Βιογραφικό

Ο Γεώργιος Χορτάτσης (ή Χορτάτζης) γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αι. και πέθανε μετά το 1605. Είναι σύγχρονος του Σαίξπηρ και του Ελ Γκρέκο. Τα στοιχεία για τη ζωή του είναι πολύ λίγα. Καταγόταν από αρχοντική γενιά του Βυζαντίου κι οι πρόγονοί του φτάσανε στη Κρήτη από τη Μ. Ασία. Η οικογένειά του ανήκε στη τάξη των ευγενών ή των μεγαλοαστών. Οι Χορτάτσηδες αναφέρονται από έναν Ιταλό περιηγητή του 15ου αι. ως η 1η οικογένεια που εγκαταστάθηκε στη Κρήτη την εποχή του Νικηφόρου Φωκά. Επίσης, στα 1644, σε απογραφή που έγινε στο νησί, οι Χορτάτσηδες φαίνεται ν’ ανήκουνε στους Κρητικούς ευγενείς. Εξάλλου κι ο εκδότης της Ερωφίλης, ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, χαρακτήρισε το έργο ως “ποίημα του λογιωτάτου κι ευγενεστάτου κυρίου Γεωργίου Χορτάτση του Κρητικού“.
Γεγονός πάντως είναι πως η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του τού επέτρεψε ν’ αποκτήσει σημαντική για την εποχή μόρφωση. Το περιβάλλον του αποτελείται από μορφωμένους αστούς κι ευγενείς. Οι περισσότεροι γνωρίζουν άριστα την ιταλική γλώσσα κι έχουν φοιτήσει σε πανεπιστήμια της Ιταλίας, ενώ αρκετοί γνωρίζουνε λατινικά κι αρχαία ελληνικά. Η παραμονή τους στα πνευματικά κέντρα της εποχής πλούτισε τις γνώσεις τους κι άνοιξε τους ορίζοντές τους. Επιστρέφοντας στη πατρίδα τάχθηκαν μ’ ενθουσιασμό υπέρ της πνευματικής της αναγέννησης.
Ο Χορτάτσης έζησε αρκετό καιρό στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Στο έργο Κατσούρμπος υπάρχουνε περιγραφές εκκλησιών, λαϊκών συνοικιών κι άλλων παρόμοιων στοιχείων που αποδεικνύουνε τη παραμονή του εκεί. Τέλος, σύμφωνα με τους μελετητές, η 10ετία του 1590 τονε βρίσκει να κυριαρχεί στη θεατρική ζωή του νησιού ως προικισμένος θεατρικός συγγραφέας.

Από το έργο του αποδεικνύεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στη δυτική παιδεία απ’ ό,τι στην αρχαία ελληνική. Τα έργα του φανερώνουν ότι είχε πολύ καλή γνώση της ποιητικής τέχνης κι ότι είχε μελετήσει τα έργα μεγάλων ποιητών της εποχής, όπως του G.B. Giraldi, του L. Groto, του Τ. Tasso, του G.B. Guarini. Επίσης πρέπει να ‘χε παρακολουθήσει και θεατρικές παραστάσεις. Στο έργο του υπάρχουνε στοιχεία που μαρτυρούνε την επίδραση που δέχτηκε από μεγάλους δημιουργούς της Δύσης. Κατάφερε όμως ν’ αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις κατακτήσεις των Ιταλών και να παρουσιάσει έργο άρτιο σε τεχνική και προσαρμοσμένο στα δεδομένα του τόπου του. Το έργο του περιλαμβάνει όλα τα είδη του αναγεννησιακού θεάτρου: κωμωδία Κατσούρμπος, τραγωδία Ερωφίλη, ποιμενικό δράμα Πανώρια, που τα συνέγραψε τέλη περίπου 16ου αι., την εποχή δηλαδή που η Κρήτη βρισκόταν στη καλλιτεχνική και πνευματική της ακμή.
Ο Χορτάτσης χαρακτηρίστηκε αναγεννησιακός ποιητής. Στο έργο του αποτυπώνονται οι κλασικές του γνώσεις κι η ρητορική του ικανότητα. Τα ρητορικά σχήματα ποικίλλουν κι ο 15σύλλαβος στίχος αποδίδεται με ξεχωριστή δεξιοτεχνία, κρατώντας αποστάσεις από τον 15σύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Η γλώσσα του είναι δημοτική, ιδιωματική. Το κρητικό ιδίωμα, καθαρό κι απαλλαγμένο από ξένες γλωσσικές επιδράσεις, σε συνδυασμό με το έντεχνο κι επιμελημένο ύφος, καθηλώνει τον αναγνώστη ή ακροατή. Συνίζηση και διασκελισμός βοηθά στην έκφραση στοχαστικών νοημάτων.
Ήταν γνωστός στην εποχή του και καταξιωμένος ποιητής στη συνείδηση των συμπολιτών του. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Ερωφίλη βρίσκεται παρούσα στα έργα των ποιητών κι η διακειμενική παρουσία της αποδεικνύει την απήχηση που ‘χε. Το δράμα γνώρισε πολλές εκδόσεις και δόθηκαν πολλές παραστάσεις στη Κρήτη. Μετά τη τουρκική κατάκτηση διαδόθηκε στα Επτάνησα κι από εκεί στην Άρτα, στην Αμφιλοχία κ.α. Αποσπάσματα του έργου σταδιακά περάσανε στη προφορική παράδοση κι αξιοποιήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι.
Η Ερωφίλη επέδρασε και στο έργο άλλων Κρητικών ποιητών: Κορνάρος, Τρωίλος, Φωσκολο, καθώς και στο έργο των Επτανησίων. Τέλος, το 1903 ο Παλαμάς, στον πρόλογο της Τρισεύγενης, μνημονεύει το Χορτάτση ως πατέρα της νεοελληνικής δραματουργίας. Πολύτιμη μαρτυρία για το έργο του είναι οι στίχοι του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, απ’ το ποίημά του Φιλονικία του Χάνδακος και του Ρεθέμνου:
Ένα παιδί μου παλαιόν, οπού ‘θελα γεννήση
κ’ εκείνο με πολλή τιμήν ήθελε με στολίση,
Γεώργιον Χορτάκιον εκράζαν τ’ όνομά του
και κάμε την πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλη
μαζί με τον Κατζάροπον την άξιαν Ερωφίλη.

Στη σωζόμενη θεατρική παραγωγή των χρόνων της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, η τραγωδία αντιπροσωπεύεται από δύο έργα: την Ερωφίλη του Γεώργιου (Τζώρτζη) Χορτάτση, συγγραφέα επίσης της Πανώριας και του Κατζούρμπου, και τον Ροδολίνο του Ιωάννη-Ανδρέα Τρωίλου. Σε αρκετές γραμματολογίες, στη παραγωγή αυτή προστίθεται κι η ανώνυμη κρητοεπτανησιακή τραγωδία Ζήνων, που όμως απομακρύνεται αρκετά από τα αισθητικά πρότυπα της κλασικίζουσας τραγωδίας της εποχής, ως προς τη πλοκή και τα πρόσωπα κι ως προς την εποχή που διαδραματίζεται. Πάντως κι οι 3 τραγωδίες παρουσιάζουν αρκετά κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά: πρόλογο, πεντάπρακτη δομή και χορικά.
Χρονολογικά παλαιότερη είναι η Ερωφίλη, που οι περισσότεροι μελετητές της τοποθετούνε στη τελευταία 5ετία του 16ου αι.. Το έργο προλογίζει ο Χάρος. Ο νεαρός στρατηγός Πανάρετος, αναθρεμμένος στο παλάτι του βασιλιά Φιλόγονου, που αγνοεί τη βασιλική καταγωγή του παιδιού, έχει συνάψει μυστικό κι ολοκληρωμένο, δεσμό με τη βασιλοπούλα Ερωφίλη, την οποία ο πατέρας της προορίζει εντωμεταξύ για γυναίκα κάποιου βασιλικού γόνου. Στέλνει, λοιπόν, τον Πανάρετο να τη πείσει να δεχτεί ένα από τα δύο προξενιά που τους έχουν γίνει. Όταν ο βασιλιάς πηγαίνει να δει την κόρη του στο δωμάτιό της, ανακαλύπτει επ’ αυτοφώρω τη σχέση της με τον Πανάρετο και συλλαμβάνει τον νέο -το επεισόδιο αυτό δεν παίζεται επί σκηνής και λαμβάνει χώρα μεταξύ 3ης και 4ης πράξης. Μάταια η Ερωφίλη, ο σύμβουλός του κι ο χορός προσπαθούν να κατευνάσουν την οργή του Φιλόγονου. Ούτε ο Πανάρετος γίνεται πιστευτός, όταν του αποκαλύπτει τη βασιλική του καταγωγή. Ο βασιλιάς δίνει εντολή να θανατωθεί ο Πανάρετος και συμμετέχει ο ίδιος στο μαρτύριό του -ούτε αυτή η σκηνή διαδραματίζεται μπρος στο κοινό, αλλά την αφηγείται ένας Μαντατοφόρος. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς προσφέρει στη κόρη του ως “γαμήλιο δώρο” ένα καλάθι με το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Εκείνη, μόλις μείνει μόνη, ξεσπά σε μοιρολόι κι αυτοκτονεί με το ίδιο μαχαίρι που βρήκε μες στο καλάθι. Μετά το μοιρολόι της παραμάνας για την Ερωφίλη, οι κοπέλες του χορού δολοφονούν τον βασιλιά και το έργο τελειώνει με ένα σύντομο χορικό για τη ματαιότητα του πλούτου και της δόξας.
Για την ταύτιση του ποιητή, που έχει χαρακτηριστεί «πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου» και τη βιογραφία του, μόνο εικασίες γίνονται μέχρι τώρα και προτάσεις από διάφορους μελετητές. Οι πληροφορίες που δίνουν τα έργα του εμφανίζουν έναν άνθρωπο που η ακμή της συγγραφικής του δραστηριότητας τοποθετείται στα τελευταία χρόνια του 16ου αιώνα, εξοικειωμένο με την ιταλική και τη λατινική λογοτεχνία και με τη θεωρία του θεάτρου, ο οποίος κινούνταν σε κύκλους ευγενών και ισχυρών στη Κρήτη της εποχής του. Ο Χορτάτσης είχε αναγνωριστεί πολύ σύντομα από τους συγχρόνους του και τους λίγο μεταγενέστερούς του ως σπουδαίος συγγραφέας· ειδικά για την Ερωφίλη υπάρχει η πολυσυζητημένη πληροφορία ότι στα χρόνια πριν από την τουρκική κατάκτηση «είχε παρασταθεί πολλές φορές στον Χάνδακα και πάντοτε άρεσε». Μέχρι τις αρχές της 10ετίας του 1960, το μόνο έργο που του αποδιδόταν (από τη χειρόγραφη και την έντυπη παράδοσή του) ήταν η Ερωφίλη, αλλά στη συνέχεια ταυτίστηκαν ως δικά του κι ο Κατζούρμπος με τη Πανώρια.

O Tσαρούχης έκανε το σκηνικό
Το κείμενο της Ερωφίλης, εκτός από 4 χορικά που έλεγε ο χορός των κορασίδων της πριγκήπισσας, συνοδεύανε παντού και 4 ιντερμέδια που παίζονταν ανάμεσα στις 5 πράξεις του έργου, σαν διάλειμμα κι αναψυχή για τους θεατές με τον θεαματικό, μουσικοχορευτικό τους χαρακτήρα. Τα ιντερμέδια αυτά έχουν ενιαίο θέμα και δραματοποιούνε τμήματα του έπους Gerusalemme Liberata (Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ) του μεγάλου Ιταλού ποιητή Torquato Tasso. Ο τελευταίος ενέπνευσε ποικιλοτρόπως τον Χορτάτση, που άντλησε στοιχεία κι από άλλα έργα του ιταλού ομοτέχνου του κατά τη συγγραφή της Ερωφίλης, που ωστόσο έχει ως βασικό πρότυπο την Orbecche/Ορμπέκε (1549) του ιταλού δραματουργού και θεωρητικού του θεάτρου G. B. Giraldi Cinthio, μια τραγωδία της εποχής της Μεταρρύθμισης, όπου για πρώτη φορά το θέμα δεν είναι παρμένο από την αρχαία μυθολογία.
Το έργο είναι γραμμένο στο κρητικό ιδίωμα της εποχής του, με πολύ περισσότερα λόγια στοιχεία απ’ ό,τι πιστευόταν παλιότερα και λιγότερες λέξεις ιταλικής προέλευσης, γιατί η θεωρία της τραγωδίας επέβαλλε γλώσσα υψηλή κι απομακρυσμένη από τη ρεαλιστική αποτύπωση της σύγχρονής της πραγματικότητας. Κυρίως με την Ερωφίλη, αλλά και με όλη την υπόλοιπη παραγωγή του, ο Χορτάτσης ανέδειξε το κρητικό ιδίωμα σε άρτια λογοτεχνική γλώσσα και οργάνωσε έντεχνα τον παραδοσιακό 15σύλλαβο, με διασκελισμούς κι αποφυγή της χασμωδίας, κάνοντας τον τυπογράφο της 2ης έκδοσης του 1676, που επιμελήθηκε ο Κρητικός Αλοΐσιος-Αμβρόσιος Γραδενίγος, να χαρακτηρίσει με ενθουσιασμό την τραγωδία του ποιητή «μελίρρυτον και γλυκοδιήγητον εις την φυσικήν της γλώσσαν την κρητικήν».
Η Ερωφίλη ήταν ένα έργο που άσκησε σημαντική επιρροή τόσο στην επώνυμη λογοτεχνία όσο και στην ανώνυμη, δημοτική παραγωγή της Κρήτης και πέρα απ’ αυτήν: όλο και περισσότερο αναδεικνύεται από την έρευνα η επίδραση που άσκησε στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου αλλά και στον κεφαλλονίτη ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Πέτρο Κατσαΐτη (αρχές 18ου αι.), ενώ στα Επτάνησα επίσης και συγκεκριμένα στη Ζάκυνθο, η Ερωφίλη επιβίωσε ως «ομιλία» (σύντομη υπαίθρια αυτοσχέδια παράσταση) μέχρι και τον 20ό αιώνα. Ωστόσο, η επίδρασή της είναι εντονότερη και ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη στην προφορική παράδοση, τόσο στην Κρήτη, όσο και στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Ρούμελη, όπου επεισόδια του έργου επιβίωσαν ως εκτενές τραγούδι του είδους της παραλογής σε διάφορες παραλλαγές.
Ένας ακόμη μάρτυρας της επιτυχίας του έργου είναι κι η πλούσια χειρόγραφη κι έντυπη παράδοσή του: 3 χειρόγραφα, από τα οποία το ένα -ο κώδικας του Birmingham, που στα σχόλια του κριτικού υπομνήματος της παρούσας ανθολόγησης σημαίνεται με B- είναι γραμμένο από το χέρι ενός άλλου κρητικού θεατρικού συγγραφέα, του Μαρκαντώνιου Φόσκολου (ποιητή της κωμωδίας Φορτουνάτος, του 1655) και 3 έντυπες εκδόσεις ήδη μες στο 17ο αι.. Η έκδοση του 1637, όσες ατέλειες κι αν έχει, δεν παύει ναναι η 1η έντυπη έκδοση θεατρικού έργου στα νέα ελληνικά και το δίχως άλλο συνέβαλε πολύ στη διάδοση της τραγωδίας.
Ἔρωτα, ποὺ συχνιὰ σ’ τσὶ πλιὰ μεγάλους κι ὄμορφους λογισμοὺς κατοικημένος βρίσκεσαι, τσὶ μικροὺς μισώντας τσ’ ἄλλους ˙κ’ ἔτσί ‘σαι δυνατὸς καὶ μπορεμένος, καὶ τόση χάρην ἔχου τ’ ἄρματά σου, ποὺ βγαίνεις πάντα μ’ ὅλους κερδεμένος˙ μᾶλλιος τόσά ‘ν’ τὰ βρόχια τὰ δικὰ σου γλυκιά, καὶ μετ’ αὐτὸ τόση ἔχου χάρη, π’ ὅποιο κι ἄν ἐμπερδέσα εὐχαριστᾶ σου. |
Ερωφίλη, Α’ Χορικό, στ. 585-593 |
Αναμφισβήτητα, στη σύγχρονη πρόσληψη του έργου συμβάλλουν πολύ οι παραστάσεις του· 1ος στα νεότερα χρόνια ο Κάρολος Κουν ανέβασε την Ερωφίλη το 1934, με τον Λυκούργο Καλλέργη στον ρόλο του Πανάρετου, ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε κρατήσει τον ρόλο του Μαντατοφόρου. Ο καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου κι εκδότης του Κατζούρμπου, ο Λίνος Πολίτης σκηνοθέτησε τη τραγωδία το 1950, με το Σπουδαστήριον Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, σε σκηνικά και κουστούμια του Τσαρούχη και με τον Δημήτρη Μαρωνίτη, φοιτητή τότε, ως Μαντατοφόρο. Το 1961 το έργο ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, χωρίς τα ιντερμέδια, τα οποία ωστόσο είχαν αναγγελθεί σε χορογραφίες της Ραλλούς Μάνου. Έτσι μόνη σύγχρονη παράσταση που, περιελάμβανε και τα ιντερμέδια της Ερωφίλης ανάμεσα στις πράξεις του έργου ήταν αυτή της Εταιρείας Θεάτρου Κρήτης το 1978, σε μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη και με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Σπυράτου. Άλλες 4 παραστάσεις έχουνε καταγραφεί μέχρι το 1992, ενώ 4 χρόνια αργότερα ο Σπύρος Ευαγγελάτος σκηνοθετεί το έργο, σε συμπαραγωγή του Αμφι-Θεάτρου με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, και το 2005 ο τελευταίος αυτός φορέας δίνει νέα παράσταση του έργου. Τέλος, με το έργο ασχολείται τα τελευταία χρόνια συστηματικά η Εταιρεία Θεάτρου Χώρος, που το έχει ανεβάσει σε 3 διαφορετικές σκηνοθεσίες-εκδοχές που τύχαν μεγάλης ανταπόκρισης από το κοινό.
Πλούσια είναι κι η εκδοτική τύχη της Ερωφίλης στα νεότερα χρόνια· ανάμεσα στις πολυάριθμες εκδόσεις, μνεία στη 1η σύγχρονη, του Σάθα το 1879, καθώς και κείνη του Ξανθουδίδη το 1928, που περιέχει και τη 1η συστηματική, επιστημονική εισαγωγή στο έργο. Η έκδοση των Αλεξίου κι Αποσκίτη (1988), παρόλο που δεν είναι αυστηρά κριτική, έχει μεγάλη αξία, αφού παραδίδει το καλύτερο μέχρι τότε κείμενο. Τέλος, το πιο πρόσφατο εγχείρημα κριτικής αποκατάστασης του κειμένου ανήκει στην Bancroft-Marcus (2013) και συνοδεύεται από αγγλική μετάφραση του έργου. Αξίζει να σημειωθεί ότι αγγλική μετάφραση είχε γίνει κι από τον F. H. Marshall το 1929.
Είναι η πιο παλιά και πιο αξιόλογη από τις 3 γνωστές τραγωδίες του κρητικού θεάτρου. Έχει αφιέρωση στον δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη ή Μόρμορη, που καταγόταν από τα Χανιά κι ήκμασε στα τέλη του 16ου αιώνα. Αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος), 5 πράξεις με ισάριθμα χορικά και 4 ιντερμέδια, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πράξεις του έργου. Τα ιντερμέδια αφορούν το επεισόδιο του Rinaldo και της Armida, από το έργο του Torquato Tasso, Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Gerusalemme Liberata, 1581). Το έργο έχει σαν πρότυπο το έργο Orbecche του ιταλού συγγραφέα G. Battista Giraldi (1549), ενώ μέρος της 2ης πράξης ο Χορτάτσης τη δανείστηκε από την τραγωδία Il Re Torrismondo του Τ. Tasso (1587) που υπήρξε επίσης πηγή της κρητικής τραγωδίας, Βασιλεύς ο Ροδολίνος. Πηγή των χορικών είναι η τραγωδία Phaedra του Σενέκα. Ωστόσο, παρά τις ποικίλες επιδράσεις, ο Χορτάτσης δεν μιμήθηκε άκριτα τα ξένα πρότυπα, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του πρωτότυπο ποιητικό έργο, με πλούσια γλώσσα, έντονη πλοκή και τέλεια στιχουργία.

Η υπόθεση της Ερωφίλης είναι μυθική. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, δολοφόνησε τον αδελφό του για να πάρει το θρόνο του και παντρεύτηκε τη γυναίκα του. Από τη γυναίκα του αδελφού του απέκτησε μια κόρη, την Ερωφίλη. Στη βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει κι ο Πανάρετος, νέος από βασιλική οικογένεια, άγνωστη όμως στον Φιλόγονο. Ο Πανάρετος κι η Ερωφίλη έζησαν από παιδιά μαζί και σταδιακά η παιδική φιλία εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο Πανάρετος μεγάλος πια, πηγαίνει στον πόλεμο και με την ανδρεία του σώζει το βασίλειο από εχθρική επίθεση. Μετά τον πόλεμο οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Στέλνει μάλιστα τον Πανάρετο για να της το αναγγείλει και να τη πείσει να δεχθεί το γάμο.
Ο Φιλόγονος μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων και αποφασίζει να τιμωρήσει τον Πανάρετο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την ευγενική του καταγωγή. Ο Φιλόγονος βασανίζει τον Πανάρετο και προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγχωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό κι αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά (ο χορός οδηγείται από τη παραμάνα της Ερωφίλης, τη Νένα). Ρίχνουνε κάτω το Φιλόγονο και τον ποδοπατούν μέχρι θανάτου.
Η Ερωφίλη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό και αυτό το αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των εκδόσεων του έργου, οι πολλές παραστάσεις του και οι πολλές παραλλαγές και διασκευές του, που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Το έργο εκδόθηκε 1η φορά στη Βενετία το 1637, όταν ο Χορτάτσης είχε ήδη πεθάνει, από τον Κύπριο ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, ο οποίος με τις επεμβάσεις του αλλοίωσε αρκετά τον χαρακτήρα του κειμένου. Την αυθεντική μορφή της Ερωφίλης αποκατέστησε το 1676 με την έκδοση του έργου ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, βιβλιοφύλακας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Αυτή η έκδοση υπήρξε το πρότυπο για όλες τις επόμενες εκδόσεις.
Στη σωζόμενη θεατρική παραγωγή των χρόνων της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, η κωμωδία αντιπροσωπεύεται από τρία έργα: τον Κατζούρμπο (ή Κατσούρμπο ή Κατσάραπο) του Γεώργιου (Τζώρτζη) Χορτάτση, τον ανώνυμο Στάθη, που σώζεται σε μεταγενέστερη κι αρκετά συνεπτυγμένη επτανησιακή διασκευή, και τον Φορτουνάτο του Μαρκαντώνιου Φόσκολου, που γράφτηκε στη διάρκεια της τουρκικής πολιορκίας του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), μέσα στον οποίο υποτίθεται ότι διαδραματίζονται και τα τρία αυτά έργα, υπακούοντας στη συνήθεια του ιταλικού θεάτρου της Αναγέννησης η υπόθεση των κωμωδιών να λαμβάνει χώρα σε μια σύγχρονη πόλη. Χρονολογικά παλαιότερο από τα 3 είναι ο Κατζούρμπος, που τοποθετείται γενικά στην τελευταία 15ετία του 16ου αι. καθώς διάφορες απόψεις/προτάσεις χρονολογούνε τη συγγραφή του σ’ ένα διάστημα που εκτείνεται από τις αρχές της 10ετίας του 1580 μέχρι το 1595-1600.

Το έργο οργανώνεται σε 5 πράξεις, σύμφωνα με τον απαράβατο κανόνα της νεοκλασικής δραματουργίας της εποχής, είναι γραμμένο σε 15σύλλαβους στίχους με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και στο κρητικό ιδίωμα κι έχει απλή πλοκή, που στρέφεται γύρω από το μοτίβο της αναγνώρισης ενός χαμένου παιδιού. Στο κέντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένα ερωτευμένο ζευγάρι, ο Νικολός κι η Κασσάντρα, που αντιμετωπίζουνε το πρόβλημα ότι η θετή μητέρα της κοπέλας Πουλισένα, μια χήρα ελαφρών ηθών, θέλει να την εκδώσει στον πλούσιο και παντρεμένο, γέρο γείτονά τους Αρμένη, ο οποίος δεν είναι ντόπιος. Επειδή, όμως κι ο νεαρός εξασφαλίζει ένα χρηματικό ποσό για να διεκδικήσει την αγαπημένη του, η Πουλισένα, με τη βοήθεια της ρουφιάνας Αρκολιάς, καταστρώνει ένα σχέδιο που θα ικανοποιήσει και τους δύο άντρες. Οι περιπλοκές και τα αδιέξοδα που θα δημιουργηθούν, ειδικά αφότου πληροφορηθούνε το σχέδιο ο πατέρας του Νικολού κι η γυναίκα τού Αρμένη, θα λυθούν, όταν αποκαλυφθεί ότι η Κασσάντρα είναι η χαμένη κόρη του ηλικιωμένου ζευγαριού και το έργο θα τελειώσει μες στην ευφρόσυνη ατμόσφαιρα του γάμου των δύο παιδιών.
Η κωμωδία διαθέτει όλους τους στερεότυπους χαρακτήρες των κωμωδιών της ιταλικής Αναγέννησης (ξεμωραμένος γέρος, σχολαστικός δάσκαλος, κοιλιόδουλοι υπηρέτες, ζωηρές υπηρέτριες, προξενήτρες και ρουφιάνες, και το απαραίτητο ερωτευμένο ζευγάρι), μεγάλη ποικιλία από τρόπους πρόκλησης του γέλιου κι έντονη δράση. Φαίνεται ότι λειτούργησε ως πρότυπο για τις επόμενες κρητικές κωμωδίες, ενώ κωμικές σκηνές χρησιμοποιήθηκαν ως ιντερμέδια στο ποιμενικό δράμα Πανώρια και στην αιγαιοπελαγίτικη Τραγέδια (τραγωδία) του Αγίου Δημητρίου, του 1723. Παρά την ευρεία, όπως φαίνεται κι από τις απηχήσεις αυτές, διάδοσή του, ο Κατζούρμπος σώζεται σε ένα μόνο, μεταγενέστερο χειρόγραφο, γραμμένο στα Επτάνησα.
Ο κωμικός οίστρος του έργου (εκφρασμένος με ποικίλους τρόπους οπτικού και λεκτικού χιούμορ μέσα στους 2.300 στίχους του) κι η ταχύτητα στη προώθηση της πλοκής «αποκαλύπτουν τον ποιητή σε πλήρη ακμή κι ωριμότητα» (Χατζηπανταζής 2014, 58). Θέμα και αυτού του έργου του είναι ο έρωτας, που τώρα, ωστόσο, δεν τοποθετείται στη βουκολική ύπαιθρο ούτε σε βασιλικά παλάτια της αρχαιότητας, παρά μέσα σε ένα πολύβουο λιμάνι της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, κατοικημένο από εμπόρους, δασκάλους, στρατιωτικούς και «εύθυμες κυράδες» με τους υπηρέτες και τις φαμέγιες (οικογένειες) τους. Απόλυτα ευθυγραμμισμένος με τη θεωρία της ιταλικής Αναγέννησης για την κωμωδία, όπως προέκυψε από τη μελέτη και την προσαρμογή της Ποιητικής του Αριστοτέλη και της κωμικής παραγωγής των λατίνων κωμωδιογράφων Πλαύτου και Τερέντιου, ο Κατζούρμπος δεν εμφανίζεται να έχει ένα συγκεκριμένο έργο ως πρότυπο, παρά αντλεί μοτίβα από πληθώρα έργων των Ιταλών ομοτέχνων του της λόγιας κωμωδίας, δηλαδή της commedia erudita του 16ου αι. (Cinquecento), που είχανε πλοκή ίντριγκας που πολλές φορές ήταν εξεζητημένα περίπλοκη· αντίθετα απ’ αυτά τα έργα όμως, στην κωμωδία του Χορτάτση το βάρος πέφτει στους χαρακτήρες και τις κωμικές καταστάσεις που αυτοί δημιουργούν με έργα και λόγια κι όχι στις περιπλοκές της υπόθεσης.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Στὸν ἥλιον ἔχω ντήρηση κ’ εἰς τ’ ἄστρα ποὺ περνοῦσι καὶ τσ’ ὀμορφιές σου, ἀφέντρα μου, κάτω στὴ γῆ θωροῦσι, μηδὲ χυθοῦ κι ἁρπάξου σε, κ’ ἐμένα τὸν καημένο παρ’ ἄλλον ἄνθρωπο στὴ γῆ ν’ ἀφήσου πρικαμένο. ΕΡΩΦΙΛΗ Τόσες δὲν εἶναι οἱ ὀμορφιές, τόσα δὲν εἶν’ τὰ κάλλη, μὰ τοῦτο ἐκ τὴν ἀγάπη σου γεννᾶται τὴ μεγάλη. Μὰ γὴ ὄμορφή ΄μαι γὴ ἄσχημη, Πανάρετε ψυχή μου, γιὰ σέναν ἐγεννήθηκε στὸν κόσμο τὸ κορμί μου. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Νερὸ δὲν ἔσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου, καθὼς τὰ λόγια τὰ γροικῶ σβήνουσι τὴν πρικιά μου. Μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀφέντρα μου, μὰ τὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς ἀνάθρεψε μικρὰ καὶ πλιὰ παρ’ ἄλλη ἐγίνη πιστὴ καὶ δυνατότατη σ’ ἐμένα κ’ εἰς ἐσένα καὶ τὰ κορμιὰ μας σ’ ἄμετρο πόθο κρατεῖ δεμένα, περισσα σὲ παρακαλῶ ποτὲ νὰ μὴν ἀφήσεις νὰ σὲ νικήσει ὁ βασιλιός, νὰ μ’ ἀπολησμονήσεις. |
Ερωφίλη, Πράξη Γ΄, 143-158 |
Ένα από τα ζητήματα στα οποία το έργο ακολουθεί την αναγεννησιακή θεωρία του θεάτρου είναι κι η διαμόρφωση της γλώσσας του, που έπρεπε να αντλεί στοιχεία από το καθημερινό λεξιλόγιο της εποχής. Πραγματικά, η κωμωδία περιλαμβάνει πολύ περισσότερες από τα άλλα 2 έργα του λέξεις ιταλικής προέλευσης, που είχαν ενσωματωθεί στο τοπικό ιδίωμα για να δηλώσουνε καθημερινές δραστηριότητες όπως: νομίσματα, ρουχισμό, φαγητά, όπλα, μέρη του σπιτιού, ακόμη κι υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Από την άλλη, η στιχουργία του, που ακολουθεί τον ομοιοκατάληκτο ιαμβικό 15σύλλαβο της ελληνικής ανώνυμης δημοτικής παράδοσης αλλά και των επώνυμων δημιουργιών στους πρώτους αιώνες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, έχει τα περίτεχνα χαρακτηριστικά του χορτάτσειου ύφους, με τους πολλούς διασκελισμούς κι επιπλέον εδώ με τις συχνές αντιλαβές (αλλαγή ομιλούντος προσώπου στον ίδιο στίχο), που δίνουν στον κωμικό λόγο την απαιτούμενη ταχύτητα, απομακρύνοντάς τον από τα δεσμευτικά καλούπια των μετρικών κανόνων.
Έχει μελετηθεί πολύ η αληθοφάνεια των πραγματολογικών πληροφοριών που δίνει το έργο για τις συνθήκες ζωής σε μια κρητική πόλη της ύστερης Βενετοκρατίας, μέσα από διασταυρώσεις με πληροφορίες αντλημένες από τα συμβολαιογραφικά και άλλα έγγραφα που σώζονται στα αρχεία της Βενετίας (κυρίως Βαρζελιώτη 2011) κι έχουν αναδειχθεί οι αντιστοιχίες τους. Και μπορεί να μην έχουμε να κάνουμε εδώ με «φωτογραφία της βενετοκρατούμενης Κρήτης», αλλά, από την άλλη μεριά, «είναι εξίσου παραπλανητικό να θεωρήσουμε ότι η εικόνα που δίδεται είναι απλώς συμβατική» (Vincent 1997, 143-144).
Ο Κατζούρμπος δε γνώρισε έντυπη έκδοση και σώζεται σε 1 μόνο χειρόγραφο, μεταγενέστερο, που προέρχεται από τα Επτάνησα και, σύμφωνα με ενδείξεις, παραδίδει ένα κείμενο κάπως αλλοιωμένο· εξάλλου, σε αυτό δεν σημειώνεται ούτε το όνομα του συγγραφέα, που το συνάγουμε από έναν στίχο του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή ότι ο Χορτάτσης είχε γράψει, εκτός από την Ερωφίλη και την Πανώρια, και έναν «Κατζάροπον». Στο ίδιο χειρόγραφο περιέχεται κι ένα από τα 3 σωζόμενα κείμενα της Πανώριας, καθώς κι ιντερμέδια, δηλαδή σύντομα σκετσάκια με τελείως διαφορετική υπόθεση απ’ αυτήν του κυρίως έργου, προορισμένα να παίζονται στα διαλείμματα μεταξύ των 5 πράξεων, σημάδι ότι και τα 2 αυτά έργα του Χορτάτση που δεν πήγανε στο τυπογραφείο είχανε σκηνική σταδιοδρομία. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται κι από το ότι ανιχνεύονται απηχήσεις του Κατζούρμπου στην επτανησιακή κωμωδία Χάσης του Δημήτριου Γουζέλη (τέλη 18ου αι.), ενώ στον χώρο του Αιγαίου άφησε το στίγμα του σ’ 1 θεατρικό κείμενο του τέλους του 17ου αιώνα από τη Πάρο, που σώζεται μόνον ο πρόλογος κι αποσπάσματά του διασκευάστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν κατά λέξη ως «Διλούδια», δηλαδή ιντερμέδια, σε παράσταση του ιησουιτικού δράματος Τραγέδια του Αγίου Δημητρίου (1723), στη Νάξο.

Στα σύγχρονα χρόνια ο Κατζούρμπος έχει μια αξιόλογη σκηνική παρουσία μετά το 1964, που έγινε η 1η -και μόνη κριτική μέχρι σήμερα- έκδοσή του από τον καθηγητή Λίνο Πολίτη. Την ίδια χρονιά, παρουσιάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση, με σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και μέχρι σήμερα έχουνε γίνει περίπου 10 σκηνικές παραστάσεις του από επαγγελματικούς θιάσους, από τις οποίες θα ξεχωρίζαμε τις εξής: Το 1980 η Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης (ΕΘΕΚ), ένας φορέας που είχε ως στόχο στα πρώτα της χρόνια να ανεβάσει όλα τα έργα του κρητικού θεάτρου, έδωσε τον Κατζούρμπο που, όπως έκανε νωρίτερα με την Πανώρια (1976) και την Ερωφίλη (1978), τον περιόδευσε στη κρητική ύπαιθρο, φέρνοντας τους κατοίκους του νησιού σε άμεση επαφή μ’ ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο της πολιτιστικής τους ιστορίας. Το 1993 ανέβασε το έργο ο Λευτέρης Βογιατζής με τη «Νέα Σκηνή» και στο πρόγραμμα εκείνης της παράστασης ο Στέφανος Κακλαμάνης έδωσε νέο κείμενο του έργου σε δική του φιλολογική επιμέλεια και γλωσσάριο, ενσωματώνοντας «πολλές από τις διορθώσεις και κριτικές παρατηρήσεις άλλων μελετητών» και με «προσπάθεια να αποκατασταθεί ο κρητικός γλωσσικός χαρακτήρας του έργου». Ωστόσο, η 1η από σκηνής παράσταση της κωμωδίας, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, είχε γίνει το 1968 σε αγγλική μετάφραση, την οποία υπέγραφε ο υποψήφιος τότε διδάκτωρ Alfred Vincent, εκδότης κατόπιν της κωμωδίας Φορτουνάτος κι αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Ο Vincent είχε και την όλη φροντίδα της παράστασης αυτής, στην όποια έπαιζαν άγγλοι φοιτητές του Πανεπιστημίου του Cambridge.
Στην ίδια περίοδο, η ποιμενική ποίηση αντιπροσωπεύεται από το ανώνυμο ποιητικό ειδύλλιο (Η) Βοσκοπούλα, το εγκιβωτισμένο επεισόδιο του Χαρίδημου στο δεύτερο μέρος του Ερωτόκριτου και, κυρίως, από 3 θεατρικά έργα: τον Πιστικό Βοσκό άγνωστου ποιητή, το δράμα L’ Amorosa Fede, γραμμένο στα ιταλικά από τον κρητικό ποιητή Αντώνιο Πάντιμο, και τη Πανώρια του Γεώργιου Χορτάτση, το μόνο από τα τρία που έχει γραφτεί στην κρητική διάλεκτο και είναι πρωτότυπο (όχι μετάφραση). Και τα τρία έργα ανήκουν στην κατηγορία του ποιμενικού δράματος, το οποίο αποτελεί παρακλάδι του καινοφανούς, μεικτού είδους της τραγικωμωδίας που εισηγήθηκε ο Ιταλός Giambattista Guarini με το περίφημο έργο του Il Pastor Fido (1589/90), το οποίο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στη χώρα του και ευρύτερα στην Ευρώπη, αν και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Του έργου αυτού ο Πιστικός Βοσκός αποτελεί μετάφραση στην κρητική διάλεκτο από άγνωστο ποιητή, πιθανόν από τον ίδιο τον Χορτάτση, αν κρίνουμε από τις γλωσσικές ομοιότητες με τα έργα του και από την «ανώτερη αισθητική αντίληψη» που φαίνεται να έχει ο ποιητής της κρητικής απόδοσης, η οποία «ξεπερνά το ιταλικό πρότυπο σε λυρισμό και θεατρική τέχνη» (Bancroft-Marcus 1997, 112 και 111).
Η υπόθεση της Πανώριας στρέφεται γύρω από τον έρωτα δύο νέων βοσκών, του Γύπαρη και του Αλέξη, για τις βοσκοπούλες Πανώρια και Αθούσα αντίστοιχα, οι οποίες όμως δηλώνουν επίμονα κατά του γάμου, προσηλωμένες στην ελεύθερη ζωή του κυνηγιού στο βουνό. Μάταια προσπαθούν να τις μεταπείσουν ο πατέρας της πρώτης και η ηλικιωμένη Φροσύνη· η Πανώρια δεν συγκινείται ούτε από την απόπειρα αυτοκτονίας του Γύπαρη. Μόνο η παρέμβαση της θεάς Αφροδίτης, στην οποία θυσιάζουν οι δύο νέοι, και του γιου της Έρωτα, που τοξεύει τις κοπέλες, θα αλλάξει τα πράγματα με θαυματουργικό τρόπο και η Πανώρια με την Αθούσα θα μεταστρέψουν τα αισθήματά τους, ώστε το έργο να τελειώσει με τη χαρά των επικείμενων διπλών γάμων.

Eρωφίλη σε σκην Καρόλου Κουν
Η πλοκή τοποθετείται στις πλαγιές και τα βοσκοτόπια του εξιδανικευμένου στην κρητική γραμματεία όρους Ίδη, του Ψηλορείτη δηλαδή, ωστόσο, όπως έχει επισημάνει η έρευνα, η ζωή στο βουνό δεν απεικονίζεται απολύτως με τις αποχρώσεις ενός ουτοπικού περιβάλλοντος. Αντίθετα, περιέχει πολλά «ρεαλιστικά» στοιχεία ως προς την καθημερινή ζωή των κατοίκων, με αποτέλεσμα το έργο να «επικοινωνεί και με τον πραγματικό κόσμο της βενετοκρατούμενης Κρήτης και με τον συμβατικό κόσμο της ποιμενικής ποίησης της όψιμης Αναγέννησης», επιτρέποντάς μας «να κάνουμε λόγο για μια εξαιρετικά πρώιμη και υποτυπώδη αφύπνιση κάποιων ηθογραφικών ενδιαφερόντων» (Χατζηπανταζής 2014, 56). Στο πλαίσιο αυτό, έχει επισημανθεί και η λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζει την Πανώρια, μια «καλοσυνάτη ειρωνεία διάχυτη σε όλο το έργο» (Vincent 2000, 17), η οποία έχει στόχο τις συμβάσεις του ιταλικού ποιμενικού δράματος, που είχε ήδη γίνει της μόδας στην Ευρώπη (Πούχνερ 1991), υπογραμμίζοντας τα στοιχεία που διαχωρίζουν τις συμβάσεις αυτές από την οικεία στους θεατές πραγματικότητα της κρητικής υπαίθρου.
Το έργο έχει χαρακτηριστεί ως το «πιο χαρούμενο, το πιο πρωτότυπο και το πιο χαρακτηριστικά κρητικό προϊόν της Κρητικής Αναγέννησης» από την Αγγλίδα νεοελληνίστρια και εκδότρια των έργων του Χορτάτση Rosemary Bancroft-Marcus (1997, 105). Ακολουθεί και αυτό, όπως όλη η παραγωγή του ποιητή, τους κανόνες της νεοκλασικής δραματουργίας του ιταλικού Cinquecento, δηλαδή του 16ου αιώνα. Έτσι, αποτελείται από πέντε πράξεις που διακρίνονται σε επιμέρους σκηνές, ενώ στα τρία χειρόγραφα που παραδίδουν το έργο σώζονται δύο διαφορετικοί πρόλογοι –προφανώς προοριζόμενοι για διαφορετικές παραστάσεις, αν κρίνουμε από τις προσφωνήσεις στο κοινό– καθώς και ιντερμέδια που θα παίζονταν ανάμεσα στις πράξεις του κυρίως έργου· επίσης, τηρούνται οι τρεις ψευδο-αριστοτελικές ενότητες: του τόπου, του χρόνου και της δράσης. Εξάλλου, οι χαρακτήρες έχουν συνέπεια και αληθοφάνεια, ενώ ο χειρισμός της γλώσσας ακολουθεί τους κανόνες του «πρέποντος» για το συγκεκριμένο θεατρικό είδος, καθιστώντας το έργο ένα τυπικό και συνεπές δείγμα του ποιμενικού δράματος (Μαρκομιχελάκη 1996).
Η τραγικωμωδία, το ευρύτερο είδος στο οποίο ανήκουν τα ποιμενικά δράματα, είχε υβριδικό χαρακτήρα, καθώς συνδύαζε τη σοβαρότητα της τραγωδίας με το αίσιο τέλος και κάποιες χιουμοριστικές πινελιές της κωμωδίας, χωρίς όμως τις υπερβολές της τελευταίας. Στην Πανώρια το χιουμοριστικό στοιχείο εκπροσωπούν ο εύπορος βοσκός Γιαννούλης, πατέρας της Πανώριας, και η άσχημη ηλικιωμένη Φροσύνη, που δρα ως μεσάζουσα για να πείσει τις κοπέλες να αποδεχτούν τον έρωτα των δύο βοσκών. Το φλερτ των δύο ηλικιωμένων και τα σεξουαλικά υπονοούμενα που χρησιμοποιούνται στον διάλογό τους, καλυμμένα πίσω από αναφορές στη χλωρίδα του τόπου, δίνουν μια ρεαλιστική αντίληψη για τον έρωτα και αποτελούν ένα ευχάριστο διάλειμμα στους σχοινοτενείς λυρικούς μονολόγους των ερωτευμένων και στην υπερβολική προσκόλληση των κοριτσιών στα ιδανικά της γυναικείας ανεξαρτησίας και χειραφέτησης.
ΠΑΝΩΡΙΑ
Ἐγὼ δὲ θὲ νὰ παντρευτῶ καὶ βρὲ ἄλλη κορασίδα
ἀπ’ ὄμορφες ἀρίφνητες ἁπού ‘ν’ ἐπὰ στὴν Ἴδα˙
καὶ κάμε τηνε ταίρι σου κ’ ἐμένα μὴν πειράζης,
γιατὶ σ’ ἀμνόγω, Γύπαρη, πὼς ὄφκαιρα κοπιάζεις.
Γιατί ‘πα σου πολλὲς φορὲς: «Νὰ παντρευτῶ δὲ θέλω»
κ’ ἐσὺ σοῦ βάλθη νὰ γενῆ, ἄ θέλω κι ἄ δὲ θέλω.
ΓΥΠΑΡΗΣ
Κόρη, μὴν εἶσαι ἔτσι ἄπονη˙ μὴ θὲς τὸ θάνατό μου,
μὰ μὲ κιαμιὰ παρηγοριὰ λίγανε τὸν καημό μου.
Τὴν πλερωμή τσ’ ἀγάπης μου τὴν πολυζητημένη
μοῦ δῶσε καὶ τὴ δόλια μου καρδιὰ τὴ δοξεμένη
γιάνε μὲ μιὰ γλυκιὰ θωριὰ καὶ μ’ ἕνα σπλαχνικό σου
λόγο πριχοῦ νεκρὸς στὴ γῆ μιὰν ὥρα πεσ’ ὄμπρός σου.
Κόρη, δὲν εἶναι τὸ πρεπὸ μιὰ ‘γάπη ‘μπιστεμένη
μὲ θάνατο ἀπὸ λόγου σου νὰ βγῆ φκαριστημένη˙
μὰ μ’ ἄλλη μεγαλύτερη πρέπει κι ἐσὺ νὰ δώσης
τέλος γοργό, νεράιδα μου, τσῆ παίδας μου τσῆ τόσης.
Πανώρια, πράξη β΄, στ. 331-346
Για την Πανώρια δεν έχει εντοπιστεί συγκεκριμένο πρότυπο ανάμεσα στα ποιμενικά δράματα του ιταλικού 16ου αιώνα, αλλά φαίνεται ότι ο Χορτάτσης αντλεί μοτίβα από περισσότερα έργα, υφαίνοντας την πλοκή του πάνω στον καμβά της ιταλικής ποιμενικής δραματουργίας ευρύτερα. Οι αναλογίες με σημαντικά ομοειδή κείμενα της ιταλικής ποίησης δεν λείπουν και ανιχνεύονται σε επιμέρους σκηνές του δράματος (βλ. Bancroft-Marcus 1997, 105-106), φανερώνοντας τον δημιουργικό και εκλεκτικό τρόπο εργασίας του ποιητή.
Από πολλούς μελετητές το έργο χρονολογείται στην τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα και γενικά θεωρείται παλιότερο από την τραγωδία Ερωφίλη – υπόθεση που εν πολλοίς βασίζεται σε στοιχεία της αφιέρωσης στο χειρόγραφο Δαπέργολα, δηλαδή τον πιο αξιόπιστο μάρτυρα του κειμένου. Εντούτοις, τελευταία πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν την προτεραιότητα αυτή, πριμοδοτώντας μια παράλληλη συγγραφή/επεξεργασία των δύο κειμένων ανάμεσα στα 1595-1604.
Η Πανώρια δεν έφτασε ποτέ στα τυπογραφεία της εποχής της στη Βενετία. Φαίνεται, όμως, ότι είχε κάποια καριέρα στο θέατρο, αν κρίνουμε από το ότι μας σώζονται τρία χειρόγραφά της –ο αθηναϊκός (Α), ο Νανιανός (Ν) και ο κώδικας Δαπέργολα (D)–, ικανός αριθμός για έργο της κρητικής λογοτεχνίας, τα οποία περιέχουν δύο διαφορετικούς προλόγους, απευθυνόμενους σε διαφορετικό κοινό: τη μία φορά γυναικείο και την άλλη ανδρικό ή μεικτό. Άρα ήταν έργο που παραστάθηκε στα χρόνια του και αγαπήθηκε αρκετά. Στο γεγονός ότι δεν τυπώθηκε και δεν κυκλοφόρησε ευρύτερα, πέρα από το θεατρικό σανίδι δηλαδή, ίσως οφείλεται και η μικρή απήχησή της σε μεταγενέστερους συγγραφείς αλλά και στη δημοτική παράδοση, σε αντίθεση, π.χ., με την Ερωφίλη του ίδιου ποιητή.
Στις μέρες μας, ωστόσο, το ποιμενικό έργο του Χορτάτση έχει γνωρίσει μια αξιόλογη σκηνική παρουσία, δεδομένης της δυσκολίας που προκαλεί η ιδιωματική του γλώσσα και η μεγάλη του απόσταση από τις εμπειρίες και τα προβλήματα του σύγχρονου θεατή. Από το 1957, που παραστάθηκε από το «Νέο Θέατρο Βορείου Ελλάδος» με τον τίτλο Γύπαρις, όπως ήταν τότε γνωστό το έργο, μέχρι το φθινόπωρο του 2015, που παίχτηκε στο Αναγεννησιακό Φεστιβάλ Ρεθύμνου από το θέατρο Αντίβαρο, σε σκηνοθεσία του Μανόλη Σειραγάκη, η Πανώρια ανέβηκε ακόμη από την Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης το 1976, από το Απλό Θέατρο το 1978, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 1982, και από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης το 1994, ενώ παρουσιάστηκε κι ως παράσταση μπαλέτου από την Εθνική Λυρική Σκηνή το 2004.
====================================
Επειδή δεν έχω -ακόμα τουλάχιστον- όλο το έργο, θα κάνω μιαν όσο πιο καλή παρουσίασή του και με λίγα αποσπάσματα, κι υπόσχομαι πως κάποια στιγμή θα μπει ολάκερο. Ξεκινώ λοιπόν με την Ερωφίλη.
Ερωφίλη

Πρέπει να γράφτηκε περίπου το 1595 (αφού αναφέρεται στην επιδημία πανούκλας που έπληξε τη Κρήτη ανάμεσα στα 1592-5) κι εκδόθηκε πρώτη φορά το 1637 στη Βενετία. Το έργο αφιερώνεται στο δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη, δικηγόρο από τα Χανιά. Είναι γραμμένη σε 15σύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, με εξαίρεση τα χορικά, που είναι γραμμένα σ’ 11σύλλαβους σε τερτσίνες (τρίστιχες στροφές).
Το θέμα που δεσπόζει στο έργο, όπως φαίνεται ήδη από τον πρόλογο αλλά κι από τα χορικά, είναι η υπερηφάνεια και η απληστία, που είναι ο πρόξενος των περισσοτέρων κακών, αλλά τελικά αποδεικνύονται μάταια, αφού οι μεταστροφές της τύχης είναι απροσδόκητες και κοινό τέλος όλων των ανθρώπων είναι ο θάνατος, μπροστά στον οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί ούτε η δύναμη, ούτε τα πλούτη, ούτε άλλες αρετές. Μόνο ο Έρωτας φαίνεται να έχει την απόλυτη δύναμη να υπερβεί τη δύναμη του θανάτου, γι’ αυτό και ο βασιλιάς που επιχείρησε να αγνοήσει τη δύναμη του Έρωτα τιμωρήθηκε.
Ως προς την δραματουργική τεχνική οι διάφορες επιλογές του Χορτάτση θεωρούνται επιτυχημένες: προετοιμάζει τις δραματικές κορυφώσεις και εντείνει την αγωνία του θεατή, είτε με τραγικές προοικονομίες (ο πρόλογος του Χάρου, η εμφάνιση του φαντάσματος του νεκρού βασιλιά που ζητάει εκδίκηση), είτε με τραγική ειρωνεία και ανατροπές (η υπόσχεση του Καρπόφορου να βοηθήσει, η προσποιητή χαρά του βασιλιά). Ενδιαφέρον στοιχείο της διασκευής του προτύπου είναι και η εισαγωγή του στοιχείου της εξέγερσης των γυναικών, που δεν υπάρχει στο ιταλικό πρότυπο, και απηχεί το ενδιαφέρον του Χορτάτση για την αναβάθμιση του ρόλου του γυναικείου φύλου. Ένα άλλο στοιχείο που επισημαίνεται είναι ο λυρισμός που επικρατεί ιδίως στα χορικά.
