Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος (έστησε): Πλάτωνος Φαίδρος: Μελέτη Περί Έρωτος & Λόγου

                                                Εισαγωγή

     Πριν λίγες μέρες, όσοι τουλάχιστον παρακολουθείτε τις αναρτήσεις του Στεκιού μου, θα προσέξατε πως ανέβασα Λυσία. Για να το κάνω αυτό, όπως ήτανε φυσικό, ξεκίνησα αναζητήσεις, συγκέντρωσα στοιχεία, μελέτησα τα έργα που είχα στη κατοχή μου κι αποφάσισα το πλάνο ανάρτησης. Το τακτοποίησα και πάει κι αυτό στο δρόμο του μαζί με τ’ άλλα. Το καταφχαριστήθηκα δε, πρέπει να σας πω.
     Ωστόσο, μελετώντας τα έργα του για να διαλέξω εκείνα που θα βάλω, έπεσα και σ’ ένα που δεν είχε σωθεί αυτούσιο και πικράθηκα γιατί ο τίτλος του ήταν απίθανος: ΛυσίουΕρωτικός! Έκανα αναζήτηση γιατί δε δηλωνότανε μήτε σα χαμένος και βρήκα που θα τονε πετύχαινα και χάρηκα πάρα πολύ. Σκέφτηκα πως ο μεγάλος εκείνος ρήτορας και τέλειος υποστηρικτής, όλο και κάτι θα ‘χε να πει για κείνο το περίφημο θέμα του Έρωτα.
     Ο Λυσίας έγραψε 2 ειδών λόγους: επιδεικτικούς, δηλαδή θα προσφωνούνταν σε κάποια σοβαρήν εκδήλωση, όπως ο «Ολυμπιακός» που εκφωνήθηκε στην Ολυμπία (βλ. σχετικό άρθρο μου) κι υποστηρικτικούς, δηλαδή έγραφε λόγους ή εκφωνούσε λόγους του, σε δίκες, προς υποστήριξη των εκδικαζομένων. Ο «Ερωτικός» του δεν ενέπιπτε σε καμμιά κατηγορία και μου κίνησε τη περιέργεια ακόμα πιότερο, καθώς έμαθα πως σώθηκε σε κάποιο έργο του Πλάτωνα: στο Φαίδρο! Χαρά εγώ, άνοιξα τον Πλάτωνα, διάβασα τα κείμενα που προηγούντο του έργου κι έπαθα λαχτάρα, που δεν είχα υπολογίσει όταν το ξεκινούσα. Διάβασα κι όλο το έργο και θαύμασα κι αμέσως ήξερα πλέον τι πρέπει να κάνω.
     Ο Πλάτων έγραψε αυτό το έργο για 2 λόγους: για τον Έρωτα και για τη Δύναμη του Λόγου σε αυτόν και πράγματι θαρρώ καταφέρνει μια χαρά να μας δώσει τα φώτα του, περιλαμβάνοντας μες σ’ αυτό το έργο 3 δυνατές απόψεις περί Έρωτος και τόσο σφαιρικές, που είναι σχεδόν αδύνατο να μη συμφωνήσεις με κάποια. Στην ουσία πρόκειται για μια φιλοσοφική κόντρα μεταξύ του Λυσίου, του Σωκράτους και του ίδιου του Πλάτωνος. Πριν όμως προχωρήσω σ’ αυτό να σας κάνω μιαν είσοδο στο τρόπο των αρχαίων της εποχής, έτσι καθώς τα διάβασα προ ετών (συγχωρήστε με παρακαλώ, αλλά η μνήμη μου δεν εγκαλεί τη πηγή, αν ήτανε δοκίμιο, μελέτη ή ιστορία, και τίνος) και θα προσπαθήσω να τα θυμηθώ όσο πιο καλά μπορώ, για να γίνει κι αντιληπτό καλλίτερα το παρακάτω πόνημα.
     Την εποχή κείνη, όταν ένας νεαρός –αν μου επιτρέπετε τη λέξη- ντεμπυντάντ, όστις ήταν από καλήν οικογένεια, είχε δείξει αρετή, ηθική, με αθλητικό σώμα και κάλλος (νους υγιής εν σώματι υγιή) κι ήθελε να βγει στη κοινωνία, να μάθει, ν’ ασκηθεί, να κάνει κάτι σωστό, τέλος πάντων, με τη ζωή του, επιβαλλόταν να βρει ένα καλό φίλο. Ο φίλος αυτός, έπρεπε να ‘ναι αναλόγων προσόντων, να ‘χει ήδη όμως σπουδάσει, στη ζωή και στα γράμματα, στις τέχνες, στα αθλήματα, να ‘ναι κι αυτός με αρετήν, ηθικήν, από επίσης καλήν οικογένεια και τα λοιπά, και τα λοιπά. Επίσης να ‘ναι έμπειρος σε όλα, πολιτική ρητορική, γνώσεις και φυσικά στον έρωτα.
     Ο φίλος αυτός (που πλέον θα τονε λέω Εραστή), ήτανε μεν απαραίτητο να ‘χει όλα τα πάνω προτερήματα, αλλά πουθενά δεν οριζόταν η ηλικία του. Μπορούσε να ‘ναι κάποιος 30άρης, 40άρης ή κι 25άρης αλλά κι εγνωσμένης αξίας, ώστε να ‘χει υπό τη προστασία του ένα μετέφηβο, στα 17-18 του χρόνια. Φυσικά όσο πιο καλός και πιο εγνωσμένης αξίας ο Εραστής, τόσο πιο καλό ‘όνομα’ έχτιζεν ο μικρός (που θα τονε λέω Ερωμένογιατί αυτή πάνω-κάτω είναι η διαφορά στους όρους της εποχής εκείνης).
     Ο Εραστής εκτός που θα επιφορτιζόταν όλη την εκπαίδευση του Ερωμένου του, εκτός που θα του ‘κανε συντροφιά, εκτός που θα τονε συμβούλευε, θα τονε φρόντιζε και θα τον υποστήριζε, θα ‘τανε κι ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ γι’ αυτόν κι υπόλογος, σε όλα. Αν δηλαδή ο μικρός έκανε μιαν ασέβεια, δεν τ’ άκουγεν αυτός, αλλά ο Εραστής του, που δεν τονε πρόσεξε και φυσικά αυτός με τη σειρά του θα ‘πρεπε να εξιλεωθεί και μετά να τα χώσει και στον Ερωμένο του, που του λέρωσε το ίματζ κι ίσως αν το παράπτωμα ήτανε μεγάλο, να τονε παρατούσε σύξυλο. Μάλιστα! Κι αν ο μικρός έμενε έκθετος με μεγάλη μουτζαλιά στο βιογραφικό του, κανείς δε θα τον ήθελε για Ερωμένο πια, -μ’ ό,τι συνεπαγόταν αυτό κι ήτανε πολλά, πιστέψτε με.. Θέλω να δείξω πως ήτανε κάτι τις σημαντικό κείνη την εποχή και σε μας δεν πέφτει λόγος.
     Συνήθως λοιπόν ο Εραστής -αναλόγως και το τί θα ‘θελε να κάνει στη ζωή του ο νεαρός- επιλεγόταν από ηλιακά μεγαλύτερους και μάλιστα σοφούς της εποχής, -εν προκειμένω τουλάχιστον, στο θέμα που κάνω λόγο. Είτε, πήγαινε σε κάποιον, όστις αφού άκουγε, τον έπαιρνε για ένα περίπατο τάχα, αλλά τον οδηγούσε προς τα κει, όπου υπήρχεν ο κατάλληλος, για να τους συστήσει τάχα, τυχαία. Δηλαδή ή θα τονε κρατούσε αυτός, ή θα του σύστηνε με τρόπο ένα που θεωρούσεν ο ίδιος σα κατάλληλο και φυσικά δε θα τονε πήγαινε καρφί σα σφάγιο, αλλά θα τονε σύστηνε προσεκτικά, με κατάλληλα λόγια και παραινέσεις κλπ.

     Στο έργο λοιπόν του που μελετάμε σήμερα, ο Φαίδρος είναι ένας νεαρός υποψήφιος Ερωμένος, καθώς έχει όλα τα προσόντα που περιγράφησαν παραπάνω κι αναζητεί τον Σωκράτη, για να του μιλήσει, να τονε συμβουλευτεί, καθώς ως φαίνεται και στο κείμενο, τον έχει σε πολύ μεγάλην υπόληψη. Εν τω μεταξύ, επειδή ήταν όμορφο παλικάρι και θαυμάσιος (σύμφωνα πάντα με τον Πλάτωνα), ο Λυσίας τον είχε προφανώς στοχεύσει και για το λόγον αυτό, του είχε γράψει ένα λόγο, τον λεγόμενον Ερωτικό και του τονε δίνει να διαβάσει, με σκοπό μάλλον να τονε κάνει δικό του Ερωμένο.
     Ο Φαίδρος λοιπόν έχοντας το λόγον υπό μάλης, βρίσκει το Σωκράτη και του ζητά συντροφιά, κουβέντα και συμβουλή για κάποιο σοβαρό θέμα, -το λόγο του Λυσίου. Ο Σωκράτης πάντα δεκτικός, φανερά γοητευμένος φυσικά, από τη ποιότητα του νεαρού, δέχεται με χαρά του κι αφού περιπατούνε για λίγο και κάθονται, ξεκινάνε να λένε τα γνωστά και μόλις έρχεται η στιγμή, ο νεαρός του ξεφουρνίζει το θέμα, πως θα του διαβάσει το λόγο που του έγραψεν ο Λυσίας και πως ήδη τον έχει εντυπωσιάσει, αλλά θα ‘θελε ν’ ακούσει και τη γνώμη του. Ο Σωκράτης του μιλά παινετικά για το ρήτορα, που δείχνει να τονε θαυμάζει και θεωρεί τιμητικό το να ακούσει από τα νεανικά χείλια του Φαίδρου τα θαυμάσια αυτά λόγια.
     Απ’ όσο καταλαβαίνω, κάτι τέτοιο σίγουρα συνέβη, αμφιβάλλω αν έγινε μεταξύ Φαίδρου (αν όντως ήταν υπαρκτό ή όχι πρόσωπο και δε με νοιάζει καν, εδώ που τα λέμε) και Σωκράτη. Ίσως και να ‘γινε, ίσως κι όχι, πάντως εγώ λέω πως έγινε μεταξύ κάποιου νέου, αναλόγων προσόντων και του ίδιου του Πλάτωνα, μα άλλαξε τα ονόματα. Δεν έχει όμως σημασία, κείνο που ‘χει σημασία, είναι ο τρόπος που προσπαθούνε 3 σοφοί της εποχής να δελεάσουνε και να σαγηνέψουν νεαρό άτομο, που ήδη με τα ονόματα και μόνον είναι κερδισμένη μάχη και περήφανος, που του δώσανε τη πρέπουσα σημασία, τέτοια και τόσα ιερά τέρατα. Προσωπική άποψη, έτσι ως εξελίσσεται το έργο, ο νεαρός έχει ήδη λάβει μια προσφορά, έχει ήδη πάρει την απόφαση πως πρέπει να ενταχθεί σ’ ένα σεβάσμιο Εραστή και να γίνει Ερωμένος του κι απλά μένει να δει, σε ποιόν εξ αυτών τελικά θα καταλήξει, ξέροντας εκ των προτέρων πως χαμένος δε θα βγει σε καμμιά των επιλογών του.
     Είναι λοιπόν ένα παραμύθι σαγήνης και πειθούς, 3 μελίρρυτων και σοφών, πανάξιων ανθρώπων. Είναι περίτεχνος ο τρόπος που χειρίζονται κι οι 3 το λόγο και τα επιχειρήματα και το… διακριτικό φλερτ είναι εξαιρετικό. Λέω λοιπόν εδώ, να καθήσουμε παρέα με το Σωκράτη, εδώ στον ίσκιο του μεγάλου πλατάνου και ν’ ακούσουμε κι εμείς μαζί του, τι έχει να πει επί του θέματος ο Λυσίας. Μόλις τελειώσει, θα τα ξαναπούμε λιγάκι, για να πάμε στο παρακάτω. Ιδού λοιπόν, το 1ο μέρος της Ερωτομαχίας:

