Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος (έστησε): Τυπογραφία Ελληνική (ΙΙ): Η Ιστορία Της

                                       Πρόλογος

     Αυτό το άρθρο κρίθηκε επιβεβλημένο στη πορεία, ύστερα μάλιστα από τη τελευταία ανάρτηση, του Εμίλ Λεγκράν κι έτσι θα το συμπεριλάβω στο Στέκι με καμάρι και συνεχίζω δυνατά. Σημειωτέον πως ο Γουτεμβέργιος άνοιξε διάπλατα στον κόσμο, αυτή τη δυνατότητα, γι’ αυτό καλόν είναι να ξεκινήσουμε τη περιήγησή μας από κει.   Π. Χ. 
——————
                               Γουτεμβέργιος (Βιος)

     Ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος (Johannes Gutenberg) ήτανε Γερμανός σιδηρουργός, χρυσοχόος, τυπογράφος κι εκδότης, που εισήγαγε τη τυπογραφία στην Ευρώπη. Η δική του εφαρμογή της μηχανικής εκτύπωσης με κινητά στοιχεία θεωρείται ευρέως ως η πιο σημαντική εφεύρεση της 2ης χιλιετίας και το γεγονός που εγκαινίασε τη νεότερη Εποχή της ανθρώπινης ιστορίας. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αναγέννησης, τη Μεταρρύθμιση, το Διαφωτισμό, την επιστημονική επανάσταση κι έθεσε τη βάση για τη σύγχρονη -βασισμένη στη γνώση- οικονομία και τη διάδοση της μάθησης στις μάζες.

     Γεννήθηκε κατά την επικρατέστερη εκδοχή το 1397 κι απεβίωσε στις 3 Φλεβάρη1468 σε ηλικία 71 ετών. Τόπος γέννησής του είναι το Μάιντς (Mainz) της Γερμανίας και θεωρείται ο “πατέρας” της τυπογραφίας. Περίπου στα 1430 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο. Τον Μάρτη του 1434, ένα γράμμα του υποδεικνύει πως εκείνη την εποχή διέμενε εκεί, όπου είχε κάποιους συγγενείς από τη πλευρά της μητέρας του. Στο Στρασβούργο άρχισε να πειραματίζεται στη μεταλλουργία και στα 1434 έκανε τα 1α του βήματα στη τυπογραφία. Θεωρείται ο “πατέρας” της μηχανικής εκτύπωσης μολονότι είχαν ήδη κατασκευαστεί κινητά τυπογραφικά στοιχεία από τον Ολλανδό Λαυρέντιο Κοστέρ στο Χάρλεμ, γιατί εκείνος συνέλαβε 1ος την ιδέα της τυπογραφικής μεθόδου στο σύνολό της. Ο εκπαιδευμένος χρυσοχόος, μέλος της αντίστοιχης συντεχνίας, πειραματίζεται από το 1434 με κινητούς ξύλινους χαρακτήρες. Τα 1α αποτελέσματα διαφαίνονται το 1436 οπότε εκτυπώνει λαϊκά, θρησκευτικά βιβλία.
     Μετά από διάφορες προσπάθειες πετυχαίνει, το 1441, με τη βοήθεια ενός βελτιωμένου μελανιού, να αξιοποιήσει εκτυπωτικά και τις δύο όψεις μιας σελίδας χαρτιού. Η τελική επιτυχία για την αξιοποίηση της εφεύρεσής του ήρθε με την εκτύπωση, το 1455, της Βίβλου των 42 γραμμών στα λατινικά, σε 180 αντίτυπα, τα περισσότερα σε κοινό χαρτί και μερικά σε χαρτί εξαιρετικής ποιότητας (vellum), μία αισθητικά άριστη τυπογραφική εργασία, αν κι αποτελεί μόλις το πρώτο τυπογραφικό προϊόν του. Είναι ευρέως γνωστή ως η Βίβλος του Γουτεμβέργιου. Αποτελεί το 1ο βιβλίο μαζικής παραγωγής, που για πολλούς είναι το καλλίτερο κι αρτιότερο τεχνικά βιβλίο που τυπώθηκε ποτέ.
     Το Project Gutenberg (Εγχείρημα Γουτεμβέργιος) ονομάστηκε στη μνήμη του κι είναι μια εθελοντική προσπάθεια ψηφιοποίησης, αρχειοθέτησης και διανομής πολιτισμικών έργων μέσω Διαδικτύου. Ξεκίνησε το 1971 κι είναι, σήμερα, η αρχαιότερη ψηφιακή βιβλιοθήκη.
——–
         Η Ιστορία Της Ελληνκής Τυπογραφίας Στους Αιώνες

     Η ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας αρχίζει το 1465 με κείμενα που άρχισαν να τυπώνονται από Ιταλούς τυπογράφους, ενώ το 1476 εκδόθηκε το 1ο αποκλειστικά ελληνικό κείμενο από Έλληνα τυπογράφο, η Ἐπιτομὴ τῶν ὀκτὼ τοῦ λόγου μερῶν του Κωνσταντίνου Λάσκαρι, βιβλίο ελληνικής γραμματικής. Προς το τέλος του 15ου αι., ο Άλδος Μανούτιος άρχισε να τυπώνει στη Βενετία πολλά ελληνικά βιβλία, είτε γραμματικές της ελληνικής είτε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας φροντισμένα από Έλληνες λόγιους που είχαν φύγει από τη Πόλη. Ως το 1500 είχανε τυπωθεί τουλάχιστον 80 ελληνικά βιβλία. Η εκδοτική δραστηριότητα εμπλουτίστηκε με θρησκευτικά και λειτουργικά κείμενα, αλλά και με ιστορικοφιλολογικά και λογοτεχνικά έργα. Στην εκδοτική αγορά του 16ου αι. κυριαρχούν ιταλικοί εκδοτικοί οίκοι (Giuliani και Pinelli), αλλά κι αργότερα στον ίδιο αιώνα ενεργοποιήθηκαν βενετικοί οίκοι, με Έλληνες ιδιοκτήτες (Νικόλαος Γλυκύς, 1670 και Νικόλαος Σάρος, 1686).
     Τον 16ο και 17ο αι. εκδόθηκαν ελληνικά βιβλία και στη Πόλη, αλλά και σε άλλα πνευματικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη Μολδαβία και τη Βλαχία, ιδίως με θρησκευτικά κείμενα. Το 1731 ιδρύθηκε στη Μοσχόπολη το 2ο τυπογραφείο στον Ελλαδικό χώρο, μετά από αυτό της Πόλης. Το 1798 ιδρύεται από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, το Πατριαρχικό Τυπογραφείο στη Πόλη που λειτουργεί ως σήμερα. Από τα τέλη του 17ου αι. τυπώθηκαν ελληνικά βιβλία καθώς, εφημερίδες και περιοδικά σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις όπως η Λειψία, η Βιέννη, η Πετρούπολη, η Οδησσός, η Μόσχα, καθώς και στα Ιόνια Νησιά, συνεισφέροντας στη προετοιμασία του ελληνικού έθνους για την επερχόμενη επανάσταση. Τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης εμφανίζονται και τα 1α τυπογραφεία στις περιοχές που σιγά-σιγά ελευθερώνονταν, Καλαμάτα-Κορίνθο (1821-1822), Μεσολόγγι (1823-1825), Ύδρα (1824-1827), Αθήνα (1825-1826), Ψαρά (1824).
     Στο νέο ελληνικό κράτος, ο Καποδίστριας ιδρύει στην Αίγινα, την Εθνική Τυπογραφία (1827-1834) που με την έλευση του Όθωνα θα ονομαστεί Βασιλική Τυπογραφία. Ιδιώτες τυπογράφοι αρχίζουν να δραστηριοποιούνται στο Ναύπλιο, την Αίγινα, την Ύδρα, τη Σύρο και σταδιακά με την ανάπτυξη της πρωτεύουσας μετακομίζουν στην Αθήνα, όπου συγκεντρώθηκε η εκδοτική παραγωγή. Η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο το 1455 κι η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 με την επακόλουθη φυγή αρκετών λογίων προς τη Δύση κι ιδιαίτερα προς την Ιταλία, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της μελέτης των αρχαίων Ελλήνων κλασσικών συγγραφέων και την εδραίωση της ελληνικής τυπογραφίας.
     Πράγματι, Έλληνες φιλόσοφοι, καθηγητές και θεολόγοι όπως ο Εμμανουήλ Χρυσολωράς, ο Θεόδωρος Γαζής,ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Βησσαρίων, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ιουστίνος Δεκάδυος κ.ά. θα παραδώσουν μαθήματα σε όλα τα φημισμένα ιταλικά πανεπιστήμια του καιρού τους αλλά και στις αυλές των ισχυρών Ιταλών ηγεμόνων, θα μεταφράσουνε στα Λατινικά από το πρωτότυπο πλέον τους αρχαίους Έλληνες και με τη ταυτόχρονη ανακάλυψη της τυπογραφίας θα εκδώσουν τα 1α βιβλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

   “Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του πνεύματος δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο λίγες δεκάδες λόγιοι να κατορθώσουν να μεταλαμπαδεύσουν μια εθνική γραμματειακή παράδοση σε ένα ανθρωπιστικό κίνημα που σφράγισε και σφυρηλάτησε ανεξίτηλα τη σκέψη ενός ολόκληρου κόσμου παρά κατά τη σταδιακή έξοδο της Βυζαντινής λογιοσύνης που παρατηρήθηκε από τις αρχές του 14αι και κορυφώθηκε μετά το 1453. Όλα άρχισαν το 1396, όταν ο μεγάλος Βυζαντινός λόγιος και διπλωμάτης ο Mανουήλ Xρυσολωράς κλήθηκε να διδάξει συστηματικά την ελληνική γλώσσα στο STUDIUM της Φλωρεντίας. Aπό τότε άρχισαν να συνειδητοποιούν στην Iταλία, όπως και οι εκφραστές του αναγεννησιακού πνεύματος στο Bορρά, ότι χωρίς τη κατανόηση των ελληνικών γραμμάτων και την ευρύτερη διάδοσή τους κάθε δρόμος προς την αναγέννηση οδηγούσε σε αδιέξοδο“.

     Ελληνικά κείμενα άρχισαν να τυπώνονται 1η φορά στην Ιταλία, από τη δεκαετία του 1470, από Ιταλούς και Γερμανούς τυπογράφους, στα πλαίσια των αναζητήσεων στην αρχαία ελληνική γραμματεία που πυροδοτήθηκε με τη περίοδο της Αναγέννησης. Υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του 15ου αι. είχαν εκτυπωθεί 66 ελληνικά βιβλία σε σύνολο 40.000 βιβλίων. Τα 1α ελληνικά κείμενα, ήτανε κυρίως γραμματικές, που σκοπό είχαν να ενισχύσουν την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών, στα πανεπιστημιακά κέντρα της Ιταλίας. Κύρια θέση σε αυτή τη παραγωγή κατέχει το βιβλίο Ἐρωτήματα του Εμμανουήλ Χρυσολωρά, γραμματική που έγραψε ο βυζαντινός αυτός λόγιος, με σκοπό να βοηθήσει την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από τους δυτικούς σπουδαστές.
     Τα 1α ελληνικά βιβλία προήλθαν από το τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία. Ο πρώην άσημος δάσκαλος συγκρότησε τυπογραφείο και πλαισιωμένος από τους Έλληνες λόγιους που ζούσανε τότε στην Ιταλία άρχισε να εκδίδει βιβλία και στη Λατινική και στην Ελληνική, με απώτερο σκοπό να εκδώσει το σύνολο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Συνεργάτες υπήρξαν ο Μάρκος Μουσούρος, ο Δημήτριος Δούκας, ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος. Ο Μανούτιος προχώρησε στη μνημειώδη έκδοση του συνόλου των έργων του Αριστοτέλη, των κωμωδιών του Αριστοφάνη, καθώς και τη πρωτοποριακή για την εποχή έκδοση τσέπης (μικρόσχημη έκδοση) των τραγωδιών του Σοφοκλή που κυκλοφόρησε σε 2000 αντίτυπα το 1502. Επίσης, ο Άλδος Μανούτιος θα “χύσει” τα δικά του ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία, χειρόγραφης έμπνευσης που θα κυριαρχήσουνε στην ελληνική τυπογραφία για αρκετούς αιώνες.
     Αργότερα ελληνικά βιβλία θα τυπωθούνε και σε άλλα τυπογραφεία της δυτικής Ευρώπης: από το 1507 στο Παρίσι, το 1514 στο Πανεπιστήμιο Αλκαλά της Ισπανίας, από το 1516 στη Βασιλεία της Ελβετίας, από το 1543 στην Αγγλία, κ.λ.π. Το 1ο βιβλίο με συνεχές ελληνικό κείμενο που εκδόθηκε ποτέ ήταν η Βατραχομυομαχία, που τότε θεωρούνταν έργο του Ομήρου. Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε το 1474 από τον τυπογράφο Thomas Ferrandus στη Μπρέσσια της Ιταλίας. Το βιβλίο περιέχει το ελληνικό κείμενο στη μια πλευρά και τη λατινική έμμετρη μετάφραση του στην άλλη, ενώ ανάμεσα στους στίχους του ελληνικού κειμένου υπάρχει η λατινική πεζή μετάφρασή του, γραμμή προς γραμμή. Το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο αυτού του βιβλίου υπάρχει στη βιβλιοθήκη John Rylands στο Μάντσεστερ της Αγγλίας.
     1ο όμως εξ ολοκλήρου ελληνικό και χρονολογημένο βιβλίο είναι η Ἐπιτομή τῶν ὀκτὼ τοῦ λόγου μερῶν, γραμματική του Κωνσταντίνου Λάσκαρι. Το βιβλίο τύπωσε ο Ιταλός Dionigi Paravicino. Μάλιστα για τις ανάγκες του βιβλίου ο Κρητικός λόγιος και κωδικογράφος Δημήτριος Δαμιλάς δημιουργεί και τα 1α ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία, επιμελείται της έκδοσης, και προλογίζει το βιβλίο. Αντίτυπο του βιβλίου υπάρχει και στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ο Δαμιλάς θα τυπώσει στη Φλωρεντία το 1484 σε νέα έκδοση τα Ἐρωτήματα του Χρυσολωρά και το 1488 ολόκληρο το ομηρικό έργο στο βιβλίο Ὅμηρος, τα σωζόμενα σε 2 τόμους, με την επιμέλεια του λόγιου Δημήτριου Χαλκοκονδύλη και με τα δικά του τυπογραφικά στοιχεία.
     Τα 1α ελληνικής ιδιοκτησίας τυπογραφεία ιδρύθηκαν στη Βενετία, το 1486 και το 1499. Το πρώτο, του 1486 ανήκε στους Κρήτες Αλέξανδρο και Λαόνικο (Νικόλαο Καββαδάτο), πρωτόπαππα των Χανίων από τον Χάνδακα (Ηράκλειο) λειτούργησε μάλλον, σε κάποιο σπίτι και τύπωσε κάποια βιβλία για Έλληνες μαθητές σχολείων της Βενετίας, που ανάμεσα τους και τη Βατραχομυομαχία το 1486 αλλά και το Ψαλτήριο. Το 2ο, ελληνικό τυπογραφείο συστήθηκε κι αυτό στη Βενετία πάλι από 2 Κρητικούς το Νικόλαο Βλαστό και τον Ζαχαρία Καλλιέργη και λειτούργησε για 2 μόνο χρόνια, 1499 & 1500. Ο Βλαστός υπήρξε ο χρηματοδότης ενώ ο Καλλιέργης –πρώην κωδικογράφος- ο τυπογράφος και σχεδιαστής των 1ων νέων ελληνικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στην έκδοση του Μεγάλου Ἐτυμολογικοῦ Λεξικοῦ του 1499. Συνεργάτες των τυπογράφων αυτών ήσαν ανάμεσα στους άλλους κι οι διάσημοι λόγιοι της εποχής, ο Μάρκος Μουσούρος κι ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος, επίσης Κρητικοί. Μάλιστα για να εξάρει την κρητική ταυτότητα των συνεργατών ο Μάρκος Μουσούρος έγραψε το παρακάτω στιχούργημα που τυπώθηκε στο Μέγα Ἐτυμολογικόν:

Κρής γάρ ὁ τορνεύσας, τα δε χαλκία Κρής ὁ συνείρας,
Κρής ὁ καθέν στίξας, Κρής ὁ μολυβδοχύτης,
Κρής δαπανᾶ νίκης ὁ φερώνυμος αὐτός ὁ κλείων
Κρής τάδε. Κρησίν ὁ Κρής ἤπιος αἰγίοχος.

Κρητικός είναι αυτός που τα σκάλισε,
Κρητικός κι αυτός που αράδιασε τους χάλκινους τύπους,
Κρητικός αυτός που τα κέντησε ένα-ένα,
Κρητικός αυτός που τα έχυσε στο μολύβι
και Κρητικός κάνει τα έξοδα,
εκείνος που έχει το όνομα της νίκης
Κρητικός κι αυτός που γράφει τούτο το εγκώμιο.
Στους Κρητικούς παραστέκεται ευνοϊκός
ο Δίας ο κρητικός.

     Το τυπογραφείο εξέδωσε άλλους 3 τίτλους βιβλίων, ιδιαίτερα προσεγμένους και καλαίσθητους. Το Ὑπόμνημα εἰς τὰς δέκα κατηγορίας τοῦ Ἀριστοτέλους του Σιμπλίκιου, το 1499 και τα Ὑπόμνημα εἰς τὰς πέντε φωνάς του Αμμώνιου του Ερμεία και Θεραπευτική του Γαληνού, το 1500. Το τυπογραφείο αυτό λειτούργησε με την υψηλή εποπτεία και βοήθεια της κόρης του μεγάλου δούκα της Πόλης Λουκά Νοταρά, της Άννας Νοταρά και ξεχώρισε για την υψηλή αισθητική του, τη περίτεχνη γραμματοσειρά που χρησιμοποιούσε και τα όμορφα πρωτογράμματα κι επίτιτλα τυπωμένα με κόκκινη μελάνη. Η τυπογραφική επιχείρηση όμως δεν ήτανε κερδοφόρα και γι αυτό σταμάτησε τη λειτουργία της τόσο γρήγορα. Για το Βλαστό δεν έχουμε στοιχεία πως συνέχισε την ενασχόληση με τη τυπογραφία αντίθετα με τον Καλλιέργη που το 1509 σύστησε εκ νέου τυπογραφείο. στη Βενετία τούτη τη φορά. Εκεί θα τυπώσει 4 ελληνικά βιβλία, οικονομικά προσιτά στο ευρύτερο ελληνικό κοινό: ἘξεψάλματαἜκθεσις παραινετικὴ τοῦ Ἀγαπητοῦ διακόνου, το Ὡρολόγιο, βιβλία χριστιανικού περιεχομένου που χρησίμευαν κι ως βοηθήματα μάθησης, και το λογοτέχνημα του Κρητικού Μπεργαδή Ὁ Ἀποκόπος -το 1ο λαϊκό λογοτεχνικό ανάγνωσμα.
     Ο Καλλιέργης συνεχίζει την εκδοτική του δραστηριότητα από το 1515 στη Ρώμη. Εκεί με τη φροντίδα του πάπα αλλά και την οικονομική χορηγία ενός μαικήνα των γραμμάτων, του Cornelio Benigni, θα εκδώσει τη πρώτη, σχολιασμένη, έκδοση των Ὠδῶν του Πινδάρου. Τα επόμενα χρόνια θα εκδώσει κυρίως λατινικά κείμενα, για το κοινό της Δύσης και 2 ελληνικά, την Ὀκτώηχο το 1520 και το Λεξικό του Ιταλού ελληνιστή Guarino Favorino, το 1523. Στη Ρώμη δραστηριοποιούνταν ήδη, στο κύκλο του αρχαιολάτρη πάπα Λέοντα Ι’, ο διάσημος λόγιος Ιανός Λάσκαρις, που κατόρθωσε να πείσει τον πάπα να ιδρύσει στη Ρώμη το 1513, Ελληνικό Γυμνάσιο για τους αριστούχους μαθητές του υποδουλωμένου ελληνικού χώρου που ήθελαν και μπορούσαν να συνεχίσουν σε ανώτερες σπουδές. Ο Λάσκαρις έστησε και το τυπογραφείο του Ελληνικού Γυμνασίου, εκδίδοντας ελληνικά βιβλία για την ενίσχυση των σπουδών των μαθητών, όπως τα Σχόλια εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα το 1517, Ὁμηρικά ζητήματα το 1518 και Σχόλια στις τραγωδίες του Σοφοκλή το 1518. Μάλιστα το 1517 ο πάπας Λέων Ι’ για να βοηθήσει τη νεοσύστατη τυπογραφία έδωσε σε αυτήν το προνόμιο αποκλειστικής έκδοσης και πώλησης των βιβλίων για τα επόμενα 10 χρόνια, δηλ. μέχρι το 1527. Τα ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν ως το τέλος του 14ου αι. (1476-1500) είναι 32 κα λέγονται αρχέτυπα.
     Η παρουσία του πατρινού εμπόρου Ανδρέα Κουνάδη στη Βενετία κι η συνεργασία του με τους Ιταλούς αδερφούς Σάβιο, θα σημάνει την έναρξη ενός μακρόβιου ελληνικού τυπογραφείου και θα καταστήσει τη Βενετία το κέντρο της ελληνικής εκδοτικής δραστηριότητας μέχρι τον 19ο αιώνα. Ο Κουνάδης αφού μαθήτευσε στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου κα γνώρισε τους αδερφούς Σάβιο, πρότεινε στον έναν, τον Στέφανο να συνεταιριστούνε στην ίδρυση τυπογραφείου κι έτσι το 1521 εξέδωσε το 1ο του βιβλίο το σταθερής αξίας κι αναγνωσιμότητας Ψαλτήριο. Ο Κουνάδης δυστυχώς θα πεθάνει ύστερα από 2 έτη κι ο εκδοτικός οίκος θα περάσει στα χέρια του πεθερού του Δαμιανού (Damiano di Santa Maria), που σε συνεργασία με τους Σάβιο θα συνεχίσουν τη παραγωγή του οίκου και την έκδοση βιβλίων. Οι αδερφοί Ιωάννης και Πέτρος Σάβιος θα εκδώσουν το 1535 την Opera Quendam τα συγγράμματα του Μεγάλου Βασιλείου στα ελληνικά, αλλά και το Τυπικὸν καὶ τὰ ἀπόρρητα το 1545, 1 από τα 1α θρησκευτικά λειτουργικά βιβλία που εκδόθηκαν. Η έκδοση φέρει το τυπογραφικό σήμα του Κουνάδη.
     Εκτός απ’ τα θρησκευτικά βιβλία που θα εκδώσουν όπως τα ΠαρακλητικήΕὐχολόγιον, και Τριώδιον, θα εκδώσουν και λογοτεχνικά έργα της Κρητικής λογοτεχνίας που τότε γνώριζε μια πολιτιστική άνοιξη, όπως την Ιστορία του Ταγιαπιέρα, το Πένθος θανάτουἈπολλώνιος κι ά. Το τυπογραφικό σήμα του Κουνάδη (κουνάβι μέσα σε θυρεό) καθώς κι ο τίτλος του τυπογραφείου Τύπος Κουνάδου θα χρησιμοποιείται μέχρι και το 1600 από τους απογόνους του Δαμιανού που συνεχίζουνε την επιχείρηση μέχρι τότε. Άλλοι σημαντικοί Έλληνες τυπογράφοι της εποχής είναι ο Κερκυραίος λόγιος Νικόλαος Σοφιανός ιδιοκτήτης ενός βραχύχρονου τυπογραφείου στη Βενετία στο οποίο τύπωσε μόνο 3 βιβλία,και ο επίσης Κερκυραίος Ιππόλυτος Βάρελης, ιδιοκτήτης τυπογραφείου από το 1564 έως το 1580. Αλλά και ξένοι, Ιταλοί τυπογράφοι, θα εκδώσουν πολλές σειρές ελληνικών βιβλίων όπως οι εκδοτικοί οίκοι των Da Sabbio που εκδίδουν ελληνικά βιβλία από το 1521-1551, οι Zanetti από το 1535-1605 κι οι Spinelli από το 1548 έως το 1579. Συνολικά όλον τον 16ο αι. εκδίδονται 634 περίπου ελληνικά βιβλία, που ονομάζονται παλαιότυπα και το 55% αυτών είναι θρησκευτικού (λειτουργικού) περιεχομένου. Το 30% είναι εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, λεξικά και γραμματικές και τέλος το 14% περιλαμβάνει ιστορικοφιλολογικά και λογοτεχνικά έργα.
     Μέχρι την εμφάνιση του Νικολάου Γλυκύ στο τυπογραφικό χώρο, ελληνικά βιβλία εξέδιδαν Ιταλοί τυπογράφοι, που απασχολούνε πολλούς Έλληνες λογίους στην επιμέλεια των εκδόσεων τους. Ξεχωρίζουν στη Βενετία οι Pinelli που από το 1600 έως το 1676 εκδίδουν 130 ελληνικούς τίτλους κι οι Giuliani που από το 1582 έως το 1690 εκδίδουν 199 τίτλους. Οι Giuliani, Ιουλιανοί επί το ελληνικότερον, εξέδωσαν ανάμεσα στα άλλα τη Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου το 1687, ένα από τα πιο όμορφα παλαίτυπα βιβλία. Επίσης ο οίκος θα εκδώσει για 1η φορά και τη Ἐρωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση το 1637. Τέλος, μερίδιο στην έκδοση ελληνικών βιβλίων διεκδικεί κι η Congegatio de Propaganda Fide (το Συμβούλιο Προπαγάνδας υπέρ της Καθολικής Πίστης του Βατικανού) που εκδίδει από το 1628 ως το 1677 45 ελληνικούς τίτλους όλους για προσηλυτιστικούς σκοπούς.
     Το 1647 ο έμπορος από τα Γιάννενα, Νικόλαος Γλυκύς, μετοίκησε μόνιμα στη Βενετία κι αποφάσισε να ασχοληθεί με την τυπογραφία. Ο Γλυκύς αγόρασε το τυπογραφείο του Αλμπρίτζι το 1670, αποκτώντας και το προνόμιο αποκλειστικής παραγωγής ελληνικών τίτλων. Μέχρι το θάνατό του, το 1693, τύπωσε 106 διαφορετικούς τίτλους βιβλίων, κυρίως θρησκευτικού-λειτουργικού περιεχομένου. Μετά το θάνατό του, ο οίκος πέρασε στους κληρονόμους του και γνώρισε μια προσωρινή κάμψη μέχρι το 1721 που στα χέρια του εγγονού του, Νικόλαου Γλυκύ του νεότερου, θα γνωρίσει καινούρια ανάπτυξη. Το 1729 μάλιστα εκδίδει και το βιβλίο του Θεόφιλου Κορυδαλλέα Εἰς ἅπασαν τὴν Λογικὴν τοῦ Ἀριστοτέλους για 1η φορά. Ως το 1788 ο αριθμός των πιεστηρίων διπλασιάστηκε, οι τεχνίτες τυπογράφοι ανήλθαν στους 20 κι οι τίτλοι έφτασαν στους 400. Ο οίκος συνέχισε τη λειτουργία του και τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τη περίοδο του Νεοελληνικού διαφωτισμού κι ως το 1820 ήταν ισχυρός κι ακμαίος. Ωστόσο μετά το 1831 η επιχείρηση αρχίζει σιγά-σιγά να παρακμάζει μέχρι που κλείνει οριστικά γύρω στο 1850.
     Ο 2ος σημαντικός τυπογραφικός-εκδοτικός οίκος ήταν του Νικολάου Σάρου. Ο Νικόλαος Σάρος, ηπειρώτης κι αυτός, μετοίκησε στη Βενετία γύρω στο 1680 κι άρχισε τη δική του εκδοτική δραστηριότητα, με βιβλία που το αναγνωστικό τους κοινό βρισκότανε στη τουρκοκρατούμενη και βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Ο εκδοτικός οίκος λειτούργησε ως το 1788 αν κι από το 1706 είχεν αγοραστεί από τον Αντώνιο Βόρτολι. Ο εκδοτικός οίκος του Σάρου στο διάστημα 1685-1788, εξέδωσε 298 βιβλία.
     Τέλος ο οίκος του επίσης ηπειρώτη από τα Γιάννενα, Δημητρίου Θεοδοσίου, άρχισε τη λειτουργία του το 1755, εκδίδοντας και πολλά βιβλία στη σλαβική γλώσσα, για τους σλαβόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων. Το 1ο βιβλίο που βγήκε από τα πιεστήριά του ήταν η Βίβλος ενιαύσιος την άπασαν εκκλησιαστική ακολουθίαν ανελλιπώς περιέχουσα. Το 1767 εκδίδει το βιβλίο του Ιωάννη Στάνου Βίβλος χρονική περιέχουσα την Ιστορίαν της Βυζαντίδος, σε 6 τόμους και το 1778 εκδίδει την Ιστορία εις την οποία περιέχεται ο Βίος και οι Ανδραγαθίες του περιβόητου Βασιλέως Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, έν από τα πολλά λαϊκά αναγνώσματα της εποχής που δημιούργησαν και συντήρησαν τους θρύλους γύρω από τον Μέγα Αλέξανδρο. Το 1782 πεθαίνει ο Δημήτριος Θεοδοσίου και τη διεύθυνση αναλαμβάνει ο αδερφός του, Πάνος. Το τυπογραφείο έχει εξελιχθεί σε διαβαλκανικό κόμβο, καθώς προωθεί βιβλία στη Βοσνία, τη Σερβία, τη Βλαχία, τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Το τυπογραφείο θα συνεχίσει τη λειτουργία του, μέχρι το 1820. Σε όλα αυτά τα χρόνια, ο οίκος θα εκδώσει 544 ελληνικά βιβλία, καθώς και σλαβικά κι αρμενικά. Τον 17ο αι. εκδίδονται 960 βιβλία στην ελληνική γλώσσα, με τα θρησκευτικά και λειτουργικά βιβλία να εξακολουθούν να έχουν τη μερίδα του λέοντος 70%, τα λογοτεχνικά-ιστορικοφιλολογικά να ακολουθούν με 15% και οι εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων με 13%.
     Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν η Βενετία θα χάσει τα σκήπτρα στη παραγωγή ελληνικών βιβλίων καθώς χάνει και την ίδια την αυτόνομη ύπαρξη της, αφού το κράτος της Βενετίας θα καταλυθεί από τον Ναπολέοντα το 1797. Εξάλλου κι η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους θα στρέψει τους εκδότες στην ίδρυση τυπογραφείων στην ελεύθερη πια, πατρίδα τους. Το 18ο αι. θα τυπωθούν συνολικά 3.562 ελληνικά βιβλία, με το 62% από αυτά να έχουν εκδοθεί στη Βενετία.
     Στην Οθωμανική αυτοκρατορία η καινούργια εφεύρεση του τυπογραφείου θα αργήσει να φτάσει και πολύ περισσότερο να ευδοκιμήσει. Οι Τούρκοι είδαν με εξαιρετική καχυποψία τη νέα εφεύρεση κι ήταν οι μη μουσουλμανικές εθνότητες που θα εγκαταστήσουνε και θα λειτουργήσουνε τυπογραφεία εκεί. Συγκεκριμένα έν αρμένικο τυπογραφείο θα λειτουργήσει στη Πόλη το 1567, ένα εβραϊκό κι ένα αρμενικό στη Θεσσαλονίκη την ίδια περίπου περίοδο ενώ το 1ο τουρκικό θα κάνει την εμφάνισή του το 1727, στο Σκούταρι της Πόλης. Το 1620 ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, θα εδραιώσει τυπογραφική επιχείρηση, για να αντιμετωπίσει την επίθεση της Καθολικής εκκλησίας, που με αφθονία συγγραμμάτων προσπαθούσε να προσηλυτίσει ορθόδοξους πιστούς.
     Ο Λούκαρις, έστειλε τον κεφαλλονίτη κληρικό Νικόδημο Μεταξά στο Λονδίνο το 1620, για να μάθει την τυπογραφική τέχνη. Ο Μεταξάς όσο καιρό ζούσε στο Λονδίνο εξέδωσε κάποια βιβλία στην ελληνική όπως το Βιβλίο τοῦ Ὀρθού Λόγου το 1625, το Λόγοι ἀποδεικτικοὶ τοῦ Γρηγόριου Παλαμᾶ το 1626, και το Περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα του Μελέτιου Πηγά πάλι το 1626. Έτοιμος πια το 1627, φτάνει στη Πόλη εφοδιασμένος με πιεστήριο και τυπογραφικά στοιχεία κι εγκαθιστά το τυπογραφείο του, σε ένα νοικιασμένο οίκημα της πόλης. Από εκεί το 1627 εκδίδεται η Τοῦ Μακαριωτάτου καὶ Σοφωτάτου Πατρός ἡμῶν Πάπα καὶ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας … σύντομη πραγματεῖα περὶ Ἰουδαίων. Ωστόσο το τυπογραφείο δεν ευτύχησε. Με τις συντονισμένες προσπάθειες του Γάλλου πρέσβη και των Ιησουιτών θεολόγων, το τυπογραφείο συκοφαντήθηκε ότι τύπωσε βιβλίο που προσβάλλει τον προφήτη Μωάμεθ. Η Υψηλή Πύλη διέταξε 150 γενιτσάρους να καταστρέψουν το τυπογραφείο και να κατάσχουν τα βιβλία που υπήρχαν σ’ αυτο. Ο ίδιος ο Μεταξάς διασώθηκε από το Βρεττανό πρέσβη. Μετά απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, αφού διαπιστώθηκε ότι δεν είχε τυπωθεί κάτι απαγορευμένο. Όμως ο Μεταξάς έφυγε για Κεφαλλονιά και το τυπογραφείο δε ξαναλειτούργησε. Ο Λούκαρις συνέχισε τις εκδοτικές προσπάθειες του από ευρωπαϊκά τυπογραφεία πλέον, εκδίδοντας το 1638, από τυπογραφείο της Γενεύης τη Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη στη κοινή ελληνική, έργο του μοναχού Μάξιμου του Ρόδιου.
     Το Βατικανό δεν έμεινε άπραγο, φυσικά. Με τη βοήθεια Ελλήνων λογίων Καθολικών και με τον εκδοτικό μηχανισμό της Sacra Congregatio de Propaganda Fide τύπωσε πολλά βιβλία στα ελληνικά. Αρχή έκανε με το έργο του Πέτρου Αρκούδιου Διδασκαλία χριστιανικὴ ὀρθόδοξη το 1628 και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το 2γλωσσο έργο (ελληνικά και λατινικά) Ἑρμηνεῖα τῶν πέντε κεφαλαίων ὅπου περιέχει ἡ ἀπόφασις τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας που πραγματεύεται τις κυριότερες διαφορές της Καθολικής από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, η χρήση ένζυμου ή άζυμου άρτου κ.ά. Ακολούθησαν πολλά βιβλία, κυρίως γραμματικές που μοιράζονταν δωρεάν στα ελληνικά σχολεία αλλά και πολλά θεολογικά συγγράμματα που προπαγάνδιζαν την ιδέα της ένωσης των δυο εκκλησιών.
     Το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης έκανε την επόμενη προσπάθεια για ίδρυση τυπογραφίας το 1752 επί Πατριάρχη Κύριλλου του Ε’ που θα καθοδηγήσει την έκδοση 4 βιβλίων ενώ το 1763 ο Πατριάρχης Σαμουήλ Α’ θα εκδώσει ακόμα μερικά βιβλία. Τυπογραφείο ως επίσημο όργανο του Πατριαρχείου δεν θα ιδρυθεί παρά το 1797 επί Πατριαρχίας του Γρηγορίου του Ε’. Το τυπογραφείο με εκδότη τον αρμένιο Ιωάννης Πογώς λειτούργησε μέχρι το 1801 κι από εκεί και μετά υπολειτούργησε. Το 1798 θα κυκλοφορήσει και το 1ο έντυπο, η Ἐγκύκλιος πρὸς τοὺς κατοίκους τῶν Ἰονίων Νήσων, του Πατριάρχη Γρηγόριου του Ε’, καθώς και τη Χριστιανικὴ ἀπολογία του Αθανάσιου Πάριου. Ο Αθανάσιος Πάριος, έν από τα πιο αντιδυτικά πνεύματα του καιρού του, επιτίθεται εναντίον του Διαφωτισμού στο έργο Χριστιανικὴ ἀπολογία και στο Ἀντιφώνησις πρὸς τὸν παράλογον ζῆλον τῶν ἀπὸ Εὐρώπης ἐρχόμενων φιλοσόφων του 1802. Την ίδια χρονιά, το 1798, θα κυκλοφορήσει κι η περίφημη Διδασκαλία πατρική το κείμενο της οποίας καταδίκαζε τις κινήσεις των Ελλήνων για απελευθέρωση της χώρας τους και δικαιολογούσε την τουρκική κατοχή, κείμενο που προκάλεσε την απάντηση του Αδαμάντιου Κοραή με το εξίσου περίφημο κείμενο της Αδερφικῆς διδασκαλίας.
     Επόμενη προσπάθεια ανασύστασης της τυπογραφείας έγινε το 1813 όταν ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ αναθέτει τη λειτουργία του, σε 2 ιδιώτες προσκείμενους στο Πατριαρχείο, τους Κωνσταντίνο Κορρέσιο και Αλέξανδρο Αργυράμο. Το τυπογραφείο αρχίζει να αναλαμβάνει κι από το 1820 και μετά αποφασίζεται να διευρυνθεί ο ρόλος του για να μπορέσει να ενισχύσει όλο το ελληνικό γένος. Οι εκδόσεις του θα αναφέρουν “εν τω του Γένους Ελληνικώ Τυπογραφείω” πλέον, αλλά με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι εισβάλλουν και καταστρέφουνε τον εξοπλισμό του.
     Στη Μολδαβία γύρω στο 1680 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος δραστηριοποιείται εκδοτικά, εκμεταλλευόμενος την άνθηση της τυπογραφίας στις ημιαυτόνομες περιοχές της Μολδαβίας και Βλαχίας κι ιδρύει τυπογραφείο στην ιερά μονή της Τζετατζούια (μονή που ανήκε στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Από εκεί  -και χάρη στην οικονομική ενίσχυση των ηγεμόνων της Μολδαβίας, αφού η επιχείρηση δεν ήταν κερδοσκοπική- εξέδωσε βιβλία ενισχυτικά της ορθόδοξης διδασκαλίας και των ορθόδοξων δογμάτων, μεταξύ άλλων τον Τόμο ἀγάπης κατὰ Λατίνων το 1698 κ.ά. Από το τυπογραφείο της μονής Τσετατζούια (Cetatuia) [Μονή των Αγίων Αποστόλων] θα προέλθει, εκτός από την συγγραφική παραγωγή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου, το 1682 το σύγγραμμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριου Περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντίρρησις, το 1683 σύγγραμμα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών του Μακαρίου, Κατὰ αἰρέσεων, το 1685 το Ἑορτολόγιο τῶν Ἁγίων Σέργιου καὶ Βάκχου, το 1694 ο Τόμος καταλλαγῆς του πατριάρχη Δοσίθεου και τα υπόλοιπα βιβλία του. Οι τυπογράφοι του μοναστηριού ήτανε Βλάχοι μοναχοί, όπως ο Μητροφάνης που τύπωσε 3 βιβλία αλλά δημιούργησε και μια νέα γραμματοσειρά  ελληνικών στοιχείων κι ο Δημήτριος Παδούρε, ενώ την επιμέλεια των κειμένων έκαναν Έλληνες λόγιοι και δάσκαλοι που ζούσανε στην αυλή του ηγεμόνα της Μολδαβίας.
     Μια προσπάθεια για το στήσιμο ιδιωτικής τυπογραφικής επιχείρησης έγινε το 1786 στο Ιάσιο από τον ιερέα Μιχαήλ Ρω και το Γιώργο Χατζή-Δήμου. Η προσπάθεια απέδωσε μόνο ένα σύγγραμμα του Νικόλαου Μαυροκορδάτου Λόγο κατά νικοτιανής πραγματεία για τις βλαβερές επιπτώσεις της χρήσης του καπνού, απάντηση στο βιβλίο του Μητροφάνη Γρηγορά, Έπαινος νικοτιανής. Αργότερα πάλι, το 1812 ο Κρητικός λόγιος Μανουήλ Βερνάρδος θα ιδρύσει -με μετοχικό κεφάλαιο- ένα τυπογραφείο υπό τη προστασία του τότε ηγεμόνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη. Το τυπογραφείο εγκαταστάθηκε στη μονή των Τριών Ιεραρχών -έδρα της Μητρόπολης Μολδαβίας- και θα εκδώσει 21 ελληνικά βιβλία, θρησκευτικά, σχολικά και λογοτεχνικά. Από αυτό το τυπογραφείο μάλιστα, θα φύγουνε κι οι προκηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τους σκλαβωμένους Έλληνες την άνοιξη του 1821.

   “Ἐν ἔτει δὲ 1680, ὅντες εἰς Γιάσιον καὶ ἰδόντες τοὺς μὲν Μολδαβίους τύπον ἔχοντας, τοὺς δ’ Ἕλληνες οὔ, ἐκαιόμεθα τὴν καρδίαν. Ὁ δὲ Θεός, ὁ τῶν καλῶν ἀρχηγὸς καὶ τελειωτής, φέρει ἡμῖν Βλάχον τινὰ ἱερομόναχον τοὔνομα Μητροφάνη, καὶ δίδομεν αὐτῷ 600 γρόσια, καὶ κατασκευάζει τύπον καινόν. Καὶ δὴ δίδομεν αὐτῷ ἀναλώματα καὶ χαρτία, καὶ τὸ βιβλίον τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Νεκταρίου Κατὰ τῆς ἀρχῆς τοῦ πάπα πέμπομεν, καὶ παρ’ ἐλπίδα τυποῦται, ὃ καὶ διενείμαμεν τοῖς πᾶσιν ἀδωροδοκήτως. Ὤρθῃ δὲ ἡμῖν γλυκὺ τὸ πρᾶγμα. Καὶ ἐν Ἀδριανουπόλει εὑρισκόμενοι τῷ 1683 ἔτει, ἀπεστείλαμεν χαρτία εἰς Γιάσιον, καὶ ἐδώκαμεν τῷ τύπῳ καὶ τὸ τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης βιβλίον, γράψαντες ἐπιστολὰς καὶ τῷ Δούκα βοεβόδα“.
                                                              –Δοσίθεος Β’ Ιεροσολύμων

     Ελληνικό τυπογραφείο στη Βλαχία άρχισε να λειτουργεί από το 1690 με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου. Το ελληνικό αυτό τυπογραφείο ήρθε να προστεθεί στο βλάχικο που λειτουργούσε ήδη από το 1678. Με την αρχική μορφή διατηρήθηκε ως το 1715, εκδίδοντας γύρω στα 17 βιβλία, στη πλειονότητά τους θρησκευτικού-δογματικού και λειτουργικού χαρακτήρα. Εξέχουσα μορφή αυτού του τυπογραφείου ήταν ο Άνθιμος από την Ιβηρία, που από το 1691 πρωτοβλέπουμε το όνομά του, ως τυπογράφου σε κάποιο βιβλίο. Όταν ο Άνθιμος θα γίνει Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας το 1715, το τυπογραφείο θα περάσει στη κατοχή του και θα το μεταφέρει στη Μονή των Αγίων Πάντων, Μονή που ίδρυσε ο ίδιος ο Άνθιμος. Εκεί θα συνεργαστούν μαζί του αρκετοί Έλληνες λόγιοι κι ανάμεσά τους ο Μητροφάνης ο Γρηγοράς απο τη Δωδώνη, που θα εξελιχτεί σε αρχιτυπογράφο της Μονής και με την δική του επιστασία θα εκδοθεί γύρω στο 1722 το μνημειώδες έργο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου, η Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων γνωστό κι ως Δωδεκάβιβλος. Το βιβλίο αποτελεί τη κορωνίδα των εκδόσεων του τυπογραφείου αλλά και του Μητροφάνη Γρηγορά καθώς το μεγάλο σχήμα του, το πολυσέλιδό του και το εύρος των θεμάτων που πραγματευόταν, αλλά βέβαια κι οι πολιτικές εξελίξεις στη περιοχή έκαναν την όλη διαδικασία της έκδοσής του να διαρκέσει περί τα 5 χρόνια. Το τυπογραφείο θα σταματήσει τη λειτουργία του το 1717-18 λόγω της αυστριακής εισβολής στη Βλαχία, στα πλαίσια του βενετο-οθωμανικού πολέμου. Το τυπογραφείο θα ξαναλειτουργήσει το 1719 οπότε θα τυπώσει το βιβλίο Περί καθηκόντων του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυροκορδάτου. Από αυτή τη περίοδο το τυπογραφείο διευθύνεται από τον Μητροφάνη Γρηγορά και τον τυπογράφο Στώικα Ιακωβίτζη.
     Ελληνικά τυπογραφεία βραχύβια όμως λειτούργησαν στη Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Σναγκώβ 1697-1701, στη Μονή της πόλεως του Ρίμνικ, 1705, και στο Τεργκόβιστε 1709-10 (πρωτεύουσα της Βλαχίας, πριν το Βουκουρέστι). Η βοήθεια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μπρανκοβεάνου ήτανε σημαντική αφού με δικά του έξοδα τυπώθηκαν πολλά βιβλία και διανεμήθηκαν και δωρεάν στο λαό. Το 1767 θα ιδρυθεί στο Βουκουρέστι η εν Βουκουρεστίω τυπογραφία του ορθόδοξου γένους των Ρωμαίων που μέσα σε 2 χρόνια θα εκδώσει 7 τίτλους. Το 1783 οι Γιαννιώτες αδερφοί Λαζάρου θα συστήσουνε τυπογραφείο με την υποστήριξη του ηγεμόνα Νικολάου Καρατζά και του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Το τυπογραφείο εξέδωσε μόνο 4 βιβλία και με τη ρωσική εισβολή στη περιοχή το 1789 σταμάτησε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Το 1817 θα ξαναεμφανιστεί τυπογραφείο στο Βουκουρέστι που θα εκδώσει 7 βιβλία μέχρι το 1821, ανάμεσα που ξεχωρίζουνε και τα 2 1α μουσικά βιβλία βυζαντινής μουσικής, Νέον Αναστασιματάριον το 1820 και το Σύντομον Δοξαστάριον πάλι το 1820, του Πέτρου Λαμπαδάριου.
     Στη μεγάλη αυτή πόλη της βόρειας Ηπείρου, τη Μοσχόπολη, κοντά στην Αχρίδα, που άκμασε το 1ο μισό του 18ου αι., ιδρύθηκε και τυπογραφείο που λειτούργησε από το 1731 ως το 1760 στην αρχή σα συμπλήρωμα της σχολής Νέα Ακαδημία Μοσχοπόλεως κι αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία της Μονής του Αγίου Ναούμ και κυκλοφόρησε 14 διαφορετικές εκδόσεις βιβλίων, 3 από τις οποίες έχουνε κοσμικό χαρακτήρα κι οι υπόλοιπες 13 θρησκευτικό χαρακτήρα. Αξιόλογη έκδοση είναι το βιβλίο Ἡ ἀλήθεια κριτὴς εἰς τὰς μεγάλας διαφορὰς τῶν τεσσάρων χριστιανικῶν λατρειῶν τῶν Γραικῶν, Παπιστῶν, Καλβινιστῶν καὶ Λουθηρανῶν. Το βιβλίο το είχε γράψει ο Ιταλός Λεονάρντο Λομπάρντι (Leonardo Lombardi) και κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στη κοινή ελληνική της εποχής. Ψυχή του τυπογραφείου για 30 ολόκληρα χρόνια ήταν ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης.
     Τα βιβλία που εκδόθηκαν αυτά τα χρόνια είναι τα εξής:

“Ακολουθία Αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη” (1731)
“Ακολουθία Αγίου Χαραλάμπους” (1734)
“Ακολουθία του Αγίου Νικολάου του Νέου” (1736)
“Ακολουθία Αγίου Ναούμ” (1740)
“Ακολουθία Αγίου Σεραφείμ” (1740)
“Ακολουθία Πέντε και Δέκα Ιερομαρτύρων” (1741)
“Κλήμης…”, (1742) που περιλαμβάνει τις εξής ακολουθίες:
α) Ακολουθία Κλήμεντος Αχριδών,
β) Ακολουθία Βλαδιμήρου,
γ)Ακολουθία Εράσμου,
δ) Ακολουθία Ναούμ,
ε) Ακολουθία Νικοδήμου
στ) Ακολουθία Επταρίθμων

“Ακολουθία Αγίου Βησσαρίωνος” (1744)
  Θεοφίλου Κορυδαλλέως “Επιστολικοί Τύποι…” (1744)
“Ακολουθία Αγίου Αντωνίου” (1746)
“Συνταγμάτιον ορθόδοξον…” Κωνσταντίνου Του Αγιοναουμίτου (1746)
“Η Αλήθεια Κριτής” (1746/49)
“Οκτώηχος” (1750)
“Εισαγωγή γραμματικής…” Θεοδώρου Αναστασίου Καβαλιώτου (1760)

     Ο ρόλος που έπαιζε η ελληνική τυπογραφική-εκδοτική δραστηριότητα εκείνα τα χρόνια εκφράζεται απόλυτα στο παρακάτω απόσπασμα του Αδαμάντιου Κοραή:

   “Αυτή (η τυπογραφία) μόνη ενίκησε τον πανδαμάτορα χρόνον, φυλάξασα σοφά, των παλαιών φιλοσόφων και προγόνων ημών παραγγέλματα… αυτή και σήμερον, ως άγγελος εξ ουρανού ταράττει την κολυμβήθραν των επιστημών και βαπτίζει εις αυτήν την Ελλάδα, δια να θεραπεύσει τα πολλά και μακρά της αρρωστήματα και να την καθαρίσει από τον ρύπον της απαιδευσίας…”

     Από το 1750 και μετά, με την εξάπλωση των νέων ιδεών του Διαφωτισμού, η ελληνική εκδοτική παραγωγή θα αναζωογονηθεί και θα εξαπλωθεί και σε καινούρια εκδοτικά κέντρα. Εκτός από το παραδοσιακό εκδοτικό κέντρο τη Βενετία, ξένοι εκδότες θα ασχοληθούν με τη παραγωγή ελληνικών εκδόσεων σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, όπως τη Λειψία, τη Βιέννη, τη Πετρούπολη, την Οδησσό, τη Μόσχα. Συγκεκριμένα, στη Λειψία ο παλιός εκδοτικός οίκος των Βρέιτκοπφ θα τυπώσει 40 περίπου ελληνικά έργα, με σημαντικότερο τη “Λογική…” του Ευγένιου Βούλγαρι το 1766. Ο εκδοτικός οίκος του Τράττνερ στη Πέστη από το 1806 θα τυπώσει ελληνικά βιβλία, το ίδιο κι ο διάσημος οίκος του Διδότου (ο οποίος το 1805 θα σχεδιάσει και την περίφημη ελληνική γραμματοσειρά Didot, που χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι και σήμερα) και του Eberhart που θα εκδώσουν το σύνολο σχεδόν των έργων του Αδαμάντιου Κοραή.
     Στη Βιέννη, ο Ιωσήφ Βαουμαιστέρος (Josef von Baumeister) όπως τον έλεγαν οι Έλληνες τότε, θα ενισχύσει την ελληνική παραγωγή βιβλίων αλλά θα εκπαιδεύσει και πολλούς Έλληνες τεχνίτες του χώρου. Το τυπογραφείο του Θωμά Τράτνερ στην ίδια πόλη θα ασχοληθεί και αυτό με την έκδοση ελληνικών βιβλίων. Τα δυο δυνατά ελληνικά τυπογραφεία της Βιέννης, αυτά του Βεντότη και των Μαρκίδων Πούλιου θα αναπτυχθούν δυναμικά, θα εκδώσουν παντός είδους βιβλία, θα βοηθήσουν τον Ρήγα Φεραίο στο έργο του, και γενικά θα διαδώσουν σε όσους περισσότερους Έλληνες μπορούσαν τις ιδέες του Νεοελληνικού διαφωτισμού. Ταυτόχρονα, αλλάζει και η θεματική των βιβλίων. Για πρώτη φορά εισάγεται στην ελληνική ζωή το μεταφρασμένο γαλλικό αφήγημα ή νουβέλα, αρχής γενομένης από το “Σχολείον των ντελικάτων εραστών” του Ρήγα Φεραίου το 1790- συλλογή από 6 αισθηματικά αφηγήματα του Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν. Για 1η φορά, εκδίδονται θεατρικά έργα. Tα επόμενα χρόνια, 30 εκδόσεις μεταφρασμένων στα ελληνικά θεατρικών έργων των MetastasioGoldoniFlorian κι άλλων θα δούνε το φως της δημοσιότητας.
     Την ίδια εποχή έχουμε και το 1ο νεοελληνικό μυθιστόρημα, του ηγεμόνα Νικόλαου ΜαυροκορδάτουΦιλοθέου πάρεργα που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1800 καθώς και το Ανώνυμος το 1789. Το 1793 εμφανίζονται οι Νεκρικοί Διάλογοι του Πολυζώη Κοντού ένα πολύστιχο στιχούργημα εναντίον της Γαλλικής Επανάστασης και του Βολταίρου. Οι εκδόσεις έργων των κλασικών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων θα πολλαπλασιαστούνε και μεταφρασμένες στη κοινή ελληνική της εποχής, θα φτάσουνε σε περισσότερα φιλομαθή χέρια αλλά και θα προκαλέσουν τις 1ες συζητήσεις του περίφημου γλωσσικού ζητήματος. Ο Κοραής θα εκδώσει τους Χαρακτήρες του Θεόφραστου στα γαλλικά το 1799, το Περί αέρων, υδάτων, τόπων του Ιπποκράτη το 1800, τα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου το 1804 και πολλά άλλα. Λεξικά των ευρωπαϊκών γλωσσών -ελληνογαλλικά, ελληνοϊταλικά, ελληνορωσσικά ακόμα και τούρκικα- αρχίζουν να κάνουνε την εμφάνισή τους, εργαλείο πολύτιμο στους Έλληνες εμπόρους, ναυτικούς και γενικά επιχειρηματίες της Διασποράς, και θα κάνουν καλές πωλήσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρονται το Ιταλο-Γραικικόν λεξικόν του Σπύρου Βλαντή, Βενετία,1792, το Τετράγλωσσον λεξικόν του Γεράσιμου Βλάχου που πρωτοτυπώθηκε το 1710 κι επανεκδόθηκε το 1784 στη Βενετία,κ.α.. Επιστημονικά συγγράμματα θα κάνουνε την εμφάνισή τους από εκδότες με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, όπως η Περιγραφή του παντός από το Γεώργιο Βενδότη το 1792, τα Στοιχεία Γεωγραφίας του Άνθιμου Γαζή και Νικηφόρου Θεοτόκη το 1804, η Έκθεση Συνοπτική Αριθμητικής, Άλγεβρας και Χρονολογίας του Κοσμά Μπαλάνου το 1798, κ.ά.
     Γύρω στα τέλη του 1790 θα αρχίσουν οι 1ες προσπάθειες για την έκδοση ελληνικών εφημερίδων, όργανο πλέον απαραίτητο για τη πληροφόρηση του ελληνικού κοινού των παροικιών κυρίως. Τα γεγονότα αρχίζουν να τρέχουν με πιο γρήγορους ρυθμούς κι η έκδοση των βιβλίων δεν μπορεί ούτε να τα προφθάσει ούτε να καλύψει το εύρος και τη ποικιλία με την οποία τα γεγονότα εμφανίζονται. Οι Έλληνες των παροικιών, φιλομαθείς πάντοτε, χρειάζονται πλέον συχνή πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα, καθώς αυτά αφορούνε κι επηρεάζουνε σημαντικά κομμάτια της επαγγελματικής κι εν γένει της καθημερινής ζωής τους.
     Ο 1ος που διέγνωσε την ανάγκη αυτή των καιρών είναι ο Ζακυνθινός τυπογράφος και λόγιος, Γεώργιος Βενδότης που θα κάνει κάποιες προσπάθειες το 1784 για έκδοση εφημερίδας στη Βιέννη, που όμως δεν θα τελεσφορήσουνε λόγω άρνησης των αυστριακών αρχών να δώσουν άδεια έκδοσης στην εφημερίδα του που πρόλαβε να τυπώσει μόνο 2 φύλλα. Η προσπάθεια θα επαναληφθεί από τον έμπορο Δημήτρη Θεοχαρίδη, το 1788 αλλά τελικά θα γίνει κατορθωτή από τους αδελφούς Μαρκίδες Πούλιου το 1789, χρονολογία κατά την οποία εκδίδουν την “Εφημερίδα” τους. Το 1812 θα κάνει την εμφάνισή του κι ο “Ελληνικός Τηλέγραφος” που θα εκδίδεται μέχρι το 1836. Το 1811 θα αρχίσουν να κυκλοφορούνε και τα 1α ελληνικά περιοδικά. Ο “Ερμής ο Λόγιος” 1ο από όλα θα κυκλοφορήσει από το 1811 ως το 1821. Ιδρυτής του είναι ο Άνθιμος Γαζής και κατοπινοί διευθυντές ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης. Η “Καλλιόπη” στη Βιέννη,φιλολογικό περιοδικό, από το 1819 έως το 1821, η “Μέλισσα ή Εφημερίς ελληνική” στο Παρίσι από τον Σπυρίδωνα Κοντό πάλι από το 1819 έως το 1821. Το 1ο τυπογραφείο θα ιδρυθεί στη Κέρκυρα το 1798 και θα λειτουργήσει, με διάφορες αλλαγές μέχρι το 1817, έχοντας κυρίως δημόσιο χαρακτήρα, δηλαδή δημοσιεύοντας τις ανακοινώσεις και τα διατάγματα των εκάστοτε κυβερνήσεων.
     Κατά τη περίοδο της γαλλοκρατίας των Επτανήσων, πρώτοι οι δημοκρατικοί Γάλλοι του Ναπολέοντα που θα μείνουν στο νησί το 1798 και το 1799, θα ιδρύσουν το τυπογραφείο, στελεχώνοντάς το με Γάλλους τεχνίτες τυπογράφους. Εκείνη τη χρονιά, το 1798 θα τυπωθούν στο τυπογραφείο της Κέρκυρας ο Ὕμνος πατριωτικὸς τῆς Ἑλλάδας … πρὸς ξαναπόκτησι τῆς Ἐλευθερίας του Ρήγα, κι ο Ὕμνος εγκωμιαστικὸς πρὸς τὸν Μποναπάρτε του Χριστόφορου Περραιβού. Τη περίοδο που τα Ιόνια νησιά θα αποτελέσουν την Επτάνησο Πολιτεία (1799-1807), το τυπογραφείο θα το διευθύνει στο μεγαλύτερο διάστημά του, ο Διονύσης Σαραντόπουλος. Παραγγέλνονται νέα τυπογραφικά στοιχεία από τη Βενετία κι ο Σαραντόπουλος πηγαίνει στη Τεργέστη για να βελτιώσει τις γνώσεις του στη στοιχειοθεσία. Από το 1807 μέχρι το 1814 όταν την εξουσία στα Επτάνησα θα αναλάβουν οι αυτοκρατορικοί τώρα Γάλλοι, το τυπογραφείο θα εκσυγχρονιστεί, τη διεύθυνση θα αναλάβει ο διάσημος Ιταλός τυπογράφος Pasquale Gambardella και θα μεταφερθεί σε κτίριο που χτίστηκε ειδικά για να το στεγάσει. Όταν οι Άγγλοι θα κυβερνήσουν τα Ιόνια νησιά τη περίοδο 1814-1817, θα διορίσουν τον Ζακύνθιο τυπογράφο Δημήτριο Ζερβό διευθυντή του τυπογραφείου. Από το 1897 μέχρι το 1817 το τυπογραφείο θα εκδώσει 175 τίτλους, ανάμεσα στα οποία 3 σχολικά εγχειρίδια, 5 θρησκευτικού περιεχομένου βιβλία και 65 λογοτεχνικά κι επιστημονικά συγγράμματα, ενώ τα υπόλοιπα περιλαμβάνουν εκδόσεις της εκάστοτε εξουσίας όπως νόμους, διατάγματα, συντάγματα (μονόφυλλα), εφημερίδες και βιβλία σε 4 γλώσσες: ιταλικά, ελληνικά, γαλλικά κι αγγλικά. Από τις ελληνικές εκδόσεις σημαντικές είναι η Ρομέηκη γλόσα του Γιάννη Βηλαρά, και τα Λυρικά του Αθανάσιου Χριστόπουλου το 1814.
     Η Ζάκυνθος απέκτησε δικό της τυπογραφείο το 1809, όταν την κατέλαβαν οι Άγγλοι και μετά και το 1813 αποφασίζεται η έκδοση του 15ήμερου ενημερωτικού φύλλου Ἐφημερὶς τῶν Ἰωνικῶν Ἐλευθερωμένων Νήσων. Από το 1814 και μετά, το τυπογραφικό υλικό κι οι τυπογράφοι μετεγκαταστάθηκαν στη Κέρκυρα και το ζακυνθινό τυπογραφείο έκλεισε. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, από το 1810 έως το 1817 εξέδωσε 53 διαφορετικούς τίτλους βιβλίων. Βραχύχρονα τυπογραφεία στήθηκαν στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, και στη Χίο. Στις Κυδωνίες το τυπογραφείο λειτούργησε στα πλαίσια του διάσημου σχολείου της πόλης από το 1819 έως το 1821, που οι βιαιοπραγίες των Τούρκων στη πόλη, εξαιτίας της ελληνικής επανάστασης, το κατέστρεψαν.
     Ο διάσημος Γάλλος τυπογράφος και φιλέλληνας, Ambroise Firmin Didot, επισκεπτόμενος τη Μικρά Ασία το 1816 και 1817 γνωρίστηκε με τον διευθυντή του σχολείου Θεόφιλο Καΐρη. Έτσι οι υπεύθυνοι της Ακαδημίας αποφάσισαν να στείλουνε το νεαρό φέρελπι μαθητή της Ακαδημίας, Κωνσταντίνο Τόμπρα στο Παρίσι -με έξοδα της πλούσιας οικογένειας των Κυδωνιών του Εμμανουήλ Σαλτέλλι- για να μάθει την αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας και τη τυπογραφική τέχνη στο τυπογραφείο του Διδότου. Ο Τόμπρας γύρισε στη πόλη του το 1818 φέρνοντας τα ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία και ένα πιεστήριο από τον Διδότο, το οποίο κι εγκατέστησε σ’ ένα χώρο στην αυλή της εκκλησίας Ορφανή Παναγιά, πάλι με έξοδα των γιών του Χατζή Παρασκευά Σαλτέλλι. Μαζί με τον Τόμπρα δούλευε κι ο Κωνσταντίνος Δημίδης μετέπειτα τυπογράφος στην απελευθερωμένη Ελλάδα, όπως κι ο ίδιος ο Τόμπρας εξάλλου και μαζί θα συστήσουν το 1828 το 1ο ιδιωτικό τυπογραφείο στο Ναύπλιο. Το τυπογραφείο λειτούργησε από το 1819 ως τις 3 Ιουνίου 1821. Το 1ο έντυπο που εξέδωσε το 1819, ήταν ένα ποίημα σε μονόφυλλο, μια ωδή της Ευανθίας Καΐρη προς τον μητροπολίτη Εφέσου Διονύσιο Καλλιάρχη, ο οποίος υποστήριζε ηθικά κι οικονομικά την Ακαδημία και το τυπογραφείο της.
     Το τυπογραφείο της Χίου λειτούργησε κι αυτό στο ίδιο διάστημα, 1819- 1821, ύστερα από προτροπή του Κοραή, που ήθελε η γενέτειρά του να πρωτεύσει στην ίδρυση τυπογραφίας στον ελληνικό χώρο όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα επιστολής που έστειλε ο Κοραής στους Χιώτες: “…Αγαθή τύχη …καλόν ότι μέλλεις να κηρύξεις την τυπογραφία της πατρίδος . Είπε τους επιτρόπους να γράψωσι προς τους εκεί να τυπώσωσι χωρίς αναβολήν μικρόν τι, ο,τι κι αν ήναι μέρος ή τεμάχιον συγγραφέως τινός χρήσιμον εις το Γυμνάσιον …τούτο σε λέγω, διότι προς το τέλος του παρόντος μηνός αναχωρεί εδώ(από το Παρίσι) ο Γραικός τυπογράφος των Κυδωνιών (Κ. Τομπρας) οπλισμένος με χαρακτήρες και το ευτυχέστερον με την τέχνη όχι μόνο να το συνθέτει, αλλά και να τους εξαναχύνει όταν τριφθώσι…” Το τυπογραφείο εξέδωσε 8 βιβλία, όλα για σχολική χρήση για υποβοήθηση των μαθημάτων της Σχολής της Χίου.
     Ο Τύπος με τη μορφή της έκδοσης εφημερίδων ενεργοποιήθηκε από την αρχή του ξεσπάσματος της Επανάστασης. Πρώτα από όλα και πριν καν φτάσει τυπογραφικός εξοπλισμός στην Ελλάδα, έκαναν την εμφάνισή τους -για μικρό χρονικό διάστημα- οι χειρόγραφες εφημερίδες. Γνωρίζουμε την ύπαρξη 3 χειρόγραφων εφημερίδων: της εφημερίδας του Γαλαξειδίου, που ο Σάθας ανακάλυψε ένα φύλλο της με ημερομηνία 27 Μαρτίου 1821, της “Εφημερίδος Αιτωλικής” που κυκλοφορούσε -καλλίτερα αναπαραγόταν, μια που οι χειρόγραφες εφημερίδες, αφού ο συντάκτης συγκέντρωνε τις πληροφορίες, τις έγραφε και μετά τις αντέγραφε σε όσο περισσότερα αντίτυπα μπορούσε, και ταξίδευαν αυτά αντιγραφόμενα από όσους περισσότερους γινόταν κι έτσι έφταναν κι εκτός του τόπου συγγραφής τους, κυρίως στη Πελοπόννησο- τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1821 στο Μεσολόγγι κι ο “Αχελώος” που έβγαινε από το Βραχώρι (Αγρίνιο) το Φλεβάρη του 1822. Στο ελληνικό τυπογραφείο του Ιασίου ο Δημήτριος Υψηλάντης τύπωσε τη προκήρυξη με την οποία ξεσήκωνε το πληθυσμό για την έναρξη της Επανάστασης. Στον ελληνικό χώρο δημιουργήθηκαν έξι τυπογραφεία: Καλαμάτας-Κορίνθου (1821-1822), Μεσολογγίου (1823-1826), Ψαρών (1824), Ύδρας (1824-1827), Αθηνών (1825-1826) και Διοίκησης (1825-1827) από τα οποία τυπώθηκαν συνολικά 50 διαφορετικά βιβλία-φυλλάδια, 216 μονόφυλλα και 7 ελληνόγλωσσες και ξενόγλωσσες εφημερίδες. Σημαντική η συνεισφορά των φιλελλήνων και των φιλελληνικών κομιτάτων αφού αυτοί συνεισέφεραν κατά το πλείστον τα πιεστήρια, τα τυπογραφικά στοιχεία και το χαρτί για τις εκδόσεις, δούλεψαν σαν συντάκτες και σαν τυπογράφοι.
     Ο Δ.Υψηλάντης κατ’ αρχάς, θα φέρει μαζί του από τη Τεργέστη στη Καλαμάτα, ένα τυπογραφικό πιεστήριο που θα το εγκαταστήσει σε ένα εγκαταλελειμένο τζαμί στην είσοδο του Κάστρου. Το τυπογραφείο, που σε λίγους μήνες θα μεταφερθεί στη Κόρινθο, θα δουλευτεί από τον Κωνσταντίνο Τόμπρα κι Απόστολο Νικολαϊδη, τυπογράφους από τις Κυδωνίες που θα έρθουνε στη Πελοπόννησο ύστερα από τη καταστροφή της πόλης. Με αυτόν τον εξοπλισμό, θα βγει η πρώτη -τυπικά- ελληνική εφημερίδα στο απελευθερωμένο κράτος, η “Σάλπιγξ Ελληνική ” που θα τυπώσει μόνο 3 τεύχη. Επίσης θα εκδοθούνε βιβλία-φυλλάδια με το “Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδας” αλλά και μονόφυλλα με προκηρύξεις και διαταγές της Διοίκησης.
     Στο τυπογραφείο της Ύδρας, με το πιεστήριο που έστειλε ο Γάλλος φιλέλληνας τυπογράφος Didot, θα κυκλοφορήσει η εφημερίδα “Ο Φίλος του Νόμου” από τον Ιταλό Ιωσήφ Κιάππε και με τυπογράφους τον Τόμπρα, τον Βαρότση, και τον Δημίδη. Το τυπογραφείο της Ύδρας εξέδωσε συνολικά 13 βιβλία και φυλλάδια νομικού, πολιτικού, εκπαιδευτικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και 43 μονόφυλλα με διακηρύξεις και ανακοινώσεις.
     Στο Μεσολόγγι τη πρωτοβουλία για ίδρυση εφημερίδας θα την πάρει ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ που με τυπογράφο τον Δημήτριο Μεσθενέα και με πιεστήρια που θα φέρει ο συνταγματάρχης Στάνχοπ από το Λονδίνο εκ μέρους της Φιλελληνικής επιτροπής του Λονδίνου θα εκδώσει την εφημερίδα “Ελληνικά Χρονικά”, 11 βιβλία και 9 μονόφυλλα.



     Το τυπογραφείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα, με πιεστήριο του συνταγματάρχη Στάνχοπ από την Αγγλία, θα χρειαστεί αρκετές φορές να αλλάξει τόπο λειτουργίας εξαιτίας της πολεμικών γεγονότων που λάμβαναν χώρα και θα εκδώσει την “Εφημερίδα των Αθηνών” με αρχισυντάκτη τον Γεώργιο Ψύλλα. Ακόμα εκδόθηκαν 4 βιβλία και 9 μονόφυλλα καθώς και ποιήματα του Χριστόπουλου, Λυρικά και Βακχικά το μοναδικό δείγμα λογοτεχνικής παραγωγής εκείνα τα χρόνια.
     Το τυπογραφείο της Διοίκησης πάλι εγκαταστάθηκε κατ’ αρχάς στο Ναύπλιο έχοντας και νέο λιθογραφικό πιεστήριο στον εξοπλισμό του καθώς κι ένα 2ο που θα αγοράσει η Ελληνική Διοίκηση από το Παρίσι, και θα ορίσει διευθυντή τον Παύλο Πατρίκιο και 1ο τυπογράφο το Κωνσταντίνο Τόμπρα. Στις 7 Οκτώβρη 1825 θα εκδοθεί η “Γενική Εφημερίς της Ελλάδος”, με αρχισυντάκτη το Θεόκλητο Φαρμακίδη. Το τυπογραφείο θα ακολουθεί τις αλλαγές έδρας της Διοικητικής Επιτροπής κι έτσι θα μεταφερθεί από Ναύπλιο στην Αίγινα από εκεί στο Πόρο, πίσω στο Ναύπλιο και ξανά στην Αίγινα. Ο Φαρμακίδης θα αποχωρήσει και θα αναλάβουνε τη θέση του, διαδοχικά ο Πατρίκιος, ο Χρυσίδης κι ο Μεσθενέας. Το τυπογραφείο θα εκδώσει και 18 βιβλία-φυλλάδια και 125 μονόφυλλα. Ανάμεσα στις άλλες θα κυκλοφορήσουν και 2 εφημερίδες αποκλειστικά ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ο “Απόλλων” του Αναστάσιου Πολυζωίδη στην Ύδρα κι η “Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδας” του Παντελή Π. Παντελή πάλι στην Ύδρα.
     Η ιστορία της τυπογραφίας στο νεοελληνικό κράτος αρχίζει με την απελευθέρωση σημαντικού τμήματος της Ελλάδας και με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια ως 1ου Κυβερνήτη της Ελλάδος και τη δημιουργία της Ελληνικής Πολιτείας οπότε νέες γραφειοκρατικές και διοικητικές ανάγκες αύξησαν τη χρήση των τυπογραφείων, και πολλαπλασίασαν τυπογραφεία και τυπογράφους. Διατάγματα, προκηρύξεις, ανακοινώσεις, σχέδια νόμου αλλά κυρίως σχολικά εγχειρίδια και βιβλία που έπρεπε να τυπώνονται για τις ανάγκες της Παιδείας, ήτανε τα 1α προϊόντα αυτών των τυπογραφείων.Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια, η Τυπογραφία της Διοικήσεως, μετονομάστηκε σε Εθνική Τυπογραφία για να αλλάξει σε Βασιλική Τυπογραφία με την έλευση του Όθωνα.


     Τυπογραφικά κέντρα, το Ναύπλιο, η Αίγινα, η Σύρος και η Ύδρα.
     Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834 και με εξοπλισμό τα 4 τυπογραφικά πιεστήρια που δώρισε στους Έλληνες το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, στήθηκε η Βασιλική Τυπογραφία σε ιδιόκτητο κτίριο επί της οδού Σταδίου. Παράλληλα οι ιδιώτες τυπογράφοι που αποφάσισαν να επιχειρήσουν σε αυτόν τον τομέα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά κι αυτοί στην Αθήνα. Μεγάλοι τυπογραφικοί οίκοι της εποχής, αυτός του Αντρέα Κορομηλά και του Κωνσταντίνου Γκαρμπολά, μονοπωλούν σχεδόν την έκδοση και πώληση των σχολικών βιβλίων και κατά συνέπεια και την αγοραστική μερίδα. Οι Έλληνες αρχίζουν να ακολουθούν κατά πόδας τις βελτιώσεις της τυπογραφικής τέχνης που πραγματοποιούνται σε Ευρώπη κι Αμερική κι εκσυγχρονίζουν κατά διαστήματα τον εξοπλισμό τους. Η παραγωγή βιβλίων αναπτύσσεται καθώς και η έκδοση βιβλίων και περιοδικών. Από το 1800 εξάλλου σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τυπογραφικό τομέα έρχονται η μία πίσω από την άλλη. Η διάδοση των εφημερίδων, με τις τεράστιες κυκλοφορίες που δημιούργησε, ανάγκασε τους επιστήμονες και τεχνικούς να βρούνε λύσεις για να μπορέσει το απλό επίπεδο ξύλινο πιεστήριο, να ανταποκριθεί στην όλο κι αυξανόμενη ζήτηση. Μια σειρά από μικρές και μεγάλες βελτιώσεις και καινοτομίες ακολούθησαν για να καταλήξουμε από τα μολύβδινα τυπογραφικά στοιχεία του 18ου στα pixel του 20ου. Η Ελλάδα, πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον για οτιδήποτε νέο, ενσωμάτωσε γρήγορα τις καινούριες τεχνικές έτσι ώστε να μπορέσει να συμβαδίσει με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Και επιτέλους, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, θα δημιουργηθεί κι η πρώτη ελληνική γραμματοσειρά από Έλληνα, 513 χρόνια μετά από τον Δημήτριο Δαμιλά.


           Το Εθνικό Τυπογραφείο στη Σταδίου το 1836

     Το επίσημο όργανο των Εθνοσυνελεύσεων και της Διοίκησης, η Τυπογραφία της Διοικήσεως (1825-1827) εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, όπου μεταφέρθηκε και η έδρα της Διοίκησης και ονομάστηκε Εθνική Τυπογραφία (1828-1833). Ο κυβερνήτης Καποδίστριας μετακάλεσε από το Παρίσι τον Γεώργιο Αποστολίδη Κοσμητή για να την διευθύνει, με υποδιευθυντή το Παύλο Πατρίκιο. Η Εθνική Τυπογραφία της Αίγινας τύπωσε τη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδας το 1828-1830, την Αιγιναία, εφημερίδα “φιλολογική, επιστημονική και τεχνολογική” το 1831 και μερικά βιβλία για σχολική χρήση κυρίως. Τότε (1830) εκδίδεται και το πρώτο εν Ελλάδι βιβλίο μουσικής διδασκαλίας, η Συνοπτική γραμματική είτε (sic) στοιχειώδεις αρχαί της Μουσικής μετά προσαρμογής εις την κιθάραν του Νικολάου Φλογαΐτη.
     Όταν η έδρα της κυβέρνησης μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, Σεπτέμβρη του 1830, την ακολούθησε και τμήμα της Εθνικής Τυπογραφίας. Αυτό το τμήμα τύπωνε τη Γενική Εφημερίδα για το 1830-1832, που άλλαξε το τίτλο της σε Εθνική Εφημερίς το 1832-1833, που ξανά άλλαξε το τίτλο της σε Εφημερίς της Κυβερνήσεως 1833-1834, το περιοδικό Αθηνά “ήτοι ανάλεκτα οικονομικά και περί εφευρέσεων” του Γεώργιου Χρυσίδη και 15 περίπου βιβλία. Η Εθνική Τυπογραφία συγκεντρώνει τελικά και τα δυο τμήματά της στο Ναύπλιο το 1833 ενώ το 1834 μετακομίζει -οριστικά αυτή τη φορά-στην Αθήνα, και μετονομάζεται σε Βασιλική Τυπογραφία (1833-1862) σε κτίριο που χτίστηκε ειδικά για να στεγάσει τον εξοπλισμό. Από το τυπογραφείο της Εθνικής Τυπογραφίας στο Ναύπλιο εξεδόθη το 1831 το ποίημα του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή Δήμος και Ελένη, καθώς φυσικά κι όλα τα διοικητικά έντυπα.
     Ταυτόχρονα η ιδιωτική τυπογραφία στο Ναύπλιο αναπτύχθηκε πρώτα από όλους από τον περισσότερο ειδήμονα Κωνσταντίνο Τόμπρα, ο οποίος, σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Δημίδη, ίδρυσε το πρώτο ιδιωτικό τυπογραφείο το 1828. Από το τυπογραφείο αυτό έχουν διασωθεί μόνον δύο εκδόσεις: η Αριθμητική του Διονυσίου Πύρρου κι η Περίληψις του Ευαγγελίου του Νικηφόρου Νικητόπουλου. Η συνεργασία Τόμπρα-Δημίδη δεν μακροημέρευσε και το 1829 έχουμε συνεργασία Τόμπρα με Κωνσταντίνο Ιωαννίδη και Γεώργιο Μελισταγή που κατέληξε στην ίδρυση τυπογραφείου που θα λειτουργήσει μέχρι το 1833. Το τυπογραφείο θα εκδώσει 12 τίτλους βιβλίων, που οι 10 είναι εκτέλεση παραγγελιών άλλων κι όχι έκδοση δική τους. Δική τους έκδοση είναι το Συλλογή μαθημάτων ελληνικών εκ διαφόρων συγγραφέων συλλεχθέντων χάριν της νεολαίας παρά Κωνσταντίνου Τόμπρα το 1829, που θα επανεκδώσουνε το 1832, ένα βιβλίο για τη σχολική αγορά που έκανε τα πρώτα της βήματα εκείνον τον καιρό.
     Ωστόσο, η μακροβιότερη κι ευτυχέστερη τυπογραφική συνεργασία είναι του Τόμπρα με τον Κ. Ιωαννίδη κι η λειτουργία του τυπογραφικού οίκου “Ο Κάδμος”, που θα ιδρυθεί το 1833 και θα κρατήσει ως το θάνατο του Τόμπρα το 1846. Από κει και πέρα ο Ιωαννίδης θα συνεχίσει μόνος, μέχρι και το δικό του θάνατο το 1879. Αυτή η τυπογραφία όντας ιδιαίτερα δραστήρια, τύπωσε βιβλιογραφικό κατάλογο των εκδόσεων της, λειτούργησε αναγνωστήριο για το κοινό και βιβλιοπωλείο με δυνατότητα παραγγελίας–παραλαβής βιβλίων, διεκπεραίωνε όλες τις τυπογραφικές ανάγκες του Δήμου Ναυπλιέων και των αρχών της Επαρχίας και του Νομού. Στο Ναύπλιο αυτά τα χρόνια λειτούργησαν 6 ακόμα -εκτός του Τόμπρα- τυπογραφεία ιδιωτικά που τύπωσαν 35 τίτλους βιβλίων, τα οποία από το 1836 θα μεταφερθούν στην Αθήνα. Η ανάπτυξη της τυπογραφίας στο Ναύπλιο αντικατοπτρίζεται στους αριθμούς: συγκεκριμένα το 1828 τυπώνονται 2 μόνο βιβλία στο Ναύπλιο (ένα σχολικό, κι ένα εκκλησιαστικό) και 1 εφημερίδα ενώ το 1833 οι εφημερίδες έχουνε φτάσει στις 7 και τα βιβλία, τα 15 (εξαιρουμένων μονόφυλλων και τα της διοικήσεως).
     Στην Αίγινα η εκδοτική κίνηση δημιουργήθηκε χάρη στην ύπαρξη της Εθνικής Τυπογραφίας που παρακίνησε ιδιώτες τυπογράφους να ιδρύσουν δικά τους τυπογραφεία. Ένας από αυτούς είναι ο Αντρέας Κορομηλάς, που ξεκίνησε τη τυπογραφική–εκδοτική δραστηριότητά του από την Αίγινα, αφού πρώτα έμαθε την τέχνη στην Εθνική Τυπογραφία, και μετά μετακόμισε στην Αθήνα για να αναδειχτεί ένας από τους ισχυρότερους τυπογράφους των επόμενων δεκαετιών. Πριν το τυπογραφείο μεταφερθεί στην Αθήνα το 1839, τύπωσε 29 τόμους, 14 έργων του Νεόφυτου Δούκα, και ακόμα 9 βιβλία διαφόρου περιεχομένου. Στην Αίγινα, δραστηριοποιείται κι ο εκδότης της εφημερίδας Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος για το διάστημα 1828-1829, Παντελής Κ. Παντελής. Ο Παντελής είχε ξεκινήσει την εφημερίδα του από την Ύδρα, το 1827 κι όταν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, το 1828 ανέλαβε και κάποιες τυπογραφικές εργασίες για λογαριασμό της Διοίκησης, καθώς και την έκδοση 4 βιβλίων.



     Αν και στην Ερμούπολη της Σύρου, το 1828 τυπώθηκαν 2 βιβλία, μια μαγειρική και μια μετάφραση της Φαίδρας του Ρακίνα, χωρίς όμως να αναφέρουν όνομα τυπογραφείου, το πρώτο επώνυμο τυπογραφείο που δραστηριοποιήθηκε εκείνη την εποχή ήταν του Σφοίνη, το 1830, ενός δασκάλου που ήρθε από τη Σάμο κι έστησε ένα μικρό τυπογραφείο στη σημερινή Πλατεία Μιαούλη. Το τυπογραφείο του ήταν μικρότατο και το δούλευαν μόνο 2 άτομα, αυτός κι ένας τυπογράφος από τη Χίο. Το 1831 προστέθηκε και το τυπογραφείο των Ν. Γραβινού και Ι. Γαρουφαλλή. Από αυτό το τυπογραφείο θα προέλθει ένα από τα 1α σχολικά εγχειρίδια αριθμητικής, του Γεώργιου Παπά Σταματίου Χαρτουλάρη, το Απάνθισμα Αριθμητικής που εξεδόθη το 1831. Από το τυπογραφείο αυτό, όταν η επιχείρηση θα πουληθεί στον Ιωάννη Λεκάτη, θα προέλθει ο εξοπλισμός του 1ου τυπογραφείου που θα λειτουργήσει στη Σάμο από το 1832.
     Συνοπτικά η βιβλιοπαραγωγή στο ελληνικό κράτος (εκτός από μονόφυλλα και διοικητικού περιεχομένου) τη περίοδο 1828-1833 ήταν η εξής:

1828: 21
1829: 24
1830: 14
1831: 31
1832: 21
1833: 23


     Στα εδάφη με Έλληνες που δεν ανήκουν ακόμα τότε στο ελληνικό κράτος, τα Επτάνησα και συγκεκριμένα η Κεφαλλονιά, η Ζάκυνθος κι η Κέρκυρα έχουν ήδη τυπογραφική παραγωγή ενώ κι ομογενειακές τυπογραφικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στη Σμύρνη, στη Πόλη, στη Θεσσαλονίκη, στα Χανιά, στα Ιωάννινα και στη Σάμο. Με την άφιξη του βασιλιά Όθωνα, και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, χτίζεται στην οδό Σταδίου και Σανταρόζα, το κτίριο που θα στεγάσει την “Βασιλική Τυπογραφία και Λιθογραφία”. Μέχρι το 1838 η βασιλική τυπογραφία διέθετε τα 3 βασικά τμήματα, της τυπογραφίας, λιθογραφίας και χυτηρείου τυπογραφικών στοιχείων. Το προσωπικό εκείνη την εποχή ήταν 37 άτομα κι ο εξοπλισμός περιλάμβανε, 1 ταχυπιεστήριο, 3 ξύλινα πιεστήρια, 6 σιδερένια πιεστήρια, 1 ξύλινο στιλβώματος, 2 ξύλινα διορθώσεων, 8 λιθοτυπωτήρια και 4 χυτήρια στοιχείων. Ο 1ος διευθυντής της λιθογραφίας υπήρξε ο Βαυαρός A.Forster, με 1ο διευθυντή της τυπογραφίας τον Γ. Απ. Κοσμητή. Τα ιδιωτικά τυπογραφεία ακολουθούν τη Βασιλική Τυπογραφία, στη πρωτεύουσα του νέου κράτους κι εδώ επικεντρώνεται η εκδοτική παραγωγή.
     Στη περίοδο 1834-1838 υπάρχουν 11 τυπογραφεία σ’ όλο το ελληνικό κράτος ενώ 10ετία μετά, το 1848 υπάρχουνε 30. Όλα τα τυπογραφεία στην Αθήνα της περιόδου αυτής, επιζούνε τυπώνοντας παραγγελίες πελατών τους -συγγραφέων κι όχι εκδίδοντας οι ίδιοι βιβλία για λογαριασμό τους. Όταν κάποτε εξέδιδαν οι ίδιοι βιβλίο, έγραφαν οπωσδήποτε στο εξώφυλλο ότι τυπώθηκε “ιδίοις αναλώμασι”. Άλλη μορφή παραγωγής βιβλίου ήταν με το σύστημα των συνδρομητών. Ο συγγραφέας αναλάμβανε να φέρει τους ανθρώπους που προαγόραζαν το βιβλίο και το παραλάμβαναν όταν εκδιδόταν. Μάλιστα αυτοί οι συνδρομητές που είχαν στην ουσία θέση χορηγών, συνήθως προβάλλονταν κι ευχαριστούνταν στις τελευταίες σελίδες των βιβλίων. Οι συγγραφείς που όντας τυχεροί βρίσκανε χορηγούς, συνήθως πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού, τυπώνανε τα βιβλία τους απαλλαγμένοι από το οικονομικό άγχος. Στο καινούριο κράτος, αυτή τη κατάσταση θα την αλλάξει κυρίως η εμφάνιση του σχολικού βιβλίου κι οι συνακόλουθες αλλαγές που θα φέρει στις αναγνωστικές συνήθειες των Έλλήνων.
     Το σχολικό βιβλίο θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά των εκδόσεων των μεγάλων τυπογραφείων. Με τη σύσταση εκπαιδευτικού συστήματος από τον Καποδίστρια, αναδύθηκε μια καινούρια αγορά, που με τον σταθερά αυξανόμενο μέγεθός της αποτέλεσε πεδίο σκληρού ανταγωνισμού και δημιούργησε τη πρώτη, μεγάλη δομή συστηματική διακίνησης βιβλίων. Οι 5.000 χιλιάδες του 1830, έφτασαν τους 80.000 το 1879, και τους 150.000 γύρω στα 1887. Το κράτος αφού για μια μικρή περίοδο από το 1836 ως το 1838 προσπάθησε να μονοπωλήσει τη παραγωγή βιβλίων, αλλά εγκατέλειψε τη προσπάθεια και λόγω αδυναμίας παραγωγής αλλά κυρίως λόγω των πιέσεων των ιδιωτών τυπογράφων. Σημαντικά τυπογραφεία της εποχής ήταν: του Άγγελου Αγγελίδη από το 1835 μέχρι το 1856, του Ράλλη από το 1835 έως το 1847, του Στυλιανού Κ. Βλαστού 1837-1900, και του Κ. Αντωνιάδη από το 1839 έως το 1893. 1ος ωστόσο τυπογράφος στην Αθήνα είναι ο Γιώργος Πολυμέρης που εγκατάστησε τυπογραφείο στην Αθήνα το 1834 και το λειτούργησε μέχρι το 1838. Το 1838 από το τυπογραφείο του Νικόλαου Παπαδόπουλου τυπώνεται το πρώτο ελληνικό βιβλίο με εικόνες, τα Άσματα Πολεμιστήρια, του Παναγιώτη Τσοπανάκου. Ο τυπογράφος -δουλεύοντας για το μεράκι της ψυχής του κι όχι για το κέρδος, αφού όπως ομολογεί κι ο ίδιος στη τελευταία σελίδα του βιβλίου, η δαπάνη για αυτή την έκδοση ήταν υπέρογκη- έβαλε 1 σκίτσο του ποιητή και 3 εικόνες από τον αγώνα του 1821.
     Οι σημαντικότεροι τυπογράφοι του 19ου αιώνα πάντως είναι ο Ανδρέας Κορομηλάς κι ο Κωνσταντίνος Γκαρμπολάς. Ο Κορομηλάς άνοιξε το τυπογραφείο του το 1835 και το 1ο βιβλίο του που βγήκε από τα αθηναϊκά πιεστήρια του ήταν η Ανθολογία ή Συλλογή ασμάτων ηρωικών και ερωτικών, το 1835 μια επιλογή ποιημάτων του Ρήγα, του Βηλαρά, του Σολωμού καθώς και δημοτικών τραγουδιών. Ο μεγαλύτερος αριθμός των εκδόσεων του Κορομηλά και των διαδόχων του, πάνω από 500 τίτλοι, είναι σχολικά βιβλία, συνταγμένα σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας. Η καλή ποιότητα των εκδόσεων του κι οι καλές του σχέσεις με τους ιθύνοντες βοήθησαν στη διακίνηση των βιβλίων του στα σχολεία αλλά και ξεσήκωσαν και πλήθος σχολίων εναντίον του. Μετά το θάνατό του, το τυπογραφείο πέρασε στα χέρια της χήρας του και των παιδιών του, για να πουληθεί τελικά, στον ανερχόμενο αστέρα των εκδόσεων της εποχής, Ανέστη Κωνσταντινίδη το 1884, μαζί με το μεγάλο κτίριο που τη στέγαζε στην οδού Ερμού 1.
     Ο άλλος μεγάλος τυπογράφος της εποχής ήταν ο Κωνσταντίνος Γκαρμπολάς, ξεκίνησε από το Βουκουρέστι ως έμπορος και βιβλιοπώλης, μεταφέρθηκε στη Βιέννη όπου εξέδωσε κάποια βιβλία κι εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, το 1838 και δημιούργησε τυπογραφικό κατάστημα. Ο Γκαρμπολάς ιδρύει ολοκληρωμένη τυπογραφική μονάδα, όπως εξάλλου κι ο Κορομηλάς, που περιλάμβανε εκτός από το τυπογραφείο, στοιχειοχυτήριο, βιβλιοδετείο και βιβλιοπωλείο. Εκδίδει συλλογές ελληνικών και γαλλικών βιβλίων, παλιών και νέων, εκδίδει τη 10τομη Εγκυκλοπαίδεια των ελληνικών μαθημάτων, σχολικά βιβλία κ.α. Παρόλα αυτά, η επιχείρησή του,-πάρα πολύ μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα- δεν ήταν κερδοφόρος κι αντιμετώπιζε κατά καιρούς μεγάλες δυσκολίες. Το 1850 χάρις στο γιό του Κωνσταντίνου Γκαρμπολά, Μιλτιάδη η Θεσσαλονίκη θα αποκτήσει το 1ο της ελληνικό τυπογραφείο. Το τυπογραφείο μέσα στους πρώτους μήνες θα εκδώσει 7 βιβλία. Το τυπογραφείο υπό την ιδιοκτησία του Μιλτιάδη Γκαρμπολά θα λειτουργήσει μόνο για ένα χρόνο και μετά θα το πουλήσει στον Κυριάκο Δαρζηλοβίτη, που θα το λειτουργήσει ως το 1867 όταν θα περάσει στα χέρια του Ν. Βαγλαμαλή και Σία, με την επωνυμία “Η Μακεδονία”.
     Κοινό κτήμα των Ελλήνων τυπογράφων γίνεται σ’ αυτά τα χρόνια η ξυλογραφία κι η στερεοτυπία. Η ξυλογραφία, με τη μέθοδο σε όρθιο ξύλο, ήταν ο τρόπος που τα βιβλία, τα περιοδικά κι οι εφημερίδες κοσμούσαν τα προϊόντα τους με εικόνες, μέχρι το 1890 που θα εμφανιστεί η τσιγκογραφία. Αυτή η μέθοδος άρχισε να διδάσκεται στη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1843 και πολλοί καλλιτέχνες-ξυλογράφοι, υπηρέτησαν τη τυπογραφία τα επόμενα χρόνια. Όσο για τη στερεοτυπία, ο Ανδρέας Κορομηλάς είναι ο 1ος που εισήγαγε αυτή τη μέθοδο στην Ελλάδα, από το Παρίσι και το τυπογραφείο των Ντιντό. Με τη μέθοδο αυτή, ο τυπογράφος μπορεί να έχει στη διάθεσή του, έτοιμες τις σελίδες για ανατύπωση βιβλίου χωρίς να χρειάζεται να ξαναστοιχειοθετήσει το κείμενο από την αρχή. Το 1837 ανοίγει στην Αθήνα και το 1ο στοιχειοχυτικό κατάστημα στην Ελλάδα από τον Κωνσταντίνο Μηλιάδη. Το 1859 μάλιστα, ο Μηλιάδης τιμάται με το αργυρό μετάλλιο Α’ τάξης στη τυποχυτική γιά διάφορα είδη κεφαλαίων και μικρών τύπων, ήτοι στοιχείων ελληνικών τε και ρωμαϊκών και διάφορα είδη καλλωπισμάτων τυπογραφικών, συζευκτικών και μεσοστίχων γραμμών, κ.λπ, του τυποχυτηρίου του. Ο Κύριος Κ. Μηλιάδης εξέχει των άλλων ομοτέχνων του κατά την ευθυγραμμίαν και την τυπομετρικήν ακρίβειαν…
     Στον Πειραιά, το 1838 σε μια πόλη μόλις 2000 κατοίκων, ο Ηλίας Χριστοφίδης, ιδρύει το 1ο τυπογραφείο με την επωνυμία “Η Αγαθή Τύχη”, και τον επόμενο χρόνο, το 1839 ξεκινά την έκδοση ενός περιοδικού, τον “Παιδαγωγό”, το 1ο έντυπο της νεοελληνικής τυπογραφίας στον Πειραιά. Το έντυπο είχε ζωή μόνο λίγων μηνών, αλλά ο εκδότης-τυπογράφος συνέχισε τη λειτουργία του τυπογραφείου με την έκδοση βιβλίων, τα οποία τύπωνε για λογαριασμό των συγγραφέων ή των χορηγών των βιβλίων όπως εξάλλου γινόταν η βιβλιοπαραγωγή τότε.
     Στη Σύρο το 1834 μεταφέρεται στην Ερμούπολη η “Ελληνική Ιεραποστολική Εταιρεία της Αμερικής”, του Ι.Ι. Ρόμπερτσον από την Αθήνα. Από το 1834 έως το 1838 θα τυπώσει στη Σύρο πάνω από 50 διαφορετικά βιβλία και στη συνέχεια η επιχείρηση θα πουληθεί στον εκδότη Παντελή Κ. Παντελή. Το 1835 εγκαθίσταται στη Σύρο κι ο Γεώργιος Μελισταγής που είχε μάθει τη τέχνη δουλεύοντας με τον Τόμπρα και το Νικολαϊδη και συνεταιριζόμενος με τον Γ. Δημίδη δημιούργησε κι αυτός τυπογραφείο ενώ το 1836 κι ο Γ. Πολυμέρης άνοιξε τυπογραφείο στη Σύρο. Το 1856 ο Ρενιέρης Πρίντεζης θα λειτουργήσει τυπογραφείο εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα, το οποίο υπολογίζεται ότι εκτύπωσε μέχρι το 1900, 1200 περίπου βιβλία. Το 1862 η Σύρος απέκτησε και το 1ο της λιθογραφείο, στο οποίο τυπώνονταν επισκεπτήρια, επικεφαλίδες γραμμάτων, καλλιγραφίες, χάρτες και τίτλοι μετοχών των ασφαλιστικών εταιρειών.
     Στην υπόλοιπη Ελλάδα, ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τη περίοδο 1828-1863 τυπώθηκαν: στο Ναύπλιο 150 τίτλοι, στη Πάτρα 100, στη Τρίπολη 25, στη Καλαμάτα 15, στη Κέρκυρα 800, στη Ζάκυνθο 300, στη Κεφαλλονιά 200. Η ελληνική εκδοτική δραστηριότητα στη διασπορά δε, μετρούσε: στη Βενετία 600 διαφορετικούς τίτλους για το ίδιο χρονικό διάστημα, στη Μάλτα 150, στο Παρίσι 125, στο Λονδίνο 90, Βιέννη 90, Βουκουρέστι 90, στην Οδησσό 40, στη Τεργέστη 30, Λειψία 30, Ιεροσόλυμα 25, Πέστη 20 και Μόναχο 20.
     Από το 1865 δημιουργούνται κι οι πρώτοι σύλλογοι για τη προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των ανθρώπων του Τύπου όπως τη Μετοχική Εταιρεία Εργατών Τυπογράφων ο “Γουτεμβέργιος” κι ο “Εκατόγχειρ”, ελληνική τυπογραφική εταιρεία. Από το 1880 κι επί των χρόνων του Χαρίλαου Τρικούπη γίνονται κάποιες αλλαγές στα εκδοτικά -κι όχι μόνο- πράγματα, που μας οδηγούν στους σημερινούς χρόνους. Ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος αναπτύσσεται, κυκλοφορούνε καθημερινές πλέον εφημερίδες, εβδομαδιαία περιοδικά κι η βιβλιοεκδοτική δραστηριότητα έχει οριστικά επικεντρωθεί στην Αθήνα. Το κέντρο βάρους εξακολουθεί να είναι το σχολικό βιβλίο κι οι τυπογραφικές επιχειρήσεις εκσυγχρονίζονται ακολουθώντας κατά πόδας τις τεχνολογικές εξελίξεις στο χώρο τους. Επίσης, τείνουν όλο και περισσότερο προς τον συγκεντρωτισμό, δηλαδή την ενσωμάτωση και την εκτέλεση όλων των σταδίων της έντυπης παραγωγής από τους ίδιους, από τον συγγραφέα μέχρι και τον βιβλιοπώλη, δημιουργώντας τους 1ους, με τα μέτρα της εποχής, πραγματικά μεγάλους εκδοτικούς οίκους.
     Οι τεχνικές εξακολουθούν να εξελίσσονται: Η ξυλογραφία αντικαθίσταται σιγά-σιγά από τη τσιγκογραφία και τη φωτο-τσιγκογραφία. Εδώ η πλάκα ξύλου αντικαθίσταται από τη πλάκα τσίγκου, που έχει πιο μεγάλη αντοχή για πιο πολλά τυπώματα και με τη κατάλληλη χρήση χημικών οξέων και τη διάβρωση της πλάκας τυπώνεται η εικόνα. Οι ξυλογράφοι γίνονται τώρα τσιγκογράφοι κι αργότερα φωτο-τσιγκογράφοι, φωτογραφίζοντας πρώτα τα θέματα που θα αποτύπωναν μετά.
     Στο Εθνικό Τυπογραφείο, του οποίου η ονομασία κατοχυρώνεται με νόμο του 1887 επί Τρικούπη, ο εξηλεκτρισμός της χώρας ωθεί στην ανανέωση του εξοπλισμού. Τα παλιά χειροκίνητα πιεστήρια αντικαθίστανται με ηλεκτροκίνητα κι αναπτύσσεται η λιθογραφία. Λειτουργεί γαλβανοπλαστείο, όπου κατασκευάζονται μεταλλικά καλούπια (μήτρες) για την παραγωγή ελληνικών και γαλλικών γραμμάτων και χυτήριο για τη χύτευση στοιχείων, διαστίχων και γραμμών.
     Μετά τον Κορομηλά τη σκυτάλη θα πάρει ο Ανέστης Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε σπουδάσει τη τυπογραφική τέχνη στη Γερμανία. Ερχόμενος στην Αθήνα γύρω στο 1850 δούλεψε στην αρχή ως μεταφραστής κι επιμελητής ξένων βιβλίων κι από το 1860 διαδεχόμενος τον βιβλιοπώλη-εκδότη Εμμ. Γεωργίου αποκτά τον 1ο δικό του εκδοτικό οίκο. Με την απόκτηση του οίκου των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά το 1884 θα παραλάβει το τελειότερο εξοπλισμό της εποχής, ατμοκίνητα μηχανικά πιεστήρια, χυτήρια, στερεοτυπία, βιβλιοδετείο, βιβλιοπωλείο και χαρτοπωλείο και σχεδόν θα κυριαρχήσει στην αγορά. Το ίδιο έτος θα κυκλοφορήσει μια σειρά βιβλίων που θα τα ονομάσει “Βιβλία του Λαού” ή “Βιβλιοθήκη του Λαού”, μυθιστορήματα και διηγήματα κυρίως γαλλικά που στοιχίζοντας φθηνά μπορούν να τέρψουν το λαό με αξιοπρέπεια. Ο Κωνσταντινίδης είναι ο 1ος που χρησιμοποίησε τις έγχρωμες λιθογραφίες για εικονογράφηση κι εντός του κειμένου κι όχι μόνο για το εξώφυλλο. Αργότερα θα εμπλουτίσει τις σειρές του, εκδίδοντας συλλογές λεξικών, εκκλησιαστικών, ιστορικών και φιλολογικών βιβλίων, όλα εκλαϊκευμένα. Θα τυπώσει επίσης Βίους Αγίων, μαγειρική, ονειροκρίτης, οδηγούς καλής συμπεριφοράς, καζαμίες, δημιουργώντας έτσι όλη αυτή τη λαϊκή σειρά βιβλίων που θα φτάσει μέχρι και τις μέρες μας. Προς το τέλος της ζωής του, καταπιάνεται να εκδώσει ένα κορυφαίο έργο, που το θεωρεί το στολίδι του οίκου του. Το λεξικό της Αρχαίας ελληνικής γλώσσας των Lidell και Scott. Ωστόσο ο θάνατος του εκδότη, το 1901, θα ακυρώσει αυτή την έκδοση. Το βιβλίο θα εκδοθεί τελικά το 1907 από τον οίκο του Ι.Ν. Σιδέρη.
     Το 1875 στον Πειραιά διαφημίζεται μια ολοκληρωμένη εκτυπωτική εταιρεία, “Ο Ποσειδών”, που περιλαμβάνει στις εγκαταστάσεις της δυο τυπογραφικά πιεστήρια, βιβλιοπωλείο, βιβλιοδετείο και χαρτοπωλείο, ενώ ταυτόχρονα εκδίδει και την ομώνυμη εφημερίδα, “Ο Ποσειδών”. Από το 1880 και για τις επόμενες 2 10ετίες τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας εξυπηρετούνε 2 τυπογραφεία κι ένα χρωμολιθογραφείο (για εικόνες και χάρτες). Από τα τέλη του 19ου αι. ήδη οι τυπογραφικές εξελίξεις είναι ραγδαίες. Το ζητούμενο, η αύξηση της παραγωγής εντύπων με παράλληλη πτώση του κόστους, επιτυγχάνεται όλο και περισσότερο. Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις αυτές παρακολουθούνται από κοντά, και υιοθετούνται πρόθυμα. 1α απ’ όλα, τα νέα περιστροφικά ή κυλινδρικά ταχυπιεστήρια εισάγονται και στην Ελλάδα, αρχής γενομένης από την εφημερίδα Ακρόπολις το 1888. Η Αθηναϊκή κοινωνία θα μείνει έκθαμβη από το τεράστιο μηχάνημα που θα φέρει ο Βλάσης Γαβριηλίδης, πράγμα που φαίνεται και από την ονομασία που του έδωσαν: μαμούθ.
     Η εφεύρεση του Γερμανοαμερικανού Ότμαρ Μέργκεντάλερ (Ottmar Mergenthaller), (1884) η λινοτυπική μηχανή στοιχειοθεσίας, η οποία αυξάνει τη ταχύτητα και την ακρίβεια της στοιχειοθεσίας, θα πρωτοχρησιμοποιηθεί από την εφημερίδα Εμπρός του Δημητρίου Καλαποθάκη, το 1900, ενώ θα ακολουθήσουν κατά πόδας και οι εφημερίδες Πρωινή, Εσπερινή, Σκριπ, και σιγά-σιγά κι όλες τις άλλες. Από το 1924 το ειδικευμένο στοιχειοχυτήριο του Εμμ. Καρπαθάκη θα παράξει γραμματοσειρές λινοτυπίας. Το τυπογραφείο της Εστίας, Κ.Μάισνερ-Ν.Καργαδούρη, το 1894 θα εισάγει 1ο τη τεχνική της τσιγκογραφίας -που θα αντικαταστήσει τη τεχνική της ξυλογραφίας- στην έντυπη παραγωγή εικόνων. Ταυτόχρονα, από το 1897 αρχίζει πάλι από το ίδιο τυπογραφείο να χρησιμοποιείται κι η τεχνική της φωτολιθογραφίας. Εξαίρετο δείγμα αυτής της νέας τεχνικής είναι το λεύκωμα που θα εκδώσει το Τυπογραφείον της Εστίας, για λογαριασμό του Βλάση Γαβριηλίδη και της εφημερίδας του Ακρόπολις, Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς αγώνας του 1896, Πανελλήνιον Εικονογραφημένων Λεύκωμα. Το λεύκωμα, μεγάλου μεγέθους, με πλούσια και καλλιτεχνικού επιπέδου εικονογράφηση, περιείχε πλήθος διαφορετικών πληροφοριών για την Ελλάδα της εποχής εκείνης. Από το 1898 η εφημερίδα Εστία χρησιμοποιεί την έγχρωμη εκτύπωση για τα φύλλα της, ενώ το 1903, ο εκδοτικός Ελευθερουδάκη, εκδίδει παιδικό βιβλίο, πλήρως φωτολιθογραφημένο.



     Το 1911, επί Ελευθερίου Βενιζέλου πλέον, οι αλλαγές στη δημόσια διοίκηση αγγίζουν3 και το Εθνικό Τυπογραφείο· εισάγεται η στιχοτυπία (λινοτυπία) κι η μονοτυπία, παρά τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1911 γίνεται υποχρεωτική η δημοσίευση των πολιτειακών πράξεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
     Μετά τον Ανέστη Κωνσταντινίδη, ο Μιχαήλ Σαλίβερος θα μάθει στις επιχειρήσεις του Κορομηλά και του Κωνσταντινίδη τη τέχνη και το 1892 ιδρύει βιβλιοπωλείο πρώτα, εκδοτικό οίκο αργότερα και τέλος το 1896 αποκτά το δικό του τυπογραφείο στην Αθήνα. Ο Σαλίβερος τυπώνει και διακινεί σχολικά κυρίως βιβλία, κατοχυρώνοντας πολλούς τίτλους ξένων σχολικών βιβλίων και συμπληρώνει το εκδοτικό του πρόγραμμα, τυπώνοντας χάρτες, εικόνες, τετράδια καλλιγραφίας κι άλλο εκπαιδευτικό υλικό. Δραστηριοποιείται και στο χώρο του ελληνικού θρησκευτικού -εκκλησιαστικού βιβλίου- εκδίδοντας την Εκκλησιαστική Βιβλιοθήκη, που περιέχει λαϊκής κατανάλωσης, φτηνά, εκκλησιαστικά βιβλία. Το 1934, ένα χρόνο πριν το θάνατο του ιδιοκτήτη τους, ο εκδοτικός οίκος παίρνει τη μορφή ανώνυμης εταιρείας.
     Ο Γεώργιος Φέξης, δημιούργησε τον εκδοτικό του οίκο το 1888, έχοντας δουλέψει ως πλανόδιος πωλητής λαϊκών βιβλιαριδίων και τυπογράφος. Δημιουργεί κι αυτός σειρές βιβλιοθηκών κι έτσι έχουμε τη “Κωμική Βιβλιοθήκη”, τη “Λαϊκή Ιατρική Βιβλιοθήκη”, τη “Πατριωτική Βιβλιοθήκη” κ.ά.. Επίσης εκδίδει βιβλία ξένων γλωσσών, βιβλία Αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, βιβλία συναναστροφών (savoir vivre). Ο Φέξης, καινοτομώντας εισήγαγε τη πληρωμή βιβλίων επί πιστώσει σε πολλές μικρές μηνιαίες δόσεις, κατορθώνοντας έτσι να προσεγγίσει και τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα.
     Ο Γεώργιος Κασδόνης το 1885 θα ανοίξει το Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Θα συνεργαστεί με τον Ανέστη Κωνσταντινίδη για να πουλά τα βιβλία του προνομιακά στο βιβλιοπωλείο του. Το 1892 θα συνεταιριστεί με τον Γερμανό τυπογράφο του Αντρέα Κορομηλά, Κάρολο Μάισνερ και μαζί θα λειτουργήσουνε το τυπογραφείο της Εστίας. Μετά το θάνατο του Κασδόνη, το 1901, τη διεύθυνση του τυπογραφείου αναλαμβάνει ο Ιωάννης Κολλάρος, ο οποίος θα επεκτείνει τις δραστηριότητες του τυπογραφείου στον εκδοτικό τομέα. Το 1927 μάλιστα, θα ιδρύσει και το περίφημο περιοδικό Νέα Εστία, που θα εκδίδεται μέχρι τις μέρες μας.
     Ο Δημήτριος Δημητράκος ίδρυσε κατ’αρχήν τον εκδοτικό του οίκο το 1895, στη γενέτειρά του, το Λαύριο, και το 1902 τον μετέφερε στην Αθήνα. Ο “Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου” έχει μείνει γνωστός στην ιστορία του βιβλίου, με το Μεγάλο λεξικό όλης της ελληνικής γλώσσας, η 1η προσπάθεια, για μια διαχρονική σύνδεση της ελληνικής γλώσσας, σε εθνικά κρίσιμους καιρούς. Την ιδέα την συνέλαβε το 1919 ενώ η προσπάθεια άρχισε να υλοποιείται το 1936. Ο Δημητράκος ήταν ο 1ος που εξέδωσε περιοδικό αποκλειστικά για το βιβλίο, το μηνιαίο “Η φωνή του βιβλίου”.



     Ο Κώστας Ελευθερουδάκης που άνοιξε το 1ο “Διεθνές Βιβλιοπωλείο” στην Αθήνα το 1901, σε συνεργασία με τους Γερμανούς βιβλιοπώλες Κάρολο Μπεκ και Γουλιέλμο Μπαρτ. Το 1910 επέκτεινε τις δραστηριότητές του με τη δημιουργία εκδοτικού οίκου και το 1924 με τη λειτουργία και εργοστασίου γραφικών τεχνών, με διευθυντή πρώτα τον Μπεκ -ο Μπαρτ είχε ήδη αποχωρήσει από την εταιρεία- κι αργότερα τον σημαντικό τυπογράφο της Κωνσταντινούπολης, Ι.Μ.Σκαζίκη. Ο εκδοτικός οίκος ασχολήθηκε με όλο το φάσμα της βιβλιοπαραγωγής εκδίδοντας γύρω στους 1500 τίτλους ελληνικών βιβλίων, ενώ παράλληλα διατηρούσε και δανειστική βιβλιοθήκη με μηνιαία συνδρομή. Αποκορύφωμα της εκδοτικής δραστηριότητάς του είναι το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη.
     Οι τρεις αδερφοί Γεώργιος, Μιχαήλ και Κωνσταντίνος Πεχλιβανίδης, πρόσφυγες από την Αττάλεια της Τουρκίας, το 1926 αγοράζουν ένα παλιό λιθογραφείο κι ασχολούνται με την εκτύπωση ετικετών εμπορικών προϊόντων. Αποφασίζουν να επενδύσουν στην επιμόρφωσή τους κι αφού οι Γεώργιος και Κωνσταντίνος σπουδάζουνε τη καινούρια τεχνική της έμμεσης εκτύπωσης (offset*) στη Λειψία, φέρνουνε στην Ελλάδα τα κυλινδρικά πιεστήρια της έμμεσης εκτύπωσης και τον Γερμανό ειδικευμένο αρχιεργάτη, τον Ελβετό λιθογράφο Όττο Αλττόρφερ. Από το 1938 μπαίνουν στο χώρο των περιοδικών, με την εκτύπωση του “Θησαυρού” και το 1939 στο χώρο του παιδικού βιβλίου, με το Χρυσολούλουδο και τη Κοκκινοσκουφίτσα. Από το 1942 ως το 1944, εν μέσω γερμανικής κατοχής, τυπώνανε τα χαρτονομίσματα του ελληνικού κράτους κι από το 1945 ανοίγουνε και το βιβλιοπωλείο τους με την επωνυμία “Ατλαντίς”. Το 1955 εισάγουν από τη Γερμανία 1α το 5χρωμο και μετά 8χρωμο ταχυπιεστήριο και με τη τεχνική της βαθυτυπίας που είχαν ήδη τα προηγούμενα χρόνια εφαρμόσει, κατόρθωσαν να τυπώσουν 1οι, πολύχρωμα σχολικά βιβλία. Από το 1951 εκδίδουν το διάσημο περιοδικό “Κλασσικά Εικονογραφημένα”, που επανεκδόθηκαν πολλές φορές, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.
     Το 1892 άνοιξε το τυπογραφείο του Νέστορα Ι. Ταρουσόπουλου, που είχε έρθει μόλις από τη Ζάκυνθο. Το τυπογραφείο γύρω στο 1893 μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο κτίριο στη Καστέλλα, πλήρως ανακαινισμένο σε εξοπλισμό. Το τυπογραφείο έχει μείνει θρυλικό στα εκδοτικά χρονικά μας για τις πολλές, καλές, τυπογραφικές εργασίες που έκανε. Εκεί τύπωνε ο Σεφέρης τις ποιητικές συλλογές του από τη 10ετία του ’40 και μετά εκεί ο εκεί ο Φώτης Κόντογλου τύπωσε τον Μυστικό Κήπο του, εκεί ο Ελύτης, το Άξιον Εστί, εκεί δούλεψε ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός για την εικονογράφηση έργων του Πρεβελάκη και του Καζαντζάκη. Το τυπογραφείο έκλεισε το 1972.
     Ένα άλλο σημαντικό τυπογραφείο της Αθήνας ήταν του Σταύρου Χρήστου. Ιδρύθηκε το 1920 από τον Χρήστου, αρχιτεχνίτη της εφημερίδας Καθημερινή, Σταύρο Χρήστου, που έφερε από τη Γερμανία σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό, για να λειτουργήσει το δικό του τυπογραφείο. Ο Χρήστου πέθανε αιφνιδίως το 1928 και το τυπογραφείο ανέλαβε αναγκαστικά η Γερμανίδα σύζυγός του, Γερτρούδη. Η καλή διοίκηση της γυναίκας του ανέπτυξαν τις εργασίες του τυπογραφείου και του προσέδωσαν φήμη για την ποιοτική δουλειά του. Η Γερτρούδη Χρήστου έκλεισε το τυπογραφείο τη περίοδο της Κατοχής για να μη βρεθεί εξαναγκασμένη να συνεργαστεί με τους Γερμανούς κατακτητές της χώρας και το ξανάνοιξε, ο γιος της πλέον, ο Χρήστος Χρήστου το 1945. Στο τυπογραφείο αυτό -από τα 1α που εφοδιάστηκε με μονοτυπική μηχανή- τυπώθηκαν ανάμεσα σε 100άδες άλλα, η Οδύσεια του Καζαντζάκη, η Ιλιάδα του Ομήρου σε μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή, και το τελευταίο βιβλίο που κόσμησε με ξυλογραφίες ο Γιάννης Κεφαλληνός, το Χρονικό μιας Πολιτείας του Παντελή Πρεβελάκη. Ο πρόωρος θάνατος και του Χρήστου Χρήστου το 1974 διέκοψε οριστικά τη λειτουργία του τυπογραφείου.
     Ο Ανδρέας Πουρνάρας, δημοσιογράφος, ίδρυσε το 1936 τον εκδοτικό οίκο “Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων “Πάπυρος””, κι εξέδωσε μνημειακού μεγέθους σειρά βιβλίων των Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, σε 450 τόμους. Αυτή η δουλειά βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1967. Ο γιος του Αντρέα Πουρνάρα, ο Γιάννης ίδρυσε το 1961 την ανώνυμη εταιρεία “Πάπυρος-Γραφικαί τέχναι”, και τύπωσε τη 12τομη και κατόπιν 36τομη γαλλική εγκυκλοπαίδεια Λαρούς κι αργότερα την 69 γαλλο-αγγλική εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. Το 1970 ο εκδοτικός οίκος σημείωσε ακόμα μια μεγάλη επιτυχία, κυκλοφορώντας τη σειρά βιβλίων τσέπης, “Βίπερ” (ΒΙ-βλία ΠΕΡ-ιπτέρου). Το 1943 ο έμπειρος τυπογράφος Ι.Μ. Σκαζίκης ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο “Άλφα”. Ο Σκαζίκης εξέδωσε πολλά έργα των Ελλήνων συγγραφέων, πραγματοποιώντας ποιοτικές, προσεγμένες, και καλλιτεχνικά άριστες, εκδόσεις.
     Η ευρωστία του εκδοτικού χώρου τη περίοδο του Μεσοπολέμου αντανακλάται και στα εκδοτικά επιχειρήματα της εποχής. Το Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, η εγκυκλοπαίδεια Πυρσός και το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Δημητράκου, αποτελούνε σταθμό στην ελληνική εκδοτική και τυπογραφική ιστορία.

* Το Λεξικό του Ελευθερουδάκη που ξεκίνησε το 1926 και ολοκληρώθηκε το 1934, 12 τόμοι, 10.000 σελίδες, 350.000 λήμματα, 30.000 εικόνες και 400 συγγραφείς.
* Η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια που ξεκίνησε το 1927 και ολοκληρώθηκε το 1931, 24 τόμοι, 23.000 σελίδες, 280.000 λήμματα, 35.000 εικόνες, 700 συγγραφείς.
Και στις δυο περιπτώσεις σχηματίστηκαν εκδοτικές ανώνυμες επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσουν και να υποστηρίξουν το έργο. Σύγχρονος υποδομές με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, ειδικευμένοι τεχνίτες καλλιτέχνες, και η αφρόκρεμα των επιστημόνων της εποχής συγκεντρώθηκαν για να δημιουργήσουν αυτά τα δυο εκδοτικά κατορθώματα.
* Το Λεξικό του Δημητράκου, που αντιμετώπισε -για 1η φορά- την ελληνική γλώσσα στη διαχρονική συνέχειά της, υπό την καθοδήγηση του διάσημου γλωσσολόγου Γεώργιου Χατζιδάκι και τη διεύθυνση του Ιωάννη Ζερβού και με τους καλύτερους επιστήμονες ιστορικούς, φιλόλογους και γλωσσολόγους σαν συνεργάτες, συγκέντρωσε και ταξινόμησε όλο το γλωσσικό πλούτο της ελληνικής. Το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης ξεκίνησε το 1933 κι ολοκληρώθηκε το 1950, 9 τόμοι, 10.000 σελίδες, με τη συνεργασία 12 γλωσσολόγων και περίπου 100 άλλων επιστημόνων που αποδελτίωσαν 3000 Έλληνες συγγραφείς και 10.000 τόμους από τα έργα τους. Δηλαδή αποδελτιώθηκε το σύνολο της μακράς και πλούσιας ελληνικής συγγραφικής παράδοσης, νέες κι αθησαύριστες σε παλαιά λεξικά λέξεις και λέξεις από επιγραφές και παπύρους χαρακτηριστικής λιτότητας κι ακρίβειας. Προσδιόρισαν 5 γλωσσικές περιόδους: αρχαία, μεταγενέστερη, μεσαιωνική, νεότερη (καθαρεύουσα) και δημοτική, επιδιώκοντας να ερμηνεύσουν όλες τις διαδοχικές σημασίες των λέξεων και να παραθέτουν τις συγγενείς έννοιες, τους λόγιους τύπους και τους νεολογισμούς. Το έργο βραβεύτηκε από την Ακαδημία των Αθηνών το 1953 κι ο ίδιος ο Δημητράκος βραβεύτηκε με το παράσημο του Φοίνικος, το 1963 για τη προσφορά του στο Έθνος.

     Από τη 10ετία 1940-50 έχει κυριαρχήσει πλέον η τεχνική της λινοτυπίας στη τυπογραφική παραγωγή, ενώ κι η μονοτυπία (εξέλιξη της λινοτυπίας) έχει κάνει τα 1α σταθερά βήματα στην Ελλάδα. Η μονοτυπική μηχανή παραγωγής τυπογραφικών στοιχείων -εφεύρεση του Αμερικανού Τόλμπερτ Λάνστον το 1887, διαδόθηκε στην Ελλάδα από το 1955 και μετά. Πρώτο το Εθνικό Τυπογραφείο και το τυπογραφείο του Άγγελου Κλεισιούνη τη χρησιμοποίησαν.
     Το 1960-1970 έχει κυριαρχήσει με τη σειρά της η μονοτυπία ενώ εισάγεται η φωτοστοιχειοθεσία που θα κυριαρχήσει την επόμενη 10ετία του 1970-1980 μαζί με τη τεχνική της έμμεσης εκτύπωσης (offset) σε τετράχρωμα περιστροφικά πιεστήρια. Η τεχνική της φωτοστοιχειοθεσίας οφείλεται στις προόδους της φωτογραφικής τέχνης. Το 1938 επιδεικνύεται η 1η μηχανή φωτοστοιχειοθεσίας (φωτοσύνθεσης, όπως μετονομάστηκε στην Ελλάδα) στις ΗΠΑ. Τη δεκαετία 1944-1955 εισάγεται και η χρήση του Η/Υ στη στοιχειοθεσία και το 1964 έχουμε τη 1η υπερταχεία μηχανή φωτοστοιχειοθεσίας. Από το 1965 η ηλεκτρονική φωτοστοιχειοθεσία είναι γεγονός. Η τεχνική ήρθε στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του 1960 από τους Γ. και Α. Τσιβεριώτη, ιδιοκτήτες της “Στοιχειοθετικής ΕΠΕ”. Μάλιστα ο ζωγράφος-χαράκτης Τάκης Κατσουλίδης σχεδίασε από το 1989 και μετά, ελληνικές γραμματοσειρές φωτοστοιχειοθεσίας.
     Καρπός της επιστήμης της πληροφορικής αλλά και της συνεχούς εξέλιξης των ηλεκτρονικών υπολογιστών ήταν ηλεκτρονική επιτραπέζια έκδοση κειμένων (Desk Top publishing). Το επιτραπέζιο εκδοτικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
     Ο Γεώργιος Ραγιάς ίδρυσε το 1956 τον εκδοτικό οίκο Μέλισσα. Την ίδια χρονιά εκδίδει το έργο του ακαδημαϊκού Διονυσίου Α. Κόκκινου Η Ελληνική επανάστασις, καθώς και τη πολύτομη Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Τεχνών της ΕΣΣΔ, σε τεύχη. Από το 1970 ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με εκδόσεις ελληνικής ιστορίας και τέχνης. Τότε, σε συνεργασία με τον ιταλικό εκδοτικό οίκο Fabbri, εκδίδει τη σειρά Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι, σε 5 τόμους μεγάλου μεγέθους, με πρωτότυπα κείμενα και πλούσια εικονογράφηση. Ο εκδοτικός οίκος έχοντας ιδιόκτητο εργοστάσιο γραφικών τεχνών και τυπογραφείο, εκτελούσε όλη τη παραγωγική διαδικασία, αυτόνομα. Η σειρά “Μεγάλοι Ζωγράφοι”, ακολουθήθηκε από τη σειρά Έλληνες ζωγράφοι και γλύπτες που ολοκληρώθηκε από το 1974 ως το 1981. Το 1979 ο εκδοτικός οίκος προσέθεσε και βιβλιοπωλείο στις δραστηριότητές του, ενώ παράλληλα συνεχίζει να εκδίδει ποιοτικές σειρές όπως την 8τομη Ελληνική Παραδοσιακή αρχιτεκτονική, το 4τομο Λεξικό Ελλήνων καλλιτεχνών, το Αιγαίο-επίκεντρο ελληνικού πολιτισμού, κ.α.. Η έκδοση Ο Παρθενώνας κι η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια κέρδισε το 1994 το Διεθνές Βραβείο Αρχιτεκτονικού βιβλίου.
     Η “Ανώνυμος Εταιρεία Ιστορικών Εκδόσεων Εκδοτική Αθηνών”, ιδρύθηκε το 1968 από τη συνένωση της “Εκδοτικής Αθηνών” των Μπαστιά-Χριστόπουλου και της “Εκδοτικής Ελλάδος” των Χριστόπουλου-Γκεζερλή. Το 1969 ξεκινούν τη προετοιμασία του μνημειώδους 16τόμου έργου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους που ολοκληρώθηκε το 1978 και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1980. Η εταιρεία έχει ειδικευτεί σε προσεγμένες ελληνοκεντρικές εκδόσεις, σε συνεργασία με ειδικευμένους επιστήμονες οι οποίες μάλιστα, διακινούνται από ξένους εκδοτικούς οίκους και στο εξωτερικό. Το 1985 η έκδοση Πάτμος-Οι θησαυροί της Μονής τιμήθηκε με το Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών.

——————–

 * Η Όφσετ (Offset) είναι μια εκτυπωτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή κειμένων κι εικόνων. Στηρίζεται στη φωτογράφιση του θέματος (φωτομεταφορά) στην επιφάνεια μεταλλικών εκτυπωτικών πλακών με τέτοιο τρόπο που επιτρέπει την διαφορετική χημική συμπεριφορά των διάφορων περιοχών της επιφάνειάς τους. Οι σύγχρονες εκτυπωτικές πλάκες αποτελλούνται από αλουμίνιο αλλά στο παρελθόν έχουν υπάρξει πλάκες από ψευδάργυρο (τσίγκος). Για τον λόγο αυτό πολλές φορές οι εκτυπωτικές πλάκες της μεθόδου ονομάζονται και τσίγκοι. Η μέδοδος έχει επίσης χαρακτηριστεί ως Λιθογραφία για ιστορικούς λόγους: οι 1ες εκτυπωτικές πλάκες ήτανε κατασκευασμένες από ειδική πέτρα (πορώδες μάρμαρο). Η μέθοδος χρησιμεύει για την εκτύπωση μονόχρωμων και πολύχρωμων εντύπων και κυριαρχεί στην εκδοτική εκτυπωτική βιομηχανία. Τα πιο διαδεδομένα έντυπα που τυπώνονται με την μέθοδο αυτή είναι βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, αφίσες διαφημιστικά κι άλλα έντυπα.



     Σε ειδικά φύλλα αλουμινίου με μία λεπτή επικάλυψη ψευδαργύρου τοποθετούνται φιλμ τα οποία έχουν εκτυπωθεί από ειδικό εκτυπωτή κι επικαλυμμένο με τα κατάλληλα χημικά τα οποία μπαίνουν σε μία ειδική μηχανή που αποκαλείται “μεταφορέας”. Μία λάμπα παρόμοια με των solarium αλλά μεγαλύτερης ισχύος λειτουργεί με χρονοδιακόπτη τον οποίο ρυθμίζει ο τυπογράφος ανάλογα και με τη μακέτα. Τα φύλλα αλουμινίου τοποθετούνται στους ειδικούς κυλίνδρους πάνω στις μηχανές εκτύπωσης offset, αφού περαστούν και καθαριστούν με χημικό, στην εμφάνιση. Ουσιαστικά ο μεταφορέας “καίει” ό,τι δεν καλύπτεται από το φιλμ. Αφού γίνει η τοποθέτηση των μελανιών πάνω στο σύνολο κυλίνδρων που το σύνολο που επεξεργάζεται τα μελάνια για καλύτερη ποιότητα εκτύπωσης, το μελανείο, που το σύνολο μαζί με τους κυλίνδρους νερού και τους λοιπούς κυλίνδρους ονομάζεται πύργος. Τα μελάνια ακουμπούν πάνω στο φύλλο αλουμινίου, το φύλλο αλουμινίου πάνω σε ένα κύλινδρο από καουτσούκ που αποκαλείται με το ίδιο όνομα. Το καουτσούκ “αλείφεται” με τα μελάνια σε συγκεκριμένα όμως σημεία τα οποία ακουμπούν στο χαρτί και συνεχώς τα μελάνια πάνω στο καουτσούκ ανανεώνονται. Τον ρόλο των κυλίνδρων νερού στις μηχανές εκτύπωσης offset βασίζεται καταρχάς στην εξής θεωρία: το αλουμίνιο είναι υδρόφιλο, ενώ ο ψευδάργυρος υδρόφοβος. Το νερό, συνεπώς, καθαρίζει μόνο το αλουμίνιο, δηλαδή σε σημείο που δεν πρέπει ν’ ακουμπήσει μελάνι κι έτσι μόνον ο ψευδάργυρος “αλείφεται” με μελάνι.
     Στη φωτό πάνω η διαδικασία και κάτω σύγχρονες μηχανές Ofset!



——————-

     Πρέπει να πω καθώς τέλειωσε το άρθρο, πως εδώ δεν υπάρχει καμμιά αναφορά περί του Εμίλ Λεγκράν κι ευνόητα, καθώς αποτελεί ξεχωριστό άρθρο, που στεγάζεται εδώ… δίπλα, απλά πατήστε στο Λεγκράν και θα πάτε μια χαρά. Θα κλείσω με τη συνειδητοποίηση -όσο το έστηνα τούτο το άρθρο- πως πραγματικά απήλαυσα τη κάθε λέξη, το κάθε στίγμα και κάθε παράγραφο. Θα προσθέσω επίσης πως μιας κι έχω στη διάθεσή μου αρκετά βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή, εκείνης της εποχής, διαβεβαιώ πως ναι υπήρξανε μεγάλοι χορηγοί, ευκατάστατοι και φίλοι του βιβλίου, όπως πχ, οι Αδελφοί Ζωσιμάδες από τα Ιωάννινα, ο Ροδοκανάκης κλπ και κάποια στιγμή θα τους συγκεντρώσω και θα τους αναφέρω. Τέλος, σήμερα στην ηλεκτρονική ψηφιακή βιβλιοθήκη της Ανέμης θα βρείτε κάμποσους από αυτούς ή παραπλήσιους τίτλους, αυτών ή παραπλήσιιων συγγραφέων, αυτών ή παραπλήσιων εκδοτικών οίκων, εκείνων ή παραπλήσιων χρονικών στιγμών, απλά πατήστε το δεσμό στο Ανέμη και πάτε στην αναζήτησηβάλτε όνομα ή τίτλο και θα το απολαύσετε, πιστέψτε με!

             Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου 29 Ιουνίου 2018

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *