Βιογραφικό

Γεννημένος το 1972 στη Φρανγκφούρτη, προγραμματιστής Η/Υ και μηχανικός ηλεκτρονικός, ο Ηλίας Φλωράκης πέρασε από πολλά βιοποριστικά επαγγέλματα. DJ και πωλητής κινητών κι Η/Υ, γραφίστας σε μεγάλες διαφημιστικές, μπάρμαν και καθηγητής πληροφορικής, τεχνικός ήχου και φώτων σε θεατρικές παραστάσεις αλλά κι ηθοποιός σε επαγγελματικές ομάδες. Όλα, για να στηρίξουν τα βήματά του στη συγγραφή διηγημάτων, θεατρικών και σεναρίων.
Πρώτη του εκδοτική δουλειά “Το Μπαράκι Του Τσάρλι“, εκδ. Καστανιώτη με 15 ιστορίες μαύρου χιούμορ. Διοργανώνει εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής και περιμένει την ευκαιρία για την πρώτη του ταινία. Ερασιτέχνης φωτογράφος με συμμετοχή σε εκθέσσεις φωτογραφίας. Το 2001 παίρνει μία από τις 21 θέσεις στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού ELLE «20+1 Ιστορίες 2001» εκδ. Καστανιώτη και το 2004 κερδίζει 1η θέση στον διαγωνισμό διηγήματος από τα ΖΩΓΙΑ. Τώρα, ζει κι εργάζεται στην Αθήνα σαν τεχνικός συντάκτης στο περιοδικό RAM.
* Στα σχόλια φιλοξενείται παρουσίαση του βιβλίου του Ηλία “Το Μπαράκι Του Τσάρλυ” αλλά και για τον “Θεραπευτή” καθώς κι άλλες απόψεις, επίσημες και μη…
* Τα παρόντα διηγήματα είναι μέρη του 2ου βιβλίου του με τίτλο “Ο Θεραπευτής” Εκδόσεις ‘Αγκυρα (2006) της 3λογίας “Λεωφόρος“.
———————————————————————-
Περιμένoντας Ένα Αστέρι Να Πέσει
Ήτανε Κυριακή βράδυ κι έκανα τη συνηθισμένη μου βόλτα στη παραλία. Έκανε αρκετή ψύχρα που διαπερνούσε το παλτό, ενώ η υγρασία έλουζε το πρόσωπό μου. Ο μουντός ουρανός κι η ομίχλη, περιορίζανε την ορατότητά μου σε μερικά μέτρα, δημιουργώντας μιαν ατμόσφαιρα για τα γυρίσματα θρίλερ.
Τους τελευταίους μήνες κατέβαινα καθημερινά στη παραλία, μακριά από τους ήχους της πόλης και τη βαβούρα, αναζητώντας λίγη απόδραση στην μοναχικότητα της σιωπής και της απεραντοσύνης του τοπίου. Κουκουλωμένος πηγαινο-ερχόμουν, αφημένος στις σκέψεις να με συντροφεύουν στις μοναχικές στιγμές μου, όταν πρόσεξα τη μορφή στο παγκάκι. Μαυροντυμένος σα σκιά, καθόταν ακίνητος λίγα μέτρα πιο πέρα. Δε τον είχα προσέξει μέχρι τώρα στη βόλτα μου, αν κι είχα ανεβο-κατέβει τη παραλία αρκετές φορές, μέχρι τώρα. Μπορεί να βρισκόταν εκεί από νωρίς ή το πιο πιθανό, να ‘χε έρθει λίγο νωρίτερα. Η σιλουέτα του μου φάνηκε γνωστή και διακριτικά, έβαλα μια μικρή γωνία στη πορεία μου για να πλησιάσω λίγο τον τύπο.
Φτάνοντας στα δύο μέτρα από το παγκάκι, αναγνώρισα τον μαυροντυμένο τύπο. Ήταν ένας νέος, άγνωστος συγγραφέας με πολλά ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα. Είχαμε μιλήσει καμιά δεκαριά φορές στη παραλία και μου ‘χε δώσει αρκετά από τα γραπτά του, να του πω την γνώμη μου. Καλό γράψιμο, αλλά μαύρο, βαρύ και ακαταλαβίστικο για την πλειοψηφία, που αναζητούσε κάτι ελαφρύ για να γεμίσει την ώρα και χοντρό για να μη χρειαστεί να ξαναπάνε στο βιβλιοπωλείο σύντομα. Ο τύπος είχε μια κλίση να παρουσιάζει το κακό με τόση γοητεία, που ερωτευόσουν τους ήρωες για τα παθήματά τους.
Πλησίασα για ένα «γεια», αφού τα πόδια μου είχαν αρχίσει να παραπονιούνται πια. Έτσι προτίμησα να ταλαιπωρήσω λίγο τα αυτιά μου. Κάθισα δίπλα του απρόσκλητος. Κοιτούσα μπροστά, όταν μίλησα, πιστεύοντας ότι με είχε αναγνωρίσει.
-“Δεν είναι το βράδυ σου σήμερα. Είν’ άσκοπο να περιμένεις. Γιατί δε πας σπίτι σου και ξανάρχεσαι αύριο“;
Γύρισα να τον κοιτάξω, αφού για αρκετήν ώρα δε πήρα καμιάν απάντηση, πιστεύοντας πως ήταν χαμένος στις σκέψεις του, όπως συνήθως. Τότε αντίκρυσα ένα θέαμα που μόνο μέσα από τα μάτια των δικών μου ηρώων είχα ξαναδεί.
Ένα μελαγχολικό πέπλο σκέπαζε το πρόσωπό του. Το ψυχρό βλέμμα του καρφωμένο στο άπειρο κι ένα παγωμένο δάκρυ, κολλημένο στο μάγουλό του, σα να ‘χε σταματήσει ξαφνικά ο χρόνος. Ο τύπος είχε πεθάνει από το κρύο.
Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να συνέλθω. Κάλεσα ασθενοφόρο από το κινητό και ξανά χώθηκα στη σιωπή, συντροφεύοντάς τον.
Δεν είχε καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρό του.
Πριν τον γνωρίσω είχε μια σχέση, ίσως την καλύτερη της πορείας του. Μπορούσε και μιλούσε μαζί της, τον στήριζε ψυχολογικά, τον γέμιζε συναισθηματικά και στο κρεβάτι ήταν οι καλύτεροι εραστές. Μοιραζόντουσαν τα πάντα κι η σχέση τους κράτησε καιρό. Αλλ’ αυτό τον εμπόδιζε να γράφει, αφού όλα ήταν υπέροχα στη ζωή του, χωρίς απρόοπτα ή καινούργιες εμπειρίες. Βολεμένος στην ασφάλεια της σχέσης τους, αντιμετώπιζε τη ζωή ήρεμα, πεζά, δουλεύοντας τα πρωινά, ενώ συνέχιζε τη μέρα με το ταίρι του.
Πολλές φορές ταξιδεύανε νοητικά μαζί φτιάχνοντας σενάρια κι ιστορίες, κάνωντας όνειρα για το καλλιτεχνικό μέλλον, αλλά ποτέ δεν έγραφε, αφού ένιωθε γεμάτος. Το μόνο που ‘κανε καμιά φορά, ήταν κάποιες ατελείωτες βόλτες στη παραλία, προσπαθώντας να βρει θέματα να γράψει. Αλλά δε τα κατάφερνε. Δε μπορούσε να μπει σε κατάσταση έμπνευσης αφού όλα του πήγαιναν καλά. Πώς να βασάνιζε τους ήρωές του.
Δύο φορές, θυμάμαι μάλιστα, είχε δει να πέφτει αστέρι κι είχε ευχηθεί να γίνει διάσημος μέσα από το γράψιμο. Εκείνη τη περίοδο ήταν που τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά. Συντροφεύαμε ο ένας τον άλλον στους περιπάτους μας, όχι πάντοτε με συζητήσεις. Ήμασταν ο ένας για τον άλλον, ο άγνωστος που μπορούσαμε να εκμυστηρευτούμε τις αδυναμίες μας. Κάτι σα να μιλάς στον καθρέφτη.
Ώσπου μια μέρα άρχισε η πτώση. Αυτή είχε πάψει να ‘ναι ερωτευμένη μαζί του. Είχε πάψει να ‘χει το πάθος κι αυτό φαινόταν σ’ όλες της, τις κινήσεις. Ο τρόπος που του μιλούσε, τον ακουμπούσε. Ακόμα και στο κρεβάτι, άρχισε να υπάρχει ρουτίνα. Σταμάτησαν τα παιχνίδια, τα χάδια, τα φιλιά. Απλώς ερεθιζόντουσαν και πάντα αυτή έπεφτε στα τέσσερα. Ήταν η στάση που την ερέθιζε σωματικά περισσότερο, υποβιβάζοντας τη πράξη σε κάτι σωματικό, αλλά ήταν κι η στάση που δε χρειαζόταν να τον κοιτάει στα μάτια.
Ήταν εκείνο τον καιρό που της είχε ζητήσει να έρθουν σε διάσταση για λίγο καιρό, πιστεύοντας πως η απόσταση θα δυνάμωνε και θα φούντωνε τη σχέση τους. Κι είχε γυρίσει αυτή, κλαίγοντας πίσω. Αλλά δεν είχε διορθωθεί τίποτα.
Ήταν εκείνο το διάστημα που μέσα του πολλές φορές σκεφτόταν να χωρίσουν, αν και δεν είχε τη δύναμη ή τη θέληση για κάτι τέτοιο. Δε του πρόσφερε τίποτα πια.
Πίστευε πως έτσι θα απελευθερωνόταν. Θα μπορούσε να κάνει παιχνίδι και να κυνηγήσει εμπειρίες και νέες γνωριμίες, διευρύνοντας λίγο το περιβάλλον του, δίνοντάς του ώθηση για νέες περιπέτειες κι ίσως ένα καινούργιο βιβλίο.
Μετά από λίγο καιρό, του ζήτησε αυτή να χωρίσουνε. Τον αγαπούσε πολύ, αλλά δεν ήταν πια ερωτευμένη μαζί του. Έτσι του ‘χε πει. Κι έφυγε. Φυσικά το γεγονός τον πήρε από κάτω, αλλά στην αρχή είχε τη δύναμη να το αντιμετωπίσει. Είχε τη δύναμη να ξεγελάει τον εαυτό του.
Δούλευε περισσότερο, γνώρισε καινούργιες κοπέλες, έγινε πιο κοινωνικός. Αλλά τίποτα δεν τον γέμιζε. Γυρνούσε από τη δουλειά και δεν είχε κάποιον να τον περιμένει σπίτι. Ξυπνούσε μόνος του τη Κυριακή και στριφογύριζε στο κρεβάτι αναζητώντας την. Ώσπου η απουσία της άρχισε να γίνεται αισθητή. Καμιά κοπέλα δεν είχε το δικό της πάθος.
Όλα αρχίσανε να περνάν απαρατήρητα από τη ζωή του σα φαγητό άγευστο κι άοσμο που κατεβαίνει στο λαρύγγι. Το διάστημα των γιορτών που δε δούλευε κιόλας, η κατάσταση χειροτέρευε. Κλεισμένος στο σπίτι, παρέα με μπουκάλια αλκοόλ, αναπολούσε και τρελαινόταν. Αλλά ακόμα δε μπορούσε να γράψει. Ώσπου έπαψε να προσπαθεί κι άρχισε να τριγυρνάει ξανά στη παραλία, μιας κι οι κλειστοί χώροι είχαν αρχίσει να γίνονται ανυπόφοροι.
Μερικές φορές τότε, βρεθήκαμε τυχαία πάλι, αλλά οι αναφορές στη ζωή του ήταν περισσότερο διπλωματικά παραπλανητικές, οπότε τον άφηνα στην ησυχία του και στα σπάνια ξεσπάσματα των μονολόγων του. Σ’ ένα απ’ αυτά μου ‘χε εξηγήσει και το λόγο που ερχόταν τα βράδια στη παραλία. Τον ξανακοίταξα, θέλοντας να αποτυπώσω τη μορφή του στο μυαλό μου. Και τότε πρόσεξα το χαρτί που ‘ξείχε από τη τσέπη του. Το πήρα προσεχτικά στα χέρια μου. Ήταν νοτισμένο από την υγρασία και σκληρό από το κρύο. Απευθυνόταν …σε μένα!
«Αναζητούσα τη μοναξιά και τον πόνο για να μπορέσω να ξαναγράψω. Ευχόμουν στ’ αστέρια που πέφτανε να γίνω διάσημος. Κι όλα αυτά γιατί είχα μια σχέση που με κάλυπτε, αν κι η πορεία της με πλήγωνε το τελευταίο διάστημα. Το σβησμένο της πάθος με βασάνιζε. Ήταν δίπλα μου, αλλά δε την είχα. Όταν χωρίσαμε, στην αρχή προσπάθησα να το εκμεταλλευτώ. Αλλά καμιά δε μου ‘δινε τίποτα. Δεν έβρισκα πουθενά το πάθος. Κι ήταν αυτό που μου ‘λειπε. Μόνον εκεί έβρισκα αρκετή ενέργεια για να ζήσω. ‘Ασχετα αν δε την εκμεταλλευόμουν σωστά καταναλώνοντάς τη στο γράψιμο. Έπρεπε να συνεχίσω χωρίς να ‘χω κάποιον δίπλα μου. Με πλήγωναν όλ’ αυτά που ‘πρεπε ν’ αφήσω πίσω. Και τώρα μόνος από τότε, τριγυρνάω κάθε βράδυ περιμένοντας. Περιμένοντας κάθε βράδυ να βρω ένα αστέρι να πέσει για να μπορέσω να ζητήσω μια καινούργια ευχή και ν’ αλλάξω τη παλιά. Να ευχηθώ να γυρίσει πίσω και να νιώσω ξανά ευτυχισμένος. Τόσο καιρό ζητούσα να γίνω διάσημος γιατί ήταν δίπλα μου. Ήμουν ευτυχισμένος, στην αρχή τουλάχιστον. Είχα μια ασφάλεια, κάποια να με περιμένει σπίτι, να με ξεκουράζει με την παρουσία της. Και τώρα άρχισα να νιώθω χαμένος. Ο πόνος δε με βοηθάει καθόλου, ούτε στο γράψιμο, ούτε πουθενά. Κι είναι το μόνο που ‘χω πια.
