Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος: Ιστορίες Στο Μισοσκόταδο…

…Λίγο Πριν Το Δείπνο

     Τον τελευταίο καιρό έχω αποκτήσει τη συνήθεια, το βραδάκι λίγο πριν το δείπνο, να βγαίνω ένα περίπατο στο πάρκο που ‘ναι κοντά στο σπίτι μου. Μένω μονάχος μου από τότε που με χώρισε η κοπέλλα μου…. αλλ’ αυτή η ιστορία ακόμα πονά πολύ… Λοιπόν κάθε φορά που βγαίνω τονε κάνω όλο και μακρύτερο, ξεκινώντας λίγο νωρίτερα κι επιστρέφοντας λίγο αργότερα κι ίσως φταίει που βαριέμαι να βλέπω τους άδειους τέσσερεις τοίχους… Εν τω μεταξύ, δεν έχω δα και τόση διάθεση κι όρεξη, όπως παλιότερα. Όχι, μη φανταστεί κανείς τρομερά πράματα, απλά έχει πέσει το ενδιαφέρον μου για τη ζωή, αλλά μιας κι είμαι εξαιρετικά φοβητσιάρης για να θέσω τέρμα στη ζωή μου, καμώνομαι πως ζω, καμώνομαι πως φλερτάρω με το θάνατο κι ο καιρός περνά χαρωπά. Λίγο πριν το δείπνο λοιπόν κάνω τη βολτίτσα μου, στο τεράστιο πάρκο που ‘χω τη τύχη να με γειτονεύει… Τεράστιο πάρκο, τεράστιο σπίτι, άδεια και τα δυο σα τη καρδιά μου.

     Σήμερα λοιπόν βγήκα έχοντας ένα περίεργο αλλά καλό προαίσθημα. Μόλις είχε πέσει το σκοτάδι κι είχε λιγάκι δροσούλα. Περπάτησα χαλαρά ανάμεσα στις σειρές των δέντρων. Φωτισμός ανύπαρκτος, αλλά μου αρέσει. Περιπλανήθηκα, βαδίζοντας εξαιρετικά σιγά και νωχελικά -αν μ’ έβλεπε κάποιος θα του σπάγανε τα νεύρα.

     Έχασα γρήγορα την αίσθηση του χρόνου και της απόστασης που ‘χα διανύσει, όταν ξάφνου σα σε μαγεία, παραμερίσανε τα σύννεφα που τόσην ώρα κρύβανε τη σελήνη και το πάρκο λούστηκε μ’ ασημένιο, λαμπερό, πλούσιο φως. Κοντοστάθηκα και κοίταξα ψηλά, χάζεψα με τη θέα της Κυράς της Νύχτας. “Πανσέληνος” σκέφτηκα, “έτσι εξηγείται η περίεργη διάθεσή μου“.

     Κατέβασα το βλέμμα μου, ευχάριστα έκπληκτος και συνέχισα το σουρτό νωχελικό βάδισμά μου. “Το καλύτερο που μου ‘χει συμβεί τον τελευταίο καιρό!” σκέφτηκα και σχεδόν αμέσως το πήρα πίσω! Λίγα μέτρα πιο πέρα είδα κάτι ακόμα καλύτερο που μου ‘κοψε την ανάσα: Ένα κορίτσι περπατούσε το ίδιο νωχελικά με μένα κι έμοιαζε να μαζεύει πάνω της όλο το φως του φεγγαριού. Τα ‘χασα!

     Τη χάζεψα λιγάκι: ήτανε λυγερόκορμη, φορούσε ένα σκούρο κόκκινο φόρεμα με τιράντες που άφηνε γυμνή τη πλάτη και τους ώμους της. Είχε μακριά, σκούρα μαλλιά, που της φτάναν ως χαμηλά στη μέση, ίσα πάνω από την αρχή των γοφών. Ο τρόπος που περπατούσε… πώς να τονε περιγράψω; Αρχοντικός κι απελπισμένος ταυτόχρονα, ερωτικός κι αποτρεπτικός. Οι όμορφες γάμπες της, που μένανε γυμνές από το μήκος του φορέματος, διασταυρώνονταν με χάρη και πίκρα, αργά κι αδυσώπητα, για το βλέμμα μου. Εντελώς ασυναίσθητα, όπως ο σκώρος που ‘χει τη μανία να πετά προς το φως,  τάχυνα το βήμα μου και τη πλησίασα. Όταν είχα φτάσει αρκετά κοντά, ένιωσα το άρωμά της… έν άρωμα που δεν είχα ξαναμυρίσει. Μου ‘δινε την εντύπωση μαραμένου μοσχομυριστού άνθους, σε συνδυασμό με την οσμή των πεσμένων φύλλων που ‘χουν ανακατευτεί με το υγρό χώμα. Εξαιρετικά παράξενο και θελκτικό άρωμα.
     Καθώς πλησίαζα, για να μη τη τρομάξω, άρχισα να σιγοσφυρίζω ένα παλιό σκοπό κι όταν έφτασα κοντά της, τη χαιρέτησα απαλά!
 -“Καλησπέρα σου ομορφιά μου!” της είπα κι όταν γύρισε να με κοιτάζει, δείχνωντας κοκέτικα ευχαριστημένη, υποκλίθηκα.
 -“Καλησπέρα σου ευγενικέ μου κύριε“, είπε τάχα αδιάφορα και στράφηκε μπροστά της, συνεχίζοντας να βαδίζει στο ίδιο τέμπο.
     Παλάβωσα. Ήτανε τόσον όμορφη, μα τόσον όμορφη… που μου ‘κοψε την ανάσα. Μεγάλα σκούρα μάτια με μεγάλες βλεφαρίδες, φρύδια μεγάλα τοξωτά και γραμμένα, μεγάλα, σκουροκόκκινα και σαρκώδη χείλια, μικρή, κομψή μυτούλα και πρόσωπο… “φεγγάρι” -που ‘λεγε κι συχωρεμένη η γιαγιά μου- λευκό σαν οπτασία, στηριγμένο σ’ ένα κυκνίσιο λαιμό.
 -“Σε βλέπω έτσι κι αναρωτιέμαι, πώς και δε νιώθεις τη ψυχρούλα“, είπα μη ξέροντας τί άλλο να πω.
 -“Ω! έχεις δίκιο… βλέπεις συνηθίζω να παίρνω τον περίπατό μου, λίγο πριν το δείπνο, σήμερα όμως μάλλον εκτίμησα λάθος τον καιρό… με παρέσυρε κι εκείνο το φεγγάρι… Πάντως αντέχεται ακόμα…”
     Ο νους μου άρχισε να βουΐζει… “ώστε έχουμε την ίδια συνήθεια“;
 -“Ξέρεις; Κι εγώ συνηθίζω να περπατώ λίγο πριν το δείπνο… Μου ανοίγει την όρεξη“, της είπα ψέμματα χαμογελώντας κι ένιωσα τη μύτη μου να μεγαλώνει μερικά εκατοστά. Γύρισε και με κοίταξε τάχα αδιάφορα. Τώρα βαδίζαμε πλάι-πλάι και μπορούσα να κοιτώ το προφίλ της… για την ακρίβεια μόνον αυτό κοιτούσα μαγεμένος. Χαμογέλασε επίσης κάπως άκεφα.
 -“Εμένα μου …δίνει όρεξη“, είπε κι αυτή η ατάκα μου φάνηκε σοφή.
 -“Είσαι φιλόσοφος, υποθέτω“, της είπα με μια βεβαιότητα. Χαμογέλασε.
 -“Πώς κατέληξες σ’ αυτό το συμπέρασμα;” με ρωτησε ανέκφραστα -σχεδόν ούτε ο ερωτηματικός τόνος δε φάνηκε στη φωνή της. Σειρά μου να χαμογελάσω.
 -“Υποθέτω πως όχι πριν πολύ καιρό, χώρισες…” συνέχισα απτόητος τις μαντεψιές.
 -“Αυτά δε τα ρωτάνε σε μια κυρία“. απάντησε κάπως παιγνιδιάρικα.
 -“Κάθε φορά ο περίπατος… μεγαλώνει…” ακάθεκτος εγώ.
 -“Αα ώστε έτσι εξηγείται λοιπόν: με παρακολουθείς!” παιγνίδισε με τη φωνή μα όχι με το πρόσωπο.

     Αλήθεια, πριν είπα κορίτσι, τώρα αναρωτιέμαι τάχα πόσω χρονών να ‘ναι. Με μπέρδεψε που ‘τανε μικροκαμωμένη, όμως είπε: “Κυρία“, αλλά και πάλι, τώρα που τη κοιτώ κατά πρόσωπο, δε μπορώ να προσδιορίσω την ηλικία της. Υποθέτω κάπου μεταξύ είκοσι και τριανταπέντε.
 -“…κι η όρεξη μειώνεται, έτσι δεν είναι;” ολοκλήρωσα τη διακοπείσα μαντεψιά.
 -“Ααααα μα και το σπίτι μου παρακολουθείς λοιπόν; Αρχίζω να φοβάμαι…” με κοίταξε στα μάτια και για λίγο έχασα τον κόσμο.
 -“Όχι, απλώς είμαι μάγος!” είπα με στόμφο, όταν κατάφερα να βρω την αυτοκυριαρχία μου.
 -“Μάγος ε; Κάνε μου ένα μαγικό λοιπόν!” είπε χαμογελώντας άτονα. Προφανώς είχε περάσει κι αυτή μεγάλο τράκο. Έχει χάσει το ενδιαφέρον κι απλώς αντιδρά ανακλαστικά, έβγαλα το συμπέρασμα. Τη κοίταζα συνέχεια και κόντεψα να πέσω, σκοντάφτοντας. Γέλασε. Ένα γάργαρο ηχηρό γέλιο που με συγκλόνισε. Δεν τα ‘χασα στιγμή όμως! Βρισκόμουνα στο έδαφός μου τώρα.
 -“Είδες; Νάτο!” είπα.
 -“Ναι, πώς δεν είδα. Σπουδαίος μάγος που δε βλέπει μήτε μπρος από τη μύτη του!” είπε και συνέχισε να γελά.
 -“Κι όμως… ήταν έν απλό μαγικό, που κάνει το λυπημένο κορίτσι να λύνεται στα γέλια“, της είπα με καμάρι.

     Σταμάτησε να γελά κρατώντας όμως το χαμόγελο στα χείλη της. Μου φανέρωνε δυο θαυμάσιες σειρές δόντια, ολόλευκα και πανέμορφα, σα κομματάκια πέρλες.
 -“Νομίζω πως μόλις μου ‘κανες ένα ρούμπο!” είπε. “Πράγμα που τολμώ να πω, δεν είναι συνηθισμένο. Μπράβο λοιπόν!” κι έδειξε να με προσέχει σα να μ’ έβλεπε πρώτη φορά. Γύρισε μπροστά και σοβαρεμένη συνέχισε να βαδίζει.
 -“Μπορώ να κάνω πολλά μαγικά… αλλά δε θέλω ρούμπους…” άφησα τη φράση να αιωρείται. Γύρισε και με κάρφωσε με το βλέμμα.
 -“Τί θέλεις;” με ρώτησε και φαινόταν έτοιμη να μου χυμήξει. Το ρισκάρισα.
 -“Θα σου φαινότανε πολύ χαζό αν σου ‘λεγα πως εδώ και λίγην ώρα, το μόνο που θέλω στη ζωή μου είναι να κερδίσω την εύνοιά σου“;
     Έμεινε σιωπηλή, κοιτάζοντάς με, αλλάζοντας εκφράσεις: από έκπληξη με θυμό ως την έκπληξη με μπόλικη θηλυκιά φιλαρέσκεια. Όταν πέρασαν όλες:
 -“Μου φαίνεται πως βιάζεσαι πολύ… Αυτό κι αν θα ‘ναι μαγικό! Αναρωτιέμαι τί γητειές και ξόρκια θα χρησιμοποιήσεις για να το πετύχεις“.
 -“Θα ‘ναι δύσκολο, το ξέρω. Πρέπει να κόψω το μικρό μου δαχτυλάκι, να βρω και μια ψόφια κουκουβάγια ή νυχτερίδα…”
 -“Στοπ! Δεν είναι αστείο! Ανατρίχιασα… πω πω!” μου ‘πε πειραχτικά.
 -“..αλλ’ αντ’ αυτού λέω ν’ ακολουθήσω τη πεπατημένη!” ολοκλήρωσα τη φράση μου.
 -“Αχά… δηλαδή τα ίδια πληκτικά που λεν όλοι οι άντρες! πφφφ…”
 -“Η πεπατημένη που εννοώ εγώ είναι να σου προσφέρω τη καρδιά μου“!
 -“Τώρα το πήγες στο μελό“!
 -“Το εννοώ! Με το που ‘δα να σε λούζει το φως της σελήνης, νομίζω πως ολάκερη η ζωή μου δεν έχει άλλο νόημα, πέρα απ’ το να ‘μαι δίπλα σου“!
 -“Και τα μαγικά; Θα τα παρατήσεις“;
 -“Όχι φυσικά! Αυτά θα μου χρειαστούνε να διώχνω τα σύννεφα από τη σελήνη μας, κάθε βράδυ, ώστε να σε φωτίζει συνέχεια. Τη καρδιά σου όμως θέλω να τη πάρω με την αξία μου“!
 -“Ε λοιπόν πλάκα έχεις!” είπε χαμογελώντας.
 -“Θα μου επιτρέψεις, όσο βαδίζουμε, να σου κρατώ το χέρι“;
 -“Ω μα βιάζεσαι πάρα πολύ ε“;
 -“Ε σιγά… δεν είπα δα και τίποτα κακό! Ας περπατήσουμε χέρι-χέρι παρακαλώ, για να μη …σκοντάψω ξανά! Βλέπεις, δε μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω σου“!
 -“Γιατί νομίζω πως με ρούμπωσες πάλι;” μου ‘πε τάχα απειλητικά. Άπλωσα το χέρι μου αργά κι απαλά κι έπιασα το δικό της. Δε φάνηκε να το χάρηκε, αλλά δε το τράβηξε κιόλας. “Νομίζω πως το κέρδισες με την αξία σου“! Χαμογέλασα. Χαμογέλασε.

     Το χέρι της ήτανε τόσο απαλό, μα πολύ δροσερό. Σταμάτησα. Σταμάτησε κι εκείνη παραξενεμένη.
 -“Μισό λεπτό, παρακαλώ“!
 -“Τί έγινε; Τί έπαθες;” ρώτησεν ανήσυχα. Τράβηξα το χέρι μου κι έβγαλα το σακάκι. Της το ‘ριξα στους ώμους.
 -“Έχει δροσούλα κι εσύ δε το καταλαβαίνεις βέβαια, αλλά κρυώνεις. Το χέρι σου είναι δροσερό… Κάνω λοιπόν το μαγικό της …ζεστασιάς!” είπα με στόμφο και της ξανάπιασα το χέρι. Δέχτηκε το σακάκι μου χωρίς να πει κάτι, αλλά μου φάνηκε πως έδειξε να της αρέσει το ενδιαφέρον μου. Συνεχίσαμε να περπατάμε. Μετά από κάμποσην ώρα, που εγώ είχα χαθεί στον κόσμο μου αγαλλιασμένος με το δροσερό απαλό άγγιγμα του χεριού της, έσπασε τη σιωπή:
 -“Πες μου τί ονειρεύεσαι“; Με αιφνιδίασε! Κοίταξα το ρολόι μου επιδεικτικά, χωρίς να τα χάσω:
 -“Μέχρι πριν… μισήν ώρα εννοείς ή από κει και μετά“; Χαμογέλασε με τη καρδιά της.
 -“Νάτος κι ο τρίτος ρούμπος“!
      Γύρισε και με τύλιξε με το βλέμμα της. Ζεστάθηκα, ζεστάθηκα σύγκορμος. Γιατί πρέπει να μολογήσω πως από την ώρα που ‘βγαλα το σακάκι μου και της το ‘δωσα, άρχισα να νιώθω στο κορμί μου τη ψύχρα.
 -“Όχι! Αλήθεια λέω… Δε σου ‘χει τύχει ποτέ“;
 -“Δεν απάντησες όμως…”
 -“Ίσα-ίσα! Απάντησα μια χαρούλα… Σειρά σου τώρα…”
 -“Τί πράγμα“;
 -“Εσύ τί ονειρεύεσαι“;

     Σοβαρεύτηκε. Πήρε ονειροπόλο βλέμμα, γύρισε μπροστά της κι άρχισε να λέει, αργά και μ’ όλη της τη θαυμάσια χάρη:
 -“Ονειρεύομαι, πως …λίγο πριν το δείπνο, που θα ‘χω ετοιμάσει και σερβίρει εγώ για τον καλό μου, θα του φωνάξω: <Αγαπημένε, έτοιμο το δείπνο σου καλέ μου>. Μετά θα κάτσω κοντά του, να κοιτάζω που τρώει, να ευχαριστιέται κι εγώ να χορταίνω… να χορταίνω… να γεμίζει ζωή κι ευχαρίστηση όλο μου το κορμί. Κι όταν χορτάσει, να του σκουπίσω τα χείλια με τα δικά μου, να φάω κι εγώ ό,τι περίσσεψε και μετά να με πάρει αγκαλιά, να πάμε στο κρεβάτι μας… και...” σταμάτησε απότομα. “Μα τί κάθομαι και σου λέω, ε“;
 -“Όχι-όχι… συνέχισε…”
 -“Ναι καλά“, παιδιάρισε, “εσύ δεν είπες…”
 -“Ορίστε, είδες; Κρεμόμουν απ’ τα χείλια σου συνεπαρμένος κι εσύ το ‘κοψες στο καλύτερο!” είπα παριστάνοντας τον παρεξηγημένο. Γέλασε. Αχ αυτό το γέλιο της μου ‘λυσε τα γόνατα. “Λοιπόν σκέφτομαι να κάνω ένα μαγικό…”
 -“Ωχ! Δηλαδή“;
 -“Να… λέω πως με το που θα πω: Ασπρηπετραξέξασπρη, θα ‘μαι, λέει, ο καλός σου, αλλά θα σου προσφέρω εγώ το δείπνο στο σπίτι μου… εεε δεν είναι απαραίτητη η μετά πορεία…” Εκείνη σταμάτησε να βαδίζει, γύρισε με κοίταξε, δίστασε. Ύστερα σα να το σκέφτηκε καλύτερα:
 -“Όχι… όχι“!
 -“Μα γιατί; Αντί να χωριστούμε σε λίγο -το λέω και νιώθω ήδη να μου λείπεις- να φάμε μονάχοι μας στο άδειο σπίτι του έκαστος, προτείνω να φάμε παρέα, απλώς. Τίποτ’ άλλο“!
 -“Αααα… είπα κι εγώ…” γέλασε, “…αλλά και πάλι…”
 -“Τί; Τί είναι πάλι“; Όλος αγωνία!
 -“Νομίζω πως είναι… καλύτερα… στο δικό μου σπίτι!” είπε, με τις διακοπές στα κατάλληλα σημεία, ώστε να μου εντείνει την αγωνία! Στο τέλος της φράσης της σχεδόν αναστέναξα, ανακουφισμένος. Αλλά και πάλι δεν έχασα όλο το παιγνίδι:
 -“Μπα; Και γιατί παρακαλώ“;
 -“Να… υποθέτω πως το σπίτι σου είναι πιο μακριά… περπατάμε τόσην ώρα… ενώ το δικό μου είναι σε λίγα μέτρα. Πού να τρέχουμε τώρα στο δικό σου;” χαμογέλασε πειραχτικά.
 -“Ορίστε! Να αυτός είναι ρούμπος… νικητήριος…” είπα ευχαριστημένος και πανευτυχής. Προσπάθησα να το συγκρατήσω μα δε τα κατάφερα. Η ευτυχία μου ξεχείλιζε. Χαμογέλασα μέχρι τ’ αφτιά: “…και μάλιστα πολλαπλώς“!
 -“Από την έκφραση που ‘χεις στο πρόσωπό σου, να υποθέσω πως δεν είχες φαγητό στο σπίτι ε“;
 -“Χμμ… προδόθηκα ε; Ε λοιπόν ούτε σπίτι έχω…”
 -“Ύπουλο πλάσμα“!
     Βάλαμε τα γέλια.

     Κάναμε τα λίγα μέτρα μέχρι το σπίτι της χαχανίζοντας, τρέχοντας, παίζοντας, σα δυο ερωτευμένοι έφηβοι. Περιττό να πω πως ένιωθα να πετάω ψηλά… δίπλα στη σελήνη. Κρατούσα το χέρι του κοριτσιού μου, ένιωθα δυνατός και τυχερός, -σχεδόν λυπόμουνα τους άλλους άντρες που δεν είχανε τέτοιο πλάσμα δίπλα τους. Εκείνη φορούσε ακόμα το σακάκι μου και χαμογελούσε.

     Όταν άνοιξε τη πόρτα με το κλειδί της, μου ‘κανε μια βαθειά υπόκλιση και μου ‘γνεψε να περάσω.
     Μπήκα μέσα. Ήτανε μισοσκότεινα, πράγμα απολύτως φυσικό, καθώς είχε βγει, όταν ακόμα ήτανε μέρα. Έστω στο τελείωμά της, αλλά έφεγγε ακόμα.
     Την άκουσα πίσω μου να κλείνει τη πόρτα και να κλειδώνει, ενώ ακόμα προσπαθούσα να συνηθίσω τη νέα όραση του μισοσκόταδου. Επειδή δεν έβλεπα, έμεινα ακίνητος. Άκουσα πίσω μου τα βήματά της. Μ’ έσπρωξε από πίσω απαλά, για να προχωρήσω. Προχώρησα λιγάκι κι ύστερα έκανα στο πλάι να της κάνω χώρο να περάσει για να με οδηγήσει. Άναψε τα φώτα…

     Ξαφνικά, χωρίς κανένα προφανή λόγο, ένιωσα μια πελώρια παγωνιά να με τυλίγει, ξεκινώντας από το κέντρο του στέρνου και ν’ απλώνεται παντού… ως τις άκρες των δαχτύλων…
    Ύστερα την άκουσα να λέει, με μια δυνατή και γλυκειά φωνή:
 -“Αγαπημένε, έφερα το δείπνο σου καλέ μου“!

Δεκέμβρης ’11

———————————-

Η Ασκάρτη & Ο Ραπτομηχανής Θεός

     Ήτανε κάποτε μια κοπέλα ορφανή, από γονείς και παρθενιά. Τη παρθενιά της την έχασε λίγο μετά που τέλειωσε το λύκειο, από κάποιονε που εκμεταλλεύτηκε την αγνότητά της, πήρε αυτό που ήθελε -και που κείνη μουδιασμένα και σαστισμένα και λαγγεμένα και απρόθυμα προσφέρθηκε να του το δώσει και μετά κάθισε σε μιαν άκρη και …παρακολουθούσε να της το παίρνει, αδίστακτα, βουλιμικά, σταθερά κι επανειλημμένως- και μετά τη παράτησε το κτήνος για μια κομμώτρια κι έκτοτε έχασε τα ίχνη του.
     Τους γονείς της τους έχασε λίγο καιρόν αργότερα, σε κάποιο αεροπορικό δυστύχημα, πάνω από τα Υψώματα του Γκολάν, πράμα συνηθισμένο δηλαδή κείνη την εποχή. Το αεροσκάφος είχε δεχτεί πυρά κατά λάθος -ουσιαστικά μια και μόνην οβίδα, αλλά σε πολύ λάθος σημείο- καθώς έτυχε να περνά μέσα σε κάτι, τοπικής φύσης, συνήθεις αψιμαχιούλες κι είχε συντριβεί λίγον αργότερα, σε κάποιο λόφο της περιοχής. Οι σωστικές δυνάμεις που σπεύσανε μετά από 18 συναπτές μέρες μόλις, δεν είχανε βρει μήτε ρουθούνι.
     Έτσι, η κοπελιά, προσγειώθηκεν απότομα κι ανώμαλα, σαν το αεροσκάφος, σ’ αυτό που λέν οι μυημένοι πλέον, πραγματική ζωή, αληθινή πραγματικότητα. Η καημένη, μέχρι τότε, ζούσε με παραμύθια για βασιλόπουλα με λευκά άτια, κολοκύθες που γίνονται αμαξάρες και στις … ελεύθερες ώρες της ασχολιότανε και με τις κούκλες της.
     Αυτή λοιπόν η κοπέλα, όταν έμεινε νωρίς στη ζωή χωρίς τους γονείς και τη παρθενιά της -το δεύτερο το αναφέρω έτσι υπενθυμητικά, θέλοντας να ελαφρώσω κάπως τούτο το βαρύ κείμενο και να μεταφέρω λιγάκι το κέντρο βάρους της ιστορίας, μη δίνετε σημασία- και καθώς δεν είχεν άλλα αδέλφια να τη προστατέψουνε από τις κακοτοπιές, έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό της και να κερδίσει τη ζωή της. Πώς όμως; Που κάτι τέτοιο δηλαδή, είναι δυσκολώτατο, ακόμα και για καταρτισμένα άτομα και σπουδαγμένα κι εκείνη, όχι μόνο δεν είχε προφτάσει -πλην της εμπειρίας του σεξ κι αυτής όχι με πτυχίο- να καταρτιστεί σε κανένα τομέα και δεν ήτανε και καμμιά κουκλάρα να πεις. Επίσης φωνάρα δεν είχε, άρα ξεκόβουμε το καλλιτεχνικό στερέωμα, ενώ αφήνουμε να υφέρπει μια ελπίδα πολιτικής σταδιοδρομίας, -ως ακατάρτιστη το αναφέρω- αν και δεν είχε ούτε μέσο. Το να κάνει αυτό που -σας βλέπω να χαμογελάτε πονηρά- σας έρχεται στο νου, ούτε λόγος. Μυαλάρα επίσης δεν ήτανε -χμμ αυτό με τη πολιτική πολύ το …γυροφέρνουμε- κι άρα πώς να πορευτεί το κακόμοιρο το κορίτσι, το παρατρίχα άσπιλο;
    Ε πώς! Ήξερε μια τέχνη. Όχι παίζουμε! Η μαμά της, -Θεός σ’χωρέστηνε- όταν ήτανε μικρή, της είχε μάθει να κεντά και να ράβει, για να φτιάξει -και καλά- τα προικιά της και τα ρέστα πασατέμπο. Ε λοιπόν μπορεί να ‘τανε χαζή, ασχημούλα κι ατάλαντη, αλλά στο ράψιμο και στο κέντημα ήταν αητός! Γάτα με κόπιτσα που λένε, η μικρά. Έτσι, μην έχοντας άλλο δρόμο, στράφηκε στη τέχνη της ραπτικής και του κεντήματος. Υπάρχει μια παροιμία που λέει: “Μάθε τέχνη, πιάστηνε κι άμα πεινάσεις ή βρες άλλη ή κλέψε“… κάπως έτσι και σχωράτε με αλλά δε τις θυμάμαι καλά όλες τούτες τις παροιμίες.
     Να μη πολυλογώ, έπιασε δουλειά στο σπίτι, κοπτορραπτού, φασόν κι έτσι. Βέβαια, ίσα που ‘βγαζε τα προς το ζην, ο ήλιος δεν την έβλεπε κι οι ώρες ξεκούρασης, χαλάρωσης, διασκέδασης, λιγοστές. Δούλευε στο περίπου, πάνω από 12 ώρες τη μέρα, στραβωνότανε το κακόμοιρο το κορίτσι για να μπορεί να φορά η κυρά της καλής κενωνίας, το εξτρά-ορντινέρ ρουχαλάκιον και να πλουτίζει ο εργοδότης της. Αλλά πολύ στο μελό το γυρίσαμε κι ουδόλως είναι ο σκοπός μου αυτός. Τέλος πάντων, έχετε την εικόνα…
     Τη κοπέλα, που από μεγάλη μου παράλειψη δε σας τη σύστησα, τη λέγανε Ασκάρτη. Εδώ υπάρχει μια ιστοριούλα για τούτο το παράξενο όνομα κι ακούστε:
     Οι γονείς της θέλανε να της δώσουν όνομα, έκαστος της δικής του μάνας. Αλλά το θέμα σκάλωνε πάντα με καβγά. Προκειμένου λοιπόν να γίνουνε μαντάρα και να χωρίσουν, ακόμα δεν είχανε παντρευτεί, αποφασίσανε τη μεσοβέζικη λύση. Επειδή ως μωρό ήτανε κουκλάκι, σκεφτήκανε να τη βαφτίσουν Αφροδίτη. Επειδή όμως θέλανε να κάνουνε και λιγάκι μπαμ, σκεφτήκανε την …ασιατική βέρσιον: Αστάρτη. Ωραία ιδέα, πανηγυρισμοί, κακό, αλλά… -άτιμο αλλά, πανταχού παρόν-… λογαριάζανε χωρίς το νουνό. Όστις ήτο μεν πλουσιότατος, αλλά συνέβαινε να ‘ναι και ραμολί του κερατά, μπέκρας κι αγράμματος. Θα μου πείτε πως συμβαίνει; Ε … μη ρωτάτε! Συμβαίνει καμμιά φορά. Έτσι λοιπόν Αστάρτη του ‘πανε, αυτός κούνησε τη γκλάβα και τη μέρα της βάφτισης, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να τα φέρει καλύτερα βόλτα, αν πρώτα κοπάνούσε κανά μισόκιλο τσίπουρο, απ’ αυτό ντε το …τυρναβιώτικο το φίνο. Και… όταν ήρθεν η ώρα να πει τ’ όνομα του παιδιού πως διάλο του ξέφυγε κι αντί να πει Αστάρτη, είπε Ασκάρτη. Ο παπάς αλλοιθώρησε, μα επειδή σεβότανε πάντα τους πλούσιους ηγέτες, σκέφτηκε να μη φέρει αντίρρηση κι έτσι η μικρή πήρε αυτό το -τουλάχιστον- πρωτότυπο όνομα. Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά δεν έβγαζε και κανά υποκοριστικό της προκοπής… Τέλος πάντων, να συνεχίσω…
     Η Ασκάρτη λοιπόν είχε μια ραπτομηχανή, από τις παλιές, κληρονομημένη κι αυτή, εκτός από τα …υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία, από τη μητέρα της, που κι αυτή αν δε κάνω λάθος, την είχε κληρονομήσει από τη μαμά της. Να σκεφτείτε πως το μοντέλο αυτό δεν υπήρχε πλέον ούτε σε φωτογραφίες. Αυτή λοιπόν η ραπτομηχανή, όλο αγκομαχούσε, όλο τη καθυστερούσε, όλο ήθελε μάστορη και λεφτά δεν έβγαζε δα και τόσα πολλά, ώστε να τη πάει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, να τη παρατήσει και να πάρει μιαν άλλη καινούρια. Οπότε, πορευότανε με το βρεσκούμενο κι απλά δώστου και φώναζε το μάστορη συχνά. Λάχαινε τώρα ο μάστορης να ‘ναι ένας φίνος, μουστακαλής τριαντάρης, πολύ σένιος μάγκας και -μπροστά δεν ήμασταν, όρκο δεν παίρνουμε- πολύ συχνά της την έφτιαχνε, και τόσο συχνά που μπαινόβγαινε στο σπιτάκι της μικρής κι αθώας ατυχήσασας κοπελιάς, μπορεί -λέμε τώρα- να της έφτιαχνε κι άλλα πραματάκια.
     Φτιάχνε-φτιάχνε, στο χρόνο πάνω, χάλασεν οριστικά το μηχάνημα και σχεδόν ταυτόχρονα, η μικρή έμεινε έγκυος! Ο μάστορης, ακούγοντας το μαντάτο -πως η μηχανή πια ξαναχάλασε και δε θα μπορούσε να τη φτιάξει δηλαδή- την έκανε μ’ ελαφρά και μη τον είδατε, μη τον απαντήσατε τον Παναή το λεβέντη το καραμπουζουκλή. (Παναή τονε λέγανε). Η Ασκάρτη έμεινε πάλι στους πέντε δρόμους, στη διασταύρωση δηλαδή, τούτη τη φορά με μεγαλύτερες απώλειες. Λεφτά δεν είχε για μηχανή, γνωριμίες τίποτα, εξόν του μάστορη, χωρίς μηχανή να δουλέψει και το κυριώτερο: μ’ ένα παιδί στη κοιλιά.
     Ένα βράδυ, όταν είχε φάει κάθε τι βρώσιμο στο σπίτι, είχε ξοδέψει και το τελευταίο καπίκι και φως δε φαινότανε πουθενά στο τούνελ, τη πήρε το παράπονο. Ένα παράπονο βουβό στην αρχή, που βαθμηδόν εξελίχτηκε σε δυνατό θρήνο. Κι όπως -άκου να δεις αδρεφάκι μου- είχε κάτσει στη χαλασμένη ραπτομηχανή κι έκλαιγε, νάσου κι ακούει μια φωνή να της μιλά και να της λέει:
 -“Τί έχεις κοπέλα μου και κλαις και βαριαναστενάζεις“;
     Η Ασκάρτη, στην αρχή δε κατάλαβε, αλλά όταν η φωνή ξανακούστηκε, δυνατότερα, να τη ρωτά, παλάβωσε! Αφού να σκεφτείτε, σταμάτησε το κλάμα της στο μέσο μιας εξαιρετικά πολύπλοκης και λεπτής προσπάθειας, για να μετατρέψει ένα μπάσο αναστεναγμό σε λεπτό κρεσέντο τσιρίδας, που να κλείσει σ’ ένα σταδιακά μειούμενο θρηνητικό κλαψούρισμα. Αντ’ αυτού, φαλτσάρισε, γλύστρησε κι απογοητευμένη από το αποτέλεσμα αλλά και παραξενεμένη, γύρισε να κοιτάξει, από πού ακουγόταν η φωνή. Του κάκου όμως, στο δωμάτιο δεν ήτανε κανείς.
 -“Ππποιός είναι; Πού είσαι; Τί είσαι;” ρώτησε τον άνεμο, τρομαγμένη.
 -“Αν έχει τόση σημασία αυτό, είμαι αυτό που λέγανε παλιότερα, ο …Ραπτομηχανής Θεός“, της είπε κι η αλλαγή χροιάς στη φωνή του, φανέρωνε πως μέσα του χαμογελούσε.
 -“Ο… ποιός;” η άλλη τα ‘χε χαμένα τελείως. “Μα… δεν ήταν έτσι…” σταμάτησε μπερδεμένη, μιας και δε θυμότανε πως ακριβώς ήτανε. Η φωνή δε μίλησε. Η κοπέλα βάλθηκε να κοιτά τριγύρω.
 -“Αν όλο κι όλο είναι αυτό το πρόβλημά σου, τότε… δεν έχω δουλειά δω πέρα! Χαίρετε!” είπεν η φωνή, μα και πάλι φαινότανε να το διασκεδάζει.
 -“Όχι… στάσου… δηλαδή… ναι… Τί;” κι ήταν έτοιμη να μπήξει πάλι τα κλάματα, γιατί ένιωσεν άλλη μια φορά παρατημένη.
 -“Όχι ή ναι; Διάλεξε κάτι επιτέλους“, το χαμόγελο πρέπει να του ‘χε φτάσει στ’ αφτιά, αν είχε χαμόγελο κι αφτιά δηλαδή.
     Η Ασκάρτη άρχισε να σιγοκλαίει, αλλά αναπήδησε καθώς ένιωσε μια ψυχρή πνοή αέρα να την αγγίζει στο μπράτσο. Ανατρίχιασε κι όπως δεν ήθελε και πολύ, άρχισε να λέει τα βάσανά της, ανάμεσα στ’ αναφυλλητά. Η πνοή στο μπράτσο της ζέστανε όσο την άκουγε κι απαλά την ενθάρρυνε, μέχρι που τα ‘πεν όλα. Τότε της ξαναμίλησε:
 -“Βέβαια, δε μου πες κάτι που δεν ήξερα, αλλά τουλάχιστον ξαλάφρωσες λιγουλάκι. Λοιπόν άκου με. Σταμάτα τώρα αμέσως τις κλαψες κι άκουσέ με!” ο τόνος ήτανε καταπραϋντικός, το άγγιγμα γλυκό, ζεστό κι ήρεμο, έτσι η κοπέλα έκανε ακριβώς ό,τι της είπε. “Τα πράματα τις περισσότερες φορές, είναι πολύ πιο απλά και πιο εύκολα, απ’ όσο μας φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Η μεγάλη θλίψη, όπως φυσικά κι η μεγάλη χαρά, είναι πάντα παραμορφωτικά φίλτρα. Συχνά μας ξεγελάνε. Βλέπεις… ο Οξαποδώς έχει πολλά πλοκάμια και πολλά πρόσωπα. Συνιστώ, κατ’ αρχήν, ηρεμία. Απόλυτην ηρεμία“.
 -“Ναι…”
 -“Κάμε αυτό που σου λέω και δε θα χάσεις…”, συνέχισε κάμποσο να της δίνει οδηγίες χαμηλόφωνα, που δε μπορέσαμε ν’ ακούσουμε δυστυχώς και μετά σώπασε τελείως. Τώρα θες ο κατευναστικός ήχος της φωνής, θες το ανάλαφρον άγγιγμα, η ζεστασιά της επαφής; Ποιός ξέρει; Πάντως κατάφερε να της μεταφέρει την αίσθηση πως δεν είχανε χαθεί όλα κι αυτή η σκέψη, σα πρώτο βήμα, έφερε μια σειρά αλυσιδωτών σκέψεων και λύσεων. Βέβαια κι από μόνον αυτή τη πρώτη σκέψη, χωρίς να το καταλάβει, η μικρή είχε περάσει στην απέναντι όχθη. Αυτή την όχθη που δε σε πιάνει τίποτα, σοβαρά. Τελικά, στο νου της σχηματίστηκε το πλάνο που θ’ ακολουθούσε και θα ‘λυνε τα προσωρινά προβληματάκια της…