Η γλώσσα της Ερωφίλης βασίζεται στη κρητική διάλεκτο χωρίς τα μεσαιωνικά λεκτικά στοιχεία των προγενέστερων κρητικών λογοτεχνικών κειμένων. Όπως όμως ισχύει για όλα τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας της ακμής, η γλώσσα δεν είναι η λαϊκή ομιλουμένη, αλλά ένα επεξεργασμένο λογοτεχνικό γλωσσικό όργανο με προσωπικό ύφος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ύφους του Χορτάτση είναι η περίτεχνη επεξεργασία, οι μεγάλες προτάσεις, η συχνή χρήση δευτερευουσών, η διατάραξη της συντακτικής σειράς των λέξεων, η χρήση λόγιων στοιχείων, που όμως είναι αφομοιωμένα στη γλώσσα του κειμένου, καθώς και άλλα εκφραστικά μέσα όπως επαναλήψεις, λογοπαίγνια και παρηχήσεις. Είναι λοιπόν η δημοτική με χρήση της κρητικής διαλέκτου και χαρακτηριστικό δείγμα της τις καταλήξεις του γ΄ πληθυντικού προσώπου π.χ σβήνουσι, μπορούσι κ.α. Προσοχή στον 15σύλλαβο στίχο με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
Το ύφος είναι κυρίως δραματικό, όπως είναι φυσικό λόγω του περιεχόμενου του δράματος. Παράλληλα είναι και θεατρικό κάτι που υποδηλώνουν οι διάλογοι, ο όρκος της Ερωφίλης αλλά κι οι επικλήσεις της προς τη φύση . Τέλος, στα σημεία που εκφράζονται τα συναισθήματα των δύο νέων είναι μεικτό, δηλαδή λυρικό (συναισθήματα) και δραματικό (αγωνία για τη τύχη του έρωτά τους).
Το ίδιο φροντισμένη είναι και η στιχουργική. Παρόλο που βασίζεται στο παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού, είναι αποτέλεσμα έντεχνης επεξεργασίας: παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία στις θέσεις των τόνων, η χασμωδία αποφεύγεται και παρατηρούνται πολύ υψηλά ποσοστά διασκελισμών του νοήματος από στίχο σε στίχο.
Η αρχαιομάθεια του Χορτάτση διαπιστώνεται από την επιλογή των ονομάτων των ηρώων (Φιλόγονος, Πανάρετος, Καρπόφορος, Θρασύμαχος, Αρμόδης), τα οποία είτε ανταποκρίνονται στον χαρακτήρα των προσώπων (Πανάρετος, Ερωφίλη, Θρασύμαχος), είτε λειτουργούν ειρωνικά και εντείνουν την τραγικότητα: ο Φιλόγονος, “αυτός που αγαπάει τα παιδιά του”, τελικά οδηγεί την κόρη του στην αυτοκτονία· ο Καρπόφορος, αν και υπόσχεται να βοηθήσει το ζευγάρι, τελικά μένει “άκαρπος”.
Α‘ Πράξη:
Εμφανίζεται αρχικά ο Πανάρετος που αποκαλύπτει στον Καρπόφορο το μυστικό του κρυφού γάμου (ενώ μέσα από τη συζήτηση οι θεατές πληροφορούνται για τη βασιλική καταγωγή του) και σε επόμενη σκηνή ο Βασιλιάς αποκαλύπτει στον Σύμβουλο το σχέδιο να παντρέψει την Ερωφίλη και τα προξενιά που του έχουν προτείνει. Στο πρώτο χορικό υμνείται η παντοδυναμία του Έρωτα.
Β’ Πράξη:
Μετά από ένα μονόλογο του Βασιλιά στον οποίο εκφράζει την αγάπη για την κόρη του, εμφανίζεται στη σκηνή η Ερωφίλη που αφηγείται ένα εφιαλτικό όνειρο και συζητά με την παραμάνα της για τη δυσκολία της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει. Στο τέλος της σκηνής ο Βασιλιάς στέλνει τον Πανάρετο να πείσει την Ερωφίλη να αποδεχτεί ένα από τα δύο προξενιά. Στο χορικό καταδικάζεται η ηθική κατάπτωση και η υπερηφάνεια του ανθρώπου.
Γ’ Πράξη:
Δεσπόζει αρχικά ο διάλογος μεταξύ της Ερωφίλης και του Πανάρετου, που ανταλλάζουν όρκους αιώνιας πίστης, και στη συνέχεια η εμφάνιση της σκιάς του δολοφονημένου βασιλιά που ορκίζεται να εκδικηθεί τον Φιλόγονο. Η πράξη κλείνει με έναν αλαζονικό μονόλογο του Φιλόγονου που μακαρίζει τον εαυτό του για την τύχη και τη δύναμή του και ανακοινώνει την επιθυμία του να συναντήσει την Ερωφίλη για να συζητήσουν για τα προξενιά. Στο χορικό οι γυναίκες καταδικάζουν την επιθυμία για πλούτο και δόξα.
Δ’ Πράξη:
Αποκαλύπτεται πως ο βασιλιάς ανακάλυψε την κρυφή σχέση της Ερωφίλης και του Πανάρετου. Ο σύμβουλος προσπαθεί να τον ηρεμήσει και η Ερωφίλη αντιστέκεται απέναντί του προσπαθώντας να τον στρέψει με το μέρος της. Παρά τις παροτρύνσεις του χορού και του συμβούλου ο βασιλιάς ανακοινώνει την απόφασή του να θανατώσει τον Πανάρετο, τον οποίο συναντά στην τελευταία σκηνή της πράξης. Ο Πανάρετος επιχειρεί να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά και επιμένει για τη βασιλική καταγωγή του χωρίς να γίνεται πιστευτός. Στο χορικό οι γυναίκες παρακαλούν τον Ήλιο να βοηθήσει το ζευγάρι.
Ε’ Πράξη:
Αακοινώνεται από τον μαντατοφόρο στον Χορό η σκληρή τιμωρία του Πανάρετου: ο βασιλιάς τον σκότωσε, του έκοψε το κεφάλι, τη γλώσσα και τα χέρια και του ξερίζωσε την καρδιά, με σκοπό να τα προσφέρει ως δήθεν γαμήλιο δώρο στην Ερωφίλη. Η συνάντηση πατέρα και κόρης γίνεται στην επόμενη σκηνή και ο βασιλιάς προσποιείται πως αποδέχεται το γάμο και προσφέρει μία λεκάνη με τα κομμένα μέλη του Πανάρετου στην Ερωφίλη. Εκείνη αυτοκτονεί και στο τέλος του έργου ο χορός σκοτώνει το Βασιλιά.
Το έργο ξεκινά με την αφιέρωση του ποιητή στο δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη ή Μόρμορη. Ο ποιητής αρχίζει την αφιέρωση του έργου, εξηγώντας ότι πρόκειται για πόνημα που προέκυψε από πόνους και βάσανα, γι’ αυτό και δεν επιθυμεί να το δώσει στο κοινό χωρίς να έχει τη προστασία κάποιου σπουδαίου ανθρώπου, όπως κάνουν όλοι οι συγγραφείς. Η φήμη του ανθρώπου αυτού, που λέγεται Μούρμουρης κι είναι ένας ενάρετος νομικός ευγενικής καταγωγής, θα προστατέψει τον ποιητή από τη κακόβουλη κριτική και θ’ αποτελέσει ένα είδος διαφήμισης για το ίδιο το έργο:
Προς τον εκλαμπρότατον
και υψηλότατον κύριον
Iωάννη το Mούρμουρη
ρήτορα αξιότατο
Kαθώς στολίζου μ’ όμορφο και λαμπυρό χρουσάφι,
σαν αποξετελειώσουσι τσ’ εικόνες οι ζωγράφοι,
και τότε σ’ τόπο φανερό τσι πάσι και κρεμούσι,
κι όλοι που τσι θωρούσινε θαμάζου και παινούσι,
τέτοιας λογής πάσα καιρό κι εκείνοι οπού τελειώσου
του νου τως κόπο τίβοτας, πριν όξω τονέ δώσου,
μεγάλου αθρώπου κιανενός κι άξου τονέ χαρίζου,
και τόσα με τη χάρη του πλήσα τονέ στολίζου,
π’ όλοι απού το γροικήσουσι, ποθού να τον ανοίξου,
τσι στίχους του να δούσινε, τα λέσι να γροικήξου.
Για τούτο, απείς τα πάθη μου κι οι πόνοι μου οι περίσσοι
τούτη κι εμένα εκάμασι το νου μου να γεννήσει
την τραγωδιά, το ποίημα τση τύχης μου, ν’ αφήσω
να ‘βγει όξω δεν ηθέλησα, πρίχου να τη στολίσω
μ’ όνομα ευγενικότατο κι άξο, καθώς τυχαίνει,
πάσα καιρό από λόγου του να στέκει βλεπημένη,
κι η ευγενειά κι η χάρη του να προσκαλού πάσ’ ένα
να τη θωρεί μετά χαράς και να κρατεί δεμένα
τα χείλη των κακόγλωσσω, τά σφάνω να σωπούσι,
κι ουδέναν εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι.
K’ έτσι από χίλια ξακουστά κορμιά χαριτωμένα
με γράμματα και μ’ αρετές και πλούτη στολισμένα,
που λάμπου ως τ’ άστρα τ’ ουρανού σε μια μερά κι εις άλλη
τση Kρήτης, και τσι δόξες τση τσι πρωτινές τση πάλι
τση δίδου με τσι χάρες τως, κι ως τον καιρόν εκείνο
τιμάται, απού ‘χε αφέντη τση το βασιλιό το Mίνω,
σ’ εδιάλεξα, ευγενέστατε Mούρμουρη υψηλοτάτε,
ρήτορα απ’ όλες τσ’ αρετές και τσι τιμές γεμάτε,
με τ’ όνομά σου τούτο μου τον κόπο να στολίσω
και χάρη απού τσι χάρες σου πλήσα να του χαρίσω.
Mα το ‘θελεν η πεθυμιά κι εζήτα η όρεξή μου,
χίλιοι του νου μου λογισμοί πάλι αμποδίζασί μου:
Ποιος μου ‘λεγε “δεν πρέπουσι να στέκου στολισμένοι
τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί και κακοσοθεμένοι
φτωχού σπιτιού, μ’ ολόχρουσα πανιά, μηδέ νιψίδι
προσώπου κόρης άσκημης πλήσο κιανείς να δίδει”.
Ποιος τέτοιο λίγο χάρισμα να πέψω να σου δώσω
δε μ’ άφηνε, τσι λογισμούς για να μηδέ σποδώσω
του νου σου τσι ψηλότατους. Ποιος “πλήθος ν’ ανασώσεις
γυρεύγεις, μου ‘λεγε συχνιά, τση θάλασσας τση τόσης
μ’ ένα θολό κι απόμικρο ποτάμι απ’ αποφρύσσει
πρι παρ’ απού τη βρύση του την ίδια να κινήσει”.
K’ έτσι σε δειλοσκόπησην εστέκουμου μεγάλη,
κι ο νους μου εσέρνετο συχνιά σε μια μερά κι εις άλλη,
κι έστεκι αρίφνητο καιρό δίχως ν’ αποφασίσω
να κάμω το ‘χα πεθυμιά γή να συρθώ ξοπίσω.
Πούρι το θέλ’ η όρεξη συγκλίνω να τση δώσω,
γιατί όσο σε θωρώ ψηλό, σε βλέπω κι άλλο τόσο
με σπλάχνος ανεξείκαστο κι άμετρη καλοσύνη
κι απού την περηφάνεση μακρά του κόσμου κείνη
τη σκοτεινή, που δε γεννά λάβρα ουδέ φως χαρίζει,
μα τσίκνα μόνο και καπνό τα τρίγυρα γεμίζει.
Παρακαλώ το λοιπονίς την εξοχότητά σου
με πρόσωπο πασίχαρο τα χέρια τση να πιάσου
τούτο το λίγο χάρισμα, και τ’ όνομα ν’ αφήσει
το βγενικό και τ’ άξο τση στολή να του χαρίσει·
κι εις τούτον απ’ εβάλθηκα το πέλαγος το πλήσο
μ’ έτσι μικρό κι ανήμπορο καράβι ν’ αρμενίσω,
γίνε οδηγός τση στράτας μου, να φύγω του χειμώνα
τσ’ ανεμικές, κι ως πεθυμώ, ν’ αράξω στο λιμνιώνα.
Γιατί όσες θέλου ταραχές κι ανέμοι να γερθούσι
κι όσα φουσκώσου κύματα, στο βράχος δε μπορούσι
ποτέ τως να με ρίξουσι, γή αλλιώς να με ζημιώσου,
θωρώντας μόνο ως άστρο μου λαμπρό το πρόσωπό σου.
Kι αν έν’ και τ’ αποκότησα χάρισμα να σου δώσω
π’ άξο, καθώς ετύχαινε, καλά δεν είναι τόσο,
τση τύχης δος το φταίσιμο, κι όχι του θελημάτου·
γιατί ψηλές τσι πεθυμιές πάσα καιρόν εκράτου,
μα κείνη χάμαι τσ’ έριξε, και τα φτερά απού σώνα
σ’ όρος να μ’ ανεβάσουσι ψηλό απού τ’ Eλικώνα,
μ’ έκοψ’ όνταν αρχίζασι κι εχαμηλοπετούσα,
κι η όρεξη μ’ απόμεινε μόνο σαν πρώτας πλούσα·
κι αντίς τα θάρρειε κι όλπιζε κι έδειχνε κι έτασσέ μου,
κι εις τσ’ ουρανούς συχνότατα το νουν ανέβαζέ μου,
μου κτίζει πύργους στο γιαλό, περβόλια στον αέρα,
κι ό,τι τη νύκτα μεριμνώ χάνουνται την ημέρα.
Συνεχίζει, ή μάλλον ξεκινά με τα πρόσωπα του δράματος και σαν πρόλογο, έχει τον ίδιο τον Χάροντα να μιλεί:
Πρόλογος
από το Χάροντα γραμμένος (στ. 1-140)
Ὁ Χάρος κάνει πρόλογο βγαίνοντας ἀποὺ τὸν Ἅδη
μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντὲς καὶ ταραχὴ μεγάλη
Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου
καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ, καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου
κόκκαλα, κι οἱ πολλὲς βροντὲς κι οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι
ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κι ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη,
ποιός εἶμαι μοναχά τωνε, δίχως μιλιά, μποροῦσι
νὰ φανερώσου σήμερο σ’ ὅσους μὲ συντηροῦσι.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου,
ποιός εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ’ναι ἡ μπόρεσή μου.
Ἐγώ ’μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ’ ὅλοι μὲ μισοῦσι
καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι·
ἐγώ ’μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους,
τσὶ πλούσους καὶ τσ’ ἀνήμπορους, τσ’ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους,
τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες, μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους,
τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ’ ἀθρώπους τσ’ ἄλλους,
γιαμιὰ γιαμιά, ὅντε μοῦ φανεῖ, ρίχνω καὶ θανατώνω,
κι εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω.
Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές, τὰ ὀνόματα μαυρίζω,
τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω·
τσ’ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ, τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω,
τσ’ ὀλπίδες ρίχνω σ’ μιὰ μερά, καὶ τσ’ ἔγνοιες κατατάσσω·
κι ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι,
χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες, κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι.
Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές, ποῦ τῶ Ρωμιῶν οἱ τόσες
πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες, ποῦ τόσες γνῶσες
καὶ τέχνες, ποῦ ’ναι οἱ δόξες τως; Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες
στ’ ἄρματα κι εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες;
Ποῦ ’ναι ἡ Καρτάγο ἡ δυνατὴ κι οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι
τσῆ Ρώμης, ποῦ τὰ κέρδητα τά ’χασιν ἀποτάξει;
Ποῦ τ’ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κι ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα;
Ποῦ τῶν Καισάρων οἱ τιμές, ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα;
Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα,
χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κι εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα.
Γιαῦτος λολοί ’ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση
νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει
τὰ ὀνόματά τως, γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια
κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια.
Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν’ ἀπομείνου
σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου·
τό ’να καὶ τ’ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει,
τό ’να καὶ τ’ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κι οἱ χρόνοι.
Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα, ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα
νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι, γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα
μὲ τόσο κόπο, τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους,
γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους;
Ποῦ τόση μεγαλότητα, ποῦ ’ναι τὰ πλούτη τώρα
τά ’χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα
τσῆ Σεμιράμης; Πέτε μου, ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι
σοφοί, ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι;
Μ’ ἀπεὶς στὴ γῆ δὲ φαίνουνται μηδ’ ἔναι τὰ κορμιά τως,
κιὰς πέτε μου ἕνα σήμερον ἀποὺ τὰ ὀνόματά τως.
Πέτε μου ποιοί ἐκοπιάσασι κι ἐκτίσα τὰ κολόσσα,
ποιοί ἐπερμαζῶξα τὰ βουνιὰ κι ἐμεσοξετελειῶσα
τὸν πύργο ἐκεῖνο τσῆ Βαβέλ, γὴ ποιοί ’χασινε κάμει
τοῦτες σας τσὶ πυράμιδες, μέρα καὶ νύκτα ἀντάμι
κοπιάζοντας τόσα εὔκαιρα; Πέτε ἕναν ἀπὸ κεῖνα
τὰ ξακουστά τω ὀνόματα, νὰ δοῦμε ἂν ἀπομεῖνα,
σὰν ἐλογιάζα, ἀθάνατα: ὅλοι, κι αὐτεῖνα ὁμάδι
μὲ τὰ κορμιά τως βρίσκουνται θαμμένα μὲς στὸν Ἅδη.
Μὰ γιάντα ξένα καὶ παλιὰ ν’ ἀναθιβάνω τώρα
ξόμπλια, μακρὰ ποὺ λείπουσιν ἐκ τὴ δική σας χώρα;
Ποῦ ’ναι, μοῦ πέτε, σήμερο τόσοι δικοὶ ἀκριβοί σας,
ποῦ τόσοι ἀγαπημένοι σας καὶ φίλοι μπιστικοί σας,
ποῦ τόσοι νιοὶ τσῆ χώρας σας, ποῦ ’ν’ κεῖνοι ὁποὺ γυρίζα
κι ἐμοσκοραῖνα τὰ στενά, καὶ πόθον ἐμυρίζα;
Ποῦ ’ν’ κεῖνοι ἁποὺ τὰ χείλη τως τὸ μέλι ἐκυματοῦσα
κι ἡ νύκτα μέρα νὰ γενεῖ νὰ κάμουν ἐμποροῦσα;
Φτωχοὶ στὸ λάκκο κατοικοῦ, βουβοὶ μὲ δίχως στόμα,
ψυχὲς γδυμνὲς δὲν ξεύρω ποῦ, στὴ γῆ λιγάκι χῶμα.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο μηδὲ γεῖς ποτὲ στὸ νοῦ του βάνει
πὼς εἰς τὸν Ἅδη θὰ διαβεῖ, πὼς ἔχει ν’ ἀποθάνει·
κι ὡσὰν τοῦ κόσμου νά ’χασι νὰ μείνου κληρονόμοι,
μηδένα πράμα ἐμπόρεσε νὰ τσὶ χορτάσει ἀκόμη.
Ὢ πλῆσα κακορίζικοι, καὶ γιάντα δὲ θωροῦσι
τσὶ μέρες πῶς διαβαίνουσι, τσὶ χρόνους πῶς περνοῦσι!
Τ’ ὀψὲς ἐδιάβη, τὸ προχθὲς πλιὸ δὲν ἀνιστορᾶται,
σπίθα μικρὴ τὸ σήμερο στὰ σκοτεινὰ λογᾶται.
Σ’ ἕναν ἀνοιγοσφάλισμα τῶν ἀμματιῶ ἀποσώνω,
καὶ δίχως λύπηση κιαμιὰ πάσ’ ἄθρωπο σκοτώνω·
τὰ κάλλη σβήνω, κι ὄμορφο πρόσωπο δὲ λυποῦμαι,
τσὶ ταπεινοὺς δὲ λεημονῶ, τοὺς ἄγριους δὲ φοβοῦμαι·
τοὺς φεύγου, φτάνω γλήγορα, τοὺς μὲ ζητοῦ, μακραίνω,
καὶ δίχως νὰ μὲ κράζουσι, συχνιὰ σ’ τσὶ γάμους μπαίνω,
κι ἁρπῶ νυφάδες καὶ γαμπρούς, γέροντες καὶ κοπέλια,
καὶ κάνω ξόδια τσὶ χαρὲς καὶ κλάηματα τὰ γέλια.
Σὲ πρίκα τὴν ξεφάντωση κι εἰς στεναγμὸ γυρίζω
πάσα τραγούδι, καὶ ποτὲ λύπηση δὲ γνωρίζω.
Τὴν ἄσπρη σάρκα χώματα καὶ βρῶμο καταστένω,
τὴν ὄψη λειώνω καὶ χαλῶ, καὶ κάθα μυρισμένο
στῆθος, σκουλήκω κατοικιὰ κάνω ζιμιὸ καὶ βρώση,
κι ἡ χέρα μου καθημερνὸ γυρεύγει νὰ τελειώσει
σπίτια, γενιὲς καὶ βασιλειὲς καὶ κόσμους, σὰν τυχαίνει
ἡ δικιοσύνη τοῦ Θεοῦ νὰ μείνει πλερωμένη.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο σήμερο μηδὲ μὲ φοβηθῆτε,
ὅσους σᾶς ἔκαμεν ἐδῶ ἡ τύχη σας νὰ ’ρθῆτε,
γιατὶ δὲ μ’ ἔστειλεν ὁ Ζεὺς τώρα συναφορμά σας,
μηδὲ γιὰ τοὺς γονέους σας, μηδὲ γιὰ τὰ παιδιά σας·
γραμμένον εἶναι σ’ τσ’ οὐρανοὺς χρόνους πολλοὺς νὰ ζῆτε,
τιμὲς καὶ πλούτη νά ’χετε, χαρὲς πολλὲς νὰ δῆτε·
μά ’ρθα σὲ τοῦτο τὸ ψηλὸ κι εὐγενικὸ παλάτι,
ποὺ ὁ κόσμος καλορίζικο τόσα περίσσα ἐκράτει,
γιὰ νὰ σκοτώσω, ὡς θέλετε δεῖ, πρὶν περάσει ἡ μέρα,
τὸ βασιλιὸ ὁποὺ στέκει ἐδῶ, μὲ μιά του θυγατέρα,
νὰ πάψουσιν οἱ δόξες του, κι ἡ ἐπαρχιά του ἡ τόση
γιὰ τὰ πολλά του κρίματα σὲ χέρια ἀλλοῦ νὰ δώσει·
κι ἕνα στρατιώτην ἀκομή, μόνο κι αὐτὸς κλωνάρι
ξεριζωμένης βασιλειᾶς, στὸν κόσμο ἀπομονάρι,
καθὼς νὰ κάμω μ’ ἔστειλε τοῦ Ζεὺ ἡ δικιοσύνη,
ποὺ κάμωμαν ἀπλέρωτο στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει.
Λύπη ἀνιμένετε λοιπὸ νὰ πάρετε ὅλοι τώρα,
μὲ δάκρυα νὰ γυρίσετε στὴν ἐδική σας χώρα.
Λέγω στὴ χώρα σας, γιατὶ δὲν εἶστε, σὰ θαρρεῖτε,
στὴν Κρήτη πλιό, μὰ τσ’ Αἴγυπτος τώρα τὴ γῆ πατεῖτε.
Τούτή ’ναι ἡ Μέμφη ἡ ξακουστή, τόσα ’νοματισμένη
γιὰ τσ’ ἄξες τση πυράμιδες σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη,
κι ἐδῶ ξαφνίδια νά ’ρθετε σᾶς ἔκαμεν ἡ χάρη
τοῦ Ζεύ, ξόμπλι πάσ’ ἕνας σας γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πάρει
σ’ τσ’ ἔξοδες τοῦ Φιλόγονου, περίσσα νὰ φοβᾶται
τ’ ἄδικο, κι ὅσο δύνεστε ὅλοι σας νὰ μισᾶτε
μεγάλοι ν’ ἀπομένετε μὲ τῶν ἀλλῶ τὸν κόπο,
βλέποντας τὴν ἀσυστασὰ στὴν τύχη τῶν ἀθρώπω.
Ὢ λογισμοί, πῶς σφάνετε, ὢ γνώμη τυφλωμένη,
ὢ τῶν ἀθρώπων ὁλωνῶν ἐλπίδα κομπωμένη!
Χαρὲς ἐλπίζει ὁ βασιλιός, καὶ γάμους λογαριάζει,
καὶ πλῆσα καλορίζικο τὸν ἐμαυτό του κράζει·
κι αὐτόνο πρίκες καὶ καημοὶ θὲ νὰ τονὲ πλακώσου,
καὶ κορασὲς ἀνήμπορες θάνατο θὰ τοῦ δώσου.
Κι ἂν ἔν’ καὶ τοῦτοι οἱ βασιλιοί, ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίζου,
τὴ δύναμή μου τὴν πολλὴ τόσα συχνιὰ γνωρίζου,
ποιός ἐκ τσ’ ἀθρώπους τσὶ μικροὺς νὰ ἐλπίζει πλιὸ τυχαίνει
σὲ δόξες, πλούτη καὶ τιμές, κι ὀπίσω τως νὰ πηαίνει;
Φτωχοί, τ’ ἁρπᾶτε, φεύγουσι, τὰ σφίγγετε, πετοῦσι,
τὰ περμαζώνετε, σκορποῦ, τὰ κτίζετε, χαλοῦσι.
Σὰ σπίθα σβήνει ἡ δόξα σας, τὰ πλούτη σας σὰ σκόνη
σκορπούσινε καὶ χάνουνται, καὶ τ’ ὄνομά σας λειώνει
σὰ νά ’το μὲ τὴ χέρα σας γραμμένο σ’ περιγιάλι,
στὴ διάκριση τσῆ θάλασσας, γὴ χάμαι στὴν πασπάλη.
Μ’ ἀφήνω σας, γιατὶ θωρῶ τὸ στρατηγὸ καὶ βγαίνει
τοῦτον ἁποὺ πρικότατο θάνατον ἀνιμένει.
Στη Α’ Πράξη, ξεκινά να μονολογεί ο Πανάρετος:
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ (μοναχὸς μιλεῖ)
Τέτοιας λογῆς τὸ λοιπονὶς τὰ πάθη μου τὰ τόσα
τὴν πληγωμένη μου καρδιὰ σήμερον ἐπλακῶσα,
καὶ δὲ ‘μπορεῖ ‘ς τόση δροσιὰ χαρὰ νὰ δῇ κι εκείνη,
μὰ πλειὰ φωτιὰ καὶ πλειὰ καϋμὸς παρὰ ποτὲ τὴν κρίνει!
Πράξη 1η, σκηνή 2η:
Απόσπασμα από την εκτενέστατη δεύτερη σκηνή (474 στίχοι) της 1ης πράξης μεταξύ του Πανάρετου, στρατηγού του βασιλιά, και του φίλου του Καρπόφορου. Βρισκόμαστε λοιπόν στην αρχή του έργου, που ανήκει στη Πρότασιν, το 1ο από τα 3 μέρη της πλοκής ενός αναγεννησιακού δράματος, όπου γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και μαθαίνουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Ο Καρπόφορος μπαίνει στη σκηνή και βρίσκει τον φίλο του πολύ στενοχωρημένο· έτσι, αποφασίζει να τον ρωτήσει τί συμβαίνει.
(στ. 72-90).
ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ & ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
ΠΑΝ.
Χίλια καλῶς ἀπόσωσε, φίλε μου, ἡ εὐγενειά σου.
ΚΑΡ.
Πανάρετε, ἂν ἡ ὄψη σου, μ’ ἀλήθεια, κ’ ἡ θωριά σου
τῶν ἀμματιῶ μου δείχνουσι τὸ βάρος τσῆ καρδιᾶς σου,
κρίνω τὸ πὼς νὰ βρίσκεσαι σὲ σκότιση μεγάλη,
κι εἰσὲ περίσσα ταραχὴ παρὰ φορὰ κιαμιὰ ἄλλη.
ΠΑΝ.
Σὲ σκότισην ἀμέτρητη, σὲ βάσανο περίσσο,
καθὼς μὲ βλέπεις βρίσκομαι, ἁποὺ νὰ τὸ μετρήσω
δὲ μοῦ ’ναι μπορεζάμενο , κι ἀληθινὰ φοβοῦμαι
μὲ τὸν πρικὺ μου θάνατο μὴν ἀποχωριστοῦμε.
ΚΑΡ.
Τόσο κακὸ μακρὰ ἀπὸ μᾶς, Πανάρετε ἀδερφέ μου,
τόσο κακὸ μὴ δούσινε τὰ μάτια μου ποτέ μου!
Μ’ ἀπεὶς γιὰ καλοσύνη σου καὶ χάρην ἐδική σου
(καλὰ κ’ ἡ τύχη μου ποτὲ μὲ τὴ βασιλική σου
τύχη δὲν ἔμοιασε) ἀδερφὸ καὶ φίλον ἔκαμές με,
καὶ μπιστεμένον ὣς ἐδά , λογιάζω, ἐγνώρισές με,
μὲ θάρρος, μὴν τὸ βαρεθεῖς, ἂν ἔν’ κι ἀποκοτήσω ,
τὴν ἀφορμὴ ποὺ σὲ κρατεῖ σὲ βάρος, νὰ ρωτήσω,
γιὰ νὰ μπορέσω σὰν καλὸς φίλος νὰ σοῦ σηκώσω
ὅσο μπορῶ ἐκ τὰ πάθη σου, νὰ σὲ παραλαφρώσω.
Πιο κάτω (στ. 281-340) ο Πανάρετος, μετά τη παρακίνηση του αδελφικού του φίλου Καρπόφορου, του εξομολογήθηκε τον μυστικό δεσμό, “γάμο” του με την κόρη του βασιλιά Ερωφίλη. Στη συνέχεια, του αφηγείται διάφορα περιστατικά που δείχνουν το μέγεθος αυτής της αγάπης. Μεταξύ αυτών ένας μονόλογός του, όσο βρισκόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις, και ένας διάλογός του με την Ερωφίλη, όταν πήγε να της ζητήσει την άδεια να πάρει μέρος σε ένα κονταροχτύπημα· και τα δύο τα παραθέτει σε ευθύ λόγο.
ΠΑΝ.
Συχνιὰ πολλὰ ἀναστέναζα, καὶ μὲ περίσσα ζάλη
τοῦτα τὰ λόγια ἡ γλώσσα μου τὰ πρικαμένα ἐλάλει:
«Ἐλπίδα κάνει τσὶ γιωργοὺς κι ὁλημερνὶς δουλεύγου,
καρποὺς νὰ σπέρνουσι στὴ γῆ, καὶ δέντρη νὰ φυτεύγου·
ἐλπίδα βάνει στὸ γιαλὸ τσὶ ναῦτες καὶ κοπιοῦσι,
καὶ κιντυνεύγουσι συχνιὰ μὲ φόβο νὰ πνιγοῦσι·
ἐλπίδα καὶ τὸ δουλευτὴ κάνει καὶ παραδέρνει,
κι ἐλπίδα καὶ τὸ στρατηγὸ στὴ μάχη τονὲ φέρνει·
ἐλπίδα κάνει καὶ τσὶ νιοὺς τὲς κόρες ν’ ἀγαποῦσι,
πιστὰ νὰ τῶς δουλεύγουσι, καὶ νὰ τὲς προσκυνοῦσι·
κι ἐμὲ ποιά ἐλπίδα μὲ κρατεῖ, ποιό θάρρος σ’ τέτοια κρίση,
καὶ δὲν ἀφήνει τὴ φωτιὰ τοῦ πόθου μου νὰ σβήσει»;
Καὶ τότες βρύση ἐγίνουντα τὰ μάτια τὰ καημένα,
καὶ ζωντανὰ τὰ μέλη μου στὸν Ἅδη ἐκατεβαῖνα.
ΚΑΡ.
Πόσους καημοὺς καὶ βάσανα χαρίζεις τῶν ἀθρώπω,
πίβουλε πόθε, ὁλημερνὶς μ’ ἕνα καὶ μ’ ἄλλο τρόπο!
ΠΑΝ.
Μ’ ἀπεὶς ἡ μάχη ἐσκόλασε, καὶ μὲ χαρὰ μεγάλη
στὴ χώρα μας ἐστρέψαμε, καὶ τσῆ κερᾶς μου πάλι
τὸ πρόσωπό ‘δα τ’ ὄμορφο, κι ἡ σπλαχνικὴ θωριά τση
μοῦ ‘δειχνε πὼς ἐστέρευγε τὸν πόθον ἡ καρδιά τση,
πόσα περίσσα ἐχάρηκα νὰ γνώσουσι μποροῦσι
ὅσοι στὰ φυλλοκάρδια τως πόθου φωτιὰ βαστοῦσι.
Μὰ θέλοντας νὰ μπῶ κι ἐγὼ τότες στὴ γκιόστρα κείνη,
ἁπ’ ὅρισεν ὁ βασιλιὸς στὴ χώρα μας κι ἐγίνη
γιατὶ μὲ νίκην ἤρθαμε καὶ μὲ τιμὴ μεγάλη
καὶ δοξασμένον ὄνομα στὸν κόσμον εἶχε βγάλει,
στὴν κάμερά τση ἐδιάβηκα κι ὀμπρός τση γονατίζω,
καὶ ταπεινὰ νὰ τσῆ μιλῶ τοῦτα τὰ λόγια ἀρχίζω:
«Βασιλιοπούλα μου ἀκριβὴ κι ὀμορφοκαμωμένη
καὶ πλιὰ ἀποὺ τσ’ ἄλλες κορασὲς τοῦ κόσμου τιμημένη,
καθὼς πάντά ‘μου σκλάβος σου καὶ δοῦλος μπιστικός σου
κι οὐδένα πράμαν ἔκαμα δίχως τὸν ὁρισμό σου,
δὲν εἶν’ πρεπό, μοῦ φαίνεται, καὶ τώρα νὰ θελήσω
νὰ μπῶ στὴ γκιόστρα, θέλημα δίχως νὰ σοῦ ζητήσω.
Ἔτσι, βασιλιοπούλα μου, πολλὰ παρακαλῶ σε,
θέλημα καὶ τὴ χάρη σου τὴν ἀκριβὴ μοῦ δῶσε,
γιατὶ μὲ δίχως τση ἐκεινῆς δὲ μοῦ ‘ναι μπορεμένο
πράμα κιανένα, ὥστε νὰ ζῶ, νὰ κάμω τιμημένο».
Σ’ τοῦτα τὰ λόγια συντηρῶ δυὸ τρεῖς φορὲς κι ἀλλάσσει
τὸ πρόσωπό τση τ’ ὄμορφο, κι ἂν εἶδες τὸ θαλάσσι
τὸ πῶς κτυπᾶ κιαμιὰ φορὰ κάτω στὸ περιγιάλι,
ὅντά ‘ναι δίχως ταραχὴ καὶ δίχως πείραξη ἄλλη,
τέτοιας λογῆς τὸ στῆθος τση τὸ μοσκομυρισμένο
δυὸ τρεῖς φορὲς ἐκτύπησε τοῦ πόθου πληγωμένο.
ΚΑΡ
Καθὼς τὴ θάλασσα ἄνεμος δύνεται καὶ φουσκώνει
καὶ θυμωμένα κύματα γιαμιὰ γιαμιὰ σηκώνει,
τέτοιας λογῆς καὶ τσὶ καρδιές, τὰ λόγια ποὺ γροικοῦσι
μὲ τάξη ἀποὺ τσ’ ἀγαφτικοὺς οἱ κορασές, κινοῦσι
στὸν πόθο πλιὰ παρὰ ποτέ, περιτοπλιὰς πωμένα
νά ‘ναι μὲ τέχνη κι ὄμορφα περίσσα σοθεμένα.
ΠΑΝ.
Τέχνη δὲν ἔβανα κιαμιά, μὰ κεῖνο ἐλάλει ἡ γλώσσα
ποὺ τσ’ ἀρμηνεῦγα μοναχὰς τὰ πάθη μου τὰ τόσα.
Καὶ τότες ἀναστέναξε καὶ λέγει: «Δὲν τυχαίνει
τὴ χάρην ὁποὺ μιὰ φορά, σὰν ξεύρεις, χαρισμένη
σὄχω ἀποστὰ σ’ ἐγνώρισα, νὰ σοῦ ξαναχαρίσω,
γιατ’ ἤθελ’ εἶσταιν ἄπρεπο κάμωμα καὶ περίσσο·
μὰ ἂ μ’ ἀγαπᾶς, Πανάρετε, σ’ τούτη τὴ γκιόστραν ἄμε
καὶ κατὰ τὸ συνήθι σου νά ‘βγεις μὲ νίκη κάμε».
Καὶ λέγοντάς το ἐσίμωσε κι ἐκ τὸ λαιμό τση βγάνει
τοῦτο τὸ γκόλφι ὁποὺ βαστῶ κι ἀπάνω μου τὸ βάνει.
Λίγο πριν τελειώσει η εκτενέσταση, σχεδόν 500 στίχων, σκηνή του διαλόγου Καρπόφορου-Πανάρετου κι αφού έχει ολοκληρωθεί η αναλυτική διήγηση του μεγάλου μυστικού του δεύτερου, οι δύο φίλοι συνεχίζουνε τη κουβέντα τους με σειρά μεταφορικών εικόνων για τον έρωτα, που δείχνουνε τη δύναμη και τη ποιότητα της ποιητικής γραφής του Χορτάτση. (στ. 467-494)
ΚΑΡ.
Ὅποιος γνωρίζει, μιὰ καρδιὰ τοῦ πόθου πληγωμένη
πόσες φωτιὲς τὴν καίγουσι, πόσά ’ν τυραννισμένη,
λογιάζω, ἂν ἔχει διάκριση, δὲ θέλει ἀποκοτήσει
λόγο μηδένα σὲ κακὸ γιὰ σένα νὰ μιλήσει.
Ἔτσι μηδὲν πρικαίνεσαι γιὰ πράμα καμωμένο ,
μὰ κάτεχε νὰ τὸ κρατεῖς, ὅσο μπορεῖς, χωσμένο .
Ἄφησε, σὰν εὑρίσκεται, τὸ πράμα νὰ περάσει,
γιατὶ ὁ καιρὸς τὰ πράματα καθημερνὸν ἀλλάσσει.
ΠΑΝ.
Ἐγὼ στὰ φύλλα τσῆ καρδιᾶς πάντα τὸ θέλω χώνει,
ἀμ’ ὁ καιρὸς κάθε κουρφὸ εἶν’ ἁποὺ φανερώνει·
μ’ ἀπείτις εἶναι ἀσύστατο τὸ ριζικό, φοβοῦμαι
νὰ μὴ ζηλέψει στὴν πολλὴ καλομοιριὰν ἁπού ’μαι,
καὶ ρίξει με σὲ βάσανο τόσον, ἁποὺ ποτέ μου
νὰ μὴ μπορέσω νὰ γερθῶ , Καρπόφορε ἀδερφέ μου.
Ὤ, πόσα καλορίζικος νὰ κράζεται τυχαίνει
γεῖς ἁποὺ μιὰ καλομοιριὰ δὲν ἔχει γνωρισμένη,
γιατὶ γνωρίζοντάς τηνε, στό ’στερο , σὰν τοῦ λείψει,
νὰ στέκει πλιό του δὲ μπορεῖ δίχως καημὸ καὶ θλίψη.
ΚΑΡ.
Πέ μου, νὰ ζεῖς, Πανάρετε, μπορεῖς νὰ τὴν ἀφήσεις;
Μπορεῖς ποτέ σου δίχως τση μιὰν ὥρα πλιὸ νὰ ζήσεις;
ΠΑΝ.
Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κορμὶ νὰ ξεχωρίσει
ἀποὺ τὴν ἴδια του ψυχὴ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει;
Δίχως ἀέρα τὸ πουλί, χωρὶς νερὸ τὸ ψάρι
πῶς εἶναι δυνατό τωνε νά ’χουσι ζήσης χάρη,
κ’ ἐμὲ πῶς εἶναι μπορετὸ μὲ δίχως τὴν κερά μου
νὰ ζῶ στὸν κόσμο γὴ ποτὲ νά ’χω τὴ λευτεριά μου;
Χίλια κομμάτια πλιὰ καλλιὰ τὰ μέλη μου ἂς γενοῦσι
κι ὄχι ποτὲ τ’ ἀμμάτια μου νὰ τηνὲ στερευτοῦσι.
Η Ερωφίλη περιλαμβάνει 4 χορικά που εκφωνούνται στο τέλος των 4 1ων πράξεων από το χορό των κορασίδων της κεντρικής ηρωίδας. Στο 1ο υμνείται η παντοδυναμία του Έρωτα σε 22 τρίστιχες (τερτσίνες) στροφές με 11σύλλαβους στίχους και πλεκτή ομοιοκαταληξία, από τις οποίες εδώ οι 7 1ες, που ανήκουν στην έκθεση του γενικού θέματος, πριν ο ποιητής περάσει να το συνδέσει με την υπόθεση του συγκεκριμένου έργου. Το χορικό αυτό επιτελεί 2 λειτουργίες: α) τη θεματολογική αντίστιξη με τον ζοφερό κόσμο της ματαιότητας που περιέγραψε ο Χάρος στον πρόλογο, και β) τη γεφύρωση ανάμεσα στην «έκθεση» των ανδρών (Πανάρετος-Καρπόφορος και βασιλιάς-σύμβουλος) στη 1η πράξη και την «έκθεση» των γυναικών (Ερωφίλη-νένα) που θα ακολουθήσει αμέσως στη 2η πράξη (Πούχνερ 2006, 44). (στ. 585-605)
ΧΟΡΟΣ
Ἔρωτα, ποὺ συχνιὰ σ’ τσὶ πλιὰ μεγάλους
κι ὄμορφους λογισμοὺς κατοικημένος
βρίσκεσαι, τσὶ μικροὺς μισώντας τσ’ ἄλλους·
κι ἔτσί ‘σαι δυνατὸς καὶ μπορεμένος,
καὶ τόση χάρην ἔχου τ’ ἄρματά σου,
ποὺ βγαίνεις πάντα μ’ ὅλους κερδεμένος·
μᾶλλιος τόσά ‘ν’ τὰ βρόχια τὰ δικά σου
γλυκιά, καὶ μετ’ αὐτὸ τόση ἔχου χάρη,
π’ ὅποιο κι ἂν ἐμπερδέσα εὐχαριστᾶ σου.
Κι ἄγριος ὡς θέλει νά ‘ναι καὶ λιοντάρι
πάσα κιανείς, συμπέφτει μετὰ σένα
καὶ πεθυμᾶ πληγὴ ἀπὸ σὲ νὰ πάρει.
Κι ὄχι οἱ ἀθρῶποι μόνο γνωρισμένα
σ’ ἔχουσι τί μπορεῖς καὶ πόσα ξάζεις ,
μὰ τὰ βερτόνια αὐτὰ τ’ ἀκονισμένα
στὸν οὐρανό, ὅντα θέλεις, ἀνεβάζεις
μ’ ἀποκοτιὰ καὶ δύναμη μεγάλη,
καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ζεὺ τὴν ἴδια σφάζεις·
καὶ τόση παιδωμὴ καὶ τόση ζάλη
τοῦ δίδεις, ἁπ’ ἀφήνει τὸ θρονί του
κι ἔρχεται ἐδῶ στὴ γῆ μὲ πρόσοψη ἄλλη.
Αφού το κοινό έχει γνωρίσει στη 1η πράξη τον Πανάρετο και το βασιλιά, σε διαφορετικές σκηνές, να εξομολογείται ο 1ος στο φίλο του τον μυστικό δεσμό του με την Ερωφίλη κι ο 2ος στον σύμβουλό του την επιθυμία του να παντρέψει τη κόρη του με τον γιο ενός από τους δύο ισχυρούς βασιλιάδες που έχουν στείλει προξενιά, τώρα γνωρίζει την ίδια την πρωταγωνίστρια, συνοδευόμενη από τη νένα (την παραμάνα της), που μάταια προσπαθεί να τη πείσει να διακόψει αυτό τον αταίριαστο κοινωνικά δεσμό με το νεαρό στρατηγό του πατέρα της. Θ’ ακολουθήσουν 3 αποσπάσματα από την εκτενή σκηνή του διαλόγου της Ερωφίλης με τη νένα της, αφού η 1η έχει ήδη, εκτός σκηνής, εξομολογηθεί στη 2η τα του μυστικού δεσμού της με τον Πανάρετο· γεγονότα που το κοινό τα γνωρίζει ήδη από τη 1η πράξη και δε χρειαζόταν να τα ξανακούσει εδώ. Στην αρχή της σκηνής αυτής οι 2 γυναίκες εμφανίζονται να συνεχίζουν τη κουβέντα τους, που επικεντρώνεται στη διαφορετική αντίληψη που ‘χει καθεμιά για το τί είναι «σφάλμα» στον έρωτα και στη τιμή μιας κοπέλας. (στ. 23-60)
Πράξη 2η, σκηνή 2η:
Νένα & Ερωφίλη
ΝΕΝΑ
Βασιλιοπούλα μου ἀκριβή, καλά ‘χεις γροικημένο
τὸ πράμα ποὺ σοῦ μίλησα, γιὰ κεῖνο δὲν ἐμπαίνω
τώρα σὲ λόγια πλιότερα, μόνο, παρακαλῶ σε,
τέλος, τὸ γληγορύτερο, τοῦ λογισμοῦ σου δῶσε.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Νένα, δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ ξαναρχίσω, κρίνω,
νὰ δηγηθῶ ποιές ἀφορμὲς καλλιὰ νὰ πάρω ἐκεῖνο
γιὰ ταίρι μου μ’ ἐκάμασι παρὰ ἄθρωπο κιανένα,
γιατὶ καλὰ τσ’ ἐγροίκησες σήμερον ἀπὸ μένα·
κι ἂν τσ’ ἄκουσες καὶ ξεύρεις τσι, πολλὰ παρακαλῶ σε,
γὴ θάνατο πρικότατο γὴ ἄλλη βουλὴ μοῦ δῶσε.
ΝΕΝ.
Βουλὴ σοῦ δίδω, ἀφέντρα μου, πρὶ ὁ κόσμος τὸ γροικήσει,
σὰ σπίθα δίχως δύναμη ν’ ἀφήσετε νὰ σβήσει,
γιατὶ ἂν τὸ μάθει ὁ βασιλιός, ξεῦρε, πὼς δὲ μποροῦσι
μηδ’ ὅσοι στέκου σ’ τσ’ οὐρανοὺς βοηθοί σας νὰ γενοῦσι.
Ὅλοι οἱ ἀθρῶποι σφαίνουσι, μὰ ὁ φρόνιμος, σὰ σφάλει,
τὸ σφάλμα μὲ τὴ γνώση του θωρεῖ νὰ σάσει πάλι.
ΕΡΩ.
Σφάλμα ποτὲ δὲν ἔκαμα μὲ τέτοιο νιὸν ἀντάμι
παντρειὰ νὰ κάμω, νένα μου, μὰ σφάλμα θέλω κάμει
τὸ πράμα κεῖνο ὁπού ‘ταξα, μιὰν ὥρα, νὰ χαρίσω,
σὰν πελελὴ κι ἀσύστατη πάλι νὰ πάρω πίσω.
ΝΕΝ.
Τὸ πράμα κεῖνο πού ‘ταξες δὲν ἤτονε τσ’ ἐξᾶς σου,
γιατὶ σ’ ὁρίζει ὁ κύρης σου κι ὄχι τὸ θέλημά σου·
κι ἔτσι, κερά μου, νὰ συρθεῖς μπορεῖς μὲ τὴν τιμή σου,
γιατὶ δὲν εἶσαι κατὰ πῶς τὸ θάρρειες ἀπατή σου,
κι ἄδικον εἶναι καὶ κακὰ περίσσα καμωμένο
νὰ τάξεις καὶ νὰ θὲς ἀλλοῦ νὰ δώσεις πράμα ξένο.
ΕΡΩ.
Ὤφου, κακό μου ριζικό, κι ἴντά ‘θελα τὰ πλούτη,
κι ἴντά ‘θελα νὰ γεννηθῶ στὴν ἀφεντιὰν ἐτούτη!
Τί μὲ φελοῦνε οἱ ὀμορφιές, τί μὲ φελοῦν τὰ κάλλη,
καὶ τσ’ ὄρεξής μου τὰ κλειδιὰ νὰ τὰ κρατοῦσιν ἄλλοι;
Χῶρες νὰ ρίζω ἀρίφνητες, τόπους πολλοὺς καὶ δούλους,
καὶ νὰ τιμοῦμαι σὰ θεὰ ἀποὺ τσ’ ἀθρώπους οὕλους,
ποιάν ὀγιὰ τοῦτο δύνεται χαρὰ νὰ δεῖ ἡ καρδιά μου,
δίχως σὰ θέλω μετὰ μὲ νά ‘χω τὴ λευτεριά μου;
Πάσα φτωχὴ κι ἀνήμπορη, καθὼς θωρῶ, τυχαίνει
νά ‘ναι ἀπὸ μένα σήμερο περίσσα ζηλεμένη,
γιατὶ ἀνισῶς κι ὁρίζουσιν ἄλλοι τὴν ἐμαυτή μου,
τὴ βασιλειὰ σκλαβιὰ κρατῶ, τὴν ἀφεντιὰ φλακή μου.
Ο διάλογος της Ερωφίλης με την παραμάνα της συνεχίζεται με την εξομολόγηση των φόβων που γεννούν στην κοπέλα οι εφιάλτες που βλέπει και τα σημάδια που παρατηρεί γύρω της, τα οποία θεωρεί όλα ως κακούς οιωνούς για την εξέλιξη της σχέσης της με τον Πανάρετο. (στ. 109-124)
ΝΕΝ.
Ποιά ἄλλη ἀφορμὴ τὸ λοιπονὶς σὲ κάνει τώρα νά ’σαι
τόσα κλιτὴ καὶ ταπεινὴ καὶ τόσα νὰ φοβᾶσαι;
ΕΡΩ.
Φοβοῦμαι ἀσκιές, τρέμω ὄνειρα, δειλιῶ σημάδια πλῆσα ,
χίλιες φοβέρες τ’ οὐρανοῦ μὲ τυραννοῦσιν ἴσα·
χίλια παρατηρήματα παλιὰ καὶ νιὰ στὸν Ἅδη
μὲ βασανίζου, κι ἄμετρα πάθη μοῦ δίδου ὁμάδι·
τοῦ ριζικοῦ ἀπονέματα χίλια μὲ φοβερίζου
καὶ πάθη κι ἀναστεναμοὺς τὸ στῆθος μου γεμίζου·
κι ἄγρια τὴ νύκτα μὲ ξυπνοῦ χίλιες θωριὲς κ’ ἐτούτη
τὴ δοξεμένη μου καρδιὰ σκίζου καὶ σφάζου μού τη.
Πὼς παίρνουσι τὸ ταίρι μου μέσ’ ἀποὺ τὴν ἀγκάλη
τούτη, συχνιὰ μοῦ φαίνεται, καὶ μ’ ἀπονιὰ μεγάλη
τὸ ρίχνουσι τῶ λιονταριῶ, πὼς σ’ μιὰ σκοτεινιασμένη
στράτα θωρῶ κι εὑρίσκομαι μόνια μου σφαλισμένη,
σὲ δέντρη, δάση πυκνερά, κι ἄγρια μὲ τριγυρίζου
θεριὰ καὶ πὼς μὲ τρώσινε τάχα μὲ φοβερίζου.
Προς το τέλος της συνομιλίας τους, η Ερωφίλη αφηγείται στη παραμάνα της ένα, προφητικό όπως θα αποδειχτεί, όνειρο που είδε τη προηγούμενη νύχτα. Το όνειρο αυτό φαίνεται ότι έκανε μεγάλη εντύπωση στη συλλογική λαϊκή συνείδηση, ώστε έχει παρατηρηθεί ότι: «Χαρακτηριστικά, όλες οι κρητικές δημοτικές παραλογές με θέμα την υπόθεση της τραγωδίας του Χορτάτση ξεκινούν με το όραμα της Ερωφίλης για τον τραγικό θάνατο των ερωτευμένων» (Πούχνερ 2006, 48). (στ. 143-162)
ΕΡΩ.
Καὶ τὰ ὄνειρα πολλὲς φορές, σ’ ἕναν ἁποὺ παιδεύγου
πρίκες καὶ πάθη, τά ‘χουσι νὰ τὄρθου σημαδεύγου·
καὶ γροίκησε ἕνα πού ‘χα δεῖ τούτη τὴν περασμένη
νύκτα, νὰ μείνεις μετὰ μὲ περίσσα πρικαμένη.
Δυὸ περιστέρια πλουμιστὰ μοῦ φαίνετονε, νένα,
σ’ ἕνα ψηλότατο δεντρὸ κι ἐθώρου φωλεμένα,
κι ἐσμίγασι κανακιστὰ καὶ σπλαχνικὰ ἐφιλοῦσα,
κι ἕνα τ’ ἀλλοῦ τὰ πάθη τως, σοῦ φαίνετο, ἐμιλοῦσα,
μ’ ἀπάνω σ’ τσὶ χαρές τωνε γεῖς λούπης πεινασμένος
σώνει στὴ μέση καὶ τῶ δυὸ περίσσα θυμωμένος,
κι ἅρπαξε τό ‘να ξαφνικὰ τ’ ἀλλοῦ ἀποὺ τὴν ἀγκάλη,
κι ἐξέσκισέ το κι ἔφα το μ’ ἀχορταγιὰ μεγάλη.
Καὶ τ’ ἄλλον ἁποὺ πόμεινε τόσα πολλὰ λυπήθη,
ἁποὺ κι ἐκεῖνο νὰ μὴ ζεῖ μιὰν ὥραν ἐβουλήθη,
καὶ τὸ ζιμιὸ τὴ μούρη του πρὸς τσῆ καρδιᾶς τὰ μέρη
μπήχνει κι αὐτὸ καὶ σφάζεται γιὰ τ’ ἀκριβό του ταίρι.
Κι ἀλύπητα μ’ ἐξύπνησε περίσσα ξαγριεμένη
κι ὁλημερνὶς νὰ στέκομαι μὲ κάνει πρικαμένη·
λούπης μὴν εἶν’ ὁ κύρης μου τρομάσσω καὶ φοβοῦμαι,
κι ἐμεῖς τὰ περιστέρια αὐτὰ κι ὁμάδι σκοτωθοῦμε.
Μόλις έχει βγει από τη σκηνή η νένα, που, κάνοντας την ανήξερη, ήρθε να ειδοποιήσει τον Πανάρετο ότι η Ερωφίλη τού παραγγέλνει να πάει στο δωμάτιό της να συζητήσουν τάχα τα προξενιά που ήρθαν γι’ αυτήν. Εντωμεταξύ, και ο βασιλιάς τού έχει μηνύσει ότι θέλει να συναντηθούν για κάποιο θέμα και γι’ αυτό βρίσκεται στη σκηνή. Όταν μένει μόνος, εκφωνεί όλο απελπισία αυτόν τον μονόλογο, τη δομή του οποίου έχουν περιγράψει οι τελευταίοι εκδότες του έργου: «Αρχίζει με μια γενική αρχή (οδυνηρή όχι τόσο η στέρηση όσο η απώλεια ενός κεκτημένου αγαθού), προχωρεί στα παραδείγματα του πλούτου, της όρασης και του κρύου νερού (σειρά αντίστοιχων φράσεων που εισάγονται με το ποιος) και φτάνει στο κύριο θέμα, που είναι η απώλεια της αγαπημένης γυναίκας. Ακολουθεί η έκθεση της περασμένης ευτυχίας που ισοδυναμεί μεταφορικά με την κατοχή του πλούτου, του φωτός και της δροσιάς, και που τώρα κινδυνεύει να τη χάσει μένοντας φτωχός… τυφλός και διψασμένος, δηλαδή χωρίς την αγαπημένη του. Η μεταφορά και η γενική αρχή ξαναγυρίζουν άλλη μια φορά: καλύτερα θα ήταν να είχε στερηθεί πάντα το φως και τη δροσιά και τον έρωτα παρά να τα γνωρίσει και να τα χάσει. Προτιμότερος ο θάνατος από το μαρτύριο της μνήμης της χαμένης ευτυχίας. (Οι φράσεις εδώ εισάγονται, αντίστοιχα με τα ποιος που είδαμε, με μια σειρά από πότε). Η οργάνωση αυτή του σκεπτικού και του συμπεράσματος, η αυστηρή τήρηση των αντιστοιχιών, το σχήμα της επανάληψης, της παραλλαγής και της ερώτησης, όλα δείχνουν μια εξοικείωση με τη ρητορική τέχνη» (Αλεξίου & Αποσκίτη 1988, 55-56).
(στ. 305-334)
σκηνή 5η:
ΠΑΝ.
Γεῖς ἁποὺ τὴν πλουσότητα δὲν ἔχει γνωρισμένη,
μὲ τὴ φτωχειὰ περνᾶ ζωὴ καλὴ κι ἀναπαημένη.
Γεῖς ἁποὺ γεννηθεῖ τυφλός, δὲν ἔχει χρειὰ στὸν ἥλιο
τὸ λαμπυρὸ νὰ κάθεται γὴ σ’ μαυρισμένο σπήλιο.
Γεῖς ἁποὺ δρόσος κρύου νεροῦ ποτέ του δὲ γνωρίζει,
δὲν τὸ ζητᾶ στὴ δίψα του μηδὲ ποσῶς τὸ χρήζει·
καὶ γεῖς ἁποὺ δὲν εἶχε μπεῖ σ’ μιᾶς κορασίδας χάρη,
πρίκα νὰ πιάσει δὲ μπορεῖ, νιὸν ἄλλο ἂν ἔν’ καὶ πάρει.
Μὰ ποιός νὰ πέσει σὲ φτωχειά, στὰ πλούτη μαθημένος,
καὶ νὰ μὴν ἔχει βάσανα πάσα καιρὸ ὁ καημένος;
Ποιός μὲ τὸ φῶς τῶν ἀμματιῶ στὴ γῆ ποτὲ γεννᾶται,
κι ὥστε νὰ ζεῖ, σὰν τυφλωθεῖ, νὰ μὴν παραπονᾶται;
Ποιός μὲ γλυκὺ καὶ κρύο νερὸ τὴ δίψα του νὰ σβήσει,
καὶ νὰ τοῦ λείψει στό ‘στερο, καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει;
Γὴ ποιός μιᾶς κόρης ὄμορφης φιλιὰ κι ἀγάπη χάνει.
καὶ νὰ μὴν ἔχει πεθυμιὰ πάραυτας ν’ ἀποθάνει;
Πλοῦσος, φραμένος στὴ δροσιὰ καὶ χορτασμένος ἤμου
καὶ πλῆσα καλορίζικον ἐκράτου τὸ κορμί μου·
βρύση χιονάτη κρυότατο νερὸν ἐπότιζέ με,
τὰ σωθικά μου ἐγιάτρευγε κι ὅλον ἐδρόσιζέ με.
Δυὸ ἥλιοι σ’ ἕνα κούτελο βαλμένοι φῶς μοῦ δίδα,
καὶ φωτερὲς τσὶ νύκτες μου σὰ μεσημέριν εἶδα.
Μιὰ κορασίδα εὐγενικὴ παρὰ γυναίκαν ἄλλη,
μὲ δίχως ταίρι σ’ τσ’ ὀμορφιὲς κι εἰς τὰ περίσσα κάλλη,
τσ’ ἐλπίδες τση εἶχεν εἰς ἐμὲ κι ὅλη τση τὴν ἀγάπη,
κι ὁλημερνὶς πασίχαρο μ’ ἐκράτειε τὸν ἀζάπη .
κι ἐδὰ σὲ πόσο κίντυνο στέκομαι καὶ τρομάσσω
νὰ μὴ γυρίσει ἡ τύχη μου κι ὅλα γιαμιὰ τὰ χάσω,
φτωχὸς νὰ μείνω τὸ ζιμιό, τυφλὸς καὶ διψασμένος,
καὶ διχωστὰς τὴν κόρη μου τὴν ὄμορφη ὁ καημένος.
Ο βασιλιάς έχει καλέσει τον έμπιστο στρατηγό του Πανάρετο, για να του ανακοινώσει την πρόθεσή του να παντρέψει την Ερωφίλη με έναν από τους δύο εχθρούς του βασιλείς, που έχουν στείλει προξενιά. Έτσι, θα συνάψει ειρήνη μαζί τους και θα ηρεμήσει από τους πολέμους. Στο απόσπασμα αυτού του διαλόγου τους, ο Πανάρετος προσπαθεί να τον πείσει να μην προχωρήσει σε έναν τέτοιο γάμο, αλλά ο βασιλιάς είναι ανένδοτος και του αναθέτει, σε μια σκληρή τραγική ειρωνεία, να πείσει τη βασιλοπούλα (δηλαδή την ίδια του τη γυναίκα) να παντρευτεί έναν από τους δύο με τη θέλησή της. (στ. 307- 334)
σκηνή 6η:
ΒΑΣΙΛΕΑΣ & ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
ΒΑΣ.
Τοῦτα λοιπὸ τὰ βάσανα κι οἱ ἔχθρητες νὰ πάψου
γλήγορα ἐλπίζω μέσα μας, μὲ δίχως πλιὸ νὰ ξάψου,
γιατὶ κι οἱ δυό, συβαστικοί, ξεῦρε, ἐμηνύσασί μου
τοῦ ‘νοὺς ἀποὺ τσὶ δυό τωνε νὰ δώσω τὸ παιδί μου
γυναίκα του καὶ ταίρι του, καθὼς οἱ νόμοι ὁρίζου,
καὶ τότες φίλο κι ἐδικὸ καλὸ νὰ μὲ γνωρίζου.
Κι ἔτσι οἱ προξενητάδες τως σ’ ἐτούτη μας τὴ χώρα
στέκου γιὰ τὴν ἀπόκριση τὴν ἐδική μου τώρα,
κι ἀλλιῶς νὰ κάμω δὲ μπορῶ, παρὰ νὰ τηνε δώσω
τοῦ ‘νούς τωνε ν’ ἀλαφρωθῶ στὰ γέρα μου καμπόσο.
Ἔτσι τσῆ τό ‘πα σήμερο κι αὐτὴ ἄρχισε νὰ κλαίγει
κι ἀποὺ τὸ πλάγι μου ποτὲ δὲ θέλει νά ‘βγει, λέγει,
γιὰ νά ‘ναι σὰν παιδὶ καλὸ πάντα στὴ δούλεψή μου,
ὥστε νὰ στέκει ζωντανὸ στὸν κόσμο τὸ κορμί μου.
ΠΑΝ.
Κάνει σὰν εἶναι τὰ παιδιὰ νὰ κάνου κρατημένα,
περιτοπλιὰς γιατὶ ποτὲ δὲν ἔχει γνωρισμένα
μάνα, καὶ τὴν ἀγάπη τση μόνο σ’ ἐσέναν ἔχει,
καὶ φαίνεταί τση βαρετὸ μακρὰ ἀπὸ σὲ ν’ ἀπέχει.
ΒΑΣ.
Ναῖσκε, μὰ νά ‘χει ἀπομονὴ κι αὐτὴ ὡς ἐγὼ τυχαίνει,
γιατὶ μὲ τέτοιους βασιλιοὺς καλά ‘ναι παντρεμένη.
ΠΑΝ.
Δὲ βλέπω χρειὰ μηδὲ κιαμιὰ νὰ σφίγγει, τὸ παιδί σου
ν’ ἀφήσεις νὰ τὸ κάμουσι ταίρι τως οἱ ἐχθροί σου.
Μικρότεροί ‘ναι παρὰ σέ, φοβοῦνται, τρέμουσί σε,
γιὰ κεῖνο, ἀφέντη, γιὰ δικό, ξεῦρε, γυρεύγουσί σε.
ΒΑΣ.
Σώνει! Δὲ σ’ ἔκραξα ἐδεπὰ γιὰ νά ‘χω τὴ βουλή σου,
μὰ θέλω μόνο σήμερο σ’ τοῦτο τὴ δούλεψή σου:
τὴ θυγατέρα μου ἄγωμε νὰ βρεῖς, νὰ τσῆ μιλήσεις,
κι ὅσο μπορέσεις γύρεψε νὰ τηνὲ σιργουλίσεις
νὰ συβαστεῖ νὰ παντρευτεῖ μ’ ὅποιο ἀπ’ αὐτοὺς θελήσει
καὶ στανικῶς τση νὰ γενεῖ τὸ πράμα μὴν ἀφήσει.
ΠΑΝ.
Χρειά ‘ναι τ’ ὁρίζεις νὰ γενεῖ μ’ ἕνα καὶ μ’ ἄλλο τρόπο.
(Ὢ κακοριζικότατες οι ἐλπίδες τῶν ἀθρώπω!)
Στο παρακάτω απόσπασμα συνομιλούν οι δύο πρωταγωνιστές και δίνουν υπόσχεση παντοτινής αγάπης. Μια σύντομη αναδρομή στην ερωτική τους ιστορία θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε τη συναισθηματική τους ένταση: O Πανάρετος κι η βασιλοπούλα Ερωφίλη ήταν φίλοι από παιδιά. Καθώς μεγάλωναν, το αίσθημά τους εξελίχθηκε σε έρωτα, χωρίς να γνωρίζει και να εγκρίνει ο βασιλιάς τη σχέση τους. Ύστερα από νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Περσών εισβολέων, στον οποίο διακρίθηκε ο Πανάρετος, ο δεσμός των δύο νέων ολοκληρώθηκε «με όρκους και δαχτυλίδι», όπως εξομολογείται μυστικά ο Πανάρετος στο φίλο του Καρπόφορο, στην πρώτη πράξη του έργου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς δέχεται προξενιές από τους βασιλιάδες της Μικράς Ασίας και της Περσίας και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον ισχυρότερο. Η Ερωφίλη αρνείται το γάμο, με την πρόφαση ότι δε θέλει να φύγει μακριά του. Η αγωνία της για το μέλλον κυριαρχεί στη δεύτερη πράξη, γι’ αυτό εμπιστεύεται τον πόνο της στην παραμάνα της.
Στη 3η πράξη, στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο ίδιος ο Πανάρετος, σταλμένος από το βασιλιά, μεταφέρει στην Ερωφίλη το μήνυμα του βασιλιά για τις προξενιές, ενώ παράλληλα της μιλά με θέρμη για τον έρωτά του αλλά και για το φόβο του μήπως τη χάσει.Στην αρχή περίπου της 3ης πράξης κι ενώ στη σκηνή βρίσκεται ήδη η Ερωφίλη, που ‘χει εκφωνήσει ένα λυρικό μονόλογο για τον έρωτα, έρχεται ο Πανάρετος, ο οποίος δεν τη βλέπει αμέσως και δηλώνει στον εαυτό του (και στο κοινό) ότι δεν θα αφήσει να χάσει τη ζωή του, χωρίς να προσπαθήσει να σωθεί. Όταν αντιλαμβάνεται την αγαπημένη του, απευθύνεται στον Έρωτα ευχαριστώντας τον για την ανακούφιση που του δίνει η θέα της κοπέλας. Το ίδιο κι εκείνη του εκφράζει την ανακούφιση που νιώθει όποτε το βλέπει. (στ. 1-128)
Πράξη 3η, σκηνή 2η:
Ερωφίλη & Πανάρετος
ΠΑΝ.
Ὅντεν ἀστράφτει καὶ βροντᾶ κι ἀνεμικὲς φυσοῦσι,
κι εἰς τὸ γιαλὸ τὰ κύματα τὰ θυμωμένα σκοῦσι,
καὶ τὸ καράβι ἀμπώθουσι σὲ μιὰ μερὰ κι εἰς ἄλλη
τσῆ φουσκωμένης θάλασσας, μὲ ταραχὴ μεγάλη,
τότες γνωρίζεται ὁ καλὸς ναύκλερος, μόνο τότες
τιμοῦνται οἱ κατεχάμενοι κι ἀδυνατοὶ ποδότες,
γιατὶ μὲ τέχνη κι ὁ γιαλὸς πολλὲς φορὲς νικᾶται,
κι ἐκεῖνος ἁποὺ κυβερνᾶ ψηλώνει καὶ τιμᾶται.
Γιαῦτος κι ἐγὼ σ’ τσῆ τύχης μου τὴν ταραχὴ τὴν τόση,
ἁποὺ ἔτσι ξάφνου μ’ εὕρηκε γιὰ νὰ μὲ θανατώσει,
δὲ θὲ ν’ ἀφήσω νὰ χαθῶ δίχως νὰ δοκιμάσω
στὸ δύνομαι νὰ βουηθηθῶ, πρὶν τὴ ζωή μου χάσω.
ΕΡΩ.
Ὀϊμένα κι ἴντα τοῦ γροικῶ; Τάχα καινούργια πάλι
κακομοιριὰ ν’ ἀπόσωσε νὰ σμίξει μὲ τὴν ἄλλη;
ΠΑΝ.
Μὰ τὴν κερά μου συντηρῶ κι ἔρχεται πρὸς ἐμένα,
κι ἔχει τὸ πρόσωπο κλιτό, τ’ ἀμμάτια θαμπωμένα.
Ἔρωτα, μ’ ὅσα βάσανα μὲ κάνεις νὰ γροικήσω,
τσῆ δύναμής σου δὲ μπορῶ παρὰ νὰ φχαριστήσω,
γιατὶ μὲ μιὰ γλυκειὰ θωριὰ πλερώνει πάσα κρίση
τούτη ἁπ’ ὡς ἥλιος δύνεται τὸν κόσμο νὰ στολίσει.
Τὰ περιστέρια ὅντε νερὸ καὶ ταραχὴ γροικοῦσι,
ἀποὺ τσὶ κάμπους μὲ σπουδὴ πρὸς τσὶ φωλιὲς πετοῦσι·
κι ἐσύ, κερά, στὴν ταραχὴ τσῆ τόσης κακοσύνης
τσῆ τύχη μας, γιὰ ποιά ἀφορμὴ τὴν κάμερά σου ἀφίνεις
κι ἔρχεσαι σ’ τούτη τὴ μερά, κι ἡ θαμπωμένη σου ὄψι
δύνεται τὴν καημένη μου καρδιὰ σὲ δυὸ νὰ κόψη;
ΕΡΩ.
Σ’ πάσα πολύ μου βάσανο καὶ πρίκα μου μεγάλη,
παρηγοριά, Πανάρετε, ποτὲ δὲν ηὕρηκα ἄλλη,
παρὰ τὸ βγενικότατο πρόσωπο τὸ δικό σου,
καθώς, θαρρῶ, πολλὰ καλὰ τὸ ξεύρεις ἀπατός σου.
Γιὰ τοῦτον ἦρθα ὡς ἐδεπὰ μονάχας νὰ σὲ δοῦσι
τ’ ἀμμάτια μου τσῆ ταπεινῆς, νὰ παραλαφρωθοῦσι.
ΠΑΝ.
Βασιλοπούλ’ αφέντρα μου, θάρρος κι απαντοχή μου,
την πρίκαν οπού πλάκωσε σήμερο το κορμί μου
γλώσσα λογιάζω μηδεμιά μπορεί να τη μιλήση,
μηδ’ άλλο πράμμα δύνεται να την παρηγορήση,
παρά η θωριά σου μοναχάς κι ωσάν το διψασμένο
λάφι γλακά ‘ς τον ποταμό πλείσια πεθυμισμένο
να πή νερό να δροσισθή, τέτοιας λογής, κερά μου,
για να σε δούν ετρέχασι τ’ αμμάτια τα δικά μου,
να μου ζυγώξης τση καρδιάς το βάρος το περίσσο,
κι από δεπά πασίχαρος περίσσια να γυρίσω.
Μα πρίχου σώσ’, ο βασιλειός μου μήνυσε να δράμω
να πα τον εύρω, κι ήτονε χρειά μου ζημιό να κάμω
τον ορισμό τ’ αφέντη μου, για κείνο μετά σένα
δεν είμ’ απώστε μ’ ηύρηκεν η ακριβή σου νένα.
ΕΡΩ.
Κι ίντά ‘θελες με τόση βιά;
ΠΑΝ.
Τρέμουσι και δειλιούσι
τα χείλη μου ν’ ανοίξουσι να στου το διηγηθούσι.
Δυο προξενειαίς για λόγου σου του φέρασι, κερά μου,
κι ως μού ‘πεν αποφάσισεν (ώφου, ωχοϊμέ η καρδιά μου!)
να σε παντρέψη, κι όγιατί σαν κακοκαρδισμένη
λέγει πως σ’ είδε ως τ’ άκουσες, ψυχή μ’ αγαπημένη,
με λόγια και με σουργουλιαίς μ’ έστειλε να σε κάμω
να συβαστής να κάμετε τον πρικαμένο γάμο.
Κι απώστε τούτο γροίκησα, λόγιασ’ εσύ κερά μου,
πόσαις φωτιαίς μου καίγουσι τη δόλια την καρδιά μου!
Το θάνατο και τη σκλαβιά τόσα πρικιά δεν κράζω,
σαν είν’ πρικύ το βάσανο που τώρα δοκιμάζω,
τών’ απ’ αυτάνα τσή καϋμούς τελειόνει κι εις την άλλη
με τον καιρόν η λευτεριά τέλος μπορεί να βάλλη.
Μα κείνον οπού μου κρατεί το νου μου πρικαμένο
‘ς τούτο τον κόσμο ζωντανό, στον άδη αποθαμένο
πάντα με θέλει πολεμά, δίχως καιρό να δώση
τέλος ποτέ, γη αλάφρωσι ‘ς την κρίσι μου την τόση.
ΕΡΩ,
Πάσα κανείς απ’ αγαπά δίκηό ‘χει να φοβάται
με πάσα λίγην αφορμή, μα να παρηγοράται
πάλιν τυχαίνει, οντά θωρή την κόρην τη δικήν του
πως μια ψυχ’ είναι μετ’ αυτό, κι ένα με το κορμίν του.
Πως σ’ αγαπώ κατέχεις το, γνωρίζεις πως μηδένα
θάρρος δεν πρέπει νάχω πλειό ‘ς τον κόσμο, παρά σένα,
΄ς την ευγένειά σου την πολλήν, ‘ς τη χάρι σου την τόση,
‘ς τη δύναμι, τσή διάξες σου κι εις την πολλή σου γνώσι
τον πόθο μ’ εθεμέλιωσα, πλειά από κτίσμαν άλλο
μέσα ‘ς τα φύλλα τσή καρδιάς τον έκαμα μεγάλο,
για τούτο μον’ ο θάνατος μπορεί να τον χαλάση
‘ς τούτο τον κόσμο, κι η ψυχαίς πάλι ‘ς στον άδη ας πάσι
πως θέλου σμίξει κι εδεκεί με πλειάν αγάπη ελπίζω,
γιατί κι εσύ πιστότατα πως μ’ αγαπάς γνωρίζω.
Οϊμέ κιάς μού ‘το μπορετό το στήθος μου ν’ ανοίξω
και φυτεμένο στην καρδιά πως σ’ έχω να στο δείξω,
για νάχες πής Πανάρετε -χωρίς το θάνατό μου
ν’ ανασπαστώ Ερωφίλη μου, δεν είναι μπορετό μου!
Καθώς συνεχίζεται ο μοναδικός διάλογος των δύο ερωτευμένων που γίνεται επί σκηνής και που καθόλου τυχαία έχει τοποθετηθεί στο μέσον του έργου, ο Πανάρετος ζητά από την Ερωφίλη να μη τονε προδώσει κι εκείνη προκαλεί τον Έρωτα να τη σκοτώσει για ν’ αποδείξει στο δύσπιστο σύντροφο την αγάπη της. Έτσι κλείνει η 2η σκηνή. (στ. 129-190)
ΠΑΝ.
Τοῦτα τ’ ἀμμάτια, ἀφέντρα μου, καλὰ καὶ δὲ θωροῦσι
πὼς στὴν καρδιά σου βρίσκομαι, τοῦ νοῦ τὸ συντηροῦσι
τ’ ἀμμάτια, ἁπ’ ἔχου νὰ θωροῦ χάρη σγουραφισμένο
τὸ πράμαν ἁποὺ βρίσκεται στὸν ὀφθαλμὸ χωσμένο.
Μὰ δὲ μπορεῖ ἡ καημένη μου καρδιὰ νὰ μὴν τρομάσσει
τὸ πράμα κεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ τόσα πολλά, μὴ χάσει,
κι είμαι σαν έναν ακριβό πόχει τσι θησαυρούς του
χωσμένους σ’ τόπο ἀδυνατό, μ’ ὅλον ἐτοῦτο ὁ νοῦς του
στέκει μὲ χίλιους λογισμούς, μ’ ἔγνοια πολλὰ μεγάλη
μὴ λάχει νὰ τσὶ βρούσινε καὶ πάρουσί του τσι ἄλλοι.
Ὀϊμέ, κι ἂν ἄλλος δὲ μπορεῖ, γι’ αψήφιστο λογάρι,
σωστὴ στὸν κόσμο ἀνάπαψη ποτὲ κιαμιὰ νὰ πάρει,
πῶς θὲς νὰ μὴ φοβοῦμαι ἐγώ, πῶς θὲς νὰ μὴν τρομάσσω,
τὰ κάλλη σου τ’ ἀρίφνητα κιαμιὰ φορὰ μὴ χάσω;
Στὸν ἥλιον ἔχω ντήρηση κι εἰς τ’ ἄστρα ποὺ περνοῦσι
καὶ τσ’ ὀμορφιές σου, ἀφέντρα μου, κάτω στὴ γῆ θωροῦσι,
μηδὲ χυθοῦ κι ἁρπάξου σε, κι ἐμένα τὸν καημένο
παρ’ ἄλλον ἄθρωπο στὴ γῆ ν’ ἀφήσου πρικαμένο.
ΕΡΩ.
Τόσες δὲν εἶναι οἱ ὀμορφιές, τόσα δὲν εἶν’ τὰ κάλλη,
μά τοῦτο ἐκ τὴν ἀγάπη σου γεννᾶται τὴ μεγάλη.
Μὰ γὴ ὄμορφή ‘μαι γὴ ἄσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
γιὰ σέναν ἐγεννήθηκε στὸν κόσμο τὸ κορμί μου.
ΠΑΝ.
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ’άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.
ΕΡΩ.
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝ.
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩ.
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.
Μ’ απήτις να μιλούμ’ εδώ πλειότερα δε μπορούμε,
‘ς την κάμερά μου έλά ‘βρέ με, στράτα καμμιά να βρούμε,
να κάμωμε τσή προξενειαίς τούταις να ξηλωθούσι,
κι ύστερα τ’ άλλα πλειά ‘φκολα δύνουνται να ‘σιασθουσι.
Πάγω, και μην αργής λοιπό.
ΠΑΝ.
Ας πηαιν’ η αφεντιά σου
γιατί κι εγώ ‘ρχομαι ζημιό κατά το θέλημά σου.
Ακριβώς μόλις τελειώνει ο διάλογος κι η 2η σκηνή, ακολουθεί η 3η που είναι ένας μονόλογος του Πανάρετου, που λογικά είναι προβληματισμένος: από τη μια λαχταρά τη κόρη, από την άλλη σέβεται την εργασία και τον αφέντη του αλλά κι από την άλλη επίσης έχει αρχίσει να ανησυχεί για τη τύχη του όλου αυτού θέματος. Σα να νιώθει εκτός από τη φλόγα του έρωτα και πως δε θα πάνε καθόλου καλά τα πράγματα! (στ. 191-242)
σκηνή 3η (ολάκερη):
Πανάρετος μονολογεί
ΠΑΝ.
Τόπο μηδένα σκοτεινό ‘ς τον κόσμο δεν αφίνει
ο ήλιος ο λαμπρότατος, ‘σαν τον απομακρύνη,
καθώς μ’ αφίνει σκοτεινή και μαύρη την καρδιά μου,
τούτ’ η νεράιδα η όμορφη ‘σα λείψη από σιμά μου.
Μηδ’ ο χειμώνας νέφαλα τόσα μπορά σηκώση
με ταραχή κι ανεμική τον ήλιο να θαμπώση,
‘ς ελπίδα ομάδι κι εις πολύ φόβο να με κρατούσι,
και συχναλλάσσουν κι ουδέ γείς ρίζα μπορεί να κάμη,
μα ‘σαν ανέμ’ αλλήλως τως μάχουνται πάντ’ αντάμι.
Τσή κόρης μου μού δείχν’ ο γείς το μπιστεμένο πόθο
και χίλιους αναγαλλιασμούς κάνει ζημιό και γνώθω
άλλος τω γυναικ’ ολονώ το νου μου φανερόνειι
πως είν’ περίσσ’ ασύστατος κι ευθύς με θανατόνει.
Θέλει άλλος τον αφέντη μου περίσσια να τρομάσω,
να μη γροικήση τό ‘καμα κι τη ζωή μου χάσω.
Άλλος ζητά το θάρρος μου πάντα ‘ς τη δούλεψί μου
να βάνω και την κόρη μου μου τάσσει αντίμεψί μου.
Κι άλλος περίσσι’ απόκοτος, ‘ς τούτο το χέρι απάνω
μου λέγει την ελπίδα μου πάσα καιρό να βάνω.
Χίλιοι μου λεν “φύγ’ από δω”, χίλιοι μου λένε “στάσου”
κι απόφασες γιαμιά γιαμιά χίλιες στο νου μου αλλάσσου.
Γιαύτος το πράμα όπου κιανείς δεν έπαθε λογιάζω
μόνιος με τόσο μου καημό στον κόσμο δοκιμάζω.
Το φως σκοτίδι μου γεννά το πλούτος με φτωχαίνει,
Πρίκα μου προξενά η χαρά, το δρόσος με ξεραίνει.
Σαν πύργος στέκω αδυνατός και τρέμω σαν καλάμι,
Δειλιώ κι αποκοτώ γιαμιά, γελώ και κλαίγω αντάμι.
Σ’ ώριο περβόλι βρίσκομαι κι εις φυλακή κρατούμαι,
Μέσα σ’λιμνιώναν άραξα κι άγριο καιρό φοβούμαι.
Στο ψήλος του τροχού πατώ τση τύχης, και τα βάθη
Βλέπω τση κακορριζικιάς κι έχω περίσσα πάθη.
Κι εκείνο που ‘ναι πλιότερο, με παιδωμή και ζάλη
Στου Παραδείσου κατοικώ τη δόξα τη μεγάλη.
Ώφου κακό μου ριζικό, βασανισμένο, γιάντα
Σ’ αρέσει να με τυραννάς σε τἐτοιο τρόπο πάντα;
Έρωτα, με το ξόμπλι μου, μηδένας μην ελπίζει
Πολύν καιρό πασίχαρος μετά σου να γυρίζει,
Γιατί δολώνεις τσι χαρές με δάκρυα και με κρίσες,
Κι εις σε δροσιες τσ’ αρόφνητες σμίγεις φωτιές περίσσες.
Κι εσύ, Αφροδίτη μου θεά, οπού μικρό παιδάκι
Μ’ επότισεν η χάρη σου του γιου σου το φαρμάκι,
Με τόση γλύκα και δροσιά μαζί ανακατωμένο,
Που ‘λεγα τ’ουρανού πιοτό πίνω χαριτωμένο.
Στράφου σ’ εμέ λυπητερά και σύστεψε το νου μου,
Δος τση καρδιάς μου δύναμη, γνώση του λογισμού μου,
Για να βρω στράταν εύκολη και τρόπο να γλυτώσω,
Και τούτες όπου τυραννού το νου μου να σποδώσω
Τσι προξενιές κι αμπόδιστρο μη λάχει πιο κιανένα,
πρίκα ‘ς την Ερωφίλη μου να δώση κι εις εμένα,
κιάν έσφαλα τ’ αφέντη μου, ‘δε την εμπόρεσί σου
και τσή κεράς μου τσ’ ομορφιαίς και τότες με λυπήσου…
Μία μεταφυσική μορφή, το φάντασμα του αδελφού του βασιλιά, έχει κάνει την εμφάνισή της στη σκηνή, αφότου αποσύρθηκαν η Ερωφίλη πρώτα κι ο Πανάρετος κατόπιν. Η «ασκιά» αυτή εξιστόρησε στο κοινό πώς θανάτωσε τον ίδιο και τα παιδιά του ο τωρινός βασιλιάς, με τον οποίο συγκυβερνούσανε και πώς του πήρε τη γυναίκα, με την οποία απέκτησε το μοναχοπαίδι του Ερωφίλη. Έτσι, τώρα που το κοινό ακούει τον αλαζονικό μονόλογο του Φιλόγονου και γνωρίζοντας την πέρα από κάθε ηθικό έρεισμα αμαρτωλή συμπεριφορά του, μπορεί να φανταστεί ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καθόλου καλά. Όταν ο Φιλόγονος αποσυρθεί, το φάντασμα του αδελφού του θα ζητήσει από τους θεούς τη γρήγορη τιμωρία του. (στ. 333-370)
σκηνή 5η:
Βασιλιάς & η Ασκιά του
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ἀπ’ ὅσες χάρες οὐρανὸς γὴ ἡ μπορεμένη φύση
γιὰ στόλισην ἐβάλθηκε τ’ ἀθρώπου νὰ χαρίσει,
πλιὰ ἄξα καὶ πλιὰ καλύτερη δὲν εἶναι σὰν ἐκείνη
τσ’ ἀδύνατῆς ἀποκοτιᾶς, κρίνω σ’ ἀληθοσύνη,
γιατὶ δὲν εἶναι μηδεμιὰ σὰν τούτη, νὰ ψηλώνει
τσ’ ἀθρώπους γληγορύτερα καὶ νὰ τσὶ μεγαλώνει.
Τούτη ἔκοψε κι ἐμάζωξε τὰ δέντρη κι ἔκαμέ τα
καράβια, κι εἰς τσῆ θάλασσας τσὶ στράτες ἔβαλέ τα,
τούτη τσὶ ποταμοὺς περνᾶ καὶ τὰ βουνιὰ ἀνεβαίνει,
τούτη μὲ πλήσα δύναμη σ’ τσὶ ξένους τόπους μπαίνει,
τούτη τὰ κάστρη πολεμᾶ, τούτη νικᾶ, καὶ τούτη
μόνια τση δίδει τσὶ τιμὲς καὶ τὰ μεγάλα πλούτη.
Τούτη τὸ φόβο δὲν ψηφᾶ, τὸν Ἅδη δὲ φοβᾶται
κι ὅποιος τὴν ἔχει ζωντανός, μόνο, στὴ γῆ λογᾶται.
Τούτη κι ἐμένα βασιλιὸ μ’ ἔκαμε, τούτη μόνο
μ’ ἄξωσε κι εἰς τὴν κεφαλὴ στέμμα χρουσὸ σηκώνω,
καὶ μὲ μεγάλη μου χαρὰ τὴν Αἴγυπτον ὁρίζω,
κι ἴσα μου καλορίζικο κιανένα δὲ γνωρίζω.
Νίκες καὶ πλούτη καὶ τιμὲς πάσ’ ὥρα μοῦ πληθαίνου,
χαρὲς πολλὲς στὸ σπίτι μου κι εἰς τὴν καρδιά μου μπαίνου.
Μιὰ μόνο μοῦ βασάνιζεν ἔγνοια τὸ λογισμό μου,
τσῆ θυγατέρας μου ἡ παντρειά· τώρα τὸ ριζικό μου
τηνὲ τελειώνει, σὰ θωρῶ, κι ἐτούτη πλιὰ ἀπὸ κεῖνο
παρὰ ποὺ λόγιαζα καλλιά, γιὰ τοῦτο δίκια κρίνω
πὼς οὐδεμιὰ καλομοιριὰ μὲ τὴ δική μου μοιάζει,
μηδὲ τσῆ μπόρεσής μου πλιὸ μπόρεση δὲν ταιριάζει.
Μὰ πάγω σ’ τσ’ Ἐρωφίλης μου, τ’ ἀμμάτια καὶ τὸ φῶς μου,
γι’ αὐτὴ τὴν ἄξα τση παντρειὰ νὰ ξαναπῶ ἀπατός μου.
ΑΣΚΙΑ
Ζεῦ, ἁποὺ στέκεις σ’ τσ’ οὐρανοὺς κι ἐδῶ στὸν κόσμο κάτω
τσ’ ἀθρώπους ὅλους συντηρᾶς, τὰ λόγια ποὺ καυχᾶτο
καλὰ περίσσα ἐγροίκησες, καὶ κάμε δικιοσύνη
γλήγορα· μὲ τὴν ἄργητα χειρότερος ἐγίνη!
Καὶ πρίκες ἀποδὰ κι ὀμπρὸς τοῦ δῶσε τοῦ θανάτου,
κι ἂς εἶν’ αὐτὲς οἱ προξενιὲς ἡ ὕστερη χαρά του.
κι ἐσὺ ἐκ τὸν Ἅδη, Πλούτωνα, πέψε φωτιὰ μεγάλη,
σὰ μοῦ ‘ταξες, κι ἂς ἅψουσι σὲ μιὰ μερὰ κι εἰς ἄλλη
μάνητες, πρίκες, βάσανα, κλάηματα καὶ θανάτοι,
κι ἔρημο ἂς μείνει σήμερον ἐτοῦτο τὸ παλάτι!
Παίρνοντας αφορμή από τον μονόλογο του Φιλόγονου που προηγήθηκε, ο χορός των κορασίδων καταδικάζει την απληστία του ανθρώπου για πλούτο και δόξα ως προερχόμενη από τον Άδη, τον κόσμο του κακού. Στο απόσπασμα που ανθολογείται εδώ, περιέχονται οι οκτώ πρώτες στροφές του χορικού, οι οποίες επικεντρώνονται στη δύναμη που έχει η φιλαργυρία και η μανία για εξουσία να χωρίζουν τους ανθρώπους και να μην αφήνουν δύο που αγαπιούνται να ζήσουν χαρούμενοι. Κι αυτό το χορικό δομείται σε τρίστιχες (τερτσίνες) στροφές 11σύλλαβων στίχων με πλεκτήν ομοιοκαταληξία. (στ. 373-396)
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΑΣΙΔΩ
ἀποὺ τσὶ ὁποῖες ἡ μιὰ (κορυφαία) λέγει τοῦτα τὰ βέρσα (στιχάκια).
Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
του χρυσαφιού ακριβιά καταραμένη,
πόσα για σας κορμιά νεκρ’ απόμεινα,
πόσοι άδικοι πόλεμοι σηκωμένοι,
πόσες συχνές μαλιές συνάφι σας
γρικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!
Στον άδην ας βουλήσει τ’ όνομα σας,
κι όξω στη γη μην έβγει να παιδέψει
νου πλιον ανθρωπινόν η ατυχιά σας·
γιατί αποκεί, ως θωρώ, σας έχει πέψει
κανείς στον κόσμον δαίμονας να ‘ρθείτε,
τ’ς ανθρώπους μετά σας να φαρμακέψει.
Τη λύπηση μισάτε, και κρατείτε
μακρά τη δικιοσύνη ξορισμένη,
κι ουδέ πρεπό, μηδ’ όμορφο θεωρείτε,
Για σας οι ουρανοί ‘ναι σφαλισμένοι,
κι εδώ στον κόσμο κάτω δε μπορούσι
να στέκουν οι άνθρωποι αναπαημένοι·
με τ’ς αδερφούς τ’ αδέρφια πολεμούσι,
κι οι φίλοι τσι φιλιές των απαρνούνται,
και τα παιδιά τον κύρην τους μισούσι.
Τοῦ πόθου τὰ χαρίσματα χαλοῦνται
συχνιὰ συναφορμά σας, γιαῦτος τόσοι
γροικοῦνται στεναγμοὶ σ’ δυὸ π’ ἀγαποῦνται.
Μπαίνει στη σκηνή η παραμάνα της Ερωφίλης, η νένα Χρυσόνομη, εκφράζοντας μια βαθιά λύπη και μεγάλο φόβο για το μέλλον της Ερωφίλης. Ταυτόχρονα μπαίνει και ο σύμβουλος του βασιλιά, που έχει μάθει ότι υπάρχει μεγάλη ταραχή στο παλάτι, αλλά δεν ξέρει γιατί. Η νένα τον ενημερώνει ότι ο Φιλόγονος έμαθε (άγνωστο ακόμη πώς) τον μυστικό δεσμό της κόρης του με τον Πανάρετο. (στ. 21-46)
Πράξη 4η, σκηνή 1η:
Σύμβουλος, Νένα Χρυσονόμη
ΣΥΜΒ
Γιὰ ποιά ἀφορμή, Χρυσόνομη, κλαίγεις κι ἀναστενάζεις
καὶ τσ’ Ἐρωφίλης τ’ ὄνομα στὰ κλαήματά σου κράζεις;
ΝΕΝΑ
Δὲν ξεύρεις ἴντα γίνηκε σ’ τοῦτο τὸ βουλισμένο
σπίτι, μ’ ἀποὺ τὸ στόμα μου θέλεις τὸ πρικαμένο
νὰ τὸ γροικήσεις, σύμβουλε, πάλι γιὰ νὰ καγοῦσι
τὰ χείλη μου χειρότερα, ὅντε σοῦ τὸ μιλοῦσι;
ΣΥΜΒ
Δυὸ βασιλιάδω προξενιὲς πλούσω καὶ μπορεμένω
πὼς μᾶς ἐφέρα σήμερο μόνο ἔχω γροικημένο
γιὰ τσ’ Ἐρωφίλης τὴν παντρειά· μὰ τοῦτο νὰ σοῦ δώσει
χαρά ‘πρεπε κι ὄχι ποτὲ καημὸ καὶ πρίκα τόση.
ΝΕΝΑ
Πράμα ἄλλο μεγαλύτερο μὲ κάνει νὰ θρηνοῦμαι,
καὶ τσ’ Ἐρωφίλης, σύμβουλε, τὸ θάνατο φοβοῦμαι.
ΣΥΜΒ
Σὲ χίλια μέρη μ’ ἔκαμες τὸ νοῦ μου νὰ σκορπίσω,
μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ μπορῶ νὰ βρῶ καὶ νὰ γροικήσω,
γιὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, νὰ ζήσει τὸ κορμί σου,
τὸ πράμα σὲ κοντολογιά, σὰ στέκει, μοῦ δηγήσου.
ΝΕΝΑ
Τὸ πράμα, ἁπού ‘ναι φανερὸ στὸν κόσμον ἀπατό του,
κουρφὸ νὰ τὸ κρατεῖ κιανεὶς δὲν πρέπει τῶ φιλῶ του .
Πόθος μεγάλος καὶ πολὺς τὴν Ἐρωφίλη ἀντάμι
μὲ τὸν Πανάρετο χωστὰ νὰ παντρευτεῖ εἶχε κάμει,
καὶ σήμερον ὁ βασιλιός, δὲν ξεύρω σ’ ἴντα τρόπο,
τὸ γροίκησε κι ἐκ τὸ θυμὸ μηδ’ εἰς κιανένα τόπο
χωρεῖ, μὰ ὡς λιόντας πορπατεῖ καὶ μοναχὰς μουγκᾶται,
καὶ θάνατο πολλὰ πρικὺ καὶ τῶν ἰδυὸ ἀπονᾶται.
ΣΥΜΒ
Ὀϊμένα, κι ἴντα σοῦ γροικῶ! Χρυσόνομη, ἔσφαξές μου
μὲ τὸ μαντάτο τὴν καρδιάν, ἁπού ‘ρθες κι ἔδωκές μου.
Αφού ο βασιλιάς έχει ιδίοις όμμασι ανακαλύψει τον μυστικό δεσμό της κόρης του και κυκλοφορεί στο παλάτι αλλόφρων, η Ερωφίλη μπαίνει στη σκηνή με τις κοπέλες του χορού. Εκεί βρίσκεται ήδη ο βασιλιάς με τον σύμβουλό του, που μάταια προσπαθούσε να τον κατευνάσει: ο Φιλόγονος τού ανήγγειλε τη πρόθεσή του να εκδικηθεί το ζεύγος, αλλά δέχεται ν’ ακούσει την απολογία της κόρης του. Η Ερωφίλη, στο απόσπασμα που ακολουθεί, με πρωτοφανές θάρρος μπρος στον έξαλλο πατέρα της, υπερασπίζεται την επιλογή της κι αρνείται ότι έχει σφάλλει στην επιλογή συζύγου. (στ. 301-320)
σκηνή 4η:
Ερωφίλη, Χορός, Συμβουλος, Βασιλέας
ΕΡΩΦΙΛΗ
Σ’ ἴντά ‘σφαλα τὸ λοιπονίς, ἂν ἔναι καὶ παρμένο
ἔχω ἕνα νιὸν ὀγι’ ἄντρα μου τόσα χαριτωμένο;
Γιατὶ δὲν εἶναι βασιλιός; Καὶ ποιός μᾶς ἀμποδίζει
νὰ κάμομε ζιμιὸ ζιμιὸ τόπους πολλοὺς νὰ ρίζει;
Κύρη, καλλιά ‘ναι, κάτεχε, γεῖς χαμηλοβγαλμένος,
μὲ πλῆσες διάξες κι ἀρετὲς καὶ χάρες στολισμένος,
παρὰ πάσ’ ἕνα βασιλιὸ πλουσότατο ἀπὸ τόπους,
κι ἀπ’ ἀρετὲς φτωχότερο παρὰ μικροὺς ἀθρώπους.
Καλύτερά ‘ναι, ἀφέντη μου, καλύτερά ‘ναι τοῦτος
ὁ νιὸς ἁπού ‘καμα ἄντρα μου νά ‘χει ἀστενειὰ ἀπὸ πλοῦτος,
παρὰ τὰ πλούτη πὄχομε νὰ μείνου ἀστοχισμένα
ἀπ’ ἄθρωπον ἁπού ‘θελε μοῦ δώσει ἡ τύχης ἕνα
μὲ τ’ ὄνομα τοῦ βασιλιοῦ μονάχας στολισμένο
κι ἀπ’ ἀρετὲς καὶ φρόνεψη γδυμνὸ καὶ ρημασμένο,
πράμα ποὺ πλιὸ νὰ φτιάσομε δὲν ἤτονε τσ’ ἐξᾶ μας,
μὰ τ’ ἄλλο νὰ τὸ σάσομε στέκει στὸ θέλημά μας.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πέ μου, δὲν ἦτο πλιὰ καλλιὰ ἄντρα σου νά ‘χες κάμει
ἕναν ἁπὄχει κι ἀρετὲς καὶ βασιλειὰν ἀντάμι;
Τοῦτοι ποὺ πέψαν προξενιὲς οἱ βασιλιοὶ γιὰ σένα,
πὼς εἶναι δίχως ἀρετὲς τοὺς ἔχεις γροικημένα;
Όταν η Ερωφίλη, ανήμπορη να μεταπείσει τον πατέρα της, φεύγει από τη σκηνή μαζί με τις κοπέλες του χορού, ο βασιλιάς μένει με τον σύμβουλο, που μάταια κι αυτός παίρνει το μέρος της κοπέλας, προσπαθώντας να δείξει στον Φιλόγονο ότι θα είναι καταστροφικό να συμπεθεριάσει με τους εχθρούς του και να σκοτώσει τον πιο πιστό και άξιο στρατηγό του. Το ακόλουθο απόσπασμα προέρχεται από την αρχή της σκηνής αυτής, όπου ο σύμβουλος δεν έχει ακόμη αναπτύξει όλη την επιχειρηματολογία του, αλλά ο βασιλιάς δείχνει το μέγεθος του θυμού του, που προετοιμάζει το κοινό για το κακό τέλος. (στ. 443-468)
σκηνή 5η:
Βασιλέας, Σύμβουλος
ΒΑΣIΛΕΑΣ
Σύμβουλε, πῶς σοῦ φαίνεται; Εἶδες ποτέ σου τόση
σ’ ἄλλη γυναίκα ἀποκοτιά;
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
Τόση δὲν εἶδα γνώση,
λεύτερα θέλω νὰ τὸ πῶ, κι ἂς μοῦ τὸ συμπαθήσει
ἡ ἀφεντιά σου· κι ἂ σταθεῖ λίγο νὰ μοῦ γροικήσει,
θέλω τὴν κάμει νὰ τὸ πεῖ κι ἐκείνη μοναχή τση
καὶ νὰ μὴν κάμει τίβοτας κακὸ τοῦ δουλευτῆ τση
μηδὲ τσῆ θυγατέρας τση, μὰ νὰ θελήσει, κρίνω,
νὰ συγκλιθεῖ τὴ σήμερο σ’ ὅλο τὸ πράμα κεῖνο
ἁποὺ θελῆσαν οἱ θεοὶ κι ἐκάμασι στανιό τση,
κι ὄχι γιὰ πλιὰ χειρότερο, μὰ γιὰ καλύτερό τση.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μηδὲ μὲ κάμεις, σύμβουλε, μὲ λόγια ψοματένια
νὰ χάσω τὴν ἀπομονὴ τώρα καὶ μετὰ σένα.
Τὴ νύκτα μέρα βούλεσαι, σὰ νά ‘μου τυφλωμένος
γὴ μονοτάρου δίχως νοῦ, λολὸς καὶ ξεπεσμένος,
πὼς εἶναι νὰ μοῦ πεῖς κ’ ἐσύ.
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
Τὴ φρόνεση τὴν τόση
τῆς ἀφεντιᾶς σου ξεύρω τη καὶ τὴν περίσσα γνώση,
κι ἐκείνη πάλι ξεύρει ἐμὲ περίσσα μπιστεμένο
καὶ λόγον ὣς τὴ σήμερο, λογιάζω, ψοματένιο
νὰ μὴ μοῦ γροίκησε ποτέ, κι ἔτσι νὰ χαλινώσει
τὴ μάνητα καὶ τὸ θυμὸ κι εἰς τὸ θὰ πῶ νὰ δώσει
τ’ ἀφτιὰ τηνὲ παρακαλῶ, γιατὶ ὁ θυμὸς τυφλώνει
τὸ νοῦ κι ὡς ἄγρια θάλασσα χοχλάζει καὶ φουσκώνει.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Θυμὸ καὶ πλιότερην ὀργὴ καὶ μάνητα ἄλλη τόση
τὸν οὐρανὸ παρακαλῶ σήμερο νὰ μοῦ δώσει,
γιὰ νὰ μπορέσω, καταπῶς ζητᾶ τὸ θέλημά μου,
γδίκια νὰ κάμω κι εἰς τσὶ δυο, ν’ ἀλαφρωθεῖ ἡ καρδιά μου.
Μπρος στον βασιλιά, που δεν έχει φύγει καθόλου από τη σκηνή στο μέρος αυτό του έργου, φέρνουνε τώρα αλυσοδεμένο τον Πανάρετο και τον υποδέχεται όλο ειρωνεία, πριν αρχίσει να χαρακτηρίζει με υβριστικά λόγια. Ο Πανάρετος επικαλείται το τελευταίο επιχείρημα που ελπίζει να μεταπείσει το Φιλόγονο: τη βασιλική του καταγωγή, που την είχε κρατήσει μυστική μέχρι τώρα, κάτι που δεν γίνεται πιστευτό από τον πατέρα της Ερωφίλης. Η σκηνή αυτή, και μαζί της ολόκληρη η 4η πράξη, τελειώνει με τη πρόβλεψη του χορού «τη ζωή τού παίρνει δίχως άλλο». (στ. 647-710)
σκηνή 7η:
Βασιλέας, Χορός, Πανάρετος καδενωμένος
ΒΑΣ.
Καλῶς τὸν ἄξο μου γαμπρό, καλῶς τονε, νὰ κάμω
καθὼς τυχαίνει σήμερο τὸν ὄμορφό του γάμο.
Γιὰ ποιά ἀφορμὴ τ’ ἀμμάτια σου κρατεῖς χαμηλωμένα;
Νὰ τὰ γυρίσεις ντρέπεσαι μὲ θάρρος πρὸς ἐμένα;
Ἀνέγνωρε κι ἀδιάκριτε κι ἄτυχε, τὸ ψευτό σου
σκῆμα κι ἡ ταπεινότητα δὲν εἶναι σ’ ὄφελός σου.
Πέ μου· παιδὶ μικρότατο κι ἀπὸ μικροὺς ἀθρώπους
σ’ ἀνάθρεψα στὸ σπίτι μου, κι εἰς ὅλους μου τσὶ τόπους
σ’ ἔκαμα μεγαλύτερο παρὰ ἄθρωπο κιανένα
γιὰ νά ‘χω τὴν ἀντίμεψην ἐτούτην ἀπὸ σένα;
ΧΟΡ.
Ζεῦ, δός του χάρη, ἀπόκριση φρόνιμη νὰ τοῦ δώσει,
τὴν ἀγριεμένη του καρδιὰ ἂν τύχει νὰ μερώσει.
ΠΑΝ.
Στὰ χέρια σου μ’ ἀνάθρεψες, μεγάλον ἔκαμές με,
πολλὲς κι ἀρίφνητες τιμές, ἀφέντη μου, ἄξωσές με,
καὶ πάντα μου τὸ γνώριζα, πάντα εὐχαρίστησά σου
καὶ μπιστικὰ στὸ δύνομαι πάντα μου ἐδούλεψά σου.
Μά ‘σφαλα, μολογῶ σου το, κι ἔμεινα νικημένος
ἀποὺ τὸν πόθο καταπῶς πάντα συνηθισμένος
εἶναι τσ’ ἀθρώπους νὰ νικᾶ· δὲν ἤμου μὲ τσ’ ἐχθρούς σου
προδότης σου, δὲν ἔδωκα τσὶ τόπους τσ’ ἐδικούς σου
τ’ ὀχθροῦ σου· νιότη κι ὀμορφιά, σπλάχνος καὶ καλοσύνη
μοῦ κάμασίνε τὴν καρδιὰ στὸν πόθο νὰ συγκλίνει.
Μ’ ἀπεὶς σ’ ἐτοῦτο μ’ ἔφερεν ἡ τύχη ἡ ἐδική μου,
θὲ νὰ σοῦ πῶ τὴ σήμερο τίνος κυροῦ παιδί ‘μου,
γιὰ νὰ γνωρίσεις πὼς πολὺ δὲν ἤτονε ν’ ἀφήσει
τὸν πόθο βασιλιοῦ παιδὶ τὸ νοῦ του νὰ νικήσει
μ’ ἄλλο παιδὶ ‘νοὺς βασιλιοῦ, στέκοντας πάντα ὁμάδι
σ’ μιὰ κατοικιά, τόσους καιρούς, ἀπὸ ταχὺ ὣς τὸ βράδυ.
Ξεῦρε λοιπὸ πὼς εἶμαι γιὸς τοῦ βασιλιοῦ τοῦ πλούσου
τσῆ Τσέρτας, τοῦ Θρασύμαχου, τοῦ φίλου τοῦ δικοῦ σου.
Μ’ ἀπεὶς ἡ τύχη ἠθέλησε κι ἔμεινε νικημένος
ἀποὺ τσ’ ὀχθρούς σας καὶ τῶ δυὸ κι ὕστερα σκοτωμένος,
μ’ ἔφερ’ ἐμὲ στὸ σπίτι σου κι εἰς τὴ δική σου χέρα,
γιὰ ν’ ἀποθάνω, σὰ θωρῶ, τὴ σημερνὴν ἡμέρα.
Μ’ ἀνίσως κι εἶσαι βασιλιός, σὰ σ’ ἔχω γνωρισμένο,
καὶ τ’ ὄνομά σου βρίσκεται στὸν κόσμο ξαπλωμένο,
κάμε ὅλο κεῖνο ἀπάνω μου ἁπού ‘θελες θελήσει
κι εἰς τὸ παιδί σου νὰ γενεῖ, ἂ σ’ εἴχασι νικήσει
στὴ μάχη σὰν τὸν κύρη μου κι ἐσένα οἱ ὀχουθροί σου,
κι ὡσὰν ἐμὲ σὲ χέρια ἀλλοῦ νὰ λάχει τὸ παιδί σου.
ΧΟΡ.
Μεγάλο πράμα ἀκούγομε κι ἀλήθεια τὸ κρατοῦμε,
γιατὶ πολλὰ βασιλικὲς τσὶ πράξες του θωροῦμε.
ΒΑΣ.
Τοῦτον ὅσες φορὲς τὸ πεῖς, τὸ λέγεις ψόματά σου,
μὰ σὲ ποτὲ δὲν ἤτονε βασιλικὴ ἡ γενιά σου.
Μὰ μετ’ αὐτὰ τὰ ψόματα θὲς ἔχει κομπωμένη
τὴν Ἐρωφίλην ἀκομή, τὴν τρισκαταραμένη.
Μᾶλλιος λογιάζω πὼς παιδὶ θὲ νά ‘σαι ‘νοὺς ὀχθροῦ μου,
‘νοὺς κακοθελητῆ πολλὰ κι ἐμὲ καὶ τοῦ παιδιοῦ μου,
κι ὄφη μικρὸ σ’ ἀνάθρεψα, γιὰ νὰ μὲ φαρμακέψεις,
καὶ πὼς ὀχθρὸς δὲ γίνεται φίλος νὰ μ’ ἀρμηνέψεις.
ΠΑΝ.
Τοῦτό ‘ναι ἀλήθεια, βασιλιέ, κι ἂν ἔν’ καὶ θὲς σημάδι
πὼς εἶμαι τοῦ Θρασύμαχου, καὶ μαρτυριὲς ὁμάδι,
τό ‘να καὶ τ’ ἄλλο σήμερο σοῦ τάσσω νὰ πλερώσω.
ΒΑΣ.
Καιρὸ στὴν τόση σου ἀτυχιὰ μιὰν ὥρα δὲ θὰ δώσω.
ΠΑΝ.
Θυμήσου κιάς, ἀφέντη μου, πὼς μοναχός μου ἐμπῆκα
σ’ τόσους σου ὀχθροὺς πολλὲς φορὲς καὶ νικητὴς ἐβγῆκα.
ΒΑΣ.
Πάσα σου δούλεψη καλὰ νὰ μείνει πλερωμένη
σοῦ τάσσω, δίχως ἄργητα τώρα, καθὼς τυχαίνει.
Κρατεῖτε τονε, στρατηγοί, κι ἐλᾶτε μετὰ μένα,
διπλοῦ νὰ τοῦ ἀντιμέψομε τὰ μὄχει καμωμένα.
ΧΟΡ.
Μὲ μάνηταν ἐμίσεψε καὶ μὲ θυμὸ μεγάλο,
γιαῦτος, λογιάζω, τὴ ζωὴ τοῦ παίρνει δίχως ἄλλο.
Θεέ μου, βούηθησέ του ἐσύ, γιατὶ ἄλλοι δὲ μποροῦσι,
στὰ χέρια ἁποὺ τονὲ κρατοῦ, βουηθοί του νὰ γενοῦσι.
Τέλος τση 4ης πράξης
Όπως στην αρχαία τραγωδία, έτσι και στην αναγεννησιακή, δεν επιτρεπόταν η αναπαράσταση φόνων επί σκηνής. Αυτοί γίνονταν υποτίθεται, στο εσωτερικό του παλατιού κι υπήρχε μαντατοφόρος για να πληροφορήσει τους υπόλοιπους ήρωες και κατ’ επέκταση το κοινό. Έτσι κι εδώ ένας μαντατοφόρος έρχεται να αφηγηθεί στο χορό των κορασίδων πώς τον Πανάρετο, που τον πήραν από τη σκηνή στη 4η πράξη αλυσοδεμένο και τον οδηγήσανε στο υπόγειο του παλατιού, τον θανάτωσαν «υπηρέτες και δούλοι» με φριχτά βασανιστήρια, παρουσία του βασιλιά, που του ‘δωσε τη χαριστική μαχαιριά στα σωθικά. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο μαντατοφόρος αφηγείται τις ύστατες στιγμές και τα τελευταία λόγια του Πανάρετου. (στ. 139-168)
Πράξη 5η, σκηνή 1η:
Μαντατοφόρος ἁποὺ δηγᾶται τὸ θάνατο
τοῦ Πανάρετου καὶ χορὸς τῶν κορασίδω
ΧΟΡ.
Ὤφου, καρδιὰ σκληρότατη, κι ἄπονη, πῶς ἐμπόρειε
τόση περίσσα παιδωμὴ σ’ τέτοιο κορμὶ κι ἐθώρειε;
ΜΑΝ.
Μὰ κεῖνος ἁποὺ ὁλοτενιὰς δὲν ἦτο ἀποθαμένος,
μὰ ἀπὸ τσὶ πόνους τσὶ πολλούς, σὰν εἶπα, λιγωμένος,
σ’ λιγάκιν ἐσυνήφερε καὶ λέγει: «Μὴν ἀφήσεις
παρὰ νὰ δώσεις μετὰ μὲ τσ’ ἀλύπητής σου φύσης
θροφή, καθὼς τὴν πεθυμᾶ· μ’ ἂν ἔναι δικιοσύνη
στοὺς οὐρανούς, τὴ γδίκια μου κιὰς θέλου κάμει ἐκεῖνοι».
Σ’ τοῦτο φωνιάζει ὁ βασιλιὸς μὲ πλιὰ θυμό, κι ἁρποῦσι
τὴ γλώσσα του καὶ βγάνου τη καὶ χάμαι τὴν πατοῦσι·
καὶ μετὰ τοῦτα τσ’ ἄκουσα τ’ ἀφτιὰ νὰ πεῖ «Ἐρωφίλη»,
τὴν ὥρα ποὺ τὴ ρίξασι στὴ γῆν ἐκεῖνοι οἱ σκύλοι·
καὶ τότες καὶ τ’ ἀμμάτια του τοὺς ὅρισε κι ἐβγάλα
κι εἰσὲ μιὰ κούπα ὁλόχρουση μέσα ζιμιὸ τὰ βάλα,
καὶ μὲ μεγάλη του χαρὰ τὰ πιάνει καὶ θωρεῖ τα
κι ἀπόκεις χάμαι τά ‘ριξε στὸ χῶμα καὶ πατεῖ τα·
καὶ πλιὰ ἄγριος μέσα στὴ χαρὰ τῶν ἔδειξε σημάδι
καὶ τὰ καημένα χέρια του τοῦ κόψασιν ὁμάδι,
κι ὡσὰν τὸν ἔκαμε καθὼς γροικᾶτε, τοῦ σιμώνει
κι ὅσον ἐμπόρειε πλιὰ ψηλὰ τὰ χέρια του σηκώνει,
καὶ τὸ μαχαίρι τ’ ἄπονο στὰ σωθικὰ τοῦ βάνει
κι ἀλύπητα τὸν ἔσφαξε· μὰ πρίχου ν’ ἀποθάνει,
σὰ λιόντας ἐμουγκίστηκε καὶ τὰ πρικιά του χείλη
δυὸ τρεῖς φορὲς ἀνοίξασι νὰ ποῦσιν «Ἐρωφίλη»
σ’ τσ’ ὕστερους ἀναστεναμούς, μὰ λείποντας ἡ γλώσσα
τ’ ὄνομα μόνο τὸ γλυκὺ δίχως λαλιὰν ἐδῶσα·
κι ὅσοί ‘χα πόνο στὴν καρδιὰ κι ἀγάπην ἐγνωρίσα,
πὼς «Ἐρωφίλη» ἐλέγασι καλότατα ἐγροικῆσα.
ΧΟΡΟΣ
Πέτρινην ἔχει τὴν καρδιὰ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούσει
καὶ τὸ ζιμιὸ τ’ ἀμμάτια του βρύσες νὰ μὴ γενοῦσι.
Μετά την αναχώρηση του μαντατοφόρου, μπήκε στη σκηνή ο βασιλιάς με άντρες που βαστούσαν ένα καλάθι με «τα μέλη του Πανάρετου», όπως μας πληροφορούσε η σχετική σκηνική οδηγία, και εκφώνησε έναν μονόλογο όλο έπαρση για την εκδίκηση που πήρε. Διακόπτει όταν βλέπει να μπαίνει η κόρη του, συνοδευόμενη από τη νένα της. Στο απόσπασμα εδώ, ο βασιλιάς υποκρίνεται ότι συγχώρεσε το σφάλμα της Ερωφίλης κι εκείνη τον πιστεύει, από τη στιγμή μάλιστα που της προσφέρει κι ένα “γαμήλιο δώρο“, το βατσέλι που ‘χαν αφήσει νωρίτερα στη σκηνή οι άνθρωποί του… (στ. 327-368)
σκηνή 3η:
Ερωφίλη, Βασιλέας & Νένα
ΒΑΣ.
Καλῶς τὴ θυγατέρα μου τὴν πολυαγαπημένη,
ὁποὺ ποτὲ ἐκ τὸν ὁρισμὸ τ’ ἀφέντη τση δὲ βγαίνει.
Τόπο μᾶς δός, Χρυσόνομη, κι ἔλα σ’ λιγάκι πάλι,
γιατὶ δὲ θέλω, τὸ θὰ πῶ, νὰ τὸ γροικήσουν ἄλλοι.
ΕΡΩ.
Μισεύγει ἡ νένα μου ἀπὸ δῶ καὶ πλιότερα τρομάσσω,
παρὰ νὰ σκοτεινιάζουμου μόνια μου σ’ ἄγριο δάσο.
ΒΑΣ.
Καλὰ καὶ ταραχὴ πολλὴ μὄδωκε, θυγατέρα,
τὸ σφάλμα σου τ’ ἀμέτρητο τὴ σημερνὴν ἡμέρα,
κι ὁ νοῦς μου νὰ σκοτείνιασε καὶ ν’ ἅψεν ἡ καρδιά μου,
καὶ νά ‘λεγα τὸ πὼς ποτὲ δὲν παύτει ἡ μάνητά μου,
μ’ ὅλον ἐτοῦτο, βάνοντας στὸ λογισμό μου πάλι
τὸν πόνο τὸν ἀξείκαστο, τὴν πρίκα τὴ μεγάλη
ἁπού ‘χα πάρει στό ‘στερο, ἂ σ’ εἶχα θανατώσει,
σὲ καλοσύνην ἔστρεψα τὴ μάνητα τὴν τόση,
κι ἀγδίκιωτο ἀποφάσισα ν’ ἀφήσω τὸ θυμό μου,
κι ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ‘φταιξε, νὰ κάμω καὶ γαμπρό μου·
ἔτσι, ἐδεκεῖ ποὺ βρίσκετο κι ἀνίμενε νὰ σώσω,
τυραννισμένο θάνατο κι ἄπονο νὰ τοῦ δώσω,
ἐπῆγα κι ηὕρηκά τονε κι ἔκαμα νὰ γροικήσει,
μὲ σπλάχνος μεγαλότατο πὼς τοῦ ‘χα συμπαθήσει·
κι ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἤξευρα μηδ’ ἄκουσά το πλέα,
πὼς εἶναι τοῦ Θρασύμαχου παιδὶ τοῦ βασιλέα,
μοῦ ‘πε, τὸ ποιό πρωτύτερας ἂν ἤθελα γροικήσει,
τόσα περίσσα καὶ πολλὰ δὲν ἤθελα μανίσει.
ΕΡΩ.
Μά τὴν ἀλήθεια, ἀφέντη μου, ποτέ του τέτοιο πράμα
δὲ μοῦ ‘πε, καὶ γροικώντας το τό ‘χω μεγάλο θάμα,
κι ὄχι γιατ’ εἶναι βασιλιοῦ παιδί, γιατὶ ἔτοια χάρη
νά ‘χει δὲν ἠμπορεῖ παρὰ βασιλικὸ κλωνάρι,
μὰ μοναχὰς γιατὶ κουρφὸ τόσο καιρὸ τὸ κράτειε
καὶ μὲ διχῶς περηφανειὰ στὸν κόσμον ἐπορπάτειε!
ΒΑΣ.
Ἔτσ’ εἶναι, θυγατέρα μου, κι εὐχαριστῶ τὴ μοίρα,
κιὰς ἁποὺ μ’ ἔκαμε παιδὶ ‘νοὺς βασιλιοῦ κι ἐπῆρα.
Γιὰ κεῖνον ἔκραξα κι ἐσέ, γιὰ νὰ σοῦ συμπαθήσω,
σὰν κι ἐκεινοῦ ἐσυμπάθησα στὸ σφάλμα του τὸ πλῆσο.
Τὸ πράμα ἁπού ‘καμες λοιπὸ στανιῶς μου, συχωρῶ σου,
κι ἄντρας ἂς εἶ ὁ Πανάρετος, σὰν τονὲ θές, δικός σου,
κι ἂς εἶναι τ’ ὄχι θέλημα, κι ὄρεξη τὸ στανιό μου,
προξενητὴς ὁ πόθος σας, βουηθὸς τὸ ριζικό μου.
Κι ὀγιὰ νὰ γνώσεις πλιὰ καλλιὰ πὼς ἐσυμπάθησά σου,
θέλω γι’ ἀγάπη μου ἀκομὴ νὰ πάρεις χάρισμά σου
τὰ πράματα ἁποὺ βρίσκονται σ’ ἐτοῦτο τὸ βατσέλι·
σίμωσε, δέ τα· χάρισμα πλῆσο φανῆ σου θέλει.
Το απόσπασμα αυτό περιλαμβάνει ολάκερη τη σκηνή που αποτελεί ένα θρηνητικό μονόλογο της Ερωφίλης μπρος στα κομμένα μέλη του αγαπημένου της (καρδιά, χέρια και κεφάλι), που της πρόσφερε ο πατέρας της σα “γαμήλιο δώρο” μες σε καλάθι. Ο βασιλιάς έφυγε από τη σκηνή όλο έπαρση και κακία κι άφησε μόνη τη κόρη του (είχε διώξει ήδη τη παραμάνα) για να θρηνήσει πιότερο, όπως γεμάτος ειρωνεία τής είπε. (στ. 435-524)
σκηνή 4η:
Ερωφίλη μόνη
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ὢ κύρη μου, μὰ κύρη πλιὸ γιάντα νὰ σ’ ὀνομάζω
κι ὄχι θεριὸν ἀλύπητο κι ἄπονο νὰ σὲ κράζω,
πειδὴ περνᾶς στὴν ὄρεξη πάσα θεριὸ τοῦ δάσου,
καὶ πλιὰ ἄγρια παρὰ λιονταριοῦ μοῦ ‘δειξες τὴν καρδιά σου.
Θεριὸ λοιπὸ ἀνελύπητο παρὰ θεριὸ κιανένα,
γιὰ ποιά ἀφορμὴ δὲν ἔσφαξες τὴν ταπεινὴ κι ἐμένα;
Μὰ κεῖνο ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ χέρι τ’ ἄπονό σου
θέλω τὸ κάμει μόνια μου κιὰς μὲ τὸ στανικό σου,
γιατὶ δὲ μοῦ ‘ναι μπορετό, μηδὲ ποτὲ τυχαίνει,
μιὰν ὥρα ἀποὺ τὸ ταίρι μου νὰ ζῶ ξεχωρισμένη.
Ταίρι ἀκριβό μου καὶ γλυκύ, φῶς καὶ παρηγοριά μου,
καὶ πῶς σὲ βλέπου τσῆ φτωχῆς τὰ μάτια τὰ δικά μου,
καὶ μ’ ὅλο τοῦτο δύνουνται τὰ μέλη μου καὶ ζιοῦσι,
τ’ ἀμμάτια μου καὶ βλέπουσι, τὰ χείλη καὶ μιλοῦσι;
Πάντα, ἀκριβέ μου, ταίρι μου, μ’ ἔθρεφεν ἡ θωριά σου·
τώρα στὸν Ἅδη τὴ φτωχὴ μὲ βάνει ἡ ἀσκημιά σου,
κι ἀλλοῦ τ’ ἀμμάτια μου, ὢχ ὀϊμέ, στανιό τως συντηροῦσι,
γιατὶ ἔτσι σὰ σ’ ἐκάμασι τρέμου νὰ σὲ θωροῦσι.
Πανάρετέ μου ἀφέντη μου, ποῦ ‘ν’ τὰ πολλά σου κάλλη,
ποῦ κείνη ἡ νόστιμη θωριὰ καὶ πάσα χάρη σου ἄλλη;
Ποῦ ‘ναι τὰ μάτια τὰ γλυκιά, ποιόν ἄπονο μαχαίρι
σοῦ τά ‘βγαλε κι ἐτύφλωσεν ἐμέ, ἀκριβό μου ταίρι;
Στόμα μου νοστιμότατο καὶ μοσκομυρισμένο,
βρύση ὁλωνῶ τῶν ἀρετῶ, ζαχαροζυμωμένο,
γιάντα τὰ πλουμισμένα σου καὶ τὰ γλυκιά σου χείλη
τὴ δούλη σου δὲν κράζουσιν, ὀϊμέ, τὴν Ἐρωφίλη;
Γιάντα σωπᾶς στὸν πόνο μου, γιάντα στὰ κλαήματά μου
δὲ συντυχαίνεις δυὸ μικρὰ λόγια σ’ παρηγοριά μου;
Μὰ δίχως γλώσσα ἀπόμεινες καὶ πῶς νὰ μοῦ μιλήσεις,
πῶς τὴν πολλὰ βαρόμοιρη νὰ μὲ παρηγορήσεις;
Πῶς νὰ μοῦ παραπονεθεῖς, πῶς νὰ μοῦ πεῖς «ψυχή μου,
γιὰ σένα μόνο θάνατον ἐπῆρε τὸ κορμί μου;»
κι ἐσᾶς, χεράκια μου ἀκριβά, ποιά χέρια ἀποκοτῆσα
κι ἄπονα ἀποὺ τὸ δόλιο σας κορμὶ σᾶς ἐχωρίσα;
Χέρια, ποὺ σᾶς ἐτύχαινε σκῆπτρο νὰ σᾶς βαραίνει
καὶ μοναχὰ νὰ δίδετε νόμο στὴν οἰκουμένη!
Γιὰ ποιά ἀφορμὴ δὲν πιάνετε τὰ χέρια τὰ δικά μου,
γιάντα στὸ στῆθος σπλαχνικὰ κι ἀπάνω στὴν καρδιά μου
δὲν γγίζετε, ν’ ἀλαφρωθεῖ, τσὶ πόνους τση νὰ χάσει,
κι ἐτούτη τὴν τρομάρα τση τὴν τόση νὰ σκολάσει;
Καὶ σύ, καρδιὰ ἀντρωμένη μου, τοῦ πόθου φυλαχτάρι,
ποιόν ἦτο κεῖνο τ’ ἄπονο κι ἀγριότατο λιοντάρι
ποὺ σ’ ἔβγαλε ἐκ τὸν τόπο σου κι αἱματοκυλισμένη
τ’ ἀμμάτια μου νὰ σὲ θωροῦ μ’ ἔκαμε τὴν καημένη;
Καρδιά μου ἀγαπημένη μου, γλυκότατη καρδιά μου,
πόσα τοῦ πόθου βάσανα εἶχες γιὰ ὄνομά μου!
Πάντά ‘ζιες μ’ ἀναστεναμοὺς κι ἐθρέφουσου μὲ πρίκες,
κι εἰς τό ‘στερο ἀνασπάστηκες κι ἐκ τὸ κορμί σου βγῆκες,
γιὰ νὰ μπορῶ τριγύρου σου νὰ δῶ πὼς εἶν’ γραμμένο
τ’ ὄνομα τσ’ Ἐρωφίλης σου τὸ πολυαγαπημένο.
Ὤφου, πρικύ μου ριζικὸ κι ἀντίδική μου μοίρα,
πόσα γοργὸ μ’ ἐκάμετε νύφη γιαμιὰ καὶ χήρα!
Μοίρα κακὴ γιὰ λόγου μου, κομπώτρα κι ὀχθρεμένη,
σ’ ποιό τέλος μ’ ἐκατάφερες τὴν πολυπρικαμένη!
Ποιό πράμα μ’ ἄξωσες νὰ δῶ, ποιά πρίκα νὰ γνωρίσω,
ποιά παιδωμή, ποιό βάσανο, ποιόν πόνο νὰ γροικήσω!
Ποῦ κεῖνα πού ‘λεγες τοῦ νοῦ, ποῦ κεῖνα ποὺ ἀπὸ σένα
τ’ ἀμμάτια μου ἀνιμένασι νὰ δοῦσι τὰ καημένα;
Χαρὲς περίσσες μοῦ ‘τασσες, καὶ πρίκες μὲ γεμώνεις·
ζήση κι ἀνάπαψη πολλή, καὶ θάνατο μ’ ἀξώνεις.
Λαμπρὸ τὸν ἥλιο μοῦ ‘δειξες κι ἔλπιζα καλοσύνη,
μὰ τὸ ζιμιὸ θαμπώθηκε κι ἄγριος καιρὸς ἐγίνη.
Χρουσὸ στεφάνιν ἔβαλες ἀπάνω στὴν κορφή μου,
κι ὄφης ἐγίνηκε ζιμιὸ κι ἐπῆρε τὴ ζωή μου·
πολλὴ δροσὰ μ’ ἐπότισες, μά ‘το φαρμακεμένη
κι ὀλπίζοντας πὼς θρέφομαι, μένω θανατωμένη.
Τὴν πόρτα τσῆ Παράδεισος μ’ ἄνοιξες, κι ἀπὸ κείνη
στὴν Κόλαση μ’ ἐπέρασες κι ἀλύπητα μὲ κρίνει.
Ψευτὸ καλὸ μοῦ χάρισες κι ὡς ὄνειρον ἐχάθη,
σὰ χόρτον ἐξεράθηκε, σὰ ρόδον ἐμαράθη·
σὰν ἀστραπὴ ἧψε κι ἔσβησε κι ἔλυσε σὰν τὸ χιόνι,
σὰ νέφαλον ἐσκόρπισε στὸν ἄνεμο, σὰ σκόνη.
Μὰ δὲ φυρᾶς τὰ πάθη μου, δὲ μοῦ λιγαίνεις πρίκα,
κι οἱ κρίσες μου κι οἱ πόνοι μου παντοτινοὶ ἐγενῆκα·
καὶ πλιότερη τὴν παιδωμὴ γιὰ νά ‘χω καὶ τὰ βάρη,
τὰ πάθη μου δὲν ἔχουσι νὰ μὲ σκοτώσου χάρη.
Μὰ κεῖνο ποὺ δὲ δύνεται τόσος καημὸς νὰ κάμει,
θέλει τὸ κάμει ἡ χέρα μου καὶ τὸ μαχαίρι ἀντάμι ·
στὸν Ἅδην ἂς μὲ πέψουσι, κι ὁ κύρης ἄπονός μου,
τὴ βασιλειά του ἂς χαίρεται καὶ τσὶ χαρὲς τοῦ κόσμου.
Στῆθος μου κακορίζικο, καρδιά μου πρικαμένη,
πόσά ‘τονε καλύτερο ποτέ μου γεννημένη
στὸν κόσμο νὰ μὴν εἶχα ‘σται, πόσά ‘τονε καλλιά μου,
λάμψη ἥλιου νὰ μὴ δούσινε τ’ ἀμμάτια τὰ δικά μου.
Τὸ πνέμα σου, Πανάρετε, ταίρι γλυκότατό μου,
παρακαλῶ σε νὰ δεχτεῖ τὸ πνέμα τὸ δικό μου,
σ’ ἕνα νὰ στέκομέστανε τόπο, καὶ μιὰν ὁμάδι
Κόλαση γὴ Παράδεισο νὰ γνώθομε στὸν Ἅδη.
Πανάρετε, Πανάρετε, Πανάρετε, ψυχή μου,
βούηθα μου τσῆ βαρόμοιρης καὶ δέξου τὸ κορμί μου.
(Εδῶ πιάνει τὸ μαχαίρι ὁποὺ ἤτονε στὸ βατσέλι καὶ
σφάζεται καὶ πέφτει σκοτωμένη καὶ εἰς λιγάκιν ἔρχουνται
οἱ κορασίδες τση γυρεύοντάς τηνε).
Μετά την αυτοκτονία της Ερωφίλης, μπήκανε στη σκηνή η νένα με τις κοπέλες του χορού και τη βρήκαν αιμόφυρτη με το μαχαίρι στο χέρι και τα μέλη του Πανάρετου δίπλα της. Όταν τελειώνει η νένα το μοιρολόγι της, μπαίνει στη σκηνή ο βασιλιάς, αμετανόητος ακόμη και μπρος στη θέα της νεκρής κόρης του, όπως φαίνεται στο απόσπασμα που ακολουθεί. Οι κοπέλες του χορού, για ν’ αποδώσουν τη πολυπόθητη σ’ όλο το έργο δικαιοσύνη, ορμούνε πάνω του και τονε σκοτώνουν. Εμφανίζεται τότε, 2η φορά, το φάντασμα του αδελφού του, ικανοποιημένο με την εξέλιξη. Οι κορασίδες της Ερωφίλης παίρνουν το νεκρό σώμα της στο παλάτι για να το θρηνήσουνε κι οι γυναίκες του χορού, αφού πουν ένα σύντομο τελευταίο χορικό με το οποίο κλείνει το έργο, «σέρνου το βασιλιά μέσα και χάνεται», όπως υποδεικνύει η σκηνική οδηγία. (στ. 607-674)
σκηνή 6η:
Βασιλέας, Νένα, Χορός Κορασίδων, Ασκιά
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Ἀφέντη, τὴν καημένη μας κερὰ τὴν πρικαμένη
σὰν ἤθελεν ἡ μοίρα μας, βλέπομε σκοτωμένη
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Καὶ τίς τὴν ἐθανάτωσε;
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Τοῦτα καὶ τὸ μαχαίρι
τὴ θανατῶσα, ἀφέντη μου, μὲ τὸ δικό τση χέρι.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Κι ὀμπρός σας ἐσκοτώθηκε;
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Χάμαι ξεψυχημένη
τὴν ηὕραμε, ὅντεν ἤρθαμε.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δὲν πρέπει ν’ ἀνιμένει
γεῖς ἁπ’ ἐργάζεται κακά, παρὰ τὸ τέλος νά ‘χει
κακὸ περίσσσα κι ἄτυχο σ’ ὅποια μερὰ κι ἂ λάχει.
Θλίβομαι καὶ πρικαίνομαι πὼς χάνω τὸ παιδί μου,
μὰ πὼς τελειώνει μετ’ αὐτὴ σήμερο ἡ ἐντροπή μου
χαίρομαι τόσο, ἁποὺ ποσῶς τὴν πρίκα αὐτὴ δὲ χρήζω,
μάλλιοστας πλιὰ πασίχαρος παρὰ ποτὲ γυρίζω·
γιατὶ μὲ διχωστὰς τιμὴ τὰ πλούτη δὲ φελοῦσι,621
κι ὅποιοι ἀπομένου μ’ ἐντροπὴ δὲν ἠμπορὰ κραχτοῦσι
σ’ τοῦτο τὸν κόσμο ζωντανοί.
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Τὸ πράμαν ἁποὺ κρίνει
τῆς ἀφεντιᾶς σου ἡ φρόνεψη, μηδένας τ’ ἀντιτείνει ·
μηδὲ τυχαίνει, οὐδὲ μπορεῖ· μ’ ἄλλοι παρὰ παιδί σου
τόση μεγάλη βασιλειὰ νὰ θὰ κλερονομήσου
κρίμα πολὺ μοῦ φαίνεται, κι ἔχω καὶ γροικημένο
πὼς τὸ συμπάθιο μοναχὰς στὸν κόσμο γεννημένο
βρίσκεται ἀποὺ τὸ φταίσιμο, κι ἀλύπητους καλοῦσι
τσ’ ἀθρώπους ἁποὺ φταίσιμο δὲ θὲ νὰ συμπαθοῦσι.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τοῦτο μπορέσειν ἤθελε νὰ λέγεται γιὰ τσ’ ἄλλους
κι ὄχι ποτὲ γιὰ βασιλιοὺς τόσα στὴ γῆ μεγάλους.
Μ’ ἂν ἔν’ καὶ κλερονόμος μου δὲ βρίσκεται παιδί μου,
τ’ ὄνομα κλερονόμος μου θέλ’ εἶσται κι ἡ τιμή μου,
καὶ σώπασε τὰ λόγια σου, γὴ τάσσω σου κι ἐσένα,
γιατὶ ἦρθες τὴ δασκάλισσα νὰ κάμεις μετὰ μένα,
πὼς τσῆ κερᾶς σου συντροφιὰ στὸν Ἅδη νὰ σὲ πέψω,
κι ἄλλα νὰ λέγεις φρόνιμα λόγια νὰ σ’ ἀρμηνέψω.
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Κλιτή, ὅσο μοῦ ‘ναι μπορετό, στὰ πόδια τσ’ ἀφεντιᾶς σου
πέφτω ἡ φτωχή, καὶ ταπεινὰ τὴν ὑψηλότητά σου
παρακαλῶ στὰ μίλησα συμπάθιο νὰ μοῦ δώσει,
γιατὶ σὲ τοῦτο μ’ ἔφερε μόνον ἡ πρίκα ἡ τόση.
(Εἰς τοῦτο γονατίζοντας κάμνει ἀτή τση πὼς ἀγκαλιάζει
τὰ πόδια του νὰ τὰ φιλήσει κι ἐκείνη τὰ σφίγγει καὶ ρίχτει
τονε χάμαι· ἀπέκεις κράζει ὅλες νὰ ράξουν γιὰ νὰ τονὲ
σκοτώσουσι).
Γυναῖκες μου, ὅλες τρέξετε νὰ κάμομεν ὁμάδι
τοῦτο τὸν ἀπονότατο νὰ κατεβεῖ στὸν Ἅδη.
(Ἐδῶ ράσσουσιν ὅλες καὶ κολοῦσι του).
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Βουηθήσετέ μου, δοῦλοι μου, τρέξετε, στρατηγοί μου,
κι ἄπονα μὲ πληγώνουσι καὶ παίρνου τὴ ζωή μου.
(Ἐδῶ τονὲ σκοτώνουσι κι εἰς τοῦτο βγαίνει ἡ ἀσκιὰ τοῦ
ἀδερφοῦ του καὶ στένεται ἀπὸ πάνω του καὶ λέγει):
ΑΣΚΙΑ
Τοῦτον ἐστέκουμου νὰ δῶ τὸ τέλος στὸ κορμί σου·
τώρα ἂς κατέβει μετὰ μὲ στὸν Ἅδην ἡ ψυχή σου,
νά ‘χει κι ἐκεῖ τσὶ παιδωμὲς πάντα, καθὼς τυχαίνει,
τόση μεγάλη σου ἀτυχιὰ νὰ μείνει πλερωμένη.
ΝΕΝΑ
Γυναῖκες μου, τὴν ἀπονιὰ σκολάσετε τὴν τόση,
τὸ θάνατο μὲ θάνατο σώνει σας νὰ πλερώσει.
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Ἄπονος κι ἀνελύπητος εἶν’ ὅποιος τὸ κατέχει
κι εἰς τοῦτον ἁποὺ κάμαμε λύπηση λίγην ἔχει.
ΝΕΝΑ
Ὢ βασιλιὲ κακότυχε, ὢ πλῆσα κακομοίρη,
Παρὰ κιανέναν ἄθρωπο, παρὰ κιανένα κύρη·
σήμερο ἐπέτας σ’ τσ’ οὐρανοὺς κι ἔβανες εἰς τὸ νοῦ σου
χαρὲς καὶ καλοριζικιὲς ἐσὲ καὶ τοῦ παιδιοῦ σου,
κι ἐσένα πρίκες σ’ ηὕρασι, θάνατοι σ’ ἐπλακῶσα
καὶ τ’ ὄνομά σου ἐλειώσασι, τσὶ δόξες σου ἐτελειῶσα.
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Τί στέκομέστα πλιὸν ἐδῶ, τί καρτεροῦμε πλιά μας;
Στὴν κάμερά τση ἂς πάγομε τὴ δόλια τὴν κερά μας,
τὸ ξόδι τση νὰ κάμομε μὲ πόνο καὶ μὲ θλίψη,
κι οὐδὲ κιαμιὰ ἀπὸ λόγου μας τιμὴ μηδὲ τσῆ λείψει·
κι ἐτοῦτον ἂς ἀφήσομε τὸν ἄπονο, νὰ βγοῦσι
σκύλοι, σὰν εἶναι τὸ πρεπό, νὰ τονὲ μοιραστοῦσι.
Πιάστε τη, κορασίδες μου, πιδέξα ὅσο μπορεῖτε·
μάτια μου κακορίζικα, κιἴντά ‘ναι τὰ θωρεῖτε!
(Εἰς τοῦτο τὴ σηκώνουσιν οἱ κορασίδες τση καὶ πᾶσι μέσα
μὲ τὴν νένα κὶ ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν, ἀπομένοντας καὶ
λέγοντας τὰ κατωγεγραμμένα βέρσα, σέρνου καὶ τὸ βασιλιὰ
μέσα καὶ χάνεται).
ΧΟΡΙΚΟ
ΧΟΡΟΣ
Ὤ, πόσα κακορίζικους, πόσα λολοὺς νὰ κράζου
τυχαίνει κείνους ἁποὺ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ λογιάζου
πὼς εἶναι καλορίζικοι κι εἰς τ’ ἄστρη πὼς πετοῦσι
γιὰ πλοῦτος, δόξες καὶ τιμὲς ἁποὺ σ’ αὐτοὺς θωροῦσι!
Γιατὶ ὅλες οἱ καλομοιριὲς τοῦ κόσμου καὶ τὰ πλούτη
μιὰ μόνο ἀσκιά ‘ναι στὴ ζωὴ τὴν πρικαμένη τούτη,
μιὰ φουσκαλίδα τοῦ νεροῦ, μιὰ λάβρα ποὺ τελειώνει
τόσα γοργὸ ὅσο πλιὰ ψηλὰ τσὶ λόχες τση σηκώνει.
ΤΕΛΟΣ ΤΣΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
———————————————————-
Στη σειρά μας 2ο είναι ο Κατσούρμπος και με αυτό θα συνεχίσω. Βέβαια, λίγα λόγια κι απόσπασμα…
Κατσούρμπος
Είναι κωμωδία γραμμένη σε 15σύλλαβο ιαμβικό στίχο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Είναι η 1η χρονολογικά κωμωδία της Κρητικής λογοτεχνίας. Ο ακριβής χρόνος γραφής της είναι άγνωστος αλλά από αναφορές σε γεγονότα της επικαιρότητας συμπεραίνεται πως γράφτηκε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1580, πάντως πριν το 1600. Η ονομασία Κατσούρμπος προήλθε από έναν ήρωα της κωμωδίας, τον δούλο Κατσούρμπο.
Το έργο έχει την κλασική δομή της λόγιας ιταλικής κωμωδίας (commedia erudita), δηλαδή πρόλογο και πέντε πράξεις. Τηρείται η απαραίτητη για το νεοκλασικό δράμα ενότητα χώρου, τόπου και χρόνου. Το έργο διαδραματίζεται στο Κάστρο (Ηράκλειο) στη διάρκεια μιας ημέρας, από νωρίς το πρωί έως το βράδυ. Μέχρι την αρχή της πρώτης πράξης έχουν παρουσιαστεί τα βασικά πρόσωπα και έχει εκτεθεί η κατάσταση. Στις επόμενες πράξεις η υπόθεση περιπλέκεται και στο τέλος της τέταρης πράξης εμφανίζονται σταδιακά τα μέσα για την επίλυση της υπόθεσης. Κεντρικά πρόσωπα είναι δύο νέοι, ο Νικολός και η Κασσάντρα, η θετή μητέρα της Κασσάντρας, η «πολιτική» (εταίρα) Πουλισένα, ο γερο-Αρμένης και ο πατέρας του Νικολού Γιάκουμος. Επίσης εμφανίζονται και τα τυπικά πρόσωπα της λόγιας ιταλικής κωμωδίας˙ ο «μπράβος» Κουστουλιέρης είναι ο τύπος του καυχησιάρη αλλά δειλού στρατιωτικού. Συχνά καμαρώνει για τις πολεμικές του ικανότητες και τα κατορθώματά του, αλλά στην πράξη γελοιοποιείται και από τον δούλο του και από τον Δάσκαλο, ενώ είναι άτυχος και στην ερωτική του ζωή, αφού η Πουλισένα τον διώχνει χωρίς να φοβηθεί τις απειλές του. Ο Δάσκαλος φοράει μπαλωμένα ρούχα, με αποτέλεσμα να τον περάσουν για ζητιάνο. Του αρέσει να δίνει συμβουλές και να χρησιμοποιεί στην ομιλία του ιταλικά και λατινικά με αποτέλεσμα να μην γίνεται κατανοητός και να δημιουργούνται συχνά παρεξηγήσεις. Οι «ρουφιάνες» γειτόνισσες Αννέζα και Αρκολιά είναι τυποποιημένες μορφές της ιταλικές κωμωδίας, όπως και οι υπηρέτριες («φαμέγιες») Αννούσα και Αννίτσα. Οι υπηρέτες παρουσιάζονται τέλος με τυποποιημένες μορφές: ο Κατσάραπος είναι ο «φαγάς», εμφανίζεται στη σκηνή πεινασμένος ή μεθυσμένος, με το μυαλό του στο φαγητό και συχνά ξεχνάει τις εντολές του αφεντικού του. Ο Μούστρουχος είναι ο πονηρός και κλέφτης, που με διάφορες μικροαπατεωνιές κερδίζει χρήματα. Ο Κατσούρμπος χαρακτηρίζεται ως «ριδικολόζος» (κωμικός). Οι εμφανίσεις του και τα λόγια του συχνά προκαλούν γέλιο. Το σκηνικό απεικονίζει «χώρα με πόρτες και στενά» και το παράθυρο της Πουλισένας.
Υπόθεση είναι ο έρωτας του Νικολού και της Κασσάντρας. Εμπόδιο στο γάμο είναι η θετή μητέρα της κοπέλας, που προσπαθεί να την κάνει ερωμένη του γέρο-Αρμένη. Ο Νικολός προσπαθεί να παρεμποδίσει τη σχέση, με τη βοήθεια της Αρκολιάς. Εξαιτίας όμως της άλλης ρουφιάνας, της Αννέζας, φανερώνονται τα σχέδια στη γυναίκα του Αρμένη και στον πατέρα του Νικολού. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι η Κασσάνδρα είναι κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι, και έτσι οι δύο νέοι είναι ελεύθεροι να πραγματοποιήσουν το γάμο τους.
Γύρω από την κύρια υπόθεση εμπλέκονται τα διάφορα κωμικά επεισόδια στα οποία πρωταγωνιστούν ο μπράβος, ο Δάσκαλος και οι δούλοι. Αυτές οι κωμικές σκηνές είναι χαλαρά δεμένες με την εξέλιξη της υπόθεσης και αποτελούν τυπικό στοιχείο της ιταλικής αλλά και της κρητικής κωμωδίας.
Το μοτίβο της εύρεσης του χαμένου παιδιού είναι χαρακτηριστικό μοτίβο του ιταλικού θεάτρου και εμφανίζεται και στις άλλες δύο σωζόμενες κωμωδίες. Δεν έχει βρεθεί όμως συγκεκριμένο ιταλικό πρότυπο του Κατσούρμπου και εξαιτίας της απλούστερης πλοκής του έργου σε σχέση με τα αντίστοιχα ιταλικά, δεν είναι πιθανό να έχει ακολουθήσει πιστά κάποιο συγκεκριμένο έργο. Υπάρχουν βέβαια αναλογίες σε αρκετές σκηνές με διάφορες ιταλικές κωμωδίες.
Κεντρικό θέμα της κωμωδίας είναι ο έρωτας, που εμφανίζεται με διάφορες μορφές, από τον νεανικό έρωτα του Νικολού και της Κασσάντρας έως της κωμικές περιπέτειες του γερο-Αρμένη και την γελοιοποίηση του μπράβου και του δασκάλου. Στις σκηνές των διαλόγων μεταξύ των δύο νέων ο έρωτας εκφράζεται με λυρικό τρόπο, αλλά αυτού του είδους οι λυρικές ερωτικές εξομολογήσεις γίνονται συχνά και αντικείμενο ειρωνίας: ο δούλος του Νικολού σχολιάζει τη συμπεριφορά του ερωτευμένου αφέντη του και παρωδεί την ερωτική εξομολόγησή του.
Η ειρωνεία ως χιούμορ χρησιμοποιείται συχνά και σε άλλες σκηνές, όπως αυτή στην οποία οι «ρουφιάνες» επαινούν την Πουλισένα για τον «σωστό» τρόπο ανατροφής της Κασσάντρας και της δίνουν συμβουλές για το πώς να έχει πολλούς «αγαπητικούς» για να κερδίζει πολλά χρήματα. Το κωμικό στοιχείο δεν επιτυγχάνεται μόνο χάρη στο λεκτικό χιούμορ, αλλά και μέσω κωμικών σκηνών, όπως αυτές στις οποίες δημιουργούνται παρεξηγήσεις και προβλήματα επικοινωνίας εξαιτίας των ιταλικών και των λατινικών που χρησιμοποιεί ο Δάσκαλος και γίνονται αφορμή για έξυπνα λογοπαίγνια, και αυτές στις οποίες ο μπράβος γελοιοποιείται και ταπεινώνεται σε μονομαχίες. Από το χιούμορ της κωμωδίας απουσιάζουν οι βωμολοχίες.
Ο Κατσούρμπος χαρακτηρίζεται ως η καλύτερη από τις κωμωδίες του κρητικού θεάτρου[1] χάρη σε δραματουργικά πλεονεκτήματα (γρήγορη δράση, επιτυχημένα κωμικά στοιχεία, διαγραφή των χαρακτήρων). Αδυναμία μπορεί να θεωρηθεί η έλλειψη αληθοφάνειας στην αιτιολόγηση του πώς η ταυτότητα της Κασσάντρας δεν είχε γίνει προηγουμένως αντιληπτή από τους γονείς της, αφού είχε διατηρήσει το όνομά της και γνώριζε τα ονόματα των γονέων της.
Η γλώσσα του Κατσούρμπου, όπως και τα άλλα έργα του Χορτάτση, έχει ως βάση το δυτικό κρητικό ιδίωμα αλλά με παράλληλη χρήση στοιχείων του ανατολικού. Είναι όμως απλούστερη από τα άλλα θεατρικά του, γεγονός που εξηγείται από το είδος του έργου. Ο λόγος είναι πιο απλός, με συντομότερες προτάσεις, και η γλώσσα προσεγγίζει περισσότερο την ομιλουμένη, με συχνή χρήση λέξεων που προέρχονται από τα ιταλικά και συγκεκριμένα από την βενετσιάνικη διάλεκτο.
Προς τον εκλαμπρότατον και ευγενέστατον
κύριο Mαρκαντώνιο Bιάρο εις τα Xανιά
…
Aφιέρωση
Πανώρια, θυγατέρα μου, στην Ίδα γεννημένη,
με πόθον εκ τον κύρη σου κι έγνοια αναθρεμμένη,
εις τα βουνά δεν πρέπει πλιο κι εις δάση να γυρίζης,
να μη θωρής τσι λυγερές, τσι νιους να μη γνωρίζης,
να μη δουλεύγης κορασιώ, να μη τζι συντροφιάζης
κι εις τό μπορείς κιαμιά φορά να τσι περιδιαβάζης.
Έβγα λοιπό εκ τα δάσητα και απού τις αγριγιάδες,
απού τσι κάψες μίσσεψε, λείψε απού τσι κρυγιάδες
και πήγαινε σπουδακτική ‘ς μια χώρα τιμημένη,
τση Kρήτης ομορφύτερη, του κόσμου ζηλεμένη.
Kυδώνια τήνε κράζουσι κι οι χώρες την τιμούσι
οι άλλες όλες του νησιού κι’ ως θεά την προσκυνούσι
για τσι πολλές τση χάριτες, μα πλια, γιατί σ’ εκείνη
η φρονιμάδα κατοικά και στέκι η καλοσύνη.
K’ εκεί σαν έμπης, ρώτηξε, όποιος κι’ α σ’ απαντήξη,
τ’ αφέντη μας του βγενικού το σπίτι να σου δείξη,
τ’ αφέντη Mαρκαντώνιο Bιάρο του τιμημένου,
τ’ αρχοντικού, του φρόνιμου, τ’ άξου και παινεμένου,
απ’ εγεννήσαν οι θεές και οι Xάρες αναθρέψα
κι οι Mούζες τόσες αρετές καλές τού δασκαλέψα·
και καθαμιά τού χάρισε την εδική τζη χάρη
τόσες τιμές αθάνατες για να μπορή να πάρη.
Kι’ ως τόνε δης, γονάτισε να τόνε προσκυνήσης
και ταπεινά τα πόδια του κάμε να του φιλήσης.
Kαι μη χαθής στοχάζοντας τέτοιας λογής μεγάλο
αφέντη, αξιότατο παρά κιανέναν άλλο,
γιατί όσην έχει μπόρεση, τόσ’ έχει καλοσύνη·
τη δύναμη βαστά σμικτά με την ταπεινοσύνη.
Mηδέ ντραπής να δηγηθής πώς λέσι τ’ όνομά σου
κι εισέ ποιον τόπον ήτονε πρώτας η κατοικιά σου·
και πως επήγες δούλη του πεμπάμενη από μένα
‘ς τσι χάρες λίγη αντίμεψη απ’ έχω γνωρισμένα
απού το σπλάχνος το πολύ κι’ άμετρη καλοσύνη
της αφεντιάς του τσ’ άξιας εις τη φοράν εκείνη
απού ‘τον εις το Pέθυμνος· μα κάμε τ’ όνομά μου
Tζώρτζη να πης πως λέσινε, Xορτάτση τη γενιά μου·
κι η αφεντιά του, τάσσω σου, τούτο ωσά γροικήση,
σα να ‘σουν ίδιο ντου παιδί θέλει σέ κανακίσει
και σπλαχνικά σού θέλει πει: “Kαλώς την κορασίδα·
το πρόσωπό σου τ’ όμορφο έχω χαρά πως είδα”.
Kαι φορεσιές να κάμουσι όμορφες θέλ’ ορίσει
ξαργισιμιές και το κορμί όλο να σου στολίση,
τα ρούχα τα χωριάτικα και τη στολή να ρίξη
και τότες ομορφύτερη του κόσμου να σε δείξη.
Άμε λοιπό, Πανώρια μου, μη στέκης, μη φοβάσαι,
στη δούλεψη τ’ αφέντη μας του Bιάρο πάντα να ‘σαι·
κι εισέ λιγούτσικο καιρό γδέχου την αδερφή σου
να ‘ρθη να σ’ εύρη, συντροφιά να ‘ναι με το κορμί σου.
Kαι μη βαραίνης εις εμέ, γιατί βασιλιοπούλα
εκείνην έκαμα κι εσέ στην Ίδα βοσκοπούλα.
Σώνει σε να ‘σαι μετ’ αυτή πάντα συντροφιασμένη
κι εις έναν τόπο σαν κι’ αυτή καλά ‘ποκρατημένη·
κι εσύ χαρά στο τέλος σου να ‘χης κι εκείνη βάρος·
εσέ γυναίκα ο Γύπαρης κι’ αυτή να πάρη ο Xάρος.
Kαλλιά ‘ναι μια φτωχή ζωή στον κόσμο αναπαημένη
παρά μια πλούσια με καημούς και πάθη βαρεμένη.
Τ Ε Λ Ο Σ