Φλωράκης Ηλίας: Η Άλλη Πλευρά Του

Η Φωτογραφία

     Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου… -πολύ κοινότυπη έκφραση και νομίζω ότι θα παρεξηγηθώ. Ας το θέσω διαφορετικά. Από τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ τη ζωή -και μη σας ξεγελάει αυτό, δεν ήταν πριν τα εφτά μου χρόνια- είχα μια λατρεία για τις φωτογραφίες, αν και με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι άρχισα να τριγυρνάω γύρω στα δώδεκα. Η σχέση αυτή ξεκίνησε όταν άρχισα να περιεργάζομαι τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες που ήταν φυλαγμένα σαν ιερά κειμήλια στο σπίτι. Το άλμπουμ με φωτογραφίες των παππούδων μου, ο γάμος των γονιών μου, η γέννηση και τα βαφτίσια μου κι ένας σωρός ακόμα άλμπουμ. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες κι έγχρωμες, εκτυπωμένες κυρίως στο χέρι μέσα σε κάποιον αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο. Ο παππούς μου κι ο πατέρας μου είχαν πάθος με τη φωτογραφία. Οι μνήμες από την μυρωδιά των χημικών, όταν βγαίναν από τον σκοτεινό θάλαμο που είχαν στήσει σ’ ένα αυτοσχέδιο δωματιάκι στο μπαλκόνι, νομίζω ότι έχουν αποτυπωθεί βαθύτερα από την οσμή της μητέρας μου όταν θήλαζα.
     Όπως έλεγα, κείνα τα άλμπουμ ήταν η αιτία κι όχι κάποιο γονίδιο που κληρονόμησα ως αρσενικό της οικογένειας. Η αποτυπωμένη εικόνα, αυτή η παύση στο χρόνο, η διαιώνιση της στιγμής ήτανε που με γοήτευσε αμέσως. Έβλεπα τον παππού μου, πατέρα του πατέρα μου, στα παιδικά του χρόνια ή νεαρό μαζί με την γιαγιά που δε γνώρισα ποτέ. Εικόνες μιας ζωής που εγώ δεν ήμουν εκεί για να τις παρακολουθήσω, αλλά ακόμα κι αν ήμουν, θα έπρεπε να περάσουν χρόνια για να τις ζήσω. Κι οι εικόνες αυτές με γοήτευαν. Κι όταν στα δέκα μου χρόνια, πέθανε κι ο παππούς, τα άλμπουμ με αυτές τις εικόνες έγιναν ένα πολύτιμο ταξίδι στο χρόνο.

     Μερικά χρόνια αργότερα κι αφού ξεπέρασα το θάνατο του παππού μου, ζήτησα από τον ‘Αγιο Βασίλη και πήρα δώρο την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή. Πρέπει να ήμουν γύρω στα δώδεκα, όταν κατάλαβα πως όλα μου τα αγαπημένα πρόσωπα, ο πατέρας, η μητέρα, φίλοι και συγγενείς μου, κάποια στιγμή θα ακολουθούσαν τον παππού μου. Κι έτσι άρχισα να τους αποτυπώνω στο φιλμ. Δεν ήμουν μανιώδης φωτογραφιστής και μπορώ να ομολογήσω πως σιχαινόμουν τη διαδικασία μετά το κλικ μέχρι την εκτύπωση μιας φωτογραφίας. Την αναμονή μήπως δεν τυλίχτηκε καλά το φιλμ, δε βγει η φωτογραφία, μήπως έχασα την στιγμή. Τραβούσα σπάνια κάποια στάση και μπορούσαν να περάσουν βδομάδες πριν γεμίσει ένα φιλμάκι. Αναζητούσα την στιγμή μέσα στον χρόνο. Την στιγμή που θα χαρακτήριζε ένα πρόσωπο, μια φάση της ζωής, μια γέννηση ή έναν θάνατο.
     Όταν ενηλικιώθηκα σχεδόν, απέκτησα δυο πράγματα ταυτόχρονα, που μου άλλαξαν την ζωή. Την πρώτη μου γκόμενα και την πρώτη μου ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Και μπορώ να πω ότι τις λάτρεψα και τις δύο με το ίδιο πάθος. Η γκομενίτσα, δυο χρόνια μικρότερη από μένα, μου έδωσε τις πρώτες απολαύσεις του έρωτα. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ μέχρι κείνη τη στιγμή, πόσο γλυκό μπορούσε να είναι ένα μουνάκι γεμάτο με τους χυμούς του έρωτα. Πόσο υγρό και ζεστό μπορούσε να γίνει κάνοντας το πουλί μου να λιγώνεται. Ταυτόχρονα, η κόμπακτ ψηφιακή που απέκτησα, με απάλλαξε από το άγχος της αναμονής και της αγωνίας μέχρι να δω το αποτέλεσμα των προσπαθειών μου. Αμέσως μετά το κλικ, έβλεπα αν η φωτογραφία μου είχε πιάσει αυτό που είχα δει. Και λίγους μήνες αργότερα άλλαξε κι η θεματολογία μου. Έχοντας αποτυπώσει όλους τους ανθρώπους που θα ήθελα να θυμάμαι όταν πεθάνουν, κατάλαβα πως αυτό που ήθελα πια να αποτυπώσω, είναι στιγμές της ζωής μου. Όταν χώρισα με την πιτσιρίκα, είχα μερικές φωτογραφίες της στο άλμπουμ μου. Αυτό όμως που ήθελα περισσότερο να θυμάμαι ήταν το γλυκό μουνάκι της με το μαλακό χνούδι που το περιέβαλε. Κι εκείνο δεν το είχα ούτε μία φωτογραφία. Δεν ήταν ότι δεν θυμόμουν πως ήταν -δεν είχε πολύ καιρό που χωρίσαμε-, αλλά κείνο το ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης με διάφορες ασθένειες του μυαλού που έσβηναν την μνήμη και τις αναμνήσεις με τάραξε αρκετά. Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να γίνει κάτι και να μη μπορώ να επαναφέρω στο μυαλό μου μια ανάμνηση.
     Κάθε κοπέλα που πέρασε από το κρεβάτι μου, έγινε και μοντέλο ποζάροντας στη φωτογραφική μου μηχανή. Φωτογράφιζα κάθε εικόνα που θα ήθελα να ξαναδώ. Την ώρα που κοιμόντουσαν, την ώρα που κάνανε μπάνιο ή κατουρούσανε στη τουαλέτα, την ώρα που βαφόντουσαν ή γδυνόντουσαν για να πηδηχτούμε. Στιγμές αθώες και ρομαντικές ή ερωτικές και πρόστυχες, άρχισαν να γεμίζουν φακέλους στον υπολογιστή μου. Μουνάκια και κωλαράκια, στήθη και κορμιά, αποτυπώνονταν σ’ όλες τις στάσεις, με ή χωρίς εμένα συμπρωταγωνιστή. Τραβούσα τα πάντα. Με κάθε φωτισμό, με κάθε δυνατή γωνία. Καθετί που έβλεπα και γευόμουνα, γινότανε ταυτόχρονα και μια φωτογραφία. Κι όταν χώριζα από κάθε σχέση, αναπολούσα τις υπέροχες στιγμές μαζί τους, κοιτώντας τες να παρελαύνουν στην οθόνη. Και δεν ήταν λίγες οι φορές, που με έκαναν να χύσω εκστασιασμένος καθώς το μυαλό μου αναπαριστούσε την ηδονή που αντιπροσώπευαν.
     Με τα χρόνια όμως, αυτό το πάθος έσβησε. Είχα κάνει πολλά στο κρεβάτι κι αυτά που υπολείπονταν, απλά δεν ήθελα να τα δοκιμάσω. Περάσανε πολλές γυναίκες και φωτογραφικές μηχανές. Φάσεις και στάσεις. Αυτό πλέον που αναζητούσα με την μηχανή μου ήταν ο αισθησιασμός κι ο ερωτισμός. Αναζητούσα την τέλεια ερωτική φωτογραφία. Αυτή που θα υποσχόταν χωρίς να αποκαλύπτει. Οι εκθέσεις φωτογραφίας που είχα κάνει τα τελευταία χρόνια, με είχανε καθιερώσει σαν τον πιο ερωτικό φωτογράφο της εποχής μας. Προσπαθούσα να μείνω πίσω από τα όρια του πορνογράφου, γιατί απλά δεν ήμουν. Ήμουν λάτρης της στιγμής. Ο φακός μου είχε καταγράψει αρκετά, τα μάτια μου είχανε δει πολλά κι είχα ζήσει ακόμα περισσότερα. Αλλά αναζητούσα κείνη τη φωτογραφία. Όπως ο σέρφερ που περιμένει μια ζωή για το μεγάλο κύμα. Κείνη τη μοναδική στιγμή της ζωής. Πολλά μοντέλα είχανε περάσει από το στούντιό μου. Κορμιά θεσπέσια, γυμνασμένα, τέλεια. Κορμιά γεμάτα με καμπύλες και πιασίματα. Κοπέλες με ατελείωτα πόδια, αλλά και κοπελίτσες εύθραυστες, σχεδόν μινιατούρες. Στήθη μεγάλα, μικρά, κρεμασμένα και στητά, με ρώγες όλων των μεγεθών. Μουνάκια ροζ, κόκκινα, καφετιά. Αλλά κανένα μοντέλο, καμιά στάση, καμιά σύνθεση δεν με ικανοποιούσε τόσο ώστε να πατήσω το κουμπί της μηχανής. Έβλεπα τη ζωή μου να φεύγει σιγά-σιγά χωρίς να έχω καταφέρει να αποτυπώσω τη φωτογραφία που θα έκανε τους άλλους να με θυμούνται για πολλά χρόνια ακόμα μετά τον θάνατό μου.
     Και τότε…  ήταν ένα από κείνα τα μελαγχολικά πρωινά. Ψιλόβρεχε έξω. Μια μουντίλα επικρατούσε στην ατμόσφαιρα που δεν έλεγε να πετάξει από πάνω της τον χειμώνα που πέρασε. Περίμενα ένα καινούργιο μοντέλο που μου είχαν συστήσει και τύχαινε να μένει στο διαμέρισμα ακριβώς πάνω από μένα. Όταν χτύπησε το κουδούνι, δεν είχα τη διάθεση και πολύ να ανοίξω. Απλά ήθελα να τη γνωρίσω και γι’ αυτό δεν είχα ακυρώσει το ραντεβού μας, όταν με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα αργήσει λιγάκι γιατί μόλις είχε ξυπνήσει. Δεν την πίστεψα ιδιαίτερα, αφού στο βάθος ακούστηκε μια αντρική φωνή που την διέταζε σχεδόν να επιστρέψει στο κρεβάτι για ένα στα γρήγορα, γιατί ο νεαρός είχε πρωινιάτικες ορέξεις. Ίσως να μη γνώριζε ότι κάθε φορά που πηδιόταν οι κραυγούλες της ακούγονταν στο διαμέρισμά μου. Και κάθε φορά που χρησιμοποιούσαν το σιδερένιο κρεβάτι για τα παιχνίδια τους, αυτό γρατζουνούσε το πάτωμα μεταδίδοντας στο χώρο μου, τους ρυθμούς τους.
     Όταν άνοιξα την πόρτα, μια κοπελίτσα γύρω στα είκοσι μου χαμογέλασε αμήχανα και ζήτησε συγνώμη για την αργοπορία της. Μετά από τις συστάσεις, πέρασε μέσα. Μέχρι να ετοιμάσω τους εσπρέσο, η κοπελίτσα είχε γδυθεί και με περίμενε στο κρεβάτι σκεπασμένη με το σεντόνι. Κάθισα δίπλα της μέχρι να πιούμε τον καφέ. Μόλις είχε κάνει μπάνιο κι ευώδιαζε ανοιξιάτικα λουλούδια. Έκλεισα τα μάτια κι έκανα πως οσφρίζομαι τον καφέ. Αλλά προσπαθούσα μέσα από τα αρώματα να ξεχωρίσω τη μυρωδιά από το μουνάκι της, που λίγο πριν είχε φτάσει σε οργασμό, γεμίζοντας με τους χυμούς της. Και νομίζω ότι τα κατάφερα, γιατί αναμνήσεις πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό μου. Εικόνες και μυρωδιές διέγειραν όλες μου τις αισθήσεις. Και μια κρυφή ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου, πως ίσως αυτή η κοπελίτσα να ήταν η μούσα μου.
     Όταν ξεκινήσαμε της είπα να νιώσει άνετα. Να παίρνει όποια στάση θέλει και να αλλάζει ύφος, αρκεί να κινείται αργά, σε περίπτωση που ήθελα να τη σταματήσω. Εγώ απλώς περίμενα τη στιγμή. Άφησε το σεντόνι να γλυστρήσει από πάνω της κι άρχισε να κινείται νωχελικά πάνω στο κρεβάτι. Είχανε περάσει μόνο μερικά λεπτά, όταν βρέθηκε στα τέσσερα. Μπροστά στο φακό μου είχα ένα τέλειο κωλαράκι σαν αχλάδι. Το δέρμα της ήτανε λείο και νεανικό, χωρίς ψεγάδια. Τα πόδια της ήταν λίγο ανοιχτά επιτρέποντάς μου να δω κάθε λεπτομέρεια. Το μουνάκι της ήταν μικρό. Τα χειλάκια του στεγνά σε μια ροζ απόχρωση, ενώ μια τουφίτσα διακοσμούσε την κορυφή τους.
     Αυτό όμως που μ’ έκανε να κοιτάξω μέσα από το φακό ήταν η τρυπούλα στο κωλαράκι της. Ένα κυκλικό άνοιγμα σαν στοματάκι έτοιμο να στείλει ένα φιλί. Μου φάνηκε ότι παλλότανε σαν να ανέπνεε παρακαλώντας κάποιον να το προσέξει. Ζούμαρα λίγο παραπάνω. Η κοπελίτσα αργά, λύγισε τα χέρια της και στηρίχτηκε στους αγκώνες. Το πλάνο μου έγινε ακόμα καθαρότερο. Εστίασα. Και την ώρα που γυρνούσε το κεφάλι της προς τα μένα… την ώρα που το λάγνο βλέμμα της συνάντησε το φακό… μια σταγόνα σπέρμα σα δάκρυ γλύστρησε από το κωλαράκι της και στάθηκε ανάμεσα σ’ αυτό και το μουνάκι… ΚΛΙΚ.
——————————-

                            Μαραμένα Τριαντάφυλλα

    Ήταν ένα από κείνα τα σπάνια, φθινοπωρινά απογεύματα, που ο Τζακ έπαιρνε την τσούλα του και πήγαιναν βόλτα, τριγυρίζοντας άσκοπα στους δρόμους της πόλης, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους. Ήθελε τη παρέα της δίπλα του, αλλά ήταν από τις συμφωνημένες, σπάνιες βόλτες που αυτή θα έπρεπε να κρατήσει το στόμα της κλειστό.
     Το ψιλόβροχο είχε σταματήσει εδώ και ώρα, κάνοντας την περιπλάνηση του βλέμματός του, πιο μαλακή κι άνετη. Στα αφτιά του αντηχούσε ο ήχος της πόλης και μια παράξενη, εσωτερική μελωδία που δε μπορούσε να συνειδητοποιήσει τη προέλευσή της. Και μέσα από το καυσαέριο, μπορούσε, όταν η γωνία του αέρα του το επέτρεπε, να μυρίσει το άρωμά της, χωρίς όμως να του φέρνει και τη συνηθισμένη διέγερση. Ήταν κάτι πιο ονειρικό, αυτές οι βόλτες. Σαν τις αναζητήσεις μυθικών θησαυρών και χαμένων πόλεων από χρυσάφι κι ελεφαντόδοντο. Ακόμα κι οι γνωστές καταστάσεις, οι γνώριμες αισθήσεις, όλα αλλοιώνονταν κάτω από αόρατο πέπλο μυστικισμού και μαγείας.
     Ήταν από τα ελάχιστα πράγματα που μπορούσε πια να κάνει και να χαθεί στην μαγεία τους. Τα τελευταία χρόνια ήταν λίγο σκληρά μαζί του, προσγειώνοντας το άλλοτε ελεύθερο πνεύμα του, σε μια πεζή πραγματικότητα, γεμάτη ωμότητα, μίσος και κακία.
     Κρατούσε αγκαλιά τη κοπέλα και τη χάιδευε ασυναίσθητα, όχι τόσο γιατί ήθελε τη συντροφιά της στα ταξίδια του, αλλά για να τον προστατεύει από τους κινδύνους της πραγματικότητας. Εξάλλου, αυτή δεν ήταν σε θέση να καταλάβει  την ανάγκη του. Δεν υπήρχε και λόγος, αφού δεν θα κρατούσε αυτή η σχέση περισσότερο ώστε να χρειαστεί να της εξηγήσει. Ήξερε μόνο τα άκρως απαραίτητα. Δεν θα μιλήσεις καθόλου. Δεν θα ρωτήσεις τίποτα. Από την άλλη, ούτε και αυτή ενδιαφερόταν να μάθει πολλά για τις ιδιαιτερότητες του γκόμενού της. Ήταν μια σχέση που στηριζόταν καθαρά στο σεξ. “Θα είμαστε μαζί, όσο μας αρέσει να είμαστε μαζί. Όταν κάποιος βαρεθεί, θα σηκωθεί να φύγει, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς εξηγήσεις“. Κι ήταν κι οι δύο ικανοποιημένοι. Αν και μέσα στους δύο μήνες που γνωρίζονταν, είχαν δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλον κι είχαν αρχίσει να …βαριούνται. Απλώς δεν είχε βρεθεί ακόμα κάτι καινούργιο να τους κινήσει το ενδιαφέρον.
     Η στοργή κι η τρυφερότητα, ήταν δύο από τα συναισθήματα που είχε ξεγράψει εδώ και καιρό από τις σχέσεις του. Καμιά δεν ήταν τόσο ρομαντική ώστε να του θυμίσει αυτές τις καταστάσεις. Και όσες ήταν, σιγά σιγά ξεχνούσαν αυτό το παιχνίδι, ανακαλύπτοντας το sex. Τελικά, οι γυναίκες ήταν ερωτευμένες μαζί του μόνο και μόνο για να μπορούν να πηδιούνται μαζί του ελεύθερα.
… … …
     Το ταξίδι του εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα, τον οδήγησε έξω από γηροκομείο. Μια έρημη, βρεγμένη αυλή πίσω από την βαριά καγκελόπορτα, θύμιζε ορφανοτροφείο της εποχής των “Αθλίων” του Ουγκώ. Ο ψηλός, πέτρινος τοίχος που περιτριγύριζε το κτίριο, με μιας πλάκωσε τη ψυχή του. Ένιωσε …παγιδευμένος απ’ έξω. Κοντοστάθηκε στη καγκελόπορτα. Μύρισε το φρεσκολουσμένο γρασίδι που άλλοτε προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από τη πίεση των αναπηρικών καροτσιών, τα μπαστούνια και τις αργές, ανούσιες βόλτες των γέρικων παιδιών και σύντομα απ’ τη κακοκαιρία και το κρύο. Κοίταξε τα παράθυρα του πενταόροφου κτηρίου που έχασκε επιβλητικά πάνω από την αψίδα της εξώπορτας. Παράθυρα σφραγισμένα, με κλειστές τις κουρτίνες ή τα πατζούρια, κρύβοντας τον κενό, γεμάτο αναμνήσεις, κόσμο των ενοίκων του.
     Και τότε ήταν που …περισσότερο ένιωσε παρά είδε, εκείνο το βλέμμα. Ήταν το τρίτο παράθυρο, στον τρίτο όροφο. Έπεφτε πάνω του από τη παραμερισμένη κουρτίνα. Ήταν ζεστό και κουρασμένο.
… … …
     Τον παρακολουθούσε πάνω από το δωμάτιό της. Ήταν νέος κι όμορφος, αγκαλιασμένος με κείνη τη μικροκαμωμένη κοπελίτσα. Πόσο θα ήθελε να είναι πενήντα χρόνια νεότερη και στη θέση εκείνης της κοπελίτσας. Λίγο πιο μεγαλόσωμη και γεματούλα, αλλά το ίδιο όμορφη, θα μπορούσε να γευτεί τις χαρές του έρωτα. Και τώρα, παγιδευμένη στο γέρικο αυτό σώμα, με τις ορέξεις, μακρινή ανάμνηση, να τριγυρίζουν το μυαλό της. Τα χέρια τρέξαν αργά πάνω στο σώμα της, κλαίγοντας σιγανά για τη κατάντια της. Το βράδυ δε μπόρεσε να κοιμηθεί ήσυχα. Ενώ οι επόμενες μέρες ήταν το ίδιο βασανιστικές καθώς οι αναμνήσεις περιγελούσαν τη μορφή της. Κι ο πόνος της σούβλιζε τη καρδιά. Πόσο θα ήθελε να κάνει έρωτα για τελευταία φορά.
… … …
     Ήταν στο επισκεπτήριο του Σαββάτου, όταν τα γέρικα μάτια της συνάντησαν για μια ακόμα φορά τα δικά του. Ένιωσε σα παιδούλα, ερωτευμένη κι ίσως λίγο αναμμένη, αν θα μπορούσε να το μολογήσει μέσα της.
     Ήταν στο επισκεπτήριο του Σαββάτου, που πήγε εκεί, ασυναίσθητα, τυφλά, οδηγημένος από την μοίρα του. Τα νεανικά του μάτια, συνάντησαν τα δικά της κι είδαν μια παιδούλα μέσα της και μιαν αγνή λάμψη πόθου που είχε καιρό να συναντήσει στα μάτια των κοριτσιών που πηδούσε.
     Η καρδιά της έτρεμε, σαν στο χορό των  αποφοίτων που περίμενε τον Μπομπ να έρθει να της ζητήσει να χορέψουν. Ο καλός της ο Μπομπ. Παντρεμένοι σαράντα χρόνια, την είχε αφήσει πρόπερσι, ολομόναχη στο δωμάτιο ν’ αναπολεί και να μονολογεί.
     Η καρδιά του χτυπούσε ήρεμα. Γοητευτικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση τη πλησίασε και της φίλησε το χέρι. Ένιωθε τόσο ρομαντικά. Σαν τους ήρωες των ιστοριών, που πλησίαζαν τη πριγκίπισσα με το θάρρος του τυχοδιώκτη κυνηγού και το τακτ ενός κυρίου, για να κερδίσουν τη καρδιά της. Πήγανε στο δωμάτιό της και κλειδώθηκαν. Γδύθηκαν και ξάπλωσαν στο κρεβάτι σιωπηλά. Τα χέρια του χάιδεψαν το γέρικο κορμί της. Ακούμπησε το κεφάλι του στο μαραμένο στήθος της. ‘Ακουσε τη καρδιά της που χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Ένιωσε τα χέρια της που χάιδεψαν το όργανό του, τρυφερά σα κάτι πολύτιμο κι εύθραυστο. Μπήκε αργά μέσα στο μαραμένο τριαντάφυλλό της, που η θύμηση προσπαθούσε να το υγράνει, στραγγίζοντας τις τελευταίες του σταγόνες. Τα χέρια της του χάιδεψαν τα μαλλιά με πάθος και ταυτόχρονα με μητρική στοργή. Είχαν χρόνια να πάρουν κάτι.
     ‘Ακουγε τη καρδιά της να χτυπά όλο και πιο γρήγορα, εκπληρώνοντας τον τελευταίο της πόθο. Κι ο Τζακ, κοιτούσε μέσα στα μάτια της, το βλέμμα και την ψυχή της να χάνονται όλο και μακρύτερα απ’ αυτόν, όλο και κοντύτερα προς τον παράδεισο …και τον Μπομπ. Και μετά …έσβησε.
… … …
     Κάθε Σάββατο ήταν κι ένα διαφορετικό γηροκομείο. Μια διαφορετική αγάπη γεννιόταν και πέθαινε. Κάθε Σάββατο ήταν κι ένας διαφορετικός πόνος που άφηνε το γλυκό φιλί του, καθώς έσβηνε η στοργή μέσα στην ευτυχισμένη αγαπημένη του.
… … … 
     Ήταν Σάββατο, όταν η κοπελίτσα με τα γλυκά μάτια, τη μίνι, καρό φουστίτσα και τα ξανθά κοτσιδάκια πήρε το καρότσι του και τ’ οδήγησε στο δωμάτιό του. Κάθισε στην αγκαλιά του και τον αγκάλιασε τρυφερά. Τον φίλησε στο στόμα κι η καρδιά του άρχισε να χτυπά όλο και πιο δυνατά. Ήταν πάνω από εικοσιοχτώ χρονών, αλλά τα γέρικα μάτια του δε μπορούσαν ν’ αναγνωρίσουν πια ηλικίες. Την έκανε δεκαεφτά-δεκαοχτώ.
     Χάιδεψε το κεφάλι της, γεύτηκε το άρωμά της, χούφτωσε το νεανικό στήθος της. Δε πρόλαβε ν’ ακουμπήσει τα υγρά χειλάκια της που κανένα βρακάκι δε τα κάλυπτε. Όταν το άσπρο χεράκι της κατέβηκε στο παντελόνι του, ξεκουμπώνοντας το φερμουάρ, όταν γέμισε τη χούφτα της με το γέρικο κι άψυχο όργανο του Τζακ, η λύτρωση είχε ήδη έρθει.
————————————

                                    ΟΣΜέΣ

     Από μικρή ηλικία, είχα κόψει το κρέας. Για διάφορους λόγους εκτός θρησκευτικούς. Δεν ανήκα σε καμιά θρησκεία ή αίρεση που να το απαγορεύει. Απλώς το έκοψα.
     Έτσι, μετά από μια μεγάλη περίοδο αποτοξίνωσης του σώματός μου, άρχισα να παρατηρώ μια μεγάλη και σημαντική αλλαγή στην προσωπική μου μυρωδιά. Είχε εξαφανιστεί αυτή η πικρίλα και η ξινίλα λόγω τοξινών. Μια γλυκάδα πήρε την θέση τους. Μια μυρωδιά που την λάτρεψα.
     Σταμάτησα να φοράω αρώματα κι αποσμητικά που την αλλοίωναν. Ακόμα κι ο ιδρώτας μου είχε μια διακριτική παρουσία πάνω μου. Δεν έμενα μέρες άπλυτος. Δεν ήμουν βρομιάρης. Απλώς είχα σταματήσει να χρησιμοποιώ χημικά αρώματα. Ακόμα και στο μπάνιο, χρησιμοποιούσα πράσινο σαπούνι.
Όλα αυτά παίξανε ιδιαίτερο ρόλο στην αίσθηση της μυρωδιάς. Απέκτησα μια ιδιαίτερη ευαισθησία στις οσμές με ιδιαίτερες προτιμήσεις στο άρωμα του σώματος.
     Αυτό από την άλλη ήταν κατάρα. Όταν έπαιρνα το λεωφορείο, η βρώμα των άλλων, η ξινίλα τους, τα χνώτα τους, πολλές φορές ήταν ανυπόφορα δύσοσμα. Εμετικά βαριά. Ακόμα και τα μαγαζιά που σύχναζα, κριτήριο σημαντικό ήταν ο επαρκής εξαερισμός της τουαλέτας τους. Δύσκολοι καιροί μέχρι να μάθω να φιλτράρω ή να ανέχομαι -ως ένα σημείο- τις δυσάρεστες οσμές.
     Όταν άρχισα να γνωρίζω τον έρωτα, η ζωή μου άλλαξε διάσταση. Η ευαισθησία μου στις οσμές, μου έδωσε μια άλλη αίσθηση στο παιχνίδι. Φρεσκοπλυμένα κοριτσάκια περνούσαν δίπλα μου και τρελαινόμουν. Αναγνώριζα από την μυρωδιά τους, αν είναι παρθένα, αν έχουν βρέξει το βρακάκι τους από τις πρώτες ηδονές, αν έχουν λερωμένο βρακάκι ή ακόμα αν έχουν περίοδο. Οι πρώτες μου σχέσεις -πριν μάθω τον ολοκληρωμένο έρωτα- στηριζόντουσαν στην ευωδιά του αγνού σώματός τους. Έψαχνα σαν πελάτης σε αρωματοπωλείο που προσπαθεί να βρει το ιδανικό άρωμα που να του ταιριάζει. Και δοκίμαζα συνέχεια. Λάτρευα την στιγμή που το φιλί μας απελευθέρωνε ασυναίσθητα το άρωμα του έρωτα, αναμιγμένο με τη προσωπική μας μυρωδιά. Ερεθιζόμουν από την οσμή των υγρών που κυλούσαν ανάμεσα στα παρθένα χειλάκια τους. Φανταζόμουν τις υγρές τριχούλες της ήβης και τις σταγόνες νέκταρ που χαϊδεύανε τις αισθήσεις μου. Ονειρευόμουν την στιγμή που θα μπορούσα κάποια στιγμή, να γευτώ αυτούς τους χυμούς.
     Στιγμές που ήρθαν χρόνια αργότερα, όταν έκανα για πρώτη φορά έρωτα. Δεν ενδιαφερόμουν τόσο για την διείσδυση. Ονειρευόμουν κι οσφριζόμουν τους χυμούς. Κι εκστασιάστηκα. Ο πρώτος μας οργασμός, τα κορμιά μας ιδρωμένα, λαχανιασμένα από το πάθος, ξύπνησαν μέσα μου τη λαχτάρα να γευτώ. Και το έκανα. Κι οι μυρωδιές έγιναν γεύση. Χωμένος ανάμεσα στα πόδια της, οσφριζόμουν και γευόμουν κάθε σταγόνα του έρωτά μας, προσφέροντας κι άλλους πρωτόγνωρούς οργασμούς στη κοπελίτσα, που συνέχισε να ποτίζει την ακόρεστη δίψα μου. Διέκρινα ακόμα και την αταίριαστη οσμή του προφυλακτικού που είχα χρησιμοποιήσει. Αλλά οι χυμοί της…
     Περνώντας ο καιρός, διαπίστωσα ότι οι περισσότερες κοπέλες μου, μετά από πολύμηνη σχέση, παραμελούσαν τον εαυτό τους. Νομίζοντας πως έχω συνηθίσει την παρουσία τους, έπαψαν να ξυρίζονται συχνά -στην αρχή ντρεπόντουσαν να τις δω αξύριστες- ούτε πρόσεχαν άλλα πράγματα που εγώ τα …μύριζα. Σταμάτησε η προσοχή που δίνανε στον εαυτό τους για να κατακτήσουν κάποιον, σ’ εξωφρενικά όρια κάποιες φορές. Λες κι εγώ θα τις ανεχόμουν. Έτσι, έβγαινα συχνά σ’ αναζήτηση κι ικανοποίηση των αισθήσεων της οσμής και της γεύσης. Και φυσικά, όχι σε εστιατόρια.
     Κάποια στιγμή, ανακάλυψα κάτι υπέροχο. Είχα κάνει έρωτα με μια κοπέλα, αλλά δεν είχα προλάβει να κάνω μπάνιο. Το πουλί μου ήταν πλημμυρισμένο από τα υγρά της. Όταν μετά από ώρες πήγα να κατουρήσω, ένα κύμα ευωδιάς αναδύθηκε, όταν ξεκουμπώθηκα. Τα υγρά μας είχαν μεστώσει σαν παλαιωμένο κρασί κι η ζεστή οσμή, μεθυστική, ανέβηκε μέχρι τη μύτη μου, σαν αναθύμιαση. Το μυαλό μου γεύτηκε για άλλη μια φορά, αυτό που είχε γευτεί το πουλί μου, λίγες ώρες νωρίτερα, σε μια πλασματική αναπαράσταση. Ξετρελάθηκα. Πήγα στη κοπέλα μου και την έβαλα να με γλείψει κάτω. Το έκανε χωρίς αντίρρηση και με μεγάλη ευχαρίστηση. Όταν την ρώτησα πώς ήταν η γεύση του, μου είπε λιγωμένη από ευχαρίστηση πως ήταν πολύ νόστιμη. Είχα δίκιο λοιπόν, αλλά δε θέλησα να της εξηγήσω. Ήταν η εκδίκησή μου για την παραμέληση του εαυτού της.
     Όταν άρχισα να δουλεύω σαν μπάρμαν σε κάποια μαγαζιά, τ’ αρώματα που χρησιμοποιούσα ανανεωνόντουσαν πιο συχνά. Πελάτισσες διαφόρων ηλικιών. Υπήρχαν όμως και μέρες που ήταν κουραστικές και δύσκολες. Τα μόνα διαλείμματα  που με αναζωογονούσαν ήταν οι ολιγόλεπτες επισκέψεις μου στη τουαλέτα. Το λουσμένο με υγρά πουλί μου, γέμιζε τα ρουθούνια μου με οσμές. Ένα κόλπο που είχα βελτιώσει σα γνώστης και παραγωγός κρασιού. Ήξερα πόσο κρατούσε το κάθε άρωμα -ανάλογα με τη γυναίκα που πηδούσα- ώστε να μην αλλoιωθεί η μυρωδιά. Υπήρχαν φορές που δε το ‘πλενα δυο συνεχόμενες μέρες, μέχρι το άρωμα να ωριμάσει σωστά. Αυτή η διαδικασία ήταν η ανανέωση των δυνάμεών μου, η ευφορία του μυαλού μου. Χανόμουν σ’ ένα κυκεώνα οσμών κι αναμνήσεων που πολλές φορές μ’ ερέθιζαν και με συντροφεύανε γι’ αρκετή ώρα, κάνοντας τη βάρδιά μου, να περνά πιο γρήγορα.
     Ώσπου μια μέρα, το μαγαζί με τα αρώματα έκλεισε. Έμεινα μόνος. Λόγω καταστάσεων και προσωπικής επιλογής. Κι η επίσκεψη στη τουαλέτα, έγινε μόνο διαδικασία αγγαρείας για να ελαφρώσω την φούσκα μου από τα υγρά της βάρδιας. Ένιωθα πολύ μόνος. Αποκομμένος. Κενός. Και τότε έκλασα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανα, αλλά η ακίνητη στάση κατουρήματος, μου έδωσε την ευκαιρία να το απολαύσω ελεύθερα. Και τότε συνειδητοποίησα. Με γέμισε μια οικεία αίσθηση σιγουριάς. Μια γνώριμη, παλιά σύντροφος. Η ζεστή μυρωδιά του εαυτού μου.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *