Πρόλογος
Αυτό το άρθρο το έστησα μαζεύοντας πληροφορίες και το έκανα γιατί με συγκίνησε η αληθινή ιστορία ενός ονείρου που διαλύεται εξ ων συνετέθη, επειδή ο κόσμος είναι τελικά πάρα πολύ κακός. Δεν θα κουράσω άλλο, απλά το παζλ που θ’ ανοιχτεί θα συμπληρωθεί επαρκώς -κι έχει πολλά κομμάτια. Ας τα πιάσουμε λοιπόν ένα-ένα.
Εισαγωγή
1ον. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης (Επιβάτες Ανατολικής Θράκης/Πόλη, 1848 – Αθήνα, 11 Απρίλη 1920) ήταν Έλληνας λόγιος, δημοσιογράφος κι εκδότης. Θεωρείται πατέρας της δημοσιογραφίας της σύγχρονης Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1848 στους Επιβάτες Ανατολικής Θράκης της Προποντίδας ή στη Πόλη κι ήτανε γιος του χρυσοχόου Γαβριήλ Γαβριηλίδη. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Λειψίας, με υποτροφία του βαρώνου Γεωργίου Σίνα.
Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε μετά την επιστροφή του στη Πόλη από τις σελίδες του περιοδικού Επτάλοφος, στο οποίο δημοσίευσε σειρά άρθρων με τον τίτλο Γενική Ιστορία της Ελληνικής Τραγωδίας και μελέτη για τον Άμλετ του Σαίξπηρ (1868). Την ίδια χρονιά εξέδωσε την εφημερίδα Ομόνοια, που στη συνέχεια συγχωνεύτηκε με την εφημερίδα Νεολόγος. Επόμενο εκδοτικό του εγχείρημα η εφημερίδα Μεταρρύθμισις, μαχητικό όργανο των προσωπικών του ιδεών. Με αφορμή τη δημοσίευση άρθρου του σχετικά με τη καταπίεση των Ελλήνων της Πόλης διώχτηκε από το Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’ και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από τουρκικό δικαστήριο. Μεταμφιεσμένος, έφυγε κρυφά από τη Πόλη το 1877 κι ήρθε στην Αθήνα, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Αρχικά εργάστηκε ως συντάκτης στην Εφημερίδα των Συζητήσεων, που ήτανε δημοσιογραφικό όργανο του Αρκάδα πολιτικού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη. Πνεύμα ανήσυχο, εγκατέλειψε την εφημερίδα και τον επόμενο χρόνο…-
2ον. Ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος (Απολλωνία Σίφνου, 1850 – Αθήνα, 25 Μάη 1889) ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής και δημοσιογράφος του 19ου αι.

Γεννήθηκε στην Απολλωνία της Σίφνου το 1850. Σπούδασε δάσκαλος, όπως ο πατέρας του και διορίστηκε στην Άνδρο. Εκεί έμαθε γαλλικά και μετέφρασε γαλλικά ποιήματα, την Απελπισία του Λαμαρτίνου. Ύστερα πήγε στη Πόλη, όπου συνεργάστηκε με τα έντυπα Νεολόγος, Κουδουνάτος, Σάλπιγξ και Διογένης. Εκεί εξέδωσε και ποιητική συλλογή ανώνυμα. Εξ αιτίας του καυστικού του ύφους διώχθηκε από τις οθωμανικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα, μη ξεχνώντας πως έχει ένα όνειρο…-
Βίοι (σχεδόν) Παράλληλοι
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης Έλληνας κορυφαίος δημοσιογράφος, αναμορφωτής της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, κορυφαίος εκδότης εφημερίδων και περιοδικών, που γεννήθηκε το 1848 στους Επιβάτες της Προποντίδας ή στη Πόλη ή στη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης και πέθανε λίγο μετά τα μεσάνυχτα 12 Απρίλη 1920, από καρκίνο του ήπατος, ανάμεσα σε σκόρπια χειρόγραφα και βιβλία μες στα γραφεία της εφημερίδος Ακρόπολις στη πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε δημόσια δαπάνη στις 13 Απρίλη στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση κι ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών Ήτανε παντρεμένος με την Ουρανία Γρυπάρη κι από το γάμο τους είχαν αποκτήσει 2 κόρες, την Αριέλλα και την Άννα, μετέπειτα σύζυγο του δημοσιογράφου Θεόδωρου Συναδινού. Πατέρας του Βλάση ήταν ο χρυσοχόος Γαβριήλ Γαβριηλίδης. Ο Βλάσης σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στη Πόλη και με υποτροφία του βαρόνου Σίνα συνέχισε τις σπουδές στη Λειψία της Γερμανίας στις Πολιτικές Επιστήμες και τη Φιλοσοφία. Μιλούσε άριστα, γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά.
Επιστρέφοντας άρχισε να αρθρογραφεί στο περιοδικό Επτάλοφος, όπου δημοσίευσε μελέτες για την αρχαία ελληνική τραγωδία και το θεατρικό έργο του Shakespeare, ενώ στα άρθρα του τόνιζε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Ελλάδα από τον πανσλαβισμό. Το 1870 ανέλαβε διευθυντής της εφημερίδος Νεολόγος, έχοντας αποχωρήσει απ’ τη διεύθυνση της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις, που εργάζονταν από το 1868. Αργότερα κυκλοφόρησε δική του εφημερίδα την Ομόνοια και κατόπιν τη Μεταρρύθμιση, μαχητικό όργανο των προσωπικών του ιδεών, επαναστατικό κι ανατρεπτικό άρθρο του προκάλεσε την οργή του σουλτάνου. Παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο. Όταν οι τσανταρμάδες (χωροφύλακες) πήγαν να τονε συλλάβουν, τονε βρήκανε στο τυπογραφείο να κάθεται ατάραχος. Μόλις τους είδε κατάλαβε αμέσως τι ήθελαν, αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του. “Πού είναι ο Γαβριηλίδης;” ρώτησε ο αξιωματικός. “Κι εγώ αυτόν περιμένω“, τους απάντησε. Κάθισε μαζί τους, συζήτησε, αστειεύτηκε και μετά σηκώθηκε απ’ τη καρέκλα λέγοντας, “Βαρέθηκα να τον περιμένω, φεύγω…”, κι έφυγε αφήνοντας στο τυπογραφείο τους χωροφύλακες να περιμένουν. Μεταμφιεσμένος δραπέτευσε μ’ εμπορικό πλοίο στην Αθήνα, όπου εργάστηκε για λίγο ως συντάκτης της Εφημερίδος των Συζητήσεων, που ήτανε δημοσιογραφικό όργανο του πολιτικού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη.
—————————-
Γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος γεννήθηκε στα Ξάμπελα της Σίφνου. Σε νεαρή ηλικία έζησε στη Πόλη, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία ως συνεργάτης των εντύπων Νεολόγος, Κουδουνάτος, Σάλπιγξ και Διογένης. Διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές λόγω του καυστικού ύφους του και κατέφυγε στην Αθήνα, όπου το 1878 ίδρυσε από κοινού με το Γαβριηλίδη το σατιρικό περιοδικό Ραμπαγάς (που έμεινε γνωστό σαν το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο), που δημοσίευσαν κείμενα μεταξύ άλλων ο Παλαμάς κι ο Δημήτριος Ταγκόπουλος. Ο Ραμπαγάς προκάλεσε αντιδράσεις κι οδήγησε σε φυλάκιση των εκδοτών του. Ωστόσο η έκδοση συνεχίστηκε και μετά την αποχώρηση του Γαβριηλίδη το 1870. Το 1881 έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας. Αυτοκτόνησε το 1889, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρή ψυχική διαταραχή. Στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται με τα έμμετρα σατιρικά κείμενα που δημοσίευσε στο Ραμπαγά, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση από ποιήματα του Βερανζέρου. Ο Ραμπαγάς ήτανε τ’ όνειρό του…
Το 1878 μαζί με το Γαβριηλίδη ίδρυσε το προοδευτικό πολιτικό και σατιρικό περιοδικό Ραμπαγάς, από την ομώνυμη κωμωδία του Βικτοριέν Σαρντού, που τότε είχε μεταφραστεί από τον Ιωάννη Καμπούρογλου, αλλά είχε απαγορευτεί από τη κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Από το όνομα του περιοδικού ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Ραμπαγάς. Το περιοδικό προκάλεσε αντιδράσεις κι οδήγησε σε φυλάκιση των εκδοτών του. Συνέχισε την έκδοση του, όμως, και μετά την αποχώρηση του Γαβριηλίδη, το 1880. Το 1881 έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας. Μετά από 8μηνη διακοπή, λόγω οικονομικών προβλημάτων, το 1887 συνέχισε την έκδοση του Ραμπαγά σε συνεργασία με τον Ρόκκο Χοϊδά. Ο Χοϊδάς δημοσίευσε 2 άρθρα που θεωρήθηκαν υβριστικά για το βασιλιά και γι’ αυτό φυλακίστηκαν κι οι 2. Αποφυλακίστηκε μετά από 6 μήνες και στις 25 Μάη 1889 ο Τριαντάφυλλος αυτοκτόνησε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρή ψυχική διαταραχή.
