Μα ποιά ζωή αξίζει
και πώς μπορείς να τη πεις ωραία,
δίχως έναν άξιο θάνατο;
Βιογραφικό

Ο Γιάννης Χατζηανδρέας, που έμελλε να τιμήσει τα ελληνικά γράμματα με το ψευδώνυμο -από παρατσούκλι του πατέρα του- Στρατής Τσίρκας, ήταν Έλληνας, συγγραφέας ποιητής, δημοσιογράφος -μεταξύ άλλων- από τους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς, περισσότερο γνωστός για τη μυθιστορηματική του 3λογία Ακυβέρνητες Πολιτείες (το σημαντικότερο έργο του -1960-1965- που απαρτίζεται από 3 μυθιστορήματα: Λέσχη, Αριάγνη και Νυχτερίδα, που εισάγουν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα).και το μυθιστόρημά του Η Χαμένη Άνοιξη. Ο Στρατής Τσίρκας τοποθετείται σήμερα, ανάμεσα στη μεσοπολεμική και μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής πεζογραφίας και το έργο του συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τη γενέτειρά του, στις οποίες πήρε ενεργό μέρος.
Γεννηθηκε στο Κάιρο που και πέρασε τις πρώτες 3 10ετίες της ζωής του. Η οικογένεια Χατζηαντρέα είχε καταφύγει στην Αίγυπτο για να μην υπηρετήσει ο πατέρας στρατιώτης σε τουρκική επικράτεια. Μετά τους σεισμούς του 1881 η οικογένεια μετακόμισε στη Χάιφα, ενώ με τον πόλεμο του 1897 κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια. “Έτσι γινήκαμε εμείς αιγυπτιώτικο γένος, αλεξανδρινοί. Οι σχέσεις μου με το πνεύμα, τον κόσμο της προσφυγιάς είναι πολύ έντονες, υπάρχουνε ρίζες“, θα πει ο συγγραφέας αργότερα. Ο συγγρραφέας που μοίρασε τη ζωή του -όση δεν του ‘κλεψε ο σκληρός βιοπορισμός- στη τέχνη και στους κοινωνικούς αγώνες.
Γεννήθηκε στο Κάιρο στις 23 Ιουλίου 1911, 1ο από τα 4 παιδιά του Κωστή Χατζηανδρέου (από την Ίμβρο) και της Περσεφόνης Σταμαράτη (με καταγωή από τη Χίο). To 1917 γράφεται στη περίφημη Αμπέτειο Σχολή της πόλης κι αφού τελειώσει το δημοτικό της, θα εγγραφεί το 1923 στο εμπορικό τμήμα της σχολής για να σπουδάσει και παρά την επιθυμία του- ένα επάγγελμα. Αποφοίτησε από τη σχολή το 1928 κι αμέσως (17 χρονών) προσελήφθη στη National Bank of Egypt, στη παλαιότερη και μεγαλύτερη τράπεζα της Αιγύπτου, αγγλικών (τότε) συμφερόντων.
Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, μόλις αποφοίτησε από την Αμπέτειο, αναγκάστηκε να δουλέψει σε εκκοκκιστήριο βάμβακος ως λογιστής και κατόπιν διευθυντής του εργοστασίου στην Άνω Αίγυπτο. Πέρασε μια 10ετία εκεί κι όπου μάλιστα έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων.
Από μικρός επιδεικνύει εντυπωσιακή προδιάθεση για τη λογοτεχνία, δανείζεται από βιβλία από βιβλιοθήκες και φίλους, παρακολουθεί όλα τα θεατρικά έργα και τις ταινίες από την Ελλάδα ενώ σημειώνει στα σχολικά του σημειωματάρια οτιδήποτε διαβάζει ή τον ενδιαφέρει. Στο νεανικό δημιουργικό πυρετό της εποχής εκείνης γράφει και το 1ο του μυθιστόρημα. “Όταν ήμουν 20 ετών, έγραψα ένα μυθιστόρημα, από το οποίο σώθηκε ένα κεφάλαιο. Όλο το άλλο το έκαψα, γιατί σε κάποια στιγμή αυτογνωσίας είδα ότι λέω ψέματα. Κι αυτή η εμπειρία μού κόστισε τόσο, ώστε έκανα 25 χρόνια να γράψω άλλο μυθιστόρημα“, είπε ο ίδιος σε συνέντευξή του. Tο 1927 δημοσιεύει το 1ο του πεζό με τίτλο Φεγγάρι, στο περιοδικό Παναιγυπτία. Νεαρός επίσης, διάβαζε άπληστα κι άρχισε να δημοσιεύει σε περιοδικά της Αιγύπτου και της Ελλάδας ποιητικές μεταφράσεις και μικρά κείμενά του. Μεταφράσεις του ποιημάτων του Χάινε, του Αλφρέ ντε Μυσσέ και του Σίλερ, στα έγκριτα ελλαδικά περιοδικά Οικογένεια και Μπουκέτο, υπογράφοντας με το πραγματικό του όνομα. Το 1930 δημοσίευσε το πεζογράφημα Μεσημεριάτικο στο περιοδικό Πρωτοπορία και το 1ο του ποίημα, με τίτλο Pot pouri, στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη. Το 1937 κυκλοφόρησε τη ποιητική συλλογή Φελλάχοι, όπου υπέγραψε για πρώτη φορά με τ’ όνομα Στρατής Τσίρκας. Ως το ξέσπασμα του Β’ Παγκ. Πολ. ασχολήθηκε με τη ποίηση και το διήγημα. Από 1927 ως το 1963, γράφει χωρίς διακοπή ποίηση, διηγήματα, δοκίμια ενώ συνεργάζεται σταθερά με περιοδικά και εφημερίδες.
Στην Αλεξάνδρεια που κατεβαίνει για διακοπές, έρχεται σ’ επαφή με τον κόσμο των γραμμάτων (το 1930 γνώρισε και τον Καβάφη), καθώς και με τους κύκλους των κομμουνιστών, χώρο όπου κι εντάσσεται. Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασσώτη (πέθανε 9 Σεπτέμβρη 2012), με την οποία ταξίδεψε στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλία και την Ελλάδα κι απέκτησε ένα γιο τον Κώστα (γεν. 1957). Το γαμήλιο ταξίδι στην Ευρώπη της ναζιστικής επιβολής και του Ισπανικού Εμφυλίου, αλλά και του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, θα τονε γεμίσει παραστάσεις αναγνωρίσιμες σ’ όλο το έργο του.
____________________
Με το Γιάννη γνωριστήκαμε στη πλαζ της Αλεξάνδρειας, καλοκαίρι του ’36. Είχαμε μικρή διαφορά ηλικίας: 4 χρόνια. Κάναμε πολύ παρέα στην αρχή. Μετά πιάσαμε αλληλογραφία. Ανταλλαγή βιβλίων, τέτοια. Γιατί εκείνος ήτανε στην Άνω Αίγυπτο, στα χωριά, διευθυντής στην βαμβακοβιομηχανία. Τον επόμενο χρόνο, το ’37, παντρευτήκαμε. Στο Ντέυρουτ που μέναμε τότε, ένα χωριουδάκι 6 ώρες από το Κάιρο, η ζωή μας κυλούσε πολύ αργά κι ήσυχα. Πρέπει να πω πως εγώ από τότε, από τα πρώτα γραφτά που μου έδειξε, προέβλεπα πως κάποια μέρα θα γίνει σπουδαίος συγγραφέας. Το πίστευα βαθιά. Και το ’39, μερικές βδομάδες πριν κηρυχτεί ο πόλεμος, πήγαμε στην Αλεξάνδρεια και ζήσαμε μαζί με την οικογένειά του, όμορφα, πολύ αρμονικά. Εκεί στην Αλεξάνδρεια, ασχοληθήκαμε με την Ειρηνιστική Ένωση. Ήταν μια οργάνωση που είχε όλες τις ράτσες μέσα. Εβραίους, Γάλλους, Ιταλούς, Εγγλέζους κι ήμασταν όλοι αδελφωμένοι μεταξύ μας. Τότε επίσης, υπήρχε στην Αλεξάνδρεια ένα βιβλιοπωλείο Les amis du livre, που ήταν στέκι μας. Εκεί μαζεύονταν συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι και συζητούσαν. Ήταν ο Πιερίδης, ο Φίλας, ο Μαλάνος…
Στο Γιάννη άρεσε πολύ ο κινηματογράφος, έτσι 3 φορές τη βδομάδα πηγαίναμε απαραιτήτως σινεμά. Πηγαίναμε όμως και θέατρο, σε συναυλίες, στο μπαλέτο. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα δεν πίστευαν όλα αυτά τα θεάματα που είχαμε δει στην Αίγυπτο. Το καλοκαίρι του ’63 είχαμε έρθει στην Ελλάδα για τουρισμό. Γίνεται η εθνικοποίηση του εργοστασίου που δούλευε ο Γιάννης και τηλεφωνούμε σε κάποιους φίλους εκεί να μας στείλουνε χειμωνιάτικα ρούχα. Έτσι ήρθαμε μόνιμα στη πατρίδα. Αρχικά πιάσαμε ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη -προσωρινά, της κουνιάδας μου ήταν. Τότε συνδεθήκαμε με τον Κέδρο, που ο Γιάννης έβγαζε τα βιβλία του. Βλέπαμε τη Νανά, το Βουρνά, το Διαμαντόπουλο, τον ηθοποιό, τον Καλμούχο, τον ζωγράφο. Μετά πήγαμε στον Άγιο Χαράλαμπο και τελικά ήρθαμε εδώ στη Καισαριανή.
