτελεί αντιγραφή της κατά πάσα πιθανότητα μοναδικής έκδοσης του Θρήνου στα 1543/4, που σήμερα λανθάνει. Ο Β. Α. Μυστακίδης παρουσίασε το κείμενο το 1922 σε μια κατά βάση διπλωματική έκδοση του χφ., που έχει περισσότερο ιστορική παρά φιλολογική αξία. Έτσι, το ποίημα αποτελούσε το μοναδικό έργο του Φαλιέρου που δεν είχε αξιωθεί μιας σύγχρονης κριτικής έκδοσης, κενό που εντέλει ήλθαν να καλύψουν οι Bakker και van Gemert με τη 1η επιστημονικά υπεύθυνη έκδοσή του το 2002, από την οποία αντλούνται και τα παρακάτω ανθολογούμενα αποσπάσματα.
Ο αφηγητής, κάποιος Χριστόφιλος, λέει ότι είδε ζωγραφισμένη μια σκηνή της Σταύρωσης, στην οποία τα λόγια που έλεγαν οι παρευρισκόμενοι έβγαιναν από το στόμα τους με εβραϊκά γράμματα. Κατά παράκλησή του ένας Εβραίος, ο Τσαδόκ, μεταφράζει αυτά τα λόγια. Τα ομιλούντα πρόσωπα σ’ αυτή τη σκηνή της Σταύρωσης είναι η Θεοτόκος (που λέει τα δύο τρίτα του κειμένου), ο Ιωάννης, η Μάρθα, η Μαρία η Μαγδαληνή, ο Χριστός, οι Εβραίοι κι ο Λογγίνος. Στο ποίημα αποτυπώνεται ο δραματικός διάλογος των προσώπων αυτών.
Η δομή του Θρήνου είναι απλή κι ισορροπημένη. Το έργο αρχίζει με έναν αφηγηματικό πρόλογο που λέγεται από τον Χριστόφιλο μπροστά από τον πίνακα (στ. 1-12). Στον πρόλογο δίνονται στον αναγνώστη/ακροατή οι απαραίτητες πληροφορίες για το θέμα του ποιήματος. Ακολουθεί ένα δραμάτιο -ό,τι διαδραματίζεται μέσα στον πίνακα- που αρχίζει στον στ. 13 και τελειώνει με τον επίλογο της Θεοτόκου (στ. 299-312), όπου πλέον τα πρόσωπα απευθύνουν τα λόγια τους το ένα στο άλλο και όχι στον ακροατή/αναγνώστη. Πιθανόν ο Φαλιέρος συνέλαβε το δραμάτιο ως χωρισμένο σε επεισόδια που ξεκινούν από έναν από του λόγους του Χριστού. Τους τελευταίους τούς χρησιμοποιεί ο ποιητής ως «σπονδυλική στήλη» του έργου. Η κατάληξη τού πλαισίου του δραματίου λέγεται από τον Χριστόφιλο και τον Τσαδόκ μπροστά από τον πίνακα (323-330), σε αντιστοιχία με τον πρόλογο.
Ο αρχικός Θρήνος του Φαλιέρου αποτελείται από το πλαίσιο (στ. 1-12 και 323-330) και το δραματικό μέρος (στ. 13-312), δηλαδή το αρχικό κείμενο άρχιζε και τελείωνε με το άνοιγμα και το κλείσιμο του πίνακα της Σταύρωσης. Αργότερα, σε κάποιο σημείο της γραπτής παράδοσης, εμπλουτίστηκε από κάποιον άγνωστο, ικανό διασκευαστή που ήξερε να χρησιμοποιεί τις τεχνικές του δραματικού λόγου, με το επεισόδιο της Αποκαθήλωσης και του επόμενου θρήνου (Pietà), δηλαδή ένα δεύτερο δραμάτιο. Από τον μεταγενέστερο διασκευαστή, επομένως, προστέθηκαν στίχοι στο τέλος του έργου και παρεμβλήθηκαν και άλλοι στο κύριο μέρος – συνολικά 118 στίχοι στους αρχικούς 286 του Φαλιέρου.
Ο Θρήνος δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο ελληνικό έργο ως προς τη δραματική του μορφή, παρά μόνο με την Ιστορία και Όνειρο του ίδιου ποιητή. Και τα δύο εντάσσονται στην προσπάθεια του Φαλιέρου να γράψει διαλογικά-δραματικά έργα, χωρίς ωστόσο να είναι καθαρά θεατρικά, γιατί, εκτός από τα πρόσωπα του δράματος που συνομιλούν χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου τρίτου, υπάρχει κι ένας αφηγητής. Στον Θρήνο τον ρόλο του αφηγητή δεν τον παίζει ο ποιητής, αλλά ο Χριστόφιλος -πιθανόν μια περσόνα του Φαλιέρου- που λέει τον πρόλογο. Είναι, επίσης, αυτός που μεταφέρει τη σκηνή, από τον χώρο όπου βρίσκονται ο ίδιος και οι φίλοι του (εμείς) στον πίνακα στη σκηνή της Σταύρωσης, και αναγγέλλει το πρώτο πρόσωπο του δραμάτιου, τη Θεοτόκο.
Ο Φαλιέρος φαίνεται πως ήταν ένας άνθρωπος αρκετά διαβασμένος στη σύγχρονή του λατινική και ιταλική λογοτεχνία, τόσο την κοσμική όσο και τη διδακτική και θρησκευτική. Τα περισσότερα θέματα και μοτίβα που χρησιμοποιούνται στον Θρήνο απαντούν και μέσα σε laude και σε άλλα κείμενα ιταλικής προέλευσης. Στα χρόνια του Φαλιέρου η lauda, ως λογοτεχνικό είδος, είχε πια διαδοθεί σ’ όλη την Ιταλία. Οι laude ήταν ύμνοι για θρησκευτικά θέματα, αρχικά λυρικής φύσης, που εξελίχθηκαν σε αφηγηματικές και δραματικές συνθέσεις, τραγουδιόντουσαν, απαγγέλλονταν και τελικά παίζονταν. Αποτελούν δραματικά κείμενα με σκηνοθετικές οδηγίες χωρίς την παρουσία αφηγητή, αν και ορισμένες δεν είναι ούτε εντελώς αφηγηματικές ούτε απόλυτα δραματικές, κι έτσι βρίσκονται ανάμεσα στα δύο είδη. Ο Φαλιέρος γνώριζε τις laude αφομοιώνοντας καλά τις τεχνικές τους. Το μέρος του Θρήνου που ονομάζεται δραμάτιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια lauda, όχι εντελώς δραματική, αλλά ένα μεικτό είδος – στο μεγαλύτερο μέρος της διέπεται από δραματικότητα, ωστόσο εμπεριέχει και αφηγηματικά στοιχεία. Πάντως, το ένα και μοναδικό πρότυπο του Θρήνου δεν έχει βρεθεί. Φαίνεται πως ο Φαλιέρος διασκευάζει ελεύθερα τις πηγές του, προσθέτει στοιχεία και γενικά τα τοποθετεί σ’ ένα δικό του μοναδικό πλαίσιο, αποκλειστικό δημιούργημά του.
Όσον αφορά τη παραστασιμότητα του Θρήνου, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: στο ποίημα δεν υπονοούνται μόνο λόγια (όπως οι λόγοι του Χριστού από τον Σταυρό), αλλά και δράση-κίνηση. Εκτός από τα δάκρυα, τις χειρονομίες και τους θρήνους των προσώπων, βρίσκουμε και παρακλήσεις της Θεοτόκου για δράση. Δεν γνωρίζουμε αν ο Φαλιέρος σκεφτόταν να παραστήσει τον Θρήνο στη σκηνή. Όπως και το ποίημα Ιστορία και Όνειρο, πιθανόν ο Φαλιέρος να έγραψε τον Θρήνο για μια παράσταση, προορισμένη για έναν αρκετά στενό φιλικό κύκλο την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, σε κάποια εκκλησία.
Η γλώσσα του Θρήνου ενσωματώνει, κυρίως, κρητικά διαλεκτικά στοιχεία του 15ου αιώνα με ελάχιστα δάνεια και με έναν περιορισμένο αριθμό αρχαϊστικών τύπων. Το ποίημα είναι γραμμένο σε κλασικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, με τομή μετά την 8η συλλαβή και συχνούς διασκελισμούς, συνήθως μέσα στο δίστιχο, ενώ η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία του είναι πλούσια και ενδιαφέρουσα.
Ο Θρήνος του Φαλιέρου απασχόλησε σημαντικούς μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Μ. Ι. Μανούσακας (1965, 18) θεωρεί το έργο «αρκετά περίεργο και ενδιαφέρον, γιατί αποδεικνύει πως το θρησκευτικό δράμα δεν ήταν άγνωστο στην ελληνική Ανατολή, όπως πίστευαν ως τώρα». Ο Λίνος Πολίτης (1999, 46) παρατηρεί ότι «ξεφεύγει εντελώς από τα καθιερωμένα, είναι σύντομο και αποτελεί κάτι σα δραματοποίηση της σταύρωσης του Χριστού -έν υποτυπώδες “μυστήριο”».
Αρχίζει με έναν πρόλογο, όπου δίνεται το πλαίσιο του θρήνου της Θεοτόκου (στ. 1-12). Στους στίχους 1-10 ο Χριστόφιλος (πιθανότατα προσωπείο του ποιητή) αφηγείται πώς βρέθηκε με κάποιους φίλους μπρος σ’ ένα πίνακα της Σταύρωσης και ζήτησε από τον Εβραίο Τσαδόκ να τους μεταφράσει τα λόγια του πίνακα. Οι στίχοι 11-12 μας εισάγουν στον λόγο της Θεοτόκου κι έτσι από εδώ ξεκινά ο θρήνος της κι ο δραματικός διάλογός της με τη Μάρθα και τον Ιωάννη (στ. 13-72). Η θλίψη της Παναγίας είναι ανεκδιήγητη κι οι προσπάθειες να την παρηγορήσουν μένουν άκαρπες. Τα 2 παρηγορούντα πρόσωπα εκφράζουν τη βαθειά συμπόνια τους για τον πόνο της μητέρας, δίχως όμως να μερώνουνε τη ψυχική και σωματική οδύνη της.
Θρήνος
Εἰς τὰ Πάθη καὶ τὴν Σταύρωσιν τοῦ Κυρίου
καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
ποιηθεὶς παρὰ τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχοντος
κυροῦ Μαρίνου τοῦ Φαλιέρου
Ὁ Χριστόφιλος
Κι ὁ νοῦς ἀναγυρίζοντα ὁμάδι μὲ τ’ ἀμάτι
τοῦ Ἰησοῦ τὴν σταύρωσιν, εἰς ἄδειο τόπο κάτι
τὴν εἴδαμε ζωγραφιστὴ μαζὶ μὲ τοὺς ληστάδες
κι ὀμπρὸς εἶχε τὴ μάναν του κι ἀπὸ τοὺς μαθητάδες,
τὴ Μάρθα, τὴ Μαγδαληνή, κι ἄλλες ’κεῖ πέρα ’στέκα˙
καὶ τὰ ’δηγᾶτον πασαεὶς ἦσαν μὲ λόγια ’βραῖκα,
κι ἐφαίνετον κι ἐβγαίνασιν ἀπὸ τὰ στόματά των,
ἴτις ὀκ’ ἔδειχνε κάθεὶς ἐκεῖνα τὰ ’δηγᾶτον˙
καὶ τὸν Τσαδὸκ ἐβάλαμε νὰ μᾶς τὰ ξεδιαλύνη
κι ἐποῖκε το μετὰ χαρᾶς, μὲ φιλικὴν εἰρήνη.
Κι οἱ πρῶτοι λόγοι ἐβγαίνασιν ἀπὸ τὴν ἄθλια μάνα
μὲ δάκρυα, μ’ ἀναστεναγμούς, ὁπ’ ὅλους ἐπικράνα.
Ἡ Θεοτόκος
Ἐλᾶτε πάντες, κλάψετε καὶ μετὰ μὲ θλιβῆτε
καὶ τὸν υἱό μου στὸ σταυρὸ τὸν ἔχουν λυπηθῆτε.
Πονέσετε τὸν ἀγαθὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν τόση
κακοπαθειὰν ὁπὄλαβεν ὀγιὰ νὰ σᾶς γλυτώση.
Ἀλίμονο, συγκλάψετε καμπόσο μετὰ μένα,
ὅτι στὸν πόνο μου βουθὸ δὲν ηὕρηκα κανένα.
Τοὺς Φαρισαίους καὶ γραμματεῖς κι αὐτεῖνο τὸν Πιλάτο,
τὸν Ἄννα καὶ τὸν Κάιαφα μ’ ὅλον τους τὸ φουσάτο
ὥσπερ θεριὰ τοὺς συντηρῶ τοῦ υἱοῦ μου καταπάνω
κι ὡς μάνα του γλυκότατη τὰ λογικά μου χάνω.
Ὅλους θωρῶ κακοθελεῖς κι ὅλους χολικεμένους
κι ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του μοίρα σκανταλισμένους.
Μόνον ἐγώ ’μαι μοναχὴ καὶ μέσα ’ς τόση κρίση,
ἀλίμονον, ἡ ταπεινὴ μάνα καὶ τί νὰ ποίση;
Ἀλίμονο, τὸν ἄπιαστο θωρώντα τον πιασμένο
κι αὐτὸν τὸν μέγα βασιλιὰ κλιτὸ καὶ σκλαβωμένο,
καὶ τὸν Χριστὸ τὸν ἄφταιστο τόσα κατακριμένο
κι ὅλο τ’ ἀγιότατο κορμὶ ἄθλιο καὶ πληγωμένο!
Ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴ λύπηση μὲ πικροβασανίζει
κι ἀπὸ τὸν πόνο τὴν καρδιὰ γρικῶ νὰ λακταρίζη.
Ἡ Μάρθα
Κυρία μου, παρηγοροῦ κι εἰρήνεψε δαμάκι,
ρίξ’ ἀπὸ σέν, Πανάχραντε, τῆς θλίψης τὸ φαρμάκι.
Ἀλίμονο, θωρώντα σε τὸ πῶς κακοπαθίζεις,
τὰ μέλη μου φλογίζεις τα καὶ τὴν καρδιά μου σκίζεις.
Ἡ Θεοτόκος
Ὦ ἀδελφάδες μου γλυκές, εἰς τὲς ἀρχὲς τοῦ πόνου,
διαπὰς εἰς τοῦ ἐγκαρδιακοῦ, παρηγοριὲς δὲ σώνου.
Μ’ ἂν ἔν’ κι ἐσεῖς συνθλίβεστε, οἱ ξένες, καὶ συγκλαῖτε,
πῶς ἔναι μπορεζάμενο κι ἡ μάνα ν’ ἀναπέται;
Ὅντ’ ἔναι ἡ θλίψη σύνωρη, παρηγοριὲς δὲ θέλει,
γιατὶ δὲν ἔχει ποῦ δεκτεῖ ζάχαριν οὐδὲ μέλι.
Ὅλα τῆς φαίνονται πικρὰ κι ὥσπερ φαρμάκι τά ’χει,
ὥστε νὰ πάψη ἡ γνώση μας κι ἡ σάρκα ἀπὸ τὴ μάχη.
Υἱέ μου, πάσα σου πληγὴ πληγώνει τὴν καρδιά μου
καὶ τὰ καρφιὰ διαπερνοῦν μέσα τὰ σωθικά μου
κι οἱ στάξες τῶν αἱμάτων σου στάσσουν τὸ πρόσωπό μου
κι ἡ τζόια σου φλοβοτομᾶ μέσα τὸν ὀμυαλό μου.
Πάσα σου πόνος διπλοτριπλὸς στρέφεται πρὸς ἐμένα,
ἀλίμονον, καὶ πάλι ζοῦν τὰ μέλη τὰ καημένα.
Ὦ μάνες, συμπονέσετε τὸ τέκνο καὶ τὴ μάνα,
διαπὰς γνωρίζοντα γιατί καὶ πῶς τὸν ἐποθάνα!
Βουθήσετέ με, ἀλίμονο, πριχοῦ νὰ βγῆ ἡ ψυχή μου,
νὰ πιάσω νὰ τ’ ἀναδεκτῶ καμπόσο τὸ παιδί μου,
τὰ μέλη του τ’ ἁγιότατα νὰ τὰ γλυκοφιλήσω
κι ἀπέκει εἰσμιὸν ὀπίσω του κι ἐγὼ νὰ ξεψυχήσω.
Ὁ Ἰωάννης
Ὦ Κύρια καὶ Δασκάλισσα, μέρωσε τὴν καρδιά σου
κι ὡς φρόνιμη κι ἁγιότατη σβῆσε τη τὴν πικριά σου.
Ἀνάπαψε κι ἐσὲ κι ἐμᾶς, ὅτι, καθὼς νοοῦμε,
σωστὸν οὐκ ἔναι βότανο ἄλλο νὰ γιατρευτοῦμε.
Κι ἡ μαρτυριὰ κι ἡ σύλληψις κι ἡ θαυμαστή σου γέννα
τὰ μολογᾶ γιὰ νὰ βρεθῆς μητέρα καὶ παρθένα.
Ἡ Θεοτόκος
Ἰωάννη μου, καλὰ λαλεῖς, μ’ ἂν ἔν’ κι αὐτὸς παθίζει
κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὁποὺ τὰ πάντα ’ρίζει,
πῶς τόσον πλιὰ ἡ σάρκα μου δὲν πρέπει νά ’ν’ δοσμένη
τοῦ πόνου καὶ γοργότερα ἄθλια καὶ πικραμένη;
Ὁ Ἰωάννης
Κυρά μου, ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ βαστάζει τὸ βοτάνι
κι ὀγιὰ τὴ ζήση τῆς ψυχῆς, γιαταῦτο τὰ παθάνει.
Κι ἴτις λοιπὸν ἐδόθηκε νὰ πάθη αὐτὰ τὰ πάθη,
γιὰ νὰ φτιαστοῦν μὲ θεϊκὴ χάρη τὰ πρῶτα λάθη.
Καὶ τὸ λοιπὸν παρηγοροῦ κι ἔχε το γιὰ καμάρι
αὐτὸν τὸν ἅγιο θάνατον ὁπού ’κλινε νὰ πάρη.
Συνεχίζεται ο θρήνος της Θεοτόκου που είχε ξεκινήσει στον στίχο 13. Μες στα ξεσπάσματα του μοιρολογιού της εκφράζει την ανάγκη να τιμωρηθούν οι Εβραίοι για τον πόνο που προκάλεσαν. Η Μαρία η Μαγδαληνή προσπαθεί, όπως και προηγουμένως, να τη παρηγορήσει. Στους στίχους 95-96 ακούμε για πρώτη φορά στο ποίημα λόγια του Χριστού -ο Χριστός θα μιλήσει άλλες 6 φορές. Απευθύνεται στη μητέρα του και τον Ιωάννη και τους ζητά να συμφωνήσουν σε μια ανταλλαγή που θα μαλακώσει τον πόνο τους, να έχουνε στο εξής σχέση μάνας-γιου. Το κείμενο συνεχίζεται με το δραματικό διάλογο της Θεοτόκου με τον Ιωάννη (στ. 97-124). Οι δυο τους δείχνουνε ξαφνιασμένοι με τη δήλωση του Κυρίου, αλλά δέχονται ταπεινά να εκπληρώσουν το θέλημά Του.
Ἡ Θεοτόκος
Ὦ Γεροσόλυμα πτωχόν, ὦ σπίτι τοῦ Θεοῦ μου,
τοῦτο τὸ μέγα φταίσιμο τὸ ’ποῖκες πρὸς τοῦ υἱοῦ μου
εἰς πόση καταχώρεση καὶ χάλαση μεγάλη
σᾶς θέλει φέρει μιὰ γενιὰ κακὴ καὶ ξένη ἄλλη!
Κι ἐσεῖς ὁποὺ ’πληγώθητε καὶ φαίνεται καὶ ζεῖτε
μὲ τὸ μαχαίρι τὸ πικρὸ τῆς θλίψης, σωρευτῆτε˙
κι ἐσεῖς κι ἐγὼ τοὺς πόνους μου ἂς κλαίγωμεν ἀμάδι
καὶ τούτη τὴν πικρὰν ζωὴν ἂς ἔχωμεν ὡς Ἅδη.
Μαρία ἡ Μαγδαληνή
Ὦ Ρήγισσα τῶν οὐρανῶν, Δέσποινα τοῖς ἀγγέλοις,
ὅλους μας ἔχεις δούλους σου κι ὅριζε τί ἔν’ τὸ θέλεις.
Κι ἂν ἔν’ καὶ μὲ τὰ κλάηματα, μὲ πόνους καὶ μὲ θρήνη
ἐδύνετον κι ὁ πόνος σου κι ἡ θλίψη ν’ ἀλαφρύνη,
ὀγιὰ νὰ δώσωμε κι ἐσὲν κι ἐμᾶς παραμυθία,
ἄλλο νὰ κάμωμε εἴχαμε μὲ τόση πεθυμία;
Ἡ Θεοτόκος
Ὦ Μάρθα μου γλυκότατη κι ἐσύ, Μαγδαληνή μου,
κι ἐσεῖς οἱ πρόλοιπες Μαριές, ὁπού ’στε εἰς συνδρομή μου,
ἐχάσετε τὸ δάσκαλο τὸν πολυαγαπημένο
κι ἐγώ, ἡ πτωχή, τὸν Κύριο μου τὸν εἶχα γεννημένο˙
ὅλες ὀρφανιστήκαμε, μὰ ’γὼ περίσσια, ἡ μάνα,
γιατὶ ὅλες μου γιὰ μιὰ φορὰ οἱ δόξες μοῦ ’λιγάνα,
ὥστε ν’ ἀνέβωμε κι ἐμεῖς στῶν οὐρανῶν τὰ πλούτη.
Κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ ἐβγαῖνα οἱ λόγοι τοῦτοι:
Ὁ Χριστός
Γυνή, αὐτοῦ ’ν’ τὸ τέκνο σου, κι ἔπαρ’κι ἐσύ, Ἰωάννη,
αὐτείνην ὀγιὰ μάνα σου νὰ σ’ἔχη ὀγιὰ βοτάνι.
Ἡ Θεοτόκος
Ἐβὲ σ’ ἐμέν, τὴν ἄτυχον, καὶ τί ’ν’ αὐτὰ τὰ λέγει
ὁ υἱός μου πρὸς τὴ μάναν του θωρώντα νὰ κλαίγη!
Κύριε, πολλὰ παράξενη κατάλλαξιν ἐβλέπω
κι ὅλη μὲ κάμνει τὴν πτωχὴ μάνα καὶ παρατρέπω.
Δοῦλο στὸν τόπο τ’ἀφεντὸς μοῦ δίδεις καὶ θαυμάζω
καὶ μαθητὴ γιὰ δάσκαλο, πράμα τὸ δὲν ξεικάζω,
πλάσμα γιὰ Πλάστη κι ἄνθρωπον εἰς τόπον τοῦ Θεοῦ μου
καὶ τὸν ἐξάδελφο γιὰ υἱὸ κι ἐβγαίνω ἀπὸ τὸ νοῦ μου.
Μ’ ἀπείτις θέλεις νὰ γενῆ, στέργω τὸν ὁρισμό σου,
καλὰ καὶ νά ’χω νὰ πονῶ γιὰ ’δῶ τὸ στερεμό σου.
Υἱέ, κι ἂν ἔν’ καὶ μ’ ἔκραξες γυναίκα κι ὄχι μάνα,
γι’ αὐτὸ οὐκ ἐπληθύνασιν οἱ πόνοι οὐδ’ ἐλιγάνα,
γιατὶ γρικῶ κι ἐφάνη σου μὲ σπλάγχνος νά ’χα πάρει,
ἀλίμονον, ἡ μάνα σου, βαρύτερο γομάρι.
Ἔλα λοιπόν, Ἰωάννη μου, νὰ σ’ἔχω γιὰ παιδί μου
κι ὀγιὰ βουθὸ καὶ συντροφιὰ καὶ παρηγόρησή μου,
καὶ κάμε σ’ὅσον ἠμπορεῖς κοντὰ νὰ μὲ σιμώσης
πρὸς τὸ σταυρό, τοὺς πόνους μου ἂν θέλης ν’ ἀλαφρώσης.
Καὶ πιάστε με νὰ πηαίνωμε κι ἡ δύναμή μου ’χάθη,
ἀλίμονον, κυράδες μου, ἀπὸ τὰ τόσα πάθη.
Ὁ Ἰωάννης
Ὦ Κύριε μου πανάγαθε, πάτερ καὶ δάσκαλέ μου,
τοῦτο τὸ σπλάγχνος ἔν’ πολὺ ὁπού ’πραξες μετ’ ἔμου
κι οὐκ ἐμπορέσειν ἤθελα νὰ σοῦ τὸ εὐχαριστήσω,
ἀλλὰ τὰ ’ρίζεις προσκυνῶ καὶ θέλω νὰ τὰ ποίσω.
Κι ἐσύ, Κυρά μου, δέξαι με κι ἔχε με σὰν ὁρίζεις,
ὀκαὶ τὸ νοῦ μου καὶ καρδιὰ δική σου τὴ γνωρίζεις,
κι αὐτὲς τὲς πρίκες λίγανε, ὅτι γοργὸν θὲς ἔχει
μαντάτα πὼς ἐγέρθηκε καὶ πὼς μᾶς ἀπαντέχει.
Στο παρακάτω απόσπασμα διαβάζουμε τους τελευταίους στίχους (οι 103 στίχοι που ακολουθούν είναι, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου, μεταγενέστερη προσθήκη ενός διασκευαστή). Το ποίημα κλείνει με τον καταληκτικό λόγο της Θεοτόκου (στ. 299-312), που, αφού θρήνησε σπαραξικάρδια τον Υιό της και παρηγορήθηκε από τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, ήρθε η ώρα να απευθύνει τον λόγο στους Εβραίους, καθώς και σ’ όλους τους θεατές του πίνακα. Προτρέπει τους Εβραίους να μετανοήσουν και παρακινεί όλους τους ανθρώπους να δοξάζουν και να ευχαριστούν το Θεό. Μετά τον επίλογο της Θεοτόκου, τον λόγο παίρνει ο Χριστόφιλος που είχε προλογίσει το ποίημα. Αυτός ήτανε που ζήτησε αρχικά από τον Τσαδόκ να μεταφράσει τα εβραϊκά λόγια και τώρα του ζητά διακριτικά να μοιραστεί τον πόνο των χριστιανών, μετανοώντας για τις αμαρτίες των Εβραίων. Η καταληκτική σκηνή ολοκληρώνεται με τον Τσαδόκ, που παραδέχεται την αλήθεια όσων διάβασε και δηλώνει με μεγαλοψυχία ότι συμπάσχει με τους χριστιανούς στο Θείο Δράμα (στ. 323-330).
Ἡ Θεοτόκος
Ὦ κόσμε, κόσμε ἀνέγνωρε κι ἄνθρωποι δίχως πίστη,
γιά πιάστε, μελετήσετε τὸν ἀγαθὸν τὸν Κτίστη
μὲ πόσους τρόπους, καὶ καινούς, σᾶς ἔχει χαρισμένα
καὶ πόσα ἀξείκαστα καλά, κι ἐσεῖς ποτὲ ’ς κανένα
οὐδὲν ἐδώκετε καμιὰ ’δε σκιὰν εὐχαριστία:
τόσα ’ν’ ἡ γνώμη σας κακὴ μετὰ τὴν ἀπιστία!
Σότα ’ν’ καιρὸς ἐπάρετε φωτιά, ἀναβλεπτῆτε,
τὴ στράτα τῆς Θεότητος ἂν θέλετε νὰ βρῆτε,
κι ἐτοῦτος ἔν’ ὁ ὕστερος ἥλιος μὲ τόση γνώση
ὁπού ’ρθε τ’ ἀπολείποντα ὅλα νὰ τ’ ἀποσώση.
Λοιπὸν ὑμνεῖτε τὸ Θεὸ ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι,
καὶ μὲ καρδιὰ καὶ μὲ ψυχὴ καὶ καθαρούσα λάλη,
εὐχαριστεῖτε τὸ Θεό, δοξάζετε τὸν Κύριο,
ὁποὺ σᾶς ἐφανέρωσε τέτοιο ψηλὸ μυστήριο.
Ὁ Ἰωάννης
Ὦ Κύρια μου, δὲν ἔν’ καιρὸς τὰ ’δῶ νὰ στέκης πλέα
κι ὅντε τὸν κατεβάσουσιν, ἐτότες ἔν’ καλλέα
νά ’ρθουμε τὸν Ἀφέντη μας γιὰ νὰ τόνε δεκτοῦμε
καὶ νὰ τὸν περιλάβωμε καὶ ν’ ἀποχωριστοῦμε.
Ἡ Θεοτόκος
Ἂς γένη ἀπεὶ σᾶς φαίνεται, στὸ σπίτιν ἂς στραφοῦμε
κι ὅντε τὸν κατεβάσουσι, κάμετε νὰ βρεθοῦμε,
γιατὶ δὲ μοῦ ’θελε φανεῖ νά ’γιανα τὰ κακά μου,
ἂν δὲ μοῦ τὸν ἐθέσετε δουμὶ στὰ γόνατά μου,
νὰ πιάσω τὸν Ἀφέντη μου, νὰ τὸν γλυκοφιλήσω
κι ὅλον νὰ τὸν περιπλεκτῶ˙ τότες νὰ τὸν ἀφήσω.
Ὁ Χριστόφιλος
Τσαδόκ, πολλὰ ’κολάστηκες, καθὼς καὶ ν’ ἀναγνώθης
τὰ τόσα πάθη τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἔν’ κι ἐταπεινώθης,
θαρρῶ γιὰ καλοσύνη σου νὰ τόνε συμπονέσης,
γιατί, καθὼς γνωρίζομε, δὲν ἔν’ αὐτὸς τῆς φταίσης.
Ὁ Τσαδόκ
Μά τὴν ἀλήθεια ἀρέσει μου νὰ τά ’χω γνωρισμένα
κι ὡς δείχνει ὁμοιάζουν νά ’ν’ καλά, εἶναι κακὰ κριμένα.
Γιὰ ’μὲν πονεῖ ἡ καρδίτσα μου καὶ μετ’ αὐτὰ συγκλαίγω
καὶ τὲς ἀλύπητες καρδιὲς γιὰ ’γὼ πολλὰ τὲς ψέγω.==========================
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Επεξηγήσεις όρων κειμένου:
α). Το contrasto είναι ένα είδος διαλογικού ποιήματος, συνήθως ερωτικής, αλλά κι ηθικής ή πολιτικής θεματογραφίας, που ανθίζει το 13ο αι. και δεν ακολουθεί μια καλά καθορισμένη μετρική στη συνέχεια, κυμαίνεται από μπαλάντες σε δίστιχα, ως και τραγούδια με στίχους ομοιοκαταληκτικούς. Μεγάλη άνθηση γνωρίζει στη μεσαιωνική λατινική φιλολογία με ονόματα όπως: disputatio, conflictus, altercatio και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τη νεολατινική λογοτεχνία με τα ονόματα bataille, στα γαλλικά disputation, ισπανικά disputa, streitgedicht στα γερμανικά.
To κοντράστο, που χρησιμοποιεί ψευδο-ρεαλιστική γλώσσα κι αλληγορική ηθική, εμφανίζεται συνήθως ανάμεσα σε δύο εραστές, αλλά κι ανάμεσα σε άλλα άτομα ή αντικείμενα και μάλιστα, όπως στη θρησκευτική ποίηση μεταξύ του σώματος και της ψυχής, ζωή και θάνατο, Χριστό και Σατανά, δύο μήνες του έτους, το καρναβάλι κι η Σαρακοστή, κρασί και νερό κλπ. Στο ρεαλιστικού τύπου, η διαπλοκή των φωνών που πραγματοποιήθηκε στίχο-στίχο, η επιχειρηματολογία, η στάση του συνομιλητή ακολουθεί συχνά τη ζωντανή πραγματικότητα, παρόμοιο με ένα rinfacciamento (μια «έναντίωση»).
Σύμφωνα με τον ορισμό του που δίνει ο Carlo Salinari «είναι ένα είδος αντιπαράθεσης, ευρέως διαδομένο όπου η αντιπαράθεση αλλά και πολλάκις η αλληλοκατηγόρια, γίνεται κι αναλόγως των περιγραφομένων χαρακτήρων τους. Αυτοί ως εκ τούτου, δεν έχουνε πραγματική ψυχολογικήν ανάπτυξη, αλλά είναι στερεότυποι χαρακτήρες, σχεδόν μάσκες».
Πιο αξιόλογοι εκφραστές αυτού του είδους είναι οι: Cielo d’Alcamo, Bonvesin de la Riva, Leonardo κι ως θρησκευτική εκπαιδευτική λογοτεχνία, το contrasto του Jacopone Da Todi, μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Το είδος αυτό σχεδόν εξαφανίζεται μετά τον 16ο αι. με ελάχιστα δείγματα, άνευ σημασίας και μνημόνευσης.
β). Για τη pastourella το μόνο που βρήκα είναι πως είναι ένα είδος επίσης ερωτικών διαλόγων βουκολικής προέλευσης και θεματολογίας.
γ). Τα maritazzi ή μαριτάζια (εξελλ.) είναι το μόνον είδος που σε παραφθορά, κρατά ακόμα και σήμερα. Συνηθίζεται σε γάμους μα παίρνει το λόγο ο κουμπάρος ή ο πατέρας ή κάποιος ή κάποιοι φίλοι των νιόνυμφων και να λέει με μορφήν αστεϊσμού αν κι όχι πάντα έμμετρα και με ρίμα, πειράγματα για τον γαμπρό ή τη νύφη ή και παινέματα, έτσι ώστε να λαμπρύνει, να αλαφρύνει την ατμόσφαιρα από το άγχος και την ένταση με τα γέλια. Αυτό λοιπόν όμως γινόταν από παλιά, από το 10ο αι. κι ίσως και παραπίσω, αλλά με έμμετρη και με ρίμα, μορφή και σίγουρα προετοιμαζότανε μέρες πριν, αν επρόκειτο περί μεγάλου ποιήματος, ειδάλλως αν ήταν απλώς ένα δίστιχο, μπορεί να βγαινε κι αυθορμήτως εκείνη τη στιγμή.