Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος (έστησε): Η Ιστορία Ενός Ποιήματος

   Πρόλογος

     Ο Φρανσουά Μπονιβάρ (François Bonivard1493-1570) ήταν ευγενής, εκκλησιαστικός, ιστορικός και πατριώτης της Γενεύης την εποχή της Δημοκρατίας της Γενεύης.  Ήταν οπαδός της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης και σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες, ήτανε φιλελεύθερος, παρά το επάγγελμά του. Ήτανε γιος του Louis Bonivard, Seigneur de Lunes, και γεννήθηκε στο Seyssel σε μια ευγενή οικογένεια της Σαβοΐας. Εκπαιδεύτηκε από διάφορους μοναχούς υπό τη δικαιοδοσία του θείου του, Jean-Aimé de Bonivard, που ήταν ηγούμενος του St. Victor, ενός μοναστηριού λίγο έξω από τα τείχη της Γενεύης. Στα 7, στάλθηκε να σπουδάσει στο Pinerolo της Ιταλίας. Για το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του, φέρεται να προτιμούσε τη διασκέδαση από τη μάθηση. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και, μετά το θάνατο του θείου του, τονε διαδέχθηκε στο St,.Victor το 1510.
     Αφού ο Κάρολος Γ’, δούκας της Σαβοΐας, κατέλαβε τη περιουσία των Βονιβάρδων εκτός από το κοινόβιο, ο Βονιβάρ τάχθηκε με τους πατριώτες της Γενεύης που αντιτάχθηκαν στις προσπάθειες της Σαβοΐας να ελέγξει την περιοχή. Το 1519 εγκατέλειψε τη Γενεύη, μεταμφιεσμένος σε μοναχό, όταν πληροφορήθηκε ότι ο δούκας πλησίαζε. Τον συνόδευσαν φίλοι, ο Λόρδος του Βαρούζ κι ο Μπρίσετ, ηγούμενος του Μονθερόν του Παϊς ντε Βω, που τον πρόδωσαν. Τον παρέδωσαν στον Δούκα, που τον φυλάκισε στο Grolée, έν απ’ τα κάστρα του στον Ροδανό, από το 1519 ως το 1521. Στον ηγούμενο του Montheron δόθηκε το μοναστήρι St. Victor, αλλά προφανώς δηλητηριάστηκε από φίλους του Bonivard, που εργάστηκαν επίσης για την απελευθέρωσή του απ’ τη φυλακή. Ο Bonivard επέστρεψε στο μοναστήρι το 1527.
     Η εμπειρία δεν ήταν πολύ αποτρεπτική. Ο Bonivard συνέχισε τον πολιτικό του ακτιβισμό. Το 1530, οι άνδρες του Δούκα του επιτέθηκαν όταν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να περάσει ασφαλή νύχτα στο Moudon και παραδόθηκε ξανά στο Δούκα, που τον φυλάκισε για άλλη μια φορά, αυτή τη φορά υπόγεια στο Κάστρο του Chillon. Ο Bonivard απελευθερώθηκε από τους Bernese όταν κατέκτησαν το Vaud το 1536. Το μοναστήρι του είχε εν τω μεταξύ ισοπεδωθεί, αλλά η Γενεύη του χορήγησε σύνταξη. Έγινε αστός της Γενεύης το 1537, θέση που αισθάνθηκε υποχρεωμένος να παραιτηθεί λόγω των επισφαλών οικονομικών του. Οι Γενεέζοι του απένειμαν επίσης μια θέση στο Συμβούλιο των Διακοσίων το 1537, που του χορήγησε μισθό. Έζησε κυρίως στη Βέρνη και τη Λωζάνη μετά το 1538, αλλά επέστρεψε μόνιμα στη Γενεύη το 1544.


     Ο Bonivard παντρεύτηκε 4 φορές. Η 1η φορά ήτανε με τη Catherine Baumgartner, ίσως το 1542, που φαίνεται να τελείωσε το επόμενο έτος μετά το θάνατό της. Στη συνέχεια παντρεύτηκε τη Jeanne Darmeis, χήρα του Pierre Corne, από το 1544 μέχρι το θάνατό της το 1552. “Ζούσανε πολύ λίγο και πολύ άσχημα μαζί“. Ο 3ος γάμος του ήταν με άλλη χήρα, την Pernette Mazue ή Mazure. Παντρεύτηκαν το 1550-1562. Η περιουσία της Mazure, ωστόσο, αφέθηκε στο γιο της. Αν κι η 1η σύζυγος του Bonivard φαίνεται να ήτανε καλή διαχειρίστρια της περιουσίας του, ήταν αφοσιωμένος στο να ξοδεύει χρήματα και να διοργανώνει δείπνα για τους φίλους του και φέρεται να σκανδάλισε τη γειτονιά με τα πάρτι του. Οι γείτονες πολίτες τον παρότρυναν να παντρευτεί ξανά για να μειώσουν το σκάνδαλο. Η 4η σύζυγός του, επομένως, ήταν μοναχή χωρίς προβλήματα, η Αικατερίνη de Courtaronel ή Courtavonne. Ήταν 69 ετών και δεν υπάρχει καμμία απόδειξη ότι ήθελαν να παντρευτούν εκτός από το να ησυχάσουνε τους γείτονες. Λίγα χρόνια μετά, η Catherine συνελήφθη στο σπίτι τους για ανηθικότητα κι απιστία. Ο Bonivard προσπάθησε να την αθωώσει, αλλά εκτελέστηκε με πνιγμό στον ποταμό Ροδανό κι ο εραστής της αποκεφαλίστηκε. Λέγεται ότι ήτανε συνεχώς χρεωμένος, λόγω του υπερβολικού τρόπου ζωής του.
Το 1542, του ανατέθηκε να συντάξει μια ιστορία της Γενεύης από την αρχή της, και έγραψε αυτή την ιστορία μέχρι την ημερομηνία του 1530 πριν πεθάνει. Το χειρόγραφο του Chroniqves de Genève (Chroniques de Genève) στάλθηκε στο Ιωάννη Καλβίνο για διόρθωση το 1551 αλλά δε δημοσιεύθηκε μέχρι το 1831. Στα τελευταία του χρόνια, ζήτησε τη βοήθεια του Antoine Froment για να βοηθήσει με το χρονικό.
     Άλλα δημοσιευμένα έργα περιλαμβάνουν τα Advis et Devis de la Source de l’Idolatrie et Tryannie Papale, Advis et Devis de Langues (1563) και Advis et Devis sur l’Ancienne et Nouvelle Police de Genève. Το 1551 δώρισε τη σημαντική βιβλιοθήκη του στο κοινό. Άφησε τα πάντα στη πόλη της Γενεύης στη διαθήκη του. Πέθανε το 1570 στα 77. Η ακριβής ημερομηνία θανάτου του δεν είναι γνωστή λόγω ενός κενού στα αρχεία θανάτου της πόλης.
___________________________

                          Ένα Μεσαιωνικό Κάστρο

     Το Château de Chillon (Κάστρο του Σιγιόν) είναι ένα μεσαιωνικό κάστρο και βρίσκεται στην ακτή της λίμνης της Γενεύης. Έγινε ευρέως γνωστό από το ποίημα του Λόρδου ΒύρωναΟ φυλακισμένος του Σιγιόν (The Prisoner of Chillon1816). Επίσης, αποτελεί τη πηγή έμπνευσης για το κάστρο του Πρίγκηπα Έρικ στην ταινία «Η μικρή γοργόνα» της Disney. Πέραν τούτου όμως, ήτανε σημαντικό σημείο-σταθμό στο πέρασμα από και προς τις Άλπεις, κάτι που ‘γινε αντιληπτό απ’ τη Ρωμαϊκή εποχή οπότε και συναντάμε τη 1η αναφορά. Σύμφωνα με τον εθνολόγο Albert Samuel, το όνομά του σημαίνει επίπεδη πέτρα και προέρχεται από τη βαλντεσιανή διάλεκτο. Ο Victor Hugo έχει γράψει: «το Σιγιόν είναι μια μάζα από πύργους πάνω σε μια μάζα από βράχια». Ο Ουγκώ, όπως κι οι Λόρδος Βύρων, Αλέξανδρος Δουμάς, Jean Jack Rousseau, Johann Wolfgang von Goethe, Mark Twain, Charles Dickens και Gustave Flaubert είναι μερικοί από τους ρομαντικούς συγγραφείς και ποιητές που πέρασαν από το Château de Chillon από το τέλος του 18ου αι. κι εντεύθεν.



     Οι Ρωμαίοι ήταν οι 1οι που αντιλήφθηκαν τη γεωστρατηγική σημασία της θέσης του Chillon και δημιούργησαν τις 1ες εγκαταστάσεις. Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι η ανθρώπινη παρουσία στη περιοχή χρονολογείται απ’ την Εποχή του Χαλκού. Το 1150 συναντάται η 1η αναφορά κι όπως προκύπτει τουλάχιστον μέρος του κάστρου καθώς και το παρεκκλήσι υπήρχαν από τον 11ο αι.. Εντούτοις, τμήματά του σύμφωνα μ’ έρευνες- έχουν κατασκευαστεί πολλές 10ετίες νωρίτερα. Η θέση του, είναι εξέχουσας σημασίας, αφού ελέγχει το πέρασμα ανάμεσα στη Ριβιέρα του Βω (πέρασμα στο Βορρά προς Γερμανία και Γαλλία) και στη κοιλάδα του Ρον (ταχεία πρόσβαση προς Ιταλία). Όποιος λοιπόν είχε τον έλεγχο του σημείου, μπορούσε ν’ ασκήσει στρατιωτικό κι εμπορικό έλεγχο. Ήτο μάλιστα καλή ευκαιρία για επιβολή δασμών διέλευσης δυνατότητα που εκμεταλλεύτηκε ο Οίκος της Σαβοΐας.
     Το σχήμα του Chillon θυμίζει πλοίο. Έχει μήκος 110m και πλάτος 45m στο πιο πλατύ σημείο. Ο πιο ψηλός και μεγάλος πύργος είναι το στρατηγικό σημείο ελέγχου του Κάστρου και της λίμνης. Έχει 31m ύψος κι η 1η φάση κατασκευής του έγινε τον 11ο αι., ενώ το ύψος του αυξήθηκε τον 13ο αι.. Η αρχική είσοδός του ήταν 8m πάνω από το έδαφος κι η πρόσβαση μπορούσε να επιτευχθεί μέσω σκάλας ή κινητής γέφυρας. Ο πύργος ήτανε το ύστατο καταφύγιο σε περίπτωση πολιορκίας του κάστρου. Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε ώς χώρος αποθήκευσης κι ως φυλακή. Ο πύργος περιβάλλεται από μια σειρά κτιρίων μεταξύ της πρώτης και δεύτερης σειράς οχύρωσης και η λειτουργία του ενισχύεται από δύο εξίσου μεγάλους πύργους. Γενικά, το Chillon χτίστηκε γύρω απ’ αυτό τον κεντρικό πύργο, σε διαδοχικά στάδια, με τις κυριότερες κατασκευές να γίνονται τη περίοδο της ηγεμονίας του Πέτρου ΙΙ (1203-1268), γνωστος ως Μικρός Καρλομάγνος. Το κάστρο είναι περιτριγυρισμένο από τοιχοποιία μεγάλου πάχους και προστατεύεται επίσης από τρεις ημικυκλικούς πυργίσκους.
     Στο 1ο επίπεδο του Château de Chillon είναι συγκεντρωμένο το σύνολο των υπηρεσιών. Στο 2ο βρίσκονται οι χώροι διημέρευσης. Το 3ο καταλαμβάνουν τα διαμερίσματα του άρχοντα του κάστρου. Η πύλη του αποτελείται από μια μεγάλη αψίδα με μικρές κρύπτες απ’ όπου βέλη εξακοντίζονταν απ’ τους αμυνόμενους. Έτσι, ενώ η πύλη θεωρείτο η αχίλλειος πτέρνα του, εν τέλει ήτανε παγίδα θανάτου. Λιμανάκι σχηματίζεται μπρος απ’ τη πύλη και σταθερή γέφυρα ενώνει το κάστρο με την ακτή. Η στέγη της γέφυρας είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Η τάφρος βρίσκεται στο εξωτερικό του, αντίθετα με τα μεγάλα μεσαιωνικά κάστρα όπου βρισκόταν μεταξύ 1ης και 2ης γραμμής άμυνας. Τα μπουντρούμια που αργότερα θαύμαζαν οι Ρομαντικοί συγγραφείς χρονολογούνται από την εποχή της ηγεμονίας του Κόμη Πέτρου ΙΙ. Της ίδιας εποχής είναι τα καλαίσθητα δωμάτια με την εκπληκτική θέα προς τη λίμνη της Γενεύης, αλλά κι οι λιθόστρωτες αυλές. Τεχνικά τα μπουντρούμια δημιουργήθηκαν εξ αρχής πάνω στα πετρώματα που βρίσκονται στη βάση του κάστρου. Εκεί φυλακίστηκε ο Γενοβέζος προτεστάντης ιστορικός και πρώην καθολικός μοναχός François Bonivard (1493-1570) απ’ το Δούκα Κάρολο ΙΙΙ τη περίοδο 1530-36, οπότε και κατελήφθη το κάστρο απ’ τις δυνάμεις της Βέρνης. Η ιστορία του Bonivard ενέπνευσε αργότερα το Βύρωνα να γράψει το ποίημα Ο Φυλακισμένος του Σιγιόν, το 1816.