 -“… και που λες κοριτσάκι μου, έτσι κατάφερε η Ασκάρτη του παραμυθιού μας, να ζήσει κι αυτή και το αγέννητο ακόμα κοριτσάκι της“.
 -“Ναι μα… καλέ μαμάκα, ποτέ δε μου λες αυτό το ωραίο παραμύθι ως το τέλος! Πώς τα κατάφερε“;
 -“Τώρα είναι αργά πια ματάκια μου γλυκά. Είναι ώρα για ύπνο. Αύριο θα σου πω, στο υπόσχομαι, το δίχως άλλο“.
     Η μικρούλα πήγε ν’ αντιδράσει:
 -“Μα… κάθε φορά το …ίδιο λες…”, αλλά αδύναμα, πολύ αδύναμα. Κατόπιν, όταν η καταπραϋντική επίδραση του αγγίγματος της μητέρας της έφτασε στα μύχια του είναι της, είχε κιόλας περάσει απέναντι.
     Όταν η μητέρα βεβαιώθηκε πως είχε κοιμηθεί βαθιά, βγήκεν από το δωμάτιο και πήγε στη κουζίνα, να φτιάξει ένα ζεστό. Έκατσε στη πολυθρόνα, κρατώντας το φλυτζάνι με τα δυο της χέρια, σα να εξαρτιόταν η ζωή της ολάκερη απ’ αυτό, και το ‘φερε στα χείλη…
   “Κάθε φορά γίνεται όλο και πιο δύσκολο, όλο και πιο πολύπλοκο, γαμώτη μου!” σκέφτηκε. Μα κάτι το ζεστό άγγιγμα, κάτι οι απαλοί κατευναστικοί ήχοι της νύχτας, κάτι οι μορφές που σχημάτιζαν οι αχνοί από το ζεστό της ρόφημα, την ηρεμήσανε τόσον, ώστε να διαβεί τη γέφυρα και να περάσει στην απέναντι όχθη.
   “Ο χρόνος λιγόστεψε κι αυτό πάντα επιστρέφει… πάντα…” πρόφτασε να πει πριν παραδοθεί ξανά…

Αρχές Φλεβάρη ’08

—————————————

Η Τελευταία Σύναξη

     Ήτανε καθισμένος όχι και πολύ αναπαυτικά, στο Γραφείο. Ακουμπούσε πάνω, λες και περίμενε τη μπαλωθιά του αφέτη, να τιναχτεί τρέχοντας προς κάποιον αόρατο στίβο, κάποιον αόρατο τερματισμό, σ’ αγνώστου μήκους απόσταση. Είχε μισοτακτοποιημένα, φακέλους, χαρτιά, υποθέσεις, υποθήκες, εντολές, χρεόγραφα, θυμητάρια… συμβάντα μιας ολάκερης ζωής.
     Ναι! Μιαν ολάκερη ζωή τη πέρασε Καπετάνιος, σε τούτο το Σκαρί και τώρα ήρθεν η ώρα της απόσυρσης. Πολύ καλή επιλογή λέξης: “Απόσυρση”! Ούτε “συνταξιοδότηση”, ούτε “αναχώρηση”, ούτε “παραίτηση”, ούτε τίποτ’ άλλο. Απόσυρση λοιπόν και μάλιστα χωρίς φανφάρες ή μπάντες να παιανίζουνε κατά την έξοδο. Μονάχος, με μια μικρή σεμνήν αποφώνηση -άλλη μια θαυμάσια επιλογή λέξης: “Αποφώνηση”, η δεύτερη σε λίγα λεπτά κι οι δυο τους εξαιρετικά περιγραφικές-, σε πολύ κλειστό κύκλο. Ολόκλειστο κύκλο, για την ακρίβεια!
     Συνέχισε να τακτοποιεί τα Έγγραφα. Όχι πως ήταν απαραίτητο δηλαδή, απλά συγκέντρωνε, νου και δυνάμεις, ώστε να μη τρεκλίσει στη πορεία προς την Έξοδο. Βαριόταν. Όταν τακτοποίησε σε βαθμό που του φάνηκε ικανοποιητικός, έγειρε πίσω στη πολυθρόνα κι επέτρεψε στον εαυτό του, ν’ ανάψει τσιγάρο και να προσπαθήσει να χαλαρώσει. Μπα! Τι το ‘θελε; Μνήμες ορμήξαν από παντού, να καταλάβουν εξ εφόδου, κάθε πιθανό κενό κομμάτι ενεργού νοός. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε…
     Ένα διακριτικό μα σταθερό χτύπημα στη πόρτα, τον επανέφερε στα εγκόσμια. Αδιάφορα και με προσπάθεια να φανεί σταθερή κι αυστηρή η φωνή, πέταξε: “Ποιος είναι” ξέροντας όμως εκ των προτέρων την απάντηση. Απάντησεν ο Αρχιθαλαμηπόλος. Λάθος επιλογή λέξης αυτή τη φορά. “Αρχιθαλαμηπόλος” δεν είν’ η σωστότερη προσφώνηση. “Ε αυτήν έχουμε για την ώρα” σκέφτηκε τσατισμένος στ’ αλήθεια. Δηλαδή πως αλλιώς θα μπορούσε να τον ονοματίσει;
     Όσο πίσω κι αν γυρίσει τη μνήμη, εκείνος ήτανε πάντα κει. Πάντα τόσο κοντά, όσον απαιτούσαν οι περιστάσεις κι οι ανάγκες του και πάντα τόσο μακριά, όσον απαιτούσεν η θέση κι οι κατά καιρούς συνθήκες. Είχεν έν’ άρτιο ένστικτο, να ξεχωρίζει τις μεν από τις δε. Ήταν αρωγός, συντρέχτης, σιωπηρός μάρτυς, αυστηρός και τίμιος κριτής, αδέκαστος κι αδιάφθορος σύμβουλος, μα το κυριότερο: Ήξερε τον ίδιο καλύτερα κι από τον ίδιο κι έπαιρνε πάντα τις άψογες θέσεις και τις σωστές αποφάσεις. Διακριτικός και πάντα ευθύς, άμεσος και για όλα τούτα, υπερπολύτιμος. Κι όσο για την …αμοιβή του… ας μη το συζητήσουμε καλύτερα!
     Ε λοιπόν, “Αρχιθαλαμηπόλος” δεν είναι δα κι η πιο επιτυχημένη προσφώνηση και ρε γαμώτο, πάντα ήθελε να ‘ναι προσεκτικός κι ακριβής σ’ ό,τι έλεγε. Ίσως υπέρ το δέον προσεκτικός και σκεπτόμενος… Συχνά είχε παραμείνει σιωπηλός, ενώ κρέμονταν από τα χείλη του, να πει κάτι, μια λέξη, μια μαλακισμένη έστω λέξη, για να λιώσει σα βούτυρο το τείχος πάγου, μεταξύ αυτού κι απέναντι. Κι αυτός είχε παραμείνει σιωπηλός. Γιατί έψαχνε να βρει τη καταλληλότερη λέξη, έχοντας απορρίψει με ταχύτητα αστραπής, δεκάδες ή κι εκατοντάδες λέξεων, σ’ όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις αξίας, που ακόμα κι τη χειρότερη απ’ αυτές να διάλεγε να πει, θα ‘χε πάρει μονάχος τη …πόλη!
     ‘Aλλοτε πάλι, ενθουσιασμένος, ευτυχισμένος και χαρούμενος, επιδιδότανε σε μιαν ακατάσχετη κι ανούσια ίσως φλυαρία και τότε…ω του θαύματος… διαπίστωνε, εκ των υστέρων δυστυχώς, πως θα ‘τανε προτιμότερο να ‘χε παραμείνει σιωπηλός. Ίσως γιατί σε κείνες τις φάσεις ήτανε που ‘πρεπε ή να σωπάσει ή να βρει τη καταλληλότερη, τη μοναδική ίσως σ’ όλο το κόσμο, λέξη να πει. Ανάποδος κόσμος, μα την αλήθεια μου!
     Λοιπόν “Αρχιθαλαμηπόλος” μπορεί να μην ήταν η καταλληλότερη λέξη, μα προσέγγιζεν αρκετά τη κατάσταση. Αν μάλιστα σκεφτούμε, πόσο χρόνο ξόδεψε να την ανασύρει μεταξύ χιλιάδων άλλων, τότε…
 -“Σε λίγο…” του απάντησε, “δώσε μου ένα τεταρτάκι… τακτοποιώ…” κι άφησε να αιωρείται η τελευταία λέξη.
 -“Καλώς” απάντησε πειθήνια, ήρεμα και διακριτικά, το Δεξί Του Χέρι! Μπα! Είναι περίφραση και μάλιστα όχι επιτυχημένη. Δηλαδή αν ήταν αριστερόχειρας; Τέλος πάντων… Γιατί ζήτησε χρόνο, αφού είχε τακτοποιήσει σχεδόν τα πάντα; Μάλλον χρειαζότανε λιγάκι ακόμα μοναχικό και σιωπηλό χρόνο!
     Έριξε μια ματιά ολόγυρα στο Γραφείο. Γραφείο; Χμ… όχι! Κέντρο Επιχειρήσεων Μονάδας! Περίφραση μεν, μα τούτη ‘δω επιβεβλημένη, κομψή και ταιριαστότατη! Το κάτω-κάτω, δεν ήτανε δα και φιλόλογος και πάλι καλά να λες! ‘Aναψε κι άλλο τσιγάρο με τη καύτρα του προηγούμενου, ήπιε μια τζούρα καφέ κι έκλεισε πάλι τα μάτια. Του κάκου! Δε μπορούσε να χαλαρώσει! Κατασπατάλησε το κερδισμένο χρονικό περιθώριο που γύρεψε, σε μια χαλαρή υπερδιέγερση αναμονής. Κολοπερίφραση μα… χέσε μέσα! Το χτύπημα στη πόρτα. Ο …Ιδιαίτερα Ειδικός Βοηθός & Σύμβουλος! “Σκατά κι απόσκατα“!
 -“Πέρασε“.
     Μπήκε με μιαν ήρεμη κι απλή ιεροτελεστία και στάθηκεν ήρεμος και θαρρετός απέναντι, σα να περίμενε κάτι. Ίσως πάλι και να ‘ταν ιδέα του. Δεν άντεξε αυτό το βλέμμα:
 -“Λοιπόν“;
 -“Πέρασα για να λάβω τυχόν οδηγίες της τελευταίας στιγμής, μήπως υπάρχουν αλλαγές ή νέες αποφάσεις” και σταμάτησεν ήρεμος. Ήξερε… κι οι δυο τους ξέρανε…
 -“Πολύ καλά έκαμες. Πάρα πολύ καλά, φίλε μου” σηκώθηκεν όρθιος, “τόσα χρόνια μαζί, κατά κάποιο τρόπο –κατά πολλούς τρόπους δηλαδή-…αχώριστοι, ακόμα κι αν ήμασταν σε μεγάλη απόσταση. Πολύτιμος και σωστός. Θα ‘θελα λοιπόν εσένα να σε δω πρώτον απ’ όλους τους άλλους. Να σε χαιρετήσω πρώτο και κατάλληλα. Έτσι όπως σου αξίζει” ένιωσε συγκινημένος με τις τελευταίες λέξεις.
     Ο άλλος έστεκεν ήρεμος. Ο Καπετάνιος πλησίασε, άπλωσε το χέρι και του ‘σφιξε με θέρμη το δικό του. Έπειτα, τόνε τράβηξε πάνω του και τον αγκάλιασεν αντρίκεια, χτυπώντας του τη πλάτη. Ο Αρχιθαλαμηπόλος δεν έδειξε να δυσαρεστείται, μήτ’ όμως έλιωσε κι από τον ενθουσιασμό. Ύστερ’ από λίγα δευτερόλεπτα, όσο διάρκεσε τούτος ο αντρίκειος εναγκαλισμός, οι δυο τους σταθήκανε πάλιν απέναντι. Ο Καπετάνιος εμφανώς συγκινημένος, ο Αρχιθαλαμηπόλος έδειχνε …καλά.
 -“Τόσα χρόνια στάθηκες δίπλα μου τίμιος και σωστός.” συνέχισε από κει που ‘χε σταματήσει. “Με συμβούλευες σωστά πάντα και το ‘ξερα, ακόμα κι όταν δεν άκουγα ό,τι πρότεινες. Με βοήθησες σωστά και με υποστήριξες πάντα σε τρίτους. Λειτουργούσες σαν εγώ, όταν εγώ έλειπα και χειριζόσουνα τα πάντα με σύνεση κι όταν έλειπα, ένιωθα πως ήσουν εσύ εδώ για μένα. Για όλα τούτα και για ένα σωρό άλλα που δεν είπα μα γνωρίζω, σ’ ευχαριστώ! Δε ξέρω τι άλλα να πω και τι θα μπορούσα να σου προσφέρω τούτες τις στιγμές, σ’ ένδειξη της βαθιάς μου υποχρέωσης κι εκτίμησης…”
 -“Δε χρειάζεται Καπετάνιε… Δεν έκανα παρά το καθήκον μου. Τίποτ’ άλλο… και μάλιστα αυστηρά και μόνον αυτόΩστόσο… ο καλός σου ο λόγος…” εδώ σταμάτησε κι ο ίδιος. Έδειξε να κομπιάζει στιγμιαία… μα …μόνο στιγμιαία κι έπειτα πάλι το …καθήκον πήρε τα ηνία: “Χρειάζεται κάτι άλλο ή όλα θα γίνουνε κατά πως σχεδιάσαμε“; Απλά ρώτησε για να σπρώξει πέρα τη δύσκολη στιγμή, ν’ αλλάξει θέμα και το κατάφερε θαυμάσια!
     Αμέσως η κουβέντα στράφηκε στην οργάνωση της τελευταίας αποφώνησης. Ο Καπετάνιος είχε καταστήσει σαφές πως δεν ήθελε παράτες και φανφάρες και μάλιστα είχε τονίσει ιδιαιτέρως πως δεν ήθελε καν εκπλήξεις. Αν κι ήξερε πως ήτανε περιττή η επισήμανση. Θα ‘βλεπε μόνο μερικούς από τους πιο σημαντικούς, υψηλόβαθμους κι εγγύς Αξιωματούχους του, με ζωτικές θέσεις στη Μονάδα κι αυτό ήταν όλο.
 -“Θέλεις να ρίξουμε μια ματιά στη λίστα, μήπως έχουμε ξεχάσει κάτι;” ρώτησεν ο Αρχιθαλαμηπόλος κι άνοιξε το χρυσόδετο ντοσιέ, κάνοντας πως κοιτάζει μέσα μ’ αμέριστη προσοχή.
 -“Αν και δε νομίζω να ‘χουμε ξεχάσει κάτι κι αποκλείω τη πιθανότητα σφάλματος, βρίσκω καλή την ιδέα σου φίλε μου” του ‘πε κλείνοντας το μάτι κι αμέσως μετά σκέφτηκε: “Δε θα τον αποκαλούσα ποτέ Αρχιθαλαμηπόλο μπροστά του” και χαμογέλασε… Έπειτα, όταν τελειώσανε τη μελέτη της λίστας, του ζήτησε να τον αφήσει για λίγο μονάχο. Όταν ο άλλος βγήκε, πήρε πάλι τη γνωστή του θέση στο Γραφείο κι άναψε τρίτο τσιγάρο.
     Πρώτος στη λίστα ήταν ο Υπεύθυνος Υποστήριξης & ΕΦοδιασμού Μονάδας. Μπορεί να μη πολυχώνευε τούτη την υπηρεσία, μήτε και τον Υπεύθυνό της, λόγω θέσης του, μα δε μπορούσε να παραγνωρίσει τη μεγάλη χρησιμότητα και των δυο. Δε τα ‘χε καταφέρει κι άσχημα… διόλου άσχημα…
     Μετά θα καλούσε τον Υπεύθυνο Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων Μονάδας. ‘Aλλη μια αχώνευτη ειδικότητα κι ανάγκη, μα για το λόγο αυτό καθώς κι επειδή ο φόρτος ήτανε σαφώς μικρότερος, του ‘χεν αναθέσει και την Οργάνωση Ψυχαγωγίας. Έτσι κατάφερε και γλύκανε το ρόλο του Αξιωματούχου του κι αυτός τα ‘χε καταφέρει θαυμάσια. 
     Έπειτα, σειράν έπαιρνε ο Υπεύθυνος Κίνησης Μονάδας. Επιφορτισμένος με τον σχεδιασμό μα και τις μεταφορές, για οιονδήποτε λόγο, μέσα κι έξω στη Μονάδα. Υλοποιούσε τις αποφάσεις κι έφερνε σε πέρας κάθε μετακίνηση, γι’ αναζήτηση ζωτικών πόρων ή κι ακόμα για διασκέδαση.
     Στη τέταρτη σειρά βρισκότανε ο Υπεύθυνος Συντήρησης Μονάδας. Πολύ ζωτική θέση κι ειδικότητα κι ο Υπεύθυνός του είχε σημαντική προσφορά. Πολλάκις, χωρίς καν τα κατάλληλα εργαλεία ή εφόδια, είχε κάνει θαύματα, κρατώντας τη Μονάδα “Ζωντανή” μέχρι τουλάχιστον το πλησιέστερο σημείο εφοδίων κι επισκευών.
     Τελευταίος ήταν ο Υπεύθυνος Οργάνωσης Πλάνων Επίθεσης-‘Aμυνας-Ηρεμίας Μονάδας. Ανάλογα τις περιστάσεις κι εκείνος είχε σταθεί στο ύψος του, με πολλή και σημαντική προσφορά. Ε δε μπορεί κανείς να πει… όλοι τους τα ‘χανε θαλασσώσει κατά καιρούς. Και πρώτος-πρώτος ο ίδιος! Μη ξεχνά κανείς πως τις διαταγές τις έδινε εκείνος, ο Πρώτος Καπετάνιος. Αυτοί απλά τις υλοποιούσανε. Έπειτα υπάρχει και μια λογική …αστοχία του συστήματος!
     Θα τους καλούσε όλους, έναν-ένα και θα τους απεύθυνε το σύντομο λόγο-χαιρετισμό που ‘χε σκεφτεί. Για το καθένα τους, θα ‘τανε και λίγο διαφοροποιημένος, ανάλογα με το ποιόν, τις δυνατότητες και τη θέση τους στο Σκάφος. Η κεντρική ιδέα πάντως θα ‘ταν ίδια πάνω-κάτω. Στο τέλος θα τους έσφιγγε το χέρι και θα τους χάριζε σαν θυμητάρι, από ένα κομψό και σχετικώς ακριβό ρολόι. Πιότερο συμβατικό και συμβολικό δώρο, παρά η αξία του…
     Μετά, όταν θα ‘χε φύγει κι ο τελευταίος, θα ‘ρχοταν ο Αρχιθαλαμηπόλος με τα Κλειδιά. Ο Υπεύθυνος εκείνος, ο Κάτω Του Καπετάνιου. Το πρόσωπο κείνο που ενορχήστρωνε όλες τις ενέργειες, μετέφερε τις εντολές στους υπόλοιπους κι εν γένει αποτελούσε τον ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ αυτού κι όλου του υπόλοιπου Σκάφους γενικότερα! Το πρόσωπο κείνο που μπορούσε να διατάζει όταν έλειπεν ο ίδιος. Το …α/α του. Θα ‘ρχοτανε με τα Κλειδιά και τα Σπίρτα. Θα χαιρετιόνταν ακόμα μιαν επίσημη φορά, -χωρίς πολλά πολλά τούτη τη φορά- θα επέβλεπε τη τακτοποίηση των Εγγράφων και το Κλείδωμά τους προσεχτικά στους αναλογούντες ξύλινους Φοριαμούς, με τα ενδεικτικά ταμπελάκια στοιχείων κι ημερομηνιών, προσεκτικά και μεθοδικά κολλημένα σ’ εμφανές μέρος, πάνω τους. Θα ‘ταν εκείνος που θα ‘βαζε τη Φωτιά και θα βγαίναν ήσυχα-ήσυχα έξω. Θα ‘ταν εκείνος που θα κλείδωνε τη Πόρτα του Γραφείου -του Κέντρου Επιχειρήσεων Μονάδας- που ‘γραφε πάνω, με χρυσομπρούτζινα καλλιγραφικά γράμματα, τ’ όνομά του και τις δυο ημερομηνίες της Υπηρεσίας του -αρχή και τέλος.
     Κι ενώ ο Καπετάνιος θ’ απομακρυνόταν αργά, με βήμα στρωτό και περήφανο, θ’ άκουγε τη τελετουργική φράση του Αρχιθαλαμηπόλου, συνοδευμένη από τη κλαγγή των ταυτόχρονων χαιρετισμών των Αξιωματούχων που θα παρουσίαζαν όπλα, με θλιμμένο βλέμμα καρφωμένο πάνω του, ακολουθώντας τη κίνησή του:
 -“Ουδείς άλλος πλήν εσού δύναται νά εισέλθη διά τής Πύλης αύτης, διότι η Πύλη αύτη προωρίζετο αποκλειστικώς δι’ εσέ. Τώρα θά τήν κλείσω“!

Μάρτης 2005

——————————————-

Κατασκευή

     Εδώ και κάμποσο καιρό, μαλώνω με τον μηχανικό, που ‘χε την ατυχία ν’ αναλάβει να φέρει σε πέρας ένα τρομερά δύσκολο -όπως αποδείχτηκε, προς μεγάλην απογοήτευσή του- έργο: Να φτιάξει τη νέα μου μόνιμη κατοικία! Μήνες ολάκερους ταλαιπωρείται και ταλαιπωρεί -όσο τούτον είναι δυνατό- κι εμένα. Μα είναι τόσον ηλίθιος ο κακομοίρης… Κι όσο σκέφτομαι πως τον επέλεξα γιατί ήτανε, μαθές, ο καλύτερος. Δε τολμώ καν να φανταστώ πως θα μπορούσε να ‘ναι ο …μεσαίος του είδους. Χα!
     Τώρα για να ‘μαι ειλικρινής, δε μπορώ να υποστηρίξω, σε καμιά περίπτωση, πως αυτό που γυρεύω είναι κάτι εύκολο, μα …σιγά! Αν ήταν όλα εύκολα τότε τι διάλο τα θέμε τ’ άριστα πτυχία; Δε θα μπορούσα και με τα μισά λεφτά να κλείσω κάποιο μέτριο και να κάνω κει δα ένα σπιτάκι, ένα κοτετσάκι δηλαδή, για να στεγάσω μιαν οικογένεια πουλερικών κι όξω από τη πόρτα; Ε όχι κύριε! Όχι! Σου αρνήθηκα ή σου παζάρεψα εγώ την αμοιβή σου; Όχι! Παραπονέθηκα ή παζάρεψα το ύψος του τελικού συνολικού κόστους; Όχι! Μπράααβο! Τότε θα κάνεις αυτά που ζητώ ή θα αρνηθείς τη κατασκευή, πάει και τέλειωσε! Χα!
     Αυτό έλειπε. Όμως τι κάθομαι και φλυαρώ; Συγνώμη που με τη ταραχή που με συνεπήρε, δε σας συστήθηκα πρώτα. Είμαι ο Κάρολος-Ευθύμιος Παστραντζόγλου ο Γ’! Εεε είν’ αλήθεια πως κατάγομαι από μεγάλο τζάκι. Δουλειά σας παρακαλώ! Ε λοιπόν θα το μολογήσω, γιατί όχι άλλωστε; Η τύχη κι ο μόχθος των προγόνων μου, -από τους πιο παλιούς, μέχρι και τους …μόλις πριν- τα φέραν έτσι, ώστε η τωρινή μου περιουσία να ‘ναι κολοσσιαία! Μόνο… να χαρείτε… μη μου ζητάτε λεπτομέρειες παρακαλώ. Δε ξέρω να μιλώ και πολύ άνετα, με αριθμούς. Το σχολείο μου ‘φερνε νύστα. Η νύστα μου ‘φερνε ύπνο και μετά τον ύπνο, γουργούριζε η κοιλίτσα μου και … Ελάτε μωρέ τώρα! Τι να ‘κανα στο σχολείο; Σιγά! Λεφτά δόξα τω Θεώ είχα, ό,τι γουστάριζα το ‘χα, δε μου ‘λειψε ποτέ τίποτα κι όλα τούτα χωρίς καν τον παραμικρό κόπο. Οπότε… Τελικά οι δικοί μου από ντροπή μάλλον, πληρώσανε και πήρα τσάτρα-πάτρα, κει δα έν’ απολυτήριο κι όξω από τη πόρτα. Όχι τίποτ’ άλλο, μα έστω κι από γινάτι. Χμμ… τι έλεγα; Ααα ναι… για τον μηχανικό.
     Καθίκι! Φανφαρόνος και μου το παίζει σπουδαγμένος κι έτσι! Εϊ, που ‘σαι φίλε; Εδώ να σε δω! Φοβάμαι πως δε γίνομαι κατανοητός. Γι’ αυτό ας πάμε πάλι πίσω. Σας είπα πως με λένε και πως είμαι πάμπλουτος και σίγουρα θα σας λέει κάτι τ΄όνομά μου, αν όχι, δε σας αδικώ. Φταίει που όλοι μας -πρόγονοι κι εγώ- θελήσαμε να κρατηθούμε στη σκιά. Τι θα ‘χε να μας προσφέρει δηλαδή η δημοσιότητα; Τίποτα! Αντίθετα, ίσως και να μας …έπαιρνε… Τέλος πάντων, όλα στην ώρα τους. Μένουμε λοιπόν, στη πιο ακριβή, πλούσια κι αριστοκρατική συνοικία της πρωτεύουσας, σ’ ένα σπίτι, όμοιο παλάτι, που σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανακαινίζεται κι αναπαλαιώνεται. Ο εκάστοτε ηγέτης του οικόσημού μας, προσέθετε κι από κάτι όμορφο, κομψό και ταιριαστό, έτσι ώστε το σπιτάκι μου να ‘ναι το πιο σπουδαίον αρχιτεκτονικόν επίτευγμα του κόσμου. Ε καλά… ίσως να ‘μαι κάπως υπερβολικός, αλλά θέλω απλά να δώσω έμφαση στα λεγόμενά μου.
     Λοιπόν; Ποιο είναι το πρόβλημα; Με το σπιτάκι μου κανέν απολύτως. Τότε γιατί σας τα λέω; Γιατί θεωρώ τον εαυτό μου τελείως στόκο και καθώς είμαι ο τελευταίος της γενιάς μου, δε βλέπω το λόγο να πειράξω -και να κάνω καμιά μαλακία- τούτο το μνημείο. Έπειτα, θέλω βρε αδερφέ να φτιάξω το δικό μου εξοχικό σπιτάκι, σ’ ένα θαυμάσιο παραλιακό, ήσυχο μα και με …φασαρία μέρος. Εντόπισα τον χώρο και τα συνεχόμενα οικοπεδάκια -απροπό, αλήθεια τι μικρά που τα κόβουνε τα οικόπεδα ρε γαμώτο- και τ’ αγόρασα. Δεν ήταν όλα για πώληση μα … ας είναι καλά οι …”άκρες” μου κι η “πειθώ” των ανθρώπων μου. Τέλος πάντων, άχρηστες κι επικίνδυνες λεπτομέρειες. Αφού βρήκα τον χώρο, έφτιαξα στο υγιέστατο μυαλό μου ένα θαυμάσιο σχέδιο για το σπιτάκι μου κι απόμενε πλέον μόνο να βρω μηχανικό. Επειδή όμως είχα καταλάβει πως αυτό που ‘θελα ήτανε κομματάκι δύσκολο, έπρεπε να βρω, όχι απλώς ένα μηχανικό μα τον καλύτερο του είδους. Ε! αυτό κι έκανα!
     Όταν ήρθε να με δει, χαμογελαστός και λαμπερός, τονε κέρασα ό,τι γουστάρισε, του μίλησα όσο πιο καλά μπορούσα για το τι θέλω απ’ αυτόν και του γύρεψα να μου κάνει μερικές μελέτες. Στιγμή δεν ανέφερα θέμα χρημάτων κι όταν μου ‘κανε διακριτικά -και καλά- νύξη, άφησα σαφέστατα να εννοηθεί πως δεν υπήρχε θέμα χρημάτων, παρά μόνο να πετύχω κείνο που θέλω κι ονειρεύομαι.  Εκείνος στην αρχή συνοφρυώθηκε, κοίταξε πιο προσεκτικά το χαρτί με τις οδηγίες που του ‘χα δώσει κι όταν τελικά πίστεψε πως κατάλαβε, έφυγε χαμογελαστός, όπως ήρθε. Κατάλαβε; Χα!
     Σιγά ρε παιδιά! Έχω ακούσει κι έχω δει μάλιστα προσωπικά, πως υπάρχουνε προγράμματα στο πισι, που σου κάνουν όλη τη δουλειά, σχέδια και τα ρέστα. Σιγά λοιπόν τον πολυέλαιο! Δε κάνουνε δα και τίποτε σπουδαίο και κοπιαστικό. Σκεφτείτε παλιότερα που ‘πρεπε να γενούν όλα με το χέρι. Ολάκερα νυχτοήμερα με χάρακες, διαβήτες και τα ρέστα και …τέλος πάντων σε μια βδομάδα μου ‘ρθε κουνιστός και λυγιστός και χαμογελαστός! Κρατούσε μερικά ρολά χαρτί και …καλύτερα να μη σας πω. Μαντέψτε και κάτι.
     Τη δεύτερη φορά περάσανε δυο βδομάδες και κάτι για να ξαναφανεί και τούτη τη φορά ήρθε πιο συμμαζεμένος -προς τιμή του- μα και πάλι συγκρατημένα αισιόδοξος. Έτσι, τούτη τη φορά, συνεκτιμώντας παρουσία και εμφάνιση, αλλά -ας πούμε- και προσπάθεια, δε τονε κλώτσησα. Απλά τον έστειλα στο διάλο. Όχι τι νομίζετε!
     Τη τρίτη φορά, κόντεψε μήνας, μπήκε με βλέμμα αγωνιώδες κι ανήσυχο, αλλά πάλι μέσα του κρυφόκαιγεν η ελπίδα πως κάτι είχε καταφέρει. Όταν τέλειωσε να μου αναλύει δυνατότητες, ιδέες και να μου δείχνει σχέδια και προοπτικές και τα ρέστα…. ξέρετε… του ‘πα με συγκρατημένη οργή και με προσποιητό -με κόπο είν’ αλήθεια- χαμόγελο: -“Μπράβο αγόρι μου! Κορυφαίε των κορυφαίων, μηχανικέ! Νομίζω πως τώρα κάτι έχεις αρχίσει και παίρνεις χαμπάρι. Είμαι λοιπόν σίγουρος, πως την επόμενη φορά που θα ξανάρθεις, ίσως να ‘σαι κοντά και να ‘χεις μια πιο συζητήσιμη δουλειά.” Αποσβολώθηκεν ο καημένος! ‘Ανοιξε το στόμα του να πει κάτι μα σαν είδε να σφίγγω τα δόντια, το …κατάπιε.
     Τη τέταρτη φορά, μετά δυο μήνες περίπου, ήρθε σα χεσμένη γάτα και πραγματικά είχε κάνει εντυπωσιακή δουλειά. Ααα όχι, θέλω να ‘μαι τίμιος -αν και δε μου χρειάζεται δηλαδή. Λεφτά και δύναμη έχω. Όμως για να λέμε τα σύκα-σύκα, όλες του οι δουλειές ήταν εξαιρετικές, με αποκορύφωμα τούτη. Του το ‘πα μάλιστα τίμια και παρακαλώ ρωτήστε τον. Αλλά πρόσθεσα επίσης και τη φράση που του πάγωσε το αυτάρεσκο χαμόγελο που ξεκινούσε ν’ αναδυθεί: -“… Αλλά… απλά… δεν είν’ αυτό που εγώ ζητώ και δε σκοπεύω να υποχωρήσω“. Έφυγε πάλι προβληματισμένος, αφού έκατσα και του ξαναεξήγησα μερικά πραματάκια και πρόσθεσα στο τέλος πως θα του ‘δινα μιαν ακόμα ευκαιρία. Όχι παίζουμε! Σιγά μη περιμένω ένα χρόνο τον κύριο… Παπάρα! Χα!
     Τώρα έχει περάσει κανά δίμηνο κι ακόμα δεν έχει φανεί. Δεν ανησυχώ! Θα ‘ρθει σα δαρμένο σκυλί κι εσείς πτωχοί προλετάριοι του νου, δοξάστε με! Εγώ ο αγράμματος, τεμπέλης… Ααα!… δε σας είπα πως δεν εργάζομαι; Πως δεν εργάστηκα ποτέ μου μιας και δε μου χρειάστηκε ποτέ… Λοιπόν τι έλεγα; Α ναι… έ λοιπόν εγώ ο στόκος, σας τον έκανα τον πανέξυπνο και μορφωμένο μηχανικό να τρέχει και να μη φτάνει… Όχι παίζουμε! Χα!
     Λοιπόν ποιο είναι το πρόβλημά μου; Εεε ξέρετε… Ας το πάμε πάλι πίσω. Θυμάστε που σας έλεγα πως ήμουν όλο μαμ και νάνι; Ε… με τα χρόνια έγινα κάπως… εεε πως να το πω;… παχουλός… Όχι πως υπήρξε πρόβλημα στην αρχή. Όχι… όχι… Θέλω να ‘μαι ειλικρινής. Στο σχολείο, μόνο μια φορά -και τούτο στις αρχές- τόλμησε κάποιο παιδάκι να με πειράξει. Θυμάμαι, είχα πληγωθεί πολύ τότε, γιατί με κοιτάζαν όλα τ’ άλλα παιδάκια κι εγώ ντράπηκα. Τέλος πάντων, το ξέχασα κι όλα συνεχίστηκαν ομαλά μέχρι το μεσημέρι που γύρισα σπίτι, με τη λιμουζίνα του μπαμπά. Η μαμά στο τραπέζι με ρώτησε πως είχα περάσει τη μέρα μου στο σχολείο, όπως κάθε μαμά φαντάζομαι κι όπως κάθε μέρα. Εγώ πάντα τίμιος και σωστός παιδιόθεν, της είπα πως βαριέμαι τα ίδια και τα ίδια. Εκείνη η καημένη με μάλωσε τρυφερά, με πήρε αγκαλίτσα κι όλο μου ‘λεγε πως έπρεπε να γίνω σπουδαίος και τα ρέστα, πράμα βαρετό, μπούρου-μπούρου μες στο αφτί μου. Αχ τη καημένη τη μαμά. Νομίζω ήτανε το μόνο της ψεγάδι. Ε τι πιστεύετε δηλαδή; Τώρα δεν είμαι …σπουδαίος; Μια κουβέντα να πω κι όλη η χώρα θα πάψει ν’ …ανασαίνει! Χα!
     Εκεί λοιπόν που με κρατούσεν αγκαλίτσα και με κανάκευε, ένιωσα την ανάγκη να υπερασπιστώ τη θέση μου και φυσικά με το παιδιάστικο μου στυλ:
 -“Μαμάκα, το μάθημα μου φέρνει νύστα και …σιγά τα σπουδαία… αν είναι να σε πειράζουνε και τ’ άλλα παιδιά…” Συνοφρυώθηκεν αμέσως.
 -“Ποιος σε πείραξε μωρό μου;” με ρώτησε μειλίχια. Ξεθάρρεψα τότε και δε ξέρω… ίσως πίστεψα πως αν πω τι μου συνέβη και βάλω και μπόλικη σάλτσα, ίσως πετύχω το στόχο, να μη ξαναπάω σχολείο δηλαδή και να παίζω όλη μέρα. Έτσι είπα μεγαλοποιημένα τα καθέκαστα, παρ’ όλο που όσο θυμάμαι και τώρα, δεν ήτανε δα και τίποτα σπουδαίο, μα ο σκοπός μου σίγουρα, το ορκίζομαι, δεν ήταν εκδίκηση. Η μαμά μ’ άκουσε με προσοχή, συνεχίζοντας να με κανακεύει και να με χαϊδευει, χωρίς να πει τίποτα, πέρα από μερικές συνηθισμένες νουθεσίες και τα ρέστα. Έπειτα μ’ έστειλε να διαβάσω, γιατί είχε …δουλειά. Κρίμα! Προτιμούσα την αγκαλίτσα ή το παιχνίδι ή τον ύπνο, μα άντε πέστο αυτό στη μαμά! Τον μπαμπά δε, τον έβλεπα εξαιρετικά σπάνια.
     Την άλλη μέρα λοιπόν που πήγα σχολείο, τίποτε δεν είχεν αλλάξει μέχρι το πρώτο διάλειμμα. Με το που χτύπησε το κουδούνι για μέσα, με κάλεσεν ο κυρ-δάσκαλος στην έδρα. Α όλα κι όλα! Μπορεί να ‘μουν ο πιο στόκος όλων των εποχών μα ο κυρ-δάσκαλος -Θεός σχωρέστονε- μου φέρθηκε μειλίχια που αν είχα τον Αϊνστάιν συμμαθητή, να ‘χε βάλει τα κλάματα από ζήλεια. Μου είπε λοιπόν ο κυρ-δάσκαλος, μπροστά σ’ όλη τη τάξη, πως ολάκερο το σχολείο κι ο ίδιος προσωπικά, μου ζητάνε συγνώμη για τη συμπεριφορά κείνου του παλιόπαιδου -που ειρήσθω εν παρόδω, ήταν από τους πιο καλούς και πιο φτωχούς μαθητές- και πως κανείς ποτέ δε θα με ξαναπειράξει. Γι’ αυτό μου είπε να συνεχίσω τη καλή μου προσπάθεια να γίνω… σπουδαίος. Χα!
     Μη σας πω τι του ‘κανε του άλλου μετά: Τονε φώναξε και του άλλαξε τον αδόξαστο στο ξύλο, -πράμα που …περιέργως και νοσηρά εντελώς, τότε, μου είχε αρέσει πολύ, είχα νιώσει ρίγη σ’ όλο μου το κορμί. Μαντεύετε τη συνέχεια; Αντί να γίνω μισητός, όπως είχα σκεφτεί αρχικά, γέμισα… φίλους και φίλες. Ακόμα κι εκείνος που τις άρπαξε ήρθε και μου ‘γλυψε το χέρι. Από κει και πέρα είχα πολλά και καλά φιλαράκια, είχα τον απόλυτο σεβασμό, τον έλεγχο των πάντων και… προβιβάσιμους βαθμούς. Θυμάμαι μια φορά που -δε ξέρω κι εγώ τι μ’ είχε πιάσει- είχα κέφια κι είχα ψιλοδιαβάσει στο μάθημα, ο κυρ-δάσκαλος -Θεός σχωρέστονε- κόντεψε να χεστεί πάνω του από τη χαρά και την έκπληξη! Μου ‘βαλε, είπε, δέκα με τόνο, πράμα σπάνιο για κείνον ακόμα και σε παιδιά που ‘χαν υπόβαθρο και που πολύ-πολύ κοπιάζανε.
     Εκεί λοιπόν είχα πάρει δυο πολύ μεγάλα μαθήματα στη ζωή μου, για το πως να γενώ σπουδαίος. Η δύναμη που σούρνεις πίσω, σε κάνει επιθυμητό κι όχι απαραίτητα η αξία σου. Το άριστα για σένα θα ‘ναι πιο εύκολο απ’ ό,τι σ’ άλλους. Ήτοι, δε χρειάζεται να μοχθώ κι απόδειξη είναι που τέλειωσα το σχολείο χωρίς να κοπιάσω και ποτέ μα ποτέ, παρ’ όλο που ‘μουν άτακτος, δεν έτυχα της παραμικρής έστω νύξης για τιμωρία! Σπουδαίο ε; Χα!
     Έτσι λοιπόν, μεγαλώνοντας, μεγάλωνε μέσα μου κι η περιέργεια, που δε μπορώ να την αιτιολογήσω επακριβώς. Ήθελα να δω και να μάθω δηλαδή, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να μου φέρει κάποιος αντίρρηση σε κάτι. Αταξίες έκανα; Όλα καλά! Φερόμουν άσχημα; Παρέμενα αγαπητότατος! Για λεφτά δε χρειαζότανε να κοπιάσω, μήτε καν να κουβαλώ πάνω μου. Για παρέες και κορίτσια, ούτε λόγος: Δε κόπιασα ποτέ μήτε κει. Έτσι, -ευτυχώς- δε χρειάστηκε να καλλιεργήσω τρόπους, τεχνικές, τεχνάσματα κι ένα κάρο ερωτικά τερτίπια του κερατά. Κι αν αυτό, τώρα που ‘μαι πια κάπως έμπειρος, μου λέει κάτι, μη ξεχνάτε πως τότε ήμουνα μικρός. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν είχα κανένα λόγο να φροντίζω, εδώ που τα λέμε, τη δίαιτα για τη σιλουέτα μου. Ύπνος και φαΐ είν’ ό,τι καλύτερο! Οι πρώτες απολαύσεις! Το σεξ; Ε … έτσι κι έτσι. Δε μου λέει και πολλά εκτός… Τέλος πάντων! Όσο για διασκεδάσεις. δε μου λείψανε και ποτέ. Αχ να ξέρατε τι θα ‘θελα για να το διασκεδάσω αφάνταστα… αλλά καλύτερα ας μη πω για τις φαντασιώσεις μου και σας μπερδέψω μ’ άλλα.
     Έλεγα λοιπόν πως ναι είμαι κάπως παχουλός, ειδικά μετά την εφηβεία. Στρατό δε χρειάστηκε να πάω, οπότε δε ξέρω να πω. Έτσι λοιπόν καθώς είμαι παχύς, είμαι και πολύ βραδυκίνητος.. Βέβαια τούτο δεν είναι πρόβλημα σε κανονικές συνθήκες, αλλά …να … φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ! Δε ξέρω πότε ακριβώς ξεκίνησε τούτο. Γενικά νιώθω βαρεμάρα και φόβο. Νομίζω πως αν κλείσω τα μάτια μου και κοιμηθώ -που μ’ αρέσει τόσο πολύ- θα μπει κάποιος μέσα για να με κλέψει και θα με δείρει ίσως, ίσως μάλιστα και με σκοτώσει. Όχι τίποτ’ άλλο μα δεν έχω περάσει ακόμα τα τριανταπέντε, δεν έχω προλάβει να ζήσω, ρε γαμώτο.
     Έτσι λοιπόν το πρόβλημα είναι στο πατρικό μου. Έχω μπράβους, έχω βάλει σύστημα συναγερμού τέλειο, έχω τέλεια εκπαιδευμένα σκυλιά και καλά θωρακισμένα πορτοπαράθυρα, μα δε νιώθω ασφαλής. Για να το κάνω ασφαλές φρούριο θα πρέπει να κάνω ένα σωρό παρεμβάσεις που σίγουρα θα χαλάσουνε το προγονικό τούτο μνημείο. Δε θα το ‘θελα τούτο με τίποτα. Όχι κύριε, όχι εγώ! Είμαι ο τελευταίος του ένδοξου ονόματος Παστραντζόγλου και μετά από μένα το …χάος. Δε σκοπεύω να παντρευτώ, μα και να το ‘κανα, δεν είχα κανέναν απολύτως σκοπό να κάνω παιδιά. ‘Αλλωστε δεν υπάρχει …κατάλληλη για ένα σπουδαίο σαν κι εμένα. Έτσι σαν τελευταίος κι ο μόνος μάλιστα που δεν έκανε καμιά σπουδαία παρέμβαση στον Οίκο μας, βρήκα τη λύση να φτιάξω κάπου αλλού, κάτι μνημειακό κι ασφαλές και τέλειο σε κάθε τομέα. Υπέρτατη ασφάλεια ακόμα και σε πυρηνικό πόλεμο, λειτουργικότητα που δε σου δένει χέρια και πόδια και φυσικά εύχρηστο για ένα παχουλό σαν κι εμένα, να μπορώ να δέχομαι κόσμο και να τονε θαμπώνω με τα σαλόνια μου και φυσικά όλα τούτα να συνάδουνε με την αρχιτεκτονική τελειότητα, όσο αυτό είναι δυνατό και να δένει το σπιτικό μου με το περιβάλλον του. Ε δε ζητώ δα και τίποτα σπουδαίο ή πολύπλοκο. Είμαι τόσον ευάλωτος, -ειδικά από τότε που δε μπορώ να κινηθώ εύκολα, μοναχός μου-, όσο και σπουδαίος. Μπορώ ν’ αγοράσω τα πάντα και δε με νοιάζει σχεδόν τίποτα. Τι ζητώ δηλαδή; Τελικά, ώρες-ώρες, είναι πολύ σκληρή μαζί μου η ζωή! Φοβάμαι… φοβάμαι πολύ… Να τώρα που τα λέμε… σα ν’ ακούω ένα παράξενο θόρυβο…
     Και κάτι ακόμα τελευταίο: Έτσι όπως έχω αποτραβηχτεί από τον κόσμο, γιατί τονε βαρέθηκα, -τονε βαρέθηκα μωρέ… τους βαρέθηκα όλους… όλες… κι όλα…- έτσι όπως έχω παχύνει τελευταία, όπως έχω αφήσει μαλλιά και γένεια, ξέρω πως κανείς δε θα με γνωρίσει. Θέλω λοιπόν στο σπίτι μου, όταν είμαι μοναχός μου κι έχω σηκώσει κάθε συναγερμό ασφαλείας κι έτσι κανείς δε θα μπορεί να μπει, να μπορώ να ‘χω έναν μυστικόν υπόγειο κόσμο, ολόδικό μου κι από κει μιαν εύκολη έξοδο/είσοδο στους αγρούς, που να μη φαίνεται από τους άσχετους και να μη μπορεί να τη βρει ποτέ κανείς. Βλέπετε τώρα τα τελευταία χρόνια, έχω βρει μιαν αρκετά ενδιαφέρουσα άτακτη απασχόληση και μου αρέσει να επιδίδομαι κρυφά σ’ αυτή. Μάλιστα, όσο πιο συχνά τη κάνω, τόσο πιο πολύ μου λείπει, τόσο πιο πολύ τη θέλω. Δε μίλησα γι’ αυτή στον μηχανικό. Για την …απασχόληση λέω!
     Ελπίζω τούτη τη φορά που θα ‘ρθει, να ‘χει φτιάξει κάτι της προκοπής, γιατί δεν έχω και πολύ χρόνο για χάσιμο και θ’ αναγκαστώ να ενδώσω σ’ ημίμετρα. Πεινώ πολύ ξέρετε… κι έχω καιρό να …φάω το φαΐ που πραγματικά λαχταρώ! Αχ!

Μάης 2005
—————————-
   3/11/2005Σημερινή είδησηΟι ΗΠΑ κατηγορούνται (CIA) πως διατηρούνε μυστικές φυλακές στην Ανατολική Ευρώπη. Η είδηση ούτε διαψεύδεται, ούτε κι επιβεβαιώνεται. Πρόκειται για …”Μαύρες Φυλακές” όπου κει μέσα κρατάν ανθρώπους με την υποψία πως είναι τρομοκράτες και δεν τους επιτρέπουνε καν δικηγόρο, επικοινωνία, δίκη και φυσικά ελευθερία. Οι φυλακές αυτές διατηρούνε κώδικες επικοινωνίας και μεταξύ τους, αλλά και με τη Μητέρα Πατρίδα, είναι δε καλοκρυμμένες και καμουφλαρισμένες.
———————————————

Τα Βοσκοτόπια Της Θλίψης

     Η συνεδρίαση είχεν ανάψει για τα καλά. Το “Μέγα Συμβούλιο Των Γερόντων” -με προεξάρχοντα τον “Σεβάσμιο Γέροντα”-, ήτανε σε μεγάλο αδιέξοδο. Δε μπορούσανε να βρούνε -τουλάχιστον προς το παρόν- μια στρωτή, σωστή, βιώσιμη και με κάπως μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λύση, σ’ ένα μεγάλο πρόβλημα, που ‘χε ωστόσο, εντοπιστεί από καιρό. Πάρα πολύ καιρό, πριν… Τόσο που ακόμα κι οι μεγαλύτεροι, από τους παρισταμένους, δεν είχανε καν γεννηθεί κι ας μετρούσε ήδη πολλά χρόνια ζωής, ακόμα κι ο μικρότερος εξ αυτών.
     Τόσα χρόνια και λύση δεν είχε βρεθεί… Φυσικά! Γι’ αυτό ήτανε και μεγάλο το πρόβλημα… Είχανε μάλιστα εντοπίσει με μεγάλη ακρίβεια και το χρονικό σημείο, που ‘κείνο θα ‘τανε πλέον βρόχος για τους Ηγέτες, αλλά και τον ίδιο τον “Εκλεκτό Λαό”. Είχανε τη δύναμη, τις δυνατότητες και τα μέσα, ν’ αντιμετωπίσουνε σχεδόν κάθε πρόκληση, άμεσα, καίρια κι αποτελεσματικά! Εεεε… σχεδόν… τελικά, όπως αποδείχτηκε.
     Η τροφοδοσία από τις Κάτω Γαίες, μειωνόταν αισθητά, όπως είχε αρχίσει να μειώνεται, εδώ και πάνω από διακόσια πενήντα χρόνια κι αυτό είχε προβλεφθεί ακόμα παλιότερα. Μπορεί να μην αποτελούσε ζωτική έλλειψη τότε, μα είχαν εντοπίσει πως θα ‘φτανε και χρονική στιγμή, -όπως τώρα- που θα ‘στεκε απειλητικά, πάνω από τα σοφά κεφάλια τους η πείνα. Σε περίπου πενήντα χρόνια, πάνω-κάτω, δε θα επαρκούσε πλέον η ζωτική τροφή και τούτο, με την πιο υπεραισιόδοξη -αστήρικτα υπεραισιόδοξη, κατά τα συνήθη- πρόβλεψη. Γιατί καιροί κι καταστάσεις είχανε δείξει πως θα χειροτερέψουνε τα πράματα και μάλιστα με πολύ πιο ταχύ ρυθμό, απ’ ότι μέχρι σήμερα.
     Διακόσιες εξήντα οχτώ τέτοιες μεγάλες, ετήσιες συνεδριάσεις δεν είχανε φέρει αποτέλεσμα. Μόνο κάτι πρόσκαιρες λύσεις, μα, όπως είναι γνωστό, τούτες, απλά μεταθέτανε το πρόβλημα, μάλιστα, συνήθως μεγεθυμένο. Όχι! Χρειαζότανε δυνατή, βιώσιμη και μακροπρόθεσμη λύση. Πράγμα που φαντάζει πλέον ανέφικτο!
     Η σκέψη να ελεγχθεί ή να σταματήσει προσωρινά ή και να μειωθεί ακόμα, ο πληθυσμός του “Εκλεκτού Λαού”, είχεν εγκαταλειφθεί, έστω κι όχι αβασάνιστα. Δεν ήτανε λύση, απλά θα κερδίζανε καιρό. Αν και τώρα πια, τόσα χρόνια έπειτα, από τη πρώτη φορά που ‘χε πέσει σαν ιδέα, μέσα στον ίδιο αυτό χώρο, πάλι έπεσε βουβαμάρα, καθώς ακούστηκε ξανά. Πρόταση που ‘χε γίνει φόβητρο κι οι καλύτεροι υπολογισμοί έλεγαν πως: αν μειωνόταν ο ρυθμός αύξησης, θα κερδίζανε πενήντα χρόνια ακόμα λιτής ευμάρειας, αν σταματούσε εντελώς η αύξηση, άλλα εβδομήντα, κι αν μειωνόταν ο πληθυσμός, κατά το ένα τέταρτο, θα κέρδιζαν άλλα εκατό, ίσως εκατόν είκοσι χρόνια. Όλα τούτα φυσικά με τις καλύτερες συνθήκες!
     Οι ένθερμοι της ιδέας ετούτης, υποστήριζαν ότι, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, θα μπορούσανε να βρούνε μιαν οριστικότερη λύση ή ίσως το πράμα να ‘φτιαχνε μονάχο του. Αυτό δεν ήταν απίθανο να συμβεί ίσως, απλά είχε απειροελάχιστες πιθανότητες. Αν όμως συνέβαινε, θα μπορούσανε να ξαναδώσουνε τη χαμένη πνοή, πίσω στο κόσμο τους.
     Από την άλλη πλευρά, όλοι ξέρανε καλά, πως ήτανε πάρα πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο. Εκτός αυτού, είχε ήδη μειωθεί τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης, που ‘χε μεγάλο κι αρνητικό αντίκτυπο στο Λαό, μα και στους ίδιους τους Ηγέτες του. Ο “Εκλεκτός Λαός” βρισκόταν ήδη στο χαμηλότερο σημείο όλων των Εποχών και μ’ άσχημη αναλογία, μεταξύ νέων και γέρων. Σαν αρχή της αλυσιδωτής αντίδρασης, είχεν αποτέλεσμα, την άνιση κατανομή εργασιών κι ωραρίων, εις βάρος της ανάπαυσης και του σκεπτικισμού, πράγματα εξίσου σοβαρά, με τη διατροφή. Περαιτέρω μείωση, θα ‘φερνε χειρότερα αποτελέσματα κι όχι μόνο.
     Για να πειστεί ένας Λαός, που μέχρι τότε θεωρούσε εαυτόν Εκλεκτό κι ιδιαίτερα προνομιούχο, να υποστεί τέτοια θυσία, θα χρειαζόταν, εκτός της μεγάλης πειθούς του “Σεβάσμιου Συμβουλίου” κι αρκετές δημόσιες εμφανίσεις των μελών, ίσως ακόμα και “πόρτα-πόρτα” κι το πιθανότερο να χρειαζότανε κι η εμφάνιση του ίδιου του “Σεβάσμιου Γέροντα”. Ειδικά αυτό το τελευταίο, θα ‘ταν εσχατιά αισχίστης μορφής! Αν δώσεις σάρκα κι οστά σ’ ένα θρύλο, τονε κάνεις σαν έναν από σένα, άρα μείωση πρεστίζ και πειθούς και φυσικά απαρχή αντίδρασης. Τουλάχιστον, παρ’ όλα τα προβλήματά τους, δεν είχανε φτάσει σε τέτοιο βαθμό. Μα δεν ήτανε μόνον αυτό. Αν ο πληθυσμός μειωνότανε κάτω από ένα σημείο Χ -που δεν είχε μετρηθεί, παρ’ όλες τις μέχρι τώρα μελέτες και μόνο με σχετικά χαλαρή προσέγγιση- τότε θα ‘ταν αδύνατο να σταματήσει η κατηφόρα!
     ‘Αλλο ένα σημείο λοιπόν, που οι μεγάλες και βαθυστόχαστες μελέτες, είχανε τελματώσει. Δεν είχανε φτάσει μήτε καν στο έστω ικανοποιητικό σημείο, του έσχατου βαθμού ασφαλείας. Πράγμα που καταστούσε την όλη φάση, ακόμα πιο ανασφαλή.
     Οι μελέτες αυτές μετρούσανε, πάνω από διακόσια χρόνια κι ενώ στην αρχή είχανε προχωρήσει με άλματα, σκορπώντας ενθουσιασμό κι ανακούφιση, είχανε σύντομα πάψει να “περπατάνε”, γιατί σκάλωνανε σ’ ανύπαρκτα δεδομένα, άγνωστα ζητούμενα κι ένα σωρό αστάθμητους παράγοντες. Βέβαια, οι εκάστοτε μελετητές, ισχυριζόντανε πως τούτο οφειλότανε στην ανικανότητα των ήδη υπαρχόντων μαθηματικών, όχι τόσο σαν νόες, αλλά σα μαθηματικά δεδομένα. Προφανώς “κάτι” τους ξέφευγε, “κάτι” δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει. Και μιλάμε για ένα Λαό που συγκέντρωνε -βάσει της διάχυτης επικρατούσας άποψης, μέσα στους ίδιους τους κόλπους του- τις διάνοιες του Σύμπαντος! Αδυνατούσαν να διανοίξουν νέους δρόμους νόησης -ίσως όντως να ‘χανε κουρσευτεί όλοι-, με πιθανή αιτία, τη μείωση του πληθυσμού και … Φαύλος κύκλος!
     Ο “Σεβάσμιος Γέροντας” ανέκφραστος και με κλειστά μάτια, άρχισε να μιλά. Έπεσε σιωπή τάφου στη Μεγάλη Αίθουσα.
 -“Αν δε βρήκαμε λύση μετά τόσα χρόνια μελετών, με πιο μεγάλη άνεση εργασιών και πληθυσμού, πως περιμένουμε να βρούμε, ύστερα από τόση μεγάλη κι ατιμωτική …πίεση“; ρώτησε ήσυχα χωρίς ν’ απευθύνεται σε κανέναν ιδιαίτερα. Έπειτα βυθίστηκε πάλι “Μέσα” του. Η νεκρική σιγή παρέμεινε, ν’ αντηχεί τα τελευταία λόγια, στην Αίθουσα του Θόλου. Κύλησε κάμποσος σιωπηλός χρόνος…
     Σε λίγο, η στροφή ήταν θεαματική. Όλοι πασχίσανε να λάβουνε το λόγο, έχοντας σπρώξει στο πίσω μέρος του νου, τη λύση της μείωσης. Το μόνο που κατάφερναν όμως ήταν να μιλάνε ο καθένας μόνος του και ν’ ακούγονται σαν όχλος. Μήτε κι οι ίδιοι δεν ακούγανε τι λέγανε κι ο “Σεβάσμιος Γέροντας” αγωνίστηκε σκληρά να κρατήσει το ανέκφραστο, ήρεμο προσωπείο του. Ευτυχώς, τούτο το κακό, δε κράτησε πολύ. Ήταν όλοι τους σεβάσμιοι “Γέροντες” κι όχι τίποτε νεαροί, ένθερμοι κι ενθουσιώδεις. Σιγά-σιγά, η χλαλοή κώπασε εντελώς. Όλοι κοιτάξανε τον “Σεβάσμιο” κι αν δε τονε ξέρανε, θα μπορούσανε να στοιχηματίσουνε όλη τους τη περιουσία, αντί του πιο μικρού κέρματος, πως κοιμότανε με χαμένο το λογικό του. Όταν η σιγή έπεσε πάλι, άθραυστη σα βυθός κι όλα τα βλέμματα είχανε πέσει πάνω του, εκείνος λες και το ‘νιωσε. Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια του και δίχως να κουνήσει το παραμικρό μυ, άρχισε να μιλά, σα να μην είχε σταματήσει…
 -“Αν δε βρήκαμε λύση τόσα χρόνια, που δεν είχαμε το φάσμα του πανικού, ένεκα της πείνας, που επικρεμάται πλέον πάνω από τα σοφά κεφάλια μας σα πέλεκυς, πως περιμένουμε να βρούμε, όταν τα λεπίδια της θ’ αρχίσουνε ν’ αγγίζουν ή και να κόβουνε τα σοφά πεινασμένα λαρύγγια μας“; Είχε μιλήσει πάλι δίχως λόγια. Είχε μιλήσει αργά και σταθερά! Νέα άθραυστη σιγή βυθού στην Αίθουσα!
     Στα πρόσωπα όλων των “Γερόντων” είχε φανεί θλίψη κι απογοήτευση… Αυτή η σιγή, κράτησε κάμποσο… Η αρχική ελπίδα, με την οποία είχανε κοιτάξει τον Πρωτοκαθήμενο, είχε γίνει σκέτη θλίψη κι απογοήτευση… Σκεφτήκανε να κάνουνε αυτό που ‘πρεπε, ό,τι δηλαδή έκανε κι εκείνος. Να στραφούνε προς το “Βαθύ Μέσα” τους! Μα κανείς τους δε μπορούσε να χειραγωγήσει λέξεις, φράσεις, σκέψεις σε τόσον ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να πετύχει το δύσκολο αυτό πράμα! Η θλίψη θα γινότανε πανικός, αν ήξεραν ότι κι ο “Σεβάσμιος” ένιωθε κρυφά, την ίδια αδυναμία.
     Αυτός ήτανε πιο ευάλωτος απ’ όλους. Τεράστια βάρη, λόγω ηλικίας κι ευθυνών, με τεράστιες φθορές, έλλειψη συγκέντρωσης, παρ’ όλο το μεγάλο κόπο κι απαρχή πανικού. Ένα σωρό! Με πολυ δυσκολία κατάφερνε να δείχνει ατάραχος, αγέρωχος και γενικά, πηγή ηρεμίας και σοφίας! Εικόνες τριγυρίζανε στο νου του, σα καλειδοσκόπιο…
     …Είν’ ακόμα “Νεαρός Στοχαστής” και συμμετέχει σε μιαν από τις σπάνιες Αποστολές, κάτω στα “Βοσκοτόπια”. Οι Αποστολές αυτές, με το καιρό μειωνόντανε, γιατί οι κίνδυνοι είχανε μεγαλώσει πια πάρα πολύ. Παλιότερα… πάρα πολύ παλιότερα-σχεδόν όσο κι η αρχή του Κόσμου-, μια Μεγάλη κι Υψηλή Ομάδα “Δουλευτών”, “Στοχαστών” και “Γερόντων” είχε στήσει αριστοτεχνικά, με κόπους κι εργασίες πολλών ετών, εκείνα τα “Βοσκοτόπια”! Έκτοτε και για πάρα πολλά χρόνια μετά, οι Αποστολές ήτανε πυκνές: Κάτι που πήγαινε στραβά, κάτι μερικές νέες βελτιώσεις, κάτι μικροπροβληματάκια κατά τη πορεία, κάτι μικρολάθη υπολογισμών, μα πάντα, πάντα, βρισκότανε λύση και πολλάκις περισσότερες της μιας. Με σχεδόν ανύπαρκτο κόπο και χρόνο και το σπουδαιότερο: Χωρίς απώλειες για τον “Εκλεκτό Λαό” και τα πανίσχυρα, πανάκριβα και πλήρως εξοπλισμένα οχήματά του!
     Αυτές οι παρεμβάσεις, ήτανε ζωτικό να γίνουνε, γιατί αλλοιώς τα “Βοσκοτόπια” θα καθίσταντο ανενεργά κι άρα άχρηστα. Στηρίζοντανε δε, στην απαραίτητη ταχύτητα και στην απόλυτη μυστικότητα. Αυτό ήταν εύκολο όσο στα “Βοσκοτόπια” τριγύριζαν άβουλα κι αμαθή όντα. Την εποχή που ο “Σεβάσμιος” ήταν νεαρός, οι αποστολές είχαν αραιώσει αρκετά, αυστηρά μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, όσο πιο γρήγορες και ολιγομελείς γινότανε και με τα καλύτερα, ταχύτερα οχήματα.
     Θυμάται, όταν καλέσανε την Ομάδα για Ενημέρωση, λίγο πριν ξεκινήσει. Ήταν ήδη ορατό το πρόβλημα της τροφής, μα σε ‘κείνο το νεαρό, που ακόμα μάθαινε, ήταν εντελώς άγνωστο. Το νου του απασχολούσε η εκπαίδευση και τα άλλα ενδιαφέροντα του.
     Η Ενημέρωση κράτησε κάμποσο… Γίνηκε μ’ εμφύτευση εικόνων και πληροφοριών, από καταβολής “Βοσκοτόπων” κι εντεύθεν. Απόρησε, θυμάται, και θαύμασε! Στιγμή δε του ‘χε περάσει από το νου τότε, πως αυτή η θαυμαστή σύλληψη “Υψηλών Νοών” θα γινότανε βρόχος στο λαιμό του “Εκλεκτού Λαού” κι ειδικά στον ίδιο, σα “Σεβάσμιο Γέροντα”. Μα μήπως φανταζότανε, πως θα ‘παιρνε το ύπατο τούτο αξίωμα; Μάλλον όμως τούτο ήταν το τέλος… Ο βρόχος είχεν αρχίσει κι έκλεινε… Τι σημασία είχε πενήντα, εκατό ή έστω κι εκατόν πενήντα χρόνια ακόμα; Ήταν κάτι μη αναστρέψιμο…
     Μόλις μπήκε αυτή η σκέψη στο νου του, οι μέχρι τότε ακίνητοι μύες του προσώπου του αντέδρασαν κι αρχίσανε να συσπώνται. Στην αρχή αδιόρατα, μα σταδιακά, όλο και πιο έντονοι σπασμοί, τσακίζανε την ηρεμία… Πάσχισε να το παλέψει μα σα να μην έφτανε τούτο, ανοίξανε κι οι κρουνοί των ματιών…
     …Στη πρώτη του αυτή Αποστολή, που ‘μελλε να ‘τανε και τελευταία του, δεν ήταν επικεφαλής. Ούτε καν υψηλόβαθμο στέλεχος. Ήταν απλώς ένας φέρελπις “Νεαρός Στοχαστής”, με προδιαγραφόμενο λαμπρό μέλλον, πράγμα που αποδείχτηκε και μάλιστα πολύ σύντομα. Ήταν αυτή η Αποστολή κι οι επιδέξιοι χειρισμοί του, που τον εκτοξεύσανε, στην “Μεγάλη Επετηρίδα”. Η Αποστολή απέτυχε μεν κι αυτός ήταν ο μόνος διασωθείς. Εφτά άτομα, χαθήκανε τότε κι ένα εξαιρετικά τέλειο, πανάκριβο κι υπερσύγχρονο σκάφος! Οι απώλειες θα ‘ταν απείρως μεγαλύτερες, αν όλα τούτα πέφτανε στα χέρια των “κατώτερων όντων”. Όμως η μακάρια και παροιμιώδης ψυχραιμία κι ο γοργός, καθάριος τρόπος σκέψης, του επιτρέψανε να εξαφανίσει όλα τα στοιχεία, αφού πρώτα πρόλαβε να στείλει το σήμα κινδύνου.
     Χρειάστηκε να παραμείνει στο “Βοσκοτόπι” για περίπου ένα χρόνο, πριν τονε περισυνελέξουνε, βιαστικά κι όπως-όπως, μια κρύα κι έρημη νύχτα, σχεδόν στα τυφλά. Μα τουλάχιστον, αυτή η Αποστολή, πέτυχε πλήρως. Στο διάστημα που ‘χε μείνει ‘κει, κατάφερε να ελιχθεί θαυμάσια, να μελετήσει δομές και να φέρει σε πέρας μόνος του, το κύριο λόγο της αποστολής του. Οι μελέτες, οι τεχνικές παρατηρήσεις κι οι πιθανές προβλέψεις του, θεωρήθηκαν εμπνευσμένες, από το “Συμβούλιο Των Γερόντων” και λίγο έλειψε να δει κατά πρόσωπο, τον ίδιο τον τότε “Σεβάσμιο Γέροντα”!
     Από “Νεαρός Στοχαστής” προβιβάστηκε σ’ Επίτιμο Μέλος του Ύπατου Συμβουλίου, αν κι είχε μικρή σημασία, γιατί πέρασε καιρός πολύς μέχρι να του επιτρέψουνε να παραστεί σε κάποιο. Η ώθηση αυτή στη καριέρα του ‘δωσε ισχυρή ταχύτητα ανόδου κι όλα πια είχανε γίνει πιο εύκολα. Τραγική ειρωνεία! Η πρώτη του “Δημόσια Παράκληση” -άλλος τρόπος για να πει κανείς τη λέξη Διαταγή-, όταν ανέλαβε τον Ύπατο Θώκο” του “Σεβάσμιου Γέροντα” ήταν πως: οι Αποστολές στα “Βοσκοτόπια” δε βρίσκουνε σύμφωνο τον “Εκλεκτό Λαό” και τους “Ηγέτες” του κι άρα διακόπτονται οριστικά. Θα γίνονται μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις και σε ιδιαίτερα ζωτική ανάγκη!
     …Τα δάκρια ετών, έτρεχαν ασταμάτητα κι ανεξέλεγκτα πλέον κι ολάκερο το σώμα του “Σεβάσμιου” συσπώταν. Λυγμοί! Ύψιστοι λυγμοί, από τον “Εκλεκτό” των “Εκλεκτών”, που πρώτη φορά στη πολύχρονη ζωή και θητεία του, δεν είχε καταφέρει να τ’ αντιμετωπίσει, ίδια κι όμοια όπως και το πρόβλημα.
     ‘Ανοιξε τα μάτια… Όλοι τους ήτανε δακρυσμένοι κι η ατμόσφαιρα έπαλλε από την ηχηρή θλίψη… Αυτό του ‘δωσε τη δύναμη να ελέγξει καλύτερα τη σάρκα του -αν κι όχι ακόμα το πνεύμα- και να μιλήσει άλλη μια φορά, με κάπως σταθεροποιημένη -κατόπιν ισχυρής προσπάθειας- φωνή:
 -“…και πως, με τις μειώσεις αυτές, θα μπορέσουμε να προεκτείνουμε έτσι τη Υψηλή μας Τεχνολογία, ώστε να ξαναρχίσουμε να στέλνουμε Αποστολές, πιο ευέλικτες και πιο σύγχρονες, για να μπορέσουμε ίσως κάποτε, να επιδράσουμε επί τόπου, με θετικότερο για μας αποτέλεσμα“; Μίλησε ακόμα πιο ήπια, αργά κι ήρεμα, σα να μην είχε διακόψει, μα μέσα του συνέχιζε να κλαίει γοερά! Σηκώθηκαν όλοι, βιαστικά, με σεβασμό και τονε κοιτάξανε κατά πρόσωπο, με προσμονή. “Πηγαίνετε στην Ευχή! Τα ξαναλέμε στο επόμενο Συμβούλιο κι είναι περιττό να προσθέσω, πως όποιος νομίσει πως βρήκε ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματά μου ή σκεφτεί λύση στο πρόβλημα, μπορεί να ζητήσει έκτακτη σύγκληση“. Η “Αίθουσα Του Θόλου” άδειασε γρήγορα κι ήσυχα.
     Έμεινε ολομόναχος, με τις μνήμες χιλιάδων ετών, συσσωρευμένες μέσα στο πανίσχυρο, γέρικο μυαλό του…
     …Οι Αρχαίοι Σοφοί πρόγονοί του, είχαν εγκαταστήσει, μ’ ένα θαυμαστό τρόπο, παντού στο Γνωστό Σύμπαν, “Βοσκοτόπια” για τον “Εκλεκτό Λαό”! Παντού εννοείται, όπου ήταν εφικτό… ‘Αλλα ευδοκίμησαν, άλλα όχι… Με τη πάροδο χιλιετηρίδων, έμειναν μονάχα, τα “Βοσκοτόπια” του “Γαλαζοπράσινου Πλανήτη”, μα ήτανε τόσον ανεξάντλητα και τόσο πλούσια, που από μόνα τους θα μπορούσαν να θρέψουνε δέκα λαούς ακόμα, σαν τον δικό του κι αυξημένους μάλιστα, στο έπακρο! Οι “γήϊνοι” -όπως αυτοαποκαλούνται αυτά τα κατώτερα όντα του “Γαλαζοπράσινου Πλανήτη”- με το να ζουνε και να λειτουργούνε, στο τόπο τους, παρήγαγαν τις θρεπτικές αυτές ουσίες συναισθημάτων, όπως λύπη, χαρά, οργή, μίσος, αγάπη, έρωτα κι ένα σωρό άλλα τέτοια μικρότερης όμως θρεπτικής αξίας! Αυτά τους έκαναν να εκκρίνουν ουσίες, από τα κορμιά τους και να εμποτίζουνε τις σφαίρες-φίλτρα αέριων στρωμάτων, που είχανε κατασκευάσει και “φορέσει” οι Σοφοί Πατέρες! Αυτές οι μάζες λοιπόν, ήτανε φιλτρα που κατακρατούσανε τις τυχόν άχρηστες ουσίες, μεταλλάσανε κι επαυξάνανε τις χρήσιμες λειτουργώντας παράλληλα και σαν …ενισχυτές-πολλαπλασιαστές. Έπειτα μ’ ένα πολύπλοκο σοφό σύστημα σάρωσης, συλλέγανε τις ουσίες αυτές στους ταμιευτήρες του πλανήτη τους, όπου μ’ ένα απλό στη σκέψη και σύλληψη, σύστημα άρδευσης, αυτές ψεκάζονταν στην αέρια μάζα που περιέβαλλε το χώρο. Οι Σοφοί Πατέρες, έκαναν όντως μια τέλεια δουλιά. Τόσο τέλεια, που οι “γήϊνοι” σιγά-σιγά,  μεταλλαχτήκανε σε σχεδόν “κατ’ εικόνα κι ομοιώση”, μ’ αυτούς που τους κατασκευάσανε.
     Αυτό ήτανε τελικά κι ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα. Οι σκεπτόμενοι “γήϊνοι” ανήσυχοι, μα όχι σοφοί κι εκλεκτοί, κάνανε μαντάρα τα βοσκοτόπια! Βέβαια, πριν απ’ αυτούς, με μόνον άσκεφτα ζώα δηλαδή, η παραγωγή των ωφελίμων ουσιών ήτανε σχεδόν ανύπαρκτη. Τα ζώα, είχεν αποδειχτεί, πως παρήγαγαν χαμήλη ποσότητα και ποιότητα “Τροφής”, αλλά αυτό ίσως είχεν αντιμετωπιστεί καλύτερα, στο μέλλον. Ίσως με την ενίσχυση των πληθυσμών τους, ίσως με την πολλαπλασιαστική ενίσχυση των φίλτρων… ίσως …ίσως…
     Τώρα πια δεν έχει σημασία, τι θα μπορούσε να ‘χε γίνει. Σημασία έχει πως το πρόβλημα υφίσταται και λύση δεν υπάρχει. Οι “γήϊνοι” βλάψαν ανεπανόρθωτα τον εγγύς χώρο τους και τις αέριες μάζες που τονε περιβάλλει και το αστείο είναι πως αυτές ακριβώς οι μάζες αερίων, εκτός των άλλων, είχανε και το πρόσθετο χαρακτηριστικό, να τους προστατεύουνε από τις διάφορες επικίνδυνες ακτινοβολίες. Αυτά τα κατώτερα όντα, πολεμούσανε μεταξύ τους, μαλλώνανε, -πράγμα ακαταλαβίστικο για τον “Εκλεκτό Λαό”, που ζούσε ειρηνικά και με αγάπη- κι οι ουσίες του μίσους τους, -οι λιγότερο θρεπτικές, είν’ αλήθεια- γέμιζαν όλο και περισσότερο τους ταμιευτήρες. Μικρό το κακό, αν αυτοί ακριβώς οι πόλεμοι, που με τη πάροδο του καιρού γίνονταν όλο και πιο εξελιγμένοι, δε κάνανε ζήμια στο “Βοσκοτόπι” και στα “Φίλτρα” του.
     Πόσες φορές δε προσπαθήσανε, παλιότερα, να ‘ρθουνε σ’ επαφή, να επικοινωνήσουνε μαζί τους; Δοκιμάσανε κάθε τρόπο… κάθε πιθανό κι απίθανο τρόπο… Μάταια όμως! Κανείς πλέον από τους “Υψηλούς Νόες” του “Εκλεκτού Λαού” δε ξέρει, ποιός λαός θα καταστραφεί πρώτος! Εκείνο που ξέρουν είναι πως η πτώση του ενός, θα επισπεύσει και τη πτώση του άλλου. Γιατί ο “Εκλεκτός Λαός” φρόντιζε και καλλιεργούσε τα “Βοσκοτόπια” του.
     Εικόνες, οράματα, ιδέες, ιδανικά, προσευχές, εντέχνως ερριμένα και καλοπροαίρετα, φτιάχναν υπέροχες σταγόνες-εκκρίματα πλουσίων συναισθημάτων, ειδικά σαν χρησιμοιούνταν σωστά. Αυτό ίσως να ‘ταν ένα δεύτερο λάθος, πάνω στο πρώτο, που άρχισε να εφαρμόζεται σταδιακά, για να βελτιώσει και ν’ ανεβάσει τη ποιότητα και τη ποσότητα.
     Τώρα τα “Βοσκοτόπια Του Γαλαζοπράσινου Πλανήτη” -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου-, πνέουνε τα λοίσθια και μαζί τους κι ο Λαός του!
     Σχεδόν ολάκερη η τότε αναφορά, που τελικά τον ισχυροποίησε τόσο στη θέση του, όσο κι οι προβλέψεις του, περνά από το μυαλό του ριπηδόν! Θυμάται πως τη συνέταξε με τόση προσοχή κι όχι χωρίς κάποια νεανική έπαρση εξυπνάδας!
     …Ένιωσε κούραση και σκέφτηκε να καλέσει τον ύπνο. Τα Βοσκοτόπια της Γόνιμης Θλίψης στερεύανε…
     Στην άλλη άκρη της πόλης, ο γιός ενός από τους “Σεβάσμιους” που ‘χε λάβει μέρος στο κρίσιμο Συμβούλιο, ένας φέρελπις “Νεαρός Στοχαστής”, άσσος στα Υψηλά Μαθηματικά, με ποιητική φλέβα κι αρκετή νεανική έπαρση, ανέπτυσσε στο Γέροντα πατέρα του, ένα ανήκουστο σχέδιο, για μιαν ύστατη έστω προσπάθεια…
     Μιαν Αποστολή Υψίστης Σημασίας!

“…λας παστούρας
  ντελ θιέλο…
”                                    Γενάρης 2004

———————————————————————

Αποστολή Υψίστης Σημασίας

     Μπήκα στο Διαπλανητικό Ερευνητικό Κέντρο, όπου με παρέλαβαν κάτι τύποι με τις καθιερωμένες, λευκές, μακριές, επιστημονικές ρόμπες, σαν τις ιατρικές ένα πράμα. Ολόγυρα στους τοίχους της Α. Α. (μη τρελλαίνεστε είναι η Αίθουσα Αναμονής, απλά, δώ μέσα όλα είναι με αρχικά χάριν μυστηριώδους και επιστημονικής …φόρτισης), υπήρχαν, σε πλήρη ή σε μικρολεπτομερή όψη, φωτογραφίες πλανητών ή ενδεικτικά των τροχιών τους κι ένα σωρό άλλα τέτοια! 
”Υποβλητική ατμόσφαιρα οι …βαστάζοι και το ντεκόρ” σκέφτηκα αυτόματα, ”σε παραπέμπει σε ψυχιατρείο παιδιών!” Ανατρίχιασα! Περίμενα λίγα λεπτά χωρίς να μπορώ να καπνίσω, πράμα που μ’ εκνεύρισε αρκετά. Αυτό πάλι τι ρατσισμός! Εμείς οι καπνιστές και μάλιστα μανιώδεις, όπως εγώ, πριν περάσει πολύς καιρός, θα ‘μαστε επικηρυγμένοι κι ένα σωρό τυχοδιώκτες, αγάμητοι, ακάλυπτοι -κι άλλα στερητικά, στερημένα, στεροειδή- Κυνηγοί Κεφαλών, θα σέρνουν τα γυμνά γδαρμένα κουφάρια μας πίσω από τις καρότσες των ΒΑΝ τους. Έπειτα γραμμή για το Γραφείο Ελέγχου & Πληρωμών Επικηρύξεως της περιοχής τους για την ημερήσια είσπραξη των 5e ανά κεφαλή! Ή μήπως είναι καλύτερα να κρατάνε μόνον τα παπάρια μας που σαφώς πιάνουν λιγότερο χώρο και κόπο κι όσο για τη διαπίστευση της νικοτίνης, μια απλή εξέταση του DNA θα ‘ν’ αρκετή. Σ’ αυτή τη σκέψη ένιωσα τ’ οσχέο μου να συστέλλεται. Μ’ ένα τρυφερό χάδι καθησύχασα τα καημένα τ’ αβγουλάκια! 
     Ο χρόνος αναμονής έληξε απότομα με το άνοιγμα μιας αυτόματης πόρτας, που ‘μεινε να χάσκει σα κάθετο στόμα μ’ άγρια δόντια κι από μέσα του ξέρασε ένα μάλλον νεαρό, μάλλον χοντρό, μάλλον στρογγυλοπρόσωπο και διοπτροφόρο, μάλλον επιστήμονα, που μου χαμογελούσε μάλλον με το ζόρι, γνέφοντας μου μάλλον να τον ακολουθήσω. Είπα μέσα μου: “Καλύτερα να φάω χαρτοφύλακα και κασσετοφωνάκι παρά να γίνω εθελούσια τροφή στο Μ.Π.Ε.Κ. -Μεγάλο Πεινασμένο Επιστημονικό Καταπιώνα!-” Κι έξω μου:
 -“Ω σας ευχαριστώ πολύ κύριε. Δεν αργήσατε σχεδόν καθόλου” και χαμογέλασα εγκάρδια ή τουλάχιστον ελπίζω να φάνηκε αρκετά έτσι, όσο το Π.Α.Κ. -Περιέργως Ακόρεστο Κτήνος- μας κατάπινε! Ο Μεγάλος Κύριος Ανθυποκαθήκης με κοίταξε κατάπληκτος πιστεύοντας πως κοροϊδεύω, μιας κι είχα περάσει περίπου μισή ώρα στην Α.Α. κι αυτό το ‘δα κοιτώντας το ρολόϊ μου έκπληκτος. Μα… μισή ώρα; Βλέπετε είχα βυθιστεί στις σκέψεις και στ’ αρχίδια μου -που, ειρήσθω έν παρόδω, είχανε πάρει παλι τη κανονική, χαρωπή, κρεμαστή στάση και το ήρεμο σχήμα τους- και δε κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. “Περίεργο” σκέφτηκα, “θα ορκιζόμουν πως σ’ αυτό το κτήριο, η φαντασία θα ‘χε απαγορευτικό διαρκείας“!
 -“…πώς είπατε σας λένε…” με επανέφερε η ήρεμη φωνή του Γενικού Αρχιαποθηκάριου Κοπρώνος όσο ανεβαίναμε. Ανεβαίναμε; Περίεργο! Πως ξέρω ότι ανεβαίναμε; Α! Τα φωτεινά νούμερα ψηλά στο ταμπλώ αύξαιναν ένα-ένα με μεγάλη ταχύτητα κι όμως στον Ανελκυστήρα Του Κτηρίου Της Μεγάλης Αηδέας τίποτε δε γινόταν αντιληπτό! Τρέμω στη σκέψη πως αν σπάσει το φρένο στο τελευταίο όροφο, με τη φόρα που ‘χουμε, γκρεμίζοντας τη σκεπή, θα τεθούμε υπό τροχιάν.
 -“…είστε καλά…. κάτι σας απασχολεί… κάτι σας ρώτησα…” είπε ο Γιός Του Σούπερμαν Σε Πιο Εύσωμη Και Σοφιστικέ Βέρσιον!
 -“Εεεε … με συγχωρείτε, όντως κάτι σκεφτόμουν που δεν έχει σχέση μ’ αυτό που ‘ρθα να κάνω εδώ. Τί με ρωτήσατε παρακαλώ“; Κι από μέσα μου: “Α γαμήσου Κύριε Παπάρα που θες και κουβεντούλα!
 -“Ελπίζω οι μέχρι τώρα εντυπώσεις σας από το Δ.Ε.Κ. μας να ‘ναι θετικές“. Είπε ο Ύψιστης Βαθμίδας Σκατιάρης. “Πως είπατε σας λένε“;
  “Μεγάλο Κακό Λύκο και σε βλέπω σαν Κοκκινοσκουφίτσα Σχάρας“! Κι απ’ έξω μου:
 -“Τ’ όνομά μου -όπως αναφέρω στην αίτηση– (“που δε θυμάστε καν” ήθελα να πω μα δε το ‘πα) είναι Χ… Π… κι ετοιμάζω ένα άρθρο για λογαριασμό του περιοδικού Τ…, που αφορά στις εργασίες πάνω στη κίνηση των πλανητών“. Ήλπιζα φυσικά η …’κάλυψή’ μου σ’ ότι ισχυριζόμουν, να ‘τανε σωστή ειδεμή θ’ αντιμετώπιζα μεγάλο πρόβλημα. “Είναι γεγονός” συνέχισα, “πως ήδη είμαι θετικά προκατειλημένος μ’ όσα έχω δει“. Έδειξε ικανοποιημένος και μου χαμογέλασε πιό ζεστά! Α στο καλό! Χαμογελάει κι όλας! Απίστευτο! Σκέφτηκα έκπληκτος. Κάτι μέσα μου εξεγέρθηκε.
 -“Ρε μάγκα πολύ τον έξυπνο δε κάνεις“; Βλέπετε, ένα μεγάλο μέρος της Αυτού Εργαλειότητας μου, πάντα μεροληπτεί σ’ αυτούς που χαμογελούν! Το καθησύχασα: “Καλά! Εσύ Ονειροπρήχτη μου, έτσι και δεις κουράδα κύκλωπα που, λόγω άτσαλης πτώσης σε κακοτράχαλο έδαφος, κάνει καμπύλη ρωγμή, είσαι σε θέση να κάνεις κι υπόκλιση!” Προς τιμή του, δε μίλησε! Πάλι καλά γιατί δεν είχα διόλου κέφι για καβγά. Τις άλλες που τα ‘χαμε τσουγκρίσει, θυμάμαι, ήτανε πολύ επώδυνο. Μου ‘πε πως θέλει να φύγω και του υπενθύμισα χαμογελώντας καταχθόνια, πως ήταν η σειρά του, μιας και τη προηγουμένη φορά, είχα φύγει εγώ. Μ’ εγκατέλειψε και στις αρχές ήταν όλα πολύ ήσυχα. Μετά ήταν βαρετά ήσυχα και λίγο πιο μετά, εκνευριστικά ήσυχα! Δε μπορούσα να λειτουργήσω, μήτε κι αυτός -όπως μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα. Έτσι σε περίπου δυο βδομάδες από το χωρισμό μας, πέσαμε -όπως πάντα- ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με συγκίνηση. Αυτό κράτησεν όμως λίγες μέρες και μετά αρχίσαμε πάλι τα πειράγματα. Πρέπει να το πώ: Μου ‘χε λείψει πολύ το κάθαρμα. Μα…
 -“Κύριε Χ… Π… φοβάμαι πως εδώ κι ώρα δε με παρακολουθείτε!”
 -“Συγνώμη! Λοιπόν ναι, έχετε δίκιο! Είμ’ όλος δικός σας τώρα και σας ακούω με προσοχή” Και μέσα μου: Μπα ας μη το γράψω καλύτερα, θα θυμώσει ο … άλλος και δεν έχω κέφια για καυγάδες… Ο Μεγάλος Βεζύρης Του Κάστρου Της Μεγάλης Μπουρμπουλήθρας Από Κλάσιμο Ελέφαντα Σε Μικρή Λιμνούλα, είχε αρχίσει να λέει κι άνοιξα το μικρο κασσετοφωνάκι:
 -“Όπως ξέρετε, το ηλιακό μας σύστημα είναι ήδη πάρα πολλών ετών κι όσο να ‘ναι περνά μια φάση  …εεεε …πώς να το ‘πω …φάση μέσης ηλικίας” είπε και γέλασε ηλίθια, ικανοποιημένος με τη μαλακία που σερβίρισε!
 “Γιατί ρε συ; Εύστοχο ήταν”! Πετάχτηκε και το παρλιακό! Δε μίλησα μήτε χαμογέλασα κι οι δυο τους έδειξαν τσατισμένοι.
 -“Εμείς λοιπόν εδώ, σε συνεργασία φυσικά μ’ όλα τ’ άλλα Δ.Ε.Κ. του κόσμου, έχουμε σα σκοπό να το βοηθήσουμε να περάσει αυτή τη φάση όσο το δυνατόν ομαλότερα. Ακούγεται απλό γιατί η πραγματικότητα κι οι λεπτομέρειες είναι κουραστικές κι ανατριχιαστικές! Εσείς πάντως αυτά πρέπει να ξέρετε και συνεχίζω: Πώς το βοηθάμε; Όπως θα σας δείξω αργότερα, επεμβαίνουμε όσο μας επιτρέπουν οι δυνατότητές μας για να εξομαλύνουμε ή και να εξαλείψουμε, προβλήματα. Τούτο για να μη κινδυνέψει ο δικός μας αγαπημένος πλανήτης: η Γη μας που πάνω της αναπνέουμε, κινούμαστε κι ερωτευόμαστε!” Τόνισε με σημασία τη τελευταία λέξη, κλείνοντας το μάτι χαμογελαστός. 
     Στράφηκα προς το Ευρύ Ευαίσθητο Ενσάρκωμα μου κι είπα πειραχτικά: “Είδες; Εγώ που νόμιζα πως δεν έχει πλούσιο λεξιλόγιο! Που να την άκουσε άραγε“; Με τσίμπησε δυνατά, χαμηλά στη κοιλιά και δεν απάντησε, μάλλον θυμωμένο. Νάτα μας εμφύλιος! Ο Μέγας Χαμολέων καθάρισε το λαιμό του, σκούπισε τον ιδρώτα και συνέχισε απτόητος:
 -“Ουσιαστικά προσπαθούμε να καθυστερούμε τη φθορά που προκαλείται στους κοντινούς μας πλανήτες, από προβλήματα περιστροφής και τροχιάς, καθώς κι από πιθανές αλλαγές σε μορφολογία και μάζα. Τούτο φυσικά απαιτεί καλή γνώση, συνεχή μελέτη κι επαγρύπνηση, γρήγορους κι ακριβείς υπολογισμούς κι όλ’ αυτά σ’ εικοσιτετραώρη βάση, για την έγκαιρη διάγνωση, ταχεία πρόληψη και με τον όσο το δυνατό καλύτερο τρόπο γίνεται! Πιο συγκεκριμένα εδώ έχουμε αναλάβει ένα πολύ μικρό τμήμα, απ’ αυτό το τεράστιο σχέδιο, ωστόσο όχι και μικρής σημασίας. Παρακολουθούμε, μελετούμε και δρούμε σε τρεις πλανήτες, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως αφήνουμε από τα μάτια μας κι όλους τους άλλους. Ο ένας -θα σας δείξω έπειτα από το Κέντρο Ελέγχου και Δράσης- είναι από καιρό καταδικασμένος να εκραγεί. Έχει χάσει την αρχική τροχιά, λόγω πτώσης ενός αρκετά μεγάλου μετεωρίτη πάνω στην επιφάνεια του που προξένησε δυνατούς σεισμούς κι ισχυρά παλιρροϊκά κύματα. Μετατοπίστηκε ελαφρώς το μαγνητικό του πεδίο κι άρχισε να ασκεί πιέσεις στους δυο μικρούς δορυφόρους του, αλλάζοντας τους τα …συνήθεια κι αυτό είναι μόλις το ένα σκέλος προβλημάτων του. Το άλλο σκέλος…” 
     Χασμουρήθηκα διακριτικά, κάνοντας πως ελέγχω τάχα το κασσετόφωνο, μα το Μεγάλο Θηριώδες Τέρας Ουφογνώσεων με πήρε χαμπάρι και μάλιστα χωρίς καν …τηλεσκόπιο! Χειροκρότησα από μέσα μου μα ο …άλλος με τσίμπησε ξανά δυνατά. Αν υποψιαστώ πως το έτερόν μου ήμισυ έχει εκστασιαστεί θα προτιμήσω να μείνω πάλι …μισός! Ο άλλος δε, το χαβά του:
 -“Σας κούρασα φοβάμαι!”
 -“Όχι… όχι… παρακαλώ συνεχίστε… απλά χθες πέρασα πολύ δύσκολη νύχτα” απάντησε ο Μικρός Πρίγκηψ, εκπλήσσοντάς με, με τη πρωτοβουλία του! Εεεε λοιπόν άντε πέρνα συ μπρος να μιλάς με τον Μεγάλο Διαγαλαξιακό Αυνανιστή! Εγώ αποσύρομαι στα ενδότερά μας.
 -“…Το άλλο σκέλος προβλημάτων του είναι πως αυτό το τρομερό κτύπημα κι όλα όσα επέφερε, επηρέασαν μορφολογία και μάζα του σε τρομερό βαθμό και κατ’ επέκταση, τη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του. Η φυγόκεντρος έπαψε να ‘ναι σ’ αρμονία κι έτσι οξύνει μεγεθύνοντας τα προβλήματα του. Αν εμείς δεν επέμβουμε διόλου, θα διαλυθεί και τα κομμάτια του θα πλήξουν, αναλόγως χρονικής στιγμής και συγκυριών, τους γύρω πλανήτες. Θα ξεκινήσει ένα ντόμινο, ανυπολόγιστης διάρκειας κι έντασης κι αυτό δε θα θέλαμε -πιστέψτε με- να το ζήσουμε, για να διαπιστώσουμε τη τελική του έκβαση!”
 -“Ακούγεται πολύ τρομερό αυτό που λέτε” είπα εκστασιασμένος, “και πως αντιμετωπίζεται η κατάσταση“;
 -“Βάσει ενός πολύπλοκου -για να σας το αναλύσω- σχεδίου, βομβαρδίζουμε μ’ ελεγχόμενη ισχύ και συχνότητα, διάφορα -όχι φυσικά τυχαία- σημεία του, με τριπλό στόχο
     “Πρώτον, προσπαθούμε με τα κτυπήματα αυτά να τον επαναφέρουμε όσο πιο γρήγορα και σωστά μπορούμε πίσω στην αρχική τροχιά. Αυτό είναι ουτοπικό, παρόλο που η πορεία επιτυχίας είν’ εντυπωσιακή, γιατί φοβόμαστε πως αν μέναμε μόνο σ’ αυτό το στόχο δε θα ‘χαμε τον απαιτούμενο χρόνο. Για να ‘μαι ακριβέστερος, αγνοούμε αν έχουμε αυτό το ζωτικό χρονικό διάστημα“.
 -“Γιατί δεν αυξάνετε ένταση και συχνότητα βομβαρδισμών“;
 -“Είν’ ήδη στο μέγιστο επιτρεπτό -βέβαια βάσει ανθρώπινων υπολογισμών- έτσι ώστε να μη προξενήσουμε οι ίδιοι αυτό που θέλουμε να αποφύγουμε ή που θα συμβεί νομοτελειακά σε κάποιο μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, αλλά από φυσιολογικά αίτια“.
 -“Κατάλαβα. Παρακαλώ συνεχίστε και συγνώμη για τη διακοπή“. 
 -“Ο δεύτερος στόχος είν’ ουτοπικός σε μεγαλύτερο βαθμό: Προσπαθούμε να μειώσουμε, αν προλάβουμε τη μάζα του σ’ όσο πιο ακίνδυνο ποσοστό μπορέσουμε. Εύλογον είναι, πως μικρότερη μάζα σημαίνει ευκολώτερος έλεγχος και χειρισμός της κι άρα μικρότερος κίνδυνος για τη Γη μας“.
 -“Μήτε γι’ αυτό ξέρουμε αν έχουμε ή όχι, τον απαιτούμενο χρόνο! Έτσι δεν είναι“;
 -“Σωστά! Εμείς όμως πρέπει να προσπαθήσουμε έτσι κι αλλιώς“.
 -“Συνεχίστε“. 
 -“Ο τρίτος είναι ο πιο βατός μας στόχος κι εκεί έχουμε κάνει -τολμώ να πω- αρκετά σημαντικό βήμα! Προσπαθούμε να επιδρούμε σε μάζα, μορφολογία και σε θέματα κίνησής του γενικά, έτσι ώστε να κερδίζουμε χρόνο για τις άλλες δυο …ουτοπίες μας!”
 -“Πως γίνεται δηλαδή αυτό“;
 -“Είναι κάπως απλό σα σκέψη. Όπως ίσως ξέρετε, το ιδανικό σχήμα για τη φύση είναι η σφαίρα. Όσο πιο τέλεια τόσο πιο ιδανικό και τούτο διότι έχει μηδενική ενέργεια. Όλοι οι πλανήτες είναι περίπου σφαιρικοί μα υπάρχουν οροσειρές, και φαράγγια και λοιπά κι εμείς προσπαθούμε να επιτύχουμε όσο το δυνατόν ιδανικότερη σφαιρικότητα. Πιστεύουμε το εξής: Αν προλάβουμε κι επαναφέρουμε τον πλανήτη στη τροχιά του και σ’ ένα όσο το δυνατόν τελειότερο σφαιρικό σχήμα τότε, εκτός απρόοπτου θα ‘χουμε γλιτώσει γι’ αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τον οιονδήποτε κίνδυνο“.
 -“Χμμ, έχω να κάνω μια παρατήρηση μόνο και συγνώμη… Ξέρω πως μήτε γι’ αυτό έχουμε χρόνο, έτσι δεν είναι“;
 -“Ναι μα εδώ ξέρουμε σχεδόν ακριβώς, πόσος καιρός θα απαιτηθεί για να το καταφέρουμε και το μόνο που ζητάμε -κι ευχόμαστε- είναι να μας δοθεί αυτός ο χρόνος“.
 -“Ωραία, με καλύψατε άρα μπορώ να κάνω τη παρατήρησή μου. Η δική μας επίδραση έτσι όπως τόσο εύληπτα περιγράψατε, δε θα ‘χει άλλα, ενδεχομένως όχι ευνοϊκά, αποτελέσματα τόσο στους δορυφόρους όσο και στον ίδιο τον πλανήτη; Θέλω να πω πως αν επιδράσουμε τόσο σε μορφολογία, μάζα και στη κίνησή του και κατ’ επέκτασιν στις μαγνητικές δυνάμεις του, μήπως οι δορυφόροι είτε προσεγγίσουν την επιφάνειά του, είτε χαλαρώσουν απ’ αυτήν και δημιουργήσουν μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ αυτό που πάμε ν’ αποφύγουμε“; Ε δε το πιστεύω ότι το ‘πα εγώ αυτό …που ‘πα! Το Μεγάλο Μυστικοπαθές Αμνοερίφιο, συνοφρυώθηκε! Πω πω πέστα μεγάλε! Θα ‘θελα να φορούσα καπέλο τώρα δα και να στο ‘βγαζα ευχαρίστως! Ρε συ, σ’ είχα παρεξηγήσει! Σ’ αγαπώ φίλε! Συνέχα κι εγώ αποσύρομαι πάλι μα να ξέρεις μου ‘φτιαξες το κέφι! “Έλα σκάσε τώρα! Μαλακίες λέω!”
 -“Με εκπλήσσετε κύριε …εεε  …πως είπαμε ότι σας λένε; Α ναι… Π. Χ. …συγνώμην αλλά …λοιπόν …έχετε απόλυτο δίκιο και στις δύο παρατηρήσεις σας! Αν τα πράγματα πάνε κατ’ ευχήν και χωρίς κανένα απρόοπτο, θα ‘χουμε μάλλον προσέγγιση παρά χαλάρωση“.
 -“Ωστόσο δεν είστε σίγουρος…
 -“Ποτέ και για τίποτε δεν είναι σίγουρος κανείς, αλλά βάσει υπολογισμών και ρυθμού πορείας των εργασιών, θα ‘ναι έτσι όπως σας το λέω. Προσέγγιση των δορυφόρων με άσκηση πιέσεων στην επιφάνεια του πλανήτη, χωρίς μεγάλα προβλήματα, εκτός από παλιρροϊκά κύματα και κλιματολογικές αλλαγές και τούτο λόγω ακριβώς του τέλειου σφαιρικού σχήματος του. Το θέμα δεν είναι εκεί, μα το αν οι -μέχρι τώρα- …φρόνιμοι δορυφόροι χαλαρώσουν από τη καταστροφή του πλανήτη κι αυτό, όπως προείπα είναι θέμα χρονικής στιγμής! Όμως αυτοί είναι εύκολα ελέγξιμοι κι εν πάση περιπτώσει θα ‘ναι ένα πρόβλημα που, ούτως ή άλλως υφίστατο και θα μας απασχολήσει όταν αρχίσει …να ‘ναι“!
 -“Διόλου καθησυχαστικό αυτό μα σας καταλαβαίνω! Συνεχίστε παρακαλώ. Μιλήσατε και γι’ άλλους πλανήτες, -αν θυμάμαι καλά- που δραστηριοποιείται το Δ.Ε.Κ. σας“.
 -“Καλά θυμάστε. Εκεί όμως τα πράγματα είν’ απλούστερα. Τον έναν απλά τον παρακολουθούμε συνεχώς. Δεν έχει προς το παρόν πρόβλημα κι είν’ αυτό που λένε δουλειά ρουτίνας. Ο άλλος είν’ ένας γηραιός επίσης πλανήτης που υπέστη κι αυτός τον κατακλυσμό του και τώρα πια το νερό καλύπτει 80-85% της επιφανείας του. Εκεί παρατηρούμε επίσης μα και βομβαρδίζουμε προληπτικά σ’ αραιά μα τακτά χρονικά διαστήματα έχοντας δύο στόχους: Και να του δώσουμε το τέλειο σφαιρικό σχήμα του για ν’ αποφύγουμε μελλοντικά προβλήματα -κι έχουμε άφθονο χρόνο γι’ αυτό- και με κάποια πολύπλοκη -για να σας τη περιγράψω- διαδικασία, λαμβάνουμε δείγματα από την επιφάνειά του για περαιτέρω βαθύτερη και καλύτερη μελέτη! Τούτο διότι παρουσιάζει -αυτό που θα ‘λεγα όσο πιο απλοϊκά, εύληπτα και συμπεπτυγμένα μπορώ- ‘συμπτώματα Γης‘, αν και με εντελώς άλλη σειρά και φυσικά μ’ άλλη σύνθεση στοιχείων στην επιφάνεια κι ατμόσφαιρά του“.
 -“Μα τότε δε φοβάστε μήπως υπάρχει κι εκεί ζωή, όπως εδώ στη Γη μας και μήπως αυτοί οι βομβαρδισμοί προκαλούνε ζημιές και θανάτους; Έπειτα, τα θραύσματα, τα εκτινάγματα αυτά, δεν αποτελούν κανένα κίνδυνο“;
 -“Είναι τέτοιοι οι βομβαρδισμοί που δεν αφήνουν μεγάλα ή επικίνδυνα υπολείμματα κι αυτά που αφήνουν τελικά ειν’ ανάξια λόγου και προσοχής. Ωστόσο αν κάποιο ή κάποια ξεφύγουν, μπορούμε να τ’ αντιμετωπίσουμε με την ίδια ακριβώς μεθοδολογία. Συνήθως όμως γίνονται αστρική σκόνη και τίθενται σε τροχιά γύρω απ’ το πλανήτη κι αν ξεφύγουν, περιφέρονται άσκοπα μέχρι να διαλυθούν“. Εδώ ο Μάξιμους Κρητσέριους Επιστημόνικους χαμογέλασε και να δεις που ετοιμάζεται να πετάξει πάλι κανένα απ’ αυτά τα Ψυχρολουσιακά Διαγαλαξιακά Παγάκια, μάλλον και που επιμένει να τα θεωρεί αστεία -ο θεός να μας φυλάει από κακό, απ’ άδικο κι από ερασιτέχνη επιστήμονα κωμικό! “Υπερβολικός κι εκνευριστικός όπως πάντα! Ο άνθρωπος προσπαθεί να μην είναι βαρετός και τίποτε άλλο. Τόση ώρα πιστεύει πως μας έχει φλομώσει με τα λόγια του και…” ‘Ασε με μωρέ κι εσύ. Κοίτα που ακόμα δεν απάντησε επί της ουσίας και πάει να τη κάνει γαργάρα. Μη τον αφήσεις να ξεγλιστρήσει κι εγώ ξαναβουτώ στο …ιδιαίτερο μας, περιμένοντάς σε χρυσέ μου! Χαμογελάσαμε κι οι δύο!
 -“Πάντως ακόμα και να ξεφύγουν απ’ όλα και πέσουν στη Γη, πάλι δε θα υπάρξει κανένας κίνδυνος, εκτός αν πέσουν σε κανένα κεφάλι“, είπε κι ετοιμάστηκα να χειροκροτήσω ειρωνικά, μα το άγριο βλέμμα συνοδευμένο από ξεγυρισμένο τσίμπημα, μ’ επανέφερε σε τάξη. Θέλησα να ουρλιάξω “στο ‘πα εγώ” μα μετάνιωσα αμέσως στη σκέψη ενός νέου καβγά! Εν τω μεταξύ ο Τζέρρυ Λιούις Σε Εμβρυακό Στάδιο συνέχισε απτόητος:
 -“Ελάτε! Μην ανησυχείτε δίχως λόγο! Ξέρουμε καλά τι κάνουμε κι επίσης ξέρουμε πάρα πολύ καλά ΤΙ δε ξέρουμε! Όλα ειν’ υπό έλεγχο κι είμαστε σε συνεχή συνεργασία μ’ όλο το κόσμο! Τώρα, με την άδειά σας, μιας κι ήξερα πως θα ‘ρθετε, φρόντισα έτσι το ραντεβού μα και το πρόγραμμα μας, ώστε να παρευρεθείτε πάνω σε δραστηριότητα μας! Έτσι θα ‘χετε όσο το δυνατό, καλύτερη κάλυψη“.
 -“Δεν έχω να πω τίποτε και σας ακολουθώ πειθήνια“, είπα χαμογελώντας … συγκλαδοκορμόρριζος!
     Μας οδήγησε σ’ ένα άλλο Χαίνον Στόμα Κατ’ Επίφασιν Ασανσέρ και μέχρι να φτάσουμε στο Κέντρο Ρίψης Διαγαλαξιακής Σοκολατοκαραμέλας Με ‘Αρωμα Λιβάνι, μας εξήγησε πως θα ‘χουμε τη τύχη να παρακολουθήσουμε δυο βομβαρδισμούς αλλά και δειγματοληψία. Εκεί η καρδιά σφίχτηκε! Λίγο πριν εισέλθουμε στο Χώρο Χαράς Κι Αναψυχής μας σταμάτησε κι είπε μ’ ένα ξαφνικά σο-βαρεμένο ύφος:
 -“Έχουμε λίγο χρόνο και θέλω να σας πω κάτι τελευταίο! Είμαστε περήφανοι γιατί μας ανατέθηκε έστω κι αυτό το μικρό μα σπουδαίο κομμάτι, από ‘να τεράστιο πρόγραμμα, παρ’ όλο που ‘μαστε μικρή χώρα! Αυτό οφείλεται στη Κυβέρνησή μας που τόσα χρόνια πριν, είχε φροντίσει να ‘χουμε τη κατάλληλη υποδομή, ρίχνοντας στιβαρά και θαρραλέα θεμέλια. Έπειτα με κατάλληλους χειρισμούς πέτυχε ότι σήμερα έχετε τη τύχη να βλέπετε κι αύριο -ελπίζω- στο άρθρο σας να μιλήσετε με τη πρέπουσα προσοχή και σημασία! Ξέρω πως ίσως σας φανεί ανούσιο κι άχρηστο μα εγώ έπρεπε να δώσω έμφαση σ’ αυτή την υπενθύμιση! Τώρα“… κοίταξε επιδεικτικά το πανάκριβο ρολόι του, “…πάμε, αν δεν έχετε αντίρρηση ή να ρωτήσετε κάτι“. 
     Τον ακολουθήσαμε δίχως να πει κανείς μας τίποτε, μα το τελευταίο δεν είχε αρέσει σε κανένα μας και το σφίξιμο μεγάλωνε μέσα μας! «Έτερε Ήμισε, μου βρωμάει αυτό» είπα, κι εκείνος ήρεμος: “Ευλογούν τα γένια τους και …σκάσε πια! Το υποσχέθηκες εδώ κι ώρα!” Ε λοιπόν σκάω …σκάω γαμώτο και … σκάω! Πάμε δικέ μου να δούμε τι μας επιφυλάσσεται ακόμα να δούμε.
     Ανεβήκαμε στο Κ.Ε. κι για πάνω από μια ώρα παρακολουθήσαμε τα πάντα με κομένη ανάσα. Τα λόγια λιγότερα κι μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Πολλά περισσότερα δε τα πατήματα κουμπιών ή ανεβοκατεβάσματα μοχλών. Ξεροί ήχοι και μπιπ σε συνδυασμό με κονσερβαρισμένες καθησυχαστικές ατάκες του κεντρικού υπολογιστή μεγάλης ισχύος. Φως λευκό κι άπλετο. Περιβάλλον άοσμο, αποστειρωμένο και λιτό. Όρθιοι βλέπαμε δάχτυλα να πατάνε κουμπιά, μια κίνηση που διαρκούσε κλάσματα δευτερολέπτου μα έστελνε, ολόϊσια στη καρδιά, μεγατόνους εκρηκτικής ύλης και μάλιστα με μια εκνευριστική ηρεμία κι απάθεια. Τα παρακολουθήσαμε όλα κι όταν πια βγήκαμε επιτέλους από ‘κει, χαιρετώντας ευγενικά -ο άλλος, όχι εγώ- διαπιστώσαμε πως είχαμε ιδρώσει. Το Καλό Κομάτι Του Εαυτού Μου είχε την έμπνευση και το θάρρος να ζητήσει λιγάκι από το δείγμα του πλανήτη Υ. Ο Μεγάλος Αρχικαθήκης συνοφρυώθηκε και στρίτζωσε τα ποδάρια:
 -“Εεεε …αυτό απαγορεύεται …μπορεί να ‘ναι επικίνδυνο ξέρετε…” είπε.
 -“Ω ελάτε τώρα“, είπε τ’ αδέρφι κι ένιωσα να βουρκώνουν τα μάτια μου, “ποιος θα το μαρτυρήσει. Εγώ πάντως όχι, μήπως εσείς; Έννοια σας και το άρθρο για το Δ.Ε.Κ., αλλά κυρίως για τον υπέυθυνο του θα ‘ναι σπέσιαλ. Είστε εκπληκτικός αλήθεια“, του ‘πε και τον έλυωσε σα πρώιμη ανάλατη μυζήθρα. Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν; Είσαι τέλειος αγόρι μου!
 -“Μα ξέρετε …εντάξει δε λέω, αλλά …δε πρέπει να ‘ρθει σ’ άμεση επαφή με γυμνή σάρκα. Μπορεί να ‘χει άγνωστους ιούς ή να ‘ναι λανθανόντως ραδιενεργό κι εκτός αυτού είναι σχετικά θερμό υλικό και μάλιστα με σταθερή θερμοκρασία“, του απάντησε, στριμωχνοντας τον, ο Μίστερ Τέλειος και τότε είδα πως ήταν η σειρά μου να επέμβω:
 -“Λοιπόν, ακούστε τι θα κάνουμε” είπα κι έβγαλα απ’ το λαιμό μας ένα όμορφο κουμπωτό μενταγιόν σε σχήμα καρδιάς, “θα ‘χετε σίγουρα μονωτικό σελοφάν ή κάτι τέτοιο. Θα τυλίξουμε λιγάκι και θα το κλείσουμε μέσα ‘δω“. Το Αδέρφι μου με χάιδεψε στο κεφάλι: “Σειρά μου να σε χειροκροτήσω αγόρι μου” είπε κι ένιωσα περήφανος!
     Ήταν σκούρο, ολοζώντανο, λαμπερό καφέ, ψιλό χώμα! Ακριβώς όπως το ‘χαμε αφήσει προ αμνημονεύτων, όταν ξεκινούσαμε αυτή την Αποστολή Υψίστης Σημασίας, που τελικά στέφθηκε μ’ απόλυτη αποτυχία. Θελήσαμε κι οι δυό, σαν άλλοι Οδυσσείς, να σκύψουμε και να το φιλήσουμε μα έπρεπε να … συγκρατηθούμε!
     Βγήκαμε έξω στον κόσμο και μόνο τότε άφησα μερικά δάκρια να κυλήσουν. Έξω επικρατούσε χάος κι απ’ ότι ακούσαμε είχε γίνει κάποιος ισχυρός σεισμός κι όλα ήταν άνω-κάτω! Πανικός! “Αντισεισμικό το Κτήριο Του Βερνικωμένου Κέρατος βλέπω! Δεν έγινε αντιληπτό τίποτε!” Δυστυχώς όχι δικέ μου και λυπάμαι γι’ αυτό! Το Μενταγιόν έπαλλε στο στέρνο και μας ζέσταινε τη καρδιά! Στην επαφή με το Πάτριο Χώμα, ακόμα κι εγώ γινόμουν Αρνάκι Γάλακτος Σε Ώρα Μακαριότητος Μετά Τη Χώνεψη! Του ‘πιασα το χέρι! “Σ’ αγαπώ δικέ μου” του ‘πα, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά, τη σχεδόν ξεχασμένη γλώσσα μας κι όχι χωρίς να κομπιάσω λιγάκι! Αυτή η τόσο όμορφη, τόσο τέλεια, εύηχη, κελαριστή γλυκειά γλώσσα κι όχι σαν τούτη ‘δω τη τραχιά! “Κι εγώ σ’ αγαπώ!” μου απάντησε με τον ίδιο τρόπο, “μα πρέπει να προσπαθήσουμε να στείλουμε ραπόρτο για όλα τούτα που μάθαμε σήμερα“.
     Ξέρουμε κι οι δυό πως δεν υπάρχει τρόπος! Ξέρουμε κι οι δυό πως δε θα ξαναδούμε το τόπο μας! Ωστόσο μιας κι ακόμη ανασαίνουμε, εμείς οι τελευταίοι επιζήσαντες της Αποστολής, δε χάνουμε την ελπιδα! Ίσως υπάρχουν τρόποι! Ίσως υπάρξουν κάποιοι τρόποι…
     Πιασμένοι ακόμα χέρι-χέρι, δακρυσμένοι και παρακάμπτοντας όσο χάος βρήκαμε μπροστά μας, μπήκαμε στο Βαν…

Μάρτης 2005

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *