Χατζής Δημήτρης: Αγωνιστής Γλυκύτατος Λόγιος

Βιογραφικό

     Ο Δημήτρης Χατζής ήταν Έλληνας συγγραφέας, ιστορικός, δημοσιογράφος κι αντιστασιακός.
     Γεννήθηκε στα Ιωάννινα 13 Νοέμβρη 1913. Ο πατέρας του Γεώργιος Χατζής, ήτανε διηγηματογράφος, λόγιος και παλαμικός ποιητής, γνωστός με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Ήταν επίσης εκδότης της εφημερίδας Ήπειρος. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας μαζί με τον αδερφό του Άγγελο, που διέκοψε μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του το 1930 κι επέστρεψε στην γενέτειρά του. Εκεί ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογενείας του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ λόγω οικονομικών δυσχερειών.
     Στα μέσα της 10ετίας του 1930 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1936 συνελήφθη από τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου και μετά από βασανιστήρια εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 κατατάχθηκε στον στρατό αλλά δεν στάλθηκε στο μέτωπο. Τη περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στη Καλλιθέα αρθρογραφώντας και διορθώνοντας άρθρα σε εφημερίδες όπως η Ελεύθερη Ελλάδα κι ο Απελευθερωτής. Αρθρογραφούσε ακόμη στον επίσης παράνομο Ριζοσπάστη. Εργάστηκε επίσης στο τυπογραφείο του βουνού. Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Ιωάννινα, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εξορίστηκε στην Ικαρία.


                         Στο Γράμμο όρθιος τρίτος από αριστερά

     Το Μάρτη του επόμενου έτους εντάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας δημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και διηγήματα στα έντυπά του. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους έμαθε τη καταδίκη του αδερφού του Άγγελου από το Έκτακτο Στρατοδικείο και την εκτέλεσή του. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το Έκτακτο Στρατοδικείο τον καταδίκασε δις εις θάνατον για λιποταξία κι έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό. Πρώτοι του σταθμοί ήταν η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Στη Βουδαπέστη σπούδασε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία, ενώ αρθρογραφούσε και στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος. Ο βυζαντινολόγος Ιούλιος Μοράβσικ τον βοήθησε να κερδίσει υποτροφία για την Ακαδημία Επιστημών Ανατολικού Βερολίνου, όπου εργάστηκε ως ερευνητής. Το 1962 ολοκληρώνει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου τη διατριβή του με θέμα Μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Το ίδιο έτος επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας κι ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο. Παράλληλα επιμελήθηκε την έκδοση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.
     Μετά τα γεγονότα του Μάη του ”68, θέλησε να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Η αστυνομία όμως τον πίεζε να ζητήσει πολιτικό άσυλο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη Βουδαπέστη. Αρνήθηκε ωστόσο να λάβει την ουγγρική υπηκοότητα παρά τις προτάσεις που του γίναν, παραμένοντας άπατρις. Μετά τη πτώση της Χούντας, επέστρεψε  Νοέμβρη του 1974 στην Ελλάδα. Αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει ξανά τη χώρα λόγω της μη νομοθετικής ρύθμισης σχετικά με τη καταδίκη του. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους, του δόθηκε χάρη κι επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του. Το ακαδημαϊκό έτος 1975-76 προσκλήθηκε να διδάξει νεοελληνικό πολιτισμό και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Η μη επικύρωση του διορισμού του λόγω των μη εκπληρωμένων στρατιωτικών του υποχρεώσεων είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των μαθημάτων αλλά και διαδηλώσεις των φοιτητών.



     Από το 1975 έδωσε πλήθος διαλέξεων και συμμετείχε σε πολλές δημόσιες συζητήσεις, -είναι η άνθηση του πολιτιστικού κινήματος, στο οποίο αφοσιώνεται, μέχρι να το δει να καπελώνεται και να ηττάται.. Από το 1980 μέχρι το θάνατό του εξέδωσε το περιοδικό Το Πρίσμα. Νυμφεύτηκε σε 2ο γάμο με την αρχαιολόγο Καίτη Αργυροκαστρίτου κι απέκτησαν μία κόρη, την Αγγελίνα. Το Μάρτη του 1981, προσβλήθηκε από καρκίνο των βρόγχων. Πέθανε 4 μήνες αργότερα, στις 20 Ιουλίου 1981 σε σπίτι φίλων του στη Σαρωνίδα.
     Ο Δημήτρης Χατζής πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1946 με το μυθιστόρημα Φωτιά. Το 1952 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων Το Τέλος Της Μικρής Μας Πόλης, βιβλίο που θεωρείται το σημαντικότερο έργο του. Τα διηγήματα αυτά κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα το 1963 κι ενώ βρισκόταν ακόμη εξόριστος. Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο.
     Με το Τέλος Της Μικρής Μας Πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από κει που την άφησαν οι γενιές του μεσοπολέμου, ώς εκεί που την παραλαβαίνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δεν θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν ν’ αφομοιώσει τη παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Ποια είναι αυτή η παράδοση; Πρώτοι και καλύτεροι οι μεγάλοι ηθικοί της γραμματολογίας μας, ο Μακρυγιάννης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Παπαντωνίου. Οι λογικοί, οι άτεγκτοι, ο Καρκαβίτσας, ο Ροΐδης, ο Καραγάτσης. Οι προφητικοί, ο Θεοτόκης, ο Βουτυράς. Οι τυπίστες, οι σαρκαστές, οι μεγάλοι μαστόροι του μύθου και του ύφους, οι παλιοί διδακτικοί κι οι σύγχρονοι οργισμένοι. Ο αμνός κι ο λόγος, η αγιαστούρα και η ρομφαία, το ήθος και το πάθος των νεοελληνικών.
     Στο ιστορικό του έργο μελετά το ζήτημα της συνέχειας του νεοελληνικού πολιτισμού με τον αρχαίο και το βυζαντινό και τον τρόπο με τον οποίο το νεοελληνικό έθνος συγκροτήθηκε ως έθνος στη νεοτερική εποχή. Σκοπεύει έτσι να διαγράψει το Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού και να συμβάλει στην αυτογνωσία και στη δημιουργία μιας νεοελληνικής συνείδησης. Στο πεζογραφικό του έργο, με άλλα μέσα βεβαίως, επιχειρεί να ανασύρει στην επιφάνεια εκείνα τα στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας που θα οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση των αλλαγών της νεοελληνικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τον άνθρωπο. Μάλιστα, την αλλαγή αυτή τη δείχνει σε όλες τις παραμέτρους της, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, συνειδησιακές, συναισθηματικές και αισθητικές ακόμη.



     Ξεκινώντας από τις συνειδησιακές αλλαγές που φέρνει ο πόλεμος κι η αντίσταση στο παρόν (Φωτιά), στρέφεται στο κοντινό προπολεμικό παρελθόν (Το Τέλος Της Μικρής Μας Πόλης) για να αναζητήσει τις αιτίες της βαθιάς και πολυεπίπεδης κρίσης που βίωσε η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του ’40 και ξαναγυρνά στο παρόν για να ανιχνεύσει τις συνέπειες της κρίσης αυτής (Ανυπεράσπιστοι) στο συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, τόσο με ευθείες αναφορές σ’ αυτήν, όσο και με συμβολικό τρόπο, δημιουργώντας δηλαδή μυθιστορηματικές συνθήκες που την απηχούν. Η ιστορική του προσπάθεια συγκεφαλαιώνεται στο Διπλό Βιβλίο, ενώ στις Σπουδές γίνεται περισσότερο αφηρημένη κι αποκτά εντονότερο δοκιμιακό και φιλοσοφικό χαρακτήρα.
     Στο κέντρο της ιστορικής σκέψης του Χατζή βρίσκεται η έννοια του έθνους. Εχει πλέον επικρατήσει στη βιβλιογραφία να διακρίνονται οι λόγοι περί έθνους σε δύο -ασυμβίβαστες μεταξύ τους- κατηγορίες, τον λόγο περί εθνικής αφύπνισης και τον λόγο περί εθνογένεσης. Η διάκριση αυτή δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε την αντίληψή του για το έθνος ούτε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί την ιστορία. Γιατί, ενώ αντιμετωπίζει το έθνος ως μία νέα οντότητα που γεννάται στη νεοτερική εποχή και όχι ως μια οντότητα που υπήρχε από πάντα και κάποια στιγμή αφυπνίστηκε, δεν παύει ποτέ να το βλέπει ως μια οντότητα υπαρκτή που έχει μια αληθινή ιστορία την οποία διερευνά. Δεν φτάνει ποτέ στο σημείο να μιλήσει για “κατασκευή” του έθνους. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να συνδέσει την ιστορία της συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους με την έλευση του σύγχρονου κόσμου, την εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων, την εκκοσμίκευση της πνευματικής ζωής, τον εξορθολογισμό της κοινωνίας. Το έργο του είναι προσηλωμένο στη μελέτη αυτής της ιστορικής διαδικασίας και επιδιώκει να μετασχηματίσει αυτό που γνωρίζαμε ως “συνείδηση της εθνικής συνέχειας” σε συνείδηση της νεοτερικότητας.

                                     ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

     Το κομμάτι της πολυτάραχης βιογραφίας του Χατζή που είναι συνδεδεμένο με την ουγγρική πρωτεύουσα, ξεκινά χρονικά τον Μάη του 1950. Προηγούμενα δούλευε μαζί με άλλους δημοσιογράφους στον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας στο Βουκουρέστι, στο οποίο είχε εγκατασταθεί την άνοιξη του 1949, έχοντας εγκαταλείψει πριν τα φλεγόμενα υψώματα του Γράμμου. Η 1η περίοδος της ζωής στην Ουγγαρία διήρκησε ως την άνοιξη του 1957, εποχή που μετοίκησε στο Ανατολικό Βερολίνο για να εργαστεί στην εκεί Ακαδημία Επιστημών κι η 2η, από την άνοιξη του 1963 ως το καλοκαίρι του ’75, οπότε επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, μετά από 26 χρόνια εξορίας.


                                           Ενώ διδάσκει

     Στη Βουδαπέστη εργάζονταν ως δημοσιογράφος στο ελληνόγλωσσο πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού της πόλης καθώς και στην εφημερίδα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων Λαϊκός Αγώνας. Οι ραδιοφωνικές εκπομπές του σταθμού αυτού είχαν αρχίσει το 1949 και σταμάτησαν οριστικά το 1983. Το πρόγραμμα εκπέμπονταν στα βραχέα, 2 φορές καθημερινά και με τη πάροδο του χρόνου είχε αποκτήσει ακροατές τόσο στην Ελλάδα όσο και στους μετανάστες στη δυτική Ευρώπη. Συνεργάτες του στο σταθμό, στη 1η κυρίως περίοδο στην Ουγγαρία, υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Δελαγραμμάτικας, ο Μιλτιάδης Κρητικός κι ο Γεώργιος Γεωργαλάς (ο μετέπειτα υφυπουργός της δικτατορίας), με τους οποίους μάλιστα για ένα διάστημα στην αρχή συγκατοικούσε προσωρινά.



     Η εφημερίδα Λαϊκός Αγώνας κυκλοφόρησε 1η φορά τον Ιούνιο του 1950 κι εκδίδονταν τακτικά, επί 27 χρόνια, στην αρχή ημερήσια και μετά 2 φορές τη βδομάδα. Ένα τμήμα της εφημερίδας τυπώνονταν και στα σλαβομακεδονικά, για τους πολυάριθμους σλαβόφωνους μεταξύ των πολιτικών προσφύγων. Τα θέματα της εφημερίδας κάλυπταν ειδήσεις από την Ελλάδα, την Ουγγαρία αλλά κι από τη ζωή και δραστηριότητα της προσφυγικής κοινότητας. Οι 1οι συντάκτες της εφημερίδας μαζί με το Χατζή υπήρξαν οι Θωμάς Δρίτσιος, Λάζος Μάλιος, Μαρίνος Μαρινέλης κι Αργύρης Αργυριάδης. Μεταξύ των μετέπειτα συντακτών της εφημερίδας αξίζει να αναφερθούν εδώ και οι Ηπειρώτες Γιώργος Οικονόμου, (καθηγητής φυσικομαθηματικός, από τον Πωγωνίσκο του Ν. Ιωαννίνων), ο Αποστόλης Πολύζος (νομικός, από την Άρτα) κι ο Χριστόφορος Αθανασίου (ιστορικός, από τον Πολύγυρο Ν. Ιωαννίνων).



     Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Βουδαπέστη, (ο αριθμός των οποίων το 1952 ανέρχονταν σε 3.252 άτομα), διέμενε τότε σε ένα ειδικά μετασκευασμένο κι ανακαινισμένο συγκρότημα αποθηκών ενός καπνεργοστασίου, με την ονομασία Ντόχανγκιαρ (Dohánygyár). Το συγκρότημα αποτελούνταν από 6 κτίρια, εκ των οποίων το μεγαλύτερο (επί της οδού Köbányai út) προορίζονταν για αντρόγυνα ή οικογένειες. Για τους εργένηδες προβλέπονταν ξεχωριστό κτίριο, ενώ στα άλλα κτίρια στεγάζονταν η αίθουσα παραστάσεων και το εστιατόριο, μια σχολή θηλέων και τα γραφεία του Συλλόγου των προσφύγων κι αργότερα, σ’ άλλο κτίριο, δημοτικό σχολείο και βρεφονηπιακοί σταθμοί. Οι χώροι διέθεταν ηλεκτρικό ρεύμα, κεντρική θέρμανση και ζεστό νερό -πράγμα όχι αυτονόητο εκείνη την εποχή- και παρά τη σχετική στενότητά τους και διάφορους άλλους περιορισμούς, αποτελούσαν είδος πολυτελείας για τους επί χρόνια κυνηγημένους μαχητές και πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τους οποίους, προέρχονταν από καθυστερημένες αγροτικές περιοχές της Ελλάδας. Το συγκρότημα αυτό στέγασε μέχρι το 1966 Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, που στο μεταξύ διάστημα είχαν μετακομίσει σταδιακά σε νεότερες κατοικίες ή σε άλλες περιοχές της Ουγγαρίας.