                                    Ερωτικός” Λυσίου
   (αυτούσιος)
     Ποια είναι η επιθυμία μου, το ξέρεις καλά κι ό,τι νομίζω πως μας συμφέρει να πραγματοποιηθεί, το έχεις ακούσει κι έχω την αξίωση να μην αποτύχω σ’ αυτό που ζητώ, επειδή συμβαίνει να μην είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Γιατί οι ερωτευμένοι, όταν σβήσει η επιθυμία τους, μετανιώνουνε για τα καλά που έχουνε κάνει, ενώ για κείνους που δεν κατέχονται από έρωτα, δεν έρχεται η ώρα ν’ αλλάξουν γνώμη. Γιατί το καλό που κάνουν ανάλογα με τη δύναμη τους, δεν το κάνουν από τη πίεση ανάγκης του πάθους τους, αλλά με τη θέληση τους, με κριτήριο εκείνα που σκέπτονται ότι θα είναι καλύτερα για τα δικά τους ζητήματα.
     Επιπλέον, αυτοί που κατέχονται από έρωτα αναλογίζονται πόσα από τα θέματα τους τα χειρίστηκαν άσχημα εξαιτίας του έρωτα, αλλά και πόσα ευεργετήματα έχουν κάνει και προσθέτοντας και τον κόπο που κατέβαλαν, πιστεύουν πως από καιρό έχουν ανταποδώσει άξια τη χάρη που όφειλαν στους αγαπημένους τους’ ενώ κείνοι που δεν είναι ερωτευμένοι, δεν μπορούν ούτε να προφασίζονται πως, εξαιτίας του έρωτα, αμέλησαν τα ζητήματα τους, ούτε να υπολογίζουν τα περασμένα τους βάσανα, ούτε να παραπονεθούν για τις συγκρούσεις τους με τους δικούς τους, έτσι, ύστερα από τον παραμερισμό τόσων κακών, δεν τους μένει τίποτε άλλο από το να κάνουν πρόθυμα ό,τι νομίζουν ότι θα ευχαριστήσει εκείνους που αγαπούν.
     Ακόμη, αν αξίζει να ‘χει κανείς σε μεγάλη εκτίμηση τους κατεχόμενους από έρωτα γι’ αυτό, επειδή δηλαδή λέγεται πως έχουνε τη μεγαλύτερη αγάπη για κείνους με τους οποίους είναι ερωτευμένοι κι επίσης, είναι έτοιμοι και με τα λόγια και με τα έργα, να ευχαριστούνε τους αγαπημένους τους, παρ’ όλο που έτσι θα γίνονται απεχθείς στους άλλους. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς αν λένε αλήθεια, αφού όποιους αγαπήσουν αργότερα, θα τους έχουνε σε ψηλότερη θέση από τους προηγούμενους κι είναι φανερό πως θα κάνουν κακό στους τωρινούς, αν έτσι αρέσει στους επόμενους.
     Αλήθεια πώς μπορεί να ‘ναι φυσικό να παραχωρήσει κανείς τόσο μεγάλην εύνοια σε κάποιον που ‘χει τέτοιο βάσανο που κανένας, ακόμα κι έμπειρος δε θα επιχειρούσε να το γιατρέψει; Αν κι οι ίδιοι μολογούνε πως πιο πολύ είναι άρρωστοι παρά έχουνε τα λογικά τους και ξέρουν ότι παραλογίζονται, αλλά δε μπορούν να κρατηθούν, πώς λοιπόν είναι δυνατόν, αν ξαναβρούνε τη λογική τους να θεωρήσουνε σωστά αυτά που σκέφτηκαν όσο βρίσκονταν σ’ αυτή τη κατάσταση; Βέβαια αν είχες να διαλέξεις τον καλύτερο από τους ερωτευμένους η επιλογή σου θα γινόταν μεταξύ λίγων. Αν όμως ήταν να διαλέξεις από τους άλλους εκείνο που σου ταιριάζει πιότερο, θα επέλεγες μέσα σε πολλούς, έχεις λοιπόν πολύ μεγαλύτερη ελπίδα να πετύχεις μέσα σ’ αυτούς εκείνον που θα ‘ναι άξιος της φιλίας σου.
     Αν πάλι φοβάσαι το καθιερωμένο έθιμο, ότι δηλαδή, αν μάθουν οι άνθρωποι τη σχέση σου, θα ντροπιαστείς, να ξέρεις πως είναι φυσικό οι ερωτευμένοι, πιστεύοντας ότι οι άλλοι τους ζηλεύουν με τον τρόπο που οι ίδιοι ζηλεύονται μεταξύ τους, να καταληφθούν από έπαρση μιλώντας για τούτο και προκειμένου να δώσουν αξία στον εαυτό τους, να δείχνουν μ’ έμφαση σ’ όλους πως τόσοι κόποι τους δεν ήσαν μάταιοι, ενώ όσοι δεν κατέχονται από έρωτα, να ξέρεις ότι είναι πάλι φυσικό, αφού αυτοκυριαρχούνται, να επιλέγουν το καλύτερο γι’ αυτούς κι όχι τη φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους. Ακόμα, αναγκαία πολλοί θα μάθουνε για τους ερωτευμένους και θα τους δουν να τρέχουνε πίσω απ’ αυτούς που αγαπάνε κι όλο μ’ αυτό ν’ ασχολούνται, έτσι ώστε όταν τους δουν να μιλούν μεταξύ τους, θα θεωρήσουν ότι κείνοι είναι μαζί επειδή η επιθυμία τους ή έχει ικανοποιηθεί ή πρόκειται να ικανοποιηθεί, όμως τους μη κατεχόμενους από έρωτα, ούτε καν επιχειρούν να τους κατηγορήσουν για το ότι είναι μαζί, γιατί γνωρίζουν ότι είναι φυσικό να μιλά κανείς με κάποιον όταν η αιτία είναι η φιλία ή κάποια άλλη ευχαρίστηση.
     Βέβαια, αν σου συμβεί να φοβηθείς επειδή πιστεύεις ότι είναι δύσκολο να παραμένει σταθερή η φιλία κι ότι, με όποιον τρόπο κι αν προκύψει διαφωνία, όταν η σχέση δεν είναι ερωτική, θ’ αποβεί κοινό το κακό και για τους δύο, ενώ, όταν εσύ διακινδυνεύεις δίνοντας τα πολυτιμότερα που ‘χεις, θα είσαι σύ που θα ζημιωθείς πολύ σοβαρά, τότε εύλογον είναι να φοβάσαι πιότερο αυτούς που κατέχονται από έρωτα, γιατί πολλά είναι αυτά που τους στεναχωρούνε και πιστεύουνε ότι όλα γίνονται για να βλαφθούν οι ίδιοι. Γι’ αυτό κι εμποδίζουν τις συνευρέσεις των αγαπημένων τους με τους άλλους, γιατί φοβούνται μήπως εκείνοι που ‘χουνε περιουσία εκμεταλλευτούνε τη χρηματική τους υπεροχή και τους ξεπεράσουνε και μήπως οι μορφωμένοι αξιοποιήσουν τη φρόνηση τους και γίνουνε καλύτεροι τους και προφυλάσσονται απ’ τη δύναμη του καθενός απ’ όσους κατέχουνε κάποιο άλλο αγαθό.      Αφού καταφέρουν να σε πείσουν να γίνεις μισητός σ’ αυτούς, σε φθάνουνε στο σημείο να μείνεις έρημος από φίλους και, στη περίπτωση που προσέξεις το δικό σου συμφέρον και σκεφθείς καλλίτερα από τους ίδιους, θα φθάσεις σε διαμάχη μαζί τους. Αντίθετα όσοι δε συνέβη να κατέχονται απ’ τον έρωτα και πέτυχαν με την αξία τους εκείνα που επιθυμούσανε δε θα φθονούσαν αυτούς που σε συναναστρέφονται αλλά ίσα-ίσα θα μισούσαν όσους δε θέλουν να σε συναναστραφούν, γιατί πιστεύουν ότι οι δεύτεροι τους περιφρονούν, ενώ από τους πρώτους ωφελούνται, έτσι ώστε υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ελπίδα η σχέση τους μαζί σου να δημιουργήσει φιλία, παρά να προκαλέσει έχθρα.
     Εξάλλου πολλοί απ’ τους ερωτευμένους ποθήσανε το σώμα του αγαπημένου πριν ακόμα μάθουν το χαρακτήρα τους και πριν γνωρίσουν από κοντά τη συνολική προσωπική του κατάσταση, έτσι που είναι αβέβαιο αν θα θελήσουν να ‘ναι φίλοι του κι όταν θα σβήσει η επιθυμία τους, όμως σε κείνους που δεν κατέχονται από έρωτα και τα κάναν αυτά όντας από πριν φίλοι μεταξύ τους, δεν είναι φυσικό ν’ αδυνατίζει η φιλία εξαιτίας όσων τους έδωσαν ευχαρίστηση, αλλά, αντίθετα, τούτα θα παραμείνουν αναμνήσεις για όσα θα τους συμβούνε στο μέλλον. Πρέπει να περιμένεις να γίνεις καλύτερος αν ακούσεις εμένα παρά κάποιον εραστή. Γιατί οι εραστές επαινούν αυτά που λες και που κάνεις, ακόμα κι αν αυτά δε συμβαδίζουν με το καλό, επειδή αφενός φοβούνται μήπως σου γίνουν απεχθείς κι αφετέρου, γιατί εξ αιτίας του πόθου τους, δεν εκτιμούνε σωστά τα πράγματα.
     Τέτοια έχει να δείξει ο έρωτας, εκείνους που δυστυχούν στα ερωτικά, τους κάνει να πιστεύουν ότι είναι δυσάρεστα κι όσα δεν προκαλούν λύπη στους άλλους, ενώ όσους ευτυχούν, τους κάνει να επαινούν κι όσα δεν είναι άξια για ευχαρίστηση έτσι, εκείνους που εισπράττουν τον έρωτα ταιριάζει πιο πολύ κανείς να τους λυπάται, παρά να τους ζηλεύει. Αν όμως συναινέσεις σε αυτά που σου λέω, κατ’ αρχήν δε θα σε συναναστρέφομαι αποβλέποντας μόνο στην ηδονή της στιγμής, αλλά και στη μελλοντική ωφέλεια, δε θα καταβάλλομαι από τον έρωτα, αλλά θα αυτοκυριαρχούμαι, δε θα δημιουργώ έντονη έχθρα για μικροπράγματα, αλλά ακόμα και για τα σημαντικά θα σου θυμώνω λίγο και αργά-αργά, θα συγχωρώ τ’ ακούσια λάθη και θα προσπαθώ ν’ αποτρέπω τα εκούσια, αυτές είναι οι εγγυήσεις μιας φιλίας που θα κρατήσει πολύ καιρό. Αν όμως υπάρχει μέσα σου τούτη η ιδέα, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί δυνατή φιλία αν ένας από τους δύο δεν είναι ερωτευμένος, τότε θα πρέπει να σκεφθείς πως, αν ίσχυε αυτό, δε θα είχαμε τόσο μεγάλη αγάπη ούτε για τα παιδιά μας, ούτε για τους πατέρες μας, ούτε για τις μητέρες μας κι ούτε θα είχαμε αποκτήσει πιστούς φίλους, γιατί αυτοί δεν έχουν γίνει φίλοι μας από μια τέτοιου είδους επιθυμία, αλλά εξαιτίας άλλων σχέσεων.
      Έπειτα αν πρέπει κανείς να δίνει την εύνοιά του σ’ όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, οφείλει κι από τους άλλους ανθρώπους να ευεργετεί όχι τους καλύτερους, αλλά κείνους που δεν έχουνε τίποτα, γιατί μόλις αυτοί θ’ απαλλαγούν από τα μεγαλύτερα δεινά, θα του χρωστούνε τη πιο μεγάλη χάρη. Ακόμη στις ιδιωτικές συνεστιάσεις δεν αξίζει κανείς να προσκαλεί τους φίλους, αλλά τους ζητιάνους κι όσους πεινάν και θέλουν να χορτάσουν. Γιατί κείνοι και θα τον αγαπήσουνε και θα τον ακολουθήσουν και θα τονε συνοδεύσουν ως τη πόρτα του σπιτιού του και θα ευχαριστηθούν πάρα πολύ και θα του οφείλουν όχι τη πιο μικρή χάρη και θα του ευχηθούν πολλά καλά.
     Ισως όμως πάλι δεν είναι ορθό να δίνει κανείς την εύνοια του σε όσους το έχουν μεγάλη ανάγκη, αλλά σε όποιους έχουνε τη μεγαλύτερη δυνατότητα ν’ ανταποδώσουνε τη χάρη ούτε σε αυτούς που απλώς ζητούν, αλλά στους άξιους για τούτο, ούτε σε κείνους που θα απολαύσουνε τη νεανική ομορφιά σου, αλλά σ’ όσους, όταν προχωρήσει η ηλικία σου, θα δώσουν και σε σένα από τα αγαθά τους, ούτε σ’ αυτούς που, έχοντας πετύχει ό,τι θέλουνε, θα παινεύουνε τους εαυτούς τους μπρος στους άλλους, αλλά σ’ όσους θα το αποσιωπήσουν απ’ όλους από σεμνότητα ούτε σε κείνους που ‘ναι ένθερμοι για λίγο μόνο καιρό, αλλά σ’ όσους θα παραμείνουνε φίλοι για όλη τη ζωή, ούτε σ’ αυτούς που όταν σβήσει ο πόθος τους, θ’ αναζητήσουνε πρόφαση για διένεξη, αλλά σε κείνους που θα δείξουνε τη δική τους αρετή ακριβώς τότε που θα έχει χαθεί η ομορφιά σου.
     Να θυμάσαι λοιπόν αυτά που σου είπα και βάλε στο νου σου τούτο, πως οι φίλοι συμβουλεύουνε τους ερωτευμένους γιατί θεωρούν ότι είναι κακό πράγμα ο έρωτας, ενώ κανείς από τους συγγενείς δε κατηγόρησε ποτέ κείνους που δεν είναι ερωτευμένοι, για το ότι δεν εκτιμούνε σωστά τα δικά τους θέματα επειδή δεν αγαπούν. Ίσως λοιπόν θα μπορούσες να με ρωτήσεις αν σε συμβουλεύω να προσφέρεις την εύνοια σου σ’ όλους όσους δε κατέχονται από έρωτα. Όμως εγώ νομίζω πως ούτε αυτός που κατέχεται από έρωτα θα σε προέτρεπε να ‘χεις αυτή τη διάθεση προς όλους τους ερωτευμένους.
     Γιατί ούτε όποιος το υπολογίσει καλά θα βρει ότι το πράγμα αξίζει ίση χάρη, ούτε σύ, ενώ επιδιώκεις να κρύβεσαι από τους άλλους, θα μπορείς να χαρίζεσαι σ’ όλους όμοια, τη στιγμή μάλιστα που πρέπει να μην υποστείτε καμία ζημία απ’ αυτό, αλλά να ωφεληθείτε κι οι δύο.
     Νομίζω ότι είναι αρκετά αυτά που έχω πει. Αν όμως εσύ θέλεις κάτι ακόμα και πιστεύεις ότι το έχω παραλείψει, ρώτα με.
———
     Εδώ λοιπόν τελειώνει ο Λυσίας κι ο Σωκράτης ακούει σκεπτικός. Στο τέλος ξεκινά να επιχειρηματολογεί, συνομιλώντας με ερωτήσει, όπως το συνήθιζε. Κι αφού λένε κάμποσα, του ζητά, αν του επιτρέπει ο νεαρός, να απαντήσει, κατά κάποιον τρόπο, αλλά με καλύμμένο το κεφάλι και το πρόσωπο. Ο Φαίδρος παραξενεμένος για τη περίεργη χάρη, δέχεται όμως με χαρά ν’ ακούσει κι ο Σωκράτης ξεκινά το δικό του πρώτο ταξίδι. Εμείς απλώς ακόμα παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα.
———-
                               Αντιερωτικός” Σωκράτους
   (αυτούσιος)
     Εμπρός λοιπόν, καλέ μου φίλε, το ποιο είναι το θέμα, που πρόκειται να εξετάσουμε, έχει ειπωθεί και προσδιοριστεί, έχοντας στο νου μας αυτό ας πούμε και τα υπόλοιπα, δηλαδή ποια ωφέλεια ή βλάβη είναι εύλογο να έχει κείνος που χαρίζεται, από τον ερωτευμένο και ποια από τον μη κατεχόμενο από έρωτα.
     Αυτός που κυριαρχείται από τον πόθο κι είναι δούλος της ηδονής, θα θελήσει οπωσδήποτε να κανονίσει έτσι τα πράγματα, ώστε να πάρει από τον αγαπημένο του τη μεγαλύτερη δυνατή ευχαρίστηση, όμως σ’ έναν άρρωστο, ευχάριστο είναι οτιδήποτε δεν του εναντιώνεται, ενώ του ‘ναι εχθρικό το καλλίτερο του και το ίσο με αυτόν. Επομένως ο εραστής με τη θέληση του δε θα ανεχθεί να ‘ναι ο αγαπημένος του ούτε καλύτερος, ούτε ίσος με τον ίδιο, και πάντα θα επιδιώκει να τον κάνει πιο αδύνατο και κατώτερο του, όμως ο αμαθής υστερεί απέναντι στο σοφό, ο δειλός απέναντι στο γενναίο, ο αδύνατος στα λόγια απέναντι στον εύγλωττο, ο αργόστροφος απέναντι στον εύστροφο.
     Αν υπάρχουν από τη φύση κι αν εμφανίζονται ως επίκτητες τόσες και ακόμη περισσότερες ψυχικές αδυναμίες στον αγαπημένο του, ο εραστής οπωσδήποτε γι’ άλλες ευχαριστιέται κι άλλων ευνοεί την ανάπτυξη, διαφορετικά, θα στερηθεί την άμεση ηδονή. Απαραίτητα λοιπόν είναι φθονερός κι εμποδίζει κι άλλες πολλές κι ωφέλιμες συναναστροφές του αγαπημένου του, κυρίως εκείνες που θα συντελούσαν πιο πολύ στο να γίνει άντρας κι έτσι ο εραστής είναι αναπόφευκτα υπαίτιος μεγάλης ζημίας του αγαπημένου του και μάλιστα της μεγαλύτερης, όταν εμποδίζει τη συναναστροφή που θα τον βοηθούσε να αποκτήσει τη μεγαλύτερη φρόνηση. Κι αυτή η συναναστροφή συμβαίνει να ‘ναι θεϊκή φιλοσοφία, από την οποία σίγουρα ο εραστής κρατά μακριά τον αγαπημένο, γιατί φοβάται μήπως τούτος τον περιφρονήσει και τ’ άλλα τα μηχανεύεται έτσι ώστε ο αγαπημένος του να ‘ναι πάντα σε άγνοια και να ‘χει πάντα στραμμένη τη προσοχή του στον εραστή κι όντας τέτοιος θα ’ναι φυσικά ιδιαίτερα ευχάριστος σε κείνον όμως ιδιαίτερα ζημιογόνος για τον εαυτό του. Σχετικά λοιπόν με τα ζητήματα ψυχής, ο άντρας ο ερωτευμένος δεν είναι με κανένα τρόπο ωφέλιμος ως προστάτης, αλλά ούτε κι ως σύντροφος.
     Μετά απ’ αυτά, πρέπει να εξετάσουμε ποια είναι η κατάσταση κι η μέριμνα του σώματος του αγαπημένου και πώς φροντίζει γι’ αυτό εκείνος που θα γίνει κύριος του και που θα ‘ναι αναγκασμένος να επιδιώκει το ευχάριστο αντί του καλού. Θα τον δουν να κυνηγά κάποιον μαλθακό κι όχι σκληρό νέο, όχι μεγαλωμένο στο καθαρό φως του ήλιου, αλλά κάτω από πυκνή σκιά, άπειρο σε σκληρούς αγώνες αντρών και στους ιδρώτες της άσκησης, όμως έμπειρο σε απαλό, όχι αντρικό τρόπο ζωής, που στολίζεται με ξένα χρώματα και κοσμήματα, μια και δεν έχει τα δικά του και που ασχολείται με όσα συνοδεύουν αυτά, τα οποία είναι προφανή και δεν αξίζει να τα περιγράψω πάραπάνω, -πρέπει όμως να προσδιορίσουμε ένα σημείο ακόμα και μετά να προχωρήσουμε σε άλλα.
     Ένα τέτοιο σώμα, στον πόλεμο και σε όλες τις άλλες κρίσιμες περιστάσεις, οι εχθροί το αντιμετωπίζουνε χωρίς φόβο, ενώ οι φίλοι, αλλά κι οι ίδιοι οι εραστές, ανησυχούνε γι’ αυτό. Τούτο το θέμα, μια κι είναι φανερό ας το αφήσουμε κι ας συζητήσουμε το επόμενο: ποια ωφέλεια ή ζημία θα μας προκαλέσει, ως προς τα κεκτημένα αγαθά, η συναναστροφή κι η επίβλεψη του εραστή; Είναι λοιπόν σαφές στον καθένα και μάλιστα πιότερο στον εραστή, τούτο, ότι θα ευχόταν πριν απ’ όλα να μείνει ορφανός ο αγαπημένος του από τα πιο αγαπητά, τα πολυτιμότερα και τα ιερότερα αγαθά, θα επιθυμούσε λοιπόν να στερηθεί τον πατέρα, τη μητέρα, τους συγγενείς και τους φίλους, γιατί πιστεύει πως όλοι αυτοί παρεμποδίζουνε κι επικρίνουνε τη συναναστροφή που προσφέρει στον ίδιο τη μεγαλύτερη ηδονή. Αλλά επίσης θα θεωρεί ότι, αν ο αγαπημένος έχει χρηματική ή άλλου είδους περιουσία, δε θα μπορεί ούτε να τον κατακτήσει εύκολα, ούτε, ακόμα κι αν αυτό συμβεί, να τονε χειριστεί, από αυτά προκύπτει πως είναι αναπόφευκτο ο εραστής να φθονεί τον αγαπημένο αν έχει περιουσία κι αντίθετα να χαίρεται σε περίπτωση που τη χάσει. Επιπλέον ο εραστής θα ευχόταν ο αγαπημένος να μείνει, όσο πιότερο χρόνο γίνεται, άγαμος, χωρίς παιδιά και σπίτι, γιατί επιθυμεί να απολαμβάνει τη δική του ευχαρίστηση για όσο πιότερο καιρό γίνεται.
     Υπάρχουνε βέβαια κι άλλα κακά, αλλά κάποιος θεός ανέμιξε τα περισσότερα με μια πρόσκαιρη ηδονή, παραδείγματος χάριν, στον κόλακα, που είναι τρομερό θηρίο και μεγάλο κακό, η φύση ανέμιξε και μιαν όχι χωρίς λεπτότητα ηδονή επίσης, θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει την εταίρα λέγοντας ότι κάνει κακό και το ίδιο θα έκανε με άλλα πολλά παρόμοια πλάσματα και συνήθειες, που προκαλούνε προσωρινήν, ακόμα και της μέρας ευχαρίστηση, όμως ο εραστής, εκτός από τη ζημιά που προξενεί στον αγαπημένο του, προκαλεί τη μεγαλύτερη αηδία σε όποιον ζει μαζί του καθημερινά. Γιατί σύμφωνα με το παλιό γνωμικό, ο συνομήλικος ευχαριστεί το συνομήλικο, νομίζω λοιπόν ότι η ίδια τους ηλικία, οδηγώντας τους σε ίδιες ηδονές, δημιουργεί, εξαιτίας της ομοιότητας, φιλία, όμως ακόμα κι αυτών η συναναστροφή φέρνει κορεσμό.
     Λέγεται πάλι ότι το αναγκαστικό είναι βαρύ για όποιον το κάνει και σε κάθε περίπτωση, τούτο λοιπόν, εκτός από την ανομοιότητα στην ηλικία, χαρακτηρίζει προπάντων τη σχέση του εραστή με τον αγαπημένο του. Γιατί όταν συνευρίσκεται ο μεγαλύτερος με το νεότερο, δε φεύγει, με τη θέληση του, από δίπλα του ούτε τη μέρα, ούτε τη νύχτα, αλλά ωθείται από την ανάγκη και τη λαχτάρα, πράγμα βέβαια που σε κείνον φέρνει και προσφέρει πάντα ηδονές, αφού αυτός βλέπει, ακούει, αγγίζει και νιώθει με κάθε αίσθηση τον αγαπημένο κι έτσι τον υπηρετεί σταθερά με ευχαρίστηση. Όμως η λαχτάρα του εραστή ποια παρηγοριά ή ποιες ηδονές θα προσφέρει στον αγαπημένο, έτσι ώστε τούτος εδώ να συναναστρέφεται για το ίδιο χρονικό διάστημα τον εραστή χωρίς να φθάσει στο έσχατο σημείο της αηδίας; Γιατί θα βλέπει την όψη να είναι γερασμένη κι όχι στην ακμή της και το ίδιο και τ’ άλλα που ακολουθούν, αυτά που δεν είναι ευχάριστο ούτε να τα ακούει κανείς, πόσο μάλλον όταν υπάρχει πάντα ανάγκη να έρχεται σε επαφή μαζί τους, και θα επιτηρείται καχύποπτα με κάθε τρόπο και σε κάθε του σχέση και θα ακούει άκαιρους κι υπερβολικούς επαίνους, αλλά και κατηγορίες που δεν είναι ανεκτές ούτε όταν ο εραστής είναι νηφάλιος, ενώ, όταν μεθύσει, εκτός ότι δεν είναι ανεκτές, είναι αισχρές και προσβλητικές, καθώς εκείνος θα μιλάει ασύδοτα και με απωθητική ελευθεροστομία.
      Βέβαια, όσον είναι ερωτευμένος, ο εραστής είναι βλαπτικός κι αηδιαστικός, όμως όταν του φύγει ο έρωτας, είναι άπιστος τον καιρό που ακολουθεί, δηλαδή στο διάστημα για το οποίο υποσχόταν πολλά, και έτσι, με πολλούς όρκους και παρακάλια, κατάφερνε να γίνεται η κουραστική συντροφιά του ανεκτή από τον αγαπημένο του, καλλιεργώντας την ελπίδα για απόκτηση αγαθών. Την ώρα λοιπόν που πρέπει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του, συμβαίνει μια μεταβολή μέσα του κι ως κύριο και προστάτη του βάζει τη λογική και τη σύνεση στη θέση του έρωτα και της μανίας κι έτσι έχει γίνει άλλος άνθρωπος, πράγμα που έχει διαφύγει της προσοχής του νεαρού.
      Φυσικά τούτος απαιτεί την ανταπόδοση των προηγούμενων προσφορών του, υπενθυμίζοντας όσα είπε κι έκανε ο εραστής, θεωρώντας ότι απευθύνεται στον ίδιο άνθρωπο, όμως ο εραστής ούτε τολμά, καθώς ήδη ντρέπεται, να πει πως έχει γίνει άλλος άνθρωπος, ούτε μπορεί να κρατήσει τους όρκους και τις υποσχέσεις που έδωσε ωθούμενος από το άλογο πάθος που τον εξουσίαζε, γιατί πια έχει βρει τη λογική και τη σωφροσύνη του, έτσι ώστε να μη κάνει τα ίδια με τον παλιό εαυτό του και να μη μοιάσει σε κείνον και ξαναγίνει ο ίδιος. Απομακρύνεται λοιπόν από αυτή τη σχέση κι ο μέχρι πριν εραστής, έχοντάς την εγκαταλείψει αναγκαστικά, καθώς έχει αλλάξει η όψη του οστράκου, κάνει μεταβολή και τρέπεται σε φυγή. Ο άλλος πάλι αναγκάζεται να τον κυνηγά στέλνοντας του κατάρες, στο όνομα των θεών μες στην αγανάκτηση του, καθώς δε συνέλαβε από την αρχή το όλο θέμα, δηλαδή ότι δεν έπρεπε ποτέ να προσφέρεται σε κάποιον που κατέχεται από έρωτα κι -αναγκαστικά- έχει χάσει τη λογική του, αλλά σε κάποιον που δεν κυριαρχείται από τον έρωτα και κρατά τη λογική του, διαφορετικά κατ’ ανάγκη θα χάριζε τον εαυτό του σ’ έναν άνθρωπο άπιστο, δύστροπο, φθονερό, αηδιαστικό, βλαβερό για τη περιουσία του, βλαβερό και για την υγεία του σώματός του, κυρίως όμως βλαβερότατο για την καλλιέργεια της ψυχής, από την οποία δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει, μα την αλήθεια, πολυτιμότερο πράγμα, ούτε μεταξύ των ανθρώπων, ούτε μεταξύ των θεών. Αυτά λοιπόν πρέπει παιδί μου, να βάλεις στο μυαλό σου και να ξέρεις ότι η φιλία του εραστή δεν οφείλεται σε καλή διάθεση, αλλά στην ανάγκη του να χορτάσει, όπως συμβαίνει με το φαγητό:

Όπως οι λύκοι αγαπούν τ’ αρνιά,
έτσι κι οι εραστές, τ’ αγόρια αγαπάν
.

     Αυτά λοιπόν, Φαίδρε. Δεν έχεις ν’ ακούσεις παραπάνω από μένα, ας τελειώσει πια για σένα ο λόγος.
——————–
     Εδώ λοιπόν ο Σωκράτης ολοκληρώνει το πρώτο του άνοιγμα και φυσικά το συζητάνε κι ενώ ο νεαρός ζητά περαιτέρω εξηγήσεις, αυτός με μια κίνηση όλο χάρη, αφαιρεί το λόγο που μόλις του εκφώνησε και ζητά να δευτερολογήσει. Ο Φαίδρος, άλλο που δε θέλει, τον ενθαρρύνει και βελτιώνει το κάθισμά του, όπως κι εμείς άλλωστε, για να δεχτεί το νέο λουτρό λέξεων από κείνονε που σέβεται απεριόριστα. Για να δούμε λοιπόν που το πάει ο μέγιστος…
———————

                          Ερωτικό Προοίμιο” Σωκράτους

   (αυτούσιος)
     Εμπρός λοιπόν, μελωδικές, λιγυρόφωνες Μούσες, που αποκτήσατε αυτή την επωνυμία είτε για το καλλίφωνο τραγούδι σας, είτε από το μουσικό γένος των Λιγύων, αναλάβετε μαζί μου το μύθο που με αναγκάζει να πω τούτος εδώ ο εξαίρετος άντρας, για να φανεί ο φίλος του, που και πριν του φαινόταν σοφός, τώρα ακόμη σοφότερος.
     Ήταν λοιπόν ένα παιδί, ή μάλλον έν έφηβο αγόρι, πολύ όμορφο κι ήσαν πάρα πολλοί κείνοι που ήσαν ερωτευμένοι μαζί του. Αλλά ένας από αυτούς είχε την ικανότητα να πλανεύει. Τούτος, μολονότι δεν ήταν λιγότερο ερωτευμένος από κανέναν από τους άλλους, είχε πείσει το αγόρι ότι δεν ήταν ερωτευμένος μαζί του. Κι όταν ζητούσε την εύνοια του, επιχειρούσε να το πείσει γι’ αυτό ακριβώς, για το ότι δηλαδή έπρεπε να προσφέρεται σ’ έναν που δεν είναι ερωτευμένος μαζί του, παρά σ’ έναν που είναι και του έλεγε τα εξής:

   «Για κείνους που θέλουν να σκεφτούν ορθά, υπάρχει, παιδί μου, μια αρχή για όλα τα πράγματα, πρέπει να γνωρίζουν καλά αυτό που θα απασχολήσει τη σκέψη τους, αλλιώς κατ’ ανάγκη θα σφάλλουν στο κάθε ζήτημα.
     Όμως από τους περισσότερους διαφεύγει ότι δε γνωρίζουνε την ουσία του κάθε πράγματος. Έτσι λοιπόν υποθέτοντας ότι τη ξέρουνε, δεν προβαίνουν σε ανάλογη συμφωνία μεταξύ τους στην αρχή της έρευνας και μετά, όταν προχωρήσουνε, πληρώνουνε το εύλογον αντίτιμον, αφού δεν είναι σύμφωνοι ούτε με τον εαυτό τους, ούτε μεταξύ τους. Εγώ λοιπόν κι εσύ ας μη πάθουμε αυτό για το οποίο κατηγορούμε τους άλλους, αλλά, εφόσον το θέμα που εσύ κι εγώ έχουμε μπρος μας είναι αν πρέπει να προτιμά κανείς τη φιλία του ερωτευμένου ή εκείνου που δεν κατέχεται από έρωτα, ας συμφωνήσουμε πρώτα ως προς τον ορισμό του έρωτα, τι είναι και ποια δύναμη έχει, και μετά, έχοντας τον ορισμό υπόψη μας κι αναφερόμενοι συστηματικά σε αυτόν, ας σκεφθούμε αν προκαλεί ωφέλεια ή ζημία. Κατ’ αρχήν, το ότι ο έρωτας είναι μια επιθυμία, είναι φανερό στον καθένα -το ότι πάλι κι εκείνοι που δε κατέχονται από έρωτα επιθυμούν τα όμορφα πράγματα το γνωρίζουμε. Πώς λοιπόν θα διακρίνουμε τον ερωτευμένο από αυτόν που δεν κατέχεται από έρωτα; Πρέπει να σκεφθούμε ότι στον καθένα μας υπάρχουν δύο αρχές που μας κυβερνούν και μας καθοδηγούν, και τις οποίες ακολουθούμε όπου και να μας οδηγούν: η μία είναι η έμφυτη επιθυμία για τις ηδονές κι η άλλη είναι μια επίκτητη γνώμη, που αποβλέπει στο καλύτερο. Κι αυτές μέσα μας άλλοτε συμπνέουνε κι άλλοτε μάχονται η μια την άλλη κι άλλοτε επικρατεί η μία κι άλλοτε η άλλη. Η επικράτηση της γνώμης που διαμέσου του λόγου, οδηγεί στο καλύτερο και κυριαρχεί, ονομάζεται σωφροσύνη, ενώ η επικράτηση της επιθυμίας που κυριεύοντάς μας, μας οδηγεί ασυλλόγιστα προς τις ηδονές, ονομάζεται ύβρις. Όμως η ύβρις έχει πολλά ονόματα, επειδή είναι πολυμελής και πολύμορφη. Κι όποια από αυτές τις μορφές συμβεί να υπερισχύσει, δίνει το όνομά της σε κείνον που τη διαθέτει, όνομα ούτε όμορφο, ούτε τιμητικό για κείνον που το έχει.
     Έτσι, παραδείγματος χάρη, όταν η επιθυμία για το φαγητό επικρατήσει του λόγου που τείνει στο άριστο και των άλλων επιθυμιών, ονομάζεται λαιμαργία και δίνει το αντίστοιχο όνομα σε όποιον την έχει, όταν πάλι γίνει τύραννος η επιθυμία για το μεθύσι, κι οδηγεί εκείνον που την έχει στο ποτό, είναι φανερό τι προσωνυμία θα πάρει αυτός. Κι είναι προφανές ότι τα συγγενικά με αυτά ονόματα, που αφορούν σε συγγενικές επιθυμίες, υπαγορεύονται από την επιθυμία που κάθε φορά κυριαρχεί. Είναι πια σχεδόν φανερό για ποια επιθυμία έχουν ειπωθεί τα προηγούμενα, όμως οπωσδήποτε θα είναι σαφέστερο άμα ειπωθεί, παρά αν δεν ειπωθεί. λοιπόν, η άλογη επιθυμία που επικράτησε της άποψης που τείνει στο ορθό κι οδηγήθηκε στην ηδονή της ομορφιάς κι αφού επιπλέον ενισχύθηκε έντονα από τις συγγενικές της επιθυμίες για την ομορφιά των σωμάτων, προχώρησε και νίκησε, πήρε το όνομά της από την ίδια τη ρώμη, και ονομάστηκε έρωτας
».
     Όμως, φίλε μου Φαίδρε, δε σου φαίνεται κάπως και σένα, όπως και σε μένα, ότι έχω καταληφθεί από θεϊκό πάθος;
————————
     Εδώ πρέπει να μπει απαραίτητα, ο διάλογος όπως ακριβώς συνεχίστηκε από τη πάνω φράση, γιατί είναι ζωτικό να φανεί ο κανονικός ρους της κουβέντας. Έτσι λοιπον θα συνεχίσω τη παρουσίαση και μόλις ξεκινήσει ο επόμενος θα βάλω πάλι λίγες τελίτσες, που απλά θα δηλώνουν την έναρξη, χωρίς να υπάρχει φυσικά άλλη ενδιάμεση παρεμβολή από τη συζήτηση. Δηλαδή ο λόγος θα ξεκινήσει μ’ επέκταση του διαλόγου και θα δηλωθεί με τελίτσες. Αλλάζουμε θέση πάλι για να μη πιαστούμε και περιμένουμε με αγωνία τι θα πει ο μέγας.
————————
 ΦΑΙ. Οπωσδήποτε, Σωκράτη κι αντίθετα με ό,τι συμβαίνει συνήθως, σε κατέλαβε μια ευγλωττία.
 ΣΩ. Λοιπόν, άκουγέ με σιωπηλά, αφού στ’ αλήθεια φαίνεται πως είναι θεϊκός αυτός ο τόπος, γι’ αυτό μην εκπλαγείς αν, καθώς θα προχωρεί ο λόγος, με καταλάβει πολλές φορές το πάθος των Νυμφών! Γιατί όσα λέω τώρα δεν απέχουνε πια πολύ από τους διθυράμβους.
 ΦΑΙ. Πολύ αληθινό είναι αυτό που λες.
 ΣΩ. Μα εσύ είσαι η αιτία γι’ αυτά, όμως, άκουσε και τα υπόλοιπα. γιατί ίσως φύγει από μένα η έμπνευση που νιώθω να μου ‘ρχεται. Αυτό βέβαια είναι μέλημα του θεού. εμείς πάντως πρέπει να φέρουμε πάλι το λόγο μας στο παιδί.
 ΦΑΙ. Μα εγώ νόμιζα ότι ο λόγος βρίσκεται ακόμα στη μέση κι ότι εσύ θα πεις άλλα τόσα και για εκείνο που δεν κατέχεται από έρωτα, δηλαδή πώς πρέπει να χαρίζει κανείς τον εαυτό του σε αυτόν και να αναφέρεις πάλι τα καλά του γνωρίσματα. Γιατί λοιπόν Σωκράτη, σταματάς τώρα;
 ΣΩ. Δεν πρόσεξες, μακάριε φίλε, πως τώρα πια εκφράζομαι με επικό λόγο κι όχι με διθυράμβους κι ότι αυτό συμβαίνει ενόσω κατηγορώ; Αν αρχίσω όμως να επαινώ τον άλλον, τι νομίζεις ότι θα κάνω; Άραγε αντιλαμβάνεσαι ότι θα με καταλάβει το θεϊκό συναίσθημα από τις Νύμφες, στις οποίες, έχοντας το σκοπό, με οδήγησες; Λέω λοιπόν με μια λέξη, πως όσα είναι τα κακά που βρήκαμε σε κείνο που αγαπά και τον κατηγορήσαμε, άλλα τόσα -αντίθετα- καλά υπάρχουνε στον άλλον, εκείνον που δεν είναι ερωτευμένος.
     Τι ανάγκη υπάρχει, λοιπόν, για μακρύ λόγο; Και για τους δύο έχουν ειπωθεί αρκετά. Έτσι, λοιπόν, το επινόημα μου, ο λόγος μου, θα πάθει ό,τι του ταιριάζει, θα πάρει τέλος. Κι εγώ περνώ αυτό το ποτάμι και φεύγω, πριν αναγκαστώ από σένα να σου κάνω καμιά μεγαλύτερη χάρη.
 ΦΑΙ. Όχι ακόμα Σωκράτη, πριν περάσει η μεγάλη ζέστη ή μήπως δε βλέπεις ότι είναι πια σχεδόν μεσημέρι; Ας μείνουμε όμως κι άλλο κι ας μιλήσουμε για όσα έχουμε πει κι αμέσως μόλις δροσίσει να φύγουμε.
 ΣΩ. Πράγματι, Φαίδρε, σε ό,τι αφορά τους λόγους, είσαι θεϊκός κι αναμφίβολα, θαυμαστός. Εγώ πιστεύω ότι κανείς απ’ όσους γεννήθηκαν όσο ζεις δεν έχει γίνει αίτιος να παραχθούνε πιότεροι λόγοι απ’ όσο σύ, είτε λέγοντας τους ο ίδιος, είτε αναγκάζοντας άλλους με κάποιον τρόπο, να τους πουν. Εξαιρώ απ’ όσα λέω το Σιμμία το Θηβαίο, των άλλων όμως υπερέχεις κατά πολύ, έτσι και τώρα μου φαίνεται πάλι ότι γίνεσαι αιτία να ειπωθεί ένας λόγος από μένα.
 ΦΑΙ. Δε μου κηρύττεις βέβαια πόλεμο, όμως πώς προκύπτει αυτός ο λόγος και πού αναφέρεται;
 ΣΩ. Καλέ μου φίλε, όταν επρόκειτο να διαβώ τον ποταμό, συνέβη να μου ‘ρθει το θεϊκό πνεύμα, ο οιωνός που μ’ επισκέπτεται συνήθως -πάντα με συγκρατεί από αυτό που σκοπεύω να κάνω- και μου φάνηκε πως, από το ίδιο μέρος, άκουσα κάποια φωνή που δε με αφήνει να φύγω πριν εξαγνιστώ, σα να ‘χω αμαρτήσει για κάποιο πράγμα στο Θεό. Είμαι βέβαια μάντης, όχι όμως πολύ σπουδαίος, πάντως, όπως ακριβώς εκείνοι που ξέρουνε λίγα γράμματα, μόνο για δική τους χρήση, είμαι ικανός να χρησιμοποιώ τη μαντική μου μόνο για τον εαυτό μου. Συλλαμβάνω, λοιπόν, σαφώς το σφάλμα μου.
     Γιατί μου φαίνεται, φίλε μου, ότι κι η ψυχή έχει μια μαντική δύναμη κι εμένα κάτι με τάραξε και προηγουμένως, καθώς ανέπτυσσα το λόγο, και ένιωσα κάποιο δέος, όπως λέει ο Ίβυκος, μήπως τιμηθώ από τους ανθρώπους για ένα αμάρτημα προς τους θεούς. όμως τώρα έχω αισθανθεί το αμάρτημα.
 ΦΑΙ. Τι εννοείς λοιπόν;
 ΣΩ. Τρομερός, Φαίδρε, τρομερός ήταν ο λόγος που έφερες μαζί σου κι αυτός που με ανάγκασες να πω.
 ΦΑΙ. Μα πώς;
 ΣΩ. Ήταν ανόητος και κατά ένα τρόπον, ανόσιος, ποιός λοιπόν θα ήταν τρομερότερος από αυτόν;
 ΦΑΙ. Κανένας, αν φυσικά είναι αληθινά όσα λες.
 ΣΩ. Τι λοιπόν; Δε θεωρείς τον Έρωτα γιο της Αφροδίτης και Θεό;
 ΦΑΙ. Έτσι λέγεται.
 ΣΩ. Όμως δεν ειπώθηκε ούτε από το Λυσία, ούτε στο δικό σου λόγο, που ειπώθηκε από το στόμα μου, που εσύ το καταπίκρανες. Αν λοιπόν ο Έρωτας είναι θεός ή κάτι θεϊκό, όπως πράγματι συμβαίνει, δε μπορεί να ‘ναι κάτι κακό. Όμως οι λόγοι που μόλις ειπώθηκανε γι’ αυτόν, έτσι κακό τον χαρακτήρισαν.
     Βέβαια έτσι αμάρτησαν απέναντι στον Έρωτα, αλλά η ανοησία τους είναι πολύ διασκεδαστική, αφού χωρίς να λένε τίποτα έγκυρο κι αληθινό, αυτοεξυψώνονται σαν οι ίδιοι να ‘ναι κάτι σπουδαίο αν, καταφέρνοντας να εξαπατήσουν μερικούς μικρούς ανθρώπους, κερδίσουν την εκτίμηση τους. Λοιπόν, φίλε μου, εγώ είναι ανάγκη να εξαγνιστώ κι υπάρχει ένας αρχαίος τρόπος καθαρμού για όσους δεν αποφαίνονται με σύνεση σχετικά με τα μυθολογικά θέματα κι έτσι, αμαρτάνουν και τούτο τον τρόπο δεν τον ήξερε ο Όμηρος, αλλά ο Στησίχορος. Αυτός, όταν έχασε τα μάτια του επειδή κακολόγησε την Ελένη, δε παρέμεινε στην άγνοια όπως ο Όμηρος αλλά ως αληθινός ποιητής, συνέλαβε την αιτία κι αμέσως δημιούργησε το ακόλουθο ποίημα:

Δεν είν’ αληθινός αυτός ο λόγος.
Δεν μπήκες στα καλοφτιαγμένα πλοία
με τα γερά κουπιά κι ούτε ποτέ σου
επάτησες στα τείχη εκεί στη Τροία.

     Και μόλις ολοκλήρωσε αυτό το ποίημα που ονομάζεται παλινωδία, βρήκε κατευθείαν το φως του. Εγώ λοιπόν θα φανώ σοφότερος από κείνους ως προς το εξής: πριν να πάθω τίποτε γιατί κακολόγησα τον Έρωτα, θα επιχειρήσω να επανορθώσω και του προσφέρω τη δική μου παλινωδία, έχοντας το κεφάλι μου ακάλυπτο κι όχι, όπως τότε, σκεπασμένο από τη ντροπή. (Εδώ του ζητά να μιλήσει χωρίς το κάλυμμα της ντροπής).
 ΦΑΙ. Σωκράτη, δεν υπάρχει για μένα τίποτε πιο ευχάριστο από αυτά που μόλις είπες.
 ΣΩ. Καταλαβαίνεις βέβαια, καλέ μου Φαίδρε, με πόση αναίδεια ειπώθηκαν οι δύο λόγοι και τούτος εδώ κι ο άλλος που ειπώθηκε μέσα από το βιβλίο.
     Πράγματι, υπόθεσε ότι ένας άνθρωπος ευγενής και πράος στο χαρακτήρα, ερωτευμένος με κάποιον της ίδιας ποιότητας ή έχοντας προηγουμένως -κάποτε- αγαπήσει, μας ακούει να λέμε πως οι εραστές, για ζητήματα μικρής σημασίας, προκαλούν μέσα τους μεγάλες έχθρες και φθονούν και βλάπτουν τον αγαπημένο. Πώς θα μπορούσε να μη σκεφθεί ότι ακούει ανθρώπους που έχουνε μεγαλώσει ανάμεσα σε ναύτες και που δεν έχουνε δει αληθινά ελεύθερο έρωτα; Δε θα διαφωνούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό μαζί μας σε όσα κατηγορούμε τον Έρωτα;
 ΦΑΙ. Μα το Δία, ίσως έτσι είναι, Σωκράτη.
 ΣΩ. Εγώ λοιπόν, επειδή ντρέπομαι αυτόν τον άνθρωπο και φοβάμαι τον ίδιο τον Έρωτα, θέλω να ξεπλύνω την αλμύρα που γέμισε την ακοή μας, μ’ ένα λόγο καθαρό όπως τό πόσιμο νερό και συμβουλεύω
και το Λυσία να γράψει όσο πιο γρήγορα μπορεί ένα λόγο που να υποστηρίζει πως, όταν υπάρχει ισορροπία στους άλλους παράγοντες, πρέπει να προσφέρει κανείς τον εαυτό του σε έναν ερωτευμένο, παρά σε κάποιον που δεν κατέχεται από έρωτα.
 ΦΑΙ. Μα να είσαι σίγουρος ότι έτσι θα γίνει, γιατί όταν εσύ θα αναπτύξεις τον έπαινο του εραστή, θα χρειαστεί οπωσδήποτε εγώ να αναγκάσω το Λυσία να γράψει πάλι ένα λόγο για το ίδιο πράγμα.
 ΣΩ. Το πιστεύω αυτό, για όσο βέβαια θα είσαι αυτός που είσαι.
 ΦΑΙ. Λέγε λοιπόν χωρίς να φοβάσαι.
 ΣΩ. Πού είναι ο νεαρός στον οποίο μιλούσα; Για να ακούσει και τούτο δώ και να μη προφθάσει, χωρίς να το ακούσει, να προσφερθεί σε κάποιον που δεν είναι ερωτευμένος μαζί του.
 ΦΑΙ. Αυτός πάντα είναι πολύ κοντά σου, όποτε θέλεις.

     (ΣΣ: η απάντηση που προσπαθούσε να πάρει και κοστίζει 1000000 φιλιά, ας πούμε. Η σαγήνη σ’ όλο της το μεγαλείο, σαν όπως λέμε: “Είμαι έτοιμος να πω κάτι βρε μάτια μου, αλλά θαθελα να ξέρω, με παρακολουθείς ή τα λέω τζάμπα”. Κι απέναντι ακούς: “Είμαι δω μαζί σου και κρέμωμαι από τα χείλη σου, και μάλιστα όποτε κι όπως με θέλεις“. Ε λύωνεις ή δε λυώνεις;)
……………………
                                                    Ερωτικός” Σωκράτους
   (αυτούσιος)
     Λοιπόν, όμορφό μου παιδί, να καταλάβεις τούτο: ο πριν λόγος ήτανε του Φαίδρου, γιου του Πυθοκλέα από το Μυρρινούντα, ενώ αυτός που πρόκειται να πω είναι του Στησιχόρου, γιου του Εύφημου από την Ιμέρα. Και πρέπει να λέει τα εξής: ότι δεν είναι αληθινός ο λόγος που υποστηρίζει ότι πρέπει να προσφέρεται κανείς σε κάποιον που δεν κατέχεται από έρωτα, όταν έχει δίπλα του έναν ερωτευμένο, γιατί δήθεν ο πρώτος ενεργεί με φρόνηση, ενώ ο άλλος κατέχεται από μανία. Και βέβαια, αυτό θα ήτανε σωστό να λέγεται, αν ήταν αλήθεια ότι η μανία είναι κακό πράγμα. Όμως στη πραγματικότητα τα μεγαλύτερα καλά μας συμβαίνουν μέσω αυτής μανίας, που μας προσφέρεται σα θεϊκό δώρο. Γιατί τόσο κείνη που προφητεύει στους Δελφούς, όσο κι οι ιέρειες στη Δωδώνη, όταν καταλήφθηκαν από μανία, προκαλέσανε πολλά και καλά στην Ελλάδα, στις δημόσιες και στις ιδιωτικές υποθέσεις, ενώ όταν ήτανε φρόνιμες, κάνανε λίγα καλά πράγματα ή και τίποτα, αν μάλιστα αρχίσουμε να μιλάμε για τη Σίβυλλα και στους άλλους που, χρησιμοποιώντας μια μαντική δύναμη θεϊκής πνοής, προφητεύσανε πολλά σε πολλούς κι έτσι, τους πρόσφεραν στήριγμα για το μέλλον τους, θα μακρηγορούσαμε για πράγματα φανερά στον καθένα. αξίζει όμως να επικαλεστούμε σα μαρτυρία και τούτο, πως εκείνοι από τους παλιούς που θέσανε τα ονόματα των πραγμάτων, δε θεωρούσανε τη μανία ούτε κάτι κακό, ούτε ντροπή. Αλλιώς δε θα συνδέανε το ίδιο αυτό όνομα, δηλαδή τη λέξη «μανία», με την ωραιότερη από τις τέχνες, αυτή με την οποία κρίνεται το μέλλον και δε θα τη λέγανε «μανική», θεωρώντας ότι είναι κάτι όμορφο, όταν έρχεται δωρισμένη από τους θεούς, της έδωσαν αυτό το όνομα, όμως οι σημερινοί άνθρωποι, ακαλαίσθητα, παρενέβαλαν το ταυ και την είπαν «μαντική».
     Όμοια και την αναζήτηση του μέλλοντος, που προβαίνουν οι άνθρωποι του ορθού λόγου (κι όχι της έμπνευσης) παρατηρώντας τα πουλιά και τα άλλα σημάδια, επειδή αυτοί με την ορθή σκέψη παρέχουν στην ανθρώπινη γνώμη οίηση, νου και πληροφόρηση, τούτη λοιπόν την αναζήτηση την αποκάλεσαν οιονιστική, την ίδια που οι νεότεροι ονομάζουν οιωνιστική, δίνοντας έμφαση στον ήχο του παρατεταμένου. Όσο λοιπόν τελειότερη κι άξια μεγαλύτερης εκτίμησης είναι η μαντική από την οιωνιστική κι ως όνομα κι ως πράγμα, τόσο ωραιότερη είναι, σύμφωνα με τη μαρτυρία των παλιών, η μανία από τη φρονιμότητα, δεδομένου ότι η πρώτη έχει θεϊκή προέλευση, ενώ η δεύτερη ανθρώπινη. Όμως κι από αρρώστιες κι από τις μεγαλύτερες δυστυχίες, που πέσανε πάνω σε μερικές οικογένειες εξαιτίας της θεϊκής οργής για παλιές αμαρτίες, η μανία απάλλαξε τους ανθρώπους, καθώς εκδηλώθηκε σε όσους ήτανε προορισμένοι γι’ αυτό και προφήτευσε. Βρήκε λοιπόν διέξοδο σε προσευχές στους θεούς και σε πράξεις λατρείας τους κι έτσι, προκαλώντας καθαρμούς κι ιερές τελετές, απάλλαξε από το βάρος των δεινών αυτόν που την είχε και για το παρόν και για το μέλλον, κι έφερε λύτρώση από τα κακά που τον κατείχανε σε κείνον που καταλήφθηκε κανονικά κι ολοκληρωτικά από το παραλήρημα.
     Μα έρχεται όμως από τις Μούσες και τρίτη μορφή μανίας και κατοχής από το θείο. Αυτή, καταλαμβάνοντας μιαν ευγενική και παρθένα ψυχή, τη ξεσηκώνει και τη μεθά με τις ωδές και με τα άλλα  είδη της ποίησης, κάνοντας τη να εξυμνεί αμέτρητα κατορθώματα των παλιών και να μορφώνει τις επόμενες γενιές. Αλλά όποιος οδηγείται στις πόρτες της ποίησης χωρίς τη μανία των Μουσών, έχοντας πιστέψει ότι θα γίνει μεγάλος ποιητής μόνο με τη τέχνη του, ο ίδιος δε πετυχαίνει κι η ποίησή του, ως έργο φρόνιμου, αφανίζεται από τη ποίηση όσων κατέχονται από τη μανία.
     Τόσα κι ακόμη πιο πολλά ωραία έργα, που προέρχονται από τη μανία που προκαλούν οι θεοί, έχω να αναφέρω. Ας μη φοβόμαστε λοιπόν την ίδια τη μανία, ούτε να μας θορυβεί και να μας τρομάζει ο λόγος που υποστηρίζει ότι πρέπει να προτιμάμε για φίλο το φρόνιμο από το μανιασμένο, αλλά αν ένας τέτοιος λόγος, εκτός από αυτό, καταστήσει φανερό και το ότι ο έρωτας δε στέλνεται από τους θεούς στον ερωτευμένο και τον αγαπημένο για να τους ωφελήσει, τότε ας πάρει το βραβείο νίκης. Εμείς όμως σ’ ό,τι μας αφορά θα δείξουμε το αντίθετο, δηλαδή ότι μια τέτοια μανία δίνεται από τους θεούς προκειμένου να φέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία κι η απόδειξη δε θα γίνει πιστευτή από κείνους που απλώς είναι ιδιαίτερα εύστροφοι, ενώ την ίδια, θα τη πιστέψουν οι πραγματικοί σοφοί. Πρέπει λοιπόν, πρώτα, να συλλάβουμε την αλήθεια σχετικά με τη ψυχή, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, εξετάζοντας πώς πάσχει και πώς ενεργεί.
     Η απόδειξη αρχίζει έτσι: Κάθε ψυχή είναι αθάνατη, γιατί κείνο που κινείται πάντα είναι αθάνατο, ενώ κείνο που κινεί έν άλλο και κινείται από άλλο, εφόσον έχει τέλος ως προς τη κίνησή του, έχει τέλος κι ως προς τη ζωή του. Μόνο κείνο που κινείται από μόνο του, αφού δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ να κινείται κι είναι μάλιστα το ίδιο η αρχή κι η προέλευση της κίνησης για όσα από τα άλλα κινούνται. Η αρχή όμως είναι αγέννητη. Γιατί κατ’ ανάγκη καθετί που γεννιέται, γεννιέται από μια αρχή, ενώ τούτη δε γεννιέται από τίποτα. Αν η αρχή γεννιόταν από κάτι, δε θα υπήρχε γέννηση από μια αρχή. Επειδή λοιπόν, η αρχή είναι κάτι αγέννητο, κατ’ ανάγκην είναι και κάτι άφθαρτο. Γιατί αν απωλεσθεί η αρχή, τότε βέβαια δε θα γεννηθεί ούτε η ίδια ποτέ από κάτι, ούτε άλλο πράγμα από αυτήν, εφόσον πρέπει όλα να γίνονται από μιαν αρχή. Έτσι, λοιπόν, η αρχή της κίνησης είναι κείνο που κινεί τον εαυτό του. Κι αυτό δεν είναι δυνατό ούτε να εξαλείφεται, ούτε να γεννάται, αλλιώς όλος ο ουρανός και το σύμπαν του γίγνεσθαι θα κατέρρεαν μαζί, θα παρέμεναν ακίνητα και δε θα είχανε ποτέ ξανά μιαν αρχή που να τα κάνει να γεννηθούνε και να κινηθούνε πάλι.
     Εφόσον λοιπόν έχει φανεί πως εκείνο που κινείται από μόνο του είναι αθάνατο, δε θα διστάζει κανείς να λέει πως αυτό το γνώρισμα αποτελεί την ουσία και το λόγο της ψυχής. Γιατί κάθε σώμα που αντλεί τη κίνηση από έξω είναι άψυχο, ενώ κείνο που τη παίρνει το ίδιο από μέσα του είναι έμψυχο, αφού αυτή είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως έτσι έχει το πράγμα, εφόσον εκείνο που κινεί τον εαυτό του δεν είναι άλλο παρά ψυχή, τότε κατ’ ανάγκην η ψυχή θα ‘ναι κάτι αγέννητο κι αθάνατο.
     Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, την αθανασία της ψυχής, αυτά είναι αρκετά. Σχετικά όμως με τη μορφή της, πρέπει να πούμε τα εξής: ποιας υφής πράγμα είναι, τούτο οπωσδήποτε είναι ζήτημα που απαιτεί θεϊκή κι εκτενή ανάπτυξη, όμως με τι μοιάζει, αυτό είναι θέμα που μπορεί να καλυφθεί από συντομότερη και στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δυνατοτήτων ανάπτυξη, ας μιλήσουμε, λοιπόν, με τέτοιο τρόπο. Ας πούμε πως η ψυχή μοιάζει με τη σύνθετη δύναμη ενός ζεύγους φτερωτών αλόγων και του ηνιόχου τους. Όμως, ενώ όλα τα άλογα κι οι ηνίοχοι των θεών είναι καλής φύσης και προέλευσης, των άλλων γενών, είναι μικτής, καταρχήν ο ηνίοχος, σε μας, οδηγεί διευθύνοντας ένα ζευγάρι αλόγων κι έπειτα, από τα άλογα, το ένα είναι όμορφο, ευγενικό κι από ανάλογη ράτσα, ενώ το άλλο έχει τα αντίθετα χαρακτηριστικά κι είναι από αντίθετη ράτσα. Έτσι, αναπόφευκτα, η ηνιόχηση μάς είναι δύσκολη και κουραστική. Πρέπει όμως τώρα να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε με ποια λογική το ένα ζωντανό ον χαρακτηρίστηκε θνητό και το άλλο αθάνατο.
     Γενικά η ψυχή αναλαμβάνει καθετί το άψυχο, περιδιαβαίνει έτσι τον ουρανό, παίρνοντας άλλοτε τη μια κι άλλοτε την άλλη μορφή και καθώς είναι τέλεια και φτερωτή, κινείται στον αιθέρα και διευθύνει όλο τον κόσμο, η ψυχή, όμως, που έχασε τα φτερά της, περιφέρεται εδώ κι εκεί μέχρι να βρει να κρατηθεί από κάτι στέρεο κι εκεί πλέον εγκαθίσταται κι αποκτά γήινο σώμα που, εξαιτίας της δύναμης της ψυχής, φαίνεται ότι κινεί τον εαυτό του. Αυτό λοιπόν το σύνολο, σύνδεμα σώματος και ψυχής, ονομάστηκε ζωντανό ον και πήρε την επωνυμία «θνητό».
     Όσο για το να πούμε ένα ον αθάνατο, δεν έχουμε κανένα λόγο πραγματικά ελεγμένο από τη σκέψη μας, απλώς πλάθουμε με τη φαντασία μας το Θεό -χωρίς να τον έχουμε ούτε δει, ούτε πλήρως συλλάβει- ως ένα αθάνατο ον, που έχει ψυχή και σώμα, που είναι πάντα σύμφυτα. Όμως αυτά έτσι ας έχουν κι ας λέγονται, όπως αρέσει στο Θεό, εμείς ας εξετάσουμε τώρα το λόγο, εξαιτίας του οποίου η ψυχή χάνει τα φτερά της, που πέφτουν. Ο λόγος, λοιπόν, είναι περίπου ο ακόλουθος: Η δύναμη του φτερού, από τη φύση της, καθώς κινείται προς τα πάνω, παίρνει μαζί της το βαρύ στοιχείο και το οδηγεί στα ύψη, εκεί όπου κατοικεί το γένος των Θεών και πιότερο από καθετί που συνδέεται με το σώμα, η ψυχή έχει επικοινωνήσει με το θεϊκό. Το θεϊκό είναι όμορφο, σοφό, καλό κι έχει όλες τις σχετικές με αυτά ιδιότητες. Με τούτες πιο πολύ τρέφεται και μεγαλώνει το φτέρωμα της ψυχής, ενώ φθείρεται και καταστρέφεται από το άσχημο, το κακό και τις άλλες αντίθετες ιδιότητες. Ο Δίας λοιπόν ο μεγάλος ηγεμόνας του ουρανού, οδηγώντας φτερωτό άρμα, προχωρεί πρώτος, βάζει σε τάξη και φροντίζει όλα τα πράγματα. Τον ακολουθεί μια στρατιά θεών και δαιμόνων διαταγμένη σε έντεκα μέρη, στον οίκο των θεών μένει μόνη η Εστία. Από τους άλλους θεούς όσοι μέσα στους δώδεκα έχουνε ταχθεί να διευθύνουν, προηγούνται, ορίζοντας ο καθένας τον τομέα που τάχθηκε. Μες στον ουρανό υπάρχουν πολλά μακάρια θεάματα και περάσματα, όπου περιφέρεται το γένος των ευδαιμόνων θεών, ασκώντας έκαστος το δικό του έργο -κι ακολουθεί όποιος πάντα θέλει και μπορεί, μια κι ο φθόνος παραμένει έξω από το θεϊκό χώρο. Αλλά όταν πηγαίνουνε σε γιορτινό γεύμα, σε συμπόσιο και προχωρούν ανεβαίνοντας μέχρι την άκρη της ουράνιας αψίδας τότε τα οχήματα των θεών καθοδηγούνται αποτελεσματικά, κινούνται με ισορροπία και πορεύονται με ευχέρεια, ενώ τα άλλα κινούνται με κόπο. Γιατί το κακό άλογο, γέρνοντας, βαραίνει και σπρώχνει δυνατά προς τη γη όποιους ηνιόχους δεν το έχουνε καλά γυμνασμένο. Εκεί, λοιπόν, εκδηλώνεται η πιο κρίσιμη προσπάθεια και δίνεται ο έσχατος αγώνας της ψυχής. Οι ψυχές που αποκαλούνται αθάνατες, όταν φθάσουνε στην άκρη της αψίδας, περνούν έξω κι εγκαθίστανται στην πλάτη του ουράνιου θόλου, όταν μάλιστα σταθούν εκεί, τις πηγαίνει γύρω-γύρω η περιφερική κίνηση κι έτσι αυτές βλέπουνε τα πράγματα που είναι πέρα από τον ουρανό.
     Όμως τον υπερουράνιο τόπο δεν τον ύμνησε, ούτε θα τον υμνήσει ποτέ κανείς από τους ποιητές αυτού εδώ του κόσμου, όπως του αξίζει. Τα σχετικά όμως με τον τόπο αυτόν, έχουν όπως θα πω αμέσως. Γιατί πρέπει να τολμήσουμε να πούμε το αληθινό, αφού, άλλωστε, συζητούμε για την αλήθεια. Η άχρωμη, άμορφη κι ανέγγιχτη ουσία, που όντως έτσι είναι και γύρω απ’ αυτή, γεννιέται η αληθινή γνώση είναι θεατή μόνον από το νου, τον κυβερνήτη ψυχής κι υφίσταται σε αυτόν ακριβώς τον τόπο. Η θεϊκή σκέψη έτσι καθώς τρέφεται με νου και με εντελώς καθαρή γνώση κι η σκέψη κάθε ψυχής που της μέλλεται να δεχθεί ό,τι της αρμόζει, όταν μετά από ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, δει πάλι το ον, το αγαπά κι όταν θεωρεί τα αληθινά, τρέφεται κι ευφραίνεται, ως ότου η περιφερική κίνηση συμπληρώσει τον κύκλο και τη φέρει στο ίδιο σημείο. Όμως, κατά τη περιφερική αυτή πορεία θεάται, έχοντας τη κάτω από τα μάτια της, την ίδια τη δικαιοσύνη, θεάται τη σωφροσύνη, θεάται και τη γνώση, όχι βέβαια κείνη που συνδέεται με τις μεταβολές του γίγνεσθαι, ούτε κείνη που είναι διαφορετική για κάθε πράγμα απ’ όσα εμείς τώρα αποκαλούμε όντα, αλλά την αληθινή επιστήμη που αφορά στο αληθινό ον. Κι αφού η ψυχή θεαθεί με τον ίδιο τρόπο και τα άλλα αληθινά όντα και χορτάσει από τούτη τη θέαση, βυθίζεται πάλι στο εσωτερικό μέρος του ουρανού κι επανέρχεται στο κατάλυμά της’ κι όταν αυτή γυρίσει, ο ηνίοχος βάζει τ’ άλογα μπροστά στη φάτνη, τους δίνει να φάνε αμβροσία και μετά τα ποτίζει με νέκταρ.
     Αυτή είναι η ζωή των θεών, από τις άλλες ψυχές, εκείνη που μοιάζει με το Θεό και τον ακολουθεί με τον καλλίτερο τρόπο, υψώνει το κεφάλι του ηνιόχου της προς τον τόπο που είναι έξω από τον ουρανό κι ενσωματώνει τη πορεία της στη περιφερική κίνηση, καθώς όμως ταράζεται από τα άλογα, θεάται τα όντα με κόπο. Μια άλλη πάλι, άλλοτε υψώνει κι άλλοτε βυθίζει το κεφάλι και καθώς τα άλογα τραβάνε βίαια, άλλα από τα όντα τα θεάται κι άλλα όχι κι οι άλλες ακολουθούν λαχταρώντας τον επάνω τόπο, όμως αδυνατούν να τονε φθάσουν κι έτσι καταβυθίζονται και κυλιούνται μαζί και πατιούνται μεταξύ τους και πέφτουν η μια πάνω στην άλλη, ενώ η καθεμία επιχειρεί να προσπεράσει την άλλη. Και δημιουργείται θόρυβος κι άμιλλα και χύνεται μέχρι τέλους ο ιδρώτας και μάλιστα, από κακό χειρισμό των ηνιόχων, πολλές ψυχές γίνονται ανάπηρες και πολλών πολλά φτερά σπάνε. Τελικά όλες, υποφέροντας από πολύ πόνο, αποχωρούνε χωρίς να μυηθούνε στην ενατένιση του όντος κι αφού αποχωρήσουνε, τρέφονται με δοξασίες. Ο λόγος όμως, της βιασύνης τους να δούνε πού βρίσκεται το πεδίον αλήθειας, είναι πως από το λιβάδι που βρίσκεται κει, συμβαίνει να βγαίνει η τροφή που ταιριάζει στο καλύτερο μέρος της ψυχής και πως με τη τροφή αυτή τρέφεται η ρίζα του φτερου, με το οποίο η ψυχή γίνεται ανάλαφρη κι υψώνεται. Κι ο νόμος της Αδράστειας είναι ο εξής: όποια ψυχή καταστεί συνακόλουθος του Θεού και θεαθεί κάτι από τα αληθινά, να μείνει απείραχτη μέχρι το διάστημα της επόμενης περιφερικής κίνησης κι αν μπορεί πάντα να το κάνει αυτό, να μένει για πάντα αβλαβής. Όταν όμως αδυνατίσει να ακολουθεί και δε δει κι εμπλακεί σε κάποια αρνητική συγκυρία κι -έτσι- γεμίσει από λήθη και κακία και βαρύνει, κι από το βάρος της συμβεί να ρίξει τα φτερά της και να πέσει στη γη τότε ο νόμος υπαγορεύει αυτή η ψυχή, στη πρώτη της γέννηση, να μην εμφυτευθεί σε καμιά φύση θηρίου, αλλά κείνη που είδε τα περισσότερα να εμφυτευθεί στο γονίδιο ενός άντρα που θα γίνει φιλόσοφος ή φίλος της ομορφιάς ή σε ενός άντρα μουσικής κι ερωτικής φύσης. Η δεύτερη στη τάξη ψυχή, να εμφυτευθεί στο γονίδιο ενός βασιλιά που σέβεται το νόμο ή σε ενός άντρα ικανού στον πόλεμο και στη διακυβέρνηση, η τρίτη, σε ενός πολιτικού ή επιχειρηματία ή ειδικού στα οικονομικά, η τέταρτη, σε ενός φιλόπονου γυμναστή ή που θα ασχολείται με τη θεραπεία του σώματος, η πέμπτη να έχει μια ζωή μάντη ή ιεροτελεστή. Στην έκτη θ’ αρμόσει η ζωή ενός ποιητή ή ενός άλλου μιμητή καλλιτέχνη, στην έβδομη ενός βιοτέχνη ή ενός γεωργού, στην όγδοη κάποιου σοφιστή ή δημαγωγού, στην ένατη ενός τυράννου.
     Απ’ όλους αυτούς, όποιος ζει δίκαια, μετέχει σε μια καλύτερη μοίρα, ενώ όποιος ζει άδικα, σε μια χειρότερη. Γιατί κάθε ψυχή δεν επιστρέφει εκεί, απ’ όπου έρχεται, πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια, αφού δεν αποκτά φτερά πριν περάσει τόσο διάστημα. Εξαιρείται η ψυχή κείνου που φιλοσόφησε χωρίς δόλο ή του φιλοσόφου εραστή των παιδιών. Αυτές εδώ οι ψυχές αποκτούνε φτερά κατά τη τρίτη χιλιετή περιφερική διαδρομή, αν διαλέξανε τρεις διαδοχικές φορές αυτή τη ζωή κι έτσι απέρχονται στο τρισχιλιοστό έτος. Οι άλλες όμως, όταν τελειώσουνε τη πρώτη τους ζωή κρίνονται κι αφού κριθούν, άλλες πηγαίνουν στους τόπους όπου αποδίδεται δικαιοσύνη κάτω από τη γη κι εκτίουν εκεί τη ποινή τους κι άλλες, λαφραίνοντας με τη κρίση, ανυψώνονται και ζούνε σ’ ένα τόπο του ουρανού αντάξια με τη ζωή που ζήσαν όταν είχανε τη μορφή ανθρώπου. Στο χιλιοστό όμως έτος κι οι πρώτες κι οι δεύτερες, κληρώνονται και σ’ εκλογή της δεύτερης ζωής τους, διαλέγουν η καθεμιά τη ζωή που θέλει. Και τότε είναι δυνατό η ανθρώπινη ψυχή να οδηγηθεί στη ζωή ενός θηρίου κι από το θηρίο να επιστρέψει σε άνθρωπο η ψυχή που ήτανε κάποτε άνθρωπος. Και δε θα πάρει αυτή τη μορφή την ανθρώπινη, η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να συλλαμβάνει κείνο που εκφράζεται ως έννοια, δηλαδή που ενώ προέρχεται από πολλές αντιλήψεις διαμέσου των αισθήσεων, αποκτά ενότητα διαμέσου του λόγου και τούτο είναι η ανάμνηση εκείνων, που είδε κάποτε η ψυχή μας, όταν συμπορεύτηκε με το θεό κι ύψωσε το βλέμμα της επάνω από αυτά που στη τωρινή ζωή, τα λέμε όντα κι ανήλθε στη περιοχή του αληθινού όντος. Γι’ αυτό λοιπόν δίκαια αποκτά φτερά μόνο η διάνοια του φιλοσόφου. Γιατί πάντα, μέσω της μνήμης, είναι κοντά -όσο μπορεί- σε κείνα, στα οποία είναι κοντά -και γι’ αυτό είναι θεϊκός- ο Θεός. Ο άντρας, μάλιστα, που χειρίζεται ορθά αυτές τις αναμνήσεις και μυείται πάντα στα μυστήρια της τελειότητας, γίνεται -μόνον αυτός- αληθινά τέλειος, καθώς όμως απομακρύνεται απ’ τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα και προσηλώνεται στο θείο, νουθετείται από τους πολλούς, που τον παίρνουνε για πειραγμένο στο μυαλό κι από των οποίων τη προσοχή διαφεύγει το ότι έχει μέσα του το Θεό.
     Φθάσαμε λοιπόν στο σημείο που τείνει όλος ο λόγος μας, δηλαδή στη τέταρτη μανία, αυτή που, όταν την έχει κανείς, βλέπει τη γήινη ομορφιά κι έχει την ανάμνηση της αληθινής, αποκτά φτερά και τα ανοίγει με διάθεση να πετάξει, αλλά δεν μπορεί κι όπως το πουλί, κοιτά προς τα πάνω αμελώντας τα κάτω πράγματα και γι’ αυτό του συμπεριφέρονται σα να τον κατέχει μια μανία. Τούτη λοιπόν η μανία είναι η καλύτερη απ’ όλους τους τρόπους, με τους οποίους το θείο έρχεται μέσα μας κι έχει τη καλύτερη προέλευση, τόσο για κείνον που την έχει, όσο και για κείνον που του μεταδίδεται κι αυτός που, μετέχοντας σε αυτή τη μανία, νιώθει έρωτα για τα όμορφα όντα, λέγεται εραστής.
     Γιατί όπως έχει ειπωθεί, κάθε ανθρώπινη ψυχή, από τη φύση της, έχει θεαθεί τα όντα. Αλλιώς δε θα μπορούσε να εισέλθει σε αυτό το ζωντανό σώμα, όμως δεν είναι εύκολο για τη καθεμία, έχοντας σαν έναυσμα τα πράγματα τούτου του κόσμου, να σχηματίσει ανάμνηση εκείνων των αληθινών όντων. Δεν είναι εύκολο ούτε για όσες είδανε σύντομα τότε, τα εκεί πράγματα, ούτε γι’ αυτές που πέσαν εδώ στη γη και δυστύχησαν, με αποτέλεσμα να τραπούνε προς το άδικο, επηρεασμένες από κάποιες συναναστροφές και να λησμονήσουνε τα ιερά που είδανε τότε. Λίγες, λοιπόν, μένουν, που συνεχίζουν να έχουν μέσα τους ισχυρή τη θύμηση, αυτές ωστόσο, όταν δούνε κάποιο ομοίωμα των εκεί πραγμάτων, εκπλήσσονται και δεν ελέγχουν πια τον εαυτό τους. Αγνοούνε ποιο είναι το πάθος που τις καταλαμβάνει, επειδή δεν έχουν αρκετά σαφή αίσθησή του. Και στα γήινα ομοιώματα των αληθινών όντων δεν ενυπάρχει καμία λάμψη δικαιοσύνης, σωφροσύνης κι όσων άλλων είναι πολύτιμα για τις ψυχές. Ωστόσο, λίγοι φθάνουνε στις εικόνες τούτων -με αδύναμα όργανα και με πολύ δυσκολία- και θεώνται τη φύση του στοιχείου που αναπαραστάθηκε. Όμως τότε ήταν ορατή η ομορφιά σε όλη της τη λαμπρότητα, όταν με τη συνοδεία ενός ευτυχισμένου χορού κι ακολουθώντας εμείς μεν το Δία, ενώ άλλοι κάποιον άλλο από τους θεούς, είδαμε το μακάριο όραμα και τελούσαμε τη μυσταγωγία που δίκαια χαρακτηρίζεται ύψιστα μακάρια, αυτή που γιορτάζαμε με όλο μας το είναι κι απρόσβλητοι από τα κακά που μας περίμεναν μετά, ενώ ταυτόχρονα μυούμεθα σ’ ιερά οράματα που μας παρουσιάζονταν ενιαία, απλά, γαλήνια και μες στη πλήρη ευδαιμονία τους και τα ατενίζαμε μέσα σ’ ένα διαυγές άνοιγμα του φωτός, όντας αγνοί και χωρίς να περιοριζόμαστε απ’ αυτό που τώρα περιφέρουμε ονομάζοντάς το σώμα και που μέσα του έχουμε δεσμευτεί όπως το στρείδι στο όστρακό του.
     Αυτά, λοιπόν, ας είναι προσφορά στην ανάμνηση, αφού εξαιτίας της κι από τη λαχτάρα μας για τα τότε, μιλήσαμε πιότερο απ’ όσο έπρεπε. Όσο για την ομορφιά, αυτή -όπως είπαμε- έλαμπε ανάμεσα σε κείνα τα οράματα -κι όταν ήρθαμε εδώ, τη βρήκαμε να λάμπει με τη μεγαλύτερη διαύγεια μες στη καθαρότερη από τις αισθήσεις μας. Γιατί η όραση είναι η οξύτερη από τις αισθήσεις που παράγονται διαμέσου του σώματος -με αυτή πάντως, δε γίνεται ορατή η φρόνηση- αφού τούτη θα προκαλούσε φοβερούς έρωτες, αν ένα τόσο καθαρό ομοίωμά της ερχότανε και παρουσιαζότανε στην όραση- ούτε όσα από τα άλλα αξίζει να αγαπηθούνε- τώρα μόνον η ομορφιά έχει αυτή τη τύχη, να είναι το πιο φανερό κι εκείνο που γοητεύει κι αγαπιέται πιο πολύ. Οποιος, λοιπόν δεν είναι πρόσφατα μυημένος ή έχει διαφθαρεί, δεν υψώνεται αμέσως από τούτον εδώ προς τον πέρα κόσμο, προς την ίδια την ομορφιά, όταν θεάται αυτό που εδώ παίρνει το όνομα της -κι έτσι δεν το σέβεται όταν το συλλαμβάνει με το βλέμμα του, αλλά παραδίνεται στην ηδονή κι όπως, κάνουν τα τετράποδα, επιχειρεί να επιβαίνει και να εκχέει τεκνογόνο σπέρμα- κι όντας βυθισμένος στην ακολασία, δε φοβάται ούτε ντρέπεται να επιζητεί την ηδονή που παραβαίνει τη φύση.
     Όμως ο πρόσφατα μυημένος στη θέα των αληθινών όντων, αυτός που τότε είδε πολλά, όταν αντικρίσει ένα πρόσωπο με θεϊκή όψη ή κάποια σωματική μορφή, που να είναι καλές απεικονίσεις της γνήσιας που η ψυχή του αρχίζει να βγάζει φτερά, αυτή βράζει κι ερεθίζεται πονώντας και ταλαιπωρείται από τη φαγούρα, την ώρα που φυτρώνουν τα φτερά της. Όταν έχει στραμμένο το βλέμμα της προς την ομορφιά του παιδιού, έρχονται από εκεί και ρέουν μέσα της μέρη της ομορφιάς -που γι’ αυτό τα ονομάζουν ίμερο (μέρη που έρχονται ρέοντας), πόθο- κι η ψυχή τα δέχεται, τρέφεται και θερμαίνεται από αυτά κι ηρεμεί από τον πόνο της και γεμίζει από χαρά. Όταν όμως η ψυχή χωρίσει από τον αγαπημένο και μαραθεί από τη στενοχώρια, τα ανοίγματα των περασμάτων, όπου με ορμή αρχίζει να αναπτύσσεται το φτερό, ξεραίνονται και κλείνουνε κι έτσι εμποδίζουνε τη βλάστηση του φτερού. Κι η δύναμη της ψυχής για βλάστηση, κλεισμένη μέσα με τη λαχτάρα του πόθου, αναπηδά -όπως οι αρτηρίες του αίματος, που πάλλονται με δύναμη- κι εισχωρεί σε κάθε άνοιγμά της και με τον τρόπον αυτό ολάκερη η ψυχή γύρω -γύρω κεντρίζεται και ταράζεται από τη μανία του οίστρου και την οδύνη- όμως πάλι, καθώς θυμάται την ομορφιά, γεμίζει από χαρά.
     Έχοντας μέσα της ανακατεμένα τα δύο συναισθήματα, ανησυχεί με αυτό το παράξενο πάθος, δε ξέρει τι να κάνει κι έτσι λυσσά και καθώς βρίσκεται σ’ ένταση, δε μπορεί ούτε τη νύχτα να κοιμηθεί, ούτε τη μέρα να μείνει σ’ ένα μέρος. Κατακλυσμένη από τον πόθο, τρέχει όπου νομίζει ότι θα δει εκείνον που έχει την ομορφιά. Κι όταν τονε δει και ξεχυθεί μέσα της η λαχτάρα, ελευθερώνει τους πόρους που μέχρι τότε ήτανε φραγμένοι, αναπνέει επιτέλους και σταματούνε τα κεντρίσματα κι οι πόνοι κι απολαμβάνει πάλι, προς το παρόν, αυτή τη πιο γλυκιά ηδονή.
     Από τότε λοιπόν δεν αποχωρίζεται -όσο εξαρτάται από τη θέλησή της- το νεαρό, ούτε βάζει κανέναν άλλο ψηλότερα απ’ αυτόν, αλλά τους ξεχνά όλους, μητέρες, φίλους κι αδέλφια, αμελεί τη περιουσία της και δε τη νοιάζει που τούτη δω έτσι χάνεται, περιφρονεί τα καλά ήθη και τους καλούς τρόπους, που πριν ήτανε περήφανη γι’ αυτά κι είν’ έτοιμη να γίνει δούλη, να κοιμάται όσο πιο κοντά την αφήνουνε σε κείνον που ποθεί. Γιατί, εκτός απ’ ότι λατρεύει αυτόν που έχει την ομορφιά, βρίσκει στον ίδιο το μοναδικό γιατρό για μεγαλύτερους πόνους.
     Τούτο λοιπόν το πάθος όμορφό μου παιδί, που σε σένα απευθύνεται ο λόγος μου, οι άνθρωποι το ονομάζουν έρωτα, αλλά όταν ακούσεις πώς το ονομάζουν οι θεοί, θα γελάσεις εύλογα, επειδή είσαι νέος. Νομίζω ότι μερικοί από τους πλανόδιους ραψωδούς, που τραγουδούν τα ομηρικά έπη, αναφέρουν -από τους στίχους που δεν έχουν φανερώσει- δύο στίχους για τον Έρωτα, που ο ένας είναι πολύ προσβλητικός κι όχι απόλυτα έμμετρος. Τον εξυμνούνε λοιπόν με τον εξής τρόπο:

Θνητοί στη γη τον λέν’ φτερωτόν Έρωτα,
μα οι αθάνατοι τονε φωνάζουν Φτέρωτα,
ως φυσικά, φτερά που βγάζει αφανέρωτα
.

     Αυτά μπορεί κανείς να τα πιστέψει, μπορεί κι όχι, πάντως το πάθος των ερωτευμένων κι η αιτία του είναι όπως τα έχουμε πει. Εκείνος, λοιπόν, που κυριεύεται από αυτό το πάθος, αν είναι από τους οπαδούς του Δία, μπορεί να σηκώνει με μεγαλύτερη δύναμη το βάρος του Έρωτα, που πήρε το όνομα του από τα φτερά του. Όσοι όμως λατρεύουνε τον Άρη και τονε συνοδεύανε στην ουράνια περιπολία του, όταν κυριευθούν από τον Έρωτα και νομίσουν ότι σε κάτι αδικούνται από τον αγαπημένο τους, αποκτούνε φονική διάθεση κι είναι έτοιμοι να θυσιάσουνε και τους εαυτούς τους και το νεαρό που αγαπούν κι έτσι συμβαίνει με τον κάθε θεό, όποιον λάτρευε ο καθένας, δηλαδή να τον τιμά και τον μιμείται όσο του είναι δυνατό, για όσο διάστημα δε διαφθείρεται και ζει εδώ στη γη τη πρώτη του ζωή και με αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρεται και συναναστρέφεται τους αγαπημένους του και τους άλλους. Ο καθένας λοιπόν διαλέγει, ανάμεσα στους όμορφους, τον έρωτά του ανάλογα με το χαρακτήρα του και κάνοντάς τον θεό του, μοιάζει να κατασκευάζει κατά ένα τρόπο, μέσα του το άγαλμα του και να το στολίζει, για να τον τιμήσει και να τον λατρέψει τελώντας μυστήρια.
     Οι οπαδοί του Δία επιδιώκουν η ψυχή κείνου, που οι ίδιοι αγαπούν να είναι κατά ένα τρόπο, συγγενής με το Δία. Εξετάζουνε, λοιπόν, αν από τη φύση του είναι φιλόσοφος κι ηγεμονικός κι όταν τονε βρουνε και τον ερωτευτούνε, κάνουνε το παν για να συνεχίζει να είναι τέτοιος. Και αν πριν δεν είχανε την εμπειρία ενός παρόμοιου έργου το επιχειρούν τότε, μαθαίνοντας από οπουδήποτε ό,τι σχετικό μπορέσουνε κι αναλαμβάνουνε τα πράγματα κι οι ίδιοι κι όταν ψάχνουνε, μόνοι τους και μέσα τους, να βρούνε τη φύση του δικού τους θεού, πετυχαίνουνε γιατί κατ’ ανάγκην προσβλέπουνε συντονισμένα στο θεό και καθώς τον αγγίζουν μες από την ανάμνησή τους, γεμίζουν από τη πνοή του και παίρνουν από κείνον το ήθος και τους τρόπους, στο μέτρο βέβαια που είναι δυνατό, για τον άνθρωπο, να μετάσχει του θεού. Και καθώς θεωρούν αιτία γι’ αυτά τον αγαπημένο τους, τον ερωτεύονται ακόμη περισσότερο κι αν αντλούνε τη ροή της έμπνευσής τους από το Δία, όπως ακριβώς οι βάκχες, ξαναδιοχετεύουνε την έμπνευσή τους στη ψυχή του αγαπημένου τους και τον καθιστούν όσο γίνεται πιότερο όμοιο με το θεό τους.
     Όσοι πάλι ακολουθούνε την Ήρα ζητούν ένα βασιλικό χαρακτήρα κι όταν τον βρουν, προβαίνουν σχετικά με αυτό, στις ίδιες πράξεις, σε όλους τους τομείς. Κι όσοι ακολουθούσανε τον Απόλλωνα και καθέναν από τους άλλους θεούς, ρυθμίζουνε τις ενέργειές τους σύμφωνα με το θεό τους και ζητούν ο αγαπημένος τους να έχει ανάλογη φύση με εκείνο -κι όταν αποκτήσουν αυτόν που ζητούνε, καθώς μιμούνται οι ίδιοι το θεό τους, προσπαθούν να πείσουνε τον αγαπημένο τους και να τον φθάσουν στο σημείο- όσο είναι δυνατό για τον καθένα τους -να εναρμονιστεί με τους τρόπους και τον τύπο του θεού τους- κι αυτό το κάνουνε χωρίς να εκδηλώνουν ούτε φθόνο, ούτε μικροψυχία και κακή προαίρεση στον αγαπημένο τους, αλλά προσπαθώντας, με τις ανάλογες ενέργειες κι όσο περισσότερο μπορούν, να τον οδηγήσουνε στο σημείο να μοιάσει στους ίδιους και στο θεό που τιμούν. Έτσι, λοιπόν, η έντονη διάθεση των αληθινά ερωτευμένων κι η μύηση στην ερωτική λατρεία, αν αυτοί πετύχουν εκείνο που λαχταρούν όπως το περιέγραψα, τόση ομορφιά κι ευτυχία χαρίζουνε στον αγαπημένο αν τούτος δω κατακτηθεί απ’ το φίλο που έχει κυριευθεί από την ερωτική μανία -κι αυτός που κατακτάται, κερδίζεται με τον ακόλουθο τρόπο.
     Όπως ακριβώς στην αρχή αυτού εδώ του μύθου διαιρέσαμε τη κάθε ψυχή σε τρία μέρη, τα δύο από τα οποία έχουν μορφή αλόγου και το τρίτο μορφή ηνιόχου, ας διατηρήσουμε και τώρα αυτό το διαχωρισμό. Είπαμε ότι το ένα από τα άλογα είναι καλό, ενώ το άλλο όχι. Όμως δεν προσδιορίσαμε ποια είναι η αρετή του καλού και ποια είναι η κακία του κακού. Αυτά πρέπει να τα πούμε τώρα. Το ένα λοιπόν από τα δύο, αυτό που είναι στη καλύτερη θέση, έχει σώμα στητό και καλοδεμένο, τον αυχένα του ψηλό, τη μύτη του γαμψή, είναι άσπρο με μαύρα μάτια, φιλότιμο, συνετό και σεμνό, αγαπά την αληθινή δόξα, δεν έχει ανάγκη από χτυπήματα, αλλά καθοδηγείται μόνο με το λόγο και το παράγγελμα. Το άλλο έχει στραβό σώμα, είναι παχύ, κακοσχηματισμένο, με χοντρό αυχένα και κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, μαύρο με μάτια γκριζογάλαζα κι αιματώδη, ρέπει στην ύβρη και την αλαζονεία, είναι κουφό, έχει τριχωτά αυτιά και πολύ δύσκολα υπακούει στα χτυπήματα με το μαστίγιο και στα κεντρίσματα.
     Όταν λοιπόν ο ηνίοχος δει το ερωτικό όραμα και με τις αισθήσεις θερμάνει ολόκληρη τη ψυχή του από αυτή τη θέα και βαθμιαία ο ίδιος γεμίσει από τα προκλητικά γαργαλητά και τα κεντρίσματα του πόθου, το άλογο που είναι υπάκουο στον ηνίοχο, επειδή και τότε -όπως και πάντα- συγκρατιέται από τη σεμνότητα, ελέγχει τον εαυτό του και δεν πηδά πάνω στον αγαπημένο. Όμως το άλλο δε δίνει σημασία ούτε στο μαστίγιο, ούτε στα κεντρίσματα του ηνιόχου, πετάγεται απότομα και με βία προς τα μπρος και ταλαιπωρώντας με κάθε τρόπο το σύντροφο του και τον ηνίοχο, τους αναγκάζει να ορμήσουν επάνω στον αγαπημένο και να θυμηθούνε την ομορφιά των ηδονών. Και βέβαια, αυτοί στην αρχή αγανακτούνε κι αντιστέκονται, καθώς νιώθουν να αναγκάζονται να κάνουνε φοβερά και παράνομα πράγματα, όμως στο τέλος, όταν δε βρίσκει τέρμα το κακό, αφήνονται να συρθούν από το κακό άλογο, υποχωρώντας και συμφωνώντας να κάνουν ό,τι κείνο τους διατάζει. Και πλησιάζουνε τον αγαπημένο και βλέπουνε την όψη του, που αστράφτει.
     Όταν αντικρίζει την όψη αυτή ο ηνίοχος, με τη μνήμη του γυρίζει πίσω, στη πρωταρχική φύση της ομορφιάς και τη βλέπει πάλι να δεσπόζει συνοδευμένη από σωφροσύνη, πάνω σε βάθρο αγνότητας. Βλέποντας τη ο ηνίοχος από φόβο κι από σεβασμό γέρνει ανάσκελα. Συγχρόνως αναγκάζεται να τραβήξει προς τα πίσω τα ηνία με τόση δύναμη, ώστε και τα δύο άλογα κάθονται πάνω στους γοφούς τους, το ένα από τα δύο με τη θέληση του, αφού δεν αντιστέκεται, ενώ το άλλο, το ακόλαστο, χωρίς τη θέλησή του. Κι όταν τραβηχτούνε πιο πέρα, το ένα από ντροπή και την εκθάμβωσή του, διαβρέχει με ιδρώτα όλη τη ψυχή, ενώ το άλλο όταν σταματήσει να πονά από το τίναγμα του χαλιναριού κι από το πέσιμο, έχοντας μπορέσει με δυσκολία να πάρει πάλι μιαν ανάσα, αρχίζει οργισμένα να ντροπιάζει και να κακίζει το σύντροφο του, που είναι ζευγμένος μαζί του και τον ηνίοχο, λέγοντας ότι από δειλία κι ανανδρία εγκαταλείψανε τη θέση τους κι αθετήσανε τη συμφωνία. Πάλι τους υποχρεώνει, ενώ δε θέλουν να πλησιάσουνε και μόλις κι υποχωρεί στη παράκληση τους ν’ αναβάλουν τη κίνηση για άλλη φορά.
      Όταν έρθει η συμφωνημένη στιγμή, ενώ κείνοι προσποιούνται ότι τη ξεχνούν, αυτό τους τη θυμίζει και με τη βία, χρεμετίζοντας και τραβώντας τους τους αναγκάζει να πλησιάσουνε πάλι τον αγαπημένο με τους ίδιους σκοπούς κι όταν φθάσουνε κοντά του, χαμηλώνει το κεφάλι, σηκώνει την ουρά του, δαγκάνει το χαλινάρι και τους τραβά ξεδιάντροπα. Μα τώρα ο ηνίοχος ξέροντας με μεγαλύτερην ένταση ό,τι έπαθε προηγουμένως, τινάζεται πέφτοντας προς τα πίσω, σα να βρήκε το σχοινί της εκκίνησης των αγώνων μπρος του, τραβά με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα προς τα πίσω το χαλινάρι από τα δόντια του ατίθασου αλόγου, γεμίζει με αίμα την ασχημόλογη γλώσσα και τα σαγόνια και καθώς το αναγκάζει να στηρίξει στο έδαφος τα σκέλη και τους γοφούς, του προκαλεί πόνο. Όταν το πονηρό άλογο το  πάθει αυτό πολλές φορές και πάψει να φέρεται υβριστικά, ταπεινώνεται και συμμορφώνεται ακολουθώντας τη συνετή απόφαση του ηνιόχου κι έτσι, όταν δει τον όμορφο, κατακλύζεται από φόβο. Από τότε πια, με αυτό το τρόπο, η ψυχή του εραστή ακολουθεί τον αγαπημένο φοβισμένη και ντροπαλή.
     Αφού λοιπόν έτσι ο αγαπημένος εισπράττει κάθε έκφραση λατρείας, σα να ήταν ίσος με το Θεό, καθώς λατρεύεται από έναν ερωτευμένο που δεν προσποιείται, αλλά κυριαρχείται αληθινά από αυτό το πάθος και μια κι ο ίδιος από τη φύση του, διάκειται φιλικά προς εκείνο που τον υπηρετεί λατρεύοντας τον, ακόμη κι αν παλιότερα είχε ακούσει διαβολές από κάποιους συμμαθητές του ή άλλους, που του λέγαν ότι είναι αισχρό να πλησιάζει έναν ερωτευμένο μαζί του και γι’ αυτό τούτον εδώ τον απωθούσε, τώρα, όσο περνά ο καιρός, η νεαρή ηλικία του και το μοιραίο τονε κάνουν να φθάσει στο σημείο να δεχθεί τη συντροφιά του ερωτευμένου.
     Γιατί δεν έχει οριστεί ποτέ από τη μοίρα το κακό να είναι φιλικό προς το κακό, ούτε το καλό να μην είναι φιλικό προς το καλό. Όταν λοιπόν ο αγαπημένος πλησιάσει και δεχθεί τα λόγια και τη συντροφιά του ερωτευμένου, τότε, καθώς νιώθει από κοντά την οικειότητα της προτίμησης του, αιφνιδιάζεται γιατί διαισθάνεται πως όλοι μαζί οι άλλοι φίλοι του κι οι δικοί του δεν μπορούν να του προσφέρουν ούτε ένα μέρος από τη φιλία που του δίνει ο φίλος που, εξαιτίας του έρωτά του, έχει μέσα του το Θεό.
     Εφόσον μάλιστα αυτή η κατάσταση συνεχίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα και πλησιάζουνε κι αγγίζουν ο ένας τον άλλο στις γυμναστικές ασκήσεις και στις άλλες συνευρέσεις, τότε πια η πηγή κείνου του ρεύματος, που ο Ζεύς όταν ήταν ερωτευμένος με το Γανυμήδη, το ονόμασε ίμερο, στρέφεται με όλη της την ορμή και την αφθονία προς τον εραστή κι ένα μέρος της ρέει μέσα του, ενώ ένα άλλο, όταν ετούτος εδώ γεμίσει, χύνεται έξω. Κι όπως μια πνοή ανέμου ή μια ηχώ αναπηδά στις λείες και σκληρές επιφάνειες κι επιστρέφει πάλι εκεί που ξεκίνησε, έτσι και το ρεύμα της ομορφιάς γυρνά πίσω στον όμορφο διαμέσου των ματιών που, από τη φύση τους οδηγούνε στη ψυχή κι από κεί αυτό το ρεύμα αναζωογονεί τις ρίζες των φτερών, τις τροφοδοτεί πάλι και τους δίνει τη δύναμη να μεγαλώσουνε και στο τέλος γεμίζει μ’ έρωτα και τη ψυχή του αγαπημένου.
     Τούτος λοιπόν είναι ερωτευμένος, αλλά δε ξέρει με ποιον κι ούτε ξέρει τι έχει πάθει, ούτε μπορεί να το εκφράσει με λόγια αλλά, όπως κάποιος που του έχει μεταδοθεί από κάποιον άλλον μ’ έν απλό βλέμμα, αρρώστια των ματιών και δε μπορεί να εξηγήσει πώς, δε μπορεί να συλλάβει πώς του συμβαίνει να βλέπει τον εαυτό του μες στον εραστή του σα σε καθρέφτη. Κι όταν ο εραστής του βρίσκεται κοντά παύει ο πόνος, όπως και σε κείνον, ενώ πάλι όταν ο εραστής του λείπει, με τον ίδιο τρόπο ποθεί και ποθείται, αφού τον κατέχει ο αντέρωτας, η ερωτική ανταπόκριση, που ‘ναι αντανάκλαση -στη ψυχή- έρωτα που εισπράττει από τον εραστή κι αυτό το συναίσθημα το λέει και το νομίζει φιλία κι όχι έρωτα. Κι επιθυμεί παρόμοια με τον εραστή, αλλά με πιο μετριασμένη δύναμη, να τονε βλέπει, να τον αγγίζει, να τον φιλά, να ξαπλώνει μαζί του κι είναι φυσικό αυτά να τα κάνει κιόλας, χωρίς καθυστέρηση.
     Όταν, λοιπόν, κοιμούνται μαζί, το αδιάντροπο από τα άλογα του εραστή έχει τι να πει στον ηνίοχο και ζητά μικρές απολαύσεις σε αντάλλαγμα των πολλών του ταλαιπωριών. Μα αυτό το άλογο του αγαπημένου δεν έχει τίποτε να πει, παρά μόνο, γεμάτο επιθυμία και χωρίς να ξέρει γιατί, αγκαλιάζει και φιλά τον εραστή, σα να χαϊδεύει και να φιλά κάποιον, που του εκδηλώνει ιδιαίτερα ευνοϊκή διάθεση κι όταν ξαπλώνουν μαζί, μπορεί και να μην αρνηθεί να χαρίστει στον εραστή, αν αυτός τύχει και τονε παρακαλέσει. Ωστόσο το ομόζυγο άλογο κι ο ηνίοχος αντιτίθενται σε αυτά με σεμνότητα και λογική.
     Αν λοιπόν επικρατήσει το ευγενέστερο μέρος της ψυχής τους και τους οδηγήσει σ’ ένα συνετό και προσεγμένο τρόπο ζωής και στη φιλοσοφία, τότε θα ζούνε την εδώ ζωή ευτυχισμένα και με ομόνοια, γιατί, με το να είναι εγκρατείς και φρόνιμοι, θα έχουνε καταφέρει να υποτάξουνε το μέρος της ψυχής, απ’ όπου προέρχεται η κακία και να ελευθερώσουν εκείνο που είναι πηγή της αρετής κι όταν η ζωή τους φθάσει στο τέλος της, θα φέρονται από τα φτερά τους και θα έχουν ελαφρύνει, αφού θα έχουν νικήσει στο έν απ’ τα τρία αληθινά ολυμπιακά αγωνίσματα, το υψηλότερο, αυτό που δε μπορεί να δώσει στον άνθρωπο ούτε ανθρώπινη φρόνηση, ούτε θεϊκή μανία.
     Αν όμως ζουν μ’ ένα πιο άξεστο κι αφιλοσόφητο, αλλά πάντως φιλότιμο τρόπο, θα συμβεί, όταν είναι μεθυσμένοι ή σε κάποιαν άλλη περίπτωση, που θα αφήσουν ανεξέλεγκτο τον εαυτό τους, τα δύο ακόλαστα άλογα να βρούνε τις ψυχές τους αφρούρητες και να τις καταλάβουν, να τις κατευθύνουνε τη μια πλάι στην άλλη κι έτσι οι ίδιοι με δική τους επιλογή, να κάνουν εκείνο που προτιμά και μακαρίζει ο πολύς κόσμος κι αφού το κάνουνε, στη συνέχεια το ξανακάνουνε σπάνια όμως, μια κι -ούτως ή άλλως- δε συναινεί σε αυτό όλη η ψυχή τους. Είναι και τούτοι βέβαια φίλοι μεταξύ τους, λιγότερο όμως απ’ όσο εκείνοι που αγαπιούνται διαφορετικά και κατά τη περίοδο του έρωτα και μετά απ’ αυτήν, εφόσον θεωρούν ότι έχουνε πάρει κι έχουνε δώσει αντίστοιχα ο ένας στον άλλον τις μεγαλύτερες υποσχέσεις φιλίας, που δεν είναι θεμιτό να τις παραβούνε και να γίνουνε ποτέ εχθροί ο ένας για τον άλλο. Και στο τέλος της ζωής τους βγαίνουν από το σώμα τους μην έχοντας βέβαια φτερά, αλλά έχοντας την ορμή της προσπάθειας, ν’ αποκτήσουν. Κι έτσι η ερωτική τους μανία τους αποφέρει έν όχι μικρό έπαθλο γιατί, για όσους έχουν ήδη αρχίσει τη πορεία προς τον ουρανό, ο νόμος δεν υπαγορεύει πια να οδηγηθούνε στο σκοτάδι και κάτω από τη γη, αλλά να ζουν μέσα στο φως και να προχωρούν ο ένας πλάι στον άλλον ευτυχισμένοι και χάρη στον έρωτα, ν’ αποκτήσουν μαζί φτερά, όταν έρθει η ώρα να γίνει κι αυτό.
     Λοιπόν παιδί μου, αυτά τα αγαθά, τόσο μεγάλα και θεϊκά, θα σου χαρίσει η φιλία του εραστή. Αντίθετα η οικειότητα κείνου που δεν είναι ερωτευμένος, όντας ανακατεμένη με τη φρόνηση των θνητών, θα σου επιφυλάξει θνητές και φειδωλές απολαβές, θα ενσπείρει στη ψυχή του φίλου την ανελευθερία που επαινείται από τον πολύ κόσμο ως αρετή και θα κάνει τη ψυχή να στριφογυρίζει γύρω και κάτω από τη γη σαν ανόητη, για εννέα χιλιάδες χρόνια.
     Αγαπημένε Έρωτα, σου ‘χουμε προσφέρει κι αποδώσει σα χρέος αυτή τη παλινωδία, όσο καλλίτερη κι ομορφότερη τη μπόρεσε η δύναμη μας και μάλιστα κοντά στα άλλα, ειπωμένη κατ’ ανάγκη και με κάποιες ποιητικές λέξεις κι εκφράσεις, για χάρη του Φαίδρου. Όμως συγχώρεσέ μου το προηγούμενο λόγο και δέξου με γλύκα τούτον εδώ. Δείξε μεγαλοψυχία κι ευμένεια έναντί μου, μην οργιστείς και μου αφαιρέσεις ή μου αποδυναμώσεις την ερωτική τέχνη που μου έδωσες και φρόντισε να μ’ εκτιμούν οι όμορφοι ακόμα πιότερο απ’ όσο τώρα. Κι αν στο προηγούμενο λόγο μας ο Φαίδρος κι εγώ είπαμε κάτι βαρύ εναντίον σου, καταλόγισέ το στο Λυσία, τον πατέρα του λόγου και σταμάτησέ τον, μην αφήνοντάς τον να δημιουργεί τέτοιους βλάσφημους λόγους και στρέψε τον στη φιλοσοφία, όπως έχει στραφεί σε αυτήν ο αδερφός του Πολέμαρχος, έτσι ώστε και τούτος εδώ ο εραστής του να μην έχει πια θέσεις επαμφοτερίζουσες, όπως συμβαίνει τώρα, αλλά να ζει ολοκληρωτικά για τον Έρωτα, πλαισιώνοντας αυτό το σκοπό του με φιλοσοφικούς λόγους.
—————————
     Ο διάλογος φυσικά συνεχίζεται και μπορεί κανείς να διακρίνει στα λόγια του νεαρού, ότι είναι εκστασιασμένος. Μερικές ακόμα ατάκες, συνομιλίες, μικροεπιχειρήματα και μικροσυμπληρώματα, που όχι ότι δεν έχουνε σημασία, αλλά δεν είναι και το κυρίως θέμα του παρόντος άρθρου. Ο Έρωτας & η Σημασία Του Λόγου στον Έρωτα, στη σαγήνη και τη πειθώ, ήτανε το θέμα μας και καλύφθηκε, εκτιμώ, με τον καλλίτερο τρόπο. 
     Εκείνο που δε θα μάθουμε ποτέ με ακρίβεια, είναι ποιός ήταν ο “σωκράτης” και ποιός ήταν ο “πλάτωνας”στους λόγους και φυσικά τί διάλεξε ο νεαρός μας. Δεν έχει όμως σημασία… Σημασία έχει όπως πάντα, η… διαδρομή. Ας φύγουμε λοιπόν από κει κι εμείς γιατί πιάνει ήλιος, να πάμε να βρούμε καμμιά σκιά κι ας τους αφήσουμε να τελειώσουνε τη κουβέντα τους.
     Κάποια στιγμή θα επανέλθω, με νεότερα, μέχρι τότε, χαιρετώ κι ελπίζω να το απολαύσατε κι εσείς, όσο κι εγώ όταν το έστηνα.


                  Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου           17 Σεπτέμβρη 2017

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *