Εισαγωγή
Από τα μέσα του 14ου αι. συντελείται με όλο και μεγαλύτερη ένταση μια ουμανιστική επανάσταση στην Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη με τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, δημιουργώντας έτσι μια πολιτεία γραμμάτων (respublica litteraria). Στο κίνημα αυτό ηγούνταν οι ποιητές κι ουμανιστές Πετράρχης (1304-1374) και Βοκκάκιος (1314-1375), ενώ λίγο αργότερα (1396) η απόφαση της Φλωρεντινής Πολιτείας να προσκαλέσει τον βυζαντινό λόγιο Μανουήλ Χρυσολωρά (1350–1414) συνέβαλε στη καθιέρωση των ελληνικών σπουδών στην Ιταλία. 90 έτη μετά με το θάνατο του πρώτου πολίτη της Φλωρεντίας του Λoρέντζο Μέντιτσι (1449-1492), ολοκληρώνεται άκρως δημιουργική περίοδος που η Κρήτη έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διάδοση του ελληνικού λόγου, από τη βυζαντινή Ανατολή στη Λατινική Δύση, και τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στις βασιλικές αυλές και στον απλό κόσμο. Το 1453 έγινε η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους και πολλοί Έλληνες λόγιοι που είχαν ιδρύσει σχολεία στις ακτές του Βοσπόρου καταφύγανε στην Ιταλία. Η Βενετία έγινε το καινούριο κέντρο των κλασσικών γραμμμάτων.
Παράλληλα, την ίδια ακριβώς εποχή, που ο πάπας Νικόλαος Ε’ έκανε άνοιγμα στον ελληνικό κόσμο με τις συστηματικές λατινικές μεταφράσεις που εμπιστεύτηκε σε επιφανή μέλη της Curia, ο Γουτεμβέργιος ολοκλήρωνε με τους συνεργάτες του τα πειράματα για την εκτύπωση με κινητά μεταλλικά στοιχεία: τη τυπογραφία. Σύμβολο αυτής της εφεύρεσης αποτελεί η Βίβλος των 42 γραμμών, που τυπώθηκε στη Μαγεντία το διάστημα 1453–1455. Από τη Μαγεντία και στη συνέχεια από το Στρασβούργο, η νέα αυτή τέχνη διαδόθηκε ραγδαία σε όλη την Ευρώπη και κυρίως στην Ιταλία και τη Γαλλία. Τα προϊόντα της, αρχέτυπα, τετρασέλιδα και μονόφυλλα, άλλαξαν ριζικά το εκδοτικό τοπίο και έδωσαν τη δυνατότητα στον καθένα να συμμετέχει ποικιλότροπα στην πολιτική και πνευματική, ακόμα και στη θρησκευτική ζωή του τόπου του, αλλά και διεθνικά. Ο Ιταλός ανθρωπιστής Άλδος Μανούτιος, που δίδασκε λατινικά κι ελληνικά σε λαμπρούς μαθητές, δυσκολευόταν να διδάξει χωρίς λόγιες εκδόσεις των κλασσικών συγγραμμάτων σε πρακτικό σχήμα, κι έτσι αποφάσισε να μάθει τη τέχνη του Γκούτενμπεργκ και να ιδρύσει δικό του τυπογραφείο, όπου θα μπορούσε να φτιάχνει βιβλία όπως τα χρειαζότανε για τη διδασκαλία του.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όλα με τον Άλδο Μανούτιο (Aldus Pius Μanutius) ξεκίνησαν από μια κρίση. “Όταν ήμουν στη Βενετία το 2012 διάβασα πολλές ιστορικές μελέτες που μιλούσαν για την κρίση την οποία ξεκίνησε να υπομένει η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας στο τέλος του 15ου αιώνα. Είναι η εποχή που θα προβάλει στο προσκήνιο η Αμερική και που η Βενετία θα αρχίσει να χάνει το προνομιακό της μερίδιο στη παγκόσμια αγορά και στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία“. Νιώθοντας ασφυκτικά σ’ αυτή τη συγκυρία, ο Μανούτιος συνειδητοποίησε πως έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει κάτι. Προκειμένου, λοιπόν, να ανακαλύψει μιαν οδό διεξόδου από τη κρίση, αποφασίζει σε ηλικία 42 ετών να στραφεί στη τυπογραφία (προηγουμένως ήτανε δάσκαλος στη Φερράρα). Παρακινημένος από την ανάγκη να καθιερώσει ένα ριζικά καινούργιο παράδειγμα, θα ασχοληθεί με τη τυπογραφία και τις εκδόσεις, και θα συμβάλει σε μια θεμελιώδη πολιτιστική αλλαγή -αλλαγή που μεταμόρφωσε όχι μόνο τη Βενετία και την Ευρώπη, αλλά κι ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, δεν ανέλαβε μόνος του μια τόσο σημαντική αποστολή. Τον υποστήριξαν, τόσο υλικά όσο και με τις πνευματικές και τις καλλιτεχνικές τους δυνάμεις, ο Πιέτρο Μπέμπο (Pietro Bembo) κι ο Τζορτζιόνε (Giorgione).
Ποιος ακριβώς ήταν ο στόχος του Μανούτιου; Μα, να επιστρέψει στις ρίζες της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γραμματείας και να μεταδώσει παντού τη δύναμη των πηγών του. Έχοντας νυμφευτεί κόρη τυπογράφου, έριξε όλο το βάρος του στη τυπογραφία και στα ζητήματα των εκδόσεων. Πώς θα αντιγράφονταν τα κείμενα και πώς θα απαλείφονταν τα λάθη της αντιγραφής; Πώς θα συμμετείχανε στη γενική προσπάθεια οι λόγιοι που είχανε καταφύγει στην Ιταλία μετά τη πτώση της Πόλης; Το οικονομικό κόστος ήτανε τεράστιο ενώ την ίδια ώρα ο Μανούτιος συνδύαζε την αγάπη του για τη τυπογραφική τέχνη (εκείνος συνέλαβε την αισθητική του ελληνικού γράμματος) με τις τεχνικές της δυνατότητες. Με αυτό τον τρόπο προχώρησε στη τυποποίηση της παραγωγής του βιβλίου, καθώς και στη δημιουργία και την έκδοση των 1ων βιβλίων τσέπης. Συγκρότησε μιαν ακαδημία αρχαιογνωστών, για το τι και πώς θα εξέδιδαν οι εκδόσεις του, οι Aldine, ορίζοντες, ήδη από το 1495, το επάγγελμα του τυπογράφου με την αλληλόδραση ανάμεσα στο χειρόγραφο, τη τυπωμένη σελίδα και την ανάγνωση, που συνιστά τη βάση της παραγωγής νοήματος στις σύγχρονες, τις δικές μας κοινωνίες. Ο Άλδος επέλεξε να ιδρύσει το πιεστήριό του στη Βενετία προκειμένου να εκμεταλλευθεί την εκεί παρουσία των εκδιωγμένων λογίων εξ Ανατολής· κατά πάσα πιθανότητα προσέλαβε ως διορθωτές και στοιχειοθέτες κι άλλους εξορίστους, όπως Κρήτες πρόσφυγες που στο παρελθόν ήταν γραφείς.Και διέκρινε με μάτι αλάθητο. Έτσι, μετά από 2 αι., ήρθε το νέο που με τόση επιμονή ζητούσε και που δεν ήταν άλλο από το Διαφωτισμό.

Εισαγωγή
Το 1453 έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς και πολλοί Έλληνες λόγιοι που είχαν ιδρύσει σχολεία στις ακτές του Βοσπόρου κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Βενετία έγινε το νέο κέντρο των κλασσικών γραμμμάτων. Απ’ τα μέσα του 14ου αι. συντελείται μ’ όλο και μεγαλύτερη ένταση, ουμανιστική επανάσταση στην Ιταλία και τη Δ. Ευρώπη με τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, δημιουργώντας έτσι πολιτεία γραμμάτων (respublica litteraria). Στο κίνημα αυτό ηγούνταν οι ποιητές κι ουμανιστές Πετράρχης και Βοκκάκιος, ενώ λίγο μετά (1396) η απόφαση της Φλωρεντινής Πολιτείας να προσκαλέσει το βυζαντινό λόγιο Μανουήλ Χρυσολωρά (1350–1414) συνέβαλε στη καθιέρωση των ελληνικών σπουδών στην Ιταλία. 90 έτη μετά, με το θάνατο του 1ου πολίτη της Φλωρεντίας του Λορέντζο Μέντιτσι (1449-1492), ολοκληρώνεται άκρως δημιουργική περίοδος που η Κρήτη έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διάδοση του ελληνικού λόγου, απ’ τη βυζαντινή Ανατολή στη Λατινική Δύση και τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στις βασιλικές αυλές και στον απλό κόσμο.
Παράλληλα, την ίδια ακριβώς εποχή, που ο πάπας Νικόλαος Ε’ έκανε άνοιγμα στον ελληνικό κόσμο με τις συστηματικές λατινικές μεταφράσεις που εμπιστεύτηκε σε επιφανή μέλη της Curia, ο Γουτεμβέργιος ολοκλήρωνε με τους συνεργάτες του τα πειράματα για την εκτύπωση με κινητά μεταλλικά στοιχεία: τη τυπογραφία. Σύμβολο αυτής της εφεύρεσης αποτελεί η Βίβλος των 42 γραμμών, που τυπώθηκε στη Μαγεντία το διάστημα 1453–1455. Από τη Μαγεντία και στη συνέχεια από το Στρασβούργο, η νέα αυτή τέχνη διαδόθηκε ραγδαία σ’ όλη την Ευρώπη και κυρίως στην Ιταλία και τη Γαλλία. Τα προϊόντα της, αρχέτυπα, 4σέλιδα και 1φυλλα, άλλαξαν ριζικά το εκδοτικό τοπίο κι έδωσαν τη δυνατότητα στον καθένα να συμμετέχει ποικιλότροπα στη πολιτική και πνευματική, ακόμα και στη θρησκευτική ζωή του τόπου του, αλλά και διεθνικά.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όλα με τον Άλδο Μανούτιο (Aldus Pius Μanutius,ιτ.: Aldo Manuzio) ξεκίνησαν από μια κρίση. Πολλές ιστορικές μελέτες μιλούσανε για τη κρίση που ξεκίνησε να υπομένει η Γαληνοτάτη Δημοκρατία Βενετίας στο τέλος του 15ου αι. Είναι η εποχή που θα προβάλει στο προσκήνιο η Αμερική και που η Βενετία θ’ αρχίσει να χάνει το προνομιακό της μερίδιο στη παγκόσμια αγορά, για να μην αναφερθούμε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Νιώθοντας ασφυκτικά μες σ’ αυτή τη συγκυρία, ο Μανούτιος συνειδητοποίησε πως έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει κάτι. Προκειμένου, λοιπόν, ν’ ανακαλύψει οδό διεξόδου από τη κρίση, αποφασίζει σε ηλικία 42 ετών να στραφεί στη τυπογραφία (προηγουμένως ήτανε δάσκαλος στη Φερράρα). Παρακινημένος από την ανάγκη να καθιερώσει ριζικά καινούργιο παράδειγμα, θ’ ασχοληθεί με τη τυπογραφία και τις εκδόσεις και θα συμβάλει σε θεμελιώδη πολιτιστική αλλαγή -αλλαγή που μεταμόρφωσε όχι μόνο τη Βενετία και την Ευρώπη, αλλά κι ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, δεν ανέλαβε μόνος του τόσο σημαντική αποστολή. Τον υποστήριξαν, υλικά και με τις πνευματικές και τις καλλιτεχνικές τους δυνάμεις, ο Πιέτρο Μπέμπο (Pietro Bembo) κι ο Τζορτζόνε (Giorgione).
Ποιός ακριβώς ήταν ο στόχος του; Να επιστρέψει στις ρίζες της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γραμματείας και να μεταδώσει παντού τη δύναμη των πηγών του. Έχοντας παντρευτεί κόρη τυπογράφου, έριξε όλο το βάρος στη τυπογραφία και στα ζητήματα των εκδόσεων. Πώς θα αντιγράφονταν τα κείμενα και πώς θα απαλείφονταν τα λάθη της αντιγραφής; Πώς θα συμμετείχανε στη γενική προσπάθεια οι λόγιοι που είχανε καταφύγει στην Ιταλία μετά τη πτώση της Πόλης; Το οικονομικό κόστος ήτανε τεράστιο ενώ την ίδια ώρα ο Μανούτιος συνδύαζε την αγάπη του για τη τυπογραφική τέχνη (συνέλαβε την αισθητική του ελληνικού γράμματος) με τις τεχνικές της δυνατότητες. Κατ’ αυτό τον τρόπο προχώρησε στη τυποποίηση της παραγωγής του βιβλίου, καθώς και στη δημιουργία και την έκδοση των 1ων βιβλίων τσέπης. Συγκρότησε ακαδημία αρχαιογνωστών για το τι και πώς θα εξέδιδαν οι εκδόσεις του, οι Aldine, ορίζοντας, ήδη από το 1495, το επάγγελμα του τυπογράφου με την αλληλόδραση ανάμεσα στο χειρόγραφο, τη τυπωμένη σελίδα και την ανάγνωση, που συνιστά τη βάση της παραγωγής νοήματος στις σύγχρονες, τις δικές μας κοινωνίες. Έτσι, μετά από 2 αιώνες, ήρθε το νέο που με τόση επιμονή ζητούσε και που δεν ήταν άλλο από το Διαφωτισμό.

Βιογραφικό
Ο Άλδος Μανούτιος γεννήθηκε στο Μπασιάνο των Παπικών Κρατών, το ~1450 (η ημερομηνία γέννησής του δεν είναι ακριβής, κάπου μεταξύ 1449 και 1452), στη σημερινή επαρχία του Λάτσιο, κοντά στη Ρώμη. Καθώς η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη, ο Μανούτιος έλαβε μια σφαιρική μόρφωση, διδάχτηκε τα 1α του γράμματα σε πόλη που είχαν ήδη μπει οι βάσεις για τη καλλιέργεια αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας από κύκλο ουμανιστών της Ιταλίας, με την αρωγή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα (1403-72) και του πάπα Νικόλαου Ε’ (1447-55). Είχε τύχη να μαθητεύσει δίπλα σε αξιόλογους δασκάλους όπως οι παιδαγωγοί Γκάσπαρο ντα Βερόνα και Ντομίτσιο Καλντερίνι. Στη Φερράρα σπούδασε ελληνικά (γύρω στα τέλη του 1470), σε πόλη που φημιζότανε για τη μακραίωνη παράδοση στα ελληνικά γράμματα κάτω από τη σκιά του κλασσικιστή και ουμανιστή Γκουαρίνο ντα Βερόνα και του λόγιου Θεόδωρου Γαζή. Εκεί γνωρίστηκε με τον μετέπειτα συνεργάτη του κι εκπρόσωπο της ουμανιστικής ιδέας Νικολό Λεονιτσένο και τον Τζοβάννι Πίκο ντέλλα Μιράντολα που τον έφερε σ’ επαφή με τους ηγεμόνες του Κάρπι που τον στηρίξανε σ’ όλη τη διάρκεια της καρριέρας του.
Το 1482, μαζί με τον πάλαι ποτέ συμφοιτητή του και παλαιόθεν φίλο Τζοβάννι , εγκαταστάθηκε στη Μιράντολα, όπου κι έμεινε 2 έτη, μελετώντας αρχαίους έλληνες συγγραφείς και φιλοσόφους. Προτού ο Πίκο φύγει για τη Φλωρεντία, συνέστησε τον Μανούτιο ως διδάσκαλο για τους ανηψιούς του, Αλβέρτο και Λιονέλο Πίο, πρίγκηπες του Κάρπι. Αργότερα, με χρηματοδότηση και γαίες του Αλβέρτου, ξεκίνησε την επιχειρηματική δραστηριότητα στη τυπογραφία.
Γύρω στο 1490, στα 40, ασκούσε το επάγγελμα του παιδαγωγού-διδασκάλου. Κείνη τη περίοδο και γι’ άγνωστους λόγους εγκατέλειψε τη διδασκαλία και στράφηκε στη τυπογραφία. Οι λόγοι πιθανότατα βρίσκονται στο πάθος του για τη γραμματική τέχνη και τη σωστή εκφορά της ελληνικής και λατινικής γλώσσας, κάτι που θα ‘πρεπε να περάσει στην εκπαίδευση μέσα από εγχειρίδια για δασκάλους. Σύμφωνα με τις ουμανιστικές αξίες, τα κατάλληλα εργαλεία στην εκπαίδευση θα διαμόρφωναν ανθρώπους με αρετές και αξίες έτοιμους να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Η τυπογραφία αποτελούσε αυτό το νέο εργαλείο για να διαδοθούν τα ανθρωπιστικά ιδεώδη των ουμανιστών μέσα από την έκδοση των μνημείων της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. Ο Άλδος για τον προγραμματισμό των εκδόσεών του είχε ως οδηγό τη διδακτέα ύλη των βυζαντινών σχολών της παλαιολόγειας περιόδου που περιλάμβανε δύο σκέλη: από τη μια την εμπέδωση της γραμματικής τέχνης κι από την άλλη τη φιλολογική ανάλυση λογοτεχνικών κυρίως έργων της ελληνικής και λατινικής γραμματείας.

Η τοποθεσια του τυπογραφείου το 1500
Ο λόγος που επέλεξε τη Βενετία για να εγκαταστήσει το τυπογραφικό του εργαστήρι πιθανόν να ‘ταν εμπορικός, σε σχέση με τα άλλα κέντρα ελληνικών και λατινικών γραμμάτων (Φλωρεντία, Μιλάνο, Ρώμη) που ‘χανε δράσει κορυφαίες προσωπικότητες όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς κι ο Ιανός Λάσκαρις. Η Βενετία αποτελούσε πολυσύχναστο κέντρο των Ελλήνων της διασποράς και κυριότερο κόμβο για την επικοινωνία με τον ελληνικό χώρο και κυρίως με τη Κρήτη, που περνούσε περίοδο άνθησης στα γράμματα και στις τέχνες. Έτσι εξηγούνται κι οι στενές επαφές που κράτησε με τους Κρήτες λόγιους και με τα κωδικογραφικά τους εργαστήρια που ως κύριο σκοπό είχανε τη διάθεση των προϊόντων του τυπογραφείου του και τη διάδοση της γνώσης. Παρόλο που η Φλωρεντία αποτελούσε κυρίαρχο κέντρο για τη διάδοση της ουμανιστικής ιδέας καθ’ όλο τον 15ο αι., η έκδοση των ελληνικών και λατινικών συγγραμμάτων προοριζότανε για τη πανεπιστημιακή κοινότητα κι όχι για το ευρύ κοινό. Τα τυπογραφικά κέντρα της Βενετίας ανέλαβαν να καλύψουν αυτό το κενό μεταξύ των λογίων και του φιλόβιβλου κοινού.
Στα 1α τυπογραφικά βήματα του συνεργάστηκε με τον ελληνιστή Αρσένιο Αποστόλη απ’ τη Κρήτη, που τότε ζούσε στη Βενετία, που μαζί επιχείρησαν το 1ο τυπογραφικό εγχείρημα του εργαστηρίου, τη Γαλεομυομαχία του Θεόδωρου Πρόδρομου (12ος αι.), που την επιμελήθηκε ο Αρσένιος. Παράλληλα, ο φιλόλογος κι εκδότης Μάρκος Μουσούρος (1470-1517) με τη τεράστια συλλογή του σε χειρόγραφα κι έντυπα συνέβαλε τα μέγιστα στα 1α βήματα του Μανούτιου. Μαζί με την αμέριστη συμπαράσταση του, πλέον ενημερωμένου για το σύνολο των σωζόμενων κωδίκων μ’ έργα της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής γραμματείας, Ιανού Λάσκαρη, το κύρος του Μουσούρου ώθησε πολλούς να συνδράμουν υλικά και πνευματικά στο τυπογραφικό εγχείρημα του Άλδου. Στη Βενετία ως τα τέλη του 15ου αι. είχανε λειτουργήσει περίπου 140 τυπογραφικά εργαστήρια, πολλά απ’ αυτά περιστασιακά κι άλλα για μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που καθιστούσε αρκετά ανταγωνιστική τη καρριέρα του Άλδου ανάμεσα στους υπόλοιπους τυπογράφους της Ιταλίας.
Όταν αποφάσισε να υλοποιήσει τ’ όραμά του για τη διάδοση της ελληνικής σκέψης μέσω της τυπογραφίας ήρθε αντιμέτωπος με 3 βασικά ζητήματα: να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους, να βρει τους κατάλληλους συνεργάτες και να ξεπεράσει τα τεχνικά προβλήματα της χάραξης ελληνικών τυπογραφικών χαρακτήρων. Φαίνεται πως στην αρχή υπήρχανε περιορισμένοι οικονομικοί πόροι που τον ανάγκασαν να παροτρύνει τους αναγνώστες του να συμπαρασταθούνε στο τυπογραφικό του τόλμημα. Στην έκκλησή του αυτή ανταποκρίθηκαν ανάμεσα σε άλλους σημαίνοντα πρόσωπα της Ιταλίας: ο γιος του Δόγη Βενετίας Πιερφραντσέσκο Μπαρμπαρίγκο, ο πρίγκηπας του Κάρπι Αλμπέρτο Πίο (που του παρείχε οικονομική ενίσχυση για την έκδοση του Αριστοτέλη) και φυσικά ο Αρσένιος Αποστόλης κι ο Μάρκος Μουσούρος. Κι ενώ με τον Αρσένιο επήλθε ρήξη λόγω ανταγωνιστικής διάθεσης απέναντι στον Άλδο, ο Μουσούρος αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά τόσο στην αναζήτηση των κατάλληλων κωδίκων όσο και στον φιλολογικό έλεγχο των εκδόσεων.

Η ομαλή λειτουργία του τυπογραφείου του Άλδου απαιτούσε γρήγορες κι αποτελεσματικές λύσεις των φιλολογικών προβλημάτων που προέκυπταν, αλλά και συντονισμό των στοιχειοθετών, διορθωτών και τεχνικών που χειρίζονταν τις πρέσες. Γι’ αυτό το λόγο συγκροτήθηκε επιτροπή λογίων που εργάζονταν κοντά του καθιστώντας το τυπογραφείο του υποδειγματικό όσον αφορά τη λειτουργία του. Οι ίδιοι άλλωστε έδωσαν στο εργαστήρι την προσωνυμία Νεακαδημία προσδίδοντας έτσι ακαδημαϊκό κύρος στον τρόπο λειτουργίας του. Ο Νεακαδημίας Νόμος όριζε ότι πέρα από τα 7 ιδρυτικά μέλη της Νεακαδημίας, ήταν ευπρόσδεκτος ο καθένας αρκεί να μιλούσε ελληνικά. Το μοναδικό διασωθέν αντίτυπο του Νόμου φυλάσσεται σήμερα στη Βατικανή Βιβλιοθήκη (Biblioteca Apostolica Vaticana-Stamp.Barb.AAA.IV.13 Risguardia ant) κι είναι επικολλημένο στο πίσω μέρος του καπακιού της στάχωσης ενός τόμου που περιέχει το Μέγα Ετυμολογικόν, Βενετία, Νικόλαος Βλαστός και Ζαχαρίας Καλλιέργης, 1499 και τη Θεραπευτική του Γαληνού, Βενετία, Νικόλαος Βλαστός, 1500. Γύρω από τον Μανούτιο και το εργαστήρι του άρχισε να προσελκύεται πλήθος στοχαστών που θεωρούσαν το εκδοτικό του κέντρο ξεχωριστή εμπειρία όσον αφορά τη τυπογραφική τέχνη, τη φιλολογική επιμέλεια των κλασικών κειμένων και τους εκδοτικούς μηχανισμούς για την κυκλοφορία αξιόπιστων αντιτύπων από έργα της κλασικής γραμματείας. Σύμφωνα με τις έρευνες, υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα τακτικά μέλη στη Νεκαδημία με πολλούς λόγιους να κηρύσσονται επίτιμα μέλη για να παρακολουθούνε τις συνεδριάσεις. Ο Άλδος σκόπευε να καταστήσει την Ακαδημία του πνευματικό θεσμό στην Ιταλία και τη Β.Ευρώπη και γι’ αυτόν τον λόγο απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Α’ για να επικυρώσει με αυτοκρατορική βούλα τη λειτουργία της. Ωστόσο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, με τη Νεκαδημία να διαλύεται μετά τον θάνατο του Μανούτιου.
Οι επεκτατικές τάσεις της Βενετίας εναντίον άλλων ιταλικών πόλεων δημιουργήσανε πανευρωπαϊκούς συνασπισμούς εναντίον της μ’ αποτέλεσμα να διαμορφωθεί κατάσταση πολέμου και γενικής αναταραχής στη πόλη. Ο Μανούτιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον οίκο του και να καταφύγει στη Φερράρα το 1509. Η προσπάθειά του να μεταφέρει τον εκδοτικό οίκο και την Ακαδημία στη Βιέννη απέτυχε κι ο ίδιος δεν επέστρεψε στη Βενετία παρά το 1512. Τo ίδιo έτος κι ύστερα από πίεση διαφόρων λογίων και κυρίως του Μουσούρου, επαναλειτούργησε τον οίκο του μέσα σε γενικό κλίμα θετικής ανταπόκρισης από τους πολίτες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Ο Μουσούρος με πρωτοφανή ζήλο κι ενεργητικότητα εργάστηκε μαζί με τον Άλδο για την έκδοση χρονοβόρων εκδόσεων όπως τα έργα του Αλέξανδρου Αφροδισιέα (1513), του Πλάτωνα (1513), του Ησύχιου (1514), του Αθήναιου (1514) και το Ελλάδος Περιήγησις του Παυσανία που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Μανούτιου.

Η αισθητική εικόνα των εκδόσεων του Άλδου ακολουθεί τη τυπογραφική παράδοση των ελληνικών βιβλίων απ’ τις αρχές του 1470 και μετά. Τα έντυπα ελληνικά βιβλία δεν κοσμούνται από πρωτογράμματα κι επίτιτλα στο πλαίσιο της άποψης ότι τα ελληνικά αρχέτυπα θα πρέπει να διακρίνονται για τη λιτότητά τους όπως ακριβώς και τα αρχαία κείμενα. Την ίδια αντίληψη συμμεριζόταν κι ο Ιανός Λάσκαρις τόσο στη Παλατινή Ανθολογία (1494), τις Τραγωδίες του Ευριπίδη, τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου αλλά και σ’ όλες τις εκδόσεις του στο τυπογραφείο του Ελληνικού Κολλεγίου Ρώμης.
Όσον αφορά sτους τυπογραφικούς χαρακτήρες που επέλεξε οι έρευνες συγκλίνουν ότι η 1η τουλάχιστον αλδινή οικογένεια χαρακτήρων (τα έργα του Μουσαίου το 1494 κι η Γαλεομυομαχία του Θεόδωρου Πρόδρομου που εξέδωσε ο Αρσένιος το 1495) κόπηκε με πρότυπο τη γραφή του κωδικογράφου Ιμανουήλ Ρουσσωτά -που εργαζότανe στη Βενετία- από τον πασίγνωστο τεχνίτη Φραντσέσκο Γκρίφο ντα Μπολόνια. Ακολούθησαν4 ακόμα οικογένειες χαρακτήρων, με τη 2η να ‘ναι επανακοπή της 1ης, τη 3η ν’ ακολουθεί το πρότυπο γραφής του Μουσούρου (για την εκτύπωση των Σχολίων του Νίκανδρου στα Αλεξιφάρμακα το 1499) και τη 4η να βασίζεται στη γραφή του ίδιου του Άλδου (πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1502 στο editio princeps των Τραγωδιών του Σοφοκλή).
Άρχισε να κοσμεί τις εκδόσεις του με τυπογραφικά σήματα 7 περίπου έτη μετά την έκδοση των 1ων βιβλίων, δηλαδή το 1501. Το τυπογραφικό σήμα του είναι σύνθεση άγκυρας και δελφινιού που συμβολίζουνε σταθερότητα και δραστηριότητα αντίστοιχα κι εμφανίζεται 1η φορά στο 2ο τόμο της λατινικής έκδοσης Poetae Christiani Veteres (1501) και 1η φορά σ’ ελληνικό βιβλίο στις Τραγωδίες του Σοφοκλή. Έκτοτε χαρακτηρίζει όλες τις εκδόσεις του σε διάφορες παραλλαγές. Τα πρωτογράμματα ήταν αρχαιοπρεπώς σχεδιασμένα με απλή απεικόνιση του αρχικού γράμματος που γύρω της περιπλέκονται φυτικές συνθέσεις, ανθέμια και ρόδακες. Τα επίτιτλα χωρίζονται σε 2 κατηγορίες: τα σύνθετα και τα γραμμικά, με τα μεν 1α ν’ αποτελούνται από φυτικές συνθέσεις γύρω από κεντρικό μοτίβο και τα 2α να ‘ναι κόπιες από τη παρασελίδια ξυλογραφία του Somma de Aritmetica geometrica που είχε κυκλοφορήσει το 1494 από τον τυπογραφικό οίκο του Paganino Paganini.

Η κατοικία του
Καθ’ όλη τη διάρκεια της τυπογραφικής του δραστηριότητας, εξέδωσε 136 τίτλους έργων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων καθώς κι ουμανιστών στα 1494-1515. Οι ελληνικές εκδόσεις αριθμούν τις 64, όμως εξέδωσε κι ελληνικά έργα σε λατινική μετάφραση όπως τα σχόλια του Αβερόη στον Αριστοτέλη (In analytica priori Aristotelis), την Εκάβη και την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη σε λατινική απόδοση του Έρασμου κ.ά. Στην εποχή της αρχετυπίας (πριν το 1501) εξέδωσε 41 αρχέτυπους τίτλους, ελληνικούς και λατινικούς, που απαίτησαν πολύ φιλολογικό μόχθο και χρόνο. Ενδεικτικά αναφέρονται το αριστοτελικό corpus, οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη, το Περί Φύσεως του Λουκρήτιου κλπ. που αφορούν εκδοτικά δοκίμια λογίων που συνδέονταν μαζί του φιλικά και τον προμήθευαν με πολύτιμα χειρόγραφα προς έκδοση, όπως ο γιατρός κι ουμανιστής Νικολό Λεονιτσένο και το δοκίμιό του Da epidemia (1497). Στην εποχή της αρχετυπίας ανήκει επίσης το μνημειώδες εκδοτικό επίτευγμά του, το Hypnetoromachia του Πολύφιλου του Φραντσέσκο Κολόννα που κυκλοφόρησε το 1499. Από τις αρχές του 16ου αι. ωστόσο, άλλαξαν πολλά στο αλδινό εργαστήρι με σκοπό την απεξάρτηση από τους χορηγούς και τη μείωση του κόστους με μικρόσχημες ελληνικές και λατινικές εκδόσεις χωρίς επίτιτλα, πρωτογράμματα και λοιπά διακοσμητικά στολίδια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μικρόσχημες εκδόσεις να γίνουν προσιτές στις πανεπιστημιακές σχολές της Πάντοβα, της Φερράρα κι αλλού και να μη προορίζονται αποκλειστικά για πλούσιους συλλέκτες κι ηγεμόνες της Ευρώπης. Από τις αρχές του 16ου αι. μέχρι τον θάνατό του κυκλοφόρησε 91 αυτοτελείς και σύμμεικτους τόμους μ’ έργα της αρχαίας ελληνικής, χριστιανικής και λατινικής γραμματείας.
Στις 6 Φλεβάρη το 1515, ο Μανούτιος αποβιώνει κι ο πνευματικός κόσμος της Δύσης χάνει τον κυριότερο κι αξιολογότερο εκπρόσωπο της διάδοσης της ελληνικής και λατινικής σκέψης μέσω της τυπογραφίας. Ο ίδιος ο Έρασμος είχε αποκαλέσει το εργαστήρι του σπίτι θησαυρό λόγω της τεράστιας συλλογής της βιβλιοθήκης του σε χειρόγραφα, κώδικες κι εκδόσεις. Το 1515 ο Μουσούρος, εκπληρώνοντας την επιθυμία του Άλδου, κυκλοφόρησε την Ελληνική Γραμματική που ο τελευταίος είχε συντάξει ως φόρο τιμή προς τον Άλδο για τα έτη της κοινής πορείας, φιλίας και συνεργασίας τους. Το τυπογραφείο του Άλδου συνέχισε τη λειτουργία του υπό τη καθοδήγηση του συνέταιρου και πεθερού του Αντρέα Τορρεζάνο με διαφορετικό ωστόσο προσανατολισμό μιας και τον αφορούσε κυρίως η εμπορική επιτυχία. Ο κόσμος της τυπογραφίας άλλαξε για πάντα κι εξελίχθηκε με γοργά βήματα χάρη στη συμβολή του Άλδου και των συνεργατών του, δίνοντας παράλληλα ώθηση στη διάδοση της ελληνικής και λατινικής γραμματείας στο εξειδικευμένο κοινό αλλά και στους απλούς αναγνώστες της Ευρώπης.

Ήτανε Ιταλός ουμανιστής, γνωστός για την εκδοτική του δραστηριότητα στη Βενετία την εποχή της Αναγέννησης. Άριστος γνώστης ελληνικών, ήταν από τους 1ους που εκτύπωσαν βιβλία μ’ ελληνικούς χαρακτήρες, αξιοποιώντας τα χειρόγραφα της πολύτιμης συλλογής του Βησσαρίωνα Τραπεζούντιου, που σώζονται σήμερα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Αξιοσημείωτη είναι η συνεισφορά του στη τυπογραφία με την επινόηση των πλάγιων γραμματοσειρών, τη καθιέρωση της άνω τελείας στιγμής (semicolon), καθώς και τη μαζική παραγωγή δερματόδετων βιβλίων τσέπης σε προσιτές τιμές. Ως κυρίαρχος εκδότης και τυπογράφος την εποχή της ακμής της Αναγέννησης, ο Άλδος εδραίωσε κατ’ αρχάς τον σχεδιασμό του βιβλίου -πρωτόκολλο θα λέγαμε- που περιελάμβανε το μέγεθος του χαρτιού, τον σχεδιασμό και τη χρήση συγκεκριμένων γραμματοσειρών, τη μορφολογία της σελίδας καθώς και νέες μεθόδους βιβλιοδεσίας. Οι εκδόσεις του μ’ έργα κλασσικών (αρχαία ελληνική γραμματεία) έγιναν περίφημες σ’ όλη την Ευρώπη. Πολλοί μάλιστα αντέγραψαν το εταιρικό του λογότυπο, δελφίνι κι άγκυρα, που συνδέεται με το λατινικό ρητό Festina lente (σπεύδε βραδέως)· η εικόνα και το ρητό απεικονίζονταν σε ρωμαϊκό νόμισμα του 80 μ.Χ., που αποτέλεσε τη πηγή έμπνευσης. Το 1533 τη διεύθυνση του τυπογραφείου ανέλαβε ο γιος του Παύλος Μανούτιος (1512-1574).
Από τις κυριότερες φιλοδοξίες του ήταν να περισώσει ό,τι είχε απομείνει από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εξέδωσε πολλές εκδόσεις των κυριότερων έργων, τόσο σε κανονική μορφή, όσο και σε μέγεθος τσέπης, ώστε τα έργα αυτά να γίνουνε διαθέσιμα στο ευρύτερο κοινό. Μέχρι τότε ελάχιστα ελληνικά συγγράμματα κυκλοφορούσαν από εκδοτικούς οίκους: στο Μιλάνο η Γραμματική του Λασκάρεως, Ελληνικοί Ψαλμοί, έργα του Αισώπου, του Θεοκρίτου κι Ισοκράτη (εκδόσεις 1476-93)· στη Βενετία τα Ερωτήματα του Χρυσολωρά (1484)· στη Βιντσέντσα υπήρχαν ανατυπώσεις της Γραμματικής του Λασκάρεως και των Ερωτημάτων (1488 και 1490) και τέλος στη Φλωρεντία είχαν εκδοθεί έργα του Ομήρου μεταφρασμένα από το Λορέντσο ντε Αλόπα. Απ’ αυτά, μόνον ο Θεόκριτος, ο Ισοκράτης κι ο Όμηρος θεωρούνταν κλασσικά. Εγκαταστάθηκε το 1490 στη Βενετία και τα 1α έργα που τυπώθηκαν ήταν το Ηρώ και Λέανδρος του Μουσαίου, η Γαλεομυομαχία και το Ελληνικό Ψαλτήρι. Χωρίς να φέρουν χρονολογία έκδοσης, θεωρούνται τα αρχαιότερα του τυπογραφείου και μάλιστα, κατά τον ίδιο τον Μανούτιο, προκρούστες της ελληνικής λογοτεχνίας

.
Ο Μανούτιος στρατολόγησε πλήθος μελετητών της ελληνικής στη Βενετία. Εμπορευόταν στα ελληνικά, έδινε οδηγίες στους τυπογράφους και τους βιβλιοδέτες στα ελληνικά· μέχρι κι η καθημερινότητα του σπιτιού του ενδυόταν την ελληνική γλώσσα. Στις εκδόσεις τους προλόγιζε πάντα στα ελληνικά, ενώ προσέλαβε Κρητικούς λόγιους (όπως το Μάρκο Μουσούρο και τον Αρσένιο Αποστόλη) για να σελιδοποιούν και να επιμελούνται χειρόγραφα, καθώς και για να δειγματίσουν καλλιγραφικές ελληνικές γραμματοσειρές. Τουλάχιστον 30 Έλληνες βοηθοί εργαζόταν μαζί του, χωρίς να υπολογίζουμε τους τεχνίτες και χειρώνακτες. Ακούραστος κι ανελέητος, εξέδωσε τον 1ο τόμο έργα του Αριστοτέλη το 1495. Μέχρι το 1498 άλλοι 4 τόμοι συμπλήρωναν το έργο το μεγάλου κλασσικού. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε κι 9 κωμωδίες του Αριστοφάνη, ενώ στα επόμενα έτη ακολούθησαν εκδόσεις των Θουκυδίδη, Σοφοκλή, Ηροδότου, Ξενοφώντα και Δημοσθένη.
Ο Β’ Ιταλικός Πόλεμος επιβράδυνε την εκδοτική του δραστηριότητα. Παρ’ όλ’ αυτά, το 1508 εκδίδει τόμο για τους Έλληνες ρήτορες και τον επόμενο χρόνο έργα του Πλουτάρχου. Νέοι πόλεμοι ανάγκασαν τη διακοπή του τυπογραφείου, μέχρι το 1513, οπότε κι εκδίδοναι τα άπαντα του Πλάτωνα (σε επιμέλεια του Μουσούρου), αφιερωμένο στον Πάπα Λέοντα τον Ι΄·στον πρόλογο ο Μανούτιος κάνει σύγκριση ανάμεσα στις κακουχίες της πολεμοπαθούσας Ιταλίας και στην ηρεμία κι ομορφιά της μελέτης, ενώ ο Μουσούρος καλεί τον Πάπα σε νέα Σταυροφορία για ανακατάληψη των εδαφών όπου μιλιέται ακόμα η ελληνική γλώσσα, όπως και σ’ ενίσχυση διδασκαλίας της στην Ιταλία. Ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος κι ο Αθήναιος ακολουθούν το 1514, ενώ προς το τέλος της ζωής του εργαζόταν πάνω στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, που η 1η έκδοση των έγινε μετά το θάνατό του το 1518. Με τα παραπάνω ολοκληρώνεται ο κατάλογος των εκδόσεων του Άλδου Μανούτιου. Ωστόσο, οι συνεχιστές του έργου του (κυρίως ο εγγονός του, Άλδος Μανούτιος ο νεότερος) έφεραν στο εκδοτικό προσκήνιο έργα των Παυσανία, Στράβωνα, Αισχύλου, Γαληνού, Ιπποκράτη και Λογγίνου. Ο Μανούτιος εξέδωσε και άλλα ελληνικά έργα που είχαν ήδη εκδοθεί, εντούτοις προσδίδοντάς τους διορθώσεις και τον χαρακτήρα του εκδοτικού του οίκου.
Η ιδιότητά του δεν ήταν αποκλειστικά εκδότη και τυπογράφου, αλλά και σε μεγάλο βαθμό αυτή του μελετητή και μεταφραστή. Ως λόγιος υπήρξε στις μέρες του πράγματι λίκνο του ουμανισμού και του ελληνισμού. Με στόχο να προάγει τις ελληνικές σπουδές, το 1502 ίδρυσε τη Νέα Ακαδημία, ίδρυμα αποκλειστικά για κλασσικές ελληνιστικές σπουδές. Τα μέλη έπρεπε απαραιτήτως να μιλούν ελληνικά, να φέρουν ελληνοποιημένο τ’ όνομά τους καθώς και τους τίτλους τους. Στα μέλη ήτανε κι ο γνωστός Έρασμος. Παρόλο που η προσφορά του στον ελληνισμό υπήρξε τεράστια, σήμερα πολλοί αποδέχονται ότι η κυρτή γραφή κι οι βραχυγραφίες που χρησιμοποιήσε υπήρξαν ανασταλτικές στην εξέλιξη του ελληνικού γράμματος στη τυπογραφία και στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας.
Ο Άλδος Μανούτιος πέθανε φτωχός, έχοντας αφήσει στην ανθρωπότητα τεράστιο έργο ελληνικής φιλολογίας.

Σελίδα από το Βιργίλιο
Η μορφή του λόγιου εκδότη Μανούτιο αποτέλεσε ορόσημο μεταβατικής εποχής που ο ουμανιστικός πολιτισμός που ‘χε ανθίσει στην Ιταλία από τον 14ο αι., εισέρχεται σε νέο στάδιο με την ανάπτυξη της τυπογραφίας και το πέρασμα από το χειρόγραφο στον έντυπο λόγο. Σ’ αυτή τη διαδικασία συγκερασμού των ουμανιστικών σπουδών και του επιχειρηματικού πνεύματος η Βενετία, η πόλη που δραστηριοποιήθηκε ως εκδότης, υπήρξε πρωτοπόρα στην Ευρώπη, προσφέροντας πρωτοφανείς ευκαιρίες σε όσους επιθυμούσαν να καταπιαστούν με το νέο μέσο πληροφορίας, διάδοσης της γνώσης και ψυχαγωγίας. Με τη συγκρότηση της θαλάσσιας αυτοκρατορίας της από τον 13ο αι. αρχικά στην Αν.Μεσόγειο και στη συνέχεια στην ιταλική ενδοχώρα η Βενετία εξελίχθηκε στη σημαντικότερη εμπορική πόλη της ιταλικής χερσονήσου κι από τις ισχυρότερες της Ευρώπης χάρη στην ιδιαίτερα προνομιακή θέση της κι ελέγχοντας εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο που ένωνε την Αν.Μεσόγειο με τη Δ.Ευρώπη. Η πόλη αποτέλεσε εξέχον κοσμοπολίτικο κέντρο με πληθυσμό που στον 16ο αι. έφτασε τις 150.000 κατοίκους. Εκεί συγκεντρώνονταν άνθρωποι από όλη την Ευρώπη: μετανάστες, έμποροι και διανοούμενοι.
Η ανθηρή πνευματική ζωή της Βενετίας κι η γειτνίαση με το φημισμένο Πανεπιστήμιο Πάδοβα ευνόησαν την εκδοτική ανάπτυξη. Έχει εκτιμηθεί ότι στη διάρκεια του 15ου αι. εκδόθηκαν στη Βενετία περισσότερα βιβλία απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη ενώ στον 16ο αι. η βιβλιοπαραγωγή θα φτάσει τις 15-17.500 τίτλους και τα 18.000.000 αντίτυπα. Η εγκατάλειψη του χειρόγραφου από το έντυπο βιβλίο αν κι υπήρξε σταδιακή και κάθε άλλο παρά γραμμική είχε καθοριστικό αντίκτυπο στο γραπτό πολιτισμό καθώς σηματοδότησε την αμεσότερη διασύνδεσή του με τους νόμους της αγοράς, την υποχώρηση της λατινικής γλώσσας για χάρη της δημώδους, τη μείωση του κόστους των βιβλίων και τη σημαντική διεύρυνση του αναγνωστικού-αγοραστικού κοινού. Η βενετική εκδοτική παραγωγή κάλυψε ιδιαίτερα ευρύ φάσμα θεματικών και προτιμήσεων, θεωρητικής ή πρακτικής κατεύθυνσης, λόγιου ή εκλαϊκευμένου προσανατολισμού, παραδοσιακού ή καινοφανούς χαρακτήρα με στόχο τη γνώση, τη ψυχαγωγία, τη προπαγάνδα και τη διάχυση της πληροφορίας: κλασσική κι ουμανιστική γραμματεία, θεολογικά, λειτουργικά και νομικά κείμενα, ιστορικές και στρατιωτικές πραγματείες, ιατρικές διατριβές, μουσικές εκδόσεις, ποίηση, λογοτεχνία και θέατρο, κανονιστική γραμματεία και παιδαγωγικά κείμενα, βοηθήματα επαγγελματικής χρήσης, γραμματικές, λεξικά κι αλφαβητάρια. Οι συντελεστές της εκτεταμένης αυτής βιβλιοπαραγωγής, συγγραφείς, εκδότες, τυπογράφοι, μεταφραστές, επιμελητές, που συγκεντρωθήκανε στη Βενετία προέρχονταν από κάθε μεριά της Ευρώπης. Αντιστοίχως, τα βιβλία διαπερνούσανε τα όρια της πόλης και ταξίδευαν προς την υπόλοιπη Ιταλία και τη Δ.Ευρώπη. Συγχρόνως τροφοδοτούσανε τις κτήσεις του βενετικού κράτους στην Αν.Μεσόγειο ενώ ορισμένες εκδόσεις στόχευαν ακόμη και στο αναγνωστικό κοινό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νέα οικονομική δραστηριότητα ταυτόχρονα εμπεριείχε επιχειρηματικούς κινδύνους, καθώς απαιτούσε υψηλά κεφάλαια χωρίς το κέρδος να ‘ναι συνήθως εξασφαλισμένο. Γι’ αυτό ο νέος κλάδος αναπτύχθηκε πρωτίστως μέσω κοινοπραξιών που τα όρια μεταξύ εκδοτικής δραστηριότητας, συγγραφής κι επιχειρηματικής επένδυσης δεν υπήρξαν σαφώς οριοθετημένα.

Επί τω έργω…
Το εκδοτικό πρόγραμμα του Μανούτιου αριθμεί γύρω στις 100 εκδόσεις κι είναι γνωστό για 2 κυρίως λόγους: τη παραγωγή αρχαιοελληνικών κειμένων στο πρωτότυπο και τις καινοτομίες ως προς τη μορφή, με τη παραγωγή βιβλίων μικρού σχήματος και τη χρήση νέας οικογένειας τυπογραφικών στοιχείων, γνωστών ως πλάγιων. Το 8ο σχήμα είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν πρωτίστως για εκδόσεις θρησκευτικών, λειτουργικών κειμένων, προκειμένου να διευκολύνεται η μεταφορά τους. Η καινοτομία του Μανούτιο έγκειται στο ότι υιοθέτησε το 8ο σχήμα για ευρύ φάσμα βιβλίων που ως τότε παραδοσιακά εκδίδονταν σε μεγαλύτερα σχήματα. Στη διάρκεια του 16ου αι. και καθώς ο έντυπος λόγος απευθύνεται σ’ όλο και πιο διευρυμένο αναγνωστικό κοινό το βιβλίο τσέπης που εισήγαγε θα καθιερωθεί ενώ θα συνδεθεί πιότερο με τη ψυχαγωγία και λιγότερο με τα αμιγώς επιστημονικά, θεολογικά ή φιλοσοφικά αναγνώσματα. Τα βιβλία σε σχήμα 8ου δεν προορίζονταν για να τοποθετηθούν πάνω σε γραφείο ή αναλόγιο αλλά για να τα κρατά κανείς στο χέρι και να τα διαβάζει σε στάση χαλαρή, όπως με ζήλο καταδεικνύουνε πολυάριθμα ανδρικά και γυναικεία πορτραίτα της εποχής. Η 2η τεχνικού χαρακτήρα καινοτομία αφορά τη χρήση νέας γραμματοσειράς, σχεδιασμένης από τον χαράκτη Φραντσέσκο Γκρίφο. Πρόκειται για τους πλάγιους χαρακτήρες, που χάρη στη κομψότητά τους σταδιακά θα επικρατήσουν σ’ ευρύ φάσμα εκδοτικών εγχειρημάτων. Τέλος, στις αλδινές εκδόσεις εφαρμόστηκε ολοκληρωμένο σύστημα σημείων στίξης που θα επικρατήσει στη τυπογραφία τα επόμενα χρόνια.
Όταν ο Μανούτιο εγκαταστάθηκε στη Βενετία υστερούσε στην έκδοση αρχαιοελληνικών κειμένων, έλλειψη που θα μπορούσε μεταξύ άλλων να αποδοθεί και στο σχετικά ‘καθυστερημένο’ ενδιαφέρον των βενετών πατρικίων και διανοούμενων για την ουμανιστική παιδεία. Το κοινό στο οποίο θα μπορούσαν να απευθυνθούν τα αρχαιοελληνικά κείμενα υπήρξε άλλωστε εκ των πραγμάτων περιορισμένο ενώ αποθαρρυντικά λειτουργούσαν και οι ποικίλες τεχνικές δυσκολίες σχετικά με τη μεταφορά των ελληνικών χειρόγραφων στοιχείων σε τυπογραφική φόρμα. Το εκδοτικό εγχείρημά του απαιτούσε καινοτόμο διάθεση, κεφάλαιο, τεχνογνωσία, οργανωτική ικανότητα κι ένα δίκτυο καλών συνεργατών. Στενός του συνεργάτης υπήρξε ο τυπογράφος Αντρέα Τορραζάνι που ‘χε μάθει τη τέχνη στο γνωστό τυπογραφείο του Νικολά Ζανσόν ενώ στη χρηματοδότηση της επιχείρησης συμμετείχε κι ο βενετός πατρίκιος Πιερφραντσέσκο Μπαρμπαρίγκο. Από τις αφιερώσεις του σε ισχυρούς της εποχής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κατά καιρούς εξασφάλιζε οικονομική συνδρομή για επιμέρους εκδόσεις ενώ αρκετά βιβλία εκδόθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Επιμελητές των αρχαιοελληνικών εκδόσεων υπήρξαν ελληνόφωνοι λόγιοι όπως ο Μάρκος Μουσούρος, ο Αριστόβουλος Αποστόλης κι ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος και σημαντικοί ιταλοί λόγιοι όπως ο Πιέτρο Μπέμπο. Ιδιαίτερα σημαντική πτυχή του εγχειρήματός υπήρξε η ικανότητά του Μανούτιο να εντοπίζει και να αποκτά πρόσβαση στα ελληνικά χειρόγραφα που θα αποτελούσανε τη βάση για το έντυπο κείμενο. Υιοθετώντας διαδεδομένες εκδοτικές πρακτικές της εποχής, επιχείρησε να προωθήσει το εκδοτικό εγχείρημα του στους προλόγους και στις αφιερώσεις των έργων του, όπου υπογράμμιζε τη σημασία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για την ουμανιστική παιδεία. Σε άλλες περιπτώσεις τονίζει την έλλειψη χρημάτων κι ενθαρρύνει την αγορά των βιβλίων του προκειμένου να γίνει δυνατή η ολοκλήρωση του εκδοτικού προγράμματός του. Ταυτόχρονα αιτήθηκε και πέτυχε να του παραχωρηθεί από το βενετικό κράτος προνόμιο της αποκλειστικότητας των ελληνικών εκδόσεων που σήμαινε ότι κανείς άλλος δεν είχε δικαίωμα ν’ ανατυπώσει ή να εισαγάγει στην επικράτεια της Βενετίας οποιοδήποτε ελληνικό βιβλίο ή μετάφραση απ’ τα ελληνικά που σχεδίαζε να δημοσιεύσει ο ίδιος. Αντίστοιχα προνόμια του εκχωρήθηκαν γι’ αρκετά έτη και για το μονοπώλιο ως προς τη χρήση των πλάγιων χαρακτήρων.

Ποιο ήταν όμως το κοινό που απευθύνονταν οι αρχαιοελληνικές εκδόσεις του Μανούτιο; Εν μέρει προορίζονταν για διδακτική κυρίως πανεπιστημιακή χρήση. Ωστόσο, το αγοραστικό κοινό των αρχαιοελληνικών εκδόσεων που οι τιμές των δεν ήτανε προσιτές, παρέμενε ιδιαίτερα περιορισμένο, αφού λίγοι ήτανε τελικά κείνοι που διέθεταν τη μόρφωση και την οικονομική επιφάνεια για να στηρίξουνε τέτοιο εγχείρημα. Ας μη ξεχνάμε ότι πολλοί λόγιοι παρέμεναν προσκολλημένοι σε παλαιότερες πρακτικές κι έτσι συνέχιζαν να παραγγέλνουνε χειρόγραφα αντίγραφα των έργων που χρειάζονταν ενώ συνήθως παρέμεναν πιότερο εξοικειωμένοι με τις γνωστές λατινικές εκδόσεις της κλασσικής γραμματείας.
Οι ελληνικές εκδόσεις του Μανούτιο αντανακλούν ασφαλώς το ουμανιστικό ιδεώδες. Συγχρόνως, ωστόσο, θα πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα του βενετικού κοσμοπολιτισμού. Εκεί εκδόθηκαν απ’ το τέλος του 15ου αι. επίσης κείμενα στα εβραϊκά (εκδόσεις του Ταλμούδ και της Καμπάλα), στα ισπανικά, στα αραβικά, στα σλαβικά, στα κροατικά και στα αρμένικα. Πέρα από την αρχαιοελληνική γραμματεία εξέδωσε λειτουργικά κείμενα στα ελληνικά, που πιθανότατα προορίζονταν για τις διδακτικές ανάγκες της ορθόδοξης κοινότητας της Βενετίας ενώ από τις 1ες 10ετίες του 16ου αι. άνθηση θα γνωρίσουνε και λογοτεχνικά είδη της δημώδους ελληνικής γλώσσας, που σημαντικό μέρος των διοχετεύονταν στις ελληνόφωνες περιοχές της Αν.Μεσογείου. Το εκδοτικό πρόγραμμά του περιλάμβανε επίσης εξέχοντα έργα της ιταλικής και λατινικής γραμματείας. Μια από τις γνωστότερες και πιο όμορφες αλδινές εκδόσεις στην ιταλική, δημώδη γλώσσα είναι η περίφημη μυθιστορία Υπνερωτομαχία Πολυφίλου όπου έχουνε συνδυαστεί με ιδιαίτερη τέχνη ξυλογραφημένες εικόνες με τυπογραφικούς χαρακτήρες. Από τις εξαιρετικές ξυλογραφίες που κοσμούνε την Υπνερωτομαχία εμπνεύστηκε, άλλωστε, το σύμβολο των εκδόσεων του, το δελφίνι με την άγκυρα. Στο εκδοτικό πρόγραμμά του περιλαμβάνονται επίσης οι γίγαντες της δημώδους ιταλικής γραμματείας Πετράρχης και Δάντης κι εκδοτικές επιτυχίες της εποχής, όπως το Βιβλίο του Αυλικού του Μπαλτασάρε Καστιλιόνε κι Οι Αζολάνοι του Μπέμπο. Στις λατινικές εκδόσεις συγκαταλέγονται κείμενα της κλασσικής γραμματείας, έργα του νεοπλατωνιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο και τ’ Άπαντα του ουμανιστή Άντζελο Πολιτζιάνο. Ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο που ωστόσο παρέμεινε ανολοκλήρωτο υπήρξε η έκδοση 3λωσσης βίβλου στα εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά.

Μετά το θάνατο του Μανούτιου το 1515 η επιχείρηση πέρασε στους γιους, τους εγγονούς του και στον στενό συνεργάτη του Τορρεζάνι. Απ’ τα μέσα του 16ου αι. σειρά παράγοντες, σημαντικότερος που μεταξύ των υπήρξε η δημοσιοποίηση του καταλόγου απαγορευμένων βιβλίων στη Βενετία το 1549 στο κλίμα της Καθολικής Αντιμεταρρύθμισης, θα επιφέρουν σημαντικό πλήγμα και καίριους μετασχηματισμούς στη βενετική τυπογραφία στερώντας την από τη ποικιλομορφία που την είχε χαρακτηρίσει τις προηγούμενες 10ετίες και καθιστώντας τη λιγότερο κοσμοπολίτικη, με σαφή πλέον προσανατολισμό στην όλο και πιο δημοφιλή θρησκευτική λογοτεχνία. Ο Μανούτιος δεν ζει πια. Το καινοτόμο πνεύμα του έχει ωστόσο αποτελέσει σημαντικό κεφάλαιο στη κρίσιμη περίοδο μετάβασης από τον χειρόγραφο στον έντυπο γραπτό πολιτισμό.
Καθώς οι ιδιωτικές βιβλιοθήκες αναπτύσσονταν, οι αναγνώστες άρχισαν να θεωρούν τους μεγάλους τόμους όχι μόνο δύσχρηστους στο χειρισμό και προβληματικούς στη μεταφορά, αλλά και άβολους στην αποθήκευση. Το 1501, γεμάτος αυτοπεποίθηση από την επιτυχία των 1ων εκδόσεων, ο Άλδος ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού κι εξέδωσε σειρά βιβλίων τσέπης σε σχήμα όγδοο -το μισό του τετάρτου- που ηταν όλα κομψότατα τυπωμένα και περισπούδαστα επιμελημένα. Για να διατηρήσει το κόστος παραγωγής χαμηλό αποφάσισε να τυπώνει χίλια αντίτυπα τη φορά και, προκειμένου να χρησιμοποιείται η σελίδα πιο οικονομικά, εισήγαγε μια νεοσχεδιασμένη γραμματοσειρά, τα κυρτά, που έφτιαξε ο Φραντσέσκο Γκρίφο, ένας χαράκτης από την Μπολόνια, που σχεδίασε και τα 1α όρθια στοιχεία, που τα κεφαλαία ήτανε κοντύτερα από τα ανωφερή (πλήρους ύψους) πεζά γράμματα, ώστε να εξασφαλίσει πιο ισορροπημένες αράδες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το βιβλίο είχε πολύ απλούστερη εμφάνιση από τις περίτεχνες χειρόγραφες εκδόσεις που ήταν τόσο δημοφιλείς το Μεσαίωνα· ήταν ένα βιβλίο κομψό και απέριττο. Αυτό που προπαντός μετρούσε, για τον ιδιοκτήτη ενός βιβλίου τσέπης από το τυπογραφείο του Άλδου, ήτανε το κείμενο, ευανάγνωστο και τυπωμένο με γνώση -όχι ένα βαρύτιμα διακοσμημένο κομψοτέχνημα. Απόδειξη του πόσο δημοφιλή ήτανε βρίσκεται στο τιμοκατάλογο με τις πόρνες της Βενετίας, του 1536, λίστα με τις καλύτερες και χειρότερες εκδιδόμενες γυναίκες της πόλης, που προειδοποιεί τους ταξιδιώτες να μην επισκεφθούν κάποια Λουκρητία Σκουάρτσια, που προσποιείται ότι λατρεύει τη ποίηση και κουβαλά μαζί της έκδοση τσέπης του Πετράρχη, του Βιργίλιου και μερικές φορές ακόμα και του Ομήρου. Η γεμάτη χαρά κυρτή γραμματοσειρά του Γκρίφο (που πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε ξυλογραφία που κοσμούσε συλλογή επιστολών της Αγίας Αικατερίνης της Σιέννα τυπωμένης το 1500) προσέλκυε την προσοχή του αναγνώστη στη λεπτή σχέση μεταξύ των χαρακτήρων, σύμφωνα με το σύγχρονο Άγγλο κριτικό Σερ Φράνσις Μέινελ, τα κυρτά επιβράδυναν το ρυθμό ανάγνωσης, βοηθώντας το μάτι να απορροφήσει το κάλλος του κειμένου.

Αφού τούτα τα βιβλία ήταν φθηνότερα απ’ τα χειρόγραφα, ειδικά από τα διακοσμημένα κι αφού μπορούσε κανείς ν’ αγοράσει ολόιδια έκδοση σε περίπτωση που αντίτυπο χανόταν ή καταστρεφόταν, τα βιβλία κατέληξαν να γίνουνε για πολλούς αναγνώστες λιγότερο σύμβολα πλούτου και περισσότερο σύμβολα διανοητικής αριστοκρατίας κι απαραίτητα εργαλεία μελέτης. Στις μέρες της αρχαίας Ρώμης και στον πρώιμο Μεσαίωνα, οι βιβλιοπώλες κι οι χαρτοπώλες παρήγαν βιβλία ως εμπόρευμα προς πώληση, αλλά το κόστος κι ο ρυθμός παραγωγής δημιουργούσε στους αναγνώστες αίσθηση προνομιακής θέσης, αφού είχανε στη κατοχή τους κάτι μοναδικό. Μετά τον Γκούτενμπεργκ και 1η φορά στην ιστορία, 100άδες αναγνώστες κατείχαν ολόιδια αντίτυπα του αυτού βιβλίου, έτσι που (μέχρι ο αναγνώστης να βάλει σ’ ένα βιβλίο προσωπικά σημάδια και να του δημιουργήσει προσωπική ιστορία) το βιβλίο που διάβαζε κάποιος στη Μαδρίτη ήταν ίδιο με το βιβλίο που διάβαζε κάποιος στο Μονπελιέ. Τόσο πετυχημένη ήταν η επιχείρηση του Άλδου, που οι εκδόσεις του γρήγορα αντιγραφήκανε σ’ όλη την Ευρώπη: στη Γαλλία από τον Γκρίφιους στη Λιόν, καθώς κι από τον Κολίν και τον Ρομπέρ Εστιέν στο Παρίσι και στις Κάτω Χώρες από τον Πλαντέν στην Αμβέρσα και τον Ελζεβίρ στο Λέιντεν, στη Χάγη, στην Ουτρέχτη και στο Άμστερνταμ. Σαν πέθανε ο Άλδος το 1515, οι ανθρωπιστές που παρευρέθηκαν στη κηδεία του τοποθέτησαν γύρω από το φέρετρό του, σαν πολυμαθείς φρουρούς, τα βιβλία που με τόση αγάπη είχε επιλέξει να εκδώσει…

Η Υπογραφή του (σπεύδε βραδέως)