Με τον Ραμπαγά συνεργάστηκαν ποιητές, όπως ο Παλαμάς, ο Δροσίνης κι ο Νίκος Καμπάς κι έτσι το περιοδικό αποτέλεσε πρόδρομο για τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η συμβολή του Τριαντάφυλλου στη λογοτεχνία βρίσκεται στα σατιρικά ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό του, καθώς και στις μεταφράσεις ποιημάτων του Βερανζέρου.
Βίοι Χωριστοί
Παρά το γεγονός πως πολλά μεγάλα και γνωστά ονόματα της ποίησης υποστήριξαν με τη συνεργασία τους την έκδοση του Ραμπαγά από τα 1α χρόνια, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ποιητές που εκπροσωπούνε το συντηρητικό κατεστημένο να συμμετέχουνε σε μια έκδοση που στρέφεται εναντίον της ίδιας της κοινωνικής τους θέσης. Κι έτσι, όταν αυτό που ξεκίνησε ως ευθυμογραφική περιπέτεια δεν άργησε να μεταβληθεί σε ανατρεπτική προμετωπίδα πολιτικής αντίδρασης, δεν εκπλήσσει που οι εξωτερικοί λογοτεχνικοί συνεργάτες βαθμιαία απομακρύνονται.
Γιατί Ραμπαγάς; Ήταν ήρωας κωμωδίας του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού. Αφορούσε διεφθαρμένο πολιτικό. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Κουμουνδούρου την απαγόρευσε. Ιδιοκτήτες και διευθυντές της εφημερίδας ήταν ο Γαβριηλίδης κι ο Τριαντάφυλλος. Τα έβαλαν με όλους. Το Παλάτι, τους πολιτικούς και τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. 2 χρόνια μετά ο Γαβριηλίδης αποχώρησε για να εκδώσει τη δική του σατιρική εφημερίδα, το Μη Χάνεσαι και 3 χρόνια μετά, το 1881 ο Τριαντάφυλλος που όλοι πια τον ήξεραν ως Ραμπαγά έπεσε θύμα απόπειρας δολοφονίας.
Αποκλεισμοί, διώξεις, φυλακίσεις ήτανε το αντίτιμο που πλήρωνε στα πεζά και ποιήματα που φιλοξενούσε η εφημερίδα.
Ένα προφητικό έμμετρο για τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο και τα λιβανωτά των μελλοντικών του υπηκόων προκάλεσε νέα δίωξη. Πρόβλεψε την ήττα του 1897 ακόμα και τον Εθνικό Διχασμό: Το 1887 ο Ρόκκος Χοϊδάς, γνωστός για τους αγώνες του εναντίον της Μοναρχίας προστέθηκε στη συντακτική ομάδα. Μαζί υπέστησαν νέες διώξεις για κείμενά του εναντίον του καθεστώτος. Στις 5 Μάη 1889 στη τελευταία σελίδα της εφημερίδας δημοσιεύεται το παρακάτω κείμενο:
Το Όνειρο… Αυτοκτόνησε!
Μετά λίγες μόλις μέρες ο Κλεάνθης “Ραμπαγάς” Τριαντάφυλλος (1850 – 1889) φύτεψε μια σφαίρα στ’ όνειρό του. Στις 25 Μάη, με κλονισμένη υγεία και τα νεύρα σε κακή κατάσταση, μετά τη τελευταία πολύμηνη φυλάκισή του που ‘χε καταδικαστεί -για μίαν ακόμα φορά- λόγω της αρθρογραφίας και των ποιημάτων του που δημοσίευε στο δημοφιλές σατιρικό περιοδικό του που εστρέφετο κατά της βασιλείας, της αυλής και της κυβέρνησης, πιστός στα δημοκρατικά ιδεώδη και τις ανθρωπιστικές ιδέες. Επιθυμώντας να μεταβεί για θεραπεία στην Γαλλία κι αδυνατώντας να συγκεντρώσει τα απαραίτητα για το ταξίδι χρήματα. Με άθλια οικονομικά, έχοντας πουλήσει τα έπιπλά του, και μη βρίσκοντας συμπαράσταση από τους παλιούς του φίλους που τον είχαν εγκαταλείψει σχεδόν όλοι. Απογοητευμένος από την στάση τους κι όντας σε ηθικό αδιέξοδο. Όπως ανέφερε ο Στέφανος Ξένος στην νεκρολογία του για τον αυτόχειρα: “Παραπονιόταν ότι έχασε τη πέννα του, δεν μπορούσε να γράψει ούτε 2 γραμμές, είχε τρομερούς κεφαλόπονους, η όρασίς του εθαμβούτο, δεν μπορούσε να δει μακρυά, ακόμα και να περπατούσε δεν μπορούσε ούτε σε μικρή απόσταση. Δηλαδή είχε καταντήσει ένα σωματικό συντρίμμι, αληθινό ράκος“.
Το ύστατο γράμμα προς τον αδελφό του:
Αδελφέ Γιώργη,
Αυτή την ζωή δεν την υποφέρω πλέον κι αυτοκτονώ: Μέσα εις τον μαύρον σάκκον του ταξειδιού, εις την δουλάπαν θα εύρης τα χρήματά μου, περί τα 360 φρ. καθώς και το ρολόγι μου και την αλυσίδα μου. Το τουφέκι δεν επωλήθη. Από τον Σαράντη Οικονόμου παίρνεις 100 δρχ. το αντίτιμον των προς πώλησιν δοθέντων εις αυτόν πραγμάτων. Αφού όλοι με εγκατέλιπον, τι να κάμω.
Σε φιλώ, υγίαινε…
Ο αδελφός σου
Κλεάνθης Ν. Τριαντάφυλλος

Ορίστε μερικά δείγματα του έργου του:
Λαέ – Βασιλιά
Λαέ, σε κλέβουν, σε γελούν μεγάλοι τσαρλατάνοι!
πριν φας εσύ την κότα σου την τρώει η αλεπού!
Το βιος σου ξένοι χαίρονται και μοιάζεις τον τσοπάνη
που μες στη βαρυχειμωνιά δεν ξέρει από πού
στου λύκου τον αγριεμό θα πρωτοτρέμ’ η στάνη!…
Λαέ, μεγάλε Βασιλιά, που παίζεις με το Θρόνο,
που μία σκούφια νυχτικιά για στέμμα τού περνάς’
που του φωνάζεις άξαφνα: “Γκρεμίσου! σε σαρώνω!”
Τι μαύρο μαύρο μήνυμα για μερικούς μηνάς
και τι κακούργιο μούντζωμα με τον καινούριο χρόνο;
A! μούντζωμα μουντζούρωμα δεν έδωκες ακόμα
σ’ εκείνους οπού σ’ έχουνε μουντζουροβουτηχτό…
Μα τα ‘χασες και συ, λαέ! είν’ η πατρίδα κόμμα,
σε ζώνει με συνδυασμό αδιάντροπομ φριχτό
και σε ζαλίζ’ η φοβερή της ρουσφετίλας βρώμα!
Λαέ, σε κλέβουν, σε γελούν μεγάλοι τσαρλατάνοι!
πριν φας εσύ την κότα σου την τρώει η αλεπού!
Το βιος σου ξένοι χαίρονται και μοιάζεις τον τσοπάνη
που μες στη βαρυχειμωνιά δεν ξέρει από πού
στου λύκου τον αγριεμό θα πρωτοτρέμ’ η στάνη!…
Ο Ραμπαγάς
Θες την εξουσία
πάντα να τρυγάς;
Στη Ραμπαγαδία
γίνε Ραμπαγάς!
Με τους δημοκράτες
είσαι και πεινάς;
Γύρνα τους τις πλάτες
να καλοπερνάς.
Πιφ! παφ! πετσώματα
δώσ’ μου και τρέχω
μ’ όλα τα κόμματα
σα δεν τον έχω.