     Υπάρχει επίσης σειρά από θολωτά κελάρια, που ήτανε προσεκτικά λαξεμένα στο βράχο. Χρησιμοποιήθηκαν για τη φύλαξη του οπλισμού του Οίκου της Σαβοΐας προτού μετατραπούνε σε φυλακές κοντά στο τέλος του Μεσαίωνα. Οι τοιχογραφίες, ως εσωτερικοί διάκοσμοι, υπάρχουν απ’ τον 13ο και 14ο αι. Το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου είναι κατασκευή της ίδιας περιόδου με τον κεντρικό πύργο. Περιλαμβάνει μεσαιωνικές τοιχογραφίες Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά κι Αποστόλων της Καινής Διαθήκης. Αρχιτεκτονικά, υπάρχουνε πολλές ομοιότητες του Chillon και του κάστρου Harlech της Ουαλλίας, ιδιαίτερα αναφορικά με το σχήμα και τη θέση των παραθύρων. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη πολιτιστικών κι οικογενειακών δεσμών μεταξύ του Οίκου της Σαβοΐας και της Βρεττανίας. Συνοπτικά, η Ελεονώρα της Προβηγκίας ήτανε σύζυγος του Ερρίκου ΙΙΙ, μητέρα του Εδουάρδου Ι και ανηψιά του Πέτρου ΙΙΙ των Σαβοϊανών. Ο Jasques de Saint-George ήταν αρχιτέκτονας του Εδουάρδου Ι κι απ’ το 1278 υπηρέτησε αρχιτέκτονας ειδικός στις στρατιωτικές κατασκευές τον Πέτρο ΙΙ. Το Château de Chillon είναι από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα στην Ευρώπη, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ δεν καταστράφηκε και ποτέ δεν ερημώθηκε. Το 1892 ανακαινίσθηκε από τον Albert Naef. Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες ανακαινίσεις κι εργασίες αναστήλωσης, ενώ πλέον είναι ιστορικό μνημείο (ελβετική πολιτιστική κληρονομιά εθνικής σημασίας).
     Αναμφίβολα το ομορφώτερο ελβετικό κάστρο, βρίσκεται σε βραχονησίδα κατά μήκος των ακτών της λίμνης της Γενεύης, κοντά στα σύνορα Ελβετίας και Γαλλίας. Μοιάζει με παραμυθένια φαντασία, αλλά είναι ένας αυθεντικός μεσαιωνικός χώρος -κι έχει θεμέλια από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Με τα χρόνια, πέρασε ανάμεσα στα χέρια τριών ευγενών οικογενειών, οι οποίες διαμόρφωσαν το κάστρο σε αυτό που βλέπετε σήμερα. Περίπου 330.000 τουρίστες επισκέπτονται το Chillon κάθε χρόνο, το 70% από αυτούς από χώρες εκτός της Ελβετίας και το κάστρο είναι το κύριο τουριστικό αξιοθέατο στην περιοχή της λίμνης της Γενεύης. Μια σημείωση: συγκεχυμένα, η λίμνη της Γενεύης αποδίδεται Lac Léman στα γαλλικά, γεγονός που έχει μπερδέψει πολλούς τουρίστες όλα αυτά τα χρόνια.
     Το κάστρο Chillon είναι ένα κάστρο ωοειδούς σχήματος που βρίσκεται σε μικρή, βραχώδη προεξοχή, σπρώχνοντας τη Λίμνη της Γενεύης. Αυτό το μικρό, βραχώδες νησί είναι τέλειο, αμυντικό μικρό ακρωτήριο, που έχει σχεδιαστεί για να είναι αμυντικό σημείο. Γι’ αυτό ο οχυρώσεις έχουνε βρεθεί εδώ από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Το μικρό βραχώδες νησί περιβάλλεται λίγο πολύ από νερό -προφανώς, η λίμνη σχηματίζει φυσική τάφρο. Ως αποτέλεσμα, η πρόσβαση στο κάστρο γίνεται μέσω σύγχρονης γέφυρας, που διασχίζει τα ρηχά της λίμνης. Αυτή η σύγχρονη γέφυρα είναι τα ερείπια της παλιάς γέφυρας και μερικές απ’ τις εργασίες της μπορούν να προβληθούν μέχρι σήμερα. Μες στο κάστρο, φαίνονται τα κτίρια και τα εξωτερικά σπίτια του προσανατολίζονται γύρω από 4 μικρές αυλές. Η μεγαλύτερη είναι η Αυλή της Τιμής, χώρος τελετουργικής σημασίας κι ο μεγαλοπρεπέστερος απ’ όλους αυτούς τους κοινόχρηστους χώρους. Ένα σημαντικό πράγμα που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι το κάστρο Chillon δεν κατασκευάστηκε με μία κίνηση -ήταν αρχικά απλώς συλλογή από 25 μικρά κτίρια στριμωγμένα στο βραχώδες νησί. Με τη πάροδο του χρόνου, αυτά τα κτίρια συγχωνεύθηκαν κι ενώθηκαν για να σχηματίσουνε την εντυπωσιακή δομή που ‘ναι ορατή σήμερα. Όταν εξερευνάτε το κάστρο, θα δείτε ότι κάθε ένα από τα παλιά δωμάτια και τα βοηθητικά σπίτια έχουνε συνδεθεί μεταξύ τους μέσω ενός αρκετά έξυπνου δικτύου εσωτερικών κι εξωτερικών περασμάτων.



     Η διάταξη του κάστρου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς έχει ουσιαστικά 2 όψεις. Η πλευρά που βλέπει προς την ηπειρωτική χώρα είναι έτοιμη για άμυνα -είναι γεμάτη με τρύπες βελών, επάλξεις και οχυρώσεις, προετοιμάζοντας κάθε εχθρό που πλησιάζει. Αντίθετα, η όχθη της λίμνης του κάστρου είναι ντυμένη ως ευγενές παλάτι -φυσικά προστατευμένο από τον εχθρό, η σαρωτική και χαριτωμένη πρόσοψη δεν έχει αμυντικά τείχη ή οχυρωμένα χαρακτηριστικά. Τα μπουντρούμια του κάστρου που προκαλούνε δέος έχουνε κερδίσει θέση στη φήμη του κάστρου. Εντυπωσιακά, είναι λαξευμένα στο βράχο που πάνω βρίσκεται το κάστρο και προσφέρουνε -υγρή και σκοτεινή- γεύση φυλακισμένης ζωής. Εκτός από τη κράτηση αιχμαλώτων όπως ο Bonivard που ήτανε δεμένος στη 5η φάλαγγα από την είσοδο:, τα μπουντρούμια χρησιμοποιήθηκαν ως οπλοστάσιο στη πρώιμη σύγχρονη εποχή.
     Οι ψηλές θολωτές οροφές προς την είσοδο των μπουντρουμιών δείχνουν επίσης το γοτθικό μεγαλείο του κάστρου και, σήμερα, φωτίζονται ατμοσφαιρικά για να αποδείξουν τη μεγαλοπρέπεια αυτών των δροσερών παλιών θαλάμων. Μέρος του μπουντρουμιού βρίσκεται στη πραγματικότητα στο επίπεδο του νερού κι όχι κάτω από αυτό. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια πόρτα πρόσβασης που οδηγεί από τα μπουντρούμια στις όχθες της λίμνης της Γενεύης. Αυτή η μικρή έξοδος κινδύνου έγινε χρήσιμη το 1536 -όταν οι Βερνέζοι κατέλαβαν το κάστρο, οι Σαβοΐες έφυγαν μες απ’ αυτή τη πόρτα μπουντρουμιών σε ασφάλεια! Αν και γνωρίζουμε ότι το μικρό νησάκι του Chillon ήταν οχυρωμένο από τους ρωμαϊκούς χρόνους, δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε τέθηκαν τα 1α θεμέλια του κάστρου.
     Η 1η καταγραφή ότι υπάρχει κάποιο είδος αναγνωρίσιμης κατοικίας προέρχεται από το 1150 περίπου, οπότε γνωρίζουμε ότι στοιχεία του κάστρου είναι περίπου 850 ετών. Στη διάρκεια αυτών των ετών, το κάστρο έχει διαμορφωθεί από 3 ευγενείς ιδιοκτήτες -1α τους Savoys, στη συνέχεια τους Bernese και τέλος το καντόνι του Vaud. Οικονομικά και πολιτικά, το Chillon έχει λαμπρή στρατηγική θέση. Είναι παράλληλα με την παλιά Via Italia -τη κύρια οδό πρόσβασης για το εμπόριο στην Ιταλία. Απ’ τη λαμπρή της θέση, θα μπορούσε να χρεώνει διόδια και να ελέγχει την εισαγωγή (ή εξαγωγή) αγαθών στην Ευρώπη. Συνολικά, το Chillon ευλογήθηκε με τέλεια μικρή τοποθεσία.



     Το κάστρο ανήκε στην οικογένεια της Σαβοΐας από το 1150 περίπου κι οι 1ες κατασκευές χτίστηκαν από τον Θωμά Α’ της Σαβοΐας. Γύρω στο 1235, ο Πέτρος Β’ της Σαβοΐας ανέθεσε πολλά απ’ τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία του κάστρου, συμπεριλαμβανομένων των 3 αγκαθωτών πύργων κατά μήκος της πρόσοψης δίπλα στη λίμνη. Πράγματι, ο Πέτρος ήταν υπεύθυνος για μεγάλο μέρος του μεσαιωνικού κάστρου που βλέπουμε σήμερα. Αν και το κάστρο ήταν έδρα εξουσίας για την οικογένεια της Σαβοΐας, δεν ζούσαν εδώ με πλήρη απασχόληση. Αντ’ αυτού, ταξίδευαν συνεχώς στα εδάφη τους και μεταξύ των κάστρων τους, για να διατηρήσουνe την εξουσία τους. Ως αποτέλεσμα, το κάστρο φρόντιζε κυρίως ο Castellan, βασικά επιστάτης ή δικαστικός επιμελητής. Οι θάλαμοί του είναι απολύτως ορατοί σήμερα.
     Από τον 14ο αι., η οικογένεια Savoy επέλεξε να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος της διοίκησής της στο Chamberly. Ως αποτέλεσμα, το κάστρο έπεσε σε ερείπια και χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως φυλακή. Ωστόσο, η εξουσία της Σαβοΐας είχε αρχίσει να χαλαρώνει κι άρχισαν να παίρνουνε βιαστικές αποφάσεις κι άρχισαν να φυλακίζουν άδικα πολιτικούς αντιπάλους. Ως αποτέλεσμα, το 1536, οι Βερνέζοι εισέβαλαν στο κάστρο ως μέρος μεγαλύτερης εξέγερσης κι απελευθέρωσαν τους κρατούμενους τους από τα μπουντρούμια του κάστρου. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι πέρασε στα χέρια τους, το κάστρο συνέχισε τη μακρά παρακμή του. Μέχρι τη 10ετία του 1850, το Chillon χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως φυλακή κι οπλοστάσιο, παρά το γεγονός ότι καταλήφθηκε από τους Βερνέζους στη διάρκεια της επανάστασης του Vaud περίπου το 1798. Ωστόσο, το 1887, χάρη στη δημοσιότητα ορισμένων επιφανών ποιητών και διανοουμένων, δημιουργήθηκε σύλλογος για να φροντίσει και ν’ αποκαταστήσει το κάστρο στη παλιά του δόξα. Στη 10ετία του 1800, το Chillon έγινε έμπνευση για εξέχοντες ρομαντικούς διανοούμενους. Παρεμπιπτόντως, το κάστρο παραμένει στα χέρια του καντονιού του Vaud μέχρι σήμερα.



     Λόγω της θέσης του κάστρου στις όχθες της πανέμορφης λίμνης της Γενεύης και λόγω της ξεθωριασμένης δόξας του, έγινε μια επιλογή γι’ αυτή τη νέα γενιά στοχαστών, που ενδιαφέρονται για τη δύναμη της φύσης, τη σημασία του παρελθόντος και τις τρέλλες της εκβιομηχάνισης. Ο Jean-Jaques Rousseau τοποθέτησε μέρος ενός απ’ αυτά τα μυθιστορήματα, La Nouvelle Heloise στο κάστρο και το Chillon χρησίμευσε επίσης ως έμπνευση για τον Flaubert και τον Hugo. Επίσης το αναφέρει και μάλιστα αρκετά, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, στο Η Βασίλισσα Του Χιονιού. Απ’ όλους τους ρομαντικούς διανοούμενους που εμπνεύστηκαν από το Chillon, ο πιο αξιοσημείωτος ήταν ο Λόρδος Βύρων, από τους σημαντικότερους Άγγλους ρομαντικούς ποιητές. Το έργο του The Prisoner of Chillon αφηγείται τα δεινά του Bonivard, πολιτικού ταραχοποιού παγιδευμένου μες στα πανίσχυρα μπουντρούμια του κάστρου. Το αφηγηματικό ποίημα βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα -ο Bonivard φυλακίστηκε πράγματι στα μπουντρούμια του Chillon, γύρω στο 1530, για περίπου 4 έτη. Το έγκλημά του; Είχε αντισταθεί σθεναρά στις αντιπατριωτικές πράξεις της οικογένειας της Σαβοΐας. Ήταν το είδος του ατόμου που ο Βύρων αγαπούσε να γράφει-μοναχικός άνθρωπος, που αντιστεκότανε στην αδικία της κοινωνίας, που χρησιμοποιούσε τη φαντασία του για το φυσικό κόσμο για να παρηγορηθεί στη μοναξιά του.
     Μη αρκούμενος στο ν’ αφήσει το στίγμα του στο κάστρο μέσω της λογοτεχνίας, χάραξε τ’ όνομά του στα τείχη του κάστρου! Η πράξη του γκράφιτι είναι ακόμα ορατή σήμερα -αλλά προστατεύεται πίσω από το perspex κι είναι σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο από μόνο του. Συνολικά, η προσοχή αυτών των επιφανών διανοουμένων μεταμόρφωσε το Chillon στα μάτια της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Ο Βύρων ενήργησε αποτελεσματικά ως ο μεγαλύτερος πωλητής όλων κι η ευρωπαϊκή αριστοκρατία άρχισε να συρρέει στη περιοχή, για ν’ απολαύσει το παρθένο τοπίο και το δραματικό σκηνικό του κάστρου. Αυτά ήταν τα θεμέλια της τουριστικής έκρηξης που εξακολουθεί ν’ απολαμβάνει μέχρι σήμερα.



     Πίσω στους μεσαιωνικούς χρόνους, το κάστρο είχε πολυτέλεια που λίγα άλλα κάστρα θα μπορούσαν να καυχηθούν -πρόσβαση σε τρεχούμενη παροχή γλυκού νερού από τη παρακείμενη λίμνη. Αν κι ακούγεται ασήμαντο σήμερα, δεν μπορείτε να υποτιμήσετε τη σημασία -τα περισσότερα μεσαιωνικά κάστρα θα ήτανε κακοί λάκκοι ασθενειών και δυσοσμίας. Από το 1500 και μετά, το κομψό υπνοδωμάτιο του Chambre Bernoise ήταν εξοπλισμένο με παροχή τρεχούμενου νερού, που διοχετεύεται από τη λίμνη.
     Ωστόσο, δεν θα ήταν μόνο οι ευγενείς του κάστρου που επωφελήθηκαν από τις πολυτέλειες του γλυκού νερού. Η πλευρά του κάστρου που βλέπει στη λίμνη είναι γεμάτη με μεσαιωνικές φρουρές (τουαλέτες!), Οι οποίες άνοιγαν στο νερό κάτω. Το Chillon διαθέτει τεράστιο αριθμό τουαλετών σε σύγκριση με άλλα μεσαιωνικά κάστρα -αλλά η δυσοσμία του τόπου πιθανότατα θα ήταν ακόμα τρομερή.
     Η ζωή του Bonivard κι η ιστορία του κάστρου, ήτανε λοιπόν η έμπνευση για το ποίημα του Βύρωνα το 1816 The Prisoner of Chillon.
____________________________

    Ο Δημιουργός

     Ο George Gordon Byron (Τζορτζ Γκόρντον, Λόρδος Βύρων) ήταν Άγγλος ποιητής που έγραφε στις αρχές του 19ου αι. Είναι από τις κεντρικές φιγούρες του λογοτεχνικού κινήματος που ονομάζεται Ρομαντισμός, που ξεκίνησε γύρω στις αρχές του 19ου αι. (οι κριτικοί εξακολουθούν ν’ αγαπούν να διαφωνούν για το πότε, ακριβώς, μέχρι σήμερα χρονολογείται η έναρξη του κινήματος -οι ημερομηνίες έναρξης κυμαίνονται από το 1760 ως το 1800). Οι συγγραφείς κι οι ποιητές της ρομαντικής εποχής πίστευαν ότι η λογοτεχνία έπρεπε ν’ αφορά λιγότερο τον ορθολογισμό και την επιστημονική ακρίβεια και πιότερο τ’ ανθρώπινα συναισθήματα και τη πραγματική, καθημερινή ανθρώπινη εμπειρία. Για ορισμένους ποιητές (όπως ο William Wordsworth), αυτό σήμαινε εστίαση στη φύση και τους κοινούς ανθρώπους. Θα παρατηρήσετε αυτή την εμμονή με τη φύση και τ’ ανθρώπινα συναισθήματα σε κάποιο βαθμό σε σχεδόν οποιοδήποτε ποίημα της ρομαντικής εποχής.
     Ο Μπάιρον ήταν μέρος της νεότερης γενιάς ποιητών που συμμετείχαν σ’ αυτό το κίνημα κι ήταν ο ροκ σταρ των ποιητών της ρομαντικής περιόδου. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, αν και μερικά από τα ποιήματά του (όπως το μακρύ αφηγηματικό ποίημά του Δον Ζουάν) θεωρήθηκαν πολύ σκανδαλώδες για να διαβάσουν αξιοσέβαστοι άνθρωποι. Ο πλούσιος, παρακμιακός τρόπος ζωής του και τα χαλαρά ήθη έκαναν τη λαίδη Καρολάιν Λαμπ να τον περιγράψει περίφημα ως τρελλό, κακό κι επικίνδυνο να τονε ξέρεις. Συγκλόνισε το σύγχρονο Λονδίνο με τις ερωτικές του σχέσεις και τις φήμες γι’ αμφιφυλοφιλία και για αιμομικτική σχέση με την ετεροθαλή αδελφή του. Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της φήμης του ήταν ο νομικός χωρισμός από τη σύζυγό του (τα διαζύγια ήτανε δύσκολο να βγουν εκείνη την εποχή). Η οικογένεια της συζύγου του δεν ήταν ευχαριστημένη, έτσι βοήθησαν να διαδοθούν περισσότερα σκανδαλώδη κουτσομπολιά για αυτόν. Τελικά, μετακόμισε από τη Βρεττανία στην ηπειρωτική Ευρώπη για να ξεφύγει από τις δυσάρεστες φήμες που κυκλοφορούσαν στην πατρίδα του. Μετά τον χωρισμό του 1816, κατέληξε να εγκατασταθεί κοντά στη Γενεύη, στην Ελβετία. Εκεί γνώρισε τον ποιητή Percy Bysshe Shelley και τη σύζυγο του, Mary Godwin (γνωστή κι ως Mary Shelley της φήμης του Frankenstein). Οι ερωτικές σχέσεις του δεν τελείωσαν όταν έφυγε από την Αγγλία -κατέληξε να ‘χει σχέση με τη θετή αδελφή της Shelley, Claire Clairmont κι είχε μια παράνομη κόρη μαζί της.



     Αλλά δεν ήταν απασχολημένος μόνο με τη Claire στην Ελβετία. Εμπνευσμένος, ίσως, από την ιστορία και το τοπίο γύρω από τη λίμνη Λακ Λεμάν της Γενεύης, έγραψε ένα από τα πιο διάσημα αφηγηματικά ποιήματά του, The Prisoner Of Chillion (Ο Φυλακισμένος του Σιγιόν). Βασίζεται στις εμπειρίες ενός πραγματικού κρατούμενου, του François Bonnivard. Ο ιστορικός Bonnivard ρίχτηκε στη φυλακή μερικές φορές για ξεσήκωμα των πολιτών της Γενεύης ενάντια στη κυριαρχία του Δούκα Καρόλου Γ’ της Σαβοΐας, αλλά ποτέ για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα όσο ο χαρακτήρας στο ποίημα του Μπάιρον. Κι ο πραγματικός Bonnivard είχε φήμη ότι ήταν λίγο χαλαρός, ενώ ο χαρακτήρας του Byron είναι σχεδόν άγιος. Αλλά ο Μπάιρον δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήθελε να θυμάται τον ιστορικό Bonnivard ως μάρτυρα για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία -ήταν κάτι σαν τοπικός λαϊκός ήρωας γύρω από τη Γενεύη, παρά τα ελαττώματα της προσωπικότητάς του.
     Ο Μπάιρον μας προειδοποιεί ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε τον Φυλακισμένο ως πραγματική ιστορία, στον υπότιτλο του ποιήματος τον αποκαλεί ένα μύθο. Αλλά η πραγματική ιστορία του ποιήματος δεν είναι τόσο σημαντική όσο οι ιδέες πίσω απ’ αυτό. Την εποχή που έγραφε αυτό το ποίημα το 1816, είχαν περάσει μόνον 20 έτη από τότε που η Γαλλική Επανάσταση είχε κάνει τέτοια αναταραχή. Παρ’ όλο που οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούσαν πως είχε ξεφύγει από τον έλεγχο (πάρα πολλοί αθώοι άνθρωποι χάσανε τα κεφάλια τους στη διάρκεια της Τρομοκρατίας), πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι, όπως ο Μπάιρον, εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι ιδέες της –ΕλευθερίαΙσότητα κι Αδελφοσύνη– ήταν αρκετά σπουδαίες. Κατά τη γνώμη πολλών (και του Μπάιρον), αυτά ήταν ιδανικά που άξιζε κανείς να πεθάνει. Ο κρατούμενος του Chillon περνά τη ζωή του στη φυλακή και βλέπει τ’ αδέρφια του να πεθαίνουν ακριβώς δίπλα του για τα ίδια βασικά ιδανικά.
     Ο Μπάιρον δεν επέστρεψε ποτέ στη Βρεττανία, αλλά συνέχισε να παράγει ποίηση μέχρι το τέλος της ζωής του το 1824. Ήταν μόλις 36 ετών όταν πέθανε -ανέβασε πυρετό όταν ήταν στην Ελλάδα, βοηθώντας στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία εναντίον της Τουρκίας. Αν και τ’ όνομά του ήτανε λάσπη στην Αγγλία για λίγο μετά το θάνατό του (αυτές οι φήμες για την ετεροθαλή αδελφή του και τις άλλες υποθέσεις του ήταν δύσκολο να καταπνιγούνε), τελικά γιορτάστηκε ως μαχητής της ελευθερίας καθώς κι ως από τους μεγαλύτερους ποιητές της ρομαντικής περιόδου.


                                                      1820
____________________________

                                     Επίλογος

     Το The Prisoner of Chillon δεν είναι απλώς μια ρομαντική ιστορία για έναν τύπο που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του στη φυλακή. Πρόκειται για το πώς προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον μας: ο κρατούμενος είναι σε θέση να επιβιώσει, ακόμη και βλέποντας τα αδέρφια του να πεθαίνουν μαζί του, επειδή πιστεύει σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του. Όχι, δεν μιλάμε για θρησκεία ή πνευματικότητα – μιλάμε για τις πολιτικές πεποιθήσεις του φυλακισμένου. Έχει ριχτεί στη φυλακή επειδή μοιράστηκε την πίστη του πατέρα του στην προσωπική ελευθερία και ελευθερία. Η ιδέα είναι η ίδια: οι άνθρωποι είναι σε θέση να επιβιώσουν σχεδόν οπιδήποτε, αρκεί να πιστεύουνε πραγματικά στο δίκαιο του σκοπού τους. Ο ανώνυμος «κρατούμενος του Chillon» είναι μόνος σ’ ένα κελί δίπλα στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, στην Ελβετία, όπου έχει γεράσει ως κρατούμενος. Λέει ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε για τις πεποιθήσεις του κι οι 6 γιοι του έχουν υποστεί διώξεις για τον ίδιο λόγο. Τρεις από τους έξι γιους πέθαναν έξω από τη φυλακή: ένας κάηκε στη πυρά και 2 πέθαναν στη μάχη.

     Ο αφηγητής, φυλακίστηκε αρχικά με τους 2 εναπομείναντες αδελφούς του. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους 3, οπότε προσπάθησε να κρατήσει το ηθικό τους ψηλά, παρ’ όλο που ήταν αλυσοδεμένοι σε μεμονωμένους πυλώνες σε μεγάλο κελί και δεν μπορούσανε καν να περπατήσουν. Ο μεσαίος αδελφός, που ήταν υπαίθριος, κυνηγός τύπος, απλά δεν μπορούσε ν’ αντέξει να φυλακιστεί, οπότε εγκατέλειψε την ελπίδα (και το φαγητό) και πέθανε. Ο κρατούμενος μας έμεινε με τον μικρότερο αδελφό, που ήτανε χαρούμενος κι υπομονετικός. Αλλά, δυστυχώς, επίσης πέθανε. Ο κρατούμενος σχεδόν ενδίδει στη θλίψη, αλλά αναζωογονείται όταν ακούει το κελάηδημα ενός πουλιού έξω από το παράθυρό του. Του θυμίζει ότι υπάρχει ομορφιά κι ελπίδα στον κόσμο. Έτσι προσκολλάται σ’ αυτή τη σκέψη κι επιβιώνει. Χρόνια μετά (ο κρατούμενος σταμάτησε να μετρά τις μέρες πριν από καιρό), οι φρουροί φτάνουνε για να τον απελευθερώσουν. Αλλά είναι στη φυλακή τόσο καιρό που δεν ξέρει τι να κάνει με την ελευθερία που μόλις την απόκτησε. Όλοι όσοι αγαπά είναι νεκροί και δεν έχει πουθενά αλλού να πάει…


  The Prisoner Of Chillon

Ασπρίσαν τα μαλλιά κι όχι απ’ το χρόνο,
ούτε γκριζάραν σε μια νύχτα ξαφνικά,
οι άντρες μεγαλώσαμε με ξαφνικές φοβίες:
Τα άκρα μου, όχι εκ μόχθου, είν’ τσακισμένα,
σ’ ένα παλιό μπουντρούμι κρατημένα,
κι η μοίρα μου συνταίριαξε μ’ αυτά.

Σε ποιόν η καλωσύνη γης κι αέρα
απαγορεύονται κι απαγορεύεται ο ναύλος,
μα τούτο ήταν για τη πίστη του πατέρα.
Δέθηκα μ’ αλυσίδες και θανάτους πέρασα
και ο πατέρας χάθηκε στη περισσυλογή,
για δόγματα που δεν θα παρατούσε
και για τον ίδιο τον αγώνα που μοχθούσε.
Βρήκε μες στο σκοτάδι, κατοικιά.

Ήμασταν επτά -κι έχω απομείνει ένας.
Έξι στα νιάτα κι ένας ηλικιωμένος.
Τελειώσαν όπως είχανε αρχίσει,
περήφανοι για την οργή της δίωξης.
Ένας στις φλόγες και στο χωράφι δυο.

Η πίστη με αίμα έχει σφραγιστεί.
Πεθαίνοντας ως πέθανε ο πατέρας,
για το Θεό, οι εχθροί τους είχαν αρνηθεί.
Ήμασταν τρεις μες στο μπουντρούμι,
κι έμεινα πια στερνό ναυάγιο, εγώ.

Βρίσκονται επτά πυλώνες μούχλας γοτθικής,
στα γέρικα, βαθιά μπουντρούμια του Σιγιόν.
Υπάρχουν κι επτά στήλες, γκρίζες και ογκώδεις,
αχνές με μια θαμπή φυλακισμένη αχτίδα.

Αχτίδα που ‘χασε το δρόμο της
και μέσω μιας χαραματιάς, μιας σχισμής,
πέρασε το παχύ το τοίχωμα κι αριστερά
στο πάτωμά το γλυστερό κυλιέται,
και κρέμεται σαν μια του έλους λάμπα.

Σε κάθ’ ένα πυλώνα υπάρχει δαχτυλίδι,
σε κάθε σιδερένιο δαχτυλίδι, μια αλυσίδα.
Σ’ αυτό το σίδερο τα μέλη κατατρώγονται,
γιατί στα δόντια τους περνάνε καρφωμένα
και τα σημάδια που αφήνουνε δεν σβήνουν.

Μέχρι τούτη τη μέρα που τα γράφω
και είν’ οδυνηρό γι’ αυτά τα μάτια,
που δεν έχουνε δει ήλιο να λάμπει
για χρόνια -που ‘χασα πια λογαριασμό
στο να μετρώ βαρύ το πέρασμα των χρόνων,
απ’ όταν πέθανε ο τελευταίος αδελφός
κι εγώ βρισκόμουν δίπλα του.

Μας δέσαν αλυσίδες
σ’ ένα πέτρινο πυλώνα
κι ήμασταν τρεις κοντά,
μα ο καθένας μόνος.
Δεν ημπορούσαμε να κινηθούμε ρούπι,
ούτε ν’ αντικρυστούμε μεταξύ μας,
αλλά αυτό το χλωμιασμένο, λερό φως
έτσι κι αλλιώς μας έκανε
τρεις ξένους στη ματιά.

Έτσι λοιπόν παρέα μαζί και χωριστά,
μακρυά τα χέρια μας δεμένα,
μα ενωμένοι στη καρδιά,
σ’ ότι μας έλειπε ευρίσκαμε παρηγοριά,
από τα καθαρά στοιχεία της γης,
ν’ ακούει ο ένας τον άλλο να μιλά
και κάθε λέξη μια παρηγοριά,
ψήγματα ελπίδας, έστω ένας παλιός μύθος,
ένα τραγούδι ηρωικά γενναίο, τολμηρά.

Αλλά κι αυτά παγώσαν
τελικά στο χρόνο
και οι φωνές μας πήραν
θλιβερό ένα τόνο,
σαν την ηχώ, στο πέτρινο μπουντρούμι.
Ένας φυλακισμένος ήχος, όχι πλήρης,
όπως παλιότερα θα ‘ταν στη λευτεριά:
Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά για ‘μέ’,
σαν το δικό μας ήχο, δεν ακούστηκε ποτέ.

Ήμουν ο πιο μεγάλος απ’ τους τρεις.
Για να αντέξουμε όσο καιρό μας απομένει,
είχα να κάνω -κι έκανα- το βέλτιστο
κι όλοι τα πήγαμε καλά,
καθένας στο τομέα του.

Ο νεότερος, -που αγαπούσε ο πατέρας,
καθώς είχε τα φρύδια της μητέρας,
σ’ αυτόν, με μάτια γαλανά σαν τ’ ουρανού-
γι’ αυτόνε, η ψυχή μου
συγκινήθηκε πολύ.

Κι αλήθεια θα μπορούσε να ‘ναι αγωνία:
Να δεις τέτοιο πουλί σε τέτοιανε φωλιά.
Γιατί ήταν όμορφος σαν την ημέρα,
-(Όταν η μέρα ήταν όμορφη για μένα
και σαν τους νιούς αετούς, ελεύθερη).
Μια μέρα πολική που δεν θα ξαναδεί,
ηλιοβασίλεμα στο τέλειωμα του θέρους.

Τ’ άγρυπνο θέρος με λαμπρό το φως,
Ο απόγονος του ήλιου:
Κι έτσι ήταν τόσο καθαρό και φωτεινό,
και στο φυσικό του πνεύμα χαρωπό,
μα δάκρυζε πολύ, για τα δεινά των άλλων,
και τρέχανε σαν ποταμός,
σα να μπορούσε να ‘διωχνε  τη δυστυχία,
που απεχθανότανε να δει τα παρακάτω.

Ο άλλος ήταν τόσο καθαρό μυαλό,
μα του ‘λαχε να πολεμήσει με το είδος του.
με διάθεση και ισχυρός στα “θέλω” του.
Ποιό ήτανε το κέρδος απ’ τον πόλεμο,
και χάθηκε στη πρώτη τη γραμμή
με χαρά: -αλλά όχι σε αλυσίδες σε μπουντρούμι:
Το πνεύμα του σκασμένο απ’ το κλάμα.

Τον έβλεπα να πέφτει σιωπηλά
κι έτσι η σόλα μου πια έλυωσε,
έπρεπε όμως να φανώ κεφάτος,
στα λείψανα αυτού τ’ αγαπητά.
Ήτανε κυνηγός στους λόφους,
Είχα ακλουθήσει εκεί ελάφι και το λύκο.
Σ’ αυτόνe το μπουντρούμι ήταν κόλπος,
κι έπλευσε στα χειρότερα δεινά.

Η λίμνη Leman βρίσκεται
πλάι στα τείχη του Chillon:
Χίλια πόδια βάθος κάτω
Τα ρεύματα της συναντιούνται, ρέουν,
έτσι κατέβηκε πολύ η στάθμη της
από τα χιονισμένα  τείχη του,
Που  σκάζουν οι κυματομορφές:
διπλό ντουβάρι, κύμα και μπουντρούμι
μοιάζει σαν ζωντανό κιβούρι
κάτω απ’ την επιφάνεια της λίμνης.

Το σκοτεινό μπουντρούμι είναι ‘κεί:
ακούγαμε τα κύματά του νύχτα-μέρα.
Ακούστη στα κεφάλια μας, χτυπιά.
κι ένιωσα το κρύο του χειμώνα.

Πλύντε τις αλυσίδες
όταν οι ανέμοι είναι δυνατοί
κι ανεπιθύμητοι στο χαρωπό ουρανό.
Και τότε σείστηκε ο ίδιος ο βράχος
κι ένιωσα τον σεισμό σοκαρισμένος,
γιατί μου ‘ρθε να γελάσω:
Ο χάρος που θα με λευτέρωνε.

Σας είπα για τον άλλο αδερφό μου,
ότι η δυνατή καρδιά του νόσησε,
Μισούσε κι έφτυνε το φαγητό του.
Δεν είναι ότι ήτανε χοντρό και αγενές,
γιατί είμαστε συνηθισμένοι στο κυνήγι,
μα ξέραμε από λιγοστή φροντίδα:
Το γάλα απ’ τη κατσίκα του βουνού,
τ’ άλλαξαμε με το νερό της τάφρου,
Το ψωμί μας ήτανε πικρό
σαν δάκρυα των αιχμαλώτων.

Έχω μουσκέψει για χιλιάδες χρόνια,
Από τότε που ο άνθρωπος μας πέταξε
πρώτη φορά τους συνανθρώπους του εδώ,
και άγρια ​​ στο σιδερένιο μας κιβούρι.
Μα τί τον ένοιαζε για μας;
δε χάλασ’ η καρδιά του μήτε στάλα.

Η ψυχή του αδερφού μου
ήταν απ’ αυτό το καλούπι
Που σ’ ένα κάστρο είχε πετρώσει,
είχ’ αρνηθεί τη λεύτερη ανάσα,
σ’ όλο το πλάτος της βουνοκορφής.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, πέθανε.

Τον έβλεπα να σβήνει μοναχός
και δεν κρατούσα το κεφάλι του,
ούτε καν το χέρι -ούτε νεκρό  έστω.
Αν και προσπάθησα σκληρά,
μα όλα ήταν μάταια,
να γλυκάνω το τέλος του,
να κρατήσω ζωντανο το δέσιμό μας.

Πέθανε και του ‘βγαλαν τσ’ αλυσίδες
και τονε ρίξανε σ’ ένα ρηχό τάφο,
πιο παγερό ακόμα
κι απ’ το κρύο μας μπουντρούμι, .
Τους παρακάλεσα, σαν ευλογία,
να ξαπλώσουν το κορμί του,
στη σκόνη όλη την ημέρα,
ίσως να λάμψει -πόσο χαζή ιδέα.

Αλλά τότε σκέφτηκα καλά,
ότι ακόμα και στο θάνατο
το στήθος του δε θα ξεκουραζοτανε
σε ένα τέτοιο μπουντρούμι.
Ίσως να μου ‘χε σαλέψει
απ’ την αδρανή προσευχή μου,
-γελούσαν κρύα- και τον έβαλαν εκεί:
Η ίσια γη χωρίς επάνω γη.

Αυτόν το δικο μου άνθρωπο
που αγάπησα τόσο πολύ.
Η κενή αλυσίδα του
επάνω της κλείνει,
μνημείο τέτοιων δολοφονιών.

(…)                                τέλος αποσπ.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *