Σ’ αυτό το άρθρο, συγκέντρωσα διάφορα αγαπημένα τραγούδια, που όμως τα συντρόφευε και μια ιστορία, άλλοτε παράξενη, άλλοτε όμορφη, άλλοτε συγκινητική, άλλοτε φρικτή κι άλλοτε ήταν ιστορία από μόνο του το ίδιο για κάποιον ή κάποιους λόγους. Παραθέτω λοιπόν την ιστορία, τους συντελεστές κι όπου ήτανε ξενόγλωσσο, έχω προσπαθήσει να το φέρω στα ελληνικά, προσπαθώντας να κρατήσω μέτρο και ρίμα, παράλληλα να κρατηθώ και στο κεντρικό νόημά του, όσο πιο κοντά γινότανε και τέλος να διατηρήσω και το ρυθμό, έτσι ώστε αν τραγουδιότανε στα ελληνικά με τον ίδιο τρόπο, να μην άλλαζε μουσική. Φυσικά αυτό είναι εξαιρετικά κι απιθάνως δύσκολο και δε το πέτυχα σ’ όλες, σε κάμποσες πάντως σίγουρα και σε μερικές δεν έκανα καν τη μετάφραση, γιατί δεν έβγαινε στο πλάνο μου.
Δεν υπάρχει σειρά χρονική ή άλλου είδους, αλλά ανά καλλιτέχνη κι η σειρά καλλιτεχνών είναι επίσης τυχαία, απλά ξεκινώ από τον Μπομπ Ντύλαν, που τον αγαπώ ιδιαίτερα και που ‘χω βρει κάμποσες. Πρώτα βιογραφικό, μετά η ιστορία, μετά οι στίχοι του στο πρωτότυπο με τους συντελεστές, μετά η μετάφρασή του (όπου υπάρχει) και στο τέλος κάθε άσματος, η παραπομπή στο Γιου Τούμπι!
Ε δε χρειάζεται να πω κάτι άλλο, ούτως ή άλλως το άρθρο είναι μεγάλο, τεράστιο θα έλεγα, με πάνω από 70.000 λέξεις περίπου, οπότε θα ολοκληρωθεί σε μέρη (υπολογίζω καμμιά 10αριά, με περίπου το πολύ 10.000 λέξεις το καθένα), που θα ‘ναι αυτούσια, καθώς δε συνδέονται παρά μόνον ότι είναι όμορφα κι έχουνε και τις ιστορίες τους…
Ξεκινάμε λοιπόν… (Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου)====================
ΜΕΡΟΣ 1ον: Μπομπ Ντύλαν
Βιογραφικό
Ο Μπομπ Ντύλαν (Bob Dylan), γεννημένος Ρόμπερτ Άλλεν Ζίμμερμαν (Robert Allen Zimmerman), είναι Αμερικανός μουσικός. Θεωρείται από τους σημαντικότερους σύγχρονους τραγουδοποιούς. Στις 13 Οκτώβρη 2016, η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Γεννήθηκε στις 24 Μάη 1941 στο Ντουλούθ (Duluth) της Μινεσότα. Ως μαθητής γυμνασίου άρχισε να παίζει φυσαρμόνικα, πιάνο και κιθάρα, ενώ συμμετείχε 1η φορά σε συγκρότημα, τους Golden Chords ερμηνεύοντας τραγούδια των Τσακ Μπέρι (Chuck Berry) και Λιτλ Ρίτσαρντ (Little Richard), μ’ έμφαση στη ροκ εντ ρολ, κάντρι, φολκ και μπλουζ μουσική. Το 1959 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Μινεάπολη. Εκεί άκουσε 1η φορά τη μουσική του φολκ θρύλου Γούντι Γκάθρι (Woody Guthrie), έγινε λάτρης του κι αποφάσισε να τονε συναντήσει. Για το σκοπό αυτό παράτησε τις σπουδές του κι έφτασε στη Ν. Υόρκη, τη μητρόπολη της μουσικής αλλά και το μέρος που μπορούσε να συναντήσει το ίνδαλμά του.
Ο Γκάθρι, που νοσηλευόταν, έχρισε το νεαρό θαυμαστή του απ’ τη Μινεσότα διάδοχό του. Εντωμεταξύ, μετονομάστηκε σε Μπομπ Ντύλαν. Κατά μία εκδοχή, αυτό οφείλεται στην επιρροή από τον Ουαλό ποιητή Ντύλαν Τόμας (Dylan Thomas), που πέθανε στη Ν. Υόρκη το 1953, στα 39 του, από υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών. Θεωρείται πιθανόν ότι προς τιμή του άλλαξε τ’ όνομα του επιλέγοντας το Bob Dylan. Έμελλε μ’ αυτό τα’ όνομα, πέρα από μουσικός να γίνει και ποιητής-στιχουργός. Το 1960 άρχισε να παίζει σε διάφορους μουσικούς χώρους, με το νέο του όνομα κι έχοντας ως μουσικό πρότυπο τον Γκάθρι. Τραγουδούσε σε πλατείες και folk bars στη περιοχή του Γκρίνουϊτς Βίλατζ (Greenwich Village). Ο γνωστός μουσικός δημοσιογράφος Ρόμπερτ Σέλτον έγραψε γι’ αυτόν: “Αυτό το αγόρι, διασταύρωση παιδιού του κατηχητικού και μπήτνικ έχει μεγάλο ταλέντο“.
Σύντομα υπέγραψε συμβόλαιο με τη πολυεθνική δισκογραφική εταιρεία Κολούμπια. Μέχρι σήμερα ηχογραφεί στην ίδια εταιρεία. Στις αρχές του 1962, κυκλοφόρησε ο 1ος ομώνυμος δίσκος του, με 2 δικά του τραγούδια (Talking New York / Song for Woody) και τα υπόλοιπα διασκευές, μεταξύ των οποίων και το The House of the Rising Sun. Ο 2ος δίσκος του κυκλοφόρησε το 1963 με τίτλο The Freewheelin’ Bob Dylan, που περιείχε και το πολύ δημοφιλές τραγούδι Blowin’ in the wind. Μ’ αυτό το δίσκο ξέφυγε απ’ τα στενά όρια της folk κοινότητας της Ν. Υόρκης κι έγινε ευρύτερα γνωστός. Η φυσιογνωμία του, ο τρόπος ερμηνείας, οι στίχοι, η μουσική του αλλά κι οι ριζοσπαστικές απόψεις του έστρεψαν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του. Απέκτησεν ένθερμο κοινό δίνοντας πολλές συναυλίες ενώ στίχοι του γίνονταν συνθήματα για τους νέους.
Με την άλλη μεγάλη Τζόαν Μπαέζ το 1963
Είναι πλέον η νέα φωνή της Αμερικής, είναι διαμαρτυρία, άρνηση, αμφισβήτηση, η επανάσταση. Αυτός όμως αρνείται το ρόλο της φωνής του κινήματος. Εγκαταλείπει τα τραγούδια διαμαρτυρίας κι επηρεασμένος από τους μεγάλους συμβολιστές ποιητές (Μπωντλαίρ , Ρεμπώ και κυρίως τον Τ. Σ. Έλιοτ) δημιουργεί πολύπλοκα ροκ ποιήματα. Κυκλοφορεί 3 οριακούς, μεγάλους δίσκους, που καθορίζουνε την ιστορία της ροκ, όπως τον θρυλικό Highway 61 Revisited,με ιστορικά κομμάτια όπως τα Like A Rolling Stone, Ballad For A Thin Man, Desolation Row, τον Bringing it all back home, δίσκος που σηματοδότησε τη στροφή του στο ηλεκτρικό μπλουζ, τον Blonde on Blonde, ένα καταπληκτικό 2πλό άλμπουμ, με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Οι πιστοί φολκ οπαδοί που τον αποδοκιμάζουν στο Newport Festival (1965) όταν ανεβαίνει στη σκηνή με δερμάτινη ζακέτα και ψηλοτάκουνες μπότες και τολμά να παίξει ηλεκτρική κιθάρα Fender Stratocaster θα δώσουνε τη θέση τους σε χιλιάδες νέους θαυμαστές. O 25ετής Ντύλαν έχει πάνω από 10.000.000 πωλήσεις δίσκων. Γίνεται σημαία, ροκ λάβαρο.
Το 1965 αποτελεί έτος ορόσημο. Η ροκ μουσική αμφισβητεί διαρκώς το κατεστημένο, κοινωνικό και πολιτικό, μουσική μόνιμης και διαρκούς αμφισβήτησης. Το καλοκαίρι του 1965 δικό του τραγούδι, το Mr. Tambourine Man γίνεται μεγάλη επιτυχία παιγμένο από τους Byrds. Στις 22 Νοέμβρη του ίδιου έτους σε διακοπές στην Ισπανία παντρεύεται τη Σάρα Λόουντς (Sara Lawndes). Κάνουν μαζί 4 παιδιά. Ο Ντύλαν υιοθέτησε επίσης τη κόρη της από το προηγούμενό της γάμο.
Το 1966 κάνει παγκόσμια περιοδεία με το συγκρότημα του, τους The Hawks (που αργότερα έγιναν γνωστοί ως The Band). Tον Mάη δίνει ιστορική συναυλία στην Αγγλία που ηχογραφείται, αλλά κυκλοφορεί μετά από 22 έτη, το 1998. Μετά το τέλος της περιοδείας του, αγοράζει ένα παλιό σπίτι στην εξοχή, κοντά στη Ν. Υόρκη, στη περιοχή Γούντστοκ, όπου ξεκουράζεται κι ηρεμεί. Το πρωί της 29 Ιουλίου κείνης της χρονιάς τραυματίζεται σοβαρά με τη μηχανή του, μια μαύρη Triumph 500. Σπάει λαιμό, κόκαλα, έχει πολλά τραύματα στο πρόσωπο. Πολλοί λένε πως ήτανε δολοφονική ενέργεια απ’ τη CIA, άλλοι ότι μετά το ατύχημα δεν ήτανε πια ίδιος. Για 1,5 έτος αναρρώνει απομονωμένος στο σπίτι του, απολαμβάνοντας οικογενειακή ζωή. Δέχεται ελάχιστους φίλους: τα μέλη των Hawks και τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ.
Όλο αυτό το διάστημα έγραφε τραγούδια, πότε στο σπίτι, πότε στο κοντινό υπόγειο των Band, το φημισμένο Big Pink. Οι ηχογραφήσεις αυτές κυκλοφόρησανε το 1975 σε άλμπουμ, το περίφημο The Basement Tapes, αφού σχεδόν όλα είχανε βγει στην αγορά ανεπίσημα, ως bootlegs. Επιστρέφει στο στούντιο και το Γενάρη του 1968 κυκλοφορεί το δίσκο John Wesley Harding, βαθιά επηρεασμένο από τη θρησκεία, τη μουσική φολκ παράδοση και με φανερή την αλλαγή προσωπικότητας του δημιουργού, ο οποίος περιλάμβανε και το All along the Watchtower, πιο γνωστό από τη διασκευή του Τζίμι Χέντριξ, αλλά επίσης κι από αυτές των Δ. Σαββόπουλου και Δ. Πουλικάκου. Το 1969 κυκλοφορεί τον country δίσκο Nashville Skyline με συμμετοχή των Τσάρλυ Ντάνιελς και Τζώννυ Κας με σινγκλ το Lay Lady Lay, όπου τον ακούμε με νέα, μελωδική φωνή.
Στο τέλος των ‘60ς, εποχή ασυμβίβαστη, άγρια κι ελεύθερη, η γενιά του πειραματίζεται σωματικά κι εγκεφαλικά με ψυχεδελικές ουσίες, η μουσική ακολουθεί τους ίδιους δρόμους (ψυχεδέλεια, flower power). Ο Ντύλαν, αντίθετα, αποφασίζει να κάνει το αγροτικό του, γυρίζει στις υπαίθριες ρίζες για να κρατηθεί. Ταυτόχρονα απέχει από συναυλίες και κυκλοφορεί δίσκους με διασκευές κι επανεκτελέσεις δικών του τραγουδιών, όπως ο Selfportrait, πους δε γνώρισε μεγάλη επιτυχία. 4 μήνες μόλις μετά τη κυκλοφορία του, αποφασίζει να βγάλει στην αγορά νέο άλμπουμ, με νέο μελωδικόν ήχο, που σηματοδοτεί την επιστροφή του: το New Morning (1970). Μοναδικές έντονες στιγμές εκείνης της περιόδου είναι η συμμετοχή του στη συναυλία που διοργάνωσε ο φίλος του Τζωρτζ Χάρισον των Μπιτλς για φιλανθρωπικούς σκοπούς στο Μπανγκλαντές, απ’ όπου προέκυψε το 3πλό live άλμπουμ, με τίτλο The Concert For Bangladesh, η συμμετοχή του με μικρό ρόλο στη ταινία του Σαμ Πέκινπα Pat Garret and Billy the Kid, που ‘γραψε και τη μουσική της, καθώς η κυκλοφορία του Planet Waves το 1974, που έδειξε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει για τον Ντύλαν ακόμα.
Το 1974 είναι η χρονιά της μεγάλης επιστροφής. Πραγματοποιεί σειρά θριαμβευτικών συναυλιών με τους Band, από τις οποίες θα κυκλοφορήσει 2πλος live δίσκος, Before the flood. Το 1975 είναι μεγάλη και παραγωγική χρονιά γι’ αυτόν και δύσκολη περίοδος για το γάμο του. Στις αρχές κυκλοφορεί το αριστουργηματικό Blood on the Tracks, εμπνευσμένο από την έγγαμη συμβίωση και τις δυσκολίες της. Η χρονιά κλείνει με το Desire, που περιέχει το Sara, ένα τραγούδι ύμνο στη γυναίκα του. Δεν είναι λίγοι κείνοι που πιστεύουν ότι μ’ αυτό το τραγούδι την έφερε ξανά έστω και προσωρινά κοντά του. Το Nοέμβρη του 1976 χόρεψε μαζί με τους Νηλ Γιανγκ, Βαν Μόρισον, Έρικ Κλάπτον, Τζόνι Μίτσελ, Dr. John και Ρόνι Χώκινς στο “τελευταίο βαλς” των Band. Η μεγαλειώδης συναυλία ηχογραφήθηκε, κυκλοφόρησε σε δίσκο (The Last Waltz) και κινηματογραφήθηκε από τον Μάρτιν Σκορσέζε. Το 1977 εκδίδεται το διαζύγιο. Ο Ντύλαν αναζητά διέξοδο, στην αρχή σ’ εφήμερες σχέσεις και κατόπιν στο Χριστιανισμό.
Το 1979 το Slow Train Coming ανοίγει 3λογία δίσκων, που ψάχνει να βρει κείνο που βάπτισε όλα τα ζωντανά, ψάχνει την αρχή, το αργοκίνητο τρένο της δημιουργίας. Γίνεται αναγεννημένος Χριστιανός (New-born Christian) τη δύσκολη αυτή 10ετία του ’80, για όλους τους μύθους της 1ης rock γενιάς. Τον απορροφούν οι πολλαπλές θρησκευτικές και πολιτικές αναζητήσεις. Όμως συνεχίζει να βγάζει δίσκους, να κάνει περιοδείες, να υπάρχει, να ψάχνεται και το 1989 κυκλοφορεί έναν εμπνευσμένο δίσκο, σε παραγωγή Daniel Lanoix, το Oh Mercy.
Το 1992 γιορτάζει τα 30 έτη επί σκηνής με καλεσμένους όλους τους παλιούς φίλους. Κάνει παγκόσμια περιοδεία, έρχεται μάλιστα και στην Ελλάδα στις 14 Ιουνίου 1993. Όλα αυτά τα έτη, 10άδες καλλιτέχνες διαφόρων μουσικών ειδών διασκευάζουνε τα τραγούδια του. Όμως, η πηγή της έμπνευσης του Ντύλαν δε στέρεψε. Συνεχίζει να βγάζει μεγάλους δίσκους και να θυμίζει ότι υπάρχει ως ενεργός δημιουργός.
Σχεδόν 60, κυκλοφορεί το 1997 το Time Out of Mind, γραμμένο πριν και μετά από μεγάλη περιπέτεια υγείας με τη καρδιά. Δίσκος κλάσης, δίσκος που φέρει την υπογραφή του ίδιου (Love Sick, Dirt Road Blues, Tryin’ to get to heaven, Cold Irons Bound, Can’t Wait) αλλά παράλληλα σύγχρονος δίσκος που πετυχαίνει κι εμπορικά. Το Time Out of mind σαρώνει τα βραβεία Grammy, ανοίγοντας νέα περίοδο απόδοσης τιμών. Τα επόμενα χρόνια βραβεύεται από το βασιλιά της Σουηδίας, προτείνεται για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και παίρνει το Βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι Things have changed. Ο δίσκος του, Love and Theft, κυκλοφόρησε στις 11 Σεπτέμβρη 2001, την ίδια μέρα των τρομοκρατικών επιθέσεων της Αλ Κάιντα στους Δίδυμους Πύργους της Ν. Υόρκης και στο αμερικανικό Πεντάγωνο.
Επιβεβαιώνει ότι διανύει μιαν ακόμη εφηβεία, συμμετέχοντας σε ταινίες, διαφημιστικά, κυκλοφορώντας νέους αξιόλογους δίσκους, όπως τον Modern Times (2006), τον Together Through Life (2009) και τον Christmas In The Heart, την ίδια χρονιά. Και φυσικά περιοδεύει ανά τον κόσμο σε μια “Never Ending Tour”, που ξεκίνησε από το 1988 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Σημαντικό του επίσης δημιούργημα είναι ο 1ος τόμος της αυτοβιογραφίας του με τίτλο Chronicles.
O Ντύλαν, πολύ μεγάλος μουσικός, στιχουργός και ποιητής επηρέασε όσο λίγοι τη σύγχρονη μουσική αλλά και τη σκέψη όσων μεγάλωσαν ή προβληματίστηκαν με τα τραγούδια του. 10άδες επίσημοι κι ανεπίσημοι δίσκοι, βιογραφίες, διασκευές, ακυκλοφόρητες μαγνητοταινίες κι άσματα μαρτυράνε το μέγεθος της επιρροής αυτής.
————————————————————–
Οι Ιστορίες
1η). Αυτό το τραγουδάκι, γράφτηκε σε… σειρά. Για την ακρίβεια 3 στη σειρά, την ίδια περίπου χρονιά: Το 1975! Ξεκίνησε με το “Money Blues”, έγραψε αυτό και μετά ήρθε και το “Golden Loom”. Επιρροή του Λεβί; Όχι ακόμα, ίσως ένα πρελούδιο για μετά. Το άσμα αυτό μιλά για μια ζωή, εκτός κανόνων, εκτός συνθηκών, εκτός φόρμας νορμάλ ζωής κι έχει και μια θλίψη, που σταλάζει, στίχο-στίχο, με αποκορύφωμα στο φινάλε. Έχει 2 τίτλους: ο ένας, ο πιο… (ας πούμε) άγνωστος, είναι: “Valley Below”. Κείνη τη χρονιά ο Ντύλαν έκανε μια περιοδεία, και στο Saintes-Maries-de-la-Mer της Provence, τη μέρα ακριβώς των γενεθλίων του (ναι είναι δίδυμος και μαγκιά! σχεδόν ακριβώς μετά την έναρξη του ζωδίου: 24/5), συνάντησε τους τσιγγάνους και λίγο μετά τη Σκάρλετ Ριβέρα, την άκουσε να παίζει και παλάβωσε. Όπως περιγράφει κι ο ίδιος, η άγνωστη ακόμα τότε Σκάρλετ -παρόλο που ‘χε κάμει ήδη πάνω από 10 άλμπουμς-, “περιπλανιότανε στα δρομάκια του χωριού”.
Ο τρόπος και -τώρα είναι κάτι μουσικοί όροι που δεν τους πολυπιάνω, αλλά εσείς μη δίνετε βάση, σημασία έχει πως τονε μάγεψε-, τα μοτίβα της του δώσαν αρκετήν έμπνευση. Σε αυτό συνέβαλλε κι η προσωπική του ζωή βέβαια, που τότε περνούσε μια δύσκολη φάση: ένα καθ’ οδόν, διαζύγιο με τη τότε σύζυγό του Σάρα.
Η Σκάρλετ ήτανε Ρουμάνα βιολονίστα, με σαφείς επιρροές στη μουσική της από τσιγγάνους, αλλά έπαιζε επίσης κέλτικα κι άλλα. Ο Μπόμπι άρπαξε τη τσιγγάνικη επιρροή, τα μίνορε της Σκάρλετ και προσέδωσε στο άσμα έναν ήχο που προσομοιάζε με Ούγγρικα Τσιγγάνικα Ακκόρντα.
Εκείνο τον Ιούνη του ΄75 είχε γράψει ένα γράμμα στη Σάρα που της ζητούσε συγνώμη γιατί στάθηκε ανάξιος απέναντί της κι αυτό φωτογραφίζεται στο στίχο. Επίσης η γυναίκα του τραγουδιού, είναι μεν όμορφη, αλλά είναι μακρινή κι άπιαστη, κατά κάποιο τρόπο.
Αυτό είναι το ένα σκέλος όμως, γιατί υπάρχει κι άλλο ένα. Όταν συναντήθηκε με τους τσιγγάνους στο χωριό, γνώρισε και τον απερχόμενο “Gypsy King” το βασιλιά των τσιγγάνων, όστις είχε περάσει μεγάλο βίο, η βασιλεία του είχε παρέλθει, γιατί είχεν επέλθει ο χρόνος, ο γλύπτης των ανθρώπων, ο παράφορος, κι ώφειλε να παραιτηθεί των πάντων: στέμμα, όλες τις συζύγους, όλα του τα παιδιά, και να αποσυρθεί “κάτω στη κοιλάδα”. Εγκαταλείπει λοιπόν κι αυτός την όμορφη μα μακρινή πλέον “γυναίκα” -τη ζωή- πίνοντας ένα τελευταίο καφεδάκι, που παρήγγειλε δίνοντας με τη βραχνή, μπάσα κι επιτακτική φωνή του, τη τελευταία διαταγή! “Ένα ακόμα φλυτζάνι καφέ για το δρόμο κι ύστερα φεύγω για κάτω στη κοιλάδα”.
Όλα αυτά δουλέψανε στο νου του Ντύλαν, έβαλε τη προσωπική του θλίψη, τη προσωπική του εμπειρία, τα ένωσε, ενσωματώνοντας και τις δοξαριές της Σκάρλετ κι έφτιαξε αυτό που θα ακούσουμε παρέα τώρα! Άειντε ένα καφέ και φύγαμε φιλαράκια!!!!
Πριν, πρέπει να σας πω, πως δε καταφέρνω εδώ και χρόνια, να βρω το πρωτότυπο, δυστυχώς, αλλα στο σύνδεσμο υπάρχει ένα “γνήσιο λάιβ” του 1975 με τον Ντύλαν στη κιθάρα και το τραγούδι και τη Σκάρλετ Ριβέρα στο σεκόντο και στο βιολί!!!
One More Cup Of Coffee
Στίχοι-Μουσική: Μπομπ Ντύλαν
1η εκτ.: Μπομπ Ντύλαν 1975
Άλμπουμ: “Desire” 1976
Μια Κούπα Καφέ Ακόμα
Η γλυκειά σου ανασεμιά
και τα δυο μάτια σου
σα διαμάντια στον ουρανό
η λεία σου ράχη, έξοχη
κι απαλά τα μαλλιά σου
σαν ακουμπάς στο μαξιλάρι
μα δε νιώθω τη στοργή σου,
ευγνωμοσύνη ή την αγάπη σου,
δεν πιστεύεις πια σε μένα
μα κει πάνω ψηλά στ’ αστέρια.
Μια κούπα καφέ ακόμα για το δρόμο
Μια κούπα καφέ ακόμα και θα φύγω
για κάτω στη κοιλάδα…
Ο πατέρας σου ήτανε παράνομος
και σαν έμπορας σεριάναγε
σου ‘μαθε να διαλέγεις και να παίρνεις
και πως να ρίχνεις το στιλέττο
προστατεύει το βασίλειό του
και κανείς ξένος δε χωράει
η φωνή του τρέμει καθώς σου ζητά
ακόμα ένα πιάτο φαγητό
Μια κούπα καφέ ακόμα για το δρόμο
Μια κούπα καφέ ακόμα και θα φύγω
για κάτω στη κοιλάδα…
Η αδελφή σου είναι μάντισσα
σα τη μαμά σου και σένα
Δε έμαθες ποτέ γραφή κι ανάγνωση
τα ράφια σου δεν έχουνε βιβλία
η απόλαυσή σου δε ξέρει όρια
η φωνή σου σα τον κορυδαλλό
μα η καρδιά σου σαν τον ωκεανό:
Μυστήρια και σκότεινη.
Μια κούπα καφέ ακόμα για το δρόμο
Μια κούπα καφέ ακόμα και θα φύγω
για κάτω στη κοιλάδα…
======================
2η). Aυτό το άσμα δεν έχει ιστορία, αλλά με ξετρελλαίνει ο τρόπος που φέρνει το καπάκι, σε έναν έρωτα, εντελώς πρωτότυπος. Δε δέχεται δώρα, μόνο τη παρουσία και μόνο στο τέλος, όταν πια υπάρχει βεβαιότητα πως παρουσία δε θα υπάρξει και φυσικά ο έρωτας έχει πια σβήσει, η απόσταση έχει άλλη μια φορά απομακρύνει 2 ανθρώπους, τότε και μόνο ζητά ένα τελευταίο δώρο. Μα… είναι; Θα είναι το τελευταίο; Μη ξεχνάμε πως για να παραδοθεί το δώρο, θα υπάρξει σίγουρα άλλη μια παρουσία, άρα ανοιχτό το θέμα μιας νέας προσπάθειας επανασύνδεσης, συνεπεία κοντινής επαφής. Και τούτο υπό 3 προϋποθέσεις φυσικά: 1η, να μην έχει μπει άλλο άτομο ανάμεσα και μάλιστα γερά, 2η, αν όντως έχει μπει ανάμεσα άτομο, τότε ίσως αυτός ο δεσμός να χαλαρώσει, καθώς η επανασύνδεση, ξαναφουντώσει ίσως τις μνήμες της παλιάς φλόγας, και 3η είναι το να το λέει σοβαρά πως σκέφτεται όντως να θέλει να ξανάχει μιαν ακόμα επαφή για τη παράδοση τουυ δώρου. Γιατί μπορεί να ‘ναι κι ένα είδος χρυσώματος του χαπιού, του χωρισμού, ή μπορεί να ‘ναιι σχήμα λόγου. Μπορεί ωστόσο να ‘ναι και μια δοκιμή, ένα πειραμα του στυλ, “ναι θέλω ν’ αλλάξω ρότα, αλλά μπορώ; Έχω όντως ξεχάσει και σβήσει τα παλιά ή καθως επανασυνδεθώ, μου έρθουν όλα πίσω; Άρα καλόν είναι να το δοκιμάσω πριν κάνω κανένα λάθος και παράλληλα θα ‘χω προσφέρει κι ένα δώρο ακόμα, για να ‘χω καλύψει ένα μέρος από τις τύψεις μου, τόσον όσο μεγαλύτερο είναι το δώρο, μα κι αυτό το άτομο, ζητά…ψίχουλα“!
Είδατε πόσον έν απλό τραγουδάκι, με πολύ ήσυχους στιχους, πόσο σκάψιμο μπορεί να ‘χει; Και θα κλείσω τη φλυαρία μου με το τελευταίο στίχο, που πριν ζητήσει το… “ύστατο δώρο” εύχεται κι ο τρόπος που το κάνει καλύπτει θαυμάσια όλες τις ανωτέρω εκδοχές, μα όλες-όλες! Θαυμάσιο κλείσιμο, ενός άσματος και θαυμάσιο κλείσιμο (ή… ξανάνοιγμα;), ενός έρωτα.
Πάμε στο άσμα και μη ξεχνάτε, στο τέλος του μπορείτε να πατήσετε το δεσμό, ώστε διαβάζοντάς το να το ακούτε σε άλλο παράθυρο. Ιδού:
Boots From Spanish Leather
Στίχοι-Μουσική: Μπομπ Ντύλαν
1η εκτ.: Μπομπ Ντύλαν 1963
Μπότες Από Δέρμα Ισπανικό
-Κινώ πρωί μοναδική μου αγάπη
σαλπάρω μακρυά από σένα.
Θάθελες τάχα ένα δώρο από μένα
όταν πιάσω στεριά και λιμάνι;
-Όχι δε θα ‘θελα τίποτα να ‘χω,
εσέ και τον έρωτά σου μονάχo,
γι’ αυτό γύρνα σώος κοντά μου
απ’ τους ωκεανούυς, στη μοναξιά μου.
-Μα λέω πως ίσως να ήθελες κάτι
χρυσό ή ασήμι σα δώρο ή αχάτη,
απ’ της Μαδρίτης τις κορφές,
της Βαρκελώνας τις ακτές;
-Κι άστρο να ‘χα νυχτιάς σκοτεινό,
διαμάντια του πιο βαθύ ωκεανού
τα ‘δινα όλα. φιλί σου ‘χω μόνο στο νου
κι αυτό ‘ναι το μόνο που σου ζητώ.
-Μα μπορεί και ν’ αργήσω πολύ
ρωτώ μπορώ να στείλω κατιτί;
Κάτι να γλυκάνει την αναμονή
κάτι να με νιώθεις, από ‘κει;
-Πως μπορείς να ξαναρωτάς και πονώ
και πως θα μπορούσα να ζήσω;
Ό,τι ήθελα χτές και προχτές βρε κουτό
σήμερα κι αύριο πάλι αυτό θα ζητήσω.
-Ω! γράμμα πήρα μια μαύρην ημέρα,
απ’ το πλοίο που μου λέει πως δε ξέρει
πότε θα ‘ρθει και πάλι σε μένα
αναλόγως πως το κέφι τα φέρει.
Αν αγάπη μου σκέφτεσαι έτσι,
σίγουρα τότε ο νους σου μισεύει
και δεν είναι σ’ εμέ η καρδιά σου,
μα στις χώρες αυτές π’ αλαργεύει.
Στους δυτικούς ανέμους έχε νου,
προσοχή στις αλλαγές του καιρού
κι αν μπορέσεις, σα δώρο ζητώ,
μπότες από γνήσιο δέρμα ισπανικό.
===========================
3η). Κάναμε μια βολτούλα στα πέριξ και πάλι ο δρόμος μας έφερε πίσω στον μεγάλο και πλέον νομπελίστα, Μπόμπι!!! Δεν έχει ή δε κοίταξα αν έχει ιστορία το τραγουδάκι αυτό, αλλά δεν πειράζει. Τα μόνα που χρειάζεται να ξέρουμε σίγουρα είναι πως είναι του Μπόμπι Ντύλαν και πως γι’ αυτό το άσμα πήρε το βραβείο ΕΜΜΥ το 1980.
Πάμε να το απολαύσουμε παρέα, αφού συμπληρώσω πως εκείνη τη περίοδο είχε κάνει μια μικρή στροφή στα γκόσπελ και τέλος, πως παρόλο που υπάρχε καλύτερη εκδοχή του τραγουδιού, εγώ επέλεξα αυτή που βρήκα. δυστυχώς. Άντε πάμε λοιπόν παρεούλα…
Gotta Serve Somebody
Στίχοι-Μουσική: Μπομπ Ντύλαν
1η εκτ.: Μπομπ Ντύλαν 1979 (βραβείον ΕΜΜΥ 1980)
Άλμπουμ: “Slow Train Coming” 1979
Θα Πρέπει Nα ‘Περετήσεις Κάποιον
Μπορεί εγγλέζος ή φραντσέζος να ‘σαι πρεσβευτής,
μπορεί στο τζόγο να βουτάς ή νά ‘σαι κωμικός,
μπορεί στης γρόθου τ’ άθλημα να ‘σαι πρωταθλητής
μπορεί με πέρλες στο λαιμό να ‘σαι κοινωνικός
Αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘περετάς, σκυφτός!
Ω! Ναι θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό.
Μπορεί να είν’ ο διάολος μπορεί και ο Χριστός
αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό!
Mπορεί σα ρόκερ να πηδολογάς μες στη σκηνή.
νά ‘χεις ναρκωτικά, λεφτά, γυναίκες σε κλουβί,
μπορεί να ‘σαι βιομήχανος ή κλέφτης κορυφή,
να σε φωνάζουν δόχτορα ή κύριο με πυγμή.
Αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘περετάς, σκυφτός!
Ω! Ναι θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό.
Μπορεί να είν’ ο διάολος μπορεί και ο Χριστός
αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό!
Μπορεί να ‘σαι τουρκόπουλο ή αστυνομικός
μπορεί σε μεγακάναλο νά ‘σαι η κεφαλή
να ‘σαι φτωχός ή πλούσιος, τυφλός ή και κουτσός,
ή μ’ άλλο όνομα να ζεις, παράλληλη ζωή.
Αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘περετάς, σκυφτός!
Ω! Ναι θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό.
Μπορεί να είν’ ο διάολος μπορεί και ο Χριστός
αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό!
Μπορεί εργάτης στη πατρίδα, να ‘σαι δομικός,
μπορεί να ζεις σε έπαυλη ή να ‘σαι σε ναό,
μπορεί να ‘χεις στο σπίτι σου δικό σου οπλισμό
ή τράπεζα να διοικείς, να ‘σαι αφεντικός.
Αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘περετάς, σκυφτός!
Ω! Ναι θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό.
Μπορεί να είν’ ο διάολος μπορεί και ο Χριστός
αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό!
Μπορεί να είσαι πάστορας με πνεύμα και περφάνεια,
μπορεί να είσαι δήμαρχος με μίζες στην αφάνεια,
μπορεί και σε μπαρμπέρικο να κόβεις τα μαλλιά,
μπορεί να είσαι η γκόμενα με τη κληρονομιά.
Αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘περετάς, σκυφτός!
Ω! Ναι θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό.
Μπορεί να είν’ ο διάολος μπορεί και ο Χριστός
αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό!
Μπορεί να φοράς μπαμπακερά ή και μεταξωτά,
μπορεί να πινεις μπιμπερόν ή ξύδια δυνατά,
μπορεί χαβιάρι να τσιμπάς ή το ψωμί να τρως,
να κλίνεις σε κρεβάταρο ή σε πάτωμα γυμνός.
Αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘περετάς, σκυφτός!
Ω! Ναι θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό.
Μπορεί να είν’ ο διάολος μπορεί και ο Χριστός
αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό!
Πες με Τέρρυ, πες με Μήτσο,
πες με Μπόμπι, πες με Κίτσο,
πες με Άρτζι, πες με ό,τι κι όπως θες
και δεν έχει σημασία ό,τι κι ό,τι και να λες
Απλά θα πρέπει κάποιονε να ‘περετάς, σκυφτός!
Ω! Ναι θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό.
Μπορεί να είν’ ο διάολος μπορεί και ο Χριστός
αλλά θα πρέπει κάποιονε να ‘χεις αφεντικό!
4η). Αυτό το τραγουδάκι, του οποίου η ουρά πάει πίσω, πολύ πίσω, το πρωτάκουσα πολύ νέος. Ίσως στη μετεφηβεία, ίσως ελάχιστα αργότερα, δε θυμάμαι. Ήτανε σε μια ταινία, με τίτλο: “Ο Τρομερός Τυφώνας” και πρωταγωνιστούσε η Μία Φάρροου. Καλή ήτανε, μα τέλος πάντων, επειδή τότε δεν έδινα πολύ βάση στους στίχους, και νομίζω πως ακόμα δεν είχα ακούσει καν για τον Μπομπ Ντύλαν, πίστευα πως είχε γραφτεί για τις ανάγκες της. Σχετικά πρόσφατα, είδα μιαν άλλη ταινία, με τον Ντένζελ Γουάσινγκτον και τότε κατάλαβα το λόγο ύπαρξης του άσματος.
Αυτό θα πω τώρα και προσοχή: δεν είναι ψέμμα! Πάμε…
O Rubin Carter γεννήθηκε 6 Μάη 1937, στο Κλίφτον του Νιου Τζέρσι, 4ο παιδί από τα 7 αδέρφια, που ‘χανε συνολικά οι γονείς του. Μόλις στα 11 του, μπήκε αναμορφωτήριο κατηγορούμενος για άδικη επίθεση με μαχαίρι. Το 1954 δραπετεύει από κει και μπαίνει στο στράτευμα. Μετά λίγους μήνες βασικής εκπαίδευσης στο Fort Jackson της South Carolina, στέλνεται στη Δυτική Γερμανία. Ευρισκόμενος εκεί, ξεκινά να κάνει πυγμαχία, για λογαριασμό των Ενόπλων Δυνάμεων ΗΠΑ.Όμως ήταν ατακτούλης. Απολύεται από το στρατό σαν ακατάλληλος για θητείια το 1956, γιατί κατάφερε μέσα σε 2 χρόνια να περάσει 4 στρατοδικεία.
Λίγο μετά την απόλυσή του και συνεχίζοντας την άτακτη ζωή (κι αυτό ίσως να μέτρησεν άσχημα τελικά), συνελήφθη και μπήκε στη φυλακή για 5 χρόνια, επειδή κατηγορήθηκε για 2 ληστείες. Αποφυλακίζεται τον Σεπτέμβρη του 1961, κι όλη αυτή τη ταραχή κι οργή τη διοχετεύει στη πυγμαχία, σαν επαγγελματίας πλέον. Ήταν από τους πιο… κοντούς πυγμάχους των μεσαίιων βαρών, καθώς ήτανε μόλις 1.73, αλλά κατάφερε σ’ όλη του τη καριέρα, να παραμείνει σταθερός στα 70-72 κιλά του.
Η αγριότητα, η ορμή, η ταχύτητα κι η δύναμη της γροθιάς του, του ‘φερε το παρατσούκλι “Τυφώνας” καθώς πέτυχε πάρα πολλά νοκ-άουτς και μάλιστα στους πρώτους γύρους. Αφού πέτυχε μερικές σπουδαίες νίκες, και μάλιστα έναντι σπουδαίων αντιπάλων της εποχής, όπως οι: Florentino Fernandez, Holley Mims, Gomeo Brennan, George Benton κλπ, άρχισε να τραβά τη προσοχή του κόσμου της πυγμαχίας. Τον Ιουλιο του 1963, 2 μόλις χρόνια μετά, το πυγμαχικής ύλης κι ενδιαφέροντος περιοδικό “The Ring”, τονε κατέταξε μεσα στους 10 κορυφαίους μεσαίων βαρών, πυγμάχους, όλων των εποχών. Μέχρι λίγο πριν φύγει το 1963, είχε δώσει 6 αγώνες, είχε κερδίσει 4, κι έτσι παρέμενε χαμηλά σ’ αυτό το τοπ-τεν, αλλά κατάφερε να εκπλήξει όλο το πυγμαχικό στερέωμα, καθώς κατάφερε να ρίξει 2 φορές στο ρινγκ, τον μέχρι τότε παγκόσμιο (αλλά και μελλοντικόν αργότερα) πρωταθλητή, Emile Griffith και μάλιστα στο 1ο γύρο, πετυχαίνοντας τελικά τεχνητό νοκ-άουτ! Το “Ρινγκ” αμέσως τονε πέρασε στη 3η θέση του τοπ-τεν και μάλιστα τον όρισε σα διεκδικητή του τίτλου, κόντρα στον τότε πρωταθλητή, Joey Giardello. Ο Κάρτερ κέρδισε άλλους 2 αγώνες (τον ένα κόντρα στον μελλοντικό πρωταθλητή βαρέων βαρών, Jimmy Ellis), πριν αντιμετωπίσει τον Τζιαρντέλο, στις 14 Δεκέμβρη 1964 στη Φιλαδέλφεια, σ’ έναν αγώνα 15 γύρων, για το πρωτάθλημα. Ο Κάρτερ, τα πήγε καλά στους 4 πρώτους γύρους κι έσφιξε 2 καλά δεξιά στη μούρη του αντιπάλου, αλλά έχασε τον έλεγχο του αγώνα στον 5ο. Οι κριτές αποφάσισαν ομόφωνα, πως ο Τζιαρντέλο είχε νικήσει κι ο Κάρτερ δήλωσεν αργότερα, πως είχε χάσει μοναδικη ευκαιρία να στεφθεί πρωταθλητής, καθώς δε κατάφερε να κρατήσει τον αγώνα στα μέτρα του.
Μετά απ’ αυτό, η καριέρα του πήρε τον κατήφορο. Το 1965 έδωσε 9 αγώνες κι έχασε τους 4 και μάλιστα τον ένα με 4 πτώσεις στο ρινγκ. Για τον αγώνα του με τον τελευταίο από τους 9 στο Λονδίνο, ενεπλάκη σε ατύχημα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του κι ένα όπλο εκπυρσοκρότησε. Συνολικά η καριέρα του μέχρι κείνη τη στιγμή αριθμούσε 40 αγώνες, 27 νίκες, (8 κανονικά νοκ-άουτ κι 11 τεχνητά) μια ισοπαλία και 12 ήττες! Πολύ αργότερα, το 1993, η Ομοσπονδία Πυγμαχίας του προσέφερε τιμητικά τη ζώνη πρωταθλητή, ίδια με κείνη του Τζιαρντέλο και λίγο αργότερα μπήκε στο New Jersey Boxing Hall of Fame. Όμως το πράμα δε σταματά εδώ. Υπήρξε μια πολύ κακή εξέλιξη που θα δούμε παρακάτω.
Είναι 17 Ιουνίου 1966 κι ακριβώς στις 2.30 τη νύχτα, 2 τύποι, μπαίνουνε στο Lafayette Bar & Grill, στην East 18th Street, Lafayette Street στο Paterson του Νιού Τζέρσι, κι αρχίζουν να πυροβολούν κατά… παντός υπευθύνου. Αποτέλεσμα: ο μπάρμαν James Oliver κι ένας θαμώνας, ο Fred Nauyoks, σκοτώνονται επί τόπου, μια γυναίκα θαμώνας, η Hazel Tanis, φέροντας πολλαπλά τραύματα, στη σπλήνα, στα πνευμόνια και στη κοιλιά, ξεψύχησε σχεδόν ένα μήνα μετά, ένας 4ος θαμώνας, ο Willie Marins, επιβίωσε παρόλα τα πυρά, χάνοντας μόνο την όραση από το ένα μάτι. Οι δυο μάρτυρες (Μarins και Tanis -όσο ζούσε) είπανε στους αστυνομικούς, κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, πως οι δράστες ήτανε 2 μαύροι, ωστόσο κανείς δεν αναγνώρισεν επίσημα τους Κάρτερ και John Artis. Υπήρχε κι ένας αυτόπτης μάρτυς, που όμως ήταν “ανίσχυρος” βάσει νόμου, καθώς ήτανε μικροαπατεώνας, ο Alfred Bello και βρισκότανε στο χώρο για να διαρρήξει ένα εργοστάσιο, που είπε πως είδε 2 μαύρους, ο ένας με πιστόλι κι ο άλλος με καραμπίνα, να τρέχουνε προς το μέρος του, αυτός έτρεξε μακρυά τους και τους είδε να μπαίνουνε σ’ ένα λευκό αμάξι που ‘τανε διπλοπαρκαρισμένο απ’ έξω από το μαγαζί του φονικού.
Αυτός λοιπόν και μια γυναίκα, η Patricia Graham (αργότερα Patricia Valentine) νοικάρισσα διαμερίσματος στον επάνω όροφο του μαγαζιού, ήτανε τα πρώτα άτομα που σπεύσανε στο τόπο του περιστατικού κι αυτή είπε το ίδιο: 2 μαύροι που φύγανε βιαστικά μ’ ένα λευκό αμάξι. Ένας γείτονας, ο Ronald Ruggiero, άκουσε τους πυροβολισμούς και κοιτώνας από το παράθυρο είδε τον Μπέλο να τρέχει κι αμέσως μετά άκουσε το σπινιάρισμα των ελαστικών από ένα λευκό αμάξι που ξεκινούσε βιαστικά και περνώντας από το οπτικό του πεδίο, διέκρινε στο μπροστινό κάθισμα 2 μαύρους. Οι δυο αρχικές μαρτυρίες ως προς τη περιγραφή του αμαξιού ήταν ίδιες. Της γυναίκας η κατάθεση άλλαξε για να περιγράψει πως το αμάξι είχε ένα σπάνιο είδος πίσω φώτων, σε σχήμα πεταλούδας, στη 2η κατάθεση, για να ταιριάξει με το αμάξι του Κάρτερ!
Κείνη τη νύχτα ο Κάρτερ κι ώρες πριν το συμβάν, έψαχνε ν’ αγοράσει ένα όπλο, αντικαθιστώντας αυτό που ‘χε χάσει προ καιρού, κι εθεάθη να τριγυρίζει με το αμάξι του, ένα Ντοντζ, που ‘κανε “μπαμ” που λένε, καθώς ήτανε λευκό, είχε τα πίσω φανάρια σε σχήμα πεταλούδας και πινακίδες με μπλε φόντο και χρυσά γράμματα. Δέκα λεπτά μετά το συμβάν, οι αστυνομικοί σταματάνε το αμάξι του για έλεγχο, αλλά ψάχναν άλλο θέμα και τον αφήνουν. Μερικά λεπτά μετά, οι ίδιοι αστυνομικοί, περιγράφουν ως το αμάξι που διέφυγαν οι δυο κακοποιοί, με την ίδιαν ακριβώς περιγραφή, του αμαξιού του Κάρτερ.
Μη τα πολυλογώ, μπλέχτηκε χωρίς να ‘ναι αποδεδειγμένα κι ατράνταχτα φονιάς. Τράβηξε πολλά, δίκες, εφέσεις κι ένα σωρό και τελικά μόλις το Νοέμβρρη του 1985 κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία του, καθώς διαπιστώθηκε πως εκρίθη ένοχος συνεπεία ρατσισμού κλπ κλπ! Αυτή ήταν η ιστορία του “Τυφώνα” Κάρτερ, όστις μετά, πήγε στον Καναδά κι έγινε Καναδός πολίτης. Πήρε των ομματιών του που λέμε! Για να πεθάνει τελικά από καρκίνο του προστάτη 20 Απρίλη 2014 στο Τορόντο, σε ηλικία 77 ετών.
Είχε μείνει κοντά 20 χρόνια στη φυλακή τζάμπα και βερεσέ, γιατί έτσι κάπνισε σε κάποιους αστυνομικούς!
Το τραγούδι αυτό όμως που θα ακούσουμε σε λίγο παρέα, γράφτηκε το 1975, όταν ακόμα ο “Τυφώνας” ήτανε στη φυλακή, παρόλα τα… μη στοιχεία! Ο Ντύλαν, που πάντα ευαισθητοποιούνταν από τέτοια ζητήματα, έφτιαξε αυτό το τραγούδι μαζί με τον Τζακ Λέβι, για κείνον, συμμετέχοντας έτσι κι αυτός με τις άλλες διασημότητες που ζητούσανε την απελευθέρωσή του. Πρόκειται λοιπόν για ένα τραγούδι διαμαρτυρίας, “για κάποιον που φυλακίστηκε με το έτσι θέλω, κάποιον που θα μπορούσε να ‘ναι πρωταθλητής κόσμου”. Πρέπει να πω πριν, πως αυτό το άσμα δεν το μετέφρασα γιατί δε μου ‘βγαινε και… πάμε παρέα!
Hurricane
Songwriters: Bob Dylan, Jacques Levy
1η εκτ.: Μπομπ Ντύλαν July 1975
Άλμπουμ: σινγκλ, (Β’ πλευρά: Hurricane II)
Pistol shots ring out in the barroom night
Enter Patty Valentine from the upper hall.
She sees the bartender in a pool of blood,
Cries out, “My God, they killed them all!”
Here comes the story of the Hurricane,
The man the authorities came to blame
For somethin’ that he never done.
Put in a prison cell, but one time he could-a been
The champion of the world.
Three bodies lyin’ there does Patty see
And another man named Bello, movin’ around mysteriously.
“I didn’t do it,” he says, and he throws up his hands
“I was only robbin’ the register, I hope you understand.
I saw them leavin’,” he says, and he stops
“One of us had better call up the cops.”
And so Patty calls the cops
And they arrive on the scene with their red lights flashin’
In the hot New Jersey night.
Meanwhile, far away in another part of town
Rubin Carter and a couple of friends are drivin’ around.
Number one contender for the middleweight crown
Had no idea what kinda shit was about to go down
When a cop pulled him over to the side of the road
Just like the time before and the time before that.
In Paterson that’s just the way things go.
If you’re black you might as well not show up on the street
‘Less you want to draw the heat.
Alfred Bello had a partner and he had a rap for the cops.
Him and Arthur Dexter Bradley were just out prowlin’ around
He said, “I saw two men runnin’ out, they looked like middleweights
They jumped into a white car with out-of-state plates.”
And Miss Patty Valentine just nodded her head.
Cop said, “Wait a minute, boys, this one’s not dead”
So they took him to the infirmary
And though this man could hardly see
They told him that he could identify the guilty men.
Four in the mornin’ and they haul Rubin in,
Take him to the hospital and they bring him upstairs.
The wounded man looks up through his one dyin’ eye
Says, “Wha’d you bring him in here for? He ain’t the guy!”
Yes, here’s the story of the Hurricane,
The man the authorities came to blame
For somethin’ that he never done.
Put in a prison cell, but one time he could-a been
The champion of the world.
Four months later, the ghettos are in flame,
Rubin’s in South America, fightin’ for his name
While Arthur Dexter Bradley’s still in the robbery game
And the cops are puttin’ the screws to him, lookin’ for somebody to blame.
“Remember that murder that happened in a bar?”
“Remember you said you saw the getaway car?”
“You think you’d like to play ball with the law?”
“Think it might-a been that fighter that you saw runnin’ that night?”
“Don’t forget that you are white.”
Arthur Dexter Bradley said, “I’m really not sure.”
Cops said, “A poor boy like you could use a break
We got you for the motel job and we’re talkin’ to your friend Bello
Now you don’t wanta have to go back to jail, be a nice fellow.
You’ll be doin’ society a favor.
That sonofabitch is brave and gettin’ braver.
We want to put his ass in stir
We want to pin this triple murder on him
He ain’t no Gentleman Jim.”
Rubin could take a man out with just one punch
But he never did like to talk about it all that much.
It’s my work, he’d say, and I do it for pay
And when it’s over I’d just as soon go on my way
Up to some paradise
Where the trout streams flow and the air is nice
And ride a horse along a trail.
But then they took him to the jailhouse
Where they trialed a man into a mouse.
All of Rubin’s cards were marked in advance
The trial was a pig-circus, he never had a chance.
The judge made Rubin’s witnesses drunkards from the slums
To the white folks who watched he was a revolutionary bum
And to the black folks he was just a crazy nigger.
No one doubted that he pulled the trigger.
And though they could not produce the gun,
The D.A. said he was the one who did the deed
And the all-white jury agreed.
Rubin Carter was falsely tried.
The crime was murder “one,” guess who testified?
Bello and Bradley and they both baldly lied
And the newspapers, they all went along for the ride.
How can the life of such a man
Be in the palm of some fool’s hand?
To see him obviously framed
Couldn’t help but make me feel ashamed to live in a land
Where justice is a game.
Now all the criminals in their coats and their ties
Are free to drink martinis and watch the sun rise
While Rubin sits like Buddha in a ten-foot cell
An innocent man in a living hell.
That’s the story of the Hurricane,
But it won’t be over till they clear his name
And give him back the time he’s done.
Put in a prison cell, but one time he could-a been
The champion of the world.
Hurricane
======================
5η). Το τραγουδάκι αυτό γράφτηκε για τις ανάγκες της ταινίας “Wonder Boys” και κέρδισε και τα 2 βραβεία: Academy Award for Best Original Song & Golden Globe Award for Best Original Song. Ο δε Ντύλαν προτάθηκε για βραβείο Έμμυ. Είναι ένα ακόμα θαυμάσιο τραγούδι του κι αξίζει τον κόπο να το ακούσετε! Πάμε…
Things Have Changed
Στίχοι-Μουσική: Μπομπ Ντύλαν
1η εκτ.: Μπομπ Ντύλαν 1999
Άλμπουμ: σινγκλ Μάης 2000
Αλλάξανε Τα Πράματα
Είμαι ανήσυχος με ανήσυχο μυαλό
Κανείς ξοπίσω μου και τίποτα εμπρός
μια γυνή στα γόνατά μου πίνει τη σαμπάνια
κι έχει λευκή επιδερμίδα, μάτι φονικό.
Κοιτώ ψηλά στο ζαφειρένιον ουρανό.
Είμαι στη πένα και προσμένω
το τελευταίο τρένο
Στημένος στη κρεμάλα
με τη θελειά στη κεφαλή
κι όπου να ‘ναι περιμένω
τη κόλαση να ξεχυθεί
Οι άνθρωποι είναι τρελοί
και παράξενοι οι καιροί
είμαι γερά μαγκωμένος,
είμαι εκτός, κλειδωμένος.
Eνδιαφερόμουνα παλιά
μ’ αλλάξανε τα πράματα.
Αυτό το μέρος δε μου κάνει πια καλό
στη λάθος πόλη βρίσκομαι, θα έπρεπε να ρθώ
στο Χόλυγουντ, μου φάνηκε για μια στιγμή
πως είδα κάτι να κινεί, δεν είμαι σ’ εύκολη οδό
θα πάρω μάθημα σουίνγκ, θα μάθω και χορό,
θα ντυθώ τραβεστί και μόνον ένας βλάξ εδώ
θα πίστευε ότι υπάρχει κάτι να δειχτεί
Γλύτωσα πίσω μου εμπόδια πολλά
και τόσα άλλα πράγματα επίσης,
κύριε όχι μη σηκώνεσαι, απλά
περνώ γοργά και φεύγω, μη με βρίσεις
Οι άνθρωποι είναι τρελοί
και παράξενοι οι καιροί
είμαι γερά μαγκωμένος,
είμαι εκτός, κλειδωμένος.
Ενδιαφερόμουνα παλιά
μ’ αλλάξανε τα πράματα.
Σαράντα μίλια βάδισα στη κακοτράχαλη οδό
κι αν η Βίβλος είν’ ορθή,
ο κόσμος πια θα εκκραγεί
πάσχισα να με κάνω πέρα όσο μπορώ,
μερικά πράγματα καίνε πολύ
για να τ’ αγγίξεις, το ανθρώπινο μυαλό
μπορεί ν’ αντέξει ως εκεί
μα να νικάς δε γίνεται με χαρτωσά κακή.
Μου ‘ρχεται να ερωτευτώ
τη πρώτη που θα συναντήσω
να τηνε βάλω σε καρότσι
μες στις οδούς να τη τσουλήσω
Οι άνθρωποι είναι τρελοί
και παράξενοι οι καιροί
είμαι γερά μαγκωμένος,
είμαι εκτός, κλειδωμένος.
Ενδιαφερόμουνα παλιά
μ’ αλλάξανε τα πράματα.
Πληγώνομαι εύκολα, μα δε το δείχνω, απλά,
μπορεί να πλήξεις κάποιονε χωρίς ούτε χαμπάρι.
Το επόμενο λεπτό μπορεί κι άπειρο να ‘ναι
θα πέσω κάτω χαμηλά, και πάνω θα πετώ ψηλά,
του κόσμου όλη η αλήθεια, μέγα ψέμα θα ‘ναι
έχω βαθιά ερωτευτεί, με μια που δε γουστάρει.
Ο Χέντριξ και η Τζάνις Τζόπλιν,
πήδηξανε μέσα στη λίμνη
κι εμέ δε μ’ ενθουσιάζει τόσο
στο ίδιο σφάλμα να ενδώσω
Οι άνθρωποι είναι τρελοί
και παράξενοι οι καιροί
είμαι γερά μαγκωμένος,
είμαι εκτός, κλειδωμένος.
Ενδιαφερόμουνα παλιά
μ’ αλλάξανε τα πράματα.
6η). E λοιπόν μερικές φορές, άλλο ψάχνεις, άλλο βρίσκεις. Άλλο θες να κάνεις, άλλο σου βγαίνει στη πορεία. Δεν έχεις μιαν ιστορία, αναζητάς και βρίσκεις μια, και παρένθετα, έρχεται και μια άλλη να σε βρει μονάχη της, χωρίς να την έχεις ψάξει καν, ακάλεστη μεν αλλά ευπρόσδεκτη, δε. Ναι καλά καταλάβατε, πρόκειται για μιαν ακόμα παλιά πονεμένη ιστορία, ενός αγαπημένου τραγουδιού. Πάμε λοιπόν παρέα:
Είναι 14 Οκτώβρη 1899, στο τέλος αιώνα και στη χαραυγή ενός νέου, μ’ ό,τι συνεπάγεται αυτό. Βρισκόμαστε στη Mill Creek Valley, μικτής ράτσας, φτωχική συνοικία του Σεντ Λούις του Μισούρι, κοντά στο Union Station, αποτελούμενη κυρίως από σπίτια με νοικιαζόμενα δωμάτια χαμηλού κόστους, μπορντέλα και μικρά διαμερίσματα, χωρίς υδραυλική εγκατάσταση. Πιο συγκεκριμένα στην οδό 212 Targee Street (γνωστή επίσης κι ως Johnson Street) κι εκεί κατοικεί κι εργάζεται μια μικρή 22άχρονη πόρνη, η Φράνκι Μπέηκερ (1876-1952) κι έχει εραστή-προαγωγό, τον 17άχρονο (!!!) Αλ Μπριτ (πηγές τον αναφέρουν άλλοτε Άλλεν κι άλλοτε Άλμπερτ), όστις άρχισε να της κάνει.. νερά! Της είπε πως τη βαρέθηκε και θα τη παρατήσει κι έφυγε από το κοινό τους δωματιάκι. Αυτή έκλαψε, χτυπήθηκε, στεναχωρήθηκε και στο τέλος πήρε ένα πιστόλι κι άρχισε να τον αναζητά παντού. Πήγε και στο μπαρ που σύχναζε, ρώτησε τον μπάρμαν αν είχε δει τον καλό της κι εκείνος της το σβούριξε απότομα, πως ναι τον είχε δει αλλά ήτανε παρέα με μιαν άλλη γυναίκα, τη Νέλι Μπλάι (επίσης γνωστή κι ως Άλις Πράιορ). Η μικρή δεν είπε τίποτε, πήρε μιαν 6άδα μπύρες, τις κοπάνησε και πήγε στο διαμέρισμά του, Από μέσα άκουσε… οχλαγωγία ερωτική, κρυφοκοίταξε από το τζαμάκι κι είδε τον καλό της με τη νέα του καλή, ν’ .. αμαρτάνουνε μετά λαγνείας. Θόλωσε! Έβγαλε το πιστόλι, μπουκάρισε μέσα και τονε πυροβόλησε θανάσιμα στη κοιλιακή χώρα.
Κατά μιαν άλλη εκδοχή, τονε πυροβόλησε στο δρόμο, καθώς επέστρεφαν αυτός κι η νέα του καλή, από ένα διαγωνισμό χορού, έχοντας κερδίσει ένα τρόπαιο, για σλόου ντάνσινγκ, στο Cakewalk*. Όλες όμως συμφωνούνε στην ώρα του πυροβολισμού: 2 η ώρα το χάραμα, ξημερώνοντας 15 Οκτώβρη 1899! Όπως και να ‘χει, ο Μπριτ πέθανε αργά και βασανιστικά, 4 μέρες αργότερα στο City Hospital. Στη δίκη που έγινε αργότερα, η Φράνκι είπε πως της επετέθη με μαχαίρι κι αντέδρασε ενστικτωδώς, ευρισκόμενη σε νόμιμη άμυνα. Τελικά αθωώθηκε και πέθανε πολύ αργότερα στο Portland του Oregon, σε ψυχιατρικό ίδρυμα.
(* Cakewalk = Αφορά σε αμέρικαν-άφρο μουσική -πρόγονο της Ραγκτάιμ- από μικρές μπάντες, συνήθως ένα μπάντζο κι ένα κλειδοκύμβαλο, κι ήτανε χορός που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αι., από το “Prize Walks” και γινότανε γενικά σε συναθροίσεις σκλάβων νέγρων από τις φυτείες των Νοτίων Πολιτειών της Αμερικής. Εναλλακτικές ονομασίες του ήταν: “chalkline-walk” και “walk-around”. Συνοπτικά, μια παρουσίασή του σε μιαν έκθεση στη Centennial Exposition στη Φιλαδέλφεια, απονεμήθηκε μια τεράστια τούρτα στο ζευγάρι που κέρδισε. Στη συνέχεια, έγινε αποκλειστικά και μόνο χορός για άντρες, μέχρι το 1890 περίπου. Τότε που ξαναμπήκανε κι οι γυναίκες, γίνηκε δυνατόν το να μπούνε πιότεροι χορευτικοί συνδυασμοί, πιότερες φιγούρες κι αυτοσχεδιασμοί, τόσο που σύντομα μετατράπηκε σε “γκροτέσκο” χορό κι έγινε δημοφιλής σε όλη σχεδόν τη χώρα.)
Αυτό το περιστατικό, απεικονίστηκε, την ίδια χρονιά κιόλας από τον τότε εξαίρετο τραγουδοποιό μπαλάντας, Μπιλ Ντούλι (δεν το βρήκα αυτό πουθενά, δυστυχώς). Η 1η δημοσιοποίηση του τραγουδιού έγινε το 1904 και πιστώνεται στον Hughie Cannon, συνθέτη του γνωστού τότε τραγουδιού, “Won’t You Come Home Bill Bailey”, κομμάτι που σε μια παραλλαγή του τραγουδιέται ακόμα και σήμερα, με τίτλο, “He Done Me Wrong” κι υπότιτλο, “Death of Bill Bailey”.
Αργότερα, το 1912, διασκευάστηκε στο κλασικό μπλουζ, “Φράνκι & Τζόνι”, (αυτό όλοι θα το ξέρετε), από τους Leighton Brothers και Ren Shields κι εκεί ονοματίζεται η Νέλι Μπλάι, ως το νιο κορίτσι που ο Τζόνι έχει δώσει τη καρδιά του. Η πιο παλιά επίσημη κάντρι ηχογράφηση σε δίσκο, έγινε το 1924 από τη Columbia και το τυφλό τραγουδιστή της, Ernest Thompson. Το γνωστό επίσης, “Frankie & Johnny Were Lovers”, πρωτοεμφανίστηκε το 1925 ως “Φράνκι & Άλμπερτ” στο On Τhe Trail Οf Negro Folksongs από τη Dorothy Scarborough, και μια άλλη εκδοχή του, παρόμοια, βγήκε το 1927 στο Carl Sandburg’s The American Songbag. Τελικά μέχρι σήμερα τουλάχιστον 256 (!!!) ηχογραφήσεις, εκδοχές, διασκευές του έχουνε γίνει και το ‘χουν ερμηνεύσει σ’ αυτές τις παραλλαγές πολύ γνωστά κι ηχηρά ονόματα. Θ’ αναφέρω ενδεικτικά:
Lead Belly, Mississippi John Hurt, Jimmie Rodgers, Les Paul & Mary Ford, Roscoe Holcomb, Big Bill Broonzy, Bob Dylan, Frank Crumit, Johnny Cash, Doc Watson, Pete Seeger, Mississippi Joe Callicott, Charlie Patton, Taj Mahal, Charlie Poole, Sam Cooke, Lena Horne, Lonnie Donegan, Dinah Shore, Jerry Lee Lewis, Gene Vincent, Fats Waller, Van Morrison, Michael Bloomfield, Brook Benton, Lindsay Lohan, Chris Smither, Jack Johnson, Burl Ives, Sammy Davis, Jr., Anika Noni Rose, & Stevie Wonder.
Το 1966 το ηχογράφησε κι ο μεγάλος Έλβις και το ‘παιξε σε μια ταινία του, κάνοντάς το χρυσό δίσκο.
Επίσης είχαμε και τζαζ παραλλαγές από τα μεγαλύτερα ιερά τέρατα, Louis Armstrong, Count Basie, Bunny Berigan, Dave Brubeck, Duke Ellington, & Benny Goodman.
Εν προκειμένω λοιπόν έχω βρει αυτό του Μπομπ Ντύλαν και σας το παρουσιάζω εδώ. Πάμε να το απολαύσουμε παρέα:
Frankie & Albert
Μουσική: Mississippi John Hurt
Στίχοι: Mississippi John Hurt (διασκευή Μπομπ Ντύλαν)
1η εκτ.: Μπιλ Ντούλι 1899
2η εκτ.: (κι εγώ ο ίδιος μπερδεύτηκα) εδώ πάντως είναι o Mississippi John Hurt
Φράνκι & Άλμπερτ
Η Φράνκι ήταν καλό κορίτσι
όλοι τη ξέρανε καλά
πλέρωσ’ ατάκα για του Άλμπερτ
τη πιο καινούρια κουστουμιά
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός της
μα της την έφερε χοντρά…
Ο Άλμπερτ ίσια της το είπε:
“Φεύγω, σ’ αφήνω, κι όχι λίγο,
πολύ, μα μη με περιμένεις.
Μη σκας για μένα που θα φύγω“.
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός της
μα της την έφερε χοντρά…
Η Φράνκι πήγε στο μπαράκι
με έξη μπύρες συντροφιά
τον μπάρμαν ήρεμα ρωτά:
“Φάνηκε φίλε ο καλός μου;
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός μου
μα μου την έφερε χοντρά...”
“Λοιπόν διόλου δε στα μασώ
και ψέμματα δε θα σου πω
είδα τον Άλμπερτ στα φιλιά,
με την Άλις Μπλάι αγκαλιά.
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός σου
μα σου την έφερε χοντρά…”
Η Φράνκι βγήκε στο δρομάκι
απ’ το παράθυρο κοιτά
βλέπει τον Άλμπερτ, στα φιλιά,
με την Αλίκη αγκαλιά.
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός της
μα της την έφερε χοντρά…
Η Φράνκι τ’ όπλο της κρατά
ζόρικο πράμα και βαρύ
οι κρότοι σκάσαν δυνατά
κι ο Άλμπερτ έπεσε στη γη.
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός της
μα της την έφερε πολύ…
Η Φράνκι τότε γονατίζει,
παίρνει τον Άλμπερτ αγκαλιά
τονε γεμίζει με φιλιά,
μα πίσω δε τον φέρνει πια.
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός της
μα της την έφερε χοντρά…
“Φέρτε μου χίλιους πολιτσμάνους
να με πετάξουν στο κελλί.
τον Άλμπερτ σκότωσα η τρελή
η κόλαση μου πρέπει πιά.
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός μου
μα μου την έφερε χοντρά…”
Ο δικαστής στη δίκη, είπε:
“Είναι απλό: Της γυναικός
ο φόνος, ο φρικιαστικός
του εραστή, με το πιστόλι,
του δεύτερου βαθμού, καημός.
Ήτανε, βλέπεις, ο άνθρωπός της
μα της την έφερε κι αυτός...”
Η Φράνκι πάει στην αγχόνη
ήρεμη, αθώα κοπελιά,
το βλέμμα στα ψηλά σηκώνει
“Πάρε με Θεούλη μου κοντά.
Αχ! σκότωσα τον άνθρωπό μου
κι ας μου την έφερε χοντρά...”
=====================
7η). Kι εδώ κλείνω το αφιέρωμα, –προσωρινά, γιατί δεν αποκλείεται να προσθέσω κι άλλες στο μέλλον, καθώς το άρθρο παραμένει ανοιχτό– στον Μπόμπυ κι ομολογώ πως το απήλαυσα πολύ. Ελπίζω να το βρείτε του γούστου σας κι εσείς.
Πολλές φορές πιάνει κανείς πάτο. Σκέφτεται μαύρα πράγματα, καθώς νιώθει να τονε πλησιάζει η νύχτα. Μερικές φορές το εκφράζει κι όλας και μάλιστα μουσικά κι αυτή είναι μι’ απ’ αυτές. Δε νομίζω να χει περιγράψει κανείς πιο εύγλωττα, το σκότος που πλησιάζει και κάτι μας θυμίζει αυτό ε; Για πάμε παρεούλα να δούμε… ή μάλλον ν’ ακούσουμε:
Not Dark Yet
Στίχοι-Μουσική-1η εκτ.: Μπομπ Ντύλαν
Δεν Σκοτείνιασε Ακόμα…
Πέφτουν οι σκιές του δειλινού και είμαι δω ολημερίς
Πολύ ζέστη να κοιμηθώ κι ο χρόνος τρέχει
Νιώθω τη ψυχή μου να βαραίνει σα μολύβι
Έχω ακόμα σημάδια που ήλιος δε γιάτρεύει
Δεν υπάρχει χώρος για τίποτα πλέον
Δεν σκοτείνιασε ακόμα, μα κοντεύει…
Λοιπόν, η ανθρωπιά μου έχει στεγνώσει
Πίσω από κάθε ομορφιά υπάρχει πόνος
Μου έγραψε ένα γράμμα, τόσο… ευγενικό,
Έβαλε στο χαρτί ότι είχε στο μυαλό
Απλά δε βλέπω γιατί πρέπει να με νοιάζει
Δεν σκοτείνιασε ακόμα, μα πλησιάζει…
Πήγα Λόντρα και στο χαρωπό Παρίσι βγήκα
Ακλούθησα τον ποταμό, θάλασσα βρήκα.
Βρέθηκα κάτω, στη μέση ενός κόσμου, όλο ψέμμα
Δε ψάχνω τίποτα στων αλλωνών το βλέμμα
Μερικές φορές φορτίο αβάσταχτο μου μοιάζει
Δεν σκοτείνιασε ακόμα, μα πλησιάζει…
Γεννήθηκα και θα πεθάνω εδώ, θέλω δε θέλω
Ξέρω πως μοιάζω να κινούμαι: Πέτρα στέκω.
Με ναρκωμένο και γυμνό το κάθε νεύρο στο κορμί
Δε θυμάμαι καν γιατί ‘ρθα ‘δω και τι με πιλατεύει
Δεν ακούω καν, τους ψίθυρους των προσευχών
Δεν σκοτείνιασε ακόμα, μα κοντεύει…
======================================
Με ρωτάνε γιατί έχω ένα κόλλημα με τη 10ετία των 70’ς, ενώ, κατά καιρούς έχουνε γίνει μικρές μουσικές εκρήξεις, έχουνε ψιλοξεκινήσει ρεύματα: νέγρικα μπλουζ, ραγκτάιμ, τζαζ, μπάντες, ήπια σοουλ, κλπ, σε όλες τις εποχές, Θα απαντήσω τώρα σ’ αυτό το ερώτημα, με μια… παραβολή:
Ας υποθέσουμε πως ποθείτε πάρα πολύ ένα άτομο (αναλόγως του φύλου βέβαια) κι αυτό επίσης πάρα πολύ εσάς. Το φέρνει λοιπόν ο καιρός και συναντιέστε. Χάνετε ορόφους, χάνετε μυαλά, μπαίνετε σε αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας, γιατί ο νους σας είναι στο… αυτό που πρόκειται να συμβεί. Στη φούρια δε προφταίνετε μήτε να χαιρετιστείτε, αρπάζεστε, άρον-άρον, μήτε να γδύθείτε δε προφταίνετε, σκίζετε και κανά ρούχο και… συμβαίνει!
Ξέπνοοι κι οι δυο πασχίζετε να βρείτε τις ανάσες σας και να ηρεμήσετε.
(Αυτή είναι η 10ετία των 60’ς! Τέτοια έκρηξη δε ξανάδε ο κόσμος, κι όχι μόνο στη μουσική. Οι κραδασμοί, οι… “μετασεισμοί”, το “ωστικό” αυτό κύμα, συντάραξε τον κόσμο).
Επιτέλους λοιπόν βρήκατε τις ανάσες σας, ηρεμήσατε και τώρα είναι η ώρα να δείτε λιγάκι πιο βαθιά, το δίπλα σας, να το αγγίξετε απαλά, να το χαϊδέψετε, να το πειράξετε, να χαριεντιστείτε, να μιλήσετε, να πείτε και κείνη τη ξεχασμένη “καλησπέρα”, κι ό,τι τέλος πάντων… Μέχρι να ξεκινήσει ο… επόμενος γύρος, που αυτή τη φορά, χωρίς πίεση, χωρίς βιάση, απαλά, αργά, όμορφα, τρυφερά, θα.. πάτε παρακάτω. Κι έτσι, συνήθως ξεκινά μια σχέση, ίσως και βίου, καμιά φορά.
(Αυτή ήταν η 10ετία των 70΄ς. Εκεί, ό,τι είχεν εξαχθεί, μέχρι τότε, μεγάλωσε, έδεσε, ωρίμασε, τόσο ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Ξεπηδήσαν ένα σωρό απαρχές, συνεχίσαν ένα σωρό ωριμότερα πράγματα. Κι αυτή η 10ετία ήτανε στήριξη κι επαύξηση, της τόσον εκρηκτικής αυτής αρχής).
Το ξέρω, δεν θα υπάρξει σε αυτή τη σχέση ξανά, ίδιο ξεκίνημα, κι ίσως ούτε ίδια συνέχεια. Κι οι 2 όμως αυτές στιγμές θα μείνουνε χαραγμένες αιώνια. Η συνέχεια, θαναι πιο ήπια, έως πτωτική. (στη σχέση εννοώ κι όχι στη μουσική).
Αλλά όπως λέει κι ο Καβάφης, (αν τον αλλάξω λιγάκι): Είσαι τυχερός και θαρραλέος, εσύ που αξιώθηκες μια τέτοια (10ετία) πόλη!)
Σήμερα, συνεχίζοντας τη προχτεσινή κουβέντα, θα εστιάσω λίγο ακόμα τη προσοχή, σε κείνο το επικό συγκρότημα: τους “Rainbow” και στον αδιαφιλονίκητο ηγέτη τους Ρίτσι Μπλάκμορ. Και στο τέλος μια από τις πιο αγαπημένες ροκ μπαλάντες, όλων των εποχών. Εμπρός λοιπόν, δεθείτε:
———————————-
ΜΕΡΟΣ 2ον: Rainbow
Βιογραφικό
Οι Rainbow είναι το συγκρότημα που δημιούργησε ο κιθαρίστας Ρίτσι Μπλάκμορ, αμέσως μετά την αποχώρηση του από τους Deep Purple (άλλο επικό συγκρότημα, μα γι’ αυτό θα τα πούμε άλλη μέρα), μαζί με 4 πρώην μέλη του συγκροτήματος Elf. Είναι ένα από τα γνωστότερα ονόματα στο χώρο της χαρντ ροκ μουσικής και πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του μουσικού ιδιώματος power metal.
Ο κιθαρίστας Ρίτσι Μπλάκμορ αποχώρησε από τους Deep Purple μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ “Stormbringer”, λόγω των έντονων φανκ επιρροών που είχε πλέον ο ήχος του συγκροτήματος. Έχοντας δουλέψει στο παρελθόν με μέλη των Elf, των οποίων ο πρώτος δίσκος κυκλοφόρησε σε παραγωγή των Ρότζερ Γκλόβερ και Ίαν Πέις, ηχογράφησε τον δίσκο “Ritchie Blackmore’s Rainbow” με τους Ρόνι Τζέιμς Ντίο στα φωνητικά, Γκρεγκ Γκρούμπερ στο μπάσο, Γκάρι Ντρίσκολ στα τύμπανα και Μίκι Λι Σουλ στα πλήκτρα. Τη παραγωγή ανέλαβε ο Μάρτιν Μπερτς κι οι συνθέσεις ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας του Μπλάκμορ με τον Ντίο, ενώ συμπεριλήφθηκαν κι οι διασκευές στα “Black Sheep Of The Family” των Quatermass και “Still I’m Sad” των Yardbirds.
Αυτή η σύνθεση των Rainbow δεν επέζησε για πολύ, αφού ο Μπλάκμορ απέλυσε τον Γκρούμπερ τον Ιούλιο του 1975 και τους Ντρίσκολ και Λι Σουλ τον επόμενο Σεπτέμβριο. Στη θέση τους προσέλαβε τον ντράμερ του Τζεφ Μπεκ, Κόζι Πάουελ, τον μπασίστα Τζίμι Μπέην και τον κιμπορντίστα Τόνι Κάρεϊ. Το συγκρότημα έπαιξε τη 1η του συναυλία στις ΗΠA τέλη 1975, μ’ ένα μεγάλο ουράνιο τόξο να καλύπτει τη σκηνή.
Στις αρχές του 1976 επέστρεψαν στο στούντιο, με παραγωγό και πάλι τον Μπερτς, με σκοπό την ηχογράφηση του 2ου τους δίσκου. Το καλοκαίρι κείνης της χρονιάς περιόδευσαν και πάλι στην Βόρεια Αμερική, την ίδια περίοδο που κυκλοφόρησε ένας από τους καλύτερους δίσκους τους, με την ονομασία “Rainbow Rising”, ποy περιλάμβανε το τραγούδι “Stargazer”, κομμάτι το οποίο ένωσε τη κλασική μουσική με το σκληρό ροκ, σε συνδυασμό με τα πολύ δυνατά φωνητικά του Ντίο και το βιρτουόζικο παίξιμο της κιθάρας του Μπλάκμορ. Ο δίσκος ανέβηκε ως το No 11 των βρετανικών τσαρτ, όπως είχε κάνει και το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος. Στα τέλη της χρονιάς το συγκρότημα περιόδευσε στη Μεγάλη Βρετανία και για πρώτη φορά στην Ιαπωνία.
Μετά τη περιοδεία για τη προώθηση του “Rainbow Rising”, ο Μπλάκμορ αντικατέστησε τον Μπέην και τον Κάρεϊ με τον Μπομπ Ντέισλι και τον Ντέηβιντ Στόουν, αντίστοιχα. Με σκοπό να διατηρήσουν τη δημοτικότητα τους σε ψηλά επίπεδα, κυκλοφόρησαν το ζωντανά ηχογραφημένο “Rainbow On Stage” τον Ιούλιο του 1977. Πριν τη κυκλοφορία του 3ου τους στούντιο δίσκου, οι Rainbow πραγματοποίησαν μία sold-out περιοδεία στην Βρετανία κι ολοκλήρωσαν άλλη μία σειρά εμφανίσεων στην Ιαπωνία στις αρχές του 1978. Στις 9 Απρίλη 1978 κυκλοφόρησαν το “Long Live Rock ‘n Roll” και μετά τη περιοδεία για τη προώθηση του, ο Μπλάκμορ έκανε νέες αλλαγές στη σύνθεση, εντάσσοντας στο συγκρότημα τον πρώην μπασίστα των Deep Purple, Ρότζερ Γκλόβερ στη θέση του Μπομπ Ντέισλι και τον Ντον Έρεϊ στη θέση του Ντέηβιντ Στόουν. Ο Ρόνι Τζέιμς Ντίο διαφώνησε μ’ αυτή τη κίνηση κι αποχώρησε το Γενάρη του 1979.
Νέος τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν ο τραγουδιστής Γκράχαμ Μπονέτ των Marbles, αν κι η αρχική πρόθεση του Μπλάκμορ ήταν το μικρόφωνο του συγκροτήματος να αναλάβει ο πρώην τραγουδιστής των Deep Purple, Ίαν Γκίλαν, πρόταση που ο Γκίλαν αρνήθηκε. Ένας άλλος υποψήφιος για τη θέση ήταν ο Πήτερ Γκόλμπι, που τελικά ανέλαβε τα φωνητικά των Uriah Heep.
Με τη νέα σύνθεση, οι Rainbow κυκλοφόρησαν το δίσκο “Down to Earth” με τις μεγάλες επιτυχίες “Since You’ve Been Gone” και “All Night Long”, αποβάλλοντας την επική στιχουργική των προηγούμενων άλμπουμ τους.
Η περιοδεία για το δίσκο περιελάμβανε εμφανίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες ως support συγκρότημα στους Blue Öyster Cult, ακολουθούμενες από μεγάλες εμφανίσεις στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, για να ολοκληρωθεί με το συγκρότημα να εμφανίζεται σαν πρώτο όνομα στο ιστορικό φεστιβάλ “Monsters of Rock” στις 16 Αυγούστου 1980. Αυτή ήταν κι η τελευταία συναυλία του ντράμερ Κόζι Πάουελ όπως και του Γκράχαμ Μπονέτ, ο οποίος εκδιώχθηκε από το συγκρότημα λόγω προβλημάτων αλκοολισμού.
Αντικαταστάτες τους ήταν ο τραγουδιστής Τζο Λιν Τέρνερ κι ο ντράμερ Μπόμπι Ροντινέλι, ο οποίος αρνήθηκε πρόταση να γίνει μέλος των Kiss. Αυτή η σύνθεση κυκλοφόρησε τον δίσκο “Difficult to Cure” τον Φεβρουάριο του 1981, με μεγαλύτερες επιτυχίες το “I Surrender” και το ομώνυμο κομμάτι, που ήτανε διασκευή της 9ης συμφωνίας του Μπετόβεν. Οι Rainbow περιόδευσαν στην Αμερική τον Μάρτη, πριν συνεχίσουν στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Στη διάρκεια αυτής της περιοδείας, ο Έρεϊ αποχώρησε κι αντικαταστάθηκε από τον Ντέηβιντ Ρόσενθαλ, με τον οποίο κυκλοφόρησαν το “Straight Between the Eyes” κάνοντας τον ήχο τους ακόμη πιο εμπορικό. Ο δίσκος περιείχε τη μεγάλη επιτυχία “Stone Cold”.
Για το “Bent Out Of Shape” του 1983, αντικαταστάθηκε ο Ροντινέλι από τον Τσακ Μπούρτζι. Ο ήχος τους είχε φτάσει σε μονοπάτια μελωδικού ροκ, που παρ’ όλο το ότι ήταν ιδιαίτερα ποιοτικό, είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ από τον αρχικό χαρντ ροκ – ορχηστρικό ήχο του παρελθόντος. Μετά από μία συναυλία τον Μάρτη του 1984 στην Ιαπωνία όπου μαζί με μία 80μελή ορχήστρα έπαιξαν το “Difficult to Cure”, ο Ρίτσι Μπλάκμορ αποφάσισε να διαλύσει το συγκρότημα για να επανενταχθεί στους Deep Purple. Δύο χρόνια μετά τη διάλυση τους, κυκλοφόρησε ο δίσκος “Finyl Vinyl”, με ανέκδοτες ζωντανές και στούντιο ηχογραφήσεις.
Το χειμώνα του 1993, ο Μπλάκμορ αποχώρησε από τους Deep Purple μετά από έντονες διαμάχες με τον Ίαν Γκίλαν. Στα τέλη της επόμενης χρονιάς έκανε πρόβες με σκοπό να ξεκινήσει και πάλι την σόλο καριέρα του, μαζί με τον τραγουδιστή Ντούγκι Γουάιτ. Κατά τα πρώτα αυτά βήματα, ενεπλάκη κι ο μπασίστας Ρομπ ΝτεΜαρτίνο. Ο Μπλάκμορ αποφάσισε να δημιουργήσει και πάλι τους Rainbow με τους Ντούγκι Γουάιτ στα φωνητικά, Γκρεγκ Σμιθ στο μπάσο, Τζον Ο’ Ράιλι στα τύμπανα και Πωλ Μόρις στα πλήκτρα. Το συγκρότημα περιόδευσε με μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη τον χειμώνα του 1995, χωρίς όμως να υπάρξει ιδιαίτερη ανταπόκριση από τα βρεττανικά ΜΜΕ.
Τον Αύγουστο του 1995 κυκλοφόρησε ο δίσκος “Stranger In Us All”, μετά την κυκλοφορία του οποίου ο Τζον Ο’ Ράιλι αντικαταστάθηκε από τον παλιό γνώριμο, Τσακ Μπούρτζι. Αν και γνώρισε επιτυχία στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ο δίσκος δε κατάφερε να μπει στο Top-100 των τσαρτ της Μεγάλης Βρετανίας.
Το 1997, ο Μπλάκμορ αποφάσισε να διαλύσει το συγκρότημα για να δημιουργήσει με τη σύζυγο του, Κάντις Νάιτ, τους Blackmore’s Night. Το φθινόπωρο του 1998, ο Κόζι Πάουελ μίλησε με τον Μπλάκμορ για μία επανένωση της παλιάς σύνθεσης η οποία είχε κυκλοφορήσει το “Rainbow Rising”. Η επανένωση της κλασικής σύνθεσης των Rainbow δε πραγματοποιήθηκε λόγω του θανάτου του Πάουελ τον Απρίλιο του 1998. 12 χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 2010, ο θάνατος του Ρόνι Τζέιμς Ντίο έδωσε τέλος στις ελπίδες των οπαδών του συγκροτήματος για επανεμφάνιση τους.
Παρ’ όλα αυτά, το 2015 ο Μπλάκμορ ανακοίνωσε συναυλίες των Rainbow μέσα στο 2016, με τραγουδιστή τον Ρόνι Ρομέρο των Lords Of Black, ντράμερ τον Ντέιβιντ Κιθ των Blackmore’s Night, κιμπορντίστα τον Γιενς Γιόχανσον των Stratovarius και μπασίστα τον Μπομπ Νουβό. Η σύνθεση αυτή κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο, διπλό άλμπουμ “Live in Birmingham 2016”, το οποίο ηχογραφήθηκε στις 25 Ιουνίου 2016 στη Genting Arena του Μπέρμιγχαμ.
Τον Απρίλη του 2017, ο Μπλάκμορ δήλωσε ότι έχουν ηχογραφήσει δύο κομμάτια κι είναι πολύ πιθανό να κυκλοφορήσουν δύο νέα σινγκλ…
Ας περιμένουμε λοιπόν να δούμε, ή μάλλον, ν’ ακούσουμε. Κι όσο περιμένουμε, ας ακούσουμε παρέα αυτό το διαμάντι, που κρατά βαθιά μες στη ψυχή του, επιρροές από Τζίμι Χέντριξ και Πινκ Φλόυντ.
————————————
Οι Ιστορίες
1η). Παρακάτω λοιπόν θα ξεκινήσω με το αγππημένο μπλουζ των ’70ς το “Ουράνιο Τόξο” τους. Σε κάθε πάρτυ ήτανε “μαστ”, εκτός από θαυμάσιο κομμάτι, ήταν απαλό καιι διαρκούσε… τό τι καρδιοχτύπι, το τί τρέμουλο, δεν περιγράφεται… Πάμε…
Catch The Rainbow
Στίχοι: Ρόνι Τζέημς Ντίο
Μουσική: Ρίτσι Μπλάκμορ
1η εκτ.: Ρόνι Τζέημς Ντίο 1975
Άλμπουμ: “Rainbow” 4/8/1975
Άδραξε Το Ουράνιο Τόξο
Σα πέσει η νύχτα
τρέχει σε μένα
σαν όνειρο ψιθυριστό
που δε μπορεί να δείτε
Καυτά κι απαλά
θ’ αγγίξει τη μορφή μου
σε κρεβάτι απ’ άχυρο
και όχι σε δαντέλα
Και θαρρούσαμε
πως κρατάγαμε
σφιχτά τ’ ουράνιο τόξο
καβάλλα στον άνεμο
σαλπάραμε στον ήλιο
με το πλοίο των θαυμάτων
Μα τούτη η ζωή
δεν είναι τροχός
κι αλυσίδες απ’ ατσάλι
γι’ αυτό, βλόγησέ με
Κι έλα την αυγή…
Κι έλα την αυγή…
Κι έλα την αυγή…
Κι έλα την αυγή…
Και θαρρούσαμε
πως κρατάγαμε
σφιχτά τ’ ουράνιο τόξο
καβάλλα στον άνεμο
σαλπάραμε στον ήλιο
με βάρκα τ’ όνειρο
Μα τούτη η ζωή
δεν είναι τροχός
κι αλυσίδες απ’ ατσάλι
γι’ αυτό, βλόγησέ με
Κι έλα την αυγή…
Κι έλα την αυγή…
Κι έλα την αυγή…
Κι έλα την αυγή…
=============================
2η). Αν πιάσατε τι εννοώ, μπορούμε ν’ ακούσουμε το επόμενο τραγουδάκι, ένα θεσμικό, κατά τη ταπεινή μου γνώμη, για τα 70’ς, (βρίσκεται και στο μέσον της) και που έχει ημερομηνία 1ης κυκλοφορίας τα 15ετή μου γενέθλια: 4/8/1975. (Ε ρε γλέντια!!!) Θα το έλεγες πολιτικό ίσως, ίσως πάλι να το πεις θρησκευτικό, αλλά και κοινωνικότατο να το πεις κανείς δε θα σου φέρει αντίρρηση. Είναι ένα τραγούδι, -από τα πληρέστερα ροκ κομμάτια που ‘χω ακούσει- που είναι εκτός από θαυμάσιο, και πασπαρτού και με πολλά νοήματα μέσα του κι η μουσική του απίστευτη.
Πάμε παρέα και συγνώμη για τη μετάφραση, αλλά ήτανε πολύ δύσκολο, κι ήθελα να κρατήσω κι ένα στοιχειώδες μέτρο, και μια …ας πούμε, ρίμα και να κρατηθώ στα όρια της γλώσσας και του νοήματος και μάλλον αυτή τη φορά τα ψιλοθαλάσσωσα. Ιδού:
The Temple Of The King
Στίχοι: Ronnie James Dio
Μουσική: Ritchie Blackmore
1η εκτ.: Ronnie James Dio 1974
Συγκρότημα: Rainbow
Album: “Rainbow” 4-8-1975 (!!!!!!)
Ο Ναός Του Βασιλιά
Μια μέρα, στη χρονιά της αλεπούς
έφτασε κείνη η αξέχαστη στιγμή
κι άκουσε ο δυνατός ο νιος απ’ την Ανατολή
μεγάλη, μαύρη, πένθιμη καμπάνα να ηχεί.
Μια μέρα, στη χρονιά της αλεπούς
Σαν η καμπάνα δυνατά άρχισε να λαλεί
Σήμαινε ότι είχε έρθει η ώρα πια
Να πάει κάποιος στο ναό του βασιλιά
Σε κέντρο κύκλου στέκεται εκεί
Ψάχνει, γυρεύει, αναζητεί
Μ’ ένα μόν’ άγγιγμα στο τρέμον χέρι
κι η απάντηση θε να βρεθεί.
Μετά, το φως της μέρας καρτερεί,
όσον ο γέροντας προσεύχεται βραχνά
και “Βοήθα μας εσύ Θεέ μου”, ψάλλει
κι ύστερα, μ’ εκατό ανέμων την ορμή,
φωτά παντού τον εκλεκτό. λαμπρά
κι η μέρα μόλις ξεκινά και πάλλει..
Μια μέρα, στη χρονιά της αλεπούς
έφτασε κείνη η αξέχαστη στιγμή
κι άκουσε ο δυνατός ο νιος απ’ την Ανατολή
μεγάλη μαύρη πένθιμη καμπάνα να ηχεί.
Μια μέρα, στη χρονιά της αλεπούς
Σαν η καμπάνα δυνατά άρχισε να λαλεί
Σήμαινε ότι είχε έρθει η ώρα πια
Να πάει κάποιος στο ναό του βασιλιά.
Σε κέντρο πλήθους βρίσκεται εκεί.
Στέκει, αισθάνεται, κοιτά.
Με ένα μόνο γνεψιμο στο χέρι το δεξί,
μες στο ναό έχει βρεθεί του βασιλιά.
Στης γης την άκρη κι απ το πλήθος μακρυά,
θυμάται, αναρωτιέται και ελπίζει,
τις ιστορίες όλες που ‘χει ακουστά,
για το τι μέλλει ν΄ αντικρύζει
κι αυτό, στο κέντρο στέκει, εκεί
του κύκλου και, “Βοήθεια Θεέ μου”
πια όλοι τους μπορούν να δούνε με το φως,
πως η απάντηση είχε κιόλας δοθεί.
Ξανά πίσω στον κύκλο με το πλήθος,
στέκει και δίνεται και νιώθει
και μ’ ένα μόνον άγγιγμά του δυνατό,
ξέρουν και για το βασιλιά και το ναό
=======================
3η. Δια της παρούσης κάτωθεν σχετικής ιστορίας. Το σημερινό τραγούδι μας λέει την ιστορία ένος… μεγάλου μάγου, που κατάφερε να πείσει, με το καλό ή με το άγριο, ένα σωρό ανθρώπους και να τους σκλαβώσει (προσοχή-προσοχή, η ιστορία είναι απολύτως φανταστική! οιαδήποτε ομοιότης με: πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. πολιτικά πρόσωπα, θρησκευτικά πρόσωπα, πολιτικά κόμματα και πολιτικές γενικά και θρησκευτικά τοιαύτα, είναι απολύτως κι ατυχώς… συμπτωματική), έτσι ώστε να κουβαληθούνε σε μιαν έρημο, και να χτίσουνε με το ίδιο το αίμα της ψυχής και του κορμιού τους, ένα πανύψηλο πύργο, γιατί τάχα ο μάγος αυτός θα μπορέσει, από το πιο ψηλό αυτό σημείο του, να πετάξει! Μάλιστα κυρίες και κύριοι: θα πετάξει. Και τους έπεισε, τους φοβέρισε, τους “μάγεψε”, τους πλάνεψε, τους επέβαλλε, να τον πιστέψουνε και να τον ακολουθήσουνε. Κι αυτά τα ζούδια, το φάγαν αμάσητο, πως ο μέγας φανφαρομάγος, θα πετάξει. Τώρα.. το φάγανε γιατί ήταν ωραίο, ήτανε πειστικό, επειδή είχαν ανάγκη να πιστέψουνε σε κάτι, ποτέ δε θα το μάθουμε, γιατί δεν είμεθα και παρόντες δα, αλλά μπορούμεν εύκολα να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα, κατά που κλίνει ο καθείς μας. (Εγώ το δικό μου συμπέρασμα δε θα σας το πω, να σκάσετε),
Κι αφού λοιπόν τους βγήκε η βαγγελίστρα ανάποδα, πεθάνανε πολλοί, τραβήξανε τα πάνδεινα, χτίσανε τον πύργοοοοοοοο.
Κι ανεβαίνει ο μάγος, παίρνει φόρα και τσούπ! ρίχνει ένα σάλτοοοοοοο.
Μια παρένθεση εδώ, να σας πω τι πρότεινε ο Ντάγκλας Άνταμς, σε μας τους γήινους, για τέτοιαν ακριβώς περίιπτωση. (Σημ.: Ο Άνταμς ήταν συγγραφέας του “Γυρίστε Το Γαλαξία Με Ώτοστοπ”)
Λέει λοιπόν πως εμείς οι γήινοι, επειδή είμαστε κόπανοι κι όλα τα κάνουμε λάθος, όταν μας έρχεται το κέφι να πετάξουμε πρέπει να κάνουμε ακριβώς το αντίθετο: Δηλαδή επειδή τα κάνουμε θάλασσα σε ό,τι καταπιαστούμε, και πετυχαίνουμε το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητόν αποτέλεσμα, θα πρέπει να σημαδέψουμε τη γη, κι όχι τον ουρανό. Με δεδομένο πως θα …αστοχήσουμε, άρα… πετάμε!
Έλα όμως που ο Άνταμς τότε, δεν είχε ακόμα γράψει αυτή τη θαυμάσια, κατ’ εμέ, οδηγία τότε κι άρα ο μέγας μάγος δε την ήξερε! Σημάδεψε προφανώς τον ουρανό, τα ‘κανε θάλασσα κι έφαγε η μούρη του χώμα! Γίνηκε σα γραμματόσημο σε φάκελο, κολλημένο με σάλιο από καφέ!
Αυτή ήταν η ιστορία αυτού του παράξενου τραγουδιού, με τον άγρια όμορφον ήχο, τον εξαίρετο στίχο, του Ντίο, την υπέροχη σολιά του Ρίτσι, τα μοναδικά σόλα ντραμς του Κόζι Πάουελ και τον απίθανο ήχο, γενικά των ΡέηνΜπόου!
Δεθείτε και πετάξαμε παρέα.. (σημαδεύτε τη γη κι όχι τον ουρανό, έτσι;)…
Stargazer
Στίχοι: Ronnie James Dio
Μουσική: Ritchie Blackmore
1η εκτ.: Ronnie James Dio
Άλμπουμ “Rainbow Rising” 1976
Αστρολόγος
Απομεσήμερο πουλούσα τη ψυχή μου για νερό
άξιζε χρόνια εννιά που τσάκιζα τη ράχη
Του Μάγου η σκιά τον ήλιο μας σκεπάζει
Είν’ αλαφρύς σα πούπουλο, δείτε τον πως γλυστρά
ωωω κι εγώ, κι εγώ το πρόσωπό του το θωρώ
Πού ‘ναι τ’ αστέρι σου;
Είναι μακρυά; Πολύ μακρυά;
Κι εμείς πότε θα φύγουμε;
Σε πιστεύω! Ναι, Σε πιστεύω!
Στη κάψα, στη νεροποντή,
αλυσίδες και φραγγέλια
για να πετάξει, είδες,
τόσοι νεκροί, τόσοι πολλοί
μπήκαν στου Πύργου τα θεμέλια
και σάρκες, ναι, και κόκκαλα,
μόνο να τονε δούμε να πετά
Αλλά δεν έμαθα και το γιατί
και τώρα πια για πού τραβά;
Ένας σιμούν στην έρημο, μανά
Είπαμε πως έφτασεν η ώρα μας
τα όνειρά μας δέσαμε μαζί του
κι ιδού η γη που συνεχίζει να γυρνά
πέτρινος πύργος να τον πάει στον ουρανό
θαρρώ το πρόσωπό του το θωρώ.
Πού ‘ναι τ’ αστέρι σου;
Είναι μακρυά; Πολύ μακρυά;
Κι εμείς πότε θα φύγουμε;
Σε πιστεύω! Ναι, Σε πιστεύω!
Στη κάψα, στη νεροποντή,
αλυσίδες και φραγγέλια
για να πετάξει, είδες,
τόσοι νεκροί, τόσοι πολλοί
μπήκαν στου Πύργου τα θεμέλια
και σάρκες, ναι, και κόκκαλα,
μόνο να τονε δούνε να πετά
Αλλά δεν έμαθα και το γιατί
και τώρα πια για πού τραβάμε;
Όλα τα μάτια βλέπουνε το Μάγο
Καθώς ανηφορά στη κορυφή του κόσμου
Ήχος δε σκάει καθώς βουτά
ο χρόνος στέκει, δε πετά,
το αίμα βάφει κόκκινη την άμμο
Ω θαρρώ πως βλέπω πια το πρόσωπό του
Πού ‘ταν τ’ αστέρι σου;
Ήτανε μακρυά, πολύ μακρυά;
Και πότε φύγαμε εμείς;
Πιστεύαμε, ω ναι πιστεύαμε
Στη κάψα, στη νεροποντή,
αλυσίδες και φραγγέλια
για να πετάξει, είδες,
τόσοι νεκροί, τόσοι πολλοί
μπήκαν στου Πύργου τα θεμέλια
και σάρκες, ναι, και κόκκαλα,
μόνο να τονε δούμε να πετά
Μα τάχατε γιατί
σ’ όλη τη νεροποντή.
μ’ όλες τις αλυσίδες
κι όλοι ετούτοι οι νεκροί
μόνο για να πετάξει, είδες
Δες μου τη σάρκα και τα οστά
Ναι τώρα, δες με, δες με, δες
στου Πύργου τα λιθάρια δες,
Ουράνιο τόξο βλέπω ν’ ανατέλλει
να κοίτα, στον ορίζοντα μακρυά
κι εγώ στο σπίτι μου πηγαίνω
στο σπίτι μου γυρίζω
στο σπίτι μου γυρίζω
Ματώσανε τα μάτια μου
και η καρδιά μ’ εγκαταλείπει
τον τόπο αυτόν τον γνώρισα
αλλά δεν είναι σπίτι
Γύρνα με πίσω, γύρνα με πίσω
Μού ‘δωσε τη θέλησή μου πίσω
Γυρίζω σπίτι, ναι, γυρίζω σπίτι
τα μάτια μου ματώνουνε
και η καρδιά μ’ εγκαταλείπει,
το τόπο αυτό τον γνώρισα
αλλά δεν είναι σπίτι,
γύρνα με πίσω, ναι, γύρνα με πίσω
πίσω στο σπίτι, το σπιτικό μου
σταμάτησε ο χρόνος να κυλά
===============================
ΜΕΡΟΣ 3ο. Το παρόν άρθρο δεν είναι όπως τα πριν ή τα μετά. Δεν είναι ένας ο καλλιτέχνης και το κάθε τραγούδι του γίνεται μια ιστορία. Είναι η Ιστορία Ενός Τραγουδιού, σπασμένη σε 5 κομμάτια, με το κάθε κομμάτι μια δική του ιστορία. Είναι η πορεία ενός τραγουδιού από τη γένεσή του, μέχρι τις μέρες μας, πως φτιάχτηκε, πως παίχτηκε, πως άλλαξε, πως ενέπνευσε και πως έφτασεν ως εδώ, δια μέσου των ετών. Επικός στίχος, επική μουσική (σ’ όλες τις παραλλαγές), επικές κι οι αλλαγές του κι οι καλλιτέχνες που το είπανε… Πιστεύω πως έπρεπε να γίνει ένα μόνον άρθρο γενικά γι’ αυτό και μονάχο του, μιας κι είναι η πορεία, αλλά και οι καλλιτέχνες που ανακατεύτηαν με αυτό αρκετά αξιοσημείωτα πράγματα. Άξιζε τον κόπο η δουλειά αυτή και την απήλαυσα πραγματικά.
Μια πορεία αρκετά ενδιαφέρουσα νομίζω κι ακολουθήστε περικαλώ τη πορεία της αφήγησης κι ελπίζω να σας αρέσει.
Φάση Πρώτη:
Στη 10ετία του ’30 οι μπάντες της μουσικής ραγκτάιμ, είχανε σχεδόν εκλείψει και ξεκινούσανε δυναμικά άλλες μπάντες με άλλα είδη. Σε μια εξ αυτών, με αρχηγό τον Χάρι Γουόρνερ, -εξαίρετος μουσικός- και δυναμικό συνεργάτη τον Αλ Σάμπιν -καλός και στους στίχους εκτός των άλλων- γράφτηκε το 1933 στο Παρίσι, ένα θαυμάσιο τραγούδι, που όμως δυστυχώς δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Παίχτηκε σχεδόν αμέσως 31 Οκτώβρη 1933 από τη Τζάνις Ντιν και την Ορχήστρα του Χαλ Κεμπ, στο Σικάγο, αλλά ούτε κι αυτό ηχογραφηθηκε. Εγινε γνωστό και την επόμενη χρονιά (1934) ακούγεται στη ταινία “Μουλέν Ρουζ” από τη Κόνστανς Μπένετ.
Πρώτη ηχογράφηση που… σώζεται είναι αυτή που παραθέτω παρακάτω κι είναι γραμμένο για τανγκό σε harmonic minor scale, και το κλειδί του είναι Ε Ελάσσονα.
ΥΓ: Ο Αλ Σάμπιν πέθανε πρόωρα το 1945 σε ηλικία μόλις 53 ετών!
Boulevard Of Broken Dreams
——————————————–
Φάση Δεύτερη:
Κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι και κάμποσα χρόνια, γεμάτα κόβερς κι εκδοχές από διάφορους άξιους καλλιτέχνες, και φτάνουμε στο 1950, όπου ο Τόνι Μπένετ -τί σύμπτωση!!! το όνομα της Κονστάνς- ΄το διασκευάζει ελαφρά ως προς τη μουσική χωρίς να πειράξει τους στίχους και κάνει μιαν από τις πρώτες του ηχογραφήσεις. Ποτέ δεν ανέβηκε στα τσαρτς ωστόσο είναι αξιοσημειωτη. Είναι αυτή εδώ:
Boulevard Of Broken Dreams
———————————————
Φάση Τρίτη:
Το 1984 μια ολλανδική ορχήστρα παίρνει το όνομά της από τον τίτλο του τραγουδιού κι αρχίζει να στήνει κομμάτια. Οι The Boulevard of Broken Dreams Orchestra (τενόρο σαξόφωνο: Ρόλαντ Μπρούντ) και τον επόμενο χρόνο φτιάχνει και το παρακάτω:
Boulevard Of Broken Dreams
———————————————
Φάση Τέταρτη:
To 2005 ένα νέο και ταλαντούχο συγκρότημα, οι Γκριν Ντέη (Green Day), το διασκευάζουν ολοσχερώς, στίχους και μουσική και φτιάχνουν έν εξαίρετο μοντέρνο ροκ τραγούδι.
Boylevard Of Broken Dreams
Written: Michael Pritchard, Frank E.,
Iii Wright, Billie Joe Armstrong
H Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
Βαδίζω σ’ ένα δρόμο μοναχός
ο μόνος που ‘μαθα στη ζήση
Μήτε και ξέρω που θα βγω
μα είναι σαν εμένα και μόνος τον περνώ
Σεριανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.
Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος
περπατώ μονάχος, περπατώ μονάχος
Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω
Βαδίζω πάνω στη γραμμή, στη κόψη,
του μυαλού μου που ‘χει διχαστεί
και στου γκρεμού το χείλος,
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω
Διαβάζω πίσω απ’ τις γραμμές
τί πήγε τόσο χάλια, κι όλα είναι καλά
και το σφυγμό μετρώ να δω αν ζω
κι ακόμα μόνος μου βαδίζω
Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω
Σεριανώ σ’ αυτή την άδεια στράτα
στη Λεωφόρο Των Χαμένων Ονείρων
όπου η πόλη ήσυχη κοιμάται.
Κι είμαι μόνον εγώ και περπατώ μονάχος
Μ’ ακολουθεί μονάχα η σκιά μου
κι ακούγεται μονάχα η καρδιά μου.
κάποτε λέω κάποιος να με βρει
μα ως τότε μόνος θα βαδίζω…
————————————————
Φάση Πέμπτη και Τελευταία:
Θα μπορούσε να τελειώσει πριν, μα όχι. Οι άνθρωποι τελικά είναι τα πιο άγρια θηρία. Όταν βλέπουν έναν άνθρωπο πεσμένο ορμάνε σαν τα όρνια να τονε φάνε. Τέλος πάντων. Η Έιμι, (Amy Winehouse) σπάνιο ταλέντο, αφού κόρεσε τους πάντες με τις ερμηνείες της βρέθηκε στο πάτωμα κάποιες εποχές και τότε της ορμήξαν όλοι κι όλες. Στηθηκανε σώου με χλεύη κι ειρωνείες και παλαμάκια από κείνους που σίγουρα είχανε χειροκροτήσει και τα καλά της. Είδα την ταινία κι αηδίασα για το είδος μας. Τέλος πάντων άλλη μια φορά.
Το 2011 η Μεγάλη κι ατυχήσασα Έιμι το τραγούδησε σε μια συναυλία στο Ρίο. Το πρώτο φυσικά. το αρχικό, δηλαδή την εκδοχή της Κόνστανς Μπένετ που ακούστηκε στο φιλμ “Μουλέν Ρουζ”. Απολαύστε και τέλος, αφού σας πω πως εδώ έβαλα και τη μετάφραση που σας χρωστούσα μιας και τα 4 υπόλοιπα κομμάτια έχουν ίιδιους στίχους!
(Αξέχαστη Έημι και η δική σου λεωφόρος είχε άσχημο φινάλε… Στη μνήμη σου αφιερώνεται αυτό το άρθρο)!!!
Boulevard Of Broken Dreams
Music: Harry Warren
Lyrics: Al Dubin
1n ekt.: Deane Janis & Hal Kemp’s Orchestra 31/10/1933
2n Ekt.: Constance Bennett 1934 (Moulin Rouge)
Χη: Johnny Bennett 1950
Εδώ: Έιμι Γουάινχάους Ριο Ντε Τζανέιρο 2011
H Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
Βαδίζω στο δρόμο της θλίψης
τη λεωφόρο των χαμένων ονείρων.
Ζιγκολό και κοκοτίτσες
ανταλλάσσουνε φιλιά χωρίς αύριο
για να ξεχνάνε τα χαμενα όνειρά τους.
Γελάς τη μια και κλαις την άλλη
σαν δεις κατάφατσα τα σχέδιά σου θρύψαλλα.
Ζιγκολό και κοκοτίτσες
ξυπνάν με μάτια μούσκεμα στο κλάμα
Δάκρυα που μιλάν για όνειρα χαμένα.
Εδώ είναι που πάντα θα με βρίσκετε
να σεργιανίζω πάνω-κάτω σα χαμένος.
Μα τη ψυχή μου άφησα ξοπίσω
σ’ ένα παλιό καθεδρικό της πόλης.
Δανεισμένη όποια χαρά θα βρείτε ‘δω
δε γίνεται να τη κρατήσετε για πάντα.
Ζιγκολό και κοκοτίτσες
τραγουδάν χορεύοντας αντάμα, το τραγούδι:
Η Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
Εδώ είναι που πάντα θα με βρίσκετε
να σεργιανίζω πάνω-κάτω σα χαμένος.
Μα τη ψυχή μου άφησα ξοπίσω
σ’ ένα παλιό καθεδρικό της πόλης.
Δανεισμένη όποια χαρά θα βρείτε ‘δω
δε γίνεται να τη κρατήσετε για πάντα.
Μα ζιγκολό και κοκοτίτσες.
τραγουδάτε χορεύοντας, ακόμα το τραγούδι:
Η Λεωφόρος Των Χαμένων Ονείρων
ΜΕΡΟΣ 4ο. Σήμερα το… μενού έχει ελληνικές επιτυχίες, που όμως έχουνε και μιαν ιστορία πίσω τους. Δεν υπάρχει χρονική σειρά ή αλφαβητική, η μόνη σειρά που υπάρχει είναι αυτή που τα ‘στησα ένα-ένα. Πάμε λοιπόν…
—————————————————-
Οι Ιστορίες
1η). Κάθεσαι αμέριμνος και πίνεις το καφεδάκι σου, τραβάς αρειμάνιες τζούρες από τη τσιγαριά σου, βλέπεις ένα επεισοδιάκι από μια καλή, δημοφιλή σειρά, αλλά κάπου λες, να ρίξεις μια ματιά στο ΦΜ, μπας κι έβαλε λάικ κανείς σε καμμιά πατάτα, ή χλεύασε καμμιά μαγκιά κι εκεί που διαπιστώνεις, ότι δεν έγινε αυτό που φοβήθηκες και ξεκινάς να επιστρέψεις πίσω, ένας φίλος πετά ένα τραγούδι. Αυτό το τραγούδι, κουδουνίζει στα αυτιά σου μια νοσταλγία, ορμάς και βάζεις ένα λάικ και ξαφνικά, δακρύζεις. Γιατί στ’ αυτιά σου έρχεται η φωνή του πατέρα που το σιγοτραγουδούσε, όταν ήσουνα παιδάκι, ένα τραγούδι, που ωστόσο δεν είναι γνωστό. Αμέσως λες να τρέξεις στο Γιουτούμπι να το ψάξεις, πεπεισμένος ήδη πως θα το βρεις. Μάταια όμως, δυστυχώς, προς το παρόν, δεν υπάρχει. Απογοήτευση! Κι εκεί που λες να κλείσεις, το μάτι σου αρπάζει έν άλλο άσμα, που δεν το ήξερες, αλλά ήξερες το στιχουργό του. Το πατάς, από περιέργεια, και τσουπ, ακούγεται ο ήχος μιας κλειδωνιάς, που σου ανοίγει μιαν ιστορία, έτσι απλά.
Πριν ξεκινήσω να λέω, πρέπει να πω πως άκουγα στο ράδιο μικρός με πολλήν ευχαρίστηση το στιχουργό-κομφερανσιέ, γιατί ήταν ευφυέστατος, είχε πολύ χιούμορ, είχε θαυμάσια φωνή και τον απολάμβανα πραγματικά. (Επίσης το βιογραφικό δεν το έφτιαξα εγώ, οπότε δεν φταίω για ότι υπάρχει εκεί.) Κι ήμουνα κάτω από 10 ετών τότε.
Ήταν Η Κυριακή και το Πρόγραμμά της:
10-11 τα τραγούδια της Λύρα (μουσική τίτλων, Βαγγέλη Παπαθανασίου “Το Ρολόι” Γιώργος Ρωμανός) με τραγούδια του Νέου κύματος
11-12 τα τραγούδια της Columbia, με τα λαϊκά της εποχής
12-13 Νέα Ταλέντα, με το Γιώργο Οικονομίδη
Μεσολαβούσανε κάτι περίεργα που βαριόμουνα, μέχρι την εκπομπή της κυρίας Μαρίας Δημητρέα-Ζαχαριουδάκη, με νέα από το θεατρικό χώρο, με συνεντεύξεις ηθοποιών, σκηνοθετών κλπ και φυσικά με σκηνές από θεατρικά που παίζονταν κείνη την εποχή -πράμα που περίμενα εξ αρχής, εδώ που τα λέμε, το τι παρέλασε από το αυτί μου τότε, δε λέγεται…
Και φυσικά μετά… η μανία με τη μπάλα! Τα ματς τότε αρχίζανε 2.30-3.00 μ.μ. το πολύ. Ενδέχεται να μη θυμάμαι καλά το ακριβές πρόγραμμα, αλλά μέσες άκρες έτσι περίπου ήτανε και δεν αναφέρω καν τα πρωινά με τη Θεία Λένα, γιατί τις Κυριακές δεν είχε Θεία Λένα (Αντιγόνη Μεταξά), -όταν πέθανε κείνη, ανέλαβαν οι Λήδα Κροντηρά κι η Άντα Γεωργίου.
Τώρα πάμε να γνωρίσουμε τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, με 1ο το στιχουργό:
Ίσως η μεγαλύτερη προσωπικότητα του καλλιτεχνικού κόσμου της χώρας, υπήρξε ο μεγάλος Γιώργος Οικονομίδης. Ήταν ο πιο γνωστός κονφερανσιέ (παρουσιαστής εκδηλώσεων κι εκπομπών, διασκεδαστής) επίσης ηθοποιός, τραγουδιστής, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος ,στιχουργός και «κυνηγός ταλέντων. Ήταν ο πρώτος (ίσως κι ο τελευταίος) που συνέβαλε αποφασιστικά στη ποιότητα του θεάματος-ακροάματος. Έγραψε στίχους σε εκατοντάδες τραγούδια από τα οποία πάρα πολλά έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους μεγάλους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού (Σουγιούλ, Μωράκης, Μουζάκης, Γούναρης, Μαρκέας, Σπάθης, Πλέσσας, Ζαχά, Καπνίσης, Κατσαρός κλπ) αλλά και σχεδόν όλους τους μεγάλους τραγουδιστές της εποχής.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916 κι ήταν το μεγαλύτερο παιδί από τα 3 του Σοφοκλή και της Μαρίας. Τα άλλα του αδέλφια λέγονταν Νίκος και Νίκη. Σπούδασε νομικά αλλά γρήγορα τονε τράβηξε η ”παρουσίαση”. Μυήθηκε κι «εκπαιδεύτηκε» ως κονφερανσιέ στη περίφημη «Μάντρα» του Αττίκ όπου και κέρδισε τα πρώτα του χειροκροτήματα. Ξεκίνησε τις παρουσιάσεις σε θέατρα, σε διάφορα κέντρα διασκεδάσεως κι αναψυκτήρια ή σε εκδηλώσεις στα τέλη της 10ετίας του ’30ς. Το 1940 έγραψε τους στίχους στο τραγούδι «Στη Ρώμη» (Κορόϊδο Μουσολίνι) που όπου ακουγόταν, αναπτέρωνε το ηθικό όλων των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (οι στίχοι του δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Βραδυνή»). Το τραγούδι ήταν ιταλικό με τίτλο «Reginella Campagnola (η χωριατοπούλα Ρετζινέλα) και τη μουσική του την είχε γράψει ο Eldo di Lazzaro.
Συνεργάστηκε με τον Κώστα Πρετεντέρη και μαζί γράψανε πληθώρα θεατρικών επιθεωρήσεων που γίνανε μεγάλες επιτυχίες. Στις αρχές του 1950 ο Οικονομίδης, εκτός από πολύ δημοφιλής στα βαριετέ και στις πίστες, ήταν κι ο πιο επιτυχημένος και δημοφιλής άνθρωπος του ραδιοφώνου, ο 1ος πραγματικός σταρ που έβγαλε αυτό το μέσο στην Ελλάδα, κυρίως με τα νέα ταλέντα του κι όχι μόνο. Ξεκίνησε τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο (Ε.Ι.Ρ.) και κάθε Κυριακή στις 12 το μεσημέρι η φωνή του έδινε μέσω της εκπομπής του «Χαρούμενα Ταλέντα» την ευκαιρία σε νέα παιδιά με φωνή, φιλοδοξίες κι όνειρα να τραγουδήσουνε μπρος στο κοινό και ν’ αναδείξουν το ταλέντο τους! Η περίφημη φράση του όταν άνοιγε τις εκπομπές του ”Φίλοι μου αγαπημένοι, γεια σας και χαρά σας”, ήταν το σήμα κατατεθέν του. Από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές ανεδείχθησαν πάρα πολλοί τραγουδιστές όπως η Νάνα Μούσχουρη, ο Χάρρυ Κλυνν, η Τζένη Βάνου, ο Πάνος Τζανετής, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Κώστας Χατζής, η Πόπη Αστεριάδη, ακόμα κι η Καίτη Γαρμπή με τη Λιάνα τότε, που συμμετείχαν ως «Αδερφές Γαρμπή». Αναδείχθηκε ο πιο δημοφιλής και ταλαντούχος παρουσιαστής του ραδιοφώνου και χαρακτηριστικό είναι ότι την ώρα της εκπομπής του υπήρχε τεράστια κοσμοσυρροή σε πεζοδρόμια, καφενεία κι όπου υπήρχαν ραδιόφωνα! Επίσης όταν ήρθε η τηλεόραση, ήταν για 7-8 χρόνια το πιο δημοφιλές πρόσωπό της.
Ήτανε φίλαθλος του ΠΑΟ και το 1958 έγραψε τους στίχους του ύμνου της ομάδας ενώ κατηφόριζε τη Λεωφ. Αλεξάνδρας με τον Γιώργο Μουζάκη που έγραψε τότε τη μουσική, μετά από νίκη της ομάδας τους επί του Απόλλωνα. Επίσης έγραψε τους στίχους στον «Ύμνο της 21 Απριλίου 1967» σε μουσική του Γιώργου Κατσαρού και τον τραγούδησαν σε 1η εκτέλεση ο «αριστερός» και τραγουδιστής της «Ρωμιοσύνης» και του «Αξιον Εστί» Γρηγόρης Μπιθικώτσης κι η Βίκυ Μοσχολιού. Η φήμη του αμαυρώθηκε από το γεγονός αυτό κι από τ’ ό,τι μετείχε σε διάφορες εκδηλώσεις της τότε κυβέρνησης ως παρουσιαστής στο Παναθηναϊκό Στάδιο , ενώ άλλοι καλλιτέχνες που μετείχαν κι αυτοί, όπως η Μαρινέλλα, ο Τόλης Βοσκόπουλος, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γρηγόρης Μπηθικώτσης, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Ζωή Κουρούκλη, η Κλειώ Δενάρδου,η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Κώστας Βουτσάς, ο Τώνης Μαρούδας, η Νάντια Κωνσταντοπούλου, η Ρένα Ντορ, η Βίκυ Λέανδρος, η Σοφία Βέμπο, ο Σώτος Παναγόπουλος, ο Σταμάτης Κόκοτας -και τόσοι άλλοι- σήμερα είναι στο απυρόβλητο.
Ο αδελφός του Νίκος ήταν στέλεχος του Κ.Κ.Ε. κι ήταν συντάκτης στην εφημερίδα ”Ριζοσπάστης” έχοντας τη στήλη ”Έμμετρος Ρίζος”. Διώχθηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις στα χρόνια του Εμφυλίου και της Δικτατορίας. Έλαβε μέρος σε αρκετές ελληνικές ταινίες, παρουσίασε ”άπειρες” φιλανθρωπικές εκδηλώσεις χωρίς ποτέ να ζητήσει έστω μια δραχμή κι έκανε ο ίδιος μεγάλες δωρεές σε διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Επίσης βάφτισε αρκετά ορφανά παιδάκια, αναλαμβάνοντας τα έξοδά τους έως ότου υιοθετηθούν.
Πέθανε στις 22 Απριλίου 1985 σε ηλικία 69 ετών. Ήταν παντρεμένος με την Λιάνα Βιτσώρη (στιχουργός κι ηθοποιός που αποσύρθηκε πολύ νωρίς από το θέατρο -κόρη των ηθοποιών, Νίτσας Τσαγανέα και Γ. Βιτσώρη) που πέθανε το 1996. Η κόρη του Μαριλένα, είναι επίσης συνθέτρια και τραγουδίστρια. Ασχολήθηκε από πολύ μικρή με τη μουσική και το τραγούδι και στη συνέχεια χάραξε «μοναχική» πορεία στον καλλιτεχνικό χώρο, την οποία έχουν επαινέσει καταξιωμένοι μουσικοί, όπως οι Σταμάτης Σπανουδάκης, Στέφανος Κορκολής, Βλάσης Μπονάτσος, Λία Βίσση και πολλοί άλλοι με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Σε δήλωσή της ανέφερε:
«Η ζωή της οικογένειάς μου μοιάζει με το φινάλε της ταινίας “Ενας ήρωας με παντούφλες”: ο Βασίλης Λογοθετίδης βλέπει το άγαλμά του λουσμένο στα φώτα, ενώ ο ίδιος ζει χωρίς φως στο σπίτι του. Στη ταινία παίζει κι η γιαγιά μου Νίτσα Τσαγανέα -υποδύεται τη γυναίκα του. Η γιαγιά μου έφυγε με παράπονα, καθώς την είχανε ξεχάσει. Ομοίως κι ο πατέρας μου, που βοήθησε πολλούς καλλιτέχνες και δεν του άξιζε τέτοια συμπεριφορά. Θα σας πω για τον Χάρρυ Κλυνν, που ο πατέρας μου βάφτισε Κλυνν -από το όνομα ενός σαπουνιού της εποχής. Ο πατέρας μου τον στήριξε στα πρώτα του βήματα. Μάλιστα, ο Κλυνν έμενε και στο σπίτι μας. Όταν όμως αρρώστησε και του ζήτησε τη βοήθειά του για να εμφανιστεί στο “Αλσος”, εκείνος έδειξε αχάριστη συμπεριφορά. Για να έρθει του έβγαλε τη ψυχή. Κι η Νάνα Μούσχουρη, που ξεκίνησε από τον πατέρα μου -τότε ο Οικονομίδης είχε αγοράσει όργανα στους μουσικούς της- δεν έχει αναφερθεί ποτέ στον πατέρα μου! Ο Οικονομίδης δεν ήταν μόνον ο παρουσιαστής που άφησε εποχή με την ατάκα “Φίλοι μου αγαπημένοι, γεια σας και χαρά σας”, αλλά και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών -είχε γράψει μάλιστα και τον ύμνο του Παναθηναϊκού. Βοηθούσε πλειάδα καλλιτεχνών και από τα ραδιοφωνικά του “Ταλέντα” κι από τις παραστάσεις του στο “Αλσος” χωρίς να είναι μάνατζέρ τους. Μόνον όμως η Μαρία Φαραντούρη είπε “πέρασα από τα Ταλέντα του Οικονομίδη και “με βοήθησε πολύ ο πατέρας σου”».
Κι αφού τελειώσαμε με τον ένα, ας πάμε και στην άλλη, το άλλο σκέλος αυτής της ιστορίας. Μια τραγουδίστρια, που την ανακάλυψεν αυτός, την έκανε σταρ αλλά δείτε παρακάτω… μόνο να ξέρετε, λιγότερα υπάρχουνε γι’ αυτήν στοιχεία και πάλι δεν ευθύνομαι εγώ…
Η Μάριον Σίβα (Ζαχαρούλα Μπούρμπουλα, Μυτιλήνη 1939 – Αθήνα 15 Αυγούστου 1981) ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια κι ηθοποιός. To 1962 αναδείχθηκε νικήτρια στο διαγωνισμό τραγουδιού του Δήμου Αθηναίων, με το τραγούδι του Μωράκη “Αθήνα, Άνθρωποι & Θεοί“. Ακολούθησε η συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με πολλά διάσημα ονόματα της εποχής της, όπως την Καίτη Μπελίντα, το Γιώργο Οικονομίδη (ο οποίος την ανακάλυψε στη Θεσσαλονίκη) και τη Μαρινέλλα. Εξαιτίας κάποιου άτυχου έρωτα έφυγε από την Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στην Αμερική τη δεκαετία του ’70.
Στα τραγούδια που ερμήνευσε, συμπεριλαμβάνονται τα “Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά” (με το Σταύρο Κουγιουμτζή), “Όταν ήμουνα παιδί”, “Έρχεσαι και φεύγεις”, “Η Κυριακή”, “Το γαϊδουράκι”, “Έχω απόψε ραντεβού” κι άλλα.
Αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι του σπιτιού της στην Αθήνα, στις 15 Αυγούστου 1981. Ήταν παντρεμένη με έναν ελληνοαμερικανό. Η κηδεία της έγινε στις 17 Αυγούστου στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου.
Πάει κι αυτόοοοο. Λοιπόν ο μεγάλος έρωτας που της στοίχισε τόσο πολύ, ήταν ο ανωτέρω κονφερανσιέ. Που ενώ αγαπηθήκανε τρελλά, -υπήρξε η μούσα του, κι αυτός ήταν ο μέντοράς της-, παντρεύτηκε άλλην. Τελικά όλοι οι έρωτες δεν είναι για τραγούδια, αλλά όλα τα τραγούδια είναι έρωτας. Την ανάγκασε να φύγει στις ΗΠΑ, να παντρευτεί κι αυτή κάποιον, αλλά ουσιαστικά ποτέ δε τονε ξεπέρασε. Βαρέθηκε, γύρισε Ελλάδα και κάποια στιγμή, είδε κι απόειδε και πήδησε κάτω…
Θα κλείσω το στόρυ λέγοντάς σας πως το τραγούδι που τράβηξε τη προσοχή μου στο Γιουτούμπι, όσο έψαχνα το άλλο, ήταν αυτό του Κουγιουμτζή: “Αν Δεις Στον Ύπνο Σου Ερημιά”, που μέχρι σήμερα νόμιζα ήτανε 1η εκτέλεση Νταλάρα κι από περιέργεια το πάτησα και ξετυλίχτηκε όλο αυτό το κουβάρι. Ωστόσο δε διάλεξα αυτό, για να το βάλω εδώ, αλλά έν εξαιρετικά θαυμάσιο, μελωδικό ντουέτο του μοιραίου -ας πω- ζεύγους, μεσούσης της σχέσης και του μεσουρανήματός των. Δώστε βάση πως δένουνε τα δυο και πως κάνει μπαμ ο έρωτας όταν υπάρχει.
Πάμε παρεούλα…
Και Περπατώ
Στίχοι: Γιώργος Οικονομίδης
Μουσική: Γιάννης Κανελλίδης
1η εκτ.: Μάριον Σίβα & Γιώργος Οικονομίδης 1963 (45αράκι)
2η εκτ.: Αλέκα Κανελλίδου
Τα παραθύρια έχουν κλείσει από νωρίς
ή με τον ήλιο συντροφιά μου ή χωρίς
Και περπατώ
και περπατώ χωρίς εσένα
και σε ζητώ
και σε ζητώ στα περασμένα
Στην ερημιά μ’ έχεις αφήσει πονεμένο
κι άλλη καμιά αγάπη πια δεν περιμένω
Μια στιγμή δεν πέρασε για μένα
Μια στιγμή χωρίς να σε σκεφτώ
Και περπατώ
και περπατώ χωρίς εσένα
και σε ζητώ
και σε ζητώ στα περασμένα
Φτωχή ψυχή, τι θα ωφελήσει λίγο φως
στη μοναξιά μου το σκοτάδι ειν’ αδελφός
Μια στιγμή δεν πέρασε για μένα
Μια στιγμή χωρίς να σε σκεφτώ
Και περπατώ
και περπατώ χωρίς εσένα
και σε ζητώ
και σε ζητώ στα περασμένα…
2η.) Τί ιστορία να πεις γι’ αυτό το άσμα, που είναι μια ιστορία μόνο του. Γράφτηκε από τον Νίκο Γκάτσο, μελοποιήθηκε από τον Σταύρο Ξαρχάκο, για τις ανάγκες της κάργα επιτυχημένης σειράς “Ρεμπέτικο” κι έτυχε μιας σπάνιας ερμηνείας από τη καταπληκτική Σωτηρία Λεονάρδου. Η ιστορία αναφέρει:
“Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης κι ο παραγωγός Τάκης Ζερβουλάκης σχεδιάζουν τη δημιουργία μιας ταινίας που να διατρέχει την ιστορία του ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού. Πρόκειται για μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες ταινίες του νεώτερου ελληνικού κινηματογράφου, με θέμα το οδοιπορικό μιας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου, με στοιχεία από τη ζωή της Μαρίκας Νίνου, από τη γέννησή της στη Σμύρνη, ως το θάνατό της στην Αθήνα. Όπως προκύπτει και από το θέμα της ταινίας, η μουσική παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και συνοδεύει, υπογραμμίζει και διαπερνά όλη την υπόθεση. Διόλου τυχαία, λοιπόν η συνεργασία με δύο κορυφαίους εκπροσώπους του ελληνικού τραγουδιού, τον Ξαρχάκο και τον Γκάτσο. Οι δύο δημιουργοί έχουν συμπράξει κατά το παρελθόν, στους δίσκους ” Ένα Μεσημέρι ” (1966), ” Νυν και Αεί ” (1974) και σε κάποια τραγούδια για τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, έχουν όμως να συνεργαστούν σχεδόν μια 10ετία.
Συνθέτης και στιχουργός παραλαμβάνουν το σενάριο του Φέρρη και στηρίζουνε σ’ αυτό τη θεματολογία των τραγουδιών τους. Ο Ξαρχάκος δίνει μελωδίες στον Γκάτσο κι εκείνος γράφει τους στίχους στα μέτρα των μελωδιών. Έτσι, προκύπτουν τα τραγούδια: Μάνα μου Ελλάς, Στης πίκρας τα ξερόνησα, Μπουρνοβαλιά, Εμένα λόγια μη μου λες, Στην Αμφιάλη, Το δίχτυ, Στη Σαλαμίνα και Το Πρακτορείο. Κατ΄ εξαίρεσιν, ένα τραγούδι ξεκινά από στίχο του Γκάτσου. Πρόκειται για το Καίγομαι-Καίγομαι, το οποίο ο στιχουργός γράφει δοκιμάζοντας μια γραφομηχανή για να δει αν αποτυπώνεται καλά το μελάνι στο χαρτί και δεν το βρίσκει καθόλου σημαντικό! Παρά ταύτα, αποφασίζει να δώσει το τραγούδι στον Ξαρχάκο για μελοποίηση, λέγοντάς του:
-“Να δεις πόσο θα αρέσει στον κόσμο αυτό το τραγούδι, που στιχουργικά είναι ένα τίποτα”.
Το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό υλικό, το οποίο συμπληρώνουν δύο διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών: Τα παιδιά της Άμυνας και Ιμιτλερίμ, ένα τραγούδι σε στίχους Κώστα Φέρρη: Στου Θωμά και 3 ορχηστικά θέματα.
Τα τραγούδια αποδίδουν ο Τάκης Μπίνης από τα παλιά, με τη χαρακτηριστική φωνή του (Στη Σαλαμίνα και το συγκλονιστικό Δίχτυ, για το οποίο όμως ο συνθέτης επικρίθηκε, ότι βασίστηκε στο παλιό αρχοντορεμπέτικο του Μ. Σουγιούλ, Το Μονοπάτι)˙ ο Κώστας Τσίγκος (Στου Θωμά, Εμένα λόγια μη μου λες, Στην Αμφιάλη)˙ εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας, ο Νίκος Δημητράτος (Μάνα μου Ελλάς, Τα παιδιά της Άμυνας και Στης πίκρας τα ξερόνησα) κι η πρωτοεμφανιζόμενη Σωτηρία Λεονάρδου (μοναδική στο Καίγομαι-Καίγομαι και στην Μπουρνοβαλιά)˙ τέλος ο ίδιος ο Σταύρος Ξαρχάκος σε μια υπέροχη ερμηνεία στο Πρακτορείο.
Ταινία και δίσκος βγαίνουν στην αγορά παράλληλα, τον χειμώνα του 1983 και δημιουργούν αίσθηση. Ο δίσκος είναι τόσο σημαντικός ώστε αμέσως αυτονομείται από την εικόνα και διαγράφει εντυπωσιακή πορεία. Τα τραγούδια του δίσκου όλα σχεδόν, γνωρίζουνε τεράστιαν απήχηση κι απανωτές επανεκτελέσεις. Πρόκειται για τραγούδια με σαφείς αναφορές στο ρεμπέτικο, τόσο μουσικά όσο στιχουργικά, που, ωστόσο, διαμορφώνουνε πολύ προσωπική πρόταση. Νομίζω ότι δίκαια τα τραγούδια αυτά κι ο δίσκος συνολικά, μπορούν να χαρακτηριστούν κλασικά, από τα ελάχιστα της τελευταίας 20ετίας και βάλε.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση της ορχήστρας αναλαμβάνει ο ίδιος ο Ξαρχάκος κι ότι η ζωγραφιά στο εξώφυλλο του δίσκου είναι του Γ. Τσαρούχη.”
Διάλεξα κι εδώ την εκδοχή της σειράς. Για να ακούσουμε αυτό το… τίποτα, κατά τ’ άλλα αλάνθαστε, κύριε Νίκο:
Καίγομαι-Καίγομαι
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
1η εκτ.: Σωτηρία Λεονάρδου 1983
φωνητικά: Γιώργος Ξηντάρης
Άλμπουμ: “Ρεμπέτικο” 1983
μουσική επιμέλεια: Θέσια Παναγιώτου
Όταν γεννιέτ’ ο άνθρωπος
ένας καημός γεννιέται
όταν φουντώνει ο πόλεμος
το αίμα δε μετριέται
Καίγομαι-καίγομαι
ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά
πνίγομαι-πνίγομαι
πέτα με σε θάλασσα βαθειά
Ορκίστηκα στα μάτια σου
που τα ‘χα σα βαγγέλιο
τη μαχαιριά που μου ‘δωκες
να σου τη κάμω γέλιο
Καίγομαι-καίγομαι
ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά
πνίγομαι-πνίγομαι
πέτα με σε θάλασσα βαθειά
Μα συ βαθιά στη κόλαση
την αλυσίδα σπάσε
κι αν με τραβήξεις δίπλα σου
ευλογημένος να ‘σαι
Καίγομαι-καίγομαι
ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά
πνίγομαι-πνίγομαι
πέτα με σε θάλασσα βαθειά.
Απο την “Ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού” σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη. Έρευνα και μουσική επιμέλεια: Θέσια Παναγιώτου, άλλο ένα κομμάτι.
Βαριά Χτυπούν Τα Σήμαντρα
Τραγουδούν: Χρυσούλα Χριστοπούλου Γιώργος Ξηντάρης
Νίκος Μαραγκόπουλος Γιώργος Μπαγιώκας
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος
1η εκτέλεση: Πρόδρομος Τσαουσάκης
Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα
πέρα στα παραπήγματα
κι ένας κατάδικος γεμάτος πόνο
μες στο τραγούδι του ζητάει παρηγοριά
Είναι τα λόγια του πικρά
για την αγάπη που μιλά
πως εγκλημάτησε για μια κακούργα
όταν τη βρήκε αγκαλιασμένη μια βραδιά
Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα
κι ακούς τα παραπήγματα
ένα γλυκό σκοπό κάποιας αγάπης
που για χατίρι της εγίνηκε φονιάς…
3η). Καιρός και για μιαν ιστορία ενός άλμπουμ, παρά άσματος καλλίτερα, από τα πιο θαυμάσια που έβγαλε η ελληνική δισκογραφία, στη πιο αγαπημένη μου 10ετία: τα 70’ς!
Είναι 1974 κι ο Χρήστος Λεοντής, διαλέγει ένα κύκλο ποιημάτων από τον εξαιρετικο κι ερωτικότατο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τα δίνει στο μεγάλο στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο να τα μεταφέρει σε μέτρο και ρίμα, διαλέγει 2 μοναδικές φωνές της εποχής: Μανώλη Μητσιά και Τάνια Τσανακλίδου, βάζει τη μουσική του και φτιάχνει το δίσκο “Αχ Έρωτα“. Συνεπικουρούμενης και της εξαίρετης ενορχήστρωσης, μας δίνει ένα δίσκο που έχει περάσει στο Πάνθεον της Ελληνικής Δισκογραφίας…
Ο Παπαδόπουλος είναι αυτός πού πάλι το 1969 έχει τη ποιητική απόδοση στα Ελληνικά και του δίσκου “12 Τραγούδια Του Λόρκα” κι είναι αυτός που έχει φέρει πολύ κοντά τον συγκεκριμένο παγκόσμιο ποιητή στο Ελληνικό κοινό κι η βασική αιτία για τη γνωριμία μαζί του από τον πολύ τον κόσμο!
Στο συγκεκριμένο τραγούδι που ακούγεται, καθώς και σ’ ένα άλλο, το “Αβάσταχτο Να Σ΄ Αγαπώ“, είναι φανερό το πεσιμιστικό νόημα που απορρέει από το ποίημα και προφανώς αναφέρεται σε κάποιον δύσκολο, πολύ δύσκολο, στην εκπλήρωσή του, έρωτα, πολύ πιθανόν εμπνευσμένο από προσωπικό έρωτά του.
Κι αν ακούστηκε ότι οι απόγονοι από το σόι του Λόρκα είχαν εγείρει αξιώσεις πνευματικών δικαιωμάτων ή κάτι ανάλογο, αναφέρω ότι ολόκληρο το σόι του δεν είναι άξιο να αναφέρεται σε αυτόν, το πιο αποστολικό πλάσμα που γνώρισε ποτέ ο Σαλβαντόρ Νταλί. Είναι γνωστός πλέον εδώ και περίπου 20 έτη, ο σκοτεινός ρόλος, που ‘παιξαν όλοι οι συγγενείς Α΄ Βαθμού και στη σύλληψη, αλλά και στο θάνατο του ποιητή και στην εξαφάνιση της σορού του, εκεί στου “Βυθνάρ Το Ρέμα”, αλλά και στις μετέπειτα έρευνες που γίνανε, όχι μόνο για τα γεγονότα της φυγής του, αλλά και σε οτιδήποτε είχε να κάνει με τον ίδιο τον ποιητή.
Στο δίσκο αυτόν υπάρχει επίσης κι ένα τραγούδι που δεν έχει να κάνει με τον τίτλο του δίσκου, το “Μέρα Γεμάτη Θλίψη“, πολύ μεγάλο τραγούδι και πού η απόδοσή του στα Ελληνικά δεν έγινε από τον Παπαδόπουλο λένε.
Να αναφέρω επίσης ότι ο δίσκος αυτός ήταν από τους πολύ λίγους δίσκους του 1974 (από τους πολλούς αξιόλογους δίσκους που εκδόθηκαν απ’ όλες τις εταιρίες τη χρονιά κείνη) που διασωθήκανε κι έγιναν αμέσως γνωστοί στον κόσμο, καθώς τα τραγούδια του μεταδίδονταν ανελλιπώς από το ραδιόφωνο (ίσως όχι όλα αλλά έστω κι έτσι), ενώ κι οι Μητσιάς και Τσανακλίδου δεν παρέλειπαν ν’ αναφέρονται συχνά στη κορυφαία αυτή συμμετοχή τους. (Κατά τη γνώμη μου κι από πάσαν άποψη, δεν απέχω πολύ να το θεωρώ αν όχι το πιο Κορυφαίο, τουλάχιστον από τα πιο κορυφαία ελληνικά τραγούδια.
Αλλά πόλλά είπα και για το Λόρκα θα μιλήσω πάλι, άλλη φορά. Τώρα ας πάμε να το ακούσουμε απαλά παρεούλα…
Στου Βελονιού Την Άκρη
Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής.
1η εκτ.: Μανώλης Μητσιάς,
Άλμπουμ: “Αχ Έρωτα” 1974.
Στον αγέρα – στον αγέρα παν’
της αγάπης μου οι στεναγμοί
στον αγέρα – στον αγέρα παν’
και στα μάτια μου φέρνουν βροχή.
Σταλαγματιά το δάκρυ
κι εσύ που καρτερώ
στου βελονιού την άκρη
στης νύχτας το φτερό.
Στον αγέρα – στον αγέρα παν
οι ελπίδες μου σαν τα πουλιά
στον αγέρα – στον αγέρα παν
μα δε βρίσκουν να χτίσουν φωλιά.
================================
4η). Ένα πολύ εύστοχα διατυπωμένο τραγούδι για την Αθήνα της εποχής εκείνης. 18 ετών έσπευσα ν αγοράσω τις κασέτες, (διπλός δίσκος αφού), και μου άρεσε πάρα πολύ. Ο Νταλάρας δηλαδή κυρίως και τονε συνέλεγα. Τώρα, 50 χρόνια μετά, θαρρώ μπορεί να ξανατραγουδηθεί το ίδιο άσμα και γι’ αυτό το ρίχνω στο Στέκι μου. Άλλωστε είναι από τη 10ετία που αγαπώ πιότερο… (’70-’79)!
Αθήνα
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Μουσική: Χρήστος Γκάρτζος
1η εκτ.: Γιώργος Νταλάρας
Άλμπουμ: “Οι Μάηδες Οι Ήλιοι Μου” 1978
Ξέρω μια πόλη που η άσφαλτος καίει
και δέντρου σκιά δε θα βρεις,
μεγάλη ιστορία, προγόνοι σπουδαίοι,
λυχνάρι και τάφος της γης
Θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει
γιατί δεν τη θέλει κανείς.
Αθήνα, Αθήνα, πεθαίνω μαζί σου,
πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ.
Ξέρω μια πόλη στη νέα Σαχάρα
μιαν έρημο όλο μπετό,
οι ξένοι οι στόλοι λαθραία τσιγάρα,
παιδιά που δεν ξέρουν κρυφτό.
Θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει
γιατί δεν τη θέλει κανείς.
Αθήνα, Αθήνα, πεθαίνω μαζί σου,
πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ.
Ξέρω μια πόλη στη γη της Αβύσσου,
κουρσάρων κι ανέμων νησί,
στης Πλάκας τους δρόμους πουλάς το κορμί σου
για ένα ποτήρι κρασί.
Θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει
γιατί δεν τη θέλει κανείς.
Αθήνα, Αθήνα πεθαίνω μαζί σου,
πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ.
================================
5η). Θα βάλω ένα αγαπημένο άσμα από ένα αγαπημένο ντουέτο, ενός αγαπημένου ποιητή…
Ο δίσκος “Νίκος Καββαδίας S/S IONION 1934” κυκλοφόρησε το 1986 από τους Ξέμπαρκους (Ηλίας Αριώτης & Νότης Χασάπης) 2 ερασιτέχνες μουσικοί από το Ναύπλιο, με τη παρώτρυνση της Δ. Γαλάνη, προτείνουν έναν καινούργιο και καθαρό ήχο.
«Πήραν δυο κιθάρες κι απάγγειλαν μελωδικά τα ποιήματα του Καββαδία. Έτσι, σαν ν’ ακούς δυο φωνές μέσα από την κουκέτα ενός φορτηγού στ΄ ανοιχτά κάποιας μεγάλης θάλασσας», σημειώνει χαρακτηριστικά η Δ. Γαλάνη.
Όπως κι ο Μικρούτσικος εντάσσουν τα ποιήματα στη μουσική φόρμα της μπαλάντας κι όπως η Κωχ καταφέρνουν να «ζωγραφίσουν» με χρώματα ζωηρά κι έντονα ένα τοπίο θαλασσινό. Και προσθέτω πως μόνο σ’ ένα τραγούδι ακούεται ντραμ. Μαντολίνο, κιθάρα κυρίως…
William George Allum
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Ξέμπαρκοι
1η εκτ.: Ξέμπαρκοι (Ηλίας Αριώτης, Νότης Χασάπης)
Άλμπουμ: “Νίκος Καββαδίας S/S IONION 1934” 1986
Εγνώρισα κάποια φορά σ’ ένα καράβι ξένο
ένα πολύ παράξενο Εγγλέζο θερμαστή,
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.
Όλοι ‘λεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανe στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ’ το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στη κοιλιά, που χόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματ’ ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή…
Και λέγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχεν αγαπήσει
μ’ άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή
κι εκείνη τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη
γιατί ήτανε αναίσθητη γυναίκα και κοινή.
Τότε προσπάθησε αυτός να διώξει από το νου του
τη ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.
Πολλές φορές στα σκοτεινά, τον είδανε τα βράδια
με βότανα στο στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές…
Του κάκου, γνώριζεν αυτός -καθώς το ξέρουμ’ όλοι-
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές…
Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky
μ’ ένα μικρό το βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: “Θέλησε το στίγμα του να σβήσει”
και διάταξε στη θάλασσα τη κρύα να κηδευτεί.
==============================
6η). Ένα από τα αγαπημένα ελληνικά, της εφηβείας μου, ήταν αυτό του Χρήστου Λεοντή -τη κοπέλλα δεν την είχα ακόμα ακούσει τότε- με τον εξαίρετο Μανώλη Μητσιά… Γενικά ο Μητσιάς είχε κι έχει κάτι στη φωνή του που μου τη “σβουρίζει” που λένε, μου τη δίνει. Σκεφτείτε πως μερικά τραγούδια του, τα ‘χουνε πει, -θεωρητικά- ισχυρότερα και… καλλίτερα ονόματα, ωστόσο η δική του ερμηνεία τα κυριεύει..
Είναι μια ερωτική ιστορία, που συνταιριάζει με ένα φυσικό φαινόμενο, προσδίδοντας έτσι ένα μύθο με τρόπο μελωδικό. Λατρεμμένο τραγούδι και πάμε παρεούλα…
Το Στρείδι Και Το Μαργαριτάρι
Στίχοι: Κωστής Σκαλιώρας
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
1η εκτ.: Μανώλης Μητσιάς & Τάνια Τσανακλίδου
Άλμπουμ: “Παραστάσεις”1975
Ο νιός αφέντης απ’ το Τούνεζι*,
μαύρος σαν του βυθού το στρείδι,
αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα
είχε ένα μάτι, μάτι, μάτι
είχε ένα μάτι σαν αχάτης
Αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα,
που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της.
Λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
Η Λεωνόρα, ινφάντη** απ’ τη Καστίλη
Το δέρμα της λουλούδι της μανόλιας
τ’ αυτάκι της σαν το κοχύλι
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτα
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτά του,
του νιού από το Τούνεζι,
μαύρου σαν του βυθού το στρείδι
που γίνεται χλωμός μόλις τη δει.
Το στρείδι ανοίγει, ανοίγει τρυφερά
κι έπειτα μέσα του τη κλείνει
λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
με χείλη που έτρεμαν πολύ
εκείνη τον γλυκοφιλεί.
Μα παραμόνευαν απ’ το Καστέλι
οι τρεις δικοί της αδελφοί
αστράψαν ξαφνικά τα βέλη
κι ο νιός από το Τούνεζι
πάει τον κατάπιε η θάλασσα.
Μαύρος σαν στρείδι αυτός μαζί της
στην άβυσσο κατρακυλά
Με τη καλή του αγκαλιά,
τη σεντεφένια*** κοπελιά
Στης θάλασσας τα βάθη ο μαύρος
σα στρείδι έμεινε κλειστό
Κι εκείνη έγινε μαργαριτάρι
Χλωμότερο απ’ το θάνατο.
* Τούνεζι = Γενικά οι ακτές της Τυνησίας
** ινφάντη = ισπανικός τίτλος για πριγκηποπούλα, βασιλοπούλα
*** σεντεφένια = καλυμμένη με σεντέφι=σκληρό, λευκό κι ιριδίζον υλικό, που καλύπτει την εσωτερική πλευρά θαλασσινών οστράκων και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό υλικό
==============================
7η). Το τραγούδι είναι παρτιζάνικο από τον εμφύλιο στην Ισπανία από άγνωστο στιχουργό κι έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Είναι το “Sin Pan” που εμφανίστηκε γύρω στα 1936. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε το 1942 στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού όπου σατιρίζονταν διάφορες “ατασθαλίες” πάλι με στίχους αγνώστων που περίμεναν στις ουρές. Επίσης, το τραγούδι αυτό έλεγε “θα παραπονεθώ” κι όχι “θα πάω να το πω”. Μιας κι υπήρχε επί τόπου κουτί παραπόνων, πάγια διαδικασία των δημοσίων αρχών κι οργανισμών από τότε όπως και σήμερα.
Για ακούστε τους στίχους… σας θυμίζουνε τίποτα;
Πατάω Ένα Κουμπί
Στίχοι-Μουσική: άγνωστον
1η εκτ.: άγνωστον 1942
2η εκτ.: (εδώ) Πάνος Τζαβέλλας 1980
Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια “νιξ” φαΐ*.
(* nichts στα γερμανικά σημαίνει τίποτα)
Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι κι οι δυό.
Εσύ με το ρολό,
που κλέβεις το χυλό
και κάνεις τα φαγάκια με φελό!
Κι εσύ κυρά ξανθιά,
που κλέβεις τα γλυκά
κι αφήνεις τα παιδάκια νηστικά.
Θα πάω να το πω
στον Ερυθρό Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι κι οι δυο.
Κι εσύ ο φαφλατάς
τα όσπρια βουτάς
και νηστικό τον κόσμο τον κοιτάς.
Με πόση απονιά
κι εσύ ομορφονιά,
που κλέβεις το χαρούπι του ντουνιά.
Θα πάω να το πω
στον Ερυθρό Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι κι οι δυο.
Και “ντύνεστε” παρά
και λίρες με ουρά,
κι ο κόσμος έχει μαύρη συμφορά.
Μα και γερμανικές
κονσέρβες μερικές,
βουτάτε με “μασιέν” αρπαχτικές.
Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι κι οι δυό.
==================================
8η). Άλλη μια όμορφη ιστορία είναι κι αυτή για το αυτό ελληνικό τραγουδάκι. Πάμε να τη δούμε παρέα.
Είμαστε στο 2001, έχει ήδη μπει το νερό που λέμε, στο αυλάκι, για να γίνει ένας δίσκος, σε στίχους και μουσική του Μιχάλη Δέλτα κι ερμηνείες της Τάνιας Τσανακλίδου. Δε γνωρίζονται μεταξύ τους κι έτσι κανονίζουνε μια συνάντηση, στο σπίτι της, για να πούνε κάποιες λεπτομέρειες για τον επικείμενο δίσκο.
Βάζουνε κάτι ποτηράκια, τα τσακάνε, κι έρχονται στα μεράκια, με αποτέλεσμα να καταλήξουν αγκαλιασμένοι, δακρυσμένοι, να λένε τα σώψυχά τους στο καναπέ του σαλονιού της. Κράτησε κάμποσην ώρα αυτό κι έτσι μάλιστα ξεκίνησε κι ένα δέσιμο μεταξύ τους. Προς το χάραμα, αποχαιιρετιούνται κι ο Μιχάλης μπαίνει στο ασανσέρ, πατά το κουμπί του ισογείου, βγάζει μαγεμένος το μπλοκάκι του κι από τον 5ο όροφο, που έμενε η Τάνια, μέχρι να φτάσει κάτω, είχε γράψει ένα τραγουδάκι. Ο ίδιος αργότερα είπε, πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε γράψει γρηγορώτερα, ένα τραγούδι. Το άσμα λοιπόν αυτό το ονόμασε “Πέμπτος Όροφος” και φυσικά συμπεριελήφθη στο δίσκο που ετοιμάσανε λίγον αργότερα, με συνολικό τίτλο: “Το Χρώμα Της Μέρας“.
Το τραγουδάκι λοιπόν εκείνο, είναι κι αυτό που θα ακούσουμε παρέα! Απολαύστε το!
Πέμπτος Όροφος
Στίχοι-Μουσική: Μιχάλης Δέλτα
1η εκτ.: Τάνια Τσανακλίδου 2001
Άλμπουμ: “Το Χρώμα Της Μέρας”
Έσβησες πίσω απ’ τη πόρτα.
Απ’ τον πέμπτο στο ισόγειο κατεβαίνω
και μετρώ κάθε όροφο,
κάθε τοίχο λευκό,
κάθε σημάδι της καινούριας σου ζωής.
Πόσο μου φτάνει που είσαι εκεί.
Δεν μπορώ,
δεν αντέχω να σ`αφήσω.
Η ψυχή μου επιστρέφει
και τα μάτια σου φιλά
και μαζί σου ξενυχτά
καθώς κοιμάσαι,
καθώς βαθαίνει το σκοτάδι
που αγαπήσαμε κι οι δυο.
Έσβησες πίσω απ’ τους ήχους.
Απ’ τον πέμπτο στο ισόγειο
είναι χρόνος αρκετός
για να υπάρξω άνθρωπος,
για να διασχίσω τη καρδιά μου,
έχοντας εσένα για Θεό.
Δεν μπορώ,
δεν αντέχω να σ`αφήσω.
Απ`τον πέμπτο στο ισόγειο
στο ασανσέρ με τον καθρέφτη,
απ’ τα μάτια σου κερδίζω
κι ανοίγω σ`έναν κόσμο μαγικό.
Απ’ αυτή την ευτυχία, σου χαρίζω.
===============================
9η). Άλλη μια όμορφη ιστορία για ένα τραγούδι θα σας πω (ίσως τελικά και να μην ισχύει, αλλά είναι όμορφη) κι αυτή έχει και θαυμασμό και πλάκα!
Το 1959 ο Ντίμης Δαδήρας σκηνοθετεί τη ταινία “Το Νησί Των Γενναίων” (ΟΛΥΜΠΙΑ FILM) με πρωταγωνιστές τη Τζένη Καρέζη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Την μουσική της ταινίας γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις κι έχει υποσχεθεί στη Τζένη ένα τραγούδι. Ο καιρός περνά, τα γυρίσματα κοντεύουνε να τελειώσουνε και το τραγούδι τίποτα. Έχουν αραιώσει τα γυρίσματα πλέον, κι η Τζένη ανεβοκατεβαίνει αραιά και που, βρίσκωντας χρόνο να το ρίξει και λιγάκι έξω. Ένα βράδυ έχουνε βγει και στο δρόμο συναντάνε μια παρέα, που τους πληροφορεί πως στο τάδε σπίτι έχει πάρτι και τους παίρνει μαζί, -αυτήνε και τον τότε άντρα της Ζάχο Χατζηφωτίου, όστις τα διηγείται. Στο σπίτι που πάνε είναι κι ο Μάνος Χατζηδάκις, Κάποια στιγμή, η Τζένη τονε πλησιάζει και τονε ρωτά για το τραγούδι, Αυτός της απαντά:
-“Σιγά καημένη πως κάνεις έτσι“;
-“Βρε αύριο πετάω στις δέκα το πρωί, για κάτω και θα το θελα“,
-“Ε ωραία, πέρνα από το σπίτι το πρωί να στο δώσω“.
Την άλλη μέρα το πρωί, στις 7 περικαλώ, νάσου η Τζένη στο σπίτι του Μάνου. Χτυπά μια, χτυπά δυο, χτυπά τρεις, τίποτε. Χτυπά και δυνατότερα τσατισμένη κι ακούει από μέσα τον ήχο από κάτι κατσάρια να σούρνωνται. Ανοίγει ο Μάνος με τη τσίμπλα στο μάτι.
-“Τί θες χριστιανή μου πρωινιάτικα; Στον ύπνο σου μ’ έβλεπες“;
-“Δεν είπαμε ρε Μάνο να περάσω να πάρω το τραγούδι“;
-“Ααα το τραγούδι ναι… εντάξει, Φτιάξε ένα καφέ“.
-“Βρε Μάνο θα χάσω το αεροπλάνο“.
-“Τί ώρα πετάς“;
-“Δέκα“,
-“Ε εντάξει προφταίνεις“.
Αμέσως κάθεται στο πιάνο του με το τσιγαρο στο στόμα κι αρχίζει να παίζει νότες και να γράφει σ’ ένα χαρτί, ενώ η Τζένη τρέμουσα και φρίττουσα φτιάχνει καφέ. Του τονε φέρνειι κι εκείνος τη βάζει να κάνει ένα “Α Α Α Α” παίζοντας μια νότα στο πιάνο. Την ακούει και της λέει:
-“Εντάξει, το ‘χεις“.
Συνεχίζει τη μελωδία, η Τζένη τονε παρακολουθεί μαγεμένη και σε δέκα λεπτάκια της ώρας είχε φτιάξει αυτό το αριστούργημα:
Μην Το Ρωτάς Τον Ουρανό
Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις
Στίχοι: Γιάννης Ιωαννίδης & Παναγιώτης Κοκοντίνης
1η εκτ.: Τζένη Καρέζη 1959 που το ερμηνεύει μοναδικά.
2η εκτ.: Μαίρη Λω 1959 επίσης, από την εταιρεία Fidelity
3η εκτ.: Brenda Lee με τίτλο “All Αlone Αm I” 1962
Στίχοι: Arthur Altman
(Έφτάσε 3η θέση αμερικανικού TOP-100 Νοέμβρη 1962 κι 7η στα charts της Μ. Βρετανίας Φλεβάρη 1963)
Λόγο στο λόγο
και ξεχαστήκαμε
μας πήρε ο πόνος
και νυχτωθήκαμε
σβήσε το δάκρυ
με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο
μέσα απ’ τα χείλη σου
Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ’ τη νύχτα έχει πάρει
Ό,τι μας βρήκε
κι ό,τι μας λύπησε
σαν το μαχαίρι
κρυφά μας χτύπησε
σβήσε το δάκρυ
με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο
μες απ’ τα χείλη σου
Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ’ τη νύχτα έχει πάρει
η Καρέζη:
κι η Μπρέντα Λη:
================================
10η). Μια αληθινή ιστορία από το “Σαμιωτάκι”!!!
Τις 1ες 10ετίες του 20ού αιώνα τα «ζυθοπωλεία», λαϊκότερα «μπιραρίες» ή απλά «μπίρες», συναγωνίζονταν τις ταβέρνες. «Οι ιππόται της ταβέρνας εξελίχθησαν εις ιππότας των ζυθοπωλείων», έγραφε ο Τίμος Μωραϊτίνης, εννοώντας πως εκεί μεταφέρονταν πλέον ο κουτσαβακισμός κι ο τραμπουκισμός, ο παλικαρισμός με τις νέες πλέον μορφές του. Από τις πλέον ξακουστές ήταν η «Μπίρα του “ΠΙΚΙΝΟΥ”». Λειτουργούσε στο ισόγειο ενός παραδοσιακού κτιρίου στο Θησείο, το οποίο σώζεται ως τις μέρες μας. Έμεινε στην ιστορία αφού έγινε ρεμπέτικο τραγούδι λόγω της δολοφονίας του Πίκινου, γνωστού μάγκα και ρεμπέτη της εποχής.
Το «Πίκινος» ήταν παρατσούκλι, στη πραγματικότητα λεγότανε Κωνσταντίνος Ααρών κι ήταν γεννημένος το 1894. Σύμφωνα με όσα αφηγήθηκε αργότερα ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας, «σαν ετούτο τον Πίκινο ούτε που θα υπάρξει τέτοιος άνθρωπος. Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Το ‘λεγε η ψυχή του».
Προς τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, από το Θησείο και τα Πετράλωνα μέχρι τον Βοτανικό, ήκμαζε το ρεμπέτικο στοιχείο. Το τροφοδοτούσαν οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στους διάφορους συνοικισμούς γύρω από τις κατοικημένες περιοχές (Αεριόφωτος, Ασυρμάτου, Παλαιών Σφαγείων κ.ά.). Σημαντικοί ρεμπέτες κατοικούσαν ή εργαζόντουσαν στη περιοχή κι ανάμεσά τους ο Ρούκουνας, πους εργαζότανε στη Μπιραρία του Πίκινου, έχοντας κοντά του ένα σαντούρι (Κώστας Τζόβενος) κι ένα βιολί (Γιώργος Κερατζόπουλος). Το μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι το πρωί και πολλάκις έφτανε επτά ή οκτώ η ώρα και τα όργανα έπαιζαν ακόμη, αν υπήρχε «γαζέτα», όπως αποκαλούσαν τα τάλιρα. Ο τραγουδιστής έφτανε να λέει ακόμη κι 100 αμανέδες τη βραδιά!
Βραδάκι Σαββάτου, Ιούνης 1931 κι η ορχήστρα είχε ξεκινήσει από νωρίς. Μια παρέα σοβατζήδων, 5-6 άτομα, πίνει αρκετά και δίνει συνεχώς παραγγελιές. Όμως τα μέλη της δυστρόπησαν όταν αργά το βράδυ το μαγαζί γέμισε, οπότε η ορχήστρα δεχόταν παραγγελιές απ’ όλους. Οι σοβατζήδες παρεξηγήθηκαν, φώναξαν κι έβρισαν το γκαρσόνι, ενώ ένας εμφάνισε και γερμανικό σουγιά. Ειδοποιήθηκε ο Πίκινος, πους εξήγησε στους πελάτες ότι η ορχήστρα έπρεπε να παίζει για όλους. Εύσχημα τους πήρε και τον σουγιά. Συνέχισαν όμως να ‘ναι εριστικοί, ενώ χτύπησαν με ποτήρι τον 28χρονο οργανοπαίχτη Τζόβενο. Η παρεξήγηση δεν άφηνε περιθώρια. Παρενέβη πάλι ο Πίκινος: «Μάγκες, πληρώστε το λογαριασμό και δρόμο». Έκαναν ότι έφυγαν, αλλά ένας επέστρεψε. Αγανακτισμένος ο Πίκινος, όρμησε επάνω του κι αμέσως μαζεύτηκε, έσκυψε κάτω: «Με μαχαιρώσανε», ψέλλισε, «με μαχαιρώσανε» κι έπεσε αιμόφυρτος. Ο 25χρονος υδροχρωματιστής Κ. Ευγενικός -όχι Χατζίνας, όπως πιστευόταν ως σήμερα- του ‘χε δώσει «μπαμπέσικη» μαχαιριά. Ήτανε τρεις τα ξημερώματα Κυριακής 28 Ιουνίου 1931, στην οδό Ακάμαντος 28 στο Θησείο.
12 μέρες αργότερα ο 37χρονος Πίκινος άφηνε τη τελευταία πνοή του στο Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου κι εγχειρίστηκε. Παρά τα σενάρια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή, αιτία του θανάτου του υπήρξε η περιτονίτιδα. Η κηδεία του μετατράπηκε σε ρεμπέτικη σύναξη, με επικεφαλής τον αδελφό του, τον Δημήτρη (Μήτσο) Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς». Ο αυτόπτης μάρτυρας Κώστας Ρούκουνας έγραψε (1933) και ηχογράφησε (1934, εταιρεία Parlophone) το σπάνιο ρεμπέτικο τραγούδι «Ο ΠΙΚΙΝΟΣ» («Ξύπνα, καημένε Πίκινε»).
«Σαμιωτάκι» αποκαλούσαν τον Ρούκουνα, -λόγω της σαμιώτικης καταγωγής του- που 2 χρόνια αργότερα (1935) έγραψε ακόμη ένα τραγούδι με τίτλο «Η μπίρα του Πίκινου», στο οποίο έκανε αναφορές για τις «ένδοξες» ημέρες του μαγαζιού.
Τη 10ετία του 1950 το κτίριο στέγασε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κουτιά κι απεικονίστηκε στη ταινία «Το αμαξάκι» (Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Αντιγόνη Βαλάκου κ.ά.). Αργότερα, λειτούργησε ως τυπογραφείο μέχρι τη 10ετία του ’70 κι η ζωή το ήθελε πάλι χώρο διασκέδασης, αφού επανήλθε στην αρχική μορφή του, ως όμορφη αθηναϊκή ταβέρνα.
Ο Πίκινος
Στίχοι – Μουσική – 1η Εκτ.: Κώστας Ρούκουνας 1933
Μες στο Θησείο, βρε παιδιά,
στου Πίκινου τη μπίρα
γλέντησε όλος ο ντουνιάς
Περαίας και Αθήνα
Αμάν
Άντρες γυναίκες λέγανε
πάμε παιδιά να πιούμε
στου φίλου μας του Πίκινου
και να ξημερωθούμε
Λέγανε πα’ ν’ ακούσουμε
σαντούρι του Γιαννάκη
και τραγουδάκια έμορφα
από το “Σαμιωτάκι”
Αμάν
Τώρα, καημένε Πίκινε,
ούτε μια παλιοτέντα
δεν έμεινε στη μπίρα σου
για μια παλιοκουβέντα
Ξύπνα, καημένε Πίκινε,
από το μαύρο χώμα
κι έλα να δεις τους φίλους σου
που σε θυμούνται ακόμα
Αμάν
Οι φίλοι σου, ρε Πίκινε,
για σένα θρηνούνε
πως άδικα σε σκότωσαν
και μέσα τους πονούνε.
==============================
11η). Ένα Τραγούδι, Μια Ιστορία!
Όταν οι Τούρκοι πολιορκούσανε το Σούλι κι όλα δείχναν άσχημα, οι κάτοικοι της Σαμαρίνας, -το πιο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων με 1800 μέτρα υψόμετρο- μην έχοντας τι άλλο να προσφέρουνε, στείλαν όλο τον ανθό τους, παιδιά κι έφηβους που μπορούσαν να κρατήσουν όπλο, κάτω στο Σούλι για να συνεχίσουνε την άμυνα. Από τα παιδιά αυτά της Σαμαρίνας δε γλύτωσε κανένα. Ο πόνος τους έφτιαξε αυτό το τραγούδι:
“Παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα
(γυρίστε πίσω) κι ας είστε λερωμένα (από τη μάχη και τα αίματα).”
==============================
12η). Αυτή η ιστορία έχει να κάνει με τους “καταραμένους” που τους θυμήθηκα χάρις σε μια φίλη… και πιο καταραμένος απ’ όλους αυτός: ο Φρανσουά Βιγιόν.
Ο πρώτος “καταραμένος ποιητής” της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 ως Francois de Montcorbier ή des Loges από πολύ φτωχούς γονείς. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την ανατροφή του ανέλαβε ο ιερέας Guillaume de Villon, ένας άνθρωπος αγαθός και με πολύ ψηλή μόρφωση. Από τον προστάτη του, που ‘τρεφε απέραντην αγάπη κι αφοσίωση, δανείστηκε το επώνυμο του. Στα 12, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και το 1452 παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος Των Τεχνών. Έχοντας το δικαίωμα να εισαχθεί σ’ οποιαδήποτε ανώτερη πανεπιστημιακή σχολή, επιλέγει τη νομική, αλλά πολύ γρήγορα περνά στην όχθη της παρανομίας. Τα κεφάλαια της άσωτης ζωής του περιελάμβαναν κλοπές, ληστείες, προστασία γυναικών, φόνους και παρέα του ήταν τα “εκλεκτά” μέλη του παρισινού υποκόσμου.
Η εγκληματική δράση του αρχίζει το 1455 με τον φόνο του ιερέα Σερμουάζ. Αν κι ο ιερέας, προτού πεθάνει, ζητά να μη φυλακιστεί, έχει ήδη, εγκαταλείψει το Παρίσι. Επόμενος σταθμός, το Κολέγιο Ναβάρας, από όπου κλέβει 500 χρυσά σκούδα μαζί μ’ άλλους τέσσερις συνεργάτες. Έχοντας πάρει μερίδιο, περιπλανάται στη Γαλλία και μπλέκει με τη φοβερή συμμορία των “Κοκιγιάρ” από τους οποίους μαθαίνει το ακατανόητο γλωσσικό ιδίωμα, το “ζαργκόν”, στο οποίο έγραψε ορισμένες από τις μπαλάντες του. Σ’ αυτές, μάλιστα, δίνει συμβουλές στους φίλους, πως να κάνουν τις δουλειές τους, χωρίς να τους πιάνει η αστυνομία.
Ο πλάνητας κακοποιός φτάνει πεινασμένος και σ’ άθλια κατάσταση στο Μπλουά. Εκεί ο Κάρολος, Δούκας της Ορλεάνης κι αξιόλογος ποιητής, του προσφέρει άσυλο. Η περίφημη μπαλάντα του με τις αντιθέσεις σε κάθε στίχο -όπως το: “πεθαίνω από δίψα πλάι στη πηγή…”- γράφτηκε κείνη τη περίοδο σε ποιητικό διαγωνισμό που οργάνωσε ο Κάρολος. Γι’ άγνωστο όμως λόγο, φυλακίστηκε στην Ορλεάνη και περίμενε τη θανάτωση. Ο προστάτης Κάρολος, τον αποφυλακίζει. Ξαναγυρίζει στο Παρίσι όπου έχει πάρει αμνηστία για τη κλοπή στη Ναβάρα, αλλά η συμμετοχή στον τραυματισμό ενός συμβολαιογράφου, τον οδηγεί, το 1462 και πάλι στα σκοτεινά κι υγρά κελιά. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σ’ εξορία 10 χρόνων κι από το 1463, τα ίχνη του χάνονται. Ουδείς γνωρίζει που, πότε και πως πέθανε. Από το ποιητικό έργο του σώθηκαν μόνο 3.000 στίχοι. Θεωρείται βέβαιο πως το έργο του “Το Ρομάντζο Της Διαβολοπορδής”, που ‘γραψε μετά τις φοιτητικές αναταραχές του 1453, έχει χαθεί.
3 χρόνια μετά γράφει το ποίημα “Κληροδοσία” (Le Lais) πιο γνωστό με το όνομα “Μικρή Διαθήκη”, όπως το παρουσίασαν αργότερα οι εκδότες, σ’ αντιδιαστολή με τ’ άλλο του έργο, τη “Μεγάλη Διαθήκη” που έγραψε όταν αποφυλακίστηκε από το Μαιν-Συρ-Λουάρ το 1461. Η “Κληροδοσία” είναι ένα πολύ εύθυμο ποίημα, που ‘γραψε όταν εγκατέλειπε το Παρίσι απογοητευμένος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Σ’ αυτό κληροδοτούσε στους φίλους του “τα παλιά του παπούτσια, τη “καλή” του φήμη, “το γάιδαρο και το σπαθί του”, αν και το τελευταίο το ‘χεν ήδη δώσει ως ενέχυρο. Το πιο σημαντικό του έργο είν’ η “Διαθήκη” αποτελούμενη από 163 οκτάστιχες στροφές, στις οποίες παρεμβάλλονται 16 μπαλάντες και μικρότερα ποιήματα. Ανάμεσα στις αριστοτεχνικά δομημένες μπαλάντες, είναι η “Μπαλάντα Των Παροιμιών”, η “Μπαλάντα Των Κυράδων Του Παλιού Καιρού”, η “Μπαλάντα-Προσευχή”, η “Μπαλάντα Των Κρεμασμένων”, η “Μπαλάντα Για Τη Πόρνη Χοντρό-Μαργκό”, τις οποίες ο Βάρναλης είχε χαρακτηρίσει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του έγινε το 1489 με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία και ξυλογραφίες. Αν και κυνηγημένος από το νόμο και τη τάξη, το ποιητικό έργο του κέρδισε την αποδοχή του κόσμου, αφού όταν ζούσε, τα χειρόγραφα του κυκλοφορούσαν σε πολλαπλά αντίγραφα. Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο “Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος“.
Οι μπαλάντες ακόμη και σήμερα είναι δροσερές, πρωτότυπες και με μεγάλην εκφραστική δύναμη. Η ποίηση του αναδύεται ολοζώντανη χωρίς επιτήδευση, προσποίηση, ρητορεία ή περίτεχνα γλωσσικά στολίδια. Είναι γνήσια κι ειλικρινής, πηγάζει από την ίδια του τη ζωή, τα εγκλήματα του, τον φόβο της φυλάκισης, τη φρίκη της αγχόνης. Το κέφι του, όμως, δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ούτε στις χειρότερες του στιγμές.
Το άσμα τα χώνει προφανώς σε κάποιονε που τονε πείραξε, αλλά και σήμερα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί θαυμάσια… κατά παντός υπευθύνου, και πάμε να το απολαύσουμε παρέα…
Η Μπαλάντα Των Φτονερών Γλωσσών
Στίχοι: Φρανσουά Βιγιόν
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
1η εκτ.: Χάρης Κατσιμίχας 2001
Άλμπουμ: “Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος“*
Σ’ αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ’ ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ’ αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ’ αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π’ όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ’ αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ’ όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ’ αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ’ αίμα που το ξεραίνουνε σ’ αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
* σε μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση Εκδόσεις Γαβριηλίδη
================================
13η). Ο Κώστας Χατζής γεννήθηκε στη Λειβαδιά, 13 Αυγούστου 1936 κι είναι Έλληνας τσιγγάνος ερμηνευτής και τραγουδοποιός. Είναι πολύ δημοφιλής λαϊκός κιθαρωδός και τραγουδοποιός. Είναι διάσημος κυρίως στην Ελλάδα και τη Κύπρο, αλλά και στον απόδημο ελληνισμό.
Κατάγεται από οικογένεια τσιγγάνων λαϊκών μουσικών, καθώς ο παππούς του Κώστας Καραγιάννης (από το γένος της μητέρας του) ήταν ένας από τους διασημότερους δημοτικούς κλαρινίστες της εποχής του στην Ελλάδα και ο πατέρας του Ευάγγελος Χατζής ήταν δεξιοτέχνης στο σαντούρι. Στα 16 του τραγουδούσε μαζί με τον πατέρα του σε γάμους, σε βαφτίσια και σε άλλες εκδηλώσεις. Αυτή τη περίοδο γράφει τα πρώτα του τραγούδια, που μιλάνε σχεδόν αποκλειστικά για τους καημούς και τα βάσανα της φυλής του.
Το 1957, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα περιοδειών στην ελληνική επικράτεια εγκαθίσταται στην Αθήνα. Έπειτα από πολλές στερήσεις αρχίζει σταδιακά να γίνεται ευρύτερα γνωστός και κάνει την πρώτη του εμφάνιση το 1961 στη Πλακιώτικη μπουάτ «Τιπούκειτος» του Μπουκουβάλα. Με το πέρασμα του χρόνου γίνεται περισσότερο γνωστός, παρουσιάζοντας και ηχογραφώντας δικά του τραγούδια, που τον ανέδειξαν σταδιακά σε φυσιογνωμία σύγχρονου τροβαδούρου με ιδιότυπη φωνή και προσωπικό ερμηνευτικό ύφος. Ο Χατζής τραγουδούσε μπαλάντες, που συνήθως περιείχαν θέματα έντονης κοινωνικής κριτικής, εκφράζοντας τη φτωχή τάξη της εποχής, γεγονός που τον καθιέρωσε στη συνείδηση του κόσμου.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο που περιέχει το τραγούδι του Μίμη Πλέσσα «Έφυγε η αγάπη μου». Στη συνέχεια εμφανίστηκε στη «μπουάτ του Γύφτου» με πολύ μεγάλη επιτυχία. Διετέλεσε από τους κυριότερους εκπροσώπους του μουσικού Νέου Κύματος, ενώ είχε πληθωρική συμμετοχή με αριθμό τραγουδιών του και σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών. Διάσημοι συνθέτες της εποχής, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Μίμης Πλέσσας, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος και Σταύρος Ξαρχάκος, τον ανακαλύπτουν και του δίνουν να ερμηνεύσει τραγούδια, στα οποία προσδίδει τη δική του φυσιογνωμία. Σημαντική στιγμή είναι η συμμετοχή του στο δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου «Το κορίτσι με το κορδελάκι» (Γκρεμισμένα σπίτια, κ.ά.) σε στίχους του Νότη Περγιάλη. Το 1968 κυκλοφορεί η 1η του ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Αναγέννησις Αλόννησος» σε μουσική και ενορχήστρωση του ιδίου. Ακολουθούν αρκετές δουλειές του τα επόμενα χρόνια, όπου σε συνεργασία με κορυφαίους στιχουργούς χαρίζουν στο ελληνικό τραγούδι πολλές σημαντικές στιγμές. Με την πιο στενή συνεργάτιδά του, τη Σώτια Τσώτου, γράφουν τραγούδια όπως: «Ο Στρατής», «Δε βαριέσαι αδελφέ», «Κάτι τρέχει», «Τι σήμερα τι αύριο τι χθες», «Λεωφορείο ο κόσμος», «Νυχτώνει δόξα τω Θεώ», «Όλα ανάποδα τα βλέπει», «Η φωτογραφία», «Ένας Γερμανός και μια Εβραία», «Απ’ το αεροπλάνο», «Μη μας περιφρονάς», «Ο κύριος κανείς», «Αν ερχόσουν», κ.ά.
Μεταξύ πολλών άλλων εμφανίσεων εξαιρετικά επιτυχημένη αποδείχθηκε η συνύπαρξή του με τη Μαρινέλλα στη Πλακιώτικη μπουάτ «Σκορπιός» και στη πρεμιέρα τους στις 28 Μάρτη 1976 παρουσίασαν το πρόγραμμα «Ρεσιτάλ» που περιείχε 50 τραγούδια του, τα περισσότερα σε στίχους της Σώτιας Τσώτου (Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει, Σπουδαίοι άνθρωποι αλλά, Η αγάπη όλα τα υπομένει, Δεν είμ’ εγώ, Κι ύστερα, Σ’ αγαπώ, Όλος ο κόσμος είσ’ εσύ, Μονολογούμε, Πάρε με μαζί σου τσιγγάνε, Αμήν, Τρελλός ή παλικάρι, κ.ά.). Η ζωντανή ηχογράφηση που προέκυψε κυκλοφόρησε σε τριπλό δίσκο το Πάσχα του ίδιου χρόνου και σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία φτάνοντας τις 500.000 πωλήσιες κι αποτελεί μέχρι σήμερα έναν από τους 10 πιο εμπορικούς δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Με τη Μαρινέλλα συνεργάστηκαν αργότερα το 1980 με τον δίσκο «Ταμ – ταμ» (Μια χαμένη Κυριακή, Πάρε ένα κοχύλι απ’ το Αιγαίο, Ζητείται φίλος, Δεν θέλω γράμμα, Το γυφτάκι, κ.ά.) και το 1987 με τον δίσκο «Συνάντηση» (Ιθάκη, Μας κόψαν το φως, Να ‘ταν ο κόσμος μια κάλπη, Τα σ’ αγαπώ σου ένα σωρό, κ.ά.)
Στο τέλος της 10ετίας ’70, εν μέσω περιοδείας επισκέπτεται την Αμερική για συναυλίες στους Έλληνες της διασποράς. Αξιοσημείωτο είναι πως η φήμη του ως τραγουδιστή της ειρήνης έφτασε μέχρι και το Λευκό Οίκο, όπου ο τότε Πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ τονε προσκάλεσε για να τονε γνωρίσει και να τονε συγχαρεί για το έργο του. Είναι από τους λίγους Έλληνες καλλιτέχνες που έχουν προσκληθεί από τον Αμερικανό Πρόεδρο για να τους συγχαρεί προσωπικά για το ήθος και το έργο τους.
Στις 18 Οκτώβρη του 2011 εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τη μουσική παράσταση «Όταν κοιτάς από ψηλά», ερμηνεύοντας τραγούδια από την πολυετή καριέρα του. Μαζί του στη σκηνή εμφανίστηκαν η Μαρία Αλεξίου κι η Αντωνία Χατζίδη. Άλλα πολύ γνωστά τραγούδια του Κώστα Χατζή είναι: «Τα καρφιά», «Χάσαμε», «Αντίο, λοιπόν αντίο», «Να ‘χαν όλοι οι άνθρωποι μια αγάπη όπως εγώ», «Θυμάμαι», «Καληνύχτα Μαργαρίτα», «Η γαλαρία», «Στάσου πού πας», «Είμαι ένας άνθρωπος απλός», «Το ταμ – ταμ», «Πάλι ύπνος δε με πιάνει», «Αρουραίοι της νύχτας», «Κι άλλο παιδί γεννήθηκε απόψε», «Και λεγόμαστε άνθρωποι», «Γέρνει ο ήλιος», «Η Γη ακόμα ζει», «Ραμόνα», «Η φωτογραφία», «Στο διεθνές το μαγαζί», «Περιστρεφόμαστε», κ.ά.
Υπήρξε νυμφευμένος με τη Γερμανίδα σύντροφό του Ούρσουλα Βον Γιόρντις (Ursula von Jordis). Ο γιος τους Αλέξανδρος Χατζής ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική, ενώ συμμετέχει σε συναυλίες μαζί με τον πατέρα του. Η 2η σύζυγός του είναι η Αντωνία Χατζίδη, ενώ συνολικά κι από τους 2 του γάμους έχει 6 παιδιά. Είναι μέλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Κι Όμως Σ’ Αγαπώ
Μουσική-Στίχοι: Κώστας Χατζής
1η εκτ.: Κώστας Χατζής 1989
Ύστερα από τόσα χρόνια
πέρασα εχτές το γιόμα
απ’ το σπίτι το παλιό
κει π’ αφήσαμε κι δυο
από ένα χωρισμό
Και με πιάσανε τα δάκρυα
λες και ήτανε εχθές
ήταν βέβαια νευρικό
δε μπορεί να σ’ αγαπώ
ίσως συμπτωματικό
δε μπορεί να σ’ αγαπώ
ήταν μάλλον νευρικό
Ύστερα από τόσα χρόνια
σήμερα συγκεκριμένα
κοίταζες κάποια βιτρίνα
κι έτρεξα να σ’ αγκαλιάσω
φιλικά να σου μιλήσω
και δεν ήσουνα εσύ
Κι έκλαψα για μια στιγμή
λες κι ακόμα σ’ αγαπώ
ήταν συμπτωματικό
δε μπορεί να σ’ αγαπώ
ήταν μάλλον νευρικό
Ύστερα από τόσα χρόνια
σ’ είδα απόψε στ’ όνειρό μου
κράταγες ένα λουλούδι
και με φίλησες στο στόμα
και μου γύρισες τη πλάτη
κι έφυγες όπως και πρώτα
Ξύπνησα μες στα χαράματα
και με πήρανε τα κλάματα
λες κι ακόμα σ’ αγαπώ
λες κι ακόμα σ’ αγαπώ
λες κι ακόμα σ’ αγαπώ
Ύστερα από τόσα χρόνια
δε συνήθισα ακόμα
το να ζω χωρίς εσένα
κι όλο τη καρδιά παιδεύω
κι όλο τήνε κοροϊδεύω
τάχα πως δε σ’ αγαπώ
κι είναι μάλλον νευρικό
ή και συμπτωματικό
κι όμως σ’ αγαπώ…
σ’ αγαπώ… σ’ αγαπώ…
========================
14η). Κάτι πονεμένο κι ελληνικό κι αληθινό και πονεμένο και πονεμένο… Πάμε:
Ο Νικόλας Άσιμος (20 Αυγούστου 1949 – 17 Μάρτη 1988), γεννημένος Νικόλαος Ασημόπουλος, ήταν στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής κυρίως του ελληνικού ροκ, άλλα τραγούδησε και πολιτικά, μπαλλάντες και λαϊκά. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την «ταξινόμηση» σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του «κολλούν ταμπέλες».
Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Ο πατέρας του, Λάζαρος Ασημόπουλος, ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου στο κέντρο της Κοζάνης κι η μητέρα του, Μαρίκα Ασημοπούλου, το γένος Πινελίδη, ασχολείτο με τα οικιακά κι ήταν προσφυγικής καταγωγής. Ο Νίκος υπήρξε μέτριος μαθητής, ασχολήθηκε με τον στίβο και το ποδόσφαιρο (έπαιζε τερματοφύλακας) και στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Σουρή και διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής, όπως το γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966 που τραγούδησε ο Sacha Distel. Εστειλε μάλιστα το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος, χρησιμοποιώντας πρώτη φορά το ψευδώνυμο Ασιμος (υπέγραψε «Νίκος ‘Άσιμος»).
Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε τη πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια. Τον Δεκέμβριο του 1972 πρωτοεμφανίστηκε στο κοινό ως τραγουδοποιός, αλλά κι ως ηθοποιός (ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ) στο δώμα του Λευκού Πύργου, που ‘χε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σ’ όλη τη καλλιτεχνική διαδρομή του.
Τον Μάη του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Άρχισε ν’ ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 σκηνοθέτησε μια βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς ανταπόκριση από το κοινό.
Το 1975 σημειώθηκε η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Τον έβγαλε η εταιρεία «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά (1912-1981) κι έπεσε θύμα λογοκρισίας: δηλαδή μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει στα δισκοπωλεία, αλλά απαγορευόταν η μετάδοσή του από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στη Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης.
Το 1976 απέκτησε μια κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.
Τον Οκτώβρη του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοέμβρη κείνης της χρονιάς, προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (4 αναρχικούς κι 1 αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» («RAF») στα διαβόητα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία. Μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος.
Το 1978 ξεκίνησε η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή προσποιούμενος τον ψυχοπαθή και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Οπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, που τύπωσε το 1980 και διακινούσε ο ίδιος, υιοθέτησε αυτή τη συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.
Από τον Σεπτέμβρη του 1978 ως τον Μάρτη του 1987 κυκλοφόρησε 8 παράνομες κασέτες με, λιγότερο ή περισσότερο, πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ ή στα «μαγαζόσπιτα» που ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη «υπόγα» του Άσιμου, εκεί που διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 ως την άνοιξη του 1983.
Από το 1981 δρομολογείται η επώδυνη σχέση του με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές.
Το Νοέμβρη του 1982 κυκλοφόρησε από την εταιρεία δίσκων «Μίνως» ο μοναδικός δίσκος 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε ενορχήστρωση του Θανάση Μπίκου και παραγωγή του Ηλία Μπενέτου. Συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου σε δύο τραγούδια («Αμα σε λέγαν Βάσω» και «Παπάκι»), ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε άλλα δύο («Πιάστηκα Σχοινί Κορδόνι» και «Της Επανάστασης») κι η Αθηναΐκή Κομπανία σε ένα, («Σεισμός»), το όνομα της οποίας δε γράφτηκε στο εξώφυλλο, διότι θεωρήθηκε πολύ «εμπορική» για τον «αντάρτη» Άσιμο.
Εστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στο δρόμο (happenings) στο κέντρο της Αθήνας, για τις οποίες είχε επινοήσει τους όρους «Κροκ» (10ετία του ’70) και «Βόλτα» (10ετία του ’80 στο Λόφο του Στρέφη), ακολουθούμενος από περιστασιακούς συνοδοιπόρους του στο πλαίσιο μιας αρχηγικής καλλιτεχνικής και πολιτικής παρέμβασης. Έκανε σύντομα περάσματα σε κινηματογραφικές ταινίες. Έφτιαξε 2 βραχύβια μουσικά συγκροτήματα, την «Exarchia Square Band», με τον Χρήστο Ζυγομαλά, και τους «Νικόλας ΄Ασιμος κι οι Εναπομείναντες» με τον Τόλη Βουλτζάτη και τη Λίτσα Περράκη, που δεν ηχογράφησε.
Τον Απρίλη του 1987 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του «Χαιρετίσματα» πέντε τραγούδια του : «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ‘ρθω να σε βρώ», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξέφρασε μεταφυσικές ανησυχίες, απέκτησε εμμονή με το έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου και συγγραφέα Κάρλος Καστανιέδα (1925-1998) και, σύμφωνα με μαρτυρίες, πίστεψε ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου κι έκανε «πειράματα αθανασίας» σκοτώνοντας άτυχα κατοικίδια ζώα τα οποία μετά προσπαθούσε να «αναστήσει».
Το 1987 κατηγορήθηκε για το βιασμό κοπέλας. Η Δαμόκλειος Σπάθη της επικείμενης δίκης είχε βαρύτατες συνέπειες στη ψυχοσωματική του κατάσταση. Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μάρτη 1988 έδωσε τέλος στη ζωή του, πριν δικαστεί. Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Πέθανε σε ηλικία 38 ετών.
Το 1995 ο Στέλιος Καζαντζίδης περιέλαβε ένα τραγούδι με τίτλο «Ο Φίλος μας» στο δίσκο «Τα βιώματά μου», σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη. Το τραγούδι αυτό, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου «είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη κι άνθρωπο που έζησε κι αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».
Ακολούθησαν μεταθανάτιες εκδόσεις τραγουδιών του και διασκευές από νεότερους καλλιτέχνες.
1975, «Ο Μηχανισμός (Α’ πλευρά) – Ο Ρωμιός (Β’ πλευρά)». Δίσκος 45 στροφών (ΛΥΡΑ).
1978, “Η Κασέτα με το Βαρέλι που για να Βγει το Σπάει” (Παράνομη Κασέτα Νο.000001). Ηχολήπτης ήταν ο τεχνικός του ΟΤΕ Στέλιος Λογοθέτης.
1979, “Τριπλή Κασέτα Μπέλα Με Χωρίς Ταμπέλα”. Εκδοση τριών κασετών. Ηχολήπτης ήταν πάλι ο Στέλιος Λογοθέτης.
“Είμαι παλιάνθρωπος” (Παράνομη Κασέτα No.000002)
“Γιατί φοράς κλουβί” (Παράνομη Κασέτα No.000003)
«Klaste Eleftheros» (Παράνομη Κασέτα No.000004)
1982, «Ο Ξαναπές». Δίσκος 33 στροφών (ΜΙΝΩΣ). Συμμετέχουν η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. και η Αθηναΐκή Κομπανία.
1986, “Τριπλή Κασέτα”. Εκδοση τριών κασετών.Ηχολήπτης ήταν ο Νίκος Πέππας – Studio Diva.
“Ο Σάλιαγκας” (Παράνομη Κασέτα No.000005)
“Η Ζαβολιά” (Παράνομη Κασέτα No.000006)
“Πάλι στην Ξεφτίλα” (Παράνομη Κασέτα No.000007)
1987, “Το Φανάρι του Διογένη” (Παράνομη Κασέτα No.000008). Τραγουδάει η Σωτηρία Λεονάρδου. Ηχογράφηση Studio Diva.
1987, Συμμετοχή με 5 τραγούδια στο δίσκο “Χαιρετίσματα” του τραγουδιστή Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
1988, Συμμετοχή στο δίσκο “Ήχοι του Χειμώνα” με ηχογράφηση του τραγουδιού “Πάλι στην ξεφτίλα” από συναυλία.
1989, “Το Φανάρι του Διογένη” (ΜΙΝΩΣ). Ο πρώτος μεταθανάτιος δίσκος με τραγούδια του. Περιέχει κομμάτια από την Παράνομη κασέτα No.000008 με κάποιες παρεμβάσεις στο στούντιο και νέα μίξη ήχου από τους συνεργάτες του Θύμιο Παπαδόπουλο και Δημήτρη Τραντάλη. Συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου. Στον «Μπαγάσα», το πιο γνωστό τραγούδι του, οι Παπαδόπουλος και Τραντάλης κράτησαν στο δίσκο μόνο τη φωνή του αυτόχειρα τραγουδοποιού. Ωστόσο στην ομότιτλη παράνομη κασέτα του 1987 ο «Μπαγάσας» ακούγεται ως ντουέτο του Άσιμου με τη Λεονάρδου.
1992, “Στο Φαλημέντο του Κόσμου/Γιουσουρούμ” (MUSIC BOX). Ο δεύτερος μεταθανάτιος δίσκος. Περιέχει δύο εντελώς νέες ηχογραφήσεις με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου (στα τραγούδια «Πας φιρί φιρί» και «Γιουσουρούμ») και τη φωνή του Ασιμου μαζί με κάποιες βάσεις ηχογραφήσεων από τις παράνομες κασέτες «εμπλουτισμένες» με πρόσθετα όργανα.
1997, Το συγκρότημα Magic de Spell διασκευάζει το τραγούδι “Μπαταρία” του Νικόλα Άσιμου στο cd single τους “Ο Φόβος έχει όνομα”.
1997, Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου διασκευάζει 5 τραγούδια του Νικόλα Άσιμου στο δίσκο “Πες μου ένα ψέμα ν’ αποκοιμηθώ”.
2000, Το συγκρότημα Ενδελέχεια διασκευάζει το τραγούδι “Μπαγάσας” του Νικόλα Άσιμου στο Cd single τους “Καθρέφτης”.
2002, Συλλογή (2 Cd) ονομαζόμενη “Βιομηχανία του πεζοδρομίου” με επιλογές από τις παράνομες κασέτες του Νικόλα Άσιμου.
2009, Μια παράσταση (2 Cd) με ζωντανή ηχογράφηση στο Rodeo Club (26/02/1986).
2014, «Αρνήθηκα Πολλά» (b-otherside Records). Δίσκος βινυλίου 33 στροφών. Περιέχει έξι ανέκδοτα τραγούδια τα οποία ο ‘Ασιμος επεξεργαζόταν το χρονικό διάστημα λίγο πριν την αυτοκτονία του και βρέθηκαν στο μαγαζί-σπίτι της οδού Καλλιδρομίου 55 μετά την αυτοκτονία του.
“Δεν είμαι συν-θέτης είμαι πλην-θέτης” είχε πει ο Νικόλαος Ασημόπουλος σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Γιώργο Βιδάλη 10 μήνες πριν φύγει από τη ζωή. Ένας σεμνός καλλιτέχνης, με όλη τη σημασία της λέξης που δεν άντεξε το σύστημα. Έλεγε “με λένε Νικόλα Άσιμο ούτε Νικόλαο, ούτε Νίκο, ούτε Ασημόπουλο. Άσιμο, και με ιώτα“.Τα λόγια είναι περιττά όμως ας τον θυμηθούμε μέσα από ένα σπουδαίο τραγούδι του. Το παπάκι είναι ένα τραγούδι που το έγραψε για να κοιμίζει τη κόρη του. Τη 1η φορά που το άκουσα δε μου πέρασε καν από το μυαλό ότι πρόκειται για νανούρισμα. Είναι μεν πάρα πολύ τρυφερό δείχνοντας μας και το ρομαντισμό του, αλλά για νανούρισμα δε μου φαινόταν. Ωστόσο για του λόγου το αληθές σας παραθέτω τα λόγια του Χ. Καρυώτη.
“…Τονε θυμάμαι στην ηχογράφηση ενός συγκλονιστικού νανουρίσματος. Το είχε γράψει πριν από μερικά χρόνια για να κοιμίζει τη κόρη του στο υπόγειο της οδού Αραχώβης 41. Ήταν το Παπάκι. Μια μαγική στιγμή που ερμήνευσε η Χαρούλα Αλεξίου. Nα μη σου πω ότι, κάποια στιγμή, ο Άσιμος ήταν και ψιλοβουρκωμένος… Είχε κρυφτεί πίσω της. Τραγουδούσε για πάρτη του αυτό που άκουγε κείνη τη στιγμή. . . Αυτό που τον φόρτιζε, αυτό που τον δονούσε… Συγκινήθηκε κι η Χαρούλα. Κι αυτό φαίνεται, είναι λυγμική. Ούτε γύρισε πίσω της να δει πού είναι ο Νικόλας, τι κάνει. Μπήκε κι εκείνη σ’ αυτό που συνέβαινε. Γιατί συνέβαινε κάτι ακαριαίο και μαγικό…”
Υ.Γ. Η ερμηνεία της Χαρούλας Αλεξίου ήταν καταπληκτική. Έχει την απαιτούμενη συγκινησιακή φόρτιση αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο λιτή, όπως αρμόζει σ’ ένα τέτοιο τραγούδι.
Ελάτε να το απολαύσουμε παρέα:
Το Παπάκι
Στίχοι-Μουσική: Νικόλας Άσιμος 1982
1η εκτ.: Νικόλας Άσιμος & Χαρούλα Αλεξίου
Έχω ένα παπάκι
να μου κάνει πα
να μου κάνει πα, πα, πα
Και ένα κουνελάκι
που όλο μου κουνά
που όλο μου κουνά τ’ αυτιά
Και δε μου καίγεται καρφί
αν εσύ περνάς,
και δε μου ξαναμιλάς
Ίσως να ξανάρθεις
όταν θα έχω πια
όταν, θα έχω πια χαθεί
κι ή θα μ’ έχουν θάψει
ή θα έχω μα-
ή θα έχω μαραθεί
Κι ας μη σου καίγεται καρφί
Κι ας συνήθισες
κι ας συνήθισες και εσύ
==============================
15η. Έχουνε ξαπλώσει, ο κυρ-Γιάννης κι η γυναίκα του, αλλ’ αυτός κρατά αναμμένο το φως γιατί τονε ταλαιπωρεί ένας στίχος για να κλείσει ένα τραγουδάκι που ετοιμάζει. Το πάει από δω, το πάει από κει… φυσά-ξεφυσά, ώσπου η γυναίκα του αγανακτεί και του βάζει τις φωνές:
-“Σβήσε το φως να κοιμηθούμε καημένε”!!!
Τρελλαίνεται αυτός. τη φιλά και της λέει:
-“Μπράβο ρε γυναίκα”!!
Τη συνέχεια τη ξέρετε κι αν δε τη ξέρετε… ακούστε τη:
Σβήσε Το Φως Να Κοιμηθούμε
Στίχοι-Μουσική-1η εκτ.: Γιάννης Παπαιωάννου 1952
σεγόντο η Ρένα Ντάλια
Άσε με στη βαθειά σκοτούρα,
και μην αρχίζεις τη μουρμούρα,
κόφ’ το γαζί, μη το τραβούμε,
σβήσε το φως να κοιμηθούμε.
Μου ‘χεις ζαλίσει το κεφάλι,
πάψε τη γκρίνια τη μεγάλη,
σαν ξημερώσει θα τα πούμε,
σβήσε το φως να κοιμηθούμε.
Έλα γλυκά και φίλησε με,
σβήσε το φως κι αγκάλιασε με,
με γκρίνιες άκρη δε θα βρούμε,
σβήσε το φως να κοιμηθούμε.
===========================
ΜΕΡΟΣ 5ο. Τούτες εδώ οι ιστορίες είναι λυπητερές και ζητώ ήδη συγγνώμη που θα σας λυπήσω, αλλά εντάξει δεν είναι πάντα όλες οι ώρες για διασκέδαση, είναι και για ενημέρωση και για προβληματισμό. Έτσι πάμε γοργά να ξεφυλλίσουμε αυτές τις ιστορίες των ασμάτων αυτών και να πάμε παραπέρα.
Ελάτε να σας πω μιαν ιστορία, μιαν ιστορία φρίκης και στο τέλος θα τη κλείσω μ’ ένα τραγούδι.
Είστε έτοιμοι;
Πάμε λοιπόν:
Πριν ακριβώς 46 χρόνια και κάτι, ένας Γενάρης, μια Δευτέρα, 29 ο μήνας το έτος όμως 1979, είναι πρωί κατά τις 8.30 π.μ. περίπου κι ο γνωστός μας τραγουδιστής Μπόμπι Γκέλντοφ, είναι σ’ ένα ραδιοφωνικό σταθμό του Georgia State University με όνομα WRAS να δώσει συνέντευξη κι ενώ τα λένε με τον ραδιοπαραγωγό-εκφωνητή, ηχεί δίπλα του το τέλεξ, που ξεκινά ένα έκτακτο δελτίο τύπου…
Αρκετά μακριά από κει, στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, κατά τις 7 το πρωί, ένας πατέρας ξεκινά για τη δουλειά του κι η κόρη του 16 ετών, η Μπρέντα Ανν Σπένσερ, του ζητά να μη πάει στο Λύκειο σήμερα γιατί δεν νιώθει καλά. Ο πατέρας εγκρίνει και φεύγει…
Η μικρή κοιτά κάμποση ώρα από το παραθύρι της, κάτι παιδάκια που παίζαν έξω, περιμένωντας ν’ ανοίξει το σχολειό τους (Grover Cleveland Elementary School, San Diego Unified School District) να μπούνε, Ένας φύλακας κι ο ίδιος ο Διευθυντής είναι κι εκείνοι απέξω και προσέχουνε. Η μικρή χαζεύει όλα αυτά τα χρωματιστά μπουφανάκια κι ακούει όλες αυτές τις χαρούμενες κραυγούλες που βγάζουν όλα τα πιτσιρίκια όταν παίζουν. Ξάφνου μουλαρώνει, πιάνει το Ruger 10/22 ημιαυτόματο, με διόπτευση τηλεφακό και 500 σφαίρες, που της είχε πάρει δώρο ο μπαμπάς τα Χριστούγεννα, -ενώ του είχε ζητήσει ένα ραδιόφωνο- ανοίγει το παράθυρό της κι ανοίγει πυρ κατά… παντός υπευθύνου απέναντι. Σκοτώνει τον φύλακα Mike Suchar και τον διευθυντή Burton Wragg, -κι οι δυο πεθάνανε στη προσπάθειά τους να προστατέψουνε τα παιδιά- τραυματίζει κι οχτώ παιδάκια κι όταν φτάνει επί τόπου ένας αστυνόμος τονε τραυματίζει κι αυτόν.
Ρούγκερ ημιαυτόματο με τηλεφακό 10/22
Μετά από 30 περίπου πυροβολισμούς, ταμπουρώνεται στο σπίτι κι αρνείται να βγει έξω, για κάμποσες ώρες. Έχοντας ρίξει περίπου 300 σφαίρες, η Spencer οχυρώθηκε μέσα στο σπίτι της και παρέμεινε εκεί για αρκετές ώρες. Η πολιορκία οργανώνεται, καταφθάνουνε δυνάμεις της Αστυνομίας κι ένας “Μεσολαβητής-Διαπραγματευτής” στον οποίο είπε πως είχε σκοπό τελικά να ξεμπουκάρει πυροβολώντας και πως πυροβολούσε γιατί “ήτανε τόσον εύκολοι στόχοι“. Τελικά, γύρω στις 3.30’ το απόγευμα, βγήκε από το σπίτι, άφησε το τουφέκι της στην άσφαλτο και παραδόθηκε. Οι αστυνομικοί βρήκανε σωρούς άδειων μπουκαλιών από μπύρα κι ουίσκυ στο σπίτι, αλλά η Brenda δεν ήταν υπό την επήρρεια αλκοόλ την στιγμή της σύλληψής της..
Πριν όμως γίνει αυτό, είχε προλάβει να συνομιλήσει μ’ ένα δημοσιογράφο στο τηλέφωνο, όστις τη ρώτησε γιατί το έκανε αυτό; Κι η μικρή Μπρέντα Ανν Σπένσερ, απάντησε ψυχρά κι αμετανόητα:
-“Δε γουστάρω τις Δευτέρες. Αυτό ζωντάνεψε, λίγο, τη μέρα“!!!
Το τέλεξ είχε εκτυπώσει την είδηση στο ραδιοσταθμό κι ο Μπόμπι καθώς ήτανε πιο κοντά το πήρε στα χέρια του, το διάβασε και φρίκαρε! Όπως είπε ο ίδιος αργότερα:
“Έκανα μια ραδιοφωνική συνέντευξη στην Ατλάντα με τον Johnnie Fingers κι υπήρχε μια μηχανή τέλεξ δίπλα μου. Το διάβασα και μου βγήκε. Το να μη γουστάρει κανείς τις Δευτέρες σαν αιτία για να κάνει κάτι τόσο φρικτό, είναι λίγο περίεργο. Σκεφτόμουνα γι’ αυτό στο δρόμο της επιστροφής προς το ξενοδοχείο και μου ‘ρθε φλασιά: “Κάποιο τσιπάκι στο κεφάλι της υπερφόρτωσε“, κι ο δημοσιογράφος που τη ρώτησε “Πες μου γιατί;” Κι αμέσως τα σημείωσα κάπου. Ήταν μια τόσο παράλογη πράξη. Ήταν η εντ(ρ)ελώς παράλογη πράξη κι αυτή ήταν η εντ(ρ)ελώς παράλογη αιτία για να κάνει ό,τι έκανε. Έτσι, ίσως έγραψα το εντ(ρ)ελώς παράλογο τραγούδι για να το τονίσω. Δεν ήτανε προσπάθεια να εκμεταλλευτώ τη τραγωδία“.
Ποιά ήταν όμως η Μπρέντα Ανν Σπένσερ;
Για να δούμε μαζί τι πληροφορίες υπάρχουνε στο διαδίκτυο; Στη Βικι πιο συγκεκριμένα, απ΄ όπου έχω κι ήδη αντλήσει κι όσα σας έχω πει μέχρι τώρα.
Γεννήθηκε στις 3 Απρίλη 1962, ήτανε κοντούλα, 1.57, μ’ έντονα πυρόξανθα μαλλιά. Η Brenda σ’ ηλικία 16 ετών ήταν μικροκαμωμένη, όμορφη κοπελίτσα με μακριά, λαμπερά κατακόκκινα μαλλιά. Είχε καλλιτεχνική «ματιά» κι ήταν μια εξαιρετική φωτογράφος, έχοντας διακριθεί σε πολλούς σχετικούς διαγωνισμούς. Παρ’ όλο που ήταν ένα έξυπνο παιδί, αντιμετώπιζε προβλήματα προσαρμογής στο σχολείο, το οποίο έδειχνε να μην την ενδιαφέρει καθόλου, κάνοντας πολλές φορές τους καθηγητές της να αναρωτιούνται αν κοιμόταν μέσα στην τάξη. Λόγω των πολλών και αδικαιολόγητων απουσιών της από το σχολείο -και σύμφωνα με τον σχετικό νόμο για μαθητές που απέχουν από την υποχρεωτική εκπαίδευση- η Brenda στάλθηκε σε ειδικό σχολείο για προβληματικά παιδιά. Έδειχνε μιαν απέχθεια για τους αστυνομικούς κι είχε εκφράσει σε συμμαθητές της την επιθυμία να σκοτώσει έναν, όπως και το ότι ήθελε, κάποια μέρα, να κάνει κάτι που θα την έφερνε στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Πριν το Συμβάν είχεν ήδη δηλώσει πως ήτανε γκέι από τα γεννοφάσκια της και διέμενε όπως προείπα, ακριβώς απέναντι από το εν λόγω δημοτικό σχολείο.
Ο πατέρας Γουάλλας
Όταν χωρίσαν οι γονείς της έμεινε με τον πατέρα Γουάλλας Σπένσερ σε απόλυτη φτώχεια, όμως, δεν ήταν παρά εικονική, καθώς ο πατέρας της Brenda δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Το σπίτι δεν είχε ούτε καν τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα και, πατέρας και κόρη, μοιράζονταν ένα μονό στρώμα στο -σπαρμένο με άδεια μπουκάλια μπύρας- πάτωμα του σαλονιού..
Στο σχολείο της ήταν εντελώς αδιάφορη και μάλιστα οι καθηγητές της αναρωτιόντουσαν αν την είχε πάρει ο ύπνος ή όχι, παρόλο που ‘χε μεγάλην έφεση στη Φωτογραφία κι είχε κερδίσει το 1ο βραβείο στο διαγωνισμό της Humane Society. Αργότερα κι όσο ήταν υπό κράτησιν, της έγιναν διάφορα τεστς που έδειξαν ότι είχε ένα τραύμα στον κροταφικό λοβό του εγκεφάλου της, πράγμα που αποδόθηκε από πτώση με το ποδήλατο. Έδειξε δε εχθρική κι αμετανόητη στους αστυνομικούς όσο τους μιλούσε για το Συμβάν κι ισχυρίστηκε πως ήθελε να κάνει κάτι ώστε να τη δείξει η Τιβι.
Στις αρχές του 1978, το προσωπικό σε μία από τις εγκαταστάσεις για προβληματικούς μαθητές στο οποίο είχε παραπεμφθεί για σκασιαρχείο, ενημέρωσε τους γονείς της ότι ήταν αυτοκτονική. Εκείνο το καλοκαίρι, η Μπρέντα που ήταν γνωστή για κυνήγι πουλιών στη γειτονιά, συνελήφθη για πυροβολισμούς από τα παράθυρα του Δημοτικού με ένα πυροβόλο όπλο ΒΒ, και μικροδιαρρήξεις. Τον Δεκέμβρη, μια ψυχιατρική αξιολόγηση που έκανε ο υπεύθυνος αναστολής της, συνέστησε να εισαχθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για κατάθλιψη, αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε να δώσει άδεια. Όταν αργότερα ρωτήθηκε γιατί πιστεύει πως ο πατέρας της, αγοράσε το όπλο αντί (όπως ισχυρίστηκε η ίδια), του ραδιοφώνου που του ζήτησε, είπε πως πιστεύει πως της το πήρε για να τη… βοηθήσει να αυτοκτονήσει.
Εδώ αφήνει το όπλο κάτω και παραδίδεται 3.30 μμ
Ήδη από τον προηγούμενο χρόνο είχε ψηφιστεί η Πράξη του 1978, περί Νεανικής Εγκληματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας, παιδιά ηλικίας από 13 ετών και πάνω, θα ήταν δυνατόν να δικάζονται από δικαστήρια ενηλίκων, αν τους είχε απαγγελθεί κατηγορία για φόνο, και θα αντιμετώπιζαν τις ίδιες ποινές. Ο νόμος αυτός κατέρριψε την πεποίθηση 150 χρόνων στην αμερικανική ιστορία, πως τα παιδιά ήταν εύπλαστα και θα μπορούσαν να αναμορφωθούν και να σωθούν. Τώρα επικρατούσε η άποψη πως υπήρχαν παιδιά τόσο επικίνδυνα για την κοινωνία, που θα έπρεπε να κρατηθούν μακριά της για όλη τους τη ζωή.
Σύμφωνα με αυτήν την νομοθετική πράξη, η Brenda Ann Spencer δικάστηκε ως ενήλικας, ομολόγησε δύο φόνους κι επιθέσεις με πυροβόλο όπλο και καταδικάστηκε σε απροσδιόριστη ποινή που, σύμφωνα με το αμερικανικό δίκαιο σήμαινε ότι θα εξέτιε από 25 χρόνια έως ισόβια, με την ποινή να εξετάζεται κατά διαστήματα. Οδηγήθηκε στις γυναικείες φυλακές της California, στο Chino. Στην διάρκεια της φυλάκισής της διαγνώστηκε με επιληψία και κατάθλιψη. Επίσης ανακαλύφθηκε μια βλάβη στον δεξιό λοβό του εγκεφάλου της, η οποία αποδόθηκε σε χτύπημα κατά την πτώση από το ποδήλατό της, όταν ήταν μικρότερη. Στην φυλακή εργαζόταν στο τμήμα επισκευής ηλεκτρονικού εξοπλισμού.
Παρόλο που ήταν εξαιρετικά σπάνιο το να δίνεται δυνατότητα αίτησης για επανεξέταση αναστολής κι απονομής χάριτος, στη Καλιφόρνια πριν από το 2011, εκείνη έτυχε 4 τέτοιων εξετάσεων αίτινες απορρίφθησαν όλες. Επικαλέστηκε τα πάντα: Στη 1η, το 1993 είπε: “Ήθελα να αυτοκτονήσω, αλλά επειδή φοβόμουν ήθελα να κάνω κάτι ώστε να με πυροβολήσουν οι αστυνομικοί” αποδεδειγμένο ψέμμα, καθώς ήτανε καλά προφυλαγμένη στο σπίτι της, και “Ήμουν υπό την επήρρεια αλκοόλ και ναρκωτικών ουσίων“, επίσης αποδεδειγμένο ψέμμα, καθώς δε βρέθηκε τίποτα στον οργανισμό της.
Στη Τελευταία Ακρόαση Χάριτος το 2011
Στην ακρόαση του 2001 η Brenda, 1η φορά, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της τη χτυπούσε και τη κακοποιούσε σεξουαλικά από τα 9 της, γεγονός που ο ίδιος αρνήθηκε κατηγορηματικά αλλά οι πράξεις του θα μπορούσαν να θεωρηθούν ύποπτες. Ένα χρόνο μετά την κάθειρξη της κόρης του, παντρεύτηκε την πρώην συγκρατούμενή της, που είχε μόλις αποφυλακιστεί. Το όνομά της ήταν Sheila, ήταν νεότερη από τη Brenda και παντρεύτηκε τον Wallace αφού έμεινε έγκυος με το παιδί του. Όσοι την έβλεπαν, σχολίαζαν ότι έμοιαζε συγκλονιστικά με τη Brenda. Η Sheila εγκατέλειψε τον Γουάλας και τη κόρη της μετά από λίγα χρόνια γάμου. Οι ισχυρισμοί της Brenda για κακοποίηση από τον πατέρα της δεν λήφθηκαν υπόψη. Ο πρόεδρος της επιτροπής δεν το δέχτηκε ως αληθές, δεδομένου πως δεν είχε ποτέ ξαναναφερθεί κι αναφέρθηκε 22 χρόνια μετά, άρα αμφέβαλλε για τούτο. Το 2005 όταν μια φίλη της αποφυλακίστηκε, εκείνη αυτοτραυματίστηκε κι αμέσως διεγνώσθη ως ψυχωτική κι ανίκανη να κυκλοφορήσει ελεύθερη. Το 2009, για 3η φορά, η Brenda καταθέτει αίτηση αναστολής της ποινής της, η οποία απορρίπτεται κι αυτή. Καθοριστική για την απόρριψη ήταν η έκθεση ενός εισαγγελέα του San Diego o οποίος, αναφερόμενος σ’ ένα περιστατικό του 2005 (η Brenda, αποκαρδιωμένη από την αποφυλάκιση της αγαπημένης της, χαράσσει με αιχμηρό αντικείμενο τις λέξεις «κουράγιο» και «περηφάνεια» στο δέρμα της), υποστηρίζει πως είναι ψυχωσική κι επικίνδυνη τόσο για τον εαυτό της όσο και για τους άλλους.
Η Brenda Spencer εξακολουθεί να εκτίει την απροσδιόριστη ποινή της με δικαίωμα επανεξέτασης της αίτησης αποφυλάκισής της το 2019.
Σήμερα βρίσκεται ακόμα στο California Institution για γυναίκες στο Τσίνο.
Ακριβώς 10 χρόνια μετά 29 Γενάρη 1982, συνέβη ένα ίδιο περιστατικό σ’ ένα άλλο σχολείο με το ίδιο όνομα: Cleveland Elementary, στο Στόκτον της Καλιφόρνια. Οι ομοιότητες που παρουσίασε το συμβάν ήτανε μια σκληρή υπενθύμηση του προγενέστερου για τους επιζήσαντες και τους συγγενείς των εμπλεκομένων, Εδώ όμως υπήρξανε 5 νεκροί μαθητές και 30 τραυματίες!
Το Δημοτικό τότε..
Το Δημοτικό Σχολείο Cleveland έκλεισε το 1983, μαζί με άλλα σχολεία της περιοχής, λόγω μειωμένων εγγραφών μαθητών. Σήμερα στεγάζει την Ακαδημία Επιστημών Magnolia. Στην είσοδο έχει στηθεί ένα μικρό μνημείο, στη μνήμη των θυμάτων.
Το μνημείο των 2 πεσόντων επί τόπου
Οι 2 νεκροί σχολικοί φύλακες
Το σημείο τώρα πια είναι μνημείο νεκρών!
O Μπομπ Γκέλντορφ είναι Ιρλανδός πολυβραβευμένος μουσικός με σημαντική κοινωνική κι οικολογιή δράση. Γεννήθηκε στο Δουβλίνο 5 Οκτώβρη 1951. Ορφάνεψε απο μικρός και γι’αυτό ασχοληθηκε με τη μουσική για να επιζήσει και να μορφώσει την αδελφή του. Δούλεψε στο μεροκάματο, έκανε τον φοτηγατζή, τον πλανόδιο τραγουδιστή κι άλλα επαγγέλματα, μέχρι που επέστρεψε στην Ιρλανδία κι έγινε δημοσιογράφος.
Μπομπ Γκέλντοφ
Ο Μπόμπι Γκέλντοφ, αρχηγός του συγκροτήματος Boomtown Rats, εμπνεύστηκε όπως είπε από αυτό το περιστατικό κι έγραψε το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο έγινε Νο 1 για 4 βδομάδες στα τσαρτς της Βρεττανίας κι ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του γκρουπ στη πατρίδα Ιρλανδία, ήτανε το δεύτερο Νο1 που πετύχαινε το γκρουπ κι έγινε το 6ο καλύτερο κομμάτι στη Βρεττανία για το 1979, αλλά δε μπήκε καν στη 40άδα των ΗΠΑ. παρόλο που ακόμα παίζεται στα ραδιόφωνα (εκτός του Σαν Ντιέγκο) και παρά τις προσπάθειες της οικογένειας Σπένσερ να το απαγορέψει.
The BoomTown Rats
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η Brenda έγραψε στον Geldof από τη φυλακή, ευχαριστώντας τον που την «έκανε διάσημη»!
Ντοκυμαντέρ
I Don’t Like Mondays
Written by Bob Geldof 1979
Δε Γουστάρω Τις Δευτέρες
Ένα τσιπάκι “χτύπησε” στη κεφαλή της,
φόρτωσε πλήθος βλαβερών ηλεκτρονίων
κι έτσι κανείς σχολείο σήμερα δε πάει
Θα τους κρατήσει με το ζόρι πάντα σπίτι
κι ο μπαμπάς χαμπάρι δε θα πάρει.
Αυτός πάντα την έλεγε χρυσάφι του
και δε μπορεί να δει καμμιάν αιτία
γιατί δεν υπάρχει σίγουρα αιτία
Τι αιτία δηλαδή η σιγουριά, έχει χρεία;
Ω Ω Ω πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Πες μου γιατί
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Θέλω να σκοτώσω πέρα ως πέρα,
ολάκερη αυτή τη κωλομέρα
Το τέλεξ ήτανε ξεκάθαρο, λαμπίκο
καθώς εκτύπωνε στο κόσμο που περίμενε
κι η μάνα ήτανε σοκαρισμένη
ο κόσμος του πατέρα πάγωσε
κι οι σκεψεις τους στραφήκαν στο μικρό κοριτσάκι
Γλυκά δεκάξι όχι και τόσο ρόδινα
Τώρα, δε μπορεί να δει την ήττα.
Δεν μπορούν να δούν’ καμμιάν αιτία
γιατί όντως δεν υπάρχει μια αιτία
Τί χρείαν έχουμε από αιτία!
Ω Γιεα πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Πες μου γιατί
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Θέλω να σκοτώσω πέρα ως πέρα,
ολάκερη αυτή τη κωλομέρα
σκοτώσω σκοτώσω σκοτώσω
Να σκοτώσω τα πάντα
Τώρα όλα τα παιγνίδια σταματήσαν στον παιδότοπο
Θάθελε να παίξει με τα παιγνίδια της λιγάκι
και το σχολείο έκλεισε νωρίς
κι όλοι θα πάρουνε το μάθημά τους σήμερα
κι αυτό θάναι πως να πεθαίνεις
και τότε κροταλίσαν οι κάλυκες
κι ο αστυνόμος έρχεται κατάφατσα
με τα προβλήματα, τα “πως” και τα “γιατί”
και δε μπορεί να δει καμμιάν αιτία
γιατί ακριβώς δεν υπάρχει αιτία
τί λόγο χρειάζεται κανείς για να πεθάνει…
πεθάνει… πεθάνει…
Ένα τσιπάκι “χτύπησε” στη κεφαλή της,
φόρτωσε πλήθος βλαβερών ηλεκτρονίων
κι έτσι κανείς σχολείο σήμερα δε πάει
Θα τους κρατήσει με το ζόρι πάντα σπίτι
κι ο μπαμπάς χαμπάρι δε θα πάρει.
Αυτός πάντα την έλεγε χρυσάφι του
και δε μπορεί να δει καμιάν αιτία
γιατί δεν υπάρχει σίγουρα αιτία
Τι αιτία δηλαδή η σιγουριά, έχει χρεία;
πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
πες μου γιατί;
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Πες μου γιατί
Τις Δευτερες δε γουστάρω!
Θέλω να σκοτώσω πέρα ως πέρα,
ολάκερη αυτή τη κωλομέρα αχ αχ αχ αχ
=================
Άλλη μια ιστορία που είναι λυπητερή. Είναι 2 σε ένα τραγούδι. Η 1η αφορά στη καλλιτέχνιδα που το ερμήνευσε και το έκανε κλασσικό και μοναδικό, κι η 2η το ίδιο το τραγούδι. Η Ερμηνεύτρια είναι η Μπίλι Χολιντέη και ξεκινώ από κει. (έχω και φωτογραφίες). Πάμε…
Η Μπίλι Χόλιντεϊ (Billie Holiday, 7/4/1915-17/7/1959) ήτανε διακεκριμένη Αμερικανίδα τραγουδίστρια και τραγουδοποιός της τζαζ. Πιότερο γνωστή για τις ερμηνείες της σε συνθέσεις άλλων μουσικών και τις φωνητικές ικανότητές της, η ίδια έγραψε περιορισμένο αριθμό τραγουδιών, ορισμένα από τα οποία συγκαταλέγονται στα κλασικά του τζαζ ρεπερτορίου, όπως τα “Lady Sings the Blues” και “God Bless the Child”. Χαρακτηρίζεται συχνά ως η επιφανέστερη τραγουδίστρια στην ιστορία της τζαζ, λαμβάνοντας υπόψη και την επίδραση που άσκησε σε μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Ερμήνευσε επίσης τραγούδια του μπλουζ ρεπερτορίου. Θεωρείται πως οι εγκάρδιες ερμηνείες της βρίσκονται στον αντίποδα των περισσότερο χαρούμενων αυτοσχεδιασμών της Έλλα Φιτζέραλντ.
Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και μεγάλωσε στη πόλη της Βαλτιμόρης. Σε επίσημα έγγραφα εμφανίζεται με μία πληθώρα παραλλαγών του πραγματικού ονόματός της. Ήταν γνωστή κυρίως ως Eleanora Fagan, σύμφωνα με το επώνυμο της μητέρας της, ωστόσο σε νοσοκομειακά έγγραφα αναφέρεται ως Eleanor Harris (ή Elinore στο πιστοποιητικό γέννησής της). Σε παιδική ηλικία απέκτησε το παρωνύμιο Μπίλι, ενώ βαπτίστηκε με το όνομα Eleanor Gough. Παράλληλα ήταν γνωστή ως Ματζ (Madge). Σε εφηβική ηλικία άρχισε να χρησιμοποιεί συστηματικά το όνομα Μπίλι, πιθανώς λόγω της εκτίμησης που έτρεφε για την ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Μπίλι Νταβ (Billie Dove), ενώ αργότερα υιοθέτησε το επώνυμο του πατέρα της, ελαφρά παραλλαγμένο (Halliday), με το οποίο ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία της στο τραγούδι. Ο τζαζ μουσικός Λέστερ Γιανγκ τής έδωσε επίσης το γνωστό παρωνύμιο Lady Day.
Τα παιδικά της χρόνια χαρακτηρίστηκαν από έντονες δυσκολίες. Ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια αρνούμενος να αναγνωρίσει την πατρότητα της Χόλιντεϊ, κάτι που τελικά έκανε μόνο μετά την πρώτη επαγγελματική επιτυχία της. Ο ίδιος ήταν επίσης μουσικός, παίζοντας κιθάρα σε μεγάλες ορχήστρες (big bands), καθώς και στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον. Στην αυτοβιογραφία της περιγράφει κακομεταχείριση από συγγενείς που αναγκαστικά συμβίωνει όταν η μητέρα της εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, ενώ για σύντομο χρονικό διάστημα φυλακίστηκε για πορνεία. Η ενασχόλησή της με το τραγούδι ξεκίνησε στις αρχές της 10ετίας ’30, τραγουδώντας σε μικρούς χώρους του Μπρούκλιν.
Ο μουσικός παραγωγός, κυνηγός ταλέντων Τζον Χάμοντ ήταν 1ος που διέκρινε τις δυνατότητές της κι οργάνωσε τις 1ες ηχογραφήσεις της, που πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με τον Μπένι Γκούντμαν. Από το 1935 ηχογραφούσε συστηματικά, αποκτώντας σταδιακά ευρύτερο ακροατήριο. Υπήρξε από τις πρώτες Αφροαμερικανίδες τραγουδίστριες που συμμετείχαν σε ορχήστρα λευκών, συνεργαζόμενη με τον Άρτι Σο (Artie Shaw) το 1938 και μέχρι τα τέλη της 10ετίας ’40 ήταν μια απ’ τις δημοφιλέστερες τραγουδίστριες. Την ίδια περίοδο, πολλά προβλήματα σημάδευαν τη προσωπική ζωή της, σε αντιδιαστολή με την επιτυχημένη επαγγελματική εξέλιξή της. Άρχισε να χρησιμοποιεί ναρκωτικές ουσίες καταδικαζόμενη σε φυλάκιση το 1947, ενώ συνδέθηκε συχνά με συντρόφους που την κακομεταχειρίστηκαν. Σε συνδυασμό με την εξάρτηση από το οινόπνευμα, η υγεία της επιδεινώθηκε. Συνέχισε να τραγουδά και να περιοδεύει μέχρι τα μέσα της 10ετίας του ’50, ωστόσο η φωνή της τραχύνθηκε εμφανώς από τις καταχρήσεις. Πέθανε από κίρρωση του ήπατος σε ηλικία 44 ετών και σε δεινή οικονομική κατάσταση, έχοντας απωλέσει τα κέρδη της από τη μουσική.
Μετά το θάνατό της τη ράνανε με ένα σωρό γκράμι, όλα πολύ μετά (από το 1987) κι όλα για συνολική προσφορά στο τραγούδι, κι επίσης μπήκε σε πολλά Χολ Οφ Φέημ.
Τώρα το τραγούδι, έχει κι αυτό τη δική του θλιβερή ιστορία, Λίγο υπομονή ακόμα… Πάμε…
Το Strange Fruit είναι τραγούδι της Μπίλι Χόλιντεϊ. Κυκλοφόρησε ως Β’ πλευρά σε δίσκο γραμμοφώνου, αφού λόγω των στίχων του θεωρείτο αδύνατο να αναφέρεται ως Α’ πλευρά. Είναι το 1ο τραγούδι για τα δικαιώματα του πολίτη που κυκλοφόρησε σε δίσκο. Οι στίχοι του καταγγέλλουν το λυντσάρισμα δυο μαύρων Αμερικάνων στον νότο των ΗΠΑ. Η ερμηνεία του απ’ τη Χόλιντεϊ συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο Grammy Hall of Fame το 1978. Συμπεριλαμβάνεται επίσης στον κατάλογο Songs of the Century.
Οι στίχοι του τραγουδιού προέρχονται από το ποίημα Bitter Fruit του Άμπελ Μίροπολ, ενός καθηγητή γυμνασίου του Μπρονξ. Ο Μίροπολ ήταν εβραίος από τη Ρωσία και μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος στις ΗΠΑ. Από φόβο για αντίποινα χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Λιούις Άλλαν (Lewis Allan).
Το ποίημα εκφράζει τη φρίκη του Μίροπολ βλέποντας τη φωτογραφία του Λώρενς Μπέιτλερ (Lawrence Beitler), με τον Τόμας Σιπ (Thomas Shipp) και τον Άμπραμ Σμιθ (Abram Smith), δυο μαύρους που είχαν λιντσαριστεί και κατόπιν κρεμαστεί σε δέντρο στο Μάριον της Ιντιάνα. Κυκλοφόρησε τους στίχους το 1936 στο περιοδικό The New York Teacher και το μελοποίησε μόνος του, αφού κανένας μουσικός δεν ήταν διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Το τραγούδι αρχικά σημείωσε μικρή επιτυχία κι ο Μίροπολ μαζί με τη γυναίκα του και μια μαύρη τραγουδίστρια, τη Λώρα Ντάνκαν, το ερμήνευσαν στο Madison Square Garden.
Ο Μπάρνεϊ Τζόζεφσον, ιδρυτής του νυκτερινού κέντρου Cafe Society στη Νέα Υόρκη, γοητευμένος από το τραγούδι, το πρότεινε στη Μπίλι Χόλιντεϊ, που το ερμήνευσε στο κέντρο του. Παρ’ όλο το φόβο από αντίποινα που διέτρεχε, η Χόλιντεϊ το τραγουδούσε σε κάθε της παράσταση και πρότεινε μάλιστα στη δισκογραφική της εταιρεία Κολούμπια να το ηχογραφήσει. Η Κολούμπια αρνήθηκε κι η Χόλιντεϊ απευθύνθηκε στον φίλο της, τον Μιλτ Γκάμπλερ που είχε τη δισκογραφική εταιρεία Commodore Records κι ηχογραφούσε κομμάτια εναλλακτικού ρεπερτορίου της τζαζ. Τελικά η ηχογράφηση έγινε, αφού προηγουμένως η Columbia έδωσε γραπτή άδεια 1 μέρας στη Χόλιντεϊ για την ηχογράφηση σε ξένο στούντιο. Ο δίσκος έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της Χόλιντεϊ.
Το strange fruit έχει ως θέμα του τα δυο ανθρώπινα σώματα που κρέμονται σε δέντρο, μια σκηνή φρίκης εν μέσω της ειδυλλιακής φύσης των νότιων πολιτειών. Καταδικάζει το ποδοπάτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων τόσον έντονα, αλλά συγχρόνως και με τόσον απαλό τρόπο, που σε συνδυασμό με την σχεδόν άυλη καθαρή φωνή της Χόλιντεϊ μοιάζει να ακούγεται από κάποιον άλλο, ουράνιο κόσμο.
Η Χόλιντεϊ δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Τη πρώτη φορά που το τραγούδησα νόμισα ότι κάναμε μεγάλο λάθος. Είχα τελειώσει κι επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ξαφνικά κάποιος άρχισε να χειροκροτεί, και με μιας όλοι άρχισαν να χειροκροτούν από παντού και να ζητωκραυγάζουν».
Ο Μπάρνει Τζόζεφσον αντιλήφθηκε τη δύναμη της επιρροής του τραγουδιού και πρότεινε στη Χόλιντεϊ να κλείνει με αυτό κάθε παράστασή της. Όταν έφτανε η ώρα για το strange fruit, οι σερβιτόροι σταματούσανε, τα φώτα σβήναν, ενώ ένας προβολέας έμενε να φωτίζει τη Χόλιντεϊ στη σκηνή. Εκείνη συνήθιζε να το τραγουδά με κλειστά μάτια και τα χέρια σε στάση προσευχής.
Το τραγούδι έγινε ύμνος του αντι-λυντσαριστικού κινήματος κι επηρέασε το κίνημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων της 10ετίας 1950-60.
Το Δεκέμβρη του 1999, το περιοδικό Time το επέλεξε ως «τραγούδι του αιώνα». Το 2002 η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου το περιέλαβε στις 50 κυριότερες ηχογραφήσεις του καταλόγου National Recording Registry.
Αξίζει να σημειωθούνε 2 πράγματα, πριν κλείσω την ιστορία:
1ον, η φράση strange fruit, έχει επικρατήσει ως είδος ιδιωματισμού όταν κάποιος θέλει να μιλήσει για λυντσάρισμα, είτε ακόμα κι ως απόπειρα και…
2ον, Ο δάσκαλος που έγραψε το τραγούδι, κάτω από το ψευδώνυμο Lewis Allan, ο Abel Meeropol, είναι ο ίδιος που υιοθέτησε τους 2 γιους των “κατασκόπων της ατομικής βόμβας” Julius & Ethel Rosenberg μετά την εκτέλεση τους το 1953. Τα αγόρια, τώρα μεσήλικες, βοηθούνε στην εξιχνίαση της υπόθεσης, φωτίζοντας τον πυρετώδη κόσμο της τέχνης και της πολιτικής στην οποία μεγάλωσαν.
Τώρα ήρθε η ώρα ν’ απολαύσουμε παρέα αυτό το τραγούδι…
Πάμε!
Strange Fruit
Στίχοι-Μουσική: Lewis Allan (Abel Meeropol)
1η εκτ.: Λώρα Ντάνκαν 1936 (ανεπίσημα στη Μάντισον Σκουερ)
2η εκτ.: Billie Holiday 1939 (επίσημη ηχογράφηση, εδώ)
Παράξενα Φρούτα
Βγάζουν παράξενα φρούτα τα δέντρα του νότου,
με αίμα στα φύλλα κι αίμα στις ρίζες,
μαύρα κορμιά αιωρούνται στην αύρα του τόπου,
παράξενα φρούτα κρέμονται στις λεύκες.
Ειδυλλιακή σκηνή απ’ την ευγένεια του νότου:
τα πεταγμένα μάτια, τα στόματα στρεβλά,
το άρωμα της μανόλιας φρέσκο και γλυκύ
και ξάφνου, οσμή σάρκας που ‘χει καεί!
Εδώ ‘ναι τα φρούτα, τροφή στα κοράκια,
βροχή τα μουσκεύει κι αέρας τα σείει,
ηλιός τα σαπίζει, απ’ τα δέντρα τα ρίχνει.
Εδώ ΄ναι μια παράξενη, πικρότατη σοδειά.
==================
H επόμενη λυπητερή ιστορία τώρα: Το 1972 έχει μπει αρκετά συνοφρυωμένο από πλευράς καιρού αλλά και γενικότερης πολιτικής κατάστασης. Δικτατορία, αστυνομοκρατία, αυταρχικό, ανελεύθερο και γκρίζο πολιτικό σκηνικό. Η νεολαία ξενερωμένη από τη κακόγουστη ελαφρολαική “κουλτούρα” τη βρίσκει σε live ροκ συναυλίες με δημοφιλή ψυχεδελικά ροκ και ποπ συγκροτήματα της εποχής όπως τους Socrates drank the conium (μ’ επικεφαλής ένα χίπυ από τον Πειραιά, τον Αντώνη Τουρκογιώργη), τους Πελόμα Μποκιού (με επικεφαλής ένα νεαρό τραγουδιστή ονόματι Βλάση Μπονάτσο με φωνή ίδια με του Steve Winwood κι ήχο Santana) και τους πιο σοφτ Poll (με επικεφαλής κάποιο Κώστα Τουρνά, σπεσιαλίστα στις power ballads και στίχο επηρεασμένο από τα παιδιά των λουλουδιών). Οι φαβορίτες, τα μακριά μαλλιά και το παντελόνι καμπάνα στη μόδα. Το αστέρι του Νίκου Ξυλούρη αρχίζει να μεσουρανεί παράλληλα με το φούσκωμα του ολοένα και ριζοσπαστικοποιούμενου αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος (λίγο πριν τα γεγονότα της Νομικής), ενώ ο Διονύσης Σαββόπουλος μαζί με τον Ευγένιο Σπαθάρη, τη Σαμίου, τη Γλέζου και τα Μπουρμπούλια, κάνει ονειρικές εμφανίσεις στο ΡΟΝΤΕΟ και το ΚΥΤΤΑΡΟ, κοντά στη πλατεία Βικτωρίας. Στο πρωτάθλημα προπορεύεται ο Παναθηναικός με νωπές τις δάφνες από το Γουέμπλευ, ενώ ο πανίσχυρος ΠΑΟΚ του Κούδα και του Σαράφη απειλεί ν’ αφαιρέσει τη 2η θέση από τον Ολυμπιακό. Στο σχολείο κάθε πρωί είχαμε αυστηρό έλεγχο για το μήκος των μαλλιών μας.
Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι την εποχή εκείνη, περνούσαν μεταβατική περίοδο από ΣΕΚ σε ΟΣΕ Α.Ε., από ντηζελοκίνηση / ατμοκίνηση (η 2 κυρίως σ’ εμπορικά δρομολόγια) σε πλήρη ντηζελ κίνηση, ενώ οι κανονισμοί ασφάλειας της κυκλοφορίας βελτιώνονταν σταδιακά κι αργά, ύστερα από κτηθείσα πείρα από αιματηρά δυστυχήματα τύπου Δερβενίου. Ο τότε υπουργός της χούντας (στο Μεταφορών) Φθενάκης είχε εξαγγείλει την εντός 5ετίας εξαφάνιση του ατμού και τη μετατροπή του άξονα Αθηνών-Θεσσαλονίκης σε ηλεκτροκινούμενο σιδηρόδρομο με ταχύτητες 300 χλμ/ώρα (προ TGV όλα αυτά) !!! Τα ραδιοτηλέφωνα και γενικά τα συστήματα επικοινωνίας αμαξοστοιχίας-εδάφους ήταν terra incognita για τον ΟΣΕ. Αυτό σαν εισαγωγή στον περιβάλλοντα χώρο της εποχής.
Η Κυριακή 16 Γενάρη 1972 ξημέρωσε γεμάτη παγωνιά απ’ το πρωί. Ήτο πράγματι συννεφιασμένη Κυριακή. Στο Θεσσαλικό κάμπο έπεφτε χιονόνερο από το πρωί. Ο κόσμος όμως ήτανε ξαναμμένος με το επικείμενο ντέρμπυ του πρωταθλήματος που θα γινότανε το ίδιο απόγευμα στη Νέα Σμύρνη, μεταξύ του πανίσχυρου Πανιωνίου, που ηγείτο ο Στάθης Χάιτας και του Ολυμπιακού που ηγείτο ο μεγάλος Γιώργος Δεληκάρης. Αυτό σαν εισαγωγή στον περιβάλλοντα χώρο κείνης της αποφράδας μέρας.
Στο ΜΘ 2 Πειραιώτες μηχανοδηγοί, ονόματι Σταματίου και Πολίτης κάθονται στα χειριστήρια της ALCO A323 που άστραφτε φρεσκοβαμμένη από τη Γενική Επισκευή που μόλις είχε περάσει στο ΚΕΠ, με την υψηλή ποιότητα δουλειάς του Εργοστασίου Πειραιά που εγγυόταν η διοίκηση του μηχανικού μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου Ηρακλή Τσάκαλου. Οι Πειραιώτες μάστορες ξεκινούν αργά με την 323 και κατευθύνονται προς τον ΝΕΣΘ όπου προσκολλώνται στη σύνθεση που μόλις πριν λίγο είχε φτάσει ελαφρώς καθυστερημένη από το Μόναχο, με προορισμό Αθήνα: στη φημισμένη υπερταχεία απολύτου προτεραιότητας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΞΠΡΕΣ, που δρομολογιακά χαρακτηρίζονταν ως αμαξοστοιχία 2.
Γύρω στις 13.30 και με 10λεπτη περίπου καθυστέρηση το ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ εγκαταλείπει το Νέο Επιβατικό Σταθμό Θεσσαλονίκης. Μετά το Πλατύ, η μονή γραμμή διευρύνει τη καθυστέρηση κι ενώ ο ουρανός σκοτεινιάζει ολοένα και πιότερο, η αμαξοστοιχία 2 φθάνει με παραπάνω από 20 λεπτά καθυστέρηση στη Λάρισα. Κανονικά εκεί έπρεπε να κάνει υπέρβαση στην ταχεία αμαξοστοιχία 22, πλην όμως ο σταθμάρχης Λάρισας έδιωξε την 22 προς Παλαιοφάρσαλο (για την ακρίβεια γραμμή ελευθέρα μέχρι Ορφανά), για να μη φεσωθεί λίγα λεπτά (πρώτο παιγνίδι της μοίρας).
Στη Λάρισα κείνη την ώρα έχει υπηρεσία ελιγμών ένας Βολιώτης μηχανοδηγός. Μόλις η 2 σταματά στο σταθμό, πηγαίνει δίπλα στη καμπίνα της ALCO και πιάνει για 1 λεπτό κουβέντα με τους μηχανοδηγούς. Βλέπει ότι έχουν αναμμένο δίπλα τους ραδιοφωνάκι που μεταδίδει το 1ο ημίχρονο του αγώνα. Μάλιστα ο Σταματίου τονε κερνά τσιγάρο και τονε ρωτά τα προγνωστικά του. Τη συζήτηση διακόπτει ο ήχος της σφυρίχτρας του σταθμάρχη της Λάρισας που προαναγγέλει την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας 2 ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΞΠΡΕΣ για Λιανοκλάδι-Αθήνα (επόμενες σταθμεύσεις του). Το τραίνο μετά από κοφτό σφύριγμα της ALCO γκαζώνει σιγά-σιγά κι εξαφανίζεται στον ήδη σοκτεινιασμένο λόγω καιρού ορίζοντα, προς νότο.
Την ίδια περίπου στιγμή ή μάλλον λίγο αργότερα, ο σταθμάρχης Παλαιοφαρσάλου διώχνει την αμαξοστοιχία 121 Πειραιώς-Θεσσαλονίκης, πιό γνωστή σαν “πόστα”, απ’ τον σταθμό με γραμμή ελευθέρα προς Ορφανά. Η 121 έχει ξεκινήσει τις 9.30 περίπου από την Αθήνα με επικεφαλής την ντηζελάμαξα ALCO A207 + 2 επίκουρες κλειστές φορτάμαξες + όχημα σκευοφόρος-ταχυδρομείο Ιταλικής κατασκευής AVIS + 2 επιβατάμαξες BREDA REGGIANE (η 1η ήταν το λεγόμενο “όχημα μόνον δι’ οπλίτας”). Στο όχημα των οπλιτών επιβιβάστηκαν καμμιά 30ριά φαντάροι απ’ τη Θήβα που πήγαιναν με μετάθεση σε μονάδες της Βορείου Ελλάδος. Κανονικά στο Παλαιοφάρσαλο προβλεπόταν η διασταύρωση της 121 με την 2, που θα περνούσε διέλευση τον σταθμό.
Θυμίζω πως εκείνη την εποχή οι εντολές ήταν αυστηρές να μη καθυστερεί ή σταθμεύει άσκοπα σε μη προβλεπόμενο σταθμό η υπερταχεία. Λόγω της ημίωρης περίπου καθυστέρησης της 2 όμως ο σταθμάρχης αποφάσισε να διώξει την 121, καθώς μάλιστα πίσω (από πλευρά Δομοκού) πλησίαζε το ανερχόμενο ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (αμαξοστοιχία 1), θεωρώντας ότι η διασταύρωση πρέπει να μετατεθεί, ώστε τα δύο ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ να διασταυρώνονταν στον Παλαιοφάρσαλο. Πράγματι η 121 φεύγει και φθάνει στα Ορφανά, όπου καθηλώνεται για διασταύρωση με τη προπορευόμενη (κακώς) του 2 αμαξοστοιχία 22.
Ταυτόχρονα ο σταθμάρχης Δοξαρά Παπαδόπουλος ενημερώνεται από τον σταθμάρχη Λάρισας ότι η 2 ξεκίνησε από Λάρισα προς νότο. Εκείνη τη στιγμή προκύπτει το πρόβλημα που θα γίνει η διασταύρωση 121 και 2: στα Ορφανά ή τον Δοξαρά. Σε περίπτωση που γινόταν στα Ορφανά, θα επρόκειτο για τριπλή διασταύρωση + υπέρβαση μεταξύ των αμαξοστοιχιών 2, 121, 22. Ο σταθμός Ορφανών είχε μία αμφίαιχμο παρακαμπτήριο και μία μόρτα. Στη τηλεφωνική επικοινωνία Παπαδόπουλου (σταθμάρχη Δοξαρά) – Γκέκα (σταθμάρχη Ορφανών) ανακύπτει αγεφύρωτη διαφωνία μεταξύ των δύο για το σημείο της διασταύρωσης:
-“Δεν μπορώ να κάνω ελιγμούς και παλινδρομήσεις στα Ορφανά, δε χωράνε τα τραίνα” λέγεται ότι είπε ο Γκέκας.
-“Δεν μπορώ κανονιστικά να σταματήσω την υπερταχεία για να περιμένει τη πόστα στο Δοξαρά και συνεπώς η διασταύρωση πρέπει να γίνει στα Ορφανά, πολλώ μάλλον που η υπερταχεία είναι καθυστερημένη” λέγεται ότι αντείπε ο Παπαδόπουλος.
Ακολουθεί τσακωμός και μεσολάβηση του Ρυθμιστή Κυκλοφορίας Αθηνών (ΡΚΑ) Χαλιώτη που αρχικά πείθεται να γίνει η διασταύρωση στο Δοξαρά και στη συνέχεια μεταπείθεται από τον ανένδοτο Παπαδόπουλο και προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον Γκέκα για να του πεί να κρατήσει το τραίνο. Ελα όμως που ο Γκέκας για να πιέσει να γίνει η διασταύρωση στο Δοξαρά, δίνει το σινιάλο αναχώρησης στην 121 πριν ξαναεπικοινωνήσει με το ρυθμιστή που θα του ‘λεγε πως άλλαξε τελικά γνώμη. Έντρομος ο ρυθμιστής επικοινωνεί με τον Παπαδόπουλο στο Δοξαρά για να του ζητήσει να κρατήσει εκεί το ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ.
Όμως ο Παπαδόπουλος στο μεταξύ, βέβαιος ότι τελικά η διασταύρωση θα γίνει στα Ορφανά, είχε βγεί έξω κι έδωσε ελευθέρα διέλευση στη προσεγγίζουσα στον σταθμό υπερταχεία 2. Μόλις μαθαίνει από το τηλέφωνο ότι κι ο Γκέκας έδιωξε την 121 τρελαίνεται. Ο Γκέκας από τη πλευρά του κάνει απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσει την 121: Ανοίγει τον σημαφόρο εισόδου από Δοξαρά για να δεί ο μηχανοδηγός της 121 ότι περιμένει τραίνο αντιθέτως και να σταματήσει. Ατυχώς όμως η μηχανή είχε περάσει τον σημαφόρο και φαίνεται ότι ούτε ο προϊστάμενος της 121 πήρε χαμπάρι σχετικά, ώστε να υποψιαστεί ότι κάτι τρέχει.
Αμέσως ο Γκέκας αναζητεί αυτοκίνητο για να προσπαθήσει να πλησιάσει το τραίνο, μα μέχρι να το βρει καθυστερεί κι οι αγροτικοί χωματόδρομοι δεν προσεγγίζουνε τη σιδηροδρομική γραμμή. Τα 2 τραίνα καλπάζουν προς τη θανατηφόρα τους συνάντηση χωρίς καμμία δύναμη να μπορεί να τα σταματήσει.
Ενας βοσκός σ ‘ένα ύψωμα βλέπει απο ψηλά τα τραίνα να κινούνται το ένα εναντίον του άλλου, ακριβώς μετά τη δεξιά στροφή της παλιάς γραμμής που παρέκαμπτε από αριστερά το βουναλάκι, που σήμερα έχει διανοιχτεί το τούνελ της νέας χάραξης. Αμέσως βγάζει τη κάπα του και κάνει σήμα στους μηχανοδηγούς του ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ να σταματήσουν. Αυτοί νομίζουν ότι τους χαιρετά και τον χαιρετούν κι αυτοί.
Είναι το τελευταίο πράγμα που πρόλαβαν να κάνουν.
Απορροφημένοι όπως φαίνεται από τη μετάδοση του ποδοσφαιρικού αγώνα δεν είδανε στην ανοιχτή καμπύλη την 121 να ‘ρχεται ώστε τουλάχιστον να πεδήσουν έγκαιρα, ακαριαία κι ό,τι βγει. Βλέπετε, η… συνάντηση τους μελλότανε να γίνει κοντά σε καμπύλη στροφή μ’ ενδιάμεσα λοφάκια, άρα μηδέν ορατότητα σε βάθος…
Από την άλλη μεριά ο βοηθός μηχανοδηγός Σακελαρίου της 121, έχοντας δεχτεί παράπονα από τον προϊστάμενο της αμαξοστοιχίας νωρίτερα ότι το τραίνο είχε πρόβλημα θέρμανσης, είχε αφήσει τη θέση του αριστερά κι είχε μπει στο μηχανοστάσιο να δει την ατμογεννήτρια. Έτσι ο μηχανοδηγός Σύρμας που καθότανε δεξιά και δεν είχε ορατότητα προς τα αριστερά απ ‘όπου ερχόταν η 2 δεν προειδοποιήθηκε ούτε αυτός έγκαιρα για να φρενάρει τουλάχιστον.
Ετσι λοιπόν γύρω στις 16.45, εκεί στη Χ.Θ. 318+900 τα 2 τραίνα τρέχοντας με 100 χλμ/ώρα το ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ και 80 χλμ/ώρα η πόστα, μέσα σ ‘ένα πρωτοφανή κι ανατριχιαστικό θόρυβο που ακούστηκε στα πέριξ σαν έκρηξη, αγκαλιάστηκαν θανάσιμα σε τρομακτική μετωπική σύγκρουση που όμοιά της στην Ελλάδα δεν έχει ξαναγίνει, από πλευράς σφοδρότητας –κι ούτε να ξαναγίνει άμποτες.
Η Χ.Θ. 318+900 γέμισε μονομιάς συντρίμια, παλιοσιδερικά, κομματιασμένες ανθρώπινες σάρκες κι αίμα. Κυριολεκτικά το χώμα βάφτηκε κόκκινο.
Η 323 καβάλησε την 207 και ουσιαστικά την έλυωσε ενώ κι ο δικός της θάλαμος οδήγησης ισοπεδώθηκε στη κυριολεξία.
Διαμελισμένοι φρικτά βρέθηκαν οι 2 μηχανοδηγοί της 2, καθώς και το ραδιοφωνάκι τους (τι ειρωνεία), ενώ ο Σύρμας με τον Σακελλαρίου δεν βρέθηκαν ποτέ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το φορείο του γερμανικού κλινοθεσίου που ήτανε 2ο στη σύνθεση του ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ καβάλησε τον υπερτροφοδότη της Α207.
21 νεκροί και πολλοί βαριά τραυματίες έβαψαν με το αίμα τους τη περιοχή και στη συνέχεια τα συντρίμια πήραν φωτιά.
Το wagon-restaurant / pullman υπ ‘αριθμ. 704, το καμάρι της τέως Διεθνούς Εταιρείας Κλιναμαξών, κάηκεν ολοσχερώς μαζί μ’ όσους επιβάτες ήσαν σ ‘αυτό.
Σκοτώθηκαν κι αρκετοί στρατιώτες από το “όχημα μόνον δι ‘οπλίτας” της πόστας.
Σκηνές τρόμου κι οιμωγές πόνου υποδέχτηκαν τους 1ους που σπεύσανε στον τόπο του ατυχήματος.
Τη 1ην αμαξοστοιχία βοηθείας που ‘φτασε επί τόπου από τη Λάρισα την έσυρε μια ατμάμαξα ΘΓ.
Επί 3 μέρες τα συνεργεία από Θεσσαλονίκη κι Αθήνα πολεμούσαν να ξεκολλήσουνε τα βαγόνια, να καθαρίσουνε τα συντρίμμια και να βγάλουνε τους νεκρούς και τους τραυματίες.
Οι διηγήσεις του Ευθ. Κοντόπουλου είναι ανατριχιαστικές. Έφερε μεγάλο βάρος της επιχείρησης αποκατάστασης, που χρησιμοποιήθηκε ο αμερικάνικος ατμήλατος γερανός του ΜΑΙ.
Σα συνέπεια του δυστυχήματος αυτού ήταν η άμεση εντολή του τότε αντιπροέδρου της χουντικής κυβέρνησης Στ. Παττακού ν’ αγοράσει ο ΟΣΕ και να εγκαταστήσει στα τραίνα του τα ραδιοτηλέφωνα, όπερ κι εγένετο. Κι είναι το μόνο καλό που βγήκε τελικά απ’ αυτό.
Ο Γκέκας πήγε 15 χρόνια φυλακή, ενώ ο Παπαδόπουλος απλώς ετέθη εκτός υπηρεσίας.
Εδώ υπάρχει ένα φουλ ντοκυμαντέρ με πλήρες ρεπορτάζ και στοιχεία:
Ντοκυμαντέρ
Αρχικά, πολλοί είχαν μιλήσει για σαμποτάζ, αλλά δεν ανακαλύφθηκε τίποτα σχετικό από τις ανακρίσεις.
Σήμερα η Χ.Θ. 318+900 με το προσκυνητάρι έχει ερημώσει αφού δεν περνούν από κει τα τραίνα. Πολλοί βοσκοί της περιοχής που ήσανε παρόντες τότε, όμως, διηγούνται ότι κάποιες φορές τα απογέματα κοντά στο σημείο της τραγωδίας νομίζουν ότι ακούνε τον βόμβο της 323 και της 207 να πλησιάζουν απειλητικά.
Μύθος, φαντασία ή παραίσθηση άραγε;
Πριν λίγα χρόνια στην Αμαλίας, λίγο πριν γκρεμιστεί το κτίριο του ΟΣΕ που φιλοξενούσε παλιούς φακέλους για να γίνει το ΣΚΑ. ο Φράνκι έψαξε να βρεί και να γλιτώσει τους φακέλλους των παλιών ατυχημάτων του ΟΣΕ με τα σχετικά πορίσματα. Τους βρήκε όλους σχεδόν εκτός από ένα που επιμελώς είχε αφαιρεθεί. Ήτανε του Δοξαρά. 21 νεκροί ψάχνουν όμως ακόμα τη δικαίωση και την απάντηση σ ‘ ένα τεράστιο γιατί…
…και φωτογραφίες απο το σημείο της τραγωδίας, βέβαια το τοπίο εκεί έχει αλλάξει ριζικά μετά τη παραλλαγή χάραξης που ‘γινε στη περιοχή.
Από τις στήλες των εφημερίδων της εποχής
Το σημείο τότε, λίγο πιο μετά με προσκυνητάρι και κάμποσο μετά με τη νέα γραμμή
Αυτή η ανατριχιαστική ιστορία, τέλειωσεν εδώ. Όμως το τραγούδι που θα τη συνοδεύσει δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή του, άρα δεν τελειώσαμε ακόμα. Υπομονή κι έρχεται κι αυτό στην ώρα του.
Ο Γιάννης Ρίτσος αδράχνει την ευκαιρία και γράφει ένα θαυμάσιο ποίημα, που αφορά, κυρίως μεν, στην ιστορίαν αυτή, αλλά με την επιδέξια πέννα του της δίνει κολοσσιαίες προεκτάσεις.
Άειντε και ντέ, επιτέλους! Ως πότε;
Σπίτι δε χτίσαμε με τα τόσα χρόνια δουλειάς, μήτε καν σύνταξη δεν έχουμεν εξασφαλίσει, μήπως λοιπόν να πάρουμε καμμιά βαριά και να τα κάνουμε πουτάνα όλα;
Δε ξέρω, ξέρω πως… “ο κόκκορας λαλεί μακριά”!!!
Προδοσία ή ελπίδα; Στο χέρι μας είναι… δηλαδή στη βαριά μας, ούτως ειπείν!
Κάντε τον παραλληλισμό με τους επιβάτες των τραίνων και με τους μηχανοδηγούς τους… απολαμβάνοντας ένα θαυμάσιο τραγούδι.
Πάμε παρέουλα…
Ε άντε ντε!! (Πώς διάλο πέρασε από τη λογοκρισία δε κατάλαβα)!
Άιντε Και Ντε
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
1η εκτ.: Γιάννης Πουλόπουλος (1972)
Άλμπουμ: “11 Λαϊκά Του Γιάννη Ρίτσου”
Άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε ντε
άιντε και ντε
Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδιά
με μπλούζα σα λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε…
Κι όλο στον ουρανό
το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειλινό
άιντε ντε..
Άιντε και ντε…
μες στην πετσέτα
το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σχόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε… Άιντε και ντε…
Άιντε τα τραίνα βούλιαξαν
ένα μονάχο καταμόναχο
έξω απ’ τις ράγες πήγαινε
με τους νεκρούς του θερμαστές
και τους νεκρούς εισπράχτορες
μια μαλακιάν ουρά καπνό
άφηνε μες στον ουρανό
μεγάλο δάσος ορφανό
μια μαλακιάν ουρά καπνό
στο μαραμένο δειλινό
άιντε και ντε…
Άιντε και ντε…
κάψα και σίδερο
Να μια, να δυο, να κι άλλη μια
λοστοί ξινάρια και σφυριά
κι ο δυναμίτης στη βραχόπετρα
στα μάτια σου πέτρα μουγκή
στα μάτια σου πέτρα σκληρή
σπίτι δεν έχτισες εσύ
με τη δουλειά σου τη βαρειά
χτίστο λοιπόν με τη βαριά
να δυο, να τρεις να κι άλλη μια
κι ο κόκορας λαλεί μακρυά
άιντε και ντε…
===============
H ιστορία του τραγουδιού αυτού είναι μάλλον λυπητερή. Κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά πως ξεκίνησε ο θρύλος της Llorona ή από που προέρχεται. Αν κι οι ιστορίες ποικίλλουν από πηγή σε πηγή, από περιοχή ή χώρα, ένα κοινό νήμα είναι πως το πνεύμα μιας καταδικασμένης μητέρας που ‘πνιξε τα παιδιά της και τώρα στην αιωνιότητα τα ψάχνει σε ποταμούς και λίμνες.
Στη Γουατεμάλα πρώτα, είναι ένας αστικός παλιός θρύλος, που μιλά για το φάντασμα μιας γυναίκας, που τριγυρίζει κάποιες φορές τις νύχτες φορώντας λευκά και θρηνεί τα χαμένα παιδιά της και λέγεται μάλιστα πως φέρνει κακοτυχία σ’ όποιον τύχει να ‘ναι κοντά και να την ακούσει. Το ψηλό, λεπτό πνεύμα, λέγεται ότι ήταν ευλογημένο με φυσική ομορφιά κι είχε μακριά μαύρα μαλλιά. Φορώντας ένα λευκό φόρεμα, περιπλανιέται στα ποτάμια και στα ρυάκια, θρηνεί στη νύχτα και ψάχνει για παιδιά για να τα σύρει, ουρλιάζοντας, στον υγρό τάφο. Το φάντασμα αυτό είναι H Μοιρολογίστρα (La Llorona), μια πανέμορφη κοπέλλα που τη λέγανε Μαρία κι έπνιξε τα παιδιά της -σαν άλλη Μήδεια- θέλοντας να εκδικηθεί τον άπιστο άντρα της, που τη παράτησε για μια νεότερη κι ομορφώτερη κοπέλλα. Όμως μόλις κατάλαβε τί είχε κάνει, θόλωσε και πνίγηκε κι η ίδια. Ο μύθος συνεχίζει όμως πως και καλά στο Καθαρτήριο ήρθε σε αντιπαράθεση με τα ήδη ευρισκόμενα εκεί παιδιά της -ή κατ’ άλλους, τα έχασε και δεν τα βρήκε εκεί- κι έτσι τελικά δεν της επετράπη η είσοδος στο επέκεινα και καταδικάστηκε να τριγυρνά ανάμεσα στον ζώντα κόσμο κι αυτό των ψυχών, θρηνώντας και ψάχνοντας τα πνιγμένα της παιδιά, σαφώς μετανοημένη αλλά πια ήτανε πολύ αργά. Οι γονείς λένε αυτή την ιστορία στα μικρά τους για να τα φοβερίσουνε και να μη κυκλοφοράνε τις νύχτες μοναχά τους έξω. Σε άλλες εκδοχές μύθου-φοβέρας, λένε πως παίρνει τα περιπλανώμενα παιδιά, κι αφού τους ζητήσει γονατιστή και κλαμμένη συχώρεση, τα πνίγει για να συμπληρώσει τα δικά της χαμένα παιδιά. Λέγεται επίσης πως βγαίνει κάποια πολύ προχωρημένα δειλινά και τριγυρίζει κοντά σε λίμνες και ποτάμια και φωνάζει θρηνητικά “¡Ay mis hijos!”: “Αχ παιδάκια μου!”. Ο μύθος έτσι ως ακούγεται θυμίζει τον σκωτσέζικο μύθο της Μπάνσι (Banshee). Μερικοί μάλιστα πιστεύουνε πως όποιος ακούσει το θρήνο της μαρκάρεται από το Χάρο.
Άλλος μύθος, πάλι Λατινικής Αμερικής, αναφέρει σα Μοιρολογίστρα τη La Malinche, μια γυναίκα της φυλής των Nahua, που χρησίμευε σαν διερμηνέας κι ερωμένη του Κορτέζ, γέννησε τα παιδιά του κρυφά μα τη προδώσαν οι Ισπανοί Κονκισταδόρες κι ο Κορτές τηνε παράτησε για να παντρευτεί μιαν Ισπανίδα κυρία. Έτσι, σκότωσε τα παιδιά της για να τον εκδικηθεί, -μολονότι δεν υπάρχουνε στοιχεία να τεκμηριώνουνε κάτι τέτοιο. Η περηφάνεια της φυλής της, (Αζτέκικη) την οδήγησε στην εκδίκηση λένε, και πως μετά την απώλειά της, κατακτήθηκε όλος ο πολιτισμός των Αζτέκων, -η ιστορία κάνει παραλληλισμό στο μύθο με την απώλεια της Μοιρολογίστρας και τη προδοσία της, με τη κατάκτηση όλου του Νέου Κόσμου.
Οι Chumash, από την άλλη, (λαός ιθαγενής γνήσιος Αμερικανικός, που άνθιζε παλιά στη περιοχή της Καλιφόρνια (από το San Luis Obispo, Santa Barbara, Ventura και Los Angeles, κι εκτεινόταν από το Morro Bay στο βορρά ως τo Malibu στο νότο, καλύπταν επίσης και 3 νησιά, Santa Cruz, Santa Rosa και San Miguel κι ένα μικρό νησάκι το Anacapa, που το κατείχαν εποχιακά, ανάλογα τις ανάγκες του κυνηγιού και του ψαρέματος), έχουνε το δικό τους μύθο για τη Μοιρολογίστρα. Λένε πως επικοινωνούσε με τα nunašɨš (πνεύματα από την Άλλη Μεριά) και τη φωνάζανε “maxulaw” ή “mamismis”. Οι Κούμας πιστεύουνε και στα 2: και στα πνεύματα από την Άλλη Μεριά και στη Μοιρολογίστρα και λένε πως ακούγεται το κλάμα της maxulaw κυρίως πάνω στα δέντρα τις νύχτες και πως αυτό το κλάμα είναι προφητεία θανάτου και τη περιγράφουνε σα μια γάτα με επιδερμίδα από ακατέργαστο και τραχύ δέρμα.
Στην Ελλάδα ένα παρόμοιο μύθο έχουμε με τη Λάμια, ήτις τα ‘φτιαξε με το Δία και γέννησε τα παιδιά του, αλλά όταν το ‘μαθεν η Ήρα, έξω φρενών σκότωσε τα παιδιά της Λάμιας κι αυτή τρελλαμένη και προσπαθώντας να εκδικηθεί τριγυρίζει θρηνώντας τις νύχτες και κλέβει τα παιδιά των άλλων. Επίσης ένας παραλληλισμός μπορεί να γενεί και με τη Μήδεια, αν κι εδώ δεν έχουμε φάντασμα και μοιρολόγι.
Ας δούμε τον καθαυτό μύθο της Γουατεμάλα, πιο αναλυτικά. Η Llorona, γεννήθηκε σε μιαν αγροτική οικογένεια, σ’ ένα ταπεινό χωριό και βαφτίστηκε Μαρία. Αναπάντεχη η ομορφιά της, προσείλκυε τη προσοχή πλούσιων και φτωχών ανδρών πιότερο απ’ όλες τις γυναίκες της περιοχής. Λένε πως περνούσε τις μέρες της στο ταπεινό περιβάλλον των αγροτών, αλλά τα βράδια, με το καλύτερο λευκό φόρεμα της πρόσφερε συγκίνηση στους άντρες που τη θαύμαζαν.
Οι νεαροί άνδρες με αγωνία περίμεναν την άφιξη της και χαιρόταν για τη προσοχή που λάμβανε. Ωστόσο, η Llorona είχε δύο μικρούς γιους που κάνανε δύσκολο για κείνη να περνά τα βράδια της έξω και συχνά να τους αφήνει μόνους, ενώ η ίδια συνευρισκότανε με τους κυρίους κατά τις βραδινές ώρες. Μια μέρα τα δύο μικρά αγόρια βρεθήκανε πνιγμένα στο ποτάμι. Μερικοί λένε ότι πνίγηκαν από αμέλεια της, αλλά άλλοι λένε ότι μπορεί να έχουν πεθάνει από το χέρι της.
Ο θρύλος του Μέξικο λέει πως η Llorona ήταν μια γυναίκα γεμάτη ζωή κι έρωτα, που παντρεύτηκε πλούσιον άνδρα ο οποίος τη γέμισε δώρα και προσοχή. Ωστόσο, όταν εκείνη του χάρισε δύο γιους, ο ίδιος άρχισε ν’ αλλάζει, έγινε γυναικάς κι έπινε αλκοόλ, συχνά αφήνοντας τη για μήνες. Δεν νοιαζότανε για την όμορφη Μαρία και τη κατέστρεψε, όποτε κείνη άρχισε να αισθάνεται δυσαρέσκεια προς τα αγόρια.
Ένα βράδυ, ενώ η Μαρία ήταν βόλτα με τα παιδιά της σ’ ένα σκιερό μονοπάτι κοντά στο ποτάμι, ο σύζυγός της ήρθε με άμαξα και με μια κομψή κυρία δίπλα του. Σταμάτησε και μίλησε στα παιδιά του, αλλά αγνόησε τη Μαρία και στη συνέχεια έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Μετά από αυτό η Μαρία βρέθηκε σε φοβερή οργή, και στράφηκε στα παιδιά της και τα πέταξε στο ποτάμι. Αυτά εξαφανιστήκανε κάτω απ’ το ρεύμα και συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει, έτρεξε για να τα σώσει, αλλά ήτανε πολύ αργά. Η Μαρία έπεσε σε απαρηγόρητη θλίψη κι έτρεχε στους δρόμους ουρλιάζοντας και θρηνώντας.
Η όμορφη Llorona τα θρηνούσε μέρα και νύχτα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν έτρωγε και περπατούσε κατά μήκος του ποταμού με το λευκό νυφικό της, ψάχνοντας για τα αγόρια της, ελπίζοντας ότι θα επιστρέψουνε σ’ αυτήν. Έκλαιγε ασταμάτητα, περιπλανώμενη στις όχθες του ποταμού και το φόρεμά της ήτανε πια λερωμένο και σχισμένο. Συνέχιζε ν’ αρνείται τροφή, μέχρι που έμοιαζε με σκελετό. Τελικά πέθανε στις όχθες του ποταμού.
Λίγο καιρό μετά το θάνατό της, το ανήσυχο πνεύμα της, άρχισε να εμφανίζεται στις όχθες του ποταμού Santa Fe όταν έπεφτε το σκοτάδι. Το κλάμα κι ο θρήνος της έγινανε κατάρα της νύχτας κι οι άνθρωποι άρχισαν να φοβούνται να βγουν έξω όταν νύχτωνε.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της Γιορόνα, της Μοιρολογίστρας, αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα. Το τραγούδι που ξεπήδησε απ’ αυτόν ή απ’ αυτούς τους μύθους, με παραδοσιακό στίχο και με μουσική από τον Μεξικανό Jose Alfredo Jimenez, τραγουδιόταν από στόμα σε στόμα, από τα μέσα του 19ου αιώνα, σε σχεδόν ολάκερη τη Λατινική Αμερική. Στίχοι μπαίναν, στίχοι βγαίναν, κι αναλόγως τη κατάσταση και τον εκάστοτε μύθο, έτσι που αν όντως τους καταγράψω όλους θέλω μιαν Ιλιάδα, που λέει ο λόγος. Επίσης προστίθεντο και στίχοι επαναστατικοί, από τις κατά καιρούς ταραχές, (χαρακτηριστικά αναφέρω πως ακούστηκε και στην επανάσταση του Μέξικο με πολιτιικοποιημένο στίχο) και τελικά το πλέον σημερινό τραγούδι, ελάχιστα θυμίζει τον αρχικό θρύλο. Έχουνε μπλεχτεί πολιτικά, ερωτικά και θρηνητικά. Πρώτος που το τραγούδησε επίσημα και κατεγράφη είναι ο Μεξικανός τραγουδιστής Ραφαέλ το 1968 και η 2η εκτέλεση η πιο αξιομνημόνευτη, μας ήρθε από την εξαίρετη Χαβέλα Βάργκας, το 1993 που το άλωσε πραγματικά και το ‘κανε κτήμα της. Μοναδική ερμηνεία, μοναδική μουσική και μουσικότητα, μοναδική θλίψη βγαίνει απ’ τα χείλη και στίχο-στίχο σταλάζει στο πάτωμα, μοναδική φόρτιση, ένα τέλειο μουσικό δόμημα.
Πίνακας Πικάσσο εμπνευσμένος από το άσμα, με τίτλο: “Η Θρηνούσα Γυνή”
Θα τελειώσω αυτή την ιστορία λέγοντας πως σε μια συντομευμένη αλλά ακόμα πιο φορτισμένη εκτέλεση, το άσμα αυτό ακούγεται πάλι από τη Βάργκας, στη ταινία «Φρίντα» με πρωταγωνίστρια τη Σάλμα Χάγιεκ σα Φρίντα Κάλο, και Άλμπερτ Μολίνα σαν Ντιέγκο Ριβέρα -μοναδικές ερμηνείες κι οι 2 τους- και πιο συγκεκριμένα στη σκηνή της δολοφονίας του Τρότσκυ –καθώς Τρότσκυ και Κάλο είχανε συνδεθεί με στενή φιλία και τον έκρυβε σ’ ένα από τα σπίτια της.
Τώρα τέλειωσεν η ιστορία κι είναι καιρός να ακούσουμε το θαυμάσιο τραγούδι, από την αείμνηστη πλέον Χαβέλα Βάργκας, τη μεγάλη εκδοχή του! Πάμε παρεούλα λοιπόν…
La Lliorona
Μουσική: Jose Alfredo Jimenez (Μεξικό)
Στίχοι: Παραδοσιακό του Μεξικό, (Ισθμός Τεουαντεπέκ)
1η εκτ.: Στόμα-στόμα από τα μέσα του 19ου αιώνα
2η εκτ.: Raphael 1968
3η εκτ.: Chavela Vargas 1993
νη εκτ.: πάρα πολλοί και πάρα πολλές…
Η Μοιρολογίστρα
Δε ξέρω τι έχουνε τα άνθη,
Μοιρολογίστρα,
Τ’ άνθη του κοιμητηρίου.
Δε ξέρω τι έχουνε τα άνθη,
Μοιρολογίστρα,
Τ’ άνθη του νεκροταφείου.
Μα όποτ’ αγέρας τα σείει,
Μοιρολογίστρα,
Μοιάζουνε σα να θρηνούν.
Μα όποτ’ αγέρας τα σείει,
Μοιρολογίστρα,
Μοιάζουνε σα να θρηνούν.
Aχ, Μοιρολογίστρα μου,
είσαι η yunka* μου!
Aχ, Μοιρολογίστρα μου,
είσαι η yunka μου!
Μου πήραν την αγάπη σου,
Μοιρολογίστρα.
Μα ποτέ δεν θα σε λησμονήσω.
Μου πήραν την αγάπη σου,
οιρολογίστρα.
Μα ποτέ δεν θα σε λησμονήσω.
Σ’ ένα σιδερένιο Χριστό,
Μοιρολογίστρα,
μίλησα για τους καημούς μου.
Σ’ ένα σιδερένιο Χριστό,
Μοιρολογίστρα,
μίλησα για τους καημούς μου.
Κι ήτανε τέτοιοι οι καημοί,
Μοιρολογίστρα,
που ‘κλαψε και ο Χριστός.
Κι ήτανε τέτοιοι οι καημοί,
Μοιρολογίστρα,
που ‘κλαψε και ο Χριστός.
Αχ Μοιρολογίστρα μου.
Μοιρολογίστρα στον αγρό από κρίνα.
Αχ Μοιρολογίστρα μου.
Μοιρολογίστρα στον αγρό από κρίνα.
Αυτός που δε ξέρει απ’ αγάπη,
Μοιρολογίστρα,
δε ξέρει τί ‘ναι βάσανο.
Αυτός που δε ξέρει απ’ αγάπη,
Μοιρολογίστρα,
δε ξέρει τί ‘ναι βάσανο.
Δύο φιλιά κουβαλώ στη ψυχή,
Μοιρολογίστρα,
που ποτέ δεν αποχωρίζομαι.
Δύο φιλιά κουβαλώ στη ψυχή,
Μοιρολογίστρα,
που ποτέ δεν αποχωρίζομαι.
To τελευταίο που μου ‘δωσ’ η μάννα,
αχ Μοιρολογίστρα μου,
και το πρώτο που δωσα σ’ εσέ.
To τελευταίο που μου ‘δωσ’ η μάννα,
αχ Μοιρολογίστρα μου,
και το πρώτο που δωσα σ’ εσέ.
Aχ Μοιρολογίστρα μου,
Μοιρολογίστρα, πάρε με στο ποτάμι.
Aχ Μοιρολογίστρα μου,
Μοιρολογίστρα, πάρε με στο ποτάμι.
Σκέπασέ με με τη κάπα σου,
Μοιρολογίστρα,
γιατί πεθαίνω στο κρύο.
Σκέπασέ με με τη κάπα σου,
Μοιρολογίστρα,
γιατί πεθαίνω στο κρύο.
Όλοι με φωνάζουνε Μαύρο,
Μοιρολογίστρα,
σκοτεινό αλλά τρυφερό.
Όλοι με φωνάζουνε Μαύρο,
Μοιρολογίστρα,
σκοτεινό αλλά τρυφερό.
Είμαι σαν το πράσινο τσίλι,
Μοιρολογίστρα,
καυτερό αλλά νόστιμο.
Είμαι σαν το πράσινο τσίλι,
Μοιρολογίστρα,
καυτερό αλλά νόστιμο.
Aχ Μοιρολογίστρα μου,
Μοιρολογίστρα, πάρε με στο ποτάμι.
Σκέπασέ με με τη κάπα σου, Μοιρολογίστρα,
γιατί πεθαίνω στο κρύο.
Αν, επειδή σ’ αγαπώ, με θέλεις,
Μοιρολογίστρα,
θέλεις να σ’ αγαπήσω πιότερο,
Αν σου ‘χω ήδη δώσει τη ζωή μου,
Μοιρολογίστρα,
Τι άλλο θες; Θέλεις πιότερο;
* yunka είναι μια σούπα που φτιάχνεται από κοτόπουλο και στάρι. Είναι πολύ νόστιμη και τη τρώνε για να πάρουνε δύναμη, άρα μεταφορικά είναι σα να της λέει: “είσαι η δύναμή μου, είσαι αυτή με κάνει δυνατό, να ζω” κλπ.
Τέλος προς το παρόν μα επιφυλάσσομαι… Π. Χ.