Πιφ! παφ! πετσώματα
κι είμαι παντ’ αγάς
μ’ όλα τα κόμματα
ο Ρα – ο Ραμπαγάς!
Σκύλος που γαυγίζει
όξ’ απ’ την αυλή
που τα δόντια τρίζει
και σε απειλεί.
Που γρινιάζει, στρίφτει,
σαν τον κυνηγάς
κι αν τ’ ανοίξεις γλείφει…
Να ο Ραμπαγάς!
Πιφ! παφ! πετσώματα
δώσ’ μου και τρέχω
μ’ όλα τα κόμματα
σα δεν τον έχω.
Όσους μ’ έχουν στύλο
της αριστεράς,
στην οργή θα στείλω
αν φανεί παράς.
Βούρλο που λυγάει
όπως κι αν λυγάς,
χέλι που γλιστράει,
είν’ ο Ραμπαγάς.
Χρώμα πως αλλάζω!
Κόκκινος ξυπνώ,
άσπρος ξεθωριάζω,
παρδαλός δειπνώ.
Είμαι τέλος σβούρος
κρίνε με, ιδού!
Ως ο Κουμουνδούρος
κρίνει το Σαρδού.
Είπαν του Γαμβέττα
μοιάζω, αμή δε;
Ραμπαγά πορτραίτα
γύρω σου ιδέ.
Είναι κι η Αθήνα
ένα Μονακό,
π’ αγριεύει η πείνα
τον πολιτικό.
Πιφ! Παφ! πετσώματα
δώσ’ μου και τρέχω,
μ’ όλα τα κόμματα
σα δεν τον έχω!
Σε Μια Ξερακιανή
Λιγνή, λιγνή, ξερακιανή κοπέλλα,
που τόσο βάνεις στα μαλλιά σου λάδι
και πλένεσαι με ξείδι πρωί βράδι,
η μυρωδιά σου, φως μου, είναι τρέλλα!
Ξερακιανή με μάγουλα ξειδάτα,
με κεφαλή στο λάδι βουτημένη,
η όψη σου, πουλί μου, με τρελαίνει
γιατί …πεθαίνω για τσιροσαλάτα.
Όλο γελά, θαρρείς και στα λακκάκια
που βλέπεις στο δροσάτο μάγουλό της
έχουν φωλιά τα γέλια σαν πουλάκια
και κελαδούν σκοπό τους το σκοπό της.
-Με πέθανες! της λέω και γελάει.
Ορκίζεται ποτέ της να μη κλάψει.
Λέει δεν έμαθε ποτέ της να πονάει,
και δεν τη μέλει τι καρδιές θα κάψει.
Ωιμέ! την είδα δάκρυα να χύνει,
να πνίγει το αιώνιό της χάχα,
γιατί στην τραχηλιά της είχε μείνει
μια σούφρα ασιδέρωτη μονάχα.
*
Εργάτης! Να ο άνθρωπος!..
Το μέτωπό του ιδρώνει,
και όξ’ απ’ τον παράδεισο
παράδεισο μυρώνει!..
*
Φως, φως ολούθε να χυθή και ν’ αχτινοβολήσει
παντού τη νύχτα της ψευτιάς να διώξει, να σκορπίσει,
φως ως και μέσα στις σπηλιές που ζουν οι νυχτερίδες
του κόμματος οι σκοτεινές ψευτοεφημερίδες.
*
Μεγάλε γαλλικέ λαέ με τη καρδιά μεγάλη
στα εβδομήντα μη ξεχνάς, στη μαύρη ανεμοζάλη,
τι καρδιοχτύπι νιώσαμε! Και οι σταυραετοί μας
τιμήσανε στο πλάι σου το κοφτερό σπαθί μας.
*
Μες στους εχθρούς που γύρω μας εστήσανε καρτέρι
μονάκριβέ μας αδερφέ σου σφίγγουμε το χέρι
και σένα τυραννοφονιά λαέ της Ιταλίας
π’ ακόμα νοιώθ’ η σάρκα σου τα νύχια της Αυστρίας
και σένα η αδερφική καρδιά σου δεν ξεχνάει
το αίμα μας που χύθηκε στο Γαριβάλδι πλάι.
*
Ο Ρήγας έκραζεν “ως πότε!”
με πολεμόκραχτη φωνή,
τώρα βρεθήκαν πατριώται
να λεν “παιδιά, υπομονή!”.
Υπομονή! ορθά τ’ αυτιά μας,
ίσα το σβέρκο, κι ας πατεί
ευνούχος Τούρκος την ουρά μας,
η θέση μας το απαιτεί.
Μούτισες, Ρόκκο; Μα κι όλοι τους
να μούτιζαν οι δημοκρατικοί
ο Ραμπαγάς θα φώναζεν
από τη φυλακή του
ένας κι αν μείνει σκύλαρος,
το μεγαλολαγό,
τον έρμο φοβητσιάρη
μονάχος να φερμάρει
ατρόμητο ζαγάρι
ο Ραμπαγάς εγώ.
*
Τον μάδησες το γάδαρο,
Τρικούπη, το λαό σου!
Δεν περισσεύει τίποτα
απ’ την κακομοιριά του
και μοναχό περίσσευμα
θα πάρεις την προβιά του!
*
Κουτέ λαέ που δω κι εκεί
τον ίδρω σου σκορπίζεις
που θρέφεις με το μέλι σου
κηφηναριό σπουδαίο.
μ’ αλί! στο έθνος που μετρά,
μετρά και λογαριάζει
πως έξοδα και φόρους του
και λούσο του θε να ‘χει
από τσαμπί που το νερό,
σαν το γατί, τρομάζει…
*
(πριν τη φυλακή)
Ω! να σε βλέπω, βασιλιά,
δαφνοστεφανωμένος
γυρνάς από τον πόλεμο,
γυρνάς από τη νίκη…
Τι; τι; τι λέγω;… Όνειρο!…
Στο Φάληρο στωμένος
το ρίχνεις έξω, βασιλιά
και δεν πληρώνεις νοίκι.
(μετά τη καταδίκη)
Ω! να σε βλέπω, Ραμπαγά,
δαφνοστεφανωμένος
γυρνάς απ’ το κριτήριο,
γυρνάς από τη δίκη!
Τι; τι; τι λέγω;… Όνειρο!…
Στου Κόκλα μαντρισμένος
το ρίχνεις έξω, Ραμπαγά
και δεν πληρώνεις νοίκι.
Χειμωνιάτικο Τραγούδι
Μες στη φυλακή τι κρύο
και νερόν οι τοίχοι στάζουν.
Το νερό μου κρουσταλλιάζει,
τα παπούτσια μου μουχλιάζουν.
Μου κοκκίνησαν τα μάτια
από το βαρύ συνάχι
κι αυστηρός ο αρχιφύλαξ
ω! που κακό χρόνο νάχει!
μια κρασιά δεν επιτρέπει
ή καμμιά Ρουμιά να σφίξω
Α! πολύ δε θα βαστήξω!
Α! τι κρύο. α! τι κρύο!
Μάλαμα καιρός για δύο!
Και μέσ’ από τα σίδερα
της φυλακής ακόμα
δεν κλειέται, δε βουβαίνεται
του Ραμπαγά το στόμα,
δεν τονέ σκιάζ’ η φυλακή,
τα σίδερά της σπάζει
κι ελεύθερη η Ιδέα του
πετιέται, φτερουγιάζει!
Του τυραννάτε το κορμί,
στη βρώμα τ’ αρρωστάτε,
με το φαρμακαγέρι σας,
αρρώστιες του κολλάτε,
σαν άνανδροι παλεύετε,
ελεύθεροι με σκλάβο
και “γιούχα!” ακούτε του Λαού,
αντί ν’ ακούτε “μπράβο!”
Χωρίς μαρτύριο καμμιάν
Ιδέα δε γεννιέται,
δε θρέφεται, δε χύνεται
στον κόσμο θερισμένη!
-Δημοκρατία, μέτρα τους,
τους τόσους μάρτυράς σου,
η δάφνη σου ξεφύτρωσεν
από τα αίματά σου.
Εις Τους Παρά Τα Σύνορα Ηρωικώς Πεσόντας
Λειοντάρια ποῦ ’χυθύκατε,
μ’ ἀγριεμένη χήτη,
Μέσ’ ’ςτὸ κοπάδι τῆς Τουρκιᾶς,
ἀμέτρητο κοπάδι,
Μὲ ’ματοβύζαστα θεριὰ
τ’ Ἀλλὰχ καὶ τοῦ Προφήτη.
Ποῦ βόσκουν καὶ θεριεύουνε
ἀπ’ τῆς σκλαβιᾶς τὸν ᾍδη!
Περήφανα λειοντάρια μας,
σᾶς ’πρέπαν ἄλλοι χρόνοι!…
Τοῦ ’κοσιένα ταίριαζε
γιὰ σᾶς ἡ ἱστορία…
Ἡ δόξα τὴν ἀνδρεία σας
ἀχτιδοστεφανόνει
Καὶ σμίγει, ζευγαρόνει
Τὸ τίμιό σας ὄνομα
μὲ τὴν ἀθανασία!….
Περνούσανε, περνούσανε,
ἀπάνω μας, τὰ χρόνια,
’Σὰν κύματα ποῦ γλείφουνε
καράβι βουλιαγμένο
Καὶ χύνονται, ξεχύνονται,
περνοῦν μὲ καταφρόνια,
Ἀπάν’ ἀπὸ τὸ σκάφος του
τὸ μαυροξεχασμένο!…
Ἡ ἱστορία μας βαρειὰ,
’σὰν ὕπνο ποτισμένη,
Βαρειὰ βαρειὰ κοιμότανε,
ξεχνοῦσε τὰ παλῃά της
Δὲν ἔκοβαν τὸν ὕπνο της
μηδὲ τὰ ὄνειρά της…
Μὰ ξάφνου θεριεμένη
Μὲ σᾶς ξυπνᾷ ’ςτὸ πλάϊ σας
γιγαντοδοξασμένη!…
Ἀτίμητο παράσημο
στολίζει τὸ κορμί σας,
Ἡ τίμια λαβωματιὰ
σὲ στήθι’ ἀνδρειωμένα!….
Καὶ μαρτυρᾶ τ’ ἀκούραστο
τὸ φοβερὸ σπαθί σας
Πόσα κορμιὰ νιοθέρισε,
σὰ στάχυα νειοκομμένα!…
Τί θέλει τὸ θυμίαμα,
τί θέλει τὸ λιβάνι,
Τί θέλει τὸ μνημόσυνο,
τί θέλουν ἡ λαμπάδες;
Γιὰ τὴν Πατρίδα, ’σὰν καὶ σᾶς,
ὅποιο παιδὶ πεθάνῃ
Τὸ μνημονεύ’ ἡ δόξα μας,
καὶ ὄχι οἱ παπάδες!…
Κι ἀντὶς φριχτὴ νεκρώσιμη
ν’ ἀκοῦτ’ ἀκολουθία,
Ἀντὶ νὰ σᾶς ζαλίζουνε
καμπάναις καὶ λιβάνια,
Σᾶς πρέπει, ὁλοζώντανοι
ἀπὸ ἀθανασία,
Σ’ ἐμᾶς τοὺς ψόφιους ζωντανοὺς
νὰ δεῖχτε ’περηφάνεια!…
Ο Αριστομένης Προβελέγγιος έγραψε για το Θάνατο του Τριαντάφυλλου
Εις Τον Κλεάνθην
Ἀπ’ τό νησί μας ὅπου ἐγεννήθης
Ἀπό τό ἥσυχό του περιγιάλι
Ὅπου μικρός ἀκόμη τ’ἀπαρνήθης
Κ’ ἐρρίχθηκες εἰς τῆς ζωῆς τή ζάλη,
Ἀπ’ τό νησί μας πού ἔπρεπε νά μείνῃς
Νά τραγουδῇς καθώς ὁ Ἀνακρέων
Κ’ ἐπάνω στό τραγοῦδι σου τ’ ὡραῖον
Γλυκά γλυκά καί ἥσυχα νά σβύνῃς
Κόπτω μέ δάκρυα λίγα λουλούδια
Κ’ ἐπάνω στήν πληγή τήν ματωμένη
Πού ἔσβυσε τόσα γλυκά τραγούδια
Τά ραίνω μέ καρδιά συγκινημένη !
_________________________________________
Πνεύμα ανήσυχο, ο Γαβριηλίδης εγκατέλειψε την εφημερίδα και τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το πολιτικοσατιρικό φύλλο «Ραμπαγάς» μαζί με τον παλιό του συνεργάτη από τα χρόνια της Κωνσταντινούπολης, Κλεάνθη Τριαντάφυλλο, που και αυτός είχε διωχθεί από τις Οθωμανικές αρχές. Το πρώτο φύλλο της νέας εφημερίδας, που πήρε τον τίτλο της από το ομώνυμη κωμωδία του γάλλου θεατρικού συγγραφέα και λιμπρετίστα (Τόσκα) Βικτοριέν Σαρντού, εκδόθηκε στις 12 Αυγούστου 1878, με στόχο να αφυπνίσει του Έλληνες από τη νωχέλεια και την αδιαφορία για τα κοινά, όπως έγραψε στο πρωτοσέλιδο άρθρο του «Διατί Ραμπαγάς». Οι 2 εκδότες θα συλληφθούν για εξύβριση του βασιλιά και θα προφυλακιστούν. Στις 16 Δεκέμβρη 1879 θ’ αθωωθούν πανηγυρικά από το Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Ο Γαβριηλίδης στην Αθήνα συνεργάστηκε με τον Τριαντάφυλλο για την έκδοση πολιτικοσατιρικού περιοδικού Ραμπαγάς και 2 χρόνια μετά εξέδωσε το δικό του εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό Μη Xάνεσαι. Τον τίτλο τον δανείστηκε από την παροιμιώδη φράση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που ο μετριοπαθής Μεσσήνιος πολιτικός συνήθιζε ν’ απαντά είτε στη γυναίκα του για την εναντίον του πολεμική, είτε στους πολιτικούς του φίλους, όταν τα πράγματα γίνονταν δύσκολα και περίπλοκα. Ανάμεσα στους συνεργάτες της νέας εφημερίδας ήτανε κι ο Παπαδιαμάντης, που δημοσίευσε σε συνέχειες το ιστορικό του μυθιστόρημά Οι Έμποροι των Εθνών. Την 1η Νοέμβρη 1883 μετέτρεψε το περιοδικό στη καθημερινή εφημερίδα Ακρόπολις, που έγραψε ιστορία στον ελληνικό Τύπο με τη μαχητική αρθρογραφία της και τη πρωτοποριακή για την εποχή της εμφάνιση κι ύλη. Θαυμαστής του αγγλοσαξωνικού τύπου, καθιέρωσε στην ελληνική δημοσιογραφία το ρεπορτάζ, τη καμπάνια, τις δημοσιογραφικές αποστολές και τις συνεντεύξεις με πρόσωπα της επικαιρότητας. Παράλληλα, έφερε στην Ελλάδα τα τελευταίου τύπου εκτυπωτικά μηχανήματα, όπως το κυλινδρικό ταχυπιεστήριο, που ονομάσθηκε Μαμού», στο οποίο τυπώνονταν για πολλά χρόνια όχι μόνο η Ακρόπολις, αλλά κι άλλες εφημερίδες κι έντυπα. Ήτανε προσωπικός φίλος του Χαριλάου Τρικούπη, που όμως από το 1890 και μετά πολέμησε μέσα από τις στήλες του. Τη περίοδο εκείνη στήριξε τον Γεώργιο Α’, που ενθάρρυνε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Από το 1909, δηλαδή μετά από το Κίνημα στου Γουδή,και μέχρι τον θάνατο του, υποστήριξε θερμά τη πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Παλαμά, που μάλιστα είχε παντρέψει. Επίσης, είχε εκδώσει το νεανικό περιοδικό Νέα Γενεά.
Σ’ ένα από τα τελευταία φύλλα του Μη Χάνεσαι», ο Γαβριηλίδης έδωσε το στίγμα της νέας εκδοτικής του προσπάθειας:
“Την “Ακρόπολιν” θέλωμεν καταστήσει εκ των κυριωτέρων οργάνων του κοινωνικού πολιτισμού και οικονομικού αγώνος, ον η Κοινή Γνώμη οφείλει να αγωνίζεται επ’ αγαθώ της Πατρίδος. Το έμβλημα ημών είναι το παλαιόν έμβλημα: Ένωσις και Μεταρρύθμισις. Περιττόν να είπωμεν ότι ούτε τώρα θα ανήκωμεν εις Κόμμα, εναλλάξ υποστηρίζοντες και πολεμούντες, εναλλάξ συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι. Τούτο τινές ονομάζουσιν αστάθειαν, αλλ’ ημείς, οίτινες μέχρι τούδε ουδέποτε εγνωρίσαμεν την πίστιν και την σταθερότητα των συμφερόντων, φανερά προκηρύσομεν την αστάθειαν αυτήν ως σημαίαν μας”.
Τον Αύγουστο του 1894, κατηγορούσε τους αξιωματικούς για μαμοθρεπτισμό, ότι αρέσκονταν στις χοροεσπερίδες με τις μεγάλες στολές, να αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τους στρατώνες και να παραμελούν τα καθήκοντά τους. Παράλληλα, ζητούσε την κατάργηση στρατού και στόλου, αφού τα εκατομμύρια που ξοδεύονταν πήγαιναν χαμένα. Την επομένη ημέρα, στις 20 Αυγούστου 1894, αξιωματικοί της Φρουράς Αθηνών με τσεκούρια και ντουφέκια, κατέστρεψαν τα γραφεία της εφημερίδος «Ακρόπολις», ακόμα και τα κρεβάτια των παιδιών του, αφού εκεί ήταν και το σπίτι του.
Ο Γαβριηλίδης επιδίωκε να γίνει η Ακρόπολις όργανο του κοινωνικού και πολιτικού πολιτισμού. “Όταν ο καραγωγεύς κι ο θυρωρός του ξενοδοχείου κι ο επιστάτης μιάς πλατείας θα εμφανίζεται κάθε πρωί με την εφημερίδα στο χέρι, τότε θα μπορούμε να πούμε πως είναι πολιτισμένος τόπος η Ελλάδα. 3 χρόνια μετά, την 1η Νοέμβρη 1883, το Μη Χάνεσαι μετατρέπεται σε ημερήσια πρωινή εφημερίδα γνώμης. Η εφημερίδα πρωτοποριακή για την εποχή της ως προς την εμφάνισή της κι ως προς την ύλη της. Το 1894 αριθμούσε 15 συντάκτες, 3 διορθωτές και λογιστήριο με 26 υπαλλήλους. Διέθετε ανταποκριτές στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Βιέννη και στο Λονδίνο, αλλά και στην Ελληνική περιφέρεια, Πάτρα, Κέρκυρα, Βόλο, Ναύπλιο και Πύργο. Σημαντικό μέρος της ειδησεογραφίας της προέρχονταν από τα δημοσιεύματα του Διεθνούς Τύπου κι εφημερίδες όπως οι Times του Λονδίνου, η Daily Telegraph, Le Figaro, Le Temps, Les Nouvelles Quotidiennes κ. ά. Η διαφήμιση στη 1ην ἑλληνικὴν ἐφημερίδα διὰ ρεκλάμας κι εἰδοποιήσεις απέφερε ετησίως το 1898, περί τις 50.000 δραχμές, ενώ οι πωλήσεις της πλησίαζαν τα 163.000 φύλλα το μήνα, διπλάσιες από τον ανταγωνισμό της και σε κρίσιμες περιπτώσεις είχανε πλησιάσει τις 40.000 φύλλα τη μέρα.
Τον Οκτώβρη του 1901 η Ακρόπολις αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες τη μετάφραση του Ευαγγελίου στα νέα ελληνικά. Η μετάφραση είχε γίνει από τον Αλέξανδρο Πάλλη κι είχε εκτυπωθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με έξοδα της βασίλισσας Όλγας. Είχε κυκλοφορήσει σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς και το πράγμα είχε περάσει απαρατήρητο, μέχρι τη στιγμή που ο Γαβριηλίδης, αποφάσισε να τη δημοσιεύσει σε συνέχειες με τον τίτλο, Το έργον της Βασιλίσσης η Ακρόπολις το συνεχίζει. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι είχε συγκατάθεση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου και του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Εμμανουήλ Ζολώτα. Οι δημοσιεύσεις διακοπήκανε στις 20 Οκτώβρη ενώ η εφημερίδα ζήτησε συγγνώμη και δήλωσε ότι “παραμένει αμείλικτος πολέμιος παντός φρονούντος αντεθνικώς κι ατίμως κι ότι το Ευαγγέλιον δεν πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης, εις την οποίαν εγράφη υπό των θεοπνεύστων ανδρών“.
Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, το ίδιο και η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη, ενώ εξοργισμένοι υποστηρικτές της διατηρήσεως της γλώσσας των Ευαγγελίων αντέδρασαν, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιές από επιθέσεις το Τυπογραφείο της εφημερίδος κι ο Γαβριηλίδης να ζητήσει συγγνώμη από τους φοιτητές, που 1οι είχαν αντιδράσει, αφού προηγουμένως ο όχλος είχε καταστρέψει τα γραφεία της εφημερίδας. Το Γενάρη του 1904 ο Γαβριηλίδης συνελήφθη, διότι μέσα από τις στήλες της εφημερίδος κατηγόρησε το βασιλιά για υπερβολικές δαπάνες και καταστρατήγηση του Συντάγματος, όμως στις 12 Γενάρη 1905, δικάστηκε στο Κακουργιοδικείο Σύρου κι αθωώθηκε από τους ενόρκους. Ο Γαβριηλίδης εμπνεύστηκε κι ονόμασε ομάδα νέων ανεξάρτητων βουλευτών, που εξελέγησαν στις εκλογές του 1906, ως η Ομάς των Ιαπώνων, παρομοιάζοντας τη μαχητικότητα των μελών της στο Κοινοβούλιο, με την ορμητικότητα και μαχητικότητα που επέδειξαν οι Ιάπωνες στρατιώτες στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904-1905. Έγραφε γι’ αυτούς στις 10 Φλεβάρη 1907, “…Τι θα πη κρυφός και σκοτεινός πόλεμος δεν γνωρίζουν. Την παρασκηνιακήν διπλωματίαν δεν την παραδέχονται. Αδιάλλακτοι κοινοβουλευτικοί, δεν αναγνωρίζουν άλλο πεδίον δράσεως έξω από την αίθουσα του κοινοβουλίου. Ωχυρωμένοι εις την άκραν αριστεράν των εδράνων, κατοπτεύουν από εκεί τας κινήσεις του εχθρού, κάμνουν εξαφνικήν επίθεσιν, ορμητικήν, απότομον, απροκάλυπτον, κατά μέτωπον…”.
Ο Γαβριηλίδης στήριξε την επανάσταση του 1909 στου Γουδή, όμως δε δίστασε να κατηγορήσει τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο όταν είδε τα μέλη του να αναμιγνύονται στην πολιτική. Έγραψε ότι “…Την Επανάσταση την ονειρεύτηκα λαϊκή, αντί όμως για το λαό είδα να εξεγείρεται ο Στρατός“, άρθρο που τον ανάγκασε να φύγει από την Ελλάδα. Μετά το 1909 και την επικράτηση του κινήματος στου Γουδή κι ως το θάνατο του, υποστήριξε τη πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στις 8 Ιουλίου 1910 σημειώθηκε απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του, την εποχή που έκανε έντονο αγώνα για την εκκαθάριση του Πανεπιστημίου Αθηνών από ανίκανους καθηγητές. Το Μάη κι Ιούνιο του 1911 ο Γαβριηλίδης επισκέφθηκε τη Κύπρο, που παρέμεινε αρκετές ημέρες, γνώρισε από κοντά τη πολιτική κι εκκλησιαστική κατάσταση, τους σημαντικότερους πολιτευτές κι εκκλησιαστικούς ηγέτες, ενώ συναναστράφηκε με τους απλούς ανθρώπους. Στη Λευκωσία και στη Λεμεσό έδωσε και 2 διαλέξεις, που με καυστικό χιούμορ ανέπτυξε στο ακροατήριο του Πώς είδε την Κύπρο και τους Κυπρίους. Είπε σε μία από τις διαλέξεις του, “Σπίτια στας πόλεις που κάθε μία κάμαρα θα εχωρίζετο εις την Ευρώπην σ’ ολόκληρο απαρταμέντο. Και σπίτια εις τα χωριά από τα 4 δωμάτια των οποίων τα 3 είναι αποθήκαι, το δε 4ον μαγεριό, κοιτών, γουρουνοστάσιο, τραπεζαρία κι αίθουσα υποδοχής.(…) Ένα βασίλειον του Έρωτος κι ένα βασίλειο Οδύνης. Βρύσις από την οποίαν ρέει κομανταρία και βρύσις από την οποίαν στάζει φαρμάκι. Όχθαι διά να τας πατούν τα κρινοδάκτυλα πόδια μιας Αφροδίτης κι όχθαι για να τας περιβρέχη ο Αχέρων. Αυτή μου εφάνη η Κύπρος σας…”.
Όταν το 1912 απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη, κι όλες οι εφημερίδες εξυμνούσαν το γεγονός, ο Γαβριηλίδης έγραφε, “…Το τι ήταν η Θεσσαλονίκη χθες, ενδιαφέρει τους ιστορικούς. Το τι θα γίνει αύριο μας ενδιαφέρει. Θα πρέπει η Θεσσαλονίκη να γίνει πρωτεύουσα της Ελλάδος!…”. Είχε εκδώσει το νεανικό περιοδικό Νέα Γενεά. Από το 1915 άρχισε ν’ αντιμετωπίζει έντονα οικονομικά προβλήματα, καθώς ήτανε δημοσιογράφος και κακός επιχειρηματίας. Δεν ήξευρε πρόσθεσιν, έλεγε χαρακτηριστικά γι’ αυτόν ο Σπύρος Τσαγγάρης, ιδρυτής του Πρακτορείου Εφημερίδων. Η κυκλοφορία της Ακρόπολις ήτανε χαμηλή, ενώ οι άλλες του εκδοτικές απόπειρες απέτυχαν, όπως η εφημερίδα Πατριώτης, η 1η εφημερίδα στη δημοτική, η Εσπερινή Ακρόπολις, η πρώτη απογευματινή εφημερίδα και τα περιοδικά Κυριακή κι Α.Ο.Δ.Ο. ((Απ’ Όλα Δια Όλους). Με διάφορες ευκαιρίες κυκλοφορούσαν έκτακτα πανηγυρικά τεύχη, όπως Χριστουγιεννιάτικη Ακρόπολις, Πασχαλινή Ακρόπολις καθώς και παρά-Ακροπόλεις, Φιλολογική Ακρόπολις, Υπερωκεάνιος Ακρόπολις, Λαϊκή Ακρόπολις, Εσπερινή Ακρόπολις. Παράλληλα με την εφημερίδα εξέδωσε περιοδικά κι ημερολόγια, όπως Νέον Πνεύμα, Ανθοδέσμη Μυθιστορημάτων & Διηγημάτων, Κυριακάτικη, Καζαμίας της Ακροπόλεως, Πανελλήνιος Σύντροφος, ενώ τα Καταστήματα Ακροπόλεως εξέδωσαν πληθώρα βιβλίων και προκάλεσαν την οικονομική καταστροφή του.
Αν και του προσφέρθηκε, δεν δέχτηκε καμμία οικονομική βοήθεια, προκειμένου να διατηρήσει την ανεξαρτησία της γνώμης του. Διώχτηκε στη διάρκεια του εθνικού διχασμού, όμως δε δίστασε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Βενιζέλο και τη Καλλιρρόη Παρρέν. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Παλαμά, που είχε παντρέψει, ενώ κατά καιρούς είχε στεγάσει στην Ακρόπολι ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της πνευματικής ζωής της εποχής του, όπως τον Παπαδιαμάντη, τον Ουράνη, τον Παπαντωνίου, τον Μιχάλη Μητσάκη, τον Μυριβήλη, τον Καζαντζάκη και πολλούς άλλους, Ασθένησε τον Ιούλιο του 1919 κι η κατάσταση του επιδεινώθηκε τον Οκτώβρη του ίδιου έτους. Το Γενάρη 1920 έπεσε κλινήρης, όμως διατηρούσε τη διαύγεια του πνεύματος του κι εξακολουθούσε να γράφει άρθρα για την εφημερίδα. 5 μέρες πριν το θάνατο του η κατάσταση του επιδεινώθηκε δραματικά και το μεσημέρι της προηγουμένης που ξεψύχησε, έπεσε σε κώμα κι άρχισε να ψυχορραγεί. Πέθανε μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 11 Απρίλίη 1920, σε γραφείο της εφημερίδος που ‘χε διαμορφώσει σε κοιτώνα.
Το τυπογραφείο της εφημερίδας του υπήρξε πολλές φορές στόχος αντιπάλων, όπως συνέβη και στα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Ευαγγελικά. Προοδευτικός κι υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, δεν δίστασε να ξεκινήσει σειρά άρθρων με μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Εξοργισμένοι υποστηρικτές της διατήρησης της γλώσσας των Ευαγγελίων αντέδρασαν, με αποτέλεσμα ν’ αναγκαστεί να σταματήσει τη δημοσίευση και να ζητήσει συγγνώμη από τους φοιτητές, που πρώτοι είχαν αντιδράσει, αφού όμως ο όχλος είχε καταστρέψει τα γραφεία της εφημερίδας. Ο ριζοσπαστισμός του κι οι συχνά ακραίες θέσεις του εναντίον θεσμών και προσώπων προκάλεσαν αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη καταστροφή των γραφείων της Ακροπόλεως στις 20 Αυγούστου 1894 από εξοργισμένους αξιωματικούς της Φρουράς Αθηνών. Με σειρά άρθρων του ζητούσε την αναδιοργάνωση του Στρατού και τη παύση της ανάμιξης των στρατιωτικών στην πολιτική.
Το 1904 συνελήφθη εκ νέου, διότι μέσα από τις στήλες του κατηγόρησε το βασιλιά για υπερβολικές δαπάνες και καταστρατήγηση του Συντάγματος. Δικάστηκε στις 12 Γενάρη 1905 στο Κακουργιοδικείο Σύρου κι αθωώθηκε από τους ενόρκους. Υποστήριξε με θέρμη το κίνημα στου Γουδή (1909) κι ήταν από τους υποστηρικτές του Βενιζέλου, αν και στην αρχή τήρησε επιφυλακτική στάση απέναντί του. Από το 1915 άρχισε να αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά προβλήματα εκ του λόγου ότι ήτανε πάνω απ’ όλα δημοσιογράφος και καθόλου επιχειρηματίας. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης προσβλήθηκε από καρκίνο του ήπατος κι άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Απρίλη 1920 στα γραφεία της Ακροπόλεως στη Πλατεία Κλαυθμώνος.
Τη Δευτέρα 13 Απρίλη, τη μέρα της κηδείας του, μέσα στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση, ο Κυριακίδης, εκπρόσωπος του πρωθυπουργού Βενιζέλου και διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου, εναπόθεσε πάνω στη σορό του το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο ελληνικό έθνος. Ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης αφιέρωσε στη μνήμη του Γαβριηλίδη τους στίχους:
Πενήντα χρόνια κράτησες
σαν δόρυ τη γραφίδα
που όλοι δεν την αγόραζαν
της γης οι θησαυροί
κι απέθανες μόνο μ’ αυτή
σαν ήρως στην ασπίδα.
Για την προσωπικότητά του ο Παλαμάς έγραψε ότι ήταν “...δημοσιογράφος, λιβελλογράφος, υμνογράφος, σατιριστής, μελετητής, ονειροπόλος, θετικιστής, ζωγράφος, ποιητής, δροσιζόμενος και θερμαινόμενος απ’ όλα τα ρεύματα της πνευματικής ζωής..”. Η προτομή του έργο του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου, κατασκευάστηκε με δαπάνες της ΑΧΕΠΑ και τοποθετήθηκε το πρωί της 26ης Απρίλη 1936 στη Πλατεία Κλαυθμώνος, αντίκρυ από τα γραφεία της παλιάς Ακροπόλεως, ενώ γραμματόσημο με τη μορφή του εκδόθηκε το 2015 στην αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων 100 χρόνια από την ίδρυση της ΕΣΗΕΑ, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες, έμαθε αρκετές ξένες γλώσσες και μελέτησε πολύ ξένη λογοτεχνία. Περισσότερο θαύμαζε το Σαίξπηρ και μάλιστα πήρε από ένα έργο του το ψευδώνυμο Κάλιμπαν (Τρικυμία), όπου δημοσίευσε κριτικές. Θιασώτης κι υποστηρικτής κάθε νέας ιδέας, θεωρείται πρόδρομος της γυναικείας χειραφετήσεως. Εκτός απ’ τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε και με τη συγγραφή έργων, που εκδόθηκαν αυτοτελώς τα ακόλουθα:
ΕΡΓΑ:
Η Ελλάδα κι ο Πανσλαβισμός 1896,
Τορπίλλαι, κωμωδία, 1879,
Δύο Πολιτισμοί: Αγγλικός, Γερμανικός, 1917,
Ταξίδια: Ιταλία, Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Αίγυπτος, Ιεροσόλυμα, 1921,
Αι γυναίκες, 1921.
Είπανε για το Γαβριηλίδη:
Πνεύμα ανυπόμονον. Πνεύμα θυέλλης. Και όμως φιλειρηνικόν. Πνεύμα επαναστάσεως. Και όμως αιμόφοβον. Πνεύμα ανατροπής. Και όμως φίλον άκρας τάξεως. Πνεύμα τρικυμίας. Και όμως επιζητούν την γαλήνην.
Εμμανουήλ Ρέπουλης
Ο Γαβριηλίδης συνδύαζε μεγάλην δύναμιν λόγου και εξαίρετον καλλιτεχνικήν διάθεσιν. Τούτο προσέδιδεν υπερβολικήν γοητείαν εις ό,τι έγραφεν. Είχεν όμως και την αντίθετον όψιν. Ώθει συχνά εις υπερβολάς.Ωσάν καλλιτέχνης ιμπρεσσιονιστής που ήτο, έβλεπε πολλές φορές μίαν μόνον όψιν των πραγμάτων και αυτήν ετόνιζε με τα ζωηρότερα χρώματα. Μετεχειρίζετο συνήθως τον υπερθετικόν βαθμόν. Πόσες φορές δεν επαδαψίλευσε τον τίτλον του μεγαλοφυούς, του μεγαλουργού, της εξαιρέτου δημιουργίας εις έργα και ανθρώπους μάλλον μετρίους και πόσες φορές πάλιν δεν επέκρινεν αδίκως και δριμύτατα ανθρώπους αξίους ενισχύσεως!
Αλέξανδρος Παπαναστασίου
Πόσα θέματα ήγγισε, πόσας ιδέας υπέβαλε, πόσα είδωλα κατέρριψε, πόσους πολέμους επεχείρησε, πόσα τάλαντα διησθάνθη, πόσας δύσεις αποχαιρέτησε και πόσας ανατολάς διελάλησε, πόσας μικροπονηρίας εστιγμάτισε, πόσας προλήψεις εμαστίγωσε, πόσους εναλλάξ ανεστήλωσε δια να τους κρημνίση μετ’ ολίγον ο ίδιος, εν ταυτώ και κατά τας στιγμάς του δημοσιογράφος, λιβελλογράφος, υμνογράφος, σατυριστής, μελετητής, ονειροπόλος, θετικιστής, ζωγράφος, ποιητής, δροσιζόμενος και θερμαινόμενος από όλα τα ρεύματα της πνευματικής ζωής, τα οποία εξετείνετο και μέχρις ημών εκάστοτε προσιτά εις τους μάλλον διανοητικώς προηγμένους, θρεμμένος με την ιδέαν, παρασυρμένος, από την εντύπωσιν, αλλά πάντοτε ερωτευμένος με το πρόσωπον το οποίον, κατά το πλείστον, έδιδε σάρκα εις τας ιδέας του και κίνησιν εις τας εντυπώσεις του.
Κωστής Παλαμάς
Υπήρξεν διδάσκαλος, μ’ έναν πυρσόν εις την δεξιάν, τον οποίον περιέφερε μέσα εις τα σκότη διαρκώς, φωτίζων, αποκαλύπτων, οδηγών, προσανατολίζων, κατηχών προς όλα τα σημεία, προς όλας τα διευθύνσεις, προς όλας τας ατραπούς,, προς όλας τας αναβάσεις των κορυφών, τας υποσχομενας το θαύμα μιας παρθενικής ανατολής.Το όργανον του λόγου ουδέποτε έγινεν παρόμοιον όργανον πολιτισμού όπως έγινεν εις την υπηρεσίαν του δημοσιογράφου αυτού. Λόγος θύελλα, λόγος αστραπή, λόγος κεραυνός και πάλιν λόγος σαγηνευτής, κελάρυσμα πηγής, αύρα πελάγους. Λόγος μαστιγώνων μέχρις αίματος και λόγος δημιουργών αποθεώσεις επάνω εις πτερά αγγέλων.
Παύλος Νιρβάνας
…Αι Αθήναι προ ολίγων εβδομάδων ακόμη έβλεπον ένα λευκόμαλλον πρεσβύτην, με κόκκινα μάγουλα, με μάτια γεμάτα αστραπήν, με χαμόγελο εις τα χείλη, ξεσκούφωτον, με το καπέλλο εις το χέρι να περπατή εις τα πάρκα, εις τους δρόμους, εις την εξοχήν[…] Τι έγραφε; Τίποτε ακέραιον. Σκόρπια φύλλα, σκόρπιες στήλες, σκόρπιες γραμμές εις το σφοδρόν δημοσιογραφικόν άνεμον.Τόσον ανακατωμένον, μπερδεμένον με τα γεγονότα της ημέρας, αναπόσπαστον εξ αυτών, κρυμμένον υπ’ αυτά και εμψυχώνον ταύτα εις την εφήμερον ακτινοβολίαν των είναι όλον του το έργον[…] Ό,τι εποίει σήμερον ανέτρεπε την επομένην. Έζησεν εις συνεχή μεταποίησιν, μεταβολήν, ρευστότητα […] Αυτός ο μη γνωρίσας κανόνα υπήρξε διδάσκαλος όσον ολιγοι.Ήτο εποχή που δεκάδες δημοσιογράφων έγραφον καθώς αυτός, δηλαδή κατά τα κοτσυφοειδή, εύθυμα, δροσερά σφυρίγματά του, διότι κανείς δεν ηδυνήθη να τον φθάση. Και οι μάλλον επηρεασθέντες εκ της επιβολής του ύφους του απέμειναν ό,τι και δεν ημπορούσαν να ήσαν επιτήδειοι αντιγραφείς, επιδέξιοι απομιμηταί […] Τόσον εις τας μικράς κομμένας φράσεις του, όσον και εις τας μικράς περιόδους του με το πολύχρωμον κομβολόγιον των αλλεπαλλήλων επιπροσθέτων επιθέτων, τα οποία επεφέροντο με τας εγχρωμοτέρας διατάξεις, με τας διαφορετικωτέρας αποχρώσεις, με οίστρον και με πληθωρικόν εκσφενδόνισμα…
Δημήτριος Χατζόπουλος (Μποέμ)
Μικρά-Μικρά
Κάποτε ο Γαβριηλίδης ταξείδευε με τον σιδηρόδρομο στην Ευρώπη έτυχε δε να συνταξειδεύη μ’ έναν Έλληνα άγνωστό του. Είνε δε γνωστό τί θα πη άγνωστος Έλλην συνταξειδιώτης εις το εξωτερικόν.
Κάθε άλλο αίσθημα το καταπνίγει η περιέργεια. Θέλει να μάθη πού πηγαίνεις, ποιός είσαι, ποιά είνε η περιουσία σου, πόσα ξοδεύεις κτλ.
Ο Γαβριηλίδης βρήκε θαυμάσιο τρόπο για να απαλλαγή από την ανάκριση.
– Καί από πού έρχεσθε; τον ηρώτησεν ο άλλος απλήστως;
– Από την Νεάπολιν της Ιταλίας, απαντά ατάραχος ο Γαβριηλίδης.
– Είσθε εκεί έμπορος;
– Όχι, ήμουν εις το φρενοκομείον και εθεραπεύθην ευτυχώς.
Ο συνταξειδιώτης εις τον πρώτον σταθμόν άλλαξε βαγόνι. Και μετ’ ολίγον όλη η αμαξοστοιχία εμάνθανε ότι επικίνδυνος παράφρων ταξειδεύει εις ένα βαγόνι. Παρ’ ολίγον να σημάνουν και τον κώδωνα του κινδύνου! Ήτο δυνατόν ο Γαβριηλίδης να ανεχθή την ενόχλησιν του αδιακρίτου Έλληνος συνταξειδιώτου όταν ήθελε να ρουφήξη την καλλονήν της Απουλίας την οποίαν διέσχιζε ο σιδηρόδρομος!
* * *
Σπόρτμαν όπως ήταν, τέλειος πεζοπόρος, μοναδικής αντοχής άνθρωπος δυνάμενος να μεταβή πεζός, στην άκρη του κόσμου και να γράψη όλη την “Ακρόπολι” μόνος του, όπως πολλές φορές το έκανε, δεν ανεγνώριζε σωματικάς αδυναμίας, έχανε επομένως κάθε εκτίμησιν διά τους νωθρούς και τους ραχατλήδες. Ελάτρευε το σφρίγος και την υγείαν… Και όταν κάποιο μεσημέρι του Ιουλίου όπου ο ήλιος έψηνε, ο Χάρης Σταματίου νεαρός τότε συντάκτης της “Ακροπόλεως” του ανήγγειλε ότι στο δάσος της Πεντέλης εξεράγη πυρκαϊά
– Και κάθεσαι; του απάντησε. Έπρεπε να βρίσκεσαι στην Πεντέλη…
Και όταν του εζήτησε τα έξοδα της μεταβάσεώς του έμεινε κατάπληκτος.
– Με τον σιδηρόδρομο θα πάτε;
– Μάλιστα…
– Είνε αίσχος για την καταγωγή σας -είνε Ρουμελώτης ο Σταματίου- και την ηλικίαν σας. Να πάτε με τα πόδια… Εγώ στην ηλικία σας το θεωρούσα μικροπερίπατο!
* * *
Ένα βράδυ που ο αθηναϊκός ουρανός κατέβαζε ποταμούς βροχής, γνωστός δημοσιογράφος, ο κ. Η. Αποστολίδης, προσέκρουσε εις τον δρόμον επί ανθρώπου βαδίζοντος ήσυχα υπό την νεροποντήν. Ο συνάδελφος ως γνήσιος Έλλην, αφήκε μια βλαστήμια “Άϊ στο Διάβολο”. Όταν όμως επρόσεξε ότι ο απολαμβάνων την καταιγίδα ήτο ο Γαβριηλίδης, εστενοχωρήθη πολύ και την επομένην επήγε στο γραφείο του για να του ζητήση συγγνώμην, ο Γαβριηλίδης όμως δεν τον είχε γνωρίσει. Επί τη ευκαιρία όμως της επισκέψεως, του είπε:
– Να βαδίζετε υπό βροχήν. Δεν ξέρετε τί μεγάλη ηδονή που είνε αυτό για τον άνθρωπο. Όταν η μπόρα μαστίζη την πόλιν να πηγαίνετε αργά στο δρόμο ακάλυπτος, δεχόμενος της πυκνές σταλάγρες επάνω σας, να αισθάνεσθε τα υγρά των φιλήματα εις την σπονδυλικήν σας στήλην. Κίνδυνος κρυολογήματος δεν υπάρχει, μη φοβείσθε…
* * *
Δεν εχώνευε τρία πράγματα: Το σπαθί των αξιωματικών, το σχολαστικισμό του Σχολείου και του Κράτους, και τα στενά παπούτσια. Το σχέδιο των ιδικών του παπουτσιών το έδινε ο ίδιος. Ήταν τετράγωνα, άκομψα, με μια ραφή πάνω στη μέση. Και της περισσότερες φορές τα φορούσε χωρίς κάλτσες! Ευτυχία του η ξυπολησιά. Ηδονή του να περπατή ξυπόλητος.
Θέλεις να αισθανθής ελευθερίαν; Θέλεις να αισθανθής εσωτερική χαρά; έλεγε: Ξυπολήσου και περπάτα! Ηδύνεται όλο σου το σώμα, απολαμβάνει… Πολλές φορές έγραφε έχων τα πόδια του θυβισμένα σ’ ένα κουβά με νερό ή πατώντας επάνω σε φρεσκοκομένα μαρουλόφυλλα. Και έτσι εδέχετο όποιον τύχαινε να τον επισκεφθή κείνη την ώρα στο γραφείο του.
* * *
Απόλαυσίς του να γυρίζη ξυπόλητος στη χλόη των αγρών, ξεσκούφωτος, ξεστήθωτος, κάτω από τον ήλιο τραγουδώντας τα περίεργα και αυτοσχέδια τραγούδια του, τα χωρίς ρυθμό και λέξεις, τα γεμάτα κραυγές και μυκηθμούς. Μια φορά που έμενε εις την Κηφησιά, τα κορίτσια του είχαν βγη περίπατο προς το Κεφαλάρι με της τότε Δδες Φιλαδελφέως, και νυν κ. κ. Μονφεράτου και Ρελιάδη. Σε λίγο προσετέθη εις την συντροφιάν και ο πατήρ Φιλαδελφεύς, που εκαυχάτο πως είναι δεινός πεζοπόρος ο οποίος αφού επήγε μαζύ σ’ ένα μικρό διάστημα απεχωρίσθη από την συντροφιά για να τρέξη λίγο στο ύπαιθρο. Δεν πέρασαν όμως μερικά λεπτά και τον βλέπουν να γυρίζη έντρομος και ταραγμένος.
– Καλέ τί πάθατε; Μήπως σας ριχτήκαν τσοπανόσκυλλοι;
– Όχι, είδα εδώ παραπέρα έναν τρελλό με ανοιχτά τα στήθια, που μούγγριζε, φοβήθηκα και γύρισα.
Τα κορίτσια, που γνώριζαν ότι προς το μέρος εκείνο είχε βγη ο πατέρας τους περίπατο, κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο και δεν είπαν τίποτε. Το βράδυ όταν εκάθησαν να φάνε το είπαν στον πατέρα τους.
– Το ξέρω τους απάντησε. Τον είδα και επειδή φαντάθηκα πως θα με πλησίαζε και θα με εμπόδιζε να απολαύσω την φύσιν και την όμορφη δύση έβαλα της φωνές για να φοβηθή και να μη με πλησιάση.
Ο ήλιος ήταν η λατρεία του. Μια φορά, έμενε σ’ ένα εξοχικό ξενοδοχείο, εις το οποίον κατοικούσε και ο κ. Δ. Λοβέρδος. Το πρωϊ που ξύπνησε, άνοιξε το παράθυρο και το δωμάτιο πλημμύρισε από άφθονο, χρυσό, ζωογόνο, χαρωπό φως ηλίου. Τότε ο Γαβριηλίδης επήγε και εστάθηκε μπρος στο παράθυρο και κοιτάζοντας προς το μέρος της ανατολής που ερχόταν η ηλιοπλημμύρα, άρχισε να βγάζει της συνήθεις ανάρθρους του κραυγές μέσα στης οποίες διεκρίνετο η λέξις.
– Χαραλαμπούα, μπούα, μπούα, ούα, α! α! α! α!
– Καλά, τί είνε αυτά που κάνεις; τον ηρώτησε έκπληκτος ο κ. Λοβέρδος.
– Χαιρετώ τον ήλιο!
– Και τί είνε αυτά που του λές;
– Τίποτα! Βγάζω ανάρθρους φωνές!
– Και χάθηκαν οι λέξεις να του πης;
– Στη χαρά και στο θαυμασμό λέξεις δεν υπάρχουν! Τι κάνει το πρωί το άλογο, όταν το αφίνουν ελεύθερο στην εξοχή, μέσα στο παχύ λειβάδι; Χρεμετίζει!… ο χρεμετισμός αυτός είνε ένας ύμνος προς την φύσιν!… το ίδιο κάνω και εγώ, σαν βλέπω τον ήλιο γεμάτον δόξα ν’ ανατέλλη.
* * *
Από μια εκδρομή που είχε κάμει μια φορά στη Ζαγορά, έγραφε σε μια επιστολή του:
– “Τώρριξα λιγάκι εδώ στη διασκέδασι! Μα διασκέδασι δεν εννοώ εκείνο που λέτε σεις διασκέδασι. Τα δικά μου τα θέατρα εδώ είνε μεγαλείτερα και αληθινώτερα. Πότε καμμιά εικοσαριά μυρμήγκια που σέρνουν ένα ποδάρι ακρίδας στη φωληά τους, πότε μυρμηκοπόλεμος που χρειάζεται Όμηρος να τον παραστήση.
* * *
Το καπέλλο το κρατούσε πάντα στο χέρι για να μπορή γυμνό το κεφάλι του να δέχεται τα φλογερά φιλήματα του ήλιου, τα δροσερά χάδια του μπάτη, τα τσουχτερά μαστιγώματα του παγωμένου βοριά και τους ζωογόνους καταιωνισμούς της ραγδαίας βροχής. Γιατί κανένα από τα στοιχεία της φύσεως στης πιο μανιώδεις εκδηλώσεις του, δεν τον εμπόδιζε από τους μακρυνούς περιπάτους του και της συχνές εκδρομές του. Και δεν επρόδωσε ούτε τη φύση, ούτε τον καθαρό αέρα ίσαμε την ώρα που έπεσε νεκρός από τα άγρια χτυπήματα του θανάτου.
* * *
Επέθανε μέσα στο γραφείο του, όπου είχε διατάξει να μεταφέρουν το κρεββάτι του, με της πόρτες και τα παράθυρα ορθάνοιχτα αντικρύζοντας τα δένδρα του απέναντι κήπου του Κλαυθμώνος.
* * *