Περιμένω μόνον ένα αστέρι, να πραγματοποιήσω τη μοναδική ευχή που θα ‘πρεπε να θέλω. Θα μπορούσα να μάθω να γράφω διαφορετικά. Να εμπνέομαι από αλλού. Από τη παρουσία της. Αλλά μετά από τόσο καιρό, δε μπορώ να μάθω να ζω μακριά της».
Έβαλα προσεχτικά το γράμμα στη τσέπη μου. Τώρα θα γινότανε διάσημος μέσα από το γράψιμο. Κάποιου άλλου, στη στήλη του αστυνομικού δελτίου, κάποιας εφημερίδας. Για μια μέρα τ’ όνομά του θα γραφότανε παντού.
Ο Ήλιος, Η Σελήνη Κι Η Γη
Το τηλέφωνο χτύπησε αρκετές φορές, ταράζοντας την ηρεμία του σπιτιού. Ο Δόκτορας Λίο Φ. Συράκ, δυσκολεύτηκε να συνέλθει, αφού όλοι ξέρουμε ότι παίρνει υπνωτικά χάπια, για να διευκολύνει τον εγκέφαλό του να κοιμηθεί. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δοκίμασε την φωνή του. Ήταν λίγο βραχνή, αλλά αρκετά σταθερή για να συνεννοηθεί. Σήκωσε το ακουστικό.
“Παρακαλώ;”
Ήταν προετοιμασμένος να ακούσει δυσάρεστα νέα. Για ποιον άλλο λόγο θα τον ενοχλούσαν τέτοια ώρα. Την τελευταία φορά, του είχαν ανακοινώσει τον ακρωτηριασμό και των δύο ποδιών, από αυτοκινητιστικό, ενός πολύ κοντινού του συγγενή.
“Ορίστε;” ρώτησε γεμάτος έκπληξη. Όχι τόσο, γιατί το τηλεφώνημα ήταν υπεραστικό από κάποιο μικρό μέρος που το άκουγε για πρώτη φορά, όσο για το ότι κάποιος Σκωτσέζος ήθελε απλώς ένα ραντεβού μαζί του, για να μιλήσουν.
“Κύριε Μακ Γκουϊρ … συγνώμη … κύριε Μακ Γκουάιερ, αντιλαμβάνεστε φυσικά ότι είναι αρκετά αργά για να μου τηλεφωνήσετε σπίτι, για τέτοιο λόγο”.
Η φωνή του παρέμενε σταθερή.
“Περασμένα μεσάνυχτα”, σχεδόν ξεφώνισε, στην προσπάθειά του να τονίσει τον χρόνο.
Η φωνή στην άλλη γραμμή έδειξε ξάφνιασμα. Δεν είχε υπολογίσει την διαφορά ώρας. Εξάλλου, όπως απολογήθηκε, έπαιρνε και νωρίτερα, αλλά δεν τον έβρισκε ούτε στο γραφείο, ούτε στο σπίτι. Και επειδή θα ερχόντουσαν να τον βρουν, με τρένο από μακριά, χρειαζόντουσαν οπωσδήποτε ραντεβού μαζί του. Ήταν η τελευταία του ελπίδα, για κάτι που θα συζητούσαν από κοντά.
Ο Δόκτορας, αφού του είπε να κλείσει ραντεβού με την γραμματέα του, τον καθησύχασε ότι αυτός θα φρόντιζε να βρίσκεται εκεί στην ώρα του, όπως πάντα. Έκλεισε το ακουστικό, σημείωσε πρόχειρα το όνομα Μακ Γκάιερ και προσπάθησε να κοιμηθεί.
Την επόμενη μέρα, ήταν γεμάτος εκνευρισμό, αφού ο ύπνος του, όσος του είχε απομείνει, ήταν αρκετά ταραγμένος. Στην μέση της ημέρας, έδωσε στον εαυτό του αναρρωτική άδεια, για να αναπληρώσει της δυνάμεις του. Ευτυχώς δεν είχε ραντεβού το απόγευμα.
Την επόμενη, έλεγξε τα ραντεβού του. Κανένας Μακ Γκίρ δεν είχε κλείσει ραντεβού για κείνη την ημέρα. Είχε ήδη ενημερώσει την γραμματέα του για το επικείμενο ραντεβού, ώστε να μην έχει άλλο μετά. Έτσι θα μπορούσε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τον ξενόφερτο επισκέπτη του.
Είχε πάει πέντε η ώρα και ο Δόκτορας βρισκόταν στο γραφείο του. Ακόμα. Συμμάζεψε λίγο τα βιβλία που ήταν αραδιασμένα, έξυσε τα μολύβια του. Δεν βιαζόταν ιδιαίτερα. Έβαλε καφέ φίλτρου να ετοιμάζεται, έβαλε μια άδεια κασέτα στο μαγνητόφωνο, γυάλισε λίγο το αναπηρικό του καροτσάκι. Ήξερε πως το τρένο θα είχε κανένα μισάωρο καθυστέρηση. Αυτή ήταν η πρόβλεψη του σταθμάρχη. Υπήρχε κάποιο μηχανικό πρόβλημα και το τρένο είχε σταματήσει σε κάποιον προηγούμενο σταθμό. Το ίδιο του είπε και στις εξήμιση.
Γύρω στις εφτά και τέταρτο, χτύπησε η πόρτα. Πήγε και άνοιξε μόνος του, αφού η γραμματέας του σχολνούσε στις έξη.
“Συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά …”
“Παρακαλώ κύριε Μακ Γκουάιερ”. Είχε κάνει αποστήθιση του ονόματος. “Περάστε. Όσο για την καθυστέρηση, έχω ενημερωθεί από τον σταθμάρχη. Θα θέλατε λίγο καφέ φίλτρου;”
Ευτυχώς που δεν είχε άλλα ραντεβού. Κάτι ήξερε από προηγούμενες περιπτώσεις.
“Ναι, παρακαλώ. Δύο κύβοι ζάχαρη, χωρίς γάλα”.
Ο Μακ Γκουάιερ ήταν ένας επιβλητικός ασπρομάλλης, γύρω στα πενήντα πέντε – εξήντα. Φορούσε ένα ακριβό γκρίζο κουστούμι, τσαλακωμένο και ιδρωμένο, άβολο για ταξίδι με τρένο. Είχε μαζί του μια ακριβή βαλίτσα και έναν εξίσου ακριβό χαρτοφύλακα. Ήταν φανερό ότι θα περνούσε εκεί το βράδυ.
Η αναπαυτική πολυθρόνα που του προσφέρθηκε, ανακούφισε λιγάκι την μέση του που είχε καταπονεθεί στο τρένο. μετά τις πρώτες γουλιές και μια σύντομη περίληψη για την ταλαιπωρία του ταξιδιού, ο Μακ Γκουάιερ, μπήκε στο θέμα.
“Ξέρετε …”
Όχι. Ο Δόκτορας δεν ήξερε και αυτό περίμενε να μάθει.
“… εγώ και η γυναίκα μου … δεν μπορέσαμε να κάνουμε παιδιά.
Ο Δόκτορας σκέφτηκε ότι η γυναίκα θα είχε το πρόβλημα, ίσως λόγο της υγιέστατης εμφάνισης του Μακ Γκουάιερ, ίσως και λόγο αντρικού εγωισμού.
“Το πρόβλημα … είχα πάθει ένα ατύχημα στα νιάτα μου. Τέλος πάντων. Αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε ένα παιδί. Εκείνη την εποχή, ένας υπάλληλός μου … έχω μια τοπική εφημερίδα στο Λιτλ Ροκ, εκεί μένω, έκανε ένα παιδί … η γυναίκα του δηλαδή … μόλις είχε γεννήσει. Είχαν ήδη τρία παιδιά. Το μωρό, ήταν προβληματικό. Δηλαδή όχι ακριβώς. Ήταν υγιέστατο. Ο Τζον …”
“Το μωρό;”
“Όχι, ο υπάλληλός μου, δεν είχε λεφτά για να αναθρέψει ένα ακόμα παιδί. Είχε ήδη τρία. Σας το ‘πα; Το εισόδημά του δεν του επέτρεπε να φροντίσει ένα ακόμα στόμα. Ακόμα και αν του έδινα αύξηση. Εξάλλου δεν θα είχε την ευχέρεια να προσφέρει στο γιο του ιατρική βοήθεια. Ήταν αγόρι. Το ανέφερα; Τέλος πάντων. Το παιδί ήταν πανέμορφο. Η γυναίκα μου το αγάπησε αμέσως. Και ‘γώ. Δέχτηκα να το υιοθετήσουμε. Το πρόβλημα που είχε ήταν λίγο παράξενο. Ή μάλλον, όπως είπαν οι γιατροί, πολύ παράξενο. Το είχα πάει στους γιατρούς στην Ουάσιγκτον. Από ‘κεί ήταν οι γιατροί. Το παιδί κοιμόταν ακριβώς 12 ώρες. Ο χρόνος δεν ξέφευγε ούτε λεπτό. Με το ίδιο ρολόι. Και μάλιστα αποδείχτηκε πολύ έξυπνο για την ηλικία του. Τώρα είναι 3 χρονών. Πρέπει να σας το είπα ξανά”.
Ο Δόκτορας παρακολουθούσε αμίλητος καταγράφοντας την συζήτηση στο κασετόφωνο. Ο συνομιλητής του είχε μια περίεργη υπερένταση. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έφταιγε. Ίσως ο καφές να του έπεσε λίγο βαρύς.
“Χρόνια τώρα …”
Τρία δηλαδή, σκέφτηκε ο Δόκτορας.
“… τρέχω από γιατρό σε γιατρό. Εκτός από αυτή την λεπτομέρεια που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει, το παιδί μεγαλώνει φυσιολογικά. Μέχρι που άκουσα για σας”.
Και το παιδί έπαψε να μεγαλώνει φυσιολογικά; Ξανασκέφτηκε ο Δόκτορας απορώντας με τον εαυτό του. Πολύ παρέα με τον Ντας κάνω.
“Είχα χάσει κάθε ελπίδα. Θέλω την βοήθειά σας”.
“Αφού το παιδί μεγαλώνει φυσιολογικά, γιατί θέλετε να επέμβετε σ’ αυτή την ιδιαιτερότητά του;”
“Θέλω μια εξήγηση, σαν πατέρας. Θετός πατέρας, τέλος πάντων. Θέλω να κατανοήσω το γεγονός. Για να μην μας φοβίζει. Εμένα και την γυναίκα μου. Θέλω μια εγγύηση ότι στο μέλλον, δεν θα εξελιχθεί σε κάτι χειρότερο”.
Καλό επιχείρημα.
“Κατάλαβα. Θα προσπαθήσω να μάθω κάτι για την περίπτωση του γιου σας”.
Ο Δόκτορας ένιωσε σαν ντετέκτιβ.
“Βέβαια θα ανταμειφθείτε, με όσο μεγαλύτερη αμοιβή μπορέσω να βρω”.
“Μην ανησυχείτε. Η πρόκληση και η ευτυχία σας, θα είναι η ανταμοιβή μου”.
Πολλές φορές είχε μετανιώσει γι’ αυτές του τις αντιλήψεις, αλλά τα πράγματα τώρα ήταν ειλικρινά. Δεν είχε ανάγκη τα λεφτά. Είχε αρκετά στην άκρη, που θα μπορούσε να αγοράσει την εφημερίδα του Μακ … Μακ … Μακ Γκουάιερ.
Οι μέρες περνούσαν. Ο Μακ Γκουάιερ είχε γυρίσει πίσω περιμένοντας νέα. Ο Δόκτορας σκάλιζε την συλλογή του, από το περιοδικό LIFE. Είχε την εντύπωση πως κάπου είχε διαβάσει κάτι παρόμοιο. Τέσσερις μέρες μετά, ο Δόκτορας βρήκε ένα άρθρο από κάποιον Τόνυ Εστεβέζ. Ο τύπος αυτός σε μια επίσκεψή του στο Νεπάλ, είχε συναντήσει κάποιον γκουρού, ο οποίος του μίλησε για ένα παιδί με ιδιαίτερο χάρισμα. Το παιδί λεγόταν Σώκρατες Τασέπι. Υπολογίζοντας βάση του τεύχους, το παιδί πρέπει να είναι τώρα γύρω στα … τρία !!!
Την επόμενη μέρα, η γραμματέας του Δόκτορα, έστειλε δύο φαξ. Το πρώτο, προς τον κύριο Μακ Γκουάιερ, όπου ενημερωνόταν λιγάκι για την εξέλιξη των ερευνών. Το φαξ ήταν πολύ μικρό και είχε σταλεί κατευθείαν στα γραφεία της εφημερίδας του. Το δεύτερο φαξ είχε σταλεί στα γραφεία του LIFE όπου ο Δόκτορας ζητούσε στοιχεία για να έρθει σε επαφή με τον Τόνυ Εστεβέζ.
Η απάντηση του LIFE ήρθε μερικές ώρες αργότερα. Ο Τόνυ Εστεβέζ ήταν εξωτερικός, έκτακτος συνεργάτης. Με λίγα λόγια, έγραφε όταν έγραφε, τα έστελνε με φαξ και πληρωνόταν. Το περιοδικό είχε κάποια στοιχεία κατοικίας, τα οποία και του έστελναν, χωρίς να είναι σίγουροι αν ίσχυαν ακόμα. Η αμοιβή του Τόνυ, έμπαινε σε λογαριασμό τραπέζης που συνεργαζόταν το περιοδικό, αλλά φυσικά γι’ αυτό το θέμα δεν μπορούσαν να του δώσουν άλλα στοιχεία. Σαν υστερόγραφο, του δίναν την πληροφορία ότι πριν λίγες μέρες είχαν παραλάβει από τον Τόνυ, ένα ακόμη άρθρο, με θέμα τα δάση του Αμαζονίου, αλλά δεν ξέρουν που θα μπορούσε να βρίσκεται.
Ο Δόκτορας δεν απελπίστηκε. Το πρόβλημα λύθηκε λόγω γνωριμιών και πολύ τύχης. Είχε ειδοποιήσει έναν γνωστό του σε μια δημόσια υπηρεσία, ο οποίος βρήκε ότι η αμοιβή από το τελευταίο άρθρο του Τόνυ Εστεβέζ, είχε εισπραχθεί από ένα υποκατάστημα της τράπεζας, σε μια πόλη της Λατινικής Αμερικής. Η τύχη είχε βοηθήσει αρκετά αφού ένα μέρος της αμοιβής είχε εισπραχθεί την προηγούμενη ακριβώς μέρα, μεγαλώνοντας την πιθανότητα ο Τόνυ να βρίσκεται ακόμα σε εκείνη την πόλη.
Μια δεύτερη αξιοποίηση των γνωριμιών του, έφερε τον Τόνυ Εστεβέζ σε τηλεφωνική επαφή με τον Δόκτορα. Το ότι ο Τόνυ έκανε τον κόπο να μιλήσει μαζί του, άκου σύμπτωση, ήταν γιατί ο Τόνυ ήταν φίλος του ‘Aντριου Μακ Κέννα. Μαθητή και φίλο του Δόκτορα από το κολέγιο όπου δίδασκε. Ο Τόνυ και ο ‘Aντριου ήταν μαζί στην ίδια συμμορία, όταν ήταν μικροί και είχε ακούσει στις μετ’ έπειτα επαφές του με τον ‘Aντριου, πολλά πράγματα για τον Δόκτορα Λίο Φ. Συράκ. Αφού ενημερώθηκε για το ζήτημα, τηλεφωνικός, υποσχέθηκε να του στείλει από τα γραφεία του LIFE, τα στοιχεία από το συγκεκριμένο άρθρο. Και αυτό γιατί στο περιοδικό, δεν είχαν γράψει ολόκληρο το θέμα, αφού η στήλη ήταν πολύ μικρή. Δεν θυμόταν λεπτομέρειες από το συγκεκριμένο άρθρο, για να ενημερώσει τον Δόκτορα τηλεφωνικός. Θυμόταν όμως αρκετά πράγματα για την παιδική του ηλικία και τις περιπέτειές του με τον ¶ντριου. Πράγμα που κόστισε πολύ στον Δόκτορα αφού είχε δεχτεί το τηλεφώνημα του Τόνυ με δικιά του χρέωση!
Οι μέρες συνέχισαν να περνάνε, αλλά το φαξ δεν δεχόταν τίποτα. Ο Δόκτορας αφοσιωμένος και στις δικές του δουλειές και στα ήδη προγραμματισμένα ραντεβού, είχε αφήσει για λίγες μέρες, την έρευνά του. Η θύμηση στο γεγονός επανήλθε, όταν κάποια μέρα του ήρθε ένα συστημένο δέμα. Είχε το μέγεθος κουτιού από σοκολατάκια και στοιχεία αποστολέα, του Τόνυ Εστεβέζ. Επιτέλους.
Ξετυλίγοντας επανειλημένα χαρτάκια, ο Δόκτορας έφτασε στην καρδιά του δέματος, όπου βρήκε μια δισκέτα 3.5 ιντσών. Η δισκέτα έφτασε στα χέρια ενός μαθητή του Δόκτορα ο οποίος ανέλαβε αφιλοκερδώς να τυπώσει το περιεχόμενο της δισκέτας. Τελικά, η έρευνα του Τόνυ Εστεβέζ, η ολοκληρωμένη έκδοση, έφτασε στα χέρια του Δόκτορα.
Ο Τόνυ αναφερόταν σ’ ένα γκουρού από το Νεπάλ, ο οποίος είχε πάρει υπό την προστασία του ένα παιδάκι. Το παιδί λεγόταν Σώκρατες Τασέπι. Το παιδί είχε ένα χάρισμα, όπως έλεγε ο γκουρού, αν και κανείς δεν είχε καταλάβει που του χρησίμευε. Αναπαυόταν ακριβώς 12 ώρες και 12 ώρες ήταν ξύπνιο. Μιλούσε για κάποιο όραμα που είχε δει ο γκουρού, για το πώς βρήκε το παιδί και το πήρα υπό την προστασία του. Το παιδί αναγνωρίστηκε από τα σημάδια του οράματος και μπλα μπλα μπλα… το βρήκε κάπου στην Αμερική, όπου έστειλε δύο βοηθούς του για να το εντοπίσουν και να το φέρουν. Το μέρος που βρισκόταν ο μικρός, ήταν εντελώς άγνωστο στον Δόκτορα. Κάπου στο τέλος αναφερόταν ότι το πραγματικό όνομα του παιδιού ήταν Σώκρατες Σάρτασεπ. Αλλά κρατήθηκε από τον γκουρού το Τασέπι, όπου ίσως ήταν πιο εύκολο στην προφορά.
Η επόμενη κίνηση του Δόκτορα ήταν να βάλει έναν φοιτητή του να βρει πού στο καλό βρισκόταν η τοποθεσία, όπου βρήκαν οι βοηθοί του γκουρού το παιδί. Η απάντηση ήρθε μετά από μία βδομάδα αναζήτησης.
“Έπρεπε να το φανταστώ”, ξεφώνισε ο Δόκτορας. Αν η αναζήτηση είχε γίνει μέσω Μακ Γκουάιερ, θα είχε την απάντηση την ίδια στιγμή. Το μέρος ήταν κάποιο χωριουδάκι κοντά στο Λιτλ Ροκ, όπου έμενε ο Μακ Γκουάιερ.
Είχε έρθει η στιγμή για τον Δόκτορα, να ταξιδέψει για άλλη μια φορά. Η πρώτη του με το αναπηρικό καροτσάκι, πράγμα που δεν τον φόβιζε καθόλου.
Στον σταθμό του Λιτλ Ροκ, τον περίμενε ο Μακ Γκουάιερ.
“Η γυναίκα μου ετοιμάζει φαγητό. Θέλετε να περάσουμε πρώτα από το σπίτι;”
Είναι μια πολύ καλή ιδέα, σκέφτηκε ο Δόκτορας.
“Ναι, θα ήθελα να δω και τον μικρό”.
“¶ ναι, τον Τζόρτζ. Έτσι τον βαφτίσαμε”.
Το σπίτι των Μακ Γκουάιερ ήταν μια υπέροχη βίλα στα περίχωρα του Λιτλ Ροκ. Ο Δόκτορα γνώρισε την Νταϊάν, την γυναίκα του Μπιλ Μακ Γκουάιερ, είχε ξεχάσει μέχρι τώρα να αναφέρει το μικρό του, αν και ο Δόκτορας δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για μια τέτοια λεπτομέρεια, την Μπέτυ, την μαύρη οικονόμο τους, τον μικρό και πανέμορφο Τζόρτζ και φυσικά τον Σάιμον, το λυκόσκυλο. Για κάποια στιγμή ο Δόκτορας νόμιζε ότι έπαιρνε μέρος σε σαπουνόπερα του στυλ Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι.
Αφού φάγανε και ξεκουράστηκαν με έναν μεσημεριανό ύπνο, εκτός από την Μπέτυ που φύλαγε τον Τζόρτζ, που δεν είχε περάσει ακόμα το 12ωρό του, ο Δόκτορας ζήτησε πληροφορίες για το χωριό που αναζητούσε, όπου εντελώς συμπτωματικά …
“Εκεί μένει ο υπάλληλός μου, ο Τζον Σάρτσαπ”.
Ο Δόκτορας ζήτησε να πάει στο τοπικό μαιευτήριο του χωριού. Τελικά όμως το μόνο μαιευτήριο στην περιοχή ήταν αυτό του Λιτλ Ροκ.
Εκεί, με τα στοιχεία γέννησης του μικρού Τζόρτζ, ο Δόκτορας ανακάλυψε ότι εκείνη την ημέρα κάποια Μαίρη Σάρτσαπ είχε γεννήσει δίδυμα. Πράγμα που ξένισε και τον Μπιλ.
Χάρη στην φήμη του Μπιλ και λιγότερο στην ιδιότητα του Δόκτορα, του επετράπηκε η πρόσβαση στο αρχείο του ιατρικού ιστορικού της γέννας. Η Μαίρη Σάρτσαπ, ώρα τάδε, είχε γεννήσει δύο μωρά με διαφορά λίγων λεπτών. Η γέννα ήταν φυσιολογική, αλλά το ένα μωρό δεν ανταποκρίθηκε στα χτυπήματα των γιατρών. Το άνοιγμα των πνευμόνων του άργησε να γίνει. Τις πρώτες 12 ώρες το ένα μωρό, το πρώτο, ζούσε κανονικά, ενώ στο δεύτερο, δουλεύοντας μόνο οι φυσικές λειτουργίες. Το είχαν βάλει σε θερμοκοιτίδα για παρακολούθηση. Μετά το πρώτο 12ωρο, για ανεξήγητους λόγους, το πρώτο μωρό έπεσε σε λήθη, δουλεύοντας μόνο οι φυσικές του λειτουργίες, στα φυσιολογικά πλαίσια ενός κώματος, ενώ το δεύτερο παιδί ξύπνησε. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα 12ωρα, για μια βδομάδα, όπου στο τέλος οι γιατροί έδωσαν εξιτήριο στα μωρά, θεωρώντας την κατάστασή τους αλλόκοτη, αλλά σταθερά επαναλαμβανόμενη, χωρίς επικίνδυνες διαταραχές ή μεταπτώσεις που να έθεταν την ζωή των μωρών σε κίνδυνο.
Η επόμενη φυσικά επίσκεψη, ήταν στο σπίτι των Σάρτσαπ. Ένα μεγάλο καλύβι σ’ ένα χωριουδάκι έξω από το Λιτλ Ροκ. Τρία κουτσούβελα παίζανε έξω. Η Μαίρη και ο Τζον Σάρτσαπ, πρόσφεραν την φιλοξενία τους στους νεοφερμένους επισκέπτες και γύρω από το τραπέζι όπου τους προσφέρθηκε καφές, ανοίχτηκαν τα χαρτιά.
Η Μαίρη και ο Τζον, απαντώντας στις ερωτήσεις του Δόκτορα, είπαν τα γνωστά περί γέννας, τα εν μέρη γνωστά περί υιοθεσίας του Τζορτζ από τον Μπιλ Μακ Γκουάιερ και τα καθόλου γνωστά μέχρι τώρα, της άτυπης υιοθεσίας του Σώκρατες από τους απεσταλμένους βοηθούς του γκουρού.
Οι αναμνήσεις έφεραν συγκίνηση στο ζεύγος, αλλά όχι δάκρυα. Ήταν σίγουροι ότι και τα δύο μωρά ήταν σε καλά χέρια. Οι ίδιοι δεν είχαν την δυνατότητα να μεγαλώσουν δύο ακόμα μωρά και μάλιστα με μια τέτοια ιδιοτροπία.
Μετά από αρκετή σκέψη, ο Δόκτορας συνειδητοποίησε ότι το επίθετο Τασέπι, όπου έβγαινε από το Σάρτασεπ, πρέπει να ήταν παρερμηνεία από την προφορά των βοηθών του γκουρού, για το Σάρτσαπ. Ή μπορεί να ήταν και μια ηθελημένη παραμόρφωση για ευνόητους λόγους. Αυτό που δεν κολλούσε ακόμα ήταν το γιατί να θέλει ο γκουρού το δεύτερο μωρό.
Ο Δόκτορας επέστρεψε στο γραφείο του μετά από δύο μέρες. Ήθελε να σκεφτεί. Κάτι του είχε διαφύγει στην όλη υπόθεση. Δύο μωρά που ζούσαν 12 ώρες το καθένα εναλλάξ. Το ένα με τον Μακ Γκουάιερ και το άλλο με τον γκουρού … στο Νεπάλ!!! Κάτι έλειπε από το παζλ για να ολοκληρωθεί η εικόνα. Και τότε …πήρε στα χέρια του την έρευνα του Τόνυ Εστεβέζ. Το όραμα του γκουρού. Μιλούσε για τον Ήλιο, το Φεγγάρι και την Γη. Όταν ήταν σε ευθεία με αυτή την σειρά και ένιωθε ο γκουρού σκοτάδι. Έκλειψη Ηλίου, σκέφτηκε ο Δόκτορας. Και μετά ήρθε το χάσιμο του Φεγγαριού, όταν η σειρά ήταν Ήλιος, Γη, Φεγγάρι και υπήρχε άπλετο φως. Έκλειψη Σελήνης, το Φεγγάρι ακριβώς αντίθετα με τον Ήλιο σε σχέση με την Γη. Και ακόμα στο όραμα, ο γκουρού ένιωθε χαρούμενος όταν η Γη λουζόταν από το φως και πολύ δυστυχισμένος, όταν η Γη βρισκόταν στο σκοτάδι. Πού κολλάει άραγε αυτό στην όλη υπόθεση; Ήλιος, Γη, Φεγγάρι, ευτυχία. Ήλιος, Φεγγάρι, Γη, δυστυχία.
Ο Δόκτορας είχε απελπιστεί. Όχι τόσο γιατί δεν έβρισκε τον συνδετικό κρίκο, όσο γιατί δεν μπορούσε να ταξιδέψει στο Νεπάλ. Στην άλλη άκρη της Γης.
“Στην άλλη άκρη της Γης. Αυτό είναι. Ήλιος το Λιτλ Ροκ, Γη, Φεγγάρι το Νεπάλ. Δύο σημεία ακριβώς αντίθετα. 12 ώρες διαφορά. Όταν στο ένα είναι 12 το μεσημέρι, στο άλλο είναι 12 το βράδυ. Ήλιος ο Τζόρτζ στο Λιτλ Ροκ, Φεγγάρι ο Σώκρατες στο Νεπάλ. Ευτυχία. Έτσι εντόπισε ο γκουρού το μωρό. Οι βοηθοί του έπρεπε να ψάξουν στο αντίθετο σημείο. Αλλά γιατί ευτυχία; Μα φυσικά. Γιατί έτσι και τα δύο μωρά θα ζουν το 12ωρό τους όσο επικρατεί μέρα. Αλλά ένα ερώτημα επικρατεί ακόμα. Το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Γιατί τα παιδιά να ζουν από 12 ώρες το καθένα;”
Ο Δόκτορας ενημέρωσε τον Μακ Γκουάιερ για τα συμπεράσματά του. Το ερώτημα όμως που τον απασχολούσε, έμεινε αναπάντητο για πολύ καιρό. Ακόμα και η επαφή του με τον γκουρού μέσω δικών του απεσταλμένων, δεν είχε διαφωτίσει την υπόθεση. Ακόμα και ο γκουρού δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Ήξερε απλώς πως κάποια στιγμή θα του ερχόταν κάπως, η απάντηση και συνέχιζε υπομονετικά το έργο στο οποίο είχε αφιερωθεί.
Στα έβδομα γεννέθλια των μικρών, το όραμα ξεκαθάρισε τον λόγο για τον οποίο γινόντουσαν όλα αυτά. Ο Δόκτορας είχε πάρει την απάντηση από τον γκουρού και την είχε μεταδώσει με την σειρά του στον Μακ Γκουάιερ, με απλούστερα λόγια.
Η Μαίρη ήταν να γεννήσει ένα μωρό. όμως μια ανωμαλία στην εγκυμοσύνη, διέσπασε το ωάριο δημιουργώντας δίδυμα. Η Ψυχή όμως που ήταν προγραμματισμένο να κατεβεί ήταν μία και μοναδική. Αλλά πολύ ισχυρή. Η Ψυχή λοιπόν αποφάσισε πριν την γέννα, να κρατήσει και τα δύο σώματα αφού είχαν μοιραστεί τις ικανότητες, που χρειαζόταν για να εξελιχθεί. Το ένα παιδί μάλιστα ήταν αριστερόχειρο, ενώ το δεύτερο δεξιόχειρο. Για να μοιράσει η Ψυχή τον χρόνο, έδωσε ζωή στα δύο σώματα ανά δωδεκάωρο, ταξιδεύοντας διαδοχικά μια στο ένα σώμα και μια στο άλλο. Για να μεγαλώσουν φυσιολογικά, έστειλε το ένα στην άλλη μεριά της Γης ώστε να ζούνε και τα δύο την ημέρα. Αν είχε ψάξει στην Ελληνική Μυθολογία θα έβρισκε νωρίτερα την απάντηση.
Ο Δόκτορας δεν έζησε αρκετά για να παρακολουθήσει την εξέλιξη των παιδιών. Τα παιδιά πρέπει να είναι τώρα γύρω στα 12 χρονών. Τα παρακολουθούν όμως κάποιοι πρώην μαθητές του Δόκτορα Λίο Φ. Συράκ. Κι η ισορροπία τους κρατιέται σταθερή, μέχρι να ‘ρθει η ώρα τους…
Παγιδευμένος
Όλα ξεκίνησαν με ‘κείνα τα όνειρα.
Λευκό … Για ώρες κοιτούσα κάτι που ήταν σαν λευκός τοίχος. Δεν ήξερα τι ήταν ακριβώς. Αλλά ήταν κατάλευκο.
Μαύρο … Μετά … ερχόταν το σκοτάδι. Σαν ένα μαύρο πανί, να κάλυπτε τα μάτια μου.
Ησυχία. Δεν άκουγα τίποτα. Ούτε ένιωθα.
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό …
Και τότε, ανάμεσα στο Λευκό και το Μαύρο, ήρθε το Χρώμα.
Παιδάκια μικρά. Γύρω από ένα τραπέζι. Με τα πολύχρωμα καπελάκια τους. Μια τούρτα με πέντε κεράκια. Δεν ακούω φωνές. Τα κεράκια πλησιάζουν … σβήνουν … εγώ τα φύσηξα, αλλά δεν ένιωσα τίποτα. Μετά … κουτιά με δώρα …
Μαύρο …
Λευκό … Μήπως είναι φως; Από πού;
Μαύρο …
Παιδάκια. Πιο μεγάλα. Κάθονται σε σειρές. Και ένας μεγάλος. Ντυμένος στα μαύρα. Μιλάει … αλλά δεν τον ακούω. Μια βέργα στα χέρια του. Βλέπω δυο χέρια μικρότερα. Τα δικά μου. Με χτυπάει … αλλά δεν το νιώθω. Βλέπω όμως το κοκκίνισμα. Σίγουρα πονάει … αλλά δεν το νιώθω.
Λευκό …
Μαύρο … Μήπως είναι νύχτα;
Ένα πιάνο. Καφέ σκούρο. Και το ίδιο ζευγάρι, μικρών, κοκκινισμένων χεριών, πάνω στα ασπρόμαυρα πλήκτρα. Και μια βέργα, αλλά σε διαφορετικά χέρια.
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό … Τώρα είμαι ξύπνιος;
Μαύρο … Τώρα κοιμάμαι; Έτσι πρέπει να είναι.
Ένα ρολόι τοίχου. Σταματημένο. Δεν βλέπω την ώρα που έχει σταματήσει. Είχε σταματήσει ακριβώς την στιγμή που σταμάτησε και η καρδιά του. Απόλυτη σιωπή. Κανένα συναίσθημα. Ήταν η μέρα που πέθανε ο πατέρας μου. Θυμάμαι.
Λευκό … Ξύπνησα.
Κόκκινο φως, μπλε φως. Γυρίζουν εναλλάξ. Με τυφλώνουν. Ένα συναίσθημα. Πόνος!;
Μαύρο … Πώς ονειρευόμουν στο Λευκό, αφού ήμουν ξύπνιος;
Λευκό … Τί μου συμβαίνει;
Μαύρο …
Σιδερένιες βέργες, σχηματίζουν τις ακμές ενός κουτιού. Πέντε μπίλιες κρέμονται στο κέντρο του, με λεπτές μεταλλικές κλωστές. Δύο μπίλιες φεύγουν αριστερά, γυρνάνε, χτυπάνε τις άλλες. Δύο μπίλιες φεύγουν δεξιά, γυρνάνε, χτυπάνε τις άλλες … δεν ακούω θόρυβο, αλλά αυτό γίνεται συνέχεια.
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό …
Δύο χέρια παίζουν πιάνο. Είναι μεγάλα χέρια. Τα δικά μου. Με κόκκινα σημάδια … από βέργα. Χρυσά μανικετόκουμπα σε κάτασπρα μανίκια. Ένα μικρόφωνο.
Μαύρο …
Κόκκινο φως, εναλλάξ με μπλε, με ζαλίζει. Νιώθω αναγούλα. Νιώθω!;
Λευκό …
Μαύρο … Πού βρίσκομαι;
Λευκό … Πότε ονειρεύομαι; Πότε είμαι ξύπνιος;
Κόσμος. Μεγάλος κόσμος. Όλοι με κοιτάνε και χαμογελούν. Έρχονται καταπάνω μου και μου δίνουν το χέρι τους. Και λουλούδια. Πολλά λουλούδια. Και μια κοπέλα. Μόνο με κοιτάει. Την παρατηρώ. Αλλά ο κόσμος δεν μ’ αφήνει ήσυχο. Μιλάνε συνέχεια … αλλά δεν μπορώ να τους ακούσω. Δεν ακούω τίποτα.
Μαύρο …
Λευκό …
Μαύρο …
Μαύρα παπούτσια. Κοιτάω κάτω. Μια τρύπα. Ένα φέρετρο. Κάτι στάζει. Δάκρυα; Ποιος είναι μέσα; Με κοιτάζει ένας άντρας … και μου χαμογελάει. Μέσα από το φέρετρο. Ο πατέρας μου. Χαμογελάει!
Λευκό …
Ένα κορίτσι. Εκείνο. Γυμνό. Κοιμάται. Είμαι μακριά του και το κοιτάω. Είμαι μπροστά στο πιάνο. Τα χέρια μεγάλα και σημαδεμένα … χαϊδεύουν τα πλήκτρα. Λίγο πριν χάιδευαν το κορμί της.
Μαύρο …
Λευκό … Προτιμώ το Λευκό. Φέρνει φωτεινά όνειρα.
Μαύρο … Βλέπω συνέχεια όνειρα. Γιατί;
Ένα γυναικείο χέρι. Έχει και αυτό κόκκινα σημάδια. Όχι σαν τα δικά μου. Μικρές κόκκινες τελίτσες στα μπλε ποταμάκια και μικρές λιμνούλες από μελανιές, πάνω στο λευκό της χέρι.
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό …
Μαύρο …
Ένα τεράστιο δωμάτιο. Σκοτεινό … είναι νύχτα. Ένα πιάνο με ουρά. Το σκοτεινό περίγραμμα από ένα στερεοφωνικό. Ένα διπλό κρεβάτι. Πλούσιο δωμάτιο. Το δικό μου δωμάτιο. ‘Αδειο κρεβάτι. Τα χέρια πάνω στα πλήκτρα.
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό …
Μπλε και κόκκινα φώτα. Με ζαλίζουν. Νιώθω πόνο στο λαιμό μου. Πόνο!; Γιατί;
Μαύρο …
Λευκό … Βλέπω κάτι πάνω στο Λευκό. Σημάδια. Είναι τοίχος. Σίγουρα. Είναι ένας άσπρος τοίχος. Πού βρίσκεται όμως;
Μαύρο … Τώρα δεν βλέπω τίποτα. Δεν διακρίνω κανένα σημάδι.
Λευκό … Κάτι υπάρχει εκεί. Κάτι διακρίνω με την άκρη του ματιού μου. Κάτι άλλο, εκτός από τα άσπρα σημάδια του τοίχου. Αλλά δεν μπορώ να γυρίσω το κεφάλι. Πρέπει να εστιάσω με το μυαλό μου. Πρέπει.
Μαύρο …
Ένα μπουκάλι άδειο. Είναι βότκα. Κι άλλο … τεκίλα. Δεν μπορώ να κρατήσω το βλέμμα μου σταθερό. Όλα γυρίζουν. Πιάνο … κρεβάτι … πάτωμα … πιάνο … πάτωμα … κρεβάτι … ταβάνι … σκοτάδι.
Λευκό …
Κόκκινα και μπλε φώτα, αστράφτουν και με τυφλώνουν. Πλησιάζουν. Ακούω ήχους. Ακούω!; Πάλι αναγούλα. Και πόνος.
Μαύρο … Σκοτάδι παχύρρευστο. Αν απλώσω τα χέρια μου θα χωθούνε μέσα του. Τα χέρια μου; Δεν τα νιώθω!
Λευκό … Και ‘κείνο το πράγμα στην αριστερή άκρη του ματιού μου. Εστιάσου … συγκεντρώσου … Γρήγορα, γιατί θα έρθει το
Μαύρο …
Πάλι το πιάνο. Τα χέρια πάνω του. Τρέμουν. Κι άλλα μπουκάλια στο πάτωμα. Το κρεβάτι άδειο. Το δωμάτιο ακατάστατο. Τα χέρια χτυπάνε το πιάνο. Αλλά δεν το νιώθω.
Λευκό … Είναι … είναι λάμπα! Το πράγμα που έβλεπα ήταν μια σβηστή λάμπα. ‘Αρα βλέπω το ταβάνι. Είμαι ξαπλωμένος. Πού βρίσκομαι; Γιατί;
Μαύρο … Και αυτό είναι σκοτάδι. Πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος!
Λευκό … Λάμπα … Μέρα.
Μαύρο … Νύχτα … Σκοτάδι.
Και τα όνειρα; Πότε τα βλέπω; Γιατί δεν νιώθω τίποτα; Δεν αισθάνομαι; Εκτός από τα μπλε και κόκκινα φώτα. Μόνο τότε αισθάνομαι. Γιατί;
Λευκό …
Μαύρο …
Τα χέρια που τρέμουν. Πιάνουν μια καμπαρτίνα. Πόρτα που ανοίγει. Βήματα που παίζουν. Σκαλοπάτια. Ξύλινα που τρίζουν … αν και δεν τα ακούω. Τρέχω … ή τουλάχιστον προσπαθώ. Πού όμως; Οι εικόνες γυρίζουν. Πρέπει να έχω πιει πολύ. Κάτι συμβαίνει.
Λευκό … Τα όνειρα. Εικόνες του παρελθόντος. Θύμισες. Αλλά όχι. Δεν είναι τόσο αναμνήσεις, όσο συγκεκριμένα κομμάτια από γεγονότα του μυαλού μου, καρφωμένα σαν σφήνες στο υποσυνείδητο.
Μαύρο …
Πόνος. Πόνος διαπερνάει το κορμί μου και δεν είναι όνειρο. Νιώθω την πλάτη μου να πονάει ανυπόφορα. Δεν το αντέχω. Προτιμώ τα όνειρα. Θέλω να χαθώ.
Λευκό … Είναι το ταβάνι. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Αλλά … κάτι μυρίζει. Γνωστή μυρωδιά. Πρέπει να είναι …
Μαύρο … νοσοκομείο.
Τα πόδια μου τρέχουν άτσαλα. Δεν μπορώ να τα ελέγξω. Κάτι μ’ έχει ξεσηκώσει. Νιώθω τρομοκρατημένος. Μίλησα στο τηλέφωνο. Αλλά τί είπα; Αρχίζω να θυμάμαι. Είμαι πιανίστα και τραγουδιστής. Πλούσιος πια. Όλα τα όνειρα ήταν σκηνές της παιδικής μου ηλικίας. Όχι όνειρα …
Λευκό … βουτιές στα βάθη του μυαλού μου.
Πρέπει να ψάξω κι άλλο … Έδινα ρεσιτάλ. Εκεί είχα γνωρίσει την κοπελίτσα με το λευκό δέρμα και τα μελανιασμένα χέρια. Την αγάπησα. Είχαμε όμως μαλώσει κάποια στιγμή. Την πίεζα να το κόψει. Ίσως με λάθος τρόπο. Είχε φύγει από κοντά μου. Και ‘γώ … άρχισα να πίνω. Έψαξα να την βρω, αλλά άδικα. Έπινα και έγραφα. Έβγαλα τον καλύτερό μου δίσκο. “Μπλε ποτάμια, Μοβ λίμνες”. Αλλά με είχε πάρει η κατηφόρα.
Μαύρο …
Πάλι πόνος. Ανυπόφορος. Αρχίζει από το κεφάλι και διαπερνάει όλο μου το σώμα, σουβλίζοντάς το. Αλλά δεν μπορώ να αντιδράσω … να κουνηθώ. Τα χέρια μου. Δεν τρέμουν πια. Αλλά δεν κάνουν τίποτα.
Λευκό … Κάτι είχε πάθει. Την βρήκανε. Ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Βρισκόταν σε κώμα. Έπρεπε να πάω κοντά της. Εγώ έφταιγα. Και το ποτό. Πήρα την καμπαρτίνα μου και πήγα να την βρω. Πιωμένος. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια … άτσαλα. Βγήκα στο δρόμο. Δεν πρόσεξα.
Μαύρο … Μπλε και κόκκινα φώτα. Σειρήνα. Φρενάρισμα. Πρέπει να ήταν ασθενοφόρο. Ειρωνεία. Για κλάσματα δευτερολέπτου, ένιωσα μια αναγούλα. Πρέπει να συνήλθα κατευθείαν από το ποτό. Αλλά ήταν αργά. Το χτύπημα με πέταξε αρκετά μακριά. Πόνος. Στο πέσιμο, βρήκε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου σ’ ένα αμάξι παρκαρισμένο και μετά στο πεζοδρόμιο. Σουβλιές διαπέρασαν το σώμα μου, τρυπώντας το ανυπόφορα. Μετά σκοτάδι.
Λευκό … Συνήλθα σ’ αυτό το δωμάτιο. Όχι ακριβώς. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Πρέπει να σηκωθώ. Να πάω κοντά της. Με χρειάζεται.
Κάποιος είναι από πάνω μου. Κοιτάζει μέσα στα μάτια μου. Με εξετάζει ένας γιατρός. Δεν μπορώ να του μιλήσω.
Μαύρο … Πρέπει να σηκωθώ. Θα βάλω τα δυνατά μου.
Νιώθω ένα βάρος … αλλά … ναι … τα καταφέρνω. Σηκώθηκα. Βρίσκομαι σε μια μεγάλη αίθουσα νοσοκομείου, με πολλά κρεβάτια στη σειρά. Μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου. Πρέπει να βιαστώ για να την βρω. Κοιτάω τα χέρια μου. Δοκιμάζω τα δάχτυλα. Είναι βράδυ και πρέπει να κάνω απόλυτη ησυχία. Ακούω. Ναι … ακούω τα πάντα. Βγαίνω στο διάδρομο. Διαβάζω την ταμπελίτσα πάνω από τις πληροφορίες. Βρίσκομαι στο ίδιο νοσοκομείο. Θα ρωτήσω τις νοσοκόμες. Σας παρακαλώ … δεσποινίς … Δεν με ακούει. Θα φωνάξω πιο δυνατά. Ρε μαλακισμένη χοντρή … Δεν είναι δυνατόν. Ακούω την φωνή μου, αλλά αυτή η χοντροκώλα νοσοκόμα πίσω από το τζάμι, δεν μου δίνει σημασία, λες και δεν μ’ ακούει. Τα χέρια μου. Πού είναι τα σημάδια που κουβαλάω τόσα χρόνια; Δεν είναι δυνατόν! Έχω βγει από το σώμα μου. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Πρέπει να ξαναμπώ μέσα. Μια και είμαι εδώ, ας ρίξω μια ματιά στον πίνακα κατάστασής μου. Δεν είναι δυνατόν. Παράλυτος από το λαιμό και κάτω και κωματώδη κατάσταση, λόγω τραυματικού σοκ. Παράλυτος; Θέλω τα χέρια μου. Τουλάχιστον να παίζω πιάνο. Τι να το κάνω το σώμα μου, αν δεν μπορώ να το εκμεταλλευτώ; Δεν το χρειάζομαι έτσι. Δεν το θέλω.
Λευκό … Για στάσου. Το φορείο που πέρασε από δίπλα μου … είναι αυτή … είναι πιο λευκή από το λευκό στα όνειρά μου. Είναι άσχημα. Θα πάω μαζί της. Μπήκανε στο χειρουργείο. Τους ακούω ανήσυχους. Η κατάστασή της είναι κρίσιμη.
Μαύρο … Ακόμα. Τι της κάνουν; Επιτέλους. Βγάζουν τις μάσκες τους. Λοιπόν;;; Θα ζήσει! Ευτυχώς. Τα επόμενα δύο εικοσιτετράωρα θα είναι τα κρίσιμα. Μπράβο την κοπέλα μου. Θα τα καταφέρει. Το ξέρω. Το νιώθω. Εγώ όμως; Τι θα γίνει με μένα; Κι όταν σηκωθεί αυτή και μάθει για μένα; Όχι. Πρέπει να γυρίσω μέσα και να γίνω καλά. Μα … το σώμα μου είναι ζωντανό. Κινείται το χέρι. Ποιος βρίσκεται μέσα στο σώμα μου;
Βγες έξω, όποιος κι αν είσαι. Απαρνήθηκα το σώμα μου; Ψέματα. Το θέλω πίσω. Δεν ήξερα. Θέλω το σώμα μου. Ακόμα και παράλυτο; Μα αφού κινήθηκε. Δεν με νοιάζει. Τώρα που ξέρω ότι η κοπέλα μου θα γίνει καλά, θέλω να είμαι μαζί της. Όχι, δεν μ’ αρέσει να περιφέρομαι σαν φάντασμα. Θέλω υλική υπόσταση. Θέλω το σώμα μου. Δεν με νοιάζει, αν έτσι μπορώ να πηγαίνω όπου θέλω. Θέλω κάτι περισσότερο. Τα χέρια μου. Να παίζω πιάνο και να την ακουμπάω. Δεν μπορώ χωρίς αυτά. Θα είναι μαρτύριο για μένα να μην μπορώ να αισθάνομαι το σώμα της και τα πλήκτρα. Θέλω να δημιουργήσω. Να γράψω μουσική. Βγες από ‘κεί. Αυτό είναι το σώμα μου και το θέλω. Δεν μπορείς να ζήσεις την δικιά μου ζωή. Εντάξει μπορείς. Αλλά δεν θα σε αφήσω. Τελευταία μου ευκαιρία; Ναι. Θέλω να μπω. Είπα έξω.
Επιτέλους. Τον ξεφορτώθηκα όποιος κι αν ήταν.
Λευκό … Πρέπει να περιμένω τώρα. Πρέπει να ξεκουραστώ.
Μαύρο …
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό … Ακούω κάποιους δίπλα μου. Πρέπει να είναι οι γιατροί. Γιατί δεν μπορώ να σηκωθώ; Πάλι το ταβάνι και η σβηστή λάμπα. Πιάνω κάτι κινήσεις, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω καθαρά τις μορφές. Ένα πρόσωπο στο ορατό μου πεδίο. Είναι αυτή. Επιτέλους. Είναι καλά … νομίζω. Αλλά πάντα λευκή. Κουνάει τα λεπτά χειλάκια της, αλλά δεν ακούω. Πρέπει να φωνάζει το όνομά μου. Γιατί δεν μπορώ να απαντήσω; Πρέπει να της μιλήσω, πρέπει να κουνηθώ. Μη … μη φεύγεις … σε παρακαλώ … είμαι εδώ. Μη …
Μαύρο …
Λευκό …
Μαύρο …
Λευκό …
Μαύρο … Έφυγε. Για πάντα. Το ξέρω πως δεν θα ξαναγυρίσει. Γιατί άλλωστε; Και ‘γώ; Εδώ παγιδευμένος σ’ αυτό το άχρηστο σώμα. Παράλυτος. Κατατονικός. Και χτες, μια νοσοκόμα μου έκλεισε τα μάτια. Θα φαντάστηκε πως δεν υπήρχε λόγος να είναι ανοιχτά.
Μαύρο … Παχύρρευστο σκοτάδι γεμίζει την ψυχή μου. Με εγκαταλείψανε και τα όνειρα. Ακόμα και ο πόνος δεν καταδέχεται να με επισκεφτεί. Και ‘γώ προσπαθώ μάταια να κάνω βουτιές στην άβυσσο του μυαλού μου, αλλά δεν μπορώ …
Μαύρο …
Μαύρο …
Μαύρο …
Και Μη Χειρότερα…
Βρέθηκα με κάτι φίλους.
Γελούσαμε με τη καρδιά μας, καθώς τους εξιστορούσα τη προχτεσινή μου βραδιά.
Είχα ρίξει εκείνη τη κοκκινομάλλα, γαλανομάτα στο μπαράκι κι είχα κάνει καταπληκτική έξοδο, στοχεύοντας στην είσοδο.
Δεν άργησα να τη πάω σπίτι.
Όταν έβγαλε τα ψηλοτάκουνα και βρέθηκε στην αγκαλιά μου για να τη φιλήσω, συνειδητοποίησα πόσο κοντή ήταν.
Δε με πείραξε αφού ήξερα εναλλακτικές στάσεις για κάθε περίπτωση.
Η κόκκινη απόχρωση στο χέρι μου όμως με παραξένεψε.
-“Μη σ’ ανησυχεί. Είν’ από το χρωμοζελέ. Δε θέλω να τα βάφω συνέχεια και το βάζω για αλλαγή. Αν σε ενοχλεί να πάω να το λούσω. Φεύγει εύκολα“.
Πήγε.
Μέχρι να γυρίσει, προσπάθησα να μη δώσω σημασία και να κρατήσω τη διάθεση που ‘χα, όταν την έφερα σπίτι.
-“‘Αργησα γιατί μου ‘πεσε ο ένας φακός στο νεροχύτη. Τους έβγαλα για να μη μου πέσουνε στο κρεβάτι και τους χάσω. Είναι λίγο ακριβοί οι χρωματιστοί φακοί. Ήδη έχασα τους πράσινους“.
Η καστανομάτα, μαυρομάλλα πλησίασε νιαουρίζοντας στο κρεβάτι βγάζοντας το πουκάμισό της.
Όταν έβγαλε και το σούπερ ενισχυμένο σουτιέν της, βρήκα τη πιο ηλίθια δικαιολογία της ζωής μου.
Δεν με πείραξε το μικρό της στήθος.
Τρελαίνομαι για μικρό στήθος με μεγάλες ρώγες.
Δε θα περίμενα, κατεβάζοντας τη φούστα της, να δω αν μου κρύβει κάτι ακόμα.
Δεν είχα τίποτα με τη κοπέλα.
Ήταν πολύ γλυκιά στο σύνολο και θα συνέχιζα μαζί της αν τη γνώριζα έτσι. Αλλά δε μ’ αρέσουν οι κακές εκπλήξεις.
Που βαδίζουμε;
Γιατί μας πείθουνε πως είναι καλύτερο να ‘μαστε κάποιοι άλλοι;
Ένα διήγημα που εξασφάλισα κατόπιν της ευγενικής και φιλικής προσφοράς του, από το νέο βιβλίο του Ηλία Φλωράκη “13 Μετά Τα Μεσάνυχτα“
Η Σοφίτα
Ήταν μια συνηθισμένη μέρα της καθημερινότητας. Ο Βασίλης είχε ξυπνήσει νωρίς για να πάει στη δουλειά. Ένα αναγκαίο κακό. Το ξύπνημα κι η βουτιά στην πεζή πραγματικότητα. Όμως η ρουτίνα, ορισμένες φορές έχει και τη θετική της πλευρά. Έξω από τη στάση του Μετρό –ο Βασίλης δεν οδηγούσε ποτέ, το μυαλό του αποσπόταν πολύ εύκολα- ανάμεσα σε χαρακτήρες και κομπάρσους, το μάτι του εντόπισε εκείνη. Μόνη ανάμεσα στο πλήθος. Σήμερα όμως κάτι τον έσπρωξε να την πλησιάσει. Σκέφτηκε τί θα μπορούσε να της πει ο πιο θαρραλέος από τους ήρωές του. Ατάκες πέρασαν από μπροστά του σαν πασαρέλα. Σύγκρινε, ζύγισε κι άρπαξε αυτή που θεώρησε καλύτερη. Δεν γέμισε τον εαυτό του με θάρρος, απλά φόρεσε τον ήρωά του σαν στολή και προχώρησε κάνοντας πρόβα την ατάκα.
Πλησιάζοντάς την, εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Τον είχε προσέξει και κείνη, μες στη δική της ρουτίνα. Πολλές φορές. Στην ίδια στάση, στον ίδιο συρμό, στο διπλανό βαγόνι να πετάει κλεφτές ματιές.
-“Καλημέρα. Με λένε Βασίλη κι έχω γοητευθεί από την παρουσία σου. Σε βλέπω κάθε μέρα στη στάση, την ίδια ώρα“. Εκείνη φόρεσε ένα απαλό χαμόγελο κι η λάμψη στα μάτια της του έδωσε το κουράγιο να συνεχίσει. “Αν δεν σου είναι ενοχλητική η παρουσία μου, θα ήθελα να δεχτείς να βγούμε για καφέ μαζί. Θέλω πάρα πολύ να σε γνωρίσω” σκέφτηκε κι αμέσως μετά αναφώνησε: “Εεεεε, θα ήθελες να βγούμε για καφέ κάποια μέρα“;
Εκείνη, με ένα συγκρατημένο ενθουσιασμό απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα υποτιθέμενης σκέψης.
«Κι εγώ σε έχω προσέξει. Θα το ήθελα να βγαίναμε για καφέ… κάποια μέρα».
Ο ήρωας ξαναπήρε τα ηνία. Εκείνος παρακολουθούσε.
«Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από το τώρα. Έχεις κάτι σημαντικό να κάνεις; Σε περιμένει κάποιος; Εδώ δίπλα έχει ένα ήσυχο καφέ. Θάθελες …»
Αυτή την φορά οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του. Αυτή τη φορά, η λάμψη έκπληξης ήταν στα δικά του μάτια.
«Θα το ήθελα. Αλλά σήμερα πρέπει να πάω νωρίς στη δουλειά.
Είχα αφήσει κάποιες εκκρεμότητες από χτες και πρέπει να τις
τελειώσω πριν έρθει το αφεντικό μου».
Ο Βασίλης απογοητεύτηκε φανερά. Περίμενε μια πιο εύκολη
εξέλιξη στο σενάριό του.
«Καταλαβαίνω. Θα περιμένω. Ίσως μια άλλη φορά».
Εκείνη το παρατήρησε.
«Αύριο; Την ίδια ώρα; Στο καφέ από πάνω;»
Ο ενθουσιασμός του αποτυπώθηκε στο χαμόγελό του. Δεν
μπόρεσε να το συγκρατήσει. Επανέλαβε το ραντεβού σημειώνοντάς το στο μυαλό του.
«Αύριο. Την ίδια ώρα».
Εκείνη την ώρα ήρθε ο συρμός του Μετρό. Εκείνη μπήκε
μέσα. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες του φωνάζει:
«Με λένε Ναταλία».
«Εμένα Βασίλη».
Του χαμογέλασε. Και κείνος. Αλλά ξέχασε να μπει στο βαγόνι.
Ήταν κάτι που αργότερα θα θυμόντουσαν και θα γελούσαν.
Η Σοφίτα ήταν παγωμένη. Ο Βασίλης καθόταν στο παλιό, ξύλινο γραφείο. Η παλιά γραφομηχανή βρισκόταν στο ασορτί κομοδίνο δίπλα του. Σκονισμένη. Είχε καιρό να την χρησιμοποιήσει, αλλά του άρεζε η συντροφιά της. Πολλές φορές την έπαιρνε
μπροστά του και ακουμπούσε απαλά τα πλήκτρα της σαν να την
χάιδευε. Η έλλειψη μελανοταινίας και το κόλλημα του μηχανισμού, όταν πληκτρολογούσε γρήγορα, ήταν ο βασικότερος λόγος
που την είχε αντικαταστήσει. Ο μαύρος, φορητός υπολογιστής,
είχε πάρει την θέση της βάζοντας μια μοντέρνα νότα στην καφέ
αντίκα, σαν χυμένη σταγόνα μελάνης.
Στην οθόνη του διάβαζε ξανά και ξανά την ίδια σελίδα, προσπαθώντας να εντοπίσει από πού πήγαζε η αίσθηση του ανικα-
νοποίητου.
«… η πόρτα του συρμού έκλεισε. Τα βλέμματα των δύο παιδιών
μείνανε κολλημένα μεταξύ τους μέχρι που το όχημα άρχισε να
κινείται. Τότε ο Χ συνειδητοποίησε ότι έπαιρνε το ίδιο μεταφορι-
κό μέσο και μόλις το είχε χάσει. Δεν είχε ζητήσει ούτε το τηλέφωνό της, σε περίπτωση που κάποιος από τους δύο δεν θα μπο-
ρούσε να είναι συνεπής στο ραντεβού τους. Είχε μαζέψει όλο του
το θάρρος για να μπορέσει να της μιλήσει και όταν το έκανε, το
αίμα κόπηκε στα πόδια και στο κεφάλι του. Και αυτό επηρέασε
την λειτουργία του εγκεφάλου του, τόσο που ξέχασε τις βασικές
λεπτομέρειες. Και το είχε προβάρει τόσες φορές στο σπίτι του
και με τόσες πιθανές εξελίξεις, που θεωρούσε αδύνατο να μην
έχει προβλέψει κάτι. Εκτός … εκτός ίσως από το αίμα που εξα-
τμίστηκε από τις φλέβες του μεμιάς κάνοντάς τον να παραπαί-
ει ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα της στιγμής. Το
βλέμμα της είχα καρφωθεί επίμονα πάνω του, κάνοντάς τον να
ξεχάσει τα βασικά. Πριν την ζητήσει να βγούνε για καφέ, έπρεπε
να συστηθεί. Η μοίρα όμως θα του έπαιζε σκληρό παιχνίδι. Την
κοπέλα δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ. Τουλάχιστον … όχι ζωντα-
νή. Ο συρμός, στην επόμενη στάση έπεσε θύμα τρομοκρατικής
επίθεσης. Ο συρμός που ξέχασε να μπει. Και μέσα στα θύματα,
ήταν και η αγαπημένη του. Η εικόνα της καθώς τον χαιρετούσε
έμεινε τραγικά χαραγμένη στην μνήμη του».
Στο σαλόνι, ο Βασίλης με την Ναταλία καθόντουσαν στον τρι-
θέσιο καναπέ. Η τηλεόραση μπροστά τους έπαιζε την ταινία
Doors, περισσότερο για να ακούγεται η μουσική τους. Πίσω τους
βρισκόταν ένα στρογγυλό τραπέζι για τα γεύματα, αν και τις πε-
ρισσότερες φορές τρώγανε στον καναπέ βλέποντας ταινία. Ακο-
λουθούσε η κουζίνα που ξεχώριζε από έναν λεπτό πάγκο σερβι-
ρίσματος. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με βιβλιοθήκες και ράφια με
αμέτρητα βιβλία, κουτιά ταινιών και αγαπημένων σειρών.
Ο Βασίλης είχε επιλέξει κάποια βιβλία και της τα έδειχνε. Όχι
τυχαία φυσικά. Ήταν τα δικά του βιβλία. Οι δικές του ιστορίες
που είχαν υλοποιηθεί και καταγραφεί στο χαρτί. Ιστορίες πα-
ράξενες που ο ίδιος είχε γράψει. Ιστορίες που κατά κάποιο εξω-
πραγματικό τρόπο, είχε ζήσει.
«Αυτό είναι από το τελευταίο μου βιβλίο. Περιέχει ιστορίες με
ονειρικές καταστάσεις, ταξίδια στο υποσυνείδητο, περιπλανήσεις
και αναζητήσεις των ηρώων μου σε άλλα επίπεδα».
«Πού βρίσκεις όλα αυτά τα θέματα; Πώς σκαρφίζεσαι τις ιστο-
ρίες σου;»
Κλασική γενική ερώτηση. Ειδικά από κάποιον που δεν τις έχει
διαβάσει, αλλά δείχνει ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον.
«Μου έρχονται. Δεν ξέρω να στο εξηγήσω ακριβώς. Δεν είναι
ξεκάθαρο μέσα μου».
Η ίδια ερώτηση που τον παίδευε και αυτόν. Κοίταξε μέσα του,
αλλά δεν είδε τίποτα περισσότερο.
«Ίσως και να μην με ενδιέφερε ποτέ να αναζητήσω την πηγή ή
την αιτία της έμπνευσής μου. Αλλά νομίζω ότι οι εμπειρίες μου
είναι η βάση. Γεγονότα που ζω καθημερινά και η φαντασία μου
τα μαγειρεύει».
«Έχεις … γράψει και για μένα;»
Άλλη μια κλασική ερώτηση, ειδικά από τις κοπέλες που τον
τριγυρνούσαν κατά διαστήματα.
«Δανείστηκα τον τρόπο που γνωριστήκαμε. Αλλά αντίθετα από
εμάς, ο ήρωας δεν ξανασυνάντησε την αγαπημένη του».
«Την βρήκε μετά; Θα μου το δώσεις να το διαβάσω;»
«Μα καλά, μόνο ότι έχει σχέση με σας θέλετε να διαβάζετε;»
ήθελε να ρωτήσει αλλά δεν το έκανε. Όχι σ’ αυτήν. «Δεν βρεθή-
καν ποτέ. Η κοπελίτσα πέθανε στην επόμενη στάση από έκρηξη
βόμβας στο βαγόνι. Δεν θα σου το δώσω ακόμα. Δεν έχει τελειώ-
σει».
Το ύφος της έγινε πιο ναζιάρικο.
«Πέθανε; Πες μου τουλάχιστον πώς εξελίσσεται;»
«Λυπάμαι γλυκιά μου. Αλλά όταν μιλάω για τις ιστορίες μου,
ξεθυμαίνουν και μετά δεν έχω διάθεση να τις γράψω. Θα πρέπει
να περιμένεις. Εξάλλου έχεις τόσα να διαβάσεις που δεν νομίζω
ότι θα σου λείψει μια ιστορία».
«Δεν είναι μια απλή ιστορία. Μιλάει για μας. Έτσι δεν είναι;»
Ξανά από την αρχή. Άλλη μια προσπάθεια.
«Όχι. Καθόλου. Απλώς δανείστηκα ένα γεγονός από την ζωή μου
που ταίριαζε στην περίσταση. Δεν μιλάει για μένα ή για σένα».
Ο φωτισμός μέσα στην Σοφίτα ήταν χαμηλός. Το πορτοκαλί
φωτάκι του φορητού, βοηθούσε στην πληκτρολόγηση, αλλά τα
δάχτυλα του Βασίλη, βρισκόντουσαν μπλεγμένα ανάμεσα στα
μαλλιά του. Στήριζαν το κεφάλι του που ήταν βαρύ από τις λέ-
ξεις. Μια έκφραση απόγνωσης κυριαρχούσε στο πρόσωπό του,
αφού οι λέξεις αυτές δεν είχαν καμιά διάθεση να βγουν.
Σκιές ανθρώπων τριγυρνούσαν στους τοίχους. Έμοιαζαν να
τρεμοπαίζουν σαν να βγήκαν από τις φλόγες του τζακιού, ενώ οι
κινήσεις έμοιαζαν με ξέφρενο χορό. Κοροϊδευτικά γέλια ακου-
γόντουσαν μέσα στο δωμάτιο και τσιριχτές φωνές σαν εξώκοσμες
επικλήσεις.
Ξαφνικά, η πόρτα στα αριστερά άνοιξε και ένα άπλετο φως
έλουσε τον χώρο. Τα χέρια του Βασίλη, ενστικτωδώς κάλυψαν τα
μάτια. Οι σκιές και οι φωνές χάθηκαν μεμιάς, λες και πατήθηκε
διακόπτης.
«Άφησέ με. Προσπαθώ να γράψω».
Η φωνή του βγήκε δυνατή. Απότομη. Το φως εξαφανίστηκε.
Η Ναταλία ετοίμαζε το τραπέζι στο σαλόνι. Λευκό τραπεζομά-
ντιλο, καλό, πορσελάνινο σερβίτσιο και το φαγητό να μοσχομυ-
ρίζει στο φούρνο. Ο Βασίλης εμφανίστηκε από την μικρή πόρτα
ανάμεσα στις βιβλιοθήκες του δεξιού τοίχου.
«Τι θέλεις πάλι; Ακόμα δεν άρχισα να γράφω και με έχεις ση-
κώσει. Αφού σου είπα ότι θέλω να συγκεντρωθώ».
Η Ναταλία φορούσε τα καλά της κάτω από την ποδιά της κου-
ζίνας. Παρόλη την ένταση των ετοιμασιών, ήταν ήρεμη. Οι κινή-
σεις της ήταν μελετημένες και σταθερές. Όλα τα είχε υπό έλεγχο.
Εκτός από την διάθεση του Βασίλη.
«Το ξέρω αγάπη μου, αλλά σήμερα θα έρθουν οι γονείς μας.
Πρέπει να κάνεις μια εξαίρεση απόψε. Αν θες να γράψεις πρέπει
να το κάνεις μετά το φαγητό».
«Θα έρθουν οι γονείς μας». Προσπάθησε να εντοπίσει την εγ-
γραφή στις καταχωρίσεις του μυαλού του. Μάταια. «Στο καλό.
Σιχαίνομαι αυτές τις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Δεν μπορού-
σαμε να το κανονίσουμε για άλλη μέρα;»
Η Ναταλία χαμογέλασε.
«Εσύ γενικώς σιχαίνεσαι όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Και
δεν το έχουμε ξανακάνει. Σήμερα είναι οι επίσημοι αρραβώνες
μας. Το έχουμε κανονίσει εδώ και μήνες. Δεν μπορείς πλέον να
το αποφύγεις».
Καμιά δικαιολογία δεν μπορούσε να ξεφυτρώσει στο ευρηματι-
κό κατά τ’ άλλα μυαλό του. Έπρεπε να προσγειωθεί στην πραγ-
ματικότητα και γρήγορα.
«Συγνώμη αγάπη μου. Απλά το ξέχασα. Δεν θέλω να πιστεύεις
ότι θέλω να αποφύγω τις ευθύνες μου».
Την πλησίασε και φορώντας το γοητευτικό χαμόγελο ενός
ήρωά του, την αγκάλιασε και την φίλησε στο μάγουλο.
«Είπα ότι θα σε αποκαταστήσω και θα το κάνω».
Χιλιάδες ταινίες είχαν αποτυπώσει παρόμοιες σκηνές οικογε-
νειακής γαλήνης. Η αναπαράσταση μαρτυρούσε χρόνια μελέτης
της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
«Τότε μην παραπονιέσαι. Μερικά βήματα πρέπει να γίνουν με
τον παραδοσιακό τρόπο. Εξάλλου, μιας και είναι πρωτόγνωρη
εμπειρία για σένα, μπορεί να σου φανεί χρήσιμη σε κάποια ιστο-
ρία. Να μην την έχεις ζήσει πρώτα;»
Είχε αρχίσει να μαθαίνει όλες του τις δικαιολογίες και να τις
χρησιμοποιεί εναντίον του.
«Το ξέρεις ότι δεν γράφω κοινωνικά εργάκια. Αν καλούσα γο-
νείς και πεθερικά για φαγητό θα ήταν για να σκοτώσω κάποιον.
Και δεν θα ήταν οι γονείς μου».
Το αστείο δεν πέτυχε τον στόχο του. Ο ήρωάς του δεν είχε ρέντα.
«Καλά. Πάψε να ονειρεύεσαι και ετοιμάσου. Δεν έχουμε πολύ
χρόνο στην διάθεσή μας. Θα έρθουν όπου να ‘ναι».
Πέταξε την στολή και φόρεσε αυτή του καλού συζύγου.
Μερικές μέρες αργότερα, καθόντουσαν αγκαλιασμένοι μπρο-
στά στην τηλεόραση. Η Ναταλία έβλεπε μια χλιαρή ρομαντική
κομεντί. Ο Βασίλης όχι. Ήταν χαμένος στον κόσμο του κοιτώ-
ντας το ταβάνι.
«Τι έχεις καλέ μου; Τι σκέφτεσαι;»
Αναγκαστική προσγείωση.
«Σου έχω πει ότι σιχαίνομαι αυτή την ερώτηση. Σκέφτομαι
πολλά. Γιατί να πρέπει να επιλέξω μια σκέψη απλώς για να κά-
νουμε κουβέντα; Αν ήθελα να σου πω κάτι, θα το είχα κάνει και
χωρίς να με ρωτήσεις».
«Μην αρπάζεσαι. Μια ερώτηση έκανα. Απλώς βλέπω να σε
απασχολεί κάτι και σε ρώτησα. Κακό είναι;»
Η Ναταλία είχε πειραχτεί. Για μία ακόμα φορά. Και το επίκε-
ντρο μετατίθετο σε αυτήν. Ο Βασίλης άλλαξε το ύφος του με ένα
πιο ήρεμο. Ακολούθησε η φωνή του.
«Συγνώμη αγάπη. Απλά … δεν μπορώ να συγκεντρωθώ για να
γράψω. Όλα αυτά τα κοινωνικά, το σπίτι, η δουλειά. Κρατούν το
μυαλό μου εγκλωβισμένο στην πραγματικότητα και δεν μπορώ
να γράψω. Γυρίζω κουρασμένος και δεν έχω την διάθεση, όχι να
σκεφτώ, αλλά ούτε να φάω».
«Και τι θες να κάνουμε; Θες να παρατήσεις την δουλειά και να
αφοσιωθείς στο γράψιμο;»
Ελκυστική, ανομολόγητη ιδέα.
«Δεν είπα κάτι τέτοιο. Δεν γίνεται πλέον. Περιμένουμε παιδί.
Εξάλλου οι προτεραιότητές μου έχουν αλλάξει, από τότε που σε
παντρεύτηκα».
«Τότε να μην το έκανες αφού σε πείραζε τόσο».
«Μην το παίρνεις προσωπικά γλυκιά μου. Δεν σου ρίχνω το
φταίξιμο. Όταν αποφάσισα ότι θα κάνουμε οικογένεια, από την
στιγμή που σε παντρεύτηκα, ήξερα ότι θα άλλαζαν οι προτεραι-
ότητές μου. Απλά, δεν περίμενα ότι η πραγματικότητα θα με
επηρέαζε τόσο πολύ. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στο γράψιμο.
Και μου λείπει».
Η Σοφίτα σκονισμένη και αραχνιασμένη. Μουντή και κρύα.
Ο Βασίλης καθόταν στο ξύλινο γραφείο. Μπροστά του, μερικές
λευκές σελίδες με ίχνη διασκορπισμένων, μαύρων λέξεων, που
έμοιαζαν απόλυτα με τα γκρίζα του μαλλιά και τις τελευταίες
διασκορπισμένες μαύρες τρίχες. Η παλιά γραφομηχανή παρα-
κολουθούσε από το κομοδίνο την πορεία του αφέντη της.
Ο φορητός είχε αποσυρθεί χρόνια τώρα. Τα μπαούλα, αφημέ-
να και αυτά στη λήθη. Από την βαριά πολυθρόνα μπροστά στο
γραφείο, αναδυόταν καπνός. Η μυρωδιά βαριά. Πούρο.
«Όλη αυτή η κατάσταση με έχει κουράσει. Τόσα χρόνια. Θέλω
να είμαι σωστός στην οικογένειά μου, αλλά … θέλω τον χρόνο
μου. Να μπορώ να κλείνομαι στον εαυτό μου και να χάνομαι.
Και όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο χάνω και την διάθεσή μου. Και
έχω τόσα στο μυαλό μου που θέλω να δουλέψω».
Ένα νέο κύμα καπνού πορεύτηκε προς το ταβάνι, χορεύοντας
νωχελικά, λίγο προτού διαλυθεί.
«Και γιατί δεν το κάνεις; Γιατί δεν κλείνεσαι εδώ, για να δουλέψεις;»
«Δεν είναι τόσο εύκολο. Οι υποχρεώσεις …»
«Χέσε τις υποχρεώσεις» ακούστηκε η φωνή εκνευρισμένη. «Εί-
ναι καιρός να ασχοληθείς και λίγο με τον εαυτό σου. Η κόρη
σου μεγάλωσε, σε λίγο θα παντρευτεί, η γυναίκα σου μπορεί να
μείνει λίγες ώρες μόνη της. Πλέκει μπροστά στην τηλεόραση και
δεν σε ενοχλεί. Δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις».
«Έχω μάθει να βρίσκομαι εκεί έξω. Εξάλλου η Ναταλία δεν είναι
πολύ καλά. Μπορεί να χρειαστεί κάτι. Θα πρέπει να είμαι εκεί».
«Η Ναταλία, οι υποχρεώσεις, ο κόσμος. Ένα σωρό δικαιολογί-
ες. Και πότε θα αρχίσεις να γράφεις εκείνο το μυθιστόρημα που
λέγαμε. Δεν ξεκίνησες καν να το δουλεύεις».
Νέες μαύρες λέξεις σχηματίστηκαν στο λευκό χαρτί. Ασυνάρ-
τητες, όμως τόσο σημαντικές.
«Δεν ξέρω. Ίσως να είναι αργά πλέον για να αρχίσω το γράψιμο».
«Δεν θα το αρχίσεις τώρα. Απλά θα το συνεχίσεις. Είσαι συγ-
γραφέας. Η πλευρά του πεζού οικογενειάρχη εκπλήρωσε με επι-
τυχία την αποστολή της. Είναι καιρός να συνέλθεις».
Και τότε, ένα εκτυφλωτικό φως μπήκε από την πόρτα. Ο Βασί-
λης κάλυψε τα μάτια του και δευτερόλεπτα αργότερα σηκώθηκε
από την καρέκλα του. Με δυσκολία κινήθηκε προς την πόρτα,
αφήνοντας για μία ακόμα φορά, την μοναξιά και την απομόνωση
που του πρόσφερε η άδεια Σοφίτα.
«Έρχομαι. Έρχομαι. Ακόμα δεν κάθισα. Τι θέλεις πάλι».
Η φωνή του δεν είχε την ένταση που επιθυμούσε. Ήταν πολύ
γέρος γι αυτό.
Στο πάτωμα του σαλονιού, η Ναταλία κείτονταν νεκρή. Τα
άσπρα της μαλλιά πάνω στην μπλε σκούρα μοκέτα θύμιζαν
αφρισμένη θάλασσα. Ο Βασίλης βγήκε από την πόρτα και έτρεξε
-όσο του επέτρεπαν τα πόδια του- κοντά της.
«Αγάπη μου … γυναίκα μου όμορφη …»
Κάθισε στο πάτωμα και την πήρε αγκαλιά. Δάκρυα πόνου άρ-
χισαν να τρέχουν στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, χωρίς να έχει
φορέσει καμία στολή ρόλου.
Αντλώντας τις τελευταίες του δυνάμεις, ο Βασίλης κάρφωσε με-
ρικές σανίδες στην πόρτα σφραγίζοντάς την καλά. Τώρα κανένας
ίχνος φωτός δεν μπορούσε να την διαπεράσει, ταράσσοντας την
γαλήνη της Σοφίτας. Με τρεμάμενο από τα γηρατειά κορμί, έκα-
τσε με κόπο στην καρέκλα του.
Στην εντατική του νοσοκομείου, έξω από έναν θάλαμο, μια κο-
πέλα συζητάει με τον γιατρό.
«Νομίζεται ότι θα συνέλθει ποτέ γιατρέ;»
«Δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά. Ο θάνατος της μητέρας
σας, πρέπει να κλόνισε πολύ το μυαλό του. Το πλήγμα ήταν
βαρύ γι’ αυτόν».
«Την αγαπούσε πολύ. Όλους μας αγαπούσε πολύ. Αλλά αν τον
πείραξε τόσο ο θάνατος της μητέρας μου, γιατί το βλέμμα του εί-
ναι τόσο ήρεμο; Μου δίνει την εντύπωση ότι χαμογελάει κιόλας».
Ο Βασίλης βρισκόταν στο κρεβάτι του θαλάμου. Σε κώμα. Το
βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κενό. Ένα μικρό χαμόγελο ήταν
ζωγραφισμένο στα χείλι του. Και μια γαλήνη στο πρόσωπό του.
«Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ κυρία μου. Το μυαλό του αν-
θρώπου εφευρίσκει τρόπους για να αντιμετωπίζει τα δυσάρεστα
γεγονότα. Ίσως να απομονώθηκε σε κάποια γωνιά του μυαλού
του, πολύ οικεία, για να ξεφύγει από το πλήγμα της πραγματικό-
τητας. Το πιο πιθανό θα είναι να μην επιστρέψει ποτέ από εκεί».
Νεανικά χέρια γράφουν μανιωδώς. Σελίδες γεμίζουν με απί-
στευτο ρυθμό μαύρο μελάνι. Οι λέξεις ακολουθούν η μία την
άλλη χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Σκιές τριγυρίζουν στο δωμάτιο λες
βγαλμένες από το τζάκι. Φωνές και τσιρίδες συνοδεύουν τον ξέ-
φρενο ρυθμό τους. Ο Βασίλης κάθεται στο γραφείο του και γρά-
φει το καινούργιο του έργο. Το πρόσωπό του λάμπει κάτω από
τα μαύρα του μαλλιά. Ένα μικρό χαμόγελο είναι ζωγραφισμένο
στα χείλι του. Σηκώνει το βλέμμα του για μια στιγμή την μορφή
στην πολυθρόνα μπροστά του. Σήμερα είχε μια απρόσμενη επί-
σκεψη. Η νεαρή γυναίκα φοράει ένα υπέροχο ταγέρ σαν ηρωίδα
του Χίτσκοκ. Οι λευκές γάμπες τονίζονται πάνω από τις μαύρες
γόβες. Το καπέλο με το πέπλο κρύβουν την εξερευνητική ματιά
της. Αλλά όχι για πολύ. Το πέπλο με μια αιθέρια κίνηση των
χεριών της οπισθοχωρεί, αποκαλύπτοντας το υπέροχο πρόσωπο
της Ναταλίας. Βγάζει μια μακριά λεπτή πίπα και ανάβει ένα τσι-
γάρο. Ο Βασίλης της χαμογελάει λίγο πριν επιστρέψει στα χαρ-
τιά του.
« … ηφφ66σσσσρε44δξ»…
Ένα διήγημα που εξασφάλισα κατόπιν της ευγενικής και φιλικής προσφοράς του, από το νέο βιβλίο του Ηλία Φλωράκη “13 Μετά Τα Μεσάνυχτα“


———————————————————————————————————-
ΤΟ ΦΕΓΓάΡΙ ΔΕΝ ΕίΝΑΙ ΠάΝΤΟΤΕ ΤΟ ίΔΙΟ
Γιατί τα σύννεφα που περνούν από μπροστά δεν είναι τα ίδια.
Γιατί οι μύθοι που το περιβάλλουν δεν είναι ποτέ τους οι ίδιοι.
Γιατί τα μάτια που το κοιτούν δεν έχουν πάντοτε το ίδιο βλέμμα.
Κι εμείς μέσα στη ζωή, μετά από κάθε γεγονός, κάθε σχέση έρωτα, πάθους, μίσους ή αγάπης, μετά από κάθε μάθημα ή πάθημα, δεν είμαστε πάντοτε οι ίδιοι.
Εσύ και η Σκοτεινή σου πλευρά,
φωτίζετε τις ξάστερες νύχτες.
Σύννεφα που και που, σου κρύβουνε την θέα.
Σκοτεινιάζεις στην χάση σου, μικραίνοντας,
με μια τάση μηδενισμού και αυτοκαταστροφής,
και άλλοτε γεμίζεις,
σκορπίζοντας Eνέργεια και Φως στη Γη.
Αλλά η ολοκλήρωση κρατάει λίγο,
κι άλλος ένας κύκλος ξεκινάει,
για μια Νέα Σελήνη.
Κεφάλαιο 1
«Εκείνο το βράδυ, οι μικρές εκρήξεις μέσα στο μυαλό του, οι αναμνήσεις και οι σκέψεις, που τον έζωναν σαν φίδια, λες από κάποια αόρατη δύναμη καλεσμένα, θέλησαν να βρουν διέξοδο. Σαν εκκολαπτόμενα αβγά μέσα στους θύλακές τους, είχαν θρέψει μέσα τους, σκέψεις κι αναζητήσεις μηνών. Και πολλαπλασιαζόντουσαν. Κυρίευαν όλο του το σώμα. Ποιός ξέρει τι ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα για την πρόωρη γέννηση των μικρών ερπετών, που κυοφορούσε το σώμα του; Ήταν όμως κάτι που είχε αφήσει τα αβγά του χρόνια πριν και περίμενε μέχρι να σπάσει και η τελευταία του άμυνα. Κι εγώ είχα παίξει σωστά το ρόλο μου. Νόμιζε ότι είχε ξεφύγει. Αλλά στο τέλος δεν άντεξε…»
Η αρχή
Ήταν 8 η ώρα.
Όλες οι προετοιμασίες είχαν γίνει από νωρίς. Το μεσημέρι είχε ελέγξει τον λογαριασμό του με την cash card. Η αμοιβή του είχε μπει από το πρωί. Από την άλλη κάρτα, έκανε ανάληψη τα σημερινά του έξοδα κινήσεως. Αν κι ο ίδιος προτιμούσε την έκφραση έξοδα παραστάσεως. Εκατό χιλιάδες ήταν αρκετές. Δεν του άρεζε να γίνεται υπερβολικός. Εκτός ίσως από κάποιες προσωπικές στιγμές.
Όταν γύρισε στο σπίτι, έφαγε κάτι ελαφρύ και λίγο αργότερα, χάθηκε στις σκέψεις του, χωμένος στην μπανιέρα, μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. ‘Ακουσε τα μηνύματα του τηλεφωνητή. Το πρώτο ήταν από την ατζέντη του, που του θύμιζε το ραντεβού και το δεύτερο ήταν από την…
«Η Φωτεινή είμαι. Ξέρω ότι έχουμε καιρό να μιλήσουμε. Ήθελα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα μέσα μου… ήθελα λίγο καιρό με τον εαυτό μου, μακριά σου… θέλω… θέλω να γυρίσω κοντά σου. Σε παρακαλώ, δώσε μου τουλάχιστον την ευκαιρία να μιλήσουμε… να έρθω από κει το βράδυ; Πάρε με στο κινητό… Σ’ αγαπώ».
Μια ανεπαίσθητη λάμψη πέρασε από το βλέμμα του που αμέσως μετά σκοτείνιασε. Η επαφή με την πραγματικότητα για μερικά δευτερόλεπτα χάθηκε. Κι ένα σφίξιμο τάραξε το στομάχι του μετά τον σφάχτη που τον σούβλισε.
Αρκετή ώρα μετά, ντύθηκε στο μαύρο του σύνολο. Μαύρο μπλουζάκι, παντελόνι και μπότες. ‘Αφησε το μαύρο σακάκι για το τέλος, ενώ κρέμασε στο λαιμό του και την μαύρη, μεταξωτή γραβάτα με την ασημένια ανταύγεια και την κόκκινη πιτσιλιά, λίγο πιο κάτω από τον κόμπο. Δεν την έσφιξε. Δεν υπήρχε λόγος, αφού δεν θα φορούσε το μαύρο του πουκάμισο.
Πέρασε κάποια τέταρτα της ώρας μπροστά στον καθρέφτη. Δεν ήταν το καστανόμαυρο μαλλί του, που αρνιόταν πεισματικά να στρώσει. Με αρκετό ζελέ, πήρε την φόρμα που ήθελε. Απλώς χρειαζόταν αρκετή ώρα να πείσει τον εαυτό του, πως έπρεπε να πάει σ’ αυτό το ραντεβού, των 11:30′. Η ατζέντης του, του το είχε τονίσει. Ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία στη δουλειά του. Αυτό το ραντεβού θα ανέβαζε στα ύψη το όνομα και το κασέ του.
Κι η ώρα ήταν μόλις 8.
μάθημα πρώτο: η Σόφη
Ο Αλέξανδρος κάθισε στην πολυθρόνα, δίπλα στο παράθυρο. Τα φώτα ήταν κλειστά, τονίζοντας περισσότερο τη μελαγχολία του. Η μουσική χαμηλά, συνόδευε το λαμπύρισμα των άστρων, που καθρεφτίζονταν στο απλανές βλέμμα του. «Interview With The Vampire». Πόσο ταιριαστό ακούγονταν το soundtrack με την ατμόσφαιρα και την ψυχοσύνθεση της στιγμής.
Πλησίασε το κρυστάλλινο ποτήρι του λικέρ στο στόμα του. Ασυναίσθητα. Χάιδεψε τα χείλι του, ενώ το ζωντανό άρωμα του Benedictine, γαργάλησε την μύτη του.
Μια ανάμνηση μέσα από τις χιλιάδες, ξεπετάχτηκε για να ξαναζωντανέψει ακόμα μία φορά στην μνήμη του.
Θυμήθηκε την πρώτη του ολοκληρωμένη σχέση. Τι αστεία έκφραση! Να θεωρείς ότι η σεξουαλική επαφή, είναι αυτή που ολοκληρώνει μια σχέση.
Την είχε γνωρίσει σ’ ένα ταξίδι του για διακοπές. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος κι αμοιβαίος.
«Χρειάστηκε μόνο ένα βλέμμα».
Παιδικός ενθουσιασμός-
«Πρέπει να ήμουν…»
-ήσουν δεκαεννιά.
«…ναι, ήμουν δεκαεννιά».
Δεν είχε βιαστεί. Αναζητούσε πάντα το σωστό άτομο για να δεχτεί και να μοιραστεί μαζί του, κάτι ανώτερο από ένα πήδημα. Ήθελε να βρει το έτερον ήμισυ για να ολοκληρώσει αυτό που οι άλλοι “άντρες” το βρίσκανε στα δεκατέσσερα, οι περισσότεροι πληρώνοντας. Ναι… δεν είχε βιαστεί καθόλου.
Εκείνη…
«Η γλυκιά μου Σόφη».
Η δεκαεξάχρονη, στρογγυλοπρόσωπη Σόφη, με τα υπέροχα, καφέ μάτια και τα μακριά, μαύρα μαλλιά.
«Ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας».
Αρκετά ώριμη για την ηλικίας της, ήταν αυτή που έκανε νύξη για την πρώτη τους φορά. Βασικά, αυτό που την απασχολούσε ήταν αν θα υπήρχε προφύλαξη κι όχι το που, το πως και το πότε! Κι όταν όλα κανονίστηκαν…
«Εκείνο το βράδυ, την κάλεσα στο σπίτι μου, που είχα φροντίσει να είναι άδειο μέχρι αργά, μέχρι τις 11 τουλάχιστον αφού έπρεπε να γυρίσει σπίτι της για να μην καταλάβουν οι δικοί της τίποτα. Γεύμα για δύο. Είχα ετοιμάσει κεφτεδάκια σόγιας με…», με κάτι ακόμα, που όσο και να βασάνιζε το μυαλό του, του διέφευγε. Ένα τριαντάφυλλο στο κέντρο του τραπεζιού και κόκκινο κρασί. “Νεμέα” του ’78.
Τα μάτια της έλαμπαν, ενώ τα χείλη της δροσερά, αναζητούσαν τα δικά του. ‘Αφησαν το γεύμα στη μέση, πήραν το κρασί και κλείστηκαν στο δωμάτιο. Ρομαντική, slow μουσική, χαμηλός φωτισμός. Ξεκίνησαν χορεύοντας αγκαλιασμένοι σφιχτά ο ένας στον άλλον. Οι ρόγες στο πλούσιο στήθος της κι ο αντρισμός του, έδειχναν τον έντονο ερεθισμό τους. Λίγο αργότερα, τα ρούχα τους είχαν αρχίσει να παίρνουν την θέση τους στο πάτωμα. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και τα ζεστά, γυμνά κορμιά τους χάιδευαν το ένα το άλλο, δίνοντας ελεύθερο πεδίο για μια εξερεύνηση που κράτησε αρκετή ώρα μέσα σ’ ένα πρωτόγνωρο, αλλά όχι άγνωστο και για τους δύο, πάθος. Όταν ήρθε η στιγμή, όταν ήρθε από πάνω της, δεν παρασύρθηκε. Ήταν ευγενικός μαζί της. Κράτησε το όργανό του στα ζεστά χειλάκια της χαϊδεύοντάς τα μέχρι να συνηθίσουν την παρουσία του. Η Σόφη άνοιξε τα πόδια της λίγο περισσότερο, όταν ένιωσε έτοιμη. Δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Τον ήθελε, ήθελε να τον νιώσει βαθιά μέσα της. Η “πύλη” είχε ανοίξει. Μπήκε αργά και προσεχτικά, νιώθοντας την υγρή ζεστασιά της να τον τυλίγει. Όταν το προφυλακτικό λούστηκε από τους χυμούς της και άρχισε να γλιστράει, η Σόφη τον παρέσυρε σ’ ένα ξέφρενο ρυθμό. Θα μπορούσε να τελειώσει την ίδια στιγμή, αλλά το κρασί, προσεχτικά διαλεγμένο, παράτεινε την στιγμή. Οι κραυγές τους γέμιζαν το σπίτι, ενώ η ηδονή τους έφτανε στους ουρανούς. Ο οργασμός τους ήταν έντονος κι εκστατικός. Είχαν τελειώσει μαζί. Είχαν απελευθερωθεί.
Η πρώτη τους φορά, ήταν όπως την φανταζόντουσαν. Ρομαντική και έντονη, μ’ ένα τέλειο συγχρονισμό.
Η σχέση τους κράτησε έντεκα μήνες, μέχρι… που ήρθε η καταστροφή. Χαμογέλασε. Τον είχε πονέσει πολύ, τότε. Νόμιζε, ότι η πρώτη τους φορά θα τους έδενε. Νόμιζε ότι η σχέση τους θα κρατούσε “αιώνια”. Η γλυκιά του Σόφη, όμως είχε διαφορετική γνώμη. Δεν του είχε εξηγήσει ποτέ. Έφυγε λέγοντάς του μόνο, ότι μαζί του είχε χάσει τον εαυτό της. Την κυνήγησε για αρκετούς μήνες αν και τον είχε αντικαταστήσει από τον πρώτο. Κυνηγούσε μια απάντηση… που δεν ήρθε ποτέ. Πώς μπορούσε να έχει χάσει τον εαυτό της, όταν της πρόσφερε τα πάντα που ζητούσε, δεν της χαλούσε χατίρι, δεν είχαν τσακωθεί ούτε μία φορά και αυτή το μόνο που είχε χάσει στην ουσία, ήταν η παρθενιά της;
Ίσως αυτό να ήταν το λάθος του. Γινόταν υποχωρητικός σε βαθμό να απομακρύνεται συνέχεια από την αρχική του εικόνα. Ο ιπποτισμός του, είχε μετατραπεί σε δουλοπρέπεια. Έκανε τα πάντα για να κρατήσει μια σχέση, χάνοντας αυτός τον εαυτό του κι η Σόφη, τον πραγματικό Αλέξανδρο. Το κατάλαβε όμως αργά… πολλά χρόνια μετά. Αλλά είχε πάρει το πρώτο μάθημα. Ο κανόνας είχε χαραχθεί πια μέσα του:
Ιπποτισμός σ’ όλες. Γοητεύει και κερδίζει. Αν τον έχεις πραγματικά μέσα σου.
Δουλοπρέπεια σε καμιά. Εκτός… αν το θέτουν οι κανόνες της στιγμής.
Είχε μέσα του τον ιπποτισμό. ‘Αφηνε τις κυρίες να προηγούνται, άνοιγε τις πόρτες, σηκωνόταν για να χαιρετίσει, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να βοηθήσει κάποιον στο δρόμο. Του άρεζε να “πετά το γάντι” πριν αντιμετωπίσει κάποιον στο τραπέζι του μπιλιάρδου ή στον δρόμο και ποτέ, μα ποτέ δεν έμπαινε απρόσκλητος σ’ ένα σπίτι. Οι αρχές του, ακόμα κι ο τόνος της φωνής του, το βλέμμα του, προμήνυαν κάτι πιο βαθύ και μεγάλο για την ηλικία του. Δεν τα είχε διαβάσει, δεν του τα είχαν πει. Ήταν κάτι έμφυτο μέσα του, που έβγαινε την δεδομένη στιγμή.
Δεν ήταν όμως ακριβώς ιπποτισμός. Ήταν περισσότερο η ρομαντική πλευρά ενός Πειρατή. Η κρυφή του γοητεία, βρίσκονταν στην απλότητα και τη φυσικότητα των κινήσεων του, σε αντίθεση με την πολυπλοκότητα του μυαλού και των σκέψεών του. Μια γοητεία που είχε συνήθως δύο αντιδράσεις στους γύρω του. Το θηλυκό φύλο, γοητευόταν, όπως κι ένα μέρος του αντρικού. Τον βρίσκαν μυστηριώδη και παράξενο κι όλοι αποζητούσαν την παρέα του, χωρίς να ξέρουν συνήθως το γιατί. Εξέπεμπε μια περίεργη έλξη. Υπήρχε και ένα μέρος που είχε μια διαφορετική αντίδραση. Θέλαν να τον δείρουν. Μια ακαταμάχητη επιθυμία, να συγκρουστούν μαζί του. Πάντα όμως, κατάφερνε να τραβήξει τα βλέμματα και να κερδίσει τους πάντες. Ήταν συνήθως στο χέρι του και στη διάθεσή του, να κάνει κάποιον φίλο ή …εχθρό.
η πρώτη συνάντηση
Γέμισε το ποτήρι του κι άναψε ένα Lucky Strike. Η φλόγα φώτισε το πρόσωπό του. Κοίταξε στο παράθυρο το είδωλό του. Ο καπνός που ανέβαινε νωχελικά προς τα πάνω, τον οδήγησε στο επόμενο στροβίλισμα του χρόνου.
Μετά την Σόφη και αναζητώντας τον χαμένο του εαυτό και απαντήσεις σε χιλιάδες ερωτήματα, πέρασε ενάμιση χρόνο στο Charlie’s Bar. Εκεί βρήκε το καταφύγιό του, αλλά και το ορμητήριο στις προσωπικές αναζητήσεις. Τότε ήταν που άρχισε και το ψάξιμο ενός στυλ που να τον εκφράζει.
Έβαλε μπότες, τζιν παντελόνι και μαύρο πουκάμισο, κλεισμένο μόνιμα μέχρι επάνω. Έκοψε τα μαλλιά του καρφάκια, αφήνοντας μια μικρή ουρίτσα από πίσω. Ένα μικρό διαμαντάκι με χρυσό δέσιμο και ένα χρυσό κρικάκι με ένα μικρό, κρεμαστό μαχαιράκι, στόλιζαν το αριστερό του αυτί. Ένα Lucky Strike να κρέμεται στα χείλι του και μια λεπτή, καλοκαιρινή καμπαρτίνα, χωρίς γιακά και κούμπωμα δεξιά, συμπλήρωναν την εμφάνισή του, όταν έπαιζε μουσική, ενώ έβγαζε την καμπαρτίνα, όταν έπαιζε μπιλιάρδο.
Κλεισμένος στον εαυτό του, απόμακρος και παγιδευμένος σ’ ένα κόσμο από δίσκους, μπάλες και μπουκάλια, ξεκίνησε τις μοναχικές εξορμήσεις, με μόνο ξεναγό, τον ιδιοκτήτη του μπαρ και φίλο του, τον Κλάους.
Το διερευνητικό κι έντονο βλέμμα του, η σκληρή του στάση και το παράξενο χιούμορ του, ήταν αυτό που άρχισε να ελκύει το αντίθετο φύλλο, που έλιωνε με κάθε του εμφάνιση.
Πόσο “κοντά” έβλεπε τότε. Δεν αναγνώριζε τα σημάδια, τα παιχνίδια και τον πόθο των κοριτσιών που τον περιτριγύριζαν. Δεν πρόσεχε τα στοιχεία του που είχαν πέραση. Δεν είχε συνειδητοποιήσει καν, πόση “ζημιά” μπορούσε να προκαλέσει με ένα και μοναδικό βλέμμα του. Δεν τον ενδιέφεραν οι σχέσεις, εκτός ίσως απ’ αυτήν με το ποτήρι και την στέκα του, και απαγόρευε τον εαυτό του να ερωτευθεί. Ένιωθε ασφάλεια πονώντας μέσα στην μελαγχολία του. Η μοναχικότητα του Πειρατή.
Τότε ήταν που πρωτοσυνάντησα τον Αλέξανδρο. Εκείνο το διάστημα, ήμουν μαθητής του Κλάους στις δικές μου αναζητήσεις, μετά από την συνειδητοποίηση ενός παράξενου ονείρου που είχα δει στα έβδομα γενέθλιά μου. Μια σειρά, τυχαίων φαινομενικά γεγονότων, μας έφερε αντιμέτωπους στο ίδιο τραπέζι μπιλιάρδου για προπόνηση. Η κόντρα που ανοίχτηκε, από τον ίδιο τον Κλάους, οδήγησε την προπόνηση σε μια προσωπική πάλη. Μέσα από τον καθρέφτη του άλλου, αντιμετωπίζαμε στην ουσία τον εαυτό μας. Δεν ήταν όμως και το γεγονός που μας έφερε κοντά. Ήμουν από την μερίδα αυτών που θέλαν να συγκρουστούν μαζί του. Εκείνο το διάστημα ήταν πολύ απομονωμένος για να τον πλησιάσει κανένας. Εκτός ίσως από τον Κλάους και τον “κολλητό” του, τον Μάρκο. Κρυμμένος στο σκοτάδι, είχα γίνει η σκιά του. Παρακολουθούσα την κάθε του κίνηση, ίσως από ζήλια που ο δάσκαλός μου, του είχε δείξει τόση συμπάθεια. Συνομήλικοι, με το ίδιο στυλ, αλλά διαφορετικό γόητρο, ο καθένας κινιόταν στα δικά του χωράφια, χωρίς να μπλέκει στα πόδια του άλλου.
(απόσπασμα.. η συνέχεια στο βιβλίο)