Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος (έστησε): Ο ‘Ελλην Jesse James: Νάτσιος Χρήστος (Νταβέλης ο Αρχιληστής)

   Βιογραφικό

     Ο Έλληνας Jesse James, η συμμορία του και πως μετατράπηκε σε θρύλο. Η λαϊκή παράδοση του τόπου στον οποίο μεγαλώνουμε, έχει χιλιάδες ιστορίες, πραγματικές και μη, με τις οποίες αξίζει κανείς να καταπιαστεί, να μελετήσει ή ακόμα και να διηγηθεί σε άλλους. Μερικές μάλιστα χρησιμοποιούνταν από τους όχι και τόσο μακρινούς προγόνους μας σαν μέσο φόβου και τρόμου. Το εύκολο παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι το: Φάε το φαΐ σου αλλιώς θα σε δώσω στον… Νταβέλη.
     Τον έλεγαν Χρήστο Νάτσιο. Τον ξέρετε ως Νταβέλη. Γεννήθηκε σχεδόν μαζί με το νεοελληνικό κράτος. Με δυο χρόνια διαφορά. Αρβανίτης και Βλάχος στη καταγωγή. Παιδί της Στερεάς Ελλάδας -ή για κάποιους της Εύβοιας. Σε παλιότερη εκδοχή, γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας το 1832 από ποιμενική οικογένεια Αρβανιτόβλαχων. Νεότερη άποψη θεωρεί πιθανότερη τη καταγωγή του από την Αράχωβα, αν και μερικοί συγγραφείς υποδεικνύουν τα Στύρα Εύβοιας. Για κάποιο διάστημα ήτανε βοσκός σε κοπάδια της Μονής Νταού Πεντέλης, που το γάλα τους πουλούσε στην Αθήνα (άλλη παράδοση υποδεικνύει τη Μονή Πετράκη στο Κολωνάκι).
      Η μοίρα του ήταν τα κοπάδια, τα πρόβατα, το γάλα. Παιδί βοσκών, πρώτα έγινε βοσκός κι αυτός κι ύστερα έβγαλε μουστάκι. Κατηφόρισε νωρίς προς την Αθήνα και ξεκίνησε να πουλά γάλα στη Μονή Πετράκη, στο Κολωνάκι, ώσπου μια μέρα ήταν αρκετή για να του αλλάξει τη ζωή. Έκανε και τον αγγελιοφόρο ερωτικών γραμμάτων από έναν ηγούμενο σε μια μοναχή. Μεγάλη η χάρη τους. Όταν κάποτε ο ηγούμενος της μονής του έδωσε ερωτικό γράμμα για να το παραδώσει σε μοναχή της πόλης, ο Νάτσιος από περιέργεια το πήγε σε κάποιον να του το διαβάσει. Μαθαίνοντας το περιεχόμενό του, αποφάσισε να γνωρίσει ο ίδιος τη μοναχή και από τότε έγινε τακτικός επισκέπτης της κι ο άγιος ηγούμενος τον κατήγγειλε ψευδώς για μια κλοπή. Λόγω της άδικης κατηγορίας ο Νάτσιος τιμωρήθηκε με ραβδισμό στις φτέρνες (φάλαγγα) και στη συνέχεια διέφυγε για να γλυτώσει στα Στύρα, στην Εύβοια. Όταν επέστρεψε όμως δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Και σίγουρα καθόλου φρόνιμος.

     Πάλι ο έρωτας στη μέση. Πάλι η Εκκλησία. Εκεί ερωτεύτηκε την κόρη ενός παπά, ο οποίος όμως την είχε τάξει σε ένα πλούσιο τσέλιγκα. Όταν έφτασε στο χωριό ένα απόσπασμα αναζητώντας κάποιον φυγόστρατο που λεγόταν Νάστος, ο τσέλιγκας για να τον εκδικηθεί για την κόρη του παπά, υπέδειξε τον Νταβέλη. Εκείνος τους απεκάλυψε το πραγματικό του όνομα χωρίς όμως να γίνει πιστευτός. Όταν αυτοί θέλησαν να τον συλλάβουν αντιστάθηκε και ακολούθησε συμπλοκή όπου σκότωσε έναν χωροφύλακα και κατάφερε να ξεφύγει. Να κι ο πρώτος νεκρός μπάτσος από τα χέρια του. Κι έτσι ξεκίνησε η καρριέρα του σα μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Σαν ένας Οιδίποδας που κοντράρει τη μοίρα του, φουλαριστός για την αυτοκαταστροφή του.
     Μετά από αυτό το περιστατικό, βρήκε καταφύγιο στα βουνά, στη συμμορία του ξαδέλφου της μητέρας του, του φημισμένου ληστή Κακαράπη (πραγματικό όνομα Μπελούλιας). Σύντομα όμως, ως άνθρωπος με ενεργητικότητα και πνεύμα πρωτοβουλίας, δημιούργησε τη δική του συμμορία με την οποία λήστευε ταξιδιώτες, χωρικούς και βοσκούς. Η στιγμή που έμελλε να κρίνει πολλά στη ζωή του, έφτασε,  όταν η Ιταλίδα κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι, η οποία είχε ζητήσει την προστασία της συμμορίας προκειμένου να επισκεφθεί με ασφάλεια τους Δελφούς, ερωτεύτηκε τον Νταβέλη, ενώ ταυτόχρονα την είχε ερωτευτεί ο υπαρχηγός του Γιάννης Μέγας, ο δεύτερος έγινε ορκισμένος εχθρός του Νταβέλη και αργότερα κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή όπου έγινε αξιωματικός, για να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους..
     Στο βουνό ο Νταβέλης είναι καπετάνιος, ένας κλέφτης κι αρματολός που είχε ξεμείνει από την προηγούμενη περίοδο, ένας πρώιμος αντάρτης. Χώρισε την Αττική, την Βοιωτία, την Εύβοια και την Φθιώτιδα σε ζώνες και μαζί με τα παλικάρια του λήστευε, άρπαζε, λεηλατούσε, οργάνωνε απαγωγές, μάζευε χρήματα και δύναμη. Τα έβαζε στα ίσια ακόμα και με τον υπουργό που τον είχε βάλει στο μάτι, έμπαινε στην Λιβαδιά μόνο και μόνο για να κάψει τις δικογραφίες εναντίον του. Δεν τον ένοιαζε, όμως, μόνο η οικονομική δύναμη. Μετά από κάθε του έγκλημα ρωτούσε αν η πράξη του τραγουδήθηκε σε κάποιο δημοτικό τραγούδι. Όπου άκουγε μια αδικία εμφανιζόταν, κρεμούσε τον θύτη και προίκιζε τα θύματα, άλλες φορές γινόταν και κουμπάρος τους.



     Η ληστρική δράση του Νταβέλη δεν είχε κάτι το εξαιρετικό για την εποχή του, πέραν ενός συγκεκριμένου περιστατικού το οποίο διέδωσε τη φήμη του στην Ελλάδα, καθώς εξελήφθη από τους Έλληνες ως πράξη αντίστασης εναντίον της ξένης αυθαιρεσίας. Στην εποχή του Κριμαϊκού πολέμου γίνεται ήρωας. Το 1855, στην εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, Ρώσοι από την μια, Τούρκοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Ιταλοί από την άλλη. Οι Έλληνες ήθελαν να πάνε με τους Ρώσους και για τα ομόδοξα αφηγήματα, αλλά κυρίως για να αρπάξουν κάνα χωράφι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατέρρεε. Ούτε να το σκεφτείτε μας είπαν οι προστάτες μαςμε τον ηθελημένα ταπεινωτικό αποκλεισμό της Αθήνας από τον αγγλο-γαλλικό στόλο και την ξενική κατοχή του Πειραιά. Ο Νταβέλης κατάφερε και μετακινήθηκε, στην οδό Πειραιώς, πέτυχε τη σύλληψη Γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Να πως:
     Μια μέρα στον Κεραμεικό ο Νταβέλης συναντά έναν Γάλλο αξιωματικό που είχε έρθει να μας δώσει ένα προστατευτικό μπερντάκι, τον πιάνει, τον ξεπαραδιάζει, τον παίρνει παραμάσχαλα και τον πάει στη σπηλιά του. Κλάμα στα γράμματα ο πρώην νταής Γάλλος. Τι να κάνουν; Έδωσε το ελληνικό κράτος 30 χιλιάδες δραχμές σε χρυσό στον Νταβέλη, εκείνος τον απελευθέρωσε και με ελεύθερα χέρια πια οι εκπρόσωποι της φωνής της λογικής συνέχισαν να μας τις ρίχνουν. Κερατάδες και δαρμένοι μέχρι να καταλάβουμε πως ανήκουμε στην Δύση. Για την απελευθέρωσή του αξιωματικού, ο οποίος ονομαζόταν Μπερτώ (ή Μπρετώ), ο Νταβέλης εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό παρακαλώ, από την ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία ταχύτατα ενέδωσε στις απαιτήσεις του Νταβέλη θέλοντας, αφενός να αποφύγει την ανάμιξη των ξένων Δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, κι αφετέρου να προλάβει τυχόν αποκαλύψεις για την διαπλοκή ανάμεσα σε ληστρικές συμμορίες και πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Η είσπραξη των λύτρων στην παραλία του Κορινθιακού, όπου ο Νταβέλης είχε καταφύγει στηριζόμενος σε δίκτυο υποστηρικτών, εξόργισε τους άλλους λήσταρχους, οι οποίοι προσδοκούσαν από την απελευθέρωση του ξένου αξιωματικού αντί χρημάτων, την παροχή γενικής αμνηστίας. Ανάμεσα στους θρύλους που αφορούν τον Νταβέλη, ένας τον θέλει να κατεβαίνει συχνά, μεταμφιεσμένος, στην Αθήνα όπου έπινε καφέ και συζητούσε ανενόχλητος στα καφενεία της πόλης.



     Ο θρύλος του Νταβέλη μεγάλωσε όταν το 1855 η συμμορία του δρούσε κοντά στον Μαραθώνα και είχε ως κρησφύγετο το Σπήλαιο Πεντέλης ή Αμώμων.Χώρος που μέχρι και σήμερα έχει μια παράξενη αίσθηση για όποιον τον επισκέπτεται. Τοπική παράδοση αναφέρει πως, από το καταφύγιό του στο Σπήλαιο των Αμώμων, έφτανε, μέσω υπόγειας σήραγγας, στη βίλλα της Δούκισσας της Πλακεντίας όπου περνούσε ρομαντικές στιγμές μαζί της. Θα το δούμε…
     Αυτή γεννήθηκε στις στάχτες μιας άλλης Επανάστασης, της Αμερικάνικης, κατά διαβολική σύμπτωση κι αυτή 2 χρόνια αργότερα της. Το πρώτο της κλάμα το έβγαλε μάλιστα εκεί που χτύπησε για πρώτη φορά η καμπάνα της Ελευθερίας, στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Δεν ήταν εντελώς Αμερικάνα, όμως. Κόρη του Γάλλου πολιτικού, διπλωμάτη και συγγραφέα, François Barbé-Marbois, που βρισκόταν εκεί ως εκπρόσωπος του Γαλλικού κράτους και της Elizabeth Moore, κόρη του πρώην κυβερνήτη της περιοχής. Ο μπαμπάς της στα μέσα και στα έξω. Αυτός διαπραγματεύτηκε την Λουϊζιάνα και την πούλησε στους Αμερικάνους για 152 χιλιάδες φράγκα. Κολλητός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, υπουργός Δικαιοσύνης του γαλλικού κράτους αφού ο κοντός εξορίστηκε στην Αγία Ελένη. Την μεγάλωσε μέσα στα σαλόνια, την πάντρεψε με τον υπασπιστή του Βοναπάρτη. Μπαμπάς και σύζυγος πρωταγωνιστούν στην υπόταξη της Ιταλίας. Δούκας της Πιατσέντσα ο σύζυγος. Δούκισσα της Πλακεντίας (Piacenza) αυτή. Έτσι κι αυτή πήρε το όνομα της μέσα από τους τίτλους που της φόρτωσαν οι άλλοι, αυτοί που όριζαν τη δική της μοίρα, αυτοί που την έβλεπαν ως ακόμα ένα παράσημο στις στρατιωτικές επίσημες ενδυμασίες τους. Μια Αντιγόνη ανάμεσα σε Κρέοντες. Την έλεγαν Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν, τη ξέρετε ως Δούκισσα της Πλακεντίας.
     Από την άλλη η Δούκισσα έκανε άστατη ζωή και δικός της ήτανε λογαριασμός. Πρωτοπόρα στην εποχή της. Στη ζωή της, στην πολιτική, στις τέχνες και στα γράμματα. Εγκαταλείπει τον υπασπιστή, αφήνει την Γαλλία, στήνει φιλολογικά σαλόνια, συναναστρέφεται με τον Ουγκώ και τον Λαμαρτίν, οργανώνεται στο φιλελληνικό κόμμα, δίνει και 14 χιλιάδες φράγκα για τον επαναστατικό αγώνα. Από το 1829 έρχεται στην Ελλάδα. Μην είμαστε, όμως, τόσο ρομαντικοί. Είπαμε αγαπάμε την Επανάσταση, αλλά και τα μεσιτικά έχουν το δικό τους ενδιαφέρον, ειδικά σε μια νέα σχηματιζόμενη αστική τάξη. Τα έβαλε με τους παπάδες και με τις πλάτες του Κωλέττη τους πήρε 2 χιλιάδες στρέμματα στην Πεντέλη, που αυτοί τα έκαναν χρησικτησία με τον ασκητισμό. Κι από τους άκληρους αναχωρητές σχημάτιζε ακίνητη περιουσία η Εκκλησία. Αμ πώς; Και κάπως έτσι περάσαμε κι εμείς από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό.



     Σαν κάθε Αντιγόνη που σέβεται τον εαυτό της έπρεπε να κρύβει μια μεγάλη τραγωδία. Η Δούκισσα είχε χάσει την κόρη της στην Βηρυττό. Άγρια ερωτευμένη με έναν Έλληνα υπασπιστή του Όθωνα, όταν τον χάνει από χολέρα, αφήνεται, παραπαίει και σβήνει μέσα σε 3 ημέρες. Η Δούκισσα όταν επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, το 1837, πήρε μαζί της και το άψυχο κορμί της κόρης της. Το είχε ταριχευμένο σε ένα δωμάτιο στο υπόγειο στο σπίτι της στην Ομόνοια σε χαμηλή θερμοκρασία. Δίπλα από το σώμα της έκαιγε πάντα μια λαμπάδα. Κάποια στιγμή από τη λαμπάδα ξεκίνησε μια φωτιά που έκαψε ολοσχερώς το σπίτι της Δούκισσας, μαζί έκαψε και τον μεγαλύτερο θησαυρό της. Το σώμα της κόρης της. Ακόμα ακούνε οι περαστικοί να ουρλιάζει τις νύχτες: “Ξύπνα κόρη μου γλυκιά, σήκω πάνω, σε φωνάζω, δε μ’ ακούς“;
     Δεν χρειάζεται κανείς να είναι κι ιστορικός. Τις ημερομηνίες να βάλεις κάτω, δε βγαίνουν. Τους χώριζαν κοντά στα 50 χρόνια. Η Δούκισσα πέθανε μόνη της στα 69 της χρόνια, όταν ο Νταβέλης ήταν δεν ήταν καν 22 χρονών. Τώρα να ήταν τόσο μερακλής; Κομμάτι δύσκολο. Ακόμα δεν είχε βγει στην Πεντέλη καλά καλά. Υπάρχει βέβαια μια αλήθεια. Κι η Δούκισσα χαριεντίζονταν με τον λήσταρχο Σπύρο Μπίμπιση από το Μενίδι. Κι ο Νταβέλης τα είχε με την Λουίζα Μπανκόλι, τη κόμισσα από την Ιταλία, που την έφαγε από τον υπαρχηγό του, τον Γιάννη Μέγα. Ο τύπος μάλιστα πληγώθηκε τόσο πολύ, που πήγε με την πλευρά των χωροφυλάκων για να τον τελειώσει. Κι ήταν εκεί την ημέρα που τον περικύκλωσαν οι μπάτσοι. Και ζήτησε να είναι αυτός που θα σκοτώσει τον πρώην αρχηγό του. Μονομάχησαν. Ο Νταβέλης νίκησε, τον σώριασε. Όμως αμέσως κι αυτός τρυπήθηκε από άλλον χωροφύλακα. Κι έτσι ο μύθος του πέρασε από το βουνό στον θρύλο. Ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια φώναξε ο φονιάς του. Μάλιστα έβαλαν το κεφάλι του στην πλατεία Συντάγματος για να τον βλέπουν οι νοικοκυραίοι να τρομάζουν. Σαν έναν πρώτο φανοστάτη της ντροπής. Πριν το κεφάλι του Άρη.
     Ωστόσο, ο θρύλος αυτός όπωσ είδαμε δεν φαίνεται να έχει βάση, καθώς όλα δείχνουν ότι η επιστροφή του Νταβέλη, ως ληστή, στην Πεντέλη συνέβη λίγο μετά τον θάνατο της δούκισσας. Και τι σημασία έχει που δεν ήταν ποτέ εραστές. Τι σημασία έχει που ίσως δε συναντήθηκαν ποτέ οι δυο μύθοι τους. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που ισχύει η ειρωνική παροιμία μην αφήνεις ποτέ μια μικρή λεπτομέρεια να χαλάει μια ωραία ιστορία. Αυτός νίκησε τη μοίρα του που τον ήθελε καρπαζοεισπράκτορα της εκκλησίας, των χωροφυλάκων, των τσελιγκάδων. Δεν έγινε ένας ακόμα κυρ-Παντελής, αλλά έγινε ο φόβος κι ο τρόμος του κράτους τους. Αυτή νίκησε τη μοίρα της που την ήθελε κόρη του πατέρα της και γυναίκα του αντρός της, ξέφυγε από νοητά και πραγματικά σύνορα, έγινε επιχειρηματίας, ενεργή πολιτικός κι άνθρωπος του πνεύματος. Κι οι δυο ιστορίες έχουν μέσα άδικο αίμα, ιδιοτέλειες και ματαιοδοξίες. Ποιος πραγματικός ήρωας δεν έχει αντιηρωικά στοιχεία όμως;
     Ξέρετε κάτι; Ξεχάστε τα. Όντως ήταν εραστές, ερωτευμένοι, κάηκαν από την φλόγα του πάθους, τους ένωσε η αντισυμβιβατικότητα κι η αυτοκαταστροφή τους. Αν δεν ήταν έτσι, πώς αλλιώς θα ήταν τόσο υπέροχο το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη που είπε μοναδικά ο Διονύσης Τσακνής:

Ό, τι κι αν σου γράψω
απ’ το κρησφύγετό μου
Ο παλιο-Νταβέλης που ‘χα εαυτό μου
Τώρα εσένα έχει ερωτευτεί

                                    Το Μνημείο Στο Ζεμενό

     Την άνοιξη του 1856, κορυφώθηκε η δράση του γύρω από την Αθήνα. Τον Μάη, αιφνιδίασε τους χωροφύλακες που έδρευαν στην κωμόπολη του Μενιδίου, αναγκάζοντάς τους να του παραδώσουν τα όπλα τους. Μετά από αυτή την ταπείνωση, η Χωροφυλακή τον καταδίωξε ανελέητα μέχρι τον Παρνασσό. Τότε η αλληλογραφία της κόμισσας Μπανκόλι, η οποία προσπαθούσε να φυγαδεύσει τον Νταβέλη και τη συμμορία του στην Ιταλία, έπεσε στα χέρια της Χωροφυλακής. Με γνωστές πια τις επόμενες κινήσεις του, μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων κατόρθωσε να τον περικυκλώσει, κοντά στο Ζεμενό της Βοιωτίας. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, ο Νταβέλης προσφέρθηκε να μονομαχήσει μέχρι θανάτου με τον πρώην σύντροφό του, Γιάννη Μέγα. Ο Μέγας, πνέοντας ακόμη μανία εκδίκησης εναντίον του πρώην αρχηγού του, όρμησε για να του κόψει το κεφάλι με τη λόγχη του. Όμως ο Νταβέλης πρόλαβε να σκοτώσει τον Μέγα, πριν ο ίδιος τρυπηθεί από άλλον χωροφύλακα, πυροβολώντας τον και φωνάζοντας ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια. Ήτανε 12 Ιουλίου του 1856.. Όλο το καλοκαίρι του 1856 και για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι στήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα. Το τραγούδι που αναφέρεται στον φόνο του στο Ζεμενό είναι γνωστό παραδοσιακό τραγούδι:
     Ο Χρήστος Νταβέλης ήταν λαϊκός ήρωας στην εποχή του. Ο λαός τον τραγούδησε κι έπλασε γι’ αυτόν πάρα πολλές ιστορίες που κάποιες από αυτές αγγίζουν τα όρια του μύθου. Οι αποτρόπαιοι ηρωισμοί του έγιναν αντικείμενο για λαϊκά αναγνώσματα και θεατρικά έργα. Ακόμα και στο ελληνικό λαϊκό θέατρο σκιών πέρασε. Παίχτηκε το 1936 στο θέατρο Ερμής στο Πασαλιμάνι με τον τίτλο Ο Λήσταρχος Κακαράπης από τον καραγκιοζοπαίχτη Χρήστο Χαρίδημο. Για τον Νταβέλη, ως λαϊκό ανάγνωσμα, έγραψαν ο Δημ. Χανός στο Η λαϊκή λογοτεχνία, το λαϊκό μυθιστόρημα (τομ. Β’ Αθήνα 1987) και ο Κυριάκος Δ. Κάσσης στο Το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1949 (Αθήνα 1983). Επίσης ο Λέσβιος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, φιλοτέχνησε τον πίνακα Ο Λήσταρχος Χρήστος Νάτσιος Νταβέλης το 1855, με ελαιοχρώματα πάνω σε χαρτόνι (23 x 31,5 εκ.), αχρονολόγητο κι ανυπόγραφο, που βρίσκεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου κι είναι η 1η φωτογραφία που είναι στη κορυφή του άρθρου.

Λήσταρχος Νταβέλης

Στίχοι-Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
1η εκτ. :  Διονύσης Τσακνής 2009
Άλμπουμ: “Οι Φίλοι Μου Είμαι Εγώ

Μια φορά που ζούσα
Πέρα στην Ανθούσα
στο Πεντελικό
Με μια φουστανέλλα
Βάραγα φουρνέλα
τρόμαζα το ιππικό

Σ’ όλα τα μπουρδέλα
Τ’ όνομά μου πρώτο
Λήσταρχος Νταβέλης
Λήσταρχος μπουρλόττο
κι άλλο περιστατικό

Είχα γκόμενες ντουζίνα
Στον Περαία στην Αθήνα
ορφανά και κουμπαριές
Μπαμ και μπουμ και βία
Στα νεκροταφεία
μοίραζα φτιαριές

Στη παρανομία
Τ’ όνομά μου πρώτο
Λήσταρχος Νταβέλης
Λήσταρχος μπουρλόττο
Παντρεμένες μου αγκαλιές

Τώρα είμαι δικός σου
Περιστατικό σου
μ’ ονομάζουνε
Και στον κάτω κόσμο οι πότες
οι πουτάνες κι οι ιππότες
Με καταδικάζουνε

Κυριακές μια θεία
απ’ την Πλακεντία
Μ’ άναψε φωτιές

Μια φορά που ζούσα
Αστραπές μετρούσα
μ’ ένα άλογο
Μαύρο σαν το Χάρο
δέκα μ’ ένα σμπάρο
Ποιό διάλογο

Κάτι απελπισμένους
είχα κουστωδία
Στους κυνηγημένους
είχα τα πρωτεία
στον κατάλογο

Μα η Δούκισσά μου
Στη κρυφή σπηλιά μου
είχε αναπαυθεί
Είχε μείνει ώρα
Είχε αφήσει δώρα
κάτι τιμαλφή

Ό,τι κι αν σου γράψω
απ’ το κρησφύγετό μου
Ο παλιο Νταβέλης
που είχα εαυτό μου
Τώρα εσένα έχει ερωτευτεί

Τώρα είμαι δικός σου
Περιστατικό σου
μ’ ονομάζουνε
Και στον κάτω κόσμο οι πότες
οι πουτάνες κι οι ιππότες
Με καταδικάζουνε

Σάββατο είχα κάτσει
να με φαν οι μπάτσοι
Πάνω στη στροφή…

Αυτή ήταν η ιστορία ενός λήσταρχου που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ελληνική ιστορία. Ενός ανθρώπου που με τη δράση του, κατάφερε να μείνει χαραγμένος στο μυαλό πολλών, ως ένας από τους μεγαλύτερους κακοποιούς που γέννησε ο τόπος μας.
     Και δεν έχουν άδικο, όσοι τον χαρακτηρίζουν ως τον Έλληνα Jesse James.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *