Φλωράκης Ηλίας: Παράξενες Ιστορίες

Αναζήτηση

 -“Τί θα έκανες αν πέθαινα“;

     Κάπως έτσι άρχιζε πάντα. Με μια υποθετική ερώτηση. Ο Α. είναι συγγραφέας. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία με ιστορίες καθημερινής τρέλας. Όλες, ξεκινώντας από την δική του. Διδάσκει Ψυχολογία της Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Π. και ο μισθός του ικανοποιητικός, του πληρώνει το νοίκι, τις κάρτες, το δάνειο και φυσικά το φαγητό. Δεν θα μπορούσε να ζητήσει τίποτα παραπάνω από μία και μόνο δουλειά. Η έκδοση των βιβλίων τού προσθέτει ένα σεβαστό ποσό κάθε εξάμηνο στον λογαριασμό του, ενώ κάποιες μικρές ιστορίες ερωτικού περιεχομένου που δημοσιεύονται κατά καιρούς, του δίνουν την ευχέρεια για μερικά επιπλέον έξοδα. Δεν χρειάζεται πλέον την προσωπική επαφή με τους εκδότες του και το τρέξιμο της αναγνώρισης. Έχει γίνει διάσημος και έτσι μπορεί πλέον να συμπεριφέρεται ιδιότροπα. Και το ίντερνετ του δίνει αυτήν τη δυνατότητα. Τώρα, κάθεται απορροφημένος στο γραφείο του. Στοίβες από χαρτιά με χειρόγραφες σημειώσεις βρίσκονται μπροστά του, ενώ η αγαπημένη του πένα παίζει σαν ταχυδακτυλουργικό κόλπο στα δάχτυλά του. Είναι σπάνιες οι φορές που επιλέγει να γράψει στο χαρτί. Αλλά αυτές οι σκέψεις δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν και να συγκροτηθούν διαφορετικά. Το χαρτί και η πένα έχουν μια μαγεία, μια νοσταλγία και μια θλίψη που τονίζουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό. Ο φωτισμός είναι χαμηλός. Ένα πορτατίφ βρίσκεται δίπλα σε μια στοίβα από βιβλία και λεξικά, με φως λίγο δυνατότερο από ένα μικρό κηροπήγιο τριών θέσεων. Το φως όμως διαχέεται και πολλαπλασιάζεται από τον παλιό καθρέφτη δίπλα του. Ένας καθρέφτης, με δράκους σκαλισμένους στην κορνίζα του, τόσο παλιός και με τόσες εικόνες να έχει δει, που η πείρα του μπορεί να δημιουργήσει το είδωλο και του αόρατου κόσμου. Τον κόσμο και τις σκεπτομορφές που δημιουργεί ο Α. κάθε φορά που κάθεται στο γραφείο του. Ένα καθρέφτισμα της ψυχής του.

 -“Τί είπες“;

     Μια μορφή στο κρεβάτι ανασηκώνει τα ελαφριά σκεπάσματα που διαγράφουν μια πληθωρική, γυναικεία σιλουέτα. Τα σενάρια του Α. βασίζονται σε υποθετικές εξελίξεις. Όλες οι ιστορίες που έχουν γραφτεί, εκτός από τις βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα, είναι μια υποθετική εξέλιξη κάποιου γεγονότος. Αλλά ο Α. ίσως είναι από τους μόνους συγγραφείς που εξελίσσει στο μυαλό του όλες σχεδόν τις υποθετικές εκβάσεις μιας ιστορίας, προτού καταλήξει σε αυτή που θα γράψει τελικά στο χαρτί. Και όταν το μυαλό του στέρευε ή κολλούσε και δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλη υποθετική εξέλιξη, αρκούσε η εξωτερίκευση μιας ερώτησης για να ανάψει το φιτίλι. Η Γ. συνήθιζε να απαντάει αδιάφορα και αυθόρμητα. Τον βοηθούσε περισσότερο έτσι. Κάποτε, εκείνη, αγχωνόταν και ανησυχούσε. Έπαιρνε τις ερωτήσεις του περισσότερο σοβαρά από όσο χρειαζόταν. Τον πρώτο καιρό μάλιστα της σχέσης τους, που δεν τον ήξερε ακόμα, αρπαζόταν και ανησυχούσε, κυρίως με ερωτήσεις που είχαν σαν θέμα τους δεσμούς, την απιστία και τον χωρισμό. Νόμιζε πως ήθελε να της πει κάτι στα πλάγια. Να την διώξει, να την αντικαταστήσει. Αργότερα κατάλαβε ότι αυτή ήταν μία από τις διαδικασίες του. Να βρει μια εκδοχή που θα σκεφτόταν κάποιος άλλος και ίσως του είχε ξεφύγει. ‘Ασχετα αν θα την απόρριπτε στο τέλος. Αλλά αυτή τη φορά η κατάσταση ήταν λίγο διαφορετική.

 -“Είπα, τί θα έκανες αν πέθαινα; Τί δεν κατάλαβες“;

     Ένα γυναικείο κεφάλι με μαύρα μακριά μαλλιά και χλωμό πρόσωπο, ξεπροβάλει κάτω από τα σκεπάσματα και τον κοιτάζει με ένα σκοτεινό βλέμμα. Δεν ήταν ότι δεν κατάλαβε την ερώτηση. Απλά την είχε πάρει ο ύπνος και δεν είχε ακούσει. “Θα κοιμόμουν ήσυχη“, σκέφτηκε, αλλά δεν το εξωτερίκευσε. Δεν θα ήταν η απάντηση που περίμενε και αυτό θα τον έκανε να σκάσει σαν πυροτέχνημα. Δεν ήταν ότι περίμενε μια συγκεκριμένη απάντηση. Απλώς σε τέτοιες στιγμές, που ο Α. είναι απορροφημένος, δεν καταλαβαίνει από αστεία. Σαν να ξυπνάει από έναν βαρύ λήθαργο και δεν έχει ακόμα πλήρη επαφή με την πραγματικότητα. Στην αρχή τουλάχιστον. “Αν πέθαινες… θα χανόμουν“, ξανασκέφτεται πιο σοβαρά και το πρόσωπό της παίρνει μια στιγμιαία έκφραση μελαγχολίας που φαίνεται εξώκοσμη στα μάτια του καθρέφτη.

 -“Μ’ είχε πάρει ο ύπνος. Εξήγησέ μου“.

     Ο Α. γυρνάει και της ρίχνει μια ματιά μέσα από τον καθρέφτη. “Είσαι τόσο γλυκιά“, σκέφτεται. Τα γουρλωμένα μάτια της, δεν του δίνουν περιθώριο αμφιβολίας.  Είχε ξεχαστεί χαμένος στις σκέψεις του κι ήδη είναι περασμένες τρεις. Συλλογίζεται πως ακόμα κι ένα τέτοιο αγγελικό πλάσμα έχει ανάγκη από λίγον ύπνο, αλλά δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι την ξύπνησε ήδη. Απορροφιέται από τις σκέψεις του. Να της εξηγήσει. Παλιότερα έδινε περισσότερα στοιχεία και παραμέτρους στην υποθετική ερώτηση του βάζοντας την Γ. στην ατμόσφαιρα του κόσμου που προσπαθούσε να δημιουργήσει. Η Γ. ξεφύλλιζε περιοδικά συνήθως ή διάβαζε  κάποιο βιβλίο μέχρι αργά συνοδεύοντάς τον στις περιπλανήσεις του. Όταν της το ζητούσε.

 -“Είσαι στο μαιευτήριο. Τί θα έκανες αν πέθαινα λίγο μετά τη γέννα του παιδιού; Την ίδια μέρα ας πούμε“.

     Δεν έχει σκεφτεί ποτέ της ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν της έχει περάσει καν από το μυαλό πως υπήρχε αυτή η πιθανότητα στη ζωή της. Να μείνει έγκυος.

 -“Δεν θέλω να σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα“.

 -“Έλα, θα έχει ενδιαφέρον“.

     Η παιδιάστικά ικετευτική έκφρασή του Α. της δείχνει ότι δεν θα την αφήσει σε ησυχία, αν δεν ικανοποιήσει πρώτα την ανάγκη του. Ανασηκώνεται λίγο βάζοντας ένα ακόμη μαξιλάρι στην πλάτη της. “Είσαι σαν ένα ανήσυχο παιδί που ο ύπνος του δεν συγχρονίζεται ποτέ με της μητέρας του“, σκέφτηκε ξεφεύγοντας αυτή τη φορά μερικές λέξεις από το στόμα της.

 -“Τί είπες“;

 -“Τίποτα. Σκέφτομαι…“, του λέει και του κάνει μια χειρονομία πλησιάζοντας τον δείκτη του χεριού της στο στόμα για να σωπάσει δείχνοντάς του έτσι ότι θέλει να συγκεντρωθεί. Στην πραγματικότητα θέλει να βρει τρόπο να συγκρατήσει τον ύπνο της.

 -“Δώσε μου περισσότερα στοιχεία“.

     Ο πρώτος γύρος έχει αρχίσει. Κλείνει τα μαύρα μάτια της για να φανταστεί την εξιστόρηση των γεγονότων και ο Α. αρπάζει την ευκαιρία για να ανακεφαλαιώσει την μέχρι τώρα τοποθέτησή του. Περισσότερο για να τα ακούσει ο ίδιος ξεκαθαρίζοντας και κρατώντας την πιθανή έκβαση του γεγονότος που θέλει να μελετήσει σήμερα.

 -“Έχουμε μετακομίσει στην μεγαλούπολη. Είμαστε χρεωμένοι μέχρι το λαιμό. Η μετακόμιση μας ανάγκασε σε ένα ακόμη δάνειο. Γεννάς και εγώ πεθαίνω σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα την ίδια μέρα. Εσύ είσαι χωρίς δουλειά, με ένα μικρό στο χέρι, χρέη και ενοίκιο που πρέπει να πληρωθούν. Τί κάνεις“;

     Έχοντας ακόμη κλειστά τα μάτια της, εικόνες περνούν ασυναίσθητα από μπροστά. Δύσκολο σενάριο και ενοχλητικό. Κι αυτό την ταράζει κάνοντας τον ύπνο της να το βάλει στα πόδια.

 -“Γιατί ασχολείσαι ακόμα μ’ αυτό“;

 -“Πρέπει να δω“.

 -“Δεν νομίζεις ότι το έχεις εξαντλήσει το θέμα“; Το βλέμμα του σκοτεινιάζει. “Δεν μπορεί απλά να μου απαντήσει σε αυτό που την ρωτάω” σκέφτεται και το γεγονός τον έχει ήδη νευριάσει, αλλά δεν το δείχνει. “Αφού σε τρελαίνει αυτή η ιστορία“. Το βλέμμα του γίνεται ακόμα πιο σκοτεινό. “Γιατί δεν έρχεσαι να ξαπλώσεις μαζί μου“.

     Ο έρωτας εκτονώνει πάντοτε μια έκρυθμη κατάσταση. Το πήδημα ακόμα περισσότερο. Η ενέργεια διοχετεύεται σε κανάλια απόλαυσης, αφήνοντας στο τέλος μια νωχελικότητα και μια ηρεμία να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Η Γ. το γνώριζε πολύ καλά αυτό και φρόντιζε να εντοπίζει αυτές τις εξάρσεις πριν κάνουν το ηφαίστειο που βράζει, να σκάσει γεμίζοντας τους κόσμους του με καπνούς και λάβα. Το σεξ δεν ήταν η λύση, αλλά ο καταλύτης.

 -“Πρέπει να μάθω που μπορεί να καταλήξει“.

     Καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το αποφύγει. Είναι μια ιστορία που ακόμα την σκαλίζει ο Α. -σαν πληγή που δεν την αφήνεις να ξεραθεί- και δεν μπορεί να τον βοηθήσει να την ξεπεράσει. Και κάθε έκβαση που σκέφτεται, τον τρελαίνει ακόμα περισσότερο.

 -“Θα γυρίσω στους δικούς μου“.

     Ο Α. στραβομουτσουνιάζει ανικανοποίητος. Αυτές οι γενικότητες με μια δόση απλότητας, είναι εκνευριστικές. Τα βιβλία δεν γράφονται με γενικότητες. Αυτό είναι στοιχείο των πολιτικών, όχι των συγγραφέων τρόμου.

 -“Για να μετακομίσουμε πήραμε δάνειο και το χρωστάμε ακόμα. Πού θα έβρισκες τα λεφτά να καλύψεις τα τρέχοντα έξοδα και να επιβαρυνθείς με μία μετακόμιση ακόμα“;
     Το έχει μελετήσει το θέμα. Εξάλλου με αυτό ασχολείται πολύ τον τελευταίο καιρό. Δεν θα ξεμπερδέψει τόσο εύκολα όσο περίμενε. Όχι σήμερα τουλάχιστον.

 -“Θα δανειζόμουν“.

     Η απάντηση βγήκε αυθόρμητα, αλλά δεν ικανοποιεί ούτε την ίδια. Ο χρόνος που διαθέτει είναι λίγος για να μελετήσει τον ρόλο της. Δεν είναι ένα σενάριο που θα αντιμετώπιζε αυθόρμητα ακολουθώντας την πρώτη σκέψη της. Θα είχε όλο τον χρόνο να σκεφτεί, να κλάψει, να κάνει μερικά τηλέφωνα και να καταλήξει σε κάποιες αποφάσεις.

 -“Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι μόλις έχεις γεννήσει, έχεις ήδη δανειστεί για το μαιευτήριο και να με θάψεις. Τα έξοδα και οι δόσεις τρέχουν κι εσύ είσαι άνεργη. Ας πούμε ότι δεν θα πληρώσεις το νοίκι, γιατί θα σου κρατήσουν την εγγύηση. Μετά όμως; Και ποιος θα πακετάρει τόσα πράγματα; Θυμάσαι τί είχαμε περάσει εμείς“;

     Ο Α. έχει δίκιο. Δεν είναι μια μετακόμιση από την μία διεύθυνση σε κάποια άλλη, όπου φίλοι με αμάξια μπορούν να βοηθήσουν με διαδρομές, αδειάζοντας τα πράγματα από το ένα σπίτι και μεταφέροντάς τα κατευθείαν στο άλλο, χωρίς ιδιαίτερο αμπαλάρισμα. Στην δική τους μετακόμιση είχαν ξεσκιστεί δύο άτομα με το πακετάρισμα και χωρίς ένα μωρό στην αγκαλιά. Και που να βρεις τόσα κουτιά και χρόνο να ταξινομήσεις όλο εκείνο το μπάχαλο. Κι η μεταφορά είχε γίνει μία κι έξω με μία διαδρομή. Αλλά στο σενάριο τα πράγματα είναι πιο δύσκολο.

 -“Θα φώναζα φίλους και συγγενείς. Όλο και κάποιος θα ερχόταν να με βοηθήσει“.

     Ο Α. αρχίζει να δουλεύει την έκβαση του σεναρίου στο μυαλό του ξανά μιας και την είχε σκεφτεί πριν από καιρό. Ίσως αυτή την φορά να καταλήξει κάπου αλλού. Δεν βρίσκεις εύκολα χέρια όταν είσαι μακριά από τον τόπο σου. Στο μέρος σου, οι φίλοι είναι αρκετοί και κοντά. Στην μεγαλούπολη όμως τα πράματα είναι διαφορετικά. Εδώ ούτε για καφέ δεν μπορείς να έρθεις σε επαφή με τους λιγοστούς γνωστούς και φίλους. Αλλά από την άλλη, ακόμα και οι ξεκομμένοι συγγενείς μπορεί να ερχόντουσαν για βοήθεια, συμπαραστεκόμενοι στην οδύνη μιας χήρας με νεογέννητο στην αγκαλιά. Ίσως τελικά να μην ήταν τόσο δύσκολο να υλοποιηθεί η έκβαση αυτή. Αυτό όμως δεν τον βόλευε σεναριακά. Αν κάτι είναι εύκολο ή ευνόητο, δεν υπάρχει λόγος να το γράψει.

 -“Γιατί επιμένεις να δουλεύεις αυτό το σενάριο; Αφού δεν πρόκειται να σε οδηγήσει πουθενά“. Οι σκέψεις του ταράζονται σαν θάλασσα σε απρόσμενο μπουρίνι.

 -“Τί εννοείς“;

Ο δεύτερος γύρος αρχίζει και έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Ο Α. την κοιτάζει βαθιά στα μάτια μέσα από την αντανάκλαση του καθρέφτη, προσπαθώντας να καταλάβει, πού θέλει να καταλήξει.

 -“Ποιές λέξεις δε κατάλαβες;” τονε ρωτά επιθετικά. Θέλει να τον αγχώσει. Το ύφος της, επιτακτικό τον κρατάει σε απόσταση. Ο Α. πλησιάζει το κρεβάτι, σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο για ν’ ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του και την αυτοκυριαρχία του. “Έχω βαρεθεί κάθε βράδυ να προσπαθείς να δημιουργήσεις μια καινούργια έκβαση της ιστορίας“. Ο Α. αρχίζει κι ιδρώνει. Έχει ζέστη μέσα στο δωμάτιο, αλλά οι σταγόνες ιδρώτα που κυλάνε στο μέτωπό του είναι αποτέλεσμα μιας αγωνιώδους εγκεφαλικής προσπάθειας. “Πρέπει να το χωνέψεις και να προχωρήσεις. Μη κάνεις τα ίδια λάθη“.

     Τα μάτια του αμήχανα τριγυρίζουν στο δωμάτιο χωρίς να εστιάζουν κάπου συγκεκριμένα. Είναι περισσότερο μια εσωτερική αναζήτηση μιας ναυαγοσωστικής λέμβου. Αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. Ναυαγός μέσα στην άβυσσο του μυαλού κι ούτε μια σκέψη, σανίδα σωτηρίας να αρπαχτεί.

 -“Εγώ… εγώ, δεν…” Τα λόγια δεν μπορούν να οργανωθούν. Η γέφυρα συνειδητού κι υποσυνείδητου έχει υποστεί φθορές, εμποδίζοντας την σωστή ροή των σκέψεων. “Δώσε μου δεδομένα. Δεν μπορώ να καταλάβω τί εννοείς“.

     Τα χέρια της τον αγκαλιάζουν τρυφερά γύρω από τον λαιμό. Του δίνει ένα φιλί πίσω από το αφτί και τον οδηγεί στο μαξιλάρι. Ξαπλώνει και τα μάτια του καρφώνονται στο ταβάνι, αναζητώντας λογικά σχέδια στην ανομοιομορφία της υφής του. Ένα παιχνίδι που έπαιζε από μικρός όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ή όταν βρισκόταν στην λεκάνη της τουαλέτας με πονόκοιλο. Τα διάφορα ακανόνιστα σχέδια στο ταβάνι ή το μωσαϊκό, πολλές φορές παίρνανε γνώριμα σχέδια στην φαντασία του βοηθώντας τον να ξεπεράσει το μαρτύριο του πόνου. Ένα παιχνίδι που παίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι με τα σύννεφα.

 -“Ξέχασέ τα όλα. ‘Ασε με ν’ απαλύνω τον πόνο σου. Γι’ αυτό δεν βρίσκομαι εδώ“;

     Τα μαλλιά της χαϊδεύουν το στήθος του καθώς το κεφάλι της κατεβαίνει προς τα κάτω. Τα χείλια της αγγίζουν το δέρμα του κι η γλώσσα της υγραίνει την διαδρομή που ακολουθεί σχηματίζοντας ένα ποτάμι. Η ανάσα της, παγωμένο πρωινό, κάνει το κορμί του να ανατριχιάζει σε κάθε της εκπνοή. Αγκαλιάζει το όργανό του έτοιμη να το λατρέψει, αλλά το χέρι του την σταματάει Το εκστασιασμένο βλέμμα της σηκώνεται γεμάτο απορία αναζητώντας μια απάντηση στο δικό του.

 -“Τί εννοείς να μη κάνω τα ίδια λάθη“;

     Σε μια στιγμή συνειδητοποιεί πως ίσως έπαιξε λάθος χαρτί. Μια λάθος απάντηση κι η επίθεσή της θα γυρίσει μπούμερανγκ. Δεν είναι καθόλου σίγουρη πια αν πρέπει να συνεχίσει, μιλώντας για όλα αυτά που γνωρίζει και σκέφτεται τόσο καιρό αλλά δεν της επέτρεπε η θέση της να τα ξεστομίσει. Μια λάθος κουβέντα μπορεί να καταστρέψει τα πάντα. Όλα αυτά που χτίστηκαν σε μια σχέση που στηριζόταν μόνο στο σεξ κι όχι στον διάλογο.

 -“Πρέπει να ξεφεύγεις από το παρελθόν και να προχωράς, αν θες να κρατήσεις αυτό που αγαπάς“.

     Είναι η πρώτη φορά που την σταματά από το ερωτικό παιχνίδι τους, που τόσο απολάμβαναν οι δυο τους κι αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Κάτι αρχίζει ν’ αλλάζει κι αποφασίζει, τουλάχιστον να ξελαφρώσει την ψυχή της -όπου και αν βρίσκεται αυτή- μιλώντας ειλικρινά πριν ο Α. δώσει τέλος. Ανεβαίνει και ξαπλώνει κάτω από το σεντόνι. Ο Α. την περιμένει ήρεμος να τακτοποιηθεί αν κι από μέσα του βράζει.

 -“Αν ήμουν κολλημένος με το παρελθόν, δεν θα ήμουν μαζί σου“.

     Ο Α. μιλάει ειλικρινά. Πραγματικά πιστεύει αυτό που μόλις είπε. Η αντίληψή του μεταφράζει διαφορετικά την πραγματικότητα. Αλλά κι η πραγματικότητα όμως έχει διαφορετική αντίληψη γι’ αυτόν.

 -“Δεν έχεις προχωρήσει ούτε σπιθαμή. Κρυμμένος μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, αποκομμένος από τον κόσμο με μόνη παρηγοριά τα ερωτικά σου ξεσπάσματα μαζί μου. Αυτό έχεις καταφέρει τα τελευταία χρόνια“.

     Ο Α. την κοιτάει μέσα στα μάτια. Είναι χαμένος πλέον μέσα στο βλέμμα της σαν ένα παιδί που αναζητάει στοργή από την μητέρα του, που μόλις το έχει βάλει τιμωρία. Οι άμυνές του έχουν εκμηδενιστεί. Δεν περίμενε ποτέ να την ακούσει να μιλάει έτσι.

 -“Γιατί μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο“; Στο ύφος του διακρίνεις ένα παράπονο. Ένα παιδιάστικο μουρμουρητό γκρίνιας.

 -“Γιατί είσαι ένα παιδί. Ένα κακό παιδί που μόλις έσπασε το κρυστάλλινο ποτήρι της μαμάς και πρέπει να τιμωρηθεί“.

 -“Μα… δεν το ‘θελα“.

     Τα μάτια του έχουν βουρκώσει. Απλώνει το χέρι του κι ακουμπά το στήθος της. Πλησιάζει το κεφάλι του αργά, θέλοντας  να το βάλει στο στόμα του. Το βλέμμα της όμως είναι τόσο κρύο που έχει δημιουργήσει ένα τοίχος ανάμεσά τους. Σταματά κι αποτραβιέται.

 -“Κατά βάθος το ‘θελες. Το κρατούσες τόσο σφιχτά να μη σου φύγει, που ‘ξερες ότι κάποια μέρα θα ασφυκτιούσε. Ή θα χαλάρωνες το σφίξιμο ή το ποτήρι θα έσπαζε. Προτίμησες να δεις μέχρι που θα άντεχε το ποτήρι“.

 -“Μα ήθελα να δω απλώς τί θα γινόταν αν πέθαινα εγώ στη θέση της“. Το απολογητικό του ύφος θα μπορούσε να λιώσει και την πιο σκληρή καρδιά. Αλλά ακόμα και μια μητέρα κάποιες φορές πρέπει να διατηρήσει την στάση της ακλόνητη όσο και αν πονάει. Και πονάει περισσότερο από το παιδί της που πρέπει να πάρει ένα σκληρό μάθημα.

 -“Ποια θέση της. Δεν έχει πεθάνει κανείς“. Το βλέμμα της σταθερό καρφώνεται στα μάτια του, σουβλίζοντάς τα μέχρι τα βάθη του μυαλού του. Αυτό μπερδεύει ακόμα περισσότερο τον Α. που δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει το σενάριο από την ζωή του.

 -“Είναι νεκρή. Όλοι τους είναι νεκροί. Γυρνούσαν σπίτι. Η καταρρακτώδης βροχή και το σκοτάδι δε της επέτρεπε να βλέπει μακριά. Ο μικρός στο πίσω κάθισμα έσφιγγε τη παιχνιδομηχανή του. Το αυτοκίνητό τους για κάποιο λόγο άρχισε να κάνει τούμπες κι έπεσε στον γκρεμό. Μετά από μια ατελείωτη πτώση καρφώθηκε με τη μούρη στο έδαφος. Σκοτώθηκε μαζί με το παιδί“.

     Τα μάτια του θολώνουν βλέποντας την αναπαράσταση του θανάτου τους κάπου σε μια οθόνη του μυαλού του που μπορεί ακόμα να επικοινωνήσει. Μια τραγική σκηνή που βρίσκεται αποθηκευμένη χωρίς όμως ποτέ να την έχει ζήσει στη πραγματικότητα, αφού δεν ήταν ποτέ παρών σ’ ένα τέτοιο συμβάν. Η εικόνα όμως ήταν ολοκάθαρα αποτυπωμένη.

 -“Πρέπει να σταματήσεις να σκέφτεσαι έτσι τη Γ. Κανείς δεν πέθανε“. Η ανακοίνωση ήρθε σαν τα έκτακτα δελτία που κόβουν την ροή του προγράμματος. Ένα έκτακτο δελτίο που η μουσική των τίτλων σε αναστατώνει περισσότερο από τα ίδια τα νέα, ταράζοντας την ηρεμία που είχε δημιουργηθεί από την ταινία που μόλις έβλεπες.

 -“Δεν είναι αλήθεια“.

     Η σκηνή συνεχίζει να επαναλαμβάνεται μετά την διακοπή σαν δίσκος πικάπ που έχει κολλήσει και η βελόνα πηδάει στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά. Ένα αυτοκίνητο που πηδάει στο κενό άπειρες φορές εντείνοντας την αγωνία του θεατή που γνωρίζει το τραγικό αποτέλεσμα της πτώσης αλλά ο εγκέφαλός του έχει ανάγκη να δει το τέλος.

 -“Το ταξίδι της ολοκληρώθηκε χωρίς να μεσολάβησει κανένα δυστύχημα. Έφτασε στον προορισμό της, μακριά από σένα κι όλοι τους είναι καλά”. Διακοπή ρεύματος και τα πάντα σκοτεινιάζουν στην οθόνη του μυαλού του. Υγρό σκοτάδι τον τυλίγει σαν το πέπλο του θανάτου. Ψυχρό κι απόλυτο.

 -“Όχι… όχι… είναι νεκροί σου λέω“.

 -“Στο μυαλό σου είναι νεκροί, γιατί δεν μπορείς να δεχτείς το γεγονός ότι η Γ. σε παράτησε“.

     Το ρεύμα επανέρχεται τροφοδοτώντας χιλιάδες προβολείς που τον τυφλώνουν χωρίς όμως να θερμαίνουν το ψύχος που τον περιβάλει. Σαν αντηλιά που χτυπάει αλύπητα, δύο γυμνά μάτια στους πάγους των πόλων.

 -“Όχι. Αυτό δεν είναι αλήθεια“.

 -“Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Η Γ. σε παράτησε γιατί δεν σε άντεχε άλλο. Πήρε το παιδί κι έφυγε“.

 -“Όχι… όχι… απλώς πήγαιναν ένα ταξίδι και σκοτώθηκαν όταν…

 -“Δεν σκοτώθηκε κανένας. Θέλανε απλώς να ξεφύγουν από σένα και τα κατάφεραν. Αλλά ο εγωισμός σου δεν σε αφήνει να το δεις. Αρνείσαι πεισματικά πως η Γ. σε παράτησε παίρνοντας το παιδί μαζί της και το μυαλό σου σκηνοθέτησε το δυστύχημα για να γίνεις το θύμα. Να μπορείς να λυπάσαι τον εαυτό σου, μη βλέποντας την πραγματικότητα για να προχωρήσεις“.

 -“Λες ψέματα. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά που λες δεν είναι αλήθεια“.

 -“Τίποτα απ’ όλ’ αυτά που ζεις δεν είναι αλήθεια. Προτιμάς να ζεις κλεισμένος σ’ ένα κλουβί θρηνώντας τον εαυτό σου, θύμα μιας αδικοχαμένης αγάπης, παρά να παλέψεις με αυτό που οι άλλοι αποκαλούν πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα  είσαι ένας παρατημένος σύζυγος γιατί δεν κατάφερες να ανταποκριθείς…

 -“Μα την αγαπούσα“.

 -“Ναι με τον δικό σου τρόπο την αγαπούσες όσο ακολουθούσε τη ροή της δικής σου ζωής. Ήθελες σκιά, όχι σύντροφο. Ακολούθα για λίγο το δικό μου σενάριο. Μόλις εγκαταστάθηκες στην μεγαλούπολη. Δεν θα γύριζες πίσω, γιατί αυτό θα ‘ταν το τέλος της καριέρας σου. Η πρωινή σου δουλειά, σας συντηρεί κι είσαι τυπικός ώστε να μη την χάσεις. Τα βιβλία σου πάνε καλά, αλλά αυτό αρχίζει να σε απορροφά τόσο ώστε να παραμελείς τους ανθρώπους γύρω σου. Αυτό που κάποτε ονόμαζες Κατάρα του Συγγραφέα. Και τότε έρχεται ένα παιδί στον κόσμο και μαζί του ένα σωρό ευθύνες. Το να δίνεις τα λεφτά σου δεν είναι αρκετό. Πρέπει να συμβάλλεις στην ανατροφή του, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αφήσεις για λίγο καιρό τον εαυτό σου και τους κόσμους του. Να βγεις από το καβούκι σου και να ασχοληθείς με κάποιον άλλον. Και τότε για πρώτη φορά αρχίζεις να καταστρέφεις αυτό που έχει δημιουργηθεί. Η παρανοϊκά άστατη συμπεριφορά σου αρχίζει να καταστρέφει την ίδια σου την οικογένεια. Χάνεις τη ψυχή σου. Και το ποτήρι ξεχειλίζει. Και τότε η Γ. αποφασίζει ότι δεν το αξίζει αυτό. Ούτε το παιδί σας. Και φεύγουν μακριά σου. Έτσι κι αλλιώς ποτέ σου δεν ήσουν κοντά τους“.

 -“Σταμάτα“!

 -“Δεν γίνεται πια. Γιατί τώρα το ποτήρι έσπασε. Και δεν είναι η πρώτη φορά που τα καταφέρνεις έτσι αδέξια. Είσαι τυφλός μέσα στον εγωκεντρικό κόσμο σου και δεν βλέπεις ότι πληγώνεις τους γύρω σου“.

 -“Είπα να σταματήσεις αμέσως“! Τα χέρια του ανεβαίνουν στο κεφάλι με μια απότομη κίνηση προσπαθώντας να κλείσουν τ’ αφτιά του. Σφίγγει κλειστά και τα μάτια. Αλλά δεν μπορεί να απομονωθεί από το σφυροκόπημα. Μια αίσθηση αναγούλας ανεβαίνει από το στομάχι του.

 -“Τόσα χρόνια προσπαθείς να δώσεις μια καλύτερη έκβαση στην ιστορία για να ησυχάσεις, αλλά το μόνο που καταφέρνεις είναι να μπερδεύεσαι περισσότερο. Γιατί η μόνη πραγματική έκβαση δεν ταιριάζει με την τέλεια εικόνα που έχεις στο μυαλό σου για σένα. Φτιάχνεις σενάρια αναζητώντας της ψυχή σου. Αλλά αυτή δεν βρίσκεται εκεί. Αν είχες καταναλώσει την ίδια φαιά ουσία για να καλυτερέψεις την ζωή σου, τώρα τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Κι η οικογένειά σου δεμένη“.

 -“Δεν είναι αλήθεια“.

     Ένας μανιακός δολοφόνος εμφανίζεται μπροστά από την οθόνη του μυαλού του και μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι αρχίζει να την ξεσκίζει. Κάθε μαχαιριά συνοδεύεται από μια απεγνωσμένη κραυγή.

 -“Κι όμως. Δεν χρειάζεται πολύ για να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Αρκεί να βγεις από αυτό το δωμάτιο. Ν’ αφήσεις για λίγο αυτό τον κόσμο που έχεις δημιουργήσει και να κοιτάξεις εκεί έξω“.

 -“Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω που να χρειάζομαι“.

     Ένα παιδί κλεισμένο στην ντουλάπα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι έχει τα πάντα για να επιβιώσει, για να μην χρειαστεί να βγει έξω και να αντιμετωπίσει το τέρας που μόλις κατασπάραξε την οικογένειά του. Ένας τύπος κλεισμένος στο φέρετρο κατά λάθος, προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις μέχρι να τον βγάλουν μετά από μερικές μέρες.

 -“Υπάρχει η αλήθεια. Κι είναι το μόνο πράγμα που χρειάζεσαι. Μια μικρή της δόση που ίσως ξετινάξει τα τελευταία χρόνια της ζωής σου, αλλά θα σου επιτρέψει να ζήσεις τα υπόλοιπα“.

 -“Δεν είναι η θέση σου αυτή. Δεν σου επιτρέπω να μιλάς έτσι. Το ξέρεις ότι όλ’ αυτά είναι εις βάρος σου“.

     Η ανακοίνωση φάνηκε να μην ταράζει την ψυχρότητά της, αν και το πετάρισμα στα βλέφαρά της ήταν σημάδι ανησυχίας που όμως ο Α. δεν το πρόσεξε χαμένος μέσα στον πανικό των έργων του. Ένα ζευγάρι περπατάει στην παραλία. Ο άνεμος τριγυρνάει με λύσσα κάνοντας τα κύματα να χοροπηδάνε σ’ ένα ξέφρενο ρυθμό. Λογομαχούνε. Είναι μερικά μέτρα μπροστά της όταν γυρίζει με μάτια που καίνε. “Για σένα… είμαι ο Θεός… κι ο Διάβολος. Η ζωή κι ο θάνατος“.

 -“Ναι. Το ξέρω. Η θέση μου είναι να σε υπηρετώ, να εκπληρώνω τις επιθυμίες σου και να σε κάνω ευτυχισμένο“.

 -“Τότε γιατί μου αντιμιλάς“.

 -“Γιατί είπαμε ότι όλα έχουν τα όριά τους. Δεν είμαι μια απλή φαντασίωση, μαριονέτα των επιθυμιών σου. Και γιατί πιστεύω ότι αυτή η συνειδητοποίηση θα σε απελευθερώσει. Και γιατί… αυτό το θεωρώ αγάπη“.

 -“Αγάπη; Έτσι δείχνεις την αγάπη σου“;

     Ένας τύπος έχει δεμένη την μητέρα του σε μια καρέκλα. Της δείχνει παιδικές φωτογραφίες του. “Κοίτα πόσο αγαπημένοι ήμασταν, μαμά“. Σίγουρα ήθελε κι εκείνη να του πει πόσο τον αγαπάει, αλλά ήταν φιμωμένη.

 -“Ακριβώς. Η θυσία είναι αγάπη. Αν και αυτό θα είναι η καταστροφή μου, θα ‘ναι κι η υπέρτατη ένδειξη της αγάπης μου. Μιας αγάπης που ποτέ δεν μπόρεσες να σταθείς αντάξιός της. Όπως και με την Γ. νομίζοντας ότι όλα αυτά σου ανήκουν δικαιωματικά. Έπαψες να αισθάνεσαι πραγματικά, αφοσιωμένος στο έργο σου που σε αποξένωνε από όλους αυτούς που σε αγάπησαν. Τουλάχιστον με κείνην έβγαζες και κανένα βιβλίο με τις φρίκες σου και ευτυχώς για σένα υπήρχαν πολλοί που τις διάβαζαν. Μετά όμως, το μόνο που έκανες ήταν να επαναλαμβάνεσαι χαμένος σε ένα σενάριο που ποτέ δεν κατάφερες να ολοκληρώσεις γιατί αφορούσε την πραγματική σου ζωή“.

     Το βλέμμα του αρχίζει να σκοτεινιάζει πάλι. Σύννεφα οργής αρχίζουν να καλύπτουν τον ουρανό του. Ένα σκοτάδι γεμίζει το οπτικό του πεδίο.

 -“Μιλάς πολύ και δε ξέρεις τι λες. Και δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που γίνεσαι τόσο εριστική“.

 -“Ο λόγος είναι η συμπεριφορά σου. Μπορεί η θέση μου να είναι να σε υπηρετώ αλλά όχι και να σε ανέχομαι. Τουλάχιστον όχι έτσι όπως πιστεύεις εσύ. Μετά από τόσο καιρό σε αγάπησα. Και νομίζω ότι είναι για το καλό σου να συνέλθεις“.

 -“Και που ξέρεις εσύ το καλό μου“; Ένα μελαγχολικό ρεφραίν επαναλήφθηκε στ’ αφτιά του. “Για το καλό μου, για το καλό μου/ ώσπου δεν άντεξε στο τέλος το μυαλό μου“.

 -“Ίσως είμαι το μόνο πλάσμα στον κόσμο σου που ξέρει το καλό σου, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως αυτούς που προσπαθούν γι’ αυτό, τους διώχνεις από κοντά σου με το χειρότερο τρόπο. Τους κάνεις να σε μισήσουν και να σε παρατήσουν“.

 -“Σταμάτα… σταμάτα…” Λυγμοί αρχίζουν να συσπούν το στήθος του και τα πρώτα δάκρυα αρχίζουν ν’ αυλακώνουν τα μάγουλά του.

 -“Αφιέρωσες τη ψυχή σου σε λάθος σενάριο ενός ανύπαρκτου κόσμου και αψήφησες την ίδια σου την ζωή. Μια επιλογή που είχες όλο τον χρόνο να την αλλάξεις. Αλλά αντί να προσπαθήσεις να διορθώσεις τα πράγματα, απλά τα ζόρισες.  Αντί να χτίζεις γύρω από την οικογένειά σου, έχτιζες γύρω από τον εαυτό σου. Κι αυτό ανάγκασε ακόμα και την ψυχή σου να ασφυκτιά, ανήμπορη να προχωρήσει. Σταμάτησες να κοιτάς κατάματα τα πράγματα. Σε βόλευε να πορεύεσαι παράπλευρους δρόμους, πιο μοναχικούς, που σε οδήγησαν μακριά από κει που ήθελες να φτάσεις. Κι αντί να ζητήσεις βοήθεια, προτίμησες να κρυφτείς και να απομονωθείς. Ήταν το πιο εύκολο. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να επανέλθεις; Έστω κι αν είναι πολύ αργά για να φτιάξουν κάποια πράγματα“;

     Αφήνει το στυλό από τα χέρια του. Κοιτάζει στον καθρέφτη το κουρασμένο του πρόσωπο. Παρατηρεί για λίγο τις γκρίζες τρίχες που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στα γένια και τα μαλλιά του. Κάποτε έσκαγε ένα αμυδρό χαμόγελο στην θέα τους. Αλλά όχι σήμερα. Κλείνει για λίγο τα μάτια.  Ρίχνει το βλέμμα του στο καθρέφτισμα του κρεβατιού αναζητώντας ασυναίσθητα την μορφή της Γ. Μάταια. Ούτε κι η άλλη μορφή ήταν εκεί. Μπορεί να μην ήταν ποτέ εκεί. Το κρεβάτι άδειο κι ακατάστατο, αν κι έχει καιρό να κοιμηθεί εκεί. Μερικά ρούχα είναι πεταγμένα άτσαλα πάνω του. Γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει απευθείας το κρεβάτι. Η ίδια εικόνα. Το ίδιο κενό.
     Χαμογελάει πικρά. Σηκώνεται. Ρίχνει πάνω του μια λεπτή καμπαρντίνα. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου. Ένα διάχυτο φως πλημμυρίζει τον χώρο. Και μια ζεστασιά. Είχε καιρό να νιώσει ζεστασιά και κοντοστέκεται στην πόρτα. Την αφήνει να τον γεμίσει. Νιώθει σαν να βγαίνει από ένα μπουντρούμι στον καλοκαιρινό Ήλιο. Ένα συναίσθημα τόσο οικείο. Αλλά και τόσο μακρινό. Κάνει ένα βήμα προς τα έξω… και κλείνει τη πόρτα πίσω του.

——————————————————

                                    Θωρώντας Το Σκοτάδι

     Ήταν ένα λιβάδι. Καταπράσινο. Στο κέντρο αυτού του λιβαδιού βρισκόταν ένα φυτό. Ήταν ένας Ήλιος. Κάθε φορά που ξημέρωνε, σήκωνε ανάλαφρα το κεφάλι του, παρακολουθώντας κατάματα τον Ήλιο που ανέβαινε στον ουρανό και συνέχιζε να τον ακολουθεί με το βλέμμα του στραμμένο πάντα σ’ αυτόν, μέχρι που έδυε. Τότε κατέβαζε το κεφάλι του σε μια μελαγχολική στάση, περιμένοντας να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Κάποια στιγμή, μέσα στο φυτό, στο κέντρο του, άρχιζαν να μεγαλώνουν τα σπόρια του.
     Ξεκινώντας από μια ιδέα, καθώς περνούσε ο καιρός άρχισαν να αναπτύσσονται σε καλοσχηματισμένα σπόρια. Κάθε βράδυ, τα μεγάλα, κίτρινα πέταλα του Ήλιου κλείνανε προς το κέντρο σαν μια προσπάθεια να τα αγκαλιάσει ή να τα προστατέψει. Και καθώς τα σπόρια μεγαλώνανε, η κίνηση του Ήλιου γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Το συνεχόμενα αυξανόμενο βάρος, είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητο κάνοντας το πρόσωπο του φυτού χοντρό, έτοιμο να σκάσει. Η ανάλαφρη κίνηση είχε χαθεί  και την θέση της, την είχε πάρει η έντονη προσπάθεια. Και τα σπόρια μεγαλώνανε, κάτω από τις συνεχόμενες φροντίδες, τον ιδρώτα του φυτού και το πλούσιο φως του Ήλιου.
     Ήταν το ξεκίνημα μιας σειράς ονείρων.
     Το όνειρο συνεχίστηκε για αρκετά βράδια. Παρακολουθούσα τα σπόρια να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν. Το φυτό, εξουθενωμένο, με μαδημένα τα πέταλά του, συνέχιζε την αγωνιώδη προσπάθεια να συνεχίσει το δύσκολο έργο του, προσπαθώντας να αντέξει το φορτίο. Ένιωθα αυτή την κούραση και την φόρτιση του φυτού, κάνοντας μια δυσφορία να βαραίνει την ψυχή μου. Και τότε, ένα βράδυ, είδα το φυτό, σχεδόν ξεψυχισμένο, άδειο, να κάθεται μελαγχολικό  παρακολουθώντας το ηλιοβασίλεμα.
     Ξύπνησα με την ίδια διάθεση, ώσπου το επόμενο όνειρο μου έδειξε ένα καταπράσινο λιβάδι, γεμάτο μικρούς Ήλιους με την ανάλαφρη κίνησή τους, σαν αύρα που γλύφει την θάλασσα, να παρακολουθούν την ανατολή. Και στο κέντρο, το μεγάλο φυτό, ζωντανό και όμορφο, κίτρινο και λαμπερό, να παρακολουθεί και αυτό την ανατολή, αναπνέοντας ελεύθερα … με μια καινούργια ιδέα να γεννιέται στο κέντρο του.
     Μετά ήρθαν και άλλα όνειρα. Πιο αλλόκοτα για το απλοϊκό μου μυαλό. Οι εικόνες τους, ξεχυνόντουσαν στον ύπνο μου, χωρίς να μπορώ τότε, να κατανοήσω το ελάχιστο.
     Ήταν ένα πιάτο, με μια περίεργη κίτρινη μάζα για περιεχόμενο, σαν γύρη. Τρία κοτοπουλάκια ήταν βουτηγμένα στο φαγητό και τρώγανε λαίμαργα πασαλείβοντας το σώμα τους και τα ράμφη τους. Αν και σε πολλά σημεία του σώματός τους, παραμένανε περίεργα καθαρά. Τότε το ένα, ήρθε κοντά μου με το στόμα του γεμάτο με την κίτρινη μάζα. Ένιωθα σαν να ήταν το δικό μου κοτοπουλάκι, γιατί ξαφνικά ένιωσα μια ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτό. Τα άλλα δύο ήταν κακά ή απλώς αυστηρά στην φάτσα τους. Δεν μου έδωσαν σημασία. Απλώς τρώγανε από το φαγητό. Το πρώτο κοτοπουλάκι που φαινόταν και λίγο πιο μικρό από τα άλλα δύο, με κοίταξε με ένα βλέμμα πόνου και απορίας. Τότε ένιωσα ότι κάποιος ή κάτι δικό μας, είχε πεθάνει.
     Ξεκίνησα με υποθέσεις, προσπαθώντας να αναλύσω τα κρυφά τους μηνύματα, να τα συνδυάσω με τους γύρω μου, την παρέα μου και το μέλλον και να χαράξω νέες κατευθύνσεις μέσα από τα σημάδια τους. Αλλά εκεί ήταν το αρχικό μου λάθος. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι τα όνειρα μου δείχναν το παρόν και όχι το μέλλον.
     Εκείνο τον καιρό είχα σχέση με δύο κοπέλες. Όχι ερωτική. Μοιραζόμασταν μαζί την ίδια πνευματική τροφή που βρίσκαμε. Και τα κοτοπουλάκια ήταν οι ψυχές μας. Δεν μπορούσα όμως να συνδυάσω την συμπεριφορά, τα συναισθήματα και τον θάνατο, μέσα σ’ εκείνο το όνειρο.
     Για μεγάλο διάστημα ένιωθα εκείνον τον πόνο που νιώθεις όταν κάτι πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Ένιωθα παγιδευμένος μέσα σε μια μεμβράνη σαν αμνοιακός σάκος, προσπαθώντας να τον ξεσκίσω πονώντας ο ίδιος για να βγω έξω …πού ;!;
     Όπως μια σχέση, ένα νεογέννητο ή ακόμα ο πόνος που νιώθεις όταν πεθαίνει ένα κομμάτι του εαυτού σου και ξαναγεννιέσαι μέσα από τις στάχτες σου, πνίγοντας το παρελθόν μέσα στα δάκρυα, προσπαθώντας να κόψεις τον ομφάλιο λώρο με αυτά που σε κρατούν δεμένο, αλλά και με αυτά που σε γέννησαν.
     Μετά ήρθε εκείνο. Το άλλο όνειρο. Ήμουνα νεαρός, λίγο πιο μεγάλος και ώριμος από τον καιρό που το είχα δει. Ήμουν με άλλους δύο. Το σκηνικό ήταν μια σκοτεινή, βιομηχανική περιοχή με μεγάλα κτίρια-αποθήκες. Ήταν βράδυ και ο φωτισμός προερχόταν από τις λιγοστές κιτρινισμένες λάμπες σε κάποιες διασταυρώσεις έξω από τα κτίρια, δίνοντας μια γκριζο-καφετιά σκιά στο όνειρό μου.
     Θυμήθηκα ότι είχα έναν γέρο μαζί μου, γυμνός από την μέση και πάνω …και τον βασάνιζα. Τον είχα κοντά μου για να τον πονάω. Και τα κατάφερνα καλά. Τον είχα ξαναδεί τον γέρο σε παλιότερα όνειρα. Με βοηθούσε και μου έδινε συμβουλές. Πρέπει να ήταν ο φύλακας άγγελός μου. Και ‘γώ τον βασάνιζα. Θυμάμαι ακόμα το πρόσωπό μου, αξύριστο. Κοιταζόμουν σ’ ένα καθρέπτη κρεμασμένο πάνω από ένα νιπτήρα σε μια μικρή τουαλέτα μιας αποθήκης. Το φως που έμπαινε από ένα παράθυρο ψηλά. Είδα και την λεπίδα που κρατούσα, όταν την πλησίασα στο πρόσωπό μου για να ξυρίσω τα στεγνά γένια μου. Και τότε σκέφτηκα ότι με αυτή την λεπίδα θα μπορούσα να πληγώσω κι άλλο τον γέρο. Και του χάραξα ένα τεράστιο Χ, με τις δύο γραμμές να καλύπτουν όλη την έκταση της ρυτιδιασμένης, πλαδαρής πλάτης του.
      Μετά βρέθηκα κάτω από μια λάμπα, κοιτώντας τους δύο άλλους νεαρούς που ήμασταν μαζί. Θυμάμαι ότι γλείφοντας τα χείλι μου ασυναίσθητα, ένιωσα την γεύση από το αίμα μου. Έτρεχε αλμυρό από το σκίσιμο στο κέντρο, του κάτω χειλιού μου. Παραξενεύτηκα, αφού δεν είχα χτυπήσει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μια αναγούλα ανέβηκε από το στομάχι μου, κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω ότι ήδη είχα πιει αρκετό αίμα. Ένας πίδακας άρχισε να αναβλύζει από την πληγή με συνεχώς αυξανόμενη ροή. ‘Aρχισα να τον βλέπω να πετάγεται. Γύρισα προς τους άλλους  και τους ζήτησα βοήθεια. Κάντε κάτι, τους είπα. Αιμορραγώ. Αιμορραγώ πολύ, ενώ ο πίδακας έφτανε πια μακριά πιτσιλώντας τα πάντα. Βοηθήστε με, δεν ξέρω τι να κάνω,  ήταν τα τελευταία μου λόγια πριν αρχίσω να χάνω τις αισθήσεις μου και ξυπνήσω.
Και ξύπνησα με μια τάση αναγούλας που εκτονώθηκε στην τουαλέτα. Βρισκόμουν σε απόγνωση.
     Ήταν εκείνη την περίοδο που τα προβλήματα σκοτείνιαζαν τη ζωή και τα όνειρά μου. Ήξερα πως θα τα έβγαζα πέρα με κάποιον τρόπο. Πάντα τα κατάφερνα. Εκείνο το διάστημα όμως … δεν ήξερα πώς. Ο φύλακας άγγελός μου πρέπει να ήταν πολύ πληγωμένος από μένα και η τύχη με είχε εγκαταλείψει. 
     Η ζωή μου βρισκόταν σε μια σύγχυση. Προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, σκοτίζοντας το μυαλό μου ανούσια. Έκλαιγα στις μοναχικές μου στιγμές και αναζητούσα απαντήσεις σε μέρη σκοτεινά και υγρά, που βρωμούσαν μούχλα και οινόπνευμα. Πονούσα και τίποτα δεν μπορούσε να με λυτρώσει. Ήμουν μόνος.
     Τα όνειρα συνεχίζονταν και κάθε φορά μου δείχναν πράγματα αληθινά, που εγώ δεν έβλεπα. Κάθε φορά μου παρουσίαζαν τον κύκλο που έκανα άσκοπα μέσα στη ζωή μου, χαμένος από τον πραγματικό μου δρόμο σαν τον χαμένο τυχοδιώκτη που δεν βλέπει τίποτα άλλο στην έρημο και η πορεία του είναι ένας μεγάλος κύκλος, όσο κι αν νομίζει ότι κινείται σε ευθεία.
     Κάθε φορά μου τονίζανε τα λάθη που επέμενα να επαναλαμβάνω τυφλωμένος από κατώτερες, ενστικτώδεις ορέξεις. Όσο με έκαιγαν με το φως της αλήθειας, όσο το μυαλό μου καιγόταν, τόσο συνειδητοποιούσα πόσο τυφλός ήμουνα και πόσο άσκοπα ήταν όλα.
     Έτσι ένα βράδυ, όταν είχα μάθει όλη την αλήθεια, πήρα δύο πυρακτωμένες βελόνες και τις έμπηξα στα μάτια, που τόσο ανούσια κοσμούσαν το πρόσωπό μου. Στην αρχή ο πόνος σούβλισε το μυαλό μου, κάνοντάς με να ξεσπάσω σε κραυγές. Λίγο αργότερα κόκκινες και  κίτρινες κουκίδες, άρχισαν να στολίζουν το οπτικό μου πεδίο, κυνηγώντας η μία την άλλη, καταλήγοντας όσο περνούσε η ώρα σε γαλαζοπράσινα στίγματα. Ώσπου έσβησαν και αυτά δίνοντας την θέση τους στα μονόχρωμα, μουντά όνειρα. Τότε, χαμένος στο αιώνιο σκοτάδι αναζητούσα το πραγματικό φως που θα με έκανε να δω μέσα από τα μάτια της ψυχής.
     Τα όνειρα δεν με είχαν εγκαταλείψει. Πιστά, έρχονταν και μου έλεγαν πια όσα δεν μπορούσα να δω. Κι εγώ, καρφωμένος στο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού μου, συνέχιζα να αναλύω την πορεία που είχα χαράξει.
Χαμένος και ξεκομμένος μέσα στην μοναχικότητά μου, έβλεπα πια ότι τίποτα δεν είχε τόσο μεγάλη αξία στην ζωή μου όσο η προσωπική μου αναζήτηση.
     Μια αναζήτηση εσωτερική πια. Τελικά, ανακάλυψα ότι τα άλλα δύο κοτοπουλάκια, δε με είχαν προσέξει, σε ‘κείνο το όνειρο, γιατί και κείνα ήταν τυφλωμένα, ίσως από την τροφή που με τόσο μανία μπουκώνανε, χώνοντας το κεφαλάκι τους μέσα της. Μια τροφή που, έτοιμη στο πιάτο, λέρωνε και κολλούσε στις αισθήσεις τους, αφήνοντας άθικτο το σώμα τους. 
     Τότε, που η μόνη μου επιθυμία πια, ήταν να μπορούσα να βρω κάτι εξίσου αιχμηρό, να μπήξω στ’ αυτιά μου, μήπως και σταματήσουν οι  φωνές που πολιορκούσαν ακόμα το μυαλό μου, απασχολώντας το.
     Φωνές που μου λέγαν πως έπρεπε να κάνω κακό στους ανθρώπους, γιατί μόνο έτσι θα καταλάβαιναν το μάθημά τους. Γιατί όταν έκανες κάτι καλό γι’ αυτούς το παραβλέπανε και δεν μπορούσαν να το συνειδητοποιήσουν. Ενώ το κακό, τους πονούσε, το νιώθανε θέλανε δεν θέλανε, παίρνοντας το μήνυμα που τους άρμοζε για την αδιαφορία τους και την δικιά τους κακία. Φωνές που μου δείχναν έναν δρόμο που τον θεωρούσα σωστό, αλλά δεν μπορούσα να το ακολουθήσω. Γιατί δεν ήθελα να κάνω κακό στους ανθρώπους. Ήθελα μόνο να φύγουν αυτές οι φωνές. Να σωπάσουν.
     Τότε, εντελώς αποκομμένος θα μπορούσα να βουτήξω κι εγώ το κεφάλι μου στην τροφή που θα μου έφερναν τα όνειρα, πιστοί μου σύντροφοι στο ταξίδι μέσα στο σκοτάδι.
     Κάποια στιγμή τα κατάφερα.
     Η λιποθυμία μου έδωσε την αρχική λύτρωση του πόνου. Ξυπνώντας βρέθηκα σ’ ένα σμάρι από μελίσσια που βούιζαν  στο κεφάλι μου. Η αρχική μου κίνηση να κλείσω τ’ αυτιά μου στον εκκωφαντικό θόρυβο, κόντεψε να καρφώσει τα δύο μολύβια, βαθιά στον εγκέφαλό μου. Ο ήχος της ροής του αίματός μου, χιλιάδες φορές ενισχυμένος, συνοδευόμενος από τα τύμπανα της καρδιάς μου, γέμισαν τον κόσμο μου για αρκετό καιρό. 
     Αιώνες αργότερα, κατάφερα να απομονώσω τον εσωτερικό θόρυβο σε κάποια γωνιά του μυαλού μου. Ψευδαισθήσεις ήχων εξαφανίστηκαν αργότερα παρέα με τις φωνούλες που με παίδευαν. Είχα καταφέρει να απελευθερωθώ, παραδίνοντας τον εαυτό μου στα όνειρα. Και είχα ησυχάσει.
     Ώσπου κάποια στιγμή στο χρόνο, αλίμονο …μύρισα το άρωμά της …και τα Όνειρα γίναν Εφιάλτες.

—————————–
 
                                        Κράμψικ

“… κι αυτά τα τέρατα, με κυνηγάνε τρεις ανατολές και τρεις δύσεις του ήλιου τους. Καλά που βρήκα αυτήν την σπηλιά για να ξεκουραστώ. Πολύ εχθρική διάσταση.
     Κι όλα ξεκίνησαν με κείνα τα βιβλία που βρήκα. Ήταν καταχωνιασμένα και κλειδωμένα. Απαγορευμένα… αλλά αυτό ήταν που με προκάλεσε. Το ένα ήταν το “Πέρα Από Το Σκοτάδι”, κάποιου Bill D. Simon, το δεύτερο ήταν το “Περιπλανήσεις”, κάποιου Ηλία Φλωράκη και το τρίτο, το “Νεκρονομικόν” κάποιου τρελού άραβα! Αφιέρωσα αρκετό χρόνο, μελετώντας αυτά τα βιβλία. Και φυσικά κατάλαβα, τα στοιχεία που δίνανε μέσα από τις ιστορίες τους. Έτσι, άρχισα να μελετάω κι εγώ, όλους τους τρόπους που περιγράφονταν μέσα στα βιβλία, για περάσματα σε άλλες διαστάσεις. Ρώτησα διακριτικά, πολλούς μεγάλους και σοφούς, για τις διαστάσεις, γι’ άλλους κόσμους. ‘Αρχισα να αναζητάω υγρά που θ’ ανοίγαν το μυαλό μου.
     Κάποια μέρα, κατάφερα τελικά, να φύγω από τον κόσμο μου. Περιπλανήθηκα αρκετά μέσα σε πύλες, ώσπου κατάφερα να βρω κάποια μονοπάτια. Βρήκα τις πύλες που περιγράφονταν στα βιβλία. Και σαν εξερευνητής, μπήκα σε μια από αυτές. Και βρέθηκα σ’ αυτό τον αφιλόξενο κόσμο. Η ατμόσφαιρα, ήταν αποπνικτική για μένα. Ανέπνεα με δυσκολία. Έψαξα αρκετά, μέχρι να βρω κάποιο ον, για να του ζητήσω βοήθεια. Και τότε, αυτό άρχισε να με κυνηγάει, μαζί με άλλα του είδους του. Και δεν είχα πάρει μαζί μου το υγρό. Δεν ήξερα πως να γυρίσω πίσω, στην διάστασή μου.
Φοβάμαι. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω στην ατμόσφαιρά τους. Κι αυτά τα όντα με τρομάζουν ακόμα περισσότερο. Έχουν δυο χέρια, δυο πόδια. Στη κορυφή τους έχουν τα μάτια … δυο κι απ’ αυτά … μια μύτη κι ένα στόμα. Τους παρατηρώ καμιά φορά κρυμμένος. Έχουν περίεργο δέρμα με διαφόρους χρωματισμούς. Βγαίνει και μπαίνει πολύ εύκολα!!! Και κυκλοφορούν σε ομάδες με διαφορετικό χρώμα στην κορυφή. Μαύρο και άσπρο κυρίως. Νομίζω, ονομάζονται “άνθρωποι”, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Δυστυχώς… “

 -“Μόρμικ. Παράτα το κείμενό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις σπουδαίος, με τις βλακείες που γράφεις γι’ άλλους κόσμους. Όλοι σε κοροϊδεύουν. Και πρέπει να διαβάσεις τη διάσπαση της αντιύλης. Έχεις εξετάσεις αύριο στο εργαστήριο“.
 -“Καλά μαμά“. Κράμψικ. Ο εξερευνητής των Διαστάσεων εγώ… θα γίνω …σπουδαίος…

                                                    (1996)

—————————————–
 
                                      Λίζα

     Ήταν κάποτε ένα ζευγάρι. Τον Φιλ, τον ήξερα από πολύ παλιά. Ήμασταν σχεδόν παιδικοί φίλοι. Την Λίζα, την γνώρισα σ’ένα πάρτι, όταν την έφερε ο Φιλ στην παρέα και μας τη σύστησε. Ήταν νοστιμούλα, αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνη. Παρ’όλα αυτά, η σχέση τους κράτησε περισσότερο απ’όσο περιμέναμε.
     Ερχόντουσαν συχνά στην παρέα και βγαίναμε όλοι μαζί για μπύρες λέγοντας αστεία και ιστορίες, όλο το βράδυ. Ένα από εκείνα τα βράδια το θέμα της συζήτησης ήταν τα όνειρα. Ξεκινήσαμε όλοι να μιλάμε για όνειρα και εφιάλτες, που ακούσαμε ή είδαμε. Ήταν ένα θέμα αρκετά ενδιαφέρον. Ο καθένας μας έλεγε και κάτι τρομαχτικό ή διασκεδαστικό. Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Το μόνο άτομο που δεν συμμετείχε σ’εκείνη την συζήτηση, ήταν η Λίζα, που είχε αποτραβηχτεί σε μια γωνιά.
     Κάποια στιγμή, όταν όλοι είχαμε τελειώσει αυτά που θέλαμε να πούμε, σαν εναλλακτική λύση, παροτρύναμε την Λίζα να μας πει και αυτή κάτι, οτιδήποτε σχετικό. Στην αρχή ήταν αρνητική και μετά διστακτική. Μετά όμως, μαζεύοντας θάρρος, αποφάσισε να μας πει μια επιθυμία που είχε στα όνειρά της.
     Από μικρή η Λίζα, όπως και τα περισσότερα κορίτσια της ηλικίας της, ονειρευόταν πως ήταν πριγκίπισσα. Έβλεπε στα όνειρά της τον εαυτό της, μέσα σε λευκά μεταξένια φορέματα, φορώντας μαργαριταρένια κολιέ, διαμαντένια σκουλαρίκια και διάφορα άλλα αξεσουάρ, τα οποία δεν δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Γενικά δεν προσέχαμε και πολύ, τι έλεγε η Λίζα. Τα κοριτσίστικα όνειρα, αφήνανε τους πιο πολλούς στην παρέα, αδιάφορους. Η Λίζα συνέχιζε, με τα μάτια της να λάμπουν, σαν να είχε όλα αυτά τα πράγματα, μπροστά της.
     Η ζωή όμως, όπως ήταν φυσικό, δεν της πρόσφερε τίποτα απ’όλα αυτά που ονειρευόταν. Όταν μεγάλωσε λιγάκι, κατάλαβε ότι όλα αυτά που ονειρευότανε, θα παρέμεναν όνειρα. Έτσι της δημιουργήθηκε αυτή η επιθυμία. Μια επιθυμία, που όταν μας την είπε, όλοι κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, μην ξέροντας αν έπρεπε να γελάσουμε ή όχι. Ακόμα και ο Φιλ, που άκουγε αυτήν την ιστορία για πρώτη φορά, καθόταν αμήχανος χωρίς να μιλάει. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, αν αυτό που μας είχε πει η Λίζα ήταν αστείο ή σοβαρό. Δεν ήμασταν καν σίγουροι, αν αυτό που είχε πει, το είχε πει από ηλιθιότητα ή εξυπνάδα. Τα εννοούσε στ’αλήθεια αυτά που έλεγε;
     Μας είχε πει … αν είναι δυνατόν, ότι αφού δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να αποκτήσει αυτά που ήθελε, άρχισε να προσπαθεί να φέρει κάτι από το όνειρό της. ‘Aρχισε να ‘προγραμματίζει’ τον εαυτό της, πριν κοιμηθεί, ώστε βλέποντας κάτι που της άρεσε στο όνειρο, να το κρατούσε στα χέρια της σφιχτά. Όταν ξυπνούσε την επόμενη μέρα, άνοιγε τα χέρια της για να δει αν είχε καταφέρει να φέρει τίποτα μαζί της. Η επιθυμία της αυτή, της είχε γίνει έμμονη ιδέα και όπως μας είπε, δεν είχε σταματήσει ποτέ να προσπαθεί.
     Είχα ρωτήσει τότε την Λίζα, αν τα είχε καταφέρει ποτέ. Αν και ξέραμε όλοι μας την απάντηση, το είχα κάνει απλώς για να διώξω τη σιωπή που είχε απλώσει τα πέπλα της, στην παρέα, μετά το τέλος της αφήγησης της Λίζας. Και τότε για δεύτερη φορά, η ίδια σκηνή ‘κολλήματος’ εξελίχθηκε στην παρέα, όταν η απάντηση της Λίζας βγήκε σαν παγωμένος αέρας, λέγοντας απλώς: “Δε ξέρω”!
     Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Πολλά πράγματα είχαν αλλάξει. Η μισή παρέα χάθηκε, η Λίζα έφυγε, ο Φιλ και’γώ μείναμε. Πάντα στο ίδιο στέκι, πάντα με μια μπύρα στο χέρι και ένα ανέκδοτο στο στόμα.
Ένα βράδυ, είχα μείνει μόνος με τον Φιλ, συνεχίζοντας μερικούς γύρους μπύρας ακόμα. Πάνω στις αναμνήσεις, αναφερθήκαμε και σ’κείνο το γεγονός. Ομολογήσαμε και οι δύο, ότι από τότε, είχαμε προσπαθήσει κι εμείς να φέρουμε αντικείμενα από τα όνειρά μας. Μπορεί να ακουγόταν ηλίθιο, αλλά η ιδέα ήταν πολύ καλή. ‘Aσχετα αν δεν είχαμε δει αποτελέσματα. Μας είχε σφηνωθεί η ιδέα για τα καλά και κάθε βράδυ προσπαθούσαμε μάταια.
Πριν δύο βδομάδες, ενώ ο Φιλ κι εγώ τελειώναμε την μπύρα μας, μας πλησίασε μια γριά γυναίκα. Οι ρυτίδες, κρύβανε τα χαρακτηριστικά της, ενώ το σώμα της, κακοποιημένο από το χρόνο, στηριζότανε σ’ένα μπαστούνι.
 -“Δεν με γνωρίζετε, κύριοι”; Μας ρώτησε με την κουρασμένη φωνή της.
 -“Δεν ασχολούμαστε με κοπέλες της ηλικίας σου”, είπε πειραχτικά ο Φιλ.
 -“Πριν λίγα χρόνια όμως, ασχολήθηκες μαζί μου Φιλ”, απάντησε η γριά και τα λόγια της, σαν παγωμένος αέρας, πάγωσαν την ψυχή μας.
 -“Λίζα!!!”…
 -“Συνέχισα κάθε βράδυ να κοιμάμαι, προσπαθώντας να πιάσω κάτι και να το φέρω στον κόσμο μας. Μου είχε γίνει συνήθειο. Κι ένα πρωί …σηκώθηκα από το κρεβάτι και κάτι έπεσε κάτω. Το σήκωσα και ήταν ένα διαμαντένιο σκουλαρίκι. Σύντομα μέσα από τα όνειρά μου, είχα γίνει πραγματική πριγκίπισσα. Είχα φέρει ακόμα και το μεταξένιο, λευκό φόρεμα που σας έλεγα. Δεν χρειαζόμουν πια τίποτα, από κανέναν. Αλλά έκανα ένα λάθος. ‘Aρχισα να φέρνω πράγματα ανεξέλεγκτα. Ώσπου ένα πρωινό, άρχισαν να περνούν …κι οι εφιάλτες μου”.
     Ακούγαμε την Λίζα, με το ίδιο πέπλο σιωπής, που είχαμε και τότε. Ο χειρότερος εφιάλτης της, ήταν τα γηρατειά. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Μήπως ήταν μια καλοστημένη φάρσα; Η γριά, μας συμβούλεψε να τα ξεχάσουμε όλα. Ήξερε πως κι εμείς προσπαθούσαμε να φέρουμε πράγματα, από τα όνειρά μας. Μας είπε, να το βγάλουμε τελείως από το μυαλό μας. Μετά σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντας πάνω στον πάγκο του μπαρ …ένα διαμαντένιο σκουλαρίκι, τυλιγμένο σε ένα κομμάτι μεταξένιου, λευκού υφάσματος.
     Προσπαθώ να βγάλω από το μυαλό μου την ιδέα, να φέρω κάτι από το όνειρό μου. Είμαι δύο βδομάδες άυπνος. Παίρνω συνέχεια αμφεταμίνες. Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω, να διαγράψω τελείως αυτά που έγιναν. Το γερασμένο πρόσωπο της Λίζας, με κυνηγάει συνέχεια. Τα παγωμένα λόγια της, ακόμα σκεπάζουν τη ψυχή μου.
     Αν δε ξεχάσω, δεν θέλω να κοιμηθώ ποτέ …γιατί οι δικοί μου εφιάλτες … είναι εξωπραγματικά τρομαχτικοί…

——————————————————-

                                                 Η Ευχή

     Ήταν σαν σε όνειρο. Μπορεί και να κοιμόμουν όταν συνέβη. Δηλαδή κοιμόμουν όταν συνέβη. Απλά δεν θυμάμαι αν ξύπνησα ενδιάμεσα, είτε από δίψα, είτε για κατούρημα. Αλλά ήταν τόσο ζωντανό. Ξαφνικά βρέθηκα στο σκοτάδι. Όπως όταν πας ασυναίσθητα το βράδυ στην τουαλέτα, ανοίγεις τα μάτια και δεν βλέπεις τίποτα γιατί δεν έχεις ανοίξει το φως. Βρέθηκα να αιωρούμαι στο σκοτάδι. Αν κι αιωρούμαι δεν είναι η ακριβής έκφραση, αφού ένιωθα τις γυμνές πατούσες μου να ακουμπούν κάπου, αλλά … δεν ένιωθα το βάρος του σώματός μου. Ήταν κάτι εξωπραγματικό. Πέρα από τους νόμους της φυσικής, όπως τους είχα μάθει στο σχολείο. ‘Αρα, πρέπει να ήμουν σε όνειρο.
     Ήταν σκοτάδι και πατούσα πάνω σε κάτι σαν σαπουνόφουσκα. Χωρίς να νιώθω κάποιο βάρος στα πόδια μου, ένιωθα να είμαι όρθιος. Και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να κρατήσω ισορροπία. Αρκούσε που ακουμπούσα κάπου. Ήταν απόλυτο σκοτάδι κι απλά βρισκόμουν εκεί. Ένα οικείο σκοτάδι. Δεν με τρόμαζε. Δεν κρύωνα. Αντιθέτως. Ένιωθα μια γαλήνη και μια ζεστασιά να με περιβάλλουν, λες και το σκοτάδι ήταν η αγκαλιά μιας μητέρας. Χωρίς το σφίξιμο. Απλά η αγάπη της. Σαν να είσαι αφημένος στην επιφάνεια μιας ζεστής θάλασσας που αγκαλιάζει όλο σου το σώμα, χωρίς όμως την αίσθηση του υγρού. Μόνο η αίσθηση … κάτι σχετικά στερεού στις πατούσες μου.
     Έκανα μερικά βήματα και μου φάνηκε περισσότερο σαν να κινιόμουν με την σκέψη παρά με μυϊκή δύναμη. Και τότε ακούστηκε μια φωνή.
 -“Με ζήτησες“. Ο τόνος ήταν απαλός, αλλά με γέμιζε δέος. Τρυφερός, αλλά κι αυστηρός μαζί. Σαν έναν πατέρα που θέλει να καλοπιάσει το παιδί του, αλλά όχι να του δώσει την ευκαιρία να του πάρει τον αέρα.
 -“Ποιός, εγώ;”, ρώτησα, αν και είχα την υποψία πως η φωνή απευθυνόταν σε μένα. Έκανα όπως ο τηλεθεατής που βγαίνει στον αέρα κάποιας εκπομπής και ρωτάει συνέχεια επειδή δεν έχει άμεση οπτική επαφή, “Σε μένα μιλάτε; Σε μένα; Ε;” Εγώ όμως το έκανα πιο πολύ, μήπως κερδίσω λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν.
 -“Βλέπεις κανέναν άλλο τριγύρω;” Αν η φωνή είχε κάποιο πρόσωπο που να την αντιπροσωπεύει πιστεύω ότι θ’ ανήκε σε κάποιον γέρο κι αυτή την στιγμή θα έσκαγε ένα αμυδρό χαμόγελο.
 -“Ούτε και σένα βλέπω. Ποιός είναι;” Δεν θυμόμουν τελευταία να ζήτησα να δω κάποιον συγκεκριμένα. Και οι μορφές που αναζητούσα συνήθως στα όνειρά μου, κάθε άλλο παρά αντρικές ήταν. Κάτι πρέπει να μου ξέφευγε. Μήπως ήταν φάρσα; Κανένας πεθαμένος συγγενής μου που ήθελε να επικοινωνήσει από το υπερπέραν;
 -“Ίσως άργησα λίγο να παρουσιαστώ, αλλά αν ψάξεις βαθιά μέσα σου θα με αναγνωρίσεις“.
 -“Χριστέ μου!”, αναφώνησα και τότε ΤΣΟΥΦ! ένας… Χριστός εμφανίστηκε φωτεινός στο ορατό μου πεδίο. Σαν μέσα στο σκοτάδι ν’ άνοιξα ξαφνικά τον διακόπτη, από εκείνα τα μικρά εικονοστάσια με την έγχρωμη λαμπίτσα που είχε η γιαγιά μου στο δωμάτιο πάνω από το κρεβάτι μου, για να φωτίζει τα βράδια. Αν ήμουν στην Γη… μάλλον θα είχα παραπατήσει από την τρομάρα. Δεν ήταν το γνώριμο πρόσωπό του, όπως το είχα συνηθίσει μέσα από τις αγιογραφίες, αλλά ένιωθα πως ήταν αυτός. Γαλήνιος, ζεστός, ζωντανός. Λουσμένος από άπλετο φως… να με κοιτά κατάματα με κατανόηση και συμπόνια. Κι ήταν και τα γενέθλιά του κείνο το βράδυ.
 -“Με σένα μιλούσα Κύριε;” ψέλλισα.
 -“Μη καλείς τ’ όνομά μου επί ματαίω” με συμβούλεψε κι η μορφή του εξαφανίστηκε το ίδιο απότομα.
 -“Χριστ…”, πήγε να μου ξεφύγει από την τρομάρα, αλλά ευτυχώς πρόλαβα και το έκοψα, γιατί θα μου έρχονταν οικογενειακώς αν τελείωνα την φράση. Έπρεπε να βρω άλλη έκφραση για να εξωτερικεύω την έκπληξη και την τρομάρα μου. Παρόλη την αντίθεση φωτός και σκοταδιού, τα μάτια μου δεν χρειάστηκε να συνηθίσουν ξανά στο σκοτάδι. “Είσαι ακόμα εκεί έξω“;
 -“Φυσικά. Περιμένω πότε θα μου μιλήσεις“. Πότε θα του μιλήσω; Μόνο αυτό δεν περίμενα να ακούσω. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι εννοούσε. Απ’ όσο θυμόμουν, η τελευταία φορά που πήγα να επικοινωνήσω μαζί Του, ήταν στο δημοτικό σχολείο, προσευχόμενος επειδή μ’ έβαζε η μητέρα μου κάθε βράδυ. Πολύ περίεργο όνειρο μετά από σαράντα χρόνια. Προσπάθησα να ψαχουλέψω την μνήμη μου. Να βρω για ποιο λόγο είχα ζητήσει αυτήν την… ακρόαση. Το γιατί είχε έρθει η ώρα να εκπληρωθεί σήμερα αυτή η απαίτηση, θα το άφηνα να με απασχολήσει αργότερα. Τώρα η… αγωνία είχε αρχίσει να με κυριεύει. Ο χρόνος περνούσε, ο Κύριος με περίμενε κι εγώ δεν θυμόμουν τι τον ήθελα. “Μην στεναχωριέσαι παιδί μου. Ο χρόνος εδώ κυλάει διαφορετικά. Μπορώ να περιμένω όσο χρειαστεί“. Διάβαζε τις σκέψεις μου.
 -“Χριστός κι Απόστ… γαμώτο“. ΤΣΟΥΦ! Η μορφή εμφανίστηκε πάλι μέσα στο σκοτάδι. Το βλέμμα του, αν και γεμάτο κατανόηση, μ’ έκανε να αισθανθώ πολύ άσχημα. Εξαφανίστηκε το ίδιο γρήγορα, αλλά ήδη είχα κάνει το ίδιο λάθος δυο φορές. Προσπάθησα όμως να συγκεντρωθώ στο θέμα μου. Είχα κάποιες εκκρεμότητες με τον Ουράνιο Πατέρα κι έπρεπε να τις θυμηθώ. Κανονικά θα ‘πρεπε να νιώθω τον ιδρώτα να στάζει από το άγχος και την αγωνία. Αλλά η ατμόσφαιρα ήταν τόσο γαλήνια και δροσερή.
 -“Δεν δίνεις εξετάσεις παιδί μου. Να σε βοηθήσω θέλω“.
 -“Σε ποιό πράγμα; Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που επικοινωνήσαμε“.
 -“Είναι αλήθεια πως έχεις καιρό να μου μιλήσεις. Αλλά εγώ ήμουν πάντα δίπλα σου. Όπως σ’ όλα τα παιδιά μου. Παρόλο που σταμάτησες να προσεύχεσαι στο Γυμνάσιο. Απλά κι εγώ με τις δουλειές μου… ξέρεις εσύ… σ’ άφησα λίγο να πάρεις τον δρόμο σου“.
     Δαγκώθηκα. Είναι αλήθεια ότι όταν έφτασα στο Γυμνάσιο κι ανεξαρτητοποιήθηκα από την μητέρα μου, έπαψα να προσεύχομαι. Ακόμα κι όταν άρχισα, λόγω μαγκιάς παρασυρμένος από τις παρέες, να βρίζω τα Θεία των άλλων και πιο πολύ τον Χριστό και… ΤΣΟΥΦ! Ένα εκτυφλωτικό φως μ’ έκανε να νιώσω το λάθος μου μέχρι το κόκαλο. Το βλέμμα του πρέπει να ήταν πολύ αυστηρό. Δεν το αντίκρυσα. Το ένιωσα. Σκέφτηκα αμέσως την λέξη “Συγνώμη“. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν αρκετό, αλλά το φως έσβησε. Έπρεπε να χαλιναγωγήσω και την σκέψη μου. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Και τότε ήταν που μου ήρθε η πολύ απλή ιδέα. Κάθε φορά που θα ήθελα να βρίσω ή να τρομάξω ή να εξωτερικεύσω κάποιο αντίστοιχο συναίσθημα, απλά θα έλεγα “Τσουφ!”. Κάτι αντίστοιχο με τα μπιπ που ακούμε στην τηλεόραση όταν θέλουν να κρύψουν μια βρισιά, αλλά στους υπότιτλους βάζουν το αρχικό και το τελικό γράμμα κι ακριβώς τόσες τελίτσες όσες των γραμμάτων που λείπουν. Μόνο ένας αγράμματος θα έχανε παίζοντας κρεμάλα με αυτές τις λέξεις.
 -“Επειδή δεν μπορώ να συγκεντρωθώ κι είμαι λίγο απροετοίμαστος, μπορείς Θεέ μου να μου πεις περί τίνος πρόκειται“; Νομίζω ότι είχα μαζέψει όλο μου το κουράγιο για να κάνω αυτή την ερώτηση, αλλά ήθελα να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος αν θα ξυπνούσα από κάποιο όνειρο.
 -“Η ευχή σου παιδί μου. Η ευχή σου“.
     Και νομίζω ότι ήταν περίπου εκείνη την στιγμή που μια αναλαμπή στο μυαλό μου, φώτισε μια σκοτεινή γωνίτσα της. Η ευχή. Όταν ήμουν μικρός, κάθε Χριστούγεννα δεν ζητούσα δώρο από τον ‘Αγιο Βασίλη. Ίσως γιατί δεν πίστευα τόσο σ’ αυτό τον θεσμό. Ίσως γιατί ο κόσμος μου ήταν κατακλεισμένος από ‘Αγιους Βασίληδες, ζητιάνους, βιοπαλαιστές, μέθυσους, ηθοποιούς στον δρόμο, κλέφτες και σάτυρους, που δεν πίστευα ότι μπορεί να υπήρχε ανάμεσά τους κάποιος αληθινά άγιος. Έκανα όμως μια ανακεφαλαίωση της χρονιάς που είχε περάσει κι αν θεωρούσα πως ήμουν αρκετά καλό παιδί, ζητούσα κάτι από τον καλό Θεούλη που μας βλέπει και μας ακούει πάντα. Μιαν ευχή. Μια μοναδική ευχή που έπρεπε να κρατήσει για έναν ολόκληρο χρόνο. Γι’ αυτό και δεν ζητούσα παιχνίδια ή άλλα υλικά. Τις περισσότερες φορές όμως, θυμάμαι ότι δεν προλάβαινα να κάνω ευχή, γιατί από τη πολύ σκέψη μ’ έπαιρνε ο ύπνος κι έχανα την ευκαιρία μου. Τουλάχιστον έτσι πίστευα μικρός. Πως η ευχή μου θα εκπληρωνόταν μόνο αν την έκανα το βράδυ των Χριστουγέννων. Την ημέρα των γενεθλίων του γιου Του. Και μόνο αν η προηγούμενη χρονιά μ’ έκανε άξιο ανταπόδοσης. Φυσικά, όλ’ αυτά μέχρι που πήγα γυμνάσια γιατί μετά, άρχισα να χάνω τον δρόμο μου. ‘Αρχισα να βρίζω “τσουφ” και “τσαφ“, οπότε δεν έκανα τον κόπο να ξανασκεφτώ για ευχή. Ντρεπόμουν και θεωρούσα τον εαυτό μου ανάξιο να ζητήσω το οτιδήποτε.
 -“Ήσουν παιδί τότε. Γι’ αυτό και σε άφησα να ωριμάσεις λιγάκι και να βρεις τον δρόμο σου“.
     Να ωριμάσω; Και να βρω τον δρόμο μου; Μεγάλη κουβέντα. Ο κόσμος καθώς ωρίμαζα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο κι εγώ έπρεπε να βρω τον δρόμο μου. Σπούδασα, μεγάλωσα, έπιασα δουλειά και δικό μου σπίτι. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούσα ότι είχα βρει τον δρόμο μου. Για την ωριμότητα δεν το συζητάμε. Ο κόσμος όμως… αν είναι δυνατόν… τόσο στραβά τα πράγματα; Έβλεπα ειδήσεις, διάβαζα τα γεγονότα κι η θλίψη σαν νέφος γέμιζε το σπίτι μου. Δεν μπορούσα καν να ξεστομίσω την φρίκη που υπήρχε στον κόσμο. Κι αναρωτιόμουν τί θα μπορούσα να κάνω. Μια παιδική αφέλεια γέμιζε τους εφιάλτες μου. Προσπαθούσα να βρω κάποιον τρόπο, να σκεφτώ κάτι που ίσως να άλλαζε τον κόσμο. Όχι απαραίτητα για πάντα. Απλά να πετάξω κι εγώ το πετραδάκι μου απέναντι στο κύμα, προσπαθώντας να κάνω όσες περισσότερες αναπηδήσεις γινόταν, μέχρι να ελαττωθεί η φόρα του και να το καταπιεί κι αυτό η θάλασσα. Τόσο κακό από τον ίδιο τον άνθρωπο! Η σημαντικότερη συμβουλή για μένα “μην κάνεις στους άλλους, αυτό που δεν θα ήθελες να σου κάνουν” είχε ολότελα διαγραφεί από το ανθρώπινο DNA.
     Τελικά ναι. Είχα σκεφτεί πολλές φορές, αν συνέχιζα να κάνω μιαν ευχή κάθε χρόνο, ποια θα ήθελα να είναι. Να εξαλείψω την πείνα, τους πολέμους, την φτώχεια, τον πλούτο… τον θάνατο. Αλλά όλα καταλήγανε σε φιάσκο στο μυαλό μου. Γιατί πάντα θα υπήρχε κάποιος άνθρωπος να καταστρέψει αυτό που κάποιος άλλος ονειρεύεται. Η ευχή του για προσωπικό όφελος, θα υπερίσχυε της ευχής για ένα γενικό καλό βρίσκοντας το παραθυράκι ανάμεσα στις λέξεις. Έπρεπε λοιπόν η ευχή να είναι αληθινή. Δυνατή. Φτιαγμένη με τέτοιες λέξεις που να είναι αψεγάδιαστη. Τέλεια στην ερμηνεία της και να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει ή να την αναιρέσει. Οι γενικότητες δεν είχαν θέση σε έναν κόσμο τόσο ρεαλιστικά σκληρό και ψυχρό.
 -“Είσαι σε καλό δρόμο“, μου επιβεβαίωσε η φωνή Του. Και ίσως να ήταν αλήθεια.
     Εκεί που ο χρόνος κυλούσε τόσο διαφορετικά, που η γαλήνη μου έδινε την ευκαιρία να συλλογιστώ και να διαλογιστώ, ίσως να ήταν η ευκαιρία να βρω την ευχή μου. Αυτή που ίσως έσωζε τον κόσμο. Αν και μπήκα πολλές φορές στο δίλημμα και τον πειρασμό, να ευχηθώ κάτι για μένα. Ίσως πλούτο. Αλλά αυτό θα μ’ έκανε ίδιο με κείνους. Όλους εκείνους που είχα μισήσει καθώς μεγάλωνα, που στ’ όνομα του πλούτου ξεχνούσαν τον άνθρωπο. Τον Σεβασμό. Που δίνανε στην Τιμή, νούμερα. Από αυτόν που πάρκαρε πάνω στην διάβαση πεζών, αυτόν που νόθευε την τροφή για να βγάλει μερικές δεκάρες παραπάνω, μέχρι εκείνους που κάνανε πολέμους για να πουλήσουν όπλα. Κι εγώ πάνω απ’ όλα, ήθελα να μείνω άνθρωπος.
     Δεν είμαι κανένας ιδεαλιστής, φιλόσοφος ή ανθρωπιστής. Δεν φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν κάποιον Πρεσβευτή Καλής Θέλησης ή κάτι αντίστοιχο. Είμαι απλά ένας απεγνωσμένος άνθρωπος από τον πόνο. Και δεν χρειάζεται ο πόνος να μπει στο σπίτι σου για να τον νιώσεις και να καταλάβεις. Δεν χρειάζεται να μείνεις χωρίς πόδια για να καταλάβεις ότι και το αναπηρικό καροτσάκι πρέπει να έχει πρόσβαση στο πεζοδρόμιο. Δεν χρειάζεται να χάσεις το παιδί σου από το δηλητήριο που βάζεις στο φαγητό που πουλάς. Και τότε συνειδητοποίησα τί θα ήθελα να ευχηθώ. Και το ζήτησα με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Και ξύπνησα.

                                                       ***

     Αυτό ήταν το όνειρο που είδα τα Χριστούγεννα. Χτες δηλαδή. Κι η υπόλοιπη μέρα μου φάνηκε τόσο διαφορετική. Δεν ήταν ότι έκανα μια ευχή. Ήταν ότι ακόμα μια φορά προσπάθησα ν’ αλλάξω κάτι. Κι όχι μόνον αυτό. Αλλά είχα το συναίσθημα πως αυτή τη φορά είχα κάτι πετύχει. Ότι κάτι είχε αλλάξει. Το ένιωθα στην ατμόσφαιρα. Κάτι διαφορετικό συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τί. Βγήκα βόλτα προσπαθώντας να δω κάτι. Οτιδήποτε. Ένα σημάδι, μια φωνή. Ο κόσμος είχε την ίδια μουντή φάτσα. Τα σκυθρωπά τους πρόσωπα, σκυμμένα κοιτώντας ο καθένας τον εαυτό του, τρέχανε στις δουλειές τους. Αμίλητοι. Θλιμμένοι.
     Το πιο αστείο στην όλη υπόθεση όμως ήταν, όταν άκουγα κάποιον να βρίζει τα Θεία, ένιωθα ότι σε κάποια γωνιά εμφανιζόταν ο “Τσουφ!”. Κάθε φορά που άκουγα το όνομά Του, αντηχούσε στ’ αφτιά μου το τσουφ κι έψαχνα με το βλέμμα μου σε κάθε πιθανό σημείο να τον δω. Κι ήταν τόσο ζωντανή η ανάμνηση του ονείρου, που κάποιες φορές έπιανα την μορφή Του με την άκρη του ματιού μου. Δεν μπορώ όμως να σας πω στα σίγουρα αν βρισκόταν εκεί ή όχι, γιατί γυρίζοντας το κεφάλι μου δεν έβλεπα τίποτα. Κι η αναισθησία αυτού που ξεστόμιζε το όνομά Του, μου επιβεβαίωναν ένα πράγμα. Ότι αν ο “Τσουφ!” εμφανιζόταν… εμφανιζόταν μόνο μες στο μυαλό μου. Θα ήθελα όμως να ήξερα τι θα γινόταν στον κόσμο αν εμφανιζόταν πραγματικά σε καθένα που Τον φώναζε.
     Αυτό όμως συνέβαινε χτες. Γιατί σήμερα συνειδητοποίησα τι πήγαινε στραβά. Ή να το θέσω καλύτερα, συνειδητοποίησα πως όλα πήγαιναν καλά. Οι μαύροι κύκλοι στα μάτια, η κούραση της αϋπνίας, η ταλαιπώρια του αρρώστου που σφάδαζε στους πόνους όλο το βράδυ, ήταν εμφανείς στα πρόσωπα των συνανθρώπων μου. ‘Ανοιξα την τηλεόραση κι όσοι είχαν το κουράγιο να κάνουν εκπομπή, είχαν την ίδια έκφραση. Τα ίδια χάλια. Χαμογέλασα και βγήκα στους δρόμους. Κανένας δεν έβριζε, κανένας δεν παραπονιόταν εκνευρισμένος, καμιά κόρνα από αμάξια. Κανένας δεν παραδεχόταν αυτό που του είχε συμβεί. Ίσως περιμένανε όλοι, κάποιος άλλος να κάνει την αρχή. Ίσως γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Αυτό που είχε απλά ξεκινήσει το βράδυ των Χριστουγέννων. Περνώντας όμως έξω από τα πάρκα, αν είχες το κουράγιο να το παρατηρήσεις θα έβλεπες ότι μόνο τα πρόσωπα των παιδιών χαμογελούσαν. Μόνο από τα στόματα των παιδιών άκουγες γέλια. Κι εγώ το παρατήρησα και για πρώτη φορά ένιωσα ευτυχισμένος. Ήταν η πρώτη μέρα στη Γη που άκουγες μόνο τη Φύση και τα παιδιά. Κι όταν το συνειδητοποίησα, αναφώνησα:
 -“Χριστέ μου, αυτό πρέπει να το δεις“. Αλλά δεν εμφανίστηκε. Κανένα “Τσουφ!” στον ορίζοντα. Ίσως γιατί εκεί που βρισκόταν να είχε καλύτερη θέα. Και χαμογέλασα. Ναι. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια… χαμογέλασα με τη ψυχή μου. Όχι γιατί ήμουν σε καλύτερη θέση από τους άλλους. Αλλά γιατί ένιωσα ευγνωμοσύνη.
     Κι αυτά τα γράφω σε σας, γιατί… κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή. Κι ίσως αυτός ο κάποιος… εγώ… να πρέπει να παραδεχτώ πως όλα ξεκίνησαν από κείνο τ’ όνειρο. Από κείνη την ευχή. Δεν ξέρω πόσο κάθισα σε κείνο το όνειρο, γιατί ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά. Αυτά τα Χριστούγεννα όμως θα μου μείνουν αξέχαστα. Απλά κι εγώ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ το βράδυ από τους πόνους. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως αυτό που είχα κάνει ήταν τόσο κακό. Όχι στο όνειρο… στην πραγματικότητα. Όμως… θα επανορθώσω. Τώρα που ξέρω… τώρα που ένιωσα τι είχα κάνει, θα επανορθώσω. Και χαίρομαι που δεν έχω κάνει χειρότερα πράγματα.
     Δεν μετανιώνω για την ευχή που έκανα. Οι καλοί θα επιβιώσουν. Οι κακοί ελπίζω να μετανιώσουν και να προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν. Όσοι προλαβαίνουν. Οι υπόλοιποι… ας πάρω τον χαμό τους πάνω μου, αλλά δεν θα λείψουν σε κανένα. Η ανθρωπότητα έχει σοβαρότερα πράγματα να σκεφτεί. Γιατί η ευχή που έκανα έχει πιάσει.
 -“Εύχομαι… όταν οι άνθρωποι πέφτουν να κοιμηθούν, να νιώθουν τον πόνο που προκάλεσαν στον συνάνθρωπό τους με τις πράξεις τους“.
                                                                 
                                                                  ΤΕΛΟΣ

     ΣΗΜ:  Ο Ηλίας υπάρχει και στην Ερωτική Λογοτεχνία με τις ιστορίες του εκεί!

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *