Βιογραφικό
Κορίνθιος ποιητής και δημοσιογράφος, με τραγικό τέλος. Εντάσσεται στον κύκλο των νεορρομαντικών ποιητών του Μεσοπολέμου. Ο γνωστός κυρίως ως ποιητής και δημοσιογράφος Ρώμος Φιλύρας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου) γεννήθηκε το 1888 στο Κιάτο Κορινθίας και το 1902 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Η 1η εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε με πεζό που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Μυτιλήνης, Χαραυγή. Μαθητής Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής (Νουμάς, Διάπλαση των Παίδων, Ακρόπολις, Πρόοδος, Νέα Ελλάς, Πατρίς, Ελεύθερον Βήμα, Καθημερινή, Ηγησώ, Εστία, Νέα Εστία, Κύκλος, Ξεκίνημα κ.ά.), όπου δημοσίευσε ποιήματα, χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών στη Διάπλαση Των Παίδων, ήτανε πάντα με το πραγματικό του όνομα. Από το 1903 υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας για τα ποιήματα που δημοσίευε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς. Το 1911 εξέδωσε τη 1η του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ρόδα Στον Αφρό».
Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο Δικαστικό Σώμα Στρατού. Την ίδια χρονιά εξέδωσε το πεζό «Ο Θεατρίνος Της Ζωής» (1916). Έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, που έπαθε κρυοπαγήματα. Κείνη τη περίοδο εξέδωσε άλλες 5 ποιητικές συλλογές: «Γυρισμοί» 1912-1918 (1919), «Οι Ερχόμενες» (1920), «Κλεψύδρα» (1921), «Πιερρότος» (1922), «Θυσία» (1923).
Ο Φιλύρας ανδρώθηκε μες στο κλίμα των αλλεπάλληλων πολέμων που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία κι ολόκληρο το κόσμο στις 2 1ες 10ετίες του 20ού αιώνα. Έφηβος στρατιώτης στους βαλκανικούς πολέμους, ανθυπολοχαγός τη περίοδο του Α’ Παγκ. Πολ., ζει εκ των έσω την οδύνη του πολέμου και μ’ ευαισθησία κι οξυδέρκεια διαισθάνεται και διαβλέπει την αστάθεια και τ’ αδιέξοδα των μελλούμενων καιρών.
Το 1924 αποτάχθηκε από το στρατό λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης (σύφιλης). Το 1927 κλείστηκε εθελοντικά στο Δρομοκαΐτειο με προχωρημένη σύφιλη, ενώ έπασχε από την ασθένεια ήδη 8 χρόνια προτού εισαχθεί στο ίδρυμα. Τα 1α χρόνια στο Δρομοκαΐτειο ο νους του δεν είχε διαταραχθεί, σιγά-σιγά όμως άρχισε να βυθίζεται στη παράνοια. 23 χρόνια έζησε με τη σύφιλη. Πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, στις 9 Σεπτέμβρη 1942.
Την εποχή που ο Φιλύρας εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στη φιλολογική Αθήνα της εποχής. Ο Βάρναλης χαρακτήριζε τον Φιλύρα, Ρεμπώ της Ελλάδος, κάτι που θα επισημάνει κι ο Μαλακάσης, συσχετίζοντας την ποίησή του με το «Μεθυσμένο Καράβι» του Ρεμπώ και τα «Ασματα του Μαλντορόρ» του Λωτρεαμόν. Τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορρομαντικών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο, ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους.
Είναι ένας από τους λογοτέχνες της εποχής που νοσηλεύτηκαν κατά καιρούς στο Δρομοκαΐτειο (μεταξύ αυτών οι Βιζυηνός, Άριστος Καμπάνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Γεράσιμος Βώκος, Χαλεπάς) μερικά από τα έργα των οποίων δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους, σε περιόδους πνευματικής διαύγειας. Η κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Λ. Τσιριμώκου μνημονεύει τη μακρόχρονη αντοχή των περισσοτέρων στα Ελληνικά Γράμματα, παρά τη ψυχική τους νόσο και σχολιάζει πως επιπόλαιοι συσχετισμοί βίου κι έργου περιθωριοποίησαν επί μακρόν τον Μητσάκη στη περιοχή της «συμπαθούς γραφικότητας» ή της «ιδιάζουσας περίπτωσης», περιοχή στην οποία καθηλώθηκε επίσης επί μακρόν ο Βιζυηνός κι από την οποία επείγει να εξέλθει κι ο Φιλύρας.
Ο Καρυωτάκης έγραψε για το Φιλύρα το ποίημα με τον τίτλο «Υποθήκαι». Ο σκηνοθέτης Γιάννης Αναστασάκης, που δραματοποιήσε το 2009 τον βίο του ποιητή στο ιστορικό ίδρυμα στη παράσταση «Να Μου Στείλετε Μια Ρεπούμπλικα!», σχολιάζει: «Ο Καρυωτάκης τον επισκέφθηκε στο Δρομοκαΐτειο και μετά έγραψε το ποίημα. Λέγεται ότι κι ο Καρυωτάκης έπασχε από σύφιλη και δεν ήθελε να έχει την ίδια κατάληξη με τον Φιλύρα, πιθανώς αυτός να ήταν κι ο βασικός λόγος της αυτοκτονίας του». Το 1927 εισήχθη ο Φιλύρας στο Δρομοκαΐτειο, το 1928 αυτοκτόνησεν ο Καρυωτάκης.
Μοίρα Άγει
Α, στο λαό πώς μ’ έριξεν η μοίρα,
πώς μ’ έκρουσε στη θείαν ανατροφή
και μ’ άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή.
Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού την βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Α, μαστρωπέ, στην άβυσσο με πας!
(κι εδώ απαντά ο Καρυωτάκης με τις…)
Υποθήκαι
Οταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Οταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Οταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν’ αρέσει.
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμμα,
όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Οταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονέρια σου φύλλο.
Ασε τα γύναια και το μαστρωπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.

Πολύ περισσότερα, 350 και πλέον, είναι τα ποιήματα που έγραψε μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο. Οσοι τον επισκέπτονταν έφευγαν με χειρόγραφά του, λυρικά και παραληρηματικά ποιήματα σκαλισμένα σε σημειωματάρια, σε κουρελόχαρτα, σε κουτιά τσιγάρων. Με τον ίδιο τρόπο δραπέτευσε το ημερολόγιό του, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη Καθημερινή το 1929 με τον τίτλο «Η Ζωή Μου Στο Δρομοκαΐτειον».
Με πρωτοβουλία του Αιμίλιου Χουρμούζιου, που είχε επισκεφθεί τον ποιητή στο ψυχιατρείο, η Καθημερινή δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό αυτό κείμενο από τις 23 έως τις 29 Ιουνίου του 1929, συνοδεύοντας τις 1ες 2 δημοσιεύσεις με φωτογραφίες του ποιητή μέσα από το Δρομοκαΐτειο.
Ο σκηνοθέτης Γ. Αναστασάκης σημειώνει ότι ο Φιλύρας ναι μεν είναι κλεισμένος σε ψυχιατρείο ανάμεσα σε ψυχασθενείς, η αγωνία του όμως είναι ότι «δεν είναι τόσο τρελός όσο θα ‘πρεπε, επειδή διαθέτει μνήμη. Οι άλλοι εκεί μέσα δε θυμούνται την έξω ζωή. Αυτός δεν ταυτίστηκε με τους άλλους, ήταν μια περιπλανώμενη σκιά ποιητή ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν χαθεί στο δικό τους κόσμο. Δεν ανήκει λοιπόν ούτε στους έξω ούτε στους μέσα. Πολλές φορές πέφτει σε αντιφάσεις, αν θέλει να ζήσει έξω με τους γνωστικούς, τους λογικούς ή να μείνει εκεί μέσα. Του αρέσει να λέει ότι ήταν επιλογή του το Δρομοκαΐτειο. Ενας αυτεγκλεισμός. Ισως, τελικά, έχουμε μια κλασική περίπτωση ιδρυματοποίησης».
«Οταν συνήλθα -με μάζεψαν κάτι περαστικοί- τρικλίζοντας, τράβηξα για το ξενοδοχείον μου. Από τότε κατάλαβα ότι είχα παραισθήσεις. Κι ήλθα εδώ στο Δρομοκαΐτειον με όλη τη θέλησίν μου για να γίνω καλά».
«Πουθενά αλλού το αίσθημα της ερημιάς, της απομονώσεως, δεν είνε τόσο οδυνηρά καταθλιπτικόν όσο εις το άσυλο των παραφρόνων. Ό,τι χαρακτηρίζει την τρέλλαν είνε ένας απόλυτος κι αθώος εγωισμός που αιχμαλωτίζει αδιέξοδα την ψυχήν μέσα εις τον ίλιγγον των υποκειμενικών παραισθήσεών της. Καμμιά επικοινωνία με την πραγματικότητα, καμμιά επαφή με τους “άλλους”, κανένας τρόπος συνεννοήσεως μεταξύ του ενός και του άλλου τρελλού».
«Πάντως, πριν καν μπει μέσα», επισημαίνει ο Γ. Αναστασάκης, «έκανε πράγματα που έδειχναν ότι δεν πάει καλά. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στη 1η γραμμή ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, έχασε και 2 δάχτυλα. Οταν τραυματίστηκε, απέστειλε ο ίδιος τηλεγράφημα στην Αθήνα ότι πέθανε. Μόλις που πρόλαβε τη δημοσίευση νεκρολογιών, δικαιολογούμενος ότι… αστειευόταν».
[…]Αύριο οι εφημερίδες θα είχαν τη νεκρολογία του. Και ω του θαύματος! Την άλλη μέρα οι εφημερίδες αφιέρωναν στήλες ολόκληρες στην Τραγικήν αυτοκτονίαν. Οι συγγενείς κι οι φίλοι του Γαλαζή πλημμύριζαν το σπίτι του σε ομάδες. Πάει ο Γαλάζής! Δάκρυα, λύγμοί, λιποθυμίες εμπροστά στη θύρα.
Επάνω στο πάτωμα του αντρέ ο αθεόφοβος Γαλαζής είχε χαράξει από καιρό την Πεντάλφα της Αρλούμπας, που τώρα τη διασκέλιζαν χωρίς υποψία τόσοι άνθρωποι, τη στιγμή που αυτός στο νοσοκομείο γελούσε -στο χάδι των αγαθών γονιών, το πλατύ γέλιο του Χαχαμίου.
(από το πεζό αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, «Ο Θεατρίνος Της Ζωής» 1916).
Τα άπαντά του επιχείρησε να συγκεντρώσει και κυκλοφόρησε το 1939 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που είχε απευθύνει έκκληση σε όσους είχαν χειρόγραφα του ποιητή να του τα αποστείλουν. Μεσολάβησε όμως ο πόλεμος κι η προσπάθεια έμεινε ημιτελής. Το 1974 ο ποιητής Τάσος Κόρφης εξέδωσε 70 από τα ποιήματα που είχε γράψει ο Φιλύρας κατά τη διάρκεια του 15άχρονου εγκλεισμού του στο Δρομοκαίτειο (Ρώμος Φιλύρας: Συμβολή στη ζωή και το έργο του). Ανέκδοτα ποιήματά του εξέδωσε πολύ αργότερα ο Ναπολέων Παπαγεωργίου (Πορτραίτα & Κειμήλια, 1981).
Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο «Η Ζωή Μου Εις Το Δρομοκαΐτειον» κι άλλα αυτοβιογραφικά που περιλαμβάνει 3 αφηγηματικά κείμενα. «O Θεατρίνος Της Ζωής», που κυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1916. «Η Παράδοξη Αυτοβιογραφία Του Ποιητού Ρώμου Φιλύρα», που δημοσιεύτηκε 1η φορά στην εβδομαδιαία εφημερίδα Οικογένεια, το 1927. Και το «Η Ζωή Μου Εις Το Δρομοκαΐτειον», που δημοσιεύθηκε 1η φορά σε συνέχειες στη Καθημερινή το 1929, 2 χρόνια μετά την εισαγωγή του ποιητή στο ίδρυμα.
Το 2013, με αφορμή τα 70 χρόνια από τον θάνατό του το 2012, κυκλοφόρησαν σε 2τομη συγκεντρωτική έκδοση, με την επιμέλεια του Χ. Λ. Καράογλου και της Αμαλίας Ξυνογαλά, τα ποιήματα των 6 εκδομένων ποιητικών συλλογών του κι όλα τα ποιήματα τα εγκατεσπαρμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής του. Η έκδοση ολοκληρώνεται με ευρετήρια τίτλων και 1ων στίχων, σημειώσεις και γλωσσάρι. Ο βιβλιογραφικός μόχθος των επιμελητών είναι τιτάνιος, δεδομένων των δυσκολιών ανεύρεσης πολλών αυτογράφων του Φιλύρα. Δεν κατάφεραν να τα εντοπίσουν όλα και το ομολογούν. Τα ευρεθέντα που δημοσιεύουν όμως υλοποιούν το αρχικό σχέδιο του Χουρμούζιου και αρκούν για την επανεκτίμηση μιας πολύ ενδιαφέρουσας αλλά ξεχασμένης λυρικής φωνής.
Ο Ρώμος Φιλύρας τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορρομαντικών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο, ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα κι άλλους. Επηρεάστηκε, επίσης, έντονα από το ρεύμα του συμβολισμού κι υπέταξε τη τεχνική της γραφής του και τη γλωσσική του έκφραση στην ανάγκη να μεταδώσει τα συναισθήματά του με άμεσα αντιληπτό τρόπο. Στο έργο του υμνεί την ομορφιά της φύσης και της γυναίκας και προσπάθησε να συλλάβει και να μεταδώσει μια ιδανική εικόνα τους, που να υπερβαίνει τα συμβατικά πλαίσια.
To Δρομοκαΐτειο την εποχή του Βιζυηνού
Το 1939, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας (κατά κόσμον Ιωάννης Οικονομόπουλος) είναι 50 ετών και βρίσκεται ήδη, λόγω σύφιλης, 12 χρόνια στο Δρομοκαΐτειο (την εμπειρία του την έχει ο ίδιος αφηγηθεί και το κείμενο το έχει εκδώσει μαζί με κάποια άλλα ο Γιάννης Παπακώστας: Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον κι άλλα αυτοβιογραφικά, Καστανιώτης, 2007). Σε 3 χρόνια, μεσούσης της Κατοχής, θα πεθάνει. Το 1939, ωστόσο, προλαβαίνει να δει δημοσιευμένο τον Α’ τόμο των ποιημάτων και των πεζών του, αυτών που είχε δημοσιεύσει πριν από το φρενοκομείο, σε επιμέλεια και με εισαγωγή του φίλου του Αιμίλιου Χουρμούζιου, στις εκδόσεις Γκοβόστη. Στόχος του Χουρμούζιου είναι να δημοσιεύσει τα Άπαντα του Φιλύρα, αλλά τον προλαβαίνει ο πόλεμος. Το σχέδιό του έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με εκείνο του Μαλακάση, επίσης φίλου του Φιλύρα, που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει επιλογή κι ανθολόγηση του έργου του, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι αυτή ήταν κι η εκπεφρασμένη βούληση του ίδιου του ποιητή. Όπως και να έχει, ως πριν από λίγους μήνες, οπότε και κυκλοφόρησε η δίτομη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Φιλύρα από τους Χ. Καράογλου και Α. Ξυνογαλά, με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται πάντα για τα ευρεθέντα ως τη στιγμή που μπήκε μια τελεία στο έργο τους, κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο έκδοσης του έργου του Φιλύρα δεν είχε ευοδωθεί. Τις πρώιμες προσπάθειες, τις καλές προθέσεις αλλά και τις εκδόσεις που προηγήθηκαν της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης τις καταγράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους: το ενδιαφέρον του Γ. Σαββίδη, τις εκδόσεις των Τ. Κόρφη, Ν. Παπαγεωργίου και Σ. Κόλλια, τις συνεισφορές αρχείων κι ιδιωτών στη δική τους έκδοση -ο Χουρμούζιος είχε επίσης κάνει έκκληση προς όλους όσους είχανε στα χέρια τους ποιήματα του Φιλύρα, ο οποίος στο Δρομοκαΐτειο τα δώριζε, γραμμένα σε κάθε είδους χαρτιά και χαρτάκια, στους επισκέπτες του.
Οι επιμελητές μόχθησαν πραγματικά για να συγκεντρώσουν από ποικίλα έντυπα και πηγές τα ποιήματα του, της Β’ περιόδου ειδικά, πολλά από τα οποία είναι ή παραδίδονται αποσπασματικά. Επιλέγουν να παρουσιάσουν το σύνολο των ευρεθέντων ποιημάτων, συμφωνώντας με τον Χουρμούζιο εντέλει κι όχι με τον Μαλακάση, αλλά και με τον Συκουτρή, όπως σημειώνουν, που θεωρεί ότι η έκδοση του έργου ενός συγγραφέα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των κειμένων του, ακόμη κι αυτών που τον εκθέτουν. Η εκδοτική τους δουλειά παρουσιάζεται αναλυτικά, οι παρεμβάσεις τους και, κυρίως, οι μη παρεμβάσεις τους, στη στίξη λόγου χάρη, που γίνεται πολύ ιδιαίτερη προϊόντος του χρόνου με τα πολλά κόμματα. Υποστηρίζοντας τον αναγνώστη με ευρετήρια και σημειώσεις, αλλά και γλωσσάρι στο τέλος, ανοίγουν με την έκδοσή τους τον δρόμο για μελλοντικές δουλειές πάνω στο Φιλύρα αλλά και στον παραγνωρισμένο μεσοπόλεμο.

Με τον Φιλύρα, μορφή εκκεντρική που προκαλούσε συχνά τον χλευασμό των συγχρόνων του, ασχολήθηκαν πολλοί κριτικοί και πολύ νωρίς, ο Τέλλος Άγρας, ο Κλέωνας Παράσχος. Τονε κράτησαν, όπως και τόσους άλλους, στη συζήτηση περί τον μεσοπολεμικό λυρισμό, οι ανθολογίες: η Χαμηλή Φωνή του Μανόλη Αναγνωστάκη, Οι ποιητές του μεσοπολέμου κι οι Κυριακές μες στο χειμώνα του Σωτήρη Τριβιζά, η παρουσίασή του από τον Γιάννη Δάλλα στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε ολοκληρωμένο το έργο του και να σχηματίσουμε ο καθένας τη δική του εικόνα για τον ποιητή -που ο Κ.Θ. Δημαράς θεωρούσε ρηχό κι έξω από τον καιρό του, ο Λίνος Πολίτης επεσήμαινε την ειρωνεία και τον σαρκασμό του ως στοιχεία νεωτερικά κι ο Κώστας Στεργιόπουλος τον ενέταξε στην ανανεωμένη παράδοση του νεορρομαντισμού και του νεοσυμβολισμού-μετασυμβολισμού.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης κι ο Κώστας Βάρναλης τον έλεγαν «Ρεμπώ» της Ελλάδας και Ρεμπώ σίγουρα ο Φιλύρας δεν είναι, σε κανένα επίπεδο, ενόρασης και ποιητικής. Μάλλον πλησιάζει τους φανταιζίστες των αρχών του αιώνα, με το αίτημά τους για την απελευθέρωση του νου και της καρδιάς που μπορεί να προσδώσει νέες όψεις στον κόσμο -τους γνώριζε δε από νωρίς, το μαρτυρά η μετάφραση του Βερερέν που συγκαταλέγει ήδη στα «Ρόδα Στον Αφρό» του 1911. Ο Βάρναλης πάλι τον συγκρίνει με τον Καρυωτάκη -κάνοντας μια πολύ ωραία επισήμανση: «Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη, και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο». Δε γνωρίζουμε αν ισχύει η αρχική παρατήρηση του Βάρναλη: ότι ο Καρυωτάκης μισούσε τη ζωή και ο Φιλύρας πράγματι πολύ την αγαπούσε. Μπορεί και το αντίθετο, με δεδομένο το ρομαντικό αίτημα του απόλυτου στον Καρυωτάκη και τη «γεύση πίκρας κι απογοήτευσης, μια θλίψη για τα χαμένα ιδανικά», που επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης στον Φιλύρα, γνωρίσματα που συνάδουν προς την εικόνα του ως φασουλή, πιερότου αλλά και Μώμου -στον οποίο συναντά φυσικά τον Βάρναλη. Όπως και να ‘χει, ο Φιλύρας γράφει μια ποίηση των σαλονιών, στα οποία άλλωστε σύχναζε και μια ποίηση του ανοιχτού χώρου που είναι τόσο πιο αυθεντική όσο καταγράφει βιωμένες αστικές εικόνες, μια ποίηση ερωτική και φαντασιωτική και μια άλλη έντονα αυτοαναφορική, που ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται συχνά ως τρελός και μάλιστα πολύ πριν κλειστεί στο άσυλο, αλλά κι ως παλιάτσος -δηλώνοντας έτσι με τρόπο απόλυτα νεωτερικό και τη περιθωριοποίησή του αλλά και την αναίρεση της τέχνης καθαυτής σε επίπεδο αισθητικό, όπως λέει ο Σταρομπίνσκι στο εμβληματικό βιβλίο του «Το Πορτραίτο Του Καλλιτέχνη Ως Σαλτιμπάγκου».
Με φόρμες και ρυθμούς ποικίλους, με στίχους που κουτσαίνουν επίτηδες ή από αδυναμία αλλά και συχνά φέρνουνε στο τραγούδι, δημοτικιστής και γλωσσοπλάστης, ο Φιλύρας δε φοβάται να παίξει με τις μορφές όσο και να αναμείξει τα γλωσσικά επίπεδα -να γράψει στη καθαρεύουσα ή να σωρεύσει δάνειες λέξεις, που μαρτυρούν, μαζί και με τις μεταφράσεις του, τη γνώση του κυρίως της γαλλικής (βλ. π.χ. το ενδιαφέρον ποίημα «Οι μ’ εν’ όνομα, αστέρες» αλλά και το «κι η Βρισηίδα, Ουγγαρέζα, Πρώσα», με την επιφύλαξη πάντα ότι ορισμένες επιλογές δεν προκύπτουν απλώς από την ασθένειά του).
Προσκολλάται επίσης σε σημαντικές για τη κοσμοαντίληψή του λεξιλογικές επιλογές, διαχρονικά ή εποχιακά: στο επίθετο «μάγος» και όχι μαγικός, που το κλίνει και στο θηλυκό και στο ουδέτερο σε όλο το έργο του, στο επίθετο «ολάπαλος» τη περίοδο πριν το φρενοκομείο, που σηματοδοτεί τη πολυσημία της απαλότητας στην αντίληψή του για το ωραίο στη συγκεκριμένη περίοδο (βλ. και το ποίημα «Στην απαλοσύνη σου»). Αν το επίθετο μάγος δηλώνει την υπερβατικότητα στην οποία τείνει η ποίησή του, ως πρόθεση ενίοτε, μια άλλη λέξη μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο της ποιητικής του αντίληψης, άμεσα συνδεόμενη με τα ύψη που επισημαίνει ο Βάρναλης: είναι η λέξη «αιθέρας» και δηλώνει από άλλη σκοπιά την υπέρβαση, την αναζήτηση του ύψους και της ανάτασης που χαρακτηρίζει τη ποίησή του, από τη 1η αρχή της, μαζί με κείνη του φωτός και του ρυθμού (βλ. τα ποιήματα «Φωτολάτρης» και «Ρυθμός» στα Ρόδα στον αφρό, αλλά και πολλά άλλα στη β΄ περίοδο, όπως το ποίημα «Στα ύψη»). Στους Γυρισμούς, πάντως, η ανάγκη αυτή για ουρανό, όπως θα την ονομάσει μετέπειτα ο Σαχτούρης, δίνει ένα σονέττο-αυτοπροσωπογραφία, το «Υπεράνω», που «επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη / και πέρα από του πλήθους τη βοή» (αυτό το τρομερό πλήθος που τον στοιχειώνει αλλά και συστηματικά το προκαλεί) καταλήγει:
Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στη ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγελάσεις
οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!
Αν ο Φιλύρας ήτανε ζωγράφος, πολύς λόγος θα γινόταν σε κάθε περίπτωση για προσωπογραφίες και τις αυτοπροσωπογραφίες του. Προσωπογραφίες γυναικών πολύ υπαρκτών κι άλλων φανταστικών, με όρους που παρά τις βουκολικές, ενίοτε και πετραρχικές -και όχι μόνο λόγω σονέτου- αντηχήσεις τους, παραπέμπουν με τον ιδανισμό τους στη ποίηση των τροβαδούρων. Προσωπογραφίες φίλων κι αγαπημένων προσώπων, ελάχιστων ιστορικών μορφών, όπως ο Κεμάλ ή ο Στάλιν, ομοτέχνων, αγαπημένων ποιητών και δικές του φυσικά, του «Γόη» στο ομώνυμο ποίημα στα Ρόδα στον αφρό του 1911, του Πιερότου του 1922 κι όλων όσων ακολουθούν σε ποιήματα της Αποκριάς {όπως το «Αποκριάτικο» (1927), που κλείνει με τον στίχο: «Άνθρωπε, χάσκε ωσπού ν’ ανέβεις στον αιθέρα»} ή μόνοι τους, μαζί με φασουλήδες και τον Μώμο. Αυτή ακριβώς η διάσταση ανάμεσα στα πρόσωπα παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αξίζει να εξεταστεί σε σχέση με τη κάθετη διάσταση που ενώνει τα ποθητά ύψη και τον αιθέρα με το βάθος των ωκεανών αλλά και της γης: αναδεικνύει τη περιθωριακή θέση του καλλιτέχνη, τον διχασμό του που έχει επισημάνει και σχολιάσει ο Γιάννης Δάλλας και την απελπισία του μπρος όχι μόνο στη κοινωνία αλλά και στον ίδιο το λόγο. Αυτή την απελπισία εκφράζει ωραία το πικρό ποίημα «Δεν έφτασα ψηλά» (1940):
Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ’ αστέρια,
δεν πέταξα σ’ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε σ’ ουρανικά λημέρια.
Δεν έκρουσα την άρπα μου σ’ ουράνιους σκοπούς,
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς
που σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.
Η φωνή του Φιλύρα είναι μια γνήσια ποιητική φωνή που χαρακτηρίζεται από πηγαίο λυρισμό. Θεωρείται ότι ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών και νεοσυμβολιστών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους. Η ποίησή του κινείται στην ατμόσφαιρα του ρεύματος του συμβολισμού, αν και πολύ συχνά δεν υπαινίσσεται τα αισθήματά του μέσω συμβόλων από τη φύση, αλλά μιλάει ξεκάθαρα για αυτά.
Διάχυτη θλίψη και μελαγχολία, ονειρική ατμόσφαιρα, καταφυγή στην ομορφιά και την αγνότητα της φύσης, εξιδανίκευση του έρωτα και της γυναίκας, μουσικότητα και μελωδικότητα στο στίχο, χρήση δικού του λεξιλογίου και κατασκευή λέξεων, εξομολογητικός, χαμηλόφωνος τόνος του ποιητικού υποκειμένου που ως εγώ κι απευθύνεται στο “εσύ” είναι κάποια απ’ τα χαρακτηριστικά της ποίησής του. Μια ζωή ονείρου κι εφιάλτη, ένας άνισος δημιουργός που όμως έχει πολλά ακόμη να μας πει κι η παρούσα εξαιρετική έκδοση επιτέλους του το επιτρέπει.
Χειρόγραφο ποίημά του, πάνω αριστερά, φαίνεται η σφραγίδα του Ιδρύματος
Το ιδιαίτερο με τον Φιλύρα είναι πως από τότε που τον έκλεισαν στο Άσυλο, χάριζε ποιήματά του, με τις φούχτες μάτσα τσαλακωμένα χαρτιά, σε όποιον τον επισκεπτόταν. Ποιήματα άλλοτε μεγαλοφυή κι άλλοτε παραληρηματικά συχνά και τα δυο μαζί, άλλα μισοτελειωμένα κι άλλα καθαρογραμμένα. Πολλά απ’ αυτά δημοσιεύτηκαν σ’ έντυπα της εποχής, άλλα λανθάνουν και κανείς δε ξέρει πόσα τέτοια χαρτιά βρίσκονται σε χέρια ιδιωτών και πόσα έχουν χαθεί και πεταχτεί. Οπότε, κανείς δε μπορεί να βεβαιώσει ότι δε θα βρεθούν αύριο κι άλλα.
Ο Βάρναλης θεωρούσε Καρυωτάκη και Φιλύρα, σαν τους δυο σημαντικότερους ποιητές του μεσοπολέμου: Ο ένας [Καρυωτάκης] μισούσε τη ζωή, ο άλλος [Φιλύρας] την αγαπούσε. Αλλ’ όλη του η ζωή ήταν ο εαυτός του. Έξω απ’ τη φύση αγνοούσε τους ανθρώπους. Κι από τους ανθρώπους μονάχα τις γυναίκες αγαπούσε -κι αυτές της φαντασίας του. Ενώ ο Καρυωτάκης δεν έβλεπε πουθενά το ιδανικό. Τουναντίον τα μίκραινε και τα ξεγύμνωνε όλα από κάθε λάμψη -ακόμα και τις γυναίκες. Ο Φιλύρας ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Μεγαλομανής, «γόης» και καταχτητής οραμάτων. Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη· και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο.
Έτσι και μες στα στήθια μου σα Γίγαντες παλεύουν
η φλόγα με τη σκέψη μου σε θλιβερό σκοπό
κι ωιμέ δεν ξέρω τι έχουνε, δεν ξέρω τι γυρεύουν.
Να με συντρίψουν θέλουνε, δεν ξέρω και πονώ.
(το έγραψε 15 ετών, το 1903).
Πάρα πολλά ποιήματα ήτανε γραμμένα για γυναίκες, συνήθως ιδανικές και πολλά έχουνε γυναικείο όνομα για τίτλο, όπως:
Μαφάλντα
Στη σκάλα εφάνης του μαρμάρινου μεγάρου
με το χρυσόυφο φόρεμα σαν πριγκηπέσσα
παραμυθιών, με το πουρπούλισμα ενός γλάρου
που στου πελάου την απλωσιά πετάει μέσα.
Σαν πλασμένη από μάρμαρο της Πάρου
φίνα κορμοστασιά, τρέμει η ανέσα
στο κοραλένιο χείλι, του λαβάρου
κύματα η φορεσιά σου -έγια λέσα.
Και στο χορό πετάς το σώμα ως τόπι·
τρεμουλάει το στήθος και σπαράζει
στης ορχήστρας το ρυθμικό μαράζι.
Από τα τζάμια φαίνονται άλλοι τόποι
και ταξιδεύει ο νους εκεί που μόνο
η ρέμβη βαλσαμώνει κάθε πόνο.
Ο Φιλύρας ήταν εύκολος στόχος για την πρόγκα των Αθηναίων της δεκαετίας του 1920. Έλεγε πως είναι απόγονος βυζαντινών αυτοκρατόρων κι αρραβωνιαστικός της πριγκίπισσας Ιολάνδης, είχε ιδρύσει το Φεμινιστικό Κόμμα Ελλάδος κι έστελνε ανακοινώσεις στις εφημερίδες ως Αρχηγός της Έκτης Καταστάσεως. Αν αυτά τα πίστευε όντως ή αν το έκανε μόνο και μόνο για τη πλάκα δε θα το μάθουμε ποτέ, αλλά τα σύνορα της φαντασίας με τη πραγματικότητα δεν ήτανε πολύ καθαρά. Ένα περιστατικό από τη ζωή του μου φαίνεται χαρακτηριστικό. Κάποτε ήταν στο στρατό, ανθυπολοχαγός-αρχειοφύλαξ. Παραπονιόταν ότι το φαγητό στη λέσχη των κατώτερων αξιωματικών δεν ήτανε τόσο καλό όσο στη χωριστή αίθουσα των ανώτερων. Μια και δυο, πάει σ’ ένα στρατιωτικό ραφτάδικο, αγοράζει επωμίδες συνταγματάρχη, ξηλώνει τις δικές του και τις ράβει στη στολή. Οπότε, πηγαίνει στη Λέσχη (στο σημερινό Άττικα) και στρώνεται στη καλή αίθουσα. Για κακή τύχη, σε λίγο ήρθε ένας αληθινός συνταγματάρχης, ο φρούραρχος Αθηνών και του κίνησε τη περιέργεια αυτός ο άγνωστος ομοιόβαθμός του που ούτε καν τον χαιρέτησε. Ο φρούραρχος φώναξε τον φαντάρο της υπηρεσίας να τον ρωτήσει ποιος είναι ο άγνωστος. Κάπου εκεί κατάλαβε ο Φιλύρας ότι κάτι δεν πάει καλά, πλήρωσε βιαστικά και σηκώθηκε να φύγει, αλλά ο φρούραρχος άφησε το φαΐ του στη μέση και τον ακολούθησε. Κατεβαίνοντας στο δρόμο, ο Φιλύρας το έβαλε στα πόδια -στο κατόπι ο φρούραρχος κι οι διαβάτες είδαν το σπάνιο θέαμα να κυνηγιούνται ξεσκούφωτοι δυο συνταγματαρχαίοι στην οδόν Πανεπιστημίου!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χαμός γινόταν κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Φιλύρας στα Δαρδανέλλια, όπως λεγόταν η περιοχή στην αρχή της Πανεπιστημίου (στο ύψος της Βουκουρεστίου και της Κριεζώτου) όπου τα δυο μεγάλα αντικρινά καφενεία, Γιαννάκη και Ντορέ. Ο καθένας, για να κάνει το κομμάτι του στη παρέα του, θεωρούσε απαραίτητο να πειράξει τον Φιλύρα λέγοντάς του κάτι για το Βυζάντιο -και να τον βρίσει αν δεν έπαιρνε απάντηση. Έχω μάλιστα την αίσθηση ότι λίγο-πολύ με τη θέλησή του κλείστηκε στο ίδρυμα, όπου είχε προνομιακό καθεστώς μια και του επέτρεπαν να δημοσιεύει σε περιοδικά κι εφημερίδες τις εντυπώσεις του. Σε ένα μάλιστα τέτοιο άρθρο τοποθετεί την αρχή της τρέλας του σε μια πέτρα που έφαγε κατακούτελα σε ηλικία εφτά χρονών. Θέλω να πω, άλλοι τρόφιμοι διαμαρτύρονται ότι κακώς τους έχουνε κλείσει μέσα, κείνος αντίθετα επέμενε ότι είναι τρελός από πολλά χρόνια -είχε βρει την ησυχία του, τους φίλους του, μακριά από τον μαστροπό λαό. Και για να τελειώσω μ’ ένα αξιοπερίεργο, ο Φιλύρας έχει γράψει και σονέτο αφιερωμένο στον Ιωσήφ Στάλιν, αν και διαφορετικό από τα ποιήματα του είδους αυτού:
Στον Στάλιν
Μαύρη Άρκτος, στο βράχο του Καυκάσου,
στην Οδησσό και στη Νοβοροσίσκη,
άλλον, σήμερα, η ζήτηση, δε βρίσκει
Μέγαν, σ’ έντονη δύναμη, του Άσου,
Διαβαίνει, η Ανθρωπότης κι απεικάσου
ξανά, στα πόδια σου, ο λαμπρός, και μνήσκει,
άναυδη, μπρος, στο θρίαμβο, της χαράς Σου,
Μπόλσεβε, στο τρακάρισμα, και θνήσκει.
Τα Σύμπαντα, οι Αρκτούροι κι οι Στοιβάδες,
οι Αντάρηδες με τις Αμαδρυάδες,
οι Φαύνοι, οι Σεληνοί στα λευκά νέφη
κρούουν, των Πρίμων, το κρουστό το ντέφι
και μαζεύουν, από τα Κυβερνεία,
των περεολουκών, στρατούς, πηνία.
Με τη ποιητική του συλλογή «Ρόδα Στον Αφρό». εγκαινιάζεται κι η παρουσία του μετασυμβολισμού και του νεορομαντισμού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, ο Φιλύρας, έφαγε την «πετριά» του ποιητή όταν σε ηλικία 7 χρονών έφαγε πραγματικά μια πέτρα στο κεφάλι από κάποιον φίλο του. Κι έτσι ξεκίνησε η ποίηση…
Η εξωτερική του εμφάνιση, τα υπερμεγέθη γυαλιά με τους χοντρούς φακούς, η μπέρτα κι η έξαλλη ματιά τονε καθιστούσανε συχνά αντικείμενο ποιητικών κι όχι μόνο χλευασμών. Ο Φιλύρας όμως θαύμαζε. Θαύμαζε τη ποίηση και τους ποιητές. Θαύμαζε τις γυναίκες και τις ανήγαγε σε μυθικά επίπεδα. Γι’ αυτό στα ποιήματά του συναντάμε τόσες Δουλτσινέες, Μελαχρινές, Ξανθές, Τσιγγάνες, νεραϊδες σε οργασμό. Θαύμαζε τους συναδέλφους του ποιητές και γι’ αυτό δε φειδόταν χαρακτηρισμών, «μ’ ανακήρυξε, θυμάμαι, απερίφραστα, Σέλλεϋ της Ελλάδος!», αναφέρει ο Λαπαθιώτης για τη 1η συνάντησή του με τον Φιλύρα.
Υποχρεώθηκε, μολονότι φριχτά μύωψ, να υπηρετήσει στους Βαλκανικούς και μάλιστα τοποθετήθηκε στη 1η γραμμή και στα χιόνια της Μανωλιάσσας εξαιτίας κρυοπαγημάτων, του έκοψαν δυο δάχτυλα του ποδιού. Τότε αποφάσισε ν’ αυτοκτονήσει τον επινοημένο εαυτό του, τον Ρώμο Φιλύρα, που ήτανε ψευδώνυμο. Ο στρατιώτης λοιπόν Ιωάννης Οικονομόπουλος ανακοίνωσε με τηλεφώνημα στις εφημερίδες ότι ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας αυτοκτόνησε. Πανικοβλήθηκαν οι γνωστοί και φίλοι ψάχνοντας τα αγγελτήρια θανάτου. Ο πόλεμος σκοτώνει τους ποιητές!
Στο ζενίθ της σύφιλης και λίγο πριν τονε κλείσουνε στο Δρομοκαΐτειο γράφει τον «Πιερρότο». Δηλώνει το προσωπείο του ποιητή απέναντι στην επαπειλούμενη τρέλα. Αεικίνητος και περιέργος έχει μια αίσθηση του χιούμορ που του προκαλεί προβλήματα στο τότε κοινωνικό περιβάλλον της Αθήνας αφού ενίοτε φτάνουνε στη μεγαλομανία, χαρακτηριστικό σύμπτωμα του εκφυλισμού του νευρικού συστήματος λόγω της σύφιλης. Παρουσιάζεται στη Λέσχη Αξιωματικών με ψεύτικες επωμίδες, τον αντιλαμβάνεται ένας συνταγματάρχης κι αρχίζει να τονε κυνηγά στην οδό Ερμού.
Λίγο αργότερα, το 1922, υποβάλλει υποψηφιότητα για ανεξάρτητος βουλευτής Κορινθίας έπειτα Αθήνας. Νομίζει, όσο τα συμπτώματά του οξύνονται, ότι είναι διάδοχος του θρόνου του Βυζαντίου, ότι διάφορες βασίλισσες και πριγκίπισσες τον ερωτεύονται, στέλνει γράμματα και τηλεγραφήματα στους βυζαντινούς προγόνους του. Γίνεται τρελός. Άλλο ένα προσωπείο.
Η ποιητική του έχει έναν αισθηματικό υποκειμενισμό που εκφράζει το αίσθημα απομόνωσης του ποιητή από το περιβάλλον του. Τόλμησε να διαφοροποιηθεί από τη ποιητική φεουδαρχία του Παλαμά και να μη πολυασχοληθεί με νόμους, κανόνες μετρικής και τεχνικής στίχου. Ωστόσο, η ποίησή του έχει συνέπεια και ρυθμό εσωτερικό. Γράφει σονέτα σε πλήρη αρμονία κι έχει στοιχεία από τον αισθητισμό του Wilde κι από τον λυρισμό των Γάλλων συμβολιστών. Ισορροπεί ποιητικά ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο γίγνεσθαι, των προσωπείων. Πάντα οι ποιητές είχανε προσωπεία.
Στο Φιλύρα όμως υπάρχει παρέλαση. Από τις μορφές τις commedia de l’ arte φτάνει και μέχρι τον αρχαιοελληνικό Μώμο. Κι όμως ο Μώμος του Φιλύρα παραμένει γνωστός μόνο σε μερικούς μανιακούς της μεσοπολεμικής ποίησης ενώ ο Μώμος του Βάρναλη έγινε ποιητικό κατεστημένο. Κι όμως οι μεταγενέστεροι πιερρότοι του Σκαρίμπα έγιναν τραγούδι. Του Φιλύρα;
Το “Σάβανο Γελοίου” θα μπορούσε να ‘ναι γραμμένο στην επιτύμβια στήλη του ποιητή. Θα μπορούσε να απευθύνεται στον εαυτό του. Στο ποιητικό Εγώ του που μοιάζει με ανδρείκελο με δέρμα ξύλινο σα σταρένια ώχρα. Το ποίημα, σονέτο με πλεχτές ημιτελείς ομοιοκαταληξίες δηλώνει το θάνατο της ποιητικής υπόστασης. Ετεροκατευθυνόμενος ο ποιητής σ’ εποχή ανακατατάξεων και δύσκολων κοινωνικών διαμορφώσεων μένει μ’ ένα λόγο φτιαγμένον απ’ άλλους, λόγος λαξευτός με σμίλη. Αυτές οι τεχνητές αρμονίες όμως, τα στεγανά που βάζουνε τους ποιητές, εγκυμονούν την ένταση, τη σφαγή.
Τη σφαγή της ποίησης, που ηττάται μεν αλλά η τελευταία λέξη της, η ανάκρουση η τελευταία, δεν είναι η παράδοση αλλά η αυτοκτονία μες στην απόλυτη αρμονία. Μπορεί να ηττάται ο ποιητής κι η ποίησή του αλλά παίρνει μαζί του τη βασίλισσα λέξη του, τη μετουσία της ποίησης και γι’ αυτό χαρά τρελή μέσα του κλείνει. Άραγε ποιός είναι αρκετά τολμηρός ώστε να ξεθάψει το σάβανο.
Το σάβανο ενός γελοίου;
Σάβανο Γελοίου
Στη φιλντισένια των δοντιών φραγή,
να τρέμει ο λόγος λαξευτός με σμίλη
κι’ όταν μαζί το γέλοιο σου σμιγεί,
κι’ οι νότες τρίξουν σκαστές στα χείλη
Οργάνου πλήχτρα ηχούν στη σμαραγή,
που δάχτυλα κινούν λόγια και γέλοια
κι’ οι αρμονίες μηνούνε μια σφαγή,
παραφωνίες μάγες σ’άυλα τέλια.
Κι’ η σιταρένια σου ώχρα κυλιστή
μονόχρωμα, σαν σκέπη, σαν αυλαία,
θαρρείς πως πέφτει στην καμπανιστή
Επάνω ανάκρουση την τελευταία,
-σάβανο τάχα μιας γλυκειάς οδύνης,
ενώ χαρά τρελλή μέσα σου κλείνεις.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του “Η Ζωή Μου Στο Δρομοκαΐτειο”
Ο πατέρας μου ήταν πολύ αγαθός και αγνός άνθρωπος, αλλά τον εγκρίνιαζε για τις ρητορικές του κλίσεις η μητέρα μου, η Ασπασία Σαρεγιάννη, μια μεγάλη φυσιογνωμία ενάρετης και ωραίας και αρχοντικής γυναικός, η οποία είχε φορέσει το στέφανο του μαρτυρίου από οικονομικής απόψεως σ’ όλη της τη ζωή και τη ζωή των δυο παιδιών της, γιατ’ ήταν ανιδιοτελής και καλή και από θερμότητα, καλωσύνην, αλληλοβοήθειαν και αλληλεγγύην, ενέδιδε στας μηχανορραφικάς πιέσεις των συγγενισσών της και των συγγενών της, αι οποίαι όλαι, αι περισσότεραι σχεδόν, έκαμαν τη μπάζα των πλουτίζουσαι, ενώ εκείνη έμενε και έμεινε μέχρι τέλους πτωχή, μη λαβούσα ποτέ καμμίαν αμοιβήν ή ηθικήν υποστήριξιν από καμμιάν από τας δήθεν φίλας της και συγγένισσές της, από τις παραδόπιστες και ολέθριες αυτές κυρίες, για τον ήρεμον οικογενειακό μας βίο. Και δεν είνε φυσικό, δεν είνε πρέπον, θα ήταν μάλιστα αναίδεια, αυθάδεια, αντιστροφή των όρων της φύσεως και ασέβεια προς τη μνήμη της, να μη την δικαιολογήσω ειλικρινώς για όσα είδα από αυτή, που είνε και τα καλλίτερα δώρα που μου χάρισε.
Τιμή λοιπόν στο αριστοκρατικώτατο, καθάριο αίμα της και στην αγία και λατρευτή παράδοση της θείας γενεάς της, που της επέβαλε έθιμο προαιώνιο, πηγή ζωής για το μεγαλύτερο θετό ή όχι γυιό της, με την περίπαθην υπόκρουσι και πρίμα κυριαρχία της μουσικής, της αγάπης, του πόνου και του βασάνου. Σήμερα που ξυπνώ ξαφνιασμένος, μα όχι και ταραγμένος πολύ στην πραγματικότητα, ανοίγω τα μάτια μου και την αγαπώ περισσότερο. Αχ! γιατί να πεθάνη!… Ποτέ δεν το πίστεψα αυτό πραγματικώς, πως μπορεί να πεθάνη και δεν ήθελα να πεθάνη, σαν αυτό να εξηρτάτο από εμένα! Έκλαιγα στην ιδέα πως μπορούσε να πεθάνη μια μέρα και τη στιγμή εκείνη που, ανήσυχος, δεν επρόσμενα να ‘δω ποτέ στη ζωή μου, την εδοκίμασα μια ‘μέρα τραγικά, ύστερα από σειρά βασάνων, που της επέβαλε ο καρκίνος που την έρριξε στο κρεββάτι έπειτ’ απ’ όγκους που της ενεφάνισε κοντά στο σαγόνι, με τραγικές «μεταστάσεις» και συνέπειες λεπτομερειακές πιο πολύ για μένα, παρά για ‘κείνη, από αισθητικής μάλιστα απόψεως. Είνε τραγικό, είνε απίστευτο, πως ό,τι κι αν μου λένε σήμερα, εγώ τη θεωρώ πάντα και στον αιώνα μητέρα μου πραγματική, αφού ηθικώς και ψυχικώς και στην ανατροφή και στο αίσθημα, ήταν πάντα η «μαμά» μου η ακριβή, η μάννα η παθητική, η μητέρα η καλόκαρδη, που τη θεωρούσα τσιγκούνα μόνο, ενώ δεν ήταν, αφού δεν είχεν επαρκή τα μέσα. Έτσι την εξεμεταλλεύοντο οι άλλες. Έμπαιναν κι επενέβαιναν στο σπίτι, σαν να ήταν στο δικό τους, καταχρώμεναι της καλωσύνης.
…
Ο άντρας της, γιατρός, παράστεκε, λένε, στη γέννα μου και μ’ έβγαλε απ’ την κοιλιά της μάννας μου, αν βγήκα απ’ αυτή, όπως μου ‘λεγαν, που σήμερα ξέρω καλά, όχι επειδή μου το ‘παν, μα γιατί το αισθάνθηκα, πως δε… βγήκα. Υπήρχαν βλέπετε λόγοι να κρυφτή η προέλευσίς μου. Λόγοι που θα χτυπούσαν άσχημα σ’ ένα μικρό κωμοπολικό χωριό, σε στενή περιφέρεια. Κι έτσι έφτιασαν το μύθο πως γεννήθηκ’ απ’ το νόμιμο δεσμό του νομικού και πραγματικού πατέρα μου και της νόμιμης, αλλά μη πραγματικής, δηλαδή μη φυσικής, μάννας μου. Είπαν πως γεννήθηκα στο σπίτι ενός Μαγκαφά, στο Κιάτο, και η μάννα μου, η νόμιμη κι όχι πραγματική, ήταν σκεπασμένη με μαύρο μποξά, μπαμπουλωμένη σαν γνήσια Βοναπαρτίνα Τουρκοπούλα!
…
Προτού γεννηθώ, πριχού προετοιμασθή το άνοιγμα των ανοιχτοκαστανών γαλανών ματιών μου στο φως του ήλιου, στο φως του φεγγαριού και αστριών, στο φως του κόσμου, αισθάνομαι τώρα πως εσκιρτούσα στις φλέβες του καθαυτού πατέρα μου, σε μια γλυκεία, διαυγή κι ερωτική, λεβέντικη θερμή κι ιπποτική διάθεσι και στην γλυκόαιμη καρδιά και σάρκα της καθαυτό μάννας μου, με το συγκινητικώτερο παλμό και την πιο ένθεη μανία. Και λέω των “καθαυτό” πατέρα μου και μητέρας μου, γιατί προέρχομαι από το αίμα 15 πατεράδων και 22 μαννάδων πρώτης ποιότητος αίματος, δηλαδή Αυτοκρατορικού-Βασιλικού και άλλων τόσων, δευτέρας ποιότητος, δηλαδή μαρκησιακού, πριγκηπικού, δουκικού, κομητικού και τουρκαλβανικού.
Ήμουν νευρικός, μικρός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, αλλοπρόσαλλος, βερέμης, κλαψιάρης, παραπονιάρης, λιγόψυχος, ανυπόμονος, ατίθασσος, επίμονος, πεισματάρης.
-Τι είσαι τέλος πάντων! Μου είπε κάποτε μια σπάνια κυρία που είχα αγαπήσει κι αγαπώ πάντοτε, που την αγάπησα όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο, με στοργή και πόνο, σαν αγαπημένη παρηγορήτρα, μ’ άπειρη αγάπη κι έρωτα αιώνιο και που κάθε φορά τρέμω στην ενθύμησί της, μην τύχη και τη xάσω καμμιά μέρα για πάντα -ο μη γένοιτο. Βαθύτερα απ’ όλες τις υπάρξεις του μικρού μου xωριού, μόλις ξύπνησα στην αίσθησι του κόσμου διαυγέστερα, έδεσα τη ζωή μου αυτή τη γυναίκα, αν κι ήρθε αργότερα απ’ τη φαμίλια μου και απ’ όλες τις άλλες αντρίκειες και γυναικείες υπάρξεις στη ζωή μου. Πλάι στη μάννα μου, που ενεψύχωσε, σα νεώτερή της, όλη τη στοργή για τη μέλλουσα ζωή μας. Κι είτε κοντά της, είτε μακρυά της, τους ίδιους παλμούς αισθάνομαι πάντα γι’ αυτή κι αν έxω γίνει λίγο καρδιακός, είνε γιατί δεν είμαι πάντα κοντά της. Μπορεί η καλή μου να μη μ’ αγαπά τόσο πολύ και πάντοτε, μπορεί ν’ απασxόλησε το νου της με ματαιοδοξίες, όπως κι εγώ κάποτε, μα εγώ θα την αγαπώ πάντα στον αιώνα και μετά θάνατον. Σ’ ένα μόνο νεύμα της εγώ υποκύπτω και σωριάζομαι δικός της και μόνο δικός της. Όλ’ η ζωή μου είν’ εκείνη! Μα ήταν κι άλλες, ήταν κι άλλοι που μ’ αγαπούσαν.
Ήταν προ πάντων ο πατέρας μου, ο ξανθός λεβέντης, ο ωραίος ιππότης, ο αγνός ιδεολόγος, ο ειλικρινής άνθρωπος, ο λαμπρός Ελληνιστής, ο ευφράδης ρήτωρ, ο ενθουσιώδης πατριώτης, ο φίλαλλος, ο αλτρουϊστής, ο αυτοθυσιαζόμενος δια τους άλλους, ο γεμάτος αυταπάρνησιν, ο γλυκύς Βασιλάκης, xάρμα δι’ όσους ήσαν εις θέσιν να τον εννοούν μέσα εις το στενόν επαρxιακόν περιβάλλον, αυτόν τον κυανόαιμον κι ευγενή, απόγονον όλων των Αυτοκρατόρων του Κόσμου, τον ανεπιτήδευτον, απλόν και αφελή, κάρφος διά τους εxθρούς του, λόγω της κυριαρxίας του επί των ψυxών των καλών και των κατακτήσεών του μεταξύ των γυναικών, η φήμη των οποίων έφθανε μέxρι των Αθηνών και υπερέβαινε και τα όρια της Ελλάδος, φθάνουσα μέxρι Λονδίνου και εκείθεν μέxρι των εσxατιών της Κίνας.
[….]
Ο καλός μου πατέρας μού ‘λεγε, όταν ήμουν μικρός, εκνευρισμένος, παραπονιάρης και κλαυθμηρός:
-Τι σου λείπει; Δε μού ‘λειπε τίποτα. Μού ‘λειπε το Άγνωστο, εκείνο που ονειρευόμαστε να ‘ρθη μια ‘μέρα στη ζωή μας σαν ραγδαία βροχή ευτυχίας, σαν χαλάζι αφθονίας, πλούτου, σαν ξέσπασμα της ανυπομονησίας μας για το απροσδόκητο, που τάχα θα ‘νε κάτι νέο, μία απόλαυσι δριμεία πνευματική, γιατί όταν ήμαστε παιδιά με όνειρα και φιλοδοξίες, δεν επιτρέπαμε στην αίσθησί μας να ομολογήση πως διψάμε τον έρωτα κι όχι την πνευματική κατάκτησι. Και που νά ‘ξερα πως τα καλοκαιρινά μεσημέρια μου κι οι νυχτερινοί μου ύπνοι, ήταν γεμάτοι απόλαυσι…
Τώρα που ξύπνησα κι όλο ξυπνώ στην ενθύμησι των περασμένων, μακαρίζω την παιδική μου ευτυχία για την ανήσυχη ζεστασιά, τα χάδια της μητέρας μου και τόσων γυναικών κοντά της, που ήθελα όμως να ‘νε πυκνότερη: Τόσο μού ‘λειπε η απόλαυσι, τόσο δυνατό αίμα ήμουνα, τόση υπεραιμία ζάλιζε τα μελίγκια μου, τόση δίψα ηδονής ετάραζε, ταράζει και θα ταράζη το κορμί μου και το πνεύμα μου, ως που εντελώς να γεράσω.
[….]
Ό,τι με φλόγιζε περισσότερο στην παιδική, την εφηβική μου ηλικία και τώρα και πάντα, ήταν η προσήλωσι στη ρυθμική και στην έμμετρη δημιουργική εργασία: Το να γράφω ποιήματα, το να ριμάρω στίχους, ήταν, είνε και θα είνε ο μοναδικός στη ζωή μου προορισμός, η μόνη μου κατεύθυνσις και φιλοδοξία. Όταν ήμουν πιο μικρός, σε στιγμές ανόητες σκέψεως, έλεγα: Αν δεν γίνω εντός τριών ετών μεγάλος ποιητής, θ’ αυτοκτονήσω!
Πολλοί καλοθεληταί ή κοτσομπόληδες, μοχθηροί ή αντίζηλοι, όπως θέλετε, περιγελούσαν τότε αυτή μου την κουταμάρα, αποδίδοντες εις ερωτικά ή άλλα ελατήρια τον αφορισμό μου: Πατούσαν και πατούν στην πήττα, γιατί ποτέ δεν βρέθηκα ή πιστεύω να βρεθώ στη ζωή μου σε τόσο θολή ψυχολογική κατάστασι, ώστε να αισθανθώ την ανάγκη ν’ αφαιρέσω μόνος μου τη ζωή μου, εκτός αν βρεθώ πιεσμένος από δεινότατα περιστατικά και πάλι το αγαθό της ζωής θα ‘χη αιώνιο για μένα το θέλγητρο του…
[….]
Ό,τι με εφλόγιζε στη ζωή μου, ήταν το να είμαι, αν ήμουν, αν μπορούσα να είμαι ή και να μπορούσα να γίνω, τελειοποιών ό,τι είχα μέσα μου ως «φυσικόν δώρον» στην υψηλότερα και ανωτέρα σημασία της λέξεως: «Ποιητής». Δεν εύρισκα μεγαλύτερον προορισμόν για τη ζωή ενός φωτισμένου, Διανοητικού ανθρώπου, από το να είνε, αν ήτο, δημιουργός, δηλαδή ποιητής, λυρικός υμνητής, ενθουσιώδης απολογητής της ζωής, του συναισθήματος και της συγκινήσεως, της χαράς, του πόνου, του έρωτος, του καϋμού και του θανάτου. Όλα, έλεγα μέσα μου, είν’ ένα επάγγελμα, μία επιστήμη, εμπόριο, βιομηχανία, βιοπάλη, χρήμα και ύλη: Ό,τι μένει, ό,τι μας υψώνει επάνω από τα καθημερινά, ό,τι μας δονεί, μας συγκινεί, μας ενθουσιάζει, μας ρίχνει σ’ έκστασι, μας συνεπαίρνει και μας ανεβάζει στα ύψη της αισθήσεως, είνε αυτό το ποσόν συγκεκινημένης και ευνοϊκής εις συγκίνησιν ουσίας, που έχουμε μέσα μας, δηλαδή εκείνο που λέγεται τάλαντον, επομένως η Τέχνη, ιδίως η θεία Ποίησις, ο Λόγος, που είνε «εν αρχή», όπως είπε κι ο Χριστός, η έκφρασις του συναισθήματός μας, η μετουσιωμένη σε ρυθμό και σε ήχο συγκίνησίς μας, το κρυφό μας αίσθημα ή μαράζι, η αγάπη μας, ο παλμός της ζωής μας.
[…]
Είχαν μαζευτή τέλος πάντων, στην εποχή της νειότης μου, από την Κόρινθον ώς το Ντερβένι, προ πάντων στο Κιάτο και στο Ξυλόκαστρο, όλοι οι αυτοκρατορικοί, βασιλικοί, μαρκησιακοί, πριγκηπικοί, δουκικοί, κομητικοί και μπέικοι και πασαλίδικοι, Τουρκικής κι Αλβανικής και Μαυριτανικής καταγωγής, κι αριστοκρατικοί ή αρχοντικοί γόνοι, σε αυτά τα δυο μικρά μέρη, φερτοί κι απ’ τη Βοστίτσα, το Καμάρι, τ’ Αρφαρά, την Πάτρα, τον Πύργο, τη Μεσσηνία, την Τρίπολι, τη Σπάρτη, τη Μάνη!!! κ.λ.π.
Κι ο δυνατότερης, κρυμμένης καταγωγής κι αυθεντικώτερης, ήμουν εγώ, που δεν ανέβηκ’ ακόμα σε θρόνο, διάδοχος με τα μεγαλύτερα σύγχρονα δικαιώματα σε τόσα έθνη απ’ τις δυναστείες τους, «ινκόγνιτος» αφημένος να ωριμάση σε αστική οικογένεια, να εκπαιδευθή ελληνόπρεπα κι όχι μαλθακά να βασανιστή, να υποφέρη, αντίθετα προς τους πριγκηπάκηδες τους μαμμόθρεφτους…
Τώρα ξεπέσαν τα τυπικά μεγαλεία κι οι θρόνοι, και το μεγαλείο της εργασίας και της αξίας κυβερνά δικαιότερα τον κόσμο, το γνήσιο μεγαλείο του αίματος ριχτό μέσ’ στην πάλη, όπου δε μπορεί παρά να διακριθή, αφού αίμα δυνατό είν’ αυτό, επομένως πνεύμα, ικανότης, μεγαλείο ψυχής που λάμπει κι αστράφτει όπου και να βρεθή, γιατί ο κόσμος κι η ζωή κι η βιοπάλη είν’ ίδια, όπου κι αν βρίσκεται κανείς, στα παλάτια ή στα καλύβια…
Στις «βεγκέρες» μ’ έπαιρναν συχνά οι γονείς μου μαζύ, όταν δεν ήμουν κουρασμένος ή δεν είχα να διαβάσω. Αλλά πολλές φορές, ενώ συζητούσαν οι άλλοι στη αυλή ενός σπιτιού, μετά το δείπνο, εμένα, που δεν ήμουν πολύ συζητητικός μ’ έπαιρνε ο ύπνος.
…
Κι όμως ήμουν καλός. Το ζάλισμα απ’ την υπεραιμία μου, μου ‘φερνε την πλήξι και τη μελαγχολία. Γι’ αυτό, όταν δε μπορούσα να κοιμηθώ, μου δίναν ναρκωτικά και τότε συνέβαιναν κι οι βέβαια ενεργητικές ή μυστικές, αλλά πάντως και περίεργες ερωτικές συντηχιές κατά την ώρα του υπνοναρκωμού, του αποκαρώματος, που επί τόσα χρόνια αγνοούσα εξ ολοκλήρου. Αν είχα το κέφι ν’ αναμνησθώ τι συνέβαινε, έπρεπε να μείνω σε έκστασι ολόκληρες ώρες, από ηδυπάθεια παθολογική: Αλλά με φτάνει που βρίσκω τις εποχές, από την ηλικία των «ναρκωτικών παιδιών μου», όπως τα λέω, όταν τα ρωτάω: Τα ναρκωτικά εξηκολούθησαν σποραδικά στη ζωή μου συχνά ώς το 1921, αραιότερα από τότε ώς τώρα…
Φιλίες παιδικές του σχολείου και του παιχνιδιού, της αμπάριζας και της εκδρομής, είχα πολλές. Έξη τάξεις τελείωσα στο λεγόμενο πλήρες Δημοτικό κι έμεινα δυο χρόνια στην έκτη, γιατί απερρίφθην στις εξετάσεις που ‘δωσα για το σχολαρχείο, καθυστερήσας, όπως πάντα, στα Μαθηματικά, που δεν τα μελετούσα από φυσικήν αντιπάθεια, γιατί από μικρός δεν είχα καθόλου κλίσι σ’ αυτά. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος των αριθμών και του υπολογισμού, ούτε τότε, ούτε και τώρα, ούτε ποτέ! Και όμως είνε ένα τόσο θετικό και δημιουργικό μάθημα, που μετανοώ τώρα γιατί δεν επεδόθην σ’ αυτό όταν ήταν ακόμη καιρός.
Ο πατέρας μου, σχολάρχης, Ελληνιστής και τεχνολόγος, χαιρόταν βέβαια που επεδιδόμην περισσότερο στα Ελληνικά, αλλά εθλιβόταν συγχρόνως που παραμελούσα ένα μάθημα τόσο πρακτικό, που θα συντελούσε και στο μέλλον στην επαγγελματικήν ανάδειξίν μου.
…
Και όμως ήταν φυσικό μου φαίνεται να γίνω του εμμέτρου λόγου μύστης. Για να ομολογήσω όμως την αλήθεια: Το μόνο ιδανικό της ζωής μου ήταν ανέκαθεν και είνε και θα είνε η ποίησις, η ποιητική δημιουργία, το ποίημα. Το έμμετρο έργο!… Πιστεύω πως δεν αξίζει τίποτ’ άλλο στον κόσμο περισσότερο από το ποίημα, πως όλα τα άλλα είνε πρόσκαιρα, εκτός απ’ την τέχνη, το έργο της τέχνης, ποίημα, εικόνα, μουσική, γλυπτικό έργο, αρχιτεκτόνημα, διακοσμητική, κέντημα κ.λ.π. Κι όμως, ο άνθρωπος, ενόσω ζη, όσο αριστοκρατικώτερη ψυχή αν είνε, τόσο υποφέρει οικονομικώς και ψυχικώς στην εποχή του, όσο φίνος είνε, τόσο πονάει ευκολώτερα για την αποτυχία στη ζωή του… Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας όμως εις όλα τα πράγματα κι οι συνέπειές των…
[…]
Ο διπλανός μου είναι ένας άνθρωπος που ταξιδεύει. Προτού πλαγιάσουμε στο θάλαμο για να κοιμηθούμε, βγάνει από τις τσέπες του ένα σωρό παλιόχαρτα και ατελείωτα κουβάρια σπάγγους, πακετάρει μεθοδικά το κρεβάτι του, τα ρούχα, τα παπούτσια του και μας λέει αντί για καληνύχτα «καλή αντάμωση». Ταξιδεύει, πάει στη Λειψία, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Αίγυπτο, Ινδίες, Μαρόκο… Επιτρέπεται ο πρώτος τυχών νοσοκομάκος με ένα σκούντημα να ξυπνάει και να ξαναφέρνει πάλι πίσω στο Δρομοκαΐτειο τον άνθρωπο που του δόθηκε με λίγα παλιόχορτα και κάτι σπάγγους να ταξιδεύει σαν το πουλί, να κάνει κάθε νύχτα κι από ένα θείο ταξίδι; Μια φορά που τον εξύπνησεν απότομα ο νοσοκόμος, του φώναξε απελπισμένα: Άσε με, για το Θεό, χάνω το τρένο!
Είναι σύστημα αυτό, είναι κούρα αυτή, να παίρνουν τη μόνη ευτυχία που απομένει στον τρελό; Τον γιατρεύουμε, μας λένε. Μπράβο! Κι όταν γίνει καλά, θα ξανακάνει ποτέ του ταξίδι με ένα κομμάτι σπάγγο; Ζήτω η τρέλα! Εγώ ο Ρώμος το φωνάζω.
Η ίδια ώρα χτυπά και για τρελούς και για γνωστικούς.
Και γιατί ξαγρυπνούν γύρω μας οι νοσοκόμοι; Μοιάζει σαν ειρωνεία, σαν το «φύλακες γρηγορείτε» των φυλακών. Γρηγορείτε μην τύχει και σας φύγει κανείς! Μην τύχει και χάσουν την παρτίδα του παιχνιδιού έξω, σ΄αυτόν τον παράλογο κόσμο. Τι λόγος! Μήπως επρόκειτο ποτέ να κερδίσουμε;……………Εδώ αγαπούμε-αλλίμονο- πιότερο τη ζωή. Γιατί τη χάνουμε και την ξαναβρίσκουμε τυχαία.
…
Η ώρα της πρωινής επισκέψεως των γιατρών- τι παράλογη κι ανώφελη φασαρία. Δεν καταλαβαίνω την επιμονή τους να θέλουν καλά και σώνει να μας γιατρέψουν. Να μας γιατρέψουν! Πρώτον, που δεν είναι τόσο εύκολο. Κι έπειτα, είναι απαραίτητο;……
Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από τη λογική. Από τη λογική κι από τη μνήμη που μου απέμεινε, να μην ξαναθυμάμαι τον άμετρο πόθο της ζωής. Να, ελάτε σε μένα, λευκοφόροι ψυχίατροι. Σκύφτε επάνω μου: γιατί εγώ θυμάμαι. Σ΄αυτόν το θάλαμο κανείς άλλος δε θυμάται πιά εκτός από μένα!
…
Κάνω γκάφες τη μιά πάνω στην άλλη! Ρωτώ συνέχεια -ο αφελής- τα υπέροχα πρόσωπα της κοινωνίας των τρελών και δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια. Ο Θεός, ο τα πάντα επισκοπών, με βλέπει από το θρόνο του -έναν παλιοτενεκέ του πετρελαίου- και μου κάνει νεύμα να πλησιάσω.
-Άκουσε να σου πω, μου λέει αγέρωχος κι οργίλος…Πρέπει να μάθεις να φέρεσαι. Σου δίνω δυό μέρες καιρό.
-Τι πρέπει, αν επιτρέπει η παντοδυναμία σου, να κάνω σε δυό μέρες;
-Να μη μας περνάς για τρελλούς!
…
Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από τη λογική. Από τη λογική κι από τη μνήμη που μου απέμεινε, να μην ξαναθυμάμαι τον άμετρο πόθο της ζωής. Να, ελάτε σε μένα, λευκοφόροι ψυχίατροι. Σκύφτε επάνω μου: γιατί εγώ θυμάμαι. Σ΄αυτόν το θάλαμο κανείς άλλος δε θυμάται πιά εκτός από μένα!
Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον. Ο θάνατος
Ο μόνος που μας θυμάται συχνά είν’ ο θάνατος. Ακούει τη μυστική μας επίκλησι, στο αργό ατελείωτο μέτρημα των ραθύμων στιγμών της βαρυθυμίας μας, την άφωνη εκ βαθέων ευχή μας, απάνω στον ταραγμένο ύπνο μας, κι έρχεται, παρηγορητής και γοργοεπήκοος, κομίζοντας τα υπέρτατα δώρα του τα γλυκόπιοτα δυνατά βάλσαμά του, που μας χαρίζουν ό,τι δεν μπορούν να μας χαρίσουν η βερονάλη και η χλωράλη ούτε κανένα ναρκωτικό ή παυσώδυνο… την τελειωτική, την υπέρτατη κάλμα… τη γλυκειά δροσοπαροχή λύτρωσι… Πόσες φορές δεν τον ονειρεύονται στον ύπνο του και στον ξύπνο, τα πολυβασανισμένα νευρόσπαστα των ψυχώσεων, στα τραγικά φωτεινά τους διαλείμματα, πόσες φορές δεν ονειρεύονται να τους χαμογελά, σα μια θαμπή ελπίδα γλυκοχαραυγής, ανάμεσα από την αχλύ και τον ζόφο, που τους σκεπάζει τα ταραγμένα τους λογικά…
Και ξέρουν πως το γλυκό τους όνειρο, η ελπίδα κι η γλυκαπαντοχή των βασανισμένων, αργά ή γρήγορα, θα στέρξη μια φορά. Είνε κι αυτό μια παρηγοριά, η μοναχή εδώ μέσα παρηγοριά μας… Όλοι κι αν μας ξεχάσουν, αυτός θα θυμηθή…
…
Ο θάνατος, μεταξύ των ψυχοπαθών γενικώς είνε κάτι το συνηθισμένο! Σε 650 αρρώστους εναλλασσομένους κατά διετίαν και κατά μέσον όρον κατά το ήμισυ -αρρώστους που υπόκεινται σε βίαιες κρίσεις, σε κεραυνοβόλους παροξυσμούς, σε θανάσιμες εγκεφαλικές συμφορήσεις- είνε φυσικό να υποκύπτουν στον αιφνίδιο αποδεκατισμό ή στην αργή φθορά της αρρώστειας, τουλάχιστον 100-150 το χρόνο. Τότε το μακρυνό, παρά την Αγίαν Βαρβάραν, νεκροταφείον του Δρομοκαϊτείου, που το χώμα του έχει σκεπάσει απ’ τους δικούς μας το Βιζυηνό, το Μητσάκη και τόσους άλλους ακόμη, κι οπού είνε τόσο μικρό, ώστε κάθε δυο-τρία χρόνια να βγαίνουν οι παλαιότεροι σταυροί για να μπαίνουν οι νέοι, δέχεται τους επιταφίους ψαλμούς τού εκάστοτε παπά και του ψάλτη, και την πένθιμη και μικρή συνοδεία των νοσοκόμων. Τότε, το μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων -που διακοσμείται τώρα με εικόνες και τοιχογραφικά ζωγραφήματα από την ζωγράφο κ. Κοντοπούλου και δι’ εξόδων της φιλοτέχνου κ. Καλλιόπης Γιαννίρη, που διαθέτει γι’ αυτό όλες τις εισπράξεις από τα καναρίνια που συντηρεί και διατρέφει εδώ, γίνεται θέατρο συνταρακτικής παραστάσεως, που και η σπαραξικάρδιος ανθρωποπάθεια του Αισχύλου ωχριά σχεδόν ενώπιον του απλού αλλά μεστού ελέους και τρόμου θεάματος… Εδώ οι κηδείες είνε σαν κρυφές και αγνοημένες από τον άλλο κόσμο. Τις ακολουθούν λίγοι ή ένα-δύο στενοί συγγενείς, και κάποτε και κανείς, όταν ο θάνατος είν’ αιφνίδιος ή βαρέθηκαν να ‘ρθουν από την Αθήνα οι γνωστοί τού… αδόξου νεκρού
Εδώ, ο θάνατος φανερώνεται σε όλο το φρικτό μεγαλείο του -σαν καγχασμός μαζύ και σαν θρήνος… Εδώ ακούμε την συνταρακτική ευφράδειαν των νεκρωσίμων ψαλμών, σαν πουλιά που τραγουδάνε στο πεύκο, και στην ψυχή μας την τέφρινη, την ελπίδα μιας ανεύρετης χαράς… «Ο πηλός μεμελάνωται· το σκεύος ερράγη· άρτι λύεται η πονηρά του βίου πανήγυρις…» Και η αυλαία πέφτει στην πρασινάδα και στην τέφρα μαζύ… Τι μένει;
Ούτε χαραμάδα..
-=============================-
Παρθενικό Τραγούδι
Των δεκατέσσερω χρονών αντρείεψ’ ο ρυθμός
και το κορμάκι σου ένιωσε καινούργια ανατριχίλα,
και σύναυγα σου διάβηκε τις φλέβες ο χυμός
της άνοιξης και της καρδιάς τρεμούλιασαν τα φύλλα…
Και ροδοσκάσαν τα φιλιά στο κοραλένιο στόμα…
κι είπεν η σάρκα: -“Σήμερα κάτι άγνωστο ποθώ“
κι αλίμονο τον έρωτα δεν ένιωσες ακόμα
που φούντωσε στα στήθια σου της νιότης τον ανθό!
Τραγική Νύχτα
Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.
Οι αγέρηδες μανιάζοντας θα στήνουνε
τις σκήτες τους στ’ αφρόλουστα ακρογιάλια,
των λουλουδιών τα ταίρια θα χωρίζουνε,
μα και θα ορμούν, θα οργώνουν τα κανάλια.
Απόψε η νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας
και χάροντας απάνου από τη κλίνη…
Οι καταχνιές, που υφαίνουν το τρισκόταδο,
θα’ ρθουν να σαβανώσουν τη Σελήνη…
Να Μην Έχουν Ζάρες
Να μην έχουν ζάρες οι μορφές, αδρές,
ζάρες μίσους, πάθους, πόνου, μα χαρές,
στην ψυχή να πλένε και να μην ξεσπούν,
φυλαχτές για ωραίες, που θα τις χαρούν.
Είναι σαν εικόνες οι άνθρωποι βουβοί,
σαν ιππότες, άγιοι, όμορφοι, καλοί’
κατεβαίνουν όλοι δίχως πονηριά
μες στο μεσημέρι, μες στη δημοσιά.
Εαρινό
Ω, ‘κείνο το αλάλητο στην άνοιξη,
μες στη γλυκειά, την απαλή λαχτάρα.
Ω, ένα πουλάκι μέσα μου λαλεί,
και τρέμει, φτερουγιάζει, λαχταρεί,
κάτι απαλό κι απόκοσμο πολύ…
Και νιώθωντας πως κάτι το καλεί
έξω απ’ τον εαυτό του κι απ’ τη φύση,
και θαρρώντας πως άκουσε φωνούλα,
τρέμει σάμπως στο λούλουδο η δροσούλα,
και κοντεύει να φύγει απ’ τη ψυχή μου
και πετώντας στα μάκρη της αβύσσου
να γίνει χερουβείμ του παραδείσου…
Πορτραίτο
Στο δρόμο, που το πλήθος τρέχει αδιάφορο
για κάθε ωραίο, αγάλι επερπατούσες,
έμοιαζες σα να σε ύψωνε πνοή
και τίποτα σα να μην εμισούσες.
Το βήμα σου απαλό σαν Απολύτρωση
κι η όψη σου ολόασπρη σαν κρίνο
κι έπεφτε η λάμψη της ματιάς κι εφάνταζε
το γαληνό χαμόγελό σου εκείνο!
Ένας ιερεύς κάποιας θρησκείας απόκοσμης
ή από του Βελασκέζ το θείο χρωστήρα
ζωγραφισμένος Ανδαλούσιος άρχοντας,
πρόβαινες μές στην ανθρωποπλημμύρα.
Στον πολυθόρυβο το δρόμο ένα πρωί σ’ αντίκρυσα
όραμα πράο, άυλο, της αγιωσύνης
και στην ψυχή μου απόμεινες σαν είδωλο
μιας αιθερίας, ονειρευτής γαλήνης.
Στον Άδη
Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
το κορμί μας στον τάφο θ’ απογείρει.
Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη,
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη
μας φούντωνε του αίματος τη πύρη.
Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.
Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν,
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα.
Σκαραμαγκάς
Σαν κέντημα γύρω οι βράχοι κ’ οι λόφοι του Κορυδαλλού
στο λιμανάκι, ονειρεμένο, του γραφικού Σκαραμαγκά
κ’ οι βάρκες στην ακρογιαλιά, που βάζουν πλώρη αργά γι’ αλλού
τα παραγάδια και τα’ αγκίστρια κ’ οι πετονιές αραδαριά.
Όλος γαλήνιο αραξοβόλι ο κόλπος του Σκαραμαγκά
κι αντίκρυ η θρυλική Ελευσίνα, Κούντουρα, Μάντρα και τα Βίλλια
κόττερα μάγα, καραβάκια, τράτες, που σέρνονται αργά,
κι άλλα πλεούμενα που φεύγουν γοργά και παίρνουν φόρα μίλια.
Γλυκόχρωμα γαλάζια ως πέρα τα τρεμοσάλευτα νερά,
τα κύματα μ’ αφρόν ολάσπρο, κάπου στο βάθος των κατάρτια
και τα βουνάκια και τα βράχια, τα δεντελλένια στη θωριά
και κάποτε και κάπου – κάπου πανάκια ολόλευκα και ξάρτια.
Κι απ’ όλα, από τις αχτιβάδες, και τα πετράδια στ’ ακρογιάλι
ως τα βουνάκια και τα ψάρια, που τ΄ αγκιστρώνουν πετονιές
λάμπει μια υγεία και μιαν αύρα φυσάει σα νίκη ή μαϊστράλι
πνέει απ’ τα βάθη κ’ ένα ρέμα, παίρνει και ρέει απ’ τις ρονιές.
Κι απ’ το Δαφνί, τη Σαλαμίνα, το Ναύσταθμο κι ακόμα πέρα
ο θρίαμβος των τοπίων παίρνει και βασιλεύει γραφικά
σμίγουν το χώμα, το χαλίκι κ’ οι γλάροι στο γλαυκό του αιθέρα
και νανουρίζεται η ψυχή μας στο κύμα αιθέρια και γλυκά.
Υπεράνω
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ’ οι πρώτοι
ένθεν η ορμή μας ξεπετά εκεί
επάνω απ’ της αβύσσου τ’ άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα χνάρι μας να μη σταθεί.
Κι αν η πίστη στη χίμαιρ’ άλλης πλάσης
δε γλυκάνει τη πίκρα στη ψυχή,
Ανυπαρξία κι αν δε μας ξεγελάσεις,
οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σ’ αμάχη,
μέσα μα και σαν έξω απ’ τη ζωή!…
Στις Τρεις Εκλεκτές
Την ευτυχία πρώτη φορά τη νιώθω,
στο πλάι σας το γλυκό κι είστε δικές μου,
αγαπημένες και σ’ εμέ, τον πόθο
και των τριών να δάμαζα, καλές μου.
Αληθινές, γιατ’ είστε, με ποθείτε
και σας ποθώ σαν φυσική αρμονία,
σαν πρωτόπλαστος, σαν Ανταίος, σαν Ήρως,
επάνω απ’ την αντρίκεια μου μανία.
Υγεία μού δίνει η γενναία ορμή σας,
μου πλαταίνει τα στήθη, μ’ αντρειεύει.
κι αν στις κραυγές του Πόθου, στο φιλί σας
ξεχειλούσα, η ιδέα με μαγεύει.
Σαν στοιχείο, απ’ τους δρυμούς που πνέει
πνεύμα του Ανέμου, να χυθώ στις κλίνες,
μαζί σας ένα να γινώ κι οι Ωραίοι
στων Αιώνων να μ’ ανυμνούν τις δίνες.
Τ’ όνειρο της Ζωής Μου, της Ζωής Σας,
ω! να γινόμουν για πολύ κι αιώνια,
ο θρίαμβός μου να ‘σαστε, δική σας
η δόξα, που τα χείλη μας –αηδόνια
να μελωδούν παντοτινά κουαρτέτο,
που τίποτα ποτέ να μη χωρέσει
σε ύφος οργίων, λαχανιασμών καρνέτο
φιλί επιγλωσσιτό, χυμών η βρύση.
Κι ύστερα, τη μια χαρωπή φιλία
μια στοργική αγάπη, σφραγισμένη
με φυσική την αίσθηση, ομιλία
που τρέμει, στην ενθύμηση δοσμένη.
Ποιητής
Είχα πέσει σε βύθος, είχα πάντα τη μαύρη
κι ολοπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη…
μες στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη
ποθοθάνατη ‘νείρια του οράματος νήτη.
Έχω λήθαργου μοίρα κι είχα παραμελήσει
χρόνια. Κι όμως ο στίχος, ο ρυθμός δεν ελείπαν.
Είχα ανέβει εκεί που ‘ναι μόναχα η βρύση…
κι η επιστήμη, αν δεν είχα, δεν θ’ ανέβαινα -είπαν.
Επειδή κι είχα χάσει το ρέγουλο, είμαι
ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης,
ο πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείμαι,
ο μεγάλος, ο θείος των ρυθμών υποφήτης!
Διαθήκη
Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ’ αηδόνια.
Χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.
Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λιώνουν πόνοι και τριζόνια…
Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ’ ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.
Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.
Καρτέρι
Πάντα να περιμένω στ’ ακρογιάλι,
σαν άλλοτε, σα χθες, σήμερα -χρόνια!
μες απ’ τη στάχτη να πετιέμαι πάλι,
φοίνικας, κρίνο στα τετράκρυα χιόνια.
Τον ίδιο εμένα να θωρώ σε εικόνα,
σ’ ένα γιαλό, προσμονητή του αγνώστου,
που ‘ρχεται τάχα σα σε νάρκη αρρώστου,
μα γλιστρά κάτω προς τον καλαμιώνα…
Καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα,
να φτάνει η βάρκα χωρίς νέο πιλότο,
δίχως μαλλιά κυματιστά στον αέρα,
όνειρο αγάπης και στερνό και πρώτο.
Φωτολάτρης
Προσκυνητής εμίσεψα στο μακρυνό ερμοκκλήσι,
που πάνω στο βράχο υψώνεται λευκό σαν περιστέρι,
κι ήπια νερό στη βρύση του, πλάι στο κυπαρίσσι,
που η Μοίρα το θεμέλιωσε με το λευκό της χέρι.
Του κάκου κι αν ξεδίψασα στο κάμα τ’ Αλωνάρη,
κι αν ηύρα μπρος μου ολάνοιχτη του ερμοκκλησιού τη θύρα,
φτερώνομαι σαν το πουλί στο πιο ψηλό κλωνάρι,
προς μιας θρησκείας υπέρκοσμης τη φωτεινή πλημμύρα.
Ω Φως… σε σένα η προσευχή κι η δέηση κι η λατρεία,
που νέο ρυθμό αυτιάζομαι στ’ ολόλαμπρό σου θάμα,
τα βάρυπνα τα μάτια μου που κάθε αυγήν ανοίγεις,
να κοινωνήσω επόθησα το φωτεινό σου ανάμα…
Άγνωστη
Απόψε και να μ’ έβλεπε ‘κείνη π’ αναζητώ,
αυτή που δεν εγνώρισα και που ποτέ δεν είδα,
που στη καρδιά μου ευλαβικά τόσο καιρό κρατώ,
σα κάποια προμηνυτική που με φωτίζει, αχτίδα.
Απόψε, που σκιρτά η καρδιά, το μάτι λάμπει αδρό,
σπιθίζει το αίμα μέσα σου κι αγάλλεται η ψυχή μου,
κι ανυψωμένη η σκέψη μου στ’ άπειρο, μ’ αργυρό
φως φεγγαρίσιο, αχνοφωτά, ντύνει την έκστασή μου…
Χωρίς Σκοπό
Έτσι χωρίς σκοπό η Ζωή ριγμένη,
και ράθυμα ενώ ζούμε στην ανία,
μιά φλόγα αγάπης ξάφνου ν’ ανασταίνει
την καρδιά μας, κρυφή χαλκομανία!
Στο περιθώριο τάχα πεταμένοι,
ξένοι προς κάθε δράσεως τη μανία,
ένα λικέρ αδρό να μας προσδένει
με του Υπερπέραν την ευρυχωρία!
Χαρούμενα να ζήσουμε τα νιάτα,
χωρίς δεσμούς, που κυβερνά η ρουτίνα,
δίχως συμβάσεις, συμφωνίες γεμάτα.
Εφήμερα τα ειδύλλια τα φίνα,
να μαδούν στ’ άγγιγμα πνοής καινούργιας,
σαν ρόδου πρώιμου φύλλα, κρόσσια ούγιας.
Μπόρα Του Μάη
Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π’ άνοιγαν ματάκια προς το φως.
Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.
Και τ’ όνειρο μας που ‘λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το ‘καψεν ο μέγας κεραυνός…
Οι Ερχόμενες
Ν ‘ανοιγοκλείνει η κουρτίνα και πίσω να φεύγουν,
να ‘ρχονται εδώθε, να μας αγγίζει η πνοή των,
κι οι τεμπελιές μας οι αθώες που πάντα μας ρεύουν,
ν ‘ανοιγοκλείνουν κι αυτές, δροσισμένες μαζί των.
Μαζί με κείνες, που πλάι μας με λύσσα βρυάζουν,
μες στην αυλή, στο σαλόνι, στον πολυθόρυβο δρόμο,
που μας κοιτάνε, μας γνέφουν, γελούν και φαντάζουν
προς τη ματιά μας και στ’ όνειρο και με πανέρια στον ώμο.
Στο γλυκολάλο τ’ αέρι, ανεμίζει και φέρνει
τα προσωπάκια τους όλα, γλυκά, ροδισμένα,
είναι ξανθές και μελάχρες, λαχτάρα τις παίρνει
γι’ αυτά τα μάτια μας σε γλυκό δάκρυ λουσμένα.
Θα μπουν μαζί και θ’ απλώσουν τα χέρια,
θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα,
θα μας μιλήσουν γλυκά σ`αγκαλιάσματα αιθέρια,
θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα.
Κι όπως η βάρκα, το κύμα μες στο μαϊστράλι,
όπως σαλεύουν να φτάσουν, ν’ αγγίσουν στο μώλο,
έτσι τις σέρνει σε μένα, κοντά στ’ ακρογιάλι,
εν’ αεράκι, ν’ αδειάσει το τσούρμο τους όλο.
Να ξεχωρίσουνε τέλος τα σώματα εμπρός μου
απ’ την ανοιγμένη κουρτίνα στήλες να προβάλλουν,
από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου,
να γίνουν σωστές σιλουέτες, χωρίς ν’ αμφιβάλλουν.
Κι όλο να τρέμει η κουρτίνα, κοντά στο φεγγίτη,
όλο ν`αμπώχνουν οι πρώτες, λαχτάρα να ιδούνε,
ναν τις ιδώ να γεμίζουνε τέλος το σπίτι,
να μη χωρούν και να μείνουν και στην αυλή να μιλάνε.
Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ`αλλάζουν,
παρ`τες, μητέρα! να φύγουν, αν ήρθαν, αλιά μου .
Ολα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν.
Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα,
γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των,
μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα,
κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των.
Είχα φυλάξει βαθιά μου μονάχα τη χάρη,
μονάχα τ`όνειρο δεν ονειρεύομαι τώρα;
Χωρίς ν`αφήνουν κανέναν ίσκιο κι αχνάρι,
τις είχα ιδεί να μου φέρνουν περίσσια τα δώρα.
Στο Χωρισμό Της…
Τη μέθη της χαράς να σε κερνούσα
που δεν ηύρες στον πρώτο σου δεσμό,
συ να γινόσουν της χαράς μου η μούσα
κι ας μ’ έσερνες προς ένα χαλασμό.
Ντελικάτη, κρινένια εσύ, ολανθούσα
μες στ’ άσπρο φόρεμά σου, εαρινό,
σεμνή, παρθενική, χαμογελούσα,
να ζούσα στον απλό σου στοχασμό.
Κι ας ήταν όλη μαγική σου χάρη
μιαν απαλή να μύρωνε ζωή,
κρυσταλλένια σαν το μαργαριτάρι,
γεμάτη από αγάπη κι ηδονή:
-όλα χαρούμενα, σε ρύθμισμα ένα,
τα χτυποκάρδια μας αρμονισμένα…
Στον Έρωτα
Έρωτα, Έρωτα, νιώθοντάς σε
νιώθω να περνά της ψυχής μου σκότος
η φωτεινή σου αχτίνα
και να γίνομαι όλος
ένας παλμός
Ρέε ήρεμα, ήρεμα μέσα μου
και γίνου εσύ όλος ο εαυτός μου,
τόσο, που να γίνω περήφανος
σαν Θεός,
γιατί θα κλείνω εντός μου το μόνο Θεό,
γιατί θα είμαι
ο παλμός ο δικός σου!
Στον Έρωτα ΙΙ
Τι σε ξυπνάει απ’ το βαρύ σου λήθαργο,
που ζώνει σε ως τα τώρα απ’ το χειμώνα;
Ποιο φως, ποιο μάγι εγήτεψε τη νάρκη σου
κι αρχίζεις πάλιν τον ωραίον αγώνα;
Όλα τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,
θάλασσες, ουρανοί, ρόδα και κρίνα…
Χαίρε κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να χύσεις τη δική σου την αχτίνα…
Έρωτας
Την πόρταν εμαντάλωσες κι ήρθες σιμά μου πάλι,
μού´σφιξες τα χέρια μου κι έγειρες το κεφάλι
να μου ειπείς τ’ ανείπωτα που μόνο η νύχτα ξέρει,
μέσα στο τρισκόταδο της κάμαρας, ω! ταίρι.
Κι είπαμε όλα τα κρυφά, που και τα ρόδα λένε
στο περβόλι τις βραδιές με λίγωμα και κλαίνε.
Κι άπλωσες τα χέρια σου να μ’ αγκαλιάσεις πάλι
κι ήρθε το ιερό φιλί σαν τρόπαιο μες στην πάλη.
Έμπνευση
Δεν είν’ άλλο στον κόσμο απ’ την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ’ του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.
Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ’ της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο.
Eσύ
Εσύ, που της ζωής μου εγίνης ο ρυθμός,
σε τόσες μέσα ωραίες, ο μοναχός καημός,
ιδανικό μιας νιότης κι ονείρου χάρη εσύ,
το πιο ακριβό μου γκόλφι, το πιο παλιό κρασί.
Το πέρα στις αγάπες τις πρόσκαιρες, μαζί
και το σιμό καμάρι που στην καρδιά μου ζει…
Εκείνο που αναβάλλω, τι πιο πολύ ποθώ,
ό,τι έταξε για μένα πολύσοφη Κλωθώ.
Το πεπρωμένο ταίρι, το πιο γλυκό αγαθό,
που πλάι μου έχω αναθέσει, μα και θα μαραθώ
το προσφερτό απ᾽τη Μοίρα, ταμένο απ᾽τη Ζωή,
το αληθινό, το μόνο που ευφραίνει την ψυχή,
ό,τι γεννήθη ατόφιο, σαν πλάσμα ζωντανό,
στο λίκνο της ψυχής μου-σαν φύτρο εαρινό.
Αλλοτινό
Στο θείο παλμό σου ο παλμός μου-αρμονία·
στη θεία φωνή σου να πάλλεται η σάρκα·
στο πάναγνό σου το μύρο να πνέω ευωδία·
προς το λιμάνι του ονείρου αργόπλεε η βάρκα…
Μα τι κατάρα! οι καρδιές μας δεν πάλλουν σαν πρώτα.
Ω! δεν ακούω, δεν ακούω καμιά νότα·
ω αλίμονό μας εχάθη και πάει η ευωδία
και παραδέρνει η βαρκούλα μες στην τρικυμία…
Στα Ξένα
Σε μια πόλη από χρόνους έχω ζήσει,
σ’ ένα τοπίο, μόνο, μαγεμένο,
έχω την ίδια θάλασσα αντικρίσει
και τίποτ᾽ άλλο δε γνωρίζω ξένο.
Σε ταξίδι ατελείωτο μεθύσι,
γιαλών, πολιτειών, χωρών, πηγαίνω
μονάχα μέσα στ’ όνειρο και ραίνω
με ρόδα τ’ άπλωμά μου το παρθένο.
Κι η νοσταλγία με καταλεί να φύγω
κάποια νύχτα από τα συνηθισμένα
απ’ το χόρτασμα της χαράς το λίγο
Στ’ άγνωστο να βρεθώ, να πάω στα ξένα,
θάλασσες, νέες γνώρες, άλλα κάλλη,
ν’ αναστηθώ σε μάγα, ζωήν άλλη.
Ήπειρος
Κάθε φορά που βρέχει ο ουρανός
θυμάμαι τα δρολάπια της Ηπείρου
κι ανάβει μέσα μου βαθύς καημός
και με κυλά στα σύθαμπα του ονείρου.
Και βλέπω μες στα χιόνια κάποιο μ’ όνειρο
σαν τον καρπό απ’ το κλαρί να πέφτει
και φλόγα ολόσβυστη στα στήθια μου
κι όλα παρτά απ’ τον πόλεμο του κλέφτη.
Μισεμός
Όταν επάνω από την ανία σηκωθούμε,
που μαύροι στοχασμοί μας περιζώναν
και πάλι την αγνότητά μας ευρούμε,
που πλάνες σκοτεινάδες εθολώναν,
χαριτωμένοι, ολόδροσοι, ξεχνούμε
κάθε μας έννοια, που τη δυναμώναν
μολέματα παράκαιρα και ζούμε
μες στη χαρά, που οι πίκρες επληγώναν.
Καράβι καλοτάξιδο κι ο νους μας
μισεύει σε λιμάνια ονειρεμένα
κι όλους τους βρίσκει στο νησί, δικούς μας
βεγγαλικά να καίνε στο ακρογιάλι,
να καρτερούνε με μάτια δακρυσμένα,
να μας απλώνουν διάπλατην αγκάλη.
Σονέττο
Γλυκούλι μεσουράνημα η ζωή σου
και φθάνω αργά, μα είναι καιρός ακόμη,
στο χείλι σου αν δεν κελαηδεί μια γνώμη,
θα τρυγέψεις, θα σφίξεις την ψυχή σου.
Με χείλη διψασμένα εγώ στην κόμη
θ’ αφήσω σου φιλιά, που μιας Αβύσσου
το σύρσιμό τους πνοηστό, μαζί σου,
να γίνω ένα κι ας μη θεν οι Νόμοι!
Στη φθινοπωρινή, ξέθωρη ώρα,
άσπρων μαλλιών κι αν ήταν υποψία,
θαν τα φιλούσα πιο θερμά, με θεία
Έξαρση, κι αν ρυτίδας στη μορφή σου
τη χαρακιά τη μαγική αντικρίσω,
πιστήν αγάπη να μην πάρω πίσω.
Η Βαρώνη Σταφ
(από την επιθεώρησιν “Αθηναϊκό Σαλόνι“)
Η μαντάμ Σταφ είμ’ η Βαρόνη
στο Ελλάδα ήρθα: «Βουαλά!»
στον κόσμον όλον είμαι η μόνη
στο ντισκούρ ντυ σαβουάρ.
Του σαβουάρ σουί ντοτόρα,
μοναδική μες στο Παρί
διδάσκω απταίστως και μπονόρα
το φέρσιμο της ντερνιέ κρι.
Πώς να κρατείτε το πιρούνι,
κομάν ιλ φο με σικ μανζέ
πώς να τρυπάτε το τακούνι,
και πώς να παίρνετε μεζέ.
Πώς να κοιτάζετε με πόζα,
κι αφ’ υψηλού τους θεατάς,
από τη λόξα με σκερτσόζα
βλέμματα τας ηθοποιάς.
«Ιλ ε σαρμάν» ν’ αναφωνείτε
πουρ λα πιές ντε λα πρεμιέρ
και τίποτ’ ας μην εννοείτε
σι βουζ ετιέ α λα ντερνιέρ.
Στον καβαλιέρο σας με νάζι
ντε ντιρ – α λ’ ουβερτύρ ντυ φοξ
απότομα να μην αρπάζει
τα χέρια σας, δεν είναι μποξ.
Ε ο ταγκό, α λα φιγκύρ –
σαν τρεμοσβήνει κάθε φως,
σας αγκυλώνει η μανικύρ ––
καημένε, τσίμπα μ’ ελαφρώς!
Η Μαντάμ Σταφ είμ’ η Βαρόνη,
στο Ελλάδα ήρθα, πουρ βουάρ,
στον κόσμον όλον είμαι η μόνη
αλό ντισκούρ ντυ σαβουάρ.
Όσκαρ Γουάιλντ
Όταν μια κόπια έκανες την εποχή σου,
ζητώντας τραγικότητα στη φύση
και στη ζωή, στη φυλακή αναζήσει
κι εκεί ‘χε η σκέψη σου στην ξεστοχή σου.
Σαλώμη, Τραγωδία η πρόθεσή σου
ξέπεσε στ’ άσχημο, να ξεδιαλύσει
τον Πόνο από την κόσμηση, η αισθητική σου
χλεύη, κατάντια, αυτοεξευτέλισμα να χύσει.
Και στη λοκάντα, σαν εβγήκες ξεχασμένος
από σοφούς ποιητές και νέους ανθρώπους
πικρός, στυγνός, καλός κι αγνοημένος
Ξεψύχησες μονάχος σ’ άλλους τόπους
κι ο λοκαντιέρης στον πελάτη του στεφάνι
τον όποιον μ’ άγιο σεβασμό σού βάνει.
Παλμοί
Άγγελε θείε της σύντομης ζωής μου,
φως της θλιμμένης άχαρης στρωμνής μου,
της μάθησής σου η πείρα να υπερβαίνει
τη Λάουρα του Πετράρχη που είναι ξένη.
Θάψτε τους πρωτινούς κι αφήστε εμένα,
στων αιθερίων μου λογισμών τα φρένα
ή ασύλληπτον ή τίποτε, μαζί σας,
να πω την αρετή πως είναι η γη σας.
Αφού είναι, κι αν η γνώση είναι μαζί μας,
δε θέλομε άλλο δάκρυο στη ζωή μας
από τους θησαυρούς που είναι η ψυχή σας,
κι εγώ ο φτωχός ας μείνω στην αυλή σας.
Έρημοι
Νυχτώνει στον Προφήτη Λια.
Δυο-τρία φώτα μόνο·
κι έχομ’ εδώ στην ερημιά
περάσει τόσο χρόνο!
Σε λίγο σβήνουνε τα δυο
κι έν’ απομένει μόλις
και πέρα είναι κατάφωτη
κι όλη στην τύρβη η πόλις.
Έπειτα, σβήνει και το φως
που έμενε μονάχο
κι είναι σαν να βρισκόμαστε
σαν κρεμαστοί από βράχο.
Μοναχικό
Στο νύχτωμα θριαμβικόν υψώθη το Φεγγάρι,
μα το πυκνό το φέγγος του μου θάμπωνε το μάτι·
και σάμπως μες στην Τρικυμιά να βρήκα αραξοβόλι,
κοιτούσα κάποιο γαλανό, τρεμόλαμπο αστεράκι
που θάρρευα κι αντίφεγγε κάτι απ’ τη Μοναξιά μου…
Δεν Έφθασα Ψηλά
Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά,
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ᾽ αστέρια,
δεν πέταξα σ᾽ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε σ᾽ ουρανικά λημέρια.
Δεν έκρουσα την άρπα μου σ᾽ ουράνιους σκοπούς,
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς
που σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.
Δεν Ήτανε Να Γίνω
…Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω,
ό,τι έχω ‘νειρευτεί…
Διασκέλισα Το Κατώφλι Του Ψυχιατρείου
Διασκέλισα το κατώφλι του σα νεκρός, όπως θα διασκέλιζα μ’ ακέραιες τις αισθήσεις το κατώφλι του Άδη. Οι νοσοκόμοι κι οι γιατροί με τις λευκές καμιζόλες πού κατέβαιναν στην εξώθυρα να με παραλάβουν και με ψαχούλευαν με το βλέμμα τους, ένα βλέμμα μέχρι οστέων εξεταστικό και διασκεδαστικό, που μου ξήλωνε ραφή προς ραφήν -κράκ, κράκ, κρακ- σαν το τρυπάνι του νεκροσκόπου το πετσί και τα κόκαλα και μου αναμόχλευε με τη λεπτή ερευνητική του αιχμή την καρδιά και την κόγχη του εγκεφάλου, μου έκαναν την εντύπωσιν -το θυμάμαι σα να ‘ταν τώρα- λευκοπτέρυγων άγγέλων νεκροπομπών, που με εζύγιαζαν στην τρομερή ζυγαριά της αδυσώπητης κρίσεως, σε ποιο τάχα κύκλο του καθαρτηρίου ή της κολάσεως θα έπρεπε να με κατατάξουν.
Κι οι χλωμές, φασματικές, εφιαλτικές μορφές των αρρώστων, που τριγυρνούσανε στον περίβολο, μου φανήκανε σαν φαντάσματα, σαν άυλα και άπιαστα φαντάσματα πού τριγυρνούσαν στις όχθες του Άρνου και όπου στα χείλη τους έτρεμε, μαζί με το άφωνο “καλώς όρισες” το ερώτημα: “Τί νέα από τον απάνω κόσμο, από τον κόσμον των ζωντανών“;