Ο Γιάννης τον καιρό κείνο δούλευε κάτι και δεν ήθελε κανένας να τον ενοχλεί. Όταν τελείωνε όμως μας το διάβαζε και ζητούσε γνώμες. Ήταν ανοιχτός σε ολονών τις κρίσεις, δεν ήταν δηλαδή μυγιάγγιχτος. Δεν θεωρούσε ότι αυτό που έγραψε είναι το Έργο, είχε αυτογνωσία κι ήξερε μέχρι που μπορεί να φτάσει. Απ’ όλα τα βιβλία του με συγκινεί περισσότερο η Αριάγνη, γιατί αποπνέει πολύ ανθρωπιά. Η κεντρική ηρωΐδα, αυτή η γυναίκα με πιάνει βαθιά, γιατί μου θυμίζει τη μητέρα του Γιάννη -έχει πάρα πολλά στοιχεία από τη μητέρα του. Ακόμα σκέφτομαι πολύ συχνά και τη συμπαθή φιγούρα του ομοφυλόφιλου του Ρούντη, που λέει κάπου: “Προτιμώ να πεθάνω για τους φίλους μου, παρά για μια ιδεολογία“. Είναι μια φράση πιστεύω που σημαδεύει μια εποχή, έναν κόσμο, μια στάση ζωής. Με τον Τσίρκα είχαμε φιλία μεταξύ μας. Ήξερε ο ένας ότι μπορεί να στηρίζεται στον άλλο. Ζούσαμε πολύ απλά. Ήμασταν πολύ δεμένοι. Μετά το θανατό του σιγά-σιγά φτιάξαμε το αρχείο του, που τώρα θα πάει στο νέο κτίριο του Ε.Λ.Ι.Α, μαζί με τη βιβλιοθήκη του, έτσι όπως την είχε αφήσει. Σήμερα η ζωή μου είναι τα χαρτιά του Τσίρκα και λίγο το σπίτι και καμμιά φορά περνάω κι από τον Κέδρο…
———————-

Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πήρε μέρος (ανάμεσα στους Μπρεχτ, Λουί Αραγκόν, Νερούδα κι άλλους) στο Β’ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Φασισμού, στο Παρίσι, όπου γράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ, τον περίφημο Όρκο Ζωής Στο Δολοφονημένο Λόρκα, που απαγγέλλει ο Αραγκόν κι υπογράφουν όλοι οι σύνεδροι. Το 1932 εργάσθηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου. To 1938 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αλεξάνδρεια κι από τον επόμενο χρόνο διορίζεται διεθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατηρεί μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963.
Το 1937 εκδίδει τους Φελλάχους, ποιήματα εμπνευσμένα από την εμπειρία του στην Άνω Αίγυπτο’ το 1938, Το Λυρικό Ταξίδι, και το 1944 τη 1η συλλογή διηγημάτων Αλλόκοτοι Άνθρωποι. Ο Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο (1946) θα είναι κι ο αποχαιρετισμός του στη ποίηση. Θα ασχοληθεί εφεξής με τη πεζογραφία και το δοκίμιο. Στη διάρκεια του πολέμου, δρα στην οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος (Αντιφασιστική Πρωτοπορία) και στον ευρύτερο χώρο του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ), όπως και στη σύνταξη του περιοδικού Έλλην και σε παράνομα φύλλα.
Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου και συνδέθηκε αρχικά, πιθανόν το 1928, με τη κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη στο Κάιρο. Μαζί με τον Αλεξανδρινό ζωγράφο Γιάννη Μαγκανάρη (1918 – Αθήνα 2007) κι άλλους Έλληνες Αιγυπτιώτες δημιουργούνε τη δραστήρια Πνευματική Εστία Ελλήνων Αλεξανδρείας. Το 1935, μαζί με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, εντάσσεται στη πολυεθνική οργάνωση Ligue Pacifiste, που ίδρυσε ο Ελβετός Paul Jacot-Descombes κι αναλαμβάνει με τον Πιερίδη, τον συντονισμό του ελληνικού τμήματος της οργάνωσης. Τη περίοδο αυτή αρθρογραφεί στο επίσημο όργανο της League, το περιοδικό Πολιτισμός-Civilisation, που εκδίδεται σε τρεις γλώσσες (Γαλλικά, Αραβικά κι Ελληνικά).
Ο Β’ Παγκ. Πόλ. τονε κάνει ακόμα πιο ενεργό πολιτικά: γίνεται καθοδηγητικό στέλεχος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου και συντάσσει αντιστασιακά κείμενα. Το 1942, όταν τα Afrika Korps του Erwin Rommel απειλούν την Αλεξάνδρεια, καταφεύγει με άλλους αριστερούς στη Παλαιστίνη, μέχρι τη συμμαχική νίκη στο El Alamein τον Νοέμβρη του ιδίου έτους. “Βρίσκομαι στην Αλεξάνδρεια το 1942 και μαζί με φίλους βγάζουμε το αντιφασιστικό περιοδικό Έλλην. Η κατάσταση των πολεμικών μετώπων είναι πολύ δύσκολη κι αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε με κάποιο τρόπο να φτάσουμε στον Ευφράτη, να περάσουμε στον Καύκασο και τη Σοβιετική Ένωση και να γλυτώσουμε από τα χέρια των χιτλερικών. Φτάσαμε στη Παλαιστίνη χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτε. Η μόνη ταυτότητα που είχα ήταν μια κάρτα διαρκείας του τραμ με μια φωτογραφία μικρή πάνω. Μ’ αυτό το χαρτί πέρασα τα σύνορα. Εκεί, λοιπόν, στη Παλαιστίνη, δεν μπορούσαμε να εμφανιστούμε σε κανένα ξενοδοχείο επίσημο, από αυτά που ζητάνε διαβατήρια. Κάναμε επαφή με αριστερούς Εβραίους, που μας έστειλαν σε μια πανσιόν όπου η κυρία που τη διηύθυνε ήτανε τόσο αριστοκράτισσα, ώστε νόμιζε πως ήτανε ντροπή να ζητάς ταυτότητα, ότι έπρεπε να πιστεύεις τον κάθε άνθρωπο“, είπε ο ίδιος για τη φυγή εκείνη. Εκείνα τα χρόνια γίνεται κι η γνωριμία του με τον Σεφέρη.
Από το 1942, μαζί με τον Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, το Στρατή Ζερμπίνη κι άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) κι από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης Αντιφασιστική Πρωτοπορία, που διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης κι είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας.
Το κίνημα του Απρίλη του 1944 -η εξέγερση του Στρατού και του Στόλου- κι η δραματική καταστολή του, γεγονότα που τα ‘ζησε απ’ τα μέσα, θα είναι τραυματική εμπειρία, που θα στοιχειώνει το μεταγενέστερο έργο του, από τη συλλογή Ο Απρίλης Είναι Πιο Σκληρός (1947) ως τη λυτρωτική κατάθεσή της στον τρίτο τόμο της 3λογίας. Μετά τον πόλεμο, εκδίδει σειρές διηγημάτων, δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα κι άρθρα, εκτενή μελέτη για το Βουτυρά στην Αλεξανδρινή Λογοτεχνία 1948 και στο ίδιο περιοδικό, το 1950, για τον Νίκο Νικολαίδη τον Κύπριο, που θεωρούσε δάσκαλό του.
Έχοντας εκδώσει 3 συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε 10 μέρες τη νουβέλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας, με αυτή τη θερμή συνηγορία του για τους αγώνες του αιγυπτιακού λαού. Ύστερα από πολύμοχθη έρευνα, το 1958 εκδίδει το βιβλίο του Ο Καβάφης & Η Εποχή Του (κρατικό βραβείο βιογραφίας), που τάραξε τα νερά κι έδωσε νέα κατεύθυνση στις καβαφικές μελέτες. (Οι έρευνές του θα συμπληρωθούν αργότερα, το 1971, με τον Πολιτικό Καβάφη) Αλλά και με τη συνεισφορά του στο τιμητικό αφιέρωμα Για Τον Σεφέρη (1961), Μια άποψη για το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ‘ άνοιξε ορίζοντες για μιαν άλλη προσέγγιση του σεφερικού έργου.
Το 1961 εκδίδει τη Λέσχη, 1ο τόμο των Ακυβέρνητων Πολιτειών, που θα του κοστίσει τη διαγραφή του από την οργάνωση των Ελλήνων κομμουνιστών της Αιγύπτου για τη τόλμη του να καταγγείλει νοοτροπίες και συμπεριφορές ηγετικών στελεχών του αριστερού κινήματος που ευτελίζουν ιδανικά κι αγώνες. Του ζητήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ να αποκηρύξει το έργο του, αυτός αρνήθηκε λέγοντας: “Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ’ το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο“. To 1962 κυκλοφορεί ο 2ος τόμος της 3λογίας, Αριάγνη. Το 2ο μέρος, περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με “ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση του, ως ολίσθημα από τα ιδεολογικά θέσφατα“.
“Το λοιπόν τι κάθομαι και τρώγομαι με το Μαλάνο όταν ακόμα κι ένας Αυγέρης δεν καταλαβαίνει τι λέω; Θα γυρίσω στη δουλειά μου: Διήγημα, μυθιστόρημα“.
-επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 22 Μάρτη 1960
Μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, ασχολείται με τη συγγραφή του 3ου τόμου, της Νυχτερίδας, που θα εκδοθεί το 1965. Κέντρο της 3λογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε 3 ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη τη 3λογία σα μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, που ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στη προσπάθεια διάλυσης κι ολικής υποταγής του από τα μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση. Αυτή η εκδίωξη από το ίδιο του το κόμμα θα είναι ισχυρό πλήγμα για το δημιουργό, που το 1963 εγκαταλείπει την Αλεξάνδρεια για πάντα κι εγκαθίσταται με τη γυναίκα του και τον 6χρονο γιο τους στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Συνεχίζει να δημοσιεύει κείμενα, κυρίως στην Επιθεώρηση Τέχνης, ενώ ασχολείται παράλληλα με τη κριτική βιβλίου και το κοινωνικό ρεπορτάζ στον Ταχυδρόμο. Στη διάρκεια της δικτατορίας, αναλαμβάνει καθοδηγητικό ρόλο στο Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ) και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, εντάσσεται στο ΚΚΕ Εσ.. Εκπονεί μόνο μεταφράσεις σημαντικών έργων, συμμετέχοντας έτσι στη Σιωπή Των Καλλιτεχνών και μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, πρωτοστατεί στην αντιδικτατορική έκδοση των 18 Κειμένων και των Νέων Κειμένων, που εκφράζουνε την αντίθεση του πνευματικού κόσμου στο καθεστώς. Συνεργάζεται επίσης με το αντιδικτατορικό περιοδικό η Συνέχεια. Το 1972, η γαλλική έκδοση των Ακυβέρνητων Πολιτειών αποσπά το βραβείο του καλλίτερου ξένου βιβλίου. Το 1976 εκδίδεται Η Χαμένη Άνοιξη, το αθηναϊκό του μυθιστόρημα, που θα ήταν το 1ο μέρος μιας άλλης 3λογίας. Το βιβλίο όμως έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του καθώς πέθανε τελικά στο Ιπποκράτειο που νοσηλευόταν, από ανεύρυσμα στις 27 Γενάρη 1980 στα 69 του χρόνια.
Βιβλία του έχουνε μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, ρουμανικά, τούρκικα, αραβικά.==============
Καιρός Για Ψάρεμα Με Καλάμι
Είναι ένα βράδυ καλοκαιριάτικο απόψε που κατεβαίνεις την οδό Μισάλας. Ο αέρας έκοψε απότομα κι η υγρασία σαν αόρατη κουνουπιέρα τυλίγει τους ανθρώπους, χτυπά κατάστηθα τις γυναίκες, κάθεται πάνω τους και τους μουσκεύει τα ρούχα, γυαλίζει τα πρόσωπα τις αρπάχνει απ’ το λαιμό. Ο αέρας έχει κόψει τω όντι και σκέφτεσαι μες στον ιδρώτα, μες στις ξυνές μυρωδιές τί θάλασσα θα κάνει αύριο, για το ψάρεμα. Καιρός για ψάρεμα με καλάμι. Κάποτε διάβασες πως τη πρώτη βδομάδα μετά το Μόναχο, οι όχτες γύρω απ’ το Παρίσι γιόμισαν ανθρώπους που ψαρεύαν με καλάμι. Αναντρία ή τύψη; Απόψε ο αέρας έχει πέσει, είναι αρχές Σεπτέμβρη, τ’ αποτελέσματα στη Λακωνία φέραν 92% και συ σκέφτεσαι να βγεις στο ψάρεμα με το καλάμι.
Η υγρασία σούρνεται πάνω στην άσφαλτο τη κάνει και λαμποκοπά, κατρεφτίζει τα ηλεκτρικά, θαμπώνει τα τζάμια στις βιτρίνες και τα ματογυάλια τούτης της δασκάλας που κοντοστάθηκε για να τα καθαρίσει. Σούρνεται πάνω στην άσφαλτο μαζί με τις ξυνές μυρωδιές του καλοκαιριού που έβρασε και τώρα ξεθυμαίνει, Χνουδωτό ξανθοκόκκινο άρωμα των φρούτων. Ένα μπακάλικο μυρίζει παστουρμά ανυπόφορα. Οι ντομάτες σαπισανε στο μανάβικο. Πηχτή επιθετική και κρύα είναι η μπόχα που βγαίνει από κάτω από το σιδερένιο ρουλό του χασάπη. Τι σου γράφουν; ρωτά ο ένας. Ανεβαίνει. Τα ‘πνιξε όλα κι ακόμα ανεβαίνει, του αποκρίνεται ο άλλος. Στην Απάνω Αίγυπτο, στο καψαλισμένο τ’ ασκητικό, το ξυπόλητο, το λιμάρικο το Σάιτ του Νείλου του κάπνισε να θέλει να χαϊδέψει τα χωριά που ‘ναι χτισμένα από σβουνιά και λάσπη. Μόλις όμως
τ’ αγγίξει η φαρδιά, ιερατική του μανίκα εκείνα γονυπετούν λιπόθυμα και λυώνουν. Σα να ‘τανε φτιαγμένα από σβουνιά και λάσπη. Τα ‘πνιξε κι όλα έχουν ακριβύνει, μου ‘λεγε το πρωί ο εισπράχτορας του δημαρχιακού φόρου, χτενίζοντας τη φούντα του φεσιού του με τη βούρτσα. Τη νύχτα περιμένει να πλαγιάσουν όλοι οι δικοί του στο στενάχωρο διαμέρισμα, ανάβει τη λάμπα και διαβάζει Σαίξπηρ στο πρωτότυπο.
-“Έτσι που πάμε, το χειμώνα δε θα φάμε καθόλου κρέας“, μου είπε.
Περνώντας μπρος απ’ τα Μπιλιάρδα κοντοστέκεσαι, κάνεις ένα βήμα πίσω. Εκείνο το γερόντιο το χωμένο στη ψάθινη πολυθρόνα, λοξά μες στο ημίφωτο δεξιά, με τα ψαρά τ’ αχτένιστα μαλλιά, που σε κοιτά και δε σε κοιτά μέσα από τ’ άταχτα, τα δασά του φρύδια, δεν είναι ο Καβάφης; Φυσικά, είναι ο Καβάφης κι είναι το ψάρεμα με καλάμι. Αν θες όμως να γράψεις κι άλλες ανταπόκρισες θα πρέπει να φυλάξεις μια συμφωνία: Τον Καβάφη δε θα τον αναφέρνεις παρά περαστικά μονάχα, περαστικά μα κι απαραίτητα σε κάθε γράμμα. Να είναι μια σκιά, μια υπόμνηση, να μη φανείς ότι δεν ξέρεις πως Καβάφης κι Αλεξάντρεια είναι αχώριστοι. Όπως τη μαργαρίτα στα σχέδια του Ζαν Εφέλ τη τόσο διακριτική μα που χωρίς αυτή τα σκίτσα του είναι ατέλειωτα. Αλλιώς θα ‘τανε τόσο εύκολο να μιλήσεις για την Αλεξάντρεια. Ή τόσο δύσκολο.
Είναι μια ψαρίλα και μια ξυνή μυρωδιά σάπιων φρούτων κι ένα βαρύ, ένα γλυκερό άρωμα κουρείου που σέρνεται πάνω στην άσφαλτο. Υγραίνονται οι γάμπες και τα γυμνά δάχτυλα των γυναικών μες στα σαντάλια τους. Είναι αυτή η μυστήρια η κρεμασμένη στο μπράτσο του Εγγλέζου λοχία, που του κουβεντιάζει, του μιλά με βουλιμία. Κάπου το τακούνι της στραβοπατά, ο αστράγαλός της θα ξεβιδωθεί, μα όχι, κρεμιέται στο μπράτσο του και του χαμογελά κι η φωνή της είναι γεμάτη απορίες, όλες οι φράσες της καταλήγουν ερωτηματικά, τόσο που αγωνίζεται να τον κάμει να την αγαπήσει, με μιαν απελπισμένη, μιαν επιθετική παθητικότητα. Είναι οι τελευταίοι. Ο πόλεμος πέρασε και δεν παντρεύτηκαν. Περιμένουν το τραμ. Είναι στο σταθμό Ραμλίου και περιμένουν το τραμ της Βικτώρια. Θα τον πάει στο στρατώνα του ή θα τη συνοδέψει σπίτι της; Ο πρωτοετής της νομικής με τον ανοιχτό γιακά και τα σγουρά τα κατσαρά και κατάμαυρα μαλλιά που μοιάζουν με περούκα από αστρακάν δαγκώνει τα χείλια του με μια φαρμακωμένη μουγκαμάρα. Ακόμα δεν έφυγαν. Στου Μουστάφα Μπάρακς χτίζουν κι άλλους στρατώνες. Βγάζει απ’ τη τσέπη μια κιμωλία, τους προσπερνά κι επιδειχτικά γράφει μπρος τους πάνω στα σανίδια του Κιοσκιού τη λέξη. Αλ Γκιλάα (εκκένωση).
Ο λοχίας τη βρίσκει πως μοιάζει με γόνδολα. Ένα κοντάρι στη πλώρη, έν’ άλλο πάνω στην τέντα και στην πρύμη κάτι σαν πανί από τρεχαντήρι. Και ψηλά δίπλα στο πανί, ένα περιστέρι μετέωρο, με ράμφος γυρισμένο προς τα μέσα, με μαζεμένα φτερά και τεντωμένα νύχια. Τα περιστέρια του Σαν Μάρκο. Στη Βενετία πριν έρθει εδώ, ένα απόγεμα στο καφενείο που ‘ναι αριστερά στην αρχή του Ριάλτο, κορίτσια και αγόρια τους προγκήξανε: να φύγετε! Πουθενά δε μας θέλουνε πια, σκέφτεται και κοιτάζει γεμάτος απορία τα χείλη που ‘χουν ξυλιάσει σ’ ένα αργοπορημένο χαμόγελο. Το κοκκινάδι γυαλίζει υγρό και γλοίο. Τι θα γίνουμε όταν θα φύγουν; ρωτιέται η μυστήρια. Πρώτη φορά που βλέπει να σκαρώνεται μπροστά της μια απ’ τις χιλιάδες γόνδολες που αρμενίζουν πάνω σ’ όλους τους τοίχους της πόλης.
Στα καφενεία της Ιμπραϊμίας η υγρασία κάνει κάθετες ρυτίδες πάνω στα παγωμένα ποτήρια με τη μπύρα, κατρακυλά και σταμπάρει στρογγυλούς λεκέδες πάνω στα μισοβρόμικα τραπεζομάντηλα με τα καρό. Είναι τα φώτα κι η λατέρνα κι οι χάρτινες γκιρλάντες και τα γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται με τους δίσκους. Μα είναι και μια καταχνιά, μια μουγκαμάρα πάνω σ’ όλον τούτο τον κόσμο. Η ατομική; Ο τρίτος παγκόσμιος; Οι Σλάβοι; Οι κυράδες βλέπουν μέσα στα πιατάκια με τους μεζέδες· οι κύριοι διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν τις ταμπέλες των μαγαζιών απέναντι. Ωχ, δεν είναι Ιμπραϊμία αυτή, είναι κυριακάτικη έξοδο ομογενών στο Ασσιούτ, πεντακόσια μίλια βαθιά, μέσα στην κουτσομπόλα την κιτρινιάρικη επαρχία. Που ‘ναι τα χρόνια που έβραζε η Ιμπραϊμία και το Καμποτσέζαρε -η Κοκκινιά κι η Δραπετσώνα- στη μπαλαμάνα και στο ρε; Με όλο το μπλακάουτ τα ένιωθες να μερμηγκιάζουν ρωμιοσύνη τα μαγέρικα, τα καφενεία, τα μπακάλικα, τα φουλάδικα, τα ρακοπουλειά, τα παστουρματζίδικα, τα καπνοπωλεία, ο κινηματογράφος και τ’ αχτάρικα. Περπατούσες μέσα στα σκοτεινά και σκουντουφλούσες πάνω στο Μιαούλη, την Κρήτη, τον Ιέρακα, την Όλγα, τον Ήφαιστο, τις κορβέτες, τα φτου, τις δυο ταξιαρχίες, το θωρακισμένο, την ένα τρία τρία. Ρε Μιχάλη, ρεεεε… Και ξεστομίζονταν στον ανήφορο βρισιές ρωμέικες, πελώριες, στρογγυλές και γυαλισμένες, σαν τσουρέκια πασκαλιάτικα, έτσι μα για το τίποτα, για να ραγίσουν λίγο οι σουβάδες των κατσουφιασμένων σπιτιών, να μυρίσουν πατρίδα. Και τριγύρω στα στενά, στα θεοσκότεινα σοκάκια της Ιμπραϊμίας, παίρναν και δίναν τα κρυφομιλήματα. Σκιές συναπαντιούνταν, κάτι λέγαν, κάτι κάμναν και χωρίζονταν. Τα δυο, τα αιώνια, τ’ ακατάλυτα μεράκια του Έλληνα: η λεφτεριά κι ο έρωτας.
Είναι Σαββατόβραδο. Ξέχασες να το πεις. Είναι Σαββατόβραδο μα στο «Λούνα Παρκ» ο αθηναϊκός θίασος έχει αργία. Κεσάτια, διάλυση. – Έλα να πάρεις κάτι, σου λένε οι φίλοι. Την άκουσες την τελευταία; Είναι νόστιμη. Ξέρεις το Σαχίν, το γιο του μπαξεβάνη του θεάτρου. Ένα μωράκι που το χαϊδεύουν όλα τα κορίτσια μας, το έχουν μασκότα. Σήμερα το χάιδευε κι η Κυρά. Θα το πάρω μαζί μου στην Αθήνα, λέει. Μια φορά, η Σάρα Μπερνάρ γυρίζοντας από μια τουρνέ έφερε μαζί της ένα λιονταράκι. Εγώ θα φέρω ένα αραπάκι. -Που δείχνει τι ιδέα έχει για τον εαυτό της. -Που δείχνει τι ιδέα έχει για τους αραπάδες. -Γεια σας, λες και σηκώνεσαι.
Φτωχέ φτωχέ μου Σαχίν. Αυτό το κούτελο αυτά τα μαλακά μαλλάκια, αυτά τα γυαλιστερά, τα μαύρα μάτια που θα τα θολώσει η πείνα κι η μιζέρια τόσο γρήγορα… Για την Κυρά δεν είσαι παρά ένα μικρό ζώο, ένα αρκουδάκι ή ένα σκυλί όρθιο. Έτσι είναι σήμερα Σεπτέμβρης μήνας του ’46 στην Αλεξάντρεια. Μπορείς να μποδίσεις μερικούς ανθρώπους να ‘χουν φρεναπάτες εκατό φορές πιο μεγάλες από το μπόι τους; Μπορείς να σταματήσεις το ποτάμι ν’ ανεβαίνει και να καταπίνει τα χωριά; Μπορείς να πείσεις τη μυστήρια, όλες τις μυστήριες πως θα ‘ναι πιο καλά όταν θα τα μαζέψουν οι Εγγλέζοι και θ’ αδειάζουν τη γωνιά; Μπορείς; Αυτό είναι όλο το παν.
Κι αν δεν ήταν κείνη η κουβέντα για το Μόναχο, θα το χαιρόσουν πολύ το ψάρεμα με το καλάμι, αύριο. Γιατί θα πας. Αργά η θάλασσα, μέσ’ απ’ το φύλλωμα της ανθισμένης πασχαλιάς του αντικρινού κήπου κάτι σου είπε, κάτι σαν παράπονο, κάτι σαν αναστεναγμό, κάτι σαν τη βαθιά ανάσα του χερομάχου που ετοιμάζεται να ριχτεί πάλι στη δουλειά. Ενώ τ’ αστέρια απάνου μένουν ασάλευτα, μεγάλα και καθάρια, ακέραια κι απείραγα, σαν την ελπίδα του κόσμου.
Αλεξάντρεια. Σεπτέμβρης.
Ο Ζντ Αχμέτ
Το πράμα σήκωνε να το σκεφτείς. Λίγο το ‘χεις να σου μπήξει ο εγγλέζος στα πισινά τη μπαγιονέτα που κρατά. Στέκονταν κειδαπέρα κορδωμένος, μ΄ αγριωπά μάτια, με το κόκκινο πηλήκιο και τα γυαλισμένα του άρβυλα. Και παρακάτω άλλος κι άλλος κι άλλος. Έτοιμοι να την κάτσουν, αν τύχει και κάνεις πως μπαίνεις στο χτίριο. Κι από πάνω, στα παραθύρια, στα μπαλκόνια και στην ταράτσα, να ‘ναι οι ρωμιοί ναύτες, με τα γένια τους, με τα τραγούδια τους, με τα πειράγματά τους, με κείνες τις κουβέντες που σου λέγανε στ΄ αράπικα, με τη σημαία τους ψηλά, τόσο μεγάλη που μπορούσες να σκεπάσεις έν΄ αλώνι με δαύτη. Ήταν στημένη στην ταράτσα και πλάι της ήταν το κανονάκι. Το ‘λεγε η γειτονιά δηλαδή, γιατί του λόγου του δεν είχε δει τίποτα. Κι έλεγε η γειτονιά πως όλο το παν ήταν εκείνη η σημαία, που θα τους βάλει φωτιά στο κεφάλι ολονών να τους κάψει, είκοσι μέρες να κυματίζει κι οι Εγγλέζοι γινατσώσανε, γιατί δεν είχαν και κείνοι τόσο μεγάλη σημαία και δεν ήταν σωστό.
Χτες σαν πρωτόπιασε δουλειά, δεν καταλάβαινε τίποτα. Ένα χαμάλη γύρευε ο μάστορης, του λόγου του δουλειά έψαχνε να βρει και κάθονταν στο καφενείο. Μόλις που ‘χε φτάσει απ’ το Σαΐντ. Μια φορά το χαμάλη θα ‘κανε, έτσι δεν είναι; Άλλη δουλειά δεν του μάθανε. Γεωργός ήξερε, μα εδώ δεν είχαν χωράφια, ήταν η θάλασσα. Μόνο μην είναι δύσκολη δουλειά; Μπα! Κάτι μασούρια βάφουμε και θένε κουβάλημα. Κάτι μασούρια. Μ΄ αυτά ήταν όλα-όλα δυο. Μεγάλα και βαριά σα να ‘χαν το διάολο μέσα τους, μα δ υ ο!
Χτες δεν κατάλαβε τίποτα. Πιάσε απ΄ την πίσω άκρη, του λεει τ΄ αφεντικό. Έπιασε απ΄ την πίσω άκρη, έπιασε κι ο άλλος από μπροστά. Το νου σου μη λερώσεις την γκελεμπία σου πάνω στο μίνιο, του λεει. Κι ίδρωνε του λόγου του να μη γγίξει το φρεσκοβαμμένο μασούρι με τη γκελεμπία του και τούρλωνε τα πισινά του κι άνοιγε τα κανιά, σα να ‘χε κήλη εφτά χρονώ, και πάγαινε ντάντουλος παραντάντουλος.
Σήμερα, ίσα-ίσα, κει που περνούσαν μπροστά απ΄ τον εγγλέζο με τη μπαγιονέτα, μπήγει τ΄ αφεντικού μια φωνή:
-Μάστορη, κι αν έχει καμιά μπόμπα μέσα και πάμε στο διάολο;
-Σκασμός, ζώο! Μακαρόνια έχει, ρύζι, τυρί και τσιγάρα, να τι έχει, δεν τα ‘δες σαν τα βάζαμε;
Τούτα όμως του τα ‘πε πιο ύστερα. Στην αρχή του ‘πε “σκασμός, ζώο” ξερά-ξερά. Άμα στρίψαν τη γωνιά κι ακούμπησαν στην αυλή το βαμμένο μασούρι για να στεγνώσει, του ‘πε τα πολλά. Τώρα, αυλή θες να την πεις, σοκάκι… ούτε το ‘να ήτανε, ούτε τ΄ άλλο. Ήταν ένα μακρόστενο οικόπεδο κλειστό, θεόκλειστο απ’ τις τρεις μεριές. Τοίχοι δίχως πόρτες, δίχως παράθυρα. Μόνο ένα πορτόνι πάνω στο χτίριο που βαστούσαν οι ρωμιοί ναύτες κι αυτό αμπαρωμένο. Πήραν τ΄ άλλο μασούρι που ‘χε στεγνώσει πια.
-Πάμε να το ξαναβάψουμε, του λεει ο μάστορης. Το ‘πιασε και του λόγου του, και θες γιατί δεν ήταν φρέσκο το μίνιο, θες γιατί ένιωθε σαν πιο λαφρύς, πήγαινε με τη ραχοκοκαλιά ίσια.
Μωρέ, κατεβάστε τη σημαία, τους λέγαν οι Άγγλοι, βάλτε μια πιο μικρή, το ίδιο είναι μια Ιγγλιτέρα και το χρυσάφι της με τους ρωμιούς που τρώνε φασούλια κι ελιές και δουλεύουνε γκαρσόνια και μπακαλόγατοι και τους φωνάζεις Κωστή έλα δω, Γιάννη ένα μέτριο; Δεν την κατεβάζουμε, λέγαν οι Ρωμιοί, είμαστε γενναίοι. Κι όποιος κάνει γιούρια στο κτίριο, θα του ρίξουμε με το κανονάκι. Ε, κι όποιος κάνει πως σας φέρνει να φάτε, είπαν οι Άγγλοι, θα του την κάτσουμε. Και κουβαλήσαν μπαγιονέτες και συρματοπλέγματα και τους μπλοκάρισαν. Το πράμα σήκωνε να το σκεφτείς καλά.
-Τί γίνεται δω πέρα, αφεντικό; ρωτάει του λόγου του.
-Δε βλέπεις; Ανοίξαν πόλεμο. Οι ρωμιοί ναύτες με τους εγγλέζους στρατιώτες.
-Μα εδώ, πάνω στο κεφάλι μας;
-Αφού βρεθήκαν εδώ;
-Καλά κι εμείς τι θέμε κι ανακατευόμαστε. Σκυλιά είναι κι οι δυο, άσ’ τους να φαγωθούν!
Τ’ αφεντικό σήκωσε το κεφάλι μέσα στο σκοτεινό παλιομάγαζο με τα σιδερικά. Τον κοίταζε, τον κοίταζε και δε μιλούσε.
-Από πού είσαι; του λεει.
-Απ΄ το Μαράι, κοντά στην Γκίργκα, τ’ αποκρίνεται του λόγου του.
-Και γιατί τ΄ άφησες το Σάιτ κι ήρθες;
-Μας έσφιξε η πείνα, αφεντικό.
Τ’ αφεντικό χαμήλωσε τα μάτια, έκανε να χαμογελάσει, μα σοβαρεύτηκε πάλι.
-Πιάσε, του λεει, κι εσύ μια βούρτσα, μην κάθεσαι.
Έτσι ο Ζντ Αχμέτ, από χαμάλης έγινε μπογιατζής. Αέρα πράματα, άχρηστα δηλαδή. Ξέρεις τ΄ είναι να βάφεις κόκκινο ένα μασούρι που είναι κιόλας κόκκινο κι αύριο πάλι να πρέπει να το ξαναβάψεις κόκκινο; Κάποιος θα ‘ρθει μια μέρα να σου ζητήξει λογαριασμό για τούτη τη σπατάλη. Οι άνθρωποι στις πολιτείες δεν το λογαριάζουν πως η δουλειά είναι πράμα του Θεού.
Έτσι κάθεσαι και με ρωτάς πώς ήρθα και από πού ήρθα. Κι αν στα πω, πε μου ε, σαν τι θα καταλάβεις εσύ; Εσύ ξέρεις μόνο να ξοδεύεις τα κουβαδάκια το μίνιο, που κοστίζει μια χούφτα χρυσάφι τη σήμερο μέρα, έτσι για ένα γινάτι, για να μη κατέβει μια παντιέρα απ’ το κοντάρι της. Μια παντιέρα μ΄ άσπρο σταυρό και γαλανά ζωνάρια. Τους είχε αποτρελάνει ο πόλεμος. Έλα εδώ, σου λένε, θες παράδες; Να, πάρε δέκα γρόσα μεροκάματο. Θα βάφεις και θα κουβαλάς μασούρια. Μα τι μασούρια; Δυο! Όλα κι όλα δυο. Τα ίδια. Να τα πηγαίνεις να στεγνώνουν και να τα ξαναφέρνεις. Και φτου κι απ΄ την αρχή. Μα πρόσεχε και τα πισινά σου μη σου τα σουβλίσει ο εγγλέζος. Ε, λίγο το ‘χεις; Το πράμα σήκωνε να το σκεφτείς.
Οι άνθρωποι στις πολιτείες αποτρελάθηκαν. Τι ξέρουν, τι καταλαβαίνουν απ΄ την πείνα που ‘χει σφίξει τα χωριά; Η μαλάρια, κάθουνται και γράφουν οι εφημερίδες του γκουβέρνου, η μαλάρια θερίζει κόσμο στα χωριά. Ποια μαλάρια, μωρέ; Δε λες η πείνα να ‘σαι μέσα; Γιατί δεν αρρωσταίνουν οι χορτάτοι; Το στάρι διώχνει τη μαλάρια, όχι το φάρμακο. Όμως το στάρι το μάζεψαν και το τρώνε οι στρατοί. Να τούτοι οι εγγλέζοι με τα κόκκινα πηλήκια και τούτοι οι ρωμιοί ναύτες με τα γένια και το κανονάκι στην ταράτσα. Αγκαλά τούτοι δω στα δικά μας τα χάλια καταντήσανε.
-Για ένα καλό το κάνω, του ‘πε τ’ αφεντικό. Με τούτους εδώ τους ρωηιούς είμαστε αδέρφια, καταλαβαίνεις; Ο εγγλέζος είναι ο οχτρός. Δεν έχω ανάγκη να μου πεις εσύ ποιος είναι ο οχτρός. Τάχα δεν ξέρω πώς χάθηκε ο πατέρας και ρημαχτήκαμε… Λευτεριά, λευτεριά φώναζε το χωριό και χύνονταν κατά το ποτάμι. Πάμε να χτυπήσουμε τους Άγγλους που ‘ρθαν με το βαπόρι. Και βγήκε το λόγου του, παιδί πράμα. Άλλο τίποτα δε βρήκε να σηκώσει, σήκωσε ένα μεγάλο καρφί που δέναν πάνω του τη γίδα μέσα στο δωμάτιο. Και πήγαιναν οι άντρες όλοι μαζί και πίσω στέκονταν οι γυναίκες και φώναζαν και κουνούσαν τα χέρια τους. Κι ήταν μπροστά οι πράσινες σημαίες με τα λόγια του προφήτη γραμμένα πάνω τους με κίτρινο σιρίτι και κυματίζανε βαριές κι ήτανε τα φανάρια που τα τριγυρίζουνε το ραμαζάνι κι ήταν αναμμένα κει δα μέσα στο πρωινό το φως και τα σηκώναν ψηλά, κι ήταν τσίμπαλα και χτυπούσαν γοργά και λαχανιασμένα, και πίπιζες. Κι ήταν οι χοτζάδες με τα σαρίκια τους καθαρά κι ο Σερίφ Μπέη είχε κατέβει από το χτήμα πάνω στην άσπρη φοράδα κι έτρεχε μια μπροστά και μια πίσω κι αστράφτανε τα μάτια του και καμάρωνε κι ήτανε οι γκαφίρηδες του γκουβέρνου με τους γκράδες και τις φεσάρες τις καφετιές και τη γυαλιστερή πλάκα με το νούμερο πάνω στο στήθος τους. Κι είχαν έρθει κι οι βεδουίνοι απ’ την έρημο με τ’ αλόγατά τους τα ψαριά, τα κόκκινα, τα μαύρα, που ‘λεγες πως είναι γάμος κι όλο σήκωναν τα πόδια, για να χορέψουνε, φορτωμένα στο φλουρί και στις χάντρες.
Κι ήταν οι άλλοι του χωριού, ο παππούς, οι συγγενείς τους, οι χωριανοί, που πήγαιναν βιαστικοί και φώναζαν και κουνούσαν ψηλά τους κασμάδες, τα ξινάρια, τους κοντούς, τους μπαλτάδες, τα μαχαίρια. Κι όσοι είχαν καραμπίνες ή δίκανα τρέχαν μπροστά, εκεί, τους πρόσταζε ο Σερίφ Μπέη, εκεί. Κι΄ όσο να πει του λόγου του πως όπου να ‘ναι φτάνουν στο ποτάμι, γιατί είχε σηκωθεί κουρνιαχτός και κανένας δεν έβλεπε τίποτες, γιατί όλες οι φωνές ερχόνταν μαζεμένες κι οι άνθρωποι κάναν σαν τρελοί και κείνος είχε μείνει στην ουρά, γιατί τα ποδαράκια του είχαν κουραστεί κι ένας μπάρμπας του που τόνε γνώρισε τον σταμάτησε και του παράγγειλε να συμμαζώξει κάτι μυξιάρικα τόσα δα που ‘χαν βγει κι αυτά στον πόλεμο, άκουσε λίγες μπαταριές από χαρτούτσες στα δεξιά και μια, δυο, τρεις τουφεκιές από γκράδες. Κι αμέσως ακούστηκε το ποτιστήρι τακ-τακ-τακ-τακ κι οι φωνές πέσανε. Μετά είδε τον κόσμο να ‘ρχεται καταπάνω του σα σίφουνας, άγριος, τρομαγμένος, γεμάτος αίματα και λάσπες. Τα σαρίκια των χοτζάδων είχαν ξετυλιχτεί και πολλοί ήταν βουτηγμένοι στο νερό ίσαμε το στήθος. Κι όλοι φωνάζαν και τρέχανε και ζητούσαν μόνο να περάσουν να φύγουνε και δε βλέπαν τα μυξιάρικα που τα τσαλαπατούσανε. Το ποτιστήρι φώναζαν, βρέχει φωτιά! Το ποτιστήρι βρέχει βόλια! Φωτιά, φωτιά, φώναζε κι ο Σερίφ Μπέη, ωχρός κι αλλήθωρος πάνω στην άσπρη φοράδα. Και της δίνει μια και γίνεται άφαντος, δρόμο για το χτήμα. Μόνο οι βεδουίνοι μέναν ψύχραιμοι, τα στολισμένα τους αλόγατα πήγαιναν με κεφάλι ψηλά, σήκωναν το πόδι καμαρωτά κι ύστερα το κατέβαζαν όλο νεύρο, σα να ‘τανε σε γάμο και να χόρευαν και κείνοι πάνω τους ατάραγοι, σηκώναν κάτι μακρυά καριοφίλια όλο σιντέφι στα κοντάκια τους. Σημαδεύαν και ρίχναν. Κι αν λάχαινε κανένας φελάχος παραζαλισμένος να πέσει απάνω στ΄ άλογό τους, αυτοί σηκώναν το ποδάρι περασμένο όπως ήταν μέσα στα μυτερά πατήματα και του δίναν μια, όπου τον εύρισκε. Και τότε κάποιος τον έπιασε απ΄ το χέρι και του λέει πάμε, ο πατέρας σου σκοτώθηκε μες στο νερό. Από τότε έπεσε μαύρη μιζέρια στον κόσμο ίσαμε σήμερα. Αν τους διώχναμε, τώρα δε θα πεινούσαμε. Αυτό είχε να το λέει ο κόσμος στο χωριό τις μέρες που ετοιμάζονταν να τ΄ αφήσει για να ‘ρθει στην Αλεξάντρεια, να ξενιτευτεί. Δεν είχε την ανάγκη κανενού για να μάθει ποιος είναι ο οχτρός.
Μα τι σκέση έχουν όλα τούτα με μια παντιέρα που δεν τη κατεβάζουν απ’ το κοντάρι της;
-Τί λόγος να γίνεται τόσο κακό για μια σημαία; λέει του μάστορη.
-Μα, άμα κατέβει η σημαία, θα πάει να πει πως δέχτηκαν.
-Δέχτηκαν τί; κάνει του λόγου του.
-Δέχτηκαν να παραδώσουν τα τουφέκια, να πάψουν να πολεμούν για να λευτερώσουν τον τόπο τους.
-Έτσι ε; Και τί λεν οι ρωμηοί;
-Όποιος του κοτάει λεν, ας έρθει να τα πάρει.
-Ωραία κουβέντα, βρήκε να πει ο Ζντ Αχμέτ. Πολύ του άρεσε!
Έσκυψε κι έπιασε την άκρη του μασουριού όπως του ‘γνεψε ο μάστορης. Κι όπα-όπα το κουβάλησαν στην αυλή για να στεγνώσει. Τα πισινά του σα να του φανήκαν πιο σφιχτά και η ραχοκοκαλιά του πάγαινε όρθια σαν τ’ αφεντικού.
-Τί γίνεται; δε φέραν πράματα; Σαν πιο αδειανό μου φαίνεται.
-Ίσα-ίσα. Τούτη τη φορά είναι γιομάτο οβίδες για το κανονάκι.
-Α, έτσι; είπε του λόγου του.
Και σε λίγο:
-Τί ώρα τις φέραν τις οβίδες; Εγώ δε σ’ είδα να τις βάζεις μέσα.
Τ’ αφεντικό άργησε ν’ απαντήσει. Όταν γύριζαν με τ’ άλλο μασούρι, τ’ αδειανό, του τόπε:
-Ψέματα ήταν. Έτσι στο ‘λεγα, να δω τι θα κάνεις. Εγώ θαρρώ πως ούτε κανονάκι δεν έχουν στην ταράτσα τους.
-Γιατί το λες αυτό;
-Γιατί σαν πολύ να μιλάνε για κανονάκι κι΄ αυτό μου βάνει ψύλλους στ΄ αυτιά.
-Α, έτσι; ξανάπε του λόγου του. Είναι και πονηροί…
Απίθωσε χάμου το κουβαδάκι με το μίνιο. Το πινέλο γλύστρησε και χώθηκε ολάκερο μέσα στην μπογιά. Ο νους του ταξίδευε στο Μαράι, κοντά στη Γκίργκα. Πολεμούσε να θυμηθεί το μούτρο του πατέρα του.
Μεσημεριάτικο
Έρμος εδώ στη μοναξιά μου
συλλογιά μου σ’ είχα πάντα… (Τραγουδάει μια λατέρνα)
Ξαφνικά γίνηκε σιωπή! Σαν από σύνθημα όλα σταμάτησαν. Ψηλά μόνο κάποιο γεράκι έκοβε βόλτες. Ο Σιδαρός βγήκε και κάθισε στη σκιά της πόρτας. Καταμεσής του ουράνιου θόλου ένας μεγάλος καλοκαιριάτικος ήλιος στεκόταν κ’ έψηνε. Τον κοίταξε και συλλογίστηκε μια στιγμή πως η σιωπή γίνηκε για ν’ ακουστεί το τραγούδι των καρπών που ωριμάζανε στους κήπους. Και περίμενε, περίμενε να τ’ ακούσει… Πέρασ’ ένα κοπάδι μύγες, δίχως τον παραμικρό θόρυβο, σκόρπισε, μετά ξαναμαζώχτηκε και πήγε κ’ έπεσε πιο κάτω, πάνω σε κάτι βρωμισιές και κει απομαγαρίστηκαν.
Στη σκιά, την ελάχιστη σκιά, μιανού αντικρυνού σπιτιού, κοιμόταν ένα σκυλί. Πιο κάτω ασπρίζανε στον ήλιο συντρίμματα, πέτρες μιας οικοδομής, που μήνες είχε αρχίσει να τελειώσει κι ακόμα δεν ήταν ούτε στη μέση. Και μένανε με μιαν ασάλευτη αδιαφορία πόσον καιρό τώρα που μοιάζαν νάχαν ριζώσει με τη γης. Τ’ άλλα σπίτια χαμηλά και κατάκλειστα ήταν σα νάχαν καθίσει κουρασμένα από τον κάματο, τη ζέστη και τη συλλοή. Μακριά, στις δίπλες των βουνών απλώνονταν καταπράσινες συκιές που κατεβαίναν ως το λιβάδι απαλές, μαγευτικές σαν να γλυστρούσαν σε κοιλιά κοπέλλας.
Η ακινησία κι η σιωπή δεν έλεγαν να τελέψουν. Το μεσημέρι βασίλευε παντού. Μα κει ο ήλιος αντικρύ στο Σιδαρό βάλθηκε να γυαλίζει και ν’ αστράφτει πάνω σ’ ένα ξανθό ολόγυμνο σώμα. Ένα κατάξανθο γυμνό κοριτσάκι είχε στρίψει το μισοχτισμένο σπίτι κι έτρεχε, έτρεχε τον κατήφορο, κουνώντας τα χέρια και γελώντας. Σε λίγο φάνηκε κυνηγώντας το μια γυναίκα ανασκουμπωμένη, ντυμένη μαύρα. Ήταν όμως λαχανιασμένη και ‘στάθη, φωνάζοντας:
-Έλα…
Το κορίτσι ξακολούθησε να τρέχει κατ’ απ’ τον ήλιο. Η γυναίκα είχε σταθεί μπρος στη μισοτελειωμένη οικοδομή, έσκυψε, ξερίζωσε μια πέτρα και σήκωσε το χέρι να την πετάξει. Το γυμνό κορίτσι δεν έτρεχε πια. Είχε φέρει το χέρι αντήλιο στα μάτια της κι έβλεπε τη γυναίκα που απειλούσε. Τότε η μητέρα άφησε να πέσει το χέρι της κι εφώναξε άλλη μια φορά:
-Έλα…
Εκείνο άκουσε κι άρχισε πιλαλώντας να πλησιάζει. Έτρεξε κι η μάνα άνοιξε τα φουστάνια της και το τύλιξε.
-Ντροπή… κοντζάμου κοπέλλα γυμνή…
-Γιατί λοιπόν θες να με λούζεις εσύ; Μόνη μου…
Και χάθηκαν. Και πάλι βασίλεψεν η σιγή κι όσο στάθηκαν σε μια τρομαχτικήν ακινησία. Μόνο εκεί ψηλά ένας μεγάλος ήλιος καλοκαιριάτικος ξακολουθούσε να στριφογυρνά σα σβούρα, ν’ αστράφτει και να καίει. Όσο για κάποιο γεράκι πού ‘κοβε βόλτες κάποτε σταμάτησε κι αυτό, έμεινε ‘κει ψηλά σαν άψυχο κι έμοιαζε μια λεπτή μαύρη κοντυλιά πάνω στον καθαρό ουρανό. Τον κατακάθαρο ουρανό δοκίμασε πριν λίγο να διασχίσει ένα μικρό, ασήμαντο συννεφάκι. Πρόβαλε κει κάτω στη δύση κινημένο από ένα ζεστό ασώματο αεράκι, περιμένοντας τη μεγάλη παρέα για να ξεκινήσει, μα δεν βρήκε κανένα. Μέτρησε την απόσταση, είδε πως ήταν αδύνατο να τη περάσει μόνο του, ντράπηκε και γύρισε από κει που φάνηκε.
Ο Σιδαρός που παρακολούθησε όλ’ αυτά, σαν κάτι θέλησε να θυμηθεί. Κι αυτό ήταν το πώς πρωτογνώρισε την αγάπη του. Μι’ απέραντη σάλα, ευγενικές κυρίες, κόσμος, ένα παρκέτο που γυάλιζε εξαιρετικά. Κάπου-κάπου χορεύανε. Εκείνη ερχότανε για πρώτη φορά εκεί μέσα. Του Σιδαρού του έκανε εντύπωση η μεγάλη της δειλία. Άμα τον αντιλήφτηκε στάθηκε ξαφνιασμένη. Έπειτα κάτι του έγνεψε σαν: -Έλα…
Μα ήσαν στις δυο αντίθετες άκρες της σάλας και το παρκέτο ήταν αδειανό, γιατί δε χορεύανε. Αρκέστηκε λοιπόν να τη βλέπει και να προσπαθεί να μαντέψει τι τον ήθελε. Εκείνη όμως προχώρησε, δίστασε λίγο, μετά πήρε θάρρος και διάσχισε την απέραντη σάλα με βήμα σίγουρο (έτσι η αγαπημένη του στάθηκε πιο θαρρετή από το συννεφάκι). Του τοπε με τα μάτια. Ντροπαλά κι όμορφα.
-Όχι ντε; τη ρώτησε.
-Αλήθεια σου λέω…
-Αγαπούλα μου…
Στη τέχνη των ματιών εκείνη βρέθηκε φαμόζα. Είχε κάτι αφάνταστα βαθιά γαλανά μάτια που του θυμίζανε πολύ μια μαγική γυμνούλα πούδε κάποτε, ψηλά σ’ ένα ταξίδι πούχε κάνει στο Βορρά. Κι η γαλανή λάμψη τους στεκόταν σε μια τέτοια παράξενη αντίθεση με το μελαχρινό ρόδινο χρώμα του κορμιού της… Έξω απ’ αυτό είχε μια φωνούλα κρυστάλλινη. Σίγουρα πως μέσα της θα ‘κλεινε μια λάλα κρήνη. Γι’ αυτό έπρεπε κανένας νάναι βέβαιος. Εξάλλου σε χτυπούσε μια τέτοια δροσιά όταν της πλησίαζες. Σαν τη φρεσκάδα που σου ‘ρχεται στο πρόσωπο άμα σκύψεις πάνω από βαθειά γούρνα καλοκαίρι καιρό.
Η αγάπη τους μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Μα ‘κει ξαφνικά ήρθ’ ένα τίποτα και τη σταμάτησε… Σαν τη φωνή μιανού τραγουδιστή, που γεμάτη θέρμη και μέταλλο ανεβαίνει και εκεί…
Συνήρθε ή ξύπνησε. Ένοιωσε μια χαυνωτική ταραχή κι ανατρίχιασε λαφριά. Η σκιά σιγά-σιγά έφυγε κάμνοντας τόπο στον ήλιο πού ‘τανε τώρα απλωμένος σ’ όλο το δρόμο. Ο σκύλος που κοιμόταν εκεί απέναντι είχε φύγει. Όμως ο Σιδαρός δε θυμόταν να τον είδε να σηκώνεται. Σε λίγο προσπάθησε να ενώσει το νήμα των αναμνήσεων που κόπηκε. Στο μυαλό του ήρθαν κάποιες απαίσιες μεταμεσονύχτιες ώρες που πέρασε γυρίζοντας σε μια παντέρημη πλατεία τη πρώτη νύχτα που χωρίσανε.
Πάνω ταξίδευε ένα παραμορφωμένο φεγγάρι (έμοιαζε αγόρι που έχει μαγουλά) και το φως του έσπανε μελαγχολικά και μονότονα πάνω στην ψυχρή άσφαλτο. Κάπου είχαν ανοίξει λάκκους για την ύδρευση της πόλης και η μυρωδιά της νιοσκαμένης γης σκορπούσε μιαν ατμόσφαιρα τάφων. Εκείνη τη νύχτα θάφτηκε η αγάπη τους μια για πάντα…
Σηκώθηκε και κάθησε ένα σκαλί ψηλότερα γιατί ο ήλιος του έκαιγε τα πόδια. Θέλησε να πάει μέσα μα δεν τόκανε. Άφησε μόνο τη ματιά του να πλανηθεί μακρυά εκεί κάτω, μετά τον κατήφορο, στο δροσερό λιβάδι με τους υγρούς καταπράσινους ίσκιους και συλλογίστηκε πόσο καλά θάταν νάναι κανείς εκεί και ν’ αναπαύεται.
Ξαφνικά μια παράξενη ιδέα του κατέβηκε. Φαντάσθηκε πως εκεί που καθότανε ένα κορίτσι, ένα εξαιρετικά όμορφο κορίτσι θ’ αρχόταν από πίσω του δίχως θόρυβο, πατώντας στα δάχτυλα και θα του έπιανε τα μάτια. Λοιπόν κάποια χέρια ήρθανε και του κλείσανε τα μάτια. Τα ξεκόλλησε με δύναμη και γύρισε και κοίταξε. Μπροστά του ήταν η αγάπη του, ολόγυμνη. Κι ήταν τόσο έντονη η πραγματικότη που φαντάστηκε, λέει, πως ονειρεύεται.
-Έλα μέσα, είσαι γυμνή.
-Όχι, πάμε κει κάτω στους ίσκιους, και τον τράβηξε. Εκείνος την ακολούθησε. Γύρισε μόνο μια στιγμή και κοίταξε πίσω του κι είδε κοντά στη μισοτελειωμένη οικοδομή τα ρουχαλάκια της πού ‘τανε ριχμένα καταμεσής του δρόμου και μοιάζανε με κρίνους κομμένους και μαραμένους πια που τους ρίξαν εκεί για να σκεπάσουν κάτι.
Ήταν εύθυμη, πόσο ήταν εύθυμη και δεν την ένοιαζε καθόλου για τη γύμνια της. Ξαπλώσανε στους ίσκιους κι αναπαύτηκαν. Για κείνο που τους χώρισε δεν είπαν τίποτα. Εκείνος άρχισε να μιλά, να μιλά, να της λέει… Εκείνη δεν έλεγε τίποτα. Γελούσε μόνο και τον έβλεπε. Ξαφνικά τον τύλιξε με τα χέρια της και τον φίλησε στα χείλια. Το θυμότανε καλά γιατί την ίδια στιγμή είδε μακριά κάποιο γεράκι να πέφτει με δύναμη από τον ουρανό σαν ψόφιο.
Χορέψανε και ξαναφιληθήκαν. Στο τέλος τον πήρε από το χέρι και τον πήγε ως τη πόρτα του. Μετά ντύθηκε τα ρούχα της του έστειλε από μακρυά ένα φιλί και χάθηκε στο γύρισμα του δρόμου. Τότε ο Σιδαρός σηκώθηκε από το κάθισμα πού ‘χε καθίσει, τανύθηκε, άπλωσε το μάτι του στα λιβάδια, ένιωσε μιαν απέραντη χαρά να τον πλημυράει για όλα, για την αγάπη του που ξαναρχίνησε, άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε μιαν οχτάβα βαθύφωνη. Σύγκαιρα όμως ένιωσε δυο δροσερά χέρια να του σκεπάζουνε τα μάτια…
Ο Μπεχλιβάνης Με Γάιδαρο Δυο Σκύλους Και Νταούλι
Ετούτος ήταν ένας φουκαράς, ένας μικρός μπεχλιβάνης. Χρόνια τώρα δε θυμόταν νάχει σταυρώσει λίγα παραδάκια, να τα βάλει στην μπάντα για την κακιά ώρα. Θα πεις ήταν το σόι της μπεχλιβανιάς του τέτοιο. Δυο σκύλοι, ένας γάιδαρος και του λόγου του. Θέλει να φάει όλος αυτός ο κόσμος, Ύστερα, κει που θαρρούσε κανείς πως έπιασε, το κοινό τον βαριόταν, τα παιδάκια άφηναν την παράσταση και γύρίζαν στα παιχνίδια τους, οι παραμάνες στους κήπους του λέγαν: “Το ξέρουμε, το ξέρουμε. Έχεις τίποτ’ άλλο“; Όχι, δεν είχε άλλο. Αυτό είχε μάθει και μ΄ αυτό ζούσε. Ήταν ένα έξυπνο νούμερο.
Έφτανε σε καμιάν αυλή, σ΄ έναν έρημο δρόμο, ή σε μια μικρή πλατεία. Με δυο καλαμάκια βαρούσε συναγερμό πάνω στο νταούλι που τόχε περασμένο απ΄ το λαιμό του. Μαζεύονταν ο κόσμος κ΄ έκαμνε κύκλο γύρω τους. Τότε ο μπεχλιβάνης έστηνε το γάιδαρο στη μέση, να περιμένει τάχατες κάτι, έπαιρνε τα σκυλιά σε μιαν άκρη κι άρχιζε την παράσταση. Όλα ρυθμισμένα με το νταούλι. Πηδήματα, σούζα, χοροί, μπεχλιβανιές, παλέματα. Ξάφνου ο άνθρωπος κάτι θυμόταν, έπαυε το νταούλι και τραβούσε τάχα προς το γάιδαρο. Μα ο ένας απ΄ τους σκύλους χιμούσε τότε, τον άρπαχνε από την άκρη της βράκας και τον έφερνε πίσω. Κ΄ η παράσταση συνεχίζονταν. Αλλά μια στιγμή πάλι, που οι δυο σκύλοι αγωνίζονταν να βαστήξουν κάποια δύσκολη ισορροπία, ο μπεχλιβάνης ξέκοβε χωρίς να σταματήσει το νταούλι και πήγαινε κοντά στο γάιδαρο. Έσκυβε, κάτι του ξηγούσε στ’ αυτί και ξεμάκραινε να δει τι εντύπωση του έκαμε, Κι ο γάιδαρος, όλο σοβαρότη κι εμβρίθεια, έγνεφε “μάλιστα, μάλιστα, μάλιστα” τρεις φορές με το κεφάλι του. Τότε ο μπεχλιβάνης έβγαζε το φέσι του και το τριγύριζε για δεκάρες.
Αυτό ήταν όλο. Ο κόσμος γελούσε στην αρχή, μα γρήγορα συνήθιζε το νούμερο. Γι’ αυτό έπρεπε συχνά ν’ αλλάζει γειτονιές κι άμα τις γύριζε όλες, άλλαζε και πόλη, να ξεχάσουν οι παραμάνες ή και να μεγαλώσουν, να ‘ρθουν άλλα παιδάκια.
Με τον πόλεμο βέβαια, είχαν αλλάξει τα πράματα. Η Αίγυπτο είχε γιομίσει από ξένους στρατούς. Γελούν εύκολα. Μα και βαριούνται εύκολα.
Έτσι ο μπεχλιβάνης βρέθηκε κείνο τ’ απόγεμα, στα τελευταία του Δεκέμβρη του ’44, να πηγαίνει μ’ όλο του το θίασο, από την Αλεξάντρεια στο Κάιρο. Θάχε καμωμένα καμιά τριανταριά μίλια από το πρωί. Τη νύχτα έλεγε να την περάσει σ’ ένα χάνι που γνώριζε, στο Νταμανχούρ.
Πήγαινε σιγοτραγουδώντας και σπουδάζοντας τα πλάσματα του Θεού. Ο καιρός ήταν ψυχρούτσικος και δεν έδειχνε για βροχή.
Και κει, μέσα στη μοναξιά των χωραφιών, μέσα στην ησυχία, άκουσε σαν ένα βουητό πλήθους σα διαδήλωση, σα νάταν στρατός πολύς που τραγουδούσε χωρίς όμως να περπατά. Κοίταξε γύρω του και δεν είδε τίποτα. Προχώρησε κι άλλο. Το βουητό όλο και δυνάμωνε. Κάποτε κατάλαβε από πού έρχονταν. Σκαρφάλωσε με το γάιδαρο το πρόχωμα που χώριζε τον αγροτικό δρόμο απ΄ τη σιδεροδρομική γραμμή, στάθηκε στην κορφή και κοίταξε κάτω.
Ήταν ένα φορτηγό τραίνο με καμιά δεκαπενταριά βαγόνια, σταματημένο εκεί στη μέση του κάμπου. Τα βαγόνια, άλλα κλειστά κι άλλα ξέσκεπα, ήταν γιομάτα μερμυγκιά, από ανθρώπους που φώναζαν, μιλούσαν ή τραγουδούσαν. Οι φωνές ήταν σαν ένα κύμα πελώριο από μύγες που γιόμιζε τον αέρα και πότε υψώνονταν, πότε σκορπούσε και πότε κατακάθιζε. Ο μπεχλιβάνης ροβόλησε κατά την ατμομηχανή. Μα ‘κει βγήκανε δυο νέγροι στρατιώτες με τόμμυγκαν και του κάναν γιάλα-γιάλα. Πήγε παρακάτω και στάθηκε μπρος σ’ ένα ξέσκεπο βαγόνι… Ποτέ, ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους και νά ‘ναι σε τέτοια κατάντια. Κουρελιασμένοι, βρώμικοι, αξούριστοι, αχτένιστοι, με κούτελα βασανισμένα, με μάγουλα βαθουλωτά, με μάτια γιομάτα πυρετό. Μιλούσαν Ελληνικά. Ο μπεχλιβάνης ήξερε πολύ λίγα ρωμέικα. -Έλα ντω βρε, ντεν έσει μπαράντες; Και τις βρισιές τις πιο απαραίτητες. Να όμως που κάποιος μες απ το βαγόνι του μιλούσε αράπικα.
-Που είμαστε, πατριώτη, του λέει.
-Κάπου τριάντα μίλια από την Αλεξάντρεια.
-Καταλαβαίνω γιατί σταμάτησαν. Περιμένουν να νυχτώσει. Ντρέπονται να μας περάσουν μέρα.
-Μα τι είσαστε σεις, από πού ερχόσαστε; Πρόσφυγες;
-Όχι πρόσφυγες, όμηροι, του λέει ο άλλος.
-Τι δηλαδή, ρωτάει ο μπεχλιβάνης που δεν καταλάβαινε. Μη μου πεις πως σας φέραν αιχμάλωτους;
Ο άλλος ζήτησε από τους συντρόφους να συχάσουν λιγάκι και βάλθηκε να του ξηγά. Δε διάβαζε τις εφημερίδες: Δεν έμαθε τι γινόταν στην Αθήνα; Και για να καταλάβει πιο καλά τού ‘καμε τη παρομοίωση με τον αγώνα του Μεγάλου Σάαντ για την ανεξαρτησία της Αιγύπτου. Ο μπεχλιβάνης ανάσανε μ’ ικανοποίηση. Του άρεσαν αυτές οι κουβέντες. Τον ξανάφεραν σε καιρούς ηρωικούς. Λέει:
-Όταν ήταν να γυρίσει ο Μεγάλος Σάαντ από την εξορία, οι λωποδύτες της Αλεξάντρειας γράψανε στις εφημερίδες μιαν ειδοποίηση που ‘λεγε στους κατοίκους να πανηγυρίσουν ξέγνοιαστοι. Για χατίρι της μεγάλης μέρας οι λωποδύτες ορκίζονταν να μη κλέψουν ούτε μια καρφίτσα κι ας είναι μεγάλος ο συνωστισμός κι οι ευκαιρίες αμέτρητες. Ο άλλος μες απ’ το βαγόνι έσκασε στα γέλια.
-Τί λέει, τί λέει, τον ρωτούσαν οι άλλοι γύρω του. Τους το διηγήθηκε. Γέλασαν κι αυτοί. Γέλασε όλο το βαγόνι. Από το διπλανό ρωτήσαν:
-Τί λέει, τί λέει;
Κάποιος τους είπε. Γέλασε και το διπλανό βαγόνι, Την ιστορία την είπαν και στο τρίτο, που έτυχε νά ‘ναι σκεπαστό και χρειάστηκε να τους τη φωνάξουν μέσα από το παραθυράκι που έβλεπε στα πλάγια. Σε λίγο, ακούστηκε και το κλειστό βαγόνι να γελάει μουλωχτά, σαν παιδί μέσα στα σκέλια του, καθισμένο ανακούρκουδα.
-Τί λέει, τί λέει; ρώτησε τ΄ άλλο βαγόνι παρακάτω.
-Όταν πρόκειταν ο Μεγάλος Σάαντ να γυρίσει απ΄ την εξορία…
Ο μπεχλιβάνης άκουε την ιστορία του να ταξιδεύει από βαγόνι σε βαγόνι. Κάθε τόσο ακούονταν το ξέσπασμα του γέλιου, ανοιχτό, εγκάρδιο απ΄ τα ξέσκεπα βαγόνια, μουλωχτό, πνιγμένο μέσα από τα κλειστά. Κι ώσπου να πάει η ιστορία του ίσαμε το τέλος του τραίνου, άρχισε πάλι από βαγόνι σε βαγόνι να γυρίζει πίσω καμωμένη τραγούδι, ένα τραγούδι όλο παλικαριά. Ο μπεχλιβάνης ήτανε βέβαιος πως αυτή ήταν η δικιά του ιστορία γενομένη τραγούδι.
-Τί λέει αυτό το τραγούδι; ρώτησε τον άνθρωπο στο βαγόνι.
-Μιλά για τη Λευτεριά, πούναι σαν τη φωτιά. Καίει και καθαρίζει.
Για κοίτα, για κοίτα κουβέντες, λέει μέσα του ο μπεχλιβάνης. Πόσα χρόνια είχα ν’ ακούσω τέτοια πράματα; Μπας κι ονειρεύομαι; Μα για στάσου, τώρα θα τον τσακώσω.
-Καλά, δε μου λες και του λόγου σου τι θέλεις μ΄ αυτούς; ρωτά τον άνθρωπο στο βαγόνι.
-Ποιός εγώ; Μαζί τους είμαι. Έλληνας είμαι.
-Συμπάθα με. Σε πέρασα για δικό μας. Πως σε λένε;
-Δημήτρη Ζωγράφο. Ο πατέρας μου είναι γκαρσόνι στην Αλεξάντρεια.
-Και δε σαλτάρεις μάνι-μάνι τώρα που δε σε βλέπει κανείς; Σιγά-σιγά με το γαϊδουράκι θα πάμε μια χαρά.
Ο Δημήτρης γέλασε.
-Τί λέει, τί λέει; ρώτησε το βαγόνι.
Άντε πάλι, είπε με το νου του ο μπεχλιβάνης. Άλλο τραγούδι θάχουμε. Μα ο Δημήτρης προτίμησε να του αποκριθεί εκεινού πρώτα:
-Τον πατριώτη που θά ‘φηνε τον αγώνα για να πάει να κρυφτεί στα φουστάνια της μάνας πως θα τονε χαρακτήριζε ο Μεγάλος Σάαντ;
Άκου κουβέντες, άκου κουβέντες, είπε μέσα του ο μπεχλιβάνης και κοκκίνιζε ντροπιασμένος.
-Καλά. λέει. Δε μπορώ να κάμω και γω τίποτα για σας;
-Πολλά. Θα σου δώσουμε και κάτι γράμματα να τα πας, αν μπορέσεις. Όμως πρώτα-πρώτα θα θέλαμε λίγα τσιγάρα. Μα που να βρεθούν εδώ στην ερημιά…
Ο μπεχλιβάνης έκανε να βγάλει το πακέτο του και σταμάτησε. Εδώ χρειάζονταν χιλιάδες τσιγάρα… Ξάφνου λέει στο Δημήτρη:
-Βρήκα! Κάθε απόγεμα τέτοια ώρα περνά το καμιόνι του Κουταρέλλη που πάει τσιγάρα στα χωριά. Μα θα χρειαστούνε λεφτά…
Ο Δημήτρης έβγαλε και τούδωσε μισή λίρα αιγυπτιακή.
-Δε φτάνει, του λέει. Μα, όσα πάρεις. Θα τα κόψουμε στα τρία. Έχουμε ακόμα λίγα λεφτά μα τα φυλάμε για πιο δύσκολες στιγμές.
Ο μπεχλιβάνης έτρεξε στον ανήφορο κι έπιασε ένα φελλαχάκι που καθότανε και χάζευε από ψηλά. Τ’ αρμήνεψε πώς να φυλά το δρόμο για να του φωνάξει σα χρειαστεί και ξανακατέβηκε κοντά τους.
-Τώρα, θέλετε να σας δώσω και μια παράσταση να ξεσκάσετε λιγάκι, λέει ντροπαλά-ντροπαλά του Δημήτρη.
-Ακούς εκεί; Και δεν τόλεγες τόση ώρα;
Τόπε και στους άλλους γύρω του. Το τραίνο αλάλαξε από τα ζήτω και τα χειροκροτήματα. Κι άρχισαν. Ο μπεχλιβάνης, το νταούλι, οι δυο σκύλοι κι ο γάιδαρος. Κάθε τρία βαγόνια και μια παράσταση. Και τραβούσαν παρακάτω. Ο σπαραγμός ήταν με τα κλειστά βαγόνια, πού ‘τανε σαν παιδάκια με μισό μάτι κι αυτό θαμπωμένο. Μα ο κόσμος γελούσε. Βαγόνια-βαγόνια γελούσε ο κόσμος. Και χειροκροτήματα και πειράγματα στο γάιδαρο, που τους θύμιζε, λέει, κάποιον πολιτικό στην Ελλάδα. Ο μπεχλιβάνης ήτανε συγκινημένος και περήφανος. Κάποτε βάλθηκε να φωνάζει το φελλαχάκι. Ο μπεχλιβάνης έτρεξε. Ο γάιδαρος κι οι δυο σκύλοι, αφημένοι μονάχοι τους, συνέχιζαν τη παράσταση όπως-όπως. Ήτανε πράγματι το καμιόνι του Κουταρέλλη.
-Το πολύ που μπορώ να σου δώσω με μισή λίρα είναι τετρακόσα ψιλά, του λέει ο σοφέρ.
Ο μπεχλιβάνης έψαξε κι άδειασε ό,τι είχε μέσα στις τσέπες του. Το ίδιο έκαμε κι ο σοφέρ. Τότε μπήκε στη μέση κάποιος άλλος που ταξίδευε μέσα στο καμιόνι και λέει:
-Άιντε, αποσώνω εγώ για δυο χιλιάδες. είναι φουκαριάρηδες ανθρώποι.
-Φουκαριάρηδες; λέει ο μπεχλιβάνης. Αυτοί είναι άγιοι. Αυτοί μιλάνε κατ ευθεία με το Θεό. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταζε πέρα στον ορίζοντα, ‘κεί που πάει να χαθεί ο ήλιος μες σε χρυσοκόκκινες λουρίδες από συννεφάκια καφετιά χωράφια νιοσκαμμένα και πράσινους αγρούς. Αποξεχάστηκε.
Μια σφυριξιά της ατμομηχανής τονε συνέφερε. Τά ‘χασε. Παράτησε το καμιόνι κι έτρεξε στο Δημήτρη.
-Μη χολοσκάς, του λέει αυτός. Ρίχτα σ’ όποιο βαγόνι μπορέσεις. Το ίδιο κάνει. Θα μοιραστούνε δίκηα. Και, πούσαι; Πάρε κι αυτό το πακέτο τα γράμματα. Βάλε κανένα Ρωμηό να σου διαβάσει τις διευθύνσεις και πήγαινέ τα. Και ψυχικό θα κάνεις και ζημιωμένος δε θα βγεις. Μα ο μπεχλιβάνης ήτανε ζαλισμένος. Έκλαιγε κι όλας. Βγάζει το νταούλι απ’ το λαιμό του και το πετάει του Δημήτρη.
-Πάρ’ το, λέει, να σας διασκεδάζει εκεί που θα πάτε.
Οι άλλοι το κράτησαν. Δε θέλησαν να τον προσβάλλουν. Το τραίνο ξεκινούσε. Φτάσανε και τα τσιγάρα, δυο μεγάλα-μεγάλα πακέτα. Τα βαγόνια πανηγύριζαν, ζητωκραύγαζαν, σφύριζαν. Προπαντός κάτι αγοράκια, ένας παπάς, κάτι γέροι…
-Και σπίρτα και σπίρτα…
Τους ρίξαν και σπίρτα.
-Ευχήσου μας καλή λευτεριά, του λέει ο Δημήτρης.
-Στην ευχή του Θεού. Καλή λευτεριά, λέει ο μπεχλιβάνης.
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ, φωνάζαν τα βαγόνια.
Τότε στην ώρα, φάνηκαν πάλι κάτι νέγροι στρατιώτες με τα τόμμυγκαν.
-Γιάλα, γιάλα, είπανε στους ανθρώπους του Κουταρέλλη και στον μπεχλιβάνη με το θίασό του. Αυτοί τραβηχτήκανε λίγο παράμερα. Το τραίνο περνούσε τραγουδώντας. Τότε ο μπεχλιβάνης έβγαλε το φέσι, τ’ ακούμπησε, μισοδιπλώνοντας το χέρι, πάνω στο στήθος και στάθηκε σε προσοχή. Οι δυο σκύλοι στάθηκαν σούζα. Κι ο γάιδαρος κι αυτός στη γραμμή, χαιρετούσε με τρία σοφά κουνήματα της κεφαλής κάθε βαγόνι που περνούσε, κι οι άνθρωποι από μέσα αντιχαιρετούσαν με καλή καρδιά, κουνώντας τα χέρια, χωρίς να σταματούνε το τραγούδι που μιλούσε για τη Λευτεριά που καίει και καθαρίζει.
Αλεξάντρεια 1945