     Ο Χατζής δεν χρειάστηκε να κατοικήσει στο Ντόχανγκιαρ, αφού με τον ερχομό του στη Βουδαπέστη συνδέθηκε με την Ουγγαρέζα Ελισάβετ Βίτκο, στενοδακτυλογράφο, γόνο μιας πρώην αστικής οικογένειας. Έζησαν μαζί για ένα μεγάλο διάστημα σε κεντρική περιοχή της πόλης, στην πλατεία Kossuth Lajos tér 16, ενώ παντρεύτηκαν, μετά από πολλές γραφειοκρατικές δυσκολίες, μόλις στις αρχές του 1957, λίγους μήνες πριν αναχωρήσουν για το Ανατολικό Βερολίνο. Στο μεταξύ, το 1950, του αφαιρέθηκε από το ελληνικό κράτος η ελληνική ιθαγένεια ως βουλγαρόφρονα ενώ το 1952, καταδικάστηκε ερήμην στο Διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων για λιποταξία και του επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου. Την ίδια χρονιά διαγράφηκε από το ΚΚΕ, χωρίς, μετά από αυτό, να απαρνηθεί τα αριστερά του ιδεώδη, ώστε στους ουγγρικούς (αλλά κι ανατολικογερμανικούς) ακαδημαϊκούς κύκλους να θεωρείται, παρά τις κατά καιρούς αποστασιοποιήσεις του, σα καλός κομμουνιστής.
     Στη 1η περίοδο της Βουδαπέστης, πέρα από τις υποχρεώσεις του στην εφημερίδα και στο ραδιοφωνικό σταθμό, αφοσιώθηκε στη μελέτη και παρακολούθηση μαθημάτων του γνωστού ελληνιστή καθηγητή Gyula Moravcsik, στο τμήμα Κλασσικών και Βυζαντινών Σπουδών του Πανεπιστημίου. Είναι το διάστημα που θα δημιουργήσει τα γνωστικά θεμέλια για τη μετέπειτα φιλολογική του δραστηριότητα. Τα γεγονότα της εξέγερσης του 1956 στην Ουγγαρία, (για τα οποία η εμπλοκή κι ο ρόλος των Ελλήνων προσφύγων δεν έχει ακόμη διερευνηθεί διεξοδικά), τον οδήγησαν, λόγω του βεβαρυμμένου κλίματος που επικρατούσε, να πάρει την απόφαση να μετοικίσει με τη σύζυγό του στο Ανατολικό Βερολίνο. Εκεί ο επίσης φημισμένος νεοελληνιστής καθηγητής Johannes Irmscher, του εξασφάλισε μια θέση ερευνητή στο Ινστιτούτο του (Ελληνορωμαϊκών Σπουδών) στην Ακαδημία Επιστημών, ενώ παράλληλα ανέλαβε και την επίβλεψη της διδακτορικής του διατριβής.



     Η 2η περίοδος της ζωής του στη Βουδαπέστη (1963-1975) συνέπεσε με την ίσως πιο λαμπρή περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων στην Ουγγαρία. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι πολυάριθμες επαφές που είχανε ξεκινήσει στις αρχές της 10ετίας του ’60, με τις ολοένα συχνότερες επισκέψεις από την Ελλάδα και τη Κύπρο. Ιδιαίτερη αύξηση του ενδιαφέροντος για τα ελληνικά πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα εμφανίστηκε στη χώρα με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Στη περίοδο αυτή οι Ούγγροι θα γνωρίσουν τον Καζαντζάκη, τον Καβάφη, το Βάρναλη, τον Ρίτσο και τον Σεφέρη.
     Ο Χατζής έγινε τότε γνωστός στην Ουγγαρία όχι τόσο σα συγγραφέας (αν κι έργα του είχαν ήδη μεταφραστεί στα Ουγγρικά) αλλά κυρίως ως επιμελητής διαφόρων ανθολογιών νεώτερης και μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας, για την έκδοση των οποίων είχε κερδίσει τη συνεργασία των καλλίτερων μεταφραστών ποίησης και λογοτεχνίας της Ουγγαρίας. Στη περίοδο αυτή αρθρογραφούσε και πάλι στο Λαϊκό Αγώνα, ενώ προσελήφθη στο Πανεπιστήμιο Eötvös Loránd της Βουδαπέστης, στην αρχή ως βοηθός και μετά την απόκτηση του διδακτορικού του (1969), ως επιμελητής (ανάλογο του επίκουρου καθηγητή) μέχρι την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα. Το διάστημα αυτό έμενε με την τότε σύζυγό του στη νεόκτιστη, την εποχή εκείνη, πολυκατοικία στην οδό Váci út 132A. Εκείνο που έχει μείνει αξέχαστο στους περισσότερους, είναι ο ενθουσιασμός και το πάθος που συνεπαίρνανε το Χατζή όταν μιλούσε, ειδικότερα στους νέους, για τα Ελληνικά Γράμματα, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της πατρίδας του, η οποία, σαν σκληρή μητριά, τον είχε τότε απαρνηθεί, μαζί με χιλιάδες άλλα παιδιά της.



ΚΡΙΤΙΚΗ

     Ο Δημήτρης Χατζής ως πολιτικός διανοούμενος, αν και πρώτιστα εκφράζεται ως λογοτέχνης και φιλόλογος, διέθετε μια οξεία αίσθηση των πολιτικών πραγμάτων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις μετατοπίσεις και στους αναπροσανατολισμούς που συντελούνταν στη σκέψη και στην πρακτική της Αριστεράς. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι από τη σκοπιά των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η εξής υπόθεση εργασίας:

   α) στο λογοτεχνικό του έργο είναι περισσότερο από προφανής η πολιτική διάσταση, αρκεί να ληφθούν υπόψη και να καταγραφούν με πληρότητα οι αναγκαίες διακυμάνσεις και μεταθέσεις των ιδεολογικών του αναζητήσεων που ανιχνεύονται από τη δημοσίευση της Φωτιάς (1946) ως το Διπλό βιβλίο (1976)·

   β) ο Χατζής, με κάποιες αυξομειώσεις, είχε κατακτήσει μια αυθύπαρκτη παρουσία ως πολιτικός διανοούμενος που εγγράφεται βέβαια στη συνολικότερη πορεία της Αριστεράς·

   γ) οι δύο αυτές πτυχές, μολονότι εμφανίζονται ενιαίες και ομοιογενείς, απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάδειξη της ιδιοσυστασίας τους. Εδώ θα επιμείνω στην ανασυγκρότηση των αναβαθμών διαμόρφωσης του Χατζή ως πολιτικού διανοουμένου, χωρίς βέβαια να ελαχιστοποιώ το γεγονός ότι ο ίδιος δημιουργεί πρώτιστα ως λογοτέχνης και ως φιλόλογος.

     Τα κείμενα των ετών 1932-1936, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Ηπειρος, αποτελούν μαρτυρίες πολύτιμες για τον προσδιορισμό των απαρχών του κοινωνικού λόγου που αρθρώνει ο υπό εκκόλαψη συγγραφέας. Η συνήθης ωστόσο πορεία, στην ίδια περίοδο του Μεσοπολέμου με κορύφωση τη Κατοχή και την Αντίσταση, ήταν η βαθμιαία και κάποτε με τη μορφή ρήξης αποδέσμευση από το δίδυμο Βενιζελισμός-Δημοτικισμός, μέσα από την οδυνηρή επίγνωση των ενδοαστικών αδιεξόδων και στα πλαίσια υπέρβασης των δύο πόλων του «εθνικού διχασμού» από την αντίθεση Δεξιάς κι Αριστεράς που αναδύεται ως κυρίαρχη στη 10ετία του ’40. Ως προς τον Χατζή, που γαλουχείται σε διαφορετική μήτρα ιδεών και πολιτικής πρακτικής, είναι δυνατόν να διαφανεί η δυνατότητα που έχει ως έφηβος, στους κόλπους όμως του Λαϊκού Κόμματος και σε λίγο διευθυντής του γιαννιώτικου δημοσιογραφικού του οργάνου, να στοιχειοθετήσει μια πρωτογενή κοινωνική κριτική που βρίσκεται σε μια διεργασία ντροπαλής όσμωσης με τον ιδεολογικό λόγο της Αριστεράς.
     Ως προς το Λαϊκόν Κόμμα ίσως είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι τόσο στη 1η περίοδο (με την ηγετική παρουσία του Δημ. Γούναρη, βουλευτή αρχικά της ομάδας) είχε εξαρθεί η σημασία της νομοθετικής προστασίας των εργαζομένων, γεγονός που δε μπορούσε να εξασφαλίσει η προνομιούχος ολιγαρχία, όσο και στη δεύτερη, κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, συνεχίζεται ό,τι περιγράφει συναφώς ο Σ. Μάξιμος (1930): τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα ανέμιζαν την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου με αποτέλεσμα ο αντιβενιζελισμός να διαχέεται συχνά με αντικαπιταλιστικά αισθήματα.


     Στα πρωτόλεια του Χατζή διαπιστώνεται με ευκρίνεια η κοινωνική σκόπευση της αντιβενιζελικής του αρθρογραφίας που συμμερίζεται επίσης τις εκτιμήσεις του φιλαγροτισμού, όταν σημειώνεται για παράδειγμα το 1932 στην Ηπειρο: “Τους χωρικούς που υπήρξαν επί είκοσιν ολόκληρα έτη οι δούλοι, οι ραγιάδες, οι είλωτες των δημοκόπων και των Ζακχαίων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, των ανεβασμένων εις την Βενιζελικήν συκομωρέαν. Τους χωρικούς που έδειρεν ο Μακρυγιάννης, που εξηπάτησαν όλοι […] έχομεν την φοράν αυτήν θαρραλέους μαζί μας, όπως θα ηθέλαμεν εις κάθε αγώνα διά τα ιδικά των δίκαια και τα ιδικά των συμφέροντα“.
     Στην επόμενη φάση, κατά την εποχή της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, ο Χατζής ήδη είχε διανύσει τα αποφασιστικά βήματα κι είχε κιόλας συνταχθεί με την Αριστερά, γεγονός όμως που πιστοποίησε η αιφνιδιαστική εξορία του από τη μεταξική δικτατορία. Τα σχετικά κείμενα λανθάνουν και δεν ταυτίστηκε η συνεργασία με την Ελεύθερη Ελλάδα κατά τα 2 1α έτη της κυκλοφορίας της (1943, 1944), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τα δημοσιεύματα (ελληνικά ή γαλλικά) της περιόδου του εμφυλίου. Ως προς το λογοτεχνικό έργο του η Φωτιά, συμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις κι όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το “ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα της χαρακτηρίζεται άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση“.
     Ακολουθεί η μακρόχρονη εξορία, από το 1949 ως το 1975, στη Βουδαπέστη και στο Ανατολικό Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ, ενδεικτική άλλωστε των αντιλήψεων του φιλολόγου – ιστορικού πια Χατζή που επομένως θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα σχεδιάσματά του για τη νεοελληνική φιλολογική σπουδή που ήδη εμφανίστηκαν το 1953. Η απόπειρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα με χαρακτήρα λαϊκό-δημοκρατικό και προοπτική σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης. Οι καίριες διαφοροποιήσεις, όσες κι όποιες υπήρξαν, στα επί μέρους τμήματα της Μικρής μας πόλης (όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1953 στο Βουκουρέστι, στη συνέχεια 1958, 1959, 1962 στην Επιθεώρηση Τέχνης κι αυτοτελώς, σε 2η έκδοση, από το ίδιο περιοδικό το 1963) αξιώνουν ιδιαίτερη προσοχή. Ειδικώτερα η συνεργασία του Χατζή με την Επιθεώρηση Τέχνης προδίδει τους αισθητικούς-πολιτικούς αναπροσανατολισμούς του, γεγονός άλλωστε που καταφαίνεται κι από τους συντάκτες των ευνοϊκών κριτικών που δέχθηκε τότε η Μικρή μας πόλη (Πορφύρης, Καλιόρης, Ροζάνης, Ραυτόπουλος κ.ά.), δηλαδή από όσους άμεσα ή έμμεσα έχουν απομακρυνθεί από τις συνταγές της μαρξιστικής-λενινιστικής λογοτεχνικής κριτικής. Όπως παρατηρούσε ο Ραυτόπουλος (1964), διαθέτει ιδέες και μέθοδο χωρίς να ξεκινά από τα a priori συμπεράσματα: οι κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας δεν ευδοκιμούν στον κόσμο της Μικρής μας πόλης.



     Η ύστερη περίοδος του Χατζή, από την επάνοδο στην Ελλάδα ως τον θάνατό του, σημαδεύεται από το εγχείρημα υπέρβασης των σχημάτων της εγχώριας Αριστεράς και την εναγώνια αναζήτηση της Νέας Αριστεράς. Ηδη μετά τη διάσπαση του 1968, την οποία θεωρούσε τη πιο σημαντική ενέργεια του υγιέστερου τμήματος της ελληνικής Αριστεράς, είχε στραφεί προς την απαίτηση ίδρυσης ενός κόμματος δημοκρατικού σοσιαλισμού, χωρίς ωστόσο να τη συνοδεύει μ’ έναν υψηλό τόνο βεβαιότητας για την επίτευξή του: “Αστεγος, ανέστιος, ηττημένος και μόνος έχω τουλάχιστον την αίσθηση πως βρίσκομαι κοντύτερα στο αίσθημα και την πίκρα του λαού μας ένας από τους πολλούς“. Το κριτήριο αυτό των πολιτικών πραγμάτων αποτυπώνεται ρητά στο Διπλό βιβλίο, τόσο στο κύριο σώμα του έργου όσο και στους Επιλόγους που επισυνάπτονται. Κατ’ αρχήν τούτο αφορά τον τρόπο γραφής: “Δεν μπορώ να προχωρήσω, να τα δέσω πρόσωπα και καταστάσεις σε μιαν ενότητα. Τα πρόσωπα σπάζουν, το σκηνικό που ‘ναι πίσω δε φαίνεται καθαρό οι δυνάμεις, οι διαρθρώσεις, οι ροπές, οι αντιστάσεις. Το σκηνικό… Δεν είναι ακριβώς ερείπια, είναι κομμάτια, ψηφιά σκορπισμένα. Και δεν ενώνονται το ‘να με τ’ άλλο“.
    Επίσης γίνεται ένα με τη πολιτική συμπεριφορά του Βασιλειάδη: “Αριστερός και δεν τα πήγε καλά μ’ αυτούς τους δημαγωγούς, τις επιτροπές τους, τις εκδηλώσεις που λέγανε, τα μέτωπά τους. Είπε πάντα ήσυχα και στρογγυλά πως ένα καινούργιο αριστερό κόμμα χρειάζεται στην Ελλάδα -αριστερό μα μακριά απ’ αυτούς. Και πως θα ‘ναι δύσκολο να γίνει. Εμένα μ’ άρεσε πάντα να τον ακούω και για το καινούργιο κόμμα μπορεί, λέω, στο τέλος σ’ αυτό να πάω και γω και για τη δυσκολία την καταλαβαίνω και γω με το μικρό το μυαλό μου, όσο τους βλέπω και τους ακούω τούτους εδώ στο ελληνικό καφενείο μας“. Αναμφίβολα πρόκειται για μια ιδιάζουσα πολιτική αίσθηση που διαποτίζει τον Μικρό πρόλογο που προαναγγέλλει το δεύτερο βιβλίο: “Βιβλίο της μοναξιάς είναι κι αυτό της δικής σου της μοναξιάς το βιβλίο, στον κανένα τόπο, στον κανένα καιρό που βρίσκεσαι εσύ πεταγμένος και που ‘χω φτάσει και γω. Η παλιά μας κληρονομιά δεν σε βοηθάει σε τίποτα, η φαντασία για τ’ αύριο λείπει. Το δικό μας πνεύμα κουρνιάζει πια σωπασμένο μες στο λυκόφως των καιρών. Και το βιβλίο δεν έχει μέσα τις συμβουλές και τις οδηγίες που σου δίνουν από παντού, τις παρηγοριές που ξεγελάνε για λίγο, δεν έχει την πυξίδα που σου λείπει, την πανοπλία που σου χρειάζεται να ντυθείς να φυλαχτείς, να χτυπηθείς, να νικήσεις“.
    Οι τέσσερις λοιπόν φάσεις της σταδιοδρομίας του Χατζή συγκροτούν τους αναβαθμούς στη διαμόρφωσή του ως πολιτικού διανοουμένου που εκφράζεται πρώτιστα και ομοιογενώς ως λογοτέχνης και φιλόλογος. Ταυτόχρονα συνιστούν την προσωπική εσωτερίκευση της πορείας που διήνυσε κατά τις ίδιες δεκαετίες η Αριστερά, όχι μόνο στην εγχώρια έκφανσή της. Η πικρή όμως γεύση της αποτυχίας στον σχεδιασμό του αντίκοσμου της υπάρχουσας κοινωνίας με τους «μηχανισμούς που σε δένουν» και τα «γρανάζια που σε κρατούνε στην εντέλεια ταιριασμένα» δεν σημαίνει και γι’ αυτόν παραίτηση και νοσηρή εσωστρέφεια. Το 2ο βιβλίο θα μπορούσε να γραφεί “για το σημερινό, το δικό μας τον κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πώς είναι -και δεν τον φοβάσαι. Για τη ζωή των ανθρώπων που πάει πιο πέρα. Με τη δική σου την εφηβεία: Αμόλευτη από την πρόληψη και την τύψη που βασανίσαν εμάς, τις αυταπάτες που αφήσαμε εμείς να μας βαυκαλίζουν, γυμνή κι από τα στολίσματα τα δικά μας...”.
     Για να γίνουν κατανοητά ορισμένα στοιχεία που απαντώνται στο παρόν, αλλά και σε άλλα έργα του Χατζή, είναι αναγκαία η συνοπτική αναφορά σε στοιχεία του βίου του -εκείνα που καθόρισαν τον τρόπο της γραφής του. Το διήγημα, όπως και η ποίηση, εκφράζει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την ψυχή του συγγραφέα του. Σε ένα βαθμό, τις εσωτερικές συγκρούσεις του συγγραφέα υποδεικνύουν οι ήρωες, οι χαρακτήρες του διηγήματος με τις περιπέτειές τους και τις συγκρούσεις τους. Δεν περιγράφει απλώς τον χαρακτήρα-ρόλο του νεαρού σοσιαλιστή που παγιδεύεται στο αδιέξοδο της πραγμάτωσης των πεποιθήσεών του, είναι ο ίδιος ένας απογοητευμένος σοσιαλιστής.



     Γεννημένος στα Ιωάννινα το 1913 ο συγγραφέας στρατεύθηκε από νωρίς στο Kομμουνιστικό Kόμμα, έλαβε μέρος στον Εμφύλιο και κατόπιν έζησε πολιτικός εξόριστος στην Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία και τη Ρουμανία, σχεδόν τριάντα χρόνια, μέχρι τον επαναπατρισμό του το 1974. Η βίαιη καταστολή της ουγγρικής εξέγερσης του 1956 επέφερε μια έντονη συνειδησιακή μεταβολή πάνω του, ωθώντας τον σε αμφισβήτηση του σταλινικού δόγματος και του ίδιου του τού δογματισμού, εμφανούς στην πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή του.[3] Τούτη η μεταλλαγή πέραν των προσωπικών απογοητεύσεων του συγγραφέα είναι και η προσωπική του αντιμετώπιση στο ζήτημα της προσαρμογής μη κομμουνιστικών πολιτισμικών στοιχείων στις ανάγκες μιας εξελισσόμενης κοινωνίας.
     Ο Χατζής ως συγγραφέας είναι δεμένος με το ψυχογράφημα και την ηθογραφία. Επηρεασμένος από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό χρησιμοποίησε και στο παρόν έργο ρεαλιστική γραφή, χωρίς να γίνεται λαογράφος μήτε ρομαντικός, αλλά πλήρως διεισδυτικός στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του δίνοντας τη ζεστασιά της ανθρώπινης σχέσης τους. Το Τέλος Της Μικρής Μας Πόλης είναι μία συλλογή διηγημάτων με ενιαίους θεματικούς άξονες που συνδέουν τα επτά αφηγήματα, επιτρέποντας την ανάγνωσή του ως ενιαίο έργο. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη τα διηγήματα της συλλογής δίνουν κυρίως έναν κόσμο που φθίνει, επειδή έχουν αλλάξει οι οικονομικές και οι κοινωνικές συνθήκες. Εντοπίζεται επίσης ο σημαντικός αντίκτυπος που έχουν οι κοινωνικοί κι οικονομικοί μετασχηματισμοί στους κεντρικούς χαρακτήρες στα διηγήματα της συλλογής, ενώ παράλληλα προβάλλεται η σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού συνόλου, ο εντοπισμός του προσωπικού οφέλους και η διαχείριση της διαφοράς από τους άλλους, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση ορισμένων χαρακτήρων.
     Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή πόλη κι οι διαδικασίες μετασχηματισμού της μέσα από κοινωνικές, ιστορικές κι οικονομικές αλλαγές. Στη πραγματικότητα είναι ο χαρακτήρας της επαρχιακής πόλης των Ιωαννίνων, που αλλοτριώνεται σταδιακά είτε υπό την επίδραση της ανάπτυξης νέων μεθόδων βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής, είτε υπό τη δημογραφική κοινωνική πίεση στον καιρό του πολέμου και τη σκοτεινή ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η χρήση της μικρής κοινότητας (η μικρή μας πόλη) προκειμένου να αναδειχθεί το άτομο συνήθως ως θύμα των συνθηκών είναι ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται ο συγγραφέας με άλλους ομότεχνούς του της 10ετίας του ’60. Κοινός, επίσης, θεματικός άξονας είναι η ηθογραφική ανάλυση των ηρώων του, των απλών ανθρώπων γύρω από τους οποίους πλέκει τους λογοτεχνικούς του μύθους, ή η οπτική γωνία με την οποία διερευνά αληθινούς χαρακτήρες. Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας παρουσιάζει μια φανερή ή κρυφή αφηγηματική στάση που λειτουργεί ενοποιητικά στο συνολικό ύφος του έργου μαζί με τη χρονολογική θα έλεγε κανείς παράταξη των διηγημάτων.



     Στο διήγημα Ο Σιούλας ο ταμπάκος, ο συγγραφέας, με την έμμεση αναφορά του στο κάστρο και στην λίμνη, οριοθετεί τον κοινωνικό του χώρο στην πόλη των Ιωαννίνων, διαμορφώνοντας εκ των προτέρων το σκηνικό μιας κοινωνικής διαφοράς που θεμελιώνεται πάνω στον παρόντα ξεπεσμό την άλλοτε ευημερία αυστηρά ιεραρχημένων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν τα ισνάφια στις Βαλκανικές πόλεις του 18ου και 19ου αι. Στα Ιωάννινα, στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη, σημαντικά κέντρα παραγωγής και συγκέντρωσης δερμάτων, εξακολούθησαν να επιβιώνουν εργαστήρια με τη παραδοσιακή τους μορφή μέχρι και τη 10ετία του ’60. Οι ταμπάκοι θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια παλαιά συντεχνία, συνεπώς κλειστή κοινωνική ομάδα, που κατοικούσε εντός του κάστρου στην ανατολική πλευρά της λίμνης. Σα κλειστή κάστα έχουνε διαμορφώσει την υποστηρικτική μυθολογία της διαφοράς τους με τις κατώτερες κάστες διατηρώντας μόνο σχέση με τους καϊκτσήδες, εξαιτίας κυρίως του πάθους του κυνηγιού. Παρόλο που στο συγκεκριμένο διήγημα ο συγγραφέας εξετάζει έναν μόνο εκπρόσωπο τούτης της συντεχνίας, είναι σαφές ότι μέσω του Σιούλα εκπροσωπείται το συνολικό συντεχνιακό ρεύμα αντίθεσης προς το κοινωνικό περιβάλλον.
     Μέσα σε αυτό το κλειστό, υποθετικά αύταρκες, περιβάλλον (Αυτάρκεια. Ηθική. Κοινωνική. Πολιτική), ο Σιούλας ο ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του περιβάλλοντός του, καθώς κάθε νεωτερισμός είταν ξιπασμός, αρνούμενος ακόμα και να αποδεχθεί έναν ξενιτεμένο της συντεχνίας του. Όλα είναι κρυφά, ακόμη κι η απόγνωση της συζύγου του που δεν μπορεί να μιλήσει για τη φτώχεια. Ο μετασχηματισμός κι η εκβιομηχάνιση της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που κατεργαζότανε τα δέρματα κι ευκολότερα και φθηνότερα. Ο κόσμος των βυρσοδεψών και των εργαστηρίων τους άρχισε να φθίνει με την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, σε σημείο που, παρά την άρνησή τους να βιώσουν τις επερχόμενες αλλαγές, οι ταμπάκοι στο πρόσωπο του Σιούλα υποκύπτουν κι αρχίζουν να μεταλλάσσονται, ερχόμενοι σε επαφή με τις κατώτερες κάστες. Πρόκειται για μια οδυνηρή αλλά απόλυτα απαραίτητη αλλαγή που αφυπνίζει και ταυτόχρονα δίνει την ευκαιρία. Ο Σιούλας ο ταμπάκος αποφασίζει να πουλήσει το δίκαννό του στο γύφτο. O γύφτος, αντίθετα από κεντρικούς ήρωες των επόμενων διηγημάτων που πραγματευόμαστε, αρνείται το προσωπικό κέρδος. Γνωρίζει τι σημαίνει το όπλο για τον κυνηγό κι όχι μόνο αρνείται να το αγοράσει σ’ εξευτελιστική τιμή αλλά του δανείζει κι ένα κατοστάρικο. Η συνειδητοποίηση πως ο γύφτος κι ο βαρελάς αργότερα είναι καλοί άνθρωποι, γίνεται το τέλος της απομόνωσης κι η αρχή της αλλαγής: “Έτσι πήγε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του“.



     Αντίθετα, σε ένα άλλο διήγημα της συλλογής στο Ο Τάφος, καμμία αναφορά δεν κάνει ο συγγραφέας, έστω και έμμεση για τη πόλη, ζωγραφίζει μονάχα ένα τοπίο στα περίχωρα που σήμερα έχει αλλάξει. Εδώ έχει σημασία η σημαντική αντίθεση ανάμεσα στον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο ευυπόληπτο πολίτη και στήριγμα της κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον ολομόναχο. Ο ένας είναι απόλυτα ενταγμένος στο δικό του σύστημα αστικών αξιών, με τη δραστήρια συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές και με τη θέση του επιτρόπου, ο άλλος διωγμένος από τον τόπο του, από τη δίνη μιας εσωτερικής σύγκρουσης της οικογένειας για ζητήματα κληρονομικά. Είναι περιθωριοποιημένος όπου και να πάει, δεν μπορεί καν να διαχειριστεί τη διαφορά του από τα κοινωνικά σύνολα με τα οποία έρχεται σε επαφή. Κι οι 2 χαρακτήρες ενοικιάζουν από μία δημοτική παράγκα στα περίχωρα της πόλης. Ο ένας τη θεωρεί κεφάλαιο, αποκούμπι των γερατειών του, ο άλλος απλά ένα τόπο ήρεμο για να γαληνέψει. Εκείνος που θεωρεί τη καλύβα του κεφάλαιο θα προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να διώξει τον ξένο, προσάπτοντάς του φονικά που δεν έκανε, διώχνοντάς τον με τη συνεργασία της υπόλοιπης κοινότητας, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που έδιωχναν τον ξένο τα κλειστά κοινωνικά συστήματα ήδη από την 1η αστική επανάσταση στο διάβα της ιστορίας και τις αρχέγονες συγκρούσεις γαιοκτησίας.
     Για διαφορετικούς λόγους κανένας από τους δύο δεν επιχειρεί να βελτιώσει τις δημοτικές καλύβες. Ο κυρ Αντώνης γιατί περιμένει τη δημιουργία ενός δρόμου που θα του φέρει πελατεία, ο μπάρμπα Σπούργος γιατί δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη γαλήνη του. Όταν ο δρόμος έρχεται ο Σπούργος πρέπει να βγει από τη μέση χάριν της επιδίωξης του προσωπικού κέρδους του κυρ Αντώνη που τον Σπούργο στο χέρι τον είχε. Παρόλα αυτά ο ανταγωνισμός θα έρθει με τη μορφή νέων κεφαλαίων και καλοσχεδιασμένων επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μη χαρεί καθόλου ο κυρ Αντώνης για την πύρρεια νίκη του. Με τη βοήθεια δικηγόρων και της αστυνομίας, με τη βοήθεια δηλαδή του συστήματος που ευνοεί το οικείο, ο Σπούργος απομακρύνεται και τη θέση του στον ανταγωνισμό του κυρ Αντώνη παίρνει το πραγματικό μαγαζί. Ο κυρ Αντώνης βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τις νεοτερικές εξελίξεις και την τουριστική αξιοποίηση του τόπου, σε ευθεία δηλαδή σύγκρουση με το κοινωνικό σύνολο. Θαμμένος στις παραδοσιακές αξίες του αρνείται κι αυτός να δει ότι οι γυναίκες χορεύουν πλέον εδώ και καιρό στην αγκαλιά των ανδρών, αρνείται να δει στο βάθος πως ο μπάρμπα-Σπούργος, ο ενάντιος, ήτανε στη πραγματικότητα ο σύντροφος και συμπλήρωμά του. Είναι φυσικό, λοιπόν, να νιώσει την απέραντη μοναξιά του τάφου, όταν συνειδητοποιεί πως ο Σπούργος επέστρεψε μονάχα για να πεθάνει.

     Στο Η θεια μας η Αγγελική, το κεντρικό πρόσωπο, η θεια η Αγγελική ζει στη πόλη των Ιωαννίνων της περιόδου του Αλβανικού μετώπου, μια πόλη με έντονες δημογραφικές πιέσεις εξαιτίας της έλλειψης του μαχόμενου πληθυσμού, που ήδη από το 1922 πάσχει συνολικά από φτώχεια, αισχροκέρδεια κι ανεργία. Ο πόλεμος είναι μία έκφραση της βιαιότερης πιθανώς κοινωνικής πίεσης κι αλλαγής, την οποία υφίστανται οι ήρωες, όπως τους αφηγείται ο συγγραφέας στα πλαίσια της μικρής τους πόλης. Φτωχή ή ίδια με πενιχρό εισόδημα βρίσκεται, ωστόσο, σε αρμονική συνάφεια με τον κοινωνικό της περίγυρο, παίρνοντας και δίνοντας συναισθήματα, τρόφιμα, την έγνοια της για τον κόσμο, την τρυφερότητα του περίγυρου ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης. “Φχαριστούμε κυρ’ Αγγελική, έλεγε ο φουκαράς ο Καμινάρης κι η καρδιά του γλυκαινότανε“. Η θειά Αγγελική ζει σ’ ένα κόσμο, σ’ ένα μαχαλά όπου οι καλοί αλλά φτωχοί νοικοκυραίοι συνυπάρχουν με τους παλιούς αρχόντους, οι Χριστιανοί με τους Οβραίους στο παζάρι, οι κουδουνάδες, οι χαλκωματάδες κι οι τσαρουχάδες στα στενά του παζαριού να παλεύουν περιθωριοποιημένοι πλέον ενάντια στη μηχανή που τους παίρνει το ψωμί. Για άλλη μια φορά παρουσιάζεται εδώ το μοτίβο της εκβιομηχάνισης που απειλεί την ευημερία, αλλάζοντας τις οικονομικές συνθήκες παραγωγής και τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα, οδηγώντας στην περιθωριοποίηση άλλοτε επικερδή επαγγέλματα. Η προδοσία της αντιπροσωπευτικής ηρωίδας έρχεται με την επιδίωξη προσωπικού κέρδους σε βάρος της κοινότητας, του μαυραγορίτη, του Αντώνιου Γωγούση, ο οποίος χάρη στην εμπιστοσύνη της θείας Αγγελικής μετατρέπει το κελάρι της σε αποθήκη μαύρης αγοράς, οδηγώντας τη σε σύγκρουση με το περιβάλλον, που δεν μπορεί να κατανοήσει την άγνοιά της στο δεδομένο θέμα. “Ωχού τώρα… Το κελάρι κυρ’ Αγγελική, ποιος τους το ‘δωσε των φονιάδων -εγώ τους το ‘δωσα; Παράτα μας, λέω”. Ο ίδιος ο Γωγούσης είναι το άτομο που στρέφεται ενάντια στην κοινότητά του είτε για λόγους αισχροκέρδειας, είτε για λόγους επιβίωσης στις αντίξοες συνθήκες που παράγει για τον τόπο η πολεμική σύγκρουση.
     Σε όλο το εύρος της συλλογής διηγημάτων του Χατζή παρατηρείται σαφής επίδραση των οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών μιας κοινωνίας που εκσυγχρονίζεται απέναντι στους παραδοσιακούς τρόπους επιβίωσης και κυρίως στα παραδοσιακά επαγγέλματα. Οι ήρωες των διηγημάτων είτε έρχονται σε σύγκρουση με τις παλιές αξίες ή αλλάζουν την οπτική γωνία με την οποία βλέπουν τον κόσμο υπό την πίεση της φτώχειας, όπως ο Σιούλας ο ταμπάκος. Ενίοτε αισχροκερδούν ή εκμεταλλεύονται, χάριν προσωπικού οφέλους, όπως στην περίπτωση του Αντώνιου Γωγούση του Μαυραγορίτη ή του κυρ Αντώνη του Τσιάγαλου. Διατηρώντας μια πεισματική προσήλωση στην κοινωνιολογική διάσταση του μύθου του , αναδεικνύει τις αντιθέσεις που παράγει το άτομο σε σχέση με το περιβάλλον του κι αντίθετα. Ταυτόχρονα διαμορφώνει μια δική του ανθρωπολογία του ξένου στην περίπτωση του μπάρμπα Σπούργου, φέρνοντας στην επιφάνεια στοιχεία τοπικισμού και καχυποψίας προς καθετί ξένο. Μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία τα κλειστά συστήματα δεν έχουν ούτε την παλαιότερη θέση, μήτε την προγενέστερη αξία τους. Έχοντας δει τον κόσμο να αλλάζει ο συγγραφέας, μεταφέρει το βίωμά του με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο μέσω της τέχνης του.

Έργα που έχουν εκδοθεί:

Φωτιά, μυθιστόρημα εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1946.

Το τέλος της μικρής μας πόλης, διηγήματα, εκδοτικό Νέας Ελλάδας, Ρουμανία, 1953, εκδόσεις «Επιθεώρηση Τέχνης», Αθήνα, 1963 (τελική μορφή), εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα, 1981 και εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα, 1999.

Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950), διηγήματα, εκδόσεις Κείμενα, 1979.

Ανυπεράσπιστοι, διηγήματα, εκδόσεις Θεμέλιο, 1966.

Το διπλό βιβλίο, μυθιστόρημα, εκδόσεις Εξάντας, 1976 και Κείμενα, 1977 (αναθεωρημένη έκδοση).

Σπουδές, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, εκδόσεις Κείμενα, 1976.

Το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού, διαλέξεις και δοκίμια, εκδόσεις Το Ροδακιό,

======================

                                         Ανυπεράσπιστοι…

Επεισόδιο από τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1947-1949 στην Ελλάδα. Η κύρια δύναμη των ανταρτών είχε συντριβεί στη Ρούμελη. Κυκλώνοντας τα βουνά, ο κυβερνητικός στρατός τραβούσε τώρα σιγά και μεθοδικά την εκκαθάριση, χτενίζοντας όλη την περιοχή κι’ εξοντώνοντας τις τελευταίες δυνάμεις τους, τσακισμένες και σκορπισμένες. Παραπάνω, στη Μακεδονία και την Ήπειρο, ο πόλεμος δεν είχε κριθεί, συνεχιζόταν μ’ όλο το πείσμα μιας τελικής αναμέτρησης που θα γινόταν σε λίγο.
Η μικρή ομάδα των αναρτών, δεκατισμένη και ξεκομμένη, ένοιωθε πια τον κλοιό και την έσφιγγε – έκλεινε, μίκραινε γύρω της με θανάσιμη σταθερότητα. Η ξαφνική παγωνιά στο τέλος του Απρίλη –ακόμα ένας θάνατος πάνω σε κείνα τ’ αγριοβούνια. Μια τελευταία δυνατότητα εκλογής, να πάνε να χτυπηθούνε – πάλι θάνατος. Να μείνουν εκεί όσο να ’ρθουν να τους πιάσουν αργά και γι’ αυτό – τους σκοτώνανε πια τους αιχμαλώτους, τους τραυματίες που πέφταν στα χέρια τους. Οι προθεσμίες για την παράδοση είχαν περάσει – τους σκοτώναν και τους αυτόμολους.
Είχανε κάνει και την τελευταία προσπάθεια που μπορούσαν να κάνουν. Τραβήξανε δεξιά, μέσ’ απ’ το δάσος, να τον σπάζανε τον κλοιό, μπορεί να βρίσκαν δικά τους τμήματα. Πέσαν πάνω σε φυλάκια με πολυβόλα, τους δεχτήκαν με πυκνά πυρά. Ένας τους έπεσε πιάνοντας την κοιλιά του – θερισμένη από ριπή. Δεν μπορούσαν να τον πάρουν, να τον βοηθήσουν, τίποτα δεν μπορούσανε να του κάνουν. Τον σκοτώσανε να μη βασανίζεται – έμεινε εκεί. Οι άλλοι γυρίσανε πίσω και ξαναμπήκανε στην τρύπα που τους απόμεινε.
Τρεις μέρες βρισκόνταν εκεί και δεν κάνανε τίποτα – μονάχα τρέμαν από το κρύο. Φωτιά δεν ανάβανε, φοβόντανε τον καπνό. Ξαναμετρήσανε τα τελευταία τους εφόδια, τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα. Δεν ήτανε πολλά, δεν ήτανε για πολύ. Αναμετρήσανε και τις δυνάμεις που τους απόμειναν – δεν ήταν κι αυτές για πολύ. Από τη μέρα που δοκίμασαν να περάσουν, πρέπει να τους ξέραν πως κρυβόντανε σε κείνο το μέρος του δάσους, να τους είχαν επισημάνει. Αύριο, μεθαύριο το πολύ, θ’ αρχίζανε να τους ψάχνουν, ορισμένα, σημαδεμένα γι’ αυτούς. Να μείνουν εκεί, να μείνουν ακόμα – πάλι θάνατος. Μονάχα θάνατος. Ολούθε. Απ’ ολούθε.
Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει. Χιόνιζε συνέχεια.
― Το πρωί θα ’ρθουνε πια, είπε κάποιος.
Κανένας δε μίλησε.
― Τι δε σκοτωνόμαστε, βρε παιδιά, μεταξύ μας; είπε σε λίγο ο Σατέλης. Ο τελευταίος κρατάει μια σφαίρα… Και πεθαίνουμε λεύτεροι…
Ο Σατέλης ήτανε κομμουνιστής από την Αθήνα. Φοιτητής. Έγραφε και ποιήματα, λέγαν.
― Άσε τα αυτά τα δικά σου, να ζήσεις, είπε ήσυχα ο διμοιρίτης ο Γρίβας. Στα βιβλία γίνονται, Σατέλη.
Ο διμοιρίτης ήτανε λοχίας στην Αλβανία. Πολέμησε ύστερα στον ΕΛΑΣ. Και πολεμούσε τώρα – κάπου δέκα χρόνια. Χωρίς έξαρση και χωρίς φρίκη για τον πόλεμο.
― Φοβάσαι τώρα, Σατέλη; είπε κάποιος μέσα στο σκοτάδι.
― Ντρέπομαι, είπε αυτός.
― Δεν αυτοκτονούν οι επαναστάτες, Σατέλη, είπε επίσημα ο Λίλης. Ούτε ντρέπονται για τις δυσκολίες.
Ο Λίλης ήταν ο πολιτικός επίτροπος του λόχου τους. Στις μάχες βρέθηκε να ’ναι στη διμοιρία τους, ξεκοπήκαν από τους άλλους – έμεινε μαζί τους. Τα λόγια του ήταν πάντα παρμένα από κομματικές αποφάσεις και μαθήματα πολυγραφημένα.
― Μα προς τι; ακούστηκε πάλι ο Σατέλης. Επανάσταση το λες ακόμα; Να μας κυνηγούνε πάνω στον πάγο; Σα λύκους;
Σώπασαν όλοι – κι ο Λίλης. Σκεφτόταν τα λόγια του – την επανάσταση, την ντροπή. Και σκεφτότανε και τους λύκους. Τις τελευταίες μέρες, καθώς αραίωσαν τα πυρά, αρχίσαν να ουρλιάζουνε γύρω τους – ακόμα ένας θάνατος.
― Να πάμε εμείς να τους βρούμε, είπε ο Στρίμος. Ελπίδα δεν έχει, δεν έχει επίτροπε, κατάλαβέ το… Πεθαίνεις όμως ορθός… Και ζωντανός, σαν άντρας.
Ο Στρίμος δεν ήτανε κομμουνιστής, τίποτα δεν ήταν. Βρέθηκε να ’ναι μαζί τους μόνο γιατί ’ταν αντάρτες. Και δεν έφυγε όταν το μετάνιωσε – να μην πούνε πως δείλιασε.
― Εγώ δεν πάω πουθενά, είπε ο Φαρμάκης. Ούτε αυτά που λέει ο Σατέλης – παλαβομάρες δικές του. Καθίστε εδώ, να παραδοθούμε.
Ο Φαρμάκης ήθελε να παραδοθεί. Το ’θελε από καιρό, μα φοβήθηκε να το κάνει. Κρατούσε ακόμα μια ελπίδα, δε θα τους σκότωναν, τουλάχιστον αυτόν.
― Πάμε που σας λέω γω, ξανάπε ο Στρίμος. Ο Σατέλης σκοτώνεται κει μοναχός του, εσύ παραδίνεσαι…
― ευχαριστημένος κι ο επίτροπος – δεν αυτοκτονήσαμε, είπε ο Βερβέρης. Σηκώθηκε, χτυπούσε τα πόδια του κάτω, χοροπηδούσε.
― Τρελάθηκες; είπε ήσυχα ο διμοιρίτης.
― Κρυώνω, είπε αυτός. Μονάχα κρυώνω…
Ο Βερβέρης τα μοίραζε όλα: φανέλες, τα τσιγάρα, τις σφαίρες του. Τώρα είχε μείνει ο γυμνότερος απ’ όλους.
― Να μην πεθάνουμε ακόμα, παιδιά, ακούστηκε σε λίγο σέρνοντας τα λόγια του ο Βασίλης ο Μουλαράς.
Ο Βασίλης ο Μουλαράς ήταν άνθρωπος του βουνού κι από κείνα τα μέρη. Μια φορά το χρόνο μιλούσε. Γύρισαν όλοι τα μάτια τους καταπάνω του – να μπορούσαν να τον βλέπαν κείνη την ώρα.
― Την κορφή του βουνού, τους είπε, σέρνοντας πάλι κάθε του λέξη, δεν μπορεί να την έχουν πιασμένη. Πάμε από κει, να φύγουμε.
Κανένας δε μίλησε. Όλοι τους είχαν σκεφτεί γι’ αυτή την κορφή, να φύγουν και μόνο γι’ αυτή δεν είπανε τίποτα. Η διαταγή τους όταν άρχισε η επίθεση ήταν αυστηρή, να μη φύγουν, να μην αφήσουνε το βουνό, να κρατηθούν ως την τελευταία τους σφαίρα, όσο να ’ρθουν ενισχύσεις κι είχανε δώσει στις συνελεύσεις που γίνανε, το λόγο της επαναστατικής τους τιμής. Τώρα πια δεν ξέρανε τίποτα για το λόχο τους, για τις άλλες δυνάμεις, για όλον τον πόλεμο. Τα πυρά είχαν αραιώσει πάρα πολύ, φαινόντανε κάποτε να ’χουν ολότελα σταματήσει – η σιωπή του τέλους. Οι φωτοβολίδες που πέφταν είχανε μείνει ο τελευταίος τους δεσμός με τον κόσμο – μετρούσανε μ’ αυτές από νύχτα σε νύχτα πόσο κοντύτερα φτάσανε τα φυλάκια του στρατού που τους ζώναν.
― Μπροστά μας βρίσκονται ωστόσο, είπε κάποιος σε λίγο. Έχουνε φυλάκια ψηλότερα από μας.
― Δυο μάλιστα, είπε ένας άλλος.
― Έχουν είπε ο διμοιρίτης. Το ’να βρίσκεται δω, χαμηλά, πολύ κοντά μας. Το μαρκάρισα εγώ, σας περνάω από δίπλα.
Τ’ άλλο βρίσκεται ψηλότερα, στα μισά του βουνού, είπε ο Βασίλης. Είναι κανα δυο καλύβια, αυτά θα ’χουν πιάσει. Σας περνάω εγώ μέσα απ’ το δάσος.
Η διαταγή μας είναι να μείνουμε εδώ, είπε ο Λίλης.
― Ήτανε, σύντροφε επίτροπε, είπε ο διμοιρίτης.
― Οι κομμουνιστές δεν αυτοκτονούν, σύντροφε επίτροπε, είπε ένας άλλος. Εσύ δεν το ’πες;
― Μα πού θέλετε να πάτε; ξανάπε ο Λίλης.
Σωπάσαν. Στ’ αλήθεια, δεν ξέραν που θέλουν να πάνε.
― Καλά, είπε σε λίγο ο Φαρμάκης, το περάσαμε αυτό το φυλάκιο το κάτω. Και περάσαμε, ας πούμε και τ’ άλλο. Ύστερα;
― Ύστερα, είπε ο Βασίλης, ξέρω το μονοπάτι του γκρεμού, που περνάει στην κορφή. Δεν το ’χουν ακόμα πιασμένο, δε γίνεται να το πιάσαν. Μήτε το ξέρουν. Και να το ξέρανε, δεν προφταίνανε να το πιάσουν – κι είναι και αυτός ο καιρός…
― Σα να λέμε, δηλαδή, να φύγουμε πια, είπε ο Λίλης. Πώς το μπορείτε;
― Πόσος δρόμος είναι ως εκεί; ρώτησε ο διμοιρίτης σα να μην τον άκουσε.
― Ως τον γκρεμό;
― Ναι, ως τον γκρεμό.
― Από τώρα ως το βράδυ, χωρίς στάση.
― Κι από κει στην κορφή; ρώτησε κάποιος.
― Η κορφή είναι στην άλλη άκρη απ’ το πέρασμα του γκρεμού. Φτάσαμε στο γκρεμό, φτάσαμε πια στην κορφή, τους εξήγησε ο Βασίλης.
― Δηλαδή, σα να λέμε, δώδεκα δεκατέσσερις ώρες…
― Τόσο.
― Καλά… Πες εσύ τις κάναμε αυτές τις δεκατέσσερις ώρες. Και τα περάσαμε τα φυλάκια. Και πες πως βγήκαμε στην κορφή. Ύστερα;
― Ύστερα πέφτουμε πίσω…
― Και πίσω; Τι λες εσύ; δεν το ’χουν πιάσει;
― Απ’ την άλλη πλευρά του βουνού; Δεν πιστεύω να πρόφτασαν. Είναι μεγάλα τα δάση, τι να φυλάξουν; Δεν μπορεί να τα πιάσαν ακόμα, μήτε πιάνονται αυτά, τέτοια δάση, τα περάσματα θα ’χουνε πιάσει.
― Και λοιπόν, τα μεγάλα δάση, είπε κάποιος. Δηλαδή πάλι κλεισμένοι.
― Όχι, είπε ο Βασίλης. Από κει περνούμε στον Πίνδο. Γλιτώσαμε.
― Γλιτώσαμε, είπε ο Φαρμάκης. Και ποιος σου λέει πως δεν τον πήρανε και τον Πίνδο;
― Όχι, όχι, είπε ο Λίλης. Οι δικοί μας είναι κει. Τον κρατάνε τον Πίνδο.
― Τότε τι μας λες εσύ να κάτσουμε δω; ρώτησε κάποιος.
― Να κρατήσουμε και μεις εδώ. Αυτό.
― Και γω σου λέω πως τον πήρανε και τον Πίνδο, μουρμούρισε κάποιος. Άκουσέ την αυτή την ησυχία τριγύρω μας… Τέλειωσε ο πόλεμος. Μονάχα εμείς απομείναμε…
― Δεν ξέρω, μπορεί κι αυτό, είπε ο Βασίλης. Μ’ αν την περάσουμε μεις αυτή την κορφή και πέσουμε πίσω στα δάση, ύστερα, αν τέλειωσαν όλα, σκορπίζουμε… Είναι και τα χωριά… Τι να σας πω;..
― Και πώς μπορούμε εμείς να την περάσουμε τέτοια κορφή; Με τέτοιο κρύο; Μ’ αυτά τα πόδια; έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο Φαρμάκης. Όχι, δεν το μπορούμε…
― Όσο μπορούμε, όσοι μπορούμε, είπε ο Στρίμος και σηκώθηκε. Τι τα ψιλολογάτε δω πέρα;
― Τι έχουμε να χάσουμε; είπε ο Βερβέρης και σηκώθηκε κι αυτός. Αν περάσουμε, αν ζήσουμε, πάμε στον Πίνδο, τους βρίσκουμε…
― Και μας περνάνε στρατοδικείο, είπε κάποιος.
― Μονάχα εμένα. Εγώ την έδωσα τη διαταγή, είπε ο διμοιρίτης και σηκώθηκε. Ξεκινάμε.
Σηκώθηκαν όλοι, κι ο Φαρμάκης. Κι ο Λίλης σηκώθηκε, δεν είπε τίποτα, δεν έκανε τίποτα. Φορτωθήκαν τα όπλα τους, τους άδειους γυλιούς, τα λίγα τρόφιμα που τους έμειναν, συμμάζεψαν πάνω στο σώμα τους τα κουρέλια τους, χτυπούσαν στο χώμα τα πόδια τους, αραίωσαν. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους μέσα στο σκοτάδι.
Ο Βασίλης μπροστά τους οδηγούσε μέσ’ απ’ το δάσος. Άφησε το μονοπάτι, έκοψε ψηλότερα, έπιασε τον ανήφορο, ευθεία. Κάθε λίγο σταματούσε, κοίταζε γύρω, σα να ’βλεπε μες στο σκοτάδι, έσκυβε κάτω, σα να μυριζόταν τον τόπο – σταματούσανε όλοι. Κινούσε πάλι – κινούσανε πίσω του. Μέσ’ από τα τρύπια ποδήματα που φορούσαν, άλλοι κουρέλια δεμένα με σπάγκους, τα δάχτυλα των ποδιών τους ξυλιάζανε. Ο αγέρας περνούσε μέσ’ απ’ τις τριμμένες τους χλαίνες. Ένας ξεπάγιασε. Σταθήκανε λίγο μπροστά του, του κλείσαν τα μάτια, ύστερα πήρανε το γυλιό του, ξεκίνησαν πάλι. Πάνω απ’ τα δέντρα ξημέρωνε ένα φως σκοτωμένο.
Ο Βασίλης σταμάτησε, στάθηκαν όλοι, μαζεύτηκαν γύρω του.
― Το φυλάκιο, τους είπε, τ’ αφήσαμε δεξιά. Πάει αυτό…
― Δρόμο τώρα για τ’ άλλο, είπε ο διμοιρίτης.
― Και πότε λες να το φτάσουμε; ρώτησε κάποιος.
― Τα βλέπετε; Τώρα βιάζεστε κιόλας, είπε κάποιος και γέλασαν λίγο.
― Μιλάτε σιγά, είπε ο διμοιρίτης. Ή καλύτερα μη μιλάτε ακόμα…
Ξεκινήσανε πάλι, περπατούσαν αμίλητοι. Όλο το πρωί. Πριν από το μεσημέρι φτάσανε στην άκρα του δάσους. Στάθηκαν εκεί, φάγαν όρθιοι λίγο ψωμί, ξεκίνησαν πάλι. Είχανε τώρα μια πλαγιά ν’ ανεβούνε, γυμνή κι απότομη, πνιγμένη στο χιόνι – κι έπεφτε ακόμα, εκείνο το χιόνι το πυκνό, το παχύ, που πέφτει βουβά. Πηγαίνανε με τα χέρια και με τα πόδια. Κάθε βήμα γινόταν βαρύτερο, δυσκολότερο. Κάθε λίγο σταματούσαν, βοηθούσανε, τραβούσανε κάποιον.
― Αχ, ας μείνουμε λίγο, είπε η Κατίνα.
Ήταν η τελευταία γυναίκα της διμοιρίας τους π’ απόμεινε ζωντανή. Βραδυπορούσανε στην ουρά της φάλαγγας με το Σατέλη – πάντα με το Σατέλη. Παλιότερα τους είχανε κατηγορήσει στη συνέλευση του λόχου – ερωτοτροπίες και μικροαστικά υπολείμματα. Τώρα της πήρανε το γυλιό, κάποιος άλλος φορτώθηκε την κουβέρτα της.
Δω μου το όπλο σου, της είπε ο Σατέλης. Εδώ, στον ανήφορο λίγο.
Στάθηκαν. Σήκωσε τα δυο της τα χέρια και του τράβηξε τη μάλλινη κουκούλα, που του σκέπαζε όλο το πρόσωπο, αργά και την ίσιαζε. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο. Του ’δωσε το ντουφέκι της. Πιάστηκαν από το χέρι και κίνησαν να φτάσουν τη φάλαγγα.
Δε χρειάστηκε να το κουβαλάει πολύ. Σε λίγο στάθηκε, ακουμπώντας την πλάτη του σ’ ένα βράχο. Ύστερα κάθισε κάτω με την πλάτη, το κεφάλι του ακουμπισμένο στο βράχο. Η Κατίνα έβαλε τις φωνές, σταμάτησαν όλοι.
― Σήκω απάνω, θα ξεπαγιάσεις, πρόσταξε ο διμοιρίτης.
Ο Σατέλης χαμογελούσε.
― Έχω μια ζέστη, είπε. Είναι καλά…
Ο Βασίλης ο Μουλαράς, έτρεξε κοντά του. Τον άρπαξε από τα χέρια, τον τίναξε.
― Φτάνουμε στο φυλάκιο… Στο φυλάκιο.. Κώστα…
Ο Σατέλης τον κοιτούσε, δεν σηκωνόταν. Χαμογελούσε πάντα, είχε μια ζέστη και τα μάτια του βασιλεύανε μακριά, σα να νύσταζε. Ο Βασίλης την ήξερε αυτή τη ζέστα κι αυτή τη νύστα πριν το ξεπάγιασμα – όλοι την ξέρανε πια. Τ’ άφησε τα χέρια, του ’δωσε ένα μπάτσο, δεύτερον, μάταια. Ο Σατέλης έγειρε δίπλα. Τον άρπαξε τότε στην αγκαλιά του, κόλλησε τα χείλη του στο στόμα του. Τα χέρια του Σατέλη κρεμαστήκανε κάτω. Τον ακούμπησε στο χώμα σιγά, σα να τον ξάπλωνε, του ’κλεισε τα μάτια, το δικό του το πρόσωπο ήταν λουσμένο στα δάκρυα –τραβήχτηκε παραπέρα να μη τον βλέπουν. Η κραυγή της Κατίνας ξέσκισε την ερημιά του τόπου. Στάθηκαν όλοι, κάπως περισσότερο, μπροστά σ’ αυτόν το Σατέλη το φοιτητή, με τα βιβλία και τα ποιήματα, την επανάσταση, την Κατίνα και τα μικροαστικά υπολείμματα – τον κοιτούσαν που τον σκέπαζε το χιόνι, κάτω από κείνο τον ολόγυμνο βράχο. Ύστερα, κάποιος έσκυψε, τον γύρισε, του ’βγαλε το πουλόβερ – το δώσανε στο Βερβέρη, το φόρεσε. Ψάξανε στις τσέπες του – τα δώσαν όλα σ’ αυτήν. Κάποιος του ’βγαλε και την κουκούλα, της τη δώσαν αυτηνής, τη φόρεσε με το ζόρι. Πήραν από το γυλιό του το λίγο ψωμί και τις σφαίρες, ο Βασίλης μπήκε μπροστά, ο διμοιρίτης έμεινε πίσω πίσω, κινήσανε πάλι. Η Κατίνα έκλαιγε και τα δάκρυά της τρέχανε μέσα την κουκούλα του Σατέλη.
Και περπατούσανε πάλι. Όλο το μεσημέρι. Με τα χέρια και με τα πόδια σ’ αυτή την πλαγιά, ώσπου φτάσανε πάλι σε δασωμένο μέρος. Πέσανε τότε ξέπνοοι πάνω στα δέντρα, ακουμπούσανε τις πλάτες τους στους κορμούς, τους αγκάλιαζαν να σταθούν ορθοί.
― Μη στέκεστε δω, είπε ο Βασίλης. Φτάσαμε στο φυλάκιο.
― Κουράγιο, παιδιά, είπε κι ο διμοιρίτης. Να το περάσουμε γρήγορα. Αραιωθείτε. Γρήγορα. Αμίλητοι.
― Σταθείτε, είπε ο Λίλης και βγήκε μπροστά. Στάθηκε, γύρισε το κεφάλι του, τους κοίταξε όλους. Σύντροφοι… θα το χτυπήσουμε αυτό το φυλάκιο.
Ήταν έτοιμος να τους θυμίσει το λόγο της επαναστατικής τους τιμής να μην αφήσουνε το βουνό. Ήταν έτοιμος γι’ αυτή τη μάχη. Από τα μεσάνυχτα που ξεκίνησαν και δεν ξαναμίλησε, τη σχεδίαζε μέσα στο νου αυτή τη μάχη, μια νίκη, να στήσουν φυλάκιο εκεί, να σταθούν, να ξαναρχίσουν εκεί, να τον ξαναρχίσουν από κει τον πόλεμο σ’ αυτό το βουνό, με τα εφόδια που θα παίρναν, με τα σκορπισμένα τμήματα που θα μαζεύονταν, με τις ενισχύσεις που θα φτάναν σε λίγο – θα φτάναν σε λίγο. Τα δανεισμένα λόγια είχαν τελειώσει, δεν είχε καθόλου λόγια. Άνοιξε τα χέρια του σα να τους αγκάλιαζε, το πρόσωπό του ακέριο γίνηκε φως.
― Θα το χτυπήσουμε, σύντροφοι… Σύντροφοι…
Ο μικρός του στρατός στεκόταν μπροστά του, ασάλευτος, απρόθυμος. Τον είχαν κάνει τον περισσότερο δρόμο, κοντεύανε πια στην κορφή της σωτηρίας. Κανένας δε μίλησε, μένα όλοι με τα μάτια σκυμμένα. Ύστερα, σαν όλοι μαζί, τα σηκώσανε, ζητούσαν του Βασίλη τα μάτια. Σήκωσε το κεφάλι του, γύρισε, κοιτούσε το διμοιρίτη – όλα τα μάτια καρφώθηκαν απάνω του. Στεκότανε δίπλα στο Λίλη και κείνη η βαθιά χαρακιά του στα φρύδια φαινότανε ν’ αυλάκωνε όλο το μέτωπο. Η σιωπή φαινότανε να ’πηξε, σα να πάγωσε γύρω τους.
― Ξεκινάμε, είπε ο διμοιρίτης σε λίγο.
― Το φυλάκιο, είπε ο Λίλης. Και θα το πάρουμε… Έκανε ένα βήμα μπρος.
Ο διμοιρίτης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Γρήγορα, δυνατά, ζυγιασμένα, τον χτύπησε πίσω στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού του. Ο Λίλης έγειρε μπρος, δεύτερο χτύπημα κι έπεσε.
― Εμπρός… Στη γραμμή… Προχωρείτε, είπε ο διμοιρίτης.
Η ομάδα στεκόταν ακόμα, ασάλευτη σα μαζωμένη, με τον επίτροπο μπροστά στα πόδια της. Ο Βασίλης κίνησε πρώτος, μπήκε μπροστά, οι άλλοι πήγανε πίσω του, ο διμοιρίτης έμεινε τελευταίος. Ο Βερβέρης πήγε, στάθηκε δίπλα του. Κοιταχτήκανε στα μάτια.
― Πες πως το ’κανα γω, είπε ο Βερβέρης – αυτός που τα ’δινε όλα.
Ο διμοιρίτης άπλωσε το χέρι του στον ώμο του, πήγαν έτσι κοντά στους άλλους.
Ξεκίνησαν. Περπατούσανε τώρα με το κεφάλι σκυμμένο – ο νεκρός επίτροπος βάραινε πάνω στις πλάτες τους. Μέσα στο μέρος το δασωμένο, που βρίσκονταν ακόμα, ήτανε λίγο καλύτερα – δεν είχαν εκείνο το χιόνι που τους κουκούλωνε και τους έπνιγε. Σε λίγο περνούσαν ψηλότερα απ’ το φυλάκιο, έξω απ’ τον κλοιό του στρατού. Το κρύο δυνάμωνε. Σηκώσανε τα κεφάλια τους, πετάξανε τους νεκρούς που τους βάραιναν, να λευτερώσουν τις πλάτες τους, να γρηγορέψουνε το περπάτημα, να φτάσουν.
― Ως το βράδυ θα πεθάνω κι εγώ, είπε η Κατίνα και στάθηκε.
Σταθήκανε, την αρπάξανε, την τράβηξαν, ξεκίνησαν πάλι. Κάθε λίγο έπρεπε τώρα να σταματούνε, να μαζεύουν τη μικρή τους φάλαγγα που ’σπαζε, να χαστουκίζουν, να σηκώνουν κάποιον που καθότανε κάτω. Όλο τ’ απόγεμα. Κατά την ώρα που πήρε και βράδιαζε, τα δέντρα αρχίσαν κι αραίωναν.
― Παιδιά, βγήκαμε πάνω… Μπαίνουμε τώρα στο μονοπάτι, ακούσανε μπρος τη φωνή του Βασίλη.
Περπατήσανε λίγο, βγήκαν από τα δέντρα, να το δούνε το μονοπάτι. Κανένα μονοπάτι δεν ήτανε, καμιά κορφή της σωτηρίας. Δε χιόνιζε εκεί. Ένας τόπος ολόγυμνος απλωνόταν μπροστά τους, ίσιος πέρα για πέρα και λυσσασμένος αγέρας τον έδερνε, σήκωνε σκόνη το χιόνι και το ’παιζε. Το σύνορό του απ’ την άλλη μεριά χανόταν, δε βλέπανε σύνορο, δε φαινότανε κανένα σύνορο σ’ αυτόν τον τόπο, τίποτα δε φαινότανε, ένα χάος μονάχα μπροστά τους και το χιόνι που σήκωνε ο αγέρας και το ’παιζε. Το τρόμαξαν όλοι αυτό το τίποτα π’ απλωνότανε μπρος τους, κάνανε πίσω, να ξαναμπούνε στα δέντρα.
― Προχωρείτε, ακούστηκε πίσω ο διμοιρίτης μ’ όση φωνή του ’χε μείνει.
Προχώρησαν. Το δάσος χάθηκε πίσω τους, ξαφνικά, σα να ρουφήχτηκε. Τους τύλιξε η καταχνιά. Βρίσκονταν τώρα πάνω σε κείνη την άπλα, πίσω και μπρος τους δεν ήτανε τίποτα και κάθε βήμα που κάναν όλο και βούλιαζαν μέσα στο χάος της. Ξεχυθήκανε μπρος, σαν ένα κοπάδι λαχταρισμένα ζώα. Σέρνονταν όλοι, σέρνοντας ο ένας τον άλλον. Δεν πηγαίνανε πια πουθενά. Ο κόσμος, επανάσταση, διαταγές, πόλεμος, ο στρατός, τα φυλάκια, κορφή, σωτηρία, όλα όλα είχαν τελειώσει στην άκρη εκείνου του δάσους που βούλιαζε. Ουρλιάζοντας πίσω τους, ένας άσπρος θάνατος τους κυνήγαγε…
― Εγώ θα πεθάνω ως το βράδυ, είπε ο επιλοχίας, ο Κύρκας. Έκαμε λίγο να σηκωθεί, κοίταξε γύρω του με τα σβησμένα του μάτια κι έπεσε πάλι.
Ο Κύρκας ήτανε μόνιμος στο στρατό. Και τον αγαπούσε – όλα του τ’ αγαπούσε, την πειθαρχία, την τάξη, τον κανονισμό, τις γυαλισμένες αρβύλες, τα στρατιωτάκια, τους λοχαγούς, την αναφορά το πρωί. Και τώρα πως θα πεθάνει ως το βράδυ, για την τάξη τους το είπε, σα να ’δινε την αναφορά του.
― Όλοι θα ψοφήσουμε δω… Απόψε κι εμείς, είπε ο λοχίας, ο Δημάκης.
Κι ο Δημάκης μόνιμος ήταν. Λωποδύτης, αγαπητικός, τύραννος στο στρατώνα, είχε τώρα δυο παράσημα στον εμφύλιο πόλεμο, και τα δυο προκινδυνεύοντας για τους άντρες της διμοιρίας τους. Πήγε κοντά στον Κύρκα, γονάτισε δίπλα του. Ήτανε πάλι μούσκεμα στον ιδρώτα, κάτω απ’ τις κουβέρτες του έτρεμε ολόκληρος. Του σκούπισε το μέτωπο με την πετσέτα που ’ταν πεταγμένη δίπλα, του ίσιαξε τις κουβέρτες, έσκυψε πάνω του.
― Θέλεις τίποτα; Επιλοχία…
Ο Κύρκας δεν αποκρίθηκε. Έπεφτε πάλι σε βύθος. Ο Δημάκης σηκώθηκε, κοίταξε γύρω τους στρατιώτες μέσα στη σκηνή.
― Τέλειωσε το κονιάκ; ρώτησε κάποιος.
Το κονιάκ το ’χανε τελειώσει με τη διανομή της περασμένης μέρας. Ο Δημάκης έσκυψε, πήρε το δικό του παγούρι, πήγε πάλι κοντά στον Κύρκα, τ’ αναποδογύρισε στο στόμα του.
Σηκώθηκε, τους κοίταξε πάλι, τίναξε το παγούρι του ανάποδα, το πέταξε στην άκρη.
― Μην τον αφήνετε μόνο του, τους είπε βγαίνοντας.
― Πάει ο Κύρκας… Ο καλός ο Κύρκας, μουρμούρισε ένας και κουλουριάστηκε στις κουβέρτες του.
Ο Δημάκης μπήκε στην άλλη σκηνή. Ήτανε και κει μερικοί και τουρτούριζαν.
― Τι δε δοκιμάζεις πάλι, μωρέ Γιαννούλη, είπε κάποιος.
― Τι να δοκιμάσω, μωρέ; Δεν έχω ασύρματο. Από χτες ακόμα. Πάρτε το απόφαση.
Ο ασυρματιστής Γιαννούλης είχε περάσει τον εμφύλιο πόλεμο σε ζεστούς καταυλισμούς, κοντά σ’ εφοδιασμούς και σε διοικήσεις. Το ’χε σίγουρο πως θα πήγαινε έτσι ίσαμε το τέλος. Η απίστευτη περιπέτεια να βρίσκεται τώρα δω πάνω, τον τρέλαινε, χειρότερα απ’ το κρύο.
― Δε γίνεται τίποτα; τον ρώτησε κι ο Δημάκης.
― Δε γίνεται τίποτα, λοχία, είπε ο Γιαννούλης. Έπρεπε να μ’ αφήνατε χτες να κατέβω. Τώρα κλειστήκαμε δω…
― Ρίξε μια φωτοβολίδα, είπε ένας στρατιώτης.
― Απαγορεύεται φωτοβολίδες, είπε ο Δημάκης.
― Θα πεθάνουμε, λοιπόν…
Ήταν η Τρίτη μέρα που το μικρό τμήμα του κυβερνητικού στρατού βρισκότανε πάνω σε κείνο το πέρασμα της κορφής. Δυο στοιχεία πολυβόλου , δυο στοιχεία πεζικού, ένας ασύρματος.
Ο λοχαγός τους ήτανε κι αυτός από κείνα τα μέρη, όπως ο Βασίλης ο Μουλαράς – και τα ’ξερε, το ’ξερε κι αυτός πως έχει ένα τέτοιο μονοπάτι στην κορφή του βουνού, πάνω στο γκρεμό ― το ’χε ακούσει μικρός μέσα σε παλιές ιστορίες για καραβάνια, αγωγιάτες, κλέφτες και δράκους. Έψαξε, το βρήκε πάνω στο χάρτη, το σημείωσε καλά, πήρε το χάρτη, σηκώθηκε και πήγε στη διοίκηση του τάγματος – να το πιάσουν αυτό το πέρασμα, πριν ακόμα τελειώσουν οι μάχες στα χαμηλώματα του βουνού.
― Μόνο από κει μπορούνε να πάνε…
Ο λοχαγός ήτανε νέος. Και μισούσε τους κομμουνιστές – δικό του μίσος. Έφεδρος, πρώτη φορά πολεμούσε – και πολεμούσε σαν όλος ο πόλεμος να κρινόταν απ’ αυτόν, από το δικό του το μίσος.
― Και δεν πάνε; είπε ήσυχα ο ταγματάρχης κι ούτε κοίταξε το χάρτη που του ’δειχνε. Πού θα πάνε; Θα πεθάνουν από το κρύο.
Ο ταγματάρχης ήτανε μόνιμος. Γερασμένος μέσα στους πολλούς πολέμους της γενιάς του, δεν τους έβρισκε καμιά νοστιμιά – νικητές, νικημένοι, οι νεκροί που πεθαίνουν, οι ζωντανοί που ξεχνάνε και πάλι τα ίδια. Ετούτος ήταν ο τελευταίος του πόλεμος πριν από τη σύνταξη.
― Το κρύο, μάλιστα, είπε κι ο λοχαγός. Μα δεν είναι βέβαιο πως θα ψοφήσουν όλοι τους απ’ το κρύο…
― Κι οι δικοί σου που θέλεις να στείλεις; Δεν παγώνουν αυτοί;
Ο λοχαγός τράβηξε λίγο τις πλάτες… σωστό κι αυτό, μα τη θέση.
― Θα βαστάξουν, είπε. Σήμερα, αύριο, μια δυο μέρες, όσο που να πάμε και μεις – θα βαστάξουν.
― Λογάριασε τις διπλές, τις τριπλές, είπε ο ταγματάρχης. Πάντα τις διπλές λογάριαζε…
Ο λοχαγός – πάλι τις πλάτες – κι αυτό σωστό, μα τη θέση.
― Θα διαλέξω καλούς, ψωμωμένους, είπε. Και τον ξέρετε, τον επιλοχία τον Κύρκα.
― Πάλι τον Κύρκα, μωρέ παιδί μου;
― Δεν έχω καλύτερον.
― Καλύτερον… Αυτοί οι καλύτεροι χάνονται πάντοτε στον πόλεμο από τον καιρό του Φιλοκτήτη, σ’ όλους τους πολέμους, αυτοί, λοχαγέ… Μα δεν είναι έντιμο να τους σκοτώνουμε μεις, με τα χέρια μας… επειδής είναι καλύτεροι…
Ο λοχαγός δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός ο Φιλοκτήτης. Τράβηξε πάλι τις πλάτες του, άνοιξε λίγο τα χέρια – τη θέση.
Σωπάσαν. Ο λοχαγός στεκόταν ορθός με το χάρτη στα χέρια – ήθελε να πιάσουν αυτή τη θέση. Κι ήθελε να στείλει τον Κύρκα. Ο ταγματάρχης σήκωσε τα μάτια του, τον κοίταξε μια φορά, σαν να τον μετρούσε. Ξανάσκυψε το κεφάλι με τ’ άσπρα μαλλιά. Ο λοχαγός είχε δίκιο. Και για τη θέση και για τον Κύρκα – ξανασήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε.
― Να την πιάσεις τη θέση, είπε. Στείλε τους. Και τον Κύρκα.
― Κι έναν ασύρματο; είπε ο λοχαγός;
― Ασύρματο;
― Μάλιστα. Να μη ρίξουν από κει φωτοβολίδες.
Ο ταγματάρχης σηκώθηκε.
― Σωστά, λοχαγέ. Το Γιαννούλη θα στείλεις.
― Νομίζετε; Αυτό το μόμολο;
Ο ταγματάρχης ήξερε πως αυτός ο Γιαννούλης ήτανε σπιούνος του λοχαγού. Έριξε στο τραπέζι το μολύβι που κρατούσε στα χέρια του. Το χείλι του έτρεμε λίγο.
― Δε νομίζω τίποτα, είπε. Διαταγή του τάγματος – κι η φωνή του ήταν εχθρική, σάμπως να ’τανε να ξεπληρώσει τον Κύρκα, μ’ αυτή την πράξη δικαιοσύνης για το Γιαννούλη.
Την ίδια μέρα η μικρή δύναμη του κυβερνητικού στρατού έφυγε για την κορφή. Ο Κύρκας δε θέλησε να το πει πως ήταν άρρωστος – κρυωμένος. Ο Δημάκης το ’ξερε, πήγε πάλι μαζί του.
― Πάρτε μπόλικο κονιάκ, τους είχε πει ο λοχαγός. Για δυο μέρες, για τρεις.
Πήρανε για τέσσερις μέρες, για πέντε, όσο μπορούσαν να κουβαλήσουν. Με την ξαφνική παγωνιά τη δεύτερη μέρα το ’χαν τελειώσει.
― Και σπίρτο να πάρετε.
Και σπίρτο πήρανε, πολύ. Το ξοδέψαν για τους πρησμένους, τέλειωσε κι αυτό.
― Επιμελητεία μην περιμένεις εκεί πάνω, επιλοχία, όσο να ’ρθουμε. Πάρε φαΐ, λιπαρά, σοκολάτα.
Πήρε. Δε βοηθήσαν σε τίποτα.
― Τα σκαπανικά τα πήρες;
Όλα τα ’χε πάρει ο Κύρκας. Περάσανε μια νύχτα στο μικρό καταυλισμό στο τελευταίο φυλάκιο, ζεσταθήκανε στα καλύβια, ξεκουράστηκαν. Την άλλη μέρα έφτασε πάνω με τη μικρή του δύναμη. Έδωσε το σήμα με τον ασύρματο που λειτουργούσε ακόμα, έστησε τα πολυβόλα του ακριβώς απάνω στο πέρασμα, οργάνωσε τις θέσεις, έβγαλε σκοπιές απάνω στο πλάτωμα ως εκεί π’ αρχίζαν τα δέντρα. Τα ’κανε όλα σωστά και με τάξη, όπως είναι στον κανονισμό. Τη νύχτα ήρθε το κρύο, του τα χάλασε όλα. Οι στρατιώτες ξυλιάσανε μέσα στις σκηνές, οι μικρές φωτιές μέσα στα κράνη δε βοηθούσαν σε τίποτα, οι περιπολίες δεν ξεμύτισαν πέρα απ’ το μονοπάτι, τρεις σκοποί του πάθαν κρυοπαγήματα. Το πρωί τα όπλα, τα πολυβόλα βρεθήκαν κοκαλωμένα, τα λάδια πήξανε μέσα, ο πάγος είχε σκεπάσει τα ορύγματα. Χωρίς βλαστήμιες, χωρίς βιασύνη, επίμονα, ήμερα, χωριάτικα αυτός ξανάρχισε με ψηλό πυρετό.
― Πέτρο, είσαι άσχημα, είπε ο Δημάκης. Να σε κατεβάζαμε στο φυλάκιο;
― Κάνε τη δουλειά σου, λοχία, είπε αυτός.
Το μεσημέρι ο πυρετός του ανέβηκε στα σαράντα, στάθηκε ορθός ως το βράδυ, έστειλε μια ομάδα, φέρανε ξύλα, ανάψαν φωτιές – δε βοηθούσαν. Επιθεώρησε τις σκηνές, τις σκοπιές, τους πρησμένους, τους έδωσε όλο το σπίρτο. Μοιράσανε το τελευταίο κονιάκ, ήπιε το δικό του μονορούφι, κοιμήθηκε αμέσως, παραμιλούσε όλη τη νύχτα. Το πρωί της τρίτης μέρας έκανε να σηκωθεί, βγήκε ως τ’ άνοιγμα της σκηνής – έπεσε πια. Φώναξε το Δημάκη.
― Πάρε τη διοίκηση, Σωτήρη, μπόρεσε κι είπε. Κράτα τη θέση… Όσο να ’ρθουν… Και τα παιδιά… Σωτήρη.
Δεν ξανάνοιξε το στόμα του ως το μεσημέρι που τους είπε πως θα πέθαινε. Η μικρή μονάδα είχε ολότελα παραλύσει. Οι στρατιώτες γυρνούσανε σαν τρελοί, μπαίνανε στις σκηνές, κουκουλωνόνταν με τις κουβέρτες τους, τα κόκαλά τους αρχίζανε και πονούσαν, τότε κάνανε να βγούνε, ξεπάγιαζαν, ξαναμπαίνανε μέσα, πονούσαν πάλι τα κόκαλά τους.
Ας κάνουμε κάτι, είπε ένας στρατιώτης. Να μην πεθάνουμε έτσι.
― Τι να κάνουμε, μωρέ παιδί μου; είπε ο Δημάκης.
― Να κατεβάζαμε τουλάχιστο τον επιλοχία στο φυλάκιο. Να μη μας πεθάνει εδώ, είπε ο Σαββόπουλος.
Ο Σαββόπουλος ήτανε τεράστιος, ένας γίγαντας που ’τρεμε τώρα. Μπορούσε να το ’χει για σίγουρο – θα τον βάζανε στη μεταφορά και περνούσε στο φυλάκιο τη νύχτα.
― Θα σας μείνει στο δρόμο. Μην κάνετε τέτοια πράματα, είπε ο Κρίκελος.
Ήτανε ξερακιανός, λειψανάβατος – μπορούσε να το ’χει για σίγουρο, δεν τον βάζανε αυτόν στη μεταφορά.
Ο Δημάκης πήγε να χαμογελάσει στραβώνοντας λίγο τα χείλια.
― Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει, είπε κάποιος. Εμείς τι κάνουμε, να τη βγάλουμε αυτή τη νύχτα…
― Πάμε κάτω στο φυλάκιο, είπε κάποιος.
― Στρατοδικείο.
― Στρατοδικείο, ναι… Μα θα λυπηθούνε – δεν μπορεί.
Ήταν ένα στρατιωτάκι, ο μικρότερος απ’ όλους, ένα παιδί. Ο Δημάκης γύρισε και το κοίταξε – το λυπήθηκε πολύ.
Ο Βαλάκης ο δεκανέας βγήκε μπροστά.
― Ν’ αφήσουμε τη θέση, λοχία. Να κατεβούμε πιο κάτω, απ’ την άλλη μεριά. Το πρωί ξαναρχόμαστε.
Ο Βαλάκης ήτανε δάσκαλος. Βαρύς άνθρωπος, δύσκολος, ίσιος. Όλοι το ’χανε σκεφτεί – κανένας δεν το ’πε. Η σιωπή φαινότανε να ’πηξε, σα να πάγωσε γύρω τους.
― Θα μας μαρτυρήσει αυτός ο Γιαννούλης, είπε σε λίγο ο ανέσωτος, εκείνος ο Κρίκελος.
― Κάμε το λοχία, είπε ο Βαλάκης, σα να μην άκουσε. Τόσες ψυχές εδώ στο λαιμό σου…
Γύρισε κι έφυγε – οι άλλοι σκορπίσαν. Ο Δημάκης έμεινε κει με το κεφάλι σκυμμένο. Ύστερα τυλίχτηκε στη μαντύα του, τον είδαν που πήρε το μονοπάτι. Τράβηξε ως την άκρη – κατέβαινε. Στάθηκε κει μια στιγμή, κοίταξε γύρω του, πίσω του, σα να τον μέτραγε αυτόν τον κατήφορο – ύστερα άρχισε και κατέβαινε απ’ την άλλη μεριά του βουνού. Κατέβηκε πιο κάτω, προχώρησε ακόμα. Πάνω στην κορφή ακουγόταν ο αγέρας που ’χε αρχίσει και λύσσαζε. Εδώ ήταν ένα βαθούλωμα, ο αγέρας κοβόταν, τα βράχια από πάνω το σκέπαζαν. Γύρισε, κοίταξε όλο το μέρος – ήταν στ’ αλήθεια ημερότερο λίγο.
Ο Βαλάκης μπήκε στη σκηνή του Γιαννούλη. Ήτανε πάντα πεσμένος στην άκρη, κουκουλωμένος με τη χλαίνη και τις κουβέρτες του. Κανένας άλλος δεν ήτανε μέσα. Ο Βαλάκης πήγε κοντά του, γονάτισε δίπλα του. Ο Γιαννούλης ανασηκώθηκε λίγο, τον κοίταξε – πήγε κάτι να πει. Είδε τον άλλο που γύρισε το κεφάλι του κατά το άνοιγμα της σκηνής ένας τρόμος πέρασε μέσ’ απ’ τα μάτια του.
― Εσύ τον χάλασες τον ασύρματο; είπε ο δάσκαλος.
Δεν αρνήθηκε, δεν είπε τίποτα, είχε παραλύσει. Ο Βαλάκης έσκυψε πάνω του, άπλωσε τα χέρια του και του ’πιασε το λαιμό. Τα ’σφιξε, δυνατά, δυνατότερα. Τότε τράβηξε τις κουβέρτες, τον ξανασκέπασε και σηκώθηκε τινάζοντας τα χέρια του σα να ’τανε σκονισμένα. Έξω ακουγόταν η σφυρίχτρα του Δημάκη – οι στρατιώτες μαζευόντανε γύρω του. Πήγε κι αυτός. Ο Δημάκης ξανασφύριξε δυνατότερα, μαζεύτηκαν όλοι.
― Μαζεύτε τις σκηνές, τους είπε. Και τα πράματά σας…
Οι στρατιώτες τον κοίταζαν, κοιταζόντανε.
― Τις σκηνές σας, είπα, μαζεύτε τις. Μαρς.
Σκορπίσανε γύρω, ξηλώνανε τις σκηνές, τις διπλώναν, μαζεύαν τα όπλα τους, τους γυλιούς, τις κουβέρτες. Από τη σκηνή του Γιαννούλη τρέξανε κι είπαν, τον βρήκανε μέσα ξεπαγιασμένον.
― Αφήστε τον εκεί, είπε ο Δημάκης. Το πρωί τον θάβουμε.
― Τα πολυβόλα;
― Το πρωί.
Ετοιμαστήκανε. Ο Δημάκης μπήκε μπροστά, περάσαν το πέρασμα, κατεβήκαν όλοι, προχωρήσαν από την άλλη μεριά του βουνού, φτάσανε σ’ αυτό το βαθούλωμα. Στήσαν εκεί μια σκηνή, στρώσανε κάτω τις άλλες. Ο Σαββόπουλος κι άλλοι δυο κουβαλήσαν τον Κύρκα, τον απιθώσανε κοντά στο βράχο, τον σκεπάσανε καλά, βοηθήσανε και τους άλλους τρεις με τα πρησμένα πόδια να κατεβούνε. Μαζευτήκαν όλοι μέσα στη σκηνή ― ήτανε λίγο καλύτερα. Βράδιαζε έξω, μέσα σκοτείνιαζε. Ο Δημάκης πήγε και κάθισε δίπλα στον Κύρκα.
― Και το ξέρετε, είπε, εγώ τώρα πάω επί εγκαταλείψει…
― Όλοι θα πάμε, είπε ο Σαββόπουλος. Μη φοβάσαι, λοχία. Άντρες είμαστε…
― Τρίχες, Σαββόπουλε, είπε ο Δημάκης.
― Κανένας δεν πάει στρατοδικείο, είπε ο Κρίκελος, ο ξερακιανός. Ο Κύρκας έδωσε τη διαταγή. Τον άκουσα εγώ με τ’ αυτιά μου…
― Ψέματα, ρουφιάνε, Κρίκελε, είπε ο Δημάκης. Μην τον βάνεις τον Κύρκα στο δικό σου το στόμα…
― Μα γιατί, είπε ο μικρός. Ο Γιαννούλης που θα μαρτυρούσε…
Δεν ξαναμίλησαν. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους, μαζεύτηκαν όλοι, κολλήσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, κουκουλωθήκανε με τις κουβέρτες τους. Σκοτείνιασε ολότελα μέσα. Μερικοί βγήκαν έξω, πολεμούσαν ν’ ανάψουν φωτιά – χαμένος κόπος και τα παράτησαν, ξαναγυρίσανε μέσα με δόντια που χτύπαγαν, γόνατα που πονούσαν, ξαναπέσανε δίπλα στους άλλους. Ο Κύρκας κάθε λίγο παραμιλούσε – το Δημάκη φώναζε. Οι άλλοι τρεις με τα κρυοπαγήματα βογκούσαν. Όλοι νιώθανε τους αρμούς του κορμιού τους, ξεκλειδωνόντανε και πονούσαν. Δε σαλεύανε πια. Λίγο αργότερα, την ίδια ώρα που οι αντάρτες χαροπαλεύανε πάνω σε κείνο το πλάτωμα, ήτανε κι αυτοί πέρα για πέρα ανίκανοι ν’ αντισταθούν στο ξεπάγιασμα, να το πολεμήσουν. Η θανάσιμη νύστα του είχε αρχίσει και τους κυρίευε.
Οι αντάρτες περάσανε τ’ άσπρο πλάτωμα. Σε λίγο νιώσανε τα πόδια τους να κατηφορίζουν. Ήτανε το πέρασμα, το μονοπάτι του γκρεμού. Περάσαν μπροστά στ’ αφημένα πολυβόλα –δεν τα ’δανε. Μ’ όση ζωή τους απόμεινε αφεθήκαν και ροβολούσαν, κατρακυλώντας από την άλλη μεριά του βουνού, κυνηγημένοι ακόμα από κείνο το φόβο του χάους. Κατεβαίναν όπως τους πήγαινε αυτός ο κατήφορος. Η σκηνή των στρατιωτών βρισκόταν πιο κάτω, μέσα στο γούβωμα –δεν την είδαν, δεν βλέπανε πια. Όταν φτάσανε μπρος της, τότε σταμάτησαν. Πέσανε πάνω της, πασπατεύοντας βρήκανε τ’ άνοιγμα, μπήκανε μέσα.
Για μια στιγμή οι στρατιώτες σα να ξυπνούσανε, κάνανε κάπως να σηκωθούνε. Οι άλλοι στέκαν ασάλευτοι, δε λέγαν, δεν κάνανε τίποτα, δεν προστάξανε τίποτα. Τότε το ’νιωσαν πως ήταν αντάρτες, δεν ήταν ο λόχος τους που τρομάξαν. Μια φωνή πνιγμένη, σαν μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνον και ξαναπέσαν εκεί που βρισκόνταν.
― Μη βαράτε εσείς, μπόρεσε κι είπε ο Βαλάκης.
Για μια στιγμή οι αντάρτες, σα να ξυπνούσανε τώρα, να βγαίναν από το χάος, πήγαν να κάνουνε πίσω. Οι άλλοι δεν είχαν σαλέψει να τους δεχτούνε, να τους χτυπήσουν – τότε ξέρανε πως δεν είχαν πέσει σε δικά τους τμήματα, που τρομάξαν. Άλλη μια φωνή πνιγμένη, πάλι σα μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο.
― Αντάρτες είμαστε… Μη βαράτε, μπόρεσε κι είπε ο Βασίλης.
Ύστερα όλοι μαζί πέσανε δίπλα στους στρατιώτες. Δε βλέπανε τίποτα, δεν κάνανε τίποτα, κανένας δεν είπε τίποτα. Ακουγότανε μόνο το βόγκημα αυτών που πονούσαν, όλοι πονούσαν, όλοι βογκούσαν. Ο αγέρας λύσσαζε στην κορφή. Το κρύο δυνάμωνε.
Σε λίγο αρχίσαν και σάλευαν, κάποιοι ζωντάνευαν – όλοι ζωντάνευαν λίγο. Στριμωχνόταν ο ένας κοντά στον άλλον που ’τανε δίπλα του να χωρέσουν – δε βλέπαν, δεν ξέραν ποιος ήταν, στρατιώτης ή αντάρτης. Πέφτανε πλάτη με πλάτη, αγκαλιάζονταν, μπλέκαν τα σκέλια τους, να ζεσταθούνε κοντά του. Ο Βασίλης σκούντησε αυτόν που ’τανε δίπλα του. Δε σάλεψε, έμεινε όπως ήταν, μπρούμυτα πεσμένος. Άπλωσε το χέρι του, το ’νιωσε από τη χλαίνη του πως ήταν στρατιώτης, τον έπιασε από το σβέρκο, τον έσφιγγε όσο μπορούσε, ζεσταινόταν κι αυτός με το σφίξιμο. Ο στρατιώτης σάλεψε λίγο, γύρισε απ’ το πλευρό, άνοιξε την κουβέρτα του, τον πήρε μέσα. Ο μικρός ήταν. Κουκουλωθήκαν μαζί, έγινε λίγο ζεστότερα.
― Μην κοιμάσαι, του ’πε ο Βασίλης.
― Μην κοιμηθείς, είπε κι ο μικρός.
Η Κατίνα κρύωνε ακόμα πολύ. Είχε πέσει κοντά στον Κύρκα. Από το άλλο του πλευρό ήτανε πεσμένος ο Δημάκης. Αυτή έτρεμε ακόμα, έτρεμε ολόκληρη. Τραβήχτηκε κοντά στον Κύρκα, πολύ κοντά του. Ο ψηλός πυρετός του αναδινότανε γύρω του, τον ένιωθε. Παραμιλούσε ακόμα – πάντα με το Δημάκη. Άπλωσε τα χέρια της στα σκοτεινά και του σκούπισε το μέτωπο, μουσκεμένο στον ίδρωτα. Άφησε κει την παγωμένη παλάμη της και το δρόσιζε, το χέρι της ζεσταινόταν. Το ξαναπήρε, το ’βαλε πάλι και πάλι. Το παραμίλημα σε λίγο σταμάτησε. Η ανάσα του ακουγότανε μέσα, ξεχώριζε, βαριά, κομμένη, δυσκολεμένη. Ύστερα ακούστηκε η φωνή της Κατίνας – σαν εκείνη μες στο δάσος.
― Κύρκα μου, ακούστηκε από δίπλα κι η φωνή του Δημάκη.
Το κρύο δυνάμωσε μονομιάς. Από κείνη τη γωνιά που κείτεται ο Κύρκας ανεβαίνει κι απλώνεται, περνάει τις κουβέρτες, τις χλαίνες και μπαίνει μέσα στα κόκαλα. Σφίγγονται όλοι κοντά στους άλλους, κοντύτερα, να ζεσταθούνε, να τ’ αποδιώξουν. Δε λένε τίποτα, σφίγγονται μόνο κοντά στον άλλον, να ζεσταθούνε, να τον ζεστάνουν, τα χέρια κάποτε τρομαγμένα τον πασπατεύουν – είναι ζεστός ακόμα, αυτός ο δικός τους.
Κοντεύουνε τα μεσάνυχτα.
Το κορμί τους ζεστάθηκε λίγο μ’ αυτό τ’ αγκάλιασμα – αρχίζει τότε κι ο νους και ξυπνάει. Ξυπνάει λίγο – φοβούνται αμέσως.
Οι αντάρτες θέλουνε τότε να σηκωθούνε να φύγουν, να τραβήξουνε το δρόμο τους μέσα στο δάσος, να μην είναι δω το πρωί με το φως. Οι στρατιώτες ζεσταθήκανε λίγο, θέλουνε τώρα να φύγουν, να ξαναγυρίσουν στ’ αφημένα πολυβόλα, να την πάρουν από δω τη σκηνή, να μη μείνει τίποτα το πρωί απ’ αυτή τη νύχτα της προδοσίας. Σαλεύουν όλοι, ανασηκώνονται λίγο, να το ξεφύγουν αυτό τ’ αγκάλιασμα, να τελειώσουν. Έτσι που πέσαν ανάκατοι δεν ξέρουνε τους δικούς τους πού βρίσκονται, είναι επικίνδυνο ν’ αρχίσουν τώρα να τους φωνάζουν. Η τάξη χάλασε μέσα, ξεσκεπάστηκαν, κρυώνουνε πάλι. Φοβούνται και σφίγγονται πάλι δίπλα στον άλλον. Λουφάζουν. Το πρωί θα βρεθούν εκεί, θα βρεθούν έτσι. Οι στρατιώτες θα ξαναγίνουν στρατιώτες, αυτοί οι αντάρτες θα γίνουν αντάρτες. Ο λόχος, το πέρασμα, τα πολυβόλα, τα τμήματα, ο σκοτωμένος επίτροπος – τα φοβούνται. Οι περισσότεροι και πιο δυνατοί θα τους σκοτώσουνε το πρωί τους άλλους, τους λιγότερους και λιγότερο δυνατούς – τον φοβούνται αυτόν που βρίσκεται δίπλα τους. Τα χέρια σαλεύουνε μέσα στο σκοτάδι, ψάχνουν τα όπλα τους, να ζεστάνουνε τη σκανδάλη τους, να ξεπαγώσουνε τις θαλάμες με τα χέρια τους που ζεσταθήκανε λίγο, τα πασπατεύουν, τα σιγουρεύουνε δίπλα τους. Ακούγονται που τα σέρνουν κοντά τους – ένα χτύπημα σε κουμπιά, σε ζωστήρα, ένα κρακ μιας ασφάλειας – κάποιος την άνοιξε. Το κορμί κρυώνει ξανά, οι αρμοί τους αρχίζουν ξανά να πονούνε, στην κορφή ακούγεται εκείνος ο αγέρας, από τη γωνιά που κείτεται ο Κύρκας ανεβαίνει εκείνο το κρύο και μπαίνει στα κόκαλα. Και τότε πάλι φοβούνται και σφίγγονται πάλι κοντά στον άλλον που βρίσκεται δίπλα τους. Μικρές γροθιές ακούγονται βιαστικές σε μια πλάτη, μια κουβέρτα που τραβιέται, ένα χέρι που τρίβεται κάπου, ένα βόγκημα – η ένοχη φωνή σέρνεται πάλι μες στη σκηνή, χαμηλή, μητρική:
― Μην κοιμάσαι…
Το πρωί ο καιρός μαλάκωσε κάπως, ο αγέρας έπεσε, χιόνιζε πάλι. Μόλις είχε ξημερώσει όταν από το προχωρημένο φυλάκιο δώσαν στη διοίκηση του λόχου ένα σήμα με τον ασύρματο: Στην κορυφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. Κοντά στο φυλάκιο βρήκαν παγωμένον έναν αξιωματικό των ανταρτών, προφανώς επίτροπος, σκοτωμένος από τους δικούς του και περιμένουν διαταγές. Ο λοχαγός έριξε στην πλάτη τη χλαίνη του κι έτρεξε στη διοίκηση του τάγματος με το πολύτιμο σήμα.
Ο ταγματάρχης το πήρε, το διάβασε, του το ’δωσε πίσω. Σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε – λαμποκοπούσε ακέριος.
― Είχαμε δίκιο, είπε αυτός, χαρίζοντάς του το μισό του θρίαμβο, που την πιάσαμε αυτή τη θέση.
― Ναι, είπε ήσυχα ο ταγματάρχης. Δεν παγώσανε, λοιπόν. Σκοτωθήκαν εκεί πάνω. Είχες δίκιο λοχαγέ… Μονάχα εσύ… Εσύ – κι αυτός ο επίτροπος βέβαια που τον σκότωσαν οι δικοί του… Πάρε τσάι… Όσο να μάθουμε τι απόγινε εκεί.
― Θα μετακινήσω αμέσως το φυλάκιο στην κορφή, είπε ο λοχαγός, γεμίζοντας ένα τάσι.
― Φυσικά… Ο πόλεμος συνεχίζεται…



Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *