Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος (έστησε): Η… Προέλευση Του Κόσμου!

                       MunchΤα Τρία Στάδια Της Ζωής Της Γυναίκας

                                          Πρόλογος

     Το παρόν άρθρο αφορά στη… προέλευση όλου του κόσμου -και φυσικά όχι μόνο! Μπλέκεται και λιγάκι με τις σχέσεις, μπλέκεται κάπως και με το σεξ, μπλέκεται… ε, μπλέκεται γενικά μ’ ένα σωρό πράματα, προσπαθώντας να ξεμπλέξει μερικά ή κι όλα, από κείνα που μας μπλέκουνε. Πρώτα να ζητήσω συγγνώμη από τις αναγνώστριες -ξέρετε δεν έγραψα εγώ τούτα τα ποιήματα, ούτε ζωγράφισα τους πίνακες, ούτε καν πήρα τις φωτογραφίες, για να μη πω ότι ποτέ δεν ποζάρισε καμμιά γυμνή σε μένα, εξόν των ερωμένων μου, κι φυσικά όχι για πόζα, εννοείται.
     Το παρόν άρθρο λοιπόν διάλεξε για μας, μια καλά συμπυκνωμένη άποψη τέχνης, για τη λιχουδιά -εμάς των αντρών- που υπάρχει σε κάθε, μα κάθε κοπέλλα. Ζωγράφοι, φωτογράφοι, ποιητές, ψυχαναλυτές, ιστοριογράφοι, μαστρωποί, οφθαλμοπόρνοι -με την αιγίδα της εκκλησίας μερικές φορές- άντρες πεινασμένοι, αλλά κι άντρες χορτάτοι κι άλλοι πολλοί, προσθέσανε κάτι σε τούτη τη μάζωξη κι εγώ απλά συναρμολόγησα το καθετί, πέταξα ό,τι άχρηστο κι έβαλα και την άποψή μου σ’ αυτά που θα δείτε. Ας μη χασομεράμε λοιπόν και… καλήν απόλαυση!  
Π.Χ.
_________________
  
                                            Εισαγωγή

     Ο διάσημος ψυχολόγος, καθηγητής ΔρΖακ Λακάν, ήταν ο τελευταίος κάτοχος του πίνακα του CourbetThe Origin Οf Τhe World  (Η Προέλευση Του Κόσμου). Αγαπούσε τόσο πολύ αυτόν τον πίνακα που δεν μπορούσε ούτε καν να τονε κοιτάξει. Αντ’ αυτού, λοιπόν, τον έκρυψε πίσω από έναν “ασφαλέστερο” πίνακα.
     Οι Κινέζοι το είπανε “κοιλάδα των ρόδων” (προσέξτε τα αγκάθια!), οι Πέρσες, “δοχείο μελιού” (προσέξτε τις μέλισσες και το κεντρί!) κι οι Έλληνες, “όρος της Αφροδίτης” (σκεφτείτε την απότομη ανάβαση!). Σε κάθε εποχή οι φαντασιώσεις κι οι θεωρίες για τα θηλυκά μυστήρια υπήρχανε πάντα στη σκέψη των αρσενικών. Στη συνέχεια, υπάρχουν οι μαρτυρίες ποιητών, ζωγράφων, ακόμη και μερικών διάσημων ψυχιάτρων. Το Origin Οf Τhe World, είναι έργο τέχνης κατάλληλο μόνο για τους λάτρεις της ίντριγκας –κι αυτούς που δεν έχουν υψηλή πίεση, θα προσέθετα εγώ.


                      CourbetΗ Προέλευση Του Κόσμου
1.
                            Όλες Γυμνές, Ολες Πανέμορφες

     Η πρώτη εικόνα που έχω από τον κόσμο είναι γυμνές γυναίκες. Θα ήμουν δύο ή τριών χρόνων και η μάνα μου με πήρε μαζί της στο χαμάμ, όπου πήγαινε κάθε βδομάδα με τις γειτόνισσες. Μέχρι τότε δε θυμάμαι τίποτε από τη ζωή, λες κι εκείνη τη μέρα άνοιξαν τα μάτια μου, καθυστερημένα, σαν τα κουτάβια. Ή σαν εκείνη τη μέρα να γεννήθηκα και αντίκρισα την πλάση. Και οι γυναίκες άλλωστε έκαναν λες κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήρθα στον κόσμο και με υποδέχονταν. Με κάθιζαν στις γυμνές τους κοιλιές και ονομάτιζαν αυτό και τ’ άλλο που εξείχε από το σώμα μου και πώς λειτουργεί. Από τ’ αυτιά και τη μύτη μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών μου.
     Ακόμα και σήμερα έχω τα κορμιά τους μπρος στα μάτια μου. Όχι και τόσο για τη γύμνια τους, όσο για τη φυσικότητά τους. Κινούνταν, περπατούσαν και στέκονταν σαν να ήταν ντυμένες και βρίσκονταν στο μαχαλά τους. Νέες και γριές, μιλούσαν, γελούσαν και φώναζαν, καταχαρούμενες που βρέθηκαν ολομόναχες μεταξύ τους, τσίτσιδες κι ανυπόδητες, ντυμένες μόνο με το σαρκίο που τους χάρισε η φύση και δεν τις ένοιαζε πια αν ήταν φτιαγμένο από μαλλί, κάμποτ, βαμβάκι ή μετάξι. Η αρσενική παρουσία ανάμεσά τους ήταν ακόμα στα σπάργανα, μπορούσαν λοιπόν να παίζουν μ’ αυτήν, όπως τα μικρά κορίτσια με την κούκλα τους. Εγώ ήθελα να παίζω με την Κατίνα. Άπλωνα τα μικρά μου χέρια προς το μέρος της, σημάδι πως αυτήν είχα επιλέξει, αυτή ήταν η πιο όμορφη. Και ήταν. Οι γυναίκες γελούσαν, αφού η γνώμη μου ακόμα δεν είχε καμμιά σημασία γι’ αυτές και δε μετρούσε. Κι αυτό ακριβώς τις έκανε όλες όμορφες.
     Όταν μεγάλωσα, είδα πολλές φορές την ίδια εικόνα σε έργα μεγάλων ζωγράφων. Γυναίκες καθιστές, γυναίκες ξαπλωτές και γυναίκες όρθιες, σε χώρους ανοιχτούς και χώρους κλειστούς, κάτω από δέντρα και πάνω σε μεταξωτά μαξιλάρια, όλες γυμνές και όλες πανέμορφες, εναρμονισμένες με τον εαυτό τους, το περιβάλλον και τη χαρά που τους πρόσφερε η στιγμή. Ζούσαν μέσα στο παρόν κι αυτό τις έκανε αιώνιες. Φαίνονται να μην έχουν ηλικία, επειδή φαίνονται να κουβαλάνε όλες τους τις ηλικίες, χωρίς να έχουν απαρνηθεί καμιά και χωρίς να προσμένουν κάποια άλλη. Δείχνουν μικρά κορίτσια και ταυτόχρονα μεστωμένες γυναίκες. Δίχως φιλάρεσκους υπολογισμούς και δίχως υλικούς στόχους. Με βυζιά που φυτρώνουν άνισα από μόνα τους, με μπούτια σαν κορμούς αμπόλιαστων δέντρων και με κοιλιές, κοιλιές μεγάλες και φουσκωμένες, έτοιμες να χωρέσουν μέσα τους όχι μόνο παιδί, αλλά ολόκληρο άντρα.
     Όλοι αυτοί οι ζωγράφοι λάτρευαν την ομορφιά και την αθωότητα, κι αυτά απεικόνιζαν. Όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες με τα αγάλματα και τις αναπαραστάσεις που βλέπουμε σε τοιχογραφίες και σε πιθάρια. Ο γυμνός άντρας που ετοιμάζεται να παλέψει έχει την ίδια χάρη μ’ εκείνον που προσφέρει στη γυναίκα ένα λουλούδι και τον άλλο που κρατάει ένα κανάτι με κρασί. Κι όλοι μαζί έχουν τη χάρη της Αφροδίτης που συνοδεύεται από τον Έρωτα. Αν υπάρχει κάτι που ενώνει τους καλλιτέχνες μέσα στους αιώνες, είναι η άποψη πως η ομορφιά υπάρχει μέσα στην απλότητα και την αφέλεια. Όποιος δεν τ’ ανακάλυψε αυτό δεν είναι καλλιτέχνης, είναι απλός τεχνίτης.
     Άλλη χάρη έχει ένα λουλούδι στο δάσος, άλλη σε μια γλάστρα κι άλλη μέσα στο βάζο. Από τη στιγμή που δίνεις σημασία και μετράς τη γνώμη των άλλων, μετράς και τα βήματά σου και τις κινήσεις σου. Οι γυναίκες που χτίζουν τα κορμιά τους με το μυστρί του πλαστικού χειρουργού πανικοβάλλονται όταν το βλέπουν να καταρρέει, ενώ εκείνες που πλάστηκαν με το χάδι του άντρα το καμαρώνουν και το χαίρονται μέχρι το τέλος. Όταν το σώμα χάνει τη φυσικότητα, χάνει και την ομορφιά του. Γιατί δεν υπάρχει όμορφο και άσχημο σώμα. Υπάρχει μόνο ζωντανό και νεκρό. Έμψυχο και άψυχο. Τα μικρά παιδιά που δε νοιάζονται για τη γοητεία τους, καθώς κι όσοι γέροι άνθρωποι συμφιλιώθηκαν με το κορμί τους, είναι ολοφάνερη απόδειξη για το πόσο ωραίο μπορεί να ’ναι ένα σώμα που μέσα του δεν κατοικεί η φιλαρέσκεια αλλά η αθωότητα.
     Και πόσο άσχημο μπορεί να είναι το σώμα κάποιου ή κάποιας που το κινεί για να αρέσει ή ακόμα χειρότερα για να το εμπορευτεί. Δεν υπάρχει πιο άσχημο κορμί από εκείνο της νεαρής καλλίγραμμης πόρνης, που σου το προσφέρει κούφιο και άψυχο, επειδή η καρδιά της είναι αφημένη στον αγαπητικό της. Και δεν υπάρχει πιο όμορφο από το σώμα της γριάς Κατίνας, που το ’χε η μοίρα της να παντρευτεί το φούρναρη της γειτονιάς μας και την ώρα που έπεφταν για ύπνο οι περισσότερες όμορφες γυναίκες, εκείνη σηκωνόταν για να ζυμώσει, να φουρνίσει και να φτυαρίσει. Συνέχεια ήταν αλευρωμένη, σαν να έπλαθε τον εαυτό της καθημερινά μαζί με το ψωμί της, κι όπως αυτό ήταν πάντα φρέσκο κι ευωδιαστό, έτσι ήταν κι εκείνη.
     Σήμερα, όταν τη βλέπω καμμιά φορά στο δρόμο καθαρή πια και ξεκούραστη, μου χαμογελάει μ’ εκείνο το ίδιο κοριτσίστικο χαμόγελο του χαμάμ, τότε που άπλωνα τα χέρια προς το μέρος της. Απλώνω το χέρι να τη χαιρετίσω και, παρόλο που είναι γριά και ντυμένη, το σώμα της έχει την ίδια στάση που είχε γυμνή κοπελίτσα, όταν για μια στιγμή στη ζωή της υπήρξε η πρώτη κι ωραιότερη γυναίκα στην ψυχή ενός νεογέννητου άντρα.
     Χωρίς να το ξέρει η ίδια…
                                                    Αντώνης Σουρούνης (15/6/1942- 5/10/2016)
Κυριακάτικες Ιστορίες  εκδ. Καστανιώτη


                                ΡούμπενςΟι Τρεις Χάριτες

2.

                        Περίανδρος

Ο νεαρός γλύπτης Περίανδρος ήταν ευσεβής και βλάσφημος μαζί.
Λάτρευε τη Κύπριδα, έκανε ικεσίες και σπονδές στο όνομά της.
Με πόση αυτοσυγκέντρωση σκάλιζε τον βράχο!
Απαλά πώς χάιδευε μετά την λειασμένη πέτρα!
Και μέχρι τ’ακροδάχτυλα ριγούσε.
Μα ωστόσο λάτρευε και την ιερόδουλο Κλειτώ, που ήταν το μοντέλο.
.
Την ημέρα την έστηνε για να πλάσει την Αφροδίτη.
Την νύχτα παθιασμένα της έκανε έρωτα αχόρταγο κι ασίγαστο.
Όσο κι αν έκανε, μέχρι που έπεφτε χυμένος πάνω στο κορμί της,
όσο κι αν έτρεμε πια από εξάντληση, πάλι την ήθελε ακόρεστα.
Εκείνη πάλι στα φλογερά του λόγια με χαμόγελο απαντούσε
κι όταν εκείνος την ρωτούσε κάτι, χασμουριότανε,
πρώτα κρυφά, ύστερα φανερά
ώσπου στο τέλος την έπαιρνε ο Μορφέας.
Εκείνος άγρυπνος ως την αυγή στεκόταν.
Με τα ακροδάχτυλα καμιά φορά άγγιζε το γοφό της
και ριγούσε.
.
Έτσι προχώρησε ο καιρός ώσπου το άγαλμα τελείωσε.
Με μουσικές και τελετές και τους πιστούς ένα γύρω
για τα αποκαλυπτήρια είχε φτάσει η στιγμή.
Κι ήταν κι ο δάσκαλος του γλύπτη εκεί,
ο γέρων πια Γλαύκος, ο γνωστός.
Μα όταν πια φάνηκε η αγαλματένια λάμψη της θεάς όλοι σιγήσανε
Υπόκωφη, οδυνηρή η σκέψη ντύθηκε με λέξεις:
-“Διέπραξεν Ύβριν ο Περίανδρος!”
.
Την λύση έδωσε ο Γλαύκος,
που σκεπτικά μια το γλυπτό κοιτούσε, μια τον γλύπτη.
Με σεβασμό και τρυφερότητα, φόρο τιμής απέτισε στο έργο
κι έτσι η στιγμή απεσοβήθη.
Μα τίποτα δεν αλλάζει του μύθου το γραφτό!
Χάθηκε, λένε, ο Περίανδρος.
Τρέλλα του έδωσε η Θεά στις φρένες, από φθόνο
κι η μαύρη θάλασσα πήρε το παλικάρι.

Διότι έτσι είναι πάντα οι Θεές:
ζηλιάρες, θηλυκιές και ματαιόδοξες…
                                                                  Σταυρούλα Αντζουλάκου (Μόνα)


                         Alma-TademaΤο Γυμνό Μοντέλο

3.
                                 Όνειρο, Στ’ Όνειρο

     Η αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω στο λευκό του χαμογέλιου σου κείνη τη νύχτα, έγινε άστρο. Tο πιο λαμπρό και μέγα!
     Μάγοι απ’ όλο τον κόσμο μπήκανε σε συναγερμό και σ’ εναγώνια αναζήτηση του νέου Μεσσία. Εν αγνοία μας! 
     Μόλις τo ‘δαν ανοίξανε κιτάπια, παλιές περγαμηνές αστρονομίας απ όσκονισμένες πια βιβλιοθήκες κι αρχαία βιβλία. Βάλανε κάτου συντεταγμένες, αστρολάβους, χάρτες και ξεκίνησαν ένα μακρύ ταξίδι, από διάφορες γωνιές του κόσμου, για να ‘βρουν εκείνο, που το λαμπρότερο άστρο τ’ ουρανού, φώτιζε με περισσή λατρεία, προσοχή κι εμμονή! 
     Κείνο το πρωί ξύπνησα κι άρχισα ν’ αναζητώ πεινασμένα το ζεστό γυμνό κορμί σου. Ανταποκρίθηκες αμέσως, μα απ’ έξω ερχόταν ένας μεγάλος κι ασυνήθιστος θόρυβος! Σφίχτηκες πάνω μου. Σηκώθηκα, έρριξα βιαστικά κάτι και βγήκα στο μπαλκόνι, ενώ συ κουκουλώθηκες, σα τρομαγμένο πουλάκι, στα σκεπάσματα.
     Είδα ένα τεράστιο πλήθος -όσο έφτανε το βλέμμα-, γενειοφόρων, σαρικοφόρων. Ήταν ντυμένοι μ’ ό,τι πιο ετερόκλητο μπορεί να φανταστεί κανείς.
     Γέμισαν τα μάτια μου χρώματα!
     Μόλις μ’ είδαν έσκυψαν όλοι μαζί σχεδόν ταυτόχρονα, γονατίσανε και με προσκυνήσανε!
     Εγώ κοιτούσα ανίκανος ν’ αρθρώσω λέξη. Μόλις είχανε σχεδόν ανασηκωθεί και ξαφνικά γονάτισανε πάλι με νέα μεγαλύτερη ζέση και πιότερο δέος, κοιτώντας πισω μου και πλάγια!
     Νέα μουρμουρητά, νέα αναταραχή!
     Στράφηκα παραξενεμένος και σ’ είδα, όμοια Παναγιά, ημίγυμνη και τυλιγμένη με το σεντόνι μας, ως το πηγούνι! Με κοιτούσες ανήσυχα κι ερωτηματικά.
     Ήσουνα τόσον όμορφη κείνη την ώρα, που το πρώτο πράμα που μου ‘ρθε στο νου, ήταν να γονατίσω κι εγώ!
     Ξεχνώντας το πλήθος, σε πήρα στην αγκαλιά μου!
     Έτρεμες κι η καρδούλα σου χτυπούσεν άτακτα! Κρύωνες κι ανησυχούσες!
     Ξεχνώντας το πλήθος σε σκέπασα με τη ρόμπα μου, μένοντας γυμνός! Ήθελα να σε φιλήσω!
     Τότε το πλήθος ρώτησε:
 -“Που είναι ο Μεσσίας”;
 -“Ποιοί είναι αυτοί; Τί θέλουν εδώ”; με ρώτησες χαμηλόφωνα. 
 -“Δε ξέρω”, απάντησα, στον ίδιο τόνο.
 -“Θέλουμε να δούμε αυτό που μας δείχνει το Λαμπρό Αστέρι, οδηγώντας μας. Δε κάνουμε λάθος”! Επέμειναν αυτοί πάλι, με μια φωνή. 
     Άρχισα να κρυώνω και… ξύπνησα ξέσκεπος, ενώ εσένα είχα φροντίσει να σε τυλίξω καλά. Χώθηκα πάλι στα σκεπάσματα κι άρχισα ν’ αναζητώ πεινασμένα, το γλυκό, ζεστό κορμί σου. Ανταποκρίθηκες αμέσως.
     Έξω είχε ξημερώσει…
     Μα ήδη έκανε ένα πολύ παράξενο κι ασυνήθιστο θόρυβο…
                                                                                                   Πάτροκλος


                         ΡενουάρΚορίτσι Παίρνει Το Μπάνιο Του

4.

      Ονειροπόλημα

Είμαι τόσο κουρασμένος
που σαν διψώ
με τα μάτια κλειστά
την κούπα σηκώνω
και πίνω

Γιατί αν τα μάτια
ανοίξω
εκείνη δε βρίσκεται εδώ 
κι είμαι κουρασμένος
για να σηκωθώ
και τσάι να φτιάξω

Είμαι τόσο ξυπνητός
που σε φιλώ
και σε χαϊδεύω
και σ’ ακούω
ανάμεσα σε κάθε γουλιά
και σου μιλώ

Μα παραείμαι ξυπνητός
τα μάτια για ν’ ανοίξω
θέλοντας να σε δω
για να δω
ότι εσύ
δε βρίσκεσαι εδώ.
                                                           Fried (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                   TitianΗ Αφροδίτη Του Ουρμπίνο

5.
           Σα Γάτα
Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
με κοιλιά αναθρώσκουσα σε θέλω,
νιαουρίζοντας μέσα απ’ τη ματιά σου,
μέσα από τούτον τον έρωτα-κλουβί
τον βίαιο
τον γεμάτο γρατζουνίσματα
σαν σε νύχτα με φεγγάρι
σαν δυο γατιά ερωτευμένα
που τον έρωτά τους ομιλούν στις στέγες
ζευγαρώνοντας με λυγμούς και με κραυγές
μ’ αισχρόλογα, χαμόγελα και δάκρυα
(από εκείνα που κάνουν το κορμί ν’ αναρριγά από χαρά).

Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
κι απ’ τη φυγή με υπερασπίζω,
τη λιποταξία απ’ τη μάχη,
από αδιέξοδα και νύχτες δίχως να μιλούμε,
αυτόν τον έρωτα που με ζαλίζει,
που γύρη με γεμίζει,
γονιμότητα
και πισώπλατα τη μέρα μ’ ακολουθεί
προκαλώντας μου ρίγη.

Δεν φεύγω, να φύγω δεν θέλω, να σ’ αφήσω,
στα κρυφά σε ψάχνω
γουργουρίζοντας,
σε ψάχνω ξεμυτίζοντας πίσω απ’ τον καναπέ,
πηδώντας πάνω στο στρώμα σου,
λυκνίζοντας την ουρά μου μπροστά στα μάτια σου,
σε ψάχνω με τα τεντώματά μου πάνω στο χαλί,
φορώντας τα γυαλιά για να διαβάσω
βιβλία οικιακής οικονομίας
να μην γυρνώ αλλοπαρμένη
και το σπίτι να ξέρω να διοικώ,
φαγητό να μαγειρεύω
και τα δωμάτια να συγυρίζω
ώστε δίχως σκόνη ν’ αγαπιόμαστε
και δίχως αταξία,
ν’ αγαπιόμαστε τακτοποιημένα,
τάξη βάζοντας σε τούτο το χάος
επανάστασης, δουλειάς και έρωτα,
σε κατάλληλο χρόνο κι ακατάλληλο,
τη νύχτα, τα χαράματα, στο μπάνιο,
γελώντας εμείς, ίδιοι γατιά εξημερωμένα,
γλείφοντας τις μουσούδες μας
σαν γατιά υπερήλικα, κουρασμένα
απ’ το διάβασμα της εφημερίδας
στα πόδια του καναπέ.

Σαν γάτα, σε θέλω, ευγνωμονούσα,
παχειά απ’ τη προσοχή
και τα χάδια τα πολλά,
σαν γάτα, σε θέλω, ισχνή
καταδιωκόμενη, κλαψιάρα, 
σαν γάτα σε θέλω, έρωτά μου,
σαν γάτα, Τζιοκόντα,
σαν γυναίκα,
σε θέλω.
                                                 Τζιοκόντα Μπέλι (μτφρ.: Έλενα Σταγκουράκη)


                      Ανώνυμος: Νεαρή Γυναίκα Κοιμάται (18ος αι.)

6.
                    Σοννέττο αρ. 130

Τα μάτια της αγάπης μου δεν έχουν κάτι απ’ ήλιο.
Κοράλλι είναι πολύ πιο κόκκινο απ’ τα χείλη της.
Εάν το χιόνι είναι λευκό, τα στήθια της είν’ σκούρα.
Οι τρίχες, μαύρα σύρματα, φυτρώνουν στο κεφάλι της.

Έχω δει ρόδα πλουμιστά κόκκινα και λευκά,,
Αλλά κανένα τέτοιο δεν θα δω στα μάγουλά της
και σε κακά αρώματα πιότερη απόλαυση θα βρω,
απ’ την ανάσα που αποπνέει η αγάπη μου.

Μου αρέσει που ακούω να μιλά, μα καλά ξέρω,
πως κάθε μουσική έχει πολύ πιο ωραίο ήχο.
Ξέρω ότι δεν έχω δει ποτέ Θεά να περπατά,

η αγάπη μου σαν περπατάει τρίζει ο τόπος.
Κι όμως, απ’ τον παράδεισο πιο σπάνια η αγάπη μου,
όπως και όποια κάλπικες συγκρίσεις διαψεύδει.
                                                                                  Σαίξπηρ  (μτφρ.: Πάτροκλος)


                           DegasΓυμνή Γυναίκα Κοιτώντας Μπροστά

7.
Υπάρχουνε Σταυροδρόμια

Υπάρχουν σταυροδρόμια που τη νύχτα
η χαρά πηδά στη ράχη
κείνου που τα διαβαίνει
μια τέτοια παγερή αυγή με παγωμένο αγέρα
ο αποκεφαλισμός πεθαίνει
στεκάμενος πιο κάτω
κορμί με κορμί στη λασπουριά
γεμίζουνε το φούρνο
τα σκουλήκια
με τρεις δεσιές φροντίζουνε
τις άκρες των ριζών
της σάρκας
Κρέας θυσιαστηρίου
κόσμημα σήψης
χωρίς άλλην επιβάρυνση παρά τα χέρια τους
δεμένα πισθάγκωνα
Λουτρά αίματος στη Γη της Επαγγελίας
προσπέκτους για λίπασμα
στο βάθος-βάθος του καθρέφτη
υπάρχουνε φτυσιές
γρατζουνίσματα στο χιόνι
οι ψευδαισθήσεις εξασθενούν
στα μάτια των συντρόφων μας
χνοή κι ιδρώτας της αυταρχικής γυναίκας
που γυμνή στο πάτωμα δονείται απ’ το μίσος
¨Προχωρείτε μπρος” κραυγάζει ο Ευαγγελιστής
είναι πια πολύ αργά
το πηγάδι στεγνό ως κι οι μύγες φευγάτες
στο σύμφυρμα της πρασινάδας
ένα λεπτό άρωμα ποδαρίλας αιωρείται
κι ακόμα
καρφώματα από φαλλό
προσφέρονται σαν πυροσβεστήρες
ρυθμίζοντας τον ήλιο
Υπάρχουνε πτώματα ζωντανά στο στόμα των παιδιών
ριγέ θρηνώντας
στο υδραγωγείο που τρέχει
πάνω απ’ τη κοιλάδα
Αύριο που θα πιούμε το αίμα των πατέρων μας…
                                                                                  Μανσούρ (μτφρ.: Πάτροκλος)


                            Gaudenzio Marconi: Φωτ. Νο 563 (1895)

8.
                   Funeral Blues II

Aχ! η πανέμορφη κοιλάδα που μαζί περπατήσαμε
πλάι στο ποτάμι -πολύ πολύ περπατήσαμε-
άνθη στα πόδια μας στρωμένα και πάνωθε πουλιά,
γλυκά φλυαρούσανε για την Ατέλειωτην Αγάπη.
Ακούμπησα πάνω σου θυμάμαι -“Έλα να παίξουμε“,
αλλά εσύ… με κοίταξες δήθεν αυστηρά…
κι άρχισες να τρέχεις…

Κείνη τη Παρασκευή -καλά το θυμάμαι- πριν τα Χριστούγεννα,
που πήγαμε μαζί στον Επίσημο Χορό αγκαζέ,
τόσο λείο το πάτωμα κι η ορχήστρα έπαιζε δυνατά,
ήμασταν τόσον όμορφοι κι οι δυο μας -γέμισα περηφάνεια-
-“Κράτα με σφιχτά κι ας χορέψουμε μέχρι να ξημερώσει“,
αλλά εσύ…

Κείνη τη βραδιά -πως να ξεχάσω- στην Όπερα
που η μουσική θαρρείς κι ανάβλυζε μες από κάθ’ αστέρι,
διαμάντια πέρλες, στραφταλίζανε στη μουσική του Έρωτα,
κομψά κοστούμια, ασημένια και χρυσά φορέματα.
-“Αχ! θαρρώ πως είμαι στη Παράδεισο” ψιθύρισα
αλλά εσύ…

Αχ! η ομορφιά σου όπως ένας ολάνθιστος κήπος,
λυγερόκορμα με κοιτούσες, όπως ο Πύργος του Άιφελ,
όταν το βάλς έπαλλε γλυκά έξω στον μώλο.
-“Αχ! κράτα με για πάντα αγάπη μου θα ‘μαστε όμορφα μαζί“,
αλλά εσύ…

Αχ! χτες το βράδυ σ’ ονειρεύτηκα μοναδική μου Αγάπη,
είχες στο ‘να σου χέρι τον ήλιο και το φεγγάρι στ’ άλλο,
η θάλασσα πάλι ήτανε γαλάζια και πράσινο το χορτάρι,
καθ’ αστέρι λίκνιζε με χαρά κι από ‘να ντέφι:
-“Αχ! Δέκα χιλιάδες μίλια βαθιά, σε λάκκο βρίσκομαι…“,
αλλά εσύ… με κοίταξες αυστηρά…
κι έφυγες μακρυά…
                                                                                Auden   (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                Degas: Γυναίκα Γερμένη Στο Πλάι

9.
                    Πλήξη

Πλήττω μες στους ολόγυμνους τους τοίχους
βαμμένους όλους με χρώματα ωχρά.
Μια μύγα πάνω στο χαρτί μου σεργιανά,
βολτάρει στους ατέλειωτούς μου στίχους

Ω, Θεέ, ξέρεις καλά τον πόνο
που μου ‘δωσες και τώρα τί θα γίνω;
Που χλώμιανα, λυπήσου λίγο μόνο,
το δάκρυ απ’ τα μάτια μου που χύνω.

Η αλυσίδα στη καρέκλα μου στριγκλίζει,
κι άλλες φτωχές καρδιές στη φυλακή σου,
μαζί μου πάλλονται. Τον έρωτα λυπήσου,
που με κυκλώνει και τη φρόνηση κλονίζει
πάνω απ’ όλα κι η απελπισία τη βυθίζει.
                                                                   Απολινναίρ (μτφρ.: Γιώργος Γεραλής)


                                  GiorgioneΑφροδίτη Κοιμώμενη

11.
                                          Σκέψη…

     Σκεπτόμενος, την Ωραία & Το Τέρας, όπως επίσης παράλληλα, και τη ταινία Κινγκ-Κονγκ, όπου το τέρας αγαπά τη πανέμορφη κοπέλλα που κρατά με προσοχή στη χούφτα του, κι εκείνη αφημένη στα χέρια του μ’ εμπιστοσύνη… Δεν μπορώ να μη θαυμάσω τις τόσες όμορφες -τραχείς ωστόσο- εικόνες που μου γεννά αυτή η σκηνή.
     Σκεφτείτε, λέει, ένα κακόσχημο τεράστιο τέρας, που ‘χει κοιμισμένη, στη πελώρια αγκαλιά του, μια νεαρή και πολύ όμορφη κοπέλλα, που έχει αφεθεί εντελώς, με πλήρη εμπιστοσύνη… Όλα πάνω του είναι πελώρια, η χούφτα, η αγκαλιά, το πρόσωπο, και κακάσχημα. Εκείνη ωστόσο, δε δείχνει να το φοβάται, τουναντίον τα κοιτά με λατρεία… Παραλυμένη απ’ τις δειλες, άγαρμπες θωπείες του, στα μαλλιά, στη ράχη, στα στήθη, προσέχοντας μη τυχόν και τη πονέσει κατά λάθος… Εκείνη δεν νιώθει την αγωνία του, νιώθει με την άκρη των αισθήσεων πως αγαπιέται άγαρμπα και το απολαμβάνει. Δυο μεγάλες σταγόνες ιδρώτα κυλάνε στο μέτωπό του, μαρτυρώντας την αναστάτωση που επικρατεί στο νου του κι αυτή τις γλείφει ηρεμιστικά. Στα πόδια της χαμηλά, αρχίζει δειλά-δειλά το δρόμο προς τα πάνω, απροκάλυπτα, η ξέχειλη αγάπη του κι αυτή την αγκαλιάζει με τα πέλματά της, με μια ξεκινημένη λαγνεία…
     Ύστερα από τον μόχθο, τονε παίρνει ο ύπνος κι αυτή, ξαπλωμένη στο τεράστιο στέρνο του, βρίσκει το χρόνο να ψαύσει την ευτυχία πάνω στα πελώρια -κι άσχημα-, μέλη του, χορτάτη και λιγάκι πονεμένη, μέχρι να τη πάρει κι αυτήν ο ύπνος, κρατώντας, όσα μπορεί να χωρέσει, μια μεγάλη αγκαλιά…
                                                                                                             Πάτροκλος


                             ΚλιμτΓυμνή Ξαπλωμένη Κοπέλλα

12.
  Ένα Τραγούδι Αγάπης

Αν το ψέμμα της αρέσει, ας διαλέξει:
Ο Βάκχος, ο Απόλλων ή ο Άρης,
ή μήπως η κυρά της Μούσα;
Μεγάλα ονόματα στο κλασσικό
αρχαϊκό βασίλειο των γραμμάτων.

Αλλά οι ποιητές θα ελευθερωθούν
μόνο με τους καλύτερούς τους.
Περιφρονώ να πω κάτι,
αν δεν είναι αληθινό:
Καμμιά ομορφιά δεν θα λεηλατήσω
χωρίς την εύνοιά της.

Έχει ομορφιές πολλές
πάνω στην ομορφιά της,
τόσες που δεν μπορούν να σε πληγώσουν,
Θεραπείες έχει για πονόδοντο,
και για αφθώδη πυρετό.

Τα δυό της χείλη θελκτικά
και δόντια έχει όλα λευκά
κι ό,τι αρπά το στόμα της
μπορούν να στο δαγκώσουν.

Μαύρα κατάμαυρα τα μάτια της
μα είναι αξιοσημείωτο:
Είναι κλειστά όταν κοιμάται
κι είναι τυφλή μες στο σκοτάδι.

Τ’ αυτιά της σύμμετρα, στα μάγουλα,
γιατί κάθε πλευρά του κεφαλιού
πρέπει να συνεργάζεται στην ακοή.
Το δέρμα του λαιμού της
χύνεται, ως οι θεατές,
που η αγάπη, τους πιέζει το κεφάλι
και τις ωμοπλάτες.

Η μέση της τόσο λεπτή
έτσι μη χάνετε τα λόγια σας γι’ αυτό.
Χτυπά η καρδιά της μέσα της,
οι διαμονές της μακρυνές χωρίς αυτήν.

Το στήθη της ζευγαρωτά.
Δύο τέτοια στήθη όταν δεις,
θα ορκιστείς ότι καμμία
δεν είχε γεννηθεί με τρία.

Δεν μοιάζει η φωνή της μ’ αηδονιού,
όχι! ούτε και καναρινιού,
δεν σφυρίζουν φλύαρες αηδίες,
όλοι οι άγριοι μαχητές, σαν τούτη ‘δω.

Ούτε ποτέ θα τη συγκρίνω
με όργανα της μουσικής,
Πιθανόν, αν δεν ήσουν κουφός,
μπορεί να το καταλάβαινες.

Τα πόδια της είναι ικανά
να μεταφέρουν το κορμί της.
Θα ‘ναι ζευγαρωμένη,
παντρεμμένη, ευτυχισμένη.
Αν κι ο γάμος πολλάκις
χωρίζει τους καλύτερους φίλους.

Ο σύζυγός σου σ’ εξυπηρετεί,
αν τα ανούσια πετάξεις.
Ούτε πολύ ψηλός, ούτε κοντός,
αλλά θα τολμήσω να το πω:
μακρύ το άσμα τούτο ‘δω
τις εάν το καλοσκεφτεί
περίπου, με μετριοφροσύνη.

Ε -ναι, είναι-
τα πάντα όλα είναι,
αλλά κι εγώ
είμαι λάθος όλο δικό της,
δεν μπορώ να πω,
γιατί έχω τραγουδήσει πλιό
όλο μου το τραγούδι.

                             Anonymous (Songs, Comic, & Satyricalμτφρ.: Πάτροκλος)


                                     IngresΟδαλίσκη Με Σκλάβο

13.
Μια Γυναίκα Με Περιμένει…

Μια γυναίκα με περιμένει,
τα ‘χει όλα, τίποτα δεν λείπει,
ωστόσο, όλα θα λείπανε
αν έλειπε το σεξ,
και η “odor di femina”,
o σωστός άνθρωπος έλειπε.

Το σεξ έχει τα πάντα, σώματα, ψυχές,
νοήματα, αποδείξεις, αγνότητα, λιχουδιές,
αποτελέσματα, ανακοινώσεις,
τραγούδια, εντολές, υγεία, περηφάνεια,
το μητρικό μυστήριο, του σπέρματος το γάλα,
όλες τις ελπίδες, τις ευεργεσίες, τις δωρεές,
όλα τα πάθη, τις αγάπες
και τις ομορφιές,
τις απολαύσεις τούτης της γης.

Όλες οι κυβερνήσεις, δικαστές, θεοί,
βαδίσανε σαν πρόσωπα της γης.
Αυτά περιέχονται στο σεξ,
ως μέρη του, άλλοθι για την ύπαρξή του.
Χωρίς ντροπή, εκείνος που μ’ αρέσει
γνωρίζει και ομολογεί
τη νοστιμιά του φύλου του.
Χωρίς ντροπή, εκείνη που μ’ αρέσει
γνωρίζει κι αποδέχεται το δικό της.

Τώρα θα διώξω απ’ τη ζωή μου
όλες τις παθιασμένες τις γυναίκες,
θα πάω μαζί του που με περιμένουν,
εκείνες οι γυναίκες τις θερμόαιμες
κι επαρκείς για μένα,
βλέπω ότι με καταλαβαίνουν,
δεν με αρνούνται.
Βλέπω πως είναι άξιες για μένα,
θα είμαι στιβαρά ο σύνευνος
σε κείνες τις γυναίκες.

Δεν είναι διόλου μακρυά μου.
Μαυρίζουνε στο πρόσωπο
απ’ το λαμπρό τον ήλιο
κι όταν φυσάν οι άνεμοι,
η σάρκα τους θα έχει
τη παλιά, τη θεία ευλυγισία
και δύναμη.
Ξέρουνε κολύμπι, κωπηλασία, ιππασία, πάλη,
ρίχτε τους, τρέξτε, χτυπήστε,
υποχωρούν, προχωρούν, αντιστέκονται, αμύνονται,
είναι καλές σαν είναι μόνες
ήρεμες, καθαρές,
γεμάτες με τον εαυτό τους.

Σε τραβάω κοντά μου, γυναίκα.
Δεν μπορώ να σε αφήσω,
δεν θα σου έκανε καλό.
Είμαι για σένα κι είσαι για μένα!
Όχι μόνο για χάρη μας,
αλλά και για χάρη των άλλων.


     Jean-Léon Gérôme(11/5/1824 – 10/1/1904) “Πυγμαλίων & Γαλάτεια

Τυλιγμένη κοιμάσαι,
με τους πιο μεγάλους ήρωες και βάρδους.
Αρνείσαι να ξυπνήσεις στο άγγιγμα,
οποιουδήποτε άντρα αλλά εγώ…
Είμαι σείς οι γυναίκες
κι ανοίγω το δρόμο μου.
Αυστηρός, σκληρός, μεγάλος, ακαταμάχητος,
αλλά σε αγαπώ.
Δεν σε πληγώνω πιότερο
απ’ όσο σου χρειάζεται.

Χύνομαι, για να γεννήσω γιους και κόρες.
Σε πιέζω ελαφρά με αγενή μυ.
Ετοιμάζομαι αποτελεσματικά,
χωρίς ν’ ακούω παρακάλια.
Δεν τολμάω να τραβηχτώ
μέχρι να καταθέσω όλο αυτό
που ‘χει μαζευτεί μέσα μου τόσο καιρό.

Μέσα σου αποστραγγίζω
τα μαζωμένα ποτάμια του είναι μου,
Μέσα σου τυλίγω χίλια χρόνια μετά.
Πάνω σου μπολιάζω
τα μοσχεύματα τα πιο αγαπημένα
εγώ και όλη η Αμερική.
Οι σταγόνες που σου στάζω
θα γίνουν άγρια κι αθλητικά κορίτσια,
νέοι καλλιτέχνες, μουσικοί, τραγουδιστές.
Τα μωρά που σας φυτεύω
θα πρέπει να γεννήσουνε
άλλα μωρά με τη σειρά τους.

Θα γυρέψει τέλειες γυναίκες κι άντρες,
το ξόδι της αγάπης μου.
Θα περιμένω ν’ αλληλεπιδρούν με άλλους,
όπως εγώ κι εσύ!
Διεισδύω τώρα.
Θα βασιστώ στους καρπούς
των νερών που αναβλύζουν
απ’ αυτούς, όπως κι εγώ,
υπολογίζω στους καρπούς
των νερών που αναβλύζουν…
Δώσ’ το μου τώρα!
Θα ψάξω για καλή γη,
να καλλιεργήσω με αγάπη,
γέννηση, ζωή, θάνατο, αθανασία…
Αυτό φυτεύω με τόση αγάπη τώρα!
                                                                            Γουίτμαν (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                           CourbetΒακχίς

14.
                     5η Ελεγεία

Στη ζέστα του καλοκαιριού, στην άκρη της ημέρας,
να ξεκουράσω το κορμί, σ’ ένα κρεβάτι πλάγιασα.
Το ‘να παράθυρο κλειστό, τ’ άλλο ανοιχτό στεκόταν,
που λίγο φως εσκόρπιζε, η ανταύγεια στο ξύλο,
και στο λυκόφως δύοντας, μια αναλαμπή ο ήλιος,
η νύχτα στο ξεκίνημα κι η μέρα που χανόταν.

Τέτοιες ντροπιάρες κοπελλιές, σκοτάδι πρέπει να ‘ναι,
τι έχουν αθλητικό κορμί και άγνωστες σου δείχνουν.
Μετά ήρθ’ η Κορίνα μ’ ελαφρύ, μακρύ, χιτώνα,
τον άσπρο κάλυπτε λαιμό, η τρέσα που κρεμόταν,
σαν δίκαιη Σεμίραμις που πήγαινε για ύπνο,
ή σα Λαΐδα που ‘τρωγε τους εραστές για δείπνο.

Της τραβηξα το φόρεμα: λιανή, μα δε με νοιάζει,
ωστόσο το προσπάθησε να καλυφθεί λιγάκι.
Και προσπαθώντας μάταια να κρύψει τα γυμνά της,
τη πρόδωσε η λαγνεία της κι αφέθηκε σε μένα.
Εστάθη εντελώς γυμνή στα μάτια μου μπροστά
και άφωνος δε πρόφταινα να δρέπω με τα μάτια.

Αχόρταγα κοιτάζοντας παντού,
χέρια και ώμους άδραξα!
Πως ταίριαζε το στήθος της
στις πεινασμένες χούφτες!
Στο κέντρο, λεία μια κοιλιά
κάτω από τα στήθη της,
πόσο μακρύ το πόδι της,
τί ποθητός μηρός!

Μη τα πολυλογώ, μας άρεσε,
περάσαμε καλά,
τα δυο κορμιά μας κολλητά
κι αφέθη να πλαγιάσει.
Κρίνε μονάχος τα λοιπα…

Στο τέλος κουρασμένη,
θολά, με φίλησε γλυκά,
γυμνή, στην αγκαλιά μου.
Στέλνε μου πιότερα, ω Ζεύ!
τέτοια γλυκά δειλινά μου!

                  Οβίδιος (μτφρ.: Christopher Marlowe 1602, ελλ. μτφρ Πάτροκλος)


                                   Felicien Rops: Αναίδεια (~1878)

15.
                                       Παρακλαυσίθυρον*

Με κοινή μας επιλογή και σύμμαχο την αγαπημένη Αφροδίτη, γίναμε ταίρι.
Πονώ σα θυμάμαι που με φιλούσες επίμονα, σκορπίζοντας στο κορμί μου τόσο γλυκιά σύγχυση, ενώ είχες σκοπό να με παρατήσεις και να διαλύσεις την αγάπη μας.
Δεν αντιμάχομαι πια τον έρωτα που νιώθω.
Αγαπημένα άστρα και νύχτα δέσποινα, γλυκιοί συνεργοί, άσφαλτα στείλτε με σ’ αυτόν, που κι η ίδια η Αφροδίτη, έρμαιο μ’ οδηγεί, εκεί, όπου ο μεγάλος Έρωτας περιμένει να με τυλίξει στα δεσμά του.
Συνοδοιπόρος μου η μεγάλη φλόγα που καίει τα σωθικά μου.
Ο λογοπλάνος μαυλιστής του νου μου, αυτός που από πάντα του μεγαλοπιανόταν,
αγνόησε την αγάπη μου δίχως να φέρει βαριά την αδικία που μου ‘κανε.
Αυτό ειν’ άδικο για με και με πεθαίνει.
Οργίζομαι! Τρελλαίνομαι! Καίγομαι, μονάχη μου!
Αφέντη του νου, της καρδιάς και του κορμιού μου, χρωμάτισε πάλι την άδεια μοναξιά μου!
Δέξου με, που σου ζητώ διακαώς και με χαρά, να ‘μαι δούλα σου και μη με παραμερίζεις άκαρδα!
Μεγάλη οδύνη έχει ο μανιασμένος, χωρίς ανταπόκριση, έρωτας κι οδηγεί στη τρέλα.
Γιατί πρέπει να υπομένει, να καρτερά και να ψήνεται στις πύρινες γλώσσες της ζήλειας.
Μάθε πως σου ‘χω απέραντη κι ακατανίκητη οργή!
Τρελλαίνομαι σα πλαγιάζω ολομόναχη στο κρεβάτι μας, ενώ εσύ αλλού δίνεις και παίρνεις χαρά!
Όμως δεν είναι σωστό να μαλλώσουμε, γιατί θα πρέπει να χωριστούμε.
Έχουμε φίλους να κρίνουν και να μας συμβουλέψουνε για δίκιο κι άδικο.
Έλα μαζί να τους μιλήσουμε, χαρά μου, τίμια, άξια, σωστά και λογικά, -αν κι ο Έρωτας δεν έχει λογική!
Δες άρχοντά μου, πως μ’ έχεις καταντήσει, αν και καλά και πιστά θα σ’ υπηρετούσα!
Τώρα πια δε μπορώ μήτε λιγάκι έστω να σε πλησιάσω, να σ’ αγγίξω!
Πώς με παρατάς έτσι κύριέ μου, συ που πρώτος και τόσον επιδέξια με γεύτηκε;
Που πρώτος διέβης τις πύλες του νου και του κορμιού μου;
Ζηλεύω και τους δούλους ακόμα που σε πλησιάζουν, ό,τι κι αν σκέφτεσαι μ’ αυτό!
Ανόητα παραξενεύεσαι που λέω πως θαυμάζω κείνες που γίνονται χαλάκι στα πόδια των αγαπημένων τους!
Αρρώστησα! Χάζεψα! Κι εσύ αφέντη κι άρχοντά μου, με πετάς στην άκρη!
Παρ’ όλο που σε σένα πρώτο, για τη ψυχή μου σου μίλησα… 

  Σημ: Πρόκειται για θρηνητικό τραγούδι που λεγόταν παρά τη θύρα του προσώπου που παρατούσε το ταιρι του, από το ίδιο το ταίρι κι ήταν ένα (κατά τα λεγόμενα) σύνηθες φαινόμενο κατά την αρχαιοτητα! Αυτό, αν το εν λόγω άτομο δε μπορούσε, παραγγελόταν σε κάποιον ή κάποια ποιήτρια της εποχής! Το πρωτότυπο κείμενο θα το ‘γραφα κι αυτό και μάλιστα με χαρά μου, μα απαιτεί ειδική γραμματοσειρά που εδώ δεν υπάρχει και σίγουρα πια δε την έχω μήτε γω. Είναι ένα πολύ πλούσιο κείμενο με τρομερές εικόνες και λέξεις και για τη μετάφραση-παράφραση-απόδοσή του, ευθύνομαι μόνον εγώ. Σε πολλά σημεία υπερέβην τα εσκαμμένα για να ‘χει μια κάποια λογική και κάπως σημερινή ροή κι ίσως να μη τα κατάφερα καλα. Σε κάποια άλλα επίσης, υπήρχαν κενά κι αναγκάστηκα να τα …”γεμίσω” προσπαθώντας να κρατηθώ στην υφή, στη χροιά και στο στυλ του κειμένου.
     Τί το σημαντικό βρίσκω και γιατί το αναρτώ; Θα μπορούσε να ‘ναι απλό συνηθισμένο (κατά κάποιο τρόπο) ραβασάκι όπως τόσα και τόσα άλλα, μα δεν είναι, κατά τη προσωπική μου γνώμη. Και τούτο γιατί το πάθος, η εναλλαγή, οι εικόνες, οι επικλήσεις, οι φοβέρες, η γλυκύτητα κι εν γένει ό,τι μα ό,τι επικαλείται αυτή η άγνωστη, αρχαία ποιήτρια, μαρτυρά το ερωτικό πάθος μ’ ένα τρόπο θαυμαστό. Τονε βρίζει, τονε κατηγορεί, τον εκλιπαρεί, τον νοσταλγεί, ζητά βοήθεια, ζητά να γίνει χαλί, θέλει να τον… “σκοτώσει”, επιχειρηματολογεί, κατεβάζει Θεούς και… δαίμονες και… και… και… Κυκλοθυμικότητα, κατάθλιψη και σχεδόν στέρεη θλίψη, ρέει σε κάθε μα κάθε φράση σα δάκρυα ασταμάτητα κι απαρηγόρητα! Λέγοντάς του όλο αυτό, αδειάζει μ’ όλα όσα λέει και στο τέλος αφήνει τη φωνή της να σβήσει, ξέροντας πως δε πρόκειται να καταφέρει κάτι και το σβήσιμο αυτό μου ακούγεται σαν ένας λυγμός που πνίγεται…

                                                     Άγνωστη αρχαία ποιήτρια (απόδ.: Πάτροκλος)


                          Van GoghΓυμνή Πλαγιασμένη Γυναίκα

16.
                 Ειδύλλια, Κώμος ΙΙ

Για την Αμαρυλλίδα μου θα πω ένα τραγουδάκι
κι οι γίδες βόσκουν στο βουνό, ο Τίτυρος τις βόσκει.
Βόσκε τες γίδες, Τίτυρε, και φέρε τες στο ρέμα
κι έχε το νου στο Λιβυκό και στο βαρβάτο τράγο,
τον τράγο τον ξανθόμαλλο, να μη σε κουτουλήσει.

Πώς δεν προβάλλεις στη σπηλιά να με καλέσεις νά ᾽ρθω;
Μ᾽ εχθρεύεσαι το δύστυχο, γλυκιά μου Αμαρυλλίδα,
ή μήπως τάχα από κοντά με βρίσκεις πλατομύτη;
Αμαρυλλίδα αγάπη μου, με κάνεις να μαδήσω
τ᾽ ολόδροσο στεφάνι αυτό που ᾽’χω για σένα πλέξει
μ᾽ ευωδιασμένα σέλινα και με μπουμπούκια κίστου*.

Αλίμονό μου! δε μ᾽ ακούς; τί έχω να πάθω ο μαύρος!
Νά, δέκα μήλα σου ᾽φερα· τα ᾽κοψα κει που μου ᾽πες·
νά, δέκα μήλα, και ταχιά θενα σου φέρω κι άλλα.
Αχ! κοίταξε τον πόνο μου: Πώς ήθελα να γίνω
βομβολαλούσα μέλισσα και νά ᾽ρθω στη σπηλιά σου,
μες στον κισσό σου να χωθώ, στη φτέρη που σ᾽ ισκιώνει.

Τώρα τον έρωτα ένιωσα· σκληρός θεός· λιοντάρι
τον βύζαξε κι η μάνα του τον έθρεψε στο λόγγο.
Βαθιά-βαθιά ως τα κόκαλα με κατακαίει εκείνος.
Όσο η ματιά σου είναι γλυκιά, τόσο η καρδιά σου πάγος·
αχ! μαυροφρύδα δέξου με κι ένα φιλάκι δώσ᾽ μου.
Και τα φιλάκια μοναχά έχουν κι εκείνα γλύκα.

Θα βγάλω τη φλοκάτη μου στα κύματα να πέσω
από το βράχο που ο ψαράς παραμονεύει τόνους·
κι αν δεν πεθάνω, όμως κι αυτό θενα σ᾽ ευφράνει εσένα
Το ξέρω πως δε μ᾽ αγαπάς· θέλοντας να το μάθω,
έκρουσα μες στη φούχτα μου της παπαρούνας φύλλο
κι εκείνο απομαράθηκε χωρίς να κάνει κρότο.

Μα κι η κοσκινομάντισσα η σταχολόγα η Γραίω
κι αυτή που την ερώτησα αληθινά μου το ᾽πε
πως είμ᾽ εγώ τρελός για σε και συ δε με λογιάζεις.
Φυλάω για σένα κάτασπρη και διπλομάνα γίδα,
που την ζητά η μελαχρινή του Μέρμνωνα δουλεύτρα·
σαν δε με καταδέχεσαι σ᾽ αυτήν θα τη χαρίσω.

Παίζει το μάτι μ᾽ το δεξί· μήπως την ανταμώσω;
Θα γείρω δίπλα στη φτελιά και θενα τραγουδήσω
κι ίσως γυρίσει να με δει· δεν είναι δα από πέτρα.
Την Αταλάντη θέλοντας να πάρει ο Ιππομένης,
παράβγηκε στο τρέξιμο κι είχε στα χέρια μήλα,
κι ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ᾽ εκείνη.

Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος έφερε το κοπάδι
από την Όθρυ, έγειρε στην αγκαλιά του Βία
η ωραία Πειρώ, της γνωστικής Αλφεσιβοίας μάνα.
Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μες στα βουνά τσοπάνης,
δε μάγεψε τόσο τρελλά την όμορφη Αφροδίτη
που και νεκρό στον κόρφο της σφιχτά τον εκρατούσε;
Μα και τον Ενδυμίωνα ζηλεύω που εκοιμήθη
τον ύπνο τον αξύπνητο, και τον Γιασίων᾽ ακόμα,
που απόλαψε όσα δεν μπορούν οι αμάθευτοι ν᾽ ακούσουν.

Πονεί μου εμένα η κεφαλή κι εσένα δε σε μέλει.
Θα πάψω το τραγούδι μου και θενα πέσω χάμω
νά ᾽ρθουν οι λύκοι να με φαν για να χαρεί η καρδιά σου.
Μέλι σου γίνει ο χαμός, γλυκό-γλυκό, στο στόμα.
                                                                                Θεόκριτος (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                                MoreauΑθηνά

17.
                Ελεγείες

Ι.

Επιτέλους ήρθ’ ο έρωτας κοντά μου,
που θα ντρεπόμουν πιότερο να κρύψω,
παρά σε κάποιον να αποκαλύψω.
Η Κύπρις απ’ τις Μούσες μ’ ηττημένη
τον εναπόθεσε στην αγκαλιά μου.
Κείνη εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της.
Ας σχολιάζει τη δική μου ευτυχία
όποιος δε γνώρισε ολοδική του.
Δε θα ‘θελα’ να στείλω σφραγισμένη τη γραφή του,
μη τη διαβάσει άλλος κανείς πριν απ’ αυτόν.
Μα πολύ χαίρομαι που έχω κάνει λάθος,
διο με κουράζουνε της καλής φήμης προσωπεία.
Ας μαθευτεί: Άξια γυναίκα μ’ άξιον άντρα έχει πάθος.

ΙΙ.
Πλησιάζει η γενέθλια γιορτή μου, φέτος μισητή.
Πρέπει χωρίς τον Κήρυνθο, στην ανιαρή εξοχή
να τη περάσω μόνη κι έρημη, θλιμμένα.
Τί ‘ναι γλυκύτερο απ’ τη πόλη; Και πώς πάει σε μένα,
τ’ Αρέτσο παγωμένος ποταμός και κατοικιά εξοχική μου;
Μεσσάλλα κηδεμόνα μου, που ανησυχείς πολύ για ‘μέ,
ηρέμησε. Δεν είναι πάντα ωραία τα ταξίδια, αγαπητέ.
Ψυχή κι αισθήματα θ’ αφήσω ‘δω, αν φύγω μακρυά,
αν και στους ορισμούς σου δε μετρά γνώμη δική μου.

ΙΙΙ.
Τα ‘μαθες; Πέταξε και πάει τ’ αθέλητο ταξίδι
κι η θλίψη απ’ τη καρδιά του κοριτσιού σου.
Στη Ρώμη θα ‘ναι τώρα στα γενέθλιά του.
Ας εορτάσετε μαζί τη μέρα της χαράς του,
δώρο απρόσμενο του πεπρωμένου του δικού σου.

ΙV.
Σ’ ευχαριστεί τόσο πολύ που ξεμακραίνεις
και δεν σε νοιάζει αν κάνω καμμιά τρέλλα;
Σε νοιάζουν πόρνες; γύναια που παίρνεις
κι όχι εγώ, του Σέρβιου η κοπέλλα.
Ανησυχούν όσοι θα λυπηθούν πολύ για μένα
αν μάθουνε πως αγαπώ κατώτερό μου: εσένα!

V.
Κήρυνθε, νοιάζεσαι το κορίτσι σου στ’ αλήθεια,
τώρα που πυρετός με καίει στο σώμα και στα στήθεια;
Α! Δε θα ευχόμουνα την άθλια να νικήσω νόσο
παρά αν ήξερα πως ήθελες κι εσύ το ίδιο τόσο.
Και πώς θα μ’ ωφελούσε να νικούσα με χαρά,
αν εσύ την υποφέρεις με απρόθυμη καρδιά;

VI.
Να μη γίνομαι δική σου, φως μου, με τη φλογερήν
κι ίδια έγνοια, όπως ήμουν μόλις λίγες μέρες πριν.
Αν στο παρελθόν μου διέπραξα μι’ ανοησία
που γι’ αυτήνε μετανιώνω, μολογώ με παρρησία,
είναι για εχθές τη νύχτα που σ’ αφήκα μοναχό,
γιατί θέλησα να κρύψω, αχ!, το πάθος το κρυφό!
                                                                                   Sulpicia (μτφρ.: Πάτροκλος)


                           DelacroixΓυναίκα Με Λευκές Κάλτσες

18.
                                            Φωτεροί Έρωτες

     Δε  θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω το ξενοδοχείο Thistle.
     Δε θα μπορούσα να ξεχάσω ποτέ κείνη τη παράξενη χειμωνιάτικη νύχτα.
     Της είχα ζητήσει να δειπνήσουμε κι έπειτα να πάμε στην όπερα. Το δωμάτιό μου ήταν απέναντι από το δικό της. Είπε ότι θα ‘ρχόταν αλλά -θα μπορούσα να κουμπώσω το πάνω μέρος του δαντελένιου νυχτικού της, που σκάλωνε ψηλά στη πλάτη; Πολύ καλά!
     Το φως της ημέρας δεν είχε δώσει ακόμα τη θέση του στη νύχτα, όταν χτύπησα τη πόρτα της και μπήκα. Φορώντας τα εσώρρουχά της από καθαρό μετάξι, πλενότανε σφουγγίζοντας το πρόσωπο και το λαιμό της. Είπε πως κόντευε να τελειώσει κι αν ήθελα να καθίσω λιγάκι στο κρεβάτι να τη περιμένω.
     Είχα την ευκαιρία να περιεργαστώ τριγύρω το θλιβερό δωμάτιο. Ένα βρώμικο παράθυρο έβλεπε στο δρόμο. Μπορούσε κανείς να δει το γεμάτο σκόνη παράθυρο του πλυσταριού απέναντι. Από έπιπλα, είχε ένα χαμηλό κρεβάτι ντυμένο με κίτρινο κάλυμμα, κουρτίνες με σχέδια κληματαριάς, μια καρέκλα, ντουλάπα μ’ ένα κομμάτι του καθρέφτη ραγισμένο, ένα νιπτήρα. Αλλά η ταπετσαρία με πόνεσε φριχτά. Λωρίδες της ξεκολλημένες, κουρελιασμένες κρεμόντουσαν από τον τοίχο. Στα μέρη που η ζημιά ήτανε κάπως μικρότερη, μπορούσα να διακρίνω αχνά, τριαντάφυλλα -μπουμπούκια κι άνθη- κι η μπορντούρα ένα συνηθσμένο κι απλό σχέδιο με πουλιά, που μόνον ο καλός Θεός ήξερε τί είδους. Κι αυτό ήταν όλο κι όλο που πρόλαβα να δω.
     Τη πρόσεχα παραξενεμένη. Φορούσε το μακρύ, λεπτό καλσόν της, βλαστημώντας όταν δε πετύχαινε τα κουμπώματα κι αισθάνθηκα με σιγουριά πως τίποτα όμορφο δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε κείνο το δωμάτιο και για κείνην ένιωσα λιγάκι περιφρόνηση, μικρή ανοχή, κατανόηση και ναι… λίγον οίκτο. Ένα θαμπό, γκρίζο φως πλανιότανε πάνω απ’ όλα και φάνηκε να τονίζει τη λεπτή γυαλάδα των ρούχων της και τη ζωή της ολάκερη και την έκανε να δείχνει θαμπή, γκρίζα και κάπως κουρασμένη. Και κάθισα στο κρεβάτι και σκέφτηκα:
     “Με τον ερχομό των γηρατειών ξεχνώ το πάθος. Μένω πίσω στη χρυσή πομπή της Νιότης. Τώρα βλέπω τη ζωή, σαν από καμαρίνι θεάτρου“.
     Έτσι δειπνήσαμε κάπου και πήγαμε στην όπερα. Ήταν αργά, όταν βγήκαμε στο πολυσύχναστο δρόμο, αργά, κι η νύχτα είχε ψύχρα. Μάζεψε ψηλά τη μακριά φούστα της. Σιωπηλά πήραμε το δρόμο πίσω στο ξενοδοχείο Thistle, με τα στολισμένα πατώματα με όμορφους χρυσούς κρίνους και τα σκαλοπάτια από αμέθυστο.
     “Είναι η Νιότη νεκρή; Είναι η Νιότη νεκρή“;
     Καθώς περπατούσαμε στο διάδρομο προς το δωμάτιό της, μου ‘πε πως ήταν ευτυχισμένη που ‘χε πέσει η νύχτα. Δε ρώτησα γιατί. Ήμουνα κι εγώ το ίδιο ευτυχισμένη. Φάνηκε σα μυστικό μεταξύ μας. Έτσι πήγα μαζί της στο δωμάτιό της να ξεκουμπώσω όλα κείνα τα ενοχλητικά κουμπιά. Άναψε ένα μικρό κερί πάνω σε κάποιο κηροπήγιο από σμάλτο. Το φως πλημμύρισε το σκοτεινό δωμάτιο. Όπως ένα νυσταγμένο παιδί γλύστρησε έξω από το φόρεμά της κι έπειτα ξαφνικά, γύρισε προς το μέρος μου και τύλιξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό μου.
     Κάθε πουλί πάνω στη μπορντούρα της ταπετσαρίας ξέσπασε σε τρίλιες. Κάθε τριαντάφυλλο άνθισε πάνω στη κουρελιασμένη ταπετσαρία. Ναι! Ακόμα κι η κληματαριά πάνω στη κουρτίνα, πέταξε παράξενες φυλλωσιές και γιρλάντες που τυλιχτήκανε γύρω από τα κορμιά μας, σα πράσινη αγκαλιά και μας κρατήσαν ενωμένες με χίλια κορδονάκια.
     Κι η Νιότη δεν ήταν νεκρή!
                                                        Mansfield (Leves Amoresμτφρ.: Πάτροκλος)


                                               Ingres: Τουρκικό Λουτρό

19.
  To Ποίημα Του Νταή

Είσαι δηλητηριώδης, τοξικός,
κακός για την υγεία μου.
Είσαι άπληστος, πονηρός, και κλέφτης.
Με πληγώνεις, με χρησιμοποιείς,
με κακομεταχειρίζεσαι,
καταχρώντας την αγάπη μου.
Αλλά τα γεμάτα συγγνώμη μάτια σου,
καθώς λες τα ψέμματά σου,
με τράβανε ξανά πίσω
και συγχωρώ κάθε αμαρτία σου.

Σε παίρνω πίσω ξανά.
Η αγάπη σου είναι ρωγμή
στη πανοπλία μου.
Είμαι βέβαια μαζοχίστρια
Είσαι ο προσωπικός μου τρομοκράτης.
Ο βασανιστής μου.
Ο εραστής μου.
Ο νταής μου.
Ο φίλος μου…

                                          Penelope Douglas (Bully Poemμτφρ.: Πάτροκλος)


                ΑνώνυμοςΗ Αγαπημένη Του Μαχαραγιά (τέλη 19ου)

20.
          Ελεγεία ΙΙΙ

Σκέφτομαι το φύλο σου.
Η καρδιά μου αναστατώνεται,
Σκέφτομαι το φύλο σου,
της ώριμης κόρης της μέρας.

Αγγίζω το μπουμπούκι της χαράς,
είναι στην εποχή του
κι ένα αρχαίο συναίσθημα πεθαίνει,
εκφυλισμένο στον εγκέφαλο.

Σκέφτομαι το φύλο σου,
αυλάκι πιο γόνιμο
κι αρμονικό από τη κοιλιά της σκιάς,
αν κι ο θάνατος
κυοφορείται και φέρεται,
από τον ίδιο τον Θεό.

Ω συνείδηση,
Σκέφτομαι, ναι,
για το ελεύθερο θηρίο,
που απολαμβάνει ό.τι θέλει,
όπου μπορεί.

Ω, σκάνδαλο!
Το μέλι του λυκόφωτου…
Ω, βουβές βροντές.
Μουγκρίζω*

 * Odumodneurtse (Βουβός βρυχηθμός, μούγκρισμα.
Ο ποιητής εδώ χρησιμοποιεί τη estruendo mudo, ανάποδα)

                                                                  Καίσαρ Βαγιέχο (μτφρ.: Πάτροκλος)


                            ΑνώνυμοςΦωτογραφία Νο 555 (~1890)

21.
                           Σοννέττο

Είμ’ η πιο δίκαιη, όμορφη, πέρ’ απ’ τη πεθυμιά.
Και κάθε κίνηση ρέει απ’ το ένστικτο σωστά:
Ξέρω πολύ καλά, τ’ άγγιγμά μου καίει σαν φωτιά,
πως η φωνή μου τσιμπά τον νου σαν λύρα που λαλά.
Είμ’ η βασίλισσα της αισθησιακής απόλαυσης ξανά.

Το παρελθόν στη δύναμή μου, σφραγισμένο,
στα πόδια μου, διώχνει αγοραστές χλωμό παρόν.
Το κρεββάτι μου, με άρωμα απαλό, ‘ναι μυρωμένο
Κι ένα παράξενο λυκόφως ανθεί σ’ αγέρα τρομερόν.

Προσθέστε σ’ όλ’ αυτά, πως μοναχή μου ψάλλω,
της σειρήνας τα τραγούδια, να λυγίσουν οι ψυχές
μες στη λεπτή, γλυκειά, μελωδική παγίδα, θάλλω.
Θεός μ’ έκανε, θλιβερό, ένα κεντρί αγάπης, χτες.

                    George Moore (Λουλούδια του Πάθους1878μτφρ.: Πάτροκλος)


                     Henri MonnierΧρωματισμένη Λιθογραφία (~1835)

22.
    Αληθινή Γυναίκα

Μια κορμιού ομορφιά πιο αποδεκτή,
από την αψίδα του άγριου ρόδου,
που στεφανώνει τη πτώση.
Να είναι ουσία πιο τυλιχτική,
απ’ το χυμό που ‘χει στραγγίσει στο κρασί,
μια συναρπαστική εξαίσια μουσική,
πιότερη απ΄το παθιάρικο παλμό της Φιλομήλας,
για να φωλιάσουν όλ’ αυτά
κάτω από ένα απαλό στήθος.

Αυτό είναι το λουλούδι της ζωής:
πόσο περίεργο πράγμα!
Πόσο περίεργο να είναι αυτό
που μπορεί να γνωρίζει ο Άνθρωπος,
Αλλά σαν ιερό κρατά, κλεισμένο μυστικό!

Η δική του θέα του Ουρανού,
κρύβει το πιο αγνό βάθος της ψυχής της
και τη πιο όμορφη λάμψη,
που απορρίφθηκε στενά,
όπως όλα τα πιο αόρατα.

Ο ερωτικός χυμός σε κύματα,
το σχήμα της καρδιάς, σφραγίδα πράσινου.
Αυτό σκίζει τον στρωμένο πάγο,
κάτω από το χιόνι…
                                        Rossetti (Το Σπίτι Της Ζωής 1881 μτφρ.: Πάτροκλος)


                                 TitianΑναδυομένη Αφροδίτη

23.
Μέλισσα Μυριόλευκή Μου Εσύ

Μέλισσα μυριόλευκή μου ἐσύ
πού ζουζουνίζεις, μεθυσμένη ἀπ’ τά μέλια,
γύρω στη ψυχή μου
κι ὅλο στροβιλίζεσαι
μέ τίς νωχελικές μαζί τολύπες τοῦ καπνοῦ…

Εἴμαι ὁ χωρίς ἐλπίδα ἐκεῖνος,
εἶμαι μιά λέξη εἶμαι χωρίς ἦχο,
αὐτός πού ὅλα τά ’χει χάσει
καί πού ὅλα τά κατέχει.

Κι ἐσύ εἷσαι ὁ στερνός μου κάβος,
ὅπου στενάζει μέσα του ὁ στερνός μου φόβος.
Στήν ἔρημη γῆ μου εἶσαι τό ρόδο τό στερνό.

Ἄχ, σιγαλινή μου ἐσύ!

Ἔλα! Κλεῖσε τά τρίσβαθά σου μάτια. Πεταρίζει ἡ νύχτα ἐκεῖ.
Ἔλα! ξέντυσε τό περίτρομο ἄγαλμα τοῦ κορμιοῦ σου.

Ἔχεις τρίσβαθα μάτια καί πεταρίζει ἡ νύχτα ἐκεῖ.
Ὁλόδροσα ἔχεις ἄνθινα χέρια καί ἀγκαλιά ἀπό τριαντάφυλλα.

Τά στήθη σου μοιάζουν μέ κατάλευκα ὄστρακα.
Ἦρθε στήν κοιλιά σου κι ἀποκοιμήθηκε ὁ ἥσκιος
μιᾶς πεταλούδας.

Ἄχ, σιγαλινή μου ἐσύ!

Καί νά ἡ μοναξιά ἐδῶ, πού λείπεις ἐσύ.
Βρέχει. Καί ὁ μπάτης ἔχει στρώσει στό κυνήγι
τούς ἀδέσποτους γλάρους.

Τό νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο
στίς λάσπες τοῦ δρόμου.
Κι ἐκεινοῦ ἐκεῖ τοῦ δέντρου βογγοῦν,
σά νά ‘ν’ ἀνήμπορα, τά φύλλα.

Μέλισσα μυριόλευκή μου ἐσύ καί ἀπόμακρη,
ζουζουνίζεις ἀκόμα
γύρω στήν ψυχή μου. Ζουζουνίζεις.
Ξαναγεννιέσαι μέ τῶν χρόνων τά γυρίσματα,
περίκομψη καί σιγαλινή.

Ἄχ, σιγαλινή μου ἐσύ!
                                                                                                  Neruda


         Alexis GouinΓυμνή Γυναίκα Ανακαθισμένη (~1850 δαγκεροτυπία)
                                                 
24.
                  Ύμνος

Στη πολυαγάπητη, στη πιο όμορφή μου
που φως γεμίζει μου τη καρδιά,
στο αθάνατο είδωλο, στο σεραφείμ μου,
ένα μου “χαίρε” παντοτινά!

Δροσοξεχύνεται μες στη ζωή μου
σαν ένα αγέρι θαλασσινό
και την αχόρταγη φέρνει ψυχή μου,
σ’ αθανασίας πόθο τρανό.

Σα μυροφόρι πάντα σκορπίζει
στην ατμόσφαιρα γλυκιά ευωδιά,
σα θυμιατήρι κρυφά καπνίζει
λησμονημένο μες στη νυχτιά.

Έρωτα αμόλυντε πως να σου γράψει
ο νους τις χαρές της αληθινά;
Σπόρος του μόσχου ‘ναι που ‘χουνε θάψει
μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά

Στη πολυαγάπητη, στη πιο όμορφή μου
που ‘ναι η χαρά μου κι όλη μου η υγειά,
στο αθάνατο είδωλο, στο σεραφείμ μου,
ένα μου “χαίρε” παντοτινά!
                                                                                                             Baudelaire


                               Ανώνυμος: Γυμνή Γυναίκα (~1895)

25.
Έχω Ανάγκη Μια Μουσική

Έχω ανάγκη μια μουσική
π’ αμήχανα θε να κυλάει
στα ακροδάχτυλά μου
αισθήσεις σαν να οφείλει
πά’ στα πικρά και μολυσμένα,
τρεμάμενά ωχρά μου χείλη,
βαθειά, καθαρια μελωδία,
κι έτσι ρευστά, αργή να πάει.

Ω, παλιά και χαμηλόφωνη,
θεραπευτικά να με κουνάει
τραγουδιού τραγουδισμένου
ν’ αναπαύσει κουρασμένο νεκρό,
τραγούδι που να πέφτει στο κεφάλι μου
πάνω σαν το νερό,
στ’ ανατριχιασμένα άκρα,
όνειρο ξαναμμένο να φεγγοβολάει.

Υπάρχει ένα μαγικό
που ‘ναι φτιαγμένο από μελωδία
ένα ξόρκι ανάπαυσης
κι αθόρυβης ανάσας
και καρδιά γαλήνης,
που να βουλιάζει
μες από ξέθωρα χρώματα, βαθιά,
μέσα στην υποβρύχια
την ηρεμία της θάλασσας,
κι αρμενίζει πάντοτε
στο φεγγαρίσιο πράσινο μιας λίμνης
πιασμένη στου ρυθμού
και στου υπνού την αγκαλιά.
                                                                                                                  Bishop


                          Peter Fendi: Μια Ιδιαίτερη Σκηνή (1835)

26.
   Ο Κήπος Του Έρωτα

Στον κήπο του Έρωτα επήγα,
Και είδα κείνο που δεν είχα ξαναδεί:
Ένα Ξωκλήσι είχε χτιστεί καταμεσής,
Εκεί που έπαιζα συχνά πάνω στη χλόη.

Και στο Ξωκλήσι οι πόρτες ήτανε κλειστές,
Κι “Απαγορεύεται” έγραφε πάνω στη πύλη
Κι έτσι επέστρεψα στου Έρωτα τον Κήπο
Που είχε πολλά υπέροχα λουλούδια,

Και τον βρήκα κατάμεστο από μνήματα
Και ταφόπλακες εκεί που περίμενα λουλούδια
Και Ιερείς με μαύρα ράσα περπατούσαν,
Και δένανε τους πόθους μου και τις χαρές μ’ αγκάθια.
                                                                                                                     Blake


                             GauguinAha oe feii? (Τί; Ζηλεύεις;1892

27.
          Σερενάτα
(αφιέρωμα στο Λόπε Ντε Βέγκα)

Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας
τα στηθάκια
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ’ των μηρών της την ασπράδα 
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά…
                                                                                                                   Lorca


                      Guglielmo PlüschowΦωτογραφία Νο 11664 (~1895)

28.
 Δωσ’ Μου Τα Χείλη Σου

Δωσ’ μου τα χείλη σου:
σαν άλικο καρπό του Παραδείσου
που ξάνοιξε πριν φράξουνε τις Πύλες
και καίνε τη ματιά μου,
ή σαν τα πορφυρά εκείνα άνθη
που στάζουνε διακριτικό, γλυκύ φαρμάκι,
ή σα στολίδια κόκκινα, σκληρά και κρύα,
που τρυγημένα στη λαχτάρα μου,
θα λυώσουν με φωτιά και με κρασί,
κρασί κρασιών, οπού μετρά το γήινο χρόνο,
φωτιά απ’ τις φωτιές πιο δυνατή,
σε ουρανό με άστρα υπέρλαμπρα γεμάτο.

Δως μου τα χείλη σου:
σαν άγγιξες τα χείλη μου με το χρυσό σου στόμα
χωρίς προσχέδιο και ούτε γιατρικό,
ούτε κερήθρα που γλυκύ το μέλι στάζει,
ούτ’ έλος βουλιαγμένο κάτω απ’ τον έρημο ουρανό,
ούτε το πράσινο, πικρό κρασί των θαλασσών,
ούτε σταλίτσες Παραδείσου ή Λήθης,
ούτ’ όλ’ αυτά, μα ούτε και το ένα,
θα πάρουν από πάνω μου τις φλόγες, το κρασί,
π’ αφήσανε τα χείλη σου απάνω στα δικά μου.
                                                                                    Smith (μτφρ.: Πάτροκλος)


                             RenoirΛουόμενη Με Μακριά Μαλλιά

29.
                 Ο Αιώνιος Διάλογος

Κι ο άντρας είπε: πεινώ. Κι η γυναίκα του’ βαλε ψωμί
στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε. Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δε σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη κι όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεββάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε, σαν πηγή, το
μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά
του. Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα’ θελα να’ μαι θεός. Κι η γυναίκα είπε:
θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούρια ξημέρωσε.
                                                                                         Λειβαδίτης


                                               GoyaΓυμνή Μάγια

30.
       Η Αγκαλιά

Θέλω να σε χορέψω
Να σε κρατήσω αγκαλιά
Να κλείσω τα χέρια μου γύρω από το κορμί σου
Σε χορό θεϊκό
Κι όταν οι χτύποι της καρδιάς σου
Ένα θα γενούν με τους δικούς μου
Θα πεθάνουμε πάνω στο φιλί
Αιώνιοι εραστές αυτού
Που δεν αποκτήσαμε ποτέ.
                                                                                                     Πέτρος Πέτρου


                                             RembrandtΔανάη
31.
                   Έρωτας

Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε
σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.
                                                                                         Χριστιανόπουλος


                          Anonymous: Γυμνή Γυναίκα Προκαλεί (~1850)

32.
   Langueur d’ Αmour
    (Η Γλώσσα Της Αγάπης)

Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη, τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα,
που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω…

Να τα ματώσω τα δυο χείλη σου!
Τα χέρια να σου πλέξω γύρω
και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα
των μαύρων ίσκιων να σε σύρω…

Και να μου λες: “Μη τα χειλάκια μου!
Μη τα ματώνεις, τί σου φταίνε;
Αχ, μου πονέσαν τα χειλάκια μου!
Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε!…”.

Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,
οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι,
και να σου λέω: “Ακόμα, αγάπη μου,
ακόμα, αγάπη μου… Δε σώνει!…”.
                                                                           Λαπαθιώτης


                AnonymousΣκεπτικό Γυμνό (δαγκεροτυπία ~1885)

33.
                                                 Φαντασία ή… ;

     Κάποτε, η φίλη μου διηγήθηκε μια παράξενη ιστορία… Είχε χάσει το δρόμο της -έλλειψη προσανατολισμού λέγεται κι είναι σύνηθες φαινόμενο σε κορίτσια- κι έπεσε πάνω σ’ άγνωστο δρόμο. Βρισκότανε σ’ ένα δάσος, έτσι σταμάτησε το αυτοκίνητο, έσβησε τη μηχανή και βγήκε έξω να ρίξει μια ματιά μπας και βρει άκρη για το που βρισκότανε. Κοίταξε στο ρολόι της κι είδε την ώρα: ήτανε 5′.18” κι όπως ήτανε χειμώνας, είχε αρχίσει να βραδυάζει. Δεν κώλωσε καθόλου -κι αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση- αντίθετα μάλιστα, η περιέργειά της κόρωσε. Πρόσεξε να μην απομακρυνθεί πολύ και χάσει το δρόμο, αλλά έρριξε μια καλή ματιά ολόγυρα.
     Δυο τεράστιοι γύπες, τη παρακολοθούσανε προσεχτικά χωρίς να τους έχει πάρει χαμπάρι εξ αρχής. Αυτοί οι γύπες είχαν ανθρώπινα σώματα, μου είπε, και τη πλησιάσανε θαρρετά. Της συστηθήκανε κανονικά, με ονόματα που ξέχασε μετά, άγνωστα σε κείνη -και σε μένα, να πω την αλήθεια- κι ευγενικά της πήρανε τα χέρια και περπατήσανε μαζί. Κανείς από τους δυο, δεν έκανε κάτι άπρεπο ή να δείξει έλλειψη σεβασμού. Ο ένας την άγγιζε ευγενικά, ενώ ο άλλος της μιλούσε με σεβασμό, κι εναλλάξ. Τότε, ξαφνικά, οι δυο γύπες, γεμίζανε το κορμί της τρυφερά φιλιά, στο λαιμό, στη πλάτη, ακόμα και στα δάχτυλα των ποδιών της κι αυτοί οι δυο άντρες ήτανε πανέμορφοι, με ολόχρυσα μάτια, με γλυκειά ερωτική φωνή που τη συνεπήρε ολότελα κι εντελώς ίδιοι. Πρώτη φορά στη ζωή της είχε δυο τόσον όμορφους άντρες, που να περιποιούνται τόσο γλυκά το κορμί της συγκλαδοκορμόρριζα και να τη κλείνουνε παντούθε. Ένιωσε να δρέπεται παντού κι από παντού, χωρίς όμως πανικό, αντίθετα, η κάψα στο κορμί της όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Ένιωθε μαγεμένη, κλεισμένη, παγιδευμένη, φυλακισμένη εντελώς, μέσα στις τρυφερές αγκαλιές τους κι η κάψα της αντί να σβήνει, μεγάλωνε συνεχώς. Ώσπου, διαλυμμένη, σκορπισμένη καθώς ήταν, όπως μου είπε, έγινε ένα κύμα ολάκερο, μια πύρινη λάβα φωτιάς που ‘βγαινε από παντού στο κορμί της…
     Οι δυο γύπες, χορτασμένοι, τη πιάσαν από τα χέρια ξανά, πρόθυμοι να την οδηγήσουνε πίσω, μη τυχόν και χαθεί. Ένιωθε να ‘χει δρεφτεί μέχρι σταγόνας, ευτυχισμένη και χορτασμένη κι αυτή, χαμογελώντας, ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε ξανά στο αμάξι της. Σήκωσε το κεφάλι απ’ το τιμόνι και κοίταξε ξανά το ρολόι της: είχε πάει 5′.21”.Έβαλε μπρος τη μηχανή κι εγκατέλειψε το δάσος. Το χαμόγελό της όμως είχε μείνει!
     Δεν έφυγε, παρά πολύ-πολύ αργότερα…
                                                                                                          Πάτροκλος


                               RembrandtΜπάνιο Στη Βηθεσδά

34.
        Ωδή Στη Μελαγχολία

Μη! Όχι μη! Στη Λήθη να μη πας
και μη γουλιά τ’ ακόνιτου να πιεις αναζητάς.
Στο γαλανό σου μέτωπο ποτέ να μη δεχτείς
πικρό Φιλί του Στρύχνου και ας είναι δα,
δώρο άλικο, της Περσεφόνης και της γης.
Θα φτιάξεις κομπολόι με του Στάμου τους καρπούς;
Αλήθεια της θλιμμένης σου ζωής;
Μα πώς αντέχεις χάροντα τριζόνι να τη δεις,
ή πεταλούδα νεκρική στης Θλίψης τη πλαγιά;
Το μοιρολόι του γκιώνη να ‘χεις συντροφιά;
Φυλάξου! Για’ θα ‘ρθει αχνός ίσκιος στη σκιά.
για να σου πνίξει την αέναη αγωνία της ψυχης…

Μα σαν σκεπάσει ο ζόφος τη μελαγχολία σου
και ξάφνου ψληλαθε νέφος απλώσει δακρυσμένα
σκεπάζοντας, πέταλα ανθών τα λιποθυμισμένα,
και λόφους πράσινους, νεκρικό σεντόνι τ’ Απριλιού,
τότε τη θλίψη χόρτασε, με δρόσο ρόδου πρωινού,
ή στο ουράνιο τόξο που με κύμα σπάει, τ’ ακρογιαλιού,
ή στη παιώνια πά’ στου πλούτου του βασιλικού
κι αν θυμωμένη ‘ναι μια μέρα η λατρεία σου,
το χέρι της φυλάκισε και ας λυσσομανά
και πιες όλη τη φλόγα που τη καίει βαθιά
μέσα στα σμαραγδένια μάτια τα θολά!

Μέσα στην Ομορφιά, Μελαγχολία βλαστάνει,
την Ομορφιά που πρέπει πάντα να πεθάνει
και πάντα η Χαρά είν’ έτοιμη να πει το “Γειά”.
Εκεί κι ο πόθος Ηδονής, σε δηλητήριο γυρνά,
ενώ αχόρταγα το στόμα το μελίρρυτο ρουφά.
Ω, ναι! Κει μες στης ηδονής το θαυμαστό ναό,
πεπλο φορώντας μαύρο, το δικό της ιερό,
αθέατη απ’ όλους η Μελαγχολία έχει στήσει.
Εκτός κι αν κάποιου αδάμαστη γλώσσα τολμήσει
και Χαράς σταφυλή ημπορέσει να σπάσει
πάνω στον ουρανίσκο του αν το θελήσει.
Μα τότε η πανίσχυρη η Θλίψη θ’ αναρπάσει
τη θαρραλέα του ψυχή, καταμεσής εκεί ψηλά
στ’ αραχνιασμένα τρόπαιά της να κρεμάσει.
                                                                                    Keats (μτφρ.: Πάτροκλος)


         Toulouse-LautrecΠοθητή Μαίρη, Η Αφροδίτη Της Μονμάρτρης

35.
                                                    Όφις & Κρίνο
(αποσπ.)
   …Ένας πόθος γλοιώδης σέρνεται μέσα μου και ζητά να μάθει όλα τ’ άσεμνα λόγια που ξέρεις. Θέλω να ιδώ να βεβηλώνονται μοvαχά των τα χείλη Σου τα ντροπαλά. Να μη κοκκινίσεις καθόλου, να μη διστάσειs, νάχεις πολύξερο το στόμα και τολμηρό το βλέμμα κι άσεμνη τη στάσn. Ν’ ανεβούν όλοι Σοu οι ακάθαρτοι στοχασμοί κι οι ακόλαστες καμπuλότητες των γραμμών χεροπιαστές και λάγνες σε λιτανεiαν αναιδή μπροστά στο άγαλμα της Ασταρώθ. Θάχομε τα Πριάπεια της αγάπης μας, ω Δύστυχη. Θάμαι ακίνnτος μπροστά Σου και θα Σε κοrrάζω μέσα στα μάτια. Να μη μου κρύψεις τίποτε! Να μη μοu κρύψεις τίποτε και να μου φτύσεις όλα τ’ άσεμνα λόγια που ξέρεις. Ίσως και μπορέσεις να με κάμεις vα νοιώσω κάποια καινούργια κι άγνωστη ηδονή. Την ηδονή της περιφρόνησης και της αηδίας και τnς βεβήλωσης μιας αγάπης. Θα Σε σφίξω τότε με τον εναγκαλισμό των ζώων μέσα στη νύχτα των οργασμών. Και θα νοιωσω να σπαρταρά στα χέρια μου μέσα κάτι δικό μου, ένα δημιούργημα του πόνου μου -έvα κορμί που το διέπλασα εγώ και το διέφθειρα εγώ- όργαvo σάρκινο της ανίας μου και της βαθειάς αγιάτρευτης διαφθοράς του voυ μου. Θα Σε σφίξω όλη γιατί θάσαι όλη δική μου και θα νοιώσω επί τέλους απάνω σου τον θρίαμβο τον μεγάλο που νοιώθουν όλοι οι μεγάλοι Κατακτηταί κι οι μεγάλοι Καταστροφείς και οι Δημιουργοί…
                                                                                                         Καζαντζάκης


                     Auguste BellocΝύφη Στη Γαμήλια Νύχτα (~1855)

36.

Μ’ Aρέσει Tο Σώμα Mου Όταν Είναι Με Το Σώμα Σου

Μ’ αρέσει το σώμα μου
όταν είναι με το σώμα σου.
Είναι κάτι εντελώς πρωτοφανές.
Μύες καλλίτεροι και νεύρα περισσότερα.
Μ’ αρέσει το σώμα σου.
Μ’ αρέσει αυτό που κάνει,
Πώς το κάνει.
Μ’ αρέσει να νιώθω
τη σπονδυλική σου στήλη
και κάθε κόκκαλο του σώματός σου
και την τρεμουλιαστή
σφιχτή-απαλότητα
και αυτήν που θα φιλήσω,
μ’ αρέσει να φιλώ αυτό,
κι εκείνο πάνω σου,
μ’ αρέσει, να χαϊδεύω αργά
το ανασηκωμένο χνούδι
της ηλεκτρικής σου γούνας
κι αυτό που έρχεται
μέσα από σάρκα που ανοίγει…
Και μάτια μεγάλα ερωτοψίχουλα
κι ίσως μ’ αρέσει η συγκίνηση:
κάτω από μένα εσύ πρωτοφανής.
                                                                                                     E.E Cummings


       GauguinAïta tamari vahine Judith te parari (Άννα Η Χαβανέζα)

37.
                 Απολογία

Δεν έχω παίξει γι’ ευγενέστερην αγάπη
από ‘σέ, με το λαγούτο από νεφρίτη.
Ούτε σε κείνο το υπέροχο φαγκόττο,
το φτιαγμένο από κέρατα Κενταύρου
και καλοκουρδισμένα τα κομμάτια του
με διάφανα του φεγγαριού πετράδια.

Αυτό που λευτερώσανε τα παιδικά μου χέρια,
έπεσε σ’ ένα ιερό κι άγιο μέρος
και πά’ στη πιο μελωδική του νότα,
βγήκ’ απ’ το δέντρο μια καφετιά δρυάδα
και τσούρμο ήρθαν τα χλωμά βαμπίρ με χέρια,
γλυκύτερα απ’ τους λωτούς τους πατημένους.

Δεν έχω κάνει τέτοιες μελωδίες,
αυτές που λένε ξόρκια μαγικά,
αλλά θα πλέξω κάποια φθινοπώρου μέρα,
τραγούδι, να ‘χει τη δική σου ομορφιά,
φτιαγμένο μ’ όχι μυστικούς σχεδιασμούς
κι απογοήτευσης παθιάρικες χορδές.

Να πω, μ’ όχι συνηθισμένα λόγια
για δυο πουλιά του φθινοπώρου
που ‘χαν οδηγηθεί σε ξεχασμένους ουρανούς
κι είχανε δρέψει σπάνιους αστέρες
π’ απ’ το γρασίδι πρόβαλλαν, σαν τα μαλλιά σου,
να κλέψουνε το μπλε, απ τα δυο μάτια σου.
                                                                                Smith (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                  Degas: Γονατισμένη Γυναίκα

38.
                  Η Ψυχική Αυγή

Όταν το φως της ρίχνει η αυγή το λευκορροδισμένο
στους γλεντοκήπους και γροικούν σαν τύψη το Ιδεώδες,
κάτι το εκδικητικό και το μυστηριώδες,
έν’ άγγελο στο κτήνος τους, ξυπνά, το ναρκωμένο.

Των ψυχικών τότε ουρανών τ’ άφθαστο γαλανό,
για κείνον που ρεμβάζει ωχρός και που υποφέρει ακόμα,
ανοίγεται και τον τραβά καθώς βαράθρου στόμα.
Έτσι, γλυκιά Θεά μου, αγνό Πλάσμα και φωτεινό,

στα καπνισμένα ερείπια των ηλιθίων γλεντιών,
πιο φωτεινή, πιο ρόδινη, πιο ωραία η θυμησή σου,
αδιάκοπα στα εκστατικά μάτια μου φτερουγίζει.

Ο ήλιος εσκοτείνιασε τη φλόγα των κεριών·
έτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει η σκιά η δική σου
με τον αθάνατο ήλιον, ω ψυχή, που φως σκορπίζει!
                                                                                                              Baudelaire


                                     DegasΜετά Το Μπάνιο

39.
      Η Απουσία Της Μούσας


Ω!, Μούσα, πού χασομεράς;
Μήπως σε κάθε γη του Κρόνου,
Που τη φωτίζουνε φεγγάρια και νούφαρα;

Σε ποια μητρόπολη ψηλή στον Άρη, τάχα,
Ν’ ακούς τα γκονγκ της τρομερής, απόκρυφης εντολής,
Και τις σάλπιγγες να παίζουν απ’ το γιαλό, τον άγνωστο γιαλό
Ηπείρων που κατατροπώθηκαν στους παλαιούς πολέμους
Που ξεκίνησαν αρχαίοι βασιλιάδες;

Ή στις αμμοσύρτεις
Από τις θάλασσες στην Αφροδίτη
Που αποτραβιούνται απ’ την άμμο
Tου θρυμματισμένου μάργαρου με τα χίλια χρώματα;

Συ άραγε μαδάς τ’ άνθη του πορφυρού φυκιού
Και τα τριαντάφυλλα από τα μπλε κοράλλια,
Για τα μαλλιά σου;

Μήπως τάχα, έχοντας φύγει πέρα
Από το βρυχόμενο ζωδιακό,
Μεταφράζεις την ιστορία των γήινων νέων
Και τα γήινα τραγούδια τους
Στους τραγουδιστές του Βωμού;
                                                                 Smith (μτφρ.: Γιάννης Καραγιαννάκης)


                                      Modigliani:  Γυμνή Γυναίκα

40.
Η Κατάρα Των Ερώτων

Πόρνη αγάπη
κάθε φορά πιο πίσω
πιο φτωχός κάθε φορά
μάγισσα κι άπιστη
στον ομφαλό του χάους
τα ξόρκια περισσεύουν
έρπουν οι γλώσσες της φωτιάς
στα πόδια των ερώτων
κατάρα στους έρωτες!

μόνο να καίνε
μόνο να γλείφουν πέτρες
να σέρνονται στους ήλιους
και να παλεύουν για νερό
και να μη βρίσκουν
και να γλιστρούν
να πνίγονται στον ίδρω τους
ειρωνικά στο πριν
στο γέλιο αθώα
στη λήθη βιαστικά
κατάρα!
να φεύγουν
άκορμοι να τρέμουν
να τρέμουν και να χαίρονται, κατάρα!
να μην αντέχει να τους δει
κόρη ματιού
να μη βαστάει το βάρος τους το χώμα
να σπάνε
να μοιράζονται
σε δυο
σε χίλια
σε άπειρα
ν’ ανατριχιάζουν πόρους ανοιχτούς
φακιρικά να γέρνουν
να κοιμούνται
άγρυπνο ύπνο
ατίθασο
στιγμές να μη γνωρίζουν
να πλέουν σε φλέβες κοφτερές
κατάρα των ερώτων
φόβο να μη γνωρίζουν
μόνο ηδονές και λιώσιμο
βορές να γίνονται
στ’ αγγίγματα ν’ αντέχουν
τους ανυπότακτους αυτούς
τους άμοιρους
να τους ορίζουν μοίρες
να τους δωρίζουν μοίρες
μοίρες θνητές
αυτούς, τους ημιθέους
καταραμένους έρωτες…
                                                                                    Παναγιώτα Πετροπούλου


                                       Mario TauzinΆτιτλο (~1928)

41.
                  Στη Ναταλία

Πολεμιστής, μπροστά στον πόνο γονατίζω·
μπροστά στον βράχο τον ασύντριφτο σωπαίνω·
τη σκέψη μου στα μαύρα έγκατα βυθίζω
και βλέπω, Κόρη, να φιλάς τον Ματωμένο.

Και λες: “Το πρόσωπό του πάντα ψηλαφίζω
και στον αέρα της νυχτιάς τον ανασαίνω
τον ‘Αγγελο του Έρωτα και πάλι σφύζω
απ’ της Αγάπης τον παλμό τον μακρυσμένο
“.

Κι εγώ στην πέτρα κάποιος πάντα που σκαλίζει
το οργισμένο της Αγάπης σου το κύμα
καθώς ξεσπά κι υψώνεται κι αφρίζει

στο πάντα αταίριαστο για τις Αγάπες μνήμα…
… Σιωπή… Μια θέρμη απλώνεται -και σε καλύπτει-
από την αδιαπέραστη της Μοίρας κρύπτη…
                                                                                               Θεοδόσης Βολκώφ


               Feodor RojankovskyΣκηνή Απελπισίας (λιθογραφία 1948)

42.
      Για Την Άννυ

Ευχαριστώ τον Ουρανό!
Κρίση και κίνδυνος είναι πια παρελθόν
Η νόσος μου η παρατεταμένη
τελείωσε και ο πυρετός
λέγεται πλέον “ζωντανός”
και η πορεία του πετυχημένη.

Δυστυχώς πλέον τώρα λογαριάζω
και λυπημένος απ’ τη δύναμή μου,
μηδέ κινώντας ούτε μυ μου
κάθε που ψέμματα αραδιάζω,
αλλά δεν έχει σημασία, τελικά.
Επιτέλους είμαι τώρα πια καλά.

Τώρα που ξεκουράζομαι ήρεμα,
βλέπω απ’ το κρεββάτι μου
σαν ένας παρατηρητής,
να μοιάζω πλέον με νεκρό
και λέω και ν’ αρχίσω,
σαν να με σκέφτομαι νεκρό.

Η γκρίνια και το βογκητό
οι στεναγμοί, το δάκρυ,
συχάσαν τώρα πια τελείως.
Με το φριχτό χτύπημα αυτό
-αχ, στη καρδιά ήταν φριχτό-
και καρδιοχτύπι τρομερό.

Η αρρώστια, η ναυτία
κι ο άθλιος ο πόνος,
πάψανε με τον πυρετό μου.
Μου τρέλλαινε τη σκέψη
αυτός o “ζωντανός” ο πυρετός,
έκαψε το μυαλό μου.

Κι απ’ όλα μου τα βάσανα,
αυτό ήταν χειρότερο
κι έχει υποχωρήσει -τρομερό
το βάσανο της δίψας
για το ποτάμι ναφθαλίνης
του πάθους του καταραμένου-,
εγώ έπινα πολύ νερό
που σβήνει αυτή τη δίψα.

Ένα νερό που ρέει
με ήχο νανουριστικό
από πηγή σε λίγα μέτρα
κάτω απ΄ την επιφάνεια της γης,
σε μια σπηλιά, όχι μακρυά,
και κάτω απ’ το έδαφος.

Κι αχ! μη τ’ αφήσετε ποτέ,
είπε, να είν’ ανόητο τόσο,
γιατί το δώμα θλιβερό
και το κρεββάτι μου στενό,
γι’ αυτόν που δεν έκλεισε μάτι
ποτέ σε διαφορετικό
και πρέπει, για να κοιμηθείς,
πάντα τον ύπνο να καλείς
σε τούτο το κρεββάτι.

Το πνεύμα μου ξεγελασμένο
και ήρεμα αναπαυμένο,
ξεχνώντας ή ποτέ να μη λυπάται
τα ρόδα του -τις ταραχές του-,
τριαντάφυλλα και τις μυρτιές του.

Και τώρα εν’ όσω ήσυχα,
ψέμματα θα φαντάζεται,
μια πιο γερή οσμή
για τούτα, με πανσέδες,
μια μυρωδιά δενδρολιβάνου
-με τον πανσέ, συνδυασμό-
μ’ απήγανο κι υπέροχους
πουριτανούς πανσέδες.

Κι έτσι βρίσκεται ευτυχώς
να κολυμπάει σε πολλά,
σε όνειρο αληθινό
κι η ομορφιά της Άννυ-
μες στο λουτρό πνιγμένος,
στις Άννυ τις κοτσίδες.

Γλυκά-γλυκά με φίλησε,
με χάιδεψε μ’ αγάπη,
κι ύστερα έγειρα απαλά
να κοιμηθώ στο κόρφο της.
Βαθιά αποκοιμήθηκα
στους παραδείσους των μαστών της.

Όταν εσβήστηκε το φως,
με τύλιξε ζεστά
και προσευχήθηκε σ’ αγγέλους,
να με κρατήσει ασφαλή.
Ζήτησε απ’ των αγγέλων τη βασίλισσα
να με φυλάξει από κακό.

Και κείτομαι τόσο ήρεμα
τώρα στο κρεββάτι μου,
(ξέροντας την αγάπη της),
να με φαντάζεται νεκρό
κι αναπαύομαι ευτυχής,
τώρα στο κρεββάτι μου
(με την αγάπη της στο στήθος).
Να με φαντάζεται νεκρό
και να ριγά κοιτώντας με,
στη σκέψη της, νεκρός.

Μα η καρδιά πιο φωτεινή
μου είν’ απ’ όλα τ’ άλλα.
Στον ουρανό τ’ αστέρια
λάμπουνε με την Άννυ.

Λάμπουν μ’ όλο το φως της,
της Άννυ την αγάπη-
στη σκέψη του φωτός της,
στης Άννυ μου τα μάτια.
                                                                                       Poe: (μτφρ.: Πάτροκλος)

 PicassoΕρωτική Σκηνή

43.
              Το Τραγούδι Της Γιασοντάρα

Τα κόκκινα, ιερά γυμνά του πέλματα κοσμεί τέλειος τροχός*
Τα μακριά του πέδιλα με φωτεινά σημάδια κοσμημένα.
Τα πόδια του με διάφορα σημάδια διδαχής διακοσμημένα.
Πράγματι, αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων λιοντάρι.
Είν’ ένας πρίγκηπας ευαίσθητος, της Σάκυα καμάρι.

Το σώμα του γεμάτο με σημάδια: στόχος η ευημερία.
Πράγματι, αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων λιοντάρι.
Σαν τη πανσέληνο είν το πρόσωπο του, σα φεγγάρι.
Σ’ ανθρώπους και θεούς πάντοτε είν’ αγαπητός.
Βάδισμα όμορφο, του ελέφα ευγενών φυλών, με ηρεμία.

Πράγματι, αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων λιοντάρι.
Είν’ ευγενής, βαστά γερά από γενιά πολεμιστή.
Τα πόδια του από θεούς κι ανθρώπους έχουν τιμηθεί.
Στο νου του συγκεντρώνεται ηθικά, ο ιερός σκοπός.
Αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων λιοντάρι.

Μακριά κι όμορφη η μύτη του, καλοσχηματισμένη χάρη.
Μεγάλα κι όμορφα, σαν μιας δαμάλας, βλέφαρα ίδια.
Τα μάτια του σκουρόχρωμα, ουράνιο τόξο, σκούρα φρύδια.
Πράγματι, αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων λιοντάρι.
Λείος και στρόγγυλος, καλοσχηματισμένος του ο λαιμός.

Σαγόνια έχει δυνατά σαν το λιοντάρι.
Κορμί χρυσό, σαν των θηρίων βασιλιά.
Αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων καμάρι.
Έχει βαθειά φωνή, γλυκειά και μαλακιά.
Η γλώσσα του είναι πορφυρή όπως το κινναβάρι.

Τα δόντια του λευκά σε κάθε τους σειρά, σαν το μαργαριτάρι.
Αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων καμάρι.
Σκουρόχρωμο και όμορφο μαλλί και λαμπερό.
Το μέτωπό πλατύ, σα καλογυαλισμένο πιάτο είναι χρυσό.
Η τούφα μες στα φρύδια του, ωραία σαν άστρο πρωινό.

Όπως το πλήθος αστεριών, όλ’ ακλουθάν φεγγάρι,
έτσι και ο πατέρας σου των άνθρωπων λιοντάρι,
το μονοπάτι τ’ ουρανού ακολουθά σωστά
και γύρω αστράκια οι μοναχοί, ακολουθάν πιστά.
Αυτός είν’ ο πατέρας σου, των άνθρωπων καμάρι.

* Ντάρμα=dharma, κύκλος γνώσης/διδαχής.
Εδώ μιλά στο γιο της, για το σύζυγό της και πατέρα του,  τον Βούδδα.
                                                                           Yasodharā (μτφρ.: Πάτροκλος)


               MunchΗ Rosa Meissner Στο  Ξενοδοχείο Rohn (φωτ. 1907)

44.

       13 Αρχαία + 1 Επιγράμματα:

1
Στα κορφοβούνια τα ψηλά, πολλές φορές,
εκεί πούποτε χαίρονται θεοί και οι θεές,
κρατώντας μαλαμάτινο στο χέρι αγγείο,
-τρανό σαν κείνο που ‘χουν οι βοσκοί-,
άρμεξες μόνη, λιονταρίσιο γάλα από κει,
κι έφτιαξες χλωροτύρι, όμορφο και θείο.

2
Ω! πια δε μου βαστούν τα γόνατά μου άλλο,
γλυκόλαλες, μελίρρυτες παρθένες, όπως πρώτα,
θα ‘θελα να ‘μουν αλκυών στο κύμα το μεγάλο,
να γλείφω πάνω τον αφρό ξυστά λαφροπετώντα’,
με τ’ άλλα αλκυονόπουλα κι άτρομος στη καρδιά μου,
την άνοιξη να προμηνώ στα ροδογάλαζα φτερά μου.
                                                                                          Αλκμάν (μτφρ.: Πάτροκλος)
3
Προτού σε κλίνη, ο Γόργιππος, να δει γυναίκας σώμα,
τη Περσεφόνη αντάμωσε, βαθιά στο μαύρο χώμα.
                                                                                      Ανώνυμος (μτφρ.: Πάτροκλος)
4
Εξήντα πια η Χαριτώ, μα χρόνια δε μετράνε,
κοράκου κώμη και βυζιά, έχει που σε κεντάνε,
από τη σάρκα της σταλά, μύρο και αμβροσία
και δέρμα ατσαλάκωτο, χαρίτων πανδαισία.
Εσείς λοιπόν που θέλετε να δώσετε παράδες
σπεύστε και μη μετρήσετε των χρόνων τις δεκάδες!
                                                                                        
5
Κάποια Παφιώτισσα Δημώ ηράσθην, -τι είρωνεία
μετά μία Σαμιώτισσα Δημώ, -χωρίς αστεία,
τρίτη, απ’ τις Υσιές Δημώ, -πάγωσα σαν την είδα
και μια τέταρτη Δημώ, από την Αργολίδα.
Οι Μοίρες κάτι ξέρανε και δώσαν τ’ όνομά μου:
Φιλό-δημος! Κάποια Δημώ θα παίρνει τα μυαλά μου!

6
Με λάγνο βλέμμα, άσμα με γλυκειά φωνή
και της Ξανθίππης η φωτιά, σε σιγοψήνει.
Άχου ψυχή μου! Θα σε κάψει σα καμίνι.
Δε θα γνωρίζεις πώς, ή πότε. τί και γιατί
και θα τα μάθεις όταν στάχτη θα ‘χεις γίνει. 
                                                                                    Φιλόδημος (μτφρ.: Πάτροκλος)

7
Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθια,
που σάλευαν, μήλα χρυσά, στο γαλατένιο σώμα.
Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε, αλήθεια,
να είναι πιότερο υγροί κι απ’ το νεράκι ακόμα…
Φουσκώνει το μουνάκι της, μπροστά το χέρι βάζει,
μα όσο και να το ‘θελε, όλο δεν το σκεπάζει.

8
Μαλλώνανε τρεις κοπελιές, ποιά το ‘χει πιο ωραίο:
Η Ροδόπη, η Ροδόκλεια και η Μελίτη αντάμα.
Και στάθηκαν ίδιες θεές, γυμνούλες να τις κρίνω.

Της πρώτης έλαμπε ακριβό στο μέσο, το μηραίο,
σαν κόκκινο τριαντάφυλλο που τρέμει στο αγιάζι.

Της δεύτερης λαμπύριζεν υγρό κι όλο αντάρα,
σαν το γλυπτό που τέλειωσε και σε ναό σταλάζει.

(της Μελίτης λείπει…)

Αλλά εγώ γνωρίζοντας του Πάρι τη λαχτάρα,
βράβευσα, όμοια και τις τρεις, με το δικό μου κρίνο!
                                                                                      Ρουφίνος (μτφρ.: Πάτροκλος)

9
Μες στου δάσους τη σκιά στον ύπνο δοσμένο,
ίδιο Κύπρης, ροδομάγουλο γιο πλαγιασμένο.
Βέλη, τόξα, φαρέτρα, στο κλαρί κρεμασμένα,
είδα, με χαρούμενα ρόδα τριγύρω ανθισμένα,
κοιμισμένος γελούσε. Κι από πάνω μελίσσι,
να γλυκάνει τα χείλη του, μέλι είχε χύσει.

Σαν άστρο έλαμπες τ’ς αυγής
πριν κατεβείς στον Άδη.
Κι Αποσπερίτης στων νεκρών
πια φέγγεις το σκοτάδι.
                                                                                       Πλάτων (μτφρ.: Πάτροκλος)

10
Προτιμώ Φιλίννα τις ρυτίδες σου, από της ήβης τους χυμούς,
μες στις παλάμες μου τα στήθια σου κι όχι νεανικούς μαστούς.
Το Φθινοπώρι σου καλλίτερο απ’ τις Άνοιξες των κοριτσιών
και ο Χειμώνας σου θερμότερος, απ’ όλων των Καλοκαιριών.

                                                                 Παύλος Σιλεντιάριος (μτφρ.: Πάτροκλος)

11
Ανθίζει τώρα ολόλολευκος, όμορφος μενεξές,
κι ο νάρκισσος που λαχτάραει τη βροχή,
τα κρίνα ανθίζουνε στων λόφων τις πλαγιές.
Κι η Ζηνοφίλα, σα το ρόδο της Πειθούς κι αυτή,
ανθίζει ηδυπαθής σαν άνθος μέσα στ’ άλλα.
Τι καμαρώνετε αγροί για τ’ ανθισμένα σας μαλλιά;
Μες στα υπέροχα άνθη σας καλλίστη η κοπελλιά.

12
Βάλε κρασί και πες ξανά: “στη ‘γειά σου Ηλιοδώρα“,
σμίξε το απίθανο πιοτό με το γλυκό ονομά της,
Το στέφανο, -το χτεσινό- λουσμένο στ’ άρωμά της,
φόρα το συ και έλα μου, κείνη να μου θυμίζει,
αχ! δες το ρόδο του Έρωτα, για κείνη πως δακρύζει,
που μακρυά, σ’ άλλη αγκαλιά, τη βλέπω να ‘ναι τώρα.

13
Στης Τιμαρίου τη φρεγάτα, το κουπί της,
-κάποτ’ ωραία- δε ξεκουνά, της Αφροδίτης.
Κυρτώσανε οι ώμοι της, σαν το σαθρό κατάρτι,
και τ’ ασημιά της τα μαλλιά, σα ξεφτισμένοι κάβοι
και χαλαρά, σαν τα πανιά, της κρέμονται τα στήθη,
Μπόρα θαρρείς έχει αυλακώσει τη κοιλιά της.
Μπάζει το σκάφος τα νερά, πρώρα και πρύμνη,
τα γόνατά της τρίζουνε, πλημμύρισε τ’ αμπάρι.
Αχ! δυστυχής ό που καράβι σάπιο πάρει
και ζωντανός περνά τ’ Αχέροντα τη λίμνη.
                                                                              Μελέαγρος (μτφρ.: Πάτροκλος)
+1
Κρύβει τα δυο της τα βυζάκια, η αγάπη μου
και μου γελά μ’ αυτά τα μάτια τα μεγάλα.
Νιώθει καλά, γιατί δε ξέρει το μεράκι μου,
πως κείνα θα ‘πρεπε να κρύβει κι όχι τ’ άλλα!
                                                                                                           Πάτροκλος


                           AnonymousΆτιτλη Φωτογραφία (~1890)

45.
      Το Εγκώμιο Της Ινάννα

Ω ∆έσποινα όλων των ∆υνάµεων, αγλαή
γυνή φωτοπερίχυτη, καλή!
Σε αγαπούν ο ουρανός κι η Γη.
Σαν όρνεο πετάς τη χώρα να ραµφίζεις.

Όρµάς με καταιγίδας τη μορφή, 
σα θύελλα βρυχάσαι, μανιασμένη,
αστράφτεις μ’ ατραποβροντή
και μ’ άνεμους κακούς αγκαλιασμένη.

Τα πόδια σου αδιάκοπα κινούνται. 
Την άρπα των λυγμών αυτή κινείς
 ν’ αρχίσει να θρηνεί, την οδηγείς,
Ω ∆έσποινα της χώρας ύψιστη εσύ!
Ποιός σου αρνήθηκε ποτέ τη δόξα, τη τιµή;

Ω των βασιλέων βασίλισσα,
θείων ∆υνάµεων η κτητόρισσα!
Σκιές ζυγώνουνε το φως, στ’ αγιάζι,
γύρω µου η µέρα σκοτεινιάζει…
                                                                    Eν Χεντού’ Άννα (μτφρ. Πάτροκλος)

                        Toulouse-Lautrec: Γυμνή Γυναίκα Στέκεται

46.
    Τα Τάνγκα Της

Nα μου γράφεις συχνά,
ως οι αγριόχηνες γράφουν στα νέφη
με τα βουρτσισμένα φτερά τους
τραβώντας για το βοριά.
Μη σταματάς να μου γράφεις.

Καθώς η ζωή τραβά εμπρός,
ποιός τάχα θα της διαβάσει
ετούτο το μνημούρι,
που η ανάμνησή του
δε θα σβήσει ποτέ;

Προσπάθησα να σε ξαναδώ,
το θελα να σε συναντήσω
πριν καν το πω, είχες χαθεί
πίσω από τα σύννεφα, θωρώντας
το φεγγάρι του μεσονυχτιού.

Παγίδα και λαχτάρα
κοιτώντας το φεγγάρι
στις θάλασσες της δύσης
να βουτά, είναι καιρός
για δάκρυα, τίποτ’ άλλο.

Όσο σβήνει το τραγούδι
των γρύλλων στο φράχτη,
δεν μπορώ να σταματήσω
τον αποχαιρετισμό του φθινοπώρου,
πόσο λυπηρό… αλλά κι εγώ…

Μηνύματα στα δυτικά
‘κλουθώντας το φεγγάρι,
γιατί να ξεχάσω;
Για να στείλεις νέα
με τα παιγνιδιάρικα νέφη;

Αν είναι να χαθώ
μπορείς να έρθεις
φωνάζοντας τ’ όνομά μου
ψάχνοντάς με
ακόμα και στον τάφο;

Βαθιά, στων μακρυνών λόφων
τη δροσιά, γίνονται άλικα
τα φύλλα του σφενδάμου.
Πως θάθελα να σου δείξω
το χρώμα στα μανίκια μου…
                                                              Shikibu (απόδ.:Πάτροκλος)

             SchieleΓυμνή Με Μαύρες Κάλτσες (Valerie Neuzil)

47.
Το Μεγάλο Μπρετόν-Λαι (Πρόλογος)

Αυτός, που ο Θεός του έχει δώσει
το δώρο της γραφής και της λαλιάς,
δεν πρέπει σε βαρέλι να το χώσει,
αλλά στα έξω να το βγάζει μονομιάς.

Σαν ο καθείς ακούσει για καλό,
τότε αυτό ανθίζει χαρωπά
κι όταν το επαινούνε δυνατά,
τούτο το άνθος δίνει και καρπό.

Ο Πρίσκιαν γράφει πως οι Αρχαίοι
σκόπιμα γράφουν στα κιτάπια τους
πράγματα ωφέλιμα, που οι νέοι
θα βρουν και θα τα κάμουνε κομμάτια τους.

Οι πριν φιλόσοφοι πεισμένοι
πως η αλήθεια λευτερώνει
κι έκαστος πρέπει να τη ψάχνει
‘κεί ακριβώς που ‘ναι κρυμμένη.

Δεν ωφελούσε να κρατήσουν γνώση
για πάρτη τους, τέτοιο χρυσάφι
ο κόσμος να το ‘ξαργυρώσει
και να προσθέσει, και να μάθει.

Αυτοί οι νιοι αναγνώστες κάνουνε
παλιά γραπτά να ξαναλάμπουνε,
βάζοντας το δικό τους μερδικό
βελτιώνοντάς το με καινούριο υλικό.

Γι’ αυτό όποιος θέλει ασφαλής να μείνει
από τον κόσμο, να ‘βρει μια νέα ασχολία.
Να ψάξει και να μάθει, ό,τι κι αν γίνει,
και να κινήσει γράφοντας βιβλία.

Τότε το πρόβλημα αυτό παραμερίζει,
σαν το κακό το γείτονα. Και πρώτη εγώ
τη θλίψη διώχνω, και αμέσως ξεκινώ
μιαν ιδέα που πολύ με τριγυρίζει.

Να μεταφράσω απ’ τα λατινικά μια καλή
που ‘χα ακούσει, ιστορία ρομαντική
μα σκέφτηκα πως μάταιον είναι επειδή
την είχαν γράψει πριν από εμέ πολλοί.

Τότε σκέφτηκα τρουβέρους και τα λαι τους
που άκουγα μικρότερη και μου αρέσαν τόσο.
Για μένα γράφτηκαν και για τη μνήμη
κι εγώ σ’ ενα μπρετόν-λαι θ’ αποδώσω.

Δεν είχα πια καμμιάν αμφιβολία:
και κείνοι ακούσανε κάπου την ιστορία
και τηνε τραγουδήσανε στο κόσμο,
να μαθευτεί, να ακουστεί κι εγώ θα μετανιώσω,

αν δεν τη στήσω αφού την αποδώσω.
Έχω ακούσει μύρια, και λέω μοναχή μου,
να τα ‘πιστρέψω ζωντανά στο κόσμο,
αφού τους βάλω και τη ρίμα τη δική μου.

Πολλά, ο ένας ο μινστρέλ και για πολλές ημέρες
στ’ αυτί μου έψαλλε γλυκά, τα λαι της στράτας.
Κι εγώ λοιπόν τα έφκιασα, τους έβαλα και ρίμα
κι ας τρεμοπαίζαν τα κεριά στου ξενυχτιού τη λίμα.

Γιατί μπορούσα! Τα ‘κανα στη κάμαρά μου μόνη,
τα πάσχισα, τα δούλεψα, ξαγρύπνησα για ‘κεινα,
μη σβήσουνε στα τρίστρατα, στης λησμονιάς τη σκόνη,
παρά ν’ ανθίσουνε κι αυτά σαν τα λευκά τα κρίνα.

Και όλ’ αυτά για σένα Βασιλιά μου ευγενή
που η ισχύς σου κάνει τον κόσμο ν’ αντηχεί.
Κι από τη διάτα σου όλες πηγάζουν οι χαρές
και στη μεγάλη σου καρδιά φωλιάζουν αρετές.

Για ‘σέ ανέλαβα το λαι, να το συνθέσω,
να στο προσφέρω δώρο ρυθμικό μου.
Απέραντη χαρά μου θα προσθέσω,
αν το δεχτείς το δώρο το δικό μου,

θα ‘μαι χαρούμενη για πάντα και μια μέρα!
Κι όχι δεν είν’ η έπαρση, αμαρτία μου,
Μα δες! Τα λαι ξεκίνησαν για πέρα,
μείνε κοντά κι άκου την ιστορία μου…
                                                                Μαρί Ντε Φρανς (μτφρ.: Ελένη Παππά)

                                 MatisseΓυμνό Με Λευκή Πετσέτα

48.
           Σοννέττο ΧVΙΙΙ

Φίλα με πάλι, φίλα με ξανά, ξανά και πάλι:
Δώσ’ μου το απολαυστικώτερο φιλί σου
Το πιο ερωτικό σου δώσε μου φιλί σου,
καυτό θα στο γυρνώ κάρβουνο σε μαγκάλι.

Κουράστηκες στη θλίψη; Θα σε ξεκουράσω,
ανταλλάσσοντας σου δέκα μεθυσμένα μου φιλιά
και δίνοντας και δέκα ακόμα πιο γλυκά φιλιά.
Δρέψε με απολαυστικά κι εγώ μες στη χαρά θα σ’ απολαύσω.

Τότε για μας τους δυο θα ‘ρθεί ζωή διπλή.
Καθένας για τον ίδιο και το ταίρι του, θα ζει.
Άσε με αγάπη μου, να στοχαστώ άσκοπα σαν τρελλή:

Πάντα νιώθω δυσάρεστα, ζώντας περιορισμένη
και δε μπορώ, δε δύναμαι, να είμαι ευτυχισμένη,
έξω απ’ τα όριά μου, ένα άλμα αν δεν βγαίνει.
                                                                           Λουίζ Λαμπέ (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                Feodor RojankovskyΆτιτλο (~1930)

49.
           Μανιφέστο

Απεταξάμην, μια γυνή, εγώ,
του φύλου μου τα σύμβολα εδώ:
τ’ αργαλειού σαΐτες, καλάθια και κλωστές.

Τον με χαρά γεμάτο, Παρνασσό,
ολάνθιστο με τα γιορντάνια, αγαπώ.
Άλλες γυρεύουν άλλα, οι γυνές,
εγώ όμως αυτά που πεθυμώ,
είν’ η περφάνεια μου κι οι ηδονές.
                                                   Ολυμπία Φούλβια Μοράτα (μτφρ.: Πάτροκλος)


                              RiveraΓυμνό Της Φρίντα Κάλο

50.
Ι
Καμμία κόλαση δεν είναι χειρότερη,
από τη λανθάνουσα ηθική ελευθεριότητα.
Η ζωή είναι ένας θάνατος σκληρός, χωρίς εσένα.
Η ευτυχία μου μετριέται σε… ίντσες: 2, 4, 6, 8…
           Γιατί λατρεύω τόσο τα… παπούτσια!

ΙΙ
Αισθάνομαι τόσο γλυκειά, λαχταριστή,
σαν είμαι στο κρεβάτι μ’ έναν άντρα,
που νιώθω, να μ’ αγαπά και να με δρέπει,
γιατί η απόλαυσή μου ξεπερνά κάθε χαρά,
κι αν, πριν, ο κόμπος τ’ έρωτα φαινότανε σφιχτός,
ύστερα σφίγγεται ακόμα πιο πολύ…

ΙΙΙ
Χορέψαμε τα νιάτα μας σ’ ονειρεμένη πόλη:
Παραδεισένια Βενετιά! Περήφανοι κι ωραίοι.
Ζούσαμε για τον έρωτα και πόθο για ομορφιά,
διασκέδαση, απόλαυση, το μόνο μας καθήκον.

Δύο φορές γυρισαμε τη γη, τον ουρανό
κι από το κέφι το πολύ, η βλογημένη μέθη,
που τότε λέγαμε πως θα κρατήσει αιώνια.
Η δόξα μας σφραγίστη απ’ τη πέννα του Θεού.

Μα πάντα ο παράδεισός μας είναι εύθραυστος:
κόντρα στους φόβους των ανθρώπων, πάντα χάνει.

ΙV
Αν είμαστε σπουδαγμένες κι οπλισμένες
μπορούμε έυκολα να πείσουμε τους άντρες,
πως έχουμε κι εμείς χέρια και πόδια
και μια καρδιά σαν τη δική τους.

Παρόλο που ‘μαστ’ απαλές κι ευαίσθητες
-και ορισμένοι άντρες είναι κι είναι δυνατοί,
κι άλλοι τραχείς μα και σκληροί, είναι δειλοί-
γυναίκες, ακόμα δεν το έχετε συλλάβει
γιατί αν αποφασίσετε να δράσετε,
μπορείτε να τους πολεμήσετε ως το τέλος.

Για ν’ αποδείξω ότι λέω την αλήθεια,
ανάμεσα σε τόσες σας γυναίκες,
θα ‘μαι η πρώτη απ’ αυτές που θα ενεργήσουν
δίνοντας το παράδειγμα κι άλλες ν’ ακολουθήσουν.
                                                                  Βερόνικα Φράνκο (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                  HopperΚοριτσίστικο Σώου

51.
         Σοννέτο 146

Κόσμε, ω! γιατί με κυνηγάς;
Πώς βλάπτω αν μόνο πεθυμώ
να ομορφήνω το μυαλό,
μη το χαρίσω μίας φρούδας ομορφιάς;

Πλούτη και θησαυρούς δεν εκτιμώ
κι έτσι είμαι πάντα ευτυχισμένη.
Πλουτίζω μόνο το μυαλό,
κι όχι σε θησαυρούς δοσμένη.
                                                                              Sor Juana (μτφρ.: Πάτροκλος)


                                   MunchΜοντέλο Σε Ψάθινη Καρέκλα

52.
            Ελεγεία

Τσαμπί, γεμάτο με του Διόνυσου χυμό,
μες στον κοιτώνα αναπαύεσαι της χρυσής Αφροδίτης.
Κι ούτε πια η μητέρα σου άμπελος
θα σ’ αγκαλιάσει με κλήμα εράσμιο,
μήτε θα βγάλει φύλλα που ευωδιάζουνε
νέκταρ απ’ το κεφάλι σου απάνω.

Ανιγριάδες νύμφες, κόρες του ποταμού,
που τούτα τα βάθη έξοχες με ρόδινα
πόδια πάντοτε βαδίζετε, χαίρετε
και τον Κλεώνυμο σώζετε, που τούτα
τα ωραία σε σας αφιέρωσε
αγάλματα κάτω απ’ τα πεύκα.
                                                                                                                    Μοιρώ


                    Modigliani: Κοιμισμένη Με Ανοιχτά Χέρια

53.
Μικρή Σουΐτα Σε Κόκκινο Μείζον

Ι.
Πλήθος λεμόνια
επάνω στο τραπέζι
στις καρέκλες
στο κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν το σώμα σου
μ’ αρέσει που βρέχει
νύχτα με χίλια λεμόνια
και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα
να σταματάει τους βρεγμένους λαγούς
στα πισινά τους πόδια.
                                        Διακοφτό 18.11.80ΙΙ.
Ω αλάνθαστο σώμα
πόσα και πόσα λάθη
μ’ ένα μικρό διαβατικό φεγγάρι
στα γυμνά δέντρα του πεζοδρομίου
αδειούχοι στρατιώτες καπνίζουν
κάτω απ’ το υπόστεγο
βρέχει όλη μέρα
ακούω το νερό να κυλάει ατέλειωτο
απ’ τα λούκια στο δρόμο
παρότι το ξέρω
αυτό το εισιτήριο
είναι εκπρόθεσμο πιά.
                                        Αθήνα 18.11.80ΙΙΙ.
Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω τη νάϋλον σακούλα
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια-
τι απέραντη απόσταση διανύω
απ’ το σώμα σου
έως το σώμα σου.
                                        Αθήνα 19.11.80                                  Ρίτσος


                   SchieleΓυμνή Γυναίκα Με Μαύρες Κάλτσες

55.
                    Αγκάθι

Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο
        κι είμαι πάνω της αγκάθι…
        Μη το πείτε και τ’ ακούσουνε
        η καλή μου μη το μάθει…

Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
        την αυγούλα κάποιου Απρίλη
        με χαμόγελο στα μάτια της,
        μ’ ομορφιά πάνω στα χείλη.

Θαμπωμένη από την κόκκινη,
        καταματωμένη μου όψη,
        με τ’ αργό της το βημάτισμα,
        θα σιμώσει να με κόψει.

Μα το κάτασπρο χεράκι της
        που αγαπώ και τρέμω τόσο
        θα χαρώ -χαρά περήφανη-
        με κακία να τ’ αγκυλώσω.

Και μια στάλα απ’ το αίμα πέφτοντας
        πέταλά μου ματωμένα
        θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
        θα γενεί μαζί σας ένα…
                                                            Pushkin (απόδ.: Γιάννης Αηδονόπουλος)

                    SchieleΓυμνό Με Ολάνοιχτα Πόδια

56.
        Ατθίδα

Σαν άνεμος μου τίναξε
ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό,
βελανιδιές θα στρέψει.

Ήρθες, καλά που έκαμες,
που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες τη ψυχούλα μου,
φωτιά σε λαχταρούσα.

Από το γάλα πιο λευκή
απ’ το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό,
πιο απαλή.

Από το ρόδο πιο αγνή
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκειά,
πιο μουσική…

Πάλι και πάλι ο έρωτας`
ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω
Ατθίδα μου, που αυτός
με τα φαρμάκια του
το τέρας και τις γλύκες
τα ήπατα μου κόβει;

Κι εσύ πια με βαρέθηκες,
κάνεις φτερά το ξέρω,
κι η Ανδρομέδα χαίρει.
Μα ποιά ειν’ αυτή
που σε ξετρέλλανε,
η χωρικιά που μήτε
πώς να κρατήσει καν
απ’ τον αστράγαλο επάν’
τη φούστα της δε ξέρει;
                                                                                       Σαπφώ (μτφρ.: Ελύτης)


                                        KlimtΑίμα Ψαριού

57.
         Rêve

Η Εύα πέθανε μια μέρα του Μάρτη,
ξημερώματα
Ακολούθησε τον Αδάμ στο ταξίδι του
Η ανάσα του δε θα ζεσταίνει τις νύχτες της
Τα χείλη του δε θα γράφουν
διαδρομές ανήθικες στο κορμί της

Το σώμα του δε θα ενωθεί ξανά με το δικό της
ψάχνοντας το χαμένο του πλευρό.

Εκείνη γεννήθηκε ξανά,
σε χέρια καινούργια,
σ’ ανάσα διαφορετική
έψαξε το πλευρό της…

…Ένιωθε το βλέμμα του,
απαιτητικό κι επιβλητικό,
να χαϊδεύει αδιάκριτα το κορμί της.
Παγιδευμένη στη ματιά
παραδόθηκε στο αόρατο άγγιγμα του.
Βυθίστηκε στη μυρωδιά του κορμιού του.
Αφέθηκε αμαχητί στη πολιορκία του,
όχι αδύναμη,
ίση προς ίσο.
Πρόσφερε το μυαλό της,
δώρο ακριβό,
στον κατακτητή του κορμιού της

Κι εκείνος,
σεβόμενος τη προσφορά,
άγγιξε το κορμί της.
Γεύτηκε τα χείλη της.
Άφησε την ανάσα του,
βαρειά και καυτή καθώς ήταν,
ν’ αναστατώσει τη σάρκα της.
Γεύτηκε τους καρπούς της.
Ήπιε νερό απ’ τη πηγή της.
Έδωσε τη μάχη του μέσα της.
Πολιορκητής και κατακτημένη,
ενωμένοι χαμογέλασαν.
Έκλεισαν τη στιγμή
στην αγκαλιά και στο φιλί…

…Σαν άλλη Ελένη παραδόθηκε
στα χέρια του Πάρη
ζώντας τον πόλεμο
του Πριν και του Μετά!                     
                                                            Ελένη Παππά

                            Hopper: Καλοκαιρινά Εσώψυχα

58.
    Το Τραγούδι Της Πόλλυ Πήτσαμ

Κάποτε νόμιζα, όταν ήμουν ακόμα αγνή
-αγνή ναι, όπως ήσουν κι εσύ-
Ίσως έρθει και σε μένα κάποιος μια φορά
Και θα πρέπει να ξέρω τι να ειπώ.
Κι αν έχει λεφτά
Κι αν είναι κύριος
Κι αν ο γιακάς του είναι πάντα καθαρός
Κι αν ξέρει όλα όσα θέλει μια κυρία
Θα του πω “όχι”!
Κρατάει τότε κανείς το κεφάλι ψηλά
Και μένει ολότελα αδέσμευτος.
Βέβαια, όλη τη νύχτα λάμπει το φεγγάρι
Βέβαια, το βαρκάκι δένεται στην όχθη
Όμως άλλο τίποτα.
Ε δε γίνετ’ έτσι σκέτα να ξαπλώνεσαι!
Ναι, σκληρός κι άκαρδος να ‘ναι κανείς.
Ναι, μπορούσαν τόσα να γίνουν.
Μα αχ, τότε μονάχα το “όχι”.

Ο πρώτος που ήρθε ήταν απ’ το Κεντ
Κι ήταν πολύ καθωςπρέπει.
Ο δεύτερος είχε τρία καράβια αραγμένα
Κι ο τρίτος χαμένο το νου του για μένα.
Κι αν είχαν λεφτά
Κι αν ήταν κύριοι
Κι αν ο γιακάς τους ήταν πάντα καθαρός
Κι αν ήξεραν όλα που θέλει μια κυρία
Εγώ όμως τους είπα: “Όχι”.
Κρατάει κανείς το κεφάλι ψηλά.
Κι έμεινα ολότελα αδέσμευτη.
Βέβαια, όλη τη νύχτα το φεγγάρι
Βέβαια, το βαρκάκι δέθηκε στην όχθη.
Όμως άλλο τίποτα.
Ε δε γίνετ’ έτσι σκέτα να ξαπλώνεσαι!
Ναι, έπρεπε σκληρή κι άκαρδη να ‘μαι.
Βέβαια, μπορούσανε τόσα να γίνουν!
Τότε όμως μονάχα το “όχι”.

Αλλά μια μέρα, με γαλάζιο ουρανό
Ήρθ’ ένας, χωρίς παρακάλια
Κρεμάει το καπέλο στο καρφί στη κάμαρά μου
Και δεν ήξερα πια τι να ειπώ.
Κι αν δεν είχε λεφτά
Κι αν κύριος δεν ήταν
Κι ο γιακάς του ούτε τις σκόλες καθαρός
Κι αν δεν ήξερε όσα θέλει μια κυρία
Σ’ αυτόν δεν είπα “όχι”.
Τότε ψηλά δε κρατάς το κεφάλι
Ούτε μένεις άλλο πια αδέσμευτη.
Αχ, έλαμπε όλη τη νύχτα το φεγγάρι
Και το βαρκάκι λύθηκε απ’ την όχθη.
Κι ούτε μπορούσε να γίνει κι αλλοιώς.
Τότε πια, τι να κάνεις, ξαπλώνεσαι.
Δε μπορείς να ‘σαι σκληρή, ούτε άκαρδη.
Αχ, πόσα πολλά ήταν να γίνουν
Τότε “όχι” δεν υπήρχε πια…
                                                                                                               Μπρεχτ


            SchieleΓυμνή Μελαχροινή Με Σηκωμένο Φόρεμα

59.
         Πολυξένη

Bρυκόλακες αλαλάζοντες
και σιδηροπαγείς αύραι
μού έφεραν χτες,
περί το μεσονύκτιον,
μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης,
το μήνυμα του Nτάντε Γκαμπριέλ Pοσσέτι,
του Isidore Ducasse
και του Παναγή του Kουταλιανού.

H πίκρα μου στάθηκε μεγάλη!
Mέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα
εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων,
πρόσμενα τους χρησμούς
των αλλοφρόνων ιππέων,
προσδοκούσα τας μεταφυσικάς
επεμβάσεις των αγαλμάτων.

Mε γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου.
H μόνη μου χαρά
ήταν οι πλόκαμοι των μαλλιών της.
Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα
την άκρη των δακτύλων της.

Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου,
έτρεχα ωσάν τρελλός
να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώσει,
τα λησμονημένα σκιάχτρα
μες απ’ τα χωράφια.

Kαι όμως την έχασα,
μπορώ να πω μες απ’ τα χέρια μου,
ωσάν να μην ήταν ποτέ
παρά ένα απατηλόν όραμα,
παρά ένα κοινότατο σφυρί.

Στη θέση της βρέθηκε
μονάχα ένας καθρέπτης.
Kι όταν έσκυψα να δω
μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη,
δεν είδ’ άλλο τίποτε
παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια:

το ένα ελέγετο Πολυξένη,
και το άλλο,
Πολυξένη επίσης.
                                                                                                       Εγγονόπουλος


                                MunchΓυμνό Γονατιστό (Άννα)

60.
                                   Μια Ερωτική Υπόθεση

     Ο μεγάλος έρωτας του Πραξιτέλη ήταν η Φρύνη, μια πρόσφυγας από τις Θεσπιές που ζούσε στην Αθήνα. Η ερωτική αυτή σχέση ξεκίνησε το 367-366 π.Χ. Ποιά ήταν όμως η Φρύνη; Το πραγματικό όνομά της ήταν Μνησαρέτη κι είχε γεννηθεί στις Θεσπιές, γύρω στο 385 π.Χ.. Ήτανε κόρη του πάμφτωχου Επικλή κι έβγαζε τα προς το ζην, μαζεύοντας και πουλώντας κάπαρη. Όμως, οι φιλοδοξίες της νεαρής την οδήγησαν στην Αθήνα, όπου έχτισε τη λαμπρή της καριέρα. Ξεκίνησε να εργάζεται ως αυλητρίδα κι η ομορφιά κι η γοητεία της πολύ γρήγορα την έκαναν να ξεχωρίσει. Όταν έγινε εταίρα*, άλλαξε το όνομά της σε Φρύνη κι έτσι έχει μείνει γνωστή μέχρι σήμερα. Το όνομα “Φρύνη” προερχόταν από τους μικρούς βατράχους, που είναι σχεδόν διάφανοι όταν γεννιούνται. Το δέρμα της ήταν εξίσου λευκό κι αψεγάδιαστο. Όπως και πολλές άλλες εταίρες, φημιζότανε για τις υψηλές τιμές της. Μία νύχτα μαζί της κόστιζε μία μνα, δηλαδή 100 δραχμές. Το ποσό ήτανε τεράστιο, αλλά κανείς δεν έμεινε παραπονεμένος (και κανείς δεν σε ‘βαζε με το ζόρι! Λέω εγώ).
     Λένε πως άλλαζε τις τιμές, ανάλογα με τη συμπάθεια που έτρεφε για τον κάθε πελάτη της. Γι’ αυτό προσέφερε δωρεάν της υπηρεσίες της στον φιλόσοφο Διογένη, που τον εκτιμούσε πολύ. Φαίνεται πως είχε μεγάλη πέραση στις γυναίκες. Αντιθέτως, όταν αντιπαθούσε κάποιον, αρνούνταν να τον δεχτεί σαν πελάτη, όσα χρήματα κι αν της έδινε (μεγάλη μαγκιά, ξαναλέω εγώ). Κάποια στιγμή, τη προσέγγισε ο ρήτορας Ευθίας κι αυτή απέρριψε όλες του τις προτάσεις, γιατί τονε θεωρούσε πολύ άσχημο κι αγενή. Ο Ευθίας θίχτηκε (Ε! Ευθίας & εύθικτος… λογικό θα μου πείτε, τριτοξαναλέω εγώ) κι αποφάσισε να τιμωρήσει την αυθάδη εταίρα. Τη κατηγόρησε ότι προσπαθούσε να εισάγει στην Αθήνα μία θρησκεία απ’ τη Θράκη, που θα ‘βλαπτε τα ήθη των νεαρών κοριτσιών. Αυτή ήταν ίσως η πιο συνηθισμένη κατηγορία στην αρχαία Αθήνα. Την έσυρε στο δικαστήριο, όπου την εκπροσώπησε ο πρώην εραστής της, Υπερείδης.
     Παρά το ανυπόστατο της κατηγορίας, η δίκη δεν εξελισσόταν αισίως. Οι δικαστές φαίνονταν να έχουν πειστεί απ’ το κατηγορητήριο και πίστευαν ότι ο Υπερείδης ήταν επηρεασμένος απ’ τη σχέση του με τη Φρύνη. Λίγο πριν παρθεί η τελική απόφαση, ο Υπερείδης τράβηξε την εταίρα στο κέντρο του δικαστηρίου, για να μπορούν να τη δουν όλοι. Χωρίς να πει κουβέντα, έσκισε τα ρούχα της κι αποκάλυψε στον κόσμο, το εκθαμβωτικά όμορφο κορμί της. Οι δικαστές τα χάσανε. Νόμισαν ότι έβλεπαν μπροστά τους την ίδια τη Θεά Αφροδίτη. Οι φήμες για το απαράμιλλο κάλλος της εταίρας αποδείχθηκαν αληθινές. Την εποχή εκείνη, ο κόσμος πίστευε ότι η σωματική ομορφιά είχε σχέση με το ήθος και την εύνοια των Θεών. Όταν οι δικαστές αντίκρισαν τη τελειότητα της Φρύνης (!!!), πείστηκαν ότι αν καταδίκαζαν αυτή τη γυναίκα, καταδίκαζαν την αγαπημένη των Θεών. Η εταίρα αθωώθηκε κι η φήμη ότι ήταν η επίγεια Θεά Αφροδίτη εξαπλώθηκε. Η Φρύνη ήτανε πλέον απ’ τις διασημότερες εταίρες της αρχαίας Ελλάδας. Είχε συγκεντρώσει τόσα πλούτη, που προσφέρθηκε να ξαναχτίσει τα τείχη της Θήβας, που ‘χε καταστρέψει ο Μ. Αλέξανδρος το 336 π.Χ. Το μόνο που ζήτησε σαν αντάλλαγμα, ήταν να προστεθεί μία επιγραφή που θα έλεγε: “Καταστράφηκαν από τον Αλέξανδρο, επισκευάστηκαν από τη Φρύνη την εταίρα“. Οι Θηβαίοι απέρριψαν τη πρότασή της, από φόβο μήπως προσβάλλουν τον Αλέξανδρο.
     Ο Πραξιτέλης λοιπόν την είδε πρώτη φορά στη διάρκεια μιας γιορτής. Η Φρύνη φρόντιζε να μη δείχνει ποτέ το γυμνό κορμί της δημοσίως, για να διατηρεί την αίγλη της. Όμως σε κείνη τη γιορτή, χωρίς καμμία ντροπή, έλυσε τα μαλλιά, έβγαλε το χιτώνα της και βούτηξε αμέριμνη στη θάλασσα. Οι παρευρισκόμενοι πίστεψαν πάλι, πως έβλεπαν μπροστά τους την Αφροδίτη. Πολύ γρήγορα, ο Πραξιτέλης έγινε ένας απ’ τους πιο αφοσιωμένους εραστές της. Λέγεται πως ήταν ο μόνος που αγάπησε πραγματικά η εταίρα. Έγινε η μούσα του και με πρότυπο εκείνη, έφτιαξε 3 αγάλματα. Το 1ο το αγόρασαν οι Κνίδιοι κι έγινε ξακουστό ως η Αφροδίτη της Κνίδου. Το 2ο ήταν από πεντελικό μάρμαρο κι ο Πραξιτέλης το δώρισε στη γενέτειρα της Φρύνης, στις Θεσπιές. Το 3ο ήταν ολόχρυσο και στήθηκε στους Δελφούς. Η Φρύνη, παρά τον έρωτά της, δεν έχανε ευκαιρία να αποκομίσει δώρα απ’ τον Πραξιτέλη. Κάποια στιγμή της είπε, ότι θα της έδινε ότι του ζητούσε. Εκείνη ήθελε το μεγαλύτερο αριστούργημά του. Τότε ο Πραξιτέλης της απάντησε, ότι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στα έργα του, ίσως για να αποφύγει να της δώσει το αγαπημένο του. Η πανούργα Φρύνη δεν τον πίστεψε. Έβαλε έναν υπηρέτη του Πραξιτέλη να φωνάξει μες στη μέση της νύχτας, ότι είχε πάρει φωτιά το εργαστήρι του γλύπτη. Ο Πραξιτέλης έντρομος, ζήτησε να βγάλουν έξω το άγαλμα του Έρωτα. Η Φρύνη, που ήτανε ξαπλωμένη δίπλα του, χαμογέλασε πονηρά και τον ενημέρωσε ότι το εργαστήριο δεν κινδύνευε. Εκείνη είχε στήσει όλο το σχέδιο, για να μάθει ποιο ήτανε το αγαπημένο του έργο.
 -“Τον Έρωτα θα μου δώσεις“, του είπε κι ο Πραξιτέλης δεν μπόρεσε ν’ αρνηθεί.

     Η Φρύνη είχε βάλει στοίχημα, ότι κανείς άντρας δεν μπορούσε να αντισταθεί στα κάλλη της. Επέλεξε ως θύμα το φιλόσοφο Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα και δάσκαλο του Δημοσθένη. Πήγε στο σπίτι του και ζήτησε να διανυκτερεύσει εκεί, με τη δικαιολογία ότι τη κυνηγούσανε ληστές. Ο Ξενοκράτης τη φιλοξένησε. Τη νύχτα, η Φρύνη μπήκε κρυφά στο δωμάτιό του και ξάπλωσε δίπλα του. Ο φιλόσοφος δεν ενέδωσε στον πειρασμό. Της ζήτησε να επιστρέψει στο δωμάτιό της κι αυτή υπάκουσε απογοητευμένη. Την επόμενη μέρα, όταν γνωστοποιήθηκε η αποτυχία της, η Φρύνη προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας:
 -“Στοιχημάτισα να νικήσω άνθρωπο, όχι άγαλμα“.

     Η εταίρα συνέχισε να ασκεί το επάγγελμά της ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Ο αισθησιασμός κι η γοητεία της δεν εξασθένησαν με τη πάροδο του χρόνου. Υπολογίζεται ότι πέθανε γύρω στα 310 π.Χ. Ο Πραξιτέλης φιλοτέχνησε ένα άγαλμα Έρωτα προκειμένου να εκφράσει τη δική του κατάσταση ως σκλαβωμένου από αγάπη προς τη Φρύνη, δηλώνοντας απερίφραστα το μήνυμα αυτό σ’ επίγραμμα που χαράχτηκε στη βάση του αγάλματος. Δώρισε το άγαλμα αυτό στη Φρύνη κι εκείνη το αφιέρωσε στο ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές. Ο Έρωτας αυτός βρισκότανε στ’ αριστερά του θεατή μίας τριάδας αγαλμάτων, που περιλάμβανε το πορτραίτο της Φρύνης στο μέσο και την Αφροδίτη στα δεξιά. Η Φρύνη δοξάστηκε ως ο καλλίτερος τρόπος για τον επίγειο κόσμο να γνωρίσει τη θεϊκή αγάπη (Έρωτα) και τη θεϊκή ομορφιά (Αφροδίτη). Σώζεται ένα απόσπασμα μίας επιστολής της Φρύνης προς τον Πραξιτέλη με το σχόλιό της για τη τριάδα των Θεσπιών. Ο Πραξιτέλης δημιούργησε την Αφροδίτη της Κνίδου χρησιμοποιώντας τη Φρύνη ως μοντέλο για το σώμα της θεάς. Επιπλέον, η γυναίκα αυτή ήταν επίσης το μοντέλο για το χάλκινο άγαλμα μιας εύθυμης εταίρας που δημιούργησε.
_______________
   * Ο όρος “εταίρα” στην Αρχαία Ελλάδα δεν είχε τους σημερινούς ηθικούς φραγμούς και φυσικά δεν ήταν πόρνη. Οι πόρνες (τότε, όπως και σήμερα) προσφέρανε δημόσια σεξουαλικές υπηρεσίες στο σύνολο του αντρικού πληθυσμού, ενώ η εταίρα ήτανε μακροχρόνια ερωτική σύντροφος ενός ανδρός. Οι εταίρες αποτελούσανε τις μοναδικές γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, με εξαίρεση τις Σπαρτιάτισσες, που απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους και μπορούσαν να διαθέτουνε προσωπική περιουσία.
_______________


                            Léon Bakst: Η Κίτρινη Σουλτάνα (1916)

61.
Ένα Ποίημα

Θα ‘θελα να ‘μουνα φωλιά,
                                  αν ήσουνα μικρό πουλί.

Θα ‘θελα να ‘μουνα φουλάρι,
                                  αν ήσουνα λαιμός και κρύωνες.

Αν ήσουνα η μουσική,
                                  θα ήμουνα εγώ τ’ αυτί.

Αν ήσουνα εσύ νερό,
                                  θα ήμουν το ποτήρι.

Αν ήσουνα εσύ το φως,
                                  θα ήμουνα το μάτι.

Αν ήσουν ένα πόδι,
                                  θα ήμουνα μια κάλτσα.

Αν ήσουνα ωκεανός,
                                  θα ήμουν αμμουδιά.

Αν ήσουνα η θάλασσα,
                                  θα κολυμπούσα μέσα σου σα ψάρι.

Αν ήσουνα τ’ αλάτι,
                                  θα ‘μουνα το μαρούλι, εν αβοκάντο,
        ή αλλιώς ένα τηγανητό αυγό.

Αν ήσουνα συ το αυγό,
                                  θα μουν μια φέτα από ψωμί.

Αν ήσουνα συ το ψωμί,
                                  θα ‘μουν η μαρμελάδα.

Αν ήσουν μαρμελάδα,
                                  θα ‘μουν ροδάκινό της.

Αν ήσουνα ροδάκινο,
                                  θα ‘μουνα το δεντρί σου.

Αν ήσουν εσύ το δεντρί,
                                  θα ήμουν οι χυμοί σου,
για να κυλώ στα χέρια σου,
                                  σαν τις σταγόνες αίμα.

Κι αν ήμουν αίμα,
                                  θα ζούσα στη καρδιά σου…

                                       Claudio Bertoni Lemus (11/2/1946 -, Santiago, Chile)


                                Klimt: Ημίγυμνη Ξαπλωμένη Πίσω

62.
               Κορίνα

τί κρίμα να τη λεν κορίνα
όταν ο Ήλιος χαμογελά στα Κρίνα
κι οι Λέξεις θυμο-νιές τσαλαβουτάνε
στο λούκι του θνητού ονόματός της
μια Στέλλα που πια δε τη ζητάνε
μιαν Ανθό που κορφολόγησεν Ιππότης
μια Μαριά με το ξεπάρθενο τσεμπέρι
μια Βαγγελιώ χωρίς καλό χαμπέρι

όμως στ’ αλήθεια, θα ‘σαι η κορίνα,
που μάτωσε πάνω στις όχθες του κλαβιέ,
που μέτρησεν επ-ακριβός τη θειά-Σελύνει
και που τη βρήκε λήγει… ω!, κορίνα!
χωρίς εδώ, χωρίς εκεί κι αν(επ)εσθήτος,
ενύσταξεν ο Ήλιος δίχως Λέξεις,
που θυμονιές σκασμένες από δίψα,
πνίγονται μες στο κρίμα σου, κορίνα
                                                                                    Πάτροκλος  (Μάρτης ’07)


                   Feodor RojankovskyΧωρίς Τίτλο (1925)

63.

Κι αν έρθει
αυτό που λένε
τέλος
ας είναι ώρα
πρωινή
μετά απ’ τον καφέ
την ώρα που γυρνώ ξανά
μες τα σεντόνια
να σου πω
μη σηκωθείς
για τη δουλειά
έχουμε ακόμη
δυο λεπτά
να κάνουμε
πως τάχα
γνωριστήκαμε“.
                                                                                            Αγγελίνα Ρωμανού


                   Feodor RojankovskyΧωρίς Τίτλο (1930)

64.
Όταν Σε Δαγκώνω

Όταν σε δαγκώνω,
το αίμα σου
έρχεται στο στόμα μου·
κι έπειτα
εξανεμίζεται
στις γαλάζιες σου φλέβες.
                                                                   Λόρκα (μτφρ.: Αγαθή Δημητρούκα)

Στου Βελονιού Την Άκρη

Στον αγέρα – στον αγέρα παν
της αγάπης μου οι στεναγμοί
στον αγέρα – στον αγέρα παν
και στα μάτια μου φέρνουν βροχή.

Σταλαγματιά το δάκρυ
κι εσύ που καρτερώ
στου βελονιού την άκρη
στης νύχτας το φτερό.

Στον αγέρα – στον αγέρα παν
οι ελπίδες μου σαν τα πουλιά
στον αγέρα – στον αγέρα παν
μα δε βρίσκουν να χτίσουν φωλιά.
                                                             Λόρκα (απόδ.: Λευτέρης Παπαδόπουλος


                         Klimt: Καθιστή Γυναίκα Με Ανοιχτά Πόδια

65.
             Ο Πρώτος Έρωτας

Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα
Τη παίρνει καταρχή στα γόνατά του
Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα
Ώστε το πανταλόνι του να μη καταστραφεί
Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα
Φθείρει το ύφασμα.
Κατόπι με τη γλώσσα του
κοιτάει αν της έγινε
Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών
Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.
Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή
Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα
Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά
Από ‘ναν άσπρο ποντικό
Που ‘χει βαφτεί στο αίμα
Και μαλακά τραβάει τη κλωστή
Να φτάσει ως το ταμπόν…

                                  Μπορίς Βιάν (μτφρ.: Φωστιέρης & Θαν. Νιάρχος)


                             Schiele: Βλέποντας Ένα Όνειρο

66.

Με νερεί
εκ του νερώ
κι αυτός ελάφι
μ’ ένα πανί στους ώμους
σα νύφη εγγαστρίμυθος
και στοπ εδώ
μα το υπογάστριο
Α, αυτό το υπογάστριο
Αύγουστος με βασιλιά
διώρυγα στο δόντι ενός
βρωμόλογου
σταλαγματεί
μοσχοκαρφώνεται
κι αυτός εκεί
ενύπνιος
βαθιά περνά τα δάκτυλα
μες τα μαλλιά και
συνεχώνεται…
                                                                                          Αγγελίνα Ρωμανού


Feodor Rojankovsky: Ο Ματάκιας

67.
Ουρανία

Πού τρέχει ο λογισμός σου
ολονυχτίς, απ’ το παράθυρο
στο καναπέ του σαλονιού
κι απ’ το τραπεζάκι της κουζίνας,
στ’ άστρα.

Δεν κουράστηκες να κλώθεις
την ίδια πυζάμα
με τα λουλουδάκια,
που μάζευες μικρή,
πριν τον μαΐστρο.

Σε κοιτάζω και δακρύζει η ψυχή μου,
η παράστασή σου τόσον άρτια.
Μη λογαριάζεις άλλο χειμώνα,
στις πέτρες.

Καιρός να τυλιχτείς στις φλόγες
και να επιστρέψεις άφθαρτη,
άχραντη κι όπως παλιά,
ξανά στο πατρικό σου.
                                                                                        Πάτροκλος (Ιούνης ’07)


                             Schiele: Γυμνή Γυναίκα

68.
                    Ηλακάτη
(
απόσπ.)
Απ’ τ’ άσπρα σου άτια πήδηξες με άλμα τρελό
μες στου βυθού της θάλασσας  τ’ άπειρο κύμα:
“Σ’ έπιασα!”, δυνατά φωνάζω, αχ! Βαυκίδα μου.
Ήμουν η μάνα ‘γώ του παιχνιδιού και συ ήσουν η χελώνα
που πάνω-κάτω πήδαγες  στο χόρτο της αυλής μας.

Για όλα, καημένη μου, βαριά στενάζω και θρηνώ,
μες στη καρδιά, χνάρια ζεστά βρίσκονται ακόμα,
όμως εκείνα που ‘διναν χαρά, όλα ‘χουν γίνει στάχτη.
Κοριτσάκια μικρά, σα μεγάλες κυρίες ντυμένα,
στη κάμαρή μας χαρωπά που παίζαμε μικρά
ξένοιαστα τις κουκλίτσες μας κρατώντας γελαστά,
νωρίς είχ’ έρθει η μάνα να μοιράσει το μαλλί
στις πιστές υπηρέτρες και ζητούσε από σένα
το φρέσκο κρέας να παστώσετε μαζί.

Θυμήσου τι φόβο, η Μορμώ μάς γεννούσε
είχ’ αυτιά μυτερά και στρεβλά περπατούσε,
συνεχώς με γκριμάτσες φριχτές άλλαζ’ όψη.
Μα σε κλίνη ανδρός μόλις έπεσες, όλα μικρή,
παιδούλα ακόμα, στο κόρφο της μάνας
 τα ξέχασες πια, όλα όσ’ άκουγες κει.

Αχ, Βαυκίδα, καλή μου, λησμονιά στη καρδιά
η θεά Αφροδίτη  κρυφά σου ‘χε βάλει.
Μα πικρά τώρα κλαίω, τη κηδεία σου αφήνω,
δε βαστάνε τα πόδια να βγω απ’ το σπίτι,
δε βαστώ το κορμί σου νεκρό ν’ αντικρύσω
δε μπορώ να θρηνώ με λυτά τα μαλλιά μου
ολοπόρφυρο πένθος μού διαλεί τη καρδιά μου.
 …
Άδικα πάν’ τα κλάιμματα από εδώ, ως τον Άδη
Σιγή σκεπάζει τους νεκρούς , τα μάτια τους, σκοτάδι.

           Επίγραμμα Στη Βαυκίδα

Ώ στήλη και σειρήνες μου και συ, που κρύβεις τώρα
μέσα σου, κάσα πένθιμη, μια φούχτα μου σποδό,
σ’ όσους στο μνήμα μ’ έρχουνται, πείτε καλή τους ώρα,
είτε δημότες λέγονται ή ξένοι ήρθαν εδώ,
και πως ο τάφος με βαστά -πείτε το- και νυφούλα
και πως Βαυκίδα μ’ έλεγαν και πως γενιά κρατώ
από τη Τήνο -να το δουν – και πως η αδερφούλα
η Ήριννα, το επίγραμμα μού ‘χει χαράξει αυτό.
                                                                                                                  Ήριννα 


                                ModiglianiΓυμνό Με Ξέπλεκα Μαλλιά

69.
       Κύκνειον Άσμα

Το κύκνειον άσμα με γοήτευε ανέκαθεν
περισσότερο απ’ τον κύκνο.
Επικότερο του έπους
λυρικότερο της βιόλας
λάβα που πάγωσε απότομα
σπασμός για πάντα
γρανιτένιος.

Αλλά ο κόσμος δεν πεθαίνει καθώς το θέλει ο ποιητής
ούτε με κρότο ούτε με λυγμό πνιχτό
μα διολισθαίνει
πρώτα απ’ τα μάτια κι ύστερα απ’ τα λαιμά.
Τα σπλάχνα μόνο κρατάνε την ανάμνηση
που βγαίνει άσχημα σε νόσο
αυτοάνοσο.
                                                               Σταυρούλα Αντζουλάκου (Μόνα)

                            Klimt: Η Αλληγορία Του Γλυπτού

70.
                  Άσμα Ασμάτων
                         (απόσπ.)
Αυτή:
Όλη τη νύχτα στο κρεββάτι μου,
ποθούσα τον, που αγαπά η καρδιά μου.
Τον αναζήτησα παντού μα δεν τον βρήκα.
Θα σηκωθώ τώρα να πάω στη πόλη,
στους δρόμους, στις πλατείες, στα σοκάκια
και θα γυρέψω τον, που λαχταρώ.
Έτσι, τον έψαξα παντού μα δεν τον βρήκα.

Με βρήκανε οι φύλακες
που κάνανε τη γύρα τους στη πόλη.
Βρήκες αυτόν που λαχταρά η καρδιά σου“;
Ποτέ δεν τον ξεπέρασα,
σαν βρήκα αυτόν που αγαπά η καρδιά μου.
Τον κράτησα και δεν τον άφησα να φύγει,
μέχρι που τον έφερα μαζί μου,
στο σπίτι της μητέρας μου.
Σ’ αυτό το δωμάτιο που μ’ έπιασε.

Κόρες της Ιερουσαλήμ, σας εξορκίζω,
που σα γαζέλλες τρέχαλατε γύρα:
Μη μου ξυπνάτε την αγάπη μου
μέχρι να με χορτάσει όσο πεθυμά.

Ποιά είναι αυτή που φαίνεται
να βγαίνει από την έρημο
ψηλή σαν στήλη από καπνό,
αλατισμένη με θυμίαμα και μύρο
φτιαγμένο μ’ όλα τα μπαχαρικά
αρωματισμένη με μύρο και θυμίαμα,
φτιαγμένο απ’ όλα τα μπαχάρια τ’ εμπορίου;

Δες! Είν’ η άμαξα του Σολομώντα,
με συνοδειά εξήντα μαχητών,
του Ισραήλ ο πιο ευγενικός,
όλοι φορούσαν το σπαθί,
όλοι έμπειροι στη μάχη,
κι αυτός με το σπαθί στο πλάι,
σαν έτοιμος για της νυχτιάς τη μάχη…

Ο Βασιλέας Σολομών την άμαξα
για μας την έκανε με Λίβανου το ξύλο.
Τις θέσεις της από ασήμι,
τη βάση της από χρυσό,
το κάλυμμά της πορφυρό,
το μέσα της επιστρωμένο με αγάπη.

Κόρες της Ιερουσαλήμ, βγείτε έξω,
και δέστε σεις, οι κόρες της Σιών,
τον Βασιλέα Σολομώντα που φορά,
το στέμμα που στεφάνωσε η μητέρα,
του γάμου μας τη μέρα,
τη μέρα που τον χάρηκ’ η καρδιά μου.

Αυτός:
Τί όμορφη που είσαι, αγάπη μου!
Ω, πόσον όμορφη, η αγάπη μου!
Τα μάτια σου πίσω απ’ το πέπλο
είναι σαν δυο περιστέρια.
Τα μαλλιά σου, ένα κοπάδι κατσίκες
που κατεβαίνουν απαλά
από τους λόφους της Γαλαάδ.

Τα δόντια σου ένα κοπάδι αρνιά
που μόλις βγήκαν από τη κουρά
κι από το πλύσιμο.
Καθένα τους έχει το δίδυμο του,
κανένα τους δεν είν’ μόνάχο.
Τα χείλη σου είν’ αιμάτινα,
σαν μία άλικη κορδέλα,
το στόμα σου είναι υπέροχο.

Οι μαστοί σου πίσω απ’ το πέπλο
είναι σαν φρεσκοκομμένα ρόδια.
Ο λαιμός σου υψώνεται κυκνίσια
σαν τον πύργο του Δαβίδ,
που ‘ναι χτισμένος με πέτρες,
κι επάνω κρέμονται χίλιες ασπίδες,
όλες ασπίδες πολεμάρχων.

Το σαγηνευτικό σου στήθος
είναι σα δυο λαφίνες.
Σα δίδυμες γαζέλλες
που τρέχουνε ανάμεσα στα κρίνα.
Μέχρι να ξημερώσει η μέρα
και οι σκιές της νύχτας να ‘χουν φύγει,
θα παω στου μύρου το βουνό
και στο βουνό του λιβανιού.
Ω! Πόσον όμορφη, η αγάπη μου,
χωρίς ούτε μικρό ένα ψεγάδι.

Έλα μαζί μου από το Λίβανο, ταίρι μου,
έλα μαζί μου από το Λίβανο.
Κατέβα από της Αμάνα τη κορφή,
απ’ τη κορφή του Σενίρ, τη κορφή του Ερμόν,
απ’ τα κρησφύγετα των λιονταριών,
που στοιχειώνει λεοπαρδάλεις.
Μου ‘κλεψες τη καρδιά, ταίρι μου κι αδελφή.
Μου ‘κλεψες τη καρδιά,
με μια ματιά στα μάτια σου,
με ένα κόσμημα απ’ το κολιέ σου.

Πόσο γλυκειά είν’ η αγάπη σου,
αδελφή και ταίρι μου!
Γλυκύτερη απ’ το κρασί
είν’ η αγάπη σου,
και η οσμή του αρώματός σου
πιότερη κι από μπαχαρικό!
Τα χείλη σου στάζουνε μέλι
στα χείλη, νύφη μου,
Σταλάζει απ’ τη γλώσσα σου,
το γάλα και το μέλι.
Η μυρωδιά των ρούχων σου
είναι σαν άρωμα Λιβάνου.

Είσαι ένας κήπος κλεισμένος,
αδελφή και νύφη μου.
Είσαι σαν ένα σφραγισμένο σιντριβάνι.
Το φυτό σου είναι περιβόλι με ρόδια,
και φρούτα επιλογής,
με χέννα, νάρδο και σαφράν,
κάλαμο και κανέλλα,
με κάθε είδος λιβανιού,
με μύρο και αλόη
και τα καλλίτερα μπαχαρικά.
Είσ’ ένα συντριβάνι στον κήπο,
πηγάδι με νερό που ρέει,
κατεβαίνοντας από τον Λίβανο.

Αυτή:
Ξύπνα βοριά κι έλα νοτιά,
φυσάτε ανέμοι δυνατά!
Φυσάτε στον κήπο μου,
ώστε τ’ άρωμά του ν’ απλώσει παντού.
Αφήστε τον αγαπημένο μου
να μπει στον κήπο μου
να δοκιμάσει όποια φρούτα διαλέξει.

Αυτός:
Ξανάρθα στον κήπο σου,
ταίρι μου κι αδελφή.
Έχω μαζέψει το μύρο σου
με το μπαχαρικό μου.
Έχω φάει τη κηρήθρα
και το μέλι μου.
Έχω πιει το κρασί
και το γάλα σου.

Φίλοι:
Φάτε, και πιείτε φίλοι.
Πιες την αγάπη σου.

Αυτή:
Κοιμήθηκα μα η καρδιά μου ξύπνια.
Ακούω! Ο αγαπημένος μου χτυπάει:
“Άνοιξέ μου, αδερφή μου, αγάπη μου,
περιστέρι μου, αψεγάδιαστο”.

Το κεφάλι μου λούζεται στη δροσιά,
και τα μαλλιά μου στάζουνε
από της νυχτιάς την υγρασία.
Έχω βγάλει τη ρόμπα μου,
πρέπει να τη ξαναφορέσω;
Έχω πλύνει τα πόδια μου,
πρέπει να τα ξαναλερώσω;

Ο αγαπημένος μου έσπρωξε
το χέρι του στο μάνταλο!
Η καρδιά μου άρχισε
να φτεροκοπά στο στέρνο μου γι’ αυτόν.
Σηκώθηκα ν’ ανοίξω στην αγάπη μου,
και τα χέρια μου στάζανε μύρο,
τα δάχτυλά μου, άρωμα που ρέει,
στις λαβές του πόρτας.

Άνοιξα στην αγάπη μου,
αλλά εκείνος είχε φύγει.
Βούλιαξ’ η καρδιά μου στη φυγή του.
Τον έψαξα παντού, μα δεν τον βρήκα.
Τον φώναξα μα δεν απάντησε.

Με βρήκανε οι φύλακες
που κάνανε τη γύρα τους στη πόλη.
Με χτύπησαν, με χάλασαν,
μου πήραν τον μανδύα,
αυτοί οι άγριοι φύλακες των τειχών!
Κόρες της Ιερουσαλήμ, σας εξορκίζω:
Αν βρείτε την αγάπη μου,
τι θα του πείτε;
Πείτε του πως έχω λαβωθεί
βαριά, από αγάπη.

Φίλοι:
Πώς είναι ο αγαπημένος σου,
από τους άλλους ο καλλίτερος;
Συ, η ομορφότερη των γυναικών;
Πώς είναι ο αγαπημένος σου
καλλίτερος από τους άλλους
και μας πιστώνεις τόσο πολύ;

Αυτή:
Ο αγαπημένος μου είναι λαμπρός
και κατακόκκινος σαν αίμα.
Ξεχωρίζει ανάμεσα σε δέκα χιλιάδες.
Το κεφάλι του είναι το πιο αγνό χρυσάφι.
Τα μαλλιά του είναι κυματιστά
και μαύρα σαν κοράκου.
Τα μάτια του σαν περιστέρια
δίπλα στη πηγή,
πλυμμένα στο γάλα,
σαν κοσμήματα, στημένα.
Τα μάγουλά του είναι σα θρόνοι μπαχαρικών
και βγάζουν άρωμα.
Τα χείλη του είναι σαν κρίνα
που στάζουν μύρο.
Τα χέρια του είναι ράβδοι χρυσού
τοπάζινο σετάκι.

Το σώμα του είναι
σαν καλογυαλισμένο ελεφαντόδοντο,
διακοσμημένο με lapis lazuli.
Τα πόδια του είναι
δυο μαρμάρινες κολόνες,
στηριγμένες σε βάσεις
από καθάριο χρυσό.
Η θώρεια του είναι
σαν τους κέδρους του Λιβάνου.

Το στόμα του είναι
η ίδια η γλύκα.
Είναι υπέροχος τελείως.
Αυτός είναι ο αγαπημένος μου,
αυτός είναι ο φίλος μου,
ω! κόρες της Ιερουσαλήμ!
                                                                   Σολομώντας (απ’ το Άσμα Ασμάτων)

            Feodor RojankovskyΕλεύθεροι Στίχοι (1936)
______________

                                                  Επίλογος

     Λοιπόν, πώς σας φάνηκε; Εγώ από μέρους μου, θα κρύψω τις εντυπώσεις και το τί μου προξένησαν όλα τούτα, θα πω μονάχα τούτο και να το σκεφτείτε πολύ-πολύ, πάρα πολύ καλά: Όλα τα μοντέλα, που υπήρξανε πάλαι ποτέ, χάρμα οφθαλμών καθώς κι οι περισσότεροι καλλιτέχνες, είναι πια στο χώμα και τα κορμιά τους τα γευτήκανε τα ίδια σκουλήκια. Δεν έχω κάτι να προσθέσω -καλά να ‘στε όσο είμαστε ζωντανοί όλοι μας και ρέει στις φλέβες μας γοργό, ζεστό αίμα.
     Ως την επόμενη φορά, που θα τα ξαναπούμε. Γιατί… να ‘στε σίγουροι, θα τα ξαναπούμε…

                